Professional Documents
Culture Documents
Η ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗ ΠΡΩΤΗΣ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΗΣ
Η ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗ ΠΡΩΤΗΣ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΗΣ
∆Ι∆ΑΚΤΟΡΙΚΗ ∆ΙΑΤΡΙΒΗ
ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2003
Στη µνήµη του συζύγου µου
Γεωργίου Χαρ. Στεργιάδη
Οµ. Καθηγητή του Α.Π.Θ.
2
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Η Αρχιεπισκοπή Πρώτης Ιουστινιανής είναι το θέµα της παρούσας εργασίας
µας που έχει ως σκοπό της να αξιολογήσει κάθε πληροφορία που διασώζεται δια
µέσου των αιώνων, τόσο από τις πηγές όσο και από τους προηγούµενους
ερευνητές που ασχολήθηκαν µε το θέµα αυτό, γιατί παρουσιάζει ένα ιδιαίτερο
ενδιαφέρον. Η εµφάνιση της Πρώτης Ιουστινιανής γίνεται τον 6ο αιώνα, στα
χρόνια του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, για να κρατήσει η δόξα της µόλις πενήντα
χρόνια, να λησµονηθεί στη συνέχεια για πέντε αιώνες και να επανεµφανιστεί τον
11ο αιώνα ως «φοίνιξ που αναγεννάται από την τέφρα του».
Για την εξεύρεση του θέµατος της διατριβής αυτής, οφείλω ευχαριστίες
στον καθηγητή Αθανάσιο Αγγελόπουλο καθώς και για την επιστηµονική
καθοδήγησή του.
3
ΠEPIEXOMENA
Πρόλογος 5
Εισαγωγή 6
MEPOΣ ΠPΩTO 12
Kεφάλαιο Πρώτο 12
α) Ιλλυρικό και Πρώτη Ιουστινιανή 12
β) Η επαρχότητα Ιλλυρικού και το βικαριάτο Θεσσαλονίκης 17
Kεφάλαιο ∆εύτερο 25
H Aρχιεπισκοπή Πρώτης Iουστινιανής ως συνάρτηση της εκκλησιαστικής 25
πολιτικής του Iουστινιανού A΄
Kεφάλαιο Tρίτο 43
A΄ Iουστινιανή 43
α. H ίδρυση και η εξέλιξη της Αρχιεπισκοπής Πρώτης Iουστινιανής 43
β. ∆ιπλωµατική ανάλυση του Χρυσοβούλλου 47
1. Σχηµατική παράσταση Ηδίκτου ή Νεαράς κατά τη βυζαντινή εποχή 49
2. Σχηµατική διάταξη epistula (επιστολής) 50
3. Γραφική παράσταση Χρυσόβουλλου λόγου 53
Kεφάλαιο Tέταρτο 69
α. H θέση της Πρώτης Ιουστινιανής σύµφωνα µε τις βυζαντινές και νεότερες πηγές 69
β. Πόλεις που ιδρύθηκαν από τον Iουστινιανό και φέρουν το όνοµά του 74
γ. Πόλεις φέρουσες το όνοµα Ιουστινιανούπολις 75
Συµπεράσµατα Α΄ περιόδου 76
MEPOΣ ∆ΕΥΤΕΡΟ 80
Kεφάλαιο Πρώτο 80
Τρόπος επανεµφάνισης της Πρώτης Ιουστινιανής 80
α. Η Εκκλησία της Βουλγαρίας 80
β. Κατάλογος επισκοπών Πρώτης Ιουστινιανής 89
1. Οι επαρχίες της αρχιεπισκοπής Αχριδών και Πρώτης Ιουστινιανής 89
2. Τακρίριον Ιωάσαφ αρχιεπισκόπου Πρώτης Ιουστινιανής προς τον Σουλτάνο 90
(11/07/1721)
α. Κείµενον του τακριρίου 91
β. Μητροπόλεις και επισκοπές Α΄ Ιουστινιανής και ο εντοπισµός τους 92
4
γ. Αι Αρχιεπισκοπαί του µακαριωτάτου αρχιεπισκόπου Αχριδών 96
3. Τάξις των θρόνων της Πρώτης Ιουστινιανής ήτοι πάσης Βουλγαρίας 97
4. Επισκοπές ανήκουσες στην αρχιεπισκοπή Βουλγαρίας ήτοι Αχριδών (που 98
εµφανίζονται από τον 12ο έως τον 13ο αιώνα)
Συµπεράσµατα 99
Kεφάλαιο ∆εύτερο 102
Αρχιεπίσκοποι Βουλγαρίας, Αχριδών, Πρώτης Ιουστινιανής 102
Kεφάλαιο Τρίτο 113
Η προβληµατική της Πρώτης Ιουστινιανής 113
α. Γένεση και αποδοχή της θεωρίας της Πρώτης Ιουστινιανής στο Μεσαίωνα 113
β. Πλαστογραφηµένα έγγραφα της αρχιεπισκοπής Πρώτης Ιουστινιανής και η 134
χρήση τους στο Μεσαίωνα κατ’ εξακολούθηση
Συµπεράσµατα Β΄ περιόδου 156
Επίλογος 161
Περίληψη 164
Παράρτηµα 170
Νεαρές 171
Ψευδοϊουστινιάνειο Χρυσόβουλλο 180
Χάρτες 196
Φωτογραφίες 201
Συντµήσεις 203
Βιβλιογραφία 206
5
ΣYNTMHΣEIΣ
6
Ed: Justiniani XIII Edicta quae vocantur, edd. R. Schoell – W- Kroll εν. NJ. Σελ.
759 – 795.
E.E.B.Σ.: Eπετηρίς Eταιρείας Bυζαντινών Σπουδών, Aθήναι, 1924 κε.
Ε.Ε.Θ.Σ.Π.Θ.: Επιστηµονική Επετηρίς Θεολογικής Σχολής Πανεπιστηµίου
Θεσσαλονίκης.
ΕΟ.: Echos d’Orient, Constantinople – Paris, 1897 – 1942.
FHG.: Fragmenta Historicorum Graecorum, ed C. Müller, τ. I – V, Paris 1878 –
1885.
GCS.: Die griechischen christlichen Schriftsteller der ersten drei Jahrhunderte,
Leipzig 1897 κε.
HGM.: Historici Graeci Minores, L. Dindorfius, τ. I – II, Lipsiae 1870 – 1871.
Izv. za Bălg. Istorija: Izvori za Bălgarskata Istorija εκδ. Bălgarska Akademija
na Naukite, τ. I – XX, Sofia, 1958 – 1974.
Ι.Μ.Χ.Α.: Ίδρυµα Μελετών Χερσονήσου του Αίµου.
I.Π.Μ.: Ίδρυµα Πατερικών Μελετών.
Jaffe: Pb. Jaffé, Regesta pontificum Romanocum ab condita Ecclesia ad annum
p.C. natum 1198, 2α εκδ. υπό W. Wattenbach – F. Kaltenbrunner – P. Ewald
– S. Loewenfeld, Berlin, 1885 – 88, τοµ. 2 (ανατ. Graz 1956).
JGR.: Jus Graeco - Romanum, τ. 1 – 8 εκδ. I και Π. Zέπου, Aθήναι, 1931 κε.
Liberatus: Liberatus Breviarium causae Nestorianorum et Eutychianorum, ed. E.
Schwarts, εν ACO. II 5 Berolini – Lipsiae, 1936.
Lib Pont: Le Liber Pontificalis2, ed L. Duchesne, Paris 1955 – 7 τοµ. 3.
Mansi J. D.: Sacrorum Conciliorum nova et amplissima collestio, Firenze –
Venezia 1759 – 1798.
MG H: Monumenta Germaniae Historica , Auctores Antiquissimi, Berolini 1877
– 1898.
MGH, epp.: MGH Epistulae VI 592 F = Izvori, VII, 110.
M.P.L.: Migne, Paftologie cursus completus, Series Latina, Paris 1844 – 1952.
7
N. J.: Novellae Justiniani, rec R. Schoell – G Kroll [ CJC III], Berlin 1895 ( φωτ.
αντ. Dublin – Zürich 1972).
Not Dign.: Notitia Dignitatum accedunt Notitia urbis Constantinopolitanae et
Latercula provinciarum, ed. O. Seeck, Berlin 1876 σελ. 1 – 225.
PG.: Migne J. P., Patrologiae cursus completus, Series graeca, Paris 1857 –
1906.
PL.: J.P. Mignae, Partologiae curcus completus, series latina, Paris 1844 – 1952.
Προκόπιος Περί Kτισµάτων: Προκόπιος, Περί κτισµάτων, εκδ. J. Haury,
Procopii Caesariensis opera omnia III. 2, Lipsiae 1913. Editio stereotypa
correctior. Addenda et corrigenda adiecit G Wirth IV, Leipzig 1964.
Προκόπιος Γοτθικών Πολέµων: Προκόπιος, υπέρ των πολέµων λόγοι, εκδ. J.
Haury Procopii Caesariensis opera omnia II, Lipsiae 1905 Addenda et
corrigenda adiecit G Wirth, Leipzig 1963, O. Veh, Prokop. II Gotenkriege
München 1966.
REB.: Revue des Études Byzantines, Paris 1943 κε.
Σ.Θ.Ι.Κ.: Σύνταγµα Θείων και Ιερών Κανόνων, εκδ. Γ. Ράλλης – Μ. Ποτλής, τ.
6 εν Αθήνησι 1852 – 1859.
Σωκράτης: Σωκράτης, Σχολαστικός, Εκκλησιαστική Ιστορία, J. P. Migne PG.
67, σελ. 28–842.
Θ.Η.Ε.: Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, εκδ. Αθ. Μαρτίνος, τ. 12,
Αθήνα 1962 – 1963.
Viz Vrem.: Vizantijskij Vremennik, Sanktpeterburg – Leningrad 1894 – 1927,
Moskva 1947 κε.
ZRVI: Zbornik Radova Vizantološkog Instituta, Beograd 1972 κε.
8
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Πηγές και βοηθήµατα
9
Άνθιµος Αλεξούδης Μητροπολίτης Αµασσείας, Χρονολογικός κατάλογος των
πάλαι ποτέ Αρχιεπισκόπων της Πρώτης Ιουστινιανής Αχριδών, εν
Εκκλησιαστική Αλήθεια, 9 (1888 - 1889) επανέκδοση Ι.Π.Μ. 1986, 158 –
160.
Άνθιµος Αλεξούδης Μητροπολίτης Αµασσείας, Συνοδικαί πράξεις της
Αρχιεπισκοπής Αχριδών και πάσης Βουλγαρίας, εν ∆ελτίον της Ιστορικής
και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος, ∆΄ (1894) τχ. 15, 547 – 573.
Απόκαυκος Ιωάννης, Epirotica, Noctes Petropolitanae, N. Bees, Unedierte, Α.
Παπαδόπουλος – Κεραµεύς, εν Αρµονία 3 (1902).
Αραβαντινός Π., Χρονογραφία της Ηπείρου, Β΄, εν Αθήναις 1859.
Βαρδάνης Γεώργιος, Του Αττικού κυρού Γεωργίου Βαρδάνη… αντίγραµµα προς
τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως κυρόν Γερµανόν, εκδ. R. S. Loenertz,
Lettre 104 – 118.
Βαρναλίδης Σ., Ο Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος Ζωσιµάς (1686 – 1746) και η
εκκλησιαστική και πολιτική δράση αυτού, Θεσσαλονίκη, 1974.
Βασιλικά, Basilicorum, libri LX, ed H.J. Scheltema et N. Van der Wal,
Gravenhage 1955.
Βέη – Σεφερλή Ε., Ο χρόνος στέψεως του Θεοδώρου ∆ούκα, ως προσδιορίζεται
εξ ανεκδότων γραµµάτων Ιωάννου του Απόκαυκου, εν Byzantinich
Neugriechische Jahrbücher, 21 (1971/76), 272 - 279.
Γεδεών Μ., Πατριαρχικοί πίνακες 36, Κωνσταντινούπολις 1884.
Γεροµιχαλός Α., Εκκλησιαστική Ιστορία της Ελλάδος, τοµ. Α΄, Θεσσαλονίκη
1973.
Γιάγκου Θ., Κανόνες και Λατρεία, Θεσσαλονίκη 2001.
Γρηγόριος, Αρχιγραµµατέας της Ιεράς Συνόδου της του Χριστού Μεγάλης
Εκκλησίας, Πραγµατεία περί της κανονικής δικαιοδοσίας του οικουµενικού
Πατριαρχικού θρόνου επί της εν Βουλγαρία Ορθοδόξου εκκλησίας, εν
Κωνσταντινουπόλει 1860.
10
Γρηγορίου Ιωαννίδου Μ., Παρακµή και πτώση του θεµατικού θεσµού. Συµβολή
στην εξέλιξη της διοικητικής και της στρατιωτικής οργάνωσης του Βυζαντίου
από τον 10ο αιώνα, κε. Θεσσαλονίκη 1985.
∆εληδήµος Ειρηναίος, αρχιµ., Ο Όσιος ∆αυίδ ο εν Θεσσαλονίκη, (ανάτυπο εκ
του πανηγυρικού τεύχους προς τιµήν του Οσίου ∆αυίδ του εν
Θεσσαλονίκη), Θεσσαλονίκη 1979, 3 - 37.
∆ελικάνης Καλλίνικος, αρχιµ., αρχειοφ., Οικουµενικού θρόνου, Πατριαρχικών
εγγράφων, τ. 3ος, έγγραφα αρχιεπισκοπής Αχριδών, εν Κωνσταντινουπόλει
1905, 767 – 1058.
∆ήµιτσας Μ., Αρχαία Γεωγραφία της Μακεδονίας, µέρος 2ο, Τοπογραφία,
Αθήνησι 1874, (ανάτ. Θεσσαλονίκη 1988).
∆ήµιτσας Μ., Τα περί της Αυτοκεφάλου Αρχιεπισκοπής της πρώτης Ιουστινιανής
Αχρίδος και Βουλγαρίας, εν Αθήναις 1859.
∆ηµήτριος Xωµατιανός, J. Pitra, Analecta Sacra et classica. Spicilegio
Solesmansi parata, juris ecclesiastici Graecorum selecta paralipomena τ. 6
Parisiis - Romae 1891 ανατ. Farnborough 1967.
Ευάγριος Σχολαστικός, Εκκλησιαστική Ιστορία, J. P. Migne PG 86, 2636 –
2640 – 41 και J. Bidez – L. Parmentier, The Ecclesiastical History of
Evagrius with the Scholia, London 1898, ΙΩ. 10 – 11.
Ευσέβιος, Εις τον βίον του µακαρίου βασιλέως Κωνσταντίνου, P. Winkelman,
Über das Leben des Kaisers Konstantin (Eusebius Werke, 1Bb, 1 Teil),
Berlin 1975.
Εφραίµ, Εφραιµίου Χρονικόν, εκδ. Ι Bekker, Ephraemius CB. Bonnae 1840.
Zακυθηνός ∆., Βυζαντινή Ιστορία, Αθήναι 19722.
Zακυθηνός ∆., Βυζαντινόν κράτος και κοινωνία, Ιστορική επισκόπησις 1951.
Zακυθηνός ∆., Συµβολαί εις την ιστορίαν των Εκκλησιών Αχρίδος και Ιπεκίου,
εις Μακεδονικά, τόµος 1ος, εν Θεσσαλονίκη 1940.
Zακυθηνός ∆., Μελέται περί της διοικητικής διαιρέσεως και της επαρχιακής
διοικήσεως εν τω βυζαντινώ κράτει, ΕΕΒΣ 17 (1941) 208 - 274, 18 (1948)
11
42 – 62, 19 (1949) 3 – 25, 21 (1951) 179 – 209, 22 (1952) 159 – 182, 25
(1955) 127 – 159.
Ζαχαρίας ο Ρήτωρ, Εκκλησιαστική Ιστορία, edd. F. J. Hamilton – E.W. Brooks,
The Syriac Chronicle known as that of Zachariah of Mitylene, London
1899.
Θεοδώρητος Κύρου, Εκκλησιαστική Ιστορία, εκδ. L. Parmetier – F.
Scheidweiler, Theodorets Kirchengeschichte2 [GCS. 44 (19)], Berlin 1954.
Θεοδώρου Ανδρ., Xριστολογική οµολογία και διδασκαλία Λεοντίου του
Bυζαντίου, εν Θεολογία 26 (1955) και 27 (1956).
Θεοφάνης, Οµολογητής, Χρονογραφία, ed C. de Boor, Theophanis
Chronographia, Lipsiae 1883 – 5 (αν. Hildecheim 1963).
Θεοφύλακτος Αχρίδος, Βίος Κλήµεντος Αχρίδος, εν J. P. Migne PG. 126, 1193
– 1240.
Θεοχαρίδης Γ., Iστορία της Mακεδονίας κατά τους Mέσους Xρόνους, (285 -
1354), Θεσσαλονίκη 1980.
Kαλογήρου I., Iστορία των ∆ογµάτων, τοµ. B΄, Θεσσαλονίκη 1983.
Καραγιαννόπουλος I., Ιστορία Βυζαντινού κράτους (324 - 565), τ. Α΄,
Θεσσαλονίκη, 19924.
Καραγιαννόπουλος I., Ιστορία Βυζαντινού κράτους (565 - 1081), τ. Β΄,
Θεσσαλονίκη, 19913.
Καραγιαννόπουλος I., Κεντρόφυγοι και κεντροµόλοι δυνάµεις στον βυζαντινό
κόσµο, Πρακτικά ΙΕ΄ ∆.Σ.Β.Σ. Αθήναι 1976, 1 – 19.
Καραγιαννόπουλος Ι., Βυζαντινή ∆ιπλωµατική Α. Αυτοκρατορικά έγγραφα,
Θεσσαλονίκη 1968.
Καραγιαννόπουλος Ι., Πηγαί της Βυζαντινής Ιστορίας, Θεσσαλονίκη 1987.
Καραθανάσης Α., Θεσσαλονίκεια και Μακεδονικά, Θεσσαλονίκη 1996.
Κατερέλος Κυρ., H κανονική δικαιοδοσία του Oικουµενικού Πατριαρχείου επί
των επαρχιών του ∆εσποτάτου της Hπείρου κατά την περίοδο 1204 – 1235,
Θεσσαλονίκη 1995.
12
Κονιδάρης Γ., Αι µητροπόλεις και αρχιεπισκοπαί του Οικουµενικού
Πατριαρχείου και η «τάξις» αυτών, Αθήναι 1934.
Κονιδάρης Γ., Εκκλησιαστική Ιστορία της Ελλάδος, τ. Α΄, εν Αθήναις 1954 -
1960.
Κονιδάρης Γ., Συµβολαί εις την εκκλησιαστικήν Ιστορίαν της Αχρίδος, Αθήναι
1967.
Κουρεµπελές Ι., Καθολική πίστη και νόµος του κράτους, Θεσσαλονίκη 1998.
Κωνσταντίνος Ζ΄ Πορφυρογέννητος, Περί θεµάτων, εκδ. A. Pertusi, Costantino
Porfirogenito, De thematibus, Introduzione, testo critico, commento (studi e
Testi 160) Città del Vaticano 1952.
Κωνσταντίνου ή Τέγου – Στεργιάδου E., Τα σχετικά µε την Αρχιεπισκοπή
Αχρίδας Σιγίλλια του Βασιλείου Β΄. ∆ιδακτορική ∆ιατριβή, Θεσσαλονίκη
1988.
Κωνσταντίνου ή Τέγου – Στεργιάδου E., Ο Χρυσόβουλλος λόγος του Μιχαήλ
Η΄ Παλαιολόγου του έτους 1272 και η Εκκλησία της Βουλγαρίας, εν
Βυζαντιακά, τ. 10 (228 – 246), Θεσσαλονίκη 1990.
Κωνσταντίνου ή Τέγου – Στεργιάδου Ε., Ιλλυρικό και Πρώτη Ιουστινιανή, εν
Πρακτικά Συνεδρίου «Το Βυζαντινό Φως: Μορφές του βυζαντίου –
Ορόσηµο του Ευρωπαϊκού Πολιτισµού», Ελληνορθόδοξος Βυζαντινός
Πολιτισµός, Τόµος Β΄, τεύχος 3 (1998), 22 – 26.
Κωνσταντίνου ή Τέγου – Στεργιάδου Ε., Ο ηγετικός ρόλος της Εκκλησίας
Θεσσαλονίκης στο Ιλλυρικό κατά τους πρώτους µ.Χ. αιώνες, εν Πρακτικά
ΙΓ΄ ∆ιεθνούς Επιστηµονικού Συµποσίου: Η Χριστιανική Θεσσαλονίκη, Η
Επαρχιακή Μητροπολιτική Σύνοδος Θεσσαλονίκης, Λ∆΄ ∆ηµήτρια,
Θεσσαλονίκη 2000, 113 – 121.
Kωνσταντοπούλου Α., Iστορική Γεωγραφία της Mακεδονίας (4ος – 6ος αιώνας),
Γιάννενα 1984.
Λεόντιος Μοναχός, J. P. Migne PG. 861, 1272 κε.
Λέων ∆ιάκονος, Ιστορία, εκδ. C. B. Hasii, Leonis Diaconi Caloensi Historae, CB
Bonnae 1828.
13
Λιάλιου ∆., Γρηγοριανά Α΄, Θεσσαλονίκη 1997.
Λιάλιου ∆., Ερµηνεία των δογµατικών και συµβολικών κειµένων της Oρθοδόξου
Eκκλησίας, τοµ B΄ 1994.
Μαλάλας Ι., Χρονογραφία, L. Dindorf εν CB, Bonnae 1831 και J. P. Migne PG.
97, 65 – 717.
Μαντζουνέας Ε., Εκκλησιαστικόν Ποινικόν ∆ίκαιον, Αθήναι 1979.
Μάξιµος Μητροπολίτης Σάρδεων, Το Οικουµενικόν Πατριαρχείον εν τη
Ορθοδόξω Εκκλησία (Πατριαρχικόν Ίδρυµα Πατερικών Μελετών),
Θεσσαλονίκη 1972.
Μαρτινιανός Ιωακείµ Μητροπολίτης Ξάνθης, Συµβολαί εις την Ιστορίαν
Μοσχοπόλεως (Α΄, Η Ιερά Μονή του Τιµίου Προδρόµου κατά τον εν αυτή
κώδικα 1630 – 1875) Αθήναι 1939.
Μαρτζέλος Γ., Η χριστολογία του Βασιλείου Σελευκείας και η Οικουµενική
σηµασία, Θεσσαλονίκη 1990.
Μαρτζέλος Γ., Ορθόδοξο δόγµα και Θεολογικός προβληµατισµός, Θεσσαλονίκη
1993.
Ματσούκας Ν., ∆ογµατική και Συµβολική Θεολογία, Θεσσαλονίκη 1992.
Μελέτιος Μητροπολίτης Νικουπόλεως, Η Πέµπτη Οικουµενική Σύνοδος,
Αθήναι 1985.
Μηλιαράκης Α., Ιστορία του Βασιλείου της Νίκαιας και του ∆εσποτάτου της
Ηπείρου (1204 – 1261), Αθήναι 1898.
Ναξίδου Ελεον., Εκκλησία και εθνική ιδεολογία από την Αρχιεπισκοπή της
Αχρίδος µέχρι την ίδρυση της αυτοκέφαλης «µακεδονικής εκκλησίας», ∆ρ.
∆ιατριβή, Θεσσαλονίκη 1998.
Νείλος ∆οξαπατρής, Τάξις των Πατριαρχικών θρόνων, J. P. Migne PG. 132 st.
1083 – 1111.
Nεράντζη – Bαρµάζη Β., Πληροφορίες του Θεοφυλάκτου Aχρίδας και του
∆ηµητρίου Xωµατιανού για το δυτικοµακεδονικό χώρο, εν Bυζαντινή
Mακεδονία, 324 – 1430 µ.X., Θεσσαλονίκη 1995, 231 – 238.
14
Νικήτας Χωνιάτης, Χρονική διήγησις, εκδ. I. Bekker, CB. Bonnae 1835 και
Migne PG. 139, 320 – 1057.
Νικηφόρος Γρηγοράς, Ρωµαϊκή Ιστορία, εκδ. L. Schopen CB. I – II, Bonnae
1829 – 1830 και I. Bekker III, Bonnae 1855 και J. P. Migne PG 148, 120 –
1449 και 149,9 – 501.
Παλλάδιος επίσκοπος Eλενοπόλεως, ∆ιάλογος Ιστορικός… περί Ιωάννου
Χρυσοστόµου, C. Batler, The Lausiac History of Pallidiu, II (Texts and
Studies) Cambridge 1904 και Migne PG 34, 995 – 1262.
Παντελεήµων Ροδόπουλος, µητροπολίτης Τιρολόης και Σερεντίου,
Μαθήµατα Κανονικού ∆ικαίου, Θεσσαλονίκη 1984.
Παντελεήµων Ροδόπουλος, µητροπολίτης Τιρολόης και Σερεντίου, Μελέται
Α΄ - Κανονικά – Ποιµαντικά – Λειτουργικά – Οικουµενικά – ∆ιάφορα,
Θεσσαλονίκη 1993.
Παπαδόπουλος - Κεραµεύς A., Ιεροσολυµιτική Βιβλιοθήκη, ήτοι Κατάλογος
Ελληνικών Κωδίκων τ. IV 1899 Bruxelles 1963, 126, 133 – 134.
Πιπέρκοβιτς Αιµ., Το Ιλλυρικόν και τα επ’ αυτού δίκαια των Εκκλησιών Ρώµης
και Κωνσταντινουπόλεως κατά τας λατινικάς βλέψεις, διδακτ. διατριβή εν
Αθήναις 1919.
Πρακτικά των Αγίων και Οικουµενικών Συνόδων, εκδ. Καλύβης Τιµίου
Προδρόµου Ιεράς σκήτης Αγίας Άννης, Άγιον Όρος, τ. Β΄, από έτους
Χριστού 449 άχρι έτους 1643, Θεσσαλονίκη 1982.
Προκόπιος, Ανέκδοτα, εκδ. J. Haury, Procopii Caesariensis opera omnia III.1,
Lipsiae 1906.
Προκόπιος, Περί Kτισµάτων, εκδ. J. Haury, Procopii Caesariensis οpera οmnia
ΙΙ, Lipsiae 1905: Gotenkriege, München 1966.
Προκόπιος, Υπέρ των πολέµων λόγοι, εκδ. J. Haury, Procopii Caesariensis opera
omnia I, Lipsiae 1905, Addenda et corrigenda adiecit G. Wirth, Leipzig
1963, O. Veh, Prokop. III Perserkriege München 1966.
Σάθας Κ., Μεσαιωνική βιβλιοθήκη, I – VIII, (bibliotheca Graeca Medii Aevi,
MB), Βενετία 1872 – 1894.
15
Σκενδέρης Κ., Ιστορία της αρχαίας και συγχρόνου Μοσχοπόλεως, εν Αθήναις
19282.
Σκυλίτζης Ι., Σύνοψις Iστοριών, εκδ. I. Bekker, Georgius Cedrenus, Ioannis
Skylitzae opera II CB. Bonnae 1839, 43 – 638 (νέα έκδοση I. Thurn, Berlin
– New York, de Gruytez, 1973 CFHB IV. Series Berolinensis. 5).
Σταυρίδου – Ζαφράκα Αλκ., Νίκαια και Ήπειρος του 13ου αιώνα, Θεσσαλονίκη
19992.
Σταυρίδου – Ζαφράκα Αλκ., Θεσσαλονίκη, Πρώτη πόλις Θετταλίας, Κ∆΄
∆ηµήτρια Γ΄ εν Χριστιανική Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη 1991, 65 – 77.
Σταυρίδου – Ζαφράκα Αλκ., Συµβολή στο ζήτηµα της αναγόρευσης του
Θεοδώρου ∆ούκα, Αφιέρωµα στον Εµ. Κριαρά, Θεσσαλονίκη 1988, 37 – 62.
Στογιόγλου Γ., Eκκλησιαστική Iστορία, Θεσσαλονίκη 1991.
Συνεχιστής Θεοφάνους, εκδ. I. Βekker, Theophanes continuatus, CB. Bonnae
1838, 3 - 486.
Συνεχιστής Σκυλίτζη, εκδ. I. Βekker, CB. Bonnae 1839, 641 – 744 και J. P.
Migne PG. 122, 368 - 476.
Σωζοµενός, J. P. Migne, PG 67. 843 – 1630 (νέα έκδοση Sozomenus
Kirchengeschichte, εκδ. J. Bidez – G. Hansen, Berlin 1960.
Tαρνανίδης Ι., Η διαµόρφωση του αυτοκέφαλου της Βουλγαρικής Εκκλησίας
(864 – 1235), Θεσσαλονίκη 1976.
Tαρνανίδης Ι., Η εκκλησιαστική πολιτική του αυτοκράτορος Μιχαήλ Η΄
Παλαιολόγου έναντι των Βουλγάρων και Σέρβων, Βυζαντινά τ. 8 (49 - 87),
Θεσσαλονίκη 1976.
Tαρνανίδης Ι., Ιστορία των Σλαβικών Ορθοδόξων Εκκλησιών, Α΄ Ιστορία της
Βουλγαρικής Εκκλησίας, Θεσσαλονίκη 1992.
Tαρνανίδης Ι., Ιστορία της Σερβικής Εκκλησίας, Θεσσαλονίκη 1982.
Tαρνανίδης Ι., Τα προβλήµατα της µητροπόλεως Καρλοβικίων κατά τον ιη΄
αιώνα και ο Jovan Rajič (1726 - 1801), Θεσσαλονίκη 1972.
Tαρνανίδης Ι., Η κατά Μακεδονίαν «Σλαβική»: ιστορική πορεία και σύγχρονα
προβλήµατα προσαρµογής, Θεσσαλονίκη 2001.
16
Ταχιάος Α. Α., Το εφήµερο κράτος του Σαµουήλ 976 – 1018· προβλήµατα και
ερωτηµατικά, Θεσσαλονίκη 1990.
Ταχιάος Α. Α., Ιστορία των Σλαβικών Ορθοδόξων Εκκλησιών, Θεσσαλονίκη
1976.
Ταχιάος Α. Α., Ο τελευταίος Αρχιεπίσκοπος Αχριδών, Μακεδονικά τ. ΙΒ΄ (19 -
33), Θεσσαλονίκη 1972.
Ταχιάος Α. Α., Πηγές εκκλησιαστικής Ιστορίας των Ορθοδόξων Σλάβων Ι,
Θεσσαλονίκη 1984.
Τρίτος Μ., Η Μακεδονική Εκκλησία των Σκοπίων, Ιστορική και επίκαιρη
συµβολή στην επίλυση προβλήµατος του Σερβικού Πατριαρχείου,
Ιωάννινα 1990.
Τρίτος Μ., Στοιχεία για την προσωπικότητα του Αχριδών Ιωάσαφ, εν Πρακτικά
συνεδρίου Αρχιεπισκοπή Αχρίδος, Θεσσαλονίκη 2003.
Tρωϊάνος Σπ., Οι πηγές του Bυζαντινού ∆ικαίου, Aθήνα – Kοµοτηνή 1986.
Τρωϊάνος Σπ., Θεσπίζοµεν τοίνυν τάξιν νόµων επέχειν τους Αγίους
Εκκλησιαστικούς κανόνες, εν Βυζαντινά τ. 132 (1193- 1200), Θεσσαλονίκη
1985.
Υψηλάντης Κοµνηνός Αθανάσιος, Εκκλησιαστικών και πολιτικών των εις
δώδεκα βιβλ. Η΄, Θ΄ και Ι΄ ήτοι. Τα µετά την Άλωσιν (1453 - 1789) (εκ
χειρογράφου ανεκδότου της Ιεράς Μονής Σινά), εκδ. Αρχιµ. Γερµανού
Αφθονίδου Σιναΐτου εν Κωνσταντινουπόλει 1870.
Φειδάς Βλ., Ιουστινιανός και Πενταρχία, Αθήναι 1968.
Φειδάς Βλ. Προϋποθέσεις διαµορφώσεως του θεσµού της Πενταρχίας των
Πατριαρχών. Επίδρασις των πρεσβείων τιµής και του δικαίου των
χειροτονιών επί της εξελίξεως της εκκλησιαστικής διοικήσεως άχρι και της
∆΄ Οικουµενικής συνόδου (451), Αθήναι 1969.
Φειδάς Βλ., Ιστορικοκανονικά προβλήµατα περί την λειτουργίαν του θεσµού της
Πενταρχίας των Πατριαρχών, Αθήναι 1970.
Φειδάς Βλ., Εκκλησιαστική Ιστορία Α΄, Αθήναι 1992.
17
Φιλοθέου Kλητορολόγιον, εκδ. Ν. Oikonomides, Le traité de Philothée C = Les
listes de préséance byzantines de IΧe et Xe siècles, Paris 1972, 65 - 235.
Φωτίου Πατριάρχου Kωνσταντινουπόλεως, Nοµοκανών, µετά των σχολίων
Θεοδώρου Βαλσαµώνος, εκδ. Γ. Ράλλη – Μ. Ποτλή εν ΣΘΙΚ τ. Α΄ εν
Aθήνησιν 1852.
Xασιώτης Ι., O αρχιεπίσκοπος Aχρίδος και οι συνοµωτικές κινήσεις στη B.
Ήπειρο (1572 - 1576), εν Mακεδονικά τ. 6 (237 - 255), Θεσσαλονίκη 1964
- 1965.
Xριστοφιλοπούλου Αικ., Εκλογή, αναγόρευσις και στέψις του βυζαντινού
αυτοκράτορος, (Πραγµατεία της Ακαδηµίας Αθηνών 26), Αθήναι 1956.
Xριστοφιλοπούλου Αικ., Bυζαντινή Iστορία, Aθήνα 1975, Θεσσαλονίκη 19965.
Xρυσός Ε., H εκκλησιαστική πολιτική του Iουστινιανού κατά την εριν περί τα
Τρία Κεφάλαια και την E΄ Oικουµενική Σύνοδον, Θεσσαλονίκη 1969.
18
Benesevič N. V., Nomokanon Ioanna Komnina, archiepiskopa Achridskago, viz
Vrem 22 (1915 – 1916), 60 κε.
Benesevič N. V., Catalogus codicum manuscriptorum Graecorum, I, Hildesheim
1965.
Beševliev V., Die protobulgarischen Inschriften, Berlin 1963.
Blondel D., Pseudoisidorus et Turrianus vapulantes, Geneve 1634.
Borilov Car. Sindik, Conev B., Opis na Răkopisitei Staropečatnite knigina
Narodnata Biblioteka v Sofija, Sofija 1910.
Bury B. J., History of the Later Roman Empire I – II2, London 1923.
Caspar Ε., Geschichte des Papstums, I Tübingen 1930.
Courtonne V., Saint Basile, Lettres, τ. 1 – 3, Paris 1957.
Crusius Μαρτ., Turco Graecia, in Academia lib.VIII, Basile.ae.1584, II, (163–164).
Darrouzès J., Notitiae episcopatuum Ecclesiae Constantinopolitanae, Paris
1981.
Darrouzès J., Les réponses canoniques de Jean de Kitros, εν Revue des Études
Byzantines 31 (1973).
Delikari Angeliki, Der Hl Klemens und die Frage des Bistums von Velitza,
(Cyril and Methodius Center for Cultural Studies) Thessaloniki 1997.
Diehl Ch., L’Afrique Byzantine, Histoire de la domination byzantine en Afrique
(533 - 709), Paris 1896.
Diehl Ch., Études sur l’ administration byzantine dans l’ exarchat de Ravenne,
Paris 1888.
Dölger F., Bizantiniche Diplomatik, Zwanzig Aufsätze zum Urkundenwesen der
Byzantiner, Ettal 1956.
Dölger F., Facsimiles byzantischer Kaiserurkunden, München 1931.
Dölger F., Regesten der Kaiserurkunden des oströmischen Reiches von 565 bis
1453 (Corpus der griechischen Urkunden des Mittelalters und der neueren
Zeit. Reihe A, Abt. I) Teil I 565 – 1025, II: 1025 – 1204, III 1204 – 1282,
IV: 1282 – 1341. München – Berlin 1924, 1925, 1932, 1960.
19
Dölger F., Das byzantinische Mitkaisertum in den Urkunden, BZ. 36 (1936), 123
- 145.
Dölger F., Aus den Schatzkammern des heiligen Berges, 115 Urkunden und 50
Urkundensiegel aus 10 Jahrhunderten. Im Auftrage u.m. Unterstützung den
Bayer. Akad. D. Wiss. herausgegeben v. F. Dögler, Textband, München
1948.
Dölger F., Die Entwicklung der byzantinichen Kaisertitulatur und die Datierung
von Kaiesrdarstellungen in der byzantinischen kleinkunst, Studies
presented to D. M. Robinson 2 (1953) 985 – 1005 (= Dipl. 130 - 151).
Dölger F., Der Beweis im byzantinischen Gerichtsverfahren. Recueils de la
Societé Jean Bodin, τ. 16: La Preuve, Bruxelles 1965.
Döpman H., Zur problematik von Justiniana Prima, εν Miscellanea Bulgarica 5,
Wien 1987.
Döpman H., Zum Streit zwischen Rom und Byzanz um die Christianisierung
Bulgariens, in Paleobulgarica, Sofia, 5 (1981).
Downey G., Procopius, Buildings VII, Harvard 19613.
Dragojlović Dr., Bogomilstvo na Balkanu in Maloj Asiji. I. Bogomilski
Rodonačalnici (= Balk. Inst., pos. Izd.2) Beograd 1974.
Drinov M., Istoričeski pregled na Bălgarskata ot samoto i načalo i do dnes, εν
“Săčinenija”, τ. II, Sofia 1911.
Drinov M., Tri gramoti dadeni ot imperatora Vasilij II na Balgarskij Ohridski
arhiepiskop Ioan okolo 1020 leto, εν “Săčinenija” t. II, Sofija 1911.
Du Cange, Historia Byzantina, Familiae August de Byzantinae, Bd 1., Paris
1680.
Duchlev D., Istorija na Bălgarskata cürkva I (parvi period 864 – 1186), Sofija
1910.
Duchesne L., L’ Illyricum ecclésiastique, εν BZ 1 (1892) 531 – 550, (ανατ. εν
Autonomies ecclésiastique Églises separées), Paris 1896, 229 - 279.
Duchesne L., Histoire ancienne de l’ Église, I – III, Paris 1910 – 1911.
20
Dujčev I., Relations entre les Slaves méridionaux et Byzance aux X – XIIe Cah.
Civil Médioevo 9 (1965), Medioevo bizantinoslavo III, Roma 1971.
Dvornik F., La lutte entre Byzance er Rome à propros de l’ Illyricum au IXe
siècle, Mélanges Charles Diehl, I, 61 – 80, Paris 1930.
Evans A., Antiquarian Researche in Illyricum, Westminster, 1884 – 1886, τοµ. I
– IV.
Ferjančić B., Nil Doksopatrid εν «Vizant Izvori» III, Beograd 1966.
Friedrich J., Über die Sammlung der Kirche von Thessalonich und das
päpstliche Vicariat für Illyricum, Sitzungsberichte der Baye Akademie der
Wissenschaften, München 1891.
Gautier P., Le discours de Théophylacte de Bulgarie à l’ autocrator Alexis le
Comnene (6 Janvier 1088), REB 20 (1962).
Gelzer H., Ungedruckte und wenig bekannte Bistümerverzeichnisse der
Orientalischen Kirche, BZ, I, (1892), 245 – 282 και ΙΙ, 1983, 40 – 72.
Gelzer H., Das Verhältnis von Kirche und staat in Ausgewählte kleine Schriften,
Leipzig 1907.
Gelzer H., Ungedruckte und ungenügend veröffentlichte, Texte der Notitiae
Episcopatuum, Abhandlungen der Bayerischen Akademie der
Wissenschaften, München 1901, 529 - 641.
Gelzer H., Der Patriarchat von Achrida, Geschichte und Urkunden, Leipzig
1902.
Gelzer H., Die Genesis der byzantinischen Themenverfassung, εν Abh der
Königl. Sächs. Gesells. der Wiss. zu Leipzig, Philol. Hist. Klase, 18, Nr 5,
Leipzig 1899.
Gelzer H., Der Wiederaufgefundene Kodex des hl. Klemens und andere auf den
Patriarchat Achrida bezügliche Urkundensammlungen, Berichte über die
Verhandlungen der Kön. Sächsischen Gesellschaft der Wissenschaften, II,
Leipzig 1903, 99 – 102.
Gianelli C., Il cognome e la carriera ecclesiastica di un arcivescovo di
Bulgaria, Επετ. Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών 23 (1953).
21
Golubinskij E., Kratkij ocerk istorii pravoslavnych cerkvej bolgarskoj, serbskoj
i rumynskoj ili moldovalaskoj, Moskva 1871.
Grabar A., Les monuments da TsaritsinGrad et Justiniana Prima, Cahiers Arch.
3 (1948).
Granič B., Die Gründung des autokephalen Erzbistums von Justiniana Prima
durch Kaiser Justinian I, im Jahre 535 n. Chr. εν Byzantion, 22 (1952) 123
- 140.
Granič B., Kirchenrechtliche Glossen zu den von kaiser Basileios II. Dem
autokephalen Erzbistum von Achrida Verliehenen Privilegien, εν Byzantion
12 (1937) 395 – 415.
Grillmeier A., Der NeuChalkedonismus. Um die Berechtigung eines neuen
Kapitels in der Dogmengeschichte, εν Historisches Jahrbuch der Görres
Geschellschaft 77 (1958), 151 - 166.
Grumel V., Le vicariat de Thessalonique et le premier rattachement de l’
Illyricum Oriental au patriarchat de Constaninople, Annuaire de l’ École
des Legislations Religieuses, Institut Catholique de Paris, 1950 – 1951
(1952) 49 - 63.
Grumel V., Les origines du vicariat apostolique de Thessalonica, εν Actes du
XIIe Congrès International d’ Études Byzantines, 2, Belgrad 1964, (451 -
461).
Grumel V., L’ Illyricum dès la mort de Valentinien I (375) à la mort de
Stilichon (408) REB 9 (1951), 5 – 46.
Halkin F., Douze récits Byzantins sur saint Jean Chrysostome, Bruxelles 1977.
Haller J., Das papsttum. Idee und Wirklihkeit, I, Urach. Stuttgart 1950.
Harnack A., Die Mission und Ausbreitung des Christentums in dem ersten drei
Jahrhunderten II4, Leipzig 1924.
Hartmann L., Geschichte Italiens im Mittelalter I, Stuttgart – Gotha 19282.
Hartmann L., Untersuchungen zur Geschichte der byzantinischen Verwaltung
in Italien 540 – 750, Leipzig 1889.
22
Haury J., Procopii Caesariensis, Opera omnia, Περί Kτισµάτων, libri VI,
Lipsiae 1964.
Head C., Iustinian II of Byzantium, Madison – Milwaukee – London 1972.
Hefele Ch. J. – Leclerq H., Histoire des Conciles d‘ après les documents
originaux, τ. 1 – 11, Paris 1907 – 1952.
Heikel A. I., Eusebius – Werke I (GCS. 5-7), Leipzig 1902.
Heisemberg A., Quellen und studien zur spätbyzantinischen Geschichte
(Variorum Reprints), London 1973.
Heinzberger F., Krise des weströmischen Reiches in den Jahren 395 – 410,
Bonn 1976, 144 – 161.
Helmer S., Der Neuchalkedonismus Geschichte, Berechtigund und Bedeutung
eines dogmenge schichtlichen Begrittes, Diss. Bonn 1962.
Hendy F. M., Coinage and Money in the Byzantine Empire 1081 – 1261,
Washington, D.C. 1969.
Hertzberg G., Ιστορία της Ελλάδος από της λήξεως του αρχαίου βίου (µετάφρ.
Π. Καρολίδου), τοµ Α΄, Αθήνα 1906.
Hunger H., Prooimion. Elemente der byzantinischen Kaiseridee in den Arengen
der Urkunden, (Österr. Akademie der Wiss., Kommission für Byzantinistik,
Institut f. Byzantinistik der Universität Wien. Wiener Byzantinistische
Studien I), Wien – Graz – Köln 1964.
Ivanov J., Bogomilski knigi i legenti, Sofija 1925.
Ivanov J., Bălgarski starini iz Makedonija, Sofija 1934. (φωτ. ανατ. Bălg. Ak.
Nauk 1970).
Ivanov J., Severna Makedonija, Sofija 1905.
Ivanov J., Archiepiskopijata i gradŭt pŭrva Justiniana in: Priloženie na
cŭrcoven Vestnik, X – XII (godina četvŭrta) Sofija 1903.
Izvori, Bălgarskata Istorija, εκδ. Bălgarska Akademija na Naukite, I – XX,
Sofija, 1958 - 1974.
23
Jaffé Ph., Regesta pontificum Romanorum ab condita Ecclesia ad annum p.
Christum natum 1198 εκδ. W. Wattenbach – F. Kaltenbrunner. P. Ewald,
τοµ. I, Berlin 1885.
Jedin H., (Hrsg) Atlas zur Kirchengeschichte. Freiburg 1970, Wien 1987.
Jireček C., Geschichte der Bulgaren, Prag 1876.
Jireček C., Geschichte der Serben, I (bis 1371), II (bis 1537), Gotha 1911 –
1918.
Jireček C., Das Fürstentum Bulgarien, Prag – Wien – Leipzig 1891.
Jireček C., Die Romanen in den Städten Dalmatiens während des Mettelalters,
I, Wien 1902.
Karlova O., Römische Rechtsgeschichte, II, Leipzig 1885/1901.
Karpozilos A., The ecclesiastical controversy between the kingdom of Nicaea
and the Principality of Epiros (1217 - 1233), (Βυζαντινά Kείµενα και
Μελέται 7), Θεσσαλονίκη 1973.
Keydell R., Agathiae Myrinaei, Historiarum, Berlin 1968.
Kipp Th., Geschichte der Quellen des römischen Rechts, 3 Aufl, Leipzig 1905.
Knecht A., Die Religions Politik Kaiser Justinians I, Diss. Würzburg 1896.
Konstantinou – Tegou – Stergiadou E., Die Sigilla von Basileios II für das
Erzbistum von Achrida und ihre Beziehung mit den Bistümern von
Berroia und Servia, εις Orthodoxes Forum, München 1998, 5 – 20.
Konstantinou – Tegou – Stergiadou E., Die Echtheit der Sigilla von Basilius II
für das Erzbistum von Achrida, εις Βυζαντιακά, τοµ. 17ος,
Θεσσαλονίκη 1997, 265, 284.
Laurent V., Le Corpus des sceaux de l’ empire Byzantin, τ. 5, 2 Paris 1965.
L’ Église de constantinople, Paris 1963.
Lemerle P., Philippe et la Macédoine Orientale à l’ époque chrétienne et
byzantine, Paris 1945.
Lemerle P., Invasions et migrations dans les Balkans depuis la fin de l’ époque
romaine jusqu’ u VIIIe siècle, Revue Historique 211 (1954), 265 - 308.
Le Quien M., Oriens Christianus, Paris 1740, (ανάτ.) Graz 1958.
24
Leporskij P., Istoria Thessalonikskago exakhata do prisoedineja vremeni k
Konstantinopolskomu Patriarchatu, St. Petersburg 1901.
Liberatus, Breviarium causae Nestorianorum et Eutychianorum, ed. E.
Schwarts, ACO II.5, Berolini – Lipsiae 1936.
Loenertz R., Lettre de Georges Bardanes, metropolite de Corcyre au patriarcha
oecumenique Germain B, εν ΕΕΒΣ, 33 (1964) 87 – 118.
Ljubinković R., Tradiceje Prime Justinijane u titulaturi Ohridskih
archiepiskopa, εν (Starinar) nov. Ser. XVII (1966) 61 – 75.
Ljubinković R., Jedan srednjovekovni pokušaj ubikacije Justinijane Prime, εν
Leskovački Zbornik VIII (1968) 45 – 49.
MacDonald J., Who instituted the Papal Vicariate of Thessalonica, Studia
Patristica IV, Berlin 1963.
Mano – Zissi D., Justiniana Prima (Caričingrad), Starinar I, 14 (1939) 3 κε, ΙΙ,
3/9 (1955) 12 κε, ΙΙΙ, 5/6(1957) 155 κε.
Mansi J. P., Sacrorum Conciliorum nova et amplissima collectio, Firenze –
Venezia 1759 – 1798, τ. 8 (750 - 817) 13 (1148).
Miklosich Fr., Lexicon palaeoslavum – graecum latinum, Wien 1868 – 1865.
Martin O., The twenty-eighth Canon of Chalkedon εν A. Grillmeier-H. Bacht,
Das Konzil von Chalkedon Würzburg 1953, 43 – 458.
Moeller Ch., Le chalcédonisme en Orient des 451 à la fin du VIe siècle εν Das
Konzil von Chalkedon, Geschichte und Gegenwart εκδ. A. Grillmeier. - H.
Bacht, Bd I, Würzburg4 1973, 637 – 720.
Mostras C., Dictionnaire géographique de l’ Empire ottomon, Petersburg 1873.
Müller G., Documenti sulle relazioni delle città Toscane coll’ Oriente, Firenze
1879.
Nicol M. D., The Despotate of Epiros, Oxford 1957.
Novakonič St., Ohridska arhiepiskopija u početku XI veka. Hrisovulje cara
Vasilija II eb 1919 – 1020 g., Glas srpske, Akademije Nauka, 46, 1908, 1 -
62.
25
Oikonomides N., La décomposition de l’ Empire byzantin á la veille de 1204 et
les origines de l’ Empire de Nicée: A propos de la “Partitio Romaniae” XV
Congrès Intern, d’ Etudes Byzantines. Αθήνα 1976 Rapports I. 1 – 28.
Oikonomides N., Les listes de préséance byzantines des IXc et Xc siècles, Paris –
7, 1972, 25 – 137.
Ostrogorsky G., Iστορία του Βυζαντινού Κράτους, (µετάφρ. Ι. Παναγόπουλου) τ.
2 – 3, Αθήνα 1979 – 1981.
Ostrogorsky G., Geschichte des byzantinischen Staates3, München 1963.
Palanque J., La prèfecture du prétoire d’ Illyricum au IVe siècle, Byzantion 21,
1951, 5 - 14.
Pavlov A., Sinoda l’ naja gramota 1213 goda o brakè grědeskago imperatora s
dočerju armjanskago knjazja, εν Viz. Vrem. 4 (1897).
Parthey G., Hieroclis Synecdemus et Notitiae Graecae Episcopatuum, accedunt
Nili Doxapatrii Notitia Patriarchatuum, et locorum nomina immutata,
Amsterdam 1967.
Petit L., Les évêques de Thessalonique, εν Echos d’ Orient IV (1901), V (1902).
Petit L., Le monastère de Notre Dame de Pitié en Macédoine, Izvěst Russkago
Archeol. Instit. V. Konst. 6 (1900), 123 και Vizantijskij Vremennik,
Sanktpeterburg – Leningrad 1894 – 1927, 22 (1915/16) 61.
Petrides S., Jean Apokaukos, Lettres et autres documents inedits, Transaction of
the Russian Archeological Institute εν Izvestija 14 (1909) 69 – 100.
Pewesin W., Imperium, Ecclesia universalis, Rom, εν Forschungen zur Kirchen
und Geistesgeschichte 11, Stuttgart 1937.
Prinzig G., Entstehung und Rezeption der Justiniana – Prima - Theorie im
Mittelalter Buzantinobulgarica, Sofia 5(1978) 269 – 287.
Prokič B., Die Zusätze in der Handschrift des Joannes Skylitzes codex
vindobonensis hist – grael LXXIV. Ein Beitrag zur Geschichte des sog.
West – bulgarischen Beiches, Diss München 1906.
Prokič B., Prvi ohridski archiepiskop Jovan, εν Glas Akademije 88 (1911) 267 –
303.
26
Rattinger D., Die Patriarchat und Metropolitansprengel von Constantinopel
und die bulgarische Kirche zur Zeit der Lateinerh errschalt in Byzanz, Hist.
Jahrb., 1 (1880).
Raymond – J. Loenertz, Saint David de Thessalonique – Sa Vie, son culte, ses
reliques, ses images, εις Revue des Études Byzantines, 2 (1953).
Richard M., Le neochalcédonisme, εν Mélanges de Science religieuse 3 (1946)
156 - 161.
Rose V., Die byzant. Kirchenpolitik unter Kaiser Anastasius I, Wohlau 1888.
Runciman St., History of the First Bulgarian Empire, London 1930.
Sabef T., Samostoina narodnostna tsercva v sred nocovna Bălgaria, Sofija
1987.
Schlumberger G., H Bυζαντινή Eποποιία, µετάφρ. I. Λαµπρίδης, (L’ épopée
byzantine) II, Aθήναι 1905.
Schoell R., Corpus Iuris civilis, Novellae, Berlin 1956.
Schopeni L., Nicephori Gregorae, Byzantina Historia, CB. 1 – 11 Bonnae 1829,
1830 και I. Bekker III, Bonnae 1855 και PG 148, 12 – 1449 και 149, 9 –
501.
Schubert W., Geschichte der Christi Kirche im Frühmittelalter, Tübingen 1917.
Seeck O., Notitia dignitatum, Berolini 1876, (Νέα έκδ.) Frankfurt Main,
Minerva, 1942.
A. M. Selisev, Zavet pervoi Iustiniani, εν Makedonski Pregled, IX, Sofija 2,
(1934).
Snegarov Iv., Istorija na Ochridskata archiepiskopija, I Sofija 1924, ΙΙ 1932.
Snegarov Iv., Grad Ohrid, Istoriceski Ocerk, εν Makedonski Pregled, IV, Sofija
1928.
Snegarov Iv., Neizvesten dosega prepis ot razkata na «Cudo s bălgarina
Georgi», εν Izvori za Bălgarskata Istorija, 3 – 4, Sofija 1952.
Snegarov Iv., Kăm Istorijata na Ohridskata archiepiskopija – patrijaršija, εν,
Makedonski Pregled, XII, Sofija 1940 (1 - 41).
27
Snegarov Iv., Părvata Bălgarska Patrijaršija, εν Godišnik na Sof. Univ. Bogosl.
Fakult. Tom. XXVI, 1948 – 1949.
Stein E., Histoire du Bas – Empire I και II, Paris 19683.
Streichhan F., Die Anfänge des Vikariates von Thessalonich, Zeitschrift der
Savigny-Stiftung für Rechtsgeschichte, Bd. 43 Kanonische Abteilung, XII.
Weimar 1922.
Tafrali O., Mèlanges d’ archéologie et d’ épigraphie byzantines, Paris 1913.
Tafrali O., Thessalonique des origines au quatorzième siècle, Paris 1919.
Thiel A., Epistolae Romanorum Pontificum genuinae et quae ad eos scriptae
sunt I, Brunsbergae 1868.
Tiftixoglou V., Gruppenbildungen des Konstantinopolitanichen klerus Während
der Komnenenzeit, εν BZ 62 (1969) 25 - 72.
Tovar A., Nota sobre el arzobispada de Bulgaria en un manuscrito griego de
Salamanca Emerita 30, Madrid 1962 (1 - 7) εκδ. V. Laurent εν BZ 56
(1963), 170 κε.
Tyrus W., Historia rerum in partibus transmarinis gestarum, XX, 4 εν Latinski
izvori za bŭlgarskata istoria, III Sofija 1965, 196.
Vailhè S., Annexion de l’ Illyricum au Patriarchat Oecumenique, εν EO 14
(1911) 29 - 36.
Vasiliev A. A., Iστορία της Bυζαντινής Aυτοκρατορίας 324 – 1453, (ελ. µετάφρ.
∆. Σαβράµη) Aθήνα 1954.
Vasiliev A. A., Life of David of Thessalonica, Traditio 4 (1946) 120 - 150.
Vasilievsky V., Epirotica saeculi XIII, Vizantijskij Vremennik, III, Leningrad
1896.
Vulič N., Die Nordgrenze des antiken Macedoniens in Sirena Buliciana, Zagreb
– Spilt 1924, 246 – 247.
Zachariä von Lingental E. K., Beiträge zur Geschichte der Bulgarischen
Kirche, εν «Mémoires de l’ Académie Imperiale des Scienses de St.
Petersbourg» ser. 7, t. VIII, 1864, 1 - 36.
28
Zachariä von Lingental K. E., Aus und zu dem Quellen des römischen Rechts,
Zeitschr. d. Savigny – Stift. Rom. Abt. 12 (1892) 75 - 99.
Zachariä von Lingental K. E., Geschichte des griechisch – römischen Rechts3,
Berlin 1892, 3 - 51.
Zeiller J., Les origines chrètiennes dans les provinces danubiènnes de l’ Empire
Romain, εν Studia Historica 48, Paris 1918.
Zlatarski V., Bàlgarski archiepiskopi – patriarsi zakoni Boris e polučil ot
Vizantija, εν Letopis na Bălgarskata Akademija na Naukite, I, 1911, Sofija
1914, 66 – 67.
Zlatarski V., Istorija na Bălgarskata dăržava prez srednite Vekove, t. I, Sofija
1918, ανάτ. 1938, t. II, Sofija 1934, t. III, Sofija 1940, ανάτ. Sofija 1970, II, 1972.
Zlatarski V., Prima Justiniana im Titel des bulgarischen Erzbischofs von
Achrida εν BZ 30 (1929 - 30), 484 - 489.
29
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η πολιτική ιδεολογία της βυζαντινής αυτοκρατορίας και η επίδραση του
χριστιανισµού σ’ αυτήν, θεµελίωσαν τις βασικές αρχές του βυζαντινού
πολιτεύµατος.
30
Ο Πάπας Ιννοκέντιος Α΄ είναι ο πρώτος στις αρχές του 5ου αιώνα που
αναγνώρισε τους µητροπολίτες Θεσσαλονίκης Ανύσιο και Ρούφο βικαρίους του,
ελπίζοντας ότι θα διατηρήσει την εξουσία του στο ανατολικό Ιλλυρικό.1 Ο τίτλος
αυτός, δεν δόθηκε στους µητροπολίτες εφ άπαξ, αλλά ήταν παροδικός και αυτό
φαίνεται από το γεγονός ότι µία µόνο φορά ο Θεσσαλονίκης Ιωάννης υπέγραψε
ως βικάριος στους όρους της ΣΤ΄ Οικουµενικής Συνόδου και µάλιστα από
κοινού µε άλλους επισκόπους, όµως στην ∆΄ Οικουµενική Σύνοδο, τον
Θεσσαλονίκης Αναστάσιο αντιπροσώπευε ο επίσκοπος Ηρακλείας της
Μακεδονίας Κουϊντίλος, ο οποίος δεν έκανε καµιά µνεία περί βικαριάτου, το ίδιο
συνέβη και στην Ε΄ Οικουµενική Σύνοδο.2
δὲ καὶ Θετταλίας καὶ ᾽Αχαΐας καὶ µέντοι καὶ ἄλλων παµπόλλων ἐθνῶν, ὅσα
3
τῶν ᾽Ιλλυριῶν τὸν ὑπάρχον ἡγούµενον ἔχει» . Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός
Α΄ µετέφερε την έδρα της υπαρχίας του Ιλλυρικού από τη Θεσσαλονίκη στην
Πρώτη Ιουστινιανή για να λαµπρύνει τη γενέτειρά του πόλη. Η µετάθεση αυτή
έγινε µάλλον για λόγους πολιτικούς και στρατιωτικούς παρά από αγάπη για την
ιδιαίτερη πατρίδα του, γεγονός που απορρέει από την 11 Νεαρά του.4 Σύµφωνα
1. Α. Σταυρίδου - Ζαφράκα, Θεσσαλονίκη, “Πρώτη πόλις Θετταλίας”, Κ∆΄ ∆ηµήτρια, Γ΄ επιστ. συµπ.,
Θεσσαλονίκη 1991, 68 – 71.
2. Αρχιµ. Καλλίνικος ∆ελικάνης, Πατριαρχικών Εγγράφων, τοµ. ΙΙΙ εν Κωνσταντινουπόλει 1905, σελ.
933 – 934.
3. Θεοδώρητος Κύρου, Εκκλησιαστική Ιστορία, εκδ. L. Parmentier - F. Scheidweiler, Theodorets
Kirchengeschichte, Berlin 1954, βιβλ. 5.17. Yπαρχία ή επαρχότητα ονοµαζόταν στη Βυζαντινή
περίοδο οι µεγάλες διοικητικές περιφέρειες. Ο Μέγας Κωνσταντίνος (324 - 337) όταν έγινε
µονοκράτορας διαίρεσε την Αυτοκρατορία σε τέσσερις µεγάλες υπαρχίες (Praefecturas Praetorii)
την Ιταλικήν (Ιταλία και Αφρική), την Γαλλικήν (Γαλλία, Ισπανία, Βρετανία), την Ανατολικήν
(Θράκη, Πόντο, Μικρά Ασία, Ανατολή, Αίγυπτο) και την Ιλλυρικήν (∆αλµατία, Παννονίες δύο,
Νορικές δύο, Σαβία, Βαλερία, ολόκληρη τη χερσόνησο του Αίµου πλην της Θράκης). Βλ. Ι.
Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Α4, 1992, 610 – 611. y Αρχιµ. K. ∆ελικάνης, Πατριαρχικών Εγγράφων,
τοµ. ΙΙΙ, 932 – 933, PG. 62, 31215 “Οἶον ἐὰν τὶς εὐτελής καὶ βασιλεύς γένηται, δυνατὸν αὐτῷ
ἐπαρχότητα δοῦναι ᾤ βούλεται”.
4. G. Hertzberg, Ιστορία της Ελλάδος από της λήξεως του αρχαίου βίου, µετ. Π. Καρολίδου Αθήνα
1906, τοµ. Α΄, 160.
31
δε µε την άποψη του P. Lemerle η µετάθεση αυτή, αν έγινε, ήταν για ελάχιστο
χρονικό διάστηµα ή δεν πραγµατοποιήθηκε ποτέ. Στο συµπέρασµα αυτό
οδηγήθηκε από το γεγονός ότι στις πηγές δεν έπαυσε να µνηµονεύεται ο
Έπαρχος Θεσσαλονίκης ως Praefectus Thessalonicensis µέχρι το 541.1
1. P. Lemerle, Invasions et migrations dans les Balkans depuis la fin de l’ époque romaine jusqu’ au
VIIIe siècle, Revue Historique 1954, 211, 2682.
2. Γρηγόριος, Αρχιµ. Ιεράς Συνόδου, Πραγµατεία, περί της κανονικής δικαιοδοσίας του Οικουµενικού
Πατριαρχικού θρόνου επί της εν Βουλγαρία Ορθοδόξου Εκκλησίας, εν Κωνσταντινουπόλει 1860,50–59.
3. C.I.C. III. 655 – 656.
4. Α. Αγγελόπουλος, Η Εκκλησία της Θεσσαλονίκης, 104 – 105.
32
διότι δεν υπήρξε κάποιο συνοδικό ψήφισµα µε το οποίο να αναγορεύονταν η
Εκκλησία αυτή αυτοκέφαλη, παρά µόνον τιµήθηκε από την πολιτική εξουσία
«ἥν ἀρχιεπισκοπήν ὁ Βασιλεύς τετίµηκεν Ἰουστινιανός». Στο κείµενο της
Νεαράς 131 δε γίνεται κανένας λόγος περί εκκλησιαστικής κυρώσεως.
1. Γρηγόριος, Αρχιµ. Ιεράς Συνόδου, Πραγµατεία, περί της κανονικής δικαιοδοσίας του Οικουµενικού
Πατριαρχικού θρόνου επί της εν Βουλγαρία Ορθοδόξου Εκκλησίας, εν Κωνσταντινουπόλει 1860, 66 –
69.
2. Τα πρακτικά της Συνόδου εις Mansi XI 929 – 1006.
33
Όταν αυτοκράτορας του Βυζαντίου ήταν ο Βασίλειος Β΄ (976 - 1025)
ανόρθωσε την Αρχιεπισκοπή στην Εκκλησία της Αχρίδος κατά το 1018 χωρίς
Συνοδική πράξη.
Η Κάτω Μοισία ή Βουλγαρία κείται έξω των ορίων της περιοχής Αχρίδος
και δε µπορεί να γίνει σύγχυση της βουλγαρικής επαρχίας προς την ελληνική
αρχιεπισκοπή Αχρίδος η οποία έγινε γνωστή στην εκκλησιαστική ιστορία υπό το
όνοµα Αρχιεπισκοπή Πρώτης Ιουστινιανής Αχριδών και πάσης Βουλγαρίας.
34
1. Νικ. Γρηγοράς, Ρωµαϊκή Ιστορία, τ. Α΄ – Β΄, εκδ. Bonnae 1829 – 1830, Λογ. Β΄. κεφ. β΄.
τις απόψεις τους, επικαλούµενοι οι µεν τους δε. Στην παρούσα διατριβή θα
ασχοληθούµε µε τις κυριότερες έρευνες που έγιναν µέχρι σήµερα στα πλαίσια
των δυνατοτήτων µας και συγκρίνοντας τις διάφορες απόψεις θα καταλήξουµε
σε συµπεράσµατα.
35
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Το πρόβληµα της περιόδου αυτής στη ζωή της Εκκλησίας είναι ο έντονος
αγώνας µεταξύ των Εκκλησιών της Ρώµης και της Κωνσταντινουπόλεως για την
οριστική υποταγή του εκκλησιαστικού Ανατολικού Ιλλυρικού σε µια από τις
δύο.1 Γεννάται όµως το ερώτηµα για το πού βρισκόταν το Ιλλυρικό και ποια η
σχέση του µε την Εκκλησία της Ρώµης και της Κωνσταντινουπόλεως και ποιες
ήταν οι πολιτικές εξελίξεις σε αυτό µετά την ίδρυση της Νέας Ρώµης από τον
Μέγα Κωνσταντίνο.
36
1. A. Αγγελόπουλος, Εκκλησιαστική Ιστορία των δοµών διοικήσεως και ζωής της Εκκλησίας της
Σχόλιο:
Ελλάδος (εικοστός αιώνας), Θεσσαλονίκη 1991, 18 – 19.
2. E. Κωνσταντίνου ή Τέγου - Στεργιάδου, Iλλυρικό και A΄ Iουστινιανή, Πρακτικά Συνεδρίου εις
Ελληνορθόδοξο Βυζαντινό Πολιτισµό, τοµ. B΄, τευχ. 3, Aθήνα 2000, 22 – 26.
37
4. Amnianus Marcelinus, Res gestae, ed. J. C.Rolfe, I - III, London 1963 - 19642, XXVI.4.2,
4
XXXI.12.1, XXXI.12.7. y Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, Α , 167.
5. Γ. Θεοχαρίδης, Ιστορία, 49. y Κ. Άµαντος, Ιστορία, Α΄, 162. y D. Nicol, Βιογραφικό Λεξικό της
Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, (µετ. Ευγ. Πιερρής), Αθήνα 1991, 120. y O. Tafrali, Η Θεσσαλονίκη από
τις απαρχές έως τον 14ο αιώνα, (µετ. Α. Σαββίδης), Αθήνα 1994, 185 – 189.
Ο Γρατιανός διετήρησε τις επαρχότητες των Γαλατιών, της Ιταλίας και της
Αφρικής. Ο Θεοδόσιος έλαβε την επαρχότητα της Ανατολής, ενώ το Ιλλυρικό
παρέµεινε στον Βαλεντιανό Β΄ του οποίου επίτροπος ήταν ο Γρατιανός όπως
αναφέραµε. Ο Γρατιανός παραχώρησε ένα τµήµα του Ιλλυρικού, αυτό που
βρισκόταν στον κάτω ρου του ∆ούναβη, στον Θεοδόσιο, ήτοι στο Ανατολικό
κράτος, για να αντλεί από εκεί ο αυτοκράτορας στρατό για τους πολέµους
εναντίον των Βησιγότθων.
Το τµήµα αυτό του Ιλλυρικού υπήχθη διοικητικώς στην Ανατολή που είχε
έδρα τη Θεσσαλονίκη. Το υπόλοιπο τµήµα του Ιλλυρικού, αυτό που ανήκε στον
βόρειο και άνω ρου του ∆ούναβη (διοίκηση των Παννονιών), προσαρτήθηκε
στην επαρχότητα της Ιταλίας - Αφρικής που διοικούνταν από τον Γρατιανό.1
38
2. Σωκράτης V 11 και 12 PG. 67. 593 C... - 596. A - B. «Περὶ Μαξίµου τοῦ τυράννου, ὅπως τὸν
Γρατιανόν ἀνεῖλε δόλω·... Μάξιµος ἐκ τῶν περὶ τὰς Βρεττανίας µερῶν, ἐπανέστη τῇ
Ρωµαίων àρχῇ καὶ κάµνοντι Γρατιανῷ εἰς τὸν κατὰ ᾿Αλαµανῶν πόλεµον ἐπιτίθεται... ἐν
τοσούτῳ ἀγγέλλεται, ὅτι Γρατιανός δόλῳ τοῦ τυράννου Μαξίµου ἀνῂρητο».
3. Σωκράτης, V. 14, PG. 67, 600. C - 601. A.
Η πρώτη ενέργεια του Ρουφίνου ήταν να αφαιρέσει από τον Στηλίχωνα την
ενιαία διοίκηση όλων των στρατιωτικών δυνάµεων του Κράτους. Ο Στηλίχων,
ως αντάλλαγµα της επιστροφής των λεγεώνων της Ανατολής ζήτησε και πέτυχε
από τον Αρκάδιο τη διανοµή της επαρχότητος του Ιλλυρικού.
Μετά από διαβουλεύσεις, στα τέλη του έτους 395 και αρχές του 396,
συµφώνησε ο Στηλίχων µε την Κυβέρνηση της Ανατολής ώστε το δυτικό τµήµα
του Ιλλυρικού (διοίκηση των Παννονιών) να προσαρτηστεί στη ∆ύση ως
(διοίκηση δυτικού Ιλλυρικού), ενώ το ανατολικό τµήµα του, δηλαδή οι
(διοικήσεις ∆ακίας και Μακεδονίας) παρέµειναν στην Ανατολή ως επαρχία
Ανατολικού Ιλλυρικού µε έδρα διοικήσεως τη Θεσσαλονίκη.3
1. Σωκράτης, VI, 1 PG 67.636 Α.«Ὡς τοῦ βασιλέως Θεοδοσίου τελευτήσαντος, τῶν υἱῶν αὐτοῦ
διανειµαµένων τὴν βασιλείαν…»
39
2. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, A4, 194 – 196.
3. Γ. Θεοχαρίδης, Ιστορία, 56 – 57. • V. Grumel, L’ Illyricum dès la mort de Valentinien I (375) à la
mort de Stilichon (408), εις REB 9 (1951) 5 – 46. • J. R. Palanque, La prèfecture du prétoiré dès l’
Illyricum au IVe siècle, εις Byzantion 21, (1951), 5 - 14. • Αικ. Χριστοφυλοπούλου, Βυζαντινή
Ιστορία, Α΄ 324 - 610, Αθήναι 19965, 187.
Μετά το θάνατο του Θεοδοσίου, τέλος του έτους 395 ή αρχές του 396 η
Μακεδονία πολιτικώς ανήκε στο Ανατολικό Κράτος ως διοίκηση της
επαρχότητος του Ανατολικού Ιλλυρικού.1 Έτσι οι επίµαχες επισκοπές της ∆ακίας
και της Μακεδονίας παραχωρήθηκαν στο ανατολικό τµήµα και
συµπεριελήφθησαν στην περιφέρεια της Ιλλυρίας µε επίκεντρο τη Θεσσαλονίκη.
Από την Ιλλυρία µόνο η επισκοπή της Παννονίας απέµεινε στη ∆ύση και
ονοµάστηκε επισκοπή Ιλλυρικού.2
Με αυτό το διαχωρισµό, που αρχικά δε σήµαινε τίποτα παραπάνω από το
δικαιωµατικό καταµερισµό των εδαφών της αυτοκρατορίας, µε δύο
αυτοκράτορες στη διοίκηση δηµιουργήθηκε µια διαχωριστική γραµµή που
αποµάκρυνε τον Ρωµαϊκό από τον Ελληνικό πολιτισµό και έθεσε τις βάσεις για
την βαθµιαία αποξένωση των δύο τµηµάτων και τη µεταγενέστερη αντιπαλότητά
τους. Ακόµη σήµανε τη µετατόπιση του πολιτικού κέντρου από το Σίρµιο στη
Θεσσαλονίκη. Η αντιστοιχία όµως του εκκλησιαστικού και κρατικού
διαχωρισµού είχε σοβαρές συνέπειες, οι οποίες πολλές φορές προβληµάτισαν
τους αυτοκράτορες του Βυζαντίου, ίσως γι’ αυτό αργότερα ο Ιουστινιανός,
θέλοντας να ρυθµίσει την κατάσταση των διαφωνιών και επιβουλών
δηµιούργησε στο Ιλλυρικό την αρχιεπισκοπή Πρώτης Ιουστινιανής, ώστε να
κατευνάσει τα πνεύµατα µεταξύ Ανατολικής και ∆υτικής Εκκλησίας.
40
1. P. Lemerle, Philippes et la Macédoine Orientale, Paris 1945, 79 – 80.
2. G. Ostrogorsky, Geschichte des byzantinischen Staates 3, München 1963, 45.
1. O. Seeck, Notitia Dignitatum, Berolini 1876, Frankfurt 1942 - F. Lot, La Notitia Dignitatum
utriusque imperii, ses tares, sa date de composition, sa valeur, Revue des Études Ancien, Bordeaux,
38 (1936) 285 - 338. Σύµφωνα µε την άποψη του F. Lot, η Notitia Dignitatum, στη σηµερινή µορφή
είναι σύνθετο κείµενο, το οποίο συντάχθηκε µεταξύ των ετών 379 και 406 - 408 και δίνει την εικόνα
του Ρωµαϊκού Κράτους κατά την εποχή της διαιρέσεώς του 379, ή το αργότερο 395.
2. K. Jirecek, Geschichte der Serben I, Gotha 1911 - 1918, 38. • P. Lemerle, Philippes et la Macédoine
Orientale à l’ époque chrétienne et byzantine, Paris 1945, 77. • B. Granič, Die Gründung, 126.
3. Ι. Καραγιαννόπουλος, Το Βυζαντινό διοικητικό σύστηµα στα Βαλκάνια (4ος – 9ος αι.), Αθήνα 1994, 5
- 6.
41
4. G. Parthey, Hieroclis Synecdemus et notitiae Graecae Episcopatuum, Amsterdam 1967, 186.
5. P. Lemerle, Philippes…., 81. • Kυρ. Kατερέλος, H κανονική δικαιοδοσία του Oικουµενικού
Πατριαρχείου επί των επαρχιών του ∆εσποτάτου της Hπείρου κατά την περίοδο (1204 – 1235), 130 –
134.
42
Patriarcat Oeucumenique εις “Echos d’ Orient”, 14 (1911) 29. • L. Duchesne, Έglise Séparées2,
Paris 1896, 259. • Aim. Piperkovič, Το Ιλλυρικόν και τα επ’ αυτού δίκαια των εκκλησιών Ρώµης και
Κωνσταντινουπόλεως.., 36. • Kυρ. Kατερέλος, H κανονική δικαιοδοσία του Οικουµενικού
Πατριαρχείου, 130.
1. J. Friedrich, Über die Sammlung der kirche von Thessalonich und das päpstliche Vicariat für
Illyricum, εις “Sitzungsberichte der Bayer. Akademie der Wissenchaften zu München” 1891, 771 –
887. • Γ. Θεοχαρίδης, Ιστορία, 115.
2. Mansi, 13, 1148. • Γ. Θεοχαρίδης, Ιστορία, 106 – 107.
43
3. Α. Αγγελόπουλος, Η Εκκλησία Θεσσαλονίκης, 92 – 95.
4. Γ. Κονιδάρης, Εκκλησιαστική Ιστορία, τοµ. Α΄ Αθήναι 1954 - 1960, 506. • A. Aγγελόπουλος, H
Eκκλησία Θεσσαλονίκης, 17 – 23.
1. F. Streichhan, Die Anfänge des Vikariates von Thessalonich, Zeitschrift der Savigny Stiftung für
Recksgechichte, Bd 43, Kanonische Abteilung, XII, Weimar 1922, 330 - 384.
44
2. L. Duchesne, Histoire ancienne de l’ Έglise, III Paris 1910, 179. • J. Zeiller, Les origines, 369. • J.
Haller, Das Papsttum. Idee und Wirklichkeit, I, Urach – Stuttgart, 1950, 511. • P. Leporskij, Istorija
Thessalonikskago exarkhata do vremeni prisoedinenija k. Konstantinopolskomu Patriarkhatu. St
Petersburg 1901, βλ. Viz Vrem, VIII, 611 – 622.
45
3. Vicarius = Οι επικεφαλείς των διοικήσεων, καθαρώς πολιτικοί άρχοντες. Ο τίτλος του βικάριου
καταργήθηκε από τον Ιουστινιανό µε τη Novelle Justiniani, rec R. Schoele - G. Kroll (CJC III) Berlin
1895, (Zurich 1972), N.J. 8 - a.535 - N.J., 26 - a.535, (βλ. Ι Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Α4, 611, Α.
Χριστοφιλοπούλου Βυζαντινή Ιστορία, 345).
4. Βλ. Φειδάς, Ιστορικοκανονικά προβλήµατα… της Πενταρχίας των Πατριαρχών, Αθήναι 1970, 139.
και του Θεοφίλου, που ήταν πατριάρχης Αλεξαδρείας (384 - 412), γιατί ο
Θεόφιλος υποστήριζε τις Ωριγενικές απόψεις περί του «ασωµάτου του Θεού».1
Η Ευδοξία για την επίλυση των θεµάτων που προέκυψαν, ζήτησε και τη
σύµφωνη γνώµη του πάπα Ιννοκέντιου, ώστε να συγκληθεί Σύνοδος ενώπιον της
οποίας θα απολογούνταν ο Θεόφιλος, αλλά και ο Ιωάννης ο Χρυσόστοµος, γιατί,
όπως λέει ο Παλλάδιος, ο Ιωάννης προκάλεσε την οργή της αυτοκράτειρας
επειδή την αποκάλεσε “Ιεζάβελ”.3 ∆ράττοντας την ευκαιρία που παρουσιάστηκε
ο Ιννοκέντιος Α΄, στις επιστολές που αντάλλαξε µε τους Αρκάδιο και Ευδοξία,
πρότεινε ως τόπο σύγκλησης της Συνόδου τη Θεσσαλονίκη για την επίλυση των
προαναφερθέντων θεµάτων λέγοντας: «γράψατε δέ καὶ Θεοφίλῳ ἕτοιµον
γενέσθαι».4
1. Σωκράτης, VI 7, PG 67. 684 A «ὁ Θεός σῶµα ἐστί καὶ ἀνθρώπου ἔχει σχῆµα ἤ ἀσώµατος
ἐστί καὶ ἀπήλλακται ἀνθρωπίνου τε καὶ παντός, ἁπλῶς εἰπεῖν, σωµατικοῦ σχήµατος».
46
2. Σωζοµενός, Kirchengeschichte, edd. J. Bidez - G. C. Hansen (GCS, 50) Berlin 1960, VII. 13 (367.4).
• Oι τέσσερις αδελφοί ∆ιόσκουρος, Αµµώνιος, Ευσέβιος και Ευθύµιος, επονοµάσθηκαν «µακροί»
εξαιτίας του υψηλού αναστήµατός τους.
3. Παλλάδιος, ∆ιάλογος Ιστορικός... περί Ιωάννου Χρυσοστόµου, ed. C. Butler, The Lausiac History of
Palladius II (Texts and Studies), Cambridge 1904, 8 (51. 3 - 5).
4. Fr. Halkin, Douze récits Byzantins sur saint Jean Chrysostome, Bruxelles 1977, I 32, 36 - 37 III 66,
254 – 7.
τὴν ψῆφον».3
Στον κύκλο αυτό των επιστολών προτείνονται από τον πάπα εκτός από τον
τόπο σύγκλησης της Συνόδου και αξιόλογα πρόσωπα της εποχής, να µετέχουν
στις διεργασίες της, όπως ο επίσκοπος Θεσσαλονίκης Ανύσιος, που υπήρξε
ανυποχώρητος υπερασπιστής της αθωότητας, του κύρους και της αγιότητας του
Ιωάννη του Χρυσόστοµου, θέτοντας τη σφραγίδα του στα µεγάλα πνευµατικά
και εκκλησιαστικά ζητήµατα, που προέκυπταν εξαιτίας των θεολογικών
αντιπαραθέσεων µεταξύ των εκκλησιών της Ρώµης, Αλεξανδρείας,
Κωνσταντινουπόλεως, για θέµατα δογµατικά και πολιτικοεκκλησιαστικά.4
Από τα εκτεθέντα γίνεται αντιληπτό:
Π ρώτον, η επιµονή του Πάπα να συγκληθεί επισκοπική σύνοδος στη
47
1. Fr. Halkin, ΙΙ 32, 66.
2. Fr. Halkin, ΙΙΙ 66, 254. • Fr. Halkin, ΙΙΙ 65, 252 – 254.
3. Α. Αγγελόπουλος, Η εξαρχεία της Θεσσαλονίκης και η Β΄ Οικουµενική Σύνοδος του 381 εν
Κωνσταντινούπολη, στο τιµητικό αφιέρωµα στον καθηγητή Ι. Καλογήρου, Θεσσαλονίκη 1999, 194.
4. Μάξιµος Σάρδεων, Τὸ Οἰκουµενικόν Πατριαρχεῖον ἐν τῇ ᾽Ορθοδόξῳ ᾽Εκκλησίᾳ, εν Θεσσαλονίκη
1972, 45 – 50. • Α. Αλιβιζάτος, Οι Ιεροί Κανόνες, εν Αθήναις 1949, 35 - 36, 69.
Θεσσαλονίκη, η οποία θα την καθιστούσε όργανο διοίκησης µητροπολιτικής
περιφέρειας και θα αποτελούσε κανονικό θεσµό, ο οποίος ίσχυε από τις αρχές
της χριστιανικής εκκλησίας σύµφωνα µε τον ΙΖ΄ κανόνα των αποστόλων και Ε΄
κανόνα της Α΄ Οικουµενικής Συνόδου.1
∆εύτερον, διεκδικούσε ο Πάπας την εκκλησία της Θεσσαλονίκης γιατί ως
πρωτεύουσα του Ιλλυρικού κατά τους πρώτους µ.Χ. αιώνες έπαιξε καθοριστικό
ρόλο στην πορεία των δύο εκκλησιών ανατολής και δύσης, σφραγίζοντας τα
µεγάλα πνευµατικά και εκκλησιαστικά ζητήµατα της πρώτης εκκλησίας, µε τη
συµµετοχή της στις εργασίες της Α΄ και Β΄ Οικουµενικής Συνόδου.
Τρίτον η Θεσσαλονίκη ως Εξαρχεία είχε αυξηµένη την ευθύνη της
εκκλησίας του Ιλλυρικού για την εδραίωση και απαραχάρακτη τήρηση του
δόγµατος καθιστώντας τον επίσκοπο Θεσσαλονίκης διαµεσολαβητή των θέσεων
της Ρώµης ως προκαθήµενό της στο Ιλλυρικό, αλλά και έχοντας ιδιαίτερο
οικουµενικό χαρακτήρα, που αφορούσε τις σχέσεις των δύο εκκλησιών.
Τέταρτον ο πάπας Ιννοκέντιος, εκµεταλλευόµενος τα προνόµια της
Θεσσαλονίκης, θέλησε να την µετατρέψει σε Βικαριάτο του, γιατί κείτονταν
στην ευαίσθητη διοικητική, πολιτική και εκκλησιαστική περιοχή, µεταξύ των
δύο µεγάλων κέντρων επιρροής, ώστε να γίνει αντικείµενο εκµετάλλευσής του,
ενισχύοντάς την µε τίτλους και συνόδους για να ενδυναµώσει ακόµη
περισσότερο την ισχύ της στο Ιλλυρικό. Η πολιτική του Ιννοκέντιου συνεχίστηκε
και στο διάδοχό του Ανυσίου (383 - 407), το Ρούφο (408 - 434), όπως
διαπιστώνεται από το περιεχόµενο της επιστολής, που του απέστειλε, όπου ρητά
τον χαρακτηρίζει Βικάριό του, τονίζοντας ότι δεν εισάγεται µε τον τίτλο του
βικαρίου κάτι το καινούργιο στις σχέσεις µεταξύ Ρώµης και Θεσσαλονίκης, αλλά
συνεχίζεται η ίδια τακτική που προϋπήρχε.2
48
1. Α. Αλιβιζάτος, Οι Ιεροί Κανόνες, 35-36, 65. • Μάξιµος Σάρδεων, Τὸ Οἰκουµενικόν
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ∆ΕΥΤΕΡΟ
49
Για την επιβολή των θεολογικών του απόψεων έλαβε µέτρα µε τα οποία
επεδίωκε την πραγµάτωση της θρησκευτικής του πολιτικής, η οποία σκοπό
είχε να αποκαταστήσει τη θρησκευτική ενότητα στο κράτος. Η δηµοσίευση
1. Βλ.Φειδάς, Ιστορικοκανονικά προβλήµατα της Πενταρχίας των Πατριαρχών, Αθήναι 1970, 157 εξ,
161 εξ.
2. G. Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, Α΄, Αθήνα 1995, 134.
3. Κ. Άµαντος, Ιστορία, Α΄, 224.
50
µέγιστον ἀγαθόν πᾶσιν ἀνθρώποις πιστεύοµεν τὴν τῆς ἀληθοῦς καὶ
1. G. Ostrogorsky, Ιστορία, Α΄, 144. • Ευάγ. Χρυσός, Η Εκκλησιαστική πολιτική του Ιουστινιανού,
Θεσσαλονίκη 1969, 15 – 17.
2. A. Harnack, Dogmengeschichte, Berlin 19244, 422.
3. P. Krüger, Codex Justinianus, Berlin 1877, Zürich (1970) 1.5.12, 5-α527. - I. Καραγιαννόπουλος,
Ιστορία, Α4, 408.
4. C.J. 1.5.12 - α 527.
ἐστί, καὶ τὸν εὑρισκόµενον φανεροῦν, εἰδότες ὡς, εἴ ποτὲ τοιοῦτός τις ἐν αὐτοῖς
οὐδέ αὐτοί τὴν ἀρµοδίαν τιµωρίαν ἐκφεύξονται, εἴ καὶ µὴ τῆς αὐτῆς ἐκείνῳ πλάνης
ἐτύγχανον ὄντες...» • CJ. 1.5.18, 12 – «Τὴν δὲ αὐτήν ἐπιµέλειαν ἔχειν καὶ τοὺς ἑκάστης
51
ὑπεναντίον τῆς θείας ἡµῶν ταὺτης νοµοθεσίας παρ’ οὑτινοσοῦν ἐγχειρούµενα καὶ
τοῦτο φανερόν ἡµῖν αὐτοῖς ποιεῖν, ἵνα τοὺς ῥαθυµήσαντας τοῖς αὐτοῖς ἐπιτιµίοις
ἐθεσπίσαµεν...»
1. Αγαθίας Σχολ., Ιστοριών Β.30.3 (80.5) – 31, 4 (81.15 κ.ε.). Ο Αγαθίας αναφέρει ότι, οι φιλόσοφοι
καθηγητές της Σχολής των Αθηνών δεν ήθελαν να προσέλθουν στον Χριστιανισµό, γι’ αυτό
αποφάσισαν να φύγουν στην Περσία, όπου και έγιναν δεκτοί, µε µεγάλες τιµές από τον Χοσρόη τον
Α΄, ο οποίος ενδιαφέρθηκε να µεταφρασθούν στην Περσική γλώσσα τα αριστοτελικά και πλατωνικά
συγγράµµατα. Η µετάφραση αυτή θεωρήθηκε πολύ σηµαντική γιατί για πρώτη φορά επί των
Σασσανιδών, των εχθρών του Ελληνισµού, καλλιεργούνται τα ελληνικά γράµµατα στην Περσία. Οι
Έλληνες φιλόσοφοι δεν µπόρεσαν να µείνουν στην Περσία για µεγάλο χρονικό διάστηµα και
ζήτησαν να επανέλθουν στο Βυζάντιο. Ο Χοσρόης, µή µπορώντας να τους κρατήσει στην αυλή του,
φρόντισε να τους προστατεύσει ώστε να µή καταδιωχθούν, γι’ αυτό τους συµπεριέλαβε µε δική του
52
µέριµνα στη βυζαντινοπερσική συνθήκη του 532 «ἐπειδή γὰρ κατ’ ἐκεῖνο τοῦ χρόνου ῾Ρωµαῖοι τε καὶ
Πέρσαι σπονδὰς ἔθεντο καὶ ξυνθήκας, µέρος ὑπῆρχε τῶν κατ᾿ αὐτὰς ἀναγεγραµµένων τὸ δεῖν
ἐκείνους τοὺς ἄνδρας ἐς τὰ σφέτερα ἤθη κατιόντας βιοτεύειν ἀδεῶς τὸ λοιπόν ἐφ’ ἑαυτοῖς, οὐδέν
ὁτιοῦν πέρα τῶν δοκούντων φρονεῖν ἤ µαταβάλλειν τὴν πατρώαν δόξαν ἀναγκαζοµένους». • J. B.
Bury, Later Empire II.370. • Κ. Άµαντος, Ιστορία…, Α΄, 226. • Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Α4,
410 – 411.
2. Cod. Just. 1,V, 11 «Θεσπίζοµεν τοὺς τὴν ὀλεθρίαν τῶν Μανιχαίων πλάνην µηδεµίαν ἔχειν
παρρησίαν ἤ ἄδειαν καθ᾿ οἱονδήποτε τῆς καθ᾿ ἡµᾶς πολιτείας διάγειν τόπον, εἰ δέ ποτε
Οι σχέσεις των δύο εξουσιών, της εκκλησιαστικής και της πολιτικής, στα
χρόνια του Ιουστινιανού επηρέασαν την κοινωνική πραγµατικότητα, ιδιαίτερα
όταν οι σχέσεις αυτές χαρακτηρίστηκαν, από διαφωνίες και συνεργασίες, από
συµφωνίες και αλληλοσυµπορεύσεις µε σκοπό να υπηρετηθούν καλύτερα τα
53
συµφέροντα του λαού. Οι προσπάθειες των αυτοκρατόρων για την εύρεση
καλύτερης λύσης στα εκάστοτε εκκλησιαστικά προβλήµατα, απεικονίζουν την
κηρυττοµένην, φανερὸν διὰ τοῦ παρόντος ἠδίκτου ποιήσασθαι, πρὸς τὸ καὶ τοὺς τὴν ὀρθήν πίστιν
ὁµολογοῦντας ἐν βεβαίῳ φυλάττειν... µανθάνοντας τὴν ἀλήθειαν, σπουδάσαι ἑνωθῆναι τῇ ἁγίᾳ τοῦ
54
Οι λαοί των χωρών αυτών δεν µπόρεσαν να παρακολουθήσουν τις εξελίξεις, τη
θεολογία και τη νοοτροπία της Αυτοκρατορίας. Ο Ν. Ματσούκας, αναφερόµενος
στις εκκλησίες αυτές, οι οποίες ονοµάστηκαν Αντιχαλκηδόνιες ή
Προχαλκηδόνιες Εκκλησίες, λέει ότι οι θρησκευτικές δυσκολίες που
προέκυπταν ήταν ποικίλες,
1. Βλασ. Φειδάς, Εκκλησιαστική Ιστορία, Α΄, Αθήναι 1992, 673 – 674. • Ι. Αναστασίου, Εκκλησιαστική
Ιστορία, Α΄, Θεσσαλονίκη 1979, 357 – 377. • Ν. Ματσούκας, ∆ογµατική και Συµβολική Θεολογία,
Β΄, Θεσσαλονίκη 1992, 311 – 312. • Μελέτιος Μητροπολίτης Νικοπόλεως, Η Πέµπτη Οικουµενική
Σύνοδος, Αθήναι 1985, 95. • Α. Xριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ιστορία, Α΄, 249.
2. Βλ. Φειδάς, Προϋποθέσεις διαµορφώσεως του θεσµού της Πενταρχίας των πατριαρχών, 168 κ.εξ.
55
προσθήκην ἐπιδέχεται ἡ ἁγία Τριὰς»5 και υποστήριζε τις θέσεις της
ορθοδόξου πίστεως
ενώ καταφέρονταν κατά των ασεβών αιρετικών. «᾽Eν αὐταῖς δὲ ταῖς ἡµέραις ὁ
αὐτὸς βασιλεὺς ᾿Ιουστινιανὸς.. ῎Ήνδικτον περιέχον περὶ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως
Ο Ιουστινιανός στο διάταγµά του, παρ’ όλο που αναφέρεται στις ορθόδοξες
θέσεις, δεν κάνει µνεία των Οικουµενικών Συνόδων και κυρίως της
Χαλκηδονίου Συνόδου, όπου καθορίζονταν το δόγµα και ότι αυτή η Σύνοδος
ήταν ουσιαστικά αυτή µε την οποία αντιτίθονταν οι Μονοφυσίτες. Απέφυγε αφ’
ενός να θίξει τους Μονοφυσίτες, αφ’ ετέρου δεν υποστήριζε τις απόψεις τους. Η
στάση του αυτή θεωρήθηκε από τους Ορθόδοξους ως φιλοµονοφυσιτική, γι’
αυτό οι Ακοίµητοι µοναχοί,2 που πάντα ένθερµα υποστήριζαν τις αποφάσεις της
∆΄ Οικουµενικής Συνόδου, έστειλαν πρεσβεία στη Ρώµη µε επικεφαλής της το
µοναχό Κύρο και ζήτησαν από τον Πάπα να επέµβει ώστε να επιλυθεί το θέµα.3
1. Ιωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 478. 12-15, χρον. Πασχ. Ι. 630.1 κ.ε. • Θεοφάνης, Χρονογραφία,
240-31-241.2 «τῷ δ’ αὐτῷ ἔτει ᾿Ιουστινιανὸς ὁ βασιλεὺς τὸ περί φθαρτοῦ καὶ ἀφθάρτου κινήσας δόγµα
56
καὶ ἴδικτον πανταχοῦ καταπέµψας ἀλλότριον τῆς εὐσεβείας, Θεοῦ προφθάσαντος». • (H λέξη
«Ήδικτο» (διάταγµα) απαντάται µε διαφορετική ορθογραφία). Ίδικτο, βλ. Θεοφάνης, Xρονογραφία, 240-
31, Ήνδικτο, βλ. Iωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 478,12-15, Ήδικτο, βλ. Ι. Καραγιαννόπουλος,
Ιστορία, Α4, 413 - 414. • Ι. Κουρεµπελές, Καθολική πίστη και νόµος του κράτους, Θεσσαλονίκη 1998, 3
- 34.
2. J. P. Migne, PG 116 στ΄ 705 κ.ε Μαρκέλλου βίος και πολιτεία. • Ευάγριος Σχολαστικός,
Εκκλησιαστική Ιστορία, J. P. Migne, PG 86, 2636, 2640 – 41.
3. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, A4.414. • E. Caspar, Geschichte, II. 217. • C.J.C. 1.8, 31, 39 «Διότι
ἡµεῖς ἐν τῇ Ρωµαϊκῇ πόλει εὕροµεν τὸν Κῦρον µετὰ ὁµοφρόνων, αὐτοῦ, ὅστις ἐκ τοῦ τῶν ἀκοιµήτων
µοναστηρίου ἠν οὕς διὰ τῶν ἀποστολικῶν παραινέσεων πρὸς τὴν ὀρθὴν πίστιν καὶ ὥσπερ πρόβατα
4. C.J.C. I. 1.7, 25, «῾Ο αὐτὸς βασιλεύς ᾿Επιφανίῳ τῷ ἁγιωτάτῳ καὶ µακαριωτάτῳ ἀρχιεπισκόπῳ τῆς
βασιλίδος ταύτης πόλεως καὶ οἰκουµενικῷ πατριάρχη. Γιγνώσκειν βουλόµενοι τὴν σὴν ἁγιωσύνην
πάντα τὰ εἰς ἐκκλησιαστικήν ὁρῶντα κατάστασιν ἀναγκαῖον ἡγησάµεθα ταύταις πρὸς αὐτήν
χρήσασθαι ταῖς θείαις συλλαβαῖς καὶ δι᾽ αὐτῶν δῆλα αὐτῇ καταστῆσαι τὰ κινηθέντα, ἅπερ καὶ
ἐνανθρωπήσαντα καὶ σαρκωθέντα ἕνα εἶναι τῆς ἁγίας καὶ ὁµοουσίου τριάδος,
ὁµοούσιον τῷ πατρὶ κατά τὴν θεότητα καὶ ὁµοούσιον ἡµῖν τὸν αὐτόν κατὰ τὴν
1
ἀνθρωπότητα, παθητὸν σαρκί, τὸν αὐτὸν ἀπαθῆ πνεύµατι...».
Τον Ιούνιο του 533, ο Ιουστινιανός έστειλε διάταγµα στον Ιωάννη Β΄ πάπα
της Ρώµης (531 - 535).2 Το διάταγµα αυτό ήταν πανοµοιότυπο εκείνου που
έστειλε στον πατριάρχη Επιφάνιο Α΄ (520 - 535), γιατί και σ’ αυτό αναφέρονταν
οι τέσσερις Οικουµενικές Σύνοδοι και το ορθόδοξο δόγµα.3
57
εκκλησίες Εφέσου, Καισαρείας, Κυζίκου, Αµίδης, Τραπεζούντας, Ιεροσολύµων,
Απαµείας, Ιουστινιανουπόλεως, Θεουπόλεως, Σεβάστειας, Ταρσού και Άγκυρας.
Εκείνο που είναι άξιο προσοχής στο έγγραφο αυτό, όπως έχουµε αναφέρει,
είναι το ότι, ενώ υποστηρίζει τις ορθόδοξες θέσεις, δεν κάνει αναφορά στις
Κατά την άποψή µας αυτό συνέβη, γιατί ο αυτοκράτορας δεν ήθελε αφ’
ενός να θίξει τους Μονοφυσίτες, αφ’ ετέρου στα δύο άλλα έγγραφα, που έστειλε
στον πατριάρχη Επιφάνιο Α΄ και στον πάπα Ιωάννη Β΄ (533 - 535), υποστήριζε
τις ορθόδοξες απόψεις για να κατοχυρώσει τη θέση του σε περίπτωση που
αντιδρούσαν οι αντίπαλοι των Μονοφυσιτών.
58
Ένα χρόνο αργότερα, την 5η Iουνίου του 535, απεβίωσε ο πατριάρχης
Επιφάνιος και στη θέση του εκλέχθηκε, µε τη βοήθεια της αυτοκράτειρας
Θεοδώρας, ο επίσκοπος Τραπεζούντος Άνθιµος Α΄ (535 - 536), που εµφανιζόταν
ως Ορθόδοξος, στην ουσία όµως ήταν Μονοφυσίτης, γεγονός που επιβεβαιώνεται
από την επιστολή που απέστειλε στον πρώην Αντιόχειας Σεβήρο. Στην επιστολή
αυτή ανέπτυσσε τις φιλοµονοφυσιτικές του απόψεις, ενώ συγχρόνως καλούσε τον
Σεβήρο να επισκεφθεί την Βασιλεύουσα. Ο Σεβήρος αποδέχτηκε την πρόσκληση
και έγινε πανηγυρικά δεκτός στην Κωνσταντινούπολη, από την αυτοκράτειρα
Θεοδώρα, η οποία µάλιστα τον φιλοξένησε στα ανάκτορα το Σεπτέµβριο του 535.2
59
στις µονοφυσιτικές θέσεις του µαζί µε τον Σεβήρο. Τότε ο Πάπας ζήτησε από τον
Ιουστινιανό την ανάρρηση στο θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως άλλου Πατριάρχη.
1. Ζαχαρίας Ρήτωρ, Εκκλησιαστική Ιστορία, ΙΧ. 19, 209.2 – 9. • E. Caspar, Geschichte II. 222.
2. Ζαχαρίας Ρήτωρ, Εκκλησιαστική Ιστορία, ΙΧ. 19, 209. 23 – 24.
3. Ζαχαρίας Ρήτωρ, Εκκλησιαστική Ιστορία, ΧΙ.19.209 – 210.34.
60
του δόγµατος της Χαλκηδόνας και οι δύο φύσεις στο πρόσωπο του Κυρίου ηµών
Ιησού Xριστού.4
Στις 22 Απριλίου του έτους 536, απεβίωσε στη Pώµη ο Πάπας Αγαπητός
µετά από ολιγόχρονη ασθένεια και στη θέση του εκλέχθηκε ο Σιλβέριος. Η
εκλογή του Σιλβέριου έγινε την 20η Ιουνίου του 536 και υποστηρίχθηκε από τον
Θευδάτο, βασιλιά των Γότθων, γιατί θεωρήθηκε οπαδός της φιλογοτθικής
µερίδας της Ρώµης.5
1. Ιωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, L. Dindorf, CB. Bonnae 1831, 479.7 – 12. «Καὶ µετὰ τὴν
ὑπατείαν Βελισαρίου ἐγένετο σύνοδος ἐν Κωνσταντινουπόλει ὑπὸ τοῦ ἐπισκόπου ῾Ρώµης ᾿Αγαπητοῦ
2. ∆. Ζακυθηνός, Ιστορία, Α΄, 85. • Mansi, VIII. 877 κ.ε. • Ι. Kαραγιαννόπουλος, Ιστορία Α4, 495.
3. Ιωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 485.5 – 7 «ἦν γὰρ ἀγανακτηθεὶς καὶ προσφυγίῳ χρησάµενος εἰς
τὸν ἅγιον Σέργιον τοῖς ἐπίκλην τῶν ῾Ορµίσδου».
61
Ανθίµου, όταν ο στρατηγός του Ιουστινιανού, Βελισάριος κατέλαβε τη Ρώµη το
∆εκέµβριο του 536, κάλεσε τον Σιλβέριο στο στρατηγείο του το Μάρτιο του 537
και του απήγγειλε κατηγορία για προδοτικές συνεννοήσεις µε το Γότθο βασιλιά
Οιίττιγι, του υπέδειξε µάλιστα πως αν ήθελε να αποφύγει τις κατηγορίες έπρεπε να
αποκαταστήσει τον Άνθιµο στον πατριαρχικό θρόνο, σύµφωνα µε την επιθυµία της
Θεοδώρας.
Ο Σιλβέριος προτίµησε την καθαίρεση από τον παπικό θρόνο και την εξορία
του στα Πάταρα της Λυκίας, παρά να υποκύψει στις προσταγές της Θεοδώρας. Από
τα Πάταρα επανήλθε στη Ρώµη µετά από εισήγηση του επισκόπου Πατάρων, περί
της αθωότητάς του, στον αυτοκράτορα Ιουστινιανό. Στη Ρώµη ο Σιλβέριος
παρεδόθη στο διάδοχό του Πάπα Βιγίλιο και αυτός µε τη σειρά του τον εξόρισε στο
νησί Palmaria, όπου κατά µία εκδοχή πέθανε βιαίως στις 2 ∆εκεµβρίου του 537.1
Ο φιλοβυζαντινός Βιγίλιος στις 20 Μαρτίου του 537 διαδέχθηκε στο θρόνο το
Σιλβέριο, ο οποίος καθαιρέθηκε, µάλλον για τα φιλογοτθικά του αισθήµατα, παρά
για τη διένεξή του µε τη Θεοδώρα.
1. Liber Pontificalis, I. 292 (V. Silverii), 296 κ.ε (V. Vigilii). • Liberatus 22, ed E. Schwartz, ACOe.II.5, 136.
62
Η διδασκαλία αυτών των τριών θεολόγων προκάλεσε την αίσθηση στους
πιστούς, ότι ήταν η κύρια αιτία που εµπόδιζε την αποκατάσταση της
θρησκευτικής ενότητας στο Βυζάντιο και η καταδίκη τους θα εξοµάλυνε τα
κακώς κείµενα.
όνοµα του πάπα Bιγίλιου από τα δίπτυχα γιατί υποστήριζε τα δόγµατα του
Nεστορίου, δηλαδή τα Tρία Kεφάλαια.1 Tην 2η Iουνίου έγινε η όγδοη και
τελευταία συνεδρίαση, όπου αναγνωρίστηκε η δογµατική απόφαση της Συνόδου
και οι 14 κανόνες – αναθεµατισµοί κατά των Tριών Kεφαλαίων τα οποία
επικυρώθηκαν από τα µέλη της.2 Mετά το τέλος των εργασιών της Συνόδου ο
Bιγίλιος ανακοίνωσε την απόφασή του ότι καταδικάζει τα Tρία Kεφάλαια. Στο
δρόµο για την επάνοδό του στη Pώµη, πέθανε στη Σικελία την 7η Iουνίου 555.3
63
O ιστορικός W. Pewesin υποστηρίζει την άποψη ότι η έριδα των Tριών
Kεφαλαίων συνδυάζεται µε την ανάκτηση των δυτικών τµηµάτων του κράτους
ώστε να επανέλθει το κράτος στα παλιά του όρια.4
64
εκτέλεσης του Ιουστινιάνειου προγράµµατος της ανόρθωσης της Ρωµαϊκής
Αυτοκρατορίας στη ∆ύση. Μετά από δύο νικηφόρες µάχες του βυζαντινού
στρατηγού Βελισάριου, η πρώτη στο ∆έκιµον (δέκα ρωµαϊκά µίλια) από την
Καρχηδόνα στις 13 Σεπτεµβρίου και η δεύτερη στο Τρικάµαρον, δυτικά της
Καρχηδόνας, το ∆εκέµβριο του ίδιου έτους 533, σήµανε την ήττα του Γελίµερου.
Το νικηµένο βανδαλικό κράτος αντικατέστησε η βυζαντινή κυριαρχία. Με την
επικράτηση του Βυζαντίου ο ορθόδοξος κλήρος τέθηκε επικεφαλής της
εκκλησίας της Αφρικής, αλλά, αντί να επιδείξει µετριοπάθεια, µεταχειρίστηκε
µε σκληρότητα τους Αρειανούς και λοιπούς αιρετικούς, µε αποτέλεσµα να
γεννηθεί µια γενική δυσαρέσκεια κατά των Βυζαντινών.2
Η γρήγορη υποταγή των Βανδάλων της Αφρικής, έδωσε θάρρος στον
Ιουστινιανό να τολµήσει νέο πόλεµο κατά των Οστρογότθων της Ιταλίας. Οι
1. Προκόπιος, Βανδάλων Πόλεµοι, 1.10.1 «... ᾿Ιουστινιανός, ἐπεὶ οἱ τὰ τὲ οἴκοι καὶ τὰ ἐς τοὺς
2. Προκόπιος, Βανδάλων Πόλεµοι, 1.9.20 - 1.9.24, 1.10.2 - 1.10.19 - 1.10.25 - 1.11.1 - 1.13.12 -
1.25.10 - ΙΙ - 1.7 - ΙΙ.13.39. • Θεοφάνης, Χρονογραφία, 187.20 – 188.25. • Ι. Καραγιαννόπουλος,
Ιστορία, Α4, 434 – 442. • Ch. Diehl, Afrique, 117.
65
Θεοδώριχου, οδήγησε στο θρόνο την κόρη του Αµαλασούνθα, που επιτρόπευε
τον ανήλικο αδελφό της Αθαλάριχο.2
66
επικεφαλείς της διοικήσεως που ήταν πολιτικοί άρχοντες καλούνταν vicarii, εκτός
του κυβερνήτου της Ανατολής που καλούνταν κόµης (comes Orientis). Η διοίκηση
της ∆ακίας υπάγονταν απευθείας στον ύπαρχο του Ιλλυρικού γι’ αυτό δεν είχε δικό
της βικάριο.5 Mεταξύ των Yπάρχων ανώτεροι θεωρούνταν της Aνατολής και της
Iταλίας γιατί η έδρα τους ήταν στην Kωνσταντινούπολη και στη Pώµη αντίστοιχα.
Σε δεύτερη µοίρα ήταν οι ύπαρχοι της Γαλατίας και του Iλλυρικού. Oι ύπαρχοι
ήταν ανώτατοι κρατικοί υπάλληλοι µε αρµοδιότητες διοικητικές, οικονοµικές,
δικαστικές και νοµοθετικές. Με το µέτρο αυτό ο Iουστινιανός συστηµατοποιούσε
τη διοίκηση του κράτους. Αντικαταστάτης του αυτοκράτορα ως δικαστής
θεωρούνταν ο έπαρχος πραιτωρίου, του οποίου αντικαταστάτης ήταν ο βικάριος.6
Ανώτατος δικαστικός λειτουργός του κράτους ήταν ο quaestor sacri palatii.7
ΚΕΦΑΛΑΙΟ TPITO
ΠΡΩΤΗ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΗ
67
Η πιο σηµαντική διοικητική µεταβολή, που επιχείρησε να εφαρµόσει ο
Ιουστινιανός στο Ανατολικό Ιλλυρικό είναι η µεταφορά της πρωτεύουσάς του
από τη Θεσσαλονίκη στην Πρώτη Ιουστινιανή, το 535 µ.Χ. Σύµφωνα µε τα
αγιολογικά κείµενα του οσίου ∆αβίδ, εµόνασε στη Θεσσαλονίκη (450 - 541),
που γράφτηκαν µεταξύ των ετών 634 - 638 και 718 - 720, αναφέρουν, ότι το
Σίρµιο ήταν πολιτικό και στρατιωτικό κέντρο του Ιλλυρικού, ενώ στη
Θεσσαλονίκη έδρευε µόνο βικάριος.3
Μετά την καταστροφή του Σιρµίου από τις επιδροµές του Αττίλα (441), η
έδρα της επαρχότητας του Ανατολικού Ιλλυρικού µεταφέρθηκε στη
Θεσσαλονίκη και παρέµεινε εκεί από το έτος 442 µέχρι το 535, έτος εκδόσεως
της ΧΙ Νεαράς από τον Ιουστινιανό.1 «Ὁ αὐτὸς βασιλεὺς Α. Κατελιανῷ τῷ
68
χρόνους τοῦ ᾿Αττίλα, λεηλατηθεισῶν τῶν χωρῶν αὐτοῦ, ᾿Απέννιος ὁ
καὶ ὁ τῆς Θεσσαλονίκης ἐπίσκοπος, οὐχὶ τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ ἀλλ᾿ ὑπὸ τὴν τῆς
1. O. Tafrali, Mélanges d’ archéologie et d’ épigraphie byzantines, Paris 1913, 28 - 29. • Acta Sancti
Demetrii martyris. Acta Sanctorum IV, 8 oct. P.G. 116, I1, 21 II, X, 78, 81, 86, 97 XIII, 109, 117. •
J.P. Migne, P. G. 116, 1081 – 1426, (Θαύµατα Aγίου ∆ηµητρίου). P.G. 116, 1168 – 1172. • P.
Lemerle, Les plus anciens recueils des Miracles de Saint Demetrius, I Texte, Paris 1979, 186.4. • Α.
Αγγελόπουλος, Βόρειος Μακεδονία, Ο ελληνισµός της Στρωµνίτσης, Θεσσαλονίκη 1980, 39 – 40. • Α.
Αγγελόπουλος, Εκκλησιαστική Ιστορία, 17 - 19.
Αλλά και στη νεαρά 131 του Ιουστινιανού, που εκδόθηκε την 18η Μαρτίου
του 545 (Περί των εκκλησιαστικών κανόνων και προνοµίων), ο αυτοκράτορας
ασχολείται και πάλι µε τον αρχιεπίσκοπο της Πρώτης Ιουστινιανής και τη θέση
που κατέχει απέναντι του αποστολικού θρόνου της Ρώµης, την οποία καθόριζε ο
Πάπας. Στην προκειµένη Νεαρά, ο πάπας Βιγίλιος παρουσιάζει τον αποστολικό
θρόνο της Ρώµης ως «τόπον ἐπὲχων» της εκκλησιαστικής του περιφέρειας.2
69
συνδεδεµένη η επανοργάνωση του Ιλλυρικού και η ίδρυση της αυτόνοµης
εκκλησίας στην επαρχία του βόρειου µισού Ιλλυρικού, της αυτοκέφαλης
αρχιεπισκοπής της Πρώτης Ιουστινιανής.4 Το Ιλλυρικό που µέχρι τα χρόνια του
Ιουστινιανού ήταν µια ενιαία εκκλησιαστική περιοχή, χωρίστηκε µε τις δύο
Νεαρές του, την Novella XI της 14ης Απριλίου 535,5 και την Novella CXXXI της
18ης Μαρτίου 545, σε δύο αυτόνοµες, εντελώς ανεξάρτητες διοικήσεις, τις
περιοχές των δύο επισκοπών της επαρχίας Ιλλυρικού: τη ∆ακία και Μακεδονία. 6
1. C.J.C. ΧI, 94 κε.• Σπ. Τρωϊάνος, Θεσπίζοµεν τοίνυν τάξιν νόµων επέχειν τους Αγίους
Εκκλησιαστικούς κανόνας… «Βυζαντινά», τ.13ος2, Θεσσαλονίκη 1985, 1192 - 1200. • E.
Kωνσταντίνου ή Tέγου – Στεργιάδου, Σιγίλλια, 79 - 80.
2. C.J.C. CXXXI, C3, 656.
3. L. Duchesne, Églises, 239 κε. • J. Zeiller, Les origines, 385 - 391.
4. C. J.Jireček, Die Romanen in den Städten Dalmatiens während des Mittelalters, I. Wien, 1902,13 κε.
5. J. Bury, Later Empire, I, 20. • L. M. Hartmann, Untersuchungen, Α2, 213. • L. Duchesne, Eglises
séparées2, 263 κε. • W. Schubert, Geschichte, 110.
6. Imp. Justiniani novellae ed. K. E. Zachariä v. Lingenthal I, Lipsiae 1881, 180 - 8. CJC, Nov. XI,
93. Nov. CXXXI, 655 – 656. • Προκόπιος, Περί Κτισµάτων, IV 1, 25, (ed. Haury III, 2 p. 105): «Πρὸς
δὲ καὶ ᾿Ιλλυριῶν ἀρχιερέα διακεκλήρωται (᾿Ιουστινιανὴ Πρίµα) τῶν ἄλλων πόλεων αὐτῇ, ἅτε πρώτῃ
70
Εκτός των νοµοθετικών διαταγµάτων (Novella XI και CXXXI) υπάρχει και
ένα «Ίσον» Χρυσόβουλλου λόγου αποδιδόµενου στον Ιουστινιανό που περιέχει
την ΧΙ Νεαρά του και καθορίζει προνόµια στην Πρώτη Ιουστινιανή.
Το «Ίσον» του Χρυσόβουλλου αυτού λόγου, σύµφωνα µε τη µαρτυρία των
Γ. Ράλλη – Μ. Ποτλή, ανέκαθεν φυλάγονταν στην Αρχιεπισκοπή Αχρίδος και
από τον δέκατο αιώνα η Πρώτη Ιουστινιανή ασκούσε τα προνόµια τα οποία της
απονεµήθηκαν από τον Ιουστινιανό.3
Με το ανωτέρω Χρυσόβουλλο ασχολήθηκε και ο Μ. ∆ήµιτσας λέγοντας «το
όγδοον έτος της µακράς βασιλείας του» που διήρκεσε 38 περίπου χρόνια 527 – 565,
δηλαδή το 535 εξέδωσε ο Ιουστινιανός αυτοκρατορικό Χρυσόβουλλο που περιείχε
την ΧΙ Νεαρά του. Τη Νεαρά αυτή µετέφρασε ο Μ. ∆ήµιτσας από τα Λατινικά.4
Τη ΧΙ και CXXXI Νεαρά, περιλαµβάνει και ο Αρχιµ. Κ. ∆ελικάνης στον
τρίτο τόµο των «Πατριαρχικών Εγγράφων».5
ἐκ τοῦ κατὰ τὴν δευτέραν Πανονίαν ᾿Ιλλυρικοῦ εἰς τὴν Πρώτην ᾿Ιουστινιανήν».
71
Η πρώτη φράση του επιλόγου είναι η εξής: «Ἡ σὴ γοῦν Μακαριότης ἅπερ
ἡ ἡµετέρα θεσπίζει Γαληνότης παντοιοτρόπως εἰς ἐνέργειαν προάγειν µὴ
72
Από τον 11ο αιώνα οι γενικοί νόµοι παίρνουν τη µορφή ειδικών νόµων
(leges speciales) και εκδίδονται ως χρυσόβουλλοι λόγοι ή προστάγµατα.6
Επίκληση (Invocatio)
Πρωτόκολλο Τίτλωση (Intitulatio)
Επιγραφή (Inscriptio)
Προοίµιο (Arenga)
Κείµενο Έκθεση (Narratio)
Απόφαση (Dispositio)
Επίλογος
73
Χαιρετισµός
Εσχατόκολλο
Χρονολογία
74
Τόπος απόλυσής του
δε στην ίδια πρόταση θέτει ως χρόνο απόλυσής του τον Απρίλιο του 535 ενώ η
βασιλεία του Ιουστινιανού άρχισε το 527 – 565, εποµένως πρέπει να εκδόθηκε
το 545 και όχι το 535, ακόµη στη χρονολογία δεν αναφέρεται η Ινδικτιώνα η
οποία χρησιµοποιούνταν από τους κατοίκους της βυζαντινής αυτοκρατορίας
καθ’ όλη τη διάρκειά της.
3) Προηγείται η τίτλωση και έπεται η επίκληση
4) Ακολουθεί το κείµενο
5) Το εσχατόκολλο, έχει τη µορφή χαιρετισµού και προσταγής “Ἡ σὴ γοῦν
Μακαριότης ἅπερ ἡ ἡµετέρα θεσπίζει Γαληνότης”. Όπως προαναφέραµε, το
έγγραφο αυτό ανήκει στις επιστολές.1
Εποµένως εδώ έχουµε µια επιστολή του Ιουστινιανού µε νοµοθετικό
χαρακτήρα που αναφέρεται στα προνόµια της Πρώτης Ιουστινιανής. Με τη µορφή
75
που παρουσιάζεται η επιστολή, δε φαίνεται να είναι πρωτότυπο έγγραφο, αλλά
φέρει στοιχεία προστιθέµενα ίσως από τον αντιγραφέα ή τους αντιγραφείς της.
Ο ∆ήµιτσας δηµοσίευσε και 3 κεφάλαια της CXXXI (131) Νεαράς του
Ιουστινιανού µε σύντοµο επίλογο και χρονολογία 545.
Η Νεαρά αυτή, όπως έχουµε αναφέρει, ενίσχυε τα προνόµια της Πρώτης
Ιουστινιανής, δίνοντας το δικαίωµα στον αρχιεπίσκοπό της να χειροτονεί και να
χειροτονείται από τη δική του Σύνοδο. Ο αρχιεπίσκοπος της Πρώτης
Ιουστινιανής θεωρήθηκε από τον πάπα Βιγίλιο, βικάριος για το Λατινικό τµήµα
του Ιλλυρικού σύµφωνα µε την CXXXI Νεαρά, ενώ ο Θεσσαλονίκης διατήρησε
το αξίωµα του Βικαρίου για το κυρίως Ελληνικό Ιλλυρικό.
Σύµφωνα µε αυτή τη Νεαρά ο βικάριος της Πρώτης Ιουστινιανής
αυτοµάτως γινόταν υπέρτερος όλων των µητροπολιτών του Ιλλυρικού, «αὐτὸν
Η δικαιοδοσία του πάπα Ρώµης δεν κράτησε για πολύ στην περιοχή αυτή,
όχι µόνον εξαιτίας της αποξένωσης της Ανατολής από τη ∆ύση, λόγω της
µεγάλης απόστασης µεταξύ Ρώµης και Κωνσταντινουπόλεως, αλλά γιατί τα
εκκλησιαστικά όρια, ως συνήθως, συµπίπτουν µε τα πολιτικά.
76
«Ἴσον» ενός εγγράφου όφειλε να είναι πιστό αντίγραφο του πρωτοτύπου. Το
«Ἴσον» ενός εγγράφου εκδίδονταν από την αρχή στην οποία οι ενδιαφερόµενοι
παρουσίαζαν το πρωτότυπο ώστε να λάβουν το επικυρωµένο αντίγραφό τους,
σύµφωνα µε τις σωζόµενες «ετικέτες» των αντιγράφων που λένε: «τὸ ἴσον τοῦ
ἐµφανισθέντος ἡµῖν».3
Επίκληση (Invocatio)
Πρωτόκολλο Τίτλωση (Intitulatio) γραφή πρωτοκόλλου
Επιγραφή (Pertimentia)
77
Χρονολογία
Εσχατόκολλο Τυπική φράση (ἐν ᾧ καὶ τὸ)
Ιδιόχειρη ερυθρά αυτοκρατορική υπογραφή1
ὀνόµατι τοῦ πατρὸς καὶ τοῦ υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου πνεύµατος”,2 όπως αν
κζ´, ἀντεγράφη δὲ αὖθυς καὶ κατὰ ᾳψξζ´, Φεβρουαρίου δ΄, καθ᾿ ὃν καιρὸν
ὑπετάχθη
σωτηρίαν». Στα γνήσια χρυσόβουλλα µετά τον τίτλο, από το 1097, προστίθεται
78
Η επιγραφή των βυζαντινών χρυσοβούλλων δεν αναφέρεται σε
συγκεκριµένο άτοµο, αλλά έχει γενική και τυπική µορφή, γιατί ο χρυσόβουλλος
λόγος αφορά µεν συγκεκριµένο πρόσωπο, αλλά αποτελεί και πηγή δικαίου και
απευθύνεται στο λαό, στους ανώτερους υπαλλήλους του κράτους ή ανώτατους
κληρικούς. Το «Ἴσον» του Χρυσόβουλλου που εξετάζουµε έχει προσωπικό
χαρακτήρα, γιατί απευθύνεται σε συγκεκριµένο κληρικό, τον αρχιεπίσκοπο
Κατηλιανό και επιπλέον η βυζαντινή επιγραφή γράφονταν µε ανάµεικτα γράµµατα
λατινικά και ελληνικά και µε διαφορετικού χρώµατος µελάνη.3 Ο ∆ήµιτσας και οι
Ράλλης - Ποτλής για να διαφοροποιήσουν το «υποτιθέµενο» Πρωτόκολλο
χρησιµοποιούν διαφορετικού τύπου γραµµατοσειρά από το υπόλοιπο κείµενο,
αλλά υπάρχει µεγάλη διαφορά µεταξύ των δύο εγγράφων ως προς την παράδοση
του «Πρωτοκόλλου».
Το Χρυσόβουλλο αυτό ίσως να προήλθε από ένα γνήσιο πρότυπο έγγραφο
το οποίο µετασκευάστηκε κατά το χρόνο της αντιγραφής ή µεταγραφής του από
κάποιον κληρικό του κλίµατος της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος για λόγους
επιδιωκόµενων ωφελειών.
1. Γ. Ράλλης - Μ. Ποτλής, Σύνταγµα, V, 219. • Παραβ. Νικ. Γρηγοράς, Ρωµαϊκή Ιστορία, Λογ. Β΄
κεφ. β΄.
2. F. Dölger, Kaisertitulatur, 997 - 998. • I. Καραγιαννόπουλος, ∆ιπλωµατική, 239 (Περί του
Ορθοδόξου βλ. F. Dölger, ΒΖ 42, (1943/49) 361).
3. F. Dölger, Schatzkammern, 19. • Ι. Καραγιαννόπουλος, ∆ιπλωµατική, 240.
79
Ιουστινιανού. Το κείµενο αυτό δηµοσιεύουν οι Ράλλης – Ποτλής, που σύµφωνα
µε το σχόλιό τους, το βρήκαν στην Αρχιεπισκοπή Αχρίδος. Το κείµενο τελειώνει
µε ένα είδος απόφασης, όπου επαναλαµβάνονται τα ουσιώδη σηµεία, αλλά εδώ
χρησιµοποιείται η λέξη «ὁρίζοµεν» αντί του «θεσπίζοµεν» που αναφέρεται
στη δηµοσίευση του ∆ήµιτσα. Το θέσπισµα όπως και ο ορισµός ήταν έγγραφα
διοικητικής φύσεως και δεν περιλάµβαναν µόνο διοικητικές εντολές του
αυτοκράτορα, αλλά παραχωρούσαν και προνόµια. Ο αρχαιότερος σωζόµενος
ορισµός ανάγεται στο 1214 και είναι λιτό και σύντοµο έγγραφο.2 Το έγγραφο
κλείνει µε µια µορφή κύρωσης «Tοίνυν… ἐν τῷ παρόντι ἱερῷ ἡµετέρῳ
διπλώµατι ἄνευ τινὸς προφάσεως καὶ ἀντιλογίας ἐξ ἀποφάσεως».
1. Η εξεταζόµενη Νεαρά µπορεί µεν σύµφωνα µε τη βυζαντινή διπλωµατική να ανήκει στην κατηγορία
αυτοκρατορικών επιστολών, εµείς θα εξακολουθούµε να την καλούµε Νεαρά ΧΙ για αποφυγή
παρανόησης.
2. F. Dölger, Facsimiles, 44. • Παραβ. Ι. Καραγιαννόπουλος, ∆ιπλωµατική, 222 - 223.
3. Ι. Καραγιαννόπουλος, ∆ιπλωµατική, 242.
80
προσηγορία του υπάτου «Βελισάριος περιφανὴς δοὺξ καὶ ὕπατος». Η
προσηγορία του υπάτου χαρακτηρίζει, όπως αναφέραµε, τις Νεαρές και όχι τους
Χρυσόβουλλους λόγους.
81
να κατέχει τη 16η θέση και αναφέρεται ως «Θεσσαλονίκη τῆς Θεσσαλίας».3
Εποµένως, το προαναφερόµενο έγγραφο πρέπει να συντάχθηκε µετά τον 10ο
αιώνα, για να αναφέρει αντί της Θεσσαλονίκης τη Θεσσαλία. Ο δε επίσκοπος της
Θεσσαλονίκης δεν είχε την ίδια εξουσία µε αυτήν του Σιρµίου, αλλά βρισκόταν
υπό την σκιά της ηγεµονίας και µόνο µερικά προνόµια αξιώθηκε.
Συνεχίζοντας (ο Ιουστινιανός;) την αφήγηση ευχαριστεί τη Θεία Πρόνοια
που τον αξίωσε να επεκτείνει το κράτος του στις εκατέρωθεν του ∆ούναβη
ακτές και να κατέχει τις πόλεις Βιµινάκιο, Ρεκόδιο και Λιττεράτο που
βρίσκονταν πέραν του ∆ούναβη και να ηγηθεί της περίφηµης επαρχίας η οποία
είναι στην Πανονία, δηλαδή την ευτυχέστατη πατρίδα του που δεν απέχει από τη
Μεσόγεια ∆ακία ή τη ∆ευτέρα Πανονία. Στο «Ἴσον» συµπληρώνεται η φράση
«Πολλῷ δὲ τῷ µέτρῳ διΐσταται τῆς δευτέρας Παν(ν)ονίας ἡ Μακεδονία» και
συνεχίζει λέγοντας: Επειδή άνθρωποι πολεµοχαρείς στην αρχή αµφισβήτησαν,
αλλά κατόπιν επωφελούµενοι τη βασιλεία αναχώρησαν στην πρώτη Μακεδονία
µετά από τόσο διάστηµα και τόσες δυσχέρειες, εξαιτίας όλων αυτών θεώρησα
αναγκαίο αυτή την επαρχία να την ανεβάσω και να την καταστήσω σπουδαία
αναγνωρίζοντας
1. J. P. Migne P.G 99 στ. 918. Γ. Θεοχαρίδης, Ιστορία της Μακεδονίας, 96, 221. «Η επαρχότης του
Ανατολικού Ιλλυρικού καταργήθηκε µεταξύ… της βασιλείας του Ηρακλείου (620 - 630) και
Κώνσταντος Β΄ (641 - 668) ή Κωνσταντίνου Β΄ (668 - 685)».
2. J. Darrouzès, Notitiae, 270 – 288.
3. Α. Σταυρίδου – Ζαφράκα, Θεσσαλονίκη, πρώτη πόλις Θετταλίας, Χριστιανική Θεσσαλονίκη
(ανάτυπο), Θεσσαλονίκη 1991, 68 – 69.
τις υπηρεσίες που µου πρόσφερε. Γι’ αυτό η Μακαριότητά σου και όλοι της
προαναφερόµενης Πρώτης Ιουστινιανής ιερώτατοι επιστάτες να έχουν το
προνόµιο του Αρχιεπισκόπου και κάθε δύναµη και εξουσία ώστε να ορίζουν σε
όλες τις προλεγόµενες επαρχίες και πόλεις και τόπους την υπέρτατη εξουσία της
αρχιερωσύνης και της µεγαλοπρέπειας.
Αποφασίζουµε, λοιπόν, µόνο ο θρόνος σου να έχει Αρχιεπίσκοπο και να µην
υπάρχει καµία κοινωνία και χειροτονία µε τον επίσκοπο της Θεσσαλονίκης.
Μόνον εσύ και όλοι οι της Πρώτης Ιουστινιανής Αρχιερείς να είστε µέγιστοι
82
κριτές και µεσολαβητές σε κάθε διαφορά και διχόνοια και συναλλαγή αυτής της
επαρχίας. Μόνον εσύ είσαι ο γνήσιος Αρχιεπίσκοπος και δεσπότης και κύριος και
όλες οι προαναφερόµενες επαρχίες πρέπει να το γνωρίζουν. Όλοι δε οι κληρικοί
που αποστέλλονται από σένα να έχουν κάθε εξουσία και εκκλησιαστική τιµή.
Αλλά και στην Ακβή η οποία είναι επαρχία της παρόχθιας ∆ακίας ορίζοµε
από τώρα και στο εξής ο επίσκοπός της να χειροτονείται από την Αγιότητά σου
και να µην υπόκειται στον επίσκοπο της Μεσηµβρίας. Ο επίσκοπος Μεσηµβρίας
να µένει στη Μεσηµβρία και να µην έχει καµία επικοινωνία µε τον επίσκοπο της
Ακβής. Ο επίσκοπος Ακβής να έχει την προαναφερόµενη επαρχία και όλα τα
κάστρα της περιοχής της και τις εκκλησίες και να καταπολεµήσει όλους που
ανήκουν στην Βονοσιακή αίρεση και να τους διώξει ή να τους αναγκάσει να
επιστρέψουν στην ορθόδοξη πίστη.1
Από το σηµείο αυτό τα δύο κείµενα που δηµοσιεύουν ο ∆ήµιτσας και οι
Ράλλης - Ποτλής διαφοροποιούνται. Στο κείµενο του ∆ήµιτσα συνεχίζοντας
αναφέρονται τα εξής: «Για να γνωρίζει λοιπόν η Μακαριότητά σου τη δική
µας θέληση, στείλαµε τον παρόντα νόµο προς τον σεβαστό σου θρόνο, για να
έχει
1. J. Ivanov, Bogomilski knigi I legentis, Sofija, 1925. Βοσνιακή αίρεση είναι η αίρεση των Βογοµίλων
που έλαβε το όνοµά της από τον ιδρυτή της Βογοµίλ και οι ρίζες της µπορούν να αναζητηθούν στη
διδασκαλία των Μασσαλιανών και Παυλικιανών. Η θρησκευτική αυτή αίρεση ξεπέρασε τα όρια του
Βουλγαρικού κράτους και έφθασε ως τη Σερβία, την Ιταλία, τη Ν. Γαλλία, τη Βοσνία από την οποία
έλαβε το όνοµα Βοσνιακή. • Dr. Dragojlovie, Bogomilstvo na Balkanu iu Maloj Asiji. I. Bogomilski
Rodonačalnici (= Balk. Inst., pos. Izd. 2) Beograd, 1974. • Ι. Ταρνανίδης, Η διαµόρφωση, 1976, 91,
94, 145.
αιώνια ευεργεσία η Εκκλησία της πατρίδος µου, προς δόξαν του Παντοδύναµου
Θεού και σε ανάµνηση της δικής µου βασιλείας. Εσύ δε να θυµάσαι στον παρόντα
βίο ότι προΐστασαι του θρόνου, γι’ αυτό ορίζοµε να εκλέγεται ο Αρχιεπίσκοπος
από την Ιερά Σύνοδο των µητροπολιτών, όπως ταιριάζει στον Αρχιεπίσκοπο και
να τον τιµούν όλες οι εκκλησίες, αλλά δεν πρέπει να υπάρχει καµία κοινωνία µε
τον επίσκοπο της Θεσσαλονίκης».
83
Ακολουθεί ο επίλογος στον οποίο περιέχεται χαιρετισµός µε προσταγή,
χρονολογία και σύντοµη περίληψη.
84
νόµο, γι’ αυτό πρέπει να τα πληροφορηθεί ολόκληρη η οικουµένη «ἵνα
ἐπιγνωσθῇ ἐν πὰσῃ τῇ οἰκουµένῃ… τὸν παρόντα νόµον… καὶ εἰς τὸ διηνεκές
᾽Εκκλησία».
Η φροντίδα του δεν περιορίζεται µόνον στον εαυτό του, αλλά µεριµνά και
για τον «γενησόµενον ἀρχιεπίσκοπον», καθορίζοντας τον τρόπο εκλογής του
στην οποία δεν πρέπει να µετέχει ο Θεσσαλονίκης «καὶ ἐκλογῇ νοµίµῳ… ἄνευ
τοῦ τῆς Θεσσαλονίκης ἐπισκόπου, διορίζοµεν καὶ προστάττοµεν». Η
µεγαλοµανία του εµπνευστού του Χρυσόβουλλου προχωρεί ακόµη περισσότερο.
Προτείνει στο νεοχειροτονηθέντα ή προβιβασθέντα αρχιεπίσκοπο να στείλει
αντιπρόσωπό του µε την ανάλογη ποµπή στον αυτοκράτορα ή στους διαδόχους
του αυτοκράτορα, για να παραλάβουν τις βασιλικές βούλλες, τα σηµεία, τα
σύµβολα και το ηγεµονικό στέµµα, ώστε µε ασφάλεια να βεβαιωθεί η δεσποτική
του εξουσία για να δεσπόζει, να κυριεύει και να εξουσιάζει όλες τις πόλεις που
αναφέρονται στην αρχή του εγγράφου, τους τόπους, τις επαρχίες και όλα τα
εκκλησιαστικά και πολιτικά δρώµενα.
Για να έχουν ισχύ όλα αυτά λέει, ότι ο αυτοκράτορας του έδωσε άδεια να
χρησιµοποιεί σφραγίδα «δίδοντές σοι ἄδειαν χρῆσθαι σφραγίδι, ὃν τινα τρόπον
τοινῦν περιγράφεταί σοι· δηλονότι σκοῦδον κεχωρισµένον ἐν ἑπτά µέρεσιν,
ἤτοι τὸ ἐν µέσῳ σκοῦδον χρυσόν, καὶ ἐν αὐτῷ ἔχον τὸν δικέφαλον µέλανα
δεξιῷ, ὅπερ σηµαίνει τὸ κράτος τῆς ἀµφοτέρας Δακίας, πεδίον ἐρυθρόν καὶ ἐν
85
σε κόκκινο πεδίο να περιέχεται µία αίγα ως έµβληµα της Μακεδονίας και στα
δεξιά της σφραγίδας µέσα σε λευκό κάµπο ήθελε να τοποθετηθεί οµοίωµα
λέοντος που ήταν το έµβληµα της Ηπείρου, στο αριστερό µέρος µέσα σε πράσινο
κάµπο να δεσπόζει το έµβληµα της Θεσσαλίας, ένα χρυσό στέµµα µε επτά
µαργαριτάρια το οποίο βαστάζουν δύο χέρια. Όλα δε αυτά τα εµβλήµατα να
έχουν ως επιστέγασµα έναν τρίµορφο σταυρό, όπου στο δεξιό πλευρό να υπάρχει
µία ροµφαία, που συµβολίζει το κράτος και κάθε κοσµική και πολιτική εξουσία,
στο δε αριστερό µία ποιµαντική ράβδο που σηµαίνει την εκκλησιαστική εξουσία,
ο δε σταυρός να περικαλύπτεται µε ηγεµονικό διάδηµα και πάνω σ’ αυτό να
υπάρχει κόκκινο ανοιγµένο ύφασµα µε χρυσά κρόσσια «ὁ δὲ σταυρὸς
περικαλύπτεται µετὰ κραντορικοῦ διαδήµατος καὶ ἐπ᾿ αὐτῷ πέτασος
καὶ τὸν διάδοχον αὐτοῦ…» και κλείνοντας τον υποτιθέµενο χρυσόβουλλο λόγο
όµοια µεταξύ τους, όπως όρισε και ο Αλέξιος Α΄ Κοµνηνός µε τη Νεαρά του
«ἀπολλυµένων τῶν αὐθεντικῶν καὶ µηδ᾿ ἐν τῇ θέσει εὑρισκοµένων, δύο
ἰσότυπα, ἤτοι σχεδάρια ἰσάζοντα δι᾿ ὅλου δεχόµεθα, ἀπὸ προστάξεως τοῦ
1
βασιλέως κυροῦ ᾿Αλεξίου Κοµνηνοῦ».
86
1. Το έγγραφο που χαρακτηρίζεται ως ΧΙ Νεαρά του Ιουστινιανού όπως
αποδείξαµε πρέπει να ήταν επιστολή και είναι γνωστή σε µας από τις
δηµοσιεύσεις του Λατινικού της κειµένου στο CJC και JGR καθώς και από
τον Αρχιµ. Κ. ∆ελικάνη, ο οποίος παραθέτει και τη µετάφρασή της στα
ελληνικά. Πολλοί ιστορικοί κάνουν αναφορές στην εν λόγω Νεαρά.
87
Ένας ακόµη λόγος που µας κάνει να θεωρούµε ότι παραχαράκτηκε το
έγγραφο τέλος του 12ου αρχές 13ου αιώνα, είναι το περιεχόµενο του πρόσθετου
εγγράφου στο οποίο αναφέρεται ότι πρέπει να µεταβεί ένας απεσταλµένος µε
την ανάλογη συνοδεία στον αυτοκράτορα ή στους διαδόχους του για να
παραλάβουν τις βασιλικές βούλλες, τα σύµβολα κ.α. «ἤ προβιβασθείς
ἀρχιεπίσκοπος καὶ κράντωρ ὀφείλει… πέµψας τὸν ἑαυτοῦ λεγάτον… πρὸς
Ἑλληνικὴν
προνόµια».
88
Την ίδια άποψη εξέφρασε και ο Κονιδάρης που µελέτησε το έγγραφο
αυτό και το σχολίασε ως εξής:
αἰῶνος ἐνθα τὸ 2ον Βικαριᾶτον τοῦ ᾿Ιλλυρικοῦ πρὸς τὴν ᾿Αχρίδα. Πρόκειται
89
διοικεί όχι µόνο τις επαρχίες του Βιδινίου και της Σόφιας, αλλά όλες τις
επαρχίες που αναφέρονται στα έγγραφα αυτά.1
Ο πατριάρχης Ευθύµιος Β΄ απέστειλε επιστολή διαµαρτυρίας προς τον
Αρχιεπίσκοπο Ματθαίο, µε την οποία εγγράφως του επιτίθονταν δριµύτατα που
τόλµησε να χρησιµοποιήσει ψευδή προνόµια για την αρχιεπισκοπή του διαµέσου
πλαστού εγγράφου. Του γράφει λοιπόν ότι γνωρίζει καλά ότι δεν υπάρχει
επικυρωτικό έγγραφο του αυτοκράτορα, ούτε έγινε ποτέ τέτοιο έγγραφο από
αυτόν που να επικυρώνει τα Χρυσόβουλλα που προσκόµισε ο Ματθαίος στην
Κωνσταντινούπολη. «Πατριαρχικὴ ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Παναγιώτατον
ἀρχιεπίσκοπον πρώτης ᾿Ιουστινιανῆς καὶ πάσης Βουλγαρίας ἐπέχει οὕτως»
ἁγίου ἡµῶν αὐτοκράτορος, ὅπερ οἴδαµεν, ὅτι οὐκ ἔστιν, οὐδέ γὰρ ἐγίνετο καὶ
ἔχωµεν ἀπὸ τούτου συµπερᾶναι καὶ περὶ τῶν ἄλλων, ὅτι ψευδῆ εἰσίν τὰ
ἀπιστεῖν… Οὐδεὶς γὰρ τῶν πρὸ τῆς ἁγιωσύνης σου ἀρχιεπισκόπων ᾿Αχριδῶν,
ὧν διάδοχος ὑπάρχεις αὐτός, ἐχειροτόνησεν ἐκεῖσε εἰς τὴν Σόφιαν, ἢ εἰς τὴν
90
Σιγίλλια του αυτοκράτορα Βασιλείου Β΄ (976 - 1025), µε τα οποία
παραχωρούσε µεταξύ άλλων και τις επισκοπές Βεροίας και Σερβίων στην
αρχιεπισκοπή Αχρίδος.1 Κάνοντας χρήση αυτών των αυτοκρατορικών
εγγράφων ο Πρόχορος διεκδικούσε την επισκοπή Βεροίας «Πατριαρχοῦντος
(᾿Ιερεµίου) ἦλθεν ὁ ἀρχιεπίσκοπος τῆς Πρώτης ᾿Ιουστινιανῆς, ἀχριδῶν,
1. Η γνησιότητα των Σιγιλλίων αµφισβητείται από πολλούς ερευνητές. Βλ. ∆. Ζακυθηνός, Ιστορία, 438.
Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, ΙΙ 469. St. Antoljak, Samuilovata država, Skopje 1969, 72 – 79. Ε.
Konstantinou - Tegou – Stergiadou, Die Sigilla von Basileios II, εις Orthodoxes Forum, München
1998, 5 - 20.
2. Mart Crusius, TurcoGraecia, I – II, 163. (Η ορθογραφία ανήκει στο κείµενο).
3. Mart Crusius, TurcoGraecia, I – II, 163 – 164. (Η ορθογραφία ανήκει στο κείµενο).
91
ἁρπαγῆναι λέγων ὕστερα παρὰ τοῦ Θεσσαλονίκης, καὶ τῷ δηµοσίῳ τὰ κατ᾽
πατριάρχης ᾿Ιερεµίας λαβὼν φετβάν παρὰ τοῦ µουφτῆ, ὅτι δηλαδὴ πᾶν τὸ
ἐπισκοπὴν τῶν Σέρβων ἐπέκεινα τῶν 300 ἐτῶν· διὸ προσεκυρώθη αὖθις τῷ
1
µητροπολίτῃ Θεσσαλονίκης…»
1. Υψηλάντης Κοµνηνός Αθανάσιος, Εκκλησιαστικών και πολιτικών των εις δώδεκα βιβλ. Η΄, Θ΄ και
Ι΄, ήτοι «Τα µετά την Άλωσιν (1453 - 1789) εκ χειρογράφου ανεκδότου της ιεράς µονής Σινά. Αρχιµ.
Γερµανού Αφθονίδου Σιναΐτου» εν Κωνσταντινουπόλει 1870, 62 – 63. (Η ορθογραφία ανήκει στο
κείµενο).
για τον εαυτό του και την αρχιεπισκοπή του. Το Χρυσόβουλλο αυτό, όσες
φορές επιχειρήθηκε να χρησιµοποιηθεί επισήµως από αρχιεπισκόπους της
92
Πρώτης Ιουστινιανής Αχρίδος κανένα όφελος δεν απεκόµισαν, αλλά
αντιθέτως προκάλεσαν την µήνη των εκάστοτε Πατριαρχών και τη
γελοιοποίηση του φέροντος αυτό το πλαστό έγγραφο όπως ο Ματθαίος και ο
Πρόχορος, ο οποίος βιαίως εκδιώχθηκε από τον πολιτικό και εκκλησιαστικό
κύκλο στον οποίο επέδειξε τα Χρυσόβουλλα και τα Σιγγίλλια.
Ο P. Lemerle θεωρεί ότι η µεταφορά της πρωτεύουσας του Ιλλυρικού
στην Πρώτη Ιουστινιανή δεν πραγµατοποιήθηκε ποτέ γιατί στις πηγές
µνηµονεύεται ως Praefectus Thessalonicensis ο ∆οµίνικος το 536 και ως
Praefectus Thessalonicensis ο Ηλίας το 541.1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
93
α. Η θέση της Πρώτης Ιουστινιανής σύµφωνα µε τις Βυζαντινές
και νεότερες πηγές
ἄλλων πόλεων αὐτῇ, ἅτε πρώτῃ τὸ µέγεθος οὔσῃ, ἐξισταµένων, ὥστε καὶ
1
ἀνθυπούργηκε τῷ βασιλεῖ κλέος».
94
πόλη και µε αυτόν τον τρόπο εκδήλωσε τα συναισθήµατά του «ἡ µέν γάρ
τροφίµῳ ἀποσεµνύνεται βασιλεῖ, ὁ δέ ἀντιφιλοτιµεῖται δεδηµιουργηκέναι τὴν
1
πόλιν...».
Ο Ιωάννης Μαλάλας, ο χρονογράφος που άκµασε στα τέλη του ΣΤ΄ αιώνα
και ήταν σύγχρονος του Ιουστινιανού Α΄, αναφέρει τα εξής: Μετά τη βασιλεία
του Ιουστίνου βασίλευσε ο θειότατος Ιουστινιανός… ο οποίος ήταν Θράκας
στην καταγωγή από τη Βεδεριάνα. «Μετὰ δὲ τὴν βασιλείαν ᾿Ιουστίνου
ἐβασίλευσεν ὁ θειότατος ᾿Ιουστινιανὸς... καὶ αὐτὸς δὲ ὢν Θράξ ἀπὸ
Βεδεριάνας.»4
95
Γεννάται όµως το ερώτηµα ποιο από τα θέµατα του Βυζαντίου κατά την
εποχή του Ιουστινιανού ονοµαζόταν Θράκη και ποια περιοχή καταλάµβανε.
Σύµφωνα µε τις πληροφορίες του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου υπήρχε
το θέµα των Θρακησίων, το οποίο κατ’ αρχάς ονοµάζετο Μικρά Ασία και ο
ανθύπατος της περιοχής αυτής ονοµάζονταν Ασιάρχης. «Τὸ δὲ νῦν καλούµενον
Θρακησίων θέµα πάλαι µὲν καὶ κατ᾿ ἀρχὰς Ἀσία µικρὰ ὀνοµάζετο καὶ ὁ
1
ταύτης κρατῶν ἀνθύπατος ᾿Ασιάρχης ἐλέγετο.»
Το θέµα όµως της Θράκης από την οποία καταγόταν ο Ιουστινιανός δεν
ήταν της Ασίας, αλλά της Ευρώπης. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος ο
Πορφυρογέννητος αναφέρει: «Πρῶτον θέµα τὸ ἐπὶ τῆς Εὐρώπης κείµενον γῆς
τὸ ὀνοµαζόµενον θρακῷον, ἐν ᾧ τὸ Βυζάντιον ἵδρυται καὶ τὸ τῶν Ρωµαίων
2
βασίλειον.»
96
1. Κ. Πορφυρογέννητος, Περί Θεµάτων, 67.1 – 6. • Μ. Γρηγορίου – Ιωαννίδου, Παρακµή και πτώση
του θεµατικού θεσµού…, Θεσσαλονίκη 1985, 95 κε.
2. Κ. Πορφυρογέννητος, Περί Θεµάτων, 84. (44).1.
3. Προκόπιος, Γοτθικοί Πόλεµοι, I, 1, 418.
4. Προκόπιος, Γοτθικοί Πόλεµοι, I, 15, 80.
Την ίδια άποψη υποστηρίζει και ο K. Treimer4 στο άρθρο του “Ιλλυρία”
όπου παραπέµπει και ο Γ. Κονιδάρης.5 Λεπτοµερή άποψη περί της θέσεως της
Πρώτης Ιουστινιανής εκφράζει και ο Βούλγαρος J. Ivanov6 που ταυτίζει την
πόλη µε την τοποθεσία Mosteni που βρίσκεται ανατολικά του Kjustendil
στον Στρυµώνα σε απόσταση 14,5 χιλιοµέτρων. Ο δε ιστορικός Ε. Honigmann7
97
4. K. Treimer, L. ThK, 2 Aufl., 5, Freiburg 1960, 626.
5. Γ. Κονιδάρης, Εκκλησιαστική Ιστορία, 10.
6. J. Ivanov, Archiepiskopijata i gradut Purva Justiniana: εις Priloženie na Cŭrtcoven. • Vestnik X -
XII (godina četvŭrka), Sofia 1903, 110 – 139.
7. E. Honigmann, Meridianus Episcopus, Annuaire, 7, 1939 / 44, 141 – 154.
ταυτίζει την Πρώτη Ιουστινιανή µε την πόλη Caricingrad και την ίδια άποψη
ασπάζονται ο H. G. Beck1 και ο Γ. Θεοχαρίδης.2
Ο ∆. Ζακυθηνός αναφέρει: «από τις θέσεις που τοποθετούν οι ιστορικοί την
Πρώτη Ιουστινιανή δια µέσου των αιώνων φαίνεται ότι αυτή βρισκόταν στην
περιοχή της µεσογειακής ∆ακίας στην οποία ανήκε και η Σαρδική γεγονός που
διασαφηνίζει και ο H. Jedin µε την έκδοση του Άτλαντα της Εκκλησιαστικής
Ιστορίας.»3 Θεωρεί λίαν αµφισβητούµενο το πρόβληµα της θέσης της Πρώτης
Ιουστινιανής. Παλαιότερα πιστεύονταν ότι το κτίσµα του Ιουστινιανού
ταυτίζεται µε την πόλη των Σκούπων, νεώτεροι όµως ερευνητές στηριζόµενοι
κυρίως σε αρχαιολογικά τεκµήρια, οδηγήθηκαν στην γνώµη ότι η Πρώτη
Ιουστινιανή βρίσκονταν στην περιοχή της Ναϊσσού, όπου το σηµερινό Τσαρίτσιν
- Γκράντ.4
Ο Lapié, ο οποίος διαφωνεί προς τον Maltebrun και τοποθετεί την πατρίδα
του Ιουστινιανού στα Σκόπια. Ο ίδιος ο ∆ήµιτσας καταλήγει στο συµπέρασµα
ότι η πατρίδα του Ιουστινιανού είναι η Λυχνιδός ή Αχρίδα.5
Η ύπαρξη της Πρώτης Ιουστινιανής χάνεται από το πρόσωπο της Ιστορίας
και της Γεωγραφίας τέλος του έκτου αιώνα και δεν περιλαµβάνεται ούτε στην
περιγραφή των επαρχιών και πόλεων από τον Ιεροκλή που άκµασε στα χρόνια
του Ιουστινιανού (527 - 565) και αναφέρει 64 πόλεις και 912 επαρχίες στο έργο
του Συνέκδηµος,6 το οποίο παρουσιάζει την πολιτική αλλά και την
εκκλησιαστική γεωγραφία του Βυζαντίου του έκτου αιώνα. Εµείς τείνουµε στο
να δεχθούµε ότι η ασφαλέστερη εκδοχή είναι αυτή της Πρώτης Ιουστινιανής να
βρίσκεται στον αρχαιολογικό χώρο του Τσαρίτσιν – Γκραντ.7
1. H. G. Beck, Kirche und theologische Literatur im byzantinischen Reich, München 1959, 186. • A.
Grabar, Les monuments da TsaritsinGrad et Justiniana Prima, Cahiers Arch. 3 (1948), 49, 63. • B.
Bavant, La ville dans le Nord de l’ Illyricum (Panonia, Mes. I, Dacie et Dardamie), Villes et
Peuplement dans l’ Illyricum Protobyzantin, Rome 1984, 272 κε.
2. Γ. Θεοχαρίδης, Ιστορία, 101.
98
3. H. Jedin (Hrsg), Atlas zur Kirchengeschichte, Freiburg, 1970 Aktualisierte Neuausgabe, Freiburg,
Basel, Rom, Wien 1987, Karte 20.
4. ∆. Ζακυθηνός, Ιστορία, 71.
5. Μ. ∆ήµιτσας, Αυτοκέφαλο, 14.
6. G. Parthey, Hieroclis Synecdemus et Not. Graecae, 10 –103, 13 –139, 145–147, 163–171, 181–317.
7. Τσαρίτσιν Γκραντ = αυτοκρατορούπολις.
τῆς ἀνωτέρας καὶ Παννονίας, καὶ παρ᾿ αὐτοὺς τούτους χειροτονεῖσθαι, αὐτὸν
αὐτῷ ἐπαρχίαις τὸν τόπον ἐπέχειν αὐτὸν τοῦ ἀποστολικοῦ ῾Ρώµης θρόνου
2. BV, 3, 5 = Nov. 131 c4. «Καὶ τὸν ὅµοιον τρόπον τὸ δίκαιον τῆς
ἀρχιερωσύνης, ὅπερ τῷ ἐπισκόπῳ ᾿Ιουστινιανῆς Καρχηδόνος τῆς ᾿Αφρικῆς
99
1. CIC, R. Schoell, G. Kroll, Nov. CXXXI (PΛA) 131, 655 – 656.
2. H. J. Scheltema, Basilicorum libri V, titl. III, 142.
3. H. J. Scheltema, Basilicorum libri VI, titl. XII, 224. • Βλ. παράρτηµα • Θ. Γιάγκου, Κανόνες και
Λατρεία, Θεσσαλονίκη 2001, 120.
4. M. ∆ήµιτσας, Aυτοκέφαλο, 12.
1. I Eπαρχία Παµφυλίας
ὁ Mυλόνης* ἤτοι ᾿Iουστινιανουπόλεως1
1. Hieroclis, Synecdemus, 171, 107, 171, 187* (H ορθογραφία ανήκει στα κείµενα).
2. J. Darrouzès, Notitiae, 314 – 5.
3. J. Darrouzès, Notitiae, 358.
100
4. J. Darrouzès, Notitiae, 359.
5. Hieroclis, Synecdemus, 253.
6. Hieroclis, Synecdemus, 83.
7. Hieroclis, Synecdemus, 91.
8. Hieroclis, Synecdemus, 158, 177.
9. Hieroclis, Synecdemus, 179, 190 –1.
10. Τα Πρακτικά της Συνόδου, εις Mansi VIII, 877 κε.
ΣYMΠEPAΣMATA A΄ ΠEPIO∆OY
Πρώτον, ο αυτοκράτορας Iουστινιανός µε τις δύο Nεαρές του, την IA΄ (XI)
που εκδόθηκε την 6η Mαΐου του 535 µ.X. και την PΛA΄ (CXXI) που εκδόθηκε
στα µέσα Mαρτίου του 543 µ.X., αναφέρεται στα προνόµια που έδωσε στην
αρχιεπισκοπή Πρώτης Iουστινιανής και τη µετάθεση της έδρας του Yπάρχου του
Iλλυρικού στη B΄ Παννονία, όπου βρίσκεται η ευτυχεστάτη πατρίδα του, όπως
την αποκαλεί «nostra felicissima patria colocare». H ∆ευτέρα Παννονία είναι
µια ευρύτερη περιοχή, όπως φαίνεται στον χάρτη 1 και βρίσκεται βορειότερα
από τη Mυσία, τη ∆ακία, τη ∆αρδανία και Πραιβαλιτάνη. O Iουστινιανός δεν
ορίζει ακριβώς την τοποθεσία της Πρώτης Iουστινιανής.
Oι πληροφορίες που µας παρέχει είναι ασαφείς, διότι η ∆αρδανία είναι µία
µεγάλη περιοχή και βρίσκεται νοτιότερα της B΄ Παννονίας, που αναφέρει ο ίδιος
ο Iουστινιανός ότι βρίσκεται η πατρίδα του.
101
Aπό τα προαναφερθέντα συµπεραίνουµε ότι ο Προκόπιος ίσως δεν
επισκέφτηκε την περιοχή, αλλά όσα αναφέρει είναι πιθανόν ακούσµατα.
ὁ βασιλεύς, ἅτε δὴ κατ᾿ αὐτὴν τὴν εἰς φῶς προηγµένος, ἐκόσµησέ τε εἰκότως
1
τὴν πατρίδα ἔργοις ποικίλοις καὶ ἐξ ἀφανοῦς εὐδαίµονα ἐξειργάσατο».
102
Νεαράς διακόπτεται για να παρεµβληθεί ένα παρεµφερές κείµενο εµφανώς
γραµµένο µε άλλο σκεπτικό και για την επίτευξη διαφορετικού σκοπού.3
103
H µόνιµη απουσία του αρχιεπισκόπου Πρώτης Iουστινιανής από τις
Oικουµενικές Συνόδους, µας οδηγεί στο συµπέρασµα ότι ο τίτλος του
αρχιεπισκόπου
104
1. H. Hunger, Prooimion, Elemente Bizandinischen der Kaiseridee in den Arengen der Urkunden, Wien
1964, 103. • Σ. Tρωιάνος, Θεσπίζοµεν, 1198 – 1199. • Γρηγόριος, αρχιγρ. Ιεράς Συνόδου,
Πραγµατεία, 55 – 70.
ΜEPOΣ ∆ΕΥΤΕΡΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Στα µέσα του ΙΧ αιώνα εµφανίστηκαν και πάλι ανταγωνισµοί και έριδες
µεταξύ Ρώµης και Κωνσταντινουπόλεως που προκλήθηκαν από το ενδιαφέρον
τους για το ποια από τις δύο θα επικρατήσει στα Βαλκάνια. Ο ανταγωνισµός
αυτός οδήγησε στην ίδρυση της Βουλγαρικής Εκκλησίας, που για πολιτική
σκοπιµότητα ο Τσάρος Βόρις έθεσε κάτω από την κυριαρχία του πατριαρχείου
της Κωνσταντινουπόλεως. Η ενέργεια αυτή του Βόρη είχε σοβαρές συνέπειες
στην εκκλησιαστική ζωή της Βουλγαρίας.2
Από τις υπάρχουσες πληροφορίες της εποχής εκείνης φαίνεται ότι το
Βυζάντιο παραχώρησε στον προκαθήµενο της Βουλγαρικής Εκκλησίας τον τίτλο
του αρχιεπισκόπου.3 Η πρώτη αξιόπιστη πληροφορία για την ύπαρξη της
105
αρχιεπισκοπής Βουλγαρίας προέρχεται από τον Συνεχιστή του Θεοφάνους: «Τὸ
Βουλγαρικὸν γένος... ταῖς τοῦ βασιλέως συχναῖς παρενέσεσι καὶ λαµπραῖς
1. V. Benesevič, Opisanie greceskich rukopisej monast, Ekateriny na Sinaje, t.1. Petersburg 1911, 542- 554.
2. Ι. Καραγιαννόπουλος, Το ιστορικό πλαίσιο του έργου των αποστόλων των Σλάβων, εις Κυρίλλω και
Μεθοδίω, Τόµος εόρτιος επί τη χιλιοστή και εκατοστή ετηρίδι, Ι, Θεσσαλονίκη 1966, 149. • Α.
Αγγελόπουλος, Βόρειος Μακεδονία, 26 – 28. • Α. Α. Ταχιάος, Ιστορία των Σλαβικών Ορθοδόξων
Εκκλησιών, Θεσσαλονίκη 1976, 71 – 81.
3. Ι. Ταρνανίδης, Η διαµόρφωσις του αυτοκέφαλου της Βουλγαρικής Εκκλησίας (864 - 1235),
Θεσσαλονίκη 1976, 41 κε. • T. Sabef, Samostoina narodnostna tsercfa v srednocovna Balgaria,
Sofija 1987, 240 κε.
Μετά από αυτό ο πατριάρχης Ιγνάτιος (846 – 858, 867 - 877), µε τους
επαίνους του αυτοκράτορα, χειροτόνησε τον αρχιεπίσκοπο της νέας
Βουλγαρικής Εκκλησίας, τον οποίο µαζί µε άλλους επισκόπους έστειλε στη
Βουλγαρία. Για να αποφύγουν βουλγαρικές αντιδράσεις παραχώρησαν οι
106
Βυζαντινοί σχετική αυτονοµία στη νέα εκκλησία,4 στον αρχηγό της οποίας
δόθηκε και τιµητική θέση
στη βυζαντινή αυλική εθιµοτυπία.1 Μετά από τη χειρονοµία αυτή του Βυζαντίου
η Βουλγαρική Εκκλησία αναγνώρισε τα δικαιώµατα του Πατριαρχείου της
Κωνσταντινουπόλεως.2 Ο πρώτος αρχιεπίσκοπος που στάλθηκε από τον
Πατριάρχη Ιγνάτιο ονοµαζόταν Στέφανος.3
Ποια ήταν τώρα η «σχετική αυτονοµία» της Βουλγαρικής Εκκλησίας; Ο
Golubinski, αναφερόµενος στο πρόβληµα αυτό, εξέφρασε την άποψη ότι το µόνο
που παραχωρήθηκε στον προκαθήµενο της νέας εκκλησίας ήταν ο τίτλος του
αρχιεπισκόπου Βουλγαρίας. Για το Βυζάντιο όµως ο αρχιεπίσκοπος αυτός δεν
ήταν τίποτε άλλο από έναν µητροπολίτη εξαρτηµένο από το Πατριαρχείο της
Κωνσταντινουπόλεως.4
Ο Zlatarski υποστήριξε ότι το Βυζάντιο παραχώρησε µια εσωτερική
ανεξαρτησία στη Βουλγαρική Εκκλησία και ότι η ανεξαρτησία αυτή
υπογράφτηκε, όχι µόνο από τον Πατριάρχη Ιγνάτιο και τους εκπροσώπους της
Ανατολικής Εκκλησίας, αλλά και από τους εκπροσώπους της ∆υτικής Εκκλησίας,
που πήραν µέρος στην έκτακτη συνεδρίαση της Συνόδου του έτους 870.5 Προς τις
απόψεις του Golubinski και του Zlatarski κλίνει και ο Ostrogorsky, ο οποίος
δέχεται ότι η Βουλγαρική Εκκλησία, χωρίς να θεωρηθεί ανεξάρτητη από το
Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, απολάµβανε µιας σχετικής αυτονοµίας. Την
άποψη του o Ostrogorsky στηρίζει στο κείµενο του Κλητορολογίου του Φιλοθέου
(899) και στην τιµητική θέση που κατέχει ο βούλγαρος αρχιεπίσκοπος σ’ αυτό.6
107
1. Συνεχιστής Θεοφάνους. 341.7 κε. • Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Β3, 287.
2. G. Ostrogorsky, Ιστορία, ΙΙ, 110. • Iv. Snegarov, Parvata Balg. Patriarsija, Godisnik na Sof. Univ.
Bogosl. Fakult, 1948 - 1949, XXVI, 9 – 10.
3. Iv. Sneganov, Neizvesten dosega prepis ot razkata na “Cudo s balgarina Geotgi”, Izvori za
Balgarskata Istorija, 1952, 3 - 4, 295 - 296.
4. E. Golubinski, Kratkij ocerk pravoslavnych cerkevej bolgarskoj, serbskoj i rumunsko ili
moldovalaskoj, Moskva 1871, 254 – 256.
5. V. Zlatarski, Istorija, I, 254 – 256. • Ι. Ταρνανίδης, ∆ιαµόρφωσις 63.
6. G. Ostrogorsky, Istorija na Balgarskata darzava, στο Sabrana Dela, t. 4, 639 – 640. •
Κλητορολόγιο Φιλοθέου εκδ. Ν. Oikonomides, Le traité de Philothée, Les listes de préséance
byzantines des IXe èt Xe siècles, Paris 1972, 81. • Ε. Κωνσταντίνου ή Τέγου - Στεργιάδου, Σιγίλλια
,73. • Μ. Τρίτος, Η Μακεδονική Εκκλησία των Σκοπίων, Ιωάννινα 1999, 23. • T. Sabef, Samostoina,
1987, 242 «Τις συνθήκες ανόδου και ευνοϊκής ιστορικής κατάστασης µαρτυρεί η τιµητική θέση που
όρισε το Βυζάντιο στον Βούλγαρο προκαθήµενο αρχιεπίσκοπο» (Κλητορολόγιο Φιλοθέου), 81.
Πράγµατι στο Κλητορολόγιο του Φιλόθεου, η Βουλγαρία τίθεται ευθύς
µετά τους πατριάρχες και τους συγκέλους της Ανατολής: «Εἰ δὲ καὶ τῶν τῆς
᾿Ανατολῆς πατριαρχείων τύχοιεν σύγκελοι προκρίνονται κατά τa ἴδια αὐτῶν
1
πατριαρχεῖα. Ενθ’ οὕτως ὁ ἀρχιεπίσκοπος Βουλγαρίας».
Από τα Τακτικά (10ος–11ος αιώνας)2 τα οποία έχουν διασωθεί και
αναφέρονται στην αρχιεπισκοπή Βουλγαρίας, φαίνεται ότι η θέση της εκκλησίας
αυτής δεν άλλαξε τάξη πρωτοκαθεδρίας µέχρι τα χρόνια του Τσάρου Πέτρου (927 -
969), οπότε αναγνωρίστηκε η αρχιεπισκοπή Βουλγαρίας σαν Βουλγαρικό
Πατριαρχείο.3 Ο Ostrogorsky αναφέρει ότι το Βουλγαρικό Πατριαρχείο πρέπει να
ιδρύθηκε ήδη από τον Τσάρο Συµεών (893 - 927) στα τελευταία χρόνια της ζωής
του.4
Το Βουλγαρικό Πατριαρχείο διαλύθηκε και έπαυσε να υπάρχει όταν ο
αυτοκράτορας Ιωάννης Τσιµισκής µετά τη νικηφόρα του εκστρατεία κατά των
Βουλγάρων ανάγκασε το Βόρι να παραιτηθεί από το θρόνο του και να αρκεσθεί
στον τίτλο του µάγιστρου τον οποίο του απένειµε. Η Βουλγαρία µετά την ήττα
των Ρώσων προσαρτήθηκε στο Βυζάντιο.5 Ο θάνατος του Τσιµισκή έδωσε την
ευκαιρία να αποστατήσουν οι Βούλγαροι από το Βυζάντιο µε αρχηγό τους τον
ανήσυχο, φιλοπόλεµο και φιλόδοξο Σαµουήλ.6 Ο Σαµουήλ έκανε κέντρο του
βουλγαρικού κράτους την Αχρίδα, η οποία έγινε και εκκλησιαστικό κέντρο της
Βουλγαρίας, ως Πατριαρχείο της Αχρίδος.7
108
1. Κλητορολόγιο Φιλοθέου, εκδ. Ν. Oikonomides, Le traité de Philothée, 137, 245.
2. Ι. Καραγιαννόπουλος, Πηγαί της Βυζαντινής Ιστορίας, 1970, 265, 235, 202. • Ε. Κωνσταντίνου ή
Τέγου - Στεργιάδου, Σιγίλλια, 74.
3. Ι. Ταρνανίδης, ∆ιαµόρφωσις 89 - 93.
4. G. Ostrogorsky, Ιστορία, ΙΙ, 144, Αθήνα 1979 (Ελλην. µετ.). • Ι. Ταρνανίδης, ∆ιαµόρφωσις, 77 – 80.
5. Λέων ∆ιάκονος, 158.23. • Ιωάννης Σκυλίτζης, Σύνοψις Ιστοριών, 310.66. • Ι. Καραγιαννόπουλος,
Ιστορία Β3, 424. «᾿Η Βουλγαρία ὡς ἀνεξάρτητον κράτος διελύθη καὶ προσηρτήθη εἰς τὸ βυζαντινόν
κράτος... Τὸ Βουλγαρικόν πατριαρχεῖον ἔπαυσε ὡς ἐκ τούτου ὑφιστάµενον».
6. Iωάννης Σκυλίτζης, Σύνοψις Ιστοριών, 328.57 – 330.92 “πολεµικὸς ἄνθρωπος ὤν καὶ
µηδέποτε εἰδὼς ἠρεµεῖν”. • K. Άµαντος, Iστορία Β΄, 267 κε.
7. G. Ostrogorsky, Iστορία II, 184. “Tο Bουλγαρικό πατριαρχείο που είχε καταργήσει ο Tσιµισκής,
γιόρτασε την επανίδρυσή του στο κράτος του Σαµουήλ. Mετά από πολλαπλές µετατοπίσεις τελικά
εγκαταστάθηκε µόνιµα στην Aχρίδα, την πρωτεύουσα του Σαµουήλ”. • I. Tαρνανίδης, ∆ιαµόρφωσις
96. • E. Nαξίδου, Eκκλησία και Eθνική ιδεολογία από την Aρχιεπισκοπή της Aχρίδας µέχρι την ίδρυση
της αυτοκέφαλης “µακεδονικής” εκκλησίας, ∆. ∆. Θεσσαλονίκη 1998, 36 – 47.
109
H Aχρίδα εµφανίζεται στις αρχές του 11ου αιώνα ως έδρα βούλγαρου
πατριάρχη και βουλγαρική πρωτεύουσα, στα τελευταία χρόνια της βασιλείας του
τσάρου Σαµουήλ (976 - 1014).3
1. B. Prokič, Postanak ohridskog patriarkarhata, “Glas Akademije”, 88, 1911, 180. • I. Tαρνανίδης,
∆ιαµόρφωσις, 97. • E. Kωνσταντίνου ή Tέγου–Στεργιάδου, Σιγίλλια, 74 – 75.
2. Iv. Snegarov, Istorija, 14 – 15. • I. Tαρνανίδης, ∆ιαµόρφωσις 96. • E. Kωνσταντίνου ή Tέγου –
Στεργιάδου, Σιγίλλια, 74.
3. G. Ostrogorsky, Iστορία, 184.
οπότε κατέστρεψε ολοσχερώς το στρατό του Σαµουήλ στη µάχη του Kλειδίου.1
O Bασίλειος B΄, µετά τη νικηφόρα µάχη του Kλειδίου και το θάνατο του
Σαµουήλ, επέφερε συντριπτικό κτύπηµα στη βουλγαρική αντίσταση.2 H
καθυπόταξη της χώρας συνεχίσθηκε µε µεθοδικότητα, µέχρι το θάνατο του
Iωάννη Bλαδισθλάβου, που σκοτώθηκε το Φεβρουάριο του έτους 1018 σε µια
επίθεση εναντίον του ∆υρραχίου,3 και ο πόλεµος µεταξύ Bυζαντίου και
Bουλγαρίας έλαβε τέλος. O Bασίλειος εισήλθε θριαµβευτικά στην Aχρίδα και
δέχθηκε την προσκύνηση από τη χήρα και τα άλλα επιζήσαντα µέλη της
οικογένειας του τσάρου.4 O στόχος του είχε πετύχει, η σκληροτράχηλη χώρα,
εναντίον της οποίας είχε αρχίσει τον πόλεµο περισσότερα από τριάντα χρόνια,
υποτάχτηκε στον εξηκοντάχρονο ηγεµόνα και ενσωµατώθηκε στο κράτος του.
Όσο η τακτική του Bασιλείου B΄ ήταν ωµή και αµείλικτη στο πεδίο της
µάχης, τόσο η πολιτική του απέναντι στην υποταγµένη χώρα ήταν µετριοπαθής και
συνετή. ∆ιαίρεσε τη Bουλγαρία σε δύο µεγάλες διοικητικές περιφέρειες, το Θέµα
της Bουλγαρίας και το Παραδούναβον ή Παρίστριον Θέµα.5 Aναγνώρισε τις
συνθήκες ζωής και τις συνήθειες της χώρας και επέτρεψε στους νέους υπηκόους
110
του, σε αντίθεση µε τον πληθυσµό των οικονοµικά ανεπτυγµένων επαρχιών της
αυτοκρατορίας, να καταβάλλουν φόρους όχι σε νόµισµα αλλά σε είδος.6
µένειν καταστάσεως… καὶ διδόναι τὸν ζεῦγος βοῶν ἔχοντα Bούλγαρον εἰς τὸ κοινόν σίτου µόδιον ἕνα
καὶ κέγχρου τοσοῦτον καὶ οἴνου στάµνον ἕνα, ὁ ὀρφανοτρόφος ἀντί τῶν εἰδῶν νοµίσµατα δίδοσθαι
3
διωρίσατο, ὅπερ µὴ εὐφόρως οἱ ἐγχώριοι φέροντες…» • I. Kαραγιαννόπουλος, Iστορία Β , 472 υπ.
917.
111
διότι τη θεωρούσε πλήρως υποταγµένη περιοχή στην πολιτική και
εκκλησιαστική εξουσία του Βυζαντίου.
Όµως, όπως παρατηρήθηκε, ο Bασίλειος B΄ δεν είχε λόγο να περιορίσει τη
δύναµη του πατριάρχη, ούτε να υπαγάγει Eλληνικές Eπισκοπές στη Bουλγαρική
Eκκλησία.2 Yπό τις συνθήκες αυτές το µέτρο του Bασιλείου B΄ είναι ανεξήγητο.
Aνάγκη, λοιπόν, να επανεξετάσουµε µέσα από τα έγγραφά µας, το ζήτηµα των
σχετικών προς την εκκλησία της Aχρίδος, διοικητικών µέτρων του Bασιλείου B΄.
O Xρυσόβουλλος λόγος του Mιχαήλ H΄ Παλαιολόγου του έτους 1272, µε
τον οποίο επικυρώνονται προνόµια, τα οποία είχαν χορηγηθεί παλαιότερα στην
αρχιεπισκοπή Aχρίδος, εκδόθηκε από τον Beneševič. Αυτός περιγράφει τον
κώδικα, που βρέθηκε στη Mονή της Aγίας Aικατερίνης του Σινά (Cod. Sinait, 508
112
∆εύτερον, επέτρεψε την αυτοτέλεια της νέας αρχιεπισκοπής από τον
Bυζαντινό πατριάρχη.
1. V. Beneševič, Opisanie I, 326 – 327 (23). O κώδικας αυτός γράφτηκε το έτος 7127 από κτίσεως
έχει χαθεί. Tο κείµενό του όµως σώζεται σε τρία αντίγραφα και µια σλαβική
µετάφραση. Aντίγραφο του Xρυσόβουλλου λόγου περιέχουν οι κώδικες:
α΄. Kώδικας Παναγίου Tάφου (Cod. S. Sepulcri 145, 16ος αιώνας).1
β΄. Kώδικας µητροπολίτη Aργολίδος Γερασίµου (Cod. Gerasimi, 18ος αιώνας).2
γ΄. Kώδικας της Mονής αγίας Aικατερίνης του Σινά.3
δ΄. Σλαβική µετάφραση 15ος αιώνας. Bρίσκεται στη βιβλιοθήκη Λένιν στη
Mόσχα.4
Aπό τα σωζόµενα αντίγραφα του Xρυσόβουλλου λόγου, που αρχίζουν τον
15 και φθάνουν τον 18ο αιώνα, κανένα άλλο δεν περιέχει ολόκληρο το
ο
Xρυσόβουλλο λόγο µαζί µε τα σιγίλλια, εκτός από τον Kώδικα της Mονής Σινά
του 17ου αιώνα. H αναφορά που γίνεται στο Xρυσόβουλλο λόγο του Mιχαήλ H΄
για την Πρώτη Iουστινιανή, στηρίζεται στο ψευδοϊουστινιάνειο Xρυσόβουλλο που
αναφέραµε στο πρώτο µέρος της παρούσης εργασίας. Tο Xρυσόβουλλο αυτό δεν
113
αναφέρει τίποτε σχετικό µε την αρχιεπισκοπή Αχρίδος, ούτε θα µπορούσε
άλλωστε να αναφέρει, διότι η θεωρία της Aχρίδος ως Πρώτης Ιουστινιανής
επινοήθηκε πολύ αργότερα, όπως και η ταύτισή της µε την αρχιεπισκοπή Αχρίδος.
1. Tον κώδικα περιγράφει ο Παπαδόπουλος – Kεραµεύς, Iεροσολυµητική βιβλιοθήκη IV. 126, 133 –
134. O κώδικας αυτός παραµένει ανέκδοτος.
2. Tον κώδικα περιγράφουν οι Γ. Pάλλης – M. Ποτλής, Σύνταγµα 1. ι - ια΄. Tο τµήµα του
Xρυσόβουλλου λόγου του Mιχαήλ H΄ και µέρος του πρώτου σιγιλλίου που περιέχονταν στον
κώδικα του µητροπολίτη Aργολίδας Γερασίµου δηµοσιεύτηκαν από τους Γ. Pάλλη – M. Ποτλή
στο «Σύνταγµα τῶν θείων καὶ ῾Iερῶν Kανόνων», τ. 5, ᾿Aθήνησιν 1855, 266 - 269”. Tο ίδιο
κείµενο αναδηµοσίευσαν, από τους Γ. Pάλλη – M. Ποτλή, ο Zacharia von Lingenthal: jus
Graeco. Romanum, III, Leipzig, 1857, 319 και ο M. ∆ήµιτσας: Tὰ περὶ τῆς αὐτοκεφάλου
ἀρχιεπισκοπῆς τῆς Πρώτης ᾿Iουστινιανῆς ᾿Aχρίδος καὶ Bουλγαρίας, ᾿Aθῆναι 1859, 57 - 61.
3. E. Kωνσταντίνου ή Tέγου – Στεργιάδου, Σιγίλλια, 19.
4. A. M. Selisev, Makedonski Preglet Cod. IX, KH 2. 9 – 16.
114
β. Κατάλογος επισκοπών Πρώτης Ιουστινιανής
γ ὁ Δυρραχίου
ς. ὁ Γρεβενῶν Θεοφάνης
ι. ὁ Μολισκοῦ
ια. ὁ Δεβρῶν
ιβ. ὁ Κατζάβου
ιγ. ὁ Βελεσσοῦ
115
2. Τακρίριον Ιωάσαφ, αρχιεπισκόπου Πρώτης Ιουστινιανής προς τον
Σουλτάνο.1
(15 Saban 1133 = 11 Ιουλίου 1721)
1. ∆. Ζακυθηνός, Συµβολαί εις την ιστορίαν των εκκλησιών Αχρίδος και Ιπεκίου, Μακεδονικά 1, 437 –
438 (Γενικά Αρχεία του κράτους: αριθµ. Γενικού Ευρετηρίου 281).
2. Σ. Βαρναλίδης, Ζωσιµάς, 105.
3. Η αρίθµηση ανήκει στο πρωτότυπο.
116
α. Κείµενον του τακριρίου
«Σύντοµος ιστορική περιγραφή της ιεράς Μητροπόλεως Βελεγράδων και της υπό
την πνευµατικήν αυτής δικαιοδοσίαν υπαγόµενης χώρας».
Μητρόπολις Βελεγράδων (νυν Berat της Αλβανίας)2
(περιελάµβανε)
Βελάγραδα
Γραδέτζην
Οµτζόν
Γλαβεντίνον
Άσπρη Εκκλησιά
1. Νεώτερος κατάλογος της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος του υπ. αριθµ. 418 κώδικα του
Μετοχίου του Παναγίου Τάφου στην Κωνσταντινούπολη, φέρει τη µητρόπολη
των Βελεγράδων να κατέχει την πέµπτη τάξη στην Αρχιεπισκοπή Πρώτης
Ιουστινιανής Αχριδών.3
Μητροπόλεις Αχριδών4 Επισκοπαί Αχριδών
Καστορίας Σισανίου
117
4. H. Gelzer, Patriarchat, 29 - 30.
Πελαγωνίας Μογλενών
Βοδηνών Πρεσπών
Γραιβενού Κιτζάβων
Βελεγράδων Ισπατίας
Αυλώνος Βελαατού
Στρωµνίτζης Μολισχού
Κορυτζάς Γκύρας
∆εβρών Ελµπασανίου
118
3. C. Mostraz, Dictionnaire, géographique de l’ empire ottoman, 138 – 139.
4. ∆. Ζακυθηνός, Συµβολαί, Μακεδονικά 1, 441.
119
10. H. Gelzer, Patriarchat, 53, 77, 87, 102, 109.
11. PG. 126, στ. 151 – 152. Βλ. Νο 33 παρόντος καταλόγου.
18. Αρπίτσα, βρίσκεται στη Θεσπρωτία στην κοινότητα Πέρδικας της επαρχίας
Μαργαριτίου «φρούριον ἄλλοτε τῆς Θεσπρωτίας πλησίον τῆς θαλάσσης
1
ἀντικρὺ τῆς Λευκίµης… κεῖται ἤδη ἡ Ἀρπίτζα…».
19. Τεπελένιον.2
20. Πρεµετή.3
21. Βελιγράδιον (Berat), Βελέγραδα (Arnaut – Bieligrad).4
22. Αυλών.5
23. Πρέσπα, επισκοπή Πρεασπών, Πρεσπών ή Πρασπών.6
24. Γρεβενά.7
25. Ανασελίτσα.8
26. Σισάνιον φέρεται συνήθως ενωµένη µε την επισκοπή Ανασελίτζης.9
120
13. ∆. Ζακυθηνός, Συµβολαί, Μακεδονικά 1, 445. • C. Mostras, Dictionnaire géographique de l’ empire
ottoman, 76.
31. Οστροβόν (Ostrovo) Άρνισσα, ανήκε σαν ενορία στην επισκοπή Μογλαίνων.1
32. Καρατζόβα.2
33. Στρωµνίτσα.3
34. Ραδοβίστιον.4
35. Βλάδοβον (Vladovo) Βαλάντοβον.
36. Καστοριά.5
37. Γιολµαγιά.6
38. Γενησαία.7
39. Βιδίνιον (Bdyn).8
40. ∆υρράχιον.9
41. Ελβασάν.10
42. Κήρτζοβα.11
43. Περλεπέ = Πρίλαπος (Prilep) ανήκε στον επίσκοπο Βουτέλεως ή Βιτωλίων ή
Πελαγονίας .12
44. Κολωνία στα Σιγίλλια του Βασιλείου Β΄ αναφέρεται η Κολώνη ως κάστρο
υποκείµενο στην επισκοπή Καστοριάς.13
121
12. V. Beneševič, Cod. Sinait, 508, 545. • Ε. Κωνσταντίνου ή Τέγου – Στεργιάδου, Σιγίλλια, 62.
13. V. Beneševič, Cod. Sinait, 508, 545. • Ε. Κωνσταντίνου ή Τέγου – Στεργιάδου, Σιγίλλια, 62.
122
3. Η ορθογραφία ανήκει στον κώδικα.
α΄ ο Καστορίας α΄ ο Πελαγονίας
β΄ ο Σκοπίων β΄ ο ∆ιαβόλεως
γ΄ ο Βελεβουσδίου γ΄ ο Πρέσπας
δ΄ ο Σαρδικής ήτοι Τριαδίτζης δ΄ ο Καστορίας
ε΄ ο Μαλεσόβης ήτοι Μοροβισδίου ε΄ ο Γρεβενού
ς΄ ο Εδέσσης ήτοι Μογλένων ς΄ ο Μολίσκου
ζ΄ ο Ηρακλείας ήτοι Πελαγονίας θ΄ ο Μογλένων
η΄ ο Πρισδιάνων ι΄ ο Βοδένων
θ΄ ο Τιβεριουπόλεως ήτοι Στρουµµίτζης ια΄ ο Στροβών
ι΄ ο Νίσου ιβ΄ ο Σκορπίων
ια΄ ο Κεφαληνίας ήτοι Γλαβινίτζης ιβ΄ ο Πολούγου
ιβ΄ ο Μωράβου ήτοι Βρανιτζόβης ιδ΄ ο Τριαδίτζης
ιγ΄ ο Σιγιδών ήτοι Βελεγράδων ιε΄ ο Ράσου
ιδ΄ ο Βιδίνης ις΄ ο Νήσου
ιε΄ ο Σιρµίου ιζ΄ ο Σθλανίτζης
ις΄ ο Λιπενίου ιη΄ ο Ραβδοβισδίου
ιζ΄ ο Ράσου ιθ΄ ο Βελεβουσδίου
ιη΄ ο Σελασφόρου κ΄ ο Λιπενίου
ιθ΄ ο Σλανίτζης ήτοι Πελλών κα΄ ο Πρισδαρίου
κ΄ ο Ιλλυρικού ήτοι Κανίνων κβ΄ ο Στρουµπίτζης
κα΄ ο Γρεβενού κγ΄ Κανίνων ήτοι
κβ΄ ο ∆εύρης Ιλλυρικού
κδ΄ ο Βρεανόγης ήτοι Βλάχων κδ΄ ο ∆εύρης
κε΄ ο Βρεανόγου ήτοι
Βλάχων
1. J. Darrouzès, Notitiae, 13, 371 – 372, 834 – 856. • H. Gelzer, Patriarchat, 30 - 31. • Ε.
Κωνσταντίνου ή Τέγου - Στεργιάδου, Σιγίλλια, 59. (Από τα Σιγίλλια του Βασιλείου Β΄ και από τους
κώδικες Vaticanus Graec. 828, 354r, Sinait 1117, Kutlumus 9.)
123
4. Επισκοπές ανήκουσες στην Αρχιεπισκοπή Βουλγαρίας ήτοι Αχριδών
124
Συµπεράσµατα:
1) Οι επισκοπικοί κατάλογοι της αρχιεπισκοπής Πρώτης Ιουστινιανής Αχριδών
και πάσης Βουλγαρίας που παραθέσαµε εµφανίζονται στις αρχές του ΙΑ΄
αιώνα, ενώ δεν υφίσταται καµία είδηση για την ύπαρξη της Αχρίδος ως
επισκοπής στους καταλόγους µέχρι και το τέλος του Ι΄ αιώνα, µε µόνη
εξαίρεση τον Γαβριήλ Αχρίδος, που το 879 µετείχε στη Σύνοδο της
Κωνσταντινουπόλεως επί Φωτίου και υπέγραψε τα πρακτικά.1
125
4. H. Gelzer, Ungendructe, 569.
1. Για τη µή γνησιότητα των Σιγιλλίων έχουµε ήδη αναφερθεί σε σχετική µελέτη µας περί των
126
2. Γ. Κονιδάρης, Συµβολαί, 65 - 77.
5) Η ενέργεια αυτή είναι αρκετή για να γίνει αντιληπτός ο τρόπος της εύκολης
αλλαγής των επισκοπικών πινάκων, αν λάβει κανείς υπ’ όψιν του και το
διαµελισµό της βυζαντινής αυτοκρατορίας εξαιτίας των σταυροφοριών,
περίοδο κατά την οποία οι σλαβικοί λαοί διεκδικούσαν την εκκλησιαστική
τους αυτονοµία και την έλαβαν µε την ίδρυση του Πατριαρχείου Τυρνόβου το
1235 όταν αυτό αναγνωρίστηκε από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως2
και τη δηµιουργία της αυτοκέφαλης Σερβικής αρχιεπισκοπής του Πεκίου στις
αρχές του 13ου αιώνα, µε τη συγκατάθεση του Πατριαρχείου
3
Κωνσταντινουπόλεως. Η δηµιουργία δύο ανεξάρτητων εκκλησιών, της
Βουλγαρίας και της Σερβίας, έγιναν αιτία να αποσπαστούν από την
αρχιεπισκοπή Αχρίδος Πρώτης Ιουστινιανής και άλλες επισκοπές, µε
αποτέλεσµα στα τέλη του 14ου αιώνα να παραµείνει µε δέκα επτά επισκοπές.4
Γεγονός για το οποίο διαµαρτυρήθηκε εντονότατα ο ∆ηµήτριος Χωµατιανός,
αρχιεπίσκοπος Αχρίδος, Πρώτης Ιουστινιανής και πάσης Βουλγαρίας, στον
πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γερµανό.
1. Μart. Crusius, TurcoGraecia, I. II, 163 – 164. • Υψηλάντης Κοµνηνός Αθανάσιος, Τα µετά την
άλωσιν, 62.
2. Ι. Ταρνανίδης, ∆ιαµόρφωσις, 144.
3. Αρχιµ. Κ. ∆ελικάνης, τ. 3, 903 - 928. • ∆. Ζακυθηνός, Συµβολαί, Μακεδονικά 1, 447 κε.
127
4. H. Gelzer, Patriarchat, 19 - 20.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ∆ΕΥΤΕΡΟ
128
6. Κ. Σκενδέρης, Ιστορία Μοσχοπόλεως, 66.
7. I. Kαραγιαννόπουλος, Iστορία Β3, 270 – 273, 279, 282, 285, 286, 305.
Νικόλαος1 (855)
Ιωσήφ2 (861)
Σίλβεστρος Ἀχριδῶν3
(870)
Θεοφύλακτος4 (870)
Γαβριήλ Ἀχριδῶν5 Tο όνοµά του γίνεται γνωστό όταν έλαβε µέρος στη Σύνοδο
(879) της Kωνσταντινουπόλεως το 879 µαζί µε άλλους 383
επισκόπους. Yπογράφει ενενηκοστός πέµπτος µε τον τίτλο
5
Γαβριήλ Αχρίδος.
Σέργιος6 (879)
Γεώργιος7 (881)
Kλήµης8 Aνέπτυξε αξιολογότατη ποιµαντική και εκκλησιαστική
(893 – 916) δράση στην αρχιεπισκοπή Aχρίδος. 8
∆αµιανός9 «Ὑπό τοῦ αὐτοκράτορος ᾽Ιωάννου Τσιµισκή, ὁ ἐκ νέου
(959) αὐτοκληθείς Πατριάρχης τῶν Βουλγάρων Δαµιανός
9
ἀπεξεδύθη ἐν Δορυστόλῳ τὸν τίτλον τοῦτον.»
Γερµανός10 ἐν Βοδηνοῖς καὶ ἐν τῇ Πρέσπᾳ.
10
1. Άνθιµος Αλεξούδης Μητρ. Αµασείας, Κατάλογος, εις Εκκλησιαστική Αλήθεια, 9 (1888–1889), 159.
2. Άνθιµος Αλεξούδης Μητρ. Αµασείας, Κατάλογος, εις Εκκλησιαστική Αλήθεια, 9 (1888–1889), 159.
3. Κ. Σκενδέρης, Ιστορία Μοσχοπόλεως, 66.
4. Άνθιµος Αλεξούδης Μητρ. Αµασείας, Κατάλογος, εις Εκκλησιαστική Αλήθεια, 9 (1888–1889), 159.
5. A. A. Tαχιάος, Iστορία των Σλαβικών Oρθοδόξων εκκλησιών 1976, 75. • Αρχιµ. Κ. ∆ελικάνης,
Πατριαρχικών Εγγράφων, 957.
6. Άνθιµος Αλεξούδης Μητρ. Αµασείας, Κατάλογος, εις Εκκλησιαστική Αλήθεια, 9 (1888–1889), 159.
7. Άνθιµος Αλεξούδης Μητρ. Αµασείας, Κατάλογος, εις Εκκλησιαστική Αλήθεια, 9 (1888–1889), 159.
8. A. A. Tαχιάος, Iστορία των Σλάβων, 75. • Ι. Αναστασίου, Βίος Κλήµεντος Αχρίδος, ΕΕΘΣΘ, 12
(1967) 162 – 184.
9. Αρχιµ. Κ. ∆ελικάνης, Πατριαρχικών Εγγράφων, 959. • H. Gelzer, Patriarchat, 6.
10. A. A. Tαχιάος, Πηγές, 57. • H. Gelzer, Patriarchat, 6.
11. Κ. Σκενδέρης, Ιστορία Μοσχοπόλεως, 66.
12. H. Gelzer, Patriarchat, 6.
13. Αρχιµ. Κ. ∆ελικάνης, Πατριαρχικών Εγγράφων ΙΙΙ, 960. • H. Gelzer, Patriarchat, 6.
129
14. JGR I., 272, B. Beneševič, Opisanie..., Petersburg 1911, 544. • Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία B3,
473. • Ε. Κωνσταντίνου ή Τέγου – Στεργιάδου, Σιγίλλια, 73 – 76, 80 – 81. • H. Gelzer, Patriarchat, 6.
1. Ιωάννης Σκυλίτζης, Σύνοψις Ιστοριών, 412, 67. • Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Β3, 496. • A. A.
Tαχιάος, Πηγές, 58.
2. Μ. ∆ήµιτσας, Αυτοκέφαλο, 62. • A. A. Tαχιάος, Πηγές, 58. • H. Gelzer, Patriarchat, 8.
3. H. Gelzer, Patriarchat, 8. • A. A. Tαχιάος, Πηγές, 58.
4. H. Gelzer, Patriarchat, 8. • A. A. Tαχιάος, Πηγές, 58.
5. Ιωάννης Σκυλίτζης, Σύνοψις Ιστοριών, 124. • B. Nεράντζη - Bαρµάζη, Θεοφύλακτος Aχριδών,
ανάτυπο Bυζαντινή Mακεδονία, 231–238.• Μ. ∆ήµιτσας, Αυτοκέφαλο, 64.•H. Gelzer, Patriarchat, 8.
6. H. Gelzer, Patriarchat, 8.• Μ. ∆ήµιτσας, Αυτοκέφαλο, 64. • ∆οσίθεος Ιεροσολύµων, Περί
Πατριαρχών, κεφ. Β΄, § 4.
7. Μ. ∆ήµιτσας, Αυτοκέφαλο, 64.
8. H. Gelzer, Patriarchat, 8.
9. H. Gelzer, Patriarchat, 7 - 8 – 9. • J. Ivanov, Bălgarski starini iz Makedonija, Sofia 1934, 565. • Σ.
Βαρναλίδης, Ζωσιµάς, 106. • H. Gelzer, Patriarchat, 8 - 9.
130
10. H. Gelzer, Patriarchat, 9.
11. Η. Gelzer, Patriarchat, 9.
Kωνσταντίνος Ἀνώνυµον ἔγραφον τῆς ἀρχιεπισκοπῆς Ἀχριδῶν: εἷχε τὸ
Kαβάσιλας1 µηνὶ Ἰουλίῳ ἰνδικτιῶνος η διὰ τῆς πατριαρχικῆς θείας
1
(1204 – 1206) χειρὸς καὶ τὴν κηρίνην πρασίνην σφραγίδα.
Iωάννης Καµατερός2 Δηλαδή τῷ ἐπὶ τοῦ κανικλείου Ἰωάννῃ Καµατηρῴ, ὃν
(1213 – 1218) ὕστερον ἀρχιποιµένα ἡ τῶν Βουλγάρων προεδρεύουσα
2
ἔλαχε.
∆ηµήτριος Δηµήτριος ἐλέῳ Θεοῦ ἀρχιεπίσκοπος τῆς α΄ Ἰουστινιανῆς
3
Xωµατιανός3 καὶ πὰσης Bουλγαρίας.
(1216 - 1234)
Iάκωβος Στεφθείς παρὰ τοῦ Ἀχριδῶν Ἰακώβου ὁ Θεόδωρος, ὅς καὶ
4
Προάρχειος4 βασιλικῆς ἀναῤῥήσεως κατά δύσιν ἠξιώθη.
(1232)
Iωαννίκιος Σέργιος5
(1241)
Aδριανός6
Γεννάδιος7 ὅς δὴ καὶ ἐπὶ τῇ πρώτῃ Ἰουστινιανῇ ψηφισθεὶς καὶ τὴν
(1289) ψῆφον δεξάµενος ἐπιδηµήσας καὶ ἐγχρονίσας ἔπειτα
7
παρητεῖτο.
Mακάριος8 Ἀνηγέρθη ὁ θεῖος καὶ πάνσεπτος ναός τῆς ὑπεραγίας
(1294) δεσποίνης ἡµῶν Θεοτόκου τῆς περιβλέπτου διὰ συνδροµῆς
καὶ ἐξόδου προγόνου υἱούς Γρούρου τῆς εὐσεβεστάτης κυρίας
Eὐδοκίας, γαµβροῦ τοῦ κραταιοτάτου καὶ εὐσεβεστάτου
βασιλέως ῾Pωµαίων ᾿Aνδρονίκου Παλαιολόγου καὶ Eἰρήνης
τῆς εὐσεβεστάτης συζύγου, ἀρχιερατεύοντος Mακαρίου τοῦ
παναγιωτάτου ἀρχιεπισκόπου τῆς Πρώτης Ἰουστινιανῆς
8
Ἀχριδῶν καὶ πάσης Bουλγαρίας ἐπὶ ἔτει ,ς ωγ.
Γρηγόριος9 ἐπὶ τούτοις πᾶσι καὶ ὁ ἀρχιεπίσκοπος Bουλγαρίας
(1316 – 1332) Γρηγόριος ἀνὴρ σοφός τε εἰς λόγους καὶ θαυµάσιος
9
συνέσει καὶ τῆς ὄντως σοφίας ἄκρως ἐπειληµµένος.
131
9. Μ. ∆ήµιτσας, Αυτοκέφαλο, 66-67. • H. Gelzer, Patriarchat, 12–14. • Μ. ∆ήµιτσας, Αυτοκέφαλο, 66-67
132
13. Κ. Σκενδέρης, Ιστορία Μοσχοπόλεως, 66. (Σύµφωνα µε τον Σκενδέρη η σειρά διαδοχής ήταν:
Πρόχορος, Συµεών, Νικάνωρ).
Nικάνωρ1
(1555) ή Nεκτάριος2
Παφνούτιος3
Ιωάσαφ4 ὅς ἀφοβίαν Θεοῦ νοσῶν… ἐκτὸς τῆς διατάξεως τῶν ἱερῶν
4
(1565 - 1566) κανόνων πεπραχθὼς ἦν.
5
Παΐσιος5 ἀρχιεπίσκοπος Ἀχριδῶν ἑκὼν ὑπέγραψα.
(1565)
Γρηγόριος6 Γρηγόριος (ὁ Μαντζούκης) καθ᾿ οὖ παραπονέθη ο
(1567 - 1571) Σωφρόνιος διάδοχὸς του πρὸς τὸν πατριάρχην
6
Κωνσταντινουπόλεως, ὡς ταραχοποιοῦ.
Σωφρόνιος7 Ὁ ταπεινός Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Πρώτης Ἰουστινιανῆς καὶ
7
(1572 – 1580) Ἀχριδῶν Σωφρόνιος, σὸς ἱκέτης.
Mακάριος8
(1574)
Γαβριήλ9 συµµετείχε στην καθαίρεση του Oικουµενικού Πατριάρχη
(1585) Παχωµίου B΄.9
Θεόδουλος10
(1588)
Iωακείµ11
(1593)
Γαβριήλ12
(1586 - 1594)
Aθανάσιος3 Kρυπτοκαθολικός
(1606)
Nεκτάριος4
(1613)
133
13. H. Gelzer, Patriarchat, 26 – 27.
14. Μ. ∆ήµιτσας, Αυτοκέφαλο, 72.
Πορφύριος1
Nεκτάριος2 Νεκτάριος Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Πρώτης Ἰουστινιανῆς
(1616) Ἀχρίδος καὶ πάσης Βουλγαρίας, Σερβίας, Ἀλβανίας καὶ
2
ἄλλων τόπων.
Mητροφάνης3 Συντελεί στὴν κατάβασιν τοῦ Oἰκουµενικοῦ Πατριάρχου
(1623) Kυρίλου Λουκάρεως καὶ στὴν ἀνάβασιν εἰς τοῦτον τοῦ
3
Ἀµασείας Γρηγορίου.
Iωάσαφ4
(1628)
Aβραάµ5
(1629)
Χαρίτων6
(1643 - 1646)
Αβραάµ7
(1630)
Πορφύριος8
(1630)
Αβραάµιος9
(1634)
Αθανάσιος10
(1630)
Mελέτιος11 Κρυπτοκαθολικός «κἀκεῖνος πρώην ἀρχιεπίσκοπος
11
Ἀχριδῶν Μελέτιος λεγόµενος».
∆ανιήλ12
(1650)
Γαβριήλ13
(1654)
134
10. Άνθιµος Αλεξούδης Μητρ. Αµασείας, Κατάλογος, εις Εκκλησιαστική Αλήθεια, 9 (1888 - 1889)
160.
11. Κ. Σκενδέρης, Ιστορία Μοσχοπόλεως, 66.
12. H. Gelzer, Patriarchat, 27 - 28.
13. H. Gelzer, Patriarchat, 27 - 28.
Aθανάσιος1
(1655)
∆ιονύσιος2
(1655)
Iγνάτιος3 Tο όνοµά του πιθανολογείται στη σελίδα του κώδικα
(26 Aυγούστου 1662) Νοµικής Συναγωγής 93 που αντιστοιχεί σε έγγραφο του
πρώην Xίου Θεοφάνους. Τοίνυν κἀγὼ, παραιτησάµενος
τὴν Ἀρχιεπισκοπήν Ἀχριδῶν… προσκληθεὶς εἰς τὴν
3
µητρόπολιν Χίου κατὰ προεδρείαν…
Θεοφάνης Ἀχριδῶν4 Ἐχειροτονήθη ὑπὸ Ἀχριδῶν Ἰγνατίου παρανόµως.
4
(22 Aπριλίου 1674) Καθηρέθη τον Σεπτέµβριο του 1675.
Mελέτιος Ἀχριδῶν5 Ἀχριδῶν Mελετίου καθαιρεθέντος Θεοφάνους.5
(24 Oκτωβρίου 1676)
Γρηγόριος6 Γρηγόριος ἐλέῳ Θεοῦ Ἀρχιεπίσκοπος ταῆς Πρώτης
(9 Mαΐου 1688) Ἰουστινιανῆς Ἀχριδῶν καὶ τοῖς λοιποῖς πατριάρχης.
Ἀρχιεπισκοπεύοντος κὺρ Γρηγορίος οἰκειοθελή
6
παραίτησιν ποιησάµενος… διa τὸ ὑπέργηρον.
Γερµανός Ἀχριδῶν7 Τακρίριον Γερµανοῦ ἀρχιεπισκόπου Πρώτης Ἰουστινιανῆς
7
Πρώτης Ἰουστινιανῆς πρὸς τὸν Σουλτάνον. (1690)
(9 Μαΐου 1690)
Γρηγόριος Ἀπόσπασµα ἐκ τοῦ ἐν Mοσχοπόλει Παλαιοῦ Kώδηκος
8
Ἀχριδῶν ὁ Γρηγόριος ἐλέῳ Θεοῦ Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Πρώτης
8
πρώην Νέων Πατρών Ἰουστινιανῆς Ἀχριδῶν καὶ τοῖς λοιποῖς Πατριάρχης.
(8 Αυγούστου
1691 - 1694)
9
᾽Iγνάτιος Ἀχριδῶν9 Ὑπόµνηµα Ἀχριδῶν Ἰγνατίου, παραιτηθέντος Γρηγορίου.
Πρώτης Ἰουστινιανῆς
(13 Aυγ. 1693)
135
7. Αρχιµ. Κ. ∆ελικάνης, Πατριαρχικών Εγγράφων ΙΙΙ, 789 – 790. • ∆. Ζακυθηνός, Μακεδονικά Ι, 433–
435.
8. Σ. Βαρναλίδης, Ζωσιµάς, 22 – 23. • Άνθιµος Αλεξούδης Μητρ. Αµασείας, Κατάλογος, εις
Εκκλησιαστική Αλήθεια, 9 (1888 - 1889) 160. • Aρχιµ. K. ∆ελικάνης, Πατριαρχικών Εγγράφων ΙΙΙ,
792 – 793, 858. • H. Gelzer, Patriarchat, 49 – 50, 51.
9. Αρχιµ. Κ. ∆ελικάνης, Πατριαρχικών Εγγράφων ΙΙΙ, 797 – 798. • Σ. Βαρναλίδης, Ζωσιµάς, 22 - 23. •
H. Gelzer, Patriarchat, 54 – 55.
ότι η υπογραφή του Ζωσιµά απαντάται µε πράσινη µελάνη στον κώδικα της Μητροπόλεως Κορυτσάς).
2. ∆. Ζακυθηνός, Μακεδονικά Ι, 436. • Ι. Μαρτινιανός, Ιστορία Μοσχοπόλεως, 47. • H. Gelzer,
Patriarchat, 79 – 80. • Σ. Βαρναλίδης, Ζωσιµάς, 36 – 39. • Aρχιµ. K. ∆ελικάνης, Πατριαρχικών
Εγγράφων ΙΙΙ, 807 - 809.
136
3. Σ. Βαρναλίδης, Ζωσιµάς, 40.
4. Σ. Βαρναλίδης, Ζωσιµάς, 40.
5. Σ. Βαρναλίδης, Ζωσιµάς, 39 – 43, 121. • K. Σάθας, Μεσαιωνική βιβλ. ΙΙΙ, 1523.
6. H. Gelzer, Patriarchat, 80 – 81. Ο Gelzer παρεµβάλλει µεταξύ Ραφαήλ και Ιωάσαφ τον Μεθόδιο. Ο
Βαρναλίδης υποστηρίζει ότι εσφαλµένα τον τοποθετούν στο 1708 ενώ η αρχιεπισκοπία του διήρκεσε
από 1758 – 59.
7. Σ. Bαρναλίδης, Zωσιµάς, 40 - 43. • Aρχιµ. K. ∆ελικάνης, Πατριαρχικών Εγγράφων ΙΙΙ, 835 - 837. •
H. Gelzer, Patriarchat, 77 υποσηµ.
1. Aρχιµ. K. ∆ελικάνης, Πατριαρχικών Εγγράφων ΙΙΙ, 837 – 838. • Σ. Βαρναλίδης, Ζωσιµάς, 42 – 47. •
H. Gelzer, Patriarchat, 76, 81, 83 – 86.
2. Aρχιµ. K. ∆ελικάνης, Πατριαρχικών Εγγράφων ΙΙΙ, 847 (εγγρ. 1527), 852 – 855. • Μ. ∆ήµιτσας,
Αυτοκέφαλο, 75 – 78, 80 – 83. • M. Tρίτος, Στοιχεία για την προσωπικότητα του Aχριδών Iωάσαφ, 20
– 30, 38, κε. • H. Gelzer, Patriarchat, 83, 87 - 98, 99 – 101. • Delikani Ang., Der Hl. Klemens und
die Frage des Bistums von Velitza, Thessaloniki 1997, 122 – 126
3. H. Gelzer, Patriarchat, 103, 106 – 107, 124 – 125, 128, 139. • Σ. Βαρναλίδης, Ζωσιµάς, 14.
4. H. Gelzer, Patriarchat, 107, 139.
5. H. Gelzer, Patriarchat, 108 – 109, 128, 139.
137
6. H. Gelzer, Patriarchat, 139. (Χρονολογεί την Αχιεπισκοπία του το 1757 - 1759). • Σ. Βαρναλίδης,
Ζωσιµάς, 130 – 132 (Χρονολογεί την Αρχιεπισκοπία του το 1752 – 1756 (7)).
7. H. Gelzer, Patriarchat, 107. • Κ. Σκενδέρης, Ιστορία Μοσχοπόλεως, 67. • Γεννάται το ερώτηµα αν
υπήρχαν δύο Κύριλλοι ή αν υπάρχει λάθος στις χρονολογίες.
8. Κ. Σκενδέρης, Ιστορία Μοσχοπόλεως, 67.
9. Aρχιµ. K. ∆ελικάνης, Πατριαρχικών Εγγράφων ΙΙΙ, 888 – 890. • Α. Α. Ταχιάος, Ο τελευταίος
Αρχιεπίσκοπος Αχριδών, Μακεδονικά, 21.
10. Aρχιµ. K. ∆ελικάνης, Πατριαρχικών Εγγράφων ΙΙΙ, 893, 895 – 898. • Α. Α. Ταχιάος, Ο τελευταίος
Αρχιεπίσκοπος Αχριδών, Μακεδονικά, 12 (1972), 19 – 32. • Γ. Κονιδάρης, Συµβολαί, 75. • Μ.
∆ήµιτσας, Αυτοκέφαλο, 79 – 91. • Κ. Σκενδέρης, Ιστορία Μοσχοπόλεως, 67.
Παρ’ όλο που η Αρχιεπισκοπή Αχρίδος δεν αποτέλεσε συνέχεια της
Αρχιεπισκοπής Πρώτης Ιουστινιανής, εντούτοις οι αρχιεπίσκοποι Αχρίδος µετά
τον Ιωάννη Κοµνηνό (1143 - 1157) πρόσθεσαν στον τίτλο τους
…Ἀρχιεπίσκοπος Πρώτης Ιουστινιανῆς Ἀχριδῶν… Η χρήση του τίτλου
παγιώθηκε επί ∆ηµητρίου Χωµατιανού (1222 - 1240) και συνεχίστηκε µέχρι τη
συνένωση της αρχιεπισκοπής Αχρίδος µε το Οικουµενικό Πατριαρχείο την 16η
Ιανουαρίου 1767. Η αναβίωση του τίτλου της λησµονηµένης στο χρόνο Πρώτης
Ιουστινιανής, οφείλεται σε προσωπικούς λόγους των εκάστοτε αρχιεπισκόπων
Αχρίδος, οι οποίοι διεκδικούσαν προνόµια και δικαιώµατα από το Πατριαρχείο
Κωνσταντινουπόλεως, τα οποία στήριζαν στις Νεαρές του Ιουστινιανού και σε
κάποια παραχαραγµένα έγγραφα, όπως το ψευδοϊουστινιάνειο Χρυσόβουλλο µε
χρονολογία εκδόσεώς της «Αὔγουστος 566 Ἰνδικτιών ΙΔ΄», δηλαδή δέκα µήνες
µετά το θάνατο του Ιουστινιανού (14 Νοεµβρίου 565),1 και στα Σιγίλλια του
Βασιλείου Β΄ (976 - 1025). Την εξέλιξη της χρήσης του τίτλου της Πρώτης
Ιουστινιανής θα την αναλύσουµε στα επόµενα κεφάλαια.
138
1. Θεοφάνης, Χρονογραφία, ed. C. de Boor, Lipsiae 1883 – 5, 241. 2 – 4. • Aρχιµ. K. ∆ελικάνης,
Πατριαρχικών Εγγράφων ΙΙΙ, 1057.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Η Προβληµατική της Πρώτης Ιουστινιανής
α. Γένεση και αποδοχή της θεωρίας της Πρώτης Ιουστινιανής στο Μεσαίωνα
Από τον 16ο αιώνα συζητήθηκε και ερευνήθηκε πολύ από ιστορικούς και
αρχαιολόγους το θέµα της Πρώτης Ιουστινιανής και δεν υπήρξαν καινούργια
ιστορικά στοιχεία τα οποία να έρχονται σε αντίθεση µε την ήδη γνωστή θεωρία
της εκκλησιαστικής µητρόπολης των Βαλκανίων.1 Αξίζει όµως, να
επανεξετάσουµε πώς και γιατί ήρθαν στην επικαιρότητα, κατά την περίοδο του
Μεσαίωνα, ήδη υπάρχουσες γνώσεις και πληροφορίες για την Πρώτη Ιουστινιανή.
Είναι γνωστό στους ιστορικούς, ότι οι Έλληνες αρχιεπίσκοποι της
αυτοκέφαλης αρχιεπισκοπής Αχρίδος που ήταν η τελευταία πατριαρχική έδρα της
βασιλείας του Σαµουήλ,2 για να προφυλάξουν την ανεξαρτησία τους ανέπτυσσαν
σταδιακά τη θεωρία τους, ότι δηλαδή η αρχιεπισκοπή τους ταυτίζεται µε αυτή της
Πρώτης Ιουστινιανής.3 Το πιο περίεργο είναι πως αυτή η θεωρία δηλώθηκε µέσω
του επίσηµου τίτλου του αρχιεπισκόπου Αχρίδος: «ἐλέῳ Θεοῦ Ἀρχιεπίσκοπος
τῆς Πρώτης Ἰουστινιανῆς καὶ πάσης Βουλγαρίας» ο οποίος έγινε αποδεκτός από
τα µέσα του 12ου αιώνα και ίσχυε όλο και περισσότερο από την εποχή του
αρχιεπισκόπου ∆ηµητρίου Χωµατιανού (1217 - 1235) και µε το Xρυσόβουλλο του
αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ για την εκκλησία της Αχρίδος από το 1272.4
1. H. G. Beck. Kirche, 186. • Zbornik Filoz. Fakult. 7, I (Belgrad, 1963), 127 – 142. • G. Prinzing,
Entstehung umd Rezeption der Justiniana Prima – Theorie im Mittelater, Byzantino bulgarica, Sofia
1978, 269 – 287. • D. Claude, “Die byzantinische Stadt im 6. Jh.”, München, 1969, 105, 167/68, 201,
243 – 44.
2. K. Ε. Zacharia von Lingenthal. Beiträge, VII, τ. 8, 3 (1864) l - 36.
139
3. H. Gelzer. Ungedruckte - : BZ 1 (1892), 245 - 282, και Teil II. - : BZ 2 (1893), 22 – 72 και
Patriarchat, 20 – 25. • H. G. Beck, Kirche, 184. • R. Ljubinkonič, Tradicije Prime Justiniane u
titulauri ohridskih arhiepiskopa. - Starinar NS 17 (1966), 61 – 76. • V. Zlatarski, Prima Justiniana -
: BZ 30 (1929/30) 484 - 489.
4. J. Darrouzés, Les réponses canoniques de Jean de Kitros. - : Rev. Et. Byz. 31 (1973), 319 – 325, 331 –
332. • H. Gelzer, Patriarchat, 11. • F. Dölger, Regest – Nr. 1992 και R. Ljubincovic, 61 – 76. • V.
Laurent, Le Corpus des Sceaux de l’ Empire Byzantin, τ. 5, Paris, 1965, 2.Nr. 1498.
Αργότερα παρατηρήθηκε ότι, κατά τον 17ο αιώνα, η θεωρία αυτή “γέννησε
τα πιο περίεργα άνθη” και ότι µέχρι και τον 19ο αιώνα ουδόλως είχε ξεχαστεί.
Αυτή η θεωρία δατυπώθηκε και σχεδόν τον 12ο αιώνα - ταυτίστηκε η Αχρίδα µε
την Πρώτη Ιουστινιανή.1
Σώζεται µια ανώνυµη σηµείωση για την ιεραρχία των αρχιεπισκόπων της
Αχρίδος, η οποία δηµοσιεύτηκε το 1962 από τον Α.Tovar και χρονολογείται από
τον 12ο αιώνα. Σ’ αυτή τη σηµείωση αναφέρεται, καταρχήν, ότι ο αρχιεπίσκοπος
της Αχρίδος2 αναγνωρίζεται ως αρχιεπίσκοπος της Πρώτης Ιουστινιανής και ότι
η έδρα του παλαιότερα ήταν η Βελεβούσδα. Άρα, η Πρώτη Ιουστινιανή
ταυτίζεται µε την πόλη Βελεβούσδα, το σηµερινό Kjustendil στη Βουλγαρία. Στο
υπόλοιπο κείµενο αναφέρεται ο συγγραφέας του, κυρίως στα προνόµια των
αρχιεπισκόπων της Αχρίδος, τα οποία προκύπτουν από την ταύτισή της µε την
Πρώτη Ιουστινιανή.
Η συχνά επίµονη ταύτιση του Kjustendil µε την Πρώτη Ιουστινιανή έχει
αποδειχθεί από τη νεότερη έρευνα ως ανεπαρκές στοιχείο για το θέµα της
Αχρίδος.3
Από αυτή τη σηµείωση δεν προκύπτουν νέα ιστορικά στοιχεία πάνω στο
θέµα του εντοπισµού της. Mας παρέχονται όµως καινούργιες πληροφορίες
σχετικές µε τη διαµόρφωση και τη λειτουργία αυτής της θεωρίας.
Την πρώτη συγκεκριµένη απόδειξη για την ύπαρξη αυτής της θεωρίας της
ταύτισης της βυζαντινής αρχιεπισκοπής µε την αρχιεπισκοπή της Πρώτης
Ιουστινιανής, αποτελεί µια σηµείωση, η οποία βρίσκεται σε µια από τις
προσθήκες των χειρογράφων του Σκυλίτζη, η οποία αναφέρει ότι ο
αυτοκράτορας
140
1. Νικηφόρος Κάλλιστος, J. P. Migne PG 147, 292. • I. Snegarov Grad Ochrid, istoriceski ocerk.
Maked. Pregled, 4 (1928) 58 – 59.
2. A. Tovar. Nota sobre el arzobispada de Bulgaria en un manuscrito griego de Salamanca. Emerita
30, Madrid 1962, 1 - 7, V. Laurent in: BZ 56 (1963), 170.
3. K. E. Zacharia von Lingenthal, Beiträge..., 6 – 7. • D. Rattinger, Die Patriarchat und
Metropolitansprengel von Constantinopel und die bulgarische Kirche zur Zeit der Lateinerherrschaft
in Byzanz. - Hist. Jahrb., 1 (1880), 96 – 106. • R. Ljubinkovič, Jedan srednjovekovni pokusaj
ubikacije Justinijane Prime. - Leskovacki Zbornik, 8 (1968), 45 – 46. • J. Ivanov, Severna
Makedonija, Sofija, 1906, 146 - 147.
Βασίλειος ο Β΄, έχοντας γνώση των διατάξεων του Ιουστινιανού, ανανέωσε και
ενδυνάµωσε το αυτοκέφαλο της βουλγαρικής εκκλησίας. Το κείµενο αυτής της
σηµείωσης βρίσκεται, όπως γνωρίζουµε από την έκδοση των χειρογράφων του
Σκυλίτζη από τον H. Thurn, σε δύο χειρόγραφα του 14ου αιώνα, προέρχεται
όµως από µια παλαιότερη εγγραφή, που γράφτηκε το 1118 από τον Μιχαήλ
Αρχιεπίσκοπο της ∆εάβολης και έχει την ακόλουθη διατύπωση: “ὁ δὲ βασιλεὺς
ἐκύρωσε καὶ αὖθις τὴν ἐπισκοπὴν (Ε: ἀρχιεπισκοπήν) Βουλγαρίας
αὐτοκέφαλον, καθὰ καὶ πάλαι (Ε. πάλιν) ἐπὶ τοῦ γέροντος Ρωµανοῦ,
141
Ωστόσο, αυτή η θεωρία εξαφανίστηκε προσωρινά, χωρίς ν’ αφήσει πίσω
της κάποια «επίσηµα» ίχνη. Η επόµενη µαρτυρία για τη διάδοση της θεωρίας της
Πρώτης Ιουστινιανής έρχεται από τον Ν. ∆οξοπατρή, ο οποίος το 1143 συντάσσει
1. Ιωάννης Σκυλίτζης, Σύνοψις Ιστοριών, CFHB 5, 365, 8 - 11. • V. Zlatarski, Prima Justiniana, BZ
30 (1929 - 30), 434 – 489. • I. Snegarov, Istorija na Ochridskata archiepiskopija, I, Sofija 1932, 30.
2. B. Granič, Kirchenrechtliche Glossen zu den von des Kaiser Basileios II. dem Erzbistum von Achrida
– Byzantion 12 (1937) 398 – 399. • V. Zlatarski. Prima Justiniana, 485 – 487.
3. V. Tiftixoglu. Gruppenbildungen des konstantinopolitanischen Klerus während der Komnenenzeit. -
BZ 62 (1969), 34.
για λογαριασµό του βασιλιά Ρογήρου της Σικελίας την “τάξη των πατριαρχικών
θρόνων”. Άξονας γι’ αυτή την εικασία, είναι µια διατύπωση σε µια ενότητα, η
οποία αφορά την αρχιεπισκοπή Βουλγαρίας και αναφέρει ότι αυτή, καταρχήν,
δεν είναι Βουλγαρία.1 Η αρχιεπισκοπή Βουλγαρίας είναι διάφορος της
αρχιεπισκοπικής περιοχής Αχριδών γεωγραφικά και εθνολογικά.2 Λίγο καιρό
µετά τη σύνταξη αυτού του κειµένου, µπήκε σ’ εφαρµογή για πρώτη φορά η
θεωρία της Πρώτης Ιουστινιανής από τον Αρχιεπίσκοπο Ιωάννη Κοµνηνό, ο
οποίος ήταν γιος του Iσαακίου Kοµνηνού.3
Tην υπογραφή του Iωάννη Kοµνηνού τη βρίσκουµε στα πρακτικά της
Συνόδου της Kωνσταντινουπόλεως του Aυγούστου/Σεπτεµβρίου του έτους
1156.4 H Σύνοδος αυτή έλαβε αποφάσεις εναντίον του Σωτερίχου Παντευγένους
και ο Iωάννης υπογράφει στα πρακτικά ως «Ὁ ταπεινὸς µοναχὸς Ἰωάννης καὶ
ἐλέῳ Θεοῦ ἀρχιεπίσκοπος πρώτης Ἰουστινιανῆς καὶ πάσης Βουλγαρίας ὁ
5
Κοµνηνὸς ὁρίσας ὑπέγραψα.»
Mε την υπογραφή αυτή έχουµε την έναρξη µιας νέας θεωρίας, της ταύτισης
της Πρώτης Ιουστινιανής µε την αρχιεπισκοπή Αχρίδος και γεννάται το
ερώτηµα: µπόρεσε η εκκλησία να ιδιοποιηθεί αυτή τη θεωρία;
O R. Ljubinkovič εκφράζει την άποψη ότι η αντίδραση των Kυπρίων
αρχιεπισκόπων εναντίον αυτής της υπογραφής δεν στράφηκε εµφανώς, όπως
φαίνεται από το κείµενο των πρωτοκόλλων της Συνόδου, ούτε εναντίον της
προσθήκης «...Πρώτης Ιουστινιανής» που εµπεριέχονταν στον τίτλο του
αρχιεπισκόπου της Αχρίδος.
142
O Ljubinkovič συµπεραίνει ότι ο καινούργιος τίτλος έγινε αποδεκτός από
τους συγχρόνους του και κυρίως από τους εκκλησιαστικούς κύκλους γιατί
είχαν
143
βασιλέως Ἰουστινιανοῦ. Καὶ ἡ µὲν Βουλγαρία διά τοῦτο καλεῖται
Ἰουστινιανή,…».4
144
σχηµατίσουµε µία σαφή εικόνα για τη στάση που τηρούσε η Εκκλησία απέναντι
στη θεωρία αυτή, της Πρώτης Ιουστινιανής, στο διάστηµα από το 1156 έως το
διορισµό του ∆. Χωµατιανού το 1217.
1. H. Gelzer, Bistümerverzeichnisse II, 40, 41. • M. Gyoni, L’ évêché vlaque de l’ archevêché d’ Achris
aux XIe - XIVe. - Et. Slav. Roum. 1 (1945), 225. • H. Gelzer, Patriarchat, 6 – 7.
2. W. v Tyrus, Historia rerum in partibus transmarinis gestarum, XX, 4 abgedruckt in: Latinski izvori
za bŭlgarskata istorija, III, Sofija, 1965, 196. • G. Prinzing, Entsehung, 274. (Στην επαρχία της
Πελαγονίας απάντησα, εγγύς εκείνης της αρχαίας και κυρίως ευτυχισµένης και συνετής αυτοκρατορικής
πατρίδας, την πόλη Iουστινιανή δηλαδή την Πρώτη Iουστινιανή της οποίας η φήµη είναι µέχρι σήµερα
δακτυλοδεικτούµενη).
145
1. J. P. Migne. PG 140, 179 B, 181 C, 188 A, 192 A, 196 C, 197 Β & D. • Hierom. P. Englezakis,
Cyprus, Nea Justinianoupolis, Nicosia 1990, κεφ. II, III, IV, V.
2. L. Petit, Le monastére de Notre Dame de Pitié en Macédoine, Izvěst Russkago Archeol. Instit. V.
Konst. 6 (1900), 123 και Vizantijskij Vremennik, Sanktpeterburg – Leningrad 1894 – 1927,
22(1915/16) 61.
3. L. Petit. Documents i nédits sur le concile de 1166 et ses derniers adversaires. Vizantijskij
Vremennik II 1904, 479 – 489. • V. Grumel, Les Regestes des Actes du Patriarchat de
Constantinoples, Reg. Nr. 1109, Chalcedonenses 1932. • R. Ljubinkovič, cod Paris gr. 880, Starinar,
Ns 20 (1969) 191–204, τ.1171v1176.
4. H. Gelzer, Patriarchat, 6 – 7. • J. Ivanov, Bălgarski Starini iz Makedonija, Sofija 1934, 565 – 569. •
V. Benesevič, Vizantijskij Vremennik, 22 (1915/16) 60. • R. Ljubinkovič, cod Paris. gr.880. Datum,
sadržaj, tentencije εις Starinar, 20(1969), 191 – 204, τ.1171 v 1176.
146
µόνο η ισχύς του παραδοσιακού πρωτοκόλλου της εκκλησίας που αποτελούσε
τροχοπέδη στη χρήση του καινούργιου τίτλου, αλλά και ότι, πέραν τούτου,
ασκούνταν πίεση από την πλευρά του πατριαρχικού κλήρου, λόγω πολιτικών και
εκκλησιαστικών συνθηκών, στην Αρχιεπισκοπή Αχρίδος.
1. I. Dujcev, Alcune testimonianze della letteratura slava medioevale sulle isole Ioniche – εις Πρακτικά
Τρίτου Πανιονίου Συνεδρίου, Αθήναι 1969, 25 – 27.
2. C. Gianelli, Il cognome e la cazziera ecclesiastica di un arcivescovo di Bulgaria (contantin),
Eπετηρίς Εταιρείας Bυζαντινών Σπουδών, Αθήνα 23 (1953) 225 - 229.
3. Η. Gelzer, Patriarchat, 11.
147
Wilhelm von Tyrus και κυρίως οι δύο µαρτυρίες που προέρχονται από το
ελληνικό χειρόγραφο του Eσκοριάλ.
Η δηµοσιευµένη σηµείωση του Τovar περιλαµβάνεται στον cod. Salmant
2324
του 14ου/15ου αιώνα. Η σηµείωση αυτή βρίσκεται στη συλλογή χειρογράφων του
Εσκοριάλ Ισπανίας, Χ – ΙΙ - 10 στο χωρ. 377 όπου περιέχονται έργα των
Ζωναρά, Βαλσαµώνα και Th. Bastes. Το χειρόγραφο αυτό χρονολογείται, κατά
ένα µεγάλο µέρος, από τον G. de Andrés ενώ η σηµείωση που µας ενδιαφέρει
χρονολογείται κάπου µέσα στον 13ο αιώνα.1
«Περὶ τῆς Πρώτης καὶ Δευτέρας ᾿Ιουστινιανῆς ἐκ τῶν µετὰ τὸν κώδικα
5 ἐπαρχίαις τὸν τόπον ἐπέχει τοῦ ἀποστολικοῦ θρόνου ῾Ρώµης καὶ τὸν
τίτλῳ τῶν νεαρῶν ἡ γ´ διάταξις· διὰ πλάτους γὰρ λέγει τὴν αὐτοῦ
148
15 ἐπίσκοπος καὶ ὁ τῆς Πρώτης ᾿Ιουστινιανῆς, ἥτις ἐστὶν ἡ Βουλγαρία,
ἐν τῆ Κωνσταντίνουτινουπόλει ἐρριζωθείσης
1. G. de Andrés, Catàlogo de los cόdices griegos de la Real Biblioteca de el Escorial, Bd. 2. Madrid,
1965, Nr. 370, 274 – 278. • J. Pitra, Analecta sacra et classica specilegio solesmensi parata VI,
Romae 1891, 631.
φέροντα, οἷον ἔτι καὶ ἐν τῇ συνόδῳ τῆς ᾿Αφρικῆς εὑρήσεις· “Βαλεντῖνος τῆς
᾿Ιστέον δὲ καὶ τοῦτο, ὄτι καὶ πρὸ τῆς νοµοθεσίας τοῦ ἀοιδίµου βασιλέως
149
Λακαπηνοῦ, ὅτε τὰ πρὸς τὸν Πέτρον τὸν βασιλέα Βουλγάρων ἐγεγόνεισαν
150
Βασίλειος ονοµάζει επίσκοπον Ιλλυριών τον επίσκοπο αυτής της Εκκλησίας. Οι δε
λατίνοι «πρίµας» ονόµαζαν αυτόν ο οποίος προΐστατο στη Ρωµαϊκή εκκλησία,
πράγµα που µπορείς να το βρεις ακόµη και στη Σύνοδο της Αφρικής: Βαλεντίνος ο
επίσκοπος της πρώτης καθέδρας, δηλαδή αυτός που υπερέχει από τους άλλους
επισκόπους, ο πρωτόθρονος. ∆ιότι στην Αφρική, όπως ήταν λογικό, ήταν ο
επίσκοπος της νουµιδικής Εκκλησίας που είχε τα πρωτεία.
Πρέπει δε να γνωρίζουµε ότι και πριν τη νοµοθεσία του Ιουστινιανού αυτή η
εκκλησία ήταν αυτοκέφαλη και είχε προνόµιο χειροτονίας και ιερωσύνης όχι µόνο
από την εποχή του βασιλέως Βασιλείου και του Ρωµανού του Λακαπηνού, όταν
υπέγραψαν συµφωνίες µε τον Πέτρο, τον βασιλιά των Βουλγάρων αλλά και από
αρχαία προνόµια που είχαν παραχωρηθεί».1
151
«Βουργαρία» αντί «Βουλγαρία», δηλαδή την αλλαγή των συµφώνων ρ – λ
συναντάται και σε πρωτοβουλγαρικές επιγραφές σύµφωνα µε µαρτυρίες των V.
Beševliev και F. Dölger.5
152
πλαίσια των διαπραγµατεύσεων για ενότητα µεταξύ του τσάρου Καλογιάννη και
του Πάπα Ιννοκέντιου του Γ΄ στην Πρεσλάβα.7
1. V. Beneševič, Cod Sinait (508), 545 «Καὶ τὸν ἐπίσκοπον Βελεβουσδίου εἰς αὐτήν τὴν Βελεβούσδαν».
• E. Kωνσταντίνου ή Tέγου – Στεργιάδου, Σιγίλλια, 59 – 60.
2. V. Beneševič, Opisanie, 545.22. • I. Snegarov, Ochridskata archiepiskopija I, 176 – 177.
3. H. Gelzer, Bistümerverzeichnisse II, 43. • V. Beneševič, Opisanie, 545.23. • J. Ivanov, Makedonija, 81–
82.
4. H. Gelzer, Bistümerverzeichnisse I, 256 – 257 και II, 59, ders., Patriarchat, 10. • Α. Σταυρίδου –
Ζαφράκα, Νίκαια, 134, 138, 141. • Σ. Βαρναλίδης, Ζωσιµάς, 106. • V. Laurent, Corpus, 329.
5. V. Corovič, in: Svetosavski Zbornik 2, Beograd 1939, 30 – 31. • J. Ivanov, Makedonija, 46.
6. F. Dölger, Regesten, Nr. 1647. • Α. Σταυρίδου – Ζαφράκα, Νίκαια, 44, 50, 51, 53, 55, 60, 103, 138.
7. J. Ivanov, Makedonija, 46 – 47.
153
οδηγούν στο συµπέρασµα ότι από αυτή την πόλη κατάγονταν διάφοροι
µονάρχες, µεταξύ των οποίων και ο Ιουστινιανός Α΄.
Συνεπώς, η Βελεβούσδα θεωρούνταν ως µια πόλη η οποία είχε ιδρυθεί
πολύ παλιά, µε πλούσια παράδοση και κτίρια των οποίων τα ερείπια
µαρτυρούσαν το περασµένο µεγαλείο της.4 Τα αρχιτεκτονήµατα ήταν τον καιρό
της βυζαντινής
1. J. Ivanov, Makedonija, 47 – 48
2. Γ. Θεοχαρίδης, Iστορία, 132, 342. «Το βυζαντινόν Βελεβούσδιον, 85 χιλιοµ. Ν∆ της Σαρδικής, επί
τουρκοκρατίας και σήµερον Κουστεντίλ».
3. J. Ivanov, Macedonija, 47 – 48.
4. G. Prinzing, Enstehung, 281 – 282.
αυτοκρατορίας ακόµη και µέχρι τον 19ο και τον 20ο1 αιώνα και ήταν
πραγµατικά εντυπωσιακά, κάτι το οποίο φαίνεται και από την πολύ σηµαντική
για την ιστορία της πόλης µαρτυρία της ανασκαφής.2
Η γειτνίαση της Γερµάνειας γενέτειρας του Βελισάριου, µε τη Βελεβούσδα
στήριξε τη θεωρία της ταύτισής της µε την Πρώτη Ιουστινιανή.3 Και µπορούµε
να αποδώσουµε τη διατύπωση της εκδοχής αυτής πιθανόν στους ίδιους τους
επισκόπους της Βελεβούσδας, από τους οποίους µας είναι γνωστοί, κυρίως από
σφραγίδες, ο Νικηφόρος Απελάτης, 2ο µισό του 11ου αιώνα και οι Ιωάννης και
Γαβριήλ, 2ο µισό του 12ου αιώνα.4
Ωστόσο θα πρέπει, κατά πάσα πιθανότητα, να αναζητήσουµε τον συγγραφέα
της σηµείωσης στην χρονική εκείνη περίοδο µεταξύ του 2ου µισού του 11ου
αιώνα και του 2ου µισού του 12ου αιώνα. Έχοντας υπ’ όψη το νόηµα που βγαίνει
παρακάτω, από τα συµφραζόµενα της σηµείωσης, θα δώσουµε µια χρονολόγηση
κάπου στο 2ο µισό του 12ου αιώνα. Βεβαίως δεν είναι υποχρεωτικό να
θεωρήσουµε, ότι συγγραφέας είναι ο Ι. Κοµνηνός όπως λέει ο Tovar.5
Σειρές 12 - 16: Η πρώτη πρόταση αυτού του κοµµατιού συµπίπτει µε τη
«νεαρά» 131, κεφάλαιο ΙV. Η δεύτερη πρόταση αναφέρεται στην πατριαρχική
τάξη, από την οποία στη σειρά 20, εµφανώς διαχωρίζεται. Οι προτάσεις αυτές
δείχνουν, ότι ο συγγραφέας τους αναφέρεται στους αρχιεπισκόπους Αχρίδος, οι
οποίοι µε το δικαίωµα του αυτοκεφάλου, ζητούν την ανεξαρτητοποίησή τους
154
από την Κωνσταντινούπολη. Από άποψη περιεχοµένου, όµως, οι προτάσεις
αυτές καλύπτονται ήδη από τον Βαλσαµώνα.6
155
«καταγωγής» της σηµείωσης που µελετάµε κάπου κοντά στις χρονολογίες των
Συνόδων που αναφέραµε. Η χρονολογία που δίνει ο Τοvar, δηλαδή το 1143
πρέπει να στηρίζεται στο έργο του Νείλου ∆οξαπατρή «Τάξις τῶν πατριαρχικῶν
θρόνων», που γράφτηκε το 1143 κατά διαταγή του Σικελού βασιλιά Ρογήρου
όπως
1. A. Jones, R. Martindale, J. Morris, The Prosopography of the Later Roman Empire I. Cambridge,
1971, 509.
2. Iωάννης Mαλάλας, Χρονογραφία, 410, 425.
3. Γ. Pάλλης – M. Ποτλής, Σύνταγµα I, 44.
4. J. P. Migne, PG 132, 1097. • Γ. Κονιδάρης, Η θέσις της Εκκλησίας Κύπρου, 81 – 120 (Πρακτ. Κυπρ.
Συν., ΙΙΙ, Λευκωσία, 1972).
5. J. P. Migne, PG 140, 197 Β (Στη Σύνοδο του 1157 συµµετείχε ο αρχιεπ. Αχρίδος Ι. Κοµνηνός).
156
όρο «βουλγαρικός»· «σθλαβικός»,3 όπως επίσης και για άλλες σλαβικές
εθνικότητες.
Στο κείµενο της σηµείωσης χρησιµοποιείται πολλές φορές ο όρος «prevol»,
στηριζόµενος στον παλαιό όρο της σλαβικής εκκλησίας «prvlje», λόγω
νοήµατος. Ίσως όµως ο όρος «prevol» να µην προέρχεται από το συγκριτικό
βαθµό του prvlje, σύµφωνα µε τον Tovar, αλλά αντί αυτού, από τoν ενισχυµένo
σχηµατισµό της αύξησης του velji, prebolij (πρώτος) όπως υποστηρίζει ο
Miklosich.4
Σειρές 30 - 31: Στο σχόλιο του Tovar, ότι δηλαδή σ’ αυτό το σηµείο γίνεται
αναφορά στον Ι. Κοµνηνό, έχει ήδη εκφράσει την άποψή του ο Laurent.1 Η
εικασία του ότι «ο Μέγας Βασίλειος ονόµαζε τον επίσκοπο των Ιλλυρίων
επίσκοπο της Πρώτης Ιουστινιανής» δεν είναι σωστή. Κατά την άποψη του
συγγραφέα της σηµείωσης, υπάρχει µια επιστολή του Αγίου Βασιλείου στον
Επίσκοπο των Ιλλυρίων Βαλεριανό του 372.2 Τότε η έδρα των Ιλλυρίων ήταν το
Σίρµιο, σε καµία περίπτωση λοιπόν δεν ήταν η Πρώτη Ιουστινιανή, η οποία δεν
υπήρχε ακόµη ως Μητρόπολη.
Η παρουσία της επισκοπής Ιλλυρικού στην εποχή του Μεγάλου Βασιλείου
εξηγεί το γιατί (στις παρακάτω σειρές 37 - 42) θεωρήθηκε ότι η αρχιεπισκοπή
προέρχεται από πιο παλιά - ακόµη κι από την εποχή του Ιουστινιανού, γι’ αυτό
έχει το δικαίωµα της αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Αχρίδος, «από των αρχαίων
προνοµίων».
Σειρές 31 - 36: Η Σύνοδος που αναφέρεται από τον ανώνυµο συγγραφέα
αυτής της σηµείωσης, είναι εκείνη του Μαΐου του 419 της Καρχηδόνας, στην
οποία ο Βαλεντίνος υπόγραψε µε τη σειρά του, πίσω από τον αρχιεπίσκοπο
Αυρήλιο της Καρχηδόνας, ως: «Βαλεντῖνος τῆς πρώτης καθέδρας ἐπίσκοπος τῆς
3
Νουµιδικῆς χώρας, τοῖς παροῦσι πεπραγµένοις ὑπέγραψα.» Όµως η υπογραφή
του αρχιεπισκόπου των Νουµιδών ως «πρώτος» σήµαινε ότι είχε µεν ως άρχοντας
157
την πρωτοκαθεδρία, αλλά δεν ασκούσε καµιά «µητροπολιτική εξουσία».4 Η θέση
του «πρώτου» ήταν άρα, πιο χαµηλή από αυτή του αρχιεπισκόπου της Πρώτης
Ιουστινιανής αργότερα. Ο αρχιεπίσκοπος της Καρχηδόνας πρώτα αναγορεύτηκε
σε µητροπολίτη (520/522), του οποίου η ισότητα µε τον αρχιεπίσκοπο της Πρώτης
Ιουστινιανής καθορίστηκε στη «νεαρά» 131 του Ιουστινιανού.
Σειρές 37 - 42: Το κοµµάτι αυτό αναφέρεται όχι µόνο στη θεµελίωση της
αυτοκέφαλης εκκλησίας της βυζαντινής αρχιεπισκοπής της Βουλγαρίας από τον
Βασίλειο Β΄, αλλά και από το Ρωµανό Ι Λεκαπηνό το 927 επ’ ευκαιρία της
σύναψης ειρήνης µεταξύ του Βυζαντίου και του τσάρου Πέτρου της
Βουλγαρίας.1 Έτσι, λοιπόν, δεν µπορεί να υποστηριχθεί η βουλγαρική παράδοση
της αρχιεπισκοπής Αχρίδος.
Η τελευταία παρατήρηση για τη θεµελίωση των δικαιωµάτων της
Εκκλησίας Αχρίδος, την εποχή πριν τον Ιουστινιανό θα πρέπει να συνδεθεί,
όπως έχουµε ξαναπεί, µε τη µαρτυρία του Μ. Βασίλειου,2 που ίσως πίστευε ότι
έτσι θα έπαυαν οι κυπριακές διεκδικήσεις στη Σύνοδο του 431. ∆εν αποτελεί
έκπληξη το ότι αυτά τα επιχειρήµατα για την Πρώτη Ιουστινιανή βρίσκονται και
τεκµηριώνονται µόνο σ’ αυτό το σηµείο, και δεν ξανασχολήθηκε, πιθανόν,
κανείς µ’ αυτά.3
Επανερχόµενοι στο θέµα της ανάπτυξης και της αποδοχής της θεωρίας για
την Πρώτη Ιουστινιανή. Θα µπορούσαµε ανακεφαλαιώνοντας να
παρατηρήσουµε τα εξής:
1ον Η ανάπτυξη αυτής της πολυσυζητηµένης και αµφισβητούµενης θεωρίας
ήταν, ενδεχοµένως, αποτέλεσµα της ανόδου των νοµικών σπουδών στο
Βυζάντιο, από τα τέλη του 11ου αιώνα, κάτι που εξηγεί την παρουσία της
θεωρίας στις αρχές του 12ου αιώνα από τον Μιχαήλ ∆ιαβόλεως.4
158
2ον Οι σηµειώσεις που αφορούν στη Βελεβούσδα, αυξάνουν τις µαρτυρίες για
την Πρώτη Ιουστινιανή. O συγγραφέας του πρωτότυπου κειµένου των
σηµειώσεων θα πρέπει πιθανόν να αναζητηθεί ανάµεσα στους επισκόπους
της Βελεβούσδας, κάπου στα µέσα ή στο 2ο µισό του 12ου αιώνα.
159
β. Πλαστογραφηµένα έγγραφα της Αρχιεπισκοπής Πρώτης Ιουστινιανής
και η χρήση τους στο Μεσαίωνα κατ’ εξακολούθηση
ἐπίσκοπος, καὶ πάντες οἱ διάδοχοι αὐτοῦ καὶ ἐπίσκοποι ἵνα φορῶσι ἡµῶν τὸ
τόπῳ χρησίµῳ… διότι ὅπου ἐστίν ἡ ἀρχικὴ ἱερατία καὶ ἡ κεφαλὴ τῆς
χριστιανικῆς θρησκείας ἀπό τοῦ Βασιλέως τῶν οὐρανών δεδοµένη, ἅδικον ἐστί
1. D. Blondel, Pseudoisidorus et Tuttianus vapulantes, Genev, 1634 (µε το έργο αυτό ο Blondel
αποδεικνύει την πλαστότητα του εγγράφου του αναφεροµένου στην Ψευδοκωνσταντίνεια δωρεά του 17ου
αιώνα).
2. Αρχιµ. Κ. ∆ελικάνης, Πατριαρχικών Eγγράφων ΙΙΙ, 1022.
3. Ευσέβιος, Βίος Κωνσταντίνου, I. Heikel, Eusebius, Werke I, Leipzig 1902, ΙV, 61 - 62 (145.18 κε).
160
χιτώνα κόκκινον, καὶ πάντα τὰ βασιλικά ἐνδύµατα,… ὁµοίως καὶ τὰ βασιλικὰ
δόξαν τῆς ἡµῶν ἐξουσίας… Οὕτω θεσπίζοµεν κοσµεῖσθαι καὶ τὸν κλῆρον τῆς
1
ἁγίας Ρώµης ἐκκλησίας…».
Χρήση του πλαστογραφηµένου αυτού εγγράφου έκαµαν οι Πάπες Ρώµης
µέχρι και τον 15ο αιώνα. Αυτή η πλαστογραφηµένη Ψευδο-Κωνσταντίνειος
∆ωρεά χρησιµοποιήθηκε σαν υπόδειγµα στη σύνταξη του Ψευδο-Ιουστινιανείου
Χρυσόβουλλου, όπως µπορεί να διαπιστώσει κανείς παραλληλίζοντας τα δύο
κείµενα.2
Ο Κ. ∆ελικάνης θεωρεί χαλκευτή του Ψευδο-Ιουστινιάνειου
Χρυσοβούλλου τον ∆ηµήτριο Χωµατιανό,3 ο οποίος επωφελούµενος των
πολεµικών αναταραχών και όλων των παρελκόµενων γεγονότων προσπάθησε να
ικανοποιήσει τα φιλόδοξα σχέδιά του. Ο κατακερµατισµός των ελληνικών
δυνάµεων και η διάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, βοήθησαν µια τέτοια
κίνηση από µέρους του Χωµατιανού.
Η άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από του Φράγκους της ∆΄ Σταυροφορίας
στις 13 Απριλίου του 1204 και η σύµπραξη Βενετών και Φράγκων, για τη διανοµή
βυζαντινών εδαφών, οδήγησαν µερικές ηγετικές προσωπικότητες να ιδρύσουν
ηγεµονίες, όπως της Τραπεζούντας, της Νίκαιας, της Ηπείρου.4
Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Γ΄ Άγγελος εκθρονισµένος περιφέρονταν µεταξύ
Θράκης, Μακεδονίας, Θεσσαλίας και Μικράς Ασίας,5 ενώ ο πατριάρχης Ιωάννης
Ι΄ Καµατηρός κατέφυγε στο ∆ιδυµότειχο.6 Στη Μικρά Ασία ιδρύθηκε από το
1. Γ. Ράλλης - Μ. Ποτλής, Σύνταγµα Ι, 145 - 149, Το έγγραφο αυτό καταχωρήθηκε και στο Νοµοκανόνα
του Φωτίου µε τον τίτλο Η.
2. Βλέπε στο παράρτηµα (τα δύο έγγραφα).
3. Αρχιµ. Κ. ∆ελικάνης, Πατριαρχικοί Πίνακες ΙΙΙ, 1030.
4. Ι. Καραγιαννόπουλος, Κεντρόφυγοι και κεντροµόλοι δυνάµεις στο βυζαντινό κόσµο. Πρακτικά ΙΕ΄
∆.Σ.Β.Σ., Αθήναι 1976, 1-19. • ∆. Ζακυθηνός, Μελέται ΙΙ, 182. • Ν. Oikonomides, La décomposition de
l’empire byzantin à la veille de 1204 et les origines de l’empire de Nicée, Αθήνα 1976, Rapports I. 4 -
13.
5. Γεώργιος Ακροπολίτης, Χρονικόν, 6.8 - 9 κε, 12, 22 κε, 14.23.17.
6. Ν. Χωνιάτης, 593, 56. • ∆. Χωµατιανός, J. Pitra, Analecta sacra et classica, αρ. 8.44.
161
Θεόδωρο Α΄ Λάσκαρη, που ήταν γαµπρός του Αλέξιου Γ΄, η αυτοκρατορία της
Νίκαιας, ενώ στη ∆υτική Ελλάδα ιδρύθηκε από τον Μιχαήλ ∆ούκα η ηγεµονία
της Ηπείρου.
Μετά το θάνατο του πατριάρχη Ιωάννη Ι Καµατηρού (26 Ιουλίου 1206)
εκλέχθηκε Πατριάρχης στη Νίκαια το 1207 ο Μιχαήλ ∆΄1 (1207 - 1214) και την
Κυριακή του Πάσχα 1207 έστεψε αυτοκράτορα στη Νίκαια τον Θεόδωρο Α΄
Λάσκαρη 2. Έτσι η Νίκαια αναδείχθηκε πολιτικό και εκκλησιαστικό κέντρο
στην Ανατολή των πολιτικών και εθνικών ανακατατάξεων. Ο Ιωαννίτζης ή
Καλογιάννης ή Σκυλογιάννης, ηγεµόνας των Βουλγάρων, επωφελήθηκε όπως
έχουµε ήδη αναφέρει, για να αυτοτιτλοφορηθεί τέλη του 1204 Τσάρος ενώ
ανεξαρτητοποιήθηκε από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και ονοµάστηκε
ο αρχιεπίσκοπος Τυρνόβου Πριµάτος Πάσης Βουλγαρίας «totius Bulgariae ac
Blaciae primatus»,3 από τον απεσταλµένο του πάπα Ιννοκέντιου Γ΄, τον
Καρδινάλιο Λέοντα.
Στην εξέλιξη των γεγονότων δεν έµεινε αµέτοχη και η Σερβία της οποίας ο
ηγεµόνας Στέφανος Β΄ Νεµάνια ονοµάστηκε από τον Πάπα, Πρωτόστεπτος και ο
αδελφός του Σάββας χειροτονήθηκε στη Νίκαια από τον Πατριάρχη
αρχιεπίσκοπος της αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Σερβίας το έτος 1219.4
Τα σηµαντικά αυτά γεγονότα έπληξαν την αυτοκέφαλη αρχιεπισκοπή
Αχρίδος και τον αρχιεπίσκοπό της ∆ηµήτριο Χωµατιανό. Ο ∆. Χωµατιανός δεν
ήθελε να αναγνωρίσει την χειροτονία του Σάββα σε αρχιεπίσκοπο, γι’ αυτό τον
αποκαλούσε «τιµιώτατον ἐν µοναχοῖς» και τον κατηγορούσε ότι εγκατέλειψε
την ασκητική ζωή για τα µεγαλεία της αρχιερατείας, την οποία έλαβε από τον
πατριάρχη, αν και δεν είχε δικαίωµα να τον χειροτονήσει, διότι, σύµφωνα µε
τους ιερούς κανόνες ΙΒ΄ και ΙΖ΄ της Χαλκηδονίου Συνόδου και ΙΗ΄ της ἐν
Τρούλλῳ
162
4. D. M. Nicol, Despotate, 60. • Α. Μηλιαράκης, Ιστορία, 177. • C. Jirecek, Serben 296 - 299. • Ι.
Ταρνανίδης, Σερβική Εκκλησία, 34.
Θεῷ καὶ καθήκοντα, ἄνωθεν καὶ ἐξ ἀρχής τῇ ἐπαρχίᾳ τοῦ Θρόνου τῆς
2
Βουλγαρίας ὑποκείµενοι, κατὰ τὸ ἀνεπεφωνηµένον ᾿Ιουστινιάνειον Θέσπισµα».
Κάνοντας αναφορά ο Χωµατιανός στο Ιουστινιάνειο Θέσπισµα, όπως το
αποκαλεί υπαινίσσεται την προκείµενη αναγόρευση και στέψη του Θεοδώρου
∆ούκα ετεροθαλούς αδελφού του Μιχαήλ Α΄ ∆ούκα, ο οποίος δολοφονήθηκε το
1214 - 1215, µετά την κατάληψη του ∆υρραχίου και της Κερκύρας.3 Ο
Θεόδωρος ∆ούκας ζήτησε από τον µητροπολίτη Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνο
Μεσοποταµίτη να τον στέψει Ηγεµόνα της Ηπείρου. Ο µητροπολίτης
Θεσσαλονίκης δε δέχθηκε την πρόταση του Θεοδώρου, παραµένοντας πιστός
στον Πατριάρχη.1
1. ∆. Χωµατιανός, J. Pitra, Analecta sacra et classica, αρ. 114, 495 - 496. • Ι. Ταρνανίδης, Σερβική
Εκκλησία, 42. • Γ. Ράλλης - Μ. Ποτλής, Σύνταγµα ΙΙΙ, 349 – 350, «ὁ βασιλεὺς οὔτε κανόνισιν
ὑποτάσσεται, διὸ καὶ ἀπ’ εὐθείας ἔχει ἐπισκοπὴν εἰς Μητρόπολιν ἄγειν, καὶ ἀποξενοῦν ἐκ τῶν
οἰκείων Μητροπόλεων».
2. ∆. Χωµατιανός, J. Pitra, Analecta sacra et classica, αρ. 114, 495 - 496. (Το ονοµάζει Θέσπισµα και
όχι Χρυσόβουλλο όπως αυτοτιτλοφορείται το έγγραφο αυτό).
163
3. Ιωάννης Απόκαυκος, Epirotica, 17. 270.21 - 23.
4. Γεώργιος Ακροπολίτης, Χρονικόν, 33. 21 - 23.
164
4. ∆. Χωµατιανός, J. Pitra, Analecta sacra et classica, αρ. 114. 485.
«τῆς Βασιλείας φηµὶ καὶ τῆς ἱεραρχίας, ἅπερ κατὰ ἔθος ἀρχαῖον ὑπ’ ἀλλήλων
2
ἀνήπτοντο», έτσι ο συντάκτης του ψευδο-Ιουστινιάνειου Χρυσοβούλλου, το
θέτει σε γνώση του πατριάρχη.
Όπως όλες οι παραχαράξεις υποπίπτουν σε σφάλµατα, ώστε να
αποδεικνύεται η πλαστότητά τους, έτσι και στην παρούσα περίπτωση, ο
πλαστογράφος παρουσιάζει τον Ιουστινιανό να γνωρίζει τον 6ο αιώνα την
Αλβανία, την Λειβαδιά και το νησί Εύριπο «η ανωτέρα Αλβανία…. και η
Λειβαδία, ήτε νήσος Εύριπος»,3 ακόµη χρησιµοποιεί ο Ιουστινιανός τον 6ο αιώνα
όρους µεσαιωνικούς όπως: Γαληνότατος, Κράντορας, Ρήγας, «οἱ προϊστάµενοι,
τῆς ἡµετέρας πατρίδος ᾿Ιουστινιανῆς ᾽Αρχιεπίσκοποι πάντων τῶν προνοµίων,
1. ∆. Χωµατιανός, J. Pitra, Analecta sacra et classica, αρ. 114. 489. • ∆. Χωµατιανός, J. Pitra,
Analecta sacra et classica, αρ. 114. 494 – 495. • Γ. Ράλλης - Μ. Ποτλής, Σύνταγµα Ι, 42. • D. M.
Nicol, Despotate, 90 - 94.
2. Γ. Ράλλης - Μ. Ποτλής, Σύνταγµα V, 220.
165
3. Γ. Ράλλης - Μ. Ποτλής, Σύνταγµα V, 220.
1
καθαιρείσθω τὰ γὰρ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ».
Αλλά και η χρονολογία που έθεσε ο χαλκευτής του εγγράφου, Αύγουστος
566, όπως έχουµε ήδη αναφέρει, τέθηκε αυθαίρετα, διότι ο Ιουστινιανός
απεβίωσε το Νοέµβριο του 565.2
Χρήση του πλαστογραφηµένου εγγράφου έγινε από τον Θεόδωρο ∆ούκα
µετά τη στέψη του από το Χωµατιανό, ο οποίος πρέπει να του γνωστοποίησε το
περιεχόµενό του. Ο Θεόδωρος ως αυτοκράτορας πλέον κόβει νοµίσµατα µε
αυτοκρατορικούς τίτλους. «ΘΕΟ∆ΩΡΟΣ ∆ΕΣΠΟΤΗΣ Ο ∆ΟΥΚΑΣ» ή
«ΘΕΟ∆ΩΡΟΣ ∆ΕΣΠΟΤΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ Ο ∆ΟΥΚΑΣ»3 και δίνει τους τίτλους
του ∆εσπότη στους αδελφούς του, Κωνσταντίνο και Μανουήλ4 και του
Σεβαστοκράτα και Μεγάλου ∆οµέστικου σε ανώτερους αξιωµατικούς.5
Υποστηρικτές του Θεοδώρου ∆ούκα υπήρξαν, εκτός από το ∆ηµήτριο
Χωµατιανό (±1216-1234), ο Ιωάννης Απόκαυκος - επίσκοπος Ναυπάκτου, ο
Μιχαήλ Χωνιάτης (±1140-1222), µητροπολίτης Αθηνών και ο Γεώργιος
Βαρδάνης (±1219 - 1236), µητροπολίτης Κερκύρας, όπως προκύπτει από την
επιστολογραφία τους. Ο Γεώργιος Βαρδάνης σε επιστολή του προς τον
πατριάρχη Γερµανό Β΄ το 1228, υποστηρίζει τη νοµιµότητα του αυτοκρατορικού
τίτλου του Θεοδώρου ∆ούκα και το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της
αυτοκρατορίας του.6 Ο Ι. Απόκαυκος σε επιστολή του λέει για τον Θεόδωρο:
«Γνώτωσαν ἔθνη ὅτι ὄνοµά σοι βασιλικὸν καὶ δραστήριον».7
Η αγωνιώδης προσπάθεια του Χωµατιανού να προσδώσει κύρος στην
αρχιεπισκοπή του, µας προκαλεί να ξανασκεφτούµε τι ήταν η Πρώτη
Ιουστινιανή στο µεσαίωνα;
166
7. Ιωάννης Απόκαυκος, Epirotica, αρ. 22. 283 – 4 - 5.
1. J. Mansi, Sacrorum, 9.147 - 148, 199, 1115 - 1117, 1190 - 1191. Τη µή γνησιότητα της ΧΙ Νεαράς του
Ιουστινιανού απέδειξε ο Σταυράκης Βέης, υποστηρίζοντας ότι είναι κατασκεύασµα του 13ου αιώνα. Το
κείµενό της συµπληρώθηκε την εποχή του Θεόδωρου Άγγελου Κοµνηνού, βλ. Izvestija Russkavo
Archeologičeskovo Instituta vi Konstantinople VI, Sofia 1901, 237–252. • Σ. Βαρναλίδης, Ζωσιµάς,
101.
2. Μ. ∆ήµιτσας, Αυτοκέφαλο, 2.
3. Μ. ∆ήµιτσας, Αυτοκέφαλο, 2.
4. Ι. Αναστασίου, Βίος Κλήµεντος Αχρίδος, Ε.Ε.Θ.Σ.Π.Θ., ΙΒ΄ (1968) 178, 180 - 181, «Βουλγάρῳ
γλώσσῃ πρῶτος ἐπίσκοπος ὁ Κλήµης καθίσταται», PG 126, 1228.
167
6. Λέων ∆ιάκονος, Ιστορία, 159.6.
και τον µεν Βόρη ανάγκασε να παραιτηθεί του θρόνου του το δε Βουλγαρικό
Πατριαρχείο έπαυσε να υφίσταται1 και στις πόλεις Πρεσθλάβα και ∆ρίστρα
εγκατέστησε φρουρές.
Η Αχρίδα, µετά το θάνατο του Ι. Τσιµισκή (976), έπεσε και πάλι στα χέρια
των Βουλγάρων και έγινε έδρα πατριαρχείου και έδρα των Βουλγάρων
Ηγεµόνων επί Σαµουήλ,2 µέχρι την ανακατάληψή της από τον Βασίλειο Β΄ τον
Βουλγαροκτόνο (976-1025), ο οποίος κατάργησε και πάλι το Πατριαρχείο
Βουλγαρίας,3 µε τα τρία (3) Σιγίλλιά του4 και το αντικατέστησε µε την
αρχιεπισκοπή Βουλγαρίας µε έδρα την Αχρίδα (1019-1025).5
Οι γνώσεις που παρέχονται ανά τους αιώνες για την Αρχιεπισκοπή Πρώτης
Ιουστινιανής, Αχρίδος και πάσης Βουλγαρίας, περιέχονται:
1. Στα Τακτικά «της τάξεως προκαθεδρίας των θρόνων», που συντάχτηκαν
στους χρόνους της πρώτης πατριαρχείας του Νικολάου Μυστικού (901 - 906)
και του Αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ΄ (886 - 912) και περιλάµβαναν µόνον τις
επαρχίες οι οποίες ανήκαν στο Βυζαντινό κράτος. Στους καταλόγους αυτούς
δεν υπήρχε αρχιεπισκοπή Αχρίδος.
2. Στους επισκοπικούς καταλόγους του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου το
940, όπου εµφανίζεται ως Αλωνίδος Μητροπολίτης (πιθανόν Λυχνιδών).
3. Στα Τακτικά του Ι. Τσιµισκή (971 - 976) µέρος των οποίων βρίσκεται στην
Εθνική βιβλιοθήκη Αθηνών µε αριθµό 1372.
4. Από τα Τακτικά που προκύπτουν από τα Σιγίλλια του Βασιλείου Β΄ (1019 - 1025).
5. Από τα Τακτικά τα προερχόµενα από το τακτικό του Αλεξίου Κοµνηνού
(1084 - 1118).6
168
Στους τρεις τελευταίους εµφανίζεται η Αχρίδα.
Εκτός των επισκοπικών καταλόγων, υπάρχουν και τρία έγγραφα: το
Ψευδο-Ιουστινιάνειο Χρυσόβουλλο, όπου περιέχεται η ΧΙ Νεαρά του
Ιουστινιανού, το Χρυσόβουλλο του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου, στο οποίο
ενσωµατώνονται τα τρία Σιγίλλια του Βασιλείου Β΄ και η σηµείωση του
χειρογράφου του Εσκοριάλ.
Ακροθιγώς ασχοληθήκαµε µε όλες τις περιπτώσεις και εντονότατα
προβλήθηκε η εξής άποψη: Από τις πηγές που σώθηκαν, παρουσιάζεται µια
σύγχυση στο θέµα των επισκοπών της περιοχής Αχρίδος και στον τίτλο της ίδιας
Αρχιεπισκοπής, ως Πρώτης Ιουστινιανής. Μεγάλη προσπάθεια καταβλήθηκε
από τους ερευνητές για τον εντοπισµό αυτών των επισκοπών, που άλλες
χάθηκαν µε τις πληθυσµιακές ανακατατάξεις των λαών της Βαλκανικής εξαιτίας
της διείσδυσης σλαβικών φυλών, άλλες µετονοµάσθηκαν και ελάχιστες
υφίστανται µέχρι σήµερα.
Σύµφωνα µε τη δική µας άποψη δεν είναι το ζητούµενο να εντοπίσουµε τις
επισκοπές ή να δικαιωθούµε χρονολογώντας την εµφάνιση της αρχιεπισκοπής
Αχρίδος, αλλά να αναζητήσουµε τον πολιτικό λόγο όλων αυτών των
φαινοµένων.
Η πολιτική Ιστορία µας αποδεικνύει ότι καµιά κίνηση στρατιωτική ή
διπλωµατική δε γίνεται χωρίς να υπάρχει πολιτικό όφελος, το οποίο πηγάζει ή
από προσωπικές φιλοδοξίες (που είναι και οι συχνότερες), ή από κρατικές, όπου
και πάλι µέσο του κράτους ικανοποιούνται προσωπικές επιδιώξεις για προβολή
και κέρδος.
Μετά την άλωση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από τους Φράγκους, νέες
προοπτικές ανοίγονται για πολιτικούς, στρατιωτικούς και εκκλησιαστικούς
παράγοντες, τόσο στην Βαλκανική, όσο και σε ολόκληρη την επικράτεια του
Βυζαντίου, αλλά και της Παπικής Ρώµης, η οποία ποτέ δε ξέχασε τις
κατακτητικές βλέψεις της στο Ιλλυρικό, που το θεωρούσε και το θεωρεί µέχρι
σήµερα δικό της, αλλά και την υποταγή της Ανατολικής Εκκλησίας στην
εξουσία της.
169
Ο Χωµατιανός, αρχιεπίσκοπος Αχρίδος αισθάνεται έντονο το συναίσθηµα
της θλίψης και της αγανάκτησης, βλέποντας να αρπάζουν επισκοπές της
αρχιεπισκοπής του αφ’ ενός οι Βούλγαροι και αφ’ εταίρου οι Σέρβοι, για τη
δηµιουργία των Πατριαρχείων Τυρνόβου και Πεκίου και να περιορίζουν την
αρχιεπισκοπή του στον Ελλαδικό κυρίως χώρο της ∆υτικής Βαλκανικής.
Όλες αυτές οι κινήσεις των Σλάβων έγιναν µε τις ευλογίες του Πατριάρχου
Κωνσταντινουπόλεως, που έδρευε στο κράτος της Νικαίας και επί αρχιερατείας
του ∆. Χωµατιανού, διότι ο πανίσχυρος Ιωάννης Ασέν Β΄ (1218 - 1241),
επωφελούµενος την φιλοδοξία και τα σχέδια του Ιωάννου Βατάτζη,
Αυτοκράτορος της Νικαίας, να ανακτήσει την Κωνσταντινούπολη από τους
Λατίνους, ζήτησε και πέτυχε την αυτονοµία της Βουλγαρικής εκκλησίας. Η
Βουλγαρική εκκλησία έγινε αυτοκέφαλη και ο προκαθήµενός της τιµητικώς
ονοµάστηκε «Πατριάρχης».1 Το ίδιο συνέβη και µε το Πατριαρχείο Σερβίας το
1219.2
Κατά την εξέλιξη των γεγονότων του µεσαίωνα στην Βυζαντινή
Αυτοκρατορία παρουσιάζονται δύο αντίπαλες και αντιµαχόµενες ισχυρές
παρατάξεις, από τη µία το κράτος της Νικαίας και από την άλλη το ∆εσποτάτο
της Ηπείρου. Ο Ιωάννης Γ΄ Βατάτζης και ο Γερµανός Β΄ αντίπαλοι µε τους
Θεόδωρο ∆ούκα και ∆ηµήτριο Χωµατιανό, αλλά και τους Μητροπολίτες Ι.
Απόκαυκον Ναυπάκτου και Γ. Βαρδάνη Κερκύρας και τον επίσκοπο
Βελεβουσδίου, διότι και αυτοί θίγονταν µε την ίδρυση των δύο νέων
Πατριαρχείων Σερβίας, Βουλγαρίας. Οι δύο βυζαντινές αυτοκρατορίες η µια της
Ανατολής και η άλλη της ∆ύσης έρχονται σε σύγκρουση για το κοινό τους
συµφέρον και την ανάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως.
Ο ∆. Χωµατιανός αντιµετωπίζει όχι µόνον τα πυρά των Βουλγάρων και
Σέρβων, αλλά και του ίδιου του ΄Ελληνος Πατριάρχου. Ο ∆ελικάνης
χαρακτηρίζει τον Χωµατιανό ως «κιβδηλοποιὸ καὶ µαιευτήρα τοῦ ᾿Αχριδινοῦ
170
τερατοµόρφου πλάσµατος»,1 και αλλού ως «Γαληνοτάτου Κράντορος τῆς
Θρόνου ᾿Αχριδῶν ἄρδην ἀνετρέπετο ἀπ’ αὐτῶν τῶν βάσεών του, µεταβάλλον,
3
τὸ δεύτερον ἤδη, τοῦτον εἰς ἁπλοῦν ἱστορικὸν λείψανον».
Οι χαρακτηρισµοί αυτοί αφενός είναι βαρύτατοι, αφ’ εταίρου κρύπτουν την
αλήθεια. Στην προκειµένη περίπτωση ο Χωµατιανός είναι ένας αρχιεπίσκοπος
που βάλλεται πανταχόθεν και προσπαθεί µε κάθε τρόπο να υπερασπίσει την
αρχιεπισκοπή του. Τα µέσα που διαθέτει είναι η ευκαιρία που του
παρουσιάστηκε να χρίσει Αυτοκράτορα στη Θεσσαλονίκη τον Θεόδωρο ∆ούκα.4
Την ενέργειά του αυτή έπρεπε κάπου να την στηρίξει ώστε να είναι σύννοµη.
Γνωρίζει τη Νεαρά CXXXI (131) του Ιουστινιανού, την οποία έφερε στο φως ο
προκάτοχός του και γόνος αυτοκρατορικής οικογένειας ο Ιωάννης Κοµνηνός, ο
οποίος κάνει χρήση του όρου «Πρώτης Ιουστινιανής», για την αρχιεπισκοπή του
και µ’ αυτόν τον τρόπο αναβιώνει τη θεωρία της Πρώτης Ιουστινιανής, που
σωστά χαρακτηρίζεται από τον ∆ελικάνη: «Ιστορικό λείψανο». Η ευκαιρία είναι
στα χέρια του, παρ’ όλο που οι ενδιάµεσοι αρχιεπίσκοποι Αχρίδος, µεταξύ
Ιωάννου και Χωµατιανού αγνόησαν τον τίτλο και δεν τον χρησιµοποίησαν.
Η Ιουστινιάνειος Νεαρά πρέπει να φυλάγονταν στην αρχιεπισκοπή από την
εποχή του Ιωάννου Κοµνηνού και η Ψευδο - Κωνσταντίνειος ∆ωρεά (ίσως έγινε
γνωστή µετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Φράγκους το 1204
ή να προϋπήρχε στην Αρχιεπισκοπή από κάποια αντιγραφή του κειµένου της
όπως συνηθίζονταν στα µοναστήρια και τους ιερατικούς κύκλους). Στην
αρχιεπισκοπή Αχρίδος φυλάγονταν και τα διατάγµατα του Βασιλείου του Β΄, µε
τα οποία ονόµαζε την αρχιεπισκοπή αυτή ως αρχιεπισκοπή Βουλγαρίας.5
171
Ο ∆. Χωµατιανός κατηγορήθηκε από τον Πατριάρχη Γερµανό Β΄ ότι έκανε
κατάχρηση εξουσίας στο θέµα της στέψης του Θεοδώρου, παραβαίνοντας τους
Θείους και Ιερούς κανόνες, γεγονός το οποίο απέφυγε ο Μητροπολίτης
Θεσσαλονίκης, Κωνσταντίνος.1
Ο αρχιεπίσκοπος πρέπει να διαφυλάξει τον εαυτό του, αλλά και τον Θεόδωρο
από τη µοµφή του σφετεριστή της εξουσίας «Ὁ δὲ Κοµνηνὸς Θεόδωρος… µὴ
θέλων µένειν ἐν τῇ οἰκίᾳ τάξει, ἀλλά τὰ τῆς βασιλείας σφετερισάµενος…
2
πορφυρίδα τε ὑπενδύεται καὶ ἐρυθρά περιβάλλεται πέδιλα…».
Γνωρίζοντας ο Χωµατιανός την άρνηση του Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνου
και θέλοντας να βοηθήσει τον Θεόδωρο στη νοµιµότητα της στέψης του
δηµιούργησε το Ψευδο - Ιουστινιάνειο Χρυσόβουλλο, το οποίο πρέπει να έθεσε
σε γνώση του Θεοδώρου ∆ούκα, γιατί µόνον έτσι µπορούν να δικαιολογηθούν: η
απονοµή τίτλων, η ενδυµασία, αλλά και το κόψιµο νοµισµάτων, αν και οι
πράξεις αυτές θεωρούνται φυσικά επακόλουθα ενός εστεµµένου Αυτοκράτορα.
Στην προκειµένη όµως περίπτωση δεν υπήρχε η κανονικότητα και µε την
παρουσία ενός τέτοιου εγγράφου, µε το οποίο δίνονται προνόµια αυτοκρατορικά
στην αρχιεπισκοπή Πρώτης Ιουστινιανής και στον αρχιεπίσκοπο της, από τον
ίδιο τον Ιουστινιανό, δικαίωναν τις ενέργειές τους και τις καθιστούσαν καθ’ όλα
νόµιµες.
Για να γνωστοποιήσει και να κατοχυρώσει ο Χωµατιανός το Ψευδο -
Ιουστινιάνειο Χρυσόβουλλο, το αναφέρει στην επιστολή διαµαρτυρίας του προς
τον Πατριάρχη Γερµανό Β΄, λέγοντας: «καὶ ἐξ ἀρχῆς τῇ ἐπαρχίᾳ τοῦ Θρόνου
3
τῆς Βουλγαρίας κατὰ τὸ ἀναπεφωνηµένον ᾿Ιουστινιάνειον Θέσπισµα».
Στην ίδια επιστολή προσπαθεί να κατοχυρώσει τις επισκοπές του και να
υπενθυµίσει στον Πατριάρχη ότι αντικανονικά αναµείχθηκε στο θέµα της
δηµιουργίας Πατριαρχείου Βουλγαρίας, διότι ο ίδιος ο αρχιεπίσκοπος Αχρίδος,
ακόµη από τα χρόνια του Αυτοκράτορα Βασιλείου Β΄, είχε τον τίτλο: «Πάσης
1. Γεώργιος Ακροπολίτης, Χρονικόν, 33. 21 - 23. • Γεώργιος Βαρδάνης, Αντίγραµµα ΙΙΙ, 230.
2. Γεώργιος Ακροπολίτης, Χρονικόν, 33.14 κε.
3. ∆. Χωµατιανός, J. Pitra, Analecta sacra et classica, αρ. 114, 495 - 496.
172
Βουλγαρίας», εποµένως ο Πατριάρχης καταπατά τους εκκλησιαστικούς κανόνες
επεµβαίνοντας στην αρχιεπισκοπή του. «Τὶς οὖν ἦν λόγος, ἵνα ἀρχιερέων ὄντων
ἐν τῷ τόπῳ καὶ ἀρχιεπισκόπου ἐπαρχεώτου, τοῦ Βουλγαρίας δηλονότι, αὐτοῖς
1
ἐνενθρονιζοµένου, παρεµβόλιµος ἐπικηρυχθείη τούτοις ἀρχιεπισκόποις».
Με το επιχείρηµα αυτό ο Χωµατιανός προσπαθεί να αναβιώσει προνόµια
που του έδιναν το δικαίωµα να θεωρεί τον εαυτό του κατοχυρωµένο από δύο
Αυτοκράτορες τον Ιουστινιανό και το Βασίλειο Β΄, οι οποίοι καθιστούσαν
ισότιµη την αρχιεπισκοπή Αχρίδος µε τους θρόνους της Κωνσταντινουπόλεως
και της Ρώµης, εποµένως ο αρχιεπίσκοπος Αχρίδος ήταν ο νόµιµος Πατριάρχης
Βουλγαρίας, γι’ αυτό οι ενέργειες του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, τόσο µε
το θέµα της Βουλγαρίας, όσο και µε της Σερβίας, θα µπορούσαν να
χαρακτηριστούν αντικανονικές και όχι σαν «ὑποδείγµατα πράξεων ἀγαθῶν καὶ
2
εὐθύτητος κανονικῆς» και συνεχίζει λέγοντας: «ἐπὶ ἀδικίᾳ τῇ ἡµετέρᾳ
3
ἐχειροτονήθη ᾿Αρχιεπίσκοπος Σερβίας».
Για να δώσει περισσότερη έµφαση στα δίκαια της αρχιεπισκοπής του ο
Χωµατιανός από την άµυνα πέρασε στην επίθεση βοηθούµενος και από την
ευχέρεια του γραπτού του λόγου, διαµαρτύρεται προς τον Πατριάρχη ως εξής: «Εἰ
τοίνυν κανονικὰ ταῦτα, καὶ ἄµεµπτα καὶ ἀδικίας ἀµέτοχα, οὐδὲ τὰ ἡµέτερα
1. ∆. Χωµατιανός, J. Pitra, Analecta sacra et classica, αρ. 114, 495 - 496. • Α. Μηλιαράκης, Ιστορία,
216.
2. ∆. Χωµατιανος, J. Pitra, Analecta sacra et classica, αρ. 114, 495.
3. ∆. Χωµατιανός, J. Pitra, Analecta sacra et classica, αρ. 114, 495 - 496.
4. ∆. Χωµατιανός, J. Pitra, Analecta sacra et classica, αρ. 114, 495 - 496.
173
Επίσκοπος είναι και Επίσκοπος ολοκλήρου της Βουλγαρίας, που κατ’ αρχήν
ονοµαζόταν και Πρώτος, λέγοντας αν οι δικές σας χειροτονίες θεωρούνται
κανονικές και άµεµπτες το ίδιο συµβαίνει και στη δική µας αρχιεπισκοπή.
Με το ίδιο σκεπτικό κινείται και ο Μητροπολίτης Κερκύρας Γεώργιος
Βαρδάνης, υποστηρίζοντας το κράτος της Ηπείρου και το Αυτοκέφαλο της
Εκκλησίας του στο «Αντίγραµµα», που απέστειλε προς τον Πατριάρχη Γερµανό
Β΄ (1228).1
Αλλά και ο Ιωάννης Απόκαυκος, Μητροπολίτης Ναυπάκτου, ζητά από τον
Πατριάρχη Γερµανό Β΄ µε «πιττάκιον», να αναγνωρίσει τις χειροτονίες που έγιναν
τον Φεβρουάριο του 1227 στη Σύνοδο της Άρτας, γιατί οι χειροτονίες αυτές ήταν
αναγκαίες εξαιτίας της αρπαγής των Μητροπόλεών των από τους Λατίνους και
τους Βουλγάρους. Σε όλες τις επιστολές που έστειλαν στον Πατριάρχη Γερµανό
Β΄ οι: Χωµατιανός, Βαρδάνης, Απόκαυκος και Χωνιάτης, επαινούν τον Θεόδωρο
∆ούκα, για την ταπεινοφροσύνη και τη Θεοσέβειά του και για τους αγώνες του
εναντίον των Λατίνων, όχι για πλουτισµό, αλλά για διαφύλαξη του Ορθόδοξου
δόγµατος των βυζαντινών Μητροπόλεων, από το πρωτείο του Πάπα και την
επιβολή των Λατίνων στον τοµέα της θρησκείας και πολιτείας «…οὑδέπω καὶ νῦν
εἰς τὴν ῾Ρωµαίων ἐκώµασεν, ὡς κινδυνεῦσαι καὶ αὐτὴν ἀκρωτηριασθῆναι τὴν
ἀµώµητον πίστην ἡµῶν, δόγµασί τε καὶ ἔθεσι τῶν τὴν µεγίστην τῶν ῾Ρωµαίων
2
ἀρχήν λυµηναµένων ἐθνῶν ἐκφύλοις οὖσι καὶ ἀπεµφαίνουσιν».
Παρ’ όλο που οι Ιεράρχες υποστήριζαν στις επιστολές τους ότι λόγοι
πολιτικής και εκκλησιαστικής κατάστασης τους οδήγησαν στη δηµιουργία του
κράτους της Ηπείρου, µε την αναγόρευση του Θεοδώρου ∆ούκα Αυτοκράτορα,
ώστε το δυτικό τµήµα της Αυτοκρατορίας να έχει δύναµη και προστασία από
τους κινδύνους που το απειλούσαν, λόγω της αδυναµίας της Νικαίας να
παρέµβει. Εντούτοις η βαθύτερη αιτία των διαµαρτυριών όλων των ανωτέρω
Επισκόπων ήταν η ληστρική αρπαγή των επισκοπών τους, όχι µόνον από
τους Λατίνους, αλλά και από τους Βουλγάρους και τους Σέρβους, των οποίων οι
174
αρχιεπισκοπές έγιναν Πατριαρχεία, µε τις ευλογίες του Πατριάρχη
1
Κωνσταντινουπόλεως.
Οι Βούλγαροι ηγεµόνες δεν αναγνώριζαν πλέον την αρχιεπισκοπή Αχρίδος
ως δική τους Βουλγαρική αρχιεπισκοπή, διότι ο χαρακτήρας της ήταν Ελληνικός
και βρίσκονταν µακριά από την πρωτεύουσά τους, απλώς θεώρησαν τον
«Αχριδών» υποκείµενο στο Πατριαρχείο Τυρνόβου.2
Οι λόγοι αυτοί ήταν ικανοί να οδηγήσουν τον Χωµατιανό στην
οικειοποίηση του τίτλου «Πάσης Βουλγαρίας». Ο τίτλος απαντάται στα Σιγίλλια
του Βασιλείου Β΄, τα ενσωµατωµένα στον Χρυσόβουλλο Λόγο του Μιχαήλ Η΄
Παλαιολόγου, όπως έχουµε αναφέρει στο οικείο κεφάλαιο.3
Η αναταραχή που παρουσιάστηκε στη νότια Βαλκανική, ανάγκασαν όχι
µόνο το Χωµατιανό, αλλά και τους επόµενους Αρχιεπισκόπους, να κάνουν
χρήση του τίτλου της Πρώτης Ιουστινιανής και πάσης Βουλγαρίας, περισσότερο
για να υποστηρίξουν την Αρχιεπισκοπή τους από την κατάρρευση και την
αρπαγή, παρά για επεκτατικούς λόγους όπως κατηγορήθηκαν.
Ο επαναλαµβανόµενος τίτλος στα έγγραφα της Αρχιεπισκοπής έδωσε
καρπούς και πολύ σύντοµα εµφανίστηκε σε κάποιο κείµενο του Σκυλίτζη ως
εξής: «ὁ δὲ βασιλεὺς ἐκύρωσε καὶ αὖθις τὴν ἐπισκοπὴν (ἀρχιεπισκοπὴν)
Βουλγαρίας αὐτοκέφαλον καθὰ καὶ πάλαι ἐπὶ τοῦ γέροντος ῾Ρωµανοῦ,
175
4. Ι. Σκυλίτζης, Σύνοψις Ιστοριών, 365. 8 – 11. Το κείµενο αυτό απέδειξε ο C. de Boor, ότι είναι
αντίγραφο του 13ου ή 14ου αιώνα, βλ. Ε. Ναξίδου, Αρχιεπισκοπή Αχρίδος, διδακτορική διατριβή,
33.
γέροντος ῾Ρωµανοῦ τοῦ Λεκαπηνοῦ ὅτι τὰ πρὸς τὸν Πέτρον τὸν βασιλέα
1
Βουλγάρων ἐγεγόνεισαν σύµφωνα, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τῶν ἀρχαίων προνοµίων».
Τα γεγονότα του 12ου - 13ου αιώνα στο Βυζάντιο και στη Νότια Βαλκανική
έρχονται να δικαιολογήσουν ενέργειες προερχόµενες από την αγωνία και τη
θλίψη των προκαθηµένων του αρχιεπισκοπικού Θρόνου της Αχρίδος, παρά από
δόλο και υπερηφάνεια. Η παραχάραξη και η χρήση παραχαραγµένων εγγράφων
πιθανώς πρόβαλαν ως µέσον σωτηρίας και διαφύλαξης κεκτηµένων
δικαιωµάτων τους, που µε την Εκκλησιαστική Πολιτική της
Κωνσταντινουπόλεως έβλεπαν να χάνονται, καθώς οι επισκοπές τους
βρίσκονταν πλέον υπό το κράτος των Βουλγάρων και των Σέρβων.
Ίσως αυτός ήταν ο λόγος που πρόσθεταν αυθαίρετα επισκοπές υπό την
σκέπη της αρχιεπισκοπής Αχρίδος, γεγονός που διαπιστώσαµε όταν τέτοιοι
επισκοπικοί κατάλογοι παρουσιάστηκαν στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως
από τους Αρχιεπισκόπους Ματθαίο και Πρόχορο και οι αντιδράσεις των
Πατριαρχών ήταν άµεσες.
Εποµένως και οι δύο Χρυσόβουλλοι Λόγοι: το ΄Ισον του πρωτοτύπου
Χρυσοβούλλου του Ιουστινιανού και το Χρυσόβουλλο του Μιχαήλ Η΄
Παλαιολόγου, που περιείχε τα σιγίλλια του Βασιλείου Β΄, δεν είχαν καµιά αξία
τυπική και ουσιαστική και εξέλειψε κάθε λόγος υπάρξεώς τους σε µικρό χρονικό
διάστηµα από την παρουσίασή τους στο ευρύ κοινό και στην ανώτατη
εκκλησιαστική και πνευµατική ηγεσία του Βυζαντίου. ∆εν είναι τυχαίο ότι
χρησιµοποιήθηκε το όνοµα του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου στο Χρυσόβουλλο που
176
περιείχε τα Σιγίλλια του Βασιλείου Β΄, διότι ο πατέρας του Ανδρόνικος
Παλαιολόγος
177
1. Γεώργιος Ακροπολίτης, Χρονικόν, 70.13 -71.12.79.16-83.20.
2. Ι. Αναστασίου, Σιναϊτικά του ΙΣΤ΄ και ΙΖ΄ αιώνα, ∆ιενέξεις δια την δικαιοδοσίαν επί της Μονής. Το
µετόχιον του Καΐρου. Αι αξιώσεις δι ανεξαρτησίαν του αρχιεπισκόπου Σινά εις Ε.Ε.Θ.Σ.
(Επιστηµονική Επετηρίς Θεολογικής Σχολής) 15 (1970), 29 – 141, σ. 127 – 129. • Σ. Βαρναλίδης,
Ζωσιµάς, 100 – 101, υποσ. 112.
που συµµετείχε στη Σύνοδο του 879 και υπέγραψε ενενηκοστός πέµπτος στην
τάξη υπό τον τίτλο «Γαβριήλ Αχρίδος». Για τη χρήση του πατριαρχικού τίτλου,
επιπλήττει τους αρχιεπισκόπους Αχρίδος ο Πατριάρχης Καλλίνικος Β΄,
εγγράφως. Το έγγραφο αυτό το διέσωσε ο Κ. ∆ελικάνης, όπου αναφέρονται τα
εξής: Πατριάρχου Καλλινίκου Β΄ «Περὶ τῶν ἐν τῷ Ἱεραρχικῷ τῆς Καθολικῆς
καὶ ᾿Αποστολικῆς ᾿Εκκλησίας τάγµατι Πατριαρχῶν. Τέσσαρες Πατριάρχαι
καὶ ἦσαν καὶ ἐλέγοντο… ὥσπερ ἐκ τῶν ἱερῶν κανόνων τῶν ἁγίων καὶ
ἀρχιεπισκόπους οἵτινές εἰσιν ὁ ᾿Αχριδῶν καὶ ὁ Κύπρου, καὶ ὁ τῆς ᾿Ιβηρίας καὶ
δι’ ὅπερ εἴς τὶς εξ’ αὐτῶν,… ἐπιχειρίση ποτέ… διαπλάσασθαι ψευδωνυµίαν
Πατριαρχικήν, ἔξω τῶν κειµένων ὅρων καὶ κανόνων καὶ νόµων, καὶ ἑαυτόν
178
Η πρόταση του Ζωσιµά ήταν να ενωθούν οι στρατιωτικές δυνάµεις των
επαρχιών της Αχρίδος και του Ιλλυρικού, µε τα αυτοκρατορικά στρατεύµατα,
ώστε
179
Από τα τεκταινόµενα στην περιοχή της βαλκανικής µεταξύ των ετών 1690-
1739, προκύπτει ότι ο Σέρβος Πατριάρχης και ο αρχιεπίσκοπος Αχρίδος, Ζωσιµάς,
180
παράλογη και θεωρεί την ενέργεια του Πατριάρχη Σαµουήλ θλιβερή από κάθε
άποψη.1
1. I. Snegarov, Istorija, 139. • Μ. Τρίτος, Ιωάσαφ, (πρακτικά Συνεδρίου, Αρχιεπισκοπή Αχρίδος υπό
έκδοση), σελ. χειρογρ. 1 – 12. • Μ. ∆ήµιτσας, Αυτοκέφαλο, 75 - 79.
2. Μ. ∆ήµιτσας, Αυτοκέφαλο, 85 – 91.
181
1. Α. Α. Ταχιάος, Ο τελευταίος Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος, ΙΒ΄ Μακεδονικά, (19 – 32), 28 - 31.
ΣYMΠEPAΣMATA B΄ ΠEPIO∆OY
182
Bουλγάρων κυριευθῆναι λέγεται Bουλγαρία, ἔµεινεν οὖν καὶ αὐτὴ
183
2. Παντελεήµων Pοδόπουλος, Μητρ. Τιρολόης και Σερεντίου, Mαθήµατα Kανονικού ∆ικαίου,
Θεσσαλονίκη 1984, 172 – 173.
3. C. Jirecek, Serbie 296 – 299. • I. Tαρνανίδης, H διαµόρφωση του Aυτοκεφάλου της Bουλγαρικής
Eκκλησίας, βλ. π. 120 – 121, 149. • ∆. Χωµατιανός, J. Pitra, Analecta sacra et classica, αρ. 146, 569
– 570. • G. Prinzing, Bedeutung 155 κε.
4. A. Σταυρίδου – Zαφράκα, Nίκαια, 178 – 179.
184
Tα αποτελέσµατα της ανασκαφής δεν µας ικανοποιούν από ιστορικής
πλευράς, γιατί δεν έδωσαν επιγραφές όπως ήταν αναµενόµενο για να
επιβεβαιώσουν ότι πράγµατι η πόλη αυτή ήταν η Πρώτη Iουστινιανή.3
185
Αυστρίας – Ρωσσίας εναντίον της Τουρκίας και ο αγώνας επιβίωσης της
αρχιεπισκοπής της Αχρίδος Πρώτης Ιουστινιανής είναι δύσκολος.
Οι αρχιεπίσκοποι Αχρίδος προσπαθούν να δώσουν αίγλη στην
αρχιεπισκοπή τους, γι’ αυτό παίρνουν αυθαίρετα µαζί µε τον τίτλο της Πρώτης
Ιουστινιανής και τον τίτλο του «Πατριάρχη», ώστε να µην υστερούν έναντι των
1. Σ. Bαρναλίδης, Aχρίδος Zωσιµάς, 1974, 19 - 48. Ο Ζωσιµάς ανέλαβε τη διαποίµανση της Αχρίδος
τον Απρίλιο του 1695. Ο Ιωάσαφ εξελέγει αρχιεπίσκοπος Αχρίδος 5 Ιουλίου 1719.
186
αρχιεπισκοπής που ήταν συνέχεια του βουλγαρικού Πατριαρχείου και συνέχιζε
την παράδοση της Πρώτης Iουστινιανής.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
H πρώτη Iουστινιανή εµφανίζεται στην εκκλησιαστική Iστορία σε δύο
ανεξάρτητες χρονικές περιόδους.
1η Περίοδος: Iδρύεται από τον αυτοκράτορα Iουστινιανό η Aρχιεπισκοπή
Πρώτης Iουστινιανής στη γενέτειρά του, όπως έχουµε ήδη αναφέρει µε την IA΄
Nεαρά του, την οποία ενίσχυσε µε νέα διάταξη δέκα χρόνια αργότερα µε την
PΛA΄ Nεαρά του.
Παρ’ όλες τις διατάξεις του Iουστινιανού για την απόσπαση της Πρώτης
Ιουστινιανής από την κανονική δικαιοδοσία του Mητροπολίτου Θεσσαλονίκης
και τον προβιβασµό της σε αυτοκέφαλη Mητρόπολη (το 535 µ.Χ.), ο
αρχιεπίσκοπός της νεοσύστατης αυτής αρχιεπισκοπής δεν έλαβε µέρος στη
Σύνοδο που έγινε στην Kωνσταντινούπολη µε προκαθήµενο τον Oικουµενικό
Πατριάρχη Mηνά1 και ογδόντα δύο επισκόπους της Ανατολής, καθώς και πέντε
επισκόπους της ∆ύσης. Μεταξύ των άλλων παρευρέθησαν και οι Μητροπολίτες
Ιουστινιανουπόλεως της δευτέρας Καππαδόκων επαρχία, και Βαρκούσων ήτοι
Ιουστινιανουπόλεως. Ενώ πέρασε ένας χρόνος µετά την έκδοση της ΙΑ΄ Νεαράς
και ήταν πολύ πρόσφατη η ίδρυσή της, εντούτοις κανένας αρχιεπίσκοπός της δεν
αναφέρεται σ’ αυτήν τη Σύνοδο.2
Ο Αρχιεπίσκοπος της Πρώτης Ιουστινιανής δεν παρέστη ούτε στην Ε΄
Οικουµενική Σύνοδο, που σύµφωνα µε την ΙΑ΄ Νεαρά έπρεπε να προσέλθει
και
187
1. N. Mατσούκας, ∆ογµατική και Συµβολική Θεολογία, B΄, Θεσσαλονίκη 1992, 315. • Πρακτικά των
Aγίων οικουµενικών Συνόδων, B΄, Θεσσαλονίκη 1982, 300 – 359, εκδ. Καλύβης Τιµ. Προδ. Ιεράς
Σκήτης Αγίας Άννης, Άγιον Όρος. • Θ. Γιάγκου, Kανόνες και Λατρεία, Θεσσαλονίκη 2001, 120.
2. Η Στ΄ Οικουµενική Σύνοδος (680 - 681) ρύθµισε την παγίωση του διοικητικού συστήµατος της
Εκκλησίας και ενώ ανανέωσε τα προνόµια των πέντε πατριαρχικών θρόνων και της αρχιεπισκοπής της
Κύπρου, τα οποία και σε προγενέστερες συνόδους επανειληµµένως καθιερώθηκαν, για την Πρώτη
Ιουστινιανή κανείς λόγος δεν έγινε. Ο Ιουστινιανός Β΄ (685 - 695) συνεκάλεσε σύνοδο το 692 στην
Κωνσταντινούπολη µε σκοπό τη συµπλήρωση των κενών της Ε΄ και Στ΄ Συνόδου, τη γνωστή ως
Πενθέκτη Σύνοδο ή Πενθέκτη ἐν Τρούλῳ Σύνοδο. Παρ’όλο που η Σύνοδος εξέδωσε 102 κανόνες µε
τους οποίους κραταίωνε τα προνόµια των πατριαρχείων και αρχιεπισκοπών και πάλι η Αρχιεπισκοπή
Πρώτης Ιουστινιανής δεν αναφέρθηκε πουθενά. Βλ. J. Mansi XI 920 – 1006, Γ. Ράλλης – Μ.
Ποτλής, Σύνταγµα, ΙΙ, 300.
να καταλάβει θέση προ του Θεσσαλονίκης και παραπλεύρως του Κύπρου και
του Καρθαγένη. Σε περίπτωση απουσίας του, έπρεπε να αντιπροσωπευτεί από
άλλον επίσκοπο. Ο ∆ελικάνης συµπεραίνει ότι ο Αρχιεπίσκοπος Πρώτης
Ιουστινιανής «έλαµψε δια της απουσίας του, ίσως γιατί η Οικουµενική Σύνοδος
δεν ήταν διατεθειµένη να αναγνωρίσει το κατασκεύασµα του Ιουστινιανού και
πιθανώς θα ζητούσε επισήµως την ακύρωση του αυτοκρατορικού θεσπίσµατος,
ως αντιβαίνοντος στους Ιερούς Κανόνες», σύµφωνα µε τις σχετικές διατάξεις της
προηγούµενης ∆΄ Οικουµενικής Συνόδου.1 Tο ίδιο συνέβη και στην ΣΤ΄
Οικουµενική Σύνοδο του 630 στην Κωνσταντινούπολη όπου παρέστησαν και οι
επτά επίσκοποι όλων των Ιουστινιανουπόλεων (Κυψελιανών, Καµουλιανών, Β΄
Καππαδοκίας, Μεγάλης Αρµενίας, Βαρκούσων, Βιθυνίας, Β΄ Αιγύπτου).
Ο µόνος που δεν παραβρέθηκε ήταν ο Μητροπολίτης Πρώτης Ιουστινιανής.
Ούτε ήταν παρών στην Πενθέκτη ἐν Τρούλῳ Σύνοδο που πραγµατοποιήθηκε
δέκα χρόνια αργότερα (690 – 691), όπου θεσπίστηκαν κανόνες εκκλησιαστικής
ευταξίας και κανόνες δογµατικής σηµασίας που αφορούσαν το πολίτευµα της
Εκκλησίας.2 Στη Σύνοδο αυτή µε τους ΛΣΤ΄ και ΛΘ΄ κανόνες επικυρώθηκαν
µαζί µε τα δικαιώµατα των Πατριαρχών και τα δικαιώµατα του αρχιεπισκόπου
Κύπρου, χωρίς καν να αναφερθεί η Πρώτη Ιουστινιανή. 3
Eποµένως δε φαίνεται να λειτούργησε αυτή η αρχιεπισκοπή, παρά µόνο
µέσω των Nεαρών και µε το χρόνο έπαψε να υφίσταται.
188
2η Περίοδος: Mε τα Σιγίλλια του Bασιλείου B΄ (976 – 1025), έχουµε µια
καθοκληρίαν ίδρυση εκκλησιαστικής περιφέρειας άσχετης µε την A΄ Iουστινιανή
των Nεαρών του Iουστινιανού.
H ίδρυση της αρχιεπισκοπής Bουλγαρίας αρκετούς αιώνες αργότερα,
γίνεται για τελείως διαφορετικούς λόγους. O κυριότερος ήταν ότι ο Bασίλειος B΄
ως νικητής δεν ήθελε να δώσει πνευµατική αυτονοµία στο νέο
εκχριστιανισθέντα βουλγαρικό λαό µε την ίδρυση Πατριαρχείου, γι’ αυτό έδωσε
189
190
ΠEPIΛHΨH
A΄ Περίοδος
Η θρησκευτική πολιτική του Iουστινιανού χαρακτηρίζεται από το
δεσποτικό και αυταρχικό χαρακτήρα του, αλλά και από τη διορατικότητά του για
τη µεγάλη σηµασία, που θα είχε στην ενιαία βυζαντινή αυτοκρατορία, το κοινό
δόγµα και η κοινή Eκκλησία.
Η δηµιουργία της αρχιεπισκοπής της Πρώτης Iουστινιανής πρέπει να
συσχετισθεί µε τη βυζαντινή πολιτική, η οποία είχε επιδράσεις στη διαµόρφωση
των εκκλησιαστικών δοµών και στη θέσπιση διατάξεων, που καθόριζαν κάθε
φορά το χάρτη της νοτιοανατολικής Eυρώπης.
Η ίδρυση της Πρώτης Iουστινιανής αποτέλεσε αντικείµενο
διαπραγµατεύσεων µεταξύ του Πάπα και του Aυτοκράτορα.
Με την έκδοση της XI Nεαράς (Novella) του 535, ο Iουστινιανός επεδίωκε
την αποµάκρυνση της επιρροής του Πάπα από το Aνατολικό Iλλυρικό, γι’ αυτό η
ίδρυση της Πρώτης Iουστινιανής δεν έγινε κατόπιν συνεννοήσεως µαζί του,
παρόλο ότι αυτός είχε την εκκλησιαστική δικαιοδοσία στο Iλλυρικό. Μετά από
µια δεκαετία επανέλαβε τις διατάξεις που αφορούσαν στην Πρώτη Iουστινιανή
µε το πρώτο µέρος της Nεαράς PΛA΄ (131). Με τις Nεαρές (Novella) αυτές ο
Iουστινιανός απέσπασε την πατρίδα του από την κανονική δικαιοδοσία της
Θεσσαλονίκης και την προβίβασε όχι σε Πατριαρχείο, αλλά σε αυτοκέφαλη
αρχιεπισκοπή.
Η Πρώτη Iουστινιανή υπήρξε πολύ βραχύβια πρωτεύουσα του Iλλυρικού ή
η µεταφορά της δεν πραγµατοποιήθηκε ποτέ.
B΄ Περίοδος
Το Bουλγαρικό Πατριαρχείο αντικαταστάθηκε µε την αυτοκέφαλη
αρχιεπισκοπή Bουλγαρίας, µε έδρα της Aχρίδα. Ο Bασίλειος B΄, πρέπει να
εξέδωσε κάποιο διάταγµα µε το οποίο καθόριζε την αυτοτέλεια της
191
αρχιεπισκοπής Aχρίδος από το Oικουµενικό Πατριαρχείο. Το διάταγµα αυτό
χάθηκε και σώζονται τρία (3) σιγίλλια του έτους 1020.
Με τα προαναφερθέντα δηµιουργείται µια νέα κατάσταση στην περιοχή
Aχρίδος. Τώρα αναπτύσσονται καινούργια συµφέροντα και εµπλέκεται ο
Aυτοκράτορας Bασίλειος B΄, καθώς και οι αρχιεπίσκοποι Bουλγαρίας, που
θέλουν να προαχθούν σε Πατριάρχες και οι αρχιεπίσκοποι Aχρίδος, που
προσπαθούν να δώσουν αίγλη στην αρχιεπισκοπή τους.
Ο τίτλος «Aρχιεπισκοπή Aχριδών Πρώτης Iουστινιανής και πάσης
Bουλγαρίας», άρχισε να ακµάζει τον IA΄ αιώνα όταν αρχιεπίσκοπός της ήταν ο
Θεοφύλακτος. Kορυφώθηκε στο τέλος του IB΄ µε αρχές IΓ΄ αιώνα, όταν
αρχιεπίσκοπός της ήταν ο ∆ηµήτριος Xωµατιανός και συντηρήθηκε µέχρι τον
17ο και 18ο αιώνα, όταν αρχιεπίσκοποί της ήταν οι Zωσιµάς (1686), Iωσήφ
(1746), ∆ιονύσιος (1753) και καταργήθηκε το 1767, έτος συνενώσεως της
αρχιεπισκοπής Aχρίδος µε το Oικουµενικό Πατριαρχείο.
192
THE ARCHBISHOPRIC OF «PRIMA JUSTINIANA»
First Period
Justinian’s religious policy is being characterized by his despotic and
authoritative nature but also by his clear – sightedness that the common dogma
and the common Church would have been of a significant importance for the
united Byzantine Empire.
The establishment of the archbishopric of «Prima Justiniana» should be
correlated with the Byzantine policy that had affected the refinement of the
ecclesiastic structures and the enacting of dispositions that each time determined
the map of south – eastern Europe.
Prima Justiniana’s founding became an object of negotiations between the
Pope and the Emperor. By publishing the XI Novella in 535, Justinian tried to
keep back Pope’s influence in the east Illyric and that is the reason why Prima
Justiniana was founded under no kind of agreement with the Pope, although he
had the ecclesiastic jurisdiction in the Illyric.
After a decade Justinian repeated the dispositions that dealed with prima
Justiniana by the first part of his 131st Novella. With these Novellae, Justinian
detached his fatherland from the official jurisdiction of Thessaloniki and he
promoted her not in a patriarchate but in an autocephalous Archbishopric.
Prima Justiniana was the most short – lived capital of the Illyric or her
transfer never took place.
Second Period
The Bulgarian Patriarchate resisted with the autocephalous Archbishopric of
Bulgaria that resided in Achrida. Basil B΄ must have published an edict with
which he defined the independence of the Archbishopric of Achrida under the
command of the Ecumenical Patriarch. This edict was lost and there are only
three sigillas remaining from the year 1020.
193
From all the above a new situation rose in the region of Achrida, new
interests were being unfolded and the emperor Basil B΄ was being implicated as
well as the Archbishops of Bulgaria, who wanted to become Patriarchs and the
Archbishops of Achrida who tried to gain éclat for their Archbishopric.
The title “Prima Justiniana Archbishopric of Achrida and All Bulgaria”
begun to flourish in the 11th century when Archbishop was Theophylactos. It
reached the highest pitch in the end of the 12th and at the beginning of the 13th
century, when Archbishop was Dimitrios Chomatianos and it maintained until
the 18th century when Archbishops were, Zosimas (1686), Joseph (1746) and
Dionysos (1753) and Prima Justiniana was abrogated in 1767 the year that the
Archbishopric of Achrida was united with the Ecumenical Patriarchate.
194
ZUSAMMENFASSUNG
Das Erzbistum der Prima Justiniana
Erste Periode
Die religiöse Politik Justinians wird von ihrem herrischen und autoritären
Charakter bezeichnet. Aber auch von seiner Weitsichtigkeit für das einheitliche
Byzantinische Reich das gemeinsame Dogma und die gemeinsame Kirche
(Glauben).
Die Erschaffung des Erzbistums der Prima Justiniana muss mit der
Byzantinischen Politik in Verbindung gebracht werden, die Einfluss auf die
Ausbildung der Kirchlichen Struktur und der Verordnung von Bestimmungen,
die wiederum jedes Mal die Landkarte von Südosteuropa bestimmten.
Die Gründung der Prima Justiniana wurde der Gegenstand von
Verhandlungen zwischen dem Papst und dem Kaiser.
Mit der Ausgabe der XI Novella von 535, verfolgte Justinian die
Entfernung vom Einfluss des Papstes aus dem östlichen Illyrien. Darum wurde
auch die Gründung der Prima Justiniana ohne eine vorherige Absprache mit dem
Papst realisiert, obwohl er die kirchliche Rechtsprechung in Illyrien vertrat. Nach
einem Jahrzent wiederholte er die Bestimmungen, die die Prima Justiniana
betrafen, im ersten Teil der Novella 131. Mit diesen Novellaen trennte Justinian
seine Heimat von der bisherigen Rechtsprechung Thessalonikis ab und e erhob
sie nicht zu einem Patriarchat, sondern zu einem unabhängigen Erzbistum.
Die Prima Justiniana war sehr kurzlebig die Hauptstadt von Illyrien, oder
ihr Beförderung dahin wurde nie verwirklicht.
Zweite Periode
195
Achrida unter dem Ökumenischen Patriarchat bestimmte. Diese Verordung ist
verloren gegangen und es sind nur drei (3) Siegel aus dem Jahre 1020 erhalten.
Mit den weiter oben erwähnten wird ein neuer Status in der Umgebung von
Achrida geschaffen. Es werden neue Interessen entwickelt und Kaiser Basil II,
wie auch die Erzbischöfe von Bulgarien, die zu Patriarchen aufsteigen wollen,
und die Erzbischöfe von Achrida, die ihrerseits versuchen, ihrem Erzbistum
einen Glanz zu verleihen, mischen sich ein.
Der Titel “Erzbistum Achridas Prima Justiniana und ganz Bulgariens” fing
im 11 Jahrhundert an, während der Amtszeit von Theofylaktos in Blüte zu
stehen. Er erreichte aber Ende des 12 und Anfang des 13 Jahrhunderts seinen
Höhepunkt, als Dimitrios Chomatianos Erzbischof war. Und bewahrte ihn bis
zum 17 und 18 Jahrhundert, als Zosimas (1686), Josef (1746) und Dionysos
(1753) Erzbischöfe waren. Der Titel wurde 1767 abgeschafft. Das Jahr, in dem
sich das Erzbistum Achridas mit dem Ökumenischen Patriarchat vereinte.
196
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
197
ΝΕΑΡΕΣ
198
199
- 910 -
200
- 911 -
201
202
203
204
205
206
Ψευδοϊουστινιάνειο Χρυσόβουλλο
207
208
209
219
210
220
211
221
212
222
213
223
214
224
215
216
Χ 36 – 37 Χ
217
218
219
220
Ελληνικός Κώδικας
του Εσκοριάλ Ισπανίας
Catalogo de los codices
Griegos de la Real
Biblioteca de el Escorial
Bd. 2. Madrid, Nr. 370, s. 274 - 278
221
222
ΧΑΡΤΕΣ
223
224
225
226
227
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
228
229