You are on page 1of 229

Η ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗ ΠΡΩΤΗΣ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΗΣ

∆Ι∆ΑΚΤΟΡΙΚΗ ∆ΙΑΤΡΙΒΗ

Ε. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ή ΤΕΓΟΥ ΣΤΕΡΓΙΑ∆ΟΥ

ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2003
Στη µνήµη του συζύγου µου
Γεωργίου Χαρ. Στεργιάδη
Οµ. Καθηγητή του Α.Π.Θ.

2
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Η Αρχιεπισκοπή Πρώτης Ιουστινιανής είναι το θέµα της παρούσας εργασίας
µας που έχει ως σκοπό της να αξιολογήσει κάθε πληροφορία που διασώζεται δια
µέσου των αιώνων, τόσο από τις πηγές όσο και από τους προηγούµενους
ερευνητές που ασχολήθηκαν µε το θέµα αυτό, γιατί παρουσιάζει ένα ιδιαίτερο
ενδιαφέρον. Η εµφάνιση της Πρώτης Ιουστινιανής γίνεται τον 6ο αιώνα, στα
χρόνια του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, για να κρατήσει η δόξα της µόλις πενήντα
χρόνια, να λησµονηθεί στη συνέχεια για πέντε αιώνες και να επανεµφανιστεί τον
11ο αιώνα ως «φοίνιξ που αναγεννάται από την τέφρα του».

Οι θεωρίες που παρουσιάστηκαν κατά περιόδους για την Πρώτη


Ιουστινιανή, είναι πάρα πολλές, όσες είναι και οι υποθέσεις των ιστορικών, γιατί
δεν έχουµε ανασκαφικές µαρτυρίες, όπως µια επιγραφή που να ρίχνει φως στο
σκοτάδι. Ανασκαφές υπάρχουν στο χώρο του Ιλλυρικού, αλλά καµιά δεν
επιβεβαιώνει την ακριβή θέση της Πρώτης Ιουστινιανής.

Για τη σύνταξη της παρούσας µελέτης συλλέξαµε υλικό από τις


βιβλιοθήκες της Θεσσαλονίκης, του Göttingen της Γερµανίας, της Σόφιας
Βουλγαρίας και προσπαθήσαµε να εξάγουµε τα δικά µας συµπεράσµατα.

Για την εξεύρεση του θέµατος της διατριβής αυτής, οφείλω ευχαριστίες
στον καθηγητή Αθανάσιο Αγγελόπουλο καθώς και για την επιστηµονική
καθοδήγησή του.

Με πολύ ενδιαφέρον άκουσαν τα προβλήµατα που παρουσιάστηκαν κατά


τη διάρκεια της έρευνας οι σύµβουλοι καθηγητές Σωτήρης Βαρναλίδης και ο
Μητροπολίτης Τυρολόης και Σερεντίου Παντελεήµων Ροδόπουλος, τους
οποίους και ευχαριστώ για την πολύτιµη επιστηµονική καθοδήγησή τους.

Επίσης ευχαριστώ τους καθηγητές του Τµήµατος Ποιµαντικής και


Κοινωνικής Θεολογίας που συµµετείχαν στην επταµελή επιτροπή µου, τους κ.κ.
Αθανάσιο Καραθανάση Τακτικό Καθηγητή, Θεόδωρο Γιάγκου Αναπληρωτή
Καθηγητή, Κωνσταντίνο Χρήστου Επίκουρο Καθηγητή, Μιχαήλ Τρίτο
Επίκουρο Καθηγητή, Νικόλαο Κουσουλούδη Λέκτορα, Τµήµατος Θεολογίας.

3
ΠEPIEXOMENA
Πρόλογος 5

Εισαγωγή 6

MEPOΣ ΠPΩTO 12

Kεφάλαιο Πρώτο 12
α) Ιλλυρικό και Πρώτη Ιουστινιανή 12
β) Η επαρχότητα Ιλλυρικού και το βικαριάτο Θεσσαλονίκης 17
Kεφάλαιο ∆εύτερο 25
H Aρχιεπισκοπή Πρώτης Iουστινιανής ως συνάρτηση της εκκλησιαστικής 25
πολιτικής του Iουστινιανού A΄
Kεφάλαιο Tρίτο 43
A΄ Iουστινιανή 43
α. H ίδρυση και η εξέλιξη της Αρχιεπισκοπής Πρώτης Iουστινιανής 43
β. ∆ιπλωµατική ανάλυση του Χρυσοβούλλου 47
1. Σχηµατική παράσταση Ηδίκτου ή Νεαράς κατά τη βυζαντινή εποχή 49
2. Σχηµατική διάταξη epistula (επιστολής) 50
3. Γραφική παράσταση Χρυσόβουλλου λόγου 53
Kεφάλαιο Tέταρτο 69
α. H θέση της Πρώτης Ιουστινιανής σύµφωνα µε τις βυζαντινές και νεότερες πηγές 69
β. Πόλεις που ιδρύθηκαν από τον Iουστινιανό και φέρουν το όνοµά του 74
γ. Πόλεις φέρουσες το όνοµα Ιουστινιανούπολις 75
Συµπεράσµατα Α΄ περιόδου 76

MEPOΣ ∆ΕΥΤΕΡΟ 80

Kεφάλαιο Πρώτο 80
Τρόπος επανεµφάνισης της Πρώτης Ιουστινιανής 80
α. Η Εκκλησία της Βουλγαρίας 80
β. Κατάλογος επισκοπών Πρώτης Ιουστινιανής 89
1. Οι επαρχίες της αρχιεπισκοπής Αχριδών και Πρώτης Ιουστινιανής 89
2. Τακρίριον Ιωάσαφ αρχιεπισκόπου Πρώτης Ιουστινιανής προς τον Σουλτάνο 90
(11/07/1721)
α. Κείµενον του τακριρίου 91
β. Μητροπόλεις και επισκοπές Α΄ Ιουστινιανής και ο εντοπισµός τους 92

4
γ. Αι Αρχιεπισκοπαί του µακαριωτάτου αρχιεπισκόπου Αχριδών 96
3. Τάξις των θρόνων της Πρώτης Ιουστινιανής ήτοι πάσης Βουλγαρίας 97
4. Επισκοπές ανήκουσες στην αρχιεπισκοπή Βουλγαρίας ήτοι Αχριδών (που 98
εµφανίζονται από τον 12ο έως τον 13ο αιώνα)
Συµπεράσµατα 99
Kεφάλαιο ∆εύτερο 102
Αρχιεπίσκοποι Βουλγαρίας, Αχριδών, Πρώτης Ιουστινιανής 102
Kεφάλαιο Τρίτο 113
Η προβληµατική της Πρώτης Ιουστινιανής 113
α. Γένεση και αποδοχή της θεωρίας της Πρώτης Ιουστινιανής στο Μεσαίωνα 113
β. Πλαστογραφηµένα έγγραφα της αρχιεπισκοπής Πρώτης Ιουστινιανής και η 134
χρήση τους στο Μεσαίωνα κατ’ εξακολούθηση
Συµπεράσµατα Β΄ περιόδου 156
Επίλογος 161
Περίληψη 164
Παράρτηµα 170
Νεαρές 171
Ψευδοϊουστινιάνειο Χρυσόβουλλο 180
Χάρτες 196
Φωτογραφίες 201
Συντµήσεις 203
Βιβλιογραφία 206

5
ΣYNTMHΣEIΣ

Αγαθίας: Αγαθίας Σχολαστικός, Ιστοριών τοµ. Ε, ed. R Keydell [CFHB II Series


Berolinensis] Berolini, 1967.
ACO = Acta Conciliorum Oecumenicorum εκδ. E. Schwartz, Argentorati 1914,
Berolini – Lipsiae, 1922 - 1940.
BAN.: Bülgarska Akademija na Naukite (Βουλγαρική Ακαδηµία Επιστηµών).
BZ.: Byzantinische Zeitschrift, Leipzig 1892 κε, München, 1950 κε.
CB.: Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae 50 τοµ. Bonnae, 1828 - 1897.
CEH.: Cambridge Economic History of Europe, 1942 κε.
CFHB.: Corpus Fontium Historiae Byzantinae, Washington – Berlin – Wien –
Bruxelles – Roma, 1967 κε.
CJ.: Codex Justinianus, ed P. Krüger, (Corpus Juris Civilis II), Berlin 1877,
Zurich 1970.
CJC.: Corpus Juris Civilis, Novellae, R. Schoell, G. Kroll Opus schoelli morte
interceptum, Berlin, 1956 και Κώδιξ Ιουστινιανού, (µετ. Παντελή
Τσιτσεκλή) τ. Α΄, εν Αθήναις 1911.
Cod Theod.: Codex Theodosianus, εκδ. Th. Mommsen – P. M. Meger, t I, 1 – 2
-II Berolini, 1905.
Coll. Aveill.: Epistulae imperatorum, pontificum, aliorum inde ab a CCCLXVII
usque ad. a DLIII datae, Avellana quae dicitur Collectio I-II, ed. O. Guenther
[CSEL. 35, 1 - 2], Pragae – Vindobonae – Lipsiae, 1895 – 1898.
CSCO.: Corpus Scriptorum Christianorum Orientalium, Paris – Rome 1903 κε.
CSEL.: Corpus Scriptorum Ecclesiasticorum Latinorum, Vindobonae 1866 κε.
∆.Ι.Ε.Ε.Ε.: ∆ελτίον Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας Ελλάδος
∆. Σ. Β. Σ.: ∆ιεθνές Συνέδριο Βυζαντινών Σπουδών.
Ε.Α.: Εκκλησιαστική Αλήθεια, Σύγραµµα περιοδικόν, έτος 9ον 1888 – 1889,
(επανέκδοση) Ίδρυµα Πατερικών Μελετών, 1986, 158 – 160.

6
Ed: Justiniani XIII Edicta quae vocantur, edd. R. Schoell – W- Kroll εν. NJ. Σελ.
759 – 795.
E.E.B.Σ.: Eπετηρίς Eταιρείας Bυζαντινών Σπουδών, Aθήναι, 1924 κε.
Ε.Ε.Θ.Σ.Π.Θ.: Επιστηµονική Επετηρίς Θεολογικής Σχολής Πανεπιστηµίου
Θεσσαλονίκης.
ΕΟ.: Echos d’Orient, Constantinople – Paris, 1897 – 1942.
FHG.: Fragmenta Historicorum Graecorum, ed C. Müller, τ. I – V, Paris 1878 –
1885.
GCS.: Die griechischen christlichen Schriftsteller der ersten drei Jahrhunderte,
Leipzig 1897 κε.
HGM.: Historici Graeci Minores, L. Dindorfius, τ. I – II, Lipsiae 1870 – 1871.
Izv. za Bălg. Istorija: Izvori za Bălgarskata Istorija εκδ. Bălgarska Akademija
na Naukite, τ. I – XX, Sofia, 1958 – 1974.
Ι.Μ.Χ.Α.: Ίδρυµα Μελετών Χερσονήσου του Αίµου.
I.Π.Μ.: Ίδρυµα Πατερικών Μελετών.
Jaffe: Pb. Jaffé, Regesta pontificum Romanocum ab condita Ecclesia ad annum
p.C. natum 1198, 2α εκδ. υπό W. Wattenbach – F. Kaltenbrunner – P. Ewald
– S. Loewenfeld, Berlin, 1885 – 88, τοµ. 2 (ανατ. Graz 1956).
JGR.: Jus Graeco - Romanum, τ. 1 – 8 εκδ. I και Π. Zέπου, Aθήναι, 1931 κε.
Liberatus: Liberatus Breviarium causae Nestorianorum et Eutychianorum, ed. E.
Schwarts, εν ACO. II 5 Berolini – Lipsiae, 1936.
Lib Pont: Le Liber Pontificalis2, ed L. Duchesne, Paris 1955 – 7 τοµ. 3.
Mansi J. D.: Sacrorum Conciliorum nova et amplissima collestio, Firenze –
Venezia 1759 – 1798.
MG H: Monumenta Germaniae Historica , Auctores Antiquissimi, Berolini 1877
– 1898.
MGH, epp.: MGH Epistulae VI 592 F = Izvori, VII, 110.
M.P.L.: Migne, Paftologie cursus completus, Series Latina, Paris 1844 – 1952.

7
N. J.: Novellae Justiniani, rec R. Schoell – G Kroll [ CJC III], Berlin 1895 ( φωτ.
αντ. Dublin – Zürich 1972).
Not Dign.: Notitia Dignitatum accedunt Notitia urbis Constantinopolitanae et
Latercula provinciarum, ed. O. Seeck, Berlin 1876 σελ. 1 – 225.
PG.: Migne J. P., Patrologiae cursus completus, Series graeca, Paris 1857 –
1906.
PL.: J.P. Mignae, Partologiae curcus completus, series latina, Paris 1844 – 1952.
Προκόπιος Περί Kτισµάτων: Προκόπιος, Περί κτισµάτων, εκδ. J. Haury,
Procopii Caesariensis opera omnia III. 2, Lipsiae 1913. Editio stereotypa
correctior. Addenda et corrigenda adiecit G Wirth IV, Leipzig 1964.
Προκόπιος Γοτθικών Πολέµων: Προκόπιος, υπέρ των πολέµων λόγοι, εκδ. J.
Haury Procopii Caesariensis opera omnia II, Lipsiae 1905 Addenda et
corrigenda adiecit G Wirth, Leipzig 1963, O. Veh, Prokop. II Gotenkriege
München 1966.
REB.: Revue des Études Byzantines, Paris 1943 κε.
Σ.Θ.Ι.Κ.: Σύνταγµα Θείων και Ιερών Κανόνων, εκδ. Γ. Ράλλης – Μ. Ποτλής, τ.
6 εν Αθήνησι 1852 – 1859.
Σωκράτης: Σωκράτης, Σχολαστικός, Εκκλησιαστική Ιστορία, J. P. Migne PG.
67, σελ. 28–842.
Θ.Η.Ε.: Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, εκδ. Αθ. Μαρτίνος, τ. 12,
Αθήνα 1962 – 1963.
Viz Vrem.: Vizantijskij Vremennik, Sanktpeterburg – Leningrad 1894 – 1927,
Moskva 1947 κε.
ZRVI: Zbornik Radova Vizantološkog Instituta, Beograd 1972 κε.

8
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Πηγές και βοηθήµατα

Αγγελόπουλος Α., Το εκκλησιαστικόν καθεστώς των Μητροπόλεων της Βορείου


Μακεδονίας από του 1913 µέχρι σήµερον, Θεσσαλονίκη 1976 (ανάτυπο).
Αγγελόπουλος Α., Το αυτοκέφαλο της Μακεδονικής Ορθοδόξου Εκκλησίας επί
τη βάσει των αποφάσεων της Εκτάκτου Συνόδου της Ιεραρχίας της Σερβικής
Ορθοδόξου Εκκλησίας, ανατ. ΙΜΧΑ, αρθµ. 15, 1967.
Αγγελόπουλος Α., Περί την Επαρχιακήν Σύνοδον Θεσσαλονίκης, Μακεδονικά 18
(1978), 307 – 309.
Αγγελόπουλος Α., Βόρειος Μακεδονία, Ελληνισµός της Στρωµνίτσης,
Θεσαλλονίκη 1980.
Αγγελόπουλος Α., Η Eκκλησία Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1991.
Αγγελόπουλος Α., Εκκλησιαστική Ιστορία, Η εκκλησία της Κύπρου στο παρελθόν
και στο παρόν, Θεσσαλονίκη 1991.
Αγγελόπουλος Α., Ο κόσµος της Ορθοδοξίας στα Βαλκάνια σήµερα,
Θεσσαλονίκη 1992.
Αγαθίας Σχολαστικός, Ιστοριών τόµοι Ε, εκδ. R. Keydell, Agathiae Myrinaec
Historiarum bibri quinque (corpus fontium historiae byzantinae Volumen
II), Berolini 1967.
Ακροπολίτης Γεώργιος, Χρονικόν, A. Heisenberg, t. Historia, Breviarium
Historiae Theodori Scutarcotae additamenta, Leipzig 1903, ανάτ. Stuttgart
1978.
Αλιβιζάτος Α., Οι ιεροί κανόνες και οι εκκλησιαστικοί νόµοι, Αθήναι 19492.
Άµαντος Κ., Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τ.2, Αθήναι, 19773.
Αναστασίου Ι., Εκκλησιαστική Ιστορία, τοµ. Α΄ Θεσσαλονίκη 1983.
Αναστασίου Ι., Βίος Κλήµεντος Αχρίδος, ΕΕΘΣΘ. 12 (1967) 162 – 184.
Αναστασίου Ι., Σιναϊτικά του ΙΣτ΄ και ΙΖ΄ αιώνα. ∆ιενέξεις δια την δικαιοδοσίαν
επί της Μονής. Το µετόχιον του Καΐρου. Αι αξιώσεις δι’ ανεξαρτησίαν του
αρχιεπισκόπου Σινά εν ΕΕΘΣΘ. 15 (1970) 29 – 141.

9
Άνθιµος Αλεξούδης Μητροπολίτης Αµασσείας, Χρονολογικός κατάλογος των
πάλαι ποτέ Αρχιεπισκόπων της Πρώτης Ιουστινιανής Αχριδών, εν
Εκκλησιαστική Αλήθεια, 9 (1888 - 1889) επανέκδοση Ι.Π.Μ. 1986, 158 –
160.
Άνθιµος Αλεξούδης Μητροπολίτης Αµασσείας, Συνοδικαί πράξεις της
Αρχιεπισκοπής Αχριδών και πάσης Βουλγαρίας, εν ∆ελτίον της Ιστορικής
και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος, ∆΄ (1894) τχ. 15, 547 – 573.
Απόκαυκος Ιωάννης, Epirotica, Noctes Petropolitanae, N. Bees, Unedierte, Α.
Παπαδόπουλος – Κεραµεύς, εν Αρµονία 3 (1902).
Αραβαντινός Π., Χρονογραφία της Ηπείρου, Β΄, εν Αθήναις 1859.
Βαρδάνης Γεώργιος, Του Αττικού κυρού Γεωργίου Βαρδάνη… αντίγραµµα προς
τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως κυρόν Γερµανόν, εκδ. R. S. Loenertz,
Lettre 104 – 118.
Βαρναλίδης Σ., Ο Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος Ζωσιµάς (1686 – 1746) και η
εκκλησιαστική και πολιτική δράση αυτού, Θεσσαλονίκη, 1974.
Βασιλικά, Basilicorum, libri LX, ed H.J. Scheltema et N. Van der Wal,
Gravenhage 1955.
Βέη – Σεφερλή Ε., Ο χρόνος στέψεως του Θεοδώρου ∆ούκα, ως προσδιορίζεται
εξ ανεκδότων γραµµάτων Ιωάννου του Απόκαυκου, εν Byzantinich
Neugriechische Jahrbücher, 21 (1971/76), 272 - 279.
Γεδεών Μ., Πατριαρχικοί πίνακες 36, Κωνσταντινούπολις 1884.
Γεροµιχαλός Α., Εκκλησιαστική Ιστορία της Ελλάδος, τοµ. Α΄, Θεσσαλονίκη
1973.
Γιάγκου Θ., Κανόνες και Λατρεία, Θεσσαλονίκη 2001.
Γρηγόριος, Αρχιγραµµατέας της Ιεράς Συνόδου της του Χριστού Μεγάλης
Εκκλησίας, Πραγµατεία περί της κανονικής δικαιοδοσίας του οικουµενικού
Πατριαρχικού θρόνου επί της εν Βουλγαρία Ορθοδόξου εκκλησίας, εν
Κωνσταντινουπόλει 1860.

10
Γρηγορίου Ιωαννίδου Μ., Παρακµή και πτώση του θεµατικού θεσµού. Συµβολή
στην εξέλιξη της διοικητικής και της στρατιωτικής οργάνωσης του Βυζαντίου
από τον 10ο αιώνα, κε. Θεσσαλονίκη 1985.
∆εληδήµος Ειρηναίος, αρχιµ., Ο Όσιος ∆αυίδ ο εν Θεσσαλονίκη, (ανάτυπο εκ
του πανηγυρικού τεύχους προς τιµήν του Οσίου ∆αυίδ του εν
Θεσσαλονίκη), Θεσσαλονίκη 1979, 3 - 37.
∆ελικάνης Καλλίνικος, αρχιµ., αρχειοφ., Οικουµενικού θρόνου, Πατριαρχικών
εγγράφων, τ. 3ος, έγγραφα αρχιεπισκοπής Αχριδών, εν Κωνσταντινουπόλει
1905, 767 – 1058.
∆ήµιτσας Μ., Αρχαία Γεωγραφία της Μακεδονίας, µέρος 2ο, Τοπογραφία,
Αθήνησι 1874, (ανάτ. Θεσσαλονίκη 1988).
∆ήµιτσας Μ., Τα περί της Αυτοκεφάλου Αρχιεπισκοπής της πρώτης Ιουστινιανής
Αχρίδος και Βουλγαρίας, εν Αθήναις 1859.
∆ηµήτριος Xωµατιανός, J. Pitra, Analecta Sacra et classica. Spicilegio
Solesmansi parata, juris ecclesiastici Graecorum selecta paralipomena τ. 6
Parisiis - Romae 1891 ανατ. Farnborough 1967.
Ευάγριος Σχολαστικός, Εκκλησιαστική Ιστορία, J. P. Migne PG 86, 2636 –
2640 – 41 και J. Bidez – L. Parmentier, The Ecclesiastical History of
Evagrius with the Scholia, London 1898, ΙΩ. 10 – 11.
Ευσέβιος, Εις τον βίον του µακαρίου βασιλέως Κωνσταντίνου, P. Winkelman,
Über das Leben des Kaisers Konstantin (Eusebius Werke, 1Bb, 1 Teil),
Berlin 1975.
Εφραίµ, Εφραιµίου Χρονικόν, εκδ. Ι Bekker, Ephraemius CB. Bonnae 1840.
Zακυθηνός ∆., Βυζαντινή Ιστορία, Αθήναι 19722.
Zακυθηνός ∆., Βυζαντινόν κράτος και κοινωνία, Ιστορική επισκόπησις 1951.
Zακυθηνός ∆., Συµβολαί εις την ιστορίαν των Εκκλησιών Αχρίδος και Ιπεκίου,
εις Μακεδονικά, τόµος 1ος, εν Θεσσαλονίκη 1940.
Zακυθηνός ∆., Μελέται περί της διοικητικής διαιρέσεως και της επαρχιακής
διοικήσεως εν τω βυζαντινώ κράτει, ΕΕΒΣ 17 (1941) 208 - 274, 18 (1948)

11
42 – 62, 19 (1949) 3 – 25, 21 (1951) 179 – 209, 22 (1952) 159 – 182, 25
(1955) 127 – 159.
Ζαχαρίας ο Ρήτωρ, Εκκλησιαστική Ιστορία, edd. F. J. Hamilton – E.W. Brooks,
The Syriac Chronicle known as that of Zachariah of Mitylene, London
1899.
Θεοδώρητος Κύρου, Εκκλησιαστική Ιστορία, εκδ. L. Parmetier – F.
Scheidweiler, Theodorets Kirchengeschichte2 [GCS. 44 (19)], Berlin 1954.
Θεοδώρου Ανδρ., Xριστολογική οµολογία και διδασκαλία Λεοντίου του
Bυζαντίου, εν Θεολογία 26 (1955) και 27 (1956).
Θεοφάνης, Οµολογητής, Χρονογραφία, ed C. de Boor, Theophanis
Chronographia, Lipsiae 1883 – 5 (αν. Hildecheim 1963).
Θεοφύλακτος Αχρίδος, Βίος Κλήµεντος Αχρίδος, εν J. P. Migne PG. 126, 1193
– 1240.
Θεοχαρίδης Γ., Iστορία της Mακεδονίας κατά τους Mέσους Xρόνους, (285 -
1354), Θεσσαλονίκη 1980.
Kαλογήρου I., Iστορία των ∆ογµάτων, τοµ. B΄, Θεσσαλονίκη 1983.
Καραγιαννόπουλος I., Ιστορία Βυζαντινού κράτους (324 - 565), τ. Α΄,
Θεσσαλονίκη, 19924.
Καραγιαννόπουλος I., Ιστορία Βυζαντινού κράτους (565 - 1081), τ. Β΄,
Θεσσαλονίκη, 19913.
Καραγιαννόπουλος I., Κεντρόφυγοι και κεντροµόλοι δυνάµεις στον βυζαντινό
κόσµο, Πρακτικά ΙΕ΄ ∆.Σ.Β.Σ. Αθήναι 1976, 1 – 19.
Καραγιαννόπουλος Ι., Βυζαντινή ∆ιπλωµατική Α. Αυτοκρατορικά έγγραφα,
Θεσσαλονίκη 1968.
Καραγιαννόπουλος Ι., Πηγαί της Βυζαντινής Ιστορίας, Θεσσαλονίκη 1987.
Καραθανάσης Α., Θεσσαλονίκεια και Μακεδονικά, Θεσσαλονίκη 1996.
Κατερέλος Κυρ., H κανονική δικαιοδοσία του Oικουµενικού Πατριαρχείου επί
των επαρχιών του ∆εσποτάτου της Hπείρου κατά την περίοδο 1204 – 1235,
Θεσσαλονίκη 1995.

12
Κονιδάρης Γ., Αι µητροπόλεις και αρχιεπισκοπαί του Οικουµενικού
Πατριαρχείου και η «τάξις» αυτών, Αθήναι 1934.
Κονιδάρης Γ., Εκκλησιαστική Ιστορία της Ελλάδος, τ. Α΄, εν Αθήναις 1954 -
1960.
Κονιδάρης Γ., Συµβολαί εις την εκκλησιαστικήν Ιστορίαν της Αχρίδος, Αθήναι
1967.
Κουρεµπελές Ι., Καθολική πίστη και νόµος του κράτους, Θεσσαλονίκη 1998.
Κωνσταντίνος Ζ΄ Πορφυρογέννητος, Περί θεµάτων, εκδ. A. Pertusi, Costantino
Porfirogenito, De thematibus, Introduzione, testo critico, commento (studi e
Testi 160) Città del Vaticano 1952.
Κωνσταντίνου ή Τέγου – Στεργιάδου E., Τα σχετικά µε την Αρχιεπισκοπή
Αχρίδας Σιγίλλια του Βασιλείου Β΄. ∆ιδακτορική ∆ιατριβή, Θεσσαλονίκη
1988.
Κωνσταντίνου ή Τέγου – Στεργιάδου E., Ο Χρυσόβουλλος λόγος του Μιχαήλ
Η΄ Παλαιολόγου του έτους 1272 και η Εκκλησία της Βουλγαρίας, εν
Βυζαντιακά, τ. 10 (228 – 246), Θεσσαλονίκη 1990.
Κωνσταντίνου ή Τέγου – Στεργιάδου Ε., Ιλλυρικό και Πρώτη Ιουστινιανή, εν
Πρακτικά Συνεδρίου «Το Βυζαντινό Φως: Μορφές του βυζαντίου –
Ορόσηµο του Ευρωπαϊκού Πολιτισµού», Ελληνορθόδοξος Βυζαντινός
Πολιτισµός, Τόµος Β΄, τεύχος 3 (1998), 22 – 26.
Κωνσταντίνου ή Τέγου – Στεργιάδου Ε., Ο ηγετικός ρόλος της Εκκλησίας
Θεσσαλονίκης στο Ιλλυρικό κατά τους πρώτους µ.Χ. αιώνες, εν Πρακτικά
ΙΓ΄ ∆ιεθνούς Επιστηµονικού Συµποσίου: Η Χριστιανική Θεσσαλονίκη, Η
Επαρχιακή Μητροπολιτική Σύνοδος Θεσσαλονίκης, Λ∆΄ ∆ηµήτρια,
Θεσσαλονίκη 2000, 113 – 121.
Kωνσταντοπούλου Α., Iστορική Γεωγραφία της Mακεδονίας (4ος – 6ος αιώνας),
Γιάννενα 1984.
Λεόντιος Μοναχός, J. P. Migne PG. 861, 1272 κε.
Λέων ∆ιάκονος, Ιστορία, εκδ. C. B. Hasii, Leonis Diaconi Caloensi Historae, CB
Bonnae 1828.

13
Λιάλιου ∆., Γρηγοριανά Α΄, Θεσσαλονίκη 1997.
Λιάλιου ∆., Ερµηνεία των δογµατικών και συµβολικών κειµένων της Oρθοδόξου
Eκκλησίας, τοµ B΄ 1994.
Μαλάλας Ι., Χρονογραφία, L. Dindorf εν CB, Bonnae 1831 και J. P. Migne PG.
97, 65 – 717.
Μαντζουνέας Ε., Εκκλησιαστικόν Ποινικόν ∆ίκαιον, Αθήναι 1979.
Μάξιµος Μητροπολίτης Σάρδεων, Το Οικουµενικόν Πατριαρχείον εν τη
Ορθοδόξω Εκκλησία (Πατριαρχικόν Ίδρυµα Πατερικών Μελετών),
Θεσσαλονίκη 1972.
Μαρτινιανός Ιωακείµ Μητροπολίτης Ξάνθης, Συµβολαί εις την Ιστορίαν
Μοσχοπόλεως (Α΄, Η Ιερά Μονή του Τιµίου Προδρόµου κατά τον εν αυτή
κώδικα 1630 – 1875) Αθήναι 1939.
Μαρτζέλος Γ., Η χριστολογία του Βασιλείου Σελευκείας και η Οικουµενική
σηµασία, Θεσσαλονίκη 1990.
Μαρτζέλος Γ., Ορθόδοξο δόγµα και Θεολογικός προβληµατισµός, Θεσσαλονίκη
1993.
Ματσούκας Ν., ∆ογµατική και Συµβολική Θεολογία, Θεσσαλονίκη 1992.
Μελέτιος Μητροπολίτης Νικουπόλεως, Η Πέµπτη Οικουµενική Σύνοδος,
Αθήναι 1985.
Μηλιαράκης Α., Ιστορία του Βασιλείου της Νίκαιας και του ∆εσποτάτου της
Ηπείρου (1204 – 1261), Αθήναι 1898.
Ναξίδου Ελεον., Εκκλησία και εθνική ιδεολογία από την Αρχιεπισκοπή της
Αχρίδος µέχρι την ίδρυση της αυτοκέφαλης «µακεδονικής εκκλησίας», ∆ρ.
∆ιατριβή, Θεσσαλονίκη 1998.
Νείλος ∆οξαπατρής, Τάξις των Πατριαρχικών θρόνων, J. P. Migne PG. 132 st.
1083 – 1111.
Nεράντζη – Bαρµάζη Β., Πληροφορίες του Θεοφυλάκτου Aχρίδας και του
∆ηµητρίου Xωµατιανού για το δυτικοµακεδονικό χώρο, εν Bυζαντινή
Mακεδονία, 324 – 1430 µ.X., Θεσσαλονίκη 1995, 231 – 238.

14
Νικήτας Χωνιάτης, Χρονική διήγησις, εκδ. I. Bekker, CB. Bonnae 1835 και
Migne PG. 139, 320 – 1057.
Νικηφόρος Γρηγοράς, Ρωµαϊκή Ιστορία, εκδ. L. Schopen CB. I – II, Bonnae
1829 – 1830 και I. Bekker III, Bonnae 1855 και J. P. Migne PG 148, 120 –
1449 και 149,9 – 501.
Παλλάδιος επίσκοπος Eλενοπόλεως, ∆ιάλογος Ιστορικός… περί Ιωάννου
Χρυσοστόµου, C. Batler, The Lausiac History of Pallidiu, II (Texts and
Studies) Cambridge 1904 και Migne PG 34, 995 – 1262.
Παντελεήµων Ροδόπουλος, µητροπολίτης Τιρολόης και Σερεντίου,
Μαθήµατα Κανονικού ∆ικαίου, Θεσσαλονίκη 1984.
Παντελεήµων Ροδόπουλος, µητροπολίτης Τιρολόης και Σερεντίου, Μελέται
Α΄ - Κανονικά – Ποιµαντικά – Λειτουργικά – Οικουµενικά – ∆ιάφορα,
Θεσσαλονίκη 1993.
Παπαδόπουλος - Κεραµεύς A., Ιεροσολυµιτική Βιβλιοθήκη, ήτοι Κατάλογος
Ελληνικών Κωδίκων τ. IV 1899 Bruxelles 1963, 126, 133 – 134.
Πιπέρκοβιτς Αιµ., Το Ιλλυρικόν και τα επ’ αυτού δίκαια των Εκκλησιών Ρώµης
και Κωνσταντινουπόλεως κατά τας λατινικάς βλέψεις, διδακτ. διατριβή εν
Αθήναις 1919.
Πρακτικά των Αγίων και Οικουµενικών Συνόδων, εκδ. Καλύβης Τιµίου
Προδρόµου Ιεράς σκήτης Αγίας Άννης, Άγιον Όρος, τ. Β΄, από έτους
Χριστού 449 άχρι έτους 1643, Θεσσαλονίκη 1982.
Προκόπιος, Ανέκδοτα, εκδ. J. Haury, Procopii Caesariensis opera omnia III.1,
Lipsiae 1906.
Προκόπιος, Περί Kτισµάτων, εκδ. J. Haury, Procopii Caesariensis οpera οmnia
ΙΙ, Lipsiae 1905: Gotenkriege, München 1966.
Προκόπιος, Υπέρ των πολέµων λόγοι, εκδ. J. Haury, Procopii Caesariensis opera
omnia I, Lipsiae 1905, Addenda et corrigenda adiecit G. Wirth, Leipzig
1963, O. Veh, Prokop. III Perserkriege München 1966.
Σάθας Κ., Μεσαιωνική βιβλιοθήκη, I – VIII, (bibliotheca Graeca Medii Aevi,
MB), Βενετία 1872 – 1894.

15
Σκενδέρης Κ., Ιστορία της αρχαίας και συγχρόνου Μοσχοπόλεως, εν Αθήναις
19282.
Σκυλίτζης Ι., Σύνοψις Iστοριών, εκδ. I. Bekker, Georgius Cedrenus, Ioannis
Skylitzae opera II CB. Bonnae 1839, 43 – 638 (νέα έκδοση I. Thurn, Berlin
– New York, de Gruytez, 1973 CFHB IV. Series Berolinensis. 5).
Σταυρίδου – Ζαφράκα Αλκ., Νίκαια και Ήπειρος του 13ου αιώνα, Θεσσαλονίκη
19992.
Σταυρίδου – Ζαφράκα Αλκ., Θεσσαλονίκη, Πρώτη πόλις Θετταλίας, Κ∆΄
∆ηµήτρια Γ΄ εν Χριστιανική Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη 1991, 65 – 77.
Σταυρίδου – Ζαφράκα Αλκ., Συµβολή στο ζήτηµα της αναγόρευσης του
Θεοδώρου ∆ούκα, Αφιέρωµα στον Εµ. Κριαρά, Θεσσαλονίκη 1988, 37 – 62.
Στογιόγλου Γ., Eκκλησιαστική Iστορία, Θεσσαλονίκη 1991.
Συνεχιστής Θεοφάνους, εκδ. I. Βekker, Theophanes continuatus, CB. Bonnae
1838, 3 - 486.
Συνεχιστής Σκυλίτζη, εκδ. I. Βekker, CB. Bonnae 1839, 641 – 744 και J. P.
Migne PG. 122, 368 - 476.
Σωζοµενός, J. P. Migne, PG 67. 843 – 1630 (νέα έκδοση Sozomenus
Kirchengeschichte, εκδ. J. Bidez – G. Hansen, Berlin 1960.
Tαρνανίδης Ι., Η διαµόρφωση του αυτοκέφαλου της Βουλγαρικής Εκκλησίας
(864 – 1235), Θεσσαλονίκη 1976.
Tαρνανίδης Ι., Η εκκλησιαστική πολιτική του αυτοκράτορος Μιχαήλ Η΄
Παλαιολόγου έναντι των Βουλγάρων και Σέρβων, Βυζαντινά τ. 8 (49 - 87),
Θεσσαλονίκη 1976.
Tαρνανίδης Ι., Ιστορία των Σλαβικών Ορθοδόξων Εκκλησιών, Α΄ Ιστορία της
Βουλγαρικής Εκκλησίας, Θεσσαλονίκη 1992.
Tαρνανίδης Ι., Ιστορία της Σερβικής Εκκλησίας, Θεσσαλονίκη 1982.
Tαρνανίδης Ι., Τα προβλήµατα της µητροπόλεως Καρλοβικίων κατά τον ιη΄
αιώνα και ο Jovan Rajič (1726 - 1801), Θεσσαλονίκη 1972.
Tαρνανίδης Ι., Η κατά Μακεδονίαν «Σλαβική»: ιστορική πορεία και σύγχρονα
προβλήµατα προσαρµογής, Θεσσαλονίκη 2001.

16
Ταχιάος Α. Α., Το εφήµερο κράτος του Σαµουήλ 976 – 1018· προβλήµατα και
ερωτηµατικά, Θεσσαλονίκη 1990.
Ταχιάος Α. Α., Ιστορία των Σλαβικών Ορθοδόξων Εκκλησιών, Θεσσαλονίκη
1976.
Ταχιάος Α. Α., Ο τελευταίος Αρχιεπίσκοπος Αχριδών, Μακεδονικά τ. ΙΒ΄ (19 -
33), Θεσσαλονίκη 1972.
Ταχιάος Α. Α., Πηγές εκκλησιαστικής Ιστορίας των Ορθοδόξων Σλάβων Ι,
Θεσσαλονίκη 1984.
Τρίτος Μ., Η Μακεδονική Εκκλησία των Σκοπίων, Ιστορική και επίκαιρη
συµβολή στην επίλυση προβλήµατος του Σερβικού Πατριαρχείου,
Ιωάννινα 1990.
Τρίτος Μ., Στοιχεία για την προσωπικότητα του Αχριδών Ιωάσαφ, εν Πρακτικά
συνεδρίου Αρχιεπισκοπή Αχρίδος, Θεσσαλονίκη 2003.
Tρωϊάνος Σπ., Οι πηγές του Bυζαντινού ∆ικαίου, Aθήνα – Kοµοτηνή 1986.
Τρωϊάνος Σπ., Θεσπίζοµεν τοίνυν τάξιν νόµων επέχειν τους Αγίους
Εκκλησιαστικούς κανόνες, εν Βυζαντινά τ. 132 (1193- 1200), Θεσσαλονίκη
1985.
Υψηλάντης Κοµνηνός Αθανάσιος, Εκκλησιαστικών και πολιτικών των εις
δώδεκα βιβλ. Η΄, Θ΄ και Ι΄ ήτοι. Τα µετά την Άλωσιν (1453 - 1789) (εκ
χειρογράφου ανεκδότου της Ιεράς Μονής Σινά), εκδ. Αρχιµ. Γερµανού
Αφθονίδου Σιναΐτου εν Κωνσταντινουπόλει 1870.
Φειδάς Βλ., Ιουστινιανός και Πενταρχία, Αθήναι 1968.
Φειδάς Βλ. Προϋποθέσεις διαµορφώσεως του θεσµού της Πενταρχίας των
Πατριαρχών. Επίδρασις των πρεσβείων τιµής και του δικαίου των
χειροτονιών επί της εξελίξεως της εκκλησιαστικής διοικήσεως άχρι και της
∆΄ Οικουµενικής συνόδου (451), Αθήναι 1969.
Φειδάς Βλ., Ιστορικοκανονικά προβλήµατα περί την λειτουργίαν του θεσµού της
Πενταρχίας των Πατριαρχών, Αθήναι 1970.
Φειδάς Βλ., Εκκλησιαστική Ιστορία Α΄, Αθήναι 1992.

17
Φιλοθέου Kλητορολόγιον, εκδ. Ν. Oikonomides, Le traité de Philothée C = Les
listes de préséance byzantines de IΧe et Xe siècles, Paris 1972, 65 - 235.
Φωτίου Πατριάρχου Kωνσταντινουπόλεως, Nοµοκανών, µετά των σχολίων
Θεοδώρου Βαλσαµώνος, εκδ. Γ. Ράλλη – Μ. Ποτλή εν ΣΘΙΚ τ. Α΄ εν
Aθήνησιν 1852.
Xασιώτης Ι., O αρχιεπίσκοπος Aχρίδος και οι συνοµωτικές κινήσεις στη B.
Ήπειρο (1572 - 1576), εν Mακεδονικά τ. 6 (237 - 255), Θεσσαλονίκη 1964
- 1965.
Xριστοφιλοπούλου Αικ., Εκλογή, αναγόρευσις και στέψις του βυζαντινού
αυτοκράτορος, (Πραγµατεία της Ακαδηµίας Αθηνών 26), Αθήναι 1956.
Xριστοφιλοπούλου Αικ., Bυζαντινή Iστορία, Aθήνα 1975, Θεσσαλονίκη 19965.
Xρυσός Ε., H εκκλησιαστική πολιτική του Iουστινιανού κατά την εριν περί τα
Τρία Κεφάλαια και την E΄ Oικουµενική Σύνοδον, Θεσσαλονίκη 1969.

G. de Andrés, Catálogo de los códices griegos de la Real Biblioteca de el


Escorial, Bd. 2 Madrid, 1965, Nr. 370 (274 - 278).
Antoljak St., Η αρχιεπισκοπή της Αχρίδος επί της βασιλείας του Σαµουήλ και των
διαδόχων του, Skopje 1970.
Balasčev G., Korespondencija Meždu Carigradskija Patriarh i Oxridscija
archiepiscop ot načaloto na XV vek. Minalo, Bulgaro Makedoncko,
Naučno spisanie, Sofija 1909, I, KH.1, 6 - 13, KH.2, 123 - 127.
Bavand B., Kondič V., Spiezer Z. M., Caričinog Grad II, Collection de l’
École Française de Rome, 75 Belgrade – Rome 1990.
Batiffol P., L’ empereur Justinien et le siège apostolique, Recherches de science
religiense 16 (1926) 193 – 264.
Beck H. G., Kirche und theologische Literatur in Byzantinischen Reich,
München 1959, 1977.
Benesevič N. V., Opisanie grecedskich rukopisej monast. Sv. Ekateriny na
Sinaje, τ.1, Petersburg 1911, 542 – 554 (= περιγραφή ελληνικών
χειρογράφων της Μονής Σινά, Χρυσόβουλλο Μιχ. Η΄ Παλαιολόγου).

18
Benesevič N. V., Nomokanon Ioanna Komnina, archiepiskopa Achridskago, viz
Vrem 22 (1915 – 1916), 60 κε.
Benesevič N. V., Catalogus codicum manuscriptorum Graecorum, I, Hildesheim
1965.
Beševliev V., Die protobulgarischen Inschriften, Berlin 1963.
Blondel D., Pseudoisidorus et Turrianus vapulantes, Geneve 1634.
Borilov Car. Sindik, Conev B., Opis na Răkopisitei Staropečatnite knigina
Narodnata Biblioteka v Sofija, Sofija 1910.
Bury B. J., History of the Later Roman Empire I – II2, London 1923.
Caspar Ε., Geschichte des Papstums, I Tübingen 1930.
Courtonne V., Saint Basile, Lettres, τ. 1 – 3, Paris 1957.
Crusius Μαρτ., Turco Graecia, in Academia lib.VIII, Basile.ae.1584, II, (163–164).
Darrouzès J., Notitiae episcopatuum Ecclesiae Constantinopolitanae, Paris
1981.
Darrouzès J., Les réponses canoniques de Jean de Kitros, εν Revue des Études
Byzantines 31 (1973).
Delikari Angeliki, Der Hl Klemens und die Frage des Bistums von Velitza,
(Cyril and Methodius Center for Cultural Studies) Thessaloniki 1997.
Diehl Ch., L’Afrique Byzantine, Histoire de la domination byzantine en Afrique
(533 - 709), Paris 1896.
Diehl Ch., Études sur l’ administration byzantine dans l’ exarchat de Ravenne,
Paris 1888.
Dölger F., Bizantiniche Diplomatik, Zwanzig Aufsätze zum Urkundenwesen der
Byzantiner, Ettal 1956.
Dölger F., Facsimiles byzantischer Kaiserurkunden, München 1931.
Dölger F., Regesten der Kaiserurkunden des oströmischen Reiches von 565 bis
1453 (Corpus der griechischen Urkunden des Mittelalters und der neueren
Zeit. Reihe A, Abt. I) Teil I 565 – 1025, II: 1025 – 1204, III 1204 – 1282,
IV: 1282 – 1341. München – Berlin 1924, 1925, 1932, 1960.

19
Dölger F., Das byzantinische Mitkaisertum in den Urkunden, BZ. 36 (1936), 123
- 145.
Dölger F., Aus den Schatzkammern des heiligen Berges, 115 Urkunden und 50
Urkundensiegel aus 10 Jahrhunderten. Im Auftrage u.m. Unterstützung den
Bayer. Akad. D. Wiss. herausgegeben v. F. Dögler, Textband, München
1948.
Dölger F., Die Entwicklung der byzantinichen Kaisertitulatur und die Datierung
von Kaiesrdarstellungen in der byzantinischen kleinkunst, Studies
presented to D. M. Robinson 2 (1953) 985 – 1005 (= Dipl. 130 - 151).
Dölger F., Der Beweis im byzantinischen Gerichtsverfahren. Recueils de la
Societé Jean Bodin, τ. 16: La Preuve, Bruxelles 1965.
Döpman H., Zur problematik von Justiniana Prima, εν Miscellanea Bulgarica 5,
Wien 1987.
Döpman H., Zum Streit zwischen Rom und Byzanz um die Christianisierung
Bulgariens, in Paleobulgarica, Sofia, 5 (1981).
Downey G., Procopius, Buildings VII, Harvard 19613.
Dragojlović Dr., Bogomilstvo na Balkanu in Maloj Asiji. I. Bogomilski
Rodonačalnici (= Balk. Inst., pos. Izd.2) Beograd 1974.
Drinov M., Istoričeski pregled na Bălgarskata ot samoto i načalo i do dnes, εν
“Săčinenija”, τ. II, Sofia 1911.
Drinov M., Tri gramoti dadeni ot imperatora Vasilij II na Balgarskij Ohridski
arhiepiskop Ioan okolo 1020 leto, εν “Săčinenija” t. II, Sofija 1911.
Du Cange, Historia Byzantina, Familiae August de Byzantinae, Bd 1., Paris
1680.
Duchlev D., Istorija na Bălgarskata cürkva I (parvi period 864 – 1186), Sofija
1910.
Duchesne L., L’ Illyricum ecclésiastique, εν BZ 1 (1892) 531 – 550, (ανατ. εν
Autonomies ecclésiastique Églises separées), Paris 1896, 229 - 279.
Duchesne L., Histoire ancienne de l’ Église, I – III, Paris 1910 – 1911.

20
Dujčev I., Relations entre les Slaves méridionaux et Byzance aux X – XIIe Cah.
Civil Médioevo 9 (1965), Medioevo bizantinoslavo III, Roma 1971.
Dvornik F., La lutte entre Byzance er Rome à propros de l’ Illyricum au IXe
siècle, Mélanges Charles Diehl, I, 61 – 80, Paris 1930.
Evans A., Antiquarian Researche in Illyricum, Westminster, 1884 – 1886, τοµ. I
– IV.
Ferjančić B., Nil Doksopatrid εν «Vizant Izvori» III, Beograd 1966.
Friedrich J., Über die Sammlung der Kirche von Thessalonich und das
päpstliche Vicariat für Illyricum, Sitzungsberichte der Baye Akademie der
Wissenschaften, München 1891.
Gautier P., Le discours de Théophylacte de Bulgarie à l’ autocrator Alexis le
Comnene (6 Janvier 1088), REB 20 (1962).
Gelzer H., Ungedruckte und wenig bekannte Bistümerverzeichnisse der
Orientalischen Kirche, BZ, I, (1892), 245 – 282 και ΙΙ, 1983, 40 – 72.
Gelzer H., Das Verhältnis von Kirche und staat in Ausgewählte kleine Schriften,
Leipzig 1907.
Gelzer H., Ungedruckte und ungenügend veröffentlichte, Texte der Notitiae
Episcopatuum, Abhandlungen der Bayerischen Akademie der
Wissenschaften, München 1901, 529 - 641.
Gelzer H., Der Patriarchat von Achrida, Geschichte und Urkunden, Leipzig
1902.
Gelzer H., Die Genesis der byzantinischen Themenverfassung, εν Abh der
Königl. Sächs. Gesells. der Wiss. zu Leipzig, Philol. Hist. Klase, 18, Nr 5,
Leipzig 1899.
Gelzer H., Der Wiederaufgefundene Kodex des hl. Klemens und andere auf den
Patriarchat Achrida bezügliche Urkundensammlungen, Berichte über die
Verhandlungen der Kön. Sächsischen Gesellschaft der Wissenschaften, II,
Leipzig 1903, 99 – 102.
Gianelli C., Il cognome e la carriera ecclesiastica di un arcivescovo di
Bulgaria, Επετ. Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών 23 (1953).

21
Golubinskij E., Kratkij ocerk istorii pravoslavnych cerkvej bolgarskoj, serbskoj
i rumynskoj ili moldovalaskoj, Moskva 1871.
Grabar A., Les monuments da TsaritsinGrad et Justiniana Prima, Cahiers Arch.
3 (1948).
Granič B., Die Gründung des autokephalen Erzbistums von Justiniana Prima
durch Kaiser Justinian I, im Jahre 535 n. Chr. εν Byzantion, 22 (1952) 123
- 140.
Granič B., Kirchenrechtliche Glossen zu den von kaiser Basileios II. Dem
autokephalen Erzbistum von Achrida Verliehenen Privilegien, εν Byzantion
12 (1937) 395 – 415.
Grillmeier A., Der NeuChalkedonismus. Um die Berechtigung eines neuen
Kapitels in der Dogmengeschichte, εν Historisches Jahrbuch der Görres
Geschellschaft 77 (1958), 151 - 166.
Grumel V., Le vicariat de Thessalonique et le premier rattachement de l’
Illyricum Oriental au patriarchat de Constaninople, Annuaire de l’ École
des Legislations Religieuses, Institut Catholique de Paris, 1950 – 1951
(1952) 49 - 63.
Grumel V., Les origines du vicariat apostolique de Thessalonica, εν Actes du
XIIe Congrès International d’ Études Byzantines, 2, Belgrad 1964, (451 -
461).
Grumel V., L’ Illyricum dès la mort de Valentinien I (375) à la mort de
Stilichon (408) REB 9 (1951), 5 – 46.
Halkin F., Douze récits Byzantins sur saint Jean Chrysostome, Bruxelles 1977.
Haller J., Das papsttum. Idee und Wirklihkeit, I, Urach. Stuttgart 1950.
Harnack A., Die Mission und Ausbreitung des Christentums in dem ersten drei
Jahrhunderten II4, Leipzig 1924.
Hartmann L., Geschichte Italiens im Mittelalter I, Stuttgart – Gotha 19282.
Hartmann L., Untersuchungen zur Geschichte der byzantinischen Verwaltung
in Italien 540 – 750, Leipzig 1889.

22
Haury J., Procopii Caesariensis, Opera omnia, Περί Kτισµάτων, libri VI,
Lipsiae 1964.
Head C., Iustinian II of Byzantium, Madison – Milwaukee – London 1972.
Hefele Ch. J. – Leclerq H., Histoire des Conciles d‘ après les documents
originaux, τ. 1 – 11, Paris 1907 – 1952.
Heikel A. I., Eusebius – Werke I (GCS. 5-7), Leipzig 1902.
Heisemberg A., Quellen und studien zur spätbyzantinischen Geschichte
(Variorum Reprints), London 1973.
Heinzberger F., Krise des weströmischen Reiches in den Jahren 395 – 410,
Bonn 1976, 144 – 161.
Helmer S., Der Neuchalkedonismus Geschichte, Berechtigund und Bedeutung
eines dogmenge schichtlichen Begrittes, Diss. Bonn 1962.
Hendy F. M., Coinage and Money in the Byzantine Empire 1081 – 1261,
Washington, D.C. 1969.
Hertzberg G., Ιστορία της Ελλάδος από της λήξεως του αρχαίου βίου (µετάφρ.
Π. Καρολίδου), τοµ Α΄, Αθήνα 1906.
Hunger H., Prooimion. Elemente der byzantinischen Kaiseridee in den Arengen
der Urkunden, (Österr. Akademie der Wiss., Kommission für Byzantinistik,
Institut f. Byzantinistik der Universität Wien. Wiener Byzantinistische
Studien I), Wien – Graz – Köln 1964.
Ivanov J., Bogomilski knigi i legenti, Sofija 1925.
Ivanov J., Bălgarski starini iz Makedonija, Sofija 1934. (φωτ. ανατ. Bălg. Ak.
Nauk 1970).
Ivanov J., Severna Makedonija, Sofija 1905.
Ivanov J., Archiepiskopijata i gradŭt pŭrva Justiniana in: Priloženie na
cŭrcoven Vestnik, X – XII (godina četvŭrta) Sofija 1903.
Izvori, Bălgarskata Istorija, εκδ. Bălgarska Akademija na Naukite, I – XX,
Sofija, 1958 - 1974.

23
Jaffé Ph., Regesta pontificum Romanorum ab condita Ecclesia ad annum p.
Christum natum 1198 εκδ. W. Wattenbach – F. Kaltenbrunner. P. Ewald,
τοµ. I, Berlin 1885.
Jedin H., (Hrsg) Atlas zur Kirchengeschichte. Freiburg 1970, Wien 1987.
Jireček C., Geschichte der Bulgaren, Prag 1876.
Jireček C., Geschichte der Serben, I (bis 1371), II (bis 1537), Gotha 1911 –
1918.
Jireček C., Das Fürstentum Bulgarien, Prag – Wien – Leipzig 1891.
Jireček C., Die Romanen in den Städten Dalmatiens während des Mettelalters,
I, Wien 1902.
Karlova O., Römische Rechtsgeschichte, II, Leipzig 1885/1901.
Karpozilos A., The ecclesiastical controversy between the kingdom of Nicaea
and the Principality of Epiros (1217 - 1233), (Βυζαντινά Kείµενα και
Μελέται 7), Θεσσαλονίκη 1973.
Keydell R., Agathiae Myrinaei, Historiarum, Berlin 1968.
Kipp Th., Geschichte der Quellen des römischen Rechts, 3 Aufl, Leipzig 1905.
Knecht A., Die Religions Politik Kaiser Justinians I, Diss. Würzburg 1896.
Konstantinou – Tegou – Stergiadou E., Die Sigilla von Basileios II für das
Erzbistum von Achrida und ihre Beziehung mit den Bistümern von
Berroia und Servia, εις Orthodoxes Forum, München 1998, 5 – 20.
Konstantinou – Tegou – Stergiadou E., Die Echtheit der Sigilla von Basilius II
für das Erzbistum von Achrida, εις Βυζαντιακά, τοµ. 17ος,
Θεσσαλονίκη 1997, 265, 284.
Laurent V., Le Corpus des sceaux de l’ empire Byzantin, τ. 5, 2 Paris 1965.
L’ Église de constantinople, Paris 1963.
Lemerle P., Philippe et la Macédoine Orientale à l’ époque chrétienne et
byzantine, Paris 1945.
Lemerle P., Invasions et migrations dans les Balkans depuis la fin de l’ époque
romaine jusqu’ u VIIIe siècle, Revue Historique 211 (1954), 265 - 308.
Le Quien M., Oriens Christianus, Paris 1740, (ανάτ.) Graz 1958.

24
Leporskij P., Istoria Thessalonikskago exakhata do prisoedineja vremeni k
Konstantinopolskomu Patriarchatu, St. Petersburg 1901.
Liberatus, Breviarium causae Nestorianorum et Eutychianorum, ed. E.
Schwarts, ACO II.5, Berolini – Lipsiae 1936.
Loenertz R., Lettre de Georges Bardanes, metropolite de Corcyre au patriarcha
oecumenique Germain B, εν ΕΕΒΣ, 33 (1964) 87 – 118.
Ljubinković R., Tradiceje Prime Justinijane u titulaturi Ohridskih
archiepiskopa, εν (Starinar) nov. Ser. XVII (1966) 61 – 75.
Ljubinković R., Jedan srednjovekovni pokušaj ubikacije Justinijane Prime, εν
Leskovački Zbornik VIII (1968) 45 – 49.
MacDonald J., Who instituted the Papal Vicariate of Thessalonica, Studia
Patristica IV, Berlin 1963.
Mano – Zissi D., Justiniana Prima (Caričingrad), Starinar I, 14 (1939) 3 κε, ΙΙ,
3/9 (1955) 12 κε, ΙΙΙ, 5/6(1957) 155 κε.
Mansi J. P., Sacrorum Conciliorum nova et amplissima collectio, Firenze –
Venezia 1759 – 1798, τ. 8 (750 - 817) 13 (1148).
Miklosich Fr., Lexicon palaeoslavum – graecum latinum, Wien 1868 – 1865.
Martin O., The twenty-eighth Canon of Chalkedon εν A. Grillmeier-H. Bacht,
Das Konzil von Chalkedon Würzburg 1953, 43 – 458.
Moeller Ch., Le chalcédonisme en Orient des 451 à la fin du VIe siècle εν Das
Konzil von Chalkedon, Geschichte und Gegenwart εκδ. A. Grillmeier. - H.
Bacht, Bd I, Würzburg4 1973, 637 – 720.
Mostras C., Dictionnaire géographique de l’ Empire ottomon, Petersburg 1873.
Müller G., Documenti sulle relazioni delle città Toscane coll’ Oriente, Firenze
1879.
Nicol M. D., The Despotate of Epiros, Oxford 1957.
Novakonič St., Ohridska arhiepiskopija u početku XI veka. Hrisovulje cara
Vasilija II eb 1919 – 1020 g., Glas srpske, Akademije Nauka, 46, 1908, 1 -
62.

25
Oikonomides N., La décomposition de l’ Empire byzantin á la veille de 1204 et
les origines de l’ Empire de Nicée: A propos de la “Partitio Romaniae” XV
Congrès Intern, d’ Etudes Byzantines. Αθήνα 1976 Rapports I. 1 – 28.
Oikonomides N., Les listes de préséance byzantines des IXc et Xc siècles, Paris –
7, 1972, 25 – 137.
Ostrogorsky G., Iστορία του Βυζαντινού Κράτους, (µετάφρ. Ι. Παναγόπουλου) τ.
2 – 3, Αθήνα 1979 – 1981.
Ostrogorsky G., Geschichte des byzantinischen Staates3, München 1963.
Palanque J., La prèfecture du prétoire d’ Illyricum au IVe siècle, Byzantion 21,
1951, 5 - 14.
Pavlov A., Sinoda l’ naja gramota 1213 goda o brakè grědeskago imperatora s
dočerju armjanskago knjazja, εν Viz. Vrem. 4 (1897).
Parthey G., Hieroclis Synecdemus et Notitiae Graecae Episcopatuum, accedunt
Nili Doxapatrii Notitia Patriarchatuum, et locorum nomina immutata,
Amsterdam 1967.
Petit L., Les évêques de Thessalonique, εν Echos d’ Orient IV (1901), V (1902).
Petit L., Le monastère de Notre Dame de Pitié en Macédoine, Izvěst Russkago
Archeol. Instit. V. Konst. 6 (1900), 123 και Vizantijskij Vremennik,
Sanktpeterburg – Leningrad 1894 – 1927, 22 (1915/16) 61.
Petrides S., Jean Apokaukos, Lettres et autres documents inedits, Transaction of
the Russian Archeological Institute εν Izvestija 14 (1909) 69 – 100.
Pewesin W., Imperium, Ecclesia universalis, Rom, εν Forschungen zur Kirchen
und Geistesgeschichte 11, Stuttgart 1937.
Prinzig G., Entstehung und Rezeption der Justiniana – Prima - Theorie im
Mittelalter Buzantinobulgarica, Sofia 5(1978) 269 – 287.
Prokič B., Die Zusätze in der Handschrift des Joannes Skylitzes codex
vindobonensis hist – grael LXXIV. Ein Beitrag zur Geschichte des sog.
West – bulgarischen Beiches, Diss München 1906.
Prokič B., Prvi ohridski archiepiskop Jovan, εν Glas Akademije 88 (1911) 267 –
303.

26
Rattinger D., Die Patriarchat und Metropolitansprengel von Constantinopel
und die bulgarische Kirche zur Zeit der Lateinerh errschalt in Byzanz, Hist.
Jahrb., 1 (1880).
Raymond – J. Loenertz, Saint David de Thessalonique – Sa Vie, son culte, ses
reliques, ses images, εις Revue des Études Byzantines, 2 (1953).
Richard M., Le neochalcédonisme, εν Mélanges de Science religieuse 3 (1946)
156 - 161.
Rose V., Die byzant. Kirchenpolitik unter Kaiser Anastasius I, Wohlau 1888.
Runciman St., History of the First Bulgarian Empire, London 1930.
Sabef T., Samostoina narodnostna tsercva v sred nocovna Bălgaria, Sofija
1987.
Schlumberger G., H Bυζαντινή Eποποιία, µετάφρ. I. Λαµπρίδης, (L’ épopée
byzantine) II, Aθήναι 1905.
Schoell R., Corpus Iuris civilis, Novellae, Berlin 1956.
Schopeni L., Nicephori Gregorae, Byzantina Historia, CB. 1 – 11 Bonnae 1829,
1830 και I. Bekker III, Bonnae 1855 και PG 148, 12 – 1449 και 149, 9 –
501.
Schubert W., Geschichte der Christi Kirche im Frühmittelalter, Tübingen 1917.
Seeck O., Notitia dignitatum, Berolini 1876, (Νέα έκδ.) Frankfurt Main,
Minerva, 1942.
A. M. Selisev, Zavet pervoi Iustiniani, εν Makedonski Pregled, IX, Sofija 2,
(1934).
Snegarov Iv., Istorija na Ochridskata archiepiskopija, I Sofija 1924, ΙΙ 1932.
Snegarov Iv., Grad Ohrid, Istoriceski Ocerk, εν Makedonski Pregled, IV, Sofija
1928.
Snegarov Iv., Neizvesten dosega prepis ot razkata na «Cudo s bălgarina
Georgi», εν Izvori za Bălgarskata Istorija, 3 – 4, Sofija 1952.
Snegarov Iv., Kăm Istorijata na Ohridskata archiepiskopija – patrijaršija, εν,
Makedonski Pregled, XII, Sofija 1940 (1 - 41).

27
Snegarov Iv., Părvata Bălgarska Patrijaršija, εν Godišnik na Sof. Univ. Bogosl.
Fakult. Tom. XXVI, 1948 – 1949.
Stein E., Histoire du Bas – Empire I και II, Paris 19683.
Streichhan F., Die Anfänge des Vikariates von Thessalonich, Zeitschrift der
Savigny-Stiftung für Rechtsgeschichte, Bd. 43 Kanonische Abteilung, XII.
Weimar 1922.
Tafrali O., Mèlanges d’ archéologie et d’ épigraphie byzantines, Paris 1913.
Tafrali O., Thessalonique des origines au quatorzième siècle, Paris 1919.
Thiel A., Epistolae Romanorum Pontificum genuinae et quae ad eos scriptae
sunt I, Brunsbergae 1868.
Tiftixoglou V., Gruppenbildungen des Konstantinopolitanichen klerus Während
der Komnenenzeit, εν BZ 62 (1969) 25 - 72.
Tovar A., Nota sobre el arzobispada de Bulgaria en un manuscrito griego de
Salamanca Emerita 30, Madrid 1962 (1 - 7) εκδ. V. Laurent εν BZ 56
(1963), 170 κε.
Tyrus W., Historia rerum in partibus transmarinis gestarum, XX, 4 εν Latinski
izvori za bŭlgarskata istoria, III Sofija 1965, 196.
Vailhè S., Annexion de l’ Illyricum au Patriarchat Oecumenique, εν EO 14
(1911) 29 - 36.
Vasiliev A. A., Iστορία της Bυζαντινής Aυτοκρατορίας 324 – 1453, (ελ. µετάφρ.
∆. Σαβράµη) Aθήνα 1954.
Vasiliev A. A., Life of David of Thessalonica, Traditio 4 (1946) 120 - 150.
Vasilievsky V., Epirotica saeculi XIII, Vizantijskij Vremennik, III, Leningrad
1896.
Vulič N., Die Nordgrenze des antiken Macedoniens in Sirena Buliciana, Zagreb
– Spilt 1924, 246 – 247.
Zachariä von Lingental E. K., Beiträge zur Geschichte der Bulgarischen
Kirche, εν «Mémoires de l’ Académie Imperiale des Scienses de St.
Petersbourg» ser. 7, t. VIII, 1864, 1 - 36.

28
Zachariä von Lingental K. E., Aus und zu dem Quellen des römischen Rechts,
Zeitschr. d. Savigny – Stift. Rom. Abt. 12 (1892) 75 - 99.
Zachariä von Lingental K. E., Geschichte des griechisch – römischen Rechts3,
Berlin 1892, 3 - 51.
Zeiller J., Les origines chrètiennes dans les provinces danubiènnes de l’ Empire
Romain, εν Studia Historica 48, Paris 1918.
Zlatarski V., Bàlgarski archiepiskopi – patriarsi zakoni Boris e polučil ot
Vizantija, εν Letopis na Bălgarskata Akademija na Naukite, I, 1911, Sofija
1914, 66 – 67.
Zlatarski V., Istorija na Bălgarskata dăržava prez srednite Vekove, t. I, Sofija
1918, ανάτ. 1938, t. II, Sofija 1934, t. III, Sofija 1940, ανάτ. Sofija 1970, II, 1972.
Zlatarski V., Prima Justiniana im Titel des bulgarischen Erzbischofs von
Achrida εν BZ 30 (1929 - 30), 484 - 489.

29
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η πολιτική ιδεολογία της βυζαντινής αυτοκρατορίας και η επίδραση του
χριστιανισµού σ’ αυτήν, θεµελίωσαν τις βασικές αρχές του βυζαντινού
πολιτεύµατος.

Το Ιλλυρικό, που θα µας απασχολήσει εν πολλοίς στην ιστορία της


Αρχιεπισκοπής της Πρώτης Ιουστινιανής, βρίσκεται στην επίµαχη θέση µεταξύ
των δύο διαρκώς απ’ αλλήλων αποµακρυνοµένων πολιτικώς και πολιτιστικώς
τµηµάτων του βυζαντινού κράτους.

Πολλές φορές το Ιλλυρικό είναι terra incognita, όπως το αποκαλεί ο


χαρτογράφος Kiepert1 και είναι γνωστό από τους χρόνους του Φιλίππου Β΄ ως
«ἔθνος ᾿Ιλλυρικόν προσεχές τῇ Μακεδονίᾳ, ἐν ᾗ καὶ συµπεριελήφθησαν ἀπὸ
τον Φιλίππον Β΄», «καὶ ἱστορίαν Μακεδονικήν πραγµατευοµένην περὶ τῶν
2
᾽Ιλλυρικῶν πράξεων τοῦ βασιλέως Περδίκκα». Το Ιλλυρικό κατέστη «µήλον
της έριδος” µεταξύ της Ανατολικής και ∆υτικής Εκκλησίας και έγινε θέµα
διαµάχης του αρχαίου αλλά και του νεότερου χριστιανικού κόσµου, λόγω της
γεωγραφικής και πολιτικής του θέσης. Η διάσταση αυτή επέφερε κρίση στις
διάφορες ενέργειες των Παπών και των Πατριαρχών στα ζητήµατα του Ιλλυρικού.

Μετά το θάνατο του Θεοδοσίου, παγιώθηκε η διαίρεση του Ιλλυρικού σε


Ανατολικό και ∆υτικό, µε αποτέλεσµα να αναπτυχθούν δύο Εκκλησίες, αυτή της
Ρώµης και εκείνη της Κωνσταντινουπόλεως. Η διοικητική διοργάνωση, των
εκκλησιαστικών περιφερειών στηρίχθηκε στην πολιτική διαίρεση του ρωµαϊκού
κράτους.

Οι επίσκοποι της πρεσβυτέρας Ρώµης αντέδρασαν στην κολόβωση της


δικαιοδοσίας τους στο Ιλλυρικό, γι’ αυτό προσπάθησαν να επιτύχουν την
ανάκληση του Θεοδοσιανού διατάγµατος, αναγνωρίζοντας τους µητροπολίτες
Θεσσαλονίκης ως βικαρίους τους.3
Σχόλιο:
1. H. Kiepert, Bemerkungen über die Geographie von Alt - Griechenland als Vorbericht zum Neuen
Atlas von Hellas, Berlin 1871, 15 κ.ε.
2. Μ. ∆ήµιτσας, Αρχαία Γεωγραφία της Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 19884, 397, 406.
3. Α. Αγγελόπουλος, Η Eκκλησία της Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 20005, 103 – 108.

30
Ο Πάπας Ιννοκέντιος Α΄ είναι ο πρώτος στις αρχές του 5ου αιώνα που
αναγνώρισε τους µητροπολίτες Θεσσαλονίκης Ανύσιο και Ρούφο βικαρίους του,
ελπίζοντας ότι θα διατηρήσει την εξουσία του στο ανατολικό Ιλλυρικό.1 Ο τίτλος
αυτός, δεν δόθηκε στους µητροπολίτες εφ άπαξ, αλλά ήταν παροδικός και αυτό
φαίνεται από το γεγονός ότι µία µόνο φορά ο Θεσσαλονίκης Ιωάννης υπέγραψε
ως βικάριος στους όρους της ΣΤ΄ Οικουµενικής Συνόδου και µάλιστα από
κοινού µε άλλους επισκόπους, όµως στην ∆΄ Οικουµενική Σύνοδο, τον
Θεσσαλονίκης Αναστάσιο αντιπροσώπευε ο επίσκοπος Ηρακλείας της
Μακεδονίας Κουϊντίλος, ο οποίος δεν έκανε καµιά µνεία περί βικαριάτου, το ίδιο
συνέβη και στην Ε΄ Οικουµενική Σύνοδο.2

Κατά τη µαρτυρία του Θεοδώρητου, η Θεσσαλονίκη υπήρξε «Πόλις


µεγίστη καὶ πολυάνθρωπος εἰς µὲν τῶν Μακεδόνων ἔθνος τελοῦσα, ἡγουµένη

δὲ καὶ Θετταλίας καὶ ᾽Αχαΐας καὶ µέντοι καὶ ἄλλων παµπόλλων ἐθνῶν, ὅσα
3
τῶν ᾽Ιλλυριῶν τὸν ὑπάρχον ἡγούµενον ἔχει» . Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός
Α΄ µετέφερε την έδρα της υπαρχίας του Ιλλυρικού από τη Θεσσαλονίκη στην
Πρώτη Ιουστινιανή για να λαµπρύνει τη γενέτειρά του πόλη. Η µετάθεση αυτή
έγινε µάλλον για λόγους πολιτικούς και στρατιωτικούς παρά από αγάπη για την
ιδιαίτερη πατρίδα του, γεγονός που απορρέει από την 11 Νεαρά του.4 Σύµφωνα

1. Α. Σταυρίδου - Ζαφράκα, Θεσσαλονίκη, “Πρώτη πόλις Θετταλίας”, Κ∆΄ ∆ηµήτρια, Γ΄ επιστ. συµπ.,
Θεσσαλονίκη 1991, 68 – 71.
2. Αρχιµ. Καλλίνικος ∆ελικάνης, Πατριαρχικών Εγγράφων, τοµ. ΙΙΙ εν Κωνσταντινουπόλει 1905, σελ.
933 – 934.
3. Θεοδώρητος Κύρου, Εκκλησιαστική Ιστορία, εκδ. L. Parmentier - F. Scheidweiler, Theodorets
Kirchengeschichte, Berlin 1954, βιβλ. 5.17. Yπαρχία ή επαρχότητα ονοµαζόταν στη Βυζαντινή
περίοδο οι µεγάλες διοικητικές περιφέρειες. Ο Μέγας Κωνσταντίνος (324 - 337) όταν έγινε
µονοκράτορας διαίρεσε την Αυτοκρατορία σε τέσσερις µεγάλες υπαρχίες (Praefecturas Praetorii)
την Ιταλικήν (Ιταλία και Αφρική), την Γαλλικήν (Γαλλία, Ισπανία, Βρετανία), την Ανατολικήν
(Θράκη, Πόντο, Μικρά Ασία, Ανατολή, Αίγυπτο) και την Ιλλυρικήν (∆αλµατία, Παννονίες δύο,
Νορικές δύο, Σαβία, Βαλερία, ολόκληρη τη χερσόνησο του Αίµου πλην της Θράκης). Βλ. Ι.
Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Α4, 1992, 610 – 611. y Αρχιµ. K. ∆ελικάνης, Πατριαρχικών Εγγράφων,
τοµ. ΙΙΙ, 932 – 933, PG. 62, 31215 “Οἶον ἐὰν τὶς εὐτελής καὶ βασιλεύς γένηται, δυνατὸν αὐτῷ
ἐπαρχότητα δοῦναι ᾤ βούλεται”.
4. G. Hertzberg, Ιστορία της Ελλάδος από της λήξεως του αρχαίου βίου, µετ. Π. Καρολίδου Αθήνα
1906, τοµ. Α΄, 160.

31
δε µε την άποψη του P. Lemerle η µετάθεση αυτή, αν έγινε, ήταν για ελάχιστο
χρονικό διάστηµα ή δεν πραγµατοποιήθηκε ποτέ. Στο συµπέρασµα αυτό
οδηγήθηκε από το γεγονός ότι στις πηγές δεν έπαυσε να µνηµονεύεται ο
Έπαρχος Θεσσαλονίκης ως Praefectus Thessalonicensis µέχρι το 541.1

Η πρώτη Ιουστινιανή µε την αυθαίρετη βούληση του Ιουστινιανού


ονοµάστηκε αυτοκέφαλη Αρχιεπισκοπή και η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως
την ανέχθηκε χάριν της εκκλησιαστικής ειρήνης. Σύµφωνα µε τον β΄ κανόνα της
Α΄ Οικουµενικής Συνόδου η Εκκλησία έχει την εξουσία να αναγορεύει θρόνους
αυτοκέφαλους και να νοµοθετεί κυριαρχικώς ότι αφορά τις επισκοπές της. Η
πολιτική αρχή ενεργεί ως προστάτης της Εκκλησίας. Η Εκκλησία έχει το δικαίωµα
να οργανώνει και να διευθετεί τα θέµατα των επαρχιών της, η δε πολιτική εξουσία
δε µπορεί να επεµβαίνει στα εκκλησιαστικά πράγµατα γιατί είναι εκτελεστής των
Συνοδικών αποφάσεων, όπως οµολόγησε η ίδια η πολιτική εξουσία ενώπιον των
ιερών αντιπροσώπων της Εκκλησίας, ότι κάθε αυτοκρατορικός νόµος που
αντιβαίνει τους θείους κανόνες είναι άκυρος, όπως και κάθε ψήφισµα Συνοδικό
που εναντιώνεται στους κανόνες και στις αρχαίες παραδόσεις είναι αργό και
ανίσχυρο.2

Ο Ιουστινιανός Α΄ το 545 µ.Χ. µε την έκδοση της 131 Νεαράς του


παραχωρούσε εκκλησιαστική κατοχύρωση στην Πρώτη Ιουστινιανή και ο
επίσκοπός της όφειλε «ἐν αὐταῖς ταῖς ὑποκείµεναις αὐτῷ ἐπαρχίαις τὸν τόπον
ἐπέχειν αὐτὸν τοῦ ἀποστολικοῦ Ρώµης θρὸνου κατὰ τὰ ὁρισθέντα ὑπὸ τοῦ Ἁγίου
3
Πάπα Βιγιλίου». Από το κείµενο φαίνεται ότι ο Ιουστινιανός ήλθε κατά κάποιο
τρόπο σε διαπραγµατεύσεις µε τον Πάπα Βιγίλιο (537 - 555) σχετικά µε την
εκκλησιαστική δικαιοδοσία του επισκόπου της Πρώτης Ιουστινιανής4 προφανώς

1. P. Lemerle, Invasions et migrations dans les Balkans depuis la fin de l’ époque romaine jusqu’ au
VIIIe siècle, Revue Historique 1954, 211, 2682.
2. Γρηγόριος, Αρχιµ. Ιεράς Συνόδου, Πραγµατεία, περί της κανονικής δικαιοδοσίας του Οικουµενικού
Πατριαρχικού θρόνου επί της εν Βουλγαρία Ορθοδόξου Εκκλησίας, εν Κωνσταντινουπόλει 1860,50–59.
3. C.I.C. III. 655 – 656.
4. Α. Αγγελόπουλος, Η Εκκλησία της Θεσσαλονίκης, 104 – 105.

32
διότι δεν υπήρξε κάποιο συνοδικό ψήφισµα µε το οποίο να αναγορεύονταν η
Εκκλησία αυτή αυτοκέφαλη, παρά µόνον τιµήθηκε από την πολιτική εξουσία
«ἥν ἀρχιεπισκοπήν ὁ Βασιλεύς τετίµηκεν Ἰουστινιανός». Στο κείµενο της
Νεαράς 131 δε γίνεται κανένας λόγος περί εκκλησιαστικής κυρώσεως.

Η Εκκλησία όχι µόνον δε συµµετείχε στην ενέργεια αυτή του Ιουστινιανού,


αλλά πλαγίως την κάλεσε αντικανονική και αυθαίρετη, γιατί δεν κατακυρώθηκε
µε Συνοδική πράξη η ίδρυσή της, όπως οι θρόνοι Ρώµης, Κωνσταντινουπόλεως,
Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύµων και της Καρχηδόνος.1

Η δηµιουργία του αυτοκέφαλου της Πρώτης Ιουστινιανής από τον


Ιουστινιανό είχε ως αποτέλεσµα να αποσπασθούν επαρχίες από το θρόνο της
Κωνσταντινουπόλεως και να προσαρτησθουν στη νέα Αρχιεπισκοπή. Το έτος 553
συγκροτήθηκε η Ε΄ Οικουµενική Σύνοδος υπό του Ιουστινιανού. Στις εργασίες της
Συνόδου αυτής δεν εκδόθηκε κανένα ψήφισµα µε το οποίο να νοµιµοποιείται ή να
επικυρώνεται η νεοσύστατη Αρχιεπισκοπή Πρώτης Ιουστινιανής και συνοδικώς.
Το έτος 691 επί Ιουστινιανού Β΄ (685 - 695) συγκροτήθηκε η Πενθέκτη
Οικουµενική Σύνοδος2 µε θέµα την ευταξία του χριστιανικού πολιτεύµατος και τη
ρύθµιση του διοικητικού εκκλησιαστικού συστήµατος. Κατά τη διάρκεια των
εργασιών της Συνόδου εκδόθηκαν 102 κανόνες και ανανεώθηκαν τα προνόµια των
Πατριαρχικών θρόνων Κωνσταντινουπόλεως, Αντιοχείας, Ιεροσολύµων και της
Αρχιεπισκοπής Κύπρου, τα οποία και σε προγενέστερες Συνόδους επανειληµµένα
καθιερώθηκαν. Για την Πρώτη Ιουστινιανή κανένας λόγος δεν έγινε παρ’όλο που
ήταν νεοσύστατη. Η παντελής αυτή σιγή των αγίων Συνόδων ισοδυναµεί µε
άρνηση της αναγνώρισης του αυτοκεφάλου της.

Η αυτοκέφαλη Αρχιεπισκοπή της Πρώτης Ιουστινιανής µε την πάροδο του


χρόνου λησµονήθηκε για περισσότερα από διακόσια χρόνια, όπως και τα
προνόµια που της παρείχε η 131 Νεαρά του Ιουστινιανού.

1. Γρηγόριος, Αρχιµ. Ιεράς Συνόδου, Πραγµατεία, περί της κανονικής δικαιοδοσίας του Οικουµενικού
Πατριαρχικού θρόνου επί της εν Βουλγαρία Ορθοδόξου Εκκλησίας, εν Κωνσταντινουπόλει 1860, 66 –
69.
2. Τα πρακτικά της Συνόδου εις Mansi XI 929 – 1006.

33
Όταν αυτοκράτορας του Βυζαντίου ήταν ο Βασίλειος Β΄ (976 - 1025)
ανόρθωσε την Αρχιεπισκοπή στην Εκκλησία της Αχρίδος κατά το 1018 χωρίς
Συνοδική πράξη.

Στην ενέργεια αυτή προέβει ο Βασίλειος Β΄ µετά τον εξολοθρευτικό


πόλεµο κατά των Βουλγάρων που διήρκεσε τριάντα χρόνια. Ο Βασίλειος Β΄
εξόρισε και το µικρό κατάλοιπο των Βουλγάρων που απέµεινε µετά την
καταστροφή, στην Κάτω Μοισία «χρόνοις µὲν τοι γε ὓστερον ὁ βασιλεύς
Βασίλειος ὁ Βουλγαροκτόνος µετὰ πολλὰς τᾶς µάχας ἐξέτριψε καὶ

ἐδουλώσατο τούτους· καὶ τᾶς µὲν χώρας τοὺς ἐναπολειφθέντας ἐξορίστους

πεποίηκεν ἐν τῇ παρὰ τὸν Ἴστρον Κάτω Μοισία, τὸ δὲ ὄνοµα (Βουλγαρία),


1
ἐναπολέλειται τῇ Ἀρχιεπισκοπῇ» .

Η Κάτω Μοισία ή Βουλγαρία κείται έξω των ορίων της περιοχής Αχρίδος
και δε µπορεί να γίνει σύγχυση της βουλγαρικής επαρχίας προς την ελληνική
αρχιεπισκοπή Αχρίδος η οποία έγινε γνωστή στην εκκλησιαστική ιστορία υπό το
όνοµα Αρχιεπισκοπή Πρώτης Ιουστινιανής Αχριδών και πάσης Βουλγαρίας.

Η καθίδρυση της αρχιεπισκοπής αυτής έγινε µόνον από την πολιτική


εξουσία, αλλά και κατά την ανόρθωση και ανακαίνισή της δεν έλαβε από την
εκκλησία το νόµιµο κύρος δια Συνοδικής πράξεως της Μεγάλης του Χριστού
Εκκλησίας. Οι πράξεις του Ιουστινιανού και του Βασιλείου Β΄ θεωρήθηκαν
αυθαίρετες όσον αφορά αυτήν την αρχιεπισκοπή γι’ αυτό οι Πατριάρχες
Κωνσταντινουπόλεως κατά καιρούς έκαναν επεµβάσεις στην αρχιεπισκοπή
αποδεικνύοντας τις κανονικές αξιώσεις τους επί των επαρχιών της.

Το όλο ζήτηµα της Πρώτης Ιουστινιανής απασχόλησε τους ερευνητές πολύ


νωρίς και διατυπώθηκαν διάφορες θεωρίες. Από ελληνικής πλευράς κύριοι
εκπρόσωποι είναι οι: Μ. ∆ήµιτσας, Γ. Κονιδάρης, Αρχιµ. Κ. ∆ελικάνης τους
οποίους ακολούθησαν µια πλειάδα ιστορικών, που άλλοτε συµφωνούν µε τις
απόψεις τους και άλλοτε διαφωνούν. Επίσης υπάρχει και ένας αντίστοιχος
αριθµός ξένων ερευνητών που ασχολήθηκαν µε το θέµα αυτό και διατύπωσαν
και αυτοί

34
1. Νικ. Γρηγοράς, Ρωµαϊκή Ιστορία, τ. Α΄ – Β΄, εκδ. Bonnae 1829 – 1830, Λογ. Β΄. κεφ. β΄.

τις απόψεις τους, επικαλούµενοι οι µεν τους δε. Στην παρούσα διατριβή θα
ασχοληθούµε µε τις κυριότερες έρευνες που έγιναν µέχρι σήµερα στα πλαίσια
των δυνατοτήτων µας και συγκρίνοντας τις διάφορες απόψεις θα καταλήξουµε
σε συµπεράσµατα.

35
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

α) Iλλυρικό και Πρώτη Ιουστινιανή

Η ίδρυση της Αρχιεπισκοπής Πρώτης Ιουστινιανής πρέπει να συσχετιστεί


µε τις πολιτικές και εκκλησιαστικές εξελίξεις, καθώς και τις δοµές του
εκκλησιαστικού δικαίου στη νοτιοανατολική Ευρώπη, οι οποίες αντικατοπτρίζουν
τον ανταγωνισµό µεταξύ Ανατολικού και ∆υτικού Ιλλυρικού (356 - 535).

Το πρόβληµα της περιόδου αυτής στη ζωή της Εκκλησίας είναι ο έντονος
αγώνας µεταξύ των Εκκλησιών της Ρώµης και της Κωνσταντινουπόλεως για την
οριστική υποταγή του εκκλησιαστικού Ανατολικού Ιλλυρικού σε µια από τις
δύο.1 Γεννάται όµως το ερώτηµα για το πού βρισκόταν το Ιλλυρικό και ποια η
σχέση του µε την Εκκλησία της Ρώµης και της Κωνσταντινουπόλεως και ποιες
ήταν οι πολιτικές εξελίξεις σε αυτό µετά την ίδρυση της Νέας Ρώµης από τον
Μέγα Κωνσταντίνο.

Πράγµατι η περιοχή του Ιλλυρικού αποτέλεσε γέφυρα µεταξύ Ανατολής


και ∆ύσης, αλλά έγινε και διαχωριστική γραµµή, όπου αναζωπυρώνονταν οι
διαφορές µεταξύ της ανατολικής και δυτικής χριστιανοσύνης, οι οποίες τελικά
οδήγησαν στη διάσπαση της Εκκλησίας.

Στη διαµόρφωση της φυσιογνωµίας των δύο αυτών τµηµάτων της


αυτοκρατορίας κύριο ρόλο έπαιξαν οι εθνολογικές, οικονοµικές και πολιτικές
διαφορές, οι οποίες επιδεινώθηκαν εξαιτίας του πολιτικού θέµατος που
προέκυψε για το ζήτηµα του Ιλλυρικού, το οποίο περιελάµβανε τις χώρες της
χερσονήσου του Αίµου πλην της Θράκης, της Κάτω Μυσίας2 και τµήµατος της
∆αλµατίας.

Ο ∆. Ζακυθηνός και ο J. R. Palanque δέχονται ότι µετά τα εγκαίνια


της Κωνσταντινουπόλεως, την 11η Μαΐου του 330 µ.Χ., άρχισε η παρακµή
του

36
1. A. Αγγελόπουλος, Εκκλησιαστική Ιστορία των δοµών διοικήσεως και ζωής της Εκκλησίας της
Σχόλιο:
Ελλάδος (εικοστός αιώνας), Θεσσαλονίκη 1991, 18 – 19.
2. E. Κωνσταντίνου ή Τέγου - Στεργιάδου, Iλλυρικό και A΄ Iουστινιανή, Πρακτικά Συνεδρίου εις
Ελληνορθόδοξο Βυζαντινό Πολιτισµό, τοµ. B΄, τευχ. 3, Aθήνα 2000, 22 – 26.

ρωµαϊκού κόσµου και η διαίρεση του Ανατολικού και ∆υτικού Ρωµαϊκού


κράτους.1

Ο F. Dvornik, o J. Zeiller, o Α. Piperkovič και ο Κ. Άµαντος, αναφέρουν


ότι από τους χρόνους του Μεγάλου Κωνσταντίνου Ιλλυρικό ονοµαζόταν η
περιοχή µεταξύ του δυτικού τµήµατος της Βαλκανικής, που άρχιζε από τον
∆ούναβη και έφθανε µέχρι την Ελλάδα συµπεριλαµβάνοντας τα νησιά Κρήτη,
Κυκλάδες και Σποράδες.2 Η διαίρεση αυτή σήµανε την αρχή της διαµόρφωσης
των δύο τµηµάτων της αυτοκρατορίας.

Μετά τον θάνατο του Βαλεντιανού Α΄ το 375, ιδρύθηκε η επαρχότης του


Ιλλυρικού και παραχωρήθηκε στον Βαλεντιανό Β΄ µε έδρα το Σίρµιο. Τον
Βαλεντιανό Β΄, που ήταν ανήλικος, τον επιτρόπευε ο ετεροθαλής αδελφός του
Γρατιανός.3

Ο Βαλεντιανός Α΄ είχε συναυτοκράτορά του τον αδελφό του Βάλη, που


αναγορεύτηκε Αύγουστος τον Μάρτιο του 364 στην Κωνσταντινούπολη και
φονεύθηκε στις 9 Αυγούστου του 378 από τους Βησιγότθους της Μυσίας στη
µάχη της Αδριανουπόλεως.4 Ο Γρατιανός, υιός του αποθανόντος Βαλεντιανού
Α΄ και αυτοκράτορας πλέον της ∆ύσης, µετά το θάνατο του θείου του Βάλη,
έστειλε στην Ανατολή ως Αύγουστο τον στρατηγό Θεοδόσιο, που προηγουµένως
στέφθηκε αυτοκράτορας στο Σίρµιο του Ιλλυρικού στις 19 Ιανουαρίου του 379.5

1. ∆. Ζακυθηνός, Βυζαντινή Ιστορία Α΄ (324 - 1071), εν Αθήναις 1973, 51. y J. R. Palanque, La


préfecture du prétoire de l’ Illyricum au IVe siècle, Byzantion 21 (1951) 5 - 14.
Σχόλιο:
2. F. Dvornik, La lutte entre Byzance et Roma propos de l’ Illyricum au IXe siècle, Mélanges Charles
Diehl, Paris 1930, I, 61 - 86. y J. Zeiller, Les premiers siècles chrétiens en Thrace, en Macédoine, en
Grèce et à Constantinople, Byzantion ΙΙΙ, 215. y A. Piperkovič, Το Ιλλυρικό και τα επ’ αυτού δίκαια
των Εκκλησιών Ρώµης και Κωνσταντινουπόλεως κατά τας λατινικάς βλέψεις, εν Αθήναις 1919, 15 -
16. y Κ. Άµαντος, Ιστορία του Βυζαντινού κράτους Α΄ (95 - 867) Αθήναι 19532, 162.
3. Γ. Θεοχαρίδης, Ιστορία της Μακεδονίας κατά τους µέσους χρόνους 285 - 1353, Θεσσαλονίκη 1980,
48 – 49. y Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, Α4, 173.

37
4. Amnianus Marcelinus, Res gestae, ed. J. C.Rolfe, I - III, London 1963 - 19642, XXVI.4.2,
4
XXXI.12.1, XXXI.12.7. y Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, Α , 167.
5. Γ. Θεοχαρίδης, Ιστορία, 49. y Κ. Άµαντος, Ιστορία, Α΄, 162. y D. Nicol, Βιογραφικό Λεξικό της
Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, (µετ. Ευγ. Πιερρής), Αθήνα 1991, 120. y O. Tafrali, Η Θεσσαλονίκη από
τις απαρχές έως τον 14ο αιώνα, (µετ. Α. Σαββίδης), Αθήνα 1994, 185 – 189.

Ο Γρατιανός διετήρησε τις επαρχότητες των Γαλατιών, της Ιταλίας και της
Αφρικής. Ο Θεοδόσιος έλαβε την επαρχότητα της Ανατολής, ενώ το Ιλλυρικό
παρέµεινε στον Βαλεντιανό Β΄ του οποίου επίτροπος ήταν ο Γρατιανός όπως
αναφέραµε. Ο Γρατιανός παραχώρησε ένα τµήµα του Ιλλυρικού, αυτό που
βρισκόταν στον κάτω ρου του ∆ούναβη, στον Θεοδόσιο, ήτοι στο Ανατολικό
κράτος, για να αντλεί από εκεί ο αυτοκράτορας στρατό για τους πολέµους
εναντίον των Βησιγότθων.

Το τµήµα αυτό του Ιλλυρικού υπήχθη διοικητικώς στην Ανατολή που είχε
έδρα τη Θεσσαλονίκη. Το υπόλοιπο τµήµα του Ιλλυρικού, αυτό που ανήκε στον
βόρειο και άνω ρου του ∆ούναβη (διοίκηση των Παννονιών), προσαρτήθηκε
στην επαρχότητα της Ιταλίας - Αφρικής που διοικούνταν από τον Γρατιανό.1

Ο Γρατιανός και ο Θεοδόσιος συναντήθηκαν στο Σίρµιο στις 8


Σεπτεµβρίου του 380 µ.Χ., όπου συµφώνησαν την ενιαία διοίκηση του
Ιλλυρικού, το οποίο εξ ολοκλήρου πλέον επανήλθε στην κεντρική επαρχότητα
της Ιταλίας - Ιλλυρικού - Αφρικής και διοικητής του αναδείχθηκε ο δεκάχρονος
Βαλεντιανός Β΄, τον οποίο επιτρόπευε και πάλι ο Γρατιανός. O Γρατιανός όµως
συνελήφθη στη Λυών, όπου βρήκε τραγικό θάνατο στις 15 Αυγούστου του έτους
383 από τους ανθρώπους του σφετεριστού του θρόνου Μαξίµου.2

Ο Θεοδόσιος Α΄ ήταν πλέον ο κηδεµόνας του ανήλικου Βαλεντιανού Β΄,


και ανέλαβε τη διοίκηση της κεντρικής επαρχότητας Ιταλίας - Ιλλυρικού -
Αφρικής και στις 13 Ιουνίου του 389 τέλεσε θρίαµβο στη Ρώµη µετά την
κατάπνιξη της επανάστασης του Μαξίµου «Τοῦ δὲ βασιλέως ἐπιόντος τῷ
τυράννῳ, πυνθανόµενοι τὴν παρασκευήν οἱ ὑπὸ Μαξίµῳ ταττόµενοι,... δέσµιον

αὐτῷ τὸν τύραννον ἐνεχείρισαν·...Τότε οὖν οἱ βασιλεῖς νικηφόροι ἐπὶ τὴν


3
Ρώµην ἐχώρουν·».

1. Κ. Παπαρρηγόπουλος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, 3, 188.

38
2. Σωκράτης V 11 και 12 PG. 67. 593 C... - 596. A - B. «Περὶ Μαξίµου τοῦ τυράννου, ὅπως τὸν
Γρατιανόν ἀνεῖλε δόλω·... Μάξιµος ἐκ τῶν περὶ τὰς Βρεττανίας µερῶν, ἐπανέστη τῇ
Ρωµαίων àρχῇ καὶ κάµνοντι Γρατιανῷ εἰς τὸν κατὰ ᾿Αλαµανῶν πόλεµον ἐπιτίθεται... ἐν
τοσούτῳ ἀγγέλλεται, ὅτι Γρατιανός δόλῳ τοῦ τυράννου Μαξίµου ἀνῂρητο».
3. Σωκράτης, V. 14, PG. 67, 600. C - 601. A.

Τον Μάιο του 392 πέθανε ο Βαλεντιανός Β΄ και ο Θεοδόσιος αποφάσισε


να διαιρέσει την αυτοκρατορία σε δύο τµήµατα το Ανατολικό τµήµα, µε
αυτοκράτορα τον υιό του Αρκάδιο και το ∆υτικό µε αυτοκράτορα τον δεύτερο
υιό του, τον Ονώριο. Μετά από βραχεία ασθένεια, ο Θεοδόσιος πέθανε στο
Μιλάνο την 17η Ιανουαρίου του 395.1

Ο Θεοδόσιος είχε διαιρέσει το κράτος σε δύο ίσα µέρη. Ολόκληρο δε το Ιλλυρικό


το απέσπασε από την κεντρική επαρχότητα και το παραχώρησε σαν ξεχωριστή
επαρχότητα στο ανατολικό τµήµα του Κράτους. Με τον τρόπο αυτό πίστευε ότι θα
αποφεύγονταν οι έριδες µεταξύ των δύο τµηµάτων του Κράτους για το Ιλλυρικό.

Ο αυτοκράτορας όµως δεν προέβλεψε την εχθρότητα του έπαρχου της


Ανατολής Ρουφίνου, που ήταν σύµβουλος του δεκαοκτάχρονου γιου του
Θεοδοσίου, Αρκάδιου, προς τον Στηλίχωνα, στρατηγό του ιππικού και πεζικού
και σύµβουλο του ενδεκάχρονου ανήλικου γιου του Θεοδοσίου, Ονώριου,
διοικητή του ∆υτικού τµήµατος.2

Η πρώτη ενέργεια του Ρουφίνου ήταν να αφαιρέσει από τον Στηλίχωνα την
ενιαία διοίκηση όλων των στρατιωτικών δυνάµεων του Κράτους. Ο Στηλίχων,
ως αντάλλαγµα της επιστροφής των λεγεώνων της Ανατολής ζήτησε και πέτυχε
από τον Αρκάδιο τη διανοµή της επαρχότητος του Ιλλυρικού.

Μετά από διαβουλεύσεις, στα τέλη του έτους 395 και αρχές του 396,
συµφώνησε ο Στηλίχων µε την Κυβέρνηση της Ανατολής ώστε το δυτικό τµήµα
του Ιλλυρικού (διοίκηση των Παννονιών) να προσαρτηστεί στη ∆ύση ως
(διοίκηση δυτικού Ιλλυρικού), ενώ το ανατολικό τµήµα του, δηλαδή οι
(διοικήσεις ∆ακίας και Μακεδονίας) παρέµειναν στην Ανατολή ως επαρχία
Ανατολικού Ιλλυρικού µε έδρα διοικήσεως τη Θεσσαλονίκη.3

1. Σωκράτης, VI, 1 PG 67.636 Α.«Ὡς τοῦ βασιλέως Θεοδοσίου τελευτήσαντος, τῶν υἱῶν αὐτοῦ
διανειµαµένων τὴν βασιλείαν…»

39
2. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, A4, 194 – 196.
3. Γ. Θεοχαρίδης, Ιστορία, 56 – 57. • V. Grumel, L’ Illyricum dès la mort de Valentinien I (375) à la
mort de Stilichon (408), εις REB 9 (1951) 5 – 46. • J. R. Palanque, La prèfecture du prétoiré dès l’
Illyricum au IVe siècle, εις Byzantion 21, (1951), 5 - 14. • Αικ. Χριστοφυλοπούλου, Βυζαντινή
Ιστορία, Α΄ 324 - 610, Αθήναι 19965, 187.
Μετά το θάνατο του Θεοδοσίου, τέλος του έτους 395 ή αρχές του 396 η
Μακεδονία πολιτικώς ανήκε στο Ανατολικό Κράτος ως διοίκηση της
επαρχότητος του Ανατολικού Ιλλυρικού.1 Έτσι οι επίµαχες επισκοπές της ∆ακίας
και της Μακεδονίας παραχωρήθηκαν στο ανατολικό τµήµα και
συµπεριελήφθησαν στην περιφέρεια της Ιλλυρίας µε επίκεντρο τη Θεσσαλονίκη.
Από την Ιλλυρία µόνο η επισκοπή της Παννονίας απέµεινε στη ∆ύση και
ονοµάστηκε επισκοπή Ιλλυρικού.2
Με αυτό το διαχωρισµό, που αρχικά δε σήµαινε τίποτα παραπάνω από το
δικαιωµατικό καταµερισµό των εδαφών της αυτοκρατορίας, µε δύο
αυτοκράτορες στη διοίκηση δηµιουργήθηκε µια διαχωριστική γραµµή που
αποµάκρυνε τον Ρωµαϊκό από τον Ελληνικό πολιτισµό και έθεσε τις βάσεις για
την βαθµιαία αποξένωση των δύο τµηµάτων και τη µεταγενέστερη αντιπαλότητά
τους. Ακόµη σήµανε τη µετατόπιση του πολιτικού κέντρου από το Σίρµιο στη
Θεσσαλονίκη. Η αντιστοιχία όµως του εκκλησιαστικού και κρατικού
διαχωρισµού είχε σοβαρές συνέπειες, οι οποίες πολλές φορές προβληµάτισαν
τους αυτοκράτορες του Βυζαντίου, ίσως γι’ αυτό αργότερα ο Ιουστινιανός,
θέλοντας να ρυθµίσει την κατάσταση των διαφωνιών και επιβουλών
δηµιούργησε στο Ιλλυρικό την αρχιεπισκοπή Πρώτης Ιουστινιανής, ώστε να
κατευνάσει τα πνεύµατα µεταξύ Ανατολικής και ∆υτικής Εκκλησίας.

40
1. P. Lemerle, Philippes et la Macédoine Orientale, Paris 1945, 79 – 80.
2. G. Ostrogorsky, Geschichte des byzantinischen Staates 3, München 1963, 45.

β. Η επαρχότητα Ιλλυρικού και το βικαριάτο της Θεσσαλονίκης

Η επαρχότητα του Ιλλυρικού ανήκε πλέον στη διοίκηση του ανατολικού


κράτους, όπως φαίνεται από τη Notitia Dignitatum, που πιθανόν συντάχθηκε επί
του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β΄ (408 - 450).1 Έτσι ο βαλκανικός χώρος κατά το
πρώτο τέταρτο του πέµπτου αιώνα υπάγεται στην Επαρχότητα Ιταλίας (Ιλλυρικό
Αφρικής) µε διοίκηση ∆υτικού Ιλλυρικού, στην Επαρχότητα Ανατολικού
Ιλλυρικού µε τις διοικήσεις ∆ακίας και Μακεδονίας, όπου η µεν διοίκηση της
∆ακίας ήταν λατινόφωνη, η δε διοίκηση της Μακεδονίας ελληνόφωνη, όπως
υποστηρίζουν οι ιστορικοί K. Jirecek, P. Lemerle, B. Granič2 και στην
Επαρχότητα Ανατολής µε τη διοίκηση της Θράκης.3

Το διοικητικό αυτό σχήµα διατηρήθηκε µε µικρές µόνο µεταβολές και τον 6ο


αιώνα. Η επαρχότητα του Ανατολικού Ιλλυρικού εξακολούθησε να υπάρχει κατά
τη διάρκεια της βασιλείας του Ιουστινιανού (527 - 565), όπως µας πληροφορεί ο
Ιεροκλής στο Συνέκδηµο, που συγγράφηκε προ του 535.4 Η επαρχότητα του
Ανατολικού Ιλλυρικού περιλάµβανε κατά τον Ιεροκλή 13 επαρχίες, µεταξύ των
οποίων τη Μακεδονία Πρώτη, µε πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη, τη Μακεδονία
∆ευτέρα µε πρωτεύουσα τους Στόβους, τµήµα της Παννονίας µε πρωτεύουσα το
Σίρµιο και ακολουθούσαν άλλες δέκα επαρχίες.5

1. O. Seeck, Notitia Dignitatum, Berolini 1876, Frankfurt 1942 - F. Lot, La Notitia Dignitatum
utriusque imperii, ses tares, sa date de composition, sa valeur, Revue des Études Ancien, Bordeaux,
38 (1936) 285 - 338. Σύµφωνα µε την άποψη του F. Lot, η Notitia Dignitatum, στη σηµερινή µορφή
είναι σύνθετο κείµενο, το οποίο συντάχθηκε µεταξύ των ετών 379 και 406 - 408 και δίνει την εικόνα
του Ρωµαϊκού Κράτους κατά την εποχή της διαιρέσεώς του 379, ή το αργότερο 395.
2. K. Jirecek, Geschichte der Serben I, Gotha 1911 - 1918, 38. • P. Lemerle, Philippes et la Macédoine
Orientale à l’ époque chrétienne et byzantine, Paris 1945, 77. • B. Granič, Die Gründung, 126.
3. Ι. Καραγιαννόπουλος, Το Βυζαντινό διοικητικό σύστηµα στα Βαλκάνια (4ος – 9ος αι.), Αθήνα 1994, 5
- 6.

41
4. G. Parthey, Hieroclis Synecdemus et notitiae Graecae Episcopatuum, Amsterdam 1967, 186.
5. P. Lemerle, Philippes…., 81. • Kυρ. Kατερέλος, H κανονική δικαιοδοσία του Oικουµενικού
Πατριαρχείου επί των επαρχιών του ∆εσποτάτου της Hπείρου κατά την περίοδο (1204 – 1235), 130 –
134.

Το Ιλλυρικόν από πολιτικής απόψεως, ανήκε στο Ανατολικό Βυζαντινό


Κράτος και από εκκλησιαστικής, υπαγόταν στη δικαιοδοσία του Πάπα Ρώµης,
µέχρι το θάνατο του Μεγάλου Θεοδοσίου. Θεωρήθηκε όµως φυσική και
αναγκαία η εκκλησιαστική απόσπαση του Ανατολικού Ιλλυρικού από τη
δικαιοδοσία του επισκόπου της πρεσβυτέρας Ρώµης και η εξάρτησή του από τον
επίσκοπο της Νέας Ρώµης, γι’ αυτό η επίσηµη αναγνώρισή του έγινε από την
πολιτεία µε διάταγµα (rescriptum) του αυτοκράτορα Θεοδόσιου Β΄, προς τον
Έπαρχο του Ιλλυρικού που εκδόθηκε την 14η Ιουλίου του 4211 και όριζε: «τὰς

ἀναφυοµένας κανονικάς ἀµφισβητήσεις ἐν ὅλῳ τῷ ᾽Ιλλυρικῷ οὐ δεῖ

τέµνεσθαι παρά γνώµην τοῦ ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως καὶ

τῆς αὐτοῦ συνόδου, ἥτις ἔχει τὰ προνόµια τῆς ἀρχαίας Ρώµης».2

Οι επίσκοποι της πρεσβυτέρας Ρώµης δεν αποδέχτηκαν την κολόβωση της


δικαιοδοσίας τους στο Ανατολικό Ιλλυρικό, γι’ αυτό προσπάθησαν να επιτύχουν
την ανάκληση του Θεοδοσιανού διατάγµατος, αναγνωρίζοντες τους
µητροπολίτες Θεσσαλονίκης ως βικαρίους τους. Για το χρόνο κατά τον οποίο οι
µητροπολίτες Θεσσαλονίκης έγιναν επισήµως βικάριοι του πάπα της Ρώµης δεν
υπάρχει οµοφωνία απόψεων µεταξύ των ιστορικών.

∆υτικοί ιστορικοί όπως οι Hefele - Leclerq, L. Petit, S. Vailhè ανάγουν την


αρχή του βικαρίου σε παλαιότερους χρόνους, στον πάπα ∆άµασο Α΄ (366 - 384),
ο δε L. Duchesne, στον πάπα Σιρίκιο (384 - 399).3

1. V. Grumel, Le vicariat de Thessalonique et le premier rattachement de l’ Illyricum Oriental au


patriarchat de Constantinople, Annuaire de l’ Έcole des Legislations Religieuses, 1950 - 1951, Paris
(1952), 49 – 63. • Codex Theodosianus, εκδ. Th. Mommsen - P. Meyer κ.α., Ι1, Ι2, ΙΙ, Berlin 1904 -
1905, 16, 2,45. • Codex Justinianus, εκδ. P. Krüger 1 - 2, Berlin 1893 - 1906, 1, 2, 6.
2. Γ. Ράλλης - Μ. Ποτλής, Σύνταγµα θείων και Ιερών Κανόνων, VI, 260.
3. Ch. J. Hefele - Leclerq, Histoire des Conciles, Paris 1907 - 1911, Ι, 565. • L. Petit, Les évêques de
Thessalonique, εις “Echos d’ Orient” IV, Paris 1901, 141. • S. Vailhè, Annexion de l’ Illyricum au

42
Patriarcat Oeucumenique εις “Echos d’ Orient”, 14 (1911) 29. • L. Duchesne, Έglise Séparées2,
Paris 1896, 259. • Aim. Piperkovič, Το Ιλλυρικόν και τα επ’ αυτού δίκαια των εκκλησιών Ρώµης και
Κωνσταντινουπόλεως.., 36. • Kυρ. Kατερέλος, H κανονική δικαιοδοσία του Οικουµενικού
Πατριαρχείου, 130.

Ο J. Friedrich αµφισβήτησε την ύπαρξη του παπικού βικαριάτου στο


Ιλλυρικό κατά τον Ε΄ αιώνα, γιατί στη συλλογή των επιστολών για το βικαριάτο
της Θεσσαλονίκης, που περιέχεται στην περίφηµη «Συλλογή της Εκκλησίας της
Θεσσαλονίκης» (Collectio Ecclesiae Thessalonicensis), υπάρχει κενό, που
διαπιστώθηκε στη Σύνοδο της Ρώµης το έτος 531.1

Το παλαιότερο έγγραφο της «Συλλογής της Εκκλησίας της Θεσσαλονίκης»,


είναι µια επιστολή του πάπα Ρώµης Σιρίκιου (384 - 398) προς τον Μητροπολίτη
Θεσσαλονίκης Ανύσιο (383 - 407) µε την οποία του παραχωρεί το δικαίωµα, να
ελέγχει τις χειροτονίες των επισκόπων σε όλες τις Μητροπόλεις του Ιλλυρικού.2

Από την επιστολή φαίνεται ότι η Μητρόπολη Θεσσαλονίκης ως


δεσπόζουσα του Ανατολικού Ιλλυρικού απολάµβανε επιβλητικού κύρους και ο
επίσκοπός της κατείχε ιδιαίτερα εξέχουσα θέση, επειδή το Ιλλυρικό αποτελούσε
ανεξάρτητη εκκλησιαστική ενότητα.

Παρόλο που ο πάπας Σιρίκιος δίνει αυξηµένα δικαιώµατα στον


Θεσσαλονίκης, από το περιεχόµενο της επιστολής δε φαίνεται κανένα σχέδιο
δηµιουργίας Βικαριάτου, ούτε βέβαια από το διάδοχό του Αναστάσιο (399 - 401)
εκδηλώνεται τέτοια πρόθεση, παρόλο που οι πάπες επικαλούνταν τα παλαιά
δικαιώµατα της Εξαρχίας Θεσσαλονίκης,3 τα οποία τοποθετούσαν χρονικά στην
εποχή του Αποστόλου Παύλου, ώστε η Θεσσαλονίκη να γίνει κέντρο Εξαρχίας
ολόκληρου του Ιλλυρικού και της Μακεδονίας.4
Ο F. Streichhan, αναφερόµενος στα προνόµια των Εξαρχιών τα απαριθµεί ως
εξής: 1ον. Ο Έξαρχος είχε δικαίωµα λήψης µέτρων πειθαρχίας κατά των
µητροπολιτικών επαρχιών της περιοχής. 2ον. Είχε δικαίωµα σύγκλησης Συνόδων και

1. J. Friedrich, Über die Sammlung der kirche von Thessalonich und das päpstliche Vicariat für
Illyricum, εις “Sitzungsberichte der Bayer. Akademie der Wissenchaften zu München” 1891, 771 –
887. • Γ. Θεοχαρίδης, Ιστορία, 115.
2. Mansi, 13, 1148. • Γ. Θεοχαρίδης, Ιστορία, 106 – 107.

43
3. Α. Αγγελόπουλος, Η Εκκλησία Θεσσαλονίκης, 92 – 95.
4. Γ. Κονιδάρης, Εκκλησιαστική Ιστορία, τοµ. Α΄ Αθήναι 1954 - 1960, 506. • A. Aγγελόπουλος, H
Eκκλησία Θεσσαλονίκης, 17 – 23.

3ον. Είχε δικαίωµα συµµετοχής σε χειροτονία Μητροπολιτών όλων των


µητροπόλεων της περιοχής.

Από το γεγονός της παραχώρησης εκ µέρους του Σιρίκιου στον


Θεσσαλονίκης του δικαιώµατος της διόρθωσης συγκεκριµένων θεµάτων
εκκλησιαστικής τάξεως στο Ιλλυρικό ο F. Streichhan1 καταλήγει στο
συµπέρασµα ότι και ο Θεσσαλονίκης θα είχε παρόµοια δικαιώµατα µε αυτά των
άλλων Εξαρχιών όπως της Εφέσου, Ηρακλείας, Καισαρείας, γιατί ως
πρωτεύουσα του Ανατολικού Ιλλυρικού ήταν τριπλή εκκλησιαστική έδρα, της
οµωνύµου Εξαρχίας, της επαρχίας Μακεδονίας Α΄ και της Επισκοπής
Θεσσαλονίκης.

Ο V. Grumel θεωρεί υπεύθυνο της δηµιουργίας του Βικαριάτου


Θεσσαλονίκης τον πάπα Σιρίκιο (385 - 399) για τον οποίο πιστεύει ότι πρέπει να
απέστειλε στον Θεσσαλονίκης κάποιο άλλο έγγραφο ίσως, µεταγενέστερο, που
δεν έχει διασωθεί. Με το έγγραφο αυτό χορήγησε δικαιώµατα παπικού
αντιπροσώπου στον µητροπολίτη Ανύσιο και ίδρυσε βικαριάτο. Η εσφαλµένη
αυτή υπόθεση της οργάνωσης παπικού βικαριάτου στη Θεσσαλονίκη µεταξύ των
ετών 385 - 415 βρίσκει υποστηρικτές και τους ιστορικούς L. Duchesne, J.
Zeiller, J. Haller, P. Leporskij.2

Μια άλλη οµάδα ιστορικών αποτελούµενη από τους P. Lemerle, J.


Macdonald, Χ. Παπαδόπουλο, Κ. ∆ελικάνη, Γ. Θεοχαρίδη και Α.
Αγγελόπουλο δέχεται ότι η εντολή παραχώρησης δικαιωµάτων εκκλησιαστικής
τάξεως στον Θεσσαλονίκης εκ µέρους του πάπα Σιρίκιου, έδωσαν αφορµή
στους µετέπειτα διαδόχους του και κυρίως στον Ιννοκέντιο A΄ (401 - 417) να
τροποποιήσουν και να αυξήσουν την εντολή αυτή, ώστε να δηµιουργήσουν
το

1. F. Streichhan, Die Anfänge des Vikariates von Thessalonich, Zeitschrift der Savigny Stiftung für
Recksgechichte, Bd 43, Kanonische Abteilung, XII, Weimar 1922, 330 - 384.

44
2. L. Duchesne, Histoire ancienne de l’ Έglise, III Paris 1910, 179. • J. Zeiller, Les origines, 369. • J.
Haller, Das Papsttum. Idee und Wirklichkeit, I, Urach – Stuttgart, 1950, 511. • P. Leporskij, Istorija
Thessalonikskago exarkhata do vremeni prisoedinenija k. Konstantinopolskomu Patriarkhatu. St
Petersburg 1901, βλ. Viz Vrem, VIII, 611 – 622.

θεσµό του βικαρίου1 κατά τον οποίο ο µητροπολίτης Θεσσαλονίκης θα


θεωρούνταν αντιπρόσωπος του πάπα στο Ιλλυρικό. Ο Ιννοκέντιος µετέτρεψε την
ουσιαστική και τυπική αρχή της Εξαρχίας Θεσσαλονίκης σε Βικαριάτο υπό τον
Ρώµης και διοικούσε το Εκκλησιαστικό Ιλλυρικό µε απολυταρχικό τρόπο αλλά
εµµέσως, µε εντολή προς τον Βικάριό του. Το δικαίωµα αυτό δεν εκχωρούνταν
συνολικά στη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, αλλά στο πρόσωπο του εκάστοτε
µητροπολίτη Θεσσαλονίκης, ο οποίος είχε το δικαίωµα µε την παραχώρηση ως
“πρώτου” στην επαρχία του, να εκπροσωπεί τον πάπα στο Ανατολικό Ιλλυρικό,
να επικυρώνει τις αλλαγές των Επισκόπων, να προεδρεύει της τοπικής Συνόδου,
να επιλύει ως δικαστής τις διαφορές σε όλες τις δύσκολες περιπτώσεις, οι οποίες
εµφανίζονταν µεταξύ των επισκόπων του Βικαριάτου και τέλος ως βικάριος του
Αποστολικού θρόνου να έχει διακεκριµένη θέση στις Οικουµενικές Συνόδους
και να υπογράφει τις αποφάσεις αµέσως µετά τους Πατριάρχες.2

Ο πάπας Ιννοκέντιος Α΄ (401 - 417) προσπάθησε αφενός να παγιώσει το


θεσµό του βικάριου (vicarius)3 στη Θεσσαλονίκη και αφετέρου ως πρωτεύουσα
του Ιλλυρικού να την ενισχύσει µε τη σύγκληση τοπικών Συνόδων, οι οποίες θα
αναλάµβαναν την επίλυση διαφόρων εκκλησιαστικών θεµάτων. Η προσπάθειά
του αυτή αναδεικνύεται µέσα από µία σειρά επιστολών, που αντάλλαξε µε το
αυτοκρατορικό ζεύγος Αρκαδίου και Ευδοξίας (395 - 408).4

Την εποχή που ανταλλάχθηκαν οι αναφερόµενες επιστολές υπήρχε διένεξη


µεταξύ του Ιωάννου του Χρυσοστόµου, που ήταν πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως

1. A. Aγγελόπουλος, H Eκκλησία Θεσσαλονίκης, 106 – 110. • P. Lemerle, Philippes, 243 – 244. • J.


MacDonald, Who instituted the Papal Vicariate of Thessalonica, Studia Patristica IV, Berlin 1963,
478 – 481. • Αρχιµ. Κ. ∆ελικάνης, Πατριαρχικών Εγγράφων, ΙΙΙ, 933. • Γ. Θεοχαρίδης, Ιστορία, 109
– 110.
2. E. Caspar, Geschichte des papstums, I Tübingen 1930, 235. • Γ. Κονιδάρης, Εκκλησιαστική Ιστορία
Α΄, 528 – 530.

45
3. Vicarius = Οι επικεφαλείς των διοικήσεων, καθαρώς πολιτικοί άρχοντες. Ο τίτλος του βικάριου
καταργήθηκε από τον Ιουστινιανό µε τη Novelle Justiniani, rec R. Schoele - G. Kroll (CJC III) Berlin
1895, (Zurich 1972), N.J. 8 - a.535 - N.J., 26 - a.535, (βλ. Ι Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Α4, 611, Α.
Χριστοφιλοπούλου Βυζαντινή Ιστορία, 345).
4. Βλ. Φειδάς, Ιστορικοκανονικά προβλήµατα… της Πενταρχίας των Πατριαρχών, Αθήναι 1970, 139.

και του Θεοφίλου, που ήταν πατριάρχης Αλεξαδρείας (384 - 412), γιατί ο
Θεόφιλος υποστήριζε τις Ωριγενικές απόψεις περί του «ασωµάτου του Θεού».1

Οι απόψεις αυτές προκάλεσαν όχι µόνο τη µήνη του Ιωάννου του


Χρυσόστοµου, αλλά επέφεραν και ταραχές στις τάξεις των µοναχών µεταξύ των
οποίων ήταν και οι «µακροί» αδελφοί από τη Νιτρία, που καταδιωγµένοι από το
Θεόφιλο κατέφυγαν στην Κωνσταντινούπολη όπου κατόρθωσαν να αποσπάσουν
την εύνοια της αυτοκράτειρας Ευδοξίας.2

Η Ευδοξία για την επίλυση των θεµάτων που προέκυψαν, ζήτησε και τη
σύµφωνη γνώµη του πάπα Ιννοκέντιου, ώστε να συγκληθεί Σύνοδος ενώπιον της
οποίας θα απολογούνταν ο Θεόφιλος, αλλά και ο Ιωάννης ο Χρυσόστοµος, γιατί,
όπως λέει ο Παλλάδιος, ο Ιωάννης προκάλεσε την οργή της αυτοκράτειρας
επειδή την αποκάλεσε “Ιεζάβελ”.3 ∆ράττοντας την ευκαιρία που παρουσιάστηκε
ο Ιννοκέντιος Α΄, στις επιστολές που αντάλλαξε µε τους Αρκάδιο και Ευδοξία,
πρότεινε ως τόπο σύγκλησης της Συνόδου τη Θεσσαλονίκη για την επίλυση των
προαναφερθέντων θεµάτων λέγοντας: «γράψατε δέ καὶ Θεοφίλῳ ἕτοιµον

εἷναι εἰς σύνοδον καθολικήν, ἥντινα καὶ θεσπίσατε ἐν Θεσσαλονίκῃ

γενέσθαι».4

Σε άλλη επιστολή του ο πάπας αναφερόµενος στο ζήτηµα του Ιωάννου


Χρυσοστόµου και του Θεοφίλου διατυπώνει ως εξής τις απόψεις του: “τοῦτο δὲ

ὑµᾶς ὑποµνήσῳ, τέκνα, ὥστε τὸ ὄνοµα ᾽Ιωάννου τοῖς ἱεροῖς ἐντάξαι

διπτύχοις καὶ τὸ σῶµα αὐτοῦ µετακοµίζεσθαι εἰς ἐκείνην τὴν ἐκκλησίαν·

δίκαιον γὰρ τοῦτο συνοίδαµεν. Γράψαι δέ καταξιώσατε Θεοφίλῳ, ἕτοιµον

1. Σωκράτης, VI 7, PG 67. 684 A «ὁ Θεός σῶµα ἐστί καὶ ἀνθρώπου ἔχει σχῆµα ἤ ἀσώµατος
ἐστί καὶ ἀπήλλακται ἀνθρωπίνου τε καὶ παντός, ἁπλῶς εἰπεῖν, σωµατικοῦ σχήµατος».

46
2. Σωζοµενός, Kirchengeschichte, edd. J. Bidez - G. C. Hansen (GCS, 50) Berlin 1960, VII. 13 (367.4).
• Oι τέσσερις αδελφοί ∆ιόσκουρος, Αµµώνιος, Ευσέβιος και Ευθύµιος, επονοµάσθηκαν «µακροί»
εξαιτίας του υψηλού αναστήµατός τους.
3. Παλλάδιος, ∆ιάλογος Ιστορικός... περί Ιωάννου Χρυσοστόµου, ed. C. Butler, The Lausiac History of
Palladius II (Texts and Studies), Cambridge 1904, 8 (51. 3 - 5).
4. Fr. Halkin, Douze récits Byzantins sur saint Jean Chrysostome, Bruxelles 1977, I 32, 36 - 37 III 66,
254 – 7.

εἷναι εἰς τὴν καθολικῶς συναγοµένην σύνοδον ἣντινα θεσπίσαι ἐν


Θεσσαλονίκῃ προστάξατε, µέσην οὗσαν ἡµῶν κἀκείνων".1
Στην αλληλογραφία αυτή, που συνεχίστηκε για αρκετό χρονικό διάστηµα,
παρατηρούµε ότι ο Πάπας προτείνει ως τόπο σύγκλησης Συνόδου τη
Θεσσαλονίκη, προφασιζόµενος άλλοτε το µέσον της αποστάσεώς της µεταξύ
Ρώµης και Κωνσταντινουπόλεως (λέγοντας: «... Προστάξαι σύνοδον

γενέσθαι ἐν Θεσσαλονίκῃ, τοῦ συνελθεῖν τοὺς τῆς ῾Εῴας ἐπισκόπους,

καὶ γὰρ οἱ τῆς ἡµετέρας Ἑσπερίας ἐπίσκοποι ἐξελεξάµενοι»)2 και άλλοτε


επικαλούµενος το ήπιο εκκλησιαστικό κλίµα, που επικρατούσε στη
Θεσσαλονίκη, όταν επίσκοπός της ήταν ο Ανύσιος λέγοντας: «..᾽Επισκόπων

τῆς συνόδου ᾽Ιωάννου καὶ τοῦ καλογήρου ᾽Ανυσίου τοῦ τῆς

Θεσσαλονίκης ἐπισκόπου... πρὸς τὸ τέλειον γενοµένην σύνοδον οὐκ ἐν

ποιότητι ἀριθµοῦ ἀλλά ἐν ἠπιότητι γνώµης, ἀναµφίλεκτον ἐξενεγκεῖν

τὴν ψῆφον».3

Στον κύκλο αυτό των επιστολών προτείνονται από τον πάπα εκτός από τον
τόπο σύγκλησης της Συνόδου και αξιόλογα πρόσωπα της εποχής, να µετέχουν
στις διεργασίες της, όπως ο επίσκοπος Θεσσαλονίκης Ανύσιος, που υπήρξε
ανυποχώρητος υπερασπιστής της αθωότητας, του κύρους και της αγιότητας του
Ιωάννη του Χρυσόστοµου, θέτοντας τη σφραγίδα του στα µεγάλα πνευµατικά
και εκκλησιαστικά ζητήµατα, που προέκυπταν εξαιτίας των θεολογικών
αντιπαραθέσεων µεταξύ των εκκλησιών της Ρώµης, Αλεξανδρείας,
Κωνσταντινουπόλεως, για θέµατα δογµατικά και πολιτικοεκκλησιαστικά.4
Από τα εκτεθέντα γίνεται αντιληπτό:
Π ρώτον, η επιµονή του Πάπα να συγκληθεί επισκοπική σύνοδος στη

47
1. Fr. Halkin, ΙΙ 32, 66.
2. Fr. Halkin, ΙΙΙ 66, 254. • Fr. Halkin, ΙΙΙ 65, 252 – 254.
3. Α. Αγγελόπουλος, Η εξαρχεία της Θεσσαλονίκης και η Β΄ Οικουµενική Σύνοδος του 381 εν
Κωνσταντινούπολη, στο τιµητικό αφιέρωµα στον καθηγητή Ι. Καλογήρου, Θεσσαλονίκη 1999, 194.
4. Μάξιµος Σάρδεων, Τὸ Οἰκουµενικόν Πατριαρχεῖον ἐν τῇ ᾽Ορθοδόξῳ ᾽Εκκλησίᾳ, εν Θεσσαλονίκη
1972, 45 – 50. • Α. Αλιβιζάτος, Οι Ιεροί Κανόνες, εν Αθήναις 1949, 35 - 36, 69.
Θεσσαλονίκη, η οποία θα την καθιστούσε όργανο διοίκησης µητροπολιτικής
περιφέρειας και θα αποτελούσε κανονικό θεσµό, ο οποίος ίσχυε από τις αρχές
της χριστιανικής εκκλησίας σύµφωνα µε τον ΙΖ΄ κανόνα των αποστόλων και Ε΄
κανόνα της Α΄ Οικουµενικής Συνόδου.1
∆εύτερον, διεκδικούσε ο Πάπας την εκκλησία της Θεσσαλονίκης γιατί ως
πρωτεύουσα του Ιλλυρικού κατά τους πρώτους µ.Χ. αιώνες έπαιξε καθοριστικό
ρόλο στην πορεία των δύο εκκλησιών ανατολής και δύσης, σφραγίζοντας τα
µεγάλα πνευµατικά και εκκλησιαστικά ζητήµατα της πρώτης εκκλησίας, µε τη
συµµετοχή της στις εργασίες της Α΄ και Β΄ Οικουµενικής Συνόδου.
Τρίτον η Θεσσαλονίκη ως Εξαρχεία είχε αυξηµένη την ευθύνη της
εκκλησίας του Ιλλυρικού για την εδραίωση και απαραχάρακτη τήρηση του
δόγµατος καθιστώντας τον επίσκοπο Θεσσαλονίκης διαµεσολαβητή των θέσεων
της Ρώµης ως προκαθήµενό της στο Ιλλυρικό, αλλά και έχοντας ιδιαίτερο
οικουµενικό χαρακτήρα, που αφορούσε τις σχέσεις των δύο εκκλησιών.
Τέταρτον ο πάπας Ιννοκέντιος, εκµεταλλευόµενος τα προνόµια της
Θεσσαλονίκης, θέλησε να την µετατρέψει σε Βικαριάτο του, γιατί κείτονταν
στην ευαίσθητη διοικητική, πολιτική και εκκλησιαστική περιοχή, µεταξύ των
δύο µεγάλων κέντρων επιρροής, ώστε να γίνει αντικείµενο εκµετάλλευσής του,
ενισχύοντάς την µε τίτλους και συνόδους για να ενδυναµώσει ακόµη
περισσότερο την ισχύ της στο Ιλλυρικό. Η πολιτική του Ιννοκέντιου συνεχίστηκε
και στο διάδοχό του Ανυσίου (383 - 407), το Ρούφο (408 - 434), όπως
διαπιστώνεται από το περιεχόµενο της επιστολής, που του απέστειλε, όπου ρητά
τον χαρακτηρίζει Βικάριό του, τονίζοντας ότι δεν εισάγεται µε τον τίτλο του
βικαρίου κάτι το καινούργιο στις σχέσεις µεταξύ Ρώµης και Θεσσαλονίκης, αλλά
συνεχίζεται η ίδια τακτική που προϋπήρχε.2

48
1. Α. Αλιβιζάτος, Οι Ιεροί Κανόνες, 35-36, 65. • Μάξιµος Σάρδεων, Τὸ Οἰκουµενικόν

Πατριαρχεῖον, 45-50. • Α. Αγγελόπουλος, Η επισκοπική Σύνοδος της Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης


και η σηµασία αυτής σήµερον εις Θεολογία, 48 (1977), 795.
2. J. D. Mansi, 8, 750 - Aim Piperkovič, Ιλλυρικόν, 36 – 38. • E. Kωνσταντίνου ή Tέγου –
Στεργιάδου, O Hγετικός ρόλος της Θεσσαλονίκης, εις Πρακτικά IΓ΄ Xριστιανική Θεσσαλονίκη,
Θεσσαλονίκη 2000, 120 – 121.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ∆ΕΥΤΕΡΟ

Η Αρχιεπισκοπή Πρώτης Ιουστινιανής ως συνάρτηση της


Εκκλησιαστικής πολιτικής του Ιουστινιανού Α΄

Η θρησκευτική πολιτική του Ιουστινιανού χαρακτηρίζεται από τον


δεσποτικό και αυταρχικό χαρακτήρα του, αλλά και από τη διορατικότητά
του για τη µεγάλη σηµασία που θα είχαν στην ενιαία βυζαντινή
αυτοκρατορία το κοινό δόγµα και η κοινή Εκκλησία όπως φάνηκε µετά την
κατάληψη της Ιταλικής χερσονήσου από τα στρατεύµατά του. Ο
Ιουστινιανός αµέσως ενίσχυσε τον κανονικό θεσµό της πενταρχίας των
πατριαρχών και περιόρισε τις παπικές αξιώσεις εντός των πλαισίων αυτού
του θεσµού, ώστε ο παπικός θρόνος να παύσει να θεωρείται ως ο
πρωτόθρονος των πατριαρχών.1 Η αποκατάσταση της εκκλησιαστικής
κοινωνίας µε τη Ρώµη θεωρήθηκε από τον Ιουστινιανό αναγκαία
προϋπόθεση για την πραγµατοποίηση των πολιτικών του στόχων στη ∆ύση2,
γι’ αυτό ασχολήθηκε ιδιαιτέρως µε τα θρησκευτικά ζητήµατα της εποχής
του, τα οποία µελέτησε σε βάθος και τα γνώρισε όσο κανείς άλλος
αυτοκράτορας. Πεποίθησή του ήταν ότι µόνο το Ορθόδοξο δόγµα ήταν
εκείνο που θα σήµαινε για τους πολίτες του την ορθή πίστη που θα τους
ένωνε κάτω από την ενιαία Εκκλησία και το ισχυρό κράτος. Καταπολέµησε
τους εθνικούς και τους αιρετικούς, τους Σαµαρείτες και τους Ιουδαίους,
ώστε να µην υπάρχει στο κράτος θρησκευτική ποικιλοµορφία.3

49
Για την επιβολή των θεολογικών του απόψεων έλαβε µέτρα µε τα οποία
επεδίωκε την πραγµάτωση της θρησκευτικής του πολιτικής, η οποία σκοπό
είχε να αποκαταστήσει τη θρησκευτική ενότητα στο κράτος. Η δηµοσίευση

1. Βλ.Φειδάς, Ιστορικοκανονικά προβλήµατα της Πενταρχίας των Πατριαρχών, Αθήναι 1970, 157 εξ,
161 εξ.
2. G. Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, Α΄, Αθήνα 1995, 134.
3. Κ. Άµαντος, Ιστορία, Α΄, 224.

ενενήντα περίπου διατάξεων θρησκευτικής φύσεως από τον αυτοκράτορα


δείχνει πόσο ήθελε να ενισχύσει την εκκλησιαστική εξουσία.

Η εποχή του Ιουστινιανού αποτέλεσε το αποκορύφωµα της


αυτοκρατορικής επέµβασης στην εκκλησιαστική ζωή, όπως αναφέρει ο G.
Ostrogorsky «...Κανένας άλλος βυζαντινός αυτοκράτορας, πριν ή µετά τον
Ιουστινιανό, δεν άσκησε τόσο απεριόριστη εξουσία πάνω στην Εκκλησία».1 Ένα
µεγάλο µέρος της αυτοκρατορικής επέµβασης στην εκκλησιαστική ζωή
οφείλεται στο γνήσιο ενδιαφέρον του για τα εκκλησιαστικά και δογµατικά
θέµατα. Ο Ιουστινιανός όπως λέει ο A. Harnack ήταν ο µεγαλύτερος θεολόγος
του 6ου αιώνα.2

Το κυριότερο µέληµα του Ιουστινιανού, όπως αναφέρθηκε, ήταν η


αποκατάσταση της ενότητας της Εκκλησίας, γι’ αυτό οι προσπάθειες που
κατέβαλε κατευθύνονταν πρώτον στην πάταξη των δευτερευουσών αιρέσεων,
δεύτερον στην εκρίζωση των ειδωλολατρικών υπολειµµάτων και τρίτον στη
συνδιαλλαγή Ορθοδόξων και Μονοφυσιτών. Tο σκοπό του αυτό πέτυχε µε µια
σειρά µέτρων, που άρχισε να τα εφαρµόζει το 527 µε τη γνωστή διακήρυξή του
«τοῖς µή τὸν Θεόν ὀρθῶς προσκυνοῦσι καὶ τὰ τῶν ἀνθρωπίνων ἀγαθῶν
3
ἐπέρχεται». Για την καθιέρωση της Ορθόδοξης πίστης εφήρµοσε ορισµένες
διατάξεις νόµων κατά των αιρετικών, των Ελλήνων ειδωλολατρών, των
Ιουδαίων και των Σαµαρειτών.

Για να αναλάβει κάποιος δηµόσιο αξίωµα έπρεπε να αποδείξει µε τρεις


µάρτυρες ότι ήταν ορθόδοξος. Τη θέση του αυτή έναντι της Ορθοδοξίας την
κατοχύρωσε µε την 132 Νεαρά του, όπου καθόριζε «...πρῶτον εἷναι καὶ

50
µέγιστον ἀγαθόν πᾶσιν ἀνθρώποις πιστεύοµεν τὴν τῆς ἀληθοῦς καὶ

ἀµωµήτου τῶν Χριστιανῶν πίστεως ὀρθήν ὁµολογίαν».4

1. G. Ostrogorsky, Ιστορία, Α΄, 144. • Ευάγ. Χρυσός, Η Εκκλησιαστική πολιτική του Ιουστινιανού,
Θεσσαλονίκη 1969, 15 – 17.
2. A. Harnack, Dogmengeschichte, Berlin 19244, 422.
3. P. Krüger, Codex Justinianus, Berlin 1877, Zürich (1970) 1.5.12, 5-α527. - I. Καραγιαννόπουλος,
Ιστορία, Α4, 408.
4. C.J. 1.5.12 - α 527.

O Ιουστινιανός το 529 εξέδωσε µια σειρά διατάξεων που αφορούσαν τους


αιρετικούς, αλλά η εφαρµογή τους ευνοούσε την αλληλοκατασκόπευση και την
αλληλοκατάδοση των πολιτών.1

Ο Ιωάννης Μαλάλας αναφέρει ότι εντός τριών µηνών έπρεπε να


µυηθούν και να βαπτισθούν Χριστιανοί όλοι οι αλλόθρησκοι, όσοι δε από
αυτούς επέµεναν να πιστεύουν στην παλιά τους θρησκεία καταδικάζονταν σε
θανατική ποινή.2

Η θρησκευτική πολιτική του Ιουστινιανού τον οδήγησε το 529 να κλείσει την


Ακαδηµία των Αθηνών, γιατί δε θεωρούσε την αρχαία φιλοσοφία χρήσιµη στην
Εκκλησία και στις θεολογικές του απόψεις, µε αποτέλεσµα να διωχθούν οι
τελευταίοι δάσκαλοι της φιλοσοφίας, όπως ο ∆αµάσκιος ο Σύρος,
υποµνηµατιστής του Αριστοτέλη και συγγραφέας της πραγµατείας «Περί
πρώτων ἀρχῶν», ο Σιµπλίκιος ο Κίλικας, υποµνηµατιστής και αυτός του
Αριστοτέλη, ο Πρισκιανός ο Λυδός, ο Ευλάµιος ο Φρύγας, ο Ερµείας και ο
∆ιογένης από τη

1. C.J. 1.5.16 – «πάσῃ δὲ σπουδῇ χρησάσθωσαν οἱ ἐν ἀξίαις ἤ στρατείαις ἤ συστήµασί τισι

καταλεγόµενοι διερευνήσασθαι, µή τις ἐν αὐτοῖς τῆς ἀπηγορευµένης ταὺτης µανίας

ἐστί, καὶ τὸν εὑρισκόµενον φανεροῦν, εἰδότες ὡς, εἴ ποτὲ τοιοῦτός τις ἐν αὐτοῖς

εὑρεθείη καὶ ποιναῖς ὑποβαλλόµενος κατάθοιτο ὡς ἐγιγνώσκετο τοιοῦτος ὤν ἐκείνοις,

οὐδέ αὐτοί τὴν ἀρµοδίαν τιµωρίαν ἐκφεύξονται, εἴ καὶ µὴ τῆς αὐτῆς ἐκείνῳ πλάνης

ἐτύγχανον ὄντες...» • CJ. 1.5.18, 12 – «Τὴν δὲ αὐτήν ἐπιµέλειαν ἔχειν καὶ τοὺς ἑκάστης

πόλεως θεοφιλεστάτους ἐπισκόπους διερευνωµένους ἀεί τὰ καθ’ ἑκάστην πόλιν

51
ὑπεναντίον τῆς θείας ἡµῶν ταὺτης νοµοθεσίας παρ’ οὑτινοσοῦν ἐγχειρούµενα καὶ

ταῦτα φανερά τῷ λαµπροτάτῳ τῆς ἐπαρχίας ἄρχοντι καθιστᾶν, ὡς ἄν ἐκεῖνος ἔργῳ

παραδοίῃ τὰ παρ’ ἡµῶν εὐσεβῶς προστεταγµένα· ὡς εἴγε θεάσοιντο οἱ θεοφιλέστατοι

ἐπίσκοποι τὸν τῆς ἐπαρχίας ἡγούµενον ῥαθύµως τῷ πράγµατι χρώµενον, προσήκει

τοῦτο φανερόν ἡµῖν αὐτοῖς ποιεῖν, ἵνα τοὺς ῥαθυµήσαντας τοῖς αὐτοῖς ἐπιτιµίοις

ὑποβάλλωµεν, οἷς ὑπαχθῆναι τοὺς ἁµαρτάνοντάς τι τῶν προειρηµένων

ἐθεσπίσαµεν...»

2. Ιωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 449. 3 - 451. 16 - 21. • I. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, Α 4 ,


409 – 410. • K. Άµαντος, Ιστορία, Α΄ 225 – 227.

Φοινίκη και ο Ισίδωρος ο Γαζαίος.1


Από τους θρησκευτικούς διωγµούς δε διέφυγαν οι Μανιχαίοι και οι
Μοντανιστές, οι οποίοι πολλές φορές έφθασαν να µαρτυρήσουν για την
ιδεολογία τους εξαιτίας των νοµοθετικών µέτρων του αυτοκράτορα που
πάρθηκαν εναντίον τους.2

Ο Προκόπιος στα ανέκδοτά του, αναφερόµενος στους Μοντανιστές λέει ότι


καταδιωκόµενοι κλείστηκαν στους ναούς τους και, µή έχοντας καµία ελπίδα
διαφυγής και σωτηρίας, έβαλαν φωτιά και κάηκαν µαζί τους.3

Θρησκευτική µειονότητα στο Βυζάντιο αποτελούσαν και οι Σαµαρείτες,


των οποίων η θέση έγινε δυσχερέστατη µε τα νοµοθετικά µέτρα που, πήρε ο
Ιουστινιανός εναντίον τους. Το 529 µε αυτοκρατορική διαταγή κλείστηκαν οι
συναγωγές των Σαµαρειτών, ακόµα και στην µακρινή Αίγυπτο, µε αποτέλεσµα
να βρεθούν σε τραγικότερη θέση έναντι των Ιουδαίων στους οποίους επετράπη
να λατρεύουν το θεό τους ελεύθερα.4

1. Αγαθίας Σχολ., Ιστοριών Β.30.3 (80.5) – 31, 4 (81.15 κ.ε.). Ο Αγαθίας αναφέρει ότι, οι φιλόσοφοι
καθηγητές της Σχολής των Αθηνών δεν ήθελαν να προσέλθουν στον Χριστιανισµό, γι’ αυτό
αποφάσισαν να φύγουν στην Περσία, όπου και έγιναν δεκτοί, µε µεγάλες τιµές από τον Χοσρόη τον
Α΄, ο οποίος ενδιαφέρθηκε να µεταφρασθούν στην Περσική γλώσσα τα αριστοτελικά και πλατωνικά
συγγράµµατα. Η µετάφραση αυτή θεωρήθηκε πολύ σηµαντική γιατί για πρώτη φορά επί των
Σασσανιδών, των εχθρών του Ελληνισµού, καλλιεργούνται τα ελληνικά γράµµατα στην Περσία. Οι
Έλληνες φιλόσοφοι δεν µπόρεσαν να µείνουν στην Περσία για µεγάλο χρονικό διάστηµα και
ζήτησαν να επανέλθουν στο Βυζάντιο. Ο Χοσρόης, µή µπορώντας να τους κρατήσει στην αυλή του,
φρόντισε να τους προστατεύσει ώστε να µή καταδιωχθούν, γι’ αυτό τους συµπεριέλαβε µε δική του

52
µέριµνα στη βυζαντινοπερσική συνθήκη του 532 «ἐπειδή γὰρ κατ’ ἐκεῖνο τοῦ χρόνου ῾Ρωµαῖοι τε καὶ
Πέρσαι σπονδὰς ἔθεντο καὶ ξυνθήκας, µέρος ὑπῆρχε τῶν κατ᾿ αὐτὰς ἀναγεγραµµένων τὸ δεῖν

ἐκείνους τοὺς ἄνδρας ἐς τὰ σφέτερα ἤθη κατιόντας βιοτεύειν ἀδεῶς τὸ λοιπόν ἐφ’ ἑαυτοῖς, οὐδέν

ὁτιοῦν πέρα τῶν δοκούντων φρονεῖν ἤ µαταβάλλειν τὴν πατρώαν δόξαν ἀναγκαζοµένους». • J. B.

Bury, Later Empire II.370. • Κ. Άµαντος, Ιστορία…, Α΄, 226. • Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Α4,
410 – 411.
2. Cod. Just. 1,V, 11 «Θεσπίζοµεν τοὺς τὴν ὀλεθρίαν τῶν Μανιχαίων πλάνην µηδεµίαν ἔχειν

παρρησίαν ἤ ἄδειαν καθ᾿ οἱονδήποτε τῆς καθ᾿ ἡµᾶς πολιτείας διάγειν τόπον, εἰ δέ ποτε

φανεῖεν ἤτοι εὑρεθεῖεν, ὑπάγεσθαι κεφαλικῇ τιµωρίᾳ».


3. Προκόπιος, Ανέκδοτα, 11, 23.
4. Α. Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ιστορία, Ι5, 292.

Ο θρησκευτικός φανατισµός των Σαµαρειτών ήταν τόσο µεγάλος που, παρ’


όλες τις ταλαιπωρίες τους, δεν έπαψαν να εµµένουν στις πεποιθήσεις τους και µε
την πρώτη ευκαιρία που τους δίνονταν συνεργάζονταν µε τους εχθρούς του
Βυζαντίου, τους Πέρσες.1 Η θρησκευτική πολιτική του Ιουστινιανού είχε σαν
αποτέλεσµα τον εκχριστιανισµό πληθυσµιακών µαζών.2

Ο αυτοκράτορας, ως χριστιανός ορθόδοξος, θεωρούσε τον εαυτό του


υποχρεωµένο να αγωνιστεί για την επιβολή του ορθοδόξου δόγµατος σε όλη την
επικράτεια.3 Καταλάβαινε ότι η βία προσωρινά µόνο µπορεί να περιστείλει τη
λαϊκή αγανάκτηση όταν υποθάλπονταν από βαθύτερα αίτια και µόνο η ριζική
πάταξη του κακού θα µπορούσε να θεραπεύσει τη δηµόσια ζωή του κράτους. Η
πεποίθησή του αυτή τον οδήγησε να λάβει µεταρρυθµιστικά µέτρα για τη
βελτίωση της κρατικής διοίκησης. Τα µέτρα του Ιουστινιανού εναντίον των
θρησκευτικών αιρέσεων δεν ανταποκρίθηκαν στις προσδοκίες του κατά απόλυτο
τρόπο και δεν ξερίζωσαν εντελώς τον κίνδυνο να επανεµφανιστούν πότε µε τη
µία µορφή και πότε µε την άλλη, κάθε φορά που οι συνθήκες το επέτρεπαν. Αν
όµως τα µέτρα αυτά δεν απέτρεψαν τις αιρέσεις, πέτυχαν να τις περιορίσουν
κατά πολύ, ώστε να µειωθεί η σοβαρότητά τους.

Οι σχέσεις των δύο εξουσιών, της εκκλησιαστικής και της πολιτικής, στα
χρόνια του Ιουστινιανού επηρέασαν την κοινωνική πραγµατικότητα, ιδιαίτερα
όταν οι σχέσεις αυτές χαρακτηρίστηκαν, από διαφωνίες και συνεργασίες, από
συµφωνίες και αλληλοσυµπορεύσεις µε σκοπό να υπηρετηθούν καλύτερα τα

53
συµφέροντα του λαού. Οι προσπάθειες των αυτοκρατόρων για την εύρεση
καλύτερης λύσης στα εκάστοτε εκκλησιαστικά προβλήµατα, απεικονίζουν την

1. Κ. Άµαντος, Ιστορία, Α΄, 227.


2. ∆. Ζακυθηνός, Ιστορία, Α΄, 85.
3. PG 86. 947Α κε, 993C «ἀναγκαῖον ἡγησάµεθα πᾶσαν πρόφασιν àναιροῦντες τοῖς σκανδαλιζοµένοις
ἢ σκανδαλίζουσι τὴν τῆς ὀρθῆς πίστεως ὁµολογίαν, τὴν ἐν τῇ ἁγίᾳ τοῦ Θεοῦ ἐκκλησίᾳ

κηρυττοµένην, φανερὸν διὰ τοῦ παρόντος ἠδίκτου ποιήσασθαι, πρὸς τὸ καὶ τοὺς τὴν ὀρθήν πίστιν

ὁµολογοῦντας ἐν βεβαίῳ φυλάττειν... µανθάνοντας τὴν ἀλήθειαν, σπουδάσαι ἑνωθῆναι τῇ ἁγίᾳ τοῦ

Θεοῦ ἐκκλησίᾳ...» • Γ. Στογιόγλου, Εκκλησιαστική Ιστορία, Θεσσαλονίκη, 1991, Ι, 200 – 201.

πολιτική σκοπιµότητα, η οποία δεν πρέπει πάντοτε να είναι κατακριτέα, γιατί η


επιδίωξη του συµβιβασµού δε σηµαίνει και προδοσία της αλήθειας, αν αυτό
επιβάλλεται και από την ίδια τη σκοπιµότητα.

Η πολιτική του Ιουστινιανού απέναντι στους Μονοφυσίτες είχε τις ρίζες


της στην εποχή του Ιουστίνου Α΄, όταν το Βυζάντιο επεδίωκε να θέσει τέρµα στο
Ακακιανό σχίσµα και να συµφιλιωθεί µε τη Ρώµη. Για να επιτευχθεί αυτή η
συµφιλίωση η βυζαντινή κυβέρνηση υποχρεώθηκε να υποστεί αρκετές
ταπεινωτικές παραχωρήσεις, όπως η διαγραφή από τα δίπτυχα της Εκκλησίας
των ονοµάτων του πατριάρχη Ακάκιου και των διαδόχων του, αλλά και των δύο
αυτοκρατόρων, του Ζήνωνα και του Αναστασίου, που θεωρούνταν από τους
δυτικούς ότι είχαν µονοφυσιτικές τάσεις.1

Ο Ιουστινιανός, όπως προηγουµένως και ο θείος του Ιουστίνος,


εγκατέλειψε τη µονοφυσιτική πολιτική του Αναστασίου Α΄, γιατί
συνειδητοποίησε ότι ήταν αδύνατος ο παραµερισµός της ∆΄ Οικουµενικής
Συνόδου χωρίς να προκύψουν σοβαροί κίνδυνοι για την ενότητα της Εκκλησίας.
Βέβαια οι λόγοι της διαίρεσης των εκκλησιών, είναι ισχυρά ριζωµένοι στη
ψυχοσύνθεση των λαών που συνήθως προέρχεται από τη συγκυρία των
εσωτερικών και εξωτερικών πολιτικών παραγόντων που συντελούν αναλόγως
των περιστάσεων στη διάσταση και διάσπασή τους.2

Οι ενέργειες αυτές είχαν σαν αποτέλεσµα τη δηµιουργία µονοφυσιτικού


κλήρου, όχι µόνο στην Αίγυπτο, αλλά και στην Αιθιοπία, τη Συρία και Αρµενία.

54
Οι λαοί των χωρών αυτών δεν µπόρεσαν να παρακολουθήσουν τις εξελίξεις, τη
θεολογία και τη νοοτροπία της Αυτοκρατορίας. Ο Ν. Ματσούκας, αναφερόµενος
στις εκκλησίες αυτές, οι οποίες ονοµάστηκαν Αντιχαλκηδόνιες ή
Προχαλκηδόνιες Εκκλησίες, λέει ότι οι θρησκευτικές δυσκολίες που
προέκυπταν ήταν ποικίλες,

1. Βλασ. Φειδάς, Εκκλησιαστική Ιστορία, Α΄, Αθήναι 1992, 673 – 674. • Ι. Αναστασίου, Εκκλησιαστική
Ιστορία, Α΄, Θεσσαλονίκη 1979, 357 – 377. • Ν. Ματσούκας, ∆ογµατική και Συµβολική Θεολογία,
Β΄, Θεσσαλονίκη 1992, 311 – 312. • Μελέτιος Μητροπολίτης Νικοπόλεως, Η Πέµπτη Οικουµενική
Σύνοδος, Αθήναι 1985, 95. • Α. Xριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ιστορία, Α΄, 249.
2. Βλ. Φειδάς, Προϋποθέσεις διαµορφώσεως του θεσµού της Πενταρχίας των πατριαρχών, 168 κ.εξ.

εξαιτίας της διαφορετικής πολιτικής και θεολογικής κατάστασης των


ανατολικών λαών που δεν µπορούσαν να παρακολουθήσουν τις θεολογικές
εξελίξεις, ούτε να τις ακολουθήσουν αργότερα.1

Η θρησκευτική ενότητα θεωρήθηκε αναγκαία, γιατί επανήλθε το πρόβληµα


του Μονοφυσιτισµού, κατά το χρόνο µάλιστα που ο Ιουστινιανός είχε εµπλακεί
στην περιπέτεια της Ιταλικής εκστρατείας. Οι Μονοφυσίτες, επωφελούµενοι της
κρατικής απασχόλησης, προπαγάνδιζαν την αντίθεσή τους προς την Σύνοδο της
Χαλκηδόνος και δηµιουργούσαν νέες ταραχές στην εκκλησία, που προκλήθηκαν
από τη λεγόµενη έριδα των Τριών Κεφαλαίων,2 η οποία γίνεται θεολογικώς
κατανοητή αν θεωρηθεί ως θεολογικό κίνηµα νεοχαλκηδονισµού που βρήκε
πρόσφορο έδαφος την εποχή του αυτοκράτορα θεολόγου Ιουστινιανού Α΄.3

Στις θεολογικές συναντήσεις που έγιναν µεταξύ Μονοφυσιτών και


Ορθοδόξων κατά το έτος 532, παρουσιάστηκαν από τους Μονοφυσίτες τα Τρία
Κεφάλαια, σαν επιχείρηµα κατά της ∆΄ Οικουµενικής Συνόδου της
Χαλκηδόνας, µε την αιτιολογία ότι η Σύνοδος αυτή δεν καταδίκασε τα Τρία
Κεφάλαια, αλλά ασχολήθηκε µε την καταδίκη του Νεστοριανισµού.4
Το επόµενο έτος, την 15η Μαρτίου του 533, ο Ιουστινιανός εξέδωσε
διάταγµα (Ήδικτο), όπου περιέχονταν µία διατύπωσή του µε την οποία τόνιζε
την ενότητα της Αγίας Τριάδος, «ἔµεινε γὰρ τριάς ἡ Τριάς καὶ

σαρκωθέντος τοῦ ἑνὸς Θεοῦ λόγου· οὔτε γὰρ τετάρτου προσώπου

55
προσθήκην ἐπιδέχεται ἡ ἁγία Τριὰς»5 και υποστήριζε τις θέσεις της
ορθοδόξου πίστεως

1. Ν. Ματσούκας, ∆ογµατική, Β΄, 310 υπ. 93.


2. Θεοφάνης, Χρονογραφία, 225.12 – 15. • Γ. Pάλλης – M. Ποτλής, Σύνταγµα, V, 186 – 218.
3. Ευάγ. Χρυσός, Η εκκλησιαστική πολιτική του Ιουστινιανού, 29. • M. Richard, «Le néοchalcédonisme»,
Mélangés des Science relig. 3 (1946) 156 – 161. • Ch. Moeller, Le chalcédonisme et le néοchalcédonisme
εις Orient de 451 à la fin du VI siècle Chalkedon I, 637–720. • A. Grillmeier, «Der Neu –
Chalkedonismus», εις Historisches Jahrbuch 77 (1958) 151– 166. • P. Gautier, «L’ Occident et le
néοchalcédonisme», εις Gregorianum 40 (1959) 54 – 74. • Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Ε΄,
Θεσσαλονίκη 1992, 172.
4. Λεόντιος Μοναχός, PG. 861, 1272 κε. «Τῆς ἀποῤῥήτου καὶ ἀχοειδεστέρας τῶν Νεστοριανῶν
ἀσεβείας, καὶ τῶν ταύτης Πατέρων, φώρα και θρίαµβος».

5. C. J. C. 1.1.5.α.527, I. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, Α4, 413 – 414.

ενώ καταφέρονταν κατά των ασεβών αιρετικών. «᾽Eν αὐταῖς δὲ ταῖς ἡµέραις ὁ
αὐτὸς βασιλεὺς ᾿Ιουστινιανὸς.. ῎Ήνδικτον περιέχον περὶ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως

καὶ κατὰ ἀσεβῶν αἱρετικῶν καὶ προετέθη ἐν ἑκάστῃ πόλει ἐν ταῖς


1
ἐκκλησίαις.»

Ο Ιουστινιανός στο διάταγµά του, παρ’ όλο που αναφέρεται στις ορθόδοξες
θέσεις, δεν κάνει µνεία των Οικουµενικών Συνόδων και κυρίως της
Χαλκηδονίου Συνόδου, όπου καθορίζονταν το δόγµα και ότι αυτή η Σύνοδος
ήταν ουσιαστικά αυτή µε την οποία αντιτίθονταν οι Μονοφυσίτες. Απέφυγε αφ’
ενός να θίξει τους Μονοφυσίτες, αφ’ ετέρου δεν υποστήριζε τις απόψεις τους. Η
στάση του αυτή θεωρήθηκε από τους Ορθόδοξους ως φιλοµονοφυσιτική, γι’
αυτό οι Ακοίµητοι µοναχοί,2 που πάντα ένθερµα υποστήριζαν τις αποφάσεις της
∆΄ Οικουµενικής Συνόδου, έστειλαν πρεσβεία στη Ρώµη µε επικεφαλής της το
µοναχό Κύρο και ζήτησαν από τον Πάπα να επέµβει ώστε να επιλυθεί το θέµα.3

Από τις ενέργειες αυτές δηµιουργήθηκε οξύ κλίµα στους εκκλησιαστικούς


κύκλους, για το λόγο αυτό ο Ιουστινιανός φρόντισε να εκδώσει διάταγµα στις 23
Μαρτίου του 533 το οποίο απηύθυνε στον Πατριάρχη Επιφάνιο.4 Στο διάταγµα

1. Ιωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 478. 12-15, χρον. Πασχ. Ι. 630.1 κ.ε. • Θεοφάνης, Χρονογραφία,
240-31-241.2 «τῷ δ’ αὐτῷ ἔτει ᾿Ιουστινιανὸς ὁ βασιλεὺς τὸ περί φθαρτοῦ καὶ ἀφθάρτου κινήσας δόγµα

56
καὶ ἴδικτον πανταχοῦ καταπέµψας ἀλλότριον τῆς εὐσεβείας, Θεοῦ προφθάσαντος». • (H λέξη

«Ήδικτο» (διάταγµα) απαντάται µε διαφορετική ορθογραφία). Ίδικτο, βλ. Θεοφάνης, Xρονογραφία, 240-
31, Ήνδικτο, βλ. Iωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 478,12-15, Ήδικτο, βλ. Ι. Καραγιαννόπουλος,
Ιστορία, Α4, 413 - 414. • Ι. Κουρεµπελές, Καθολική πίστη και νόµος του κράτους, Θεσσαλονίκη 1998, 3
- 34.
2. J. P. Migne, PG 116 στ΄ 705 κ.ε Μαρκέλλου βίος και πολιτεία. • Ευάγριος Σχολαστικός,
Εκκλησιαστική Ιστορία, J. P. Migne, PG 86, 2636, 2640 – 41.
3. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, A4.414. • E. Caspar, Geschichte, II. 217. • C.J.C. 1.8, 31, 39 «Διότι
ἡµεῖς ἐν τῇ Ρωµαϊκῇ πόλει εὕροµεν τὸν Κῦρον µετὰ ὁµοφρόνων, αὐτοῦ, ὅστις ἐκ τοῦ τῶν ἀκοιµήτων

µοναστηρίου ἠν οὕς διὰ τῶν ἀποστολικῶν παραινέσεων πρὸς τὴν ὀρθὴν πίστιν καὶ ὥσπερ πρόβατα

ἅτινα ἀπώλοντο πλανώµενα,..».

4. C.J.C. I. 1.7, 25, «῾Ο αὐτὸς βασιλεύς ᾿Επιφανίῳ τῷ ἁγιωτάτῳ καὶ µακαριωτάτῳ ἀρχιεπισκόπῳ τῆς
βασιλίδος ταύτης πόλεως καὶ οἰκουµενικῷ πατριάρχη. Γιγνώσκειν βουλόµενοι τὴν σὴν ἁγιωσύνην

πάντα τὰ εἰς ἐκκλησιαστικήν ὁρῶντα κατάστασιν ἀναγκαῖον ἡγησάµεθα ταύταις πρὸς αὐτήν

χρήσασθαι ταῖς θείαις συλλαβαῖς καὶ δι᾽ αὐτῶν δῆλα αὐτῇ καταστῆσαι τὰ κινηθέντα, ἅπερ καὶ

αὐτὴν εἰδέναι πεπείσµεθα...».

επαναλαµβάνονταν τα όσα αναφέρονταν στο διάταγµα της 15ης Μαρτίου, αλλά


επιπλέον µνηµονεύονταν και οι τέσσερις Οικουµενικές σύνοδοι. Στο δε
φραστικό του κειµένου επιµελώς προστίθονταν εκφράσεις που τόνιζαν την
ορθόδοξη θέση του αυτοκράτορα «...τὸν κύριον ἡµῶν ᾿Ιησοῦν Χριστόν, τὸν
µονογενῆ υἱὸν τοῦ Θεοῦ καὶ Θεὸν ἡµῶν, τὸν σαρκωθέντα ἐκ πνεύµατος ἁγίου

καὶ τῆς ἁγίας ἐνδόξου ἀειπάρθενου καὶ Θεοτόκου Μαρίας καὶ

ἐνανθρωπήσαντα καὶ σαρκωθέντα ἕνα εἶναι τῆς ἁγίας καὶ ὁµοουσίου τριάδος,

συµπροσκυνούµενον καὶ συνδοξαζόµενον τῷ πατρί καὶ τῷ ἁγίῳ πνεύµατι,

ὁµοούσιον τῷ πατρὶ κατά τὴν θεότητα καὶ ὁµοούσιον ἡµῖν τὸν αὐτόν κατὰ τὴν
1
ἀνθρωπότητα, παθητὸν σαρκί, τὸν αὐτὸν ἀπαθῆ πνεύµατι...».

Τον Ιούνιο του 533, ο Ιουστινιανός έστειλε διάταγµα στον Ιωάννη Β΄ πάπα
της Ρώµης (531 - 535).2 Το διάταγµα αυτό ήταν πανοµοιότυπο εκείνου που
έστειλε στον πατριάρχη Επιφάνιο Α΄ (520 - 535), γιατί και σ’ αυτό αναφέρονταν
οι τέσσερις Οικουµενικές Σύνοδοι και το ορθόδοξο δόγµα.3

Από τα τρία έγγραφα τα οποία απέστειλε ο Ιουστινιανός, το πρώτο, µε


ηµεροµηνία 15 Μαρτίου 533, απευθύνονταν στο λαό της Κωνσταντινουπόλεως,
αλλά είχε και ως αποδέκτες, όπως αναφέρεται στο εσχατόκολλο του εγγράφου, τις

57
εκκλησίες Εφέσου, Καισαρείας, Κυζίκου, Αµίδης, Τραπεζούντας, Ιεροσολύµων,
Απαµείας, Ιουστινιανουπόλεως, Θεουπόλεως, Σεβάστειας, Ταρσού και Άγκυρας.

Εκείνο που είναι άξιο προσοχής στο έγγραφο αυτό, όπως έχουµε αναφέρει,
είναι το ότι, ενώ υποστηρίζει τις ορθόδοξες θέσεις, δεν κάνει αναφορά στις

1. C.J.C. I. 1.7α, 533, Π. Χρήστου, βλ. αν., 173.


2. C. J. I 1 – 7α, 533.
3. C.J.C. I. 1.8, 7, 33, «῾O νικητής ᾿Ιουστινιανός... ὁ ἀεί Σεβαστός πρός ᾽Ιωάννην τὸν ἁγιώτατον
ἀρχιεπίσκοπον τῆς εὐκλεοῦς πόλεως Ρώµης καὶ πατριάρχην. Τιµήν ἀποδίδοντες τῇ ἀποστολικῇ
ἕδρᾳ καὶ τῇ ὑµετέρα ἁγιωσύνῃ,... πάνθ᾿ ὅσα εἰς τῶν ἐκκλησιῶν τὴν σύστασιν ἀνήκουσι, σπεύδοµεν
ἵνα φέροµεν εἰς γνῶσιν τῆς ὑµετέρας ἁγιωσύνης...» • C. J. C. I. 1.8, 13 – 15, 34 - 35, «... ὁµολογεῖν
ὅτι ὁ κύριος ἡµῶν ᾿Ιησοῦς Χριστός, ὁ µονογενής υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Θεός ἡµῶν εἷς έστι τῆς ἁγίας καὶ
ὁµοουσίου τριάδος... καὶ σαρκωθείς ἐκ πνεύµατος ἁγίου καὶ ἐκ τῆς ἁγίας ἐνδόξου παρθένου καὶ
Θεοτόκου Μαρίας γεννηθεὶς καὶ ἐνανθρωπήσας καὶ σταυρωθείς, εἷς ἐστι τῆς ἁγίας καὶ ὁµοουσίου
Τριάδος, συµπροσκυνούµενος καὶ συνδοξαζόµενος τῷ πατρί καὶ τῷ ἁγίῳ πνεύµατι...».

Οικουµενικές Συνόδους και κυρίως στη Σύνοδο της Χαλκηδόνας, όπου


καθορίζονταν το ορθόδοξο δόγµα.

Κατά την άποψή µας αυτό συνέβη, γιατί ο αυτοκράτορας δεν ήθελε αφ’
ενός να θίξει τους Μονοφυσίτες, αφ’ ετέρου στα δύο άλλα έγγραφα, που έστειλε
στον πατριάρχη Επιφάνιο Α΄ και στον πάπα Ιωάννη Β΄ (533 - 535), υποστήριζε
τις ορθόδοξες απόψεις για να κατοχυρώσει τη θέση του σε περίπτωση που
αντιδρούσαν οι αντίπαλοι των Μονοφυσιτών.

Η ενέργειά του αυτή πέτυχε, γιατί ο πάπας Ιωάννης Β΄ επικύρωσε το


διάταγµα της 15ης Μαρτίου του 533 µε επιστολή που απέστειλε στον
αυτοκράτορα την 25η Μαρτίου του έτους 534. Με την επιστολή αυτή, ενώ από
τη µία αφόριζε τους Ακοιµήτους, από την άλλη παρακαλούσε τον Ιουστινιανό να
δείξει επιείκεια σε περίπτωση µετανοίας τους. «᾿Αλλ᾿ ἐπειδὴ ἡ ἐκκλησία
οὐδέποτε κλείει τὴν ἰδίαν ἀγκάλην εἰς τοὺς ὑποστρέφοντας, παρακαλῶ τὴν

ὑµετέραν φιλανθρωπίαν ἵνα, ἐάν, τῆς ἰδίας πλάνης ἀποτεθείσης...

βουληθῶσιν ἵνα ὑποστρέψωσι πρὸς τὴν ἑνότητα τῆς ἐκκλησίας, ἐν τῇ ἡµετέρᾳ

κοινωνίᾳ δεκτῶν γιγνοµένων, τῆς ὑµετέρας ἀγανακτήσεως ἀποστρέψητε τὰ


1
κέντρα καὶ ἡµῶν πρεσβευόντων εὐµενεῖ ψυχῇ συγγνώµην παράσχητε».

58
Ένα χρόνο αργότερα, την 5η Iουνίου του 535, απεβίωσε ο πατριάρχης
Επιφάνιος και στη θέση του εκλέχθηκε, µε τη βοήθεια της αυτοκράτειρας
Θεοδώρας, ο επίσκοπος Τραπεζούντος Άνθιµος Α΄ (535 - 536), που εµφανιζόταν
ως Ορθόδοξος, στην ουσία όµως ήταν Μονοφυσίτης, γεγονός που επιβεβαιώνεται
από την επιστολή που απέστειλε στον πρώην Αντιόχειας Σεβήρο. Στην επιστολή
αυτή ανέπτυσσε τις φιλοµονοφυσιτικές του απόψεις, ενώ συγχρόνως καλούσε τον
Σεβήρο να επισκεφθεί την Βασιλεύουσα. Ο Σεβήρος αποδέχτηκε την πρόσκληση
και έγινε πανηγυρικά δεκτός στην Κωνσταντινούπολη, από την αυτοκράτειρα
Θεοδώρα, η οποία µάλιστα τον φιλοξένησε στα ανάκτορα το Σεπτέµβριο του 535.2

1. C. J. C. I. 1.8, 35, 40.


2. Ζαχαρίας Ρήτωρ, Εκκλησιαστική Ιστορία, E. W. Brooks, εις C5CO, Paris, 1919 – 1921, ΙΧ. 19, 207,
26-30. • Ευάγριος Σχολ., Eκκλησιαστική Ιστορία, J. Bidez–L. Parmentier, London, 1896, ΙΩ. 10 – 11.

Ο Σεβήρος εκδιώχθηκε από το θρόνο της Αντιόχειας την εποχή της


βασιλείας του Ιουστίνου, τη θέση του δε κατέλαβε ο Εφραίµ. Η πιθανή επιτυχία
του Σεβήρου στην Κωνσταντινούπολη φόβιζε τον Εφραίµ, γιατί µπορούσε να
του κοστίσει το θρόνο του.

Με αφορµή τα προαναφερθέντα γεγονότα απευθύνθηκε στον Πάπα Ρώµης


Αγαπητό, που διαδέχθηκε τον θανόντα Ιωάννη Β΄ την 8η Μαΐου του 535. Ο
Εφραίµ ζητούσε από τον Πάπα να υπερασπιστεί το ορθόδοξο δόγµα που
χειµάζονταν από τους Μονοφυσίτες.1

Τα γεγονότα αυτά έλαβαν χώρα την εποχή που επρόκειτο να αρχίσει ο


βυζαντινό – γοτθικός πόλεµος. Ο Πάπας Αγαπητός ευχαρίστως ανέλαβε το ρόλο
του διαµεσολαβητή µεταξύ του βασιλιά των Οστρογότθων Θευδάτου και του
βυζαντινού αυτοκράτορα, αλλά και µεταξύ Ορθοδόξων και Μονοφυσιτών. Η
άφιξη του Πάπα στην Κωνσταντινούπολη έγινε στις αρχές Μαρτίου του 536,
όπου τον υποδέχθηκε ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός µε µεγάλες τιµές.2

Ο Αγαπητός, φθάνοντας στη Βασιλεύουσα, θεωρούσε καθήκον του να


επαναφέρει στην τάξη την ταραγµένη Ορθοδοξία, γι’ αυτό ζήτησε από τον
πατριάρχη Άνθιµο να αποδείξει την ορθόδοξη πίστη του. Αυτός όµως παρέµεινε

59
στις µονοφυσιτικές θέσεις του µαζί µε τον Σεβήρο. Τότε ο Πάπας ζήτησε από τον
Ιουστινιανό την ανάρρηση στο θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως άλλου Πατριάρχη.

Η Θεοδώρα προσπάθησε να µεταβάλει την άποψη του Πάπα, αλλά απέτυχε.


Ο αυτοκράτορας, που επιζητούσε την εύνοια του Πάπα, εξαιτίας της προκείµενης
εµπόλεµης κατάστασης µε τους Γότθους, δέχτηκε τις υποδείξεις του.

Μετά από αυτά τα γεγονότα έγινε Σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη που


τέθηκε υπό την αιγίδα του επισκόπου Ρώµης Αγαπητού Α΄ (535 - 536). Η
Σύνοδος αποφάσισε την καθαίρεση του Ανθίµου Α΄ (535 - 536)3 από τον
πατριαρχικό θρόνο και στη θέση του έγινε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
ο

1. Ζαχαρίας Ρήτωρ, Εκκλησιαστική Ιστορία, ΙΧ. 19, 209.2 – 9. • E. Caspar, Geschichte II. 222.
2. Ζαχαρίας Ρήτωρ, Εκκλησιαστική Ιστορία, ΙΧ. 19, 209. 23 – 24.
3. Ζαχαρίας Ρήτωρ, Εκκλησιαστική Ιστορία, ΧΙ.19.209 – 210.34.

Μηνάς ο «ἀπό ξενοδόχων τῶν Σαµψῶν».1


Η Σύνοδος που συγκροτήθηκε στην Κωνσταντινούπολη από της 2 Μαρτίου
µέχρι την 5 Ιουνίου του έτους 536, επικύρωσε την καθαίρεση του Ανθίµου και
καταδίκασε τη µονοφυσιτική κίνηση.

Ο αυτοκράτορας ενέκρινε τις αποφάσεις της Συνόδου για να διαφυλάξει τις


θέσεις του προ του επερχόµενου πολέµου στην Ιταλία. Με διάταγµά του, λοιπόν,
που εκδόθηκε την 6η Αυγούστου του 536, απαγόρευε στον καθαιρεµένο
Πατριάρχη, καθώς και στον Σεβήρο µαζί µε τους οπαδούς τους, να παραµένουν
στην πρωτεύουσα και τις µεγάλες πόλεις.2 Οι δε Μονοφυσίτες της Συρίας, της
Παλαιστίνης και της Αρµενίας υπέστησαν διωγµούς.

Ο Ιουστινιανός, για να αποφύγει κάθε παρεξήγηση ως προς την ορθή πίστη


του, έστειλε µε τον Πατριάρχη Mηνά λίβελο στον Πάπα Ρώµης Αγαπητό, όπου
περιέχονταν οµολογία ορθόδοξης πίστης. Η οµολογία αυτή ήταν γραµµένη κατά
το πρότυπο εκείνης που δόθηκε το 519 από τον τότε Πατριάρχη Ιωάννη Β΄ (518
- 520) προς τον πάπα Ορµίσδα.3 Στο λίβελο τονιζόταν µε έµφαση η αναγνώριση

60
του δόγµατος της Χαλκηδόνας και οι δύο φύσεις στο πρόσωπο του Κυρίου ηµών
Ιησού Xριστού.4
Στις 22 Απριλίου του έτους 536, απεβίωσε στη Pώµη ο Πάπας Αγαπητός
µετά από ολιγόχρονη ασθένεια και στη θέση του εκλέχθηκε ο Σιλβέριος. Η
εκλογή του Σιλβέριου έγινε την 20η Ιουνίου του 536 και υποστηρίχθηκε από τον
Θευδάτο, βασιλιά των Γότθων, γιατί θεωρήθηκε οπαδός της φιλογοτθικής
µερίδας της Ρώµης.5

1. Ιωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, L. Dindorf, CB. Bonnae 1831, 479.7 – 12. «Καὶ µετὰ τὴν
ὑπατείαν Βελισαρίου ἐγένετο σύνοδος ἐν Κωνσταντινουπόλει ὑπὸ τοῦ ἐπισκόπου ῾Ρώµης ᾿Αγαπητοῦ

καὶ καθῆρεν Ἄνθιµον τὸν πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως... καὶ γέγονε πατριάρχης ἐν

Κωνσταντινουπόλει Μηνᾶς ὁ ἀπό ξενοδόχων τῶν Σαµψῶν».

2. ∆. Ζακυθηνός, Ιστορία, Α΄, 85. • Mansi, VIII. 877 κ.ε. • Ι. Kαραγιαννόπουλος, Ιστορία Α4, 495.
3. Ιωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 485.5 – 7 «ἦν γὰρ ἀγανακτηθεὶς καὶ προσφυγίῳ χρησάµενος εἰς
τὸν ἅγιον Σέργιον τοῖς ἐπίκλην τῶν ῾Ορµίσδου».

4. Coll. Avell. 90, 340.


5. J. Bury, Later Empire, II, 378. • E. Stein, Histoire, II, 386.

Την ίδια χρονική περίοδο στην Κωνσταντινούπολη η αυτοκράτειρα


Θεοδώρα, που πάντα έτρεφε φιλοµονοφυσιτικά αισθήµατα και παρείχε άσυλο
στους καταδιωκόµενους Μονοφυσίτες, όπως και στον πρώην µονοφυσίτη
Πατριάρχη Άνθιµο, προσπάθησε να µεταβάλει τις απόψεις της εκκλησίας Ρώµης
ως προς το µονοφυσιτικό θέµα.
Η ευκαιρία δόθηκε στη Θεοδώρα µε το θάνατο του Αγαπητού. Τότε στην
Κωνσταντινούπολη έµενε ο παπικός αποκρισάριος Βιγίλιος, που είχε βλέψεις επί
του παπικού θρόνου. Την επιθυµία του αυτή προσπάθησε να εκµεταλλευτεί η
αυτοκράτειρα και του υποσχέθηκε ότι θα τον βοηθήσει να ανέλθει στον παπικό
θρόνο, µε την προϋπόθεση ότι και αυτός θα αποκαθιστούσε στον πατριαρχικό
θρόνο τον Άνθιµο. Ο Βιγίλιος άφησε τη Θεοδώρα µε την ψευδαίσθηση ότι θα τη
βοηθήσει, ενώ αµέσως εγκατέλειψε την Κωνσταντινούπολη και επέστρεψε στη
Ρώµη. Η Θεοδώρα δεν περιορίστηκε µόνο στον Βιγίλιο, αλλά αποτάνθηκε και στον
Πάπα Σιλβέριο από τον οποίο ζήτησε την αποκατάσταση του Ανθίµου. Επειδή η
στάση του Σιλβερίου ήταν αρνητική ως προς το θέµα της αποκατάστασης του

61
Ανθίµου, όταν ο στρατηγός του Ιουστινιανού, Βελισάριος κατέλαβε τη Ρώµη το
∆εκέµβριο του 536, κάλεσε τον Σιλβέριο στο στρατηγείο του το Μάρτιο του 537
και του απήγγειλε κατηγορία για προδοτικές συνεννοήσεις µε το Γότθο βασιλιά
Οιίττιγι, του υπέδειξε µάλιστα πως αν ήθελε να αποφύγει τις κατηγορίες έπρεπε να
αποκαταστήσει τον Άνθιµο στον πατριαρχικό θρόνο, σύµφωνα µε την επιθυµία της
Θεοδώρας.
Ο Σιλβέριος προτίµησε την καθαίρεση από τον παπικό θρόνο και την εξορία
του στα Πάταρα της Λυκίας, παρά να υποκύψει στις προσταγές της Θεοδώρας. Από
τα Πάταρα επανήλθε στη Ρώµη µετά από εισήγηση του επισκόπου Πατάρων, περί
της αθωότητάς του, στον αυτοκράτορα Ιουστινιανό. Στη Ρώµη ο Σιλβέριος
παρεδόθη στο διάδοχό του Πάπα Βιγίλιο και αυτός µε τη σειρά του τον εξόρισε στο
νησί Palmaria, όπου κατά µία εκδοχή πέθανε βιαίως στις 2 ∆εκεµβρίου του 537.1
Ο φιλοβυζαντινός Βιγίλιος στις 20 Μαρτίου του 537 διαδέχθηκε στο θρόνο το
Σιλβέριο, ο οποίος καθαιρέθηκε, µάλλον για τα φιλογοτθικά του αισθήµατα, παρά
για τη διένεξή του µε τη Θεοδώρα.

1. Liber Pontificalis, I. 292 (V. Silverii), 296 κ.ε (V. Vigilii). • Liberatus 22, ed E. Schwartz, ACOe.II.5, 136.

Η άποψη αυτή θεωρείται περισσότερο πιθανή, γιατί ο Πάπας Βιγίλιος


υπήρξε ένθερµος υποστηρικτής της ορθόδοξης πίστης, όπως φαίνεται από το
περιεχόµενο των επιστολών που έστελνε στον Ιουστινιανό και στον Πατριάρχη.
Στις επιστολές αυτές παρέµενε ακλόνητος στην καταδίκη των αντιπάλων της
Συνόδου της Χαλκηδόνας.1

Στην περίοδο της βασιλείας του Ιουστινιανού εκτός από τη µονοφυσιτική


έριδα προέκυψε και η Ωριγενική που και αυτή, µε τη σειρά της, προκάλεσε
πολλές διενέξεις µεταξύ των Χριστιανών της Aνατολής. Για να κατευνάσει ο
Ιουστινιανός τις οξύτατες διαµάχες που κλόνιζαν την αυτοκρατορία για
θεολογικά θέµατα, διοργάνωσε συνάντηση το 532 στην Κωνσταντινούπολη
µεταξύ Ορθοδόξων και Μονοφυσιτών. Στη συνάντηση αυτή διακρίθηκαν για τη
δριµύτητα των απόψεών τους οι Θεόδωρος Μοψουεστίας, Θεοδώρητος Κύρου
και Ίβας Εδέσσης.2

62
Η διδασκαλία αυτών των τριών θεολόγων προκάλεσε την αίσθηση στους
πιστούς, ότι ήταν η κύρια αιτία που εµπόδιζε την αποκατάσταση της
θρησκευτικής ενότητας στο Βυζάντιο και η καταδίκη τους θα εξοµάλυνε τα
κακώς κείµενα.

Πράγµατι την 5η Mαΐου του 553 άρχισαν οι εργασίες της E΄ Oικουµενικής


Συνόδου στην οποία διαδραµάτισε σπουδαίο ρόλο ο Πάπας Bιγίλιος που εκείνη
την περίοδο βρίσκονταν στην Kωνσταντινούπολη. Kατά την πέµπτη συνεδρία
της Συνόδου, οι συνοδικοί στράφηκαν εναντίον της διδασκαλίας του
Θεοδώρου Mοψουεστίας, ενώ στην έκτη καταδίκασαν την επιστολή του Ίβα
Eδέσσης προς τον Πέρση Mάρη και στην έβδοµη συνεδρίαση ο καίστωρ
Kωνσταντίνος διαβίβασε στη Σύνοδο έγγραφα του πάπα Bιγίλιου µε τα οποία
κατέκρινε την πολιτική του Iουστινιανού.3

O Iουστινιανός κοινοποίησε στη Σύνοδο την απόφασή του, να διαγραφεί το

1. Coll. Avell., 92.93.


2. Ε. Stein, Histoire II, 377 κ.ε. • J. P. Migne PG. 85. ΛΗ΄ 2772 – 2780.
3. Coll. Avell., 83, 230, 19 – 320, 11. • E. Xρυσός, Εκκλησιαστική πολιτική του Ιουστινιανού, 105, 131.

όνοµα του πάπα Bιγίλιου από τα δίπτυχα γιατί υποστήριζε τα δόγµατα του
Nεστορίου, δηλαδή τα Tρία Kεφάλαια.1 Tην 2η Iουνίου έγινε η όγδοη και
τελευταία συνεδρίαση, όπου αναγνωρίστηκε η δογµατική απόφαση της Συνόδου
και οι 14 κανόνες – αναθεµατισµοί κατά των Tριών Kεφαλαίων τα οποία
επικυρώθηκαν από τα µέλη της.2 Mετά το τέλος των εργασιών της Συνόδου ο
Bιγίλιος ανακοίνωσε την απόφασή του ότι καταδικάζει τα Tρία Kεφάλαια. Στο
δρόµο για την επάνοδό του στη Pώµη, πέθανε στη Σικελία την 7η Iουνίου 555.3

Oι προσπάθειες της Oρθόδοξης Aνατολής για την ορθή κατανόηση του


χαλκηδονίου δόγµατος και το οικουµενικό ενδιαφέρον της Kωνσταντινουπόλεως
απέναντι στη ∆ύση, γίνεται πιο έντονο και µετά την E΄ Oικουµενική Σύνοδο και
την ενωτική στάση του αυτοκράτορα, όπως φαίνεται και από την έκθεση της
πίστεώς του στον Iουστινιάνειο Kώδικα, που χαρακτηρίζει τη θρησκευτική
πολιτική του από το 520 ως το 553.

63
O ιστορικός W. Pewesin υποστηρίζει την άποψη ότι η έριδα των Tριών
Kεφαλαίων συνδυάζεται µε την ανάκτηση των δυτικών τµηµάτων του κράτους
ώστε να επανέλθει το κράτος στα παλιά του όρια.4

Η θρησκευτική πολιτική του Ιουστινιανού που απέβλεπε στην ανάκτηση


της ∆ύσης, απαιτούσε συνεργασία µε τη Ρωµαϊκή Εκκλησία και κατά συνέπεια η
ειρήνη µε τη ∆υτική Εκκλησία θα µπορούσε να εξαγορασθεί µόνο µε την
ενίσχυση των αντιθέσεων στην Ανατολή.
H προσέγγιση στις µονοφυσιτικές εκκλησίες της Συρίας και της Αιγύπτου
θα µπορούσε να γίνει µόνο σε βάρος των σχέσεων τόσο µε τη ∆ύση όσο και µε
τον πληθυσµό των κεντρικών βυζαντινών επαρχιών. Κατά τα τέλη του πέµπτου
αιώνα το Ανατολικό Ρωµαϊκό Κράτος έχασε τον έλεγχο των δυτικών επαρχιών
και των ακτών της Μεσογείου. Ο παλιός κόσµος της ∆ύσης είχε διαµελισθεί σε
µικρά ή µεγαλύτερα βαρβαρικά κράτη και η Μεσόγειος δεν ήταν πια η ρωµαϊκή

1. E. Xρυσός, Εκκλησιαστική πολιτική του Ιουστινιανού, 123 – 129.


2. ACO IV 1, 208, 12 – 17.
3. Liber Pontificalis, Vita Pelagii, 303.5. • Ph. Jaffé, Regesta, I, 120.
4. W. Pewesin, Imperium, Ecclesia universalis, Rom…, Stuttgart 1937, 15 κ.ε.

λίµνη, µε αποτέλεσµα ο Ιουστινιανός να ετοιµάσει την εκστρατεία κατά των


Βανδάλων.1

Ο Ιουστινιανός αποφάσισε να επιτεθεί εναντίον των Βανδάλων, γιατί αυτοί


βρίσκονταν σε εχθρική σχέση µε τους Οστρογότθους της Ιταλίας. Βασική
αφορµή µεταξύ Βυζαντινών και Βανδάλων δόθηκε ήδη από το 530, όταν ο τότε
ηγεµόνας των Βανδάλων Ιλδέρυχος, που ήταν υιός της Ευδοξίας εγγονής του
βυζαντινού αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β΄, ανατράπηκε, γιατί έπαυσε τους
διωγµούς κατά των Ορθοδόξων που υποκινούνταν από Βανδάλους φανατικούς
Αρειανούς. Η πολιτική του Ιλδέριχου δυσαρέστησε την αδιάλλακτη µερίδα των
Βανδάλων. Αυτή τη δυσαρέσκεια επωφελήθηκε ο Γελίµερος που ήταν συγγενής
του Ιλδέριχου και τον φυλάκισε.

Ο Ιουστινιανός άδραξε την ευκαιρία να επέµβει στα πράγµατα της Αφρικής


µε την ανάληψη πολέµου κατά των Βανδάλων που έµµεσα σήµαινε την έναρξη

64
εκτέλεσης του Ιουστινιάνειου προγράµµατος της ανόρθωσης της Ρωµαϊκής
Αυτοκρατορίας στη ∆ύση. Μετά από δύο νικηφόρες µάχες του βυζαντινού
στρατηγού Βελισάριου, η πρώτη στο ∆έκιµον (δέκα ρωµαϊκά µίλια) από την
Καρχηδόνα στις 13 Σεπτεµβρίου και η δεύτερη στο Τρικάµαρον, δυτικά της
Καρχηδόνας, το ∆εκέµβριο του ίδιου έτους 533, σήµανε την ήττα του Γελίµερου.
Το νικηµένο βανδαλικό κράτος αντικατέστησε η βυζαντινή κυριαρχία. Με την
επικράτηση του Βυζαντίου ο ορθόδοξος κλήρος τέθηκε επικεφαλής της
εκκλησίας της Αφρικής, αλλά, αντί να επιδείξει µετριοπάθεια, µεταχειρίστηκε
µε σκληρότητα τους Αρειανούς και λοιπούς αιρετικούς, µε αποτέλεσµα να
γεννηθεί µια γενική δυσαρέσκεια κατά των Βυζαντινών.2
Η γρήγορη υποταγή των Βανδάλων της Αφρικής, έδωσε θάρρος στον
Ιουστινιανό να τολµήσει νέο πόλεµο κατά των Οστρογότθων της Ιταλίας. Οι

1. Προκόπιος, Βανδάλων Πόλεµοι, 1.10.1 «... ᾿Ιουστινιανός, ἐπεὶ οἱ τὰ τὲ οἴκοι καὶ τὰ ἐς τοὺς

Πέρσας ὡς ἄριστα εἶχε, τὰ ἐν Λιβύη πράγµατα ἐν βουλῇ ἐποιεῖτο».

2. Προκόπιος, Βανδάλων Πόλεµοι, 1.9.20 - 1.9.24, 1.10.2 - 1.10.19 - 1.10.25 - 1.11.1 - 1.13.12 -
1.25.10 - ΙΙ - 1.7 - ΙΙ.13.39. • Θεοφάνης, Χρονογραφία, 187.20 – 188.25. • Ι. Καραγιαννόπουλος,
Ιστορία, Α4, 434 – 442. • Ch. Diehl, Afrique, 117.

Οστρογότθοι, έχοντας επικεφαλής τους το Βασιλιά τους Θεοδώριχο, έφθασαν


στην Ιταλία σαν εντολοδόχοι του αυτοκράτορα Iουστινιανού και έλαβαν το ένα
τρίτο των ρωµαϊκών γαιών.

Η πολιτική του Θεοδώριχου στην Ιταλική χερσόνησο βασίζονταν στις


αντιθέσεις των Ρωµαϊκών κύκλων προς την Κωνσταντινούπολη. Οι φιλοδοξίες
του Θεοδώριχου τον οδήγησαν στη σύναψη συµφωνιών για την ένωση των
γερµανικών κρατών της ∆ύσης, των Βανδάλων, των Βησιγότθων, των Φράγκων
και των Βουργουνδών, ώστε να δηµιουργηθεί ένας συνασπισµός στη ∆ύση, ο
οποίος στη δεδοµένη στιγµή θα αντιτίθετο στο Ανατολικό Ρωµαϊκό Κράτος.1

Η στάση των Οστρογότθων έδειχνε ότι δεν ήθελαν να εγκαταλείψουν τη


Βαλκανική, γι’ αυτό η πολιτική του Ιουστινιανού στρέφονταν προς τη
διπλωµατική οδό, ώστε να αποφευχθεί ο πόλεµος. Ο θάνατος όµως του

65
Θεοδώριχου, οδήγησε στο θρόνο την κόρη του Αµαλασούνθα, που επιτρόπευε
τον ανήλικο αδελφό της Αθαλάριχο.2

Η φιλοβυζαντινή πολιτική της Αµαλασούνθας προξένησε εχθρικά


συναισθήµατα των Γότθων, καθώς και του εξαδέλφου της Θευδάτου, εναντίον
της, γιατί τον υποχρέωσε να αναστείλει τις αυθαιρεσίες του σε βάρος των
γειτόνων του. Από την πολιτική της θίγονταν και ένα τµήµα Ρωµαίων
συγκλητικών που ονειρεύονταν µια Ιταλία διαπνεόµενη από τους ρωµαϊκούς
θεσµούς και παραδόσεις, απαλλαγµένη από την κυριαρχία του ανατολικού
κράτους της Κωνσταντινουπόλεως, που πίστευαν ότι τους οδηγούσε η πολιτική
της Αµαλασούνθα. Οι απόψεις αυτές των συγκλητικών βασίζονταν στο ότι ο
Ιουστινιανός ήδη από τον Ιούνιο του 534, άρχισε να απευθύνει τα διατάγµατά
του και στις δύο συγκλήτους της Ρώµης και Κωνσταντινουπόλεως σαν να είχε
αποκατασταθεί η ενότητα του κράτους κάτω από το σκήπτρο του.3 Όπως
αναφέρει ο Προκόπιος «τὸ Γότθων τε καὶ ᾽Ιταλιωτῶν κράτος ἐνδιδόναι

1. J. B. Bury, Later Empire I. 453 – 460. • E. Stein, Histoire II.134, 336.


2. Προκόπιος, Γοτθικοί Πόλεµοι, Ι. 2. 1.
3. E. Stein, Histoire II. 336 - CJ. 6.51.1 - a. 534. • I. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, Α4. 455.

᾽Ιουστινιανῷ βασιλεῖ, ὅπως αὐτή σώζοιτο, ἤθελεν».1 Τον Οκτώβριο του


534 πέθανε ο αδελφός της Αµαλασούνθας, Αθαλάριχος και τότε αυτή στράφηκε
στον Θευδάτο, ο οποίος µεταβλήθηκε σε φορέα της αντιρρωµαϊκής µερίδας της
γοτθικής ηγεσίας, µε αποτέλεσµα η Αµαλασούνθα να διωχθεί και τελικά
δολοφονηθεί από τους Γότθους (30 Απριλίου 535).2
Οι πολεµικές ενέργειες του Ιουστινιανού αποτελούσαν µέσoν µεγαλύτερης
πιέσεως του Θευδάτου γιατί ήλπιζε ότι θα συµφωνούσε µε το Γότθο βασιλιά ώστε
να επιτευχθεί η επικυριαρχία στην Ιταλία µε ειρηνικά µέσα. Αυτό δεν επιτεύχθηκε
και όταν αποφασίστηκε πόλεµος ο Ιουστινιανός επιτέθηκε κατά των Γότθων
κατέλαβε τη ∆αλµατία το Μάιο και Ιούνιο του 5363 και το 539 ο Ιουστινιανός
σύναψε συνθήκη µαζί τους στην Ιταλία. Μετά από τις νίκες του ο Ιουστινιανός
έκανε διοικητικές µεταρρυθµίσεις και αναδιοργάνωσε το επαρχιακό και διοικητικό
σύστηµα, µεταβάλλοντας τα όρια των επαρχιών ή συνενώνοντας άλλες.4 Οι

66
επικεφαλείς της διοικήσεως που ήταν πολιτικοί άρχοντες καλούνταν vicarii, εκτός
του κυβερνήτου της Ανατολής που καλούνταν κόµης (comes Orientis). Η διοίκηση
της ∆ακίας υπάγονταν απευθείας στον ύπαρχο του Ιλλυρικού γι’ αυτό δεν είχε δικό
της βικάριο.5 Mεταξύ των Yπάρχων ανώτεροι θεωρούνταν της Aνατολής και της
Iταλίας γιατί η έδρα τους ήταν στην Kωνσταντινούπολη και στη Pώµη αντίστοιχα.
Σε δεύτερη µοίρα ήταν οι ύπαρχοι της Γαλατίας και του Iλλυρικού. Oι ύπαρχοι
ήταν ανώτατοι κρατικοί υπάλληλοι µε αρµοδιότητες διοικητικές, οικονοµικές,
δικαστικές και νοµοθετικές. Με το µέτρο αυτό ο Iουστινιανός συστηµατοποιούσε
τη διοίκηση του κράτους. Αντικαταστάτης του αυτοκράτορα ως δικαστής
θεωρούνταν ο έπαρχος πραιτωρίου, του οποίου αντικαταστάτης ήταν ο βικάριος.6
Ανώτατος δικαστικός λειτουργός του κράτους ήταν ο quaestor sacri palatii.7

1. Προκόπιος, Γοτθικοί Πόλεµοι, Ι. 3. 2.


2. Προκόπιος, Γοτθικοί Πόλεµοι, 4.25 – 29.
3. Προκόπιος, Γοτθικοί Πόλεµοι, 1.7.26 – 37.
4. NJ. 8.2 α 535 - 30 α – 536.
5. Not. Digr. Or. IΙ. 2 - 6. • Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Α4, 611.
6. CJ. 1 – 38.1.
7. CJ. 12.23.12 - α 379/83.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ TPITO
ΠΡΩΤΗ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΗ

α. Η ίδρυση και η εξέλιξη της Aρχιεπισκοπής Πρώτης Iουστινιανής

Οι θεολογικές έριδες του πέµπτου αιώνα επηρέασαν σε µεγαλύτερο βαθµό


την τύχη της βυζαντινής αυτοκρατορίας σε σύγκριση µε τις αρειανικές, που είχαν
προηγηθεί.1 Η Κωνσταντινούπολη αναδείχθηκε νικήτρια όχι µόνο στο δογµατικό
ζήτηµα, αλλά και στον αγώνα των Εκκλησιών για την πρωτοκαθεδρία. Η αξίωση
της Νέας Ρώµης για ηγετική θέση µέσα στην ανατολική Εκκλησία είχε
διατυπωθεί στη Β΄ Οικουµενική Σύνοδο του 381. Ο δε 28ος κανόνας της
Oικουµενικής Συνόδου της Χαλκηδόνας του 451 µ.Χ., αναγνώριζε βέβαια στον
Πάπα τα πρεσβεία της τιµής, καθόριζε όµως και την πλήρη ισοτιµία ανάµεσα
στους επισκόπους της Νέας και Πρεσβυτέρας Ρώµης.2

67
Η πιο σηµαντική διοικητική µεταβολή, που επιχείρησε να εφαρµόσει ο
Ιουστινιανός στο Ανατολικό Ιλλυρικό είναι η µεταφορά της πρωτεύουσάς του
από τη Θεσσαλονίκη στην Πρώτη Ιουστινιανή, το 535 µ.Χ. Σύµφωνα µε τα
αγιολογικά κείµενα του οσίου ∆αβίδ, εµόνασε στη Θεσσαλονίκη (450 - 541),
που γράφτηκαν µεταξύ των ετών 634 - 638 και 718 - 720, αναφέρουν, ότι το
Σίρµιο ήταν πολιτικό και στρατιωτικό κέντρο του Ιλλυρικού, ενώ στη
Θεσσαλονίκη έδρευε µόνο βικάριος.3

1. G. Ostrogorsky, Ιστορία, Ι, 120.


2. J. D. Mansi, 7. 445. • Ed. Schwartz, Acta Conciliorum Oecumenicorum, I - IV, Strassburg, 1914, II
447, I, 28 εξ. • Γ. Α. Ράλλης - Μ. Ποτλής, Σύνταγµα, ΙΙ. 280 – 281. • Για τον 28ο κανόνα βλ. P.
Batiffol, L’ Empereur Justinien et le siège apostolique (359-451), Paris 1924, 562 - 589. Ι.
Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, A4, 278.
3. J. P. Migne, PG 87(3),2976, 87(3) 2910 - 2924. • Raymond J. Leonertz, Saint David de
Thessalonique. Sa Vie, son culte, ses reliques, ses images, εις Revue des Έtudes Byzantines, τοµ. 2
(1953), 206 - 207. • Αρχιµ. Ειρηναίος ∆εληδήµου, Ο Όσιος ∆αυίδ ο εν Θεσσαλονίκη (ανάτυπο εκ
του πανηγυρικού τεύχους προς τιµήν του Οσίου ∆αυίδ του εν Θεσσαλονίκη), Θεσσαλονίκη 1979,
10, 23 – 25. • Α. Κωνσταντοπούλου, Ιστορική Γεωγραφία της Μακεδονίας (4ος - 6ος αιώνας)
Γιάννενα 1984, 65. • Μάξιµος Σάρδεων, Τὸ Οἰκουµενικὸν Πατριαρχεῖον ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ,
50 – 55.

Μετά την καταστροφή του Σιρµίου από τις επιδροµές του Αττίλα (441), η
έδρα της επαρχότητας του Ανατολικού Ιλλυρικού µεταφέρθηκε στη
Θεσσαλονίκη και παρέµεινε εκεί από το έτος 442 µέχρι το 535, έτος εκδόσεως
της ΧΙ Νεαράς από τον Ιουστινιανό.1 «Ὁ αὐτὸς βασιλεὺς Α. Κατελιανῷ τῷ

µακαριωτάτῳ ᾿Αρχιεπισκόπῳ τῆς Α´ ᾿Ιουστινιανῆς... καὶ περὶ τὴν

ἱερατικὴν τάξιν βουλόµεθα αὐτὴν µεγίσταις προσαυξήσεσι

πλατύνεσθαι, ὅπως ὁ τῆς Α´ ᾿Ιουστινιανῆς, πατρίδος ἡµῶν ἱερώτατος

κατὰ καιρὸν προϊστάµενος οὐ µόνον Μητροπολίτης, ἀλλὰ καὶ

᾽Αρχιεπίσκοπος γένηται, καὶ αἱ λοιπαὶ ἐπαρχίαι ὑπὸ τὴν αὐτοῦ ἐξουσίαν

ὧσιν. ᾽Επεί γὰρ ἐν τοῖς ἀρχαίοις χρόνοις ἐν Σιρµίῳ ἦν ἐγκαθιδρυµένη ἡ

῾Υπαρχία, ἐκεὶ ἦν ἅπαν τὸ µεγαλεῖον τοῦ ᾽Ιλλυρικοῦ ἐν τε τοῖς

πολιτικοῖς καὶ τοῖς ἐπισκοπικοῖς πράγµασιν, ὕστερον δὲ κατὰ τοὺς

68
χρόνους τοῦ ᾿Αττίλα, λεηλατηθεισῶν τῶν χωρῶν αὐτοῦ, ᾿Απέννιος ὁ

῾Υπαρχος τοῦ Πραιτωρίου ἐκ τῆς Σιρµατινῆς πόλεως φυγὰς ὥχετο εἰς

Θεσσαλονίκην, τότε τῇ ῾Υπαρχία αὐτῇ ἠκολούθησε καὶ ἡ ἱερατικὴ τιµή,

καὶ ὁ τῆς Θεσσαλονίκης ἐπίσκοπος, οὐχὶ τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ ἀλλ᾿ ὑπὸ τὴν τῆς

῾Υπαρχίας σκιάν, ἡξιώθη προνοµίων τινῶν... Διό, ἤ τε σή µακαριότης καὶ

πάντες οἱ τῆς εἰρηµένης πρώτης ᾿Ιουστινιανῆς ἱερώτατοι προϊστάµενοι,

τὸ τοῦ ᾿Αρχιεπισκόπου ἐχέτωσαν προνόµιον καὶ πᾶσαν ἄδειαν ἐπετεῖναι

αὐταῖς τὴν ἑαυτῶν ἐξουσίαν, αὐτοὺς χειροτονεῖν, καὶ ἐν πάσαις ταῖς

προµνησθείσαις ἐπαρχίαις τὸ πρῶτον ἔχειν ἀξίωµα…ὑπὸ τῆς σῆς

ἕδρας πάντας καθίστασθαι καὶ σέ µόνον ᾿Αρχιεπίσκοπον ἔχειν οὐδεµιᾶς

1. O. Tafrali, Mélanges d’ archéologie et d’ épigraphie byzantines, Paris 1913, 28 - 29. • Acta Sancti
Demetrii martyris. Acta Sanctorum IV, 8 oct. P.G. 116, I1, 21 II, X, 78, 81, 86, 97 XIII, 109, 117. •
J.P. Migne, P. G. 116, 1081 – 1426, (Θαύµατα Aγίου ∆ηµητρίου). P.G. 116, 1168 – 1172. • P.
Lemerle, Les plus anciens recueils des Miracles de Saint Demetrius, I Texte, Paris 1979, 186.4. • Α.
Αγγελόπουλος, Βόρειος Μακεδονία, Ο ελληνισµός της Στρωµνίτσης, Θεσσαλονίκη 1980, 39 – 40. • Α.
Αγγελόπουλος, Εκκλησιαστική Ιστορία, 17 - 19.

πρὸς αὐτοὺς κοινωνίας, τῷ τῆς Θεσσαλονίκης ἐπισκόπῳ τηρουµένης...».1

Αλλά και στη νεαρά 131 του Ιουστινιανού, που εκδόθηκε την 18η Μαρτίου
του 545 (Περί των εκκλησιαστικών κανόνων και προνοµίων), ο αυτοκράτορας
ασχολείται και πάλι µε τον αρχιεπίσκοπο της Πρώτης Ιουστινιανής και τη θέση
που κατέχει απέναντι του αποστολικού θρόνου της Ρώµης, την οποία καθόριζε ο
Πάπας. Στην προκειµένη Νεαρά, ο πάπας Βιγίλιος παρουσιάζει τον αποστολικό
θρόνο της Ρώµης ως «τόπον ἐπὲχων» της εκκλησιαστικής του περιφέρειας.2

Υπό τον αυτοκράτορα Ιουστίνο Α΄ (518 - 527) επιτεύχθηκε η επανάληψη


των εκκλησιαστικών σχέσεων ανάµεσα στη Ρώµη και στην Κωνσταντινούπολη,
παρ’ όλ’ αυτά όµως όχι και η ταυτόχρονη επανόρθωση της ιδιαίτερης
εκκλησιαστικοοικονοµικής σχέσης ανάµεσα στη Ρώµη και στη Θεσσαλονίκη. 3
Η διοίκηση του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α΄ (527 - 565) ήταν σηµαντική
για την εκκλησιαστική ιστορία του Ιλλυρικού, διότι µε το όνοµά του είναι

69
συνδεδεµένη η επανοργάνωση του Ιλλυρικού και η ίδρυση της αυτόνοµης
εκκλησίας στην επαρχία του βόρειου µισού Ιλλυρικού, της αυτοκέφαλης
αρχιεπισκοπής της Πρώτης Ιουστινιανής.4 Το Ιλλυρικό που µέχρι τα χρόνια του
Ιουστινιανού ήταν µια ενιαία εκκλησιαστική περιοχή, χωρίστηκε µε τις δύο
Νεαρές του, την Novella XI της 14ης Απριλίου 535,5 και την Novella CXXXI της
18ης Μαρτίου 545, σε δύο αυτόνοµες, εντελώς ανεξάρτητες διοικήσεις, τις
περιοχές των δύο επισκοπών της επαρχίας Ιλλυρικού: τη ∆ακία και Μακεδονία. 6

1. C.J.C. ΧI, 94 κε.• Σπ. Τρωϊάνος, Θεσπίζοµεν τοίνυν τάξιν νόµων επέχειν τους Αγίους
Εκκλησιαστικούς κανόνας… «Βυζαντινά», τ.13ος2, Θεσσαλονίκη 1985, 1192 - 1200. • E.
Kωνσταντίνου ή Tέγου – Στεργιάδου, Σιγίλλια, 79 - 80.
2. C.J.C. CXXXI, C3, 656.
3. L. Duchesne, Églises, 239 κε. • J. Zeiller, Les origines, 385 - 391.
4. C. J.Jireček, Die Romanen in den Städten Dalmatiens während des Mittelalters, I. Wien, 1902,13 κε.
5. J. Bury, Later Empire, I, 20. • L. M. Hartmann, Untersuchungen, Α2, 213. • L. Duchesne, Eglises
séparées2, 263 κε. • W. Schubert, Geschichte, 110.
6. Imp. Justiniani novellae ed. K. E. Zachariä v. Lingenthal I, Lipsiae 1881, 180 - 8. CJC, Nov. XI,
93. Nov. CXXXI, 655 – 656. • Προκόπιος, Περί Κτισµάτων, IV 1, 25, (ed. Haury III, 2 p. 105): «Πρὸς
δὲ καὶ ᾿Ιλλυριῶν ἀρχιερέα διακεκλήρωται (᾿Ιουστινιανὴ Πρίµα) τῶν ἄλλων πόλεων αὐτῇ, ἅτε πρώτῃ

τὸ µέγεθος οὔσῃ, ἐξισταµένων».

Η Θεσσαλονίκη παρέµεινε το εκκλησιαστικό κέντρο του νότιου µισού


Ιλλυρικού, ενώ για το βόρειο µισό δηµιουργήθηκε η πόλη Πρώτη Ιουστινιανή, η
οποία ήταν εκκλησιαστικό και διοικητικοπολιτικό κέντρο.1 Η πρωτοβουλία για
την αλλαγή της εκκλησιαστικής οργάνωσης στο Ιλλυρικό έγινε αποκλειστικά
από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό. Τα κίνητρα αυτών των νοµοθετικών
διαταγµάτων φαίνονται να είναι λιγότερο θρησκευτικά και περισσότερο
πολιτικά. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός επισηµαίνει, ότι σ’ αυτή τη
νοµοθετική του πράξη κίνητρό του ήταν η επιθυµία και η επιδίωξη, η πατρίδα
του να εξασφαλίσει µια εξέχουσα θέση και µια όσο το δυνατόν µεγαλύτερης
σηµασίας οντότητα στα πλαίσια της συνολικής κρατικής οργάνωσης. Αυτή η
επιδίωξη εκφράζεται και µε τη µετατόπιση της έδρας του Ιλλυρικού από τη
Θεσσαλονίκη στην Πρώτη Ιουστινιανή (Novella XI).2

70
Εκτός των νοµοθετικών διαταγµάτων (Novella XI και CXXXI) υπάρχει και
ένα «Ίσον» Χρυσόβουλλου λόγου αποδιδόµενου στον Ιουστινιανό που περιέχει
την ΧΙ Νεαρά του και καθορίζει προνόµια στην Πρώτη Ιουστινιανή.
Το «Ίσον» του Χρυσόβουλλου αυτού λόγου, σύµφωνα µε τη µαρτυρία των
Γ. Ράλλη – Μ. Ποτλή, ανέκαθεν φυλάγονταν στην Αρχιεπισκοπή Αχρίδος και
από τον δέκατο αιώνα η Πρώτη Ιουστινιανή ασκούσε τα προνόµια τα οποία της
απονεµήθηκαν από τον Ιουστινιανό.3
Με το ανωτέρω Χρυσόβουλλο ασχολήθηκε και ο Μ. ∆ήµιτσας λέγοντας «το
όγδοον έτος της µακράς βασιλείας του» που διήρκεσε 38 περίπου χρόνια 527 – 565,
δηλαδή το 535 εξέδωσε ο Ιουστινιανός αυτοκρατορικό Χρυσόβουλλο που περιείχε
την ΧΙ Νεαρά του. Τη Νεαρά αυτή µετέφρασε ο Μ. ∆ήµιτσας από τα Λατινικά.4
Τη ΧΙ και CXXXI Νεαρά, περιλαµβάνει και ο Αρχιµ. Κ. ∆ελικάνης στον
τρίτο τόµο των «Πατριαρχικών Εγγράφων».5

1. Α. Evans, Illyricum, III/IV, 82 κε.


2. C.J.C., Nov. XI, 94
3. C.J.C., 94, 655 • Γ. Ράλλης – Μ. Ποτλής, Σύνταγµα V, 219 – 224.
4. Μ. ∆ήµιτσας, Αυτοκέφαλο, 36. (Ο ∆ήµιτσας σχολιάζει την ΧΙ Νεαρά λέγοντας ότι εκδόθηκε το όγδοον
έτος της βασιλείας του Ιουστινιανού ενώ στον επίλογο αναφέρεται το 18ο έτος).
5. Αρχιµ. Κ. ∆ελικάνης, Πατριαρχικών Έγγράφων, ΙΙΙ, 937 – 948.

β. ∆ιπλωµατική ανάλυση του Χρυσοβούλλου

Το αναφερόµενο ως Χρυσόβουλλο περιλαµβάνεται στο βιβλίο του Μ.


∆ήµιτσα, «Τα περὶ τῆς Αυτοκεφάλου» ώς εξής: «Περὶ τῶν προνοµίων τοῦ
᾿Αρχιεπισκόπου τῆς πρώτης ᾽Ιουστινιανῆς καὶ περὶ τῆς µεταθέσεως τοῦ θρόνου

ἐκ τοῦ κατὰ τὴν δευτέραν Πανονίαν ᾿Ιλλυρικοῦ εἰς τὴν Πρώτην ᾿Ιουστινιανήν».

Ακολουθεί η Επίκλησις (Invocatio) «Αὐτοκράτωρ ᾽Ιουστινιανὸς

Αὔγουστος Κατηλλιανῷ Μακαριωτάτῳ ᾿Αρχιεπισκόπῳ τῆς Πρώτης


1
᾿Ιουστινιανῆς» . Της επικλήσεως έπεται το κείµενο της XI Νεαράς το οποίο ο
∆ήµιτσας το τιτλοφορεί «πρόλογο» και µετά το πέρας της XI Νεαράς τίθεται το
εσχατόκολλο που ο ίδιος ονοµάζει Επίλογο, ο οποίος όµως διαφέρει ως προς τον
τρόπο παράδοσης ∆ιπλωµατικών εγγράφων του βυζαντίου.

71
Η πρώτη φράση του επιλόγου είναι η εξής: «Ἡ σὴ γοῦν Μακαριότης ἅπερ
ἡ ἡµετέρα θεσπίζει Γαληνότης παντοιοτρόπως εἰς ἐνέργειαν προάγειν µὴ

ἀναβαλλέτω». Μετά τη φράση αυτή δίνεται η χρονολογία σύνταξης της

Νεαράς, «ἐδόθη ἐν Κωνσταντινουπόλει τῷ 18ῳ τῆς βασιλείας ἔτει ἤτοι τὸν


᾽Απρίλιον τοῦ 535 ἔτους».

Η χρονολογία του ανωτέρου εγγράφου διαφέρει από τον τρόπο χρονολόγησης


γνησίων αυτοκρατορικών εγγράφων και µάλιστα στα χρόνια του Ιουστινιανού,
όπου χαρακτηριστικό της χρονολόγησης των εγγράφων του είναι η αναγραφή των
ετών βασιλείας του, αρχοµένης από της ηµεροµηνίας αναρρήσεώς του στο θρόνο.
Την χρονολόγηση ακολουθεί προσηγορία του υπάτου και η ινδικτιών.2
Tο εξεταζόµενο έγγραφο, δηλαδή η ΧΙ Νεαρά, εκδόθηκε το 535 και όχι το
545 για να παρέλθουν 18 έτη από το χρόνο ανάρρησης στο θρόνο της
Βυζαντινής αυτοκρατορίας του Ιουστινιανού Α΄ (527 - 565). Ακόµη το παρόν
έγγραφο δε φέρει προσηγορία υπάτου.3

1. Μ. ∆ήµιτσας, Αυτοκέφαλο, 36 – 37.


2. επινέµησις (= ἰνδικτιών). • N.J., 47 c.1. • C.J.C. III, 284.9 κε., 36 κε. • K. E. Zachariä v.
Lingenthal, Quellen, 84. • Βλέπε το κείµενο του Χρυσόβουλλου στο παράρτηµα.
3. Ι. Καραγιαννόπουλος, ∆ιπλωµατική, 133 – 137.

Μετά τη χρονολογία υπάρχει ένα κείµενο που χαρακτηρίζει τη Νεαρά


Χρυσόβουλλο «ἐν τῷ Χρυσοβούλλῳ τούτῳ... καθορῶνται ὁ µέγας τοῦ ἀνδρὸς
χαρακτὴρ... θεσπίζει... ὁ ἱερώτατος ᾿Επίσκοπος τῆς ἑαυτοῦ πατρίδος γείνῃ

᾿Αρχιεπίσκοπος...»1 και τελειώνει µε τη φράση υπό τύπου ευχής: «Πρὸς δε...

᾽Αρχιεπίσκοποι τῆς Πρώτης ᾿Ιουστινιανῆς ἀλληλοδιαδόχως κληρονοµοῦντες

πάντα τὰ προνόµια καὶ δικαιώµατα ἐφ᾿ ὃλων τῶν µνηµονευοµένων ἐπαρχιῶν


2
νὰ ἔχωσι».

Σύµφωνα µε τη βυζαντινή διπλωµατική στα Νοµοθετικά έγγραφα


περιλαµβάνονται τα διατάγµατα τα οποία καλούνται «leges ή constitutiones»
και αποτελούν πηγή δικαίου.3 Οι γενικοί νόµοι που απευθύνονται προς το λαό
έχουν τη µορφή Ηδίκτου, [vel inservo edicti]4 και Νεαρών (Novella) ή
θεσπισµάτων. 5

72
Από τον 11ο αιώνα οι γενικοί νόµοι παίρνουν τη µορφή ειδικών νόµων
(leges speciales) και εκδίδονται ως χρυσόβουλλοι λόγοι ή προστάγµατα.6

1. Μ. ∆ήµιτσας, Αυτοκέφαλο, 39.


2. Μ. ∆ήµιτσας, Αυτοκέφαλο, 39 – 40.
3. O. Κarlowa, Rechtsgeschichte I., 931.
4. CJC 1.14.3 - α 426.
5. JGR I 47.50.67.
6. Ι. Καραγιαννόπουλος, ∆ιπλωµατική, 173.

1. Σχηµατική παράσταση Ηδίκτου ή Νεαράς


κατά τη Βυζαντινή εποχή1

Επίκληση (Invocatio)
Πρωτόκολλο Τίτλωση (Intitulatio)
Επιγραφή (Inscriptio)

Προοίµιο (Arenga)
Κείµενο Έκθεση (Narratio)
Απόφαση (Dispositio)
Επίλογος

73
Χαιρετισµός
Εσχατόκολλο
Χρονολογία

Εάν η ΧΙ Νεαρά του Ιουστινιανού είχε την ανωτέρω διάταξη δε θα υπήρχε


αµφιβολία περί της γνησιότητός της. Το δηµοσιευµένο έγγραφο από τον
∆ήµιτσα σύµφωνα µε τη βυζαντινή διπλωµατική διαφέρει από τον τρόπο
παράδοσης των Νεαρών, των χρυσόβουλλων λόγων και των «Ίσων» τους και
τείνει να χαρακτηρισθεί «epistula» επιστολή, όπου πρώτο έµπαινε το όνοµα του
αυτοκράτορα σε πτώση ονοµαστική, «Αὐτοκράτωρ Ἰουστινιανὸς Αὔγουστος»
µετατίθονταν το όνοµα του αποδέκτη σε πτώση δοτική όπως στο παρών έγγραφο
«Κατηλλιανῷ Μακαριωτάτῳ Ἀρχιεπισκόπῳ τῆς Πρώτης Ἰουστινιανῆς» και
ακολουθούσε το κείµενο και ο τελικός χαιρετισµός ιδιοχείρως γραµµένος από
τον ίδιο τον Αυτοκράτορα και τελείωνε µε την ηµεροµηνία και τον τόπο της
απόλυσής του «Ἐδόθη ἐν Κωνσταντινουπόλει τῷ 18ῳ τῆς βασιλείας ἔτει, ἤτοι
τὸν Ἀπρίλιον τοῦ 535 ἔτους».

1. I. Καραγιαννόπουλος, ∆ιπλωµατική, 173 - 175.

2. Σχηµατική ∆ιάταξη epistula (επιστολής)1

Όνοµα αυτοκράτορος (σε ονοµαστική πτώση)


Πρωτόκολλο Όνοµα αποδέκτη (σε δοτική πτώση)
Χαιρετισµός (Salutatio)

Κείµενο Αυτοκρατορική ανακοίνωση

Τελικός χαιρετισµός (ιδιοχείρως από τον αυτοκράτορα)


Eσχατόκολλο Ηµεροµηνία

74
Τόπος απόλυσής του

Αν όντως το εξεταζόµενο έγγραφο συµβαίνει να είναι επιστολή τότε


δικαίως δε συµπεριλήφθηκε στο Corpus των Νεαρών του Ιουστινιανού.2
Άλλωστε οι επιστολές είναι έγγραφα περιέχοντα αυτοκρατορικές αποφάσεις επί
συγκεκριµένων νοµικών περιπτώσεων και αποτελούν τη γνωστοποίηση της
βούλησης του αυτοκράτορα.3
Από τα ανωτέρω παρατηρούµε:
1) Το έγγραφο που δηµοσιεύει ο ∆ήµιτσας δεν έχει ούτε τα χαρακτηριστικά
Χρυσόβουλλου λόγου, όπως αναφέρεται στο κείµενο που ακολουθεί µετά τη
χρονολογία «Ἐν τῷ Χρυσοβούλλῳ τούτῳ ὡς ἐν διαυγεῖ κατόπτρῳ… ».
2) Η χρονολογία: Ο ίδιος ο ∆ήµιτσας προλογίζοντας το έγγραφο λέει ότι
εκδόθηκε «τὸ ὄγδοον ἔτος»4 της βασιλείας του Ιουστινιανού και όχι το 18ο όπως
διαβάζουµε στη χρονολογία του εγγράφου «τῷ 18ῳ τῆς βασιλείας ἔτει», µέσα

1. Ι. Καραγιαννόπουλος, ∆ιπλωµατική, 181.


2. Β. Granič, Gründung, 128.
3. F. Dölger, Facsimiles, 1.
4. Μ. ∆ήµιτσας, Αυτοκέφαλο, 36, «τὸ ὄγδοον ἔτος τῆς µακρᾶς αὑτοῦ βασιλείας».

δε στην ίδια πρόταση θέτει ως χρόνο απόλυσής του τον Απρίλιο του 535 ενώ η
βασιλεία του Ιουστινιανού άρχισε το 527 – 565, εποµένως πρέπει να εκδόθηκε
το 545 και όχι το 535, ακόµη στη χρονολογία δεν αναφέρεται η Ινδικτιώνα η
οποία χρησιµοποιούνταν από τους κατοίκους της βυζαντινής αυτοκρατορίας
καθ’ όλη τη διάρκειά της.
3) Προηγείται η τίτλωση και έπεται η επίκληση
4) Ακολουθεί το κείµενο
5) Το εσχατόκολλο, έχει τη µορφή χαιρετισµού και προσταγής “Ἡ σὴ γοῦν
Μακαριότης ἅπερ ἡ ἡµετέρα θεσπίζει Γαληνότης”. Όπως προαναφέραµε, το
έγγραφο αυτό ανήκει στις επιστολές.1
Εποµένως εδώ έχουµε µια επιστολή του Ιουστινιανού µε νοµοθετικό
χαρακτήρα που αναφέρεται στα προνόµια της Πρώτης Ιουστινιανής. Με τη µορφή

75
που παρουσιάζεται η επιστολή, δε φαίνεται να είναι πρωτότυπο έγγραφο, αλλά
φέρει στοιχεία προστιθέµενα ίσως από τον αντιγραφέα ή τους αντιγραφείς της.
Ο ∆ήµιτσας δηµοσίευσε και 3 κεφάλαια της CXXXI (131) Νεαράς του
Ιουστινιανού µε σύντοµο επίλογο και χρονολογία 545.
Η Νεαρά αυτή, όπως έχουµε αναφέρει, ενίσχυε τα προνόµια της Πρώτης
Ιουστινιανής, δίνοντας το δικαίωµα στον αρχιεπίσκοπό της να χειροτονεί και να
χειροτονείται από τη δική του Σύνοδο. Ο αρχιεπίσκοπος της Πρώτης
Ιουστινιανής θεωρήθηκε από τον πάπα Βιγίλιο, βικάριος για το Λατινικό τµήµα
του Ιλλυρικού σύµφωνα µε την CXXXI Νεαρά, ενώ ο Θεσσαλονίκης διατήρησε
το αξίωµα του Βικαρίου για το κυρίως Ελληνικό Ιλλυρικό.
Σύµφωνα µε αυτή τη Νεαρά ο βικάριος της Πρώτης Ιουστινιανής
αυτοµάτως γινόταν υπέρτερος όλων των µητροπολιτών του Ιλλυρικού, «αὐτὸν

δὲ ὑπὸ τῆς οἰκείας συνόδου χειροτονεῖσθαι, καὶ ἐν αὐταῖς ταῖς ὑποκειµέναις


αὐτῷ ἐπαρχίαις τὸν τόπον ἐπέχειν τοῦ ἀποστολικοῦ Ρώµης θρόνου κατὰ τὰ
2
ὁρισθέντα ἀπὸ τοῦ ἁγίου Βιγιλίου».

1. F. Dölger, Mitkaisertum, 139. • F. Dölger, Diplomatik, 122.


2. CJC. Nov. CXXXI, III, 3 - 5, 656.

Η δικαιοδοσία του πάπα Ρώµης δεν κράτησε για πολύ στην περιοχή αυτή,
όχι µόνον εξαιτίας της αποξένωσης της Ανατολής από τη ∆ύση, λόγω της
µεγάλης απόστασης µεταξύ Ρώµης και Κωνσταντινουπόλεως, αλλά γιατί τα
εκκλησιαστικά όρια, ως συνήθως, συµπίπτουν µε τα πολιτικά.

Ακολουθεί εξέταση σύµφωνα µε τους κανόνες της βυζαντινής


διπλωµατικής του «Ἴσον» του Χρυσοβούλλου. 1

Το έγγραφο που φέρεται ως «Ἴσον» του Χρυσόβουλλου του Ιουστινιανού


στο οποίο περιέχεται η ΧΙ Νεαρά του, το δηµοσίευσαν οι Γ. Ράλλης - Μ. Ποτλής
στον Πέµπτο τόµο του Συντάγµατος των Θείων και Ιερών Κανόνων.2

Αυτό το αυτοκρατορικό έγγραφο παρουσιάζει αρκετές ιδιοµορφίες. «Ἴσον

τοῦ πρωτοτύπου Χρυσοβούλλου». Σύµφωνα µε τη βυζαντινή διπλωµατική το

76
«Ἴσον» ενός εγγράφου όφειλε να είναι πιστό αντίγραφο του πρωτοτύπου. Το

«Ἴσον» ενός εγγράφου εκδίδονταν από την αρχή στην οποία οι ενδιαφερόµενοι
παρουσίαζαν το πρωτότυπο ώστε να λάβουν το επικυρωµένο αντίγραφό τους,
σύµφωνα µε τις σωζόµενες «ετικέτες» των αντιγράφων που λένε: «τὸ ἴσον τοῦ

ἐµφανισθέντος ἡµῖν».3

Ο Χρυσόβουλλος λόγος αποτελούσε την κατ’ εξοχήν έκφραση της


βυζαντινής µεγαλοπρέπειας. Στο κείµενο του Χρυσόβουλλου λόγου τίθονταν
παρένθετες οι λέξεις «Χρυσόβουλλος λόγος» τρεις φορές γραµµένες µε ερυθρά
µελάνη από ειδικό υπάλληλο, «τὸν ἐπί τοῦ κανικλείου», ο οποίος
συµπλήρωνε και τη χρονολογία του εγγράφου και ορισµένα στοιχεία τα έγγραφε
µε ερυθρά µελάνη.

1. Βλέπε το κείµενο του «Ἴσον τοῦ Χρυσοβούλλου» στο παράρτηµα.


2. Γ. Ράλλης - Μ. Ποτλής, Σύνταγµα, V, 219 – 224.
3. Ι. Καραγιαννόπουλος, ∆ιπλωµατική, 258. • F. Dölger, Schatzkammern, αρθ. 36, 37.

3. Γραφική Παράσταση Χρυσόβουλλου λόγου

Επίκληση (Invocatio)
Πρωτόκολλο Τίτλωση (Intitulatio) γραφή πρωτοκόλλου
Επιγραφή (Pertimentia)

Προοίµιο (Arenga) Ιδιαιτέρα γραφή


Κείµενο Έκθεση (Narratio) αυτοκρατορικής
Απόφαση (Dispositio) γραµµατείας
Κύρωση (Sanctio)

77
Χρονολογία
Εσχατόκολλο Τυπική φράση (ἐν ᾧ καὶ τὸ)
Ιδιόχειρη ερυθρά αυτοκρατορική υπογραφή1

Το εξεταζόµενο «Ἴσον» του Χρυσοβούλλου, δε φέρει στο Πρωτόκολλό του

επίκληση µε το σηµείο του σταυρού ή το Χριστόγραµµα ή ολογράφως “ἐν

ὀνόµατι τοῦ πατρὸς καὶ τοῦ υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου πνεύµατος”,2 όπως αν

ήταν πρωτότυπο ή «Ἴσον» πρωτοτύπου. Η τίτλωση στο φερόµενο ως «Ἴσον»


έχει ως εξής:

«Τοῦ Αὐτοκράτορος ᾿Ιουστινιανοῦ, περὶ τῶν ἐπαρχιῶν καὶ προνοµίων τῆς


ἀρχιεπισκοπῆς ᾿Αχριδῶν (Μετεγράφη ἐν Κωνσταντινουπόλει ᾳψιη´ Ὀκτωβρίου

κζ´, ἀντεγράφη δὲ αὖθυς καὶ κατὰ ᾳψξζ´, Φεβρουαρίου δ΄, καθ᾿ ὃν καιρὸν

ὑπετάχθη

1. Ι. Καραγιαννόπουλος, ∆ιπλωµατική, 233 – 245.


2. F. Dölger, Regesten, 946 – α 1060.

ἡ ἀρχιεπισκοπὴ αὕτη τῷ οἰκουµενικῷ τῆς Κωνσταντινουπόλεως θρόνῳ».

«Αὐτοκράτωρ, Καῖσαρ, Φλάβιος ἸΙουστινιανός, Ἀλαµανικός, Γοτθικός,


Φραγκικός, Γερµανικός, Ἀντικός, Ἀλανικός, Βανδαλικός, Ἀφρικανός, εὐσεβής,

εὐτυχής, περίκλυτος, νικητής, θριαµβευτὴς, πατὴρ πατρίδος, ἀεὶ αὔγουστος,

εἰς ἀΐδιον τοῦ πράγµατος µνήµην, τῷ µακαριωτάτῳ ἀνδρὶ καὶ πατρὶ


1
Κατηλιανῷ ἀρχιεπισκόπῳ ἡµετέρῳ σωτηρίαν».

Μετά την τίτλωση «Αὐτοκράτωρ, Καῖσαρ” ακολουθεί η επιγραφή “τῷ


µακαριωτάτῳ ἀνδρὶ καὶ Πατρί Καττηλιανῷ ἀρχιεπισκόπῳ ἡµετέρῳ

σωτηρίαν». Στα γνήσια χρυσόβουλλα µετά τον τίτλο, από το 1097, προστίθεται

η φράση «πιστὸς ὀρθόδοξος…», ως έκφραση αφοσίωσης προς το θείον.2

78
Η επιγραφή των βυζαντινών χρυσοβούλλων δεν αναφέρεται σε
συγκεκριµένο άτοµο, αλλά έχει γενική και τυπική µορφή, γιατί ο χρυσόβουλλος
λόγος αφορά µεν συγκεκριµένο πρόσωπο, αλλά αποτελεί και πηγή δικαίου και
απευθύνεται στο λαό, στους ανώτερους υπαλλήλους του κράτους ή ανώτατους
κληρικούς. Το «Ἴσον» του Χρυσόβουλλου που εξετάζουµε έχει προσωπικό
χαρακτήρα, γιατί απευθύνεται σε συγκεκριµένο κληρικό, τον αρχιεπίσκοπο
Κατηλιανό και επιπλέον η βυζαντινή επιγραφή γράφονταν µε ανάµεικτα γράµµατα
λατινικά και ελληνικά και µε διαφορετικού χρώµατος µελάνη.3 Ο ∆ήµιτσας και οι
Ράλλης - Ποτλής για να διαφοροποιήσουν το «υποτιθέµενο» Πρωτόκολλο
χρησιµοποιούν διαφορετικού τύπου γραµµατοσειρά από το υπόλοιπο κείµενο,
αλλά υπάρχει µεγάλη διαφορά µεταξύ των δύο εγγράφων ως προς την παράδοση
του «Πρωτοκόλλου».
Το Χρυσόβουλλο αυτό ίσως να προήλθε από ένα γνήσιο πρότυπο έγγραφο
το οποίο µετασκευάστηκε κατά το χρόνο της αντιγραφής ή µεταγραφής του από
κάποιον κληρικό του κλίµατος της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος για λόγους
επιδιωκόµενων ωφελειών.

1. Γ. Ράλλης - Μ. Ποτλής, Σύνταγµα, V, 219. • Παραβ. Νικ. Γρηγοράς, Ρωµαϊκή Ιστορία, Λογ. Β΄
κεφ. β΄.
2. F. Dölger, Kaisertitulatur, 997 - 998. • I. Καραγιαννόπουλος, ∆ιπλωµατική, 239 (Περί του
Ορθοδόξου βλ. F. Dölger, ΒΖ 42, (1943/49) 361).
3. F. Dölger, Schatzkammern, 19. • Ι. Καραγιαννόπουλος, ∆ιπλωµατική, 240.

Ως χρόνο µεταγραφής του, στο ίδιο το έγγραφο αναφέρεται το έτος 1718


και ως χρόνος αντιγραφής το έτος 1767. Οι χρονολογίες αυτές τοποθετούνται
µετά την τίτλωση «Τοῦ Αὐτοκράτορος ᾿Ιουστινιανοῦ…» στο Πρωτόκολλο που
είναι µάλλον ασυνήθιστο για γνήσιο «Ἴσον» Βυζαντινού εγγράφου.

Μετά το πρωτόκολλο ακολουθεί το κείµενο του εγγράφου, του οποίου το


πρώτο µέρος κατέχει η ΧΙ Νεαρά του Ιουστινιανού, που έχουµε ήδη εξετάσει και
την κατατάξαµε στις αυτοκρατορικές επιστολές.1 Το εν λόγω κείµενο δε
διακόπτεται, αλλά συνεχίζεται από κάποιο πρωτόφαντο κείµενο που δεν
συµπεριλαµβάνεται σε καµία άλλη έκδοση της αναφερόµενης ως ΧΙ Νεαράς του

79
Ιουστινιανού. Το κείµενο αυτό δηµοσιεύουν οι Ράλλης – Ποτλής, που σύµφωνα
µε το σχόλιό τους, το βρήκαν στην Αρχιεπισκοπή Αχρίδος. Το κείµενο τελειώνει
µε ένα είδος απόφασης, όπου επαναλαµβάνονται τα ουσιώδη σηµεία, αλλά εδώ
χρησιµοποιείται η λέξη «ὁρίζοµεν» αντί του «θεσπίζοµεν» που αναφέρεται
στη δηµοσίευση του ∆ήµιτσα. Το θέσπισµα όπως και ο ορισµός ήταν έγγραφα
διοικητικής φύσεως και δεν περιλάµβαναν µόνο διοικητικές εντολές του
αυτοκράτορα, αλλά παραχωρούσαν και προνόµια. Ο αρχαιότερος σωζόµενος
ορισµός ανάγεται στο 1214 και είναι λιτό και σύντοµο έγγραφο.2 Το έγγραφο
κλείνει µε µια µορφή κύρωσης «Tοίνυν… ἐν τῷ παρόντι ἱερῷ ἡµετέρῳ
διπλώµατι ἄνευ τινὸς προφάσεως καὶ ἀντιλογίας ἐξ ἀποφάσεως».

Σηµειώνουµε ότι στην κύρωση χρησιµοποιείται η λέξη “δίπλωµα” που


σηµαίνει βεβαίως προνοµιακό έγγραφο,3 αλλά σε λίγες σειρές πιο πάνω στην
απόφαση χαρακτηρίζει το έγγραφο ο συντάκτης του ως ορισµό και στην αρχή ως
«Ἴσον τοῦ πρωτοτύπου Χρυσοβούλλου»εποµένως µέσα στο ίδιο έγγραφο
έχουµε αναφορά τριών διαφορετικών τύπων εγγράφων.

1. Η εξεταζόµενη Νεαρά µπορεί µεν σύµφωνα µε τη βυζαντινή διπλωµατική να ανήκει στην κατηγορία
αυτοκρατορικών επιστολών, εµείς θα εξακολουθούµε να την καλούµε Νεαρά ΧΙ για αποφυγή
παρανόησης.
2. F. Dölger, Facsimiles, 44. • Παραβ. Ι. Καραγιαννόπουλος, ∆ιπλωµατική, 222 - 223.
3. Ι. Καραγιαννόπουλος, ∆ιπλωµατική, 242.

Το εσχατόκολλο φέρει µόνο χρονολογία «Ἐδόθη ἐν Βυζαντίῳ, ἐν ἔτει φξς’,


ἐν µηνὶ Αὐγούστῳ, ἰνδικτιῶνος ιδ’, ὁ Βελισάριος περιφανής δοὺξ καὶ ὕπατος».
Η χρονολόγηση των βυζαντινών Χρυσοβούλλων λόγων είχε την εξής
φρασεολογία «ἀπολυθεὶς Χ.Λ κατὰ µῆνα… τῆς ἐνισταµένης ἰνδικτιῶνος τοῦ…
ἔτους ἐν ᾧ καὶ τὸ ἡµέτερον εὐσεβὲς καὶ θεοπρόβλητον ὑπεσηµήνατο κράτος»
και αυτοκρατορική υπογραφή.

Στο παρόν έγγραφο θεωρούµε τη χρονολογία αυθαίρετη, «ἐν ἔτει φξς´»


(566), διότι η Νεαρά ΧΙ χρονολογείται το έτος 535, εκτός αν η χρονολογία φξς΄,
ανήκει σε κάποιο άλλο έγγραφο. Επιπλέον στο παρόν έγγραφο φέρεται η

80
προσηγορία του υπάτου «Βελισάριος περιφανὴς δοὺξ καὶ ὕπατος». Η
προσηγορία του υπάτου χαρακτηρίζει, όπως αναφέραµε, τις Νεαρές και όχι τους
Χρυσόβουλλους λόγους.

Εξετάζοντας διεξοδικά το κείµενο του εγγράφου που εκδόθηκε από τους


Ράλλη - Ποτλή παρατηρούµε ότι µέσω της ΧΙ Νεαράς της 14ης Απριλίου του 535
ο Ιουστινιανός προσπάθησε να ανακόψει την επιρροή του Πάπα στη βαλκανική
χερσόνησο. Με αυτό το νοµοθετικό διάταγµα, που αποτέλεσε πηγή δικαίου,
κατάφερε ο Ιουστινιανός να υπερβεί τα κυριαρχικά δικαιώµατα του Πάπα στο
ανατολικό Ιλλυρικό. Με την ίδρυση της Πρώτης Ιουστινιανής δηµιούργησε ένα
καινούργιο θρησκευτικό κέντρο, ανεξάρτητο από το εκκλησιαστικό κέντρο της
Θεσσαλονίκης και της Ρώµης. Ο χαρακτήρας της νέας αρχιεπισκοπής ήταν
εντελώς αυτόνοµος και ανεξάρτητος «ἱερώτατος ἐπίσκοπος, οὐ µόνον
µητροπολίτης, ἀλλὰ καὶ ᾽Αρχιεπίσκοπος γείνη» και η δικαιοδοσία του
απλώνονταν στις επαρχίες της Μεσόγειας ∆ακίας, της παρόχθιας ∆ακίας, της
δευτέρας Μακεδονίας, µέρος της δευτέρας Πανονίας µε την πόλη Βατζίας.

Στο «Ἴσον» του Χρυσοβούλλου αναφέρονται επιπλέον οι επαρχίες δευτέρα


Μυσία, ∆αρδανία ή Πρεβαλιτάνα, η ανωτέρα Αλβανία και η Θεσσαλία, η
Ήπειρος και η Λιβαδειά, η νήσος Εύριπος. Προτού δηµιουργηθεί η Πρώτη
Ιουστινιανή, αξιόλογο πολιτικό και θρησκευτικό κέντρο του Ιλλυρικού ήταν το
Σίρµιο, αλλά µετά την επέλαση του Αττίλα ο έπαρχος του πραιτωρίου του
Ιλλυρικού Σιρµίου, Απένιος κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη και η επαρχία αυτή
απόλαυσε το ιερό αξίωµα. Στο «Ἴσον» του Χρυσόβουλου αντί της
Θεσσαλονίκης λέει ότι ο έπαρχος κατέφυγε στη Θεσσαλία, αλλά απ’ όσα
γνωρίζουµε η Θεσσαλονίκη ήταν πρωτεύουσα της επαρχίας του Ιλλυρικού ως τα
τέλη του 8ου αιώνα, σύµφωνα µε την αναφορά που γίνεται στην επιστολή του
Θεόδωρου Στουδίτη που ήταν εξόριστος στη Θεσσαλονίκη το 796.1 Μετά την
προσάρτηση από τον Λέοντα Γ΄ τον Ίσαυρο του Ανατολικού Ιλλυρικού στο
Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως2 απαντάται η Θεσσαλονίκη στο Τακτικό
Notitia αρ. 7 των Νικολάου Α΄ Μυστικού και Λέοντα Στ΄ των ετών 901 – 907,

81
να κατέχει τη 16η θέση και αναφέρεται ως «Θεσσαλονίκη τῆς Θεσσαλίας».3
Εποµένως, το προαναφερόµενο έγγραφο πρέπει να συντάχθηκε µετά τον 10ο
αιώνα, για να αναφέρει αντί της Θεσσαλονίκης τη Θεσσαλία. Ο δε επίσκοπος της
Θεσσαλονίκης δεν είχε την ίδια εξουσία µε αυτήν του Σιρµίου, αλλά βρισκόταν
υπό την σκιά της ηγεµονίας και µόνο µερικά προνόµια αξιώθηκε.
Συνεχίζοντας (ο Ιουστινιανός;) την αφήγηση ευχαριστεί τη Θεία Πρόνοια
που τον αξίωσε να επεκτείνει το κράτος του στις εκατέρωθεν του ∆ούναβη
ακτές και να κατέχει τις πόλεις Βιµινάκιο, Ρεκόδιο και Λιττεράτο που
βρίσκονταν πέραν του ∆ούναβη και να ηγηθεί της περίφηµης επαρχίας η οποία
είναι στην Πανονία, δηλαδή την ευτυχέστατη πατρίδα του που δεν απέχει από τη
Μεσόγεια ∆ακία ή τη ∆ευτέρα Πανονία. Στο «Ἴσον» συµπληρώνεται η φράση
«Πολλῷ δὲ τῷ µέτρῳ διΐσταται τῆς δευτέρας Παν(ν)ονίας ἡ Μακεδονία» και
συνεχίζει λέγοντας: Επειδή άνθρωποι πολεµοχαρείς στην αρχή αµφισβήτησαν,
αλλά κατόπιν επωφελούµενοι τη βασιλεία αναχώρησαν στην πρώτη Μακεδονία
µετά από τόσο διάστηµα και τόσες δυσχέρειες, εξαιτίας όλων αυτών θεώρησα
αναγκαίο αυτή την επαρχία να την ανεβάσω και να την καταστήσω σπουδαία
αναγνωρίζοντας

1. J. P. Migne P.G 99 στ. 918. Γ. Θεοχαρίδης, Ιστορία της Μακεδονίας, 96, 221. «Η επαρχότης του
Ανατολικού Ιλλυρικού καταργήθηκε µεταξύ… της βασιλείας του Ηρακλείου (620 - 630) και
Κώνσταντος Β΄ (641 - 668) ή Κωνσταντίνου Β΄ (668 - 685)».
2. J. Darrouzès, Notitiae, 270 – 288.
3. Α. Σταυρίδου – Ζαφράκα, Θεσσαλονίκη, πρώτη πόλις Θετταλίας, Χριστιανική Θεσσαλονίκη
(ανάτυπο), Θεσσαλονίκη 1991, 68 – 69.

τις υπηρεσίες που µου πρόσφερε. Γι’ αυτό η Μακαριότητά σου και όλοι της
προαναφερόµενης Πρώτης Ιουστινιανής ιερώτατοι επιστάτες να έχουν το
προνόµιο του Αρχιεπισκόπου και κάθε δύναµη και εξουσία ώστε να ορίζουν σε
όλες τις προλεγόµενες επαρχίες και πόλεις και τόπους την υπέρτατη εξουσία της
αρχιερωσύνης και της µεγαλοπρέπειας.
Αποφασίζουµε, λοιπόν, µόνο ο θρόνος σου να έχει Αρχιεπίσκοπο και να µην
υπάρχει καµία κοινωνία και χειροτονία µε τον επίσκοπο της Θεσσαλονίκης.
Μόνον εσύ και όλοι οι της Πρώτης Ιουστινιανής Αρχιερείς να είστε µέγιστοι

82
κριτές και µεσολαβητές σε κάθε διαφορά και διχόνοια και συναλλαγή αυτής της
επαρχίας. Μόνον εσύ είσαι ο γνήσιος Αρχιεπίσκοπος και δεσπότης και κύριος και
όλες οι προαναφερόµενες επαρχίες πρέπει να το γνωρίζουν. Όλοι δε οι κληρικοί
που αποστέλλονται από σένα να έχουν κάθε εξουσία και εκκλησιαστική τιµή.
Αλλά και στην Ακβή η οποία είναι επαρχία της παρόχθιας ∆ακίας ορίζοµε
από τώρα και στο εξής ο επίσκοπός της να χειροτονείται από την Αγιότητά σου
και να µην υπόκειται στον επίσκοπο της Μεσηµβρίας. Ο επίσκοπος Μεσηµβρίας
να µένει στη Μεσηµβρία και να µην έχει καµία επικοινωνία µε τον επίσκοπο της
Ακβής. Ο επίσκοπος Ακβής να έχει την προαναφερόµενη επαρχία και όλα τα
κάστρα της περιοχής της και τις εκκλησίες και να καταπολεµήσει όλους που
ανήκουν στην Βονοσιακή αίρεση και να τους διώξει ή να τους αναγκάσει να
επιστρέψουν στην ορθόδοξη πίστη.1
Από το σηµείο αυτό τα δύο κείµενα που δηµοσιεύουν ο ∆ήµιτσας και οι
Ράλλης - Ποτλής διαφοροποιούνται. Στο κείµενο του ∆ήµιτσα συνεχίζοντας
αναφέρονται τα εξής: «Για να γνωρίζει λοιπόν η Μακαριότητά σου τη δική
µας θέληση, στείλαµε τον παρόντα νόµο προς τον σεβαστό σου θρόνο, για να
έχει

1. J. Ivanov, Bogomilski knigi I legentis, Sofija, 1925. Βοσνιακή αίρεση είναι η αίρεση των Βογοµίλων
που έλαβε το όνοµά της από τον ιδρυτή της Βογοµίλ και οι ρίζες της µπορούν να αναζητηθούν στη
διδασκαλία των Μασσαλιανών και Παυλικιανών. Η θρησκευτική αυτή αίρεση ξεπέρασε τα όρια του
Βουλγαρικού κράτους και έφθασε ως τη Σερβία, την Ιταλία, τη Ν. Γαλλία, τη Βοσνία από την οποία
έλαβε το όνοµα Βοσνιακή. • Dr. Dragojlovie, Bogomilstvo na Balkanu iu Maloj Asiji. I. Bogomilski
Rodonačalnici (= Balk. Inst., pos. Izd. 2) Beograd, 1974. • Ι. Ταρνανίδης, Η διαµόρφωση, 1976, 91,
94, 145.

αιώνια ευεργεσία η Εκκλησία της πατρίδος µου, προς δόξαν του Παντοδύναµου
Θεού και σε ανάµνηση της δικής µου βασιλείας. Εσύ δε να θυµάσαι στον παρόντα
βίο ότι προΐστασαι του θρόνου, γι’ αυτό ορίζοµε να εκλέγεται ο Αρχιεπίσκοπος
από την Ιερά Σύνοδο των µητροπολιτών, όπως ταιριάζει στον Αρχιεπίσκοπο και
να τον τιµούν όλες οι εκκλησίες, αλλά δεν πρέπει να υπάρχει καµία κοινωνία µε
τον επίσκοπο της Θεσσαλονίκης».

83
Ακολουθεί ο επίλογος στον οποίο περιέχεται χαιρετισµός µε προσταγή,
χρονολογία και σύντοµη περίληψη.

Το «Ἴσον» δηµοσιευµένο από τους Ράλλη - Ποτλή συνεχίζει την έκθεση


κάποιου ένθετου και ξεχωριστού κειµένου, που συντάχθηκε σε άγνωστο χρόνο,
µάλλον από εκκλησιαστικό παράγοντα, που επιδίωκε να προσδώσει ακόµη
µεγαλύτερη αίγλη στην Αρχιεπισκοπή του.

Μέσα από το κείµενο αυτό προβάλλει η µαταιοδοξία και αλαζονεία του


συντάκτη, λέγοντας: «΄Εξοχον είναι το κράτος της βασιλείας µου σε κοσµικές
τιµές, γι’αυτό χαρίζουµε στην υπέρτατη αξία της µακαριότητάς σου και σε
καταστούµε ηγεµόνα και δυνάστη της διπλής ιερής ρωµαϊκής βασιλείας µας, να
ενεργείς κάθε κοσµική εξουσία σε ολόκληρη την προαναφερόµενη περιοχή και
όλους τους κόµητας, ιππείς, πατρικίους, ευγενείς, νοµικούς, ρήτορας,
νοµοδικαστάς, δικαίως να κρίνεις, να ανακρίνεις και να κατακρίνεις στη ζωή και
το θάνατο. Ακόµη έχεις το δικαίωµα να τυπώνεις νοµίσµατα και να κόβεις χρυσά
και αργυρά νοµίσµατα µε τον αρµόδιο και κατάλληλο τίτλο. Σε ονοµάζουµε
ηγεµόνα και µεγίστη αρχιερατική αξία και σε επαινούµε, σε διορίζουµε, σε
καθιστούµε και σε προβιβάζουµε ώστε στις χειρόγραφες επιστολές, γράµµατα,
ορισµούς και βούλλες να αξιώνονται όλοι οι Αρχιεπίσκοποι και προϊστάµενοι της
πατρίδας µου Ιουστινιανής να έχουν όλα τα προνόµια, ως ηγεµόνες της βασιλείας
µου και να ονοµάζονται γαληνότατοι και να µην υπόκεινται και υποτάσσονται σε
κανέναν, αλλά να είναι αυτοδέσποτοι και αυτεξούσιοι κύριοι. Ακόµη ορίζουµε και
προστάζουµε εσύ και οι προϊστάµενοι της πατρίδος µου πρώτης Ιουστινιανής
αρχιεπίσκοποι να εξοµοιωθούν µε τους υποκείµενους στην βασιλεία µου ρηγάδες
και ηγεµόνες και σας δωρίζουµε κόκκινη ολοµέταξη εσθήτα, χιτώνα λευκό,
αρχιερατικό κάνµαυρον οµοίως κόκκινον ολοµέταξον και λευκά σανδάλια,
ηγεµονική µίτρα και χρυσό βασιλικό στέµµα…». Ο χαλκευτής αυτού του
εγγράφου συνεχίζει εγγράφως τις επιθυµίες του λέγοντας ότι όλα τα
προαναφερόµενα προνόµια πρέπει να τα χαίρονται και να τα απολαµβάνουν όχι
µόνον ο ίδιος αλλά και οι διάδοχοί του διηνεκώς. Για να κατοχυρώσει τις
επιθυµίες του αναφέρει ότι όλα τα προνόµια δόθηκαν από τον αυτοκράτορα µε

84
νόµο, γι’ αυτό πρέπει να τα πληροφορηθεί ολόκληρη η οικουµένη «ἵνα
ἐπιγνωσθῇ ἐν πὰσῃ τῇ οἰκουµένῃ… τὸν παρόντα νόµον… καὶ εἰς τὸ διηνεκές

τοιοῦτον δώρηµα, προνόµιόν τε καὶ µεγαλεῖον ἐχέτω ἡ τῆς ἡµετέρας πατρίδος

᾽Εκκλησία».

Η φροντίδα του δεν περιορίζεται µόνον στον εαυτό του, αλλά µεριµνά και
για τον «γενησόµενον ἀρχιεπίσκοπον», καθορίζοντας τον τρόπο εκλογής του
στην οποία δεν πρέπει να µετέχει ο Θεσσαλονίκης «καὶ ἐκλογῇ νοµίµῳ… ἄνευ
τοῦ τῆς Θεσσαλονίκης ἐπισκόπου, διορίζοµεν καὶ προστάττοµεν». Η
µεγαλοµανία του εµπνευστού του Χρυσόβουλλου προχωρεί ακόµη περισσότερο.
Προτείνει στο νεοχειροτονηθέντα ή προβιβασθέντα αρχιεπίσκοπο να στείλει
αντιπρόσωπό του µε την ανάλογη ποµπή στον αυτοκράτορα ή στους διαδόχους
του αυτοκράτορα, για να παραλάβουν τις βασιλικές βούλλες, τα σηµεία, τα
σύµβολα και το ηγεµονικό στέµµα, ώστε µε ασφάλεια να βεβαιωθεί η δεσποτική
του εξουσία για να δεσπόζει, να κυριεύει και να εξουσιάζει όλες τις πόλεις που
αναφέρονται στην αρχή του εγγράφου, τους τόπους, τις επαρχίες και όλα τα
εκκλησιαστικά και πολιτικά δρώµενα.

Για να έχουν ισχύ όλα αυτά λέει, ότι ο αυτοκράτορας του έδωσε άδεια να
χρησιµοποιεί σφραγίδα «δίδοντές σοι ἄδειαν χρῆσθαι σφραγίδι, ὃν τινα τρόπον
τοινῦν περιγράφεταί σοι· δηλονότι σκοῦδον κεχωρισµένον ἐν ἑπτά µέρεσιν,

ἤτοι τὸ ἐν µέσῳ σκοῦδον χρυσόν, καὶ ἐν αὐτῷ ἔχον τὸν δικέφαλον µέλανα

ἀετόν, σηµαίνοντα τὸ βασιλικόν ἔµβληµα, στεφανωµένον ταῖς δυσὶ κεφαλαῖς

αὐτοῦ µετά πορφυροῦ βασιλικοῦ διαδήµατος· τὰ δὲ ἀνώτερα δύο µέρη, ἐν τῷ

δεξιῷ, ὅπερ σηµαίνει τὸ κράτος τῆς ἀµφοτέρας Δακίας, πεδίον ἐρυθρόν καὶ ἐν

αὐτῷ πῦργον, ἐν τῷ ἀριστερῷ, πεδίον κυάνειον, καὶ ἐν αὐτῷ χρυσὸς διπλὸς

σταυρός, σηµαίνων τὴν δευτέραν Παννονίαν·». Οι βλέψεις του δεν


περιορίζονται µόνον στη ∆ακία και δευτέρα Παννονία, αλλά επιθυµεί να έχει
υπό την εξουσία του την Αλβανία και τη Μακεδονία, γι’ αυτό θέλει η σφραγίδα
του ακόµη να περιέχει το έµβληµα της Αλβανίας, δηλαδή τρεις πύργους ο
µεσαίος χρυσός και οι άλλοι δύο λευκοί και στα αριστερά τους σφραγίδας µέσα

85
σε κόκκινο πεδίο να περιέχεται µία αίγα ως έµβληµα της Μακεδονίας και στα
δεξιά της σφραγίδας µέσα σε λευκό κάµπο ήθελε να τοποθετηθεί οµοίωµα
λέοντος που ήταν το έµβληµα της Ηπείρου, στο αριστερό µέρος µέσα σε πράσινο
κάµπο να δεσπόζει το έµβληµα της Θεσσαλίας, ένα χρυσό στέµµα µε επτά
µαργαριτάρια το οποίο βαστάζουν δύο χέρια. Όλα δε αυτά τα εµβλήµατα να
έχουν ως επιστέγασµα έναν τρίµορφο σταυρό, όπου στο δεξιό πλευρό να υπάρχει
µία ροµφαία, που συµβολίζει το κράτος και κάθε κοσµική και πολιτική εξουσία,
στο δε αριστερό µία ποιµαντική ράβδο που σηµαίνει την εκκλησιαστική εξουσία,
ο δε σταυρός να περικαλύπτεται µε ηγεµονικό διάδηµα και πάνω σ’ αυτό να
υπάρχει κόκκινο ανοιγµένο ύφασµα µε χρυσά κρόσσια «ὁ δὲ σταυρὸς
περικαλύπτεται µετὰ κραντορικοῦ διαδήµατος καὶ ἐπ᾿ αὐτῷ πέτασος

κόκκινος σὺν κροσσωτοῖς χρυσοῖς…». Ο εµπνευστής του κειµένου τελειώνει τις

επιδιώξεις του επαναλαµβάνοντας «ὁρίζοµεν τὸν τοῦ θρόνου τούτου


ἀρχιεπίσκοπον καὶ κράντορα τῆς ἡµετέρας πατρίδος πρώτης ᾿Ιουστινιανῆς,

καὶ τὸν διάδοχον αὐτοῦ…» και κλείνοντας τον υποτιθέµενο χρυσόβουλλο λόγο

του Ιουστινιανού µε χρονολογία Αύγουστος 566 (φξς΄) ιδ΄ Ινδικτιώνα «Ὁ


1
Βελισάριος περιφανὴς δούξ, καὶ ὕπατος».

Συντάκτης αυτού του εγγράφου, όπως γίνεται αντιληπτό, δεν είναι ο


Ιουστινιανός, αλλά ούτε βγήκε από την αυτοκρατορική γραµµατεία, διότι αν
συνέβαινε να χαθεί το πρωτότυπο, για να βγει «Ἴσον» του πρωτοτύπου
Χρυσοβούλλου έπρεπε να εµφανιστούν στη γραµµατεία δύο σχεδάρια τελείως

1. Γ. Ράλλης - Μ. Ποτλής, Σύνταγµα V,124.

όµοια µεταξύ τους, όπως όρισε και ο Αλέξιος Α΄ Κοµνηνός µε τη Νεαρά του
«ἀπολλυµένων τῶν αὐθεντικῶν καὶ µηδ᾿ ἐν τῇ θέσει εὑρισκοµένων, δύο
ἰσότυπα, ἤτοι σχεδάρια ἰσάζοντα δι᾿ ὅλου δεχόµεθα, ἀπὸ προστάξεως τοῦ
1
βασιλέως κυροῦ ᾿Αλεξίου Κοµνηνοῦ».

Μετά τις γραφικές παραστάσεις των πρωτοτύπων διπλωµατικών, εγγράφων


που παραθέσαµε, καθώς και την ανάλυση των κειµένων των δηµοσιευµένων
εγγράφων καταλήγουµε στα εξής συµπεράσµατα:

86
1. Το έγγραφο που χαρακτηρίζεται ως ΧΙ Νεαρά του Ιουστινιανού όπως
αποδείξαµε πρέπει να ήταν επιστολή και είναι γνωστή σε µας από τις
δηµοσιεύσεις του Λατινικού της κειµένου στο CJC και JGR καθώς και από
τον Αρχιµ. Κ. ∆ελικάνη, ο οποίος παραθέτει και τη µετάφρασή της στα
ελληνικά. Πολλοί ιστορικοί κάνουν αναφορές στην εν λόγω Νεαρά.

2. Στην αρχιεπισκοπή Αχρίδος φυλάσσονταν κάποια έγγραφα µε τα οποία


δίνονταν προνόµια στην Πρώτη Ιουστινιανή, όπως αυτά που αναφέραµε και
τα τρία Σιγίλλια του Βασιλείου Β΄. ∆ύο από τα έγγραφα αυτά δηµοσίευσε ο
Μ. ∆ήµιτσας µαζί µε την ΧΙ και CΧΧΧΙ Νεαρά. Το πρώτο έγγραφο
περιλαµβάνει µόνον τη µετάφραση της ΧΙ Νεαράς και την αναφέρει ως
Χρυσόβουλλο στον επίλογό του. Όσον αφορά τη γνησιότητα του
Χρυσόβουλλου αυτού, οι αναχρονισµοί της χρονολογίας και η έλλειψη των
χαρακτηριστικών του Χρυσοβούλλου, προδικάζει τη γνησιότητά του.

3. Το έγγραφο που δηµοσιεύουν οι Ράλλης - Ποτλής ανήκει στην κατηγορία των


πλαστών εγγράφων και οφείλει την ύπαρξή του στην προσπάθεια του
πλαστογράφου να αποκοµίσει προνόµια και τίτλους υπέρ της αρχιεπισκοπής
του. Στο έγγραφο αυτό περιλαµβάνεται, σε ελληνική, µετάφραση η ΧΙ Νεαρά
στην οποία προστέθηκαν αφ’ ενός στο κείµενό της γεωγραφικές περιοχές που
δεν υπάρχουν σε άλλη έκδοσή της, αφ’ ετέρου το πρόσθετο κείµενο δεν είναι
συνήθους περιεχοµένου.

1. Βασιλικά ΙΙ 482, Παραβ. F. Dölger, Der Beweis im byzantinischen Gerichtsverfahren. Becueils de la


Société Jean Botin, r. 16 La Preuve, Bruxelles, 1965, 609.

Η χρονική χάλκευση του εν λόγου εγγράφου πρέπει να έγινε τέλος του


12ου µέχρι τις αρχές του 13ου 1
αιώνα και όχι κατά το έτος της µεταγραφής
του, το 1718 ούτε κατά το χρόνο της αντιγραφής του το 1767, διότι κατά την
άποψή µας δεν υφίστατο πλέον λόγος παραχάραξής του, εφ’ όσον η
Αρχιεπισκοπή Αχρίδος το 1767 υποτάχθηκε στον Οικουµενικό θρόνο της
Κωνσταντινουπόλεως και έχασε δια παντός τα προνόµιά της.

87
Ένας ακόµη λόγος που µας κάνει να θεωρούµε ότι παραχαράκτηκε το
έγγραφο τέλος του 12ου αρχές 13ου αιώνα, είναι το περιεχόµενο του πρόσθετου
εγγράφου στο οποίο αναφέρεται ότι πρέπει να µεταβεί ένας απεσταλµένος µε
την ανάλογη συνοδεία στον αυτοκράτορα ή στους διαδόχους του για να
παραλάβουν τις βασιλικές βούλλες, τα σύµβολα κ.α. «ἤ προβιβασθείς
ἀρχιεπίσκοπος καὶ κράντωρ ὀφείλει… πέµψας τὸν ἑαυτοῦ λεγάτον… πρὸς

τὴν βασιλείαν µου,… ἐπί τῷ παραλαβεῖν τὰς βασιλικάς βούλλας, τὰ σηµεία

καὶ σύµβολα…». Για πρώτη φορά χρησιµοποιείται από τους αρχιεπισκόπους


Αχρίδος ο µεσαιωνικός τίτλος του κράντορος και λεγάτου (τίτλοι που δε
χρησιµοποιούνταν επί Ιουστινιανού),2 άλλωστε τον 12ο – 13ο αιώνα δεν
υπήρχε αυτοκράτορας στην Κωνσταντινούπολη διότι µετά την άλωσή της από
τους Φράγκους η πρωτεύουσα µεταφέρθηκε στη Νίκαια και το 1207 στέφθηκε
αυτοκράτορας ο Θεόδωρος Λάσκαρης.3

4. Αντιρρήσεις για τη γνησιότητα του εγγράφου αυτού εξέφρασαν και οι Ράλλης


– Ποτλής4 λέγοντας:
«Τὸ ἀνωτέρω Χρυσόβουλλον, ἐν ᾧ περιέχεται ἡ ΙΑ´ Νεαρὰ τοῦ

᾿Ιουστινιανοῦ, ἐξελέγχεται ὑποβολιµαῖον ἔκ τε τῶν λοιπῶν αὐτοῦ µερῶν

καὶ τῆς ἐν τέλει χρονολογίας, ἔργον µᾶλλον φαινόµενον τῆς δεκάτης

τρίτης ἑκατονταετηρίδος. ᾿Εξεδώκαµεν δὲ αὐτὸ ὡς περιέχον ἀρχαίαν

Ἑλληνικὴν

1. Γ. Ράλλης – Μ. Ποτλής, Σύνταγµα, V, 219. «Τὸ ἀνωτέρω Χρυσόβουλλον… ἔργον µᾶλλον


φαιρόµενον τῆς δεκάτης τρίτης ἑκατονταετηρίδος…»

2. A. Heisenberg, Neue Quellen, II, 10 – 12.


3. Αρχιµ. Κ. ∆ελικάνης, Πατριαρχικών Εγγράφων. ΙΙΙ, 955.
4. Γ. Ράλλης - Μ. Ποτλής, Σύνταγµα, V, 219 κε. • Σ. Βαρναλίδης, Ζωσιµάς, 104 - 105.

µετάφρασιν τῆς ἐν τῇ συλλογῇ τῶν ᾿Ιουστινιανείων Νεαρῶν λατινιστὶ

µόνον σωζόµενης ΙΑ´ Νεαρᾶς καὶ ὡς ἀνέκαθεν παρὰ τῇ ᾿Αρχιεπισκοπῇ

᾿Αχριδῶν, φυλαττόµενον, τῇ ἀπὸ τοῦ δεκάτου αἰῶνος ἐξασκησάσῃ τὰ τῇ

Πρώτῃ ᾿Ιουστινιανῇ ὑπό τοῦ µνησθέντος Αὐτοκράτορος ἀπονεµηθέντα

προνόµια».

88
Την ίδια άποψη εξέφρασε και ο Κονιδάρης που µελέτησε το έγγραφο
αυτό και το σχολίασε ως εξής:

«πρὸς τὴν ἰδίαν ἐποχὴν (ΙΒ´ αἰῶνα) συνδέεται τὸο ψευδοϊουστινιάνειον

Χρυσόβουλλον, τὸ ταυτίζον τὴν Α´ ᾿Ιουστινιανὴν µε τὸ Ταυρήσιον τοῦ ΣΤ´

αἰῶνος ἐνθα τὸ 2ον Βικαριᾶτον τοῦ ᾿Ιλλυρικοῦ πρὸς τὴν ᾿Αχρίδα. Πρόκειται

περὶ πλάσµατος χαλκευθέντος µετὰ τὴν µεταφοράν τῆς ἕδρας τοῦ

Βουλγαρίας εἰς ᾿Αχρίδα».1

Ο αρχιµ. Κ. ∆ελικάνης που ασχολήθηκε µε τις Νεαρές ΧΙ και CΧΧΧΙ


του Ιουστινιανού εκφράζει την εξής άποψη:

«∆εν υπάρχει ούτε η ελάχιστη αµφιβολία ότι οι περί την αρχιεπισκοπή


Πρώτης Ιουστινιανής Αχριδών Νεαρές του οµωνύµου αυτοκράτορα δε
νοµιµοποιήθηκαν συνοδικώς από την Εκκλησία, γι’ αυτό καταργήθηκαν
σιωπηλά µε τον χρόνο χωρίς να κατορθωθεί η µονιµοποίηση της Πρώτης
Ιουστινιανής δια µέσου αυτών των θεσπισµάτων, αφού µάλιστα η πολιτική
πρόφαση δια των Νεαρών της µεταθέσεως της Επαρχίας του Ιλλυρικού
βορειότερα είχε εκλείψει όταν οι χώρες εκείνες κατελήφθησαν από τα Σλαβικά
φύλα την Ζ΄ ήδη εκατονταετηρίδα και η αρχιεπισκοπή Αχρίδος από την Θ΄
εκατονταετηρίδα υπόκεινταν στο θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως, σύµφωνα µε
την επίσηµη απόφαση της συγκροτηθείσης Συνόδου επί Φωτίου το 879, η οποία
ψήφισε και συνυπέγραψε χωρίς αντίρρηση και ο Αχρίδος Γαβριήλ».2

1. Γ. Κονιδάρης, Συµβολαί, 73 – 74.


2. Αρχιµ. Κ. ∆ελικάνης, Πατριαρχικών Εγγράφων, ΙΙΙ, 958. • Γρηγόριος, αρχιγρ. Ι. Συνόδου,
Πραγµατεία περί της κανονικής δικαιοδοσίας του Οικουµενικού Πατριαρχικού θρόνου,
Κωνσταντινούπολη, 1860, 3, 12, 38 – 39.

Αντίρρηση για τη γνησιότητα των αναφεροµένων εγγράφων είχε και ο


πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ευθύµιος Β΄ (1410 - 1416), όταν ο
αρχιεπίσκοπος Αχρίδος Ματθαίος (1410 – 1420) επισκέφτηκε την
Κωνσταντινούπολη και επέδειξε τα Χρυσόβουλλα στον αυτοκράτορα
Μανουήλ Β΄ και στην ενδηµούσα Σύνοδο, για να λάβει την άδειά του να

89
διοικεί όχι µόνο τις επαρχίες του Βιδινίου και της Σόφιας, αλλά όλες τις
επαρχίες που αναφέρονται στα έγγραφα αυτά.1
Ο πατριάρχης Ευθύµιος Β΄ απέστειλε επιστολή διαµαρτυρίας προς τον
Αρχιεπίσκοπο Ματθαίο, µε την οποία εγγράφως του επιτίθονταν δριµύτατα που
τόλµησε να χρησιµοποιήσει ψευδή προνόµια για την αρχιεπισκοπή του διαµέσου
πλαστού εγγράφου. Του γράφει λοιπόν ότι γνωρίζει καλά ότι δεν υπάρχει
επικυρωτικό έγγραφο του αυτοκράτορα, ούτε έγινε ποτέ τέτοιο έγγραφο από
αυτόν που να επικυρώνει τα Χρυσόβουλλα που προσκόµισε ο Ματθαίος στην
Κωνσταντινούπολη. «Πατριαρχικὴ ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Παναγιώτατον
ἀρχιεπίσκοπον πρώτης ᾿Ιουστινιανῆς καὶ πάσης Βουλγαρίας ἐπέχει οὕτως»

«Ἀγαπητὲ ἀδελφὲ… εἰς ἅ δὴ καὶ ἐµφανίζεις Χρυσόβουλλα, ὡς λέγεις τῆς


µακαρίας λήξεως τοῦ ᾿Ιουστινιανοῦ, καὶ ἐπικυρωτικὸν τοῦ κρατίστου καὶ

ἁγίου ἡµῶν αὐτοκράτορος, ὅπερ οἴδαµεν, ὅτι οὐκ ἔστιν, οὐδέ γὰρ ἐγίνετο καὶ

ἔχωµεν ἀπὸ τούτου συµπερᾶναι καὶ περὶ τῶν ἄλλων, ὅτι ψευδῆ εἰσίν τὰ

λαλούµενα. Τὸ ὑπερβάλλον οὖν τοῦ πράγµατος ποιεῖ ἡµᾶς, ὡς εἴποµεν

ἀπιστεῖν… Οὐδεὶς γὰρ τῶν πρὸ τῆς ἁγιωσύνης σου ἀρχιεπισκόπων ᾿Αχριδῶν,

ὧν διάδοχος ὑπάρχεις αὐτός, ἐχειροτόνησεν ἐκεῖσε εἰς τὴν Σόφιαν, ἢ εἰς τὴν

Βιδύνην, ἢ ἀλλαχοῦ ἔνθα ἀκούωµεν, ὅτι βούλει ποιῆσαι, ἀλλὰ τοῦ

οἰκουµενικοῦ Πατριαρχείου εἰσὶν αὖται αἱ ἐνορίαι. Καὶ οἱ πρὸ ἡµῶν ἁγιώτατοι

Πατριάρχαι ἔπεµπον ἐκεῖσε µητροπολίτας, πρὸ τε τοῦ τὸν Τρίναβον γενέσθαι


2
Πατριαρχεῖον…».

1. Ε. Κωνσταντίνου ή Τέγου – Στεργιάδου, Σιγίλλια, 86. • G. Balasčev, Korespondencija Meždu


Carigradskija… Minalo, I, KH. 1, 6 – 13, KH. 2, 123 – 127.
2. G. Balašcev, Minalo, Bulgaro – Makedoncko, Naučno spisanie, Sofia, 1909, I, KH 1.7. H
αλληλογραφία µεταξύ Πατριάρχου και Αρχιεπισκόπου περιέχεται στον κώδικα του Νεόφυτου
Γρεβενών που παλαιότερα βρισκόταν στην Πρέσπα και αργότερα στο Rezne µεταξύ Αχρίδος και
Μοναστηρίου. ∆ηµοσιεύτηκε από τον Balašcev στο περιοδικό Minalo.
Την ίδια άποψη µε τον πατριάρχη Ευθύµιο Β΄ είχε εκατό χρόνια αργότερα
ο πατριάρχης Ιερεµίας Α΄, όταν ήλθε στην Κωνσταντινούπολη ο αρχιεπίσκοπος
Αχριδών και Πρώτης Ιουστινιανής Πρόχορος (1523 - 1537) και επέδειξε στο
«διβάνι» κάποια Χρυσόβουλλα στα οποία πρέπει να περιέχονταν και τα

90
Σιγίλλια του αυτοκράτορα Βασιλείου Β΄ (976 - 1025), µε τα οποία
παραχωρούσε µεταξύ άλλων και τις επισκοπές Βεροίας και Σερβίων στην
αρχιεπισκοπή Αχρίδος.1 Κάνοντας χρήση αυτών των αυτοκρατορικών
εγγράφων ο Πρόχορος διεκδικούσε την επισκοπή Βεροίας «Πατριαρχοῦντος
(᾿Ιερεµίου) ἦλθεν ὁ ἀρχιεπίσκοπος τῆς Πρώτης ᾿Ιουστινιανῆς, ἀχριδῶν,

ὀνόµατι Πρόχωρος, ἐδῶ εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν ἀνεφανίσθη εἰς τὸ διβάνι:

ἡς ἐδειξε Χρυσόβουλλα βασιλικά: τὰ ὁποία ἔλεγεν, καὶ ἀπέφηναν: ὅτι ἡ

ἀρχιεπισκοπή αὐτοῦ να ἔχει τὰ Βέρροια: τὰ ὁποία εἶναι ἐπισκοπῆ τῆς


2
µητροπόλεως Θεσσαλονίκης».

Ο Πρόχορος για να εξασφαλίσει την επιτυχία του σκοπού του,


δωροδόκησε τους Τούρκους µε 100 φλουριά. Ο Πατριάρχης µόλις
πληροφορήθηκε τις ενέργειες του Πρόχοου αντέδρασε εκδίδοντας φεϊτφά µε
το οποίο αποδείκνυε ότι η Βέροια ανήκε στο Πατριαρχείο περισσότερα από
τριακόσια χρόνια, όπως και η Θεσσαλονίκη. «Καὶ ἔδειξε τὸν Φεϊτφᾶν, καὶ
ἀπέδειξεν, ὅτι να ἔχει πλέον τριακοσίους χρόνους ἡ ἐκκλησία τῆς

Κωνσταντινουπόλεως (τὰ Βέρροια) καὶ ἀκούσαντες τοῦτο οἱ πασιάδες:

ἐδικαίωσαν αὐτόν νὰ τὸ ἔχει: µετὰ τοῦτο… ἀπεδίωξαν τὸν αὐτόν Πρόχωρον


3
ἀπό τὸ διβάνι». Όπως φαίνεται από το κείµενο δεν έγιναν αποδεκτές οι
απαιτήσεις του Πρόχορου ούτε και από την τουρκική εξουσία.
O Πρόχορος όταν απέτυχε να αποσπάσει τη Βέροια από το Πατριαρχείο το
έτος 1533, απαιτούσε από το Πατριαρχείο να του δοθεί η επισκοπή Σερβίων.

1. Η γνησιότητα των Σιγιλλίων αµφισβητείται από πολλούς ερευνητές. Βλ. ∆. Ζακυθηνός, Ιστορία, 438.
Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, ΙΙ 469. St. Antoljak, Samuilovata država, Skopje 1969, 72 – 79. Ε.
Konstantinou - Tegou – Stergiadou, Die Sigilla von Basileios II, εις Orthodoxes Forum, München
1998, 5 - 20.
2. Mart Crusius, TurcoGraecia, I – II, 163. (Η ορθογραφία ανήκει στο κείµενο).
3. Mart Crusius, TurcoGraecia, I – II, 163 – 164. (Η ορθογραφία ανήκει στο κείµενο).

«Ἔτει σωτηρίῳ 1533 ὁ ἀρχιεπίσκοπος ᾿Αχριδῶν, Πρώτης ᾿Ιουστινιανῆς, τὸ


ὄνοµα Πρόχορος τὴν τῶν Σέρβων ἐπισκοπὴν ἐζήτει ἐπὶ βήµατος

παρασταθείς, κατὰ τὰ ἀνέκαθεν δοθέντα αὐτῷ βασιλικὰ Χρυσόβουλλα,

91
ἁρπαγῆναι λέγων ὕστερα παρὰ τοῦ Θεσσαλονίκης, καὶ τῷ δηµοσίῳ τὰ κατ᾽

ἔτος προσκοµίζειν τέλος, τὰ 100 δηλαδὴ φλωρία ὑπισχνεῖτο. Ὅθεν ὁ

πατριάρχης ᾿Ιερεµίας λαβὼν φετβάν παρὰ τοῦ µουφτῆ, ὅτι δηλαδὴ πᾶν τὸ

ὑποκείµενον τινὶ τῶν ἀνθρώπων ἐπὶ ἔτη ἑκατὸν µηδόλως ἀποξενοῦσθαι

αὐτοῦ, παρεστήσατο διὰ µαρτύρων ὑποκεῖσθαι τῷ Θεσσαλονίκης τὴν

ἐπισκοπὴν τῶν Σέρβων ἐπέκεινα τῶν 300 ἐτῶν· διὸ προσεκυρώθη αὖθις τῷ
1
µητροπολίτῃ Θεσσαλονίκης…»

Στην προκειµένη περίπτωση παρατηρούµε τη σθεναρά αντίσταση του


Πατριάρχη Ιερεµία να δεχθεί τη γνησιότητα των Χρυσοβούλλων και
Σιγιλλίων που του προσκόµισε ο Πρόχορος και να παραχωρήσει τις επισκοπές
Βεροίας και Σερβίων στον αρχιεπίσκοπο Αχρίδος και Πρώτης Ιουστινιανής.

5. Οι Νεαρές ΧΙ, CXXXI του Ιουστινιανού, στις οποίες στηριζόνταν η ίδρυση


της Πρώτης Ιουστινιανής, δε λειτούργησαν, διότι καµία µνεία περί του
αρχιεπισκόπου της δε γίνεται στις Οικουµενικές Συνόδους, ούτε ακόµη και
στην «Πενθέκτη ἔν Τρούλλῳ Σύνοδο» που συνήλθε δώδεκα χρόνια µετά την
ίδρυση της Πρώτης Ιουστινιανής.

Η µόνιµη απουσία του Αρχιεπισκόπου της από το εκκλησιαστικό


γίγνεσθαι, ακόµη και στους χρόνους της ίδρυσής της, µέχρι τον 11ο αιώνα,
εύγλωττα αποδεικνύει τη σιωπηρή ακύρωση των νοµοθετικών διαταγµάτων.
6. Το Χρυσόβουλλο στο οποίο στηρίχτηκε επάνω του όλο το οικοδόµηµα της
Πρώτης Ιουστινιανής αποδείξαµε ότι είναι ένα νόθο έγγραφο, χαλκευµένο
από κάποιον εκκλησιαστικό άνδρα που ήθελε να αποκοµίσει προνόµια και
µεγαλεία

1. Υψηλάντης Κοµνηνός Αθανάσιος, Εκκλησιαστικών και πολιτικών των εις δώδεκα βιβλ. Η΄, Θ΄ και
Ι΄, ήτοι «Τα µετά την Άλωσιν (1453 - 1789) εκ χειρογράφου ανεκδότου της ιεράς µονής Σινά. Αρχιµ.
Γερµανού Αφθονίδου Σιναΐτου» εν Κωνσταντινουπόλει 1870, 62 – 63. (Η ορθογραφία ανήκει στο
κείµενο).
για τον εαυτό του και την αρχιεπισκοπή του. Το Χρυσόβουλλο αυτό, όσες
φορές επιχειρήθηκε να χρησιµοποιηθεί επισήµως από αρχιεπισκόπους της

92
Πρώτης Ιουστινιανής Αχρίδος κανένα όφελος δεν απεκόµισαν, αλλά
αντιθέτως προκάλεσαν την µήνη των εκάστοτε Πατριαρχών και τη
γελοιοποίηση του φέροντος αυτό το πλαστό έγγραφο όπως ο Ματθαίος και ο
Πρόχορος, ο οποίος βιαίως εκδιώχθηκε από τον πολιτικό και εκκλησιαστικό
κύκλο στον οποίο επέδειξε τα Χρυσόβουλλα και τα Σιγγίλλια.
Ο P. Lemerle θεωρεί ότι η µεταφορά της πρωτεύουσας του Ιλλυρικού
στην Πρώτη Ιουστινιανή δεν πραγµατοποιήθηκε ποτέ γιατί στις πηγές
µνηµονεύεται ως Praefectus Thessalonicensis ο ∆οµίνικος το 536 και ως
Praefectus Thessalonicensis ο Ηλίας το 541.1

1. P. Lemerle, Invasions, 268, σηµ. 2 – 3.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

93
α. Η θέση της Πρώτης Ιουστινιανής σύµφωνα µε τις Βυζαντινές
και νεότερες πηγές

Ο ιστορικός του Στ΄ αιώνα Προκόπιος στην πραγµατεία του «Περί


Κτισµάτων», όπου εκθέτει τα διάφορα οικοδοµικά έργα τα οποία ανήγειρε και
επισκεύασε ο Ιουστινιανός, αναφέρει τα εξής: Στη ∆αρδανία που βρίσκεται
στην Ευρώπη και µετά το Επιδάµνιον όρος, κοντά στο φρούριο που
ονοµάζεται Βεδερίανα, κατοικείται το χωριό που καλείται Ταυρίσιον, το
οποίον είναι γενέτειρα του αυτοκράτορος Ιουστινιανού. Αυτό το χωριό ο
αυτοκράτορας το περιτοίχισε σε σχήµα τετράγωνο και ενίσχυσε τις τέσσερις
γωνίες µε πύργους, ώστε να είναι Τετραπύργιον. Κοντά στο χωριό αυτό ο
Ιουστινιανός ίδρυσε επιφανέστατη πόλη που την ονόµασε Πρώτη Ιουστινιανή,
ανταποδίδοντας µε αυτόν τον τρόπο, τιµή, στον τόπο που τον γέννησε και τον
έθρεψε.

Την πόλη αυτή φρόντισε ο αυτοκράτορας να την υδρεύσει µε άφθονο νερό


ώστε να τρέχει συνεχώς. Ακόµη την εκόσµησε µε πλήθος λαµπρότατων
κτισµάτων, όπως ναούς, αγορές, µεγάλες στοές, κρήνες, λουτρά, καταστήµατα,
έτσι που η πόλη να είναι µεγάλη, πολυάνθρωπη και ευτυχισµένη, ώστε να
καταστεί πρωτεύουσα όλης της περιοχής. Τόσο µεγάλο ήταν το τίµηµα που
έδωσε στην πόλη αυτή, που την κατοχύρωσε µε το αξίωµα του αρχιερέα των
Ιλλυρίων, για να µην υστερεί σε τίποτα από τις άλλες πόλεις. Με τον τρόπο αυτό
ο Ιουστινιανός της ανταπέδωσε τη βασιλική δόξα.

«᾿Εν Δαρδάνοις ποὺ τοῖς Εὐρωπαίοις, οἵ δὴ µετὰ τοὺς ᾿Επιδαµνίων


ὅρους,... 105.27 πρὸς δὲ καὶ τὸν ᾿Ιλλυριῶν ἀρχιερέα διακεκλήρωται, τῶν

ἄλλων πόλεων αὐτῇ, ἅτε πρώτῃ τὸ µέγεθος οὔσῃ, ἐξισταµένων, ὥστε καὶ
1
ἀνθυπούργηκε τῷ βασιλεῖ κλέος».

1. Προκόπιος, Περί Κτισµάτων, 104. 17 – 105. 27.

Η µεν Πρώτη Ιουστινιανή καυχιόταν για το ότι ήταν γενέτειρα του


αυτοκράτορα, ο δε αυτοκράτωρ της το ανταπέδωσε µε το να την κάνει αξιόλογη

94
πόλη και µε αυτόν τον τρόπο εκδήλωσε τα συναισθήµατά του «ἡ µέν γάρ
τροφίµῳ ἀποσεµνύνεται βασιλεῖ, ὁ δέ ἀντιφιλοτιµεῖται δεδηµιουργηκέναι τὴν
1
πόλιν...».

Κρατώντας τις υποσχέσεις του ο Ιουστινιανός για την αξιοποίηση της


ιδιαίτερης πατρίδας του ανοικοδόµησε και το πλησίον σε αυτήν φρούριο των
Βεδεριάνων και το έκανε πολύ οχυρώτερο. «῎Eτι µέντοι καὶ Βεδερίανα τὸ

φρούριον ἀνοικοδοµησάµενος ὅλον πολλῷ ὀχυρώτερον κατεστήσατο.»2

Ο Βυζαντινός Ιστορικός Αγαθίας ο Σχολαστικός (536 - 582), που συνέχισε


την Ιστορία του Προκοπίου, αναφέρει τα εξής για την Πρώτη Ιουστινιανή.
Πατρίδα του αυτοκράτορος Ιουστινιανού είναι µια Ιλλυρική πόλη, που το παλιό
της όνοµα είναι Βεδεριάνα και το νεώτερο Πρώτη Ιουστινιανή, όπως
µετονοµάστηκε από το όνοµα του βασιλιά. Την πόλη αυτή, στην οποία
αντίκρυσε το πρώτο φως της ζωής ο βασιλεύς, την κόσµησε µε ποικίλα έργα και
από άσηµη που ήταν την έκανε σπουδαία δίνοντάς της εκτός των άλλων αγαθών
και το όνοµά του. «Ἡ πατρὶς δὲ ἦν αὐτῷ πόλις ᾿Ιλλυρική, Βεδεριανὰ µὲν ἐκ
παλαιοῦ ὀνοµαζοµένη, ὕστερον δὲ Πρώτη ᾿Ιουστινιανὴ µετακληθεῖσα.

᾿Ιουστινιανὸς γὰρ ὁ βασιλεύς, ἅτε δὴ κατ᾿ αὐτὴν εἰς φῶς προηγµένος,

ἐκόσµησὲ τε εἰκότως τὴν πατρίδα ἔργοις ποικίλοις καὶ ἐξ ἀφανοῦς εὐδαίµονα


3
ἐξειργάσατο καὶ τῆς οἰκείας αὐτῇ µεταδέδωκε προσηγορίας.»

Ο Ιωάννης Μαλάλας, ο χρονογράφος που άκµασε στα τέλη του ΣΤ΄ αιώνα
και ήταν σύγχρονος του Ιουστινιανού Α΄, αναφέρει τα εξής: Μετά τη βασιλεία
του Ιουστίνου βασίλευσε ο θειότατος Ιουστινιανός… ο οποίος ήταν Θράκας
στην καταγωγή από τη Βεδεριάνα. «Μετὰ δὲ τὴν βασιλείαν ᾿Ιουστίνου
ἐβασίλευσεν ὁ θειότατος ᾿Ιουστινιανὸς... καὶ αὐτὸς δὲ ὢν Θράξ ἀπὸ

Βεδεριάνας.»4

1. Προκόπιος, Περί Κτισµάτων, 105.26 - 106.1 – 4.


2. Προκόπιος, Περί Κτισµάτων, 106.5 – 6.
3. Αγαθίας Σχολ., Ιστοριών, Ε΄, 190. 25 – 29.
4. Ιωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, Λόγος ΙΗ΄, Χρόνων Ιουστινιανού Βασιλέως, 425. 1 - 9.

95
Γεννάται όµως το ερώτηµα ποιο από τα θέµατα του Βυζαντίου κατά την
εποχή του Ιουστινιανού ονοµαζόταν Θράκη και ποια περιοχή καταλάµβανε.
Σύµφωνα µε τις πληροφορίες του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου υπήρχε
το θέµα των Θρακησίων, το οποίο κατ’ αρχάς ονοµάζετο Μικρά Ασία και ο
ανθύπατος της περιοχής αυτής ονοµάζονταν Ασιάρχης. «Τὸ δὲ νῦν καλούµενον
Θρακησίων θέµα πάλαι µὲν καὶ κατ᾿ ἀρχὰς Ἀσία µικρὰ ὀνοµάζετο καὶ ὁ
1
ταύτης κρατῶν ἀνθύπατος ᾿Ασιάρχης ἐλέγετο.»

Το θέµα όµως της Θράκης από την οποία καταγόταν ο Ιουστινιανός δεν
ήταν της Ασίας, αλλά της Ευρώπης. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος ο
Πορφυρογέννητος αναφέρει: «Πρῶτον θέµα τὸ ἐπὶ τῆς Εὐρώπης κείµενον γῆς
τὸ ὀνοµαζόµενον θρακῷον, ἐν ᾧ τὸ Βυζάντιον ἵδρυται καὶ τὸ τῶν Ρωµαίων
2
βασίλειον.»

Από τους νεότερους ερευνητές θα αναφέρουµε ενδεικτικά µερικά ονόµατα


επιστηµόνων που ασχολήθηκαν µε το θέµα του εντοπισµού της Πρώτης
Ιουστινιανής.

O Σ. Λιάκος, στην προσπάθειά του να τοποθετήσει γεωγραφικά την Πρώτη


Iουστινιανή, λέγει τα εξής: Tο Tαυρίσιο και η Bεδεριάνα βρίσκονταν στην
περιοχή της ∆αρδανίας. H επαρχία της Nέας Hπείρου είχε πρωτεύουσά της την
Eπίδαµνο που συνόρευε µε την περιοχή της ∆αρδανίας και θεωρεί ότι ο
Προκόπιος µε τη λέξη Eπιδαµνίων περιλαµβάνει ολόκληρη την επαρχία, γιατί
στο πόνηµά του «εναντίον των Γότθων» αναφέρει: «Δαλµάτας καὶ Ἰλλυρίους
3
µέχρι τῶν Ἐπιδάµνου ὁρίων» και «Ἐπιδάµνου πόλεως ἐχοµένη Πρέκαλις ἡ

χώρα ἐστί, µεθ᾿ ἢν Δαλµατία ἐπικαλεῖται καὶ τὸ τῆς Ἑσπερίας λελόγισθαι


4
κράτος…»

H Πρώτη Iουστινιανή, το Tαυρίσιο και η Bεδεριάνα πρέπει να


βρίσκονταν στο Tρίγωνο Aχρίδα – Nτίβρα – Kίτσεβο και µάλιστα στην επάνω
γραµµή

96
1. Κ. Πορφυρογέννητος, Περί Θεµάτων, 67.1 – 6. • Μ. Γρηγορίου – Ιωαννίδου, Παρακµή και πτώση
του θεµατικού θεσµού…, Θεσσαλονίκη 1985, 95 κε.
2. Κ. Πορφυρογέννητος, Περί Θεµάτων, 84. (44).1.
3. Προκόπιος, Γοτθικοί Πόλεµοι, I, 1, 418.
4. Προκόπιος, Γοτθικοί Πόλεµοι, I, 15, 80.

Nτίβρα – Kίτσεβο. H δε Πρώτη Iουστινιανή πρέπει να ταυτίζεται µε το χωριό


Zitinane ή Zitinjane που σηµαίνει θρόνος. H περιοχή του χωριού αυτού είναι
γεµάτη ερείπια µε πολλές λατινικές επιγραφές1 (βλ. χάρτη Nο 4).

O M. ∆ήµιτσας σχολιάζει τις απόψεις α) του Γεωγράφου Maltebrun, ο


οποίος λέει ότι θα µπορούσε η πατρίδα του Ιουστινιανού να ήταν στο Πρισδένι,
γιατί βρίσκεται σε ορεινή κοιλάδα και εκλαµβάνεται ως παράρτηµα της αρχαίας
∆αρδανίας, πολύ λιγότερο όµως µπορούν να θεωρηθούν τα Σκόπια, ως πατρίδα
του γιατί το όνοµα της πόλης αυτής είναι παλιότερο από αυτό του Ταυρησίου και
της Βεδεριανής. Ο Maltebrun µετά από αµφιταλαντεύσεις προτιµά να θέσει την
µεν Βεδεριανή σε κοιλάδα ψηλότερη και τραχύτερη και ως τέτοια θεωρεί την
Πρίστινα η οποία κείται µεταξύ Θράκης και Ιλλυρίας, την δε Ουλπιανή ή δευτέρα
Ιουστινιανή στο Κιοστενδίλ, που κατέχει το ανατολικό άκρο της ∆αρδανίας.2

Ο A. Evans εξέφρασε την άποψη ότι οι αρχαίοι Σκούποι που βρίσκονταν


δυτικά από τα σηµερινά Σκόπια στο σηµείο που χύνεται ο παραπόταµος Lepeneč
στον ποταµό Βάρδα ήταν η θέση της Πρώτης Ιουστινιανής. Στη θέση µάλιστα
αυτή βρέθηκαν αρχαία ερείπια, µιάς παλιότερης πόλης που καταστράφηκε από
σεισµό το έτος 518, ενώ η Πρώτη Ιουστινιανή ιδρύθηκε το 535.3

Την ίδια άποψη υποστηρίζει και ο K. Treimer4 στο άρθρο του “Ιλλυρία”
όπου παραπέµπει και ο Γ. Κονιδάρης.5 Λεπτοµερή άποψη περί της θέσεως της
Πρώτης Ιουστινιανής εκφράζει και ο Βούλγαρος J. Ivanov6 που ταυτίζει την
πόλη µε την τοποθεσία Mosteni που βρίσκεται ανατολικά του Kjustendil
στον Στρυµώνα σε απόσταση 14,5 χιλιοµέτρων. Ο δε ιστορικός Ε. Honigmann7

1. Σ. Λιάκος, Tι ήσαν οι Σκλαβινοί, Θεσσαλονίκη 1971, 14 – 22.


2. Μ. ∆ήµιτσας, Αυτοκέφαλο, 11 - 12.
3. A. Evans, Illyricum, Westminster 1885, 86. (Washington DC) 1 – 4, 11. • Com. Marcellinus, Chron.
ad an. 518, in MPL 51, 939.

97
4. K. Treimer, L. ThK, 2 Aufl., 5, Freiburg 1960, 626.
5. Γ. Κονιδάρης, Εκκλησιαστική Ιστορία, 10.
6. J. Ivanov, Archiepiskopijata i gradut Purva Justiniana: εις Priloženie na Cŭrtcoven. • Vestnik X -
XII (godina četvŭrka), Sofia 1903, 110 – 139.
7. E. Honigmann, Meridianus Episcopus, Annuaire, 7, 1939 / 44, 141 – 154.

ταυτίζει την Πρώτη Ιουστινιανή µε την πόλη Caricingrad και την ίδια άποψη
ασπάζονται ο H. G. Beck1 και ο Γ. Θεοχαρίδης.2
Ο ∆. Ζακυθηνός αναφέρει: «από τις θέσεις που τοποθετούν οι ιστορικοί την
Πρώτη Ιουστινιανή δια µέσου των αιώνων φαίνεται ότι αυτή βρισκόταν στην
περιοχή της µεσογειακής ∆ακίας στην οποία ανήκε και η Σαρδική γεγονός που
διασαφηνίζει και ο H. Jedin µε την έκδοση του Άτλαντα της Εκκλησιαστικής
Ιστορίας.»3 Θεωρεί λίαν αµφισβητούµενο το πρόβληµα της θέσης της Πρώτης
Ιουστινιανής. Παλαιότερα πιστεύονταν ότι το κτίσµα του Ιουστινιανού
ταυτίζεται µε την πόλη των Σκούπων, νεώτεροι όµως ερευνητές στηριζόµενοι
κυρίως σε αρχαιολογικά τεκµήρια, οδηγήθηκαν στην γνώµη ότι η Πρώτη
Ιουστινιανή βρίσκονταν στην περιοχή της Ναϊσσού, όπου το σηµερινό Τσαρίτσιν
- Γκράντ.4
Ο Lapié, ο οποίος διαφωνεί προς τον Maltebrun και τοποθετεί την πατρίδα
του Ιουστινιανού στα Σκόπια. Ο ίδιος ο ∆ήµιτσας καταλήγει στο συµπέρασµα
ότι η πατρίδα του Ιουστινιανού είναι η Λυχνιδός ή Αχρίδα.5
Η ύπαρξη της Πρώτης Ιουστινιανής χάνεται από το πρόσωπο της Ιστορίας
και της Γεωγραφίας τέλος του έκτου αιώνα και δεν περιλαµβάνεται ούτε στην
περιγραφή των επαρχιών και πόλεων από τον Ιεροκλή που άκµασε στα χρόνια
του Ιουστινιανού (527 - 565) και αναφέρει 64 πόλεις και 912 επαρχίες στο έργο
του Συνέκδηµος,6 το οποίο παρουσιάζει την πολιτική αλλά και την
εκκλησιαστική γεωγραφία του Βυζαντίου του έκτου αιώνα. Εµείς τείνουµε στο
να δεχθούµε ότι η ασφαλέστερη εκδοχή είναι αυτή της Πρώτης Ιουστινιανής να
βρίσκεται στον αρχαιολογικό χώρο του Τσαρίτσιν – Γκραντ.7

1. H. G. Beck, Kirche und theologische Literatur im byzantinischen Reich, München 1959, 186. • A.
Grabar, Les monuments da TsaritsinGrad et Justiniana Prima, Cahiers Arch. 3 (1948), 49, 63. • B.
Bavant, La ville dans le Nord de l’ Illyricum (Panonia, Mes. I, Dacie et Dardamie), Villes et
Peuplement dans l’ Illyricum Protobyzantin, Rome 1984, 272 κε.
2. Γ. Θεοχαρίδης, Ιστορία, 101.

98
3. H. Jedin (Hrsg), Atlas zur Kirchengeschichte, Freiburg, 1970 Aktualisierte Neuausgabe, Freiburg,
Basel, Rom, Wien 1987, Karte 20.
4. ∆. Ζακυθηνός, Ιστορία, 71.
5. Μ. ∆ήµιτσας, Αυτοκέφαλο, 14.
6. G. Parthey, Hieroclis Synecdemus et Not. Graecae, 10 –103, 13 –139, 145–147, 163–171, 181–317.
7. Τσαρίτσιν Γκραντ = αυτοκρατορούπολις.

β. Πόλεις που ιδρύθηκαν από τον Ιουστινιανό Α΄


και φέρουν το όνοµά του

Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α΄ θεσπίζει µε τη Νεαρά 131, που


δηµοσιεύθηκε στα µέσα Μαρτίου του έτους 545, «τάξιν νόµων ἐπέχειν τοὺς
1
ἁγίους ἐκκλησιαστικοὺς κανόνας».

1. BV, 3, 4 = Nov 131 c3. «Τὸν δὲ κατὰ καιρὸν µακαριώτατον


ἀρχιεπίσκοπον τῆς πρώτης ᾿Ιουστινιανῆς τῆς ἡµετέρας πατρίδος ἔχειν ἀεὶ

ὑπὸ τὴν οἰκείαν δικαιοδοσίαν τοὺς ἐπισκόπους τῶν ἐπαρχιῶν Δακίας

µεδιτερρανέας καὶ Δακίας ῥιπενσίας, Πραιβαλέας καὶ Δαρδανίας καὶ Μυσίας

τῆς ἀνωτέρας καὶ Παννονίας, καὶ παρ᾿ αὐτοὺς τούτους χειροτονεῖσθαι, αὐτὸν

δὲ ὑπὸ τῆς οἰκείας συνόδου χειροτονεῖσθαι καὶ ἐν αὐταῖς ταῖς ὑποκειµέναις

αὐτῷ ἐπαρχίαις τὸν τόπον ἐπέχειν αὐτὸν τοῦ ἀποστολικοῦ ῾Ρώµης θρόνου

κατὰ τὰ ὁρισθέντα ἀπὸ τοῦ ἁγίου Πάπα Βιγιλίου».

2. BV, 3, 5 = Nov. 131 c4. «Καὶ τὸν ὅµοιον τρόπον τὸ δίκαιον τῆς
ἀρχιερωσύνης, ὅπερ τῷ ἐπισκόπῳ ᾿Ιουστινιανῆς Καρχηδόνος τῆς ᾿Αφρικῆς

διοικήσεως δεδώκαµεν, ἐξ οὗπερ ὁ Θεός ταύτην ἡµῖν ἀποκατέστησε,


2
φυλάττεσθαι κελεύοµεν».

3. BV1, 12, 1 = Nov. 28 praet. τίτλος ιβ΄ «Περὶ τοῦ µοδεράτορος


Ἑλενοπόντου... Μεθ᾿ οὓς ᾗ τε ἡµετέρα καθέστηκε Λαζική, ἐν ᾗ καὶ ἡ Πετραίων

ἐστὶ πόλις, ὑφ᾿ ἡµῶν τὸ πόλις εἶναὶ τε καὶ ὀνοµάζεσθαι προσλαβοῦσα

κεχρηµένη τε τῷ τῆς ἡµετέρας εὐσεβείας ὀνόµατι καὶ ᾿Ιουστινιανὴ καλούµενη,


3
᾿Αρχαιόπολίς τε καὶ ῾Ροδόπολις, φρούριά τε µέγιστα καὶ ἀρχαῖα...»

4. Tὴν δὲ Oὐλπιανὴν ἢ δευτέραν ᾿Iουστινιανὴν εἰς τὸ Kιοστεντίλ, οὗ ἡ


4
περιοχὴ κατέχει τὸ ἀνατολικὸν ἄκρον τῆς Δαρδανίας.

99
1. CIC, R. Schoell, G. Kroll, Nov. CXXXI (PΛA) 131, 655 – 656.
2. H. J. Scheltema, Basilicorum libri V, titl. III, 142.
3. H. J. Scheltema, Basilicorum libri VI, titl. XII, 224. • Βλ. παράρτηµα • Θ. Γιάγκου, Κανόνες και
Λατρεία, Θεσσαλονίκη 2001, 120.
4. M. ∆ήµιτσας, Aυτοκέφαλο, 12.

γ. Πόλεις φέρουσες το όνοµα Iουστινιανούπολις

1. I Eπαρχία Παµφυλίας
ὁ Mυλόνης* ἤτοι ᾿Iουστινιανουπόλεως1

I´ τῷ Σίδης τῆς Παµφυλίας I´ τῇ Σίδῃ τῆς Παµφυλίας

ί ὁ Mυλώµης ἤτοι ᾿Iουστινιανουπόλεως ί ὁ Mυλώµης* ἤτοι ᾿Iουστινιανουπόλεως2

2. IH´ τῇ Nεοκαισαρείᾳ Πόντου Πολεµωνιακοῦ


ζ´ ὁΣπαλίας ἤτοι ᾿Iουστινιανουπόλεως3

3. KB´ τῇ Λαοδικείᾳ Φρυγίας Kαπατιανῆς

κα´ ὁ Oἰνοκώµης ἤτοι ᾿Iουστινιανουπόλεως4

κα´ τῇ Λαοδικείᾳ Φρυγίας Kαπατιανῆς

κα´ ὁ Oἰνοκώµης ἤτοι ᾿Iουστινιανουπόλεως5

4. ᾿Eπαρχία Θηβαΐδος δευτέρα


Kοντώ ἤτοι ᾿Iουστινιανουπόλεως6

5. ᾿Eπαρχία Φοινίκης Λιβανισίας


Eὐάριος ἤτοι ᾿Iουστινιανουπόλεως7

6. ᾿Eπαρχία Πησσηδίας, µητρόπολις ᾿Aντιοχείας


ἔχει ὑπ᾿ αὐτήν πόλεις ἤτοι ἐπισκόπους ιη´ τοῦ ᾿Iουστινιανουπόλεως8

7. ιθ´ ᾿Eπαρχία Λυκίας


ὁ Πολιωτῶν ἤτοι ᾿Iουστινιανουπόλεως9

8. ᾿Eπί Mηνά Πατριάρχου Πέτρος ᾿Iουστινιανουπόλεως τῆς δευτέρας Kαπαδόκων


10
ἐπαρχίας.

1. Hieroclis, Synecdemus, 171, 107, 171, 187* (H ορθογραφία ανήκει στα κείµενα).
2. J. Darrouzès, Notitiae, 314 – 5.
3. J. Darrouzès, Notitiae, 358.

100
4. J. Darrouzès, Notitiae, 359.
5. Hieroclis, Synecdemus, 253.
6. Hieroclis, Synecdemus, 83.
7. Hieroclis, Synecdemus, 91.
8. Hieroclis, Synecdemus, 158, 177.
9. Hieroclis, Synecdemus, 179, 190 –1.
10. Τα Πρακτικά της Συνόδου, εις Mansi VIII, 877 κε.
ΣYMΠEPAΣMATA A΄ ΠEPIO∆OY

Πρώτον, ο αυτοκράτορας Iουστινιανός µε τις δύο Nεαρές του, την IA΄ (XI)
που εκδόθηκε την 6η Mαΐου του 535 µ.X. και την PΛA΄ (CXXI) που εκδόθηκε
στα µέσα Mαρτίου του 543 µ.X., αναφέρεται στα προνόµια που έδωσε στην
αρχιεπισκοπή Πρώτης Iουστινιανής και τη µετάθεση της έδρας του Yπάρχου του
Iλλυρικού στη B΄ Παννονία, όπου βρίσκεται η ευτυχεστάτη πατρίδα του, όπως
την αποκαλεί «nostra felicissima patria colocare». H ∆ευτέρα Παννονία είναι
µια ευρύτερη περιοχή, όπως φαίνεται στον χάρτη 1 και βρίσκεται βορειότερα
από τη Mυσία, τη ∆ακία, τη ∆αρδανία και Πραιβαλιτάνη. O Iουστινιανός δεν
ορίζει ακριβώς την τοποθεσία της Πρώτης Iουστινιανής.

∆εύτερον, περισσότερες πληροφορίες για τη γενέτειρα του Iουστινιανού


αντλούµε από τους Iστορικούς Προκόπιο τον Kαισαρέα (540) και Aγαθία του
Σχολαστικού (590). O µεν Προκόπιος στο σύγγραµµά του «Περὶ τῶν τοῦ
Δεσπότου ᾿Iουστινιανοῦ Kτισµάτων», εξαίρει την πόλη Πρώτη Iουστινιανή, η
οποία βρίσκεται στη ∆αρδανία της Eυρώπης µετά το Eπιδάµνιο όρος κοντά στο
φρούριο Bεδεριανά, όπου είναι το χωριό Tαυρίσιο, το οποίο ο Iουστινιανός
µετονόµασε σε Πρώτη Iουστινιανή και το κόσµησε µε ποικίλα έργα.1

O Προκόπιος τοποθετεί την Πρώτη Ιουστινιανή στο Tαυρίσιο «ἐν


Δαρδάνοις που τοῖς Eὐρωπαίοις, οἵ δὴ µετὰ τοὺς ᾿Eπιδαµνίων ὄρους ᾤκηνται,

τοῦ φρουρίου ἄγχιστα, ὅπερ Bεδερίανα ἐπικαλεῖται, χωρίον Tαυρίσιον ὄνοµα


2
ἦν.»

Oι πληροφορίες που µας παρέχει είναι ασαφείς, διότι η ∆αρδανία είναι µία
µεγάλη περιοχή και βρίσκεται νοτιότερα της B΄ Παννονίας, που αναφέρει ο ίδιος
ο Iουστινιανός ότι βρίσκεται η πατρίδα του.

101
Aπό τα προαναφερθέντα συµπεραίνουµε ότι ο Προκόπιος ίσως δεν
επισκέφτηκε την περιοχή, αλλά όσα αναφέρει είναι πιθανόν ακούσµατα.

1. Προκόπιος, Περί Kτισµάτων, IV. 1, 17.1 – 19.5.


2. Προκόπιος, Περί Kτισµάτων, ΙV.I 17.1 – 19.5.

Tο ίδιο σφάλµα πράττει και ο Aγαθίας που αβασάνιστα αντιγράφει τον


Προκόπιο, όταν αφηγείται για την A΄ Iουστινιανή. Περισσότερο θα µπορούσαµε
να τους χαρακτηρίσουµε ως ρήτορες παρά ως αντικειµενικούς ιστορικούς στο
θέµα της γεωγραφικής τοποθέτησης της γενέτειρας του Iουστινιανού.

Ο Aγαθίας δεν αναφέρει καθόλου το Tαυρίσιο, παρά µόνον τα Bεδεριανά


θεωρεί ως πατρίδα του Iουστινιανού, τα οποία τοποθετεί στην Iλλυρία και όχι
στη ∆αρδανία «πατρίς δὲ ἦν αὐτῷ πόλις ᾿Iλλυρική, Bεδεριανὰ µὲν ἐκ παλαιοῦ
ὀνοµαζοµένη, ὕστερον δὲ Πρώτη ᾿Iουστινιανὴ µετακληθεῖσα· ᾿Iουστινιανὸς γὰρ

ὁ βασιλεύς, ἅτε δὴ κατ᾿ αὐτὴν τὴν εἰς φῶς προηγµένος, ἐκόσµησέ τε εἰκότως
1
τὴν πατρίδα ἔργοις ποικίλοις καὶ ἐξ ἀφανοῦς εὐδαίµονα ἐξειργάσατο».

O Aγαθίας τοποθετεί τη Bεδεριανή (δηλαδή µετονοµάζει το φρούριο


Bεδερίανα του Προκοπίου σε χωριό) στην Iλλυρία, που είναι ευρύτατη περιοχή
και δεν µπορεί γεωγραφικά να προσδιοριστεί.
Η Πρώτη Iουστινιανή απαντάται σε τρεις διαφορετικές περιοχές:
Στη ∆ευτέρα Παννονία, κατά τον Iουστινιανό.
Στη ∆αρδανία κατά τον Προκόπιο.
Στην Iλλυρία κατά τον Aγαθία.
Eποµένως, είναι αδύνατος ο προσδιορισµός της Πρώτης Iουστινιανής
γεωγραφικά µέσα από τις πηγές.2
Τρίτον, το Xρυσόβουλλο του αυτοκράτορα Iουστινιανού που
δηµοσιεύεται, στον πέµπτο τόµο του Συντάγµατος των Θείων και Iερών
Kανόνων, το κείµενό του αρχίζει µε την XI Nεαρά του Ιουστινιανού, η
γνησιότητα της οποίας αµφισβητείται. Με αυτήν την Νεαρά ο Iουστινιανός
προίκισε µε προνόµια τη γενέτειρά του Πρώτη Iουστινιανή. Το κείµενο της

102
Νεαράς διακόπτεται για να παρεµβληθεί ένα παρεµφερές κείµενο εµφανώς
γραµµένο µε άλλο σκεπτικό και για την επίτευξη διαφορετικού σκοπού.3

1. Αγαθίας Σχολ., Ιστοριών Ε. 190. 25 – 29. – J. P. Migne, PG 88, 1584.


2. Bλέπε Xάρτη Iβ.
3. Γ. Pάλλης – M. Ποτλής, Σύνταγµα V, 219 – 224.

Aυτό το Xρυσόβουλλο ο µεν Kονιδάρης το χαρακτηρίζει ως


ψευδοϊουστινιάνειο Xρυσόβουλλο,1 οι δε Γ. Pάλλης – M. Ποτλής το θεωρούν
υποβολιµαίο, εξαιτίας των κειµένων που το απαρτίζουν και της χρονολογίας του
Eσχατόκολλου «ἐν ἔτει φξς΄ (566). ᾿Eν µηνὶ Aὐγούστῳ ᾿Iνδικτιῶνος δ΄»,2 που
όπως φαίνεται τέθηκε αυθαίρετα και ανάγουν την χάλκευσή του στον 13ο αιώνα.

Tέταρτον, µε τις Nεαρές ο Iουστινιανός απέσπασε την πατρίδα του από


την κανονική δικαιοδοσία του µητροπολίτη Θεσσαλονίκης και την προβίβασε
όχι σε Πατριαρχείο, όπως υποστηρίζουν διάφοροι ιστορικοί, γιατί εξακολουθεί
να αναφέρει στις ∆ιατάξεις του τους τέσσερις Πατριάρχες, αλλά σε αυτοκέφαλη
Αρχιεπισκοπή, όπως αναφέραµε στο αντίστοιχο κεφάλαιο.

Mετά την ίδρυση της αυτοκέφαλης αρχιεπισκοπής έπρεπε ο αρχιεπίσκοπός


της να µετέχει κανονικά στις Συνόδους, να προηγείται του Θεσσαλονίκης και να
παρακάθεται ευθύς µετά τον Kύπρου και Kαρθαγένης.

Όπως έχουµε αναφέρει, ο αρχιεπίσκοπος Πρώτης Iουστινιανής δεν


παραβρέθηκε, παρ’ όλο που ήταν πρόσφατη η ίδρυση της αρχιεπισκοπής του,
ούτε στη Σύνοδο κατά Aνθίµου Σεβήρου και των οπαδών του, που
συγκροτήθηκε στην Kωνσταντινούπολη υπό του Πατριάρχου Mηνά (536 – 552
µ.X.),3 ούτε στην E΄ Oικουµενική Σύνοδο που έλαβε χώρα στην
Kωνσταντινούπολη το Mάιο του 553 επί πατριάρχου Eυτυχούς (552 - 556) όπου
µετείχαν πενήντα δύο επίσκοποι για να επικυρώσουν την καταδίκη των Tριών
Kεφαλαίων. O Πρώτης Iουστινιανής δε µετείχε ούτε στην Στ΄ Oικουµενική
Σύνοδο (680 µ.X.), αλλά ούτε µετά δέκα χρόνια στην Πενθέκτη Oικουµενική
Σύνοδο (692 µ.X.).4

103
H µόνιµη απουσία του αρχιεπισκόπου Πρώτης Iουστινιανής από τις
Oικουµενικές Συνόδους, µας οδηγεί στο συµπέρασµα ότι ο τίτλος του
αρχιεπισκόπου

1. Γ. Kονιδάρης, Συµβολαί, 73 – 74.


2. Γ. Pάλλης – M. Ποτλής, Σύνταγµα V, 224.
3. Τα Πρακτικά της Συνόδου, εις Mansi VIII, 877 κε. • Mελέτιος Mητρ. Νικοπόλεως, H Πέµπτη
Oικουµενική Σύνοδος, Aθήνα 1985, 152, 529, 525 – 539, 612.
4. Τα Πρακτικά της Συνόδου, εις Mansi XI, 929 - 1006. • Mελέτιος Mητρ. Nικοπόλεως, H Πέµπτη
Oικουµενική Σύνοδος, Aθήνα 1985, 152, 367, 435 – 482, 588, 595.

Πρώτης Iουστινιανής δε λειτούργησε και η ίδρυσή της παρέµεινε µόνο στο


κείµενο των Νεαρών ΧΙ και CXXXI, διότι πιθανόν ο Iουστινιανός δε θέλησε να
επιµείνει, γιατί αντιλήφθηκε ότι η Σύνοδος δεν ήταν διατεθειµένη να
αναγνωρίσει την εµµονή του στη µεταφορά της µητροπολιτικής έδρας από τη
Θεσσαλονίκη στην πρώτη Iουστινιανή και να της προσδώσει τον τίτλο της
Aρχιεπισκοπής.

Πέµπτον, µε την (131) CXXXI Nεαρά ο Iουστινιανός καθιερώνει το


αυτοκέφαλο της Aρχιεπισκοπής Πρώτης Iουστινιανής (κεφ. 3). H κανονικότητα
της ενέργειας αυτής αµφισβητείται.
Eκτός από την πολιτική σκοπιµότητα του αυτοκράτορα, επιβεβαιώνεται και
η ιδιότητά του ως παγκόσµιου νοµοθέτη, όπως προκύπτει από τη συχνότητα της
προβολής του αυτής µέσα από τα προοίµια των νόµων.1
Mε τη µέθοδο αυτή ο αυτοκράτορας επικυρώνει το κείµενο των ιερών
κανόνων. Στην προκειµένη περίπτωση δε θέλησε να επιµείνει στην επικύρωση
από τις Oικουµενικές Συνόδους της ίδρυσης της νέας Aρχιεπισκοπής Πρώτης
Iουστινιανής, για να µή χάσει το κύρος του, διαβλέποντας προφανώς και το
µάταιο του πράγµατος για λόγους γενικότερης ασφάλειας του βορείου τµήµατος
του Iλλυρικού.

104
1. H. Hunger, Prooimion, Elemente Bizandinischen der Kaiseridee in den Arengen der Urkunden, Wien
1964, 103. • Σ. Tρωιάνος, Θεσπίζοµεν, 1198 – 1199. • Γρηγόριος, αρχιγρ. Ιεράς Συνόδου,
Πραγµατεία, 55 – 70.

ΜEPOΣ ∆ΕΥΤΕΡΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Tρόπος επανεµφάνισης της Πρώτης Iουστινιανής

α. Η Εκκλησία της Βουλγαρίας

Ο Χρυσόβουλλος λόγος του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου του έτους 1272, που


εκδόθηκε από τον Benesevič το έτος 1911,1 είναι βασικό έγγραφο από το οποίο
αντλούνται στοιχεία για την ιστορία της Βουλγαρικής Εκκλησίας και ιδιαίτερα της
αρχιεπισκοπής Αχρίδος. Η µελέτη του Χρυσόβουλου λόγου και των παρεµβλητών σ’
αυτόν εγγράφων δίνουν ασφαλώς τη δυνατότητα να αναζητηθούν στοιχεία για τα
εκκλησιαστικά γεγονότα της εποχής στην οποία αναφέρονται.

Στα µέσα του ΙΧ αιώνα εµφανίστηκαν και πάλι ανταγωνισµοί και έριδες
µεταξύ Ρώµης και Κωνσταντινουπόλεως που προκλήθηκαν από το ενδιαφέρον
τους για το ποια από τις δύο θα επικρατήσει στα Βαλκάνια. Ο ανταγωνισµός
αυτός οδήγησε στην ίδρυση της Βουλγαρικής Εκκλησίας, που για πολιτική
σκοπιµότητα ο Τσάρος Βόρις έθεσε κάτω από την κυριαρχία του πατριαρχείου
της Κωνσταντινουπόλεως. Η ενέργεια αυτή του Βόρη είχε σοβαρές συνέπειες
στην εκκλησιαστική ζωή της Βουλγαρίας.2
Από τις υπάρχουσες πληροφορίες της εποχής εκείνης φαίνεται ότι το
Βυζάντιο παραχώρησε στον προκαθήµενο της Βουλγαρικής Εκκλησίας τον τίτλο
του αρχιεπισκόπου.3 Η πρώτη αξιόπιστη πληροφορία για την ύπαρξη της

105
αρχιεπισκοπής Βουλγαρίας προέρχεται από τον Συνεχιστή του Θεοφάνους: «Τὸ
Βουλγαρικὸν γένος... ταῖς τοῦ βασιλέως συχναῖς παρενέσεσι καὶ λαµπραῖς

1. V. Benesevič, Opisanie greceskich rukopisej monast, Ekateriny na Sinaje, t.1. Petersburg 1911, 542- 554.
2. Ι. Καραγιαννόπουλος, Το ιστορικό πλαίσιο του έργου των αποστόλων των Σλάβων, εις Κυρίλλω και
Μεθοδίω, Τόµος εόρτιος επί τη χιλιοστή και εκατοστή ετηρίδι, Ι, Θεσσαλονίκη 1966, 149. • Α.
Αγγελόπουλος, Βόρειος Μακεδονία, 26 – 28. • Α. Α. Ταχιάος, Ιστορία των Σλαβικών Ορθοδόξων
Εκκλησιών, Θεσσαλονίκη 1976, 71 – 81.
3. Ι. Ταρνανίδης, Η διαµόρφωσις του αυτοκέφαλου της Βουλγαρικής Εκκλησίας (864 - 1235),
Θεσσαλονίκη 1976, 41 κε. • T. Sabef, Samostoina narodnostna tsercfa v srednocovna Balgaria,
Sofija 1987, 240 κε.

δεξιώσεσιν, ἔτι δὲ καὶ ταῖς µεγαλοψύχοις φιλοτιµίαις τε καὶ δωρεαῖς,

ἀρχιεπίσκοπόν τε πείθεσθαι καταδέξασθαι καὶ ἐπισκόποις καταπυκνωθῆναι


1
τήν χώραν ἀνέχεται», και από επιστολή του Πάπα Ιωάννη του Η΄ στον
ηγεµόνα των Κροατών Domogoj µεταξύ των ετών 872 - 873, στην οποία γράφει:
“Qui (Ιγνάτιος) frequenter ob hoc excommunicatus non solum non quievit, verum
etiam illuc quemdam scismaticum sub nomine archiepiscopi destinavit”.2

Οι δύο µαρτυρίες βρίσκονται στα ίδια χρονικά πλαίσια, γιατί το Βυζάντιο


πρέπει να παραχώρησε αρχιεπίσκοπο στη Βουλγαρική Εκκλησία µετά την άρνηση
της Ρώµης να χειροτονήσει αρχιεπίσκοπο Βουλγαρίας αυτόν που υπέδειξε ο Βόρης
και µετά την αποποµπή του Σίλβεστρου από τον Βούλγαρο ηγεµόνα το έτος 869.3
Πράγµατι λίγες µόνο µέρες µετά τη λήξη των εργασιών της Συνόδου του έτους
869/70 έφθασαν αντιπρόσωποι του ηγεµόνα των Βουλγάρων Βόρη φέροντες το
ερώτηµα προς τη Σύνοδο, αν η Βουλγαρική Εκκλησία όφειλε να υπαχθεί στις
διαταγές της Ρώµης ή της Κωνσταντινουπόλεως. Η ευκαιρία για το Βυζάντιο ήταν
µοναδική. Η Σύνοδος συνήλθε σε έκτακτη συνεδρίαση και αποφάνθηκε ότι η
Βουλγαρική Εκκλησία όφειλε να υπαχθεί στο πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως.

Μετά από αυτό ο πατριάρχης Ιγνάτιος (846 – 858, 867 - 877), µε τους
επαίνους του αυτοκράτορα, χειροτόνησε τον αρχιεπίσκοπο της νέας
Βουλγαρικής Εκκλησίας, τον οποίο µαζί µε άλλους επισκόπους έστειλε στη
Βουλγαρία. Για να αποφύγουν βουλγαρικές αντιδράσεις παραχώρησαν οι

106
Βυζαντινοί σχετική αυτονοµία στη νέα εκκλησία,4 στον αρχηγό της οποίας
δόθηκε και τιµητική θέση

1. Συνεχιστής Θεοφάνους, (CB) 342. 9 – 15. • T. Sabef, Samostoina, 254.


2. «Πιο συχνά αυτός ο αναθεµατισµός όχι µόνος, όχι χωρίς αιτία τρόπον τινά σχησµατικά υπό το όνοµα
αρχιεπίσκοπος διορίστηκε». • Iohannis, VIII papae Epistolae, εις Izvori za Balgarskata Istorija,
Balgarska Akad. na Naukite,VII,138. • Ι. Ταρνανίδης, ∆ιαµόρφωσις 62. • Αρχιµ. Κ. ∆ελικάνης,
Πατριαρχικών Εγγράφων, 2. 3, 949 – 957.
3. V. Zlatarski, Istorija na Balgarskata darzava prez srednite vekove, 1, 2, Sofija 1927, 126. • Ι.
Ταρνανίδης, ∆ιαµόρφωσις, 62. • Ε. Kωνσταντίνου ή Tέγου - Στεργιάδου, Σιγίλλια, 73. • Ι.
Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Β3, 286
4. Anast. Bibliothecarius, Vita Hadriani II, εις Izvori za Bălg. Istorija, t VII, 188 – 200. • Fr. Dvornik,
The Photian Schism, Cambridge, 1948, 152.

στη βυζαντινή αυλική εθιµοτυπία.1 Μετά από τη χειρονοµία αυτή του Βυζαντίου
η Βουλγαρική Εκκλησία αναγνώρισε τα δικαιώµατα του Πατριαρχείου της
Κωνσταντινουπόλεως.2 Ο πρώτος αρχιεπίσκοπος που στάλθηκε από τον
Πατριάρχη Ιγνάτιο ονοµαζόταν Στέφανος.3
Ποια ήταν τώρα η «σχετική αυτονοµία» της Βουλγαρικής Εκκλησίας; Ο
Golubinski, αναφερόµενος στο πρόβληµα αυτό, εξέφρασε την άποψη ότι το µόνο
που παραχωρήθηκε στον προκαθήµενο της νέας εκκλησίας ήταν ο τίτλος του
αρχιεπισκόπου Βουλγαρίας. Για το Βυζάντιο όµως ο αρχιεπίσκοπος αυτός δεν
ήταν τίποτε άλλο από έναν µητροπολίτη εξαρτηµένο από το Πατριαρχείο της
Κωνσταντινουπόλεως.4
Ο Zlatarski υποστήριξε ότι το Βυζάντιο παραχώρησε µια εσωτερική
ανεξαρτησία στη Βουλγαρική Εκκλησία και ότι η ανεξαρτησία αυτή
υπογράφτηκε, όχι µόνο από τον Πατριάρχη Ιγνάτιο και τους εκπροσώπους της
Ανατολικής Εκκλησίας, αλλά και από τους εκπροσώπους της ∆υτικής Εκκλησίας,
που πήραν µέρος στην έκτακτη συνεδρίαση της Συνόδου του έτους 870.5 Προς τις
απόψεις του Golubinski και του Zlatarski κλίνει και ο Ostrogorsky, ο οποίος
δέχεται ότι η Βουλγαρική Εκκλησία, χωρίς να θεωρηθεί ανεξάρτητη από το
Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, απολάµβανε µιας σχετικής αυτονοµίας. Την
άποψη του o Ostrogorsky στηρίζει στο κείµενο του Κλητορολογίου του Φιλοθέου
(899) και στην τιµητική θέση που κατέχει ο βούλγαρος αρχιεπίσκοπος σ’ αυτό.6

107
1. Συνεχιστής Θεοφάνους. 341.7 κε. • Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Β3, 287.
2. G. Ostrogorsky, Ιστορία, ΙΙ, 110. • Iv. Snegarov, Parvata Balg. Patriarsija, Godisnik na Sof. Univ.
Bogosl. Fakult, 1948 - 1949, XXVI, 9 – 10.
3. Iv. Sneganov, Neizvesten dosega prepis ot razkata na “Cudo s balgarina Geotgi”, Izvori za
Balgarskata Istorija, 1952, 3 - 4, 295 - 296.
4. E. Golubinski, Kratkij ocerk pravoslavnych cerkevej bolgarskoj, serbskoj i rumunsko ili
moldovalaskoj, Moskva 1871, 254 – 256.
5. V. Zlatarski, Istorija, I, 254 – 256. • Ι. Ταρνανίδης, ∆ιαµόρφωσις 63.
6. G. Ostrogorsky, Istorija na Balgarskata darzava, στο Sabrana Dela, t. 4, 639 – 640. •
Κλητορολόγιο Φιλοθέου εκδ. Ν. Oikonomides, Le traité de Philothée, Les listes de préséance
byzantines des IXe èt Xe siècles, Paris 1972, 81. • Ε. Κωνσταντίνου ή Τέγου - Στεργιάδου, Σιγίλλια
,73. • Μ. Τρίτος, Η Μακεδονική Εκκλησία των Σκοπίων, Ιωάννινα 1999, 23. • T. Sabef, Samostoina,
1987, 242 «Τις συνθήκες ανόδου και ευνοϊκής ιστορικής κατάστασης µαρτυρεί η τιµητική θέση που
όρισε το Βυζάντιο στον Βούλγαρο προκαθήµενο αρχιεπίσκοπο» (Κλητορολόγιο Φιλοθέου), 81.
Πράγµατι στο Κλητορολόγιο του Φιλόθεου, η Βουλγαρία τίθεται ευθύς
µετά τους πατριάρχες και τους συγκέλους της Ανατολής: «Εἰ δὲ καὶ τῶν τῆς
᾿Ανατολῆς πατριαρχείων τύχοιεν σύγκελοι προκρίνονται κατά τa ἴδια αὐτῶν
1
πατριαρχεῖα. Ενθ’ οὕτως ὁ ἀρχιεπίσκοπος Βουλγαρίας».
Από τα Τακτικά (10ος–11ος αιώνας)2 τα οποία έχουν διασωθεί και
αναφέρονται στην αρχιεπισκοπή Βουλγαρίας, φαίνεται ότι η θέση της εκκλησίας
αυτής δεν άλλαξε τάξη πρωτοκαθεδρίας µέχρι τα χρόνια του Τσάρου Πέτρου (927 -
969), οπότε αναγνωρίστηκε η αρχιεπισκοπή Βουλγαρίας σαν Βουλγαρικό
Πατριαρχείο.3 Ο Ostrogorsky αναφέρει ότι το Βουλγαρικό Πατριαρχείο πρέπει να
ιδρύθηκε ήδη από τον Τσάρο Συµεών (893 - 927) στα τελευταία χρόνια της ζωής
του.4
Το Βουλγαρικό Πατριαρχείο διαλύθηκε και έπαυσε να υπάρχει όταν ο
αυτοκράτορας Ιωάννης Τσιµισκής µετά τη νικηφόρα του εκστρατεία κατά των
Βουλγάρων ανάγκασε το Βόρι να παραιτηθεί από το θρόνο του και να αρκεσθεί
στον τίτλο του µάγιστρου τον οποίο του απένειµε. Η Βουλγαρία µετά την ήττα
των Ρώσων προσαρτήθηκε στο Βυζάντιο.5 Ο θάνατος του Τσιµισκή έδωσε την
ευκαιρία να αποστατήσουν οι Βούλγαροι από το Βυζάντιο µε αρχηγό τους τον
ανήσυχο, φιλοπόλεµο και φιλόδοξο Σαµουήλ.6 Ο Σαµουήλ έκανε κέντρο του
βουλγαρικού κράτους την Αχρίδα, η οποία έγινε και εκκλησιαστικό κέντρο της
Βουλγαρίας, ως Πατριαρχείο της Αχρίδος.7

108
1. Κλητορολόγιο Φιλοθέου, εκδ. Ν. Oikonomides, Le traité de Philothée, 137, 245.
2. Ι. Καραγιαννόπουλος, Πηγαί της Βυζαντινής Ιστορίας, 1970, 265, 235, 202. • Ε. Κωνσταντίνου ή
Τέγου - Στεργιάδου, Σιγίλλια, 74.
3. Ι. Ταρνανίδης, ∆ιαµόρφωσις 89 - 93.
4. G. Ostrogorsky, Ιστορία, ΙΙ, 144, Αθήνα 1979 (Ελλην. µετ.). • Ι. Ταρνανίδης, ∆ιαµόρφωσις, 77 – 80.
5. Λέων ∆ιάκονος, 158.23. • Ιωάννης Σκυλίτζης, Σύνοψις Ιστοριών, 310.66. • Ι. Καραγιαννόπουλος,
Ιστορία Β3, 424. «᾿Η Βουλγαρία ὡς ἀνεξάρτητον κράτος διελύθη καὶ προσηρτήθη εἰς τὸ βυζαντινόν
κράτος... Τὸ Βουλγαρικόν πατριαρχεῖον ἔπαυσε ὡς ἐκ τούτου ὑφιστάµενον».
6. Iωάννης Σκυλίτζης, Σύνοψις Ιστοριών, 328.57 – 330.92 “πολεµικὸς ἄνθρωπος ὤν καὶ
µηδέποτε εἰδὼς ἠρεµεῖν”. • K. Άµαντος, Iστορία Β΄, 267 κε.
7. G. Ostrogorsky, Iστορία II, 184. “Tο Bουλγαρικό πατριαρχείο που είχε καταργήσει ο Tσιµισκής,
γιόρτασε την επανίδρυσή του στο κράτος του Σαµουήλ. Mετά από πολλαπλές µετατοπίσεις τελικά
εγκαταστάθηκε µόνιµα στην Aχρίδα, την πρωτεύουσα του Σαµουήλ”. • I. Tαρνανίδης, ∆ιαµόρφωσις
96. • E. Nαξίδου, Eκκλησία και Eθνική ιδεολογία από την Aρχιεπισκοπή της Aχρίδας µέχρι την ίδρυση
της αυτοκέφαλης “µακεδονικής” εκκλησίας, ∆. ∆. Θεσσαλονίκη 1998, 36 – 47.

Ο Prokič υποστηρίζει ότι το Πατριαρχείο της Αχρίδος ήταν συνάρτηση της


ίδρυσης του βουλγαρικού κράτους της Αχρίδος. Πιστεύει δηλαδή ότι το
Πατριαρχείο της Αχρίδος ήταν ανεξάρτητο από την προηγούµενη εκκλησιαστική
κατάσταση που επικρατούσε στη Βουλγαρία και ότι οι θεωρίες για συνέχεια του
Βουλγαρικού Πατριαρχείου από την Πρώτη Ιουστινιανή ή από το Πρώτο
Βουλγαρικό Κράτος, επινοήθηκαν πολύ αργότερα και απέβλεπαν στην
κατοχύρωση της ανεξαρτησίας της νέας αρχιεπισκοπής.1

Ο Snegarov θεωρεί ότι η αρχιεπισκοπή Αχρίδος είναι η συνέχεια του


Βουλγαρικού Πατριαρχείου, το οποίο ίδρυσε ο Τσάρος Συµεών και
αναγνωρίστηκε από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως την εποχή του
Τσάρου Πέτρου και του αυτοκράτορα Ρωµανού Λεκαπηνού.2

∆ε γνωρίζουµε πότε εµφανίστηκε για πρώτη φορά η Αχρίδα ως


αρχιεπισκοπή στην εκκλησιαστική ιστορία του Βυζαντίου. Η αρχιεπισκοπή
Αχρίδος δεν απαντά ρητά σε κανένα από τα Τακτικά µέχρι τις αρχές του 11ου
αιώνα. Η έλλειψη προηγούµενων ασφαλών πληροφοριών για τις επαρχίες ή τις
επισκοπές της περιοχής δεν µας επιτρέπουν να κάνουµε καµία υπόθεση για την
εκκλησία της Αχρίδος µέχρι το τέλος του 10ου αιώνα.

109
H Aχρίδα εµφανίζεται στις αρχές του 11ου αιώνα ως έδρα βούλγαρου
πατριάρχη και βουλγαρική πρωτεύουσα, στα τελευταία χρόνια της βασιλείας του
τσάρου Σαµουήλ (976 - 1014).3

O Σαµουήλ επέκτεινε την εξουσία του όχι µόνο σε ολόκληρη τη


Bουλγαρία, αλλά και σε µεγάλο µέρος της Bαλκανικής, επωφελούµενος από
τους συνεχείς αγώνες του Bασιλείου B΄ στην Aνατολή.
Aπό το 1003 όµως ο Bασίλειος ασχολείται σοβαρά µε τον Σαµουήλ,
εξαπολύοντας ένα φοβερό πόλεµο εναντίον του, µε µικρές διακοπές µέχρι το 1014,

1. B. Prokič, Postanak ohridskog patriarkarhata, “Glas Akademije”, 88, 1911, 180. • I. Tαρνανίδης,
∆ιαµόρφωσις, 97. • E. Kωνσταντίνου ή Tέγου–Στεργιάδου, Σιγίλλια, 74 – 75.
2. Iv. Snegarov, Istorija, 14 – 15. • I. Tαρνανίδης, ∆ιαµόρφωσις 96. • E. Kωνσταντίνου ή Tέγου –
Στεργιάδου, Σιγίλλια, 74.
3. G. Ostrogorsky, Iστορία, 184.

οπότε κατέστρεψε ολοσχερώς το στρατό του Σαµουήλ στη µάχη του Kλειδίου.1
O Bασίλειος B΄, µετά τη νικηφόρα µάχη του Kλειδίου και το θάνατο του
Σαµουήλ, επέφερε συντριπτικό κτύπηµα στη βουλγαρική αντίσταση.2 H
καθυπόταξη της χώρας συνεχίσθηκε µε µεθοδικότητα, µέχρι το θάνατο του
Iωάννη Bλαδισθλάβου, που σκοτώθηκε το Φεβρουάριο του έτους 1018 σε µια
επίθεση εναντίον του ∆υρραχίου,3 και ο πόλεµος µεταξύ Bυζαντίου και
Bουλγαρίας έλαβε τέλος. O Bασίλειος εισήλθε θριαµβευτικά στην Aχρίδα και
δέχθηκε την προσκύνηση από τη χήρα και τα άλλα επιζήσαντα µέλη της
οικογένειας του τσάρου.4 O στόχος του είχε πετύχει, η σκληροτράχηλη χώρα,
εναντίον της οποίας είχε αρχίσει τον πόλεµο περισσότερα από τριάντα χρόνια,
υποτάχτηκε στον εξηκοντάχρονο ηγεµόνα και ενσωµατώθηκε στο κράτος του.

Όσο η τακτική του Bασιλείου B΄ ήταν ωµή και αµείλικτη στο πεδίο της
µάχης, τόσο η πολιτική του απέναντι στην υποταγµένη χώρα ήταν µετριοπαθής και
συνετή. ∆ιαίρεσε τη Bουλγαρία σε δύο µεγάλες διοικητικές περιφέρειες, το Θέµα
της Bουλγαρίας και το Παραδούναβον ή Παρίστριον Θέµα.5 Aναγνώρισε τις
συνθήκες ζωής και τις συνήθειες της χώρας και επέτρεψε στους νέους υπηκόους

110
του, σε αντίθεση µε τον πληθυσµό των οικονοµικά ανεπτυγµένων επαρχιών της
αυτοκρατορίας, να καταβάλλουν φόρους όχι σε νόµισµα αλλά σε είδος.6

1. I. Kαραγιαννόπουλος, Iστορία, Β3, 454 - 460. • Γ. Θεοχαρίδης, Iστορία, 266 κε.


2. A. Kαραθανάσης, Θεσσαλονίκεια και Mακεδονικά, Θεσσαλονίκη 1996, 309, 346. • I.
Kαραγιαννόπουλος, Iστορία, Β3, 460 κε.
3. Iωάννης Σκυλίτζης, Σύνοψις Ιστοριών, 357.54 κε.
4. Iωάννης Σκυλίτζης, Σύνοψις Ιστοριών, 358.89 – 359.21 – 22 «…ἐδέξατο τὴν γυναῖκα ᾿Iωάννου τοῦ

Bλαδισθλάβου, σὺν τρισὶν υἱοῖς καὶ θυγατράσιν…»

5. I. Kαραγιαννόπουλος, Iστορία Β3, 469. • Γ. Θεοχαρίδης, Iστορία, 273. • G. Ostrogorsky, Iστορία,


II, 195.
6. Ιωάννης Σκυλίτζης, Σύνοψις Ιστοριών, 412.67. «Bασιλείου γὰρ τοῦ βασιλέως, ὁπηνίκα Bουλγάρους
ἐχειρώσατο, µὴ νεοχµῶσαι θελήσαντος ὅλως, µηδὲ µετακινῆσαι τὰ πράγµατα, ἀλλ᾽ ἐπὶ τῆς αὐτῆς

µένειν καταστάσεως… καὶ διδόναι τὸν ζεῦγος βοῶν ἔχοντα Bούλγαρον εἰς τὸ κοινόν σίτου µόδιον ἕνα

καὶ κέγχρου τοσοῦτον καὶ οἴνου στάµνον ἕνα, ὁ ὀρφανοτρόφος ἀντί τῶν εἰδῶν νοµίσµατα δίδοσθαι
3
διωρίσατο, ὅπερ µὴ εὐφόρως οἱ ἐγχώριοι φέροντες…» • I. Kαραγιαννόπουλος, Iστορία Β , 472 υπ.

917.

O Bασίλειος B΄ κατέβαλε επίσης ιδιαίτερη φροντίδα για τη ρύθµιση των


εκκλησιαστικών πραγµάτων της Bουλγαρίας. Tο βασικό οργανωτικό διάταγµα
µε το οποίο ρυθµίζονταν τα εκκλησιαστικά θέµατα της Bουλγαρίας έχει χαθεί.
Σώζονται τρία Σιγίλλια, τα οποία αποδίδονται στο Bασίλειο B΄ και είναι
παρεµβαλλόµενα στο Xρυσόβουλλο λόγο του Mιχαήλ H΄ του Παλαιολόγου, του
έτους 1272. Όπως αναφέρεται στα σιγίλλια αυτά, πρώτος αρχιεπίσκοπος της
νέας αρχιεπισκοπής Aχρίδος, υπήρξε ο Iωάννης, ο οποίος είχε στη δικαιοδοσία
του όλες τις επισκοπές που περιλαµβάνονταν, έστω και για σύντοµο χρονικό
διάστηµα, στο κράτος του τσάρου Πέτρου και του Σαµουήλ. Eκείνο που
µπορούµε από τώρα να πούµε είναι ότι, αν οι πληροφορίες αυτές είναι ακριβείς,
ο Bασίλειος υπήγαγε στη νέα Bουλγαρική Eκκλησία τεράστια έκταση. O λόγος
της ενέργειας αυτής, σύµφωνα µε τις απόψεις του Ostrogorsky, είναι ότι ο
Bασίλειος απέβλεπε στον περιορισµό της δύναµης του Πατριαρχείου της
Kωνσταντινουπόλεως.1 Σύµφωνα µε τη δική µας άποψη, αν πράγµατι ο
Βασίλειος έδωσε στη νέα αρχιεπισκοπή Αχρίδος τόσο µεγάλη έκταση, το έκανε

111
διότι τη θεωρούσε πλήρως υποταγµένη περιοχή στην πολιτική και
εκκλησιαστική εξουσία του Βυζαντίου.
Όµως, όπως παρατηρήθηκε, ο Bασίλειος B΄ δεν είχε λόγο να περιορίσει τη
δύναµη του πατριάρχη, ούτε να υπαγάγει Eλληνικές Eπισκοπές στη Bουλγαρική
Eκκλησία.2 Yπό τις συνθήκες αυτές το µέτρο του Bασιλείου B΄ είναι ανεξήγητο.
Aνάγκη, λοιπόν, να επανεξετάσουµε µέσα από τα έγγραφά µας, το ζήτηµα των
σχετικών προς την εκκλησία της Aχρίδος, διοικητικών µέτρων του Bασιλείου B΄.
O Xρυσόβουλλος λόγος του Mιχαήλ H΄ Παλαιολόγου του έτους 1272, µε
τον οποίο επικυρώνονται προνόµια, τα οποία είχαν χορηγηθεί παλαιότερα στην
αρχιεπισκοπή Aχρίδος, εκδόθηκε από τον Beneševič. Αυτός περιγράφει τον
κώδικα, που βρέθηκε στη Mονή της Aγίας Aικατερίνης του Σινά (Cod. Sinait, 508

1. E. Kωνσταντίνου ή Tέγου – Στεργιάδου, O Xρυσόβουλλος λόγος του Mιχαήλ H΄Παλαιολόγου του


έτους 1272 και η Eκκλησία Bουλγαρίας, Bυζαντιακά τοµ. 10ος 1990, 229 – 246. • G. Ostrogorsky,
Iστορία, II, 194.
2. I. Kαραγιαννόπουλος, Iστορία Β3, 474 υπ. 925.

(976) 17ος αιώνας) και περιλαµβάνει ολόκληρο το Xρυσόβουλλο λόγο του


Mιχαήλ H΄. O Xρυσόβουλλος λόγος αρχίζει από το φ. 113r και τελειώνει στο φ.
125v, έχει δε τον τίτλο: «Bασιλικόν γράµµα γράφον τὰ ἱεροκύκλια τῆς
ἁγιωτάτης µεγάλης ᾿Eκκλησίας τῆς α´ ᾿Iουστινιανῆς καὶ πάσης Bουλγαρίας,
1
Σερβίας καὶ λοιπῶν».

O Xρυσόβουλλος λόγος θεωρήθηκε σπουδαιότατο ιστορικό τεκµήριο, γιατί


σ’ αυτόν βασίζονται οι γνώσεις µας για την οργάνωση της αρχιεπισκοπής
Aχρίδος µετά την κατάκτηση της Bουλγαρίας από τον Bασίλειο B΄.

O Bασίλειος B΄, αφού κατέλυσε το κράτος του Σαµουήλ,2 µερίµνησε


σύµφωνα µε τις πληροφορίες που αντλούµε από τα σιγίλλια, που περιέχονται σ’
αυτόν, για την εκκλησιαστική διοίκηση της Bουλγαρίας3 και καθόρισε τα εξής:

Πρώτον, υποβίβασε το πατριαρχείο Bουλγαρίας σε αρχιεπισκοπή που


ονόµασε αρχιεπισκοπή Aχρίδος.

112
∆εύτερον, επέτρεψε την αυτοτέλεια της νέας αρχιεπισκοπής από τον
Bυζαντινό πατριάρχη.

Tρίτον, υπήγαγε την αρχιεπισκοπή Aχρίδος απ’ ευθείας στον


αυτοκράτορα, ο οποίος διατηρούσε το δικαίωµα να διορίζει τον αρχιεπίσκοπό
της.

Πρώτος αρχιεπίσκοπος της νέας αρχιεπισκοπής διορίστηκε ο µοναχός


Iωάννης.4 Άλλο βασικό οργανωτικό διάταγµα του Bασιλείου B΄ για την
αρχιεπισκοπή Aχρίδος δε γνωρίζουµε αν υπήρχε, γιατί δεν έχει διασωθεί τίποτε
σχετικό. Tο πρωτότυπο του Xρυσόβουλλου λόγου του Mιχαήλ H΄
Παλαιολόγου

1. V. Beneševič, Opisanie I, 326 – 327 (23). O κώδικας αυτός γράφτηκε το έτος 7127 από κτίσεως

κόσµου, δηλαδή το έτος 1619. βλ. V. Beneševič, Catalogus I, 323.


2. I. Kαραγιαννόπουλος, Iστορία Β3, 464 – 468. • ∆. Zακυθηνός, Iστορία, 425 – 437.
3. I. Kαραγιαννόπουλος, Iστορία Β3, 472 – 474. • ∆. Zακυθηνός, Iστορία, 438 – 439. • G.
Ostrogorsky, Ιστορία ΙΙ, 194. • Ε. Κωνσταντίνου ή Τέγου – Στεργιάδου, Σιγίλλια. (Στη µελέτη
αυτή αποδεικνύουµε τη χάλκευση των Σιγιλλίων του αυτοκράτορα Βασιλείου Β΄ από
εκκλησιαστικούς παράγοντες της αρχιεπισκοπής Αχρίδος για ίδιον όφελος).
4. V. Beneševič, Opisanie 544. 23 – 25.

έχει χαθεί. Tο κείµενό του όµως σώζεται σε τρία αντίγραφα και µια σλαβική
µετάφραση. Aντίγραφο του Xρυσόβουλλου λόγου περιέχουν οι κώδικες:
α΄. Kώδικας Παναγίου Tάφου (Cod. S. Sepulcri 145, 16ος αιώνας).1
β΄. Kώδικας µητροπολίτη Aργολίδος Γερασίµου (Cod. Gerasimi, 18ος αιώνας).2
γ΄. Kώδικας της Mονής αγίας Aικατερίνης του Σινά.3
δ΄. Σλαβική µετάφραση 15ος αιώνας. Bρίσκεται στη βιβλιοθήκη Λένιν στη
Mόσχα.4
Aπό τα σωζόµενα αντίγραφα του Xρυσόβουλλου λόγου, που αρχίζουν τον
15 και φθάνουν τον 18ο αιώνα, κανένα άλλο δεν περιέχει ολόκληρο το
ο

Xρυσόβουλλο λόγο µαζί µε τα σιγίλλια, εκτός από τον Kώδικα της Mονής Σινά
του 17ου αιώνα. H αναφορά που γίνεται στο Xρυσόβουλλο λόγο του Mιχαήλ H΄
για την Πρώτη Iουστινιανή, στηρίζεται στο ψευδοϊουστινιάνειο Xρυσόβουλλο που
αναφέραµε στο πρώτο µέρος της παρούσης εργασίας. Tο Xρυσόβουλλο αυτό δεν

113
αναφέρει τίποτε σχετικό µε την αρχιεπισκοπή Αχρίδος, ούτε θα µπορούσε
άλλωστε να αναφέρει, διότι η θεωρία της Aχρίδος ως Πρώτης Ιουστινιανής
επινοήθηκε πολύ αργότερα, όπως και η ταύτισή της µε την αρχιεπισκοπή Αχρίδος.

Στο δεύτερο µέρος της παρούσης εργασίας δε θα ασχοληθούµε µε την


αρχιεπισκοπή Αχρίδος και την ιστορική της εξέλιξη. Θα αναφερθούµε όµως στη
χρήση του ονόµατος, Πρώτη Ιουστινιανή, από τους εκάστοτε αρχιεπισκόπους
Αχρίδος και τους λόγους που τους οδήγησαν να θεωρήσουν ως τίτλο τιµής της
αρχιεπισκοπής τους, την αυθαίρετη χρησιµοποίηση του ονόµατος της Πρώτης
Ιουστινιανής στην αρχιερατική τους φήµη.

1. Tον κώδικα περιγράφει ο Παπαδόπουλος – Kεραµεύς, Iεροσολυµητική βιβλιοθήκη IV. 126, 133 –
134. O κώδικας αυτός παραµένει ανέκδοτος.
2. Tον κώδικα περιγράφουν οι Γ. Pάλλης – M. Ποτλής, Σύνταγµα 1. ι - ια΄. Tο τµήµα του
Xρυσόβουλλου λόγου του Mιχαήλ H΄ και µέρος του πρώτου σιγιλλίου που περιέχονταν στον
κώδικα του µητροπολίτη Aργολίδας Γερασίµου δηµοσιεύτηκαν από τους Γ. Pάλλη – M. Ποτλή
στο «Σύνταγµα τῶν θείων καὶ ῾Iερῶν Kανόνων», τ. 5, ᾿Aθήνησιν 1855, 266 - 269”. Tο ίδιο
κείµενο αναδηµοσίευσαν, από τους Γ. Pάλλη – M. Ποτλή, ο Zacharia von Lingenthal: jus
Graeco. Romanum, III, Leipzig, 1857, 319 και ο M. ∆ήµιτσας: Tὰ περὶ τῆς αὐτοκεφάλου
ἀρχιεπισκοπῆς τῆς Πρώτης ᾿Iουστινιανῆς ᾿Aχρίδος καὶ Bουλγαρίας, ᾿Aθῆναι 1859, 57 - 61.
3. E. Kωνσταντίνου ή Tέγου – Στεργιάδου, Σιγίλλια, 19.
4. A. M. Selisev, Makedonski Preglet Cod. IX, KH 2. 9 – 16.

114
β. Κατάλογος επισκοπών Πρώτης Ιουστινιανής

1. Οι επαρχίες της αρχιεπισκοπής Αχριδών και Πρώτης Ιουστινιανής


( Από τον Ιεροσολυµιτικό κώδικα 487 φ.146 )

Διονύσιος ἐλέῳ Θεοῦ ἀρχιεπίσκοπος τῆς πρώτης ᾿Ιουστινιανῆς

Σερβίας, Βουλγαρίας, ᾿Αλβανίας, δευτέρας Μακεδονίας, Πόντου δυτικοῦ

καὶ τῶν λοιπῶν πατριάρχης: - πρόεδρος ᾿Ιγνάτιος1

ᾶ ὁ Καστορίας Διονύσιος ἤτοι Νεκταριουπόλεως

β. ὁ Κορυτζᾶς ἤτοι Σελασφόρου

γ ὁ Δυρραχίου

δ ὁ Βοδηνῶν ἤτοι ᾿Εδέσσης Μητροφάνης

ε. ὁ Σισανίου ἤτοι Συστιουπόλεως

ς. ὁ Γρεβενῶν Θεοφάνης

ζ. ὁ Μπητολίας ᾿Ιάκωβος ἤτοι Πέλαγωνίας καὶ Πελεάπου

η. ὁ Μογλενῶν καὶ Μολίσκου ἤτοι Χλωρινοῦ ᾿Ιγνάτιος

θ. ὁ Στρουµνητζης Λεόντιος ἤτοι Τιβεριουπόλεως

ι. ὁ Μολισκοῦ

ια. ὁ Δεβρῶν

ιβ. ὁ Κατζάβου

ιγ. ὁ Βελεσσοῦ

ιδ΄. ὁ Βελεγράδων (᾿Ελιπασανίου) ἤτοι Νεκτάριος ᾿Ισπατίας καὶ Μουζακίας

ιε. ὁ Πρεσπῶν ᾿Ιωάσαφ

ιδ. ὁ Αὐλῶνος καὶ Κανίνου

ιζ. ὁ Κώρα Μόκρας ᾿Αρσένιος

1. H. Gelzer, Patriarchat, 31. • Αρχιεπίσκοπος Πρώτης Ιουστινιανής µε το όνοµα ∆ιονύσιος απαντάται


α) το έτος 1665 βλ. Η. Gelzer, Patriarchat, 27, β) το έτος 1713, βλ. Αρχιµ. Κ. ∆ελικάνης
Πατριαρχικών Εγγράφων, 810 γ) το έτος 1718 Ι. Μαρτινιανού, Ιστορία Μοσχοπόλεως, 50 και δ) το
1753 βλ. Αρχιµ. Κ. ∆ελικάνης, Πατριαρχικών Εγγράφων, 810, βλ. Η. Gelzer, 176. Ο συντάξας τον
επισκοπικό κατάλογο πρέπει να ήταν κάποιος ∆ιονύσιος που ποίµανε την αρχιεπισκοπή Πρώτης
Ιουστινιανής, µεταξύ 1665 - 1753 και είχε υπ’ όψιν του τα νόθα Χρυσόβουλλα, όπως φαίνεται από
τον τίτλο.

115
2. Τακρίριον Ιωάσαφ, αρχιεπισκόπου Πρώτης Ιουστινιανής προς τον
Σουλτάνο.1
(15 Saban 1133 = 11 Ιουλίου 1721)

Ἰωάσαφ ἐλέῳ Θεοῦ Ἀρχιεπίσκοπος Πρώτης Ἰουστινιανῆς Ἀχρίδων


Πίναξ

Τῶν εἰς τὸ Πατριαρχεῖον Ὀχρίδος2 ὑπαγοµένων Μητροπόλεων καὶ ἐπισκοπῶν

Μητρόπολις Βελεγράδων (1) µετά των καζάδων Μαλακασίου, Τεπελενίου,


Μουζακίου και Σκραπάρ
Επισκοπή Αυλώνος και της περιφέρειας (2)
Μητρόπολις Πετριτσίου και της περιφέρειας (3)
Το αρχικόν Ταγµάτιον του Πατριαρχείου
Μητρόπολις Καραφερίας (4) και της περιφερείας
Επισκοπή Μουζακίου (5) και της περιφερείας
Μητρόπολις ∆οµνίτσης (6) » » »
Μητρόπολις Κηρτζόβας (7) » » »
Μητρόπολις Γρεβενών (8) » » »
Επισκοπή Βελιγραδίου (9) » » »
Επισκοπή Μαλακασίου (10) » » »
Επισκοπή Ανασελίτσης (11) » » »
Επισκοπή Γούδα και Πρεµετής (12) και της περιφερείας
Επισκοπή ∆ίβρης (13) » » »
Επισκοπή Ελβασάν, Σπαθιάς, ∆υρραχίου (14) και της περιφερείας
Μητρόπολις Βοδενών (15) Γενινζέ Βαρδάρ » » »
Επισκοπή Καρατζά οβά (16) και της περιφερείας
Επισκοπή Στρωµνίτσης (17)3 Νιµούς και της περιφερείας

1. ∆. Ζακυθηνός, Συµβολαί εις την ιστορίαν των εκκλησιών Αχρίδος και Ιπεκίου, Μακεδονικά 1, 437 –
438 (Γενικά Αρχεία του κράτους: αριθµ. Γενικού Ευρετηρίου 281).
2. Σ. Βαρναλίδης, Ζωσιµάς, 105.
3. Η αρίθµηση ανήκει στο πρωτότυπο.

116
α. Κείµενον του τακριρίου

Ο υποφαινόµενος θεράπων της Α. Μεγαλειότητος δι’ Αυτοκρατορικού


Βερατίου Πατριάρχης Οχρίδας, Κορυτσάς, Αρπίτσας (18), Τεπελενίου (19),
Πρεµετής (20), Βελιγραδίου (21), Αυλώνος (22), Πρέσπας (23), Γρεβενών (24),
Ανασελίτσης (25), Σισανίου (26), Μοναστηρίου (27), ∆ίβρης (28) (της Αλβανίας),
Χούρσινε (29), Τζουµά (30), Οστρόβου (31), Καρατζόβας (32), Στρωµνίτσης (33),
Ραδοβιστίου (34), Βλαδόβου (35), Γιολµαγιά (36), Καστοριά (37), Γενησαίας (38),
Βιδινίου (39), ∆υρραχίου (40), Ελβασάν (41), Κήρτζοβα (42), Περλεπέ (43) και
Κολωνίας (44).1

«Σύντοµος ιστορική περιγραφή της ιεράς Μητροπόλεως Βελεγράδων και της υπό
την πνευµατικήν αυτής δικαιοδοσίαν υπαγόµενης χώρας».
Μητρόπολις Βελεγράδων (νυν Berat της Αλβανίας)2
(περιελάµβανε)
Βελάγραδα
Γραδέτζην
Οµτζόν
Γλαβεντίνον
Άσπρη Εκκλησιά
1. Νεώτερος κατάλογος της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος του υπ. αριθµ. 418 κώδικα του
Μετοχίου του Παναγίου Τάφου στην Κωνσταντινούπολη, φέρει τη µητρόπολη
των Βελεγράδων να κατέχει την πέµπτη τάξη στην Αρχιεπισκοπή Πρώτης
Ιουστινιανής Αχριδών.3
Μητροπόλεις Αχριδών4 Επισκοπαί Αχριδών
Καστορίας Σισανίου

1. ∆. Ζακυθηνός, Συµβολαί, Μακεδονικά, 1, 438. • Οι αριθµοί ανήκουν στο κείµενο.


2. ∆. Ζακυθηνός, Συµβολαί, Μακεδονικά, 1 , 440 • H. Gelzer, Ungedruckte, II, 43.
3. ∆. Ζακυθηνός, Συµβολαί, Μακεδονικά, 1, 440. Κατά δε τον Χρύσανθο Νοταρά, η µητρόπολη
Βελεγράδων είχε την «τῆς Σπαθίας, Μουζεκίας, Αὐλόνου καὶ Κανίνης, καὶ τὼρα ὃλαι µὶα λέγεται
τἀνῦν Βελεγράδων καὶ Κανίνης». • H. Gelzer, Ungedruckte, εις BZ 2 (1893) 43.

117
4. H. Gelzer, Patriarchat, 29 - 30.

Πελαγωνίας Μογλενών
Βοδηνών Πρεσπών
Γραιβενού Κιτζάβων
Βελεγράδων Ισπατίας
Αυλώνος Βελαατού
Στρωµνίτζης Μολισχού
Κορυτζάς Γκύρας
∆εβρών Ελµπασανίου

2. Επισκοπή Αυλώνος και της περιφερείας, ανήκουσα στην Αρχιεπισκοπή Πρώτης


Ιουστινιανής Αχρίδος, φέρεται υποκείµενη στην µητρόπολη ∆υρραχίου,
σύµφωνα µε το υπ. αριθµ. 418 κώδικα του Μετοχίου του Παναγίου Τάφου στην
Κωνσταντινούπολη.
Η Μητρόπολη Αυλώνος κατέχει την έκτη τάξη και επί πατριάρχου Ιεροσολύµων
Χρυσάνθου, τέθηκε µετά την επισκοπή Κανίνων στην µητρόπολη Βελεγράδων και
το 1706 ο Αυλώνος φέρει τον τίτλο Αυλώνος Κανίνου.1

β. Μητροπόλεις και Επισκοπές Πρώτης Ιουστινιανής και ο εντοπισµός τους

3. Η Μητρόπολις Πετριτσίου, σύµφωνα µε την επιστολή του έτους 1703 «Ἰγνὰτιος


ἐλέῳ Θεοῦ ὰρχιεπισκόπου τῆς ᾶ Ἰουστινιανῆς Ἀχριδῶν καὶ τῶν λοιπῶν

Πατριάρχης» ανήκε στην Αρχιεπισκοπή Αχριδών, ενώ ήθελε να σφετερισθεί το


καδηλίκι του Πετριτζίου, ο Μελενίκου.2

4. Μητρόπολις Καραφερίας και της περιφερείας Kara – Férya = Βέροια (τουρκιστί).


3

5. Επισκοπή Μουζακίου ή Μουζεκίας φέρεται ενωµένη µε την επισκοπή Σπαθίας


και υπάγονταν στη µητρόπολη Βελεγράδων. 4

1. H. Gelzer, Patriarchat, 31. • ∆. Ζακυθηνός, Συµβολαί, Μακεδονικά 1 , 441.


2. H. Gelzer, Patriarchat, 123. • ∆. Ζακυθηνός, Συµβολαί, Μακεδονικά 1, 441. (Παρατηρούµε ότι στους
νεώτερους χρόνους ο αρχιεπίσκοπος Πρώτης Ιουστινιανής αυθαιρέτως χρησιµοποιεί τον τίτλο
Πατριάρχης, βλέπε σχόλιο στις επόµενες σελίδες).

118
3. C. Mostraz, Dictionnaire, géographique de l’ empire ottoman, 138 – 139.
4. ∆. Ζακυθηνός, Συµβολαί, Μακεδονικά 1, 441.

6. Μητρόπολις ∆οµνίτσης (Doménitza - Doumének)


7. Μητρόπολις Κιρτζόβας ή Κίτσαβις (Kicav, Kicevo, Kricovo) στα Σιγίλλια του
Βασιλείου Β΄ φέρεται ως κάστρο και ανήκει στην Αχρίδα, αργότερα αποτελεί
ανεξάρτητη επισκοπή και επί πατριάρχου Χρυσάνθου Ιεροσολύµων λαµβάνει
την προσωνυµία «∆εβρών και Κιτζάβων». 1
8. Μητρόπολις Γρεβενών υπό Πρώτης Ιουστινιανής Αχριδών.2
9. Επισκοπή Βελιγραδίου.3
10. Επισκοπή Μαλακασίου.4
11. Επισκοπή Ανασελίτσης ή Ανασελίτζου (Lipsista Λίπσι) φέρεται συνήθως
ενωµένη µε την επισκοπή Σισανίου.5
12. Επισκοπή Γούδα και Πρεµετής (ο Κορυτσάς έφερε τον τίτλο Κορυτσάς και
Πρεµετής).6
13. Επισκοπή ∆ίβρης στον κώδικα 418 του Μετοχίου του Παναγίου Τάφου φέρεται
η επαρχία ∆εβρών ως µητρόπολη. Τον 17ο και 18ο αιώνα έπεσε στην τάξη των
επισκοπών.7
14. Επισκοπή Ελβασάν, Σπαθιάς, ∆υρραχίου και της περιφερείας.8
15. Μητρόπολις Βοδενών (Εδέσσης), Γενιτζέ Βαρδάρ (Γενιτσά).9
16. Επισκοπή Καρατζά οβά (Karadjowa = Μογλαινά = Ενωτία).10
17. Επισκοπή Στρωµνίτζης ή Στρωµνίτσης ή Στρουµµίτζης ή Τιβεριουπόλεως,
Νιµούς και της περιφερείας.11

1. ∆. Ζακυθηνός, Συµβολαί, Μακεδονικά 1, 441 – 442.


2. H. Gelzer, Patriarchat, 20, 29 – 31, 142. • A. P. Péchayre, εις Echos d’ Orient, 35 (1936) 303, 306
3. ∆. Ζακυθηνός, Συµβολαί, Μακεδονικά 1, 442.
4. ∆. Ζακυθηνός, Συµβολαί, Μακεδονικά 1, 442.
5. ∆. Ζακυθηνός, Συµβολαί, Μακεδονικά 1, 442. Βλ. Νο 25 και 26 παρόντος καταλόγου.
6. ∆. Ζακυθηνός, Συµβολαί, Μακεδονικά 1, 442. Βλ. Νο 20 παρόντος καταλόγου.
7. ∆. Ζακυθηνός, Συµβολαί, Μακεδονικά 1, 442.
8. ∆. Ζακυθηνός, Συµβολαί, Μακεδονικά 1, 442.
9. H. Gelzer, Patriarchat, 30.

119
10. H. Gelzer, Patriarchat, 53, 77, 87, 102, 109.
11. PG. 126, στ. 151 – 152. Βλ. Νο 33 παρόντος καταλόγου.

18. Αρπίτσα, βρίσκεται στη Θεσπρωτία στην κοινότητα Πέρδικας της επαρχίας
Μαργαριτίου «φρούριον ἄλλοτε τῆς Θεσπρωτίας πλησίον τῆς θαλάσσης
1
ἀντικρὺ τῆς Λευκίµης… κεῖται ἤδη ἡ Ἀρπίτζα…».
19. Τεπελένιον.2
20. Πρεµετή.3
21. Βελιγράδιον (Berat), Βελέγραδα (Arnaut – Bieligrad).4
22. Αυλών.5
23. Πρέσπα, επισκοπή Πρεασπών, Πρεσπών ή Πρασπών.6
24. Γρεβενά.7
25. Ανασελίτσα.8
26. Σισάνιον φέρεται συνήθως ενωµένη µε την επισκοπή Ανασελίτζης.9

27. Μοναστήριον (Toli. Monastir, Μπιτώλια ή Βούτελις) «Ἡ Πελαγονία, ἡ νῦν


Μπιτώλια καλουµένη, εἶχεν τὴν τῆς Περληάπου ἐπισκοπήν νῦν δὲ µία ὅλη,
10
ὅθεν τὰ νῦν γράφεται Πελαγωνίας ἤ Περληάπου ὁ ταύτης πρόεδρος».
28. ∆έβρης.11
29. Χούρσιντ (άγνωστο τοπωνύµιο).12
30. Τζουµά (Djuma, Eyalet de Nisch, liva de Samakow, près la Strouma).13

1. Π. Αραβαντινός, Χρον. Ηπείρου, ΙΙ, 18.


2. Π. Αραβαντινός, Χρον. Ηπείρου, ΙΙ, 164 - 165.
3. ∆. Ζακυθηνός, Συµβολαί, Μακεδονικά 1, 444. Βλ. Νο 12 παρόντος καταλόγου.
4. ∆. Ζακυθηνός, Συµβολαί, Μακεδονικά 1, 444.
5. ∆. Ζακυθηνός, Συµβολαί, Μακεδονικά 1, 444.
6. V. Beneševič, Cod. Sinait, 508, 546.
7. H. Gelzer, Patriarchat, 20, 30 - 31.
8. H. Gelzer, Patriarchat, 20, 30 - 31.
9. H. Gelzer, Patriarchat, 20, 30 - 31.
10. A. P. Péchayre εις Echos d’ Orient, 35 (1936), 317 – 319.
11. ∆. Ζακυθηνός, Συµβολαί, Μακεδονικά 1, 445. • Ε. Κωνσταντίνου ή Τέγου – Στεργιάδου, Σιγίλλια,
62. (Η ορθογραφία της Πελαγωνίας ανήκει στο κείµενο).
12. ∆. Ζακυθηνός, Συµβολαί, Μακεδονικά 1, 445.

120
13. ∆. Ζακυθηνός, Συµβολαί, Μακεδονικά 1, 445. • C. Mostras, Dictionnaire géographique de l’ empire
ottoman, 76.

31. Οστροβόν (Ostrovo) Άρνισσα, ανήκε σαν ενορία στην επισκοπή Μογλαίνων.1
32. Καρατζόβα.2
33. Στρωµνίτσα.3
34. Ραδοβίστιον.4
35. Βλάδοβον (Vladovo) Βαλάντοβον.
36. Καστοριά.5
37. Γιολµαγιά.6
38. Γενησαία.7
39. Βιδίνιον (Bdyn).8
40. ∆υρράχιον.9
41. Ελβασάν.10
42. Κήρτζοβα.11
43. Περλεπέ = Πρίλαπος (Prilep) ανήκε στον επίσκοπο Βουτέλεως ή Βιτωλίων ή
Πελαγονίας .12
44. Κολωνία στα Σιγίλλια του Βασιλείου Β΄ αναφέρεται η Κολώνη ως κάστρο
υποκείµενο στην επισκοπή Καστοριάς.13

1. H. Gelzer, BZ 2 (1893) 42. • V. Beneševič, Cod. Sinait, 508, 545.


2. ∆. Ζακυθηνός, Συµβολαί, Μακεδονικά 1, 446.
3. ∆. Ζακυθηνός, Συµβολαί, Μακεδονικά 1, 446.
4. H. Gelzer, BZ 2 (1893) 42.
5. Κώδιξ Ιεράς Μητροπόλεως Καστορίας, Εκκλησιαστική Αλήθεια, 20 (1900) 108–110, 123 –125,
140 – 143.
6. ∆. Ζακυθηνός, Συµβολαί, Μακεδονικά 1, 446.
7. ∆. Ζακυθηνός, Συµβολαί, Μακεδονικά 1, 446.
8. ∆. Ζακυθηνός, Συµβολαί, Μακεδονικά 1, 446.
9. ∆. Ζακυθηνός, Συµβολαί, Μακεδονικά 1, 446.
10. ∆. Ζακυθηνός, Συµβολαί, Μακεδονικά 1, 446.
11. ∆. Ζακυθηνός, Συµβολαί, Μακεδονικά 1, 446.

121
12. V. Beneševič, Cod. Sinait, 508, 545. • Ε. Κωνσταντίνου ή Τέγου – Στεργιάδου, Σιγίλλια, 62.
13. V. Beneševič, Cod. Sinait, 508, 545. • Ε. Κωνσταντίνου ή Τέγου – Στεργιάδου, Σιγίλλια, 62.

γ. Αἱ ἀρχιεπισκοπαί τοῦ µακαριωτάτου ἀρχιεπισκόπου Ἀχριδῶν.1


(από τον κώδικα της Εθνικής βιβλιοθήκης Αθηνών 1382)

ο Καστορίας µητροπολίτης και πρωτόθρονος


ο Μολυσκού
ο Μεγλένων2
ο Βοδενών και Σλανίτζης
ο Στρουµνίτζης
ο Βελεσσού
ο Πελαγωνίας ήτοι Μπητωλίας και Πριλεάσου
ο Κιτζάβου
ο Ντέµπρις
ο Ισπατείας και Μουζανείας
ο Βελεγράδων
ο Καννίνων και Αυλώνος
ο Σελασφόρου και Κοριτζών
ο Γκώρας και Μόκρας
ο Πρεσπών
ο Σισανίου και Ανασελίτζου
ο Γρεβαινών3

1. H. Gelzer, Patriarchat, 20.


2. Η ορθογραφία ανήκει στους κώδικες.

122
3. Η ορθογραφία ανήκει στον κώδικα.

3. Τάξις των θρόνων της πρώτης Ιουστινιανής ήτοι πάσης Βουλγαρίας1

α΄ ο Καστορίας α΄ ο Πελαγονίας
β΄ ο Σκοπίων β΄ ο ∆ιαβόλεως
γ΄ ο Βελεβουσδίου γ΄ ο Πρέσπας
δ΄ ο Σαρδικής ήτοι Τριαδίτζης δ΄ ο Καστορίας
ε΄ ο Μαλεσόβης ήτοι Μοροβισδίου ε΄ ο Γρεβενού
ς΄ ο Εδέσσης ήτοι Μογλένων ς΄ ο Μολίσκου
ζ΄ ο Ηρακλείας ήτοι Πελαγονίας θ΄ ο Μογλένων
η΄ ο Πρισδιάνων ι΄ ο Βοδένων
θ΄ ο Τιβεριουπόλεως ήτοι Στρουµµίτζης ια΄ ο Στροβών
ι΄ ο Νίσου ιβ΄ ο Σκορπίων
ια΄ ο Κεφαληνίας ήτοι Γλαβινίτζης ιβ΄ ο Πολούγου
ιβ΄ ο Μωράβου ήτοι Βρανιτζόβης ιδ΄ ο Τριαδίτζης
ιγ΄ ο Σιγιδών ήτοι Βελεγράδων ιε΄ ο Ράσου
ιδ΄ ο Βιδίνης ις΄ ο Νήσου
ιε΄ ο Σιρµίου ιζ΄ ο Σθλανίτζης
ις΄ ο Λιπενίου ιη΄ ο Ραβδοβισδίου
ιζ΄ ο Ράσου ιθ΄ ο Βελεβουσδίου
ιη΄ ο Σελασφόρου κ΄ ο Λιπενίου
ιθ΄ ο Σλανίτζης ήτοι Πελλών κα΄ ο Πρισδαρίου
κ΄ ο Ιλλυρικού ήτοι Κανίνων κβ΄ ο Στρουµπίτζης
κα΄ ο Γρεβενού κγ΄ Κανίνων ήτοι
κβ΄ ο ∆εύρης Ιλλυρικού
κδ΄ ο Βρεανόγης ήτοι Βλάχων κδ΄ ο ∆εύρης
κε΄ ο Βρεανόγου ήτοι
Βλάχων

1. J. Darrouzès, Notitiae, 13, 371 – 372, 834 – 856. • H. Gelzer, Patriarchat, 30 - 31. • Ε.
Κωνσταντίνου ή Τέγου - Στεργιάδου, Σιγίλλια, 59. (Από τα Σιγίλλια του Βασιλείου Β΄ και από τους
κώδικες Vaticanus Graec. 828, 354r, Sinait 1117, Kutlumus 9.)

123
4. Επισκοπές ανήκουσες στην Αρχιεπισκοπή Βουλγαρίας ήτοι Αχριδών

(που εµφανίζονται από τον 12ο έως τον 13ο αιώνα)

῾Υπόκεινται δὲ καὶ τῷ θρόνῳ


Τάξις τῶν θρόνων τῆς Πρώτης Αἱ ὑποκείµεναι ἐπισκοπαὶ
τῆς Βουλγαρίας ἤτοι τῷ
᾿Ιουστινιανῆς1 τῷ θρόνῳ τῆς Βουλγαρίας3
Ἀχριδῶν ἐπισκοπαὶ αὗται 2

α´ ὁ Καστορίας α´ ἡ Καστορία α´ ἡ Καστορία


β´ ὁ Σκοπίων β´ τὰ Σκόπια β´ τὰ Σκόπια
γ´ ὁ Βελεβουσδίου γ´ τὸ Βελεβούσδην γ´ τὸ Βελεβούσδιν
ὁ Σαρδικῆς ἤτοι
δ´ δ´ ἡ Τρωαδίτζα δ´ ἡ Τριάδιτζα
Τριαδίτζης
ε´ ὁ Μοροβισδίου ε´ ἡ Μελέσοφα ε´ ἡ Μαλέσοβα
ὁ ᾿Ηρακλείας ἤτοι
ζ´ ς´ τὰ Μίγλαινα ς´ τὰ Μόγλαινα
Πελαγονίας
η´ ὁ Πρισδιάνων ζ´ ἡ Πελαγωνία ζ´ ἡ Πελαγονία
ὁ Τιβεριουπόλεως ἤτοι
θ´ η´ τὰ Πρισδίανα η´ τὰ Πρισδίανα
Στρουµίτζης
ι´ ὁ <Νίσους> θ´ ἡ Στρούµιτζα θ´ ἡ Στρούµµιτζα
ὁ Κεφαληνίας ἤτοι
ια´ ι´ ἡ Ὄνισος ι´ ἡ Νίσος
Γλαβίντζης
ὁ Μοράβου ἤτοι
ιβ´ ια´ ἡ Γλαβινίτζα ια´ ἡ Γλαβινίτζα
Βρανιτζάβου
ὁ Σιγηδῶν ἤτοι
ιγ´ ιβ´ ἡ Βαντζόβα ιβ´ ἡ Βρανίτζοβα
Βελαγραδῶν
ιδ´ ὁ Βιδίνης ιγ´ τά Βελάγραδα ιγ´ τὰ Βελέγραδα
ιε´ ὁ Σιρµίου ἤτοι Στριάµου ιδ´ ἡ Βιδύνη ιδ´ ἡ Βιδύνη
ις´ ὁ Λιπαινίου ιε´ τὸ Λιµπέη ιε´ τὸ Λιπαρεία
ιζ´ ὁ ῾Ράσου ις´ τὸ Στρίµος ις´ τὸ Στριάµου
ιη´ ὁ Σλανίτζης ἤτοι Πελλῶν ιζ´ τὸ ῾Ράσος ιζ´ τὸ ῾Ράσον
κ´ ὁ ᾿Ιλλυρικοῦ ἤτοι Κανίνων ιη´ ἡ Δεάβολις ιη´ ἡ Δεάβολις
κα´ ὁ Γρεβυνοῦ ιθ´ ἡ Σθλανίτζα ιθ´ ἡ Σθλάνιτζα
κβ´ ὁ Δεὔρης κ´ τὸ Γρεβενόν κ´ τὸ Γρεβενόν
κγ´ ὁ Βρεανότης ἤτοι Βλάχων κα´ τὰ Κάνινα κα´ τὰ Κάνινα
κβ´ αἱ Δέβραι κβ´ αἱ Δέβραι
κγ´ ἡ Βλαχῶν κγ´ ἡ Βλάχων

1. H. Gelzer, Ungedruckte I, 257, cod. Vaticanus Graec 828, φ. 354r.


2. H. Gelzer, Texte 21, 633.
3. H. Gelzer, Ungedruckte I, 256 - 257. • Σ. Βαρναλίδης, Ζωσιµάς, 105 – 106. • Η ορθογραφία ανήκει
στο κείµενο.

124
Συµπεράσµατα:
1) Οι επισκοπικοί κατάλογοι της αρχιεπισκοπής Πρώτης Ιουστινιανής Αχριδών
και πάσης Βουλγαρίας που παραθέσαµε εµφανίζονται στις αρχές του ΙΑ΄
αιώνα, ενώ δεν υφίσταται καµία είδηση για την ύπαρξη της Αχρίδος ως
επισκοπής στους καταλόγους µέχρι και το τέλος του Ι΄ αιώνα, µε µόνη
εξαίρεση τον Γαβριήλ Αχρίδος, που το 879 µετείχε στη Σύνοδο της
Κωνσταντινουπόλεως επί Φωτίου και υπέγραψε τα πρακτικά.1

2) Ο τίτλος «Ἀρχιεπίσκοπος Ἀχριδῶν καὶ πάσης Βουλγαρίας» απαντάται για


πρώτη φορά στα Σιγίλλια του Βασιλείου Β΄ µε τα οποία καθαιρεί τον ∆αβίδ
τον υπό του Σαµουήλ αυτοβούλως αναγνωρισµένο Βούλγαρο Πατριάρχη και
ανεβάζει τον Ιωάννη ως αρχιεπίσκοπο.2 Ο απλός τίτλος «ο Βουλγαρίας» που
συνοδεύει την αρχιεπισκοπή Αχρίδος Πρώτης Ιουστινιανής φέρεται στις Not.
Episcopatuum της Εθνικής Βιβλιοθήκης Αθηνών Κώδικας 1374.3

3) Αριθµώντας τις επισκοπές Αχρίδος, Πρώτης Ιουστινιανής και πάσης


Βουλγαρίας παρατηρούµε συνεχείς µεταβολές και αναδιαρθρώσεις.
Επισκοπές που υπάρχουν στον ένα κατάλογο εξαφανίζονται στο δεύτερο και
εµφανίζονται στη θέση τους νέες αλλάζοντας συνεχώς τον εκκλησιαστικό
χάρτη της περιοχής. Οι αλλεπάλληλες αλλαγές των επισκοπών καθιστούν
δύσκολο τον προσδιορισµό της εκκλησιαστικής περιφέρειας Αχρίδος και
Πρώτης Ιουστινιανής. Στη δυσκολία του θέµατος συµβάλλουν: α) η αστάθεια
και η κινητικότητα της περιοχής, β) τα τοπωνύµια που συνεχώς αλλάζουν από
τη γλωσσική επίδραση των σλαβικών φύλων που σταδιακά εγκαθιστούνταν
στην περιοχή αυτή, γ) τα τρία Σιγίλλια του Βασιλείου Β΄ επέκτειναν την
εξουσία της αρχιεπισκοπής Αχρίδος στο µεγαλύτερο τµήµα της
νοτιοανατολικής Βαλκανικής, ώστε να αποτελέσει ένα µόρφωµα τριάντα
επαρχιών

1. J. D. Mansi, Sacrorum Conciliorum, 17A, 374 - 375.


2. V. Beneševič, Cat. Cod. Graec., I, 326 «Βασιλικόν γράµµα γράφοντα ἱεροκύκλια τῆς ἁγιωτάτης
µεγάλης ἐκκλησίας τῆς a΄ Ἰουστινιανῆς καὶ πάσης Βουλγαρίας, Σερβίας καὶ λοιπῶν»

3. V. Beneševič, Cod. Sinait, 508, 544.

125
4. H. Gelzer, Ungendructe, 569.

εκτεινοµένων από το Σίρµιο και τη Βιδύνη, στη Θεσσαλία και τα νότια


παράλια της Αδριατικής, από τη Χιµάρα ως τη ∆ρίστρα και µάλιστα σε
βάρος του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως που ανέκαθεν κατείχε ένα
µέρος αυτών των επισκοπών.1 δ) Πολύ σύντοµα στην εύρωστη αυτή
εκκλησιαστική περιφέρεια παρατηρήθηκε συρρίκνωση, σύµφωνα µε τους
εκκλησιαστικούς καταλόγους της εποχής του Αλεξίου Κοµνηνού τέλη
11ου αιώνα, όπου εµφανίζεται η αρχιεπισκοπή µε 23 επισκοπές
προστιθεµένων µεταξύ αυτών και των επισκοπών Γρεβενών, Πελλών,
Σθλάνιτζας και Βλάχων που δεν συµπεριλαµβάνονταν στα Σιγίλλια. ε)
Εύλογα γεννάται το ερώτηµα πότε δηµιουργήθηκαν οι 17 νέες επισκοπές
που εµφανίζονται στα Σιγίλλια του Βασιλείου Β΄ (1018 - 1020) στις
οποίες προστέθηκαν και 13 παλιές που αποσπάστηκαν από τις γειτονικές
µητροπόλεις; στ) Εµείς καταθέτουµε την άποψη ότι ο εκάστοτε
αρχιεπίσκοπος Αχρίδος προσπαθούσε να υφαρπάξει γειτονικές επισκοπές
και να τις προσθέσει στη δικαιοδοσία του. Το εγχείρηµα αυτό άλλοτε
ευοδωνόταν και άλλοτε όχι, όπως αναφέραµε στις περιπτώσεις των
αρχιεπισκόπων Ευθυµίου και Προχόρου των οποίων οι απαιτήσεις
ξεπέρασαν τα όρια της αρχιεπισκοπής τους ζητώντας δικαίωση στο
Πατριαρχείο, το οποίο και τις απέρριψε.2
4) Στην περίπτωση του Πρόχορου (1523 - 1537) έχουµε και το παράπτωµα της
σιµωνίας, διότι αγόρασε το θρόνο της Βερροίας για 100 φλουριά από την
Οθωµανική εξουσία στο ∆ιβάνι. Μετά την αντίδραση του Πατριάρχη επανήλθε
ο Πρόχορος στην έδρα του άπρακτος, αφού τιµωρήθηκε να πληρώσει το
Πατριαρχείο 4.600 φλουριά ως πατριαρχικό φόρο κάθε χρόνο την ηµέρα του
Αγίου Γεωργίου στην Υψηλή Πύλη. «τὰ 100 δηλαδὴ φλωρία ὑπισχνεῖτο…
προσκοµίζειν κατ᾽ ἔτος σὺν τοῖς λοιποῖς 4.500 φλωρίοις καὶ τὰ ἑκατόν

ταῦτα φλωρία, καὶ ἐγένετο ἡ ἀνακεφαλαίωσις τοῦ ἐτησίου δασµοῦ φλωρία

1. Για τη µή γνησιότητα των Σιγιλλίων έχουµε ήδη αναφερθεί σε σχετική µελέτη µας περί των

Σιγιλλίων του Βασιλείου Β΄.

126
2. Γ. Κονιδάρης, Συµβολαί, 65 - 77.

4.600 ὀφειλόµενα ἐκµετρεῖσθαι τῷ δηµοσίῳ παρά τοῦ Οἰκουµενικοῦ

Πατριαρχείου τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἄλλοι δὲ ἔγραψαν ὅτι ὁ Πρόχορος

αὐτός, ἀρχιεπίσκοπος Ἀχριδῶν, ἀντιποιούµενος τῆς Βεῤῥοίας, προσέθηκεν

εἰς τὸ χαράτζι φλωρία ἑκατόν, ἃ µὴ δυνάµενος ἀποφυγεῖν ὁ Κύρ ῾Ιερεµίας

ἐδέχθη, καὶ ἔγινε τὸ ἐτήσιον χαράτζι φλωρία 4 χιλιάδες καὶ ἑξακόσια,


1
διδόµενον κατ’ ἔτος τῇ ἑορτῇ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου».

5) Η ενέργεια αυτή είναι αρκετή για να γίνει αντιληπτός ο τρόπος της εύκολης
αλλαγής των επισκοπικών πινάκων, αν λάβει κανείς υπ’ όψιν του και το
διαµελισµό της βυζαντινής αυτοκρατορίας εξαιτίας των σταυροφοριών,
περίοδο κατά την οποία οι σλαβικοί λαοί διεκδικούσαν την εκκλησιαστική
τους αυτονοµία και την έλαβαν µε την ίδρυση του Πατριαρχείου Τυρνόβου το
1235 όταν αυτό αναγνωρίστηκε από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως2
και τη δηµιουργία της αυτοκέφαλης Σερβικής αρχιεπισκοπής του Πεκίου στις
αρχές του 13ου αιώνα, µε τη συγκατάθεση του Πατριαρχείου
3
Κωνσταντινουπόλεως. Η δηµιουργία δύο ανεξάρτητων εκκλησιών, της
Βουλγαρίας και της Σερβίας, έγιναν αιτία να αποσπαστούν από την
αρχιεπισκοπή Αχρίδος Πρώτης Ιουστινιανής και άλλες επισκοπές, µε
αποτέλεσµα στα τέλη του 14ου αιώνα να παραµείνει µε δέκα επτά επισκοπές.4
Γεγονός για το οποίο διαµαρτυρήθηκε εντονότατα ο ∆ηµήτριος Χωµατιανός,
αρχιεπίσκοπος Αχρίδος, Πρώτης Ιουστινιανής και πάσης Βουλγαρίας, στον
πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γερµανό.

1. Μart. Crusius, TurcoGraecia, I. II, 163 – 164. • Υψηλάντης Κοµνηνός Αθανάσιος, Τα µετά την
άλωσιν, 62.
2. Ι. Ταρνανίδης, ∆ιαµόρφωσις, 144.
3. Αρχιµ. Κ. ∆ελικάνης, τ. 3, 903 - 928. • ∆. Ζακυθηνός, Συµβολαί, Μακεδονικά 1, 447 κε.

127
4. H. Gelzer, Patriarchat, 19 - 20.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ∆ΕΥΤΕΡΟ

Aρχιεπίσκοποι Bουλγαρίας, Aχριδών, Πρώτης Iουστινιανής

Oι Bούλγαροι αρχιεπίσκοποι επιζητούσαν από τον τσάρο Πέτρο (927 -


967) να επιτύχει την αναγνώριση της εκκλησιαστικής τους αυτονοµίας από τον
βυζαντινό αυτοκράτορα και πατριάρχη.
O αυτοκράτορας Bασίλειος B΄ µε διπλωµατικό τρόπο κατήργησε τον ∆αβίδ
που οι ίδιοι οι Bούλγαροι τιτλοφόρησαν πατριάρχη και τον αντικατέστησε µε το
νέο αρχιεπίσκοπο Bουλγαρίας Iωάννη ανακηρύσσοντας την εκκλησία του
αυτοκέφαλη, αλλά υποκείµενη απ’ ευθείας στον Πατριάρχη.1 H χειροτονία του
αρχιεπισκόπου γίνονταν από τον Πατριάρχη και όχι «ὑπό τῆς Συνόδου τῶν ἰδίων
2
ἐπισκόπων», όπως αναφέρεται στην Iουστινιάνειο Nεαρά και έφερε τον τίτλο του
αρχιεπισκόπου Bουλγαρίας και άλλοτε Aχρίδος και µετείχε των Συνοδικών
συνεδριάσεων.

Αρχιεπίσκοποι Αχριδών πριν τον Ιωάννη


τον αναφερόµενο στα σιγίλλια του Βασιλείου Β΄
Α. Κατελιάνος3 Ὁ αὐτὸς βασιλεὺς Α. Κατελιανῷ τῷ µακαριωτάτῳ
3
(535) Ἀρχιεπισκόπῳ τῆς Α΄ Ἰουστινιανῆς.
4
Βενετάτος
(550)
Λέων5
Ιωάννης6
(687)
Στέφανος Ἀχριδῶν7 Πρώτος αρχιεπίσκοπος Aχρίδος εµφανίζεται ο Στέφανος
(847 - 860) που στάλθηκε από τον πατριάρχη Iγνάτιο (847 - 858) - (867
7
- 877) στην αρχιεπισκοπή Aχρίδας.

1. I. Tαρνανίδης, Το Αυτοκέφαλο, 40 – 52. • E. Kωνσταντίνου ή Tέγου – Στεργιάδου, Σιγίλλια, 73 –


76. Το κεφάλαιο αυτό το παραθέτουµε για να δείξουµε χρονικά τη χρήση του τίτλου «Πρώτη
Ιουστινιανή» από τους εκάστοτε αρχιεπισκόπους Αχρίδος.
2. Γ. Ράλλης – Μ. Ποτλής, Σύνταγµα, 1 (1852), Φώτιος Πατρ. Kωνσταντινουπόλεως, Nοµοκάνων,
42 κεφ E΄.
3. G. Kroll, C.I.C., Novelle, Berlin 1956, Nov. XI, 94.
4. Κ. Σκενδέρης, Ιστoρία Μοσχοπόλεως, 66.
5. Άνθιµος Αλεξούδης Μητρ. Αµασείας, Χρονικός κατάλογος των πάλαι ποτέ αρχιεπισκόπων της
Πρώτης Ιουστινιανής Αχριδών, εις Εκκλησιαστική Αλήθεια, 9, 1888 – 1889, 159.

128
6. Κ. Σκενδέρης, Ιστορία Μοσχοπόλεως, 66.
7. I. Kαραγιαννόπουλος, Iστορία Β3, 270 – 273, 279, 282, 285, 286, 305.
Νικόλαος1 (855)
Ιωσήφ2 (861)
Σίλβεστρος Ἀχριδῶν3
(870)
Θεοφύλακτος4 (870)
Γαβριήλ Ἀχριδῶν5 Tο όνοµά του γίνεται γνωστό όταν έλαβε µέρος στη Σύνοδο
(879) της Kωνσταντινουπόλεως το 879 µαζί µε άλλους 383
επισκόπους. Yπογράφει ενενηκοστός πέµπτος µε τον τίτλο
5
Γαβριήλ Αχρίδος.
Σέργιος6 (879)
Γεώργιος7 (881)
Kλήµης8 Aνέπτυξε αξιολογότατη ποιµαντική και εκκλησιαστική
(893 – 916) δράση στην αρχιεπισκοπή Aχρίδος. 8
∆αµιανός9 «Ὑπό τοῦ αὐτοκράτορος ᾽Ιωάννου Τσιµισκή, ὁ ἐκ νέου
(959) αὐτοκληθείς Πατριάρχης τῶν Βουλγάρων Δαµιανός
9
ἀπεξεδύθη ἐν Δορυστόλῳ τὸν τίτλον τοῦτον.»
Γερµανός10 ἐν Βοδηνοῖς καὶ ἐν τῇ Πρέσπᾳ.
10

ὁ καὶ Γαβριήλ (963)


Nικόλαος11
(976)
Φίλιππος12
∆αυίδ13 ἐν Λυχνίδη τῇ πάλαι µὲν Σασσαρίπη προσαγορευοµένη,
(998 – 1018) νῦν δὲ ᾿Aχρίδι τοῦ αὐτοκαλουµένου Πατριάρχου Δαυίδ καὶ
τῶν Βουλγάρων Βογιάρων… προσελθόντων ἐνώπιον
13
Βασιλείου Β΄ παραδόντων… φρούρια.
Iωάννης14 Eµφανίζεται στα σιγίλλια του Bασιλείου B΄
(1018 – 1020) Καὶ τὸν εὐλαβέστατον µοναχόν Ἰωάννην ἀρχιεπίσκοπον
Βουλγαρίας ἐκυρώσαµεν εἶναι καὶ τὰ τῇ ἀρχιεπισκοπῇ
14
προσήκοντα παρ᾽ αὐτοῦ ἰθύνεσθαι.

1. Άνθιµος Αλεξούδης Μητρ. Αµασείας, Κατάλογος, εις Εκκλησιαστική Αλήθεια, 9 (1888–1889), 159.
2. Άνθιµος Αλεξούδης Μητρ. Αµασείας, Κατάλογος, εις Εκκλησιαστική Αλήθεια, 9 (1888–1889), 159.
3. Κ. Σκενδέρης, Ιστορία Μοσχοπόλεως, 66.
4. Άνθιµος Αλεξούδης Μητρ. Αµασείας, Κατάλογος, εις Εκκλησιαστική Αλήθεια, 9 (1888–1889), 159.
5. A. A. Tαχιάος, Iστορία των Σλαβικών Oρθοδόξων εκκλησιών 1976, 75. • Αρχιµ. Κ. ∆ελικάνης,
Πατριαρχικών Εγγράφων, 957.
6. Άνθιµος Αλεξούδης Μητρ. Αµασείας, Κατάλογος, εις Εκκλησιαστική Αλήθεια, 9 (1888–1889), 159.
7. Άνθιµος Αλεξούδης Μητρ. Αµασείας, Κατάλογος, εις Εκκλησιαστική Αλήθεια, 9 (1888–1889), 159.
8. A. A. Tαχιάος, Iστορία των Σλάβων, 75. • Ι. Αναστασίου, Βίος Κλήµεντος Αχρίδος, ΕΕΘΣΘ, 12
(1967) 162 – 184.
9. Αρχιµ. Κ. ∆ελικάνης, Πατριαρχικών Εγγράφων, 959. • H. Gelzer, Patriarchat, 6.
10. A. A. Tαχιάος, Πηγές, 57. • H. Gelzer, Patriarchat, 6.
11. Κ. Σκενδέρης, Ιστορία Μοσχοπόλεως, 66.
12. H. Gelzer, Patriarchat, 6.
13. Αρχιµ. Κ. ∆ελικάνης, Πατριαρχικών Εγγράφων ΙΙΙ, 960. • H. Gelzer, Patriarchat, 6.

129
14. JGR I., 272, B. Beneševič, Opisanie..., Petersburg 1911, 544. • Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία B3,
473. • Ε. Κωνσταντίνου ή Τέγου – Στεργιάδου, Σιγίλλια, 73 – 76, 80 – 81. • H. Gelzer, Patriarchat, 6.

Αρχιεπίσκοποι Αχριδών µετά τον Ιωάννη


1
Λέων Λέων ὁ εὐεργέτης πρῶτος ἐκ Ρωµαίων χαρτοφύλαξ τῆς
1
(1042 - 1054) µεγάλης ἐκκλησίας.
Θεόδουλος2 Θεόδουλος ἡγούµενος τοῦ Ἁγίου Μωκίου ὁ κτίσας τὴν
2
(1054 – 1056) ἄνωθεν µεγάλην ᾿Εκκλησίαν διὰ ᾿Ιωάννου τοῦ ῎Αντιου.
Iωάννης3 ᾿Iωάννης ὁ ἐκ Λάµπης, συνασκητὴν δὲ καὶ σύµπονον τοῦ
3
(1059 – 1067) Ξιφιλίνου.
Iωάννης ο άοινος4 Hγούµενος της µονής Aπριτζίου.4
(1070)
Θεοφύλακτος5 Ὁ ἐξ᾽ Εὐρίπου ῥήτωρ καὶ διάκονος τῆς µεγάλης
(1071 – 1110) ᾿Εκκλησίας. ∆ε γνωρίζει τη θεωρία της Πρώτης Iουστινιανής
5
και δεν κάνει χρήση του τίτλου αυτού.
6 6
Λέων Λέων (ο Mουγκός) ὤν Mάξιµος διεδέξατο.
(1110 – 1120)
Mιχαήλ Mάξιµος7 ὀστιάριος ὤν καὶ ἐν τοῖς πατριαρχικοῖς ἄρχουσι καὶ
7
διάκονος τῆς µεγάλης ᾿Εκκλησίας.
Eυστάθιος8
(1134)
Iωάννης Kοµνηνός,9 Ὑιός τοῦ ἀοιδίµου δεσπότου τοῦ πανευτυχεστάτου
ο µοναχός πρώτου σεβαστοκράτορος κυροῦ ᾿Ισαακίου τοῦ Κοµνηνοῦ.
(1143 - 1157) ∆ιαδραµάτισε σπουδαίο ρόλο στη Σύνοδο που έγινε το 1156
κατά του Σωτηρίου Παντευγένου. Yπογράφει ως εξής: «ὁ
ταπεινός µοναχός Ἰωάννης καὶ ἐλέῳ Θεοῦ ἀρχιεπίσκοπος
α΄ Ἰουστινιανῆς καὶ πὰσης Bουλγαρίας ὁ Kοµνηνός ὁρίσας
ὑπέγραψα». (Πρώτη εµφάνιση του τίτλου Πρώτης
9
Iουστινιανής).
10
Kωνσταντίνος Α΄ 1157 – 1166 (καθαιρεθείς).
Bυκινάτωρ10
(1157– 1166)
Ανώνυµος11 Aρχιεπίσκοπος της Αχρίδος που στεφάνωσε τον Αλέξιο Β΄
11
(1205 - 1206) Κοµνηνό (1180 - 1183) µε την κόρη του Ανδρόνικου.

1. Ιωάννης Σκυλίτζης, Σύνοψις Ιστοριών, 412, 67. • Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Β3, 496. • A. A.
Tαχιάος, Πηγές, 58.
2. Μ. ∆ήµιτσας, Αυτοκέφαλο, 62. • A. A. Tαχιάος, Πηγές, 58. • H. Gelzer, Patriarchat, 8.
3. H. Gelzer, Patriarchat, 8. • A. A. Tαχιάος, Πηγές, 58.
4. H. Gelzer, Patriarchat, 8. • A. A. Tαχιάος, Πηγές, 58.
5. Ιωάννης Σκυλίτζης, Σύνοψις Ιστοριών, 124. • B. Nεράντζη - Bαρµάζη, Θεοφύλακτος Aχριδών,
ανάτυπο Bυζαντινή Mακεδονία, 231–238.• Μ. ∆ήµιτσας, Αυτοκέφαλο, 64.•H. Gelzer, Patriarchat, 8.
6. H. Gelzer, Patriarchat, 8.• Μ. ∆ήµιτσας, Αυτοκέφαλο, 64. • ∆οσίθεος Ιεροσολύµων, Περί
Πατριαρχών, κεφ. Β΄, § 4.
7. Μ. ∆ήµιτσας, Αυτοκέφαλο, 64.
8. H. Gelzer, Patriarchat, 8.
9. H. Gelzer, Patriarchat, 7 - 8 – 9. • J. Ivanov, Bălgarski starini iz Makedonija, Sofia 1934, 565. • Σ.
Βαρναλίδης, Ζωσιµάς, 106. • H. Gelzer, Patriarchat, 8 - 9.

130
10. H. Gelzer, Patriarchat, 9.
11. Η. Gelzer, Patriarchat, 9.
Kωνσταντίνος Ἀνώνυµον ἔγραφον τῆς ἀρχιεπισκοπῆς Ἀχριδῶν: εἷχε τὸ
Kαβάσιλας1 µηνὶ Ἰουλίῳ ἰνδικτιῶνος η διὰ τῆς πατριαρχικῆς θείας
1
(1204 – 1206) χειρὸς καὶ τὴν κηρίνην πρασίνην σφραγίδα.
Iωάννης Καµατερός2 Δηλαδή τῷ ἐπὶ τοῦ κανικλείου Ἰωάννῃ Καµατηρῴ, ὃν
(1213 – 1218) ὕστερον ἀρχιποιµένα ἡ τῶν Βουλγάρων προεδρεύουσα
2
ἔλαχε.
∆ηµήτριος Δηµήτριος ἐλέῳ Θεοῦ ἀρχιεπίσκοπος τῆς α΄ Ἰουστινιανῆς
3
Xωµατιανός3 καὶ πὰσης Bουλγαρίας.
(1216 - 1234)
Iάκωβος Στεφθείς παρὰ τοῦ Ἀχριδῶν Ἰακώβου ὁ Θεόδωρος, ὅς καὶ
4
Προάρχειος4 βασιλικῆς ἀναῤῥήσεως κατά δύσιν ἠξιώθη.
(1232)
Iωαννίκιος Σέργιος5
(1241)
Aδριανός6
Γεννάδιος7 ὅς δὴ καὶ ἐπὶ τῇ πρώτῃ Ἰουστινιανῇ ψηφισθεὶς καὶ τὴν
(1289) ψῆφον δεξάµενος ἐπιδηµήσας καὶ ἐγχρονίσας ἔπειτα
7
παρητεῖτο.
Mακάριος8 Ἀνηγέρθη ὁ θεῖος καὶ πάνσεπτος ναός τῆς ὑπεραγίας
(1294) δεσποίνης ἡµῶν Θεοτόκου τῆς περιβλέπτου διὰ συνδροµῆς
καὶ ἐξόδου προγόνου υἱούς Γρούρου τῆς εὐσεβεστάτης κυρίας
Eὐδοκίας, γαµβροῦ τοῦ κραταιοτάτου καὶ εὐσεβεστάτου
βασιλέως ῾Pωµαίων ᾿Aνδρονίκου Παλαιολόγου καὶ Eἰρήνης
τῆς εὐσεβεστάτης συζύγου, ἀρχιερατεύοντος Mακαρίου τοῦ
παναγιωτάτου ἀρχιεπισκόπου τῆς Πρώτης Ἰουστινιανῆς
8
Ἀχριδῶν καὶ πάσης Bουλγαρίας ἐπὶ ἔτει ,ς ωγ.
Γρηγόριος9 ἐπὶ τούτοις πᾶσι καὶ ὁ ἀρχιεπίσκοπος Bουλγαρίας
(1316 – 1332) Γρηγόριος ἀνὴρ σοφός τε εἰς λόγους καὶ θαυµάσιος
9
συνέσει καὶ τῆς ὄντως σοφίας ἄκρως ἐπειληµµένος.

1. Η. Gelzer, Patriarchat, 12. • Μ. ∆ήµιτσας, Αυτοκέφαλο, 66. • Α. Karpozilos, Controversy, 84.


2. Μ. ∆ήµιτσας, Αυτοκέφαλο, 65. • H. Gelzer, Patriarchat, 11.
3. ∆ηµήτριος Xωµατιανός, J. Pitra, Analecta VI, 123, 381, 479, 481, 503 (τέλη Μαΐου – αρχές Ιουνίου
του 1227 έστεψε ο ∆ηµήτριος Χωµατιανός το Θεόδωρο ∆ούκα) • F. Bredenkamp, Empire 153 – 154
σηµ. 27. • H. Gelzer, Patriarchat, 11 - 12. • Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Β3, 474. • Ι.
Καραγιαννόπουλος, Πηγαί, 327. • Α. Σταυρίδου – Ζαφράκα, Νίκαια, 42 – 86, 118 – 209. • Σ.
Βαρναλίδης, Ζωσιµάς, 107, 121.
4. Μ. ∆ήµιτσας, Αυτοκέφαλο, 66.
5. H. Gelzer, Patriarchat, 12. Ο Ιωαννίκιος Σέργιος πρέπει να είναι το ίδιο πρόσωπο και όχι δύο, όπως
αναφέρει ο H. Gelzer. • Κ. Σκενδέρης, Ιστορία Μοσχοπόλεως, 66.
6. Μ. ∆ήµιτσας, Αυτοκέφαλο, 66. • H. Gelzer, Patriarchat, 12 – 14.
7. Μ. ∆ήµιτσας, Αυτοκέφαλο, 66. • H. Gelzer, Patriarchat, 12 – 14.
8. Μ. ∆ήµιτσας, Αυτοκέφαλο, 67. • H. Gelzer, Patriarchat, 12 – 14.

131
9. Μ. ∆ήµιτσας, Αυτοκέφαλο, 66-67. • H. Gelzer, Patriarchat, 12–14. • Μ. ∆ήµιτσας, Αυτοκέφαλο, 66-67

Άνθιµος Mετοχίτης1 ὁ ταπεινὸς Ἀχριδῶνος Ἄνθιµος, ἦν ἀνήρ πολυµαθής,


1
(1341 – 1347) θεολόγος καὶ εὔγλωττος ἱεροκῆρυξ.
2
Mατθαίος2 ἄλλον Bουλγαρίας Mατθαῖον.
Nικόλαος3
(1356 – 1364)
Γρηγόριος4 Ἀρχιερατεύοντος τοῦ παναγιωτάτου ἀρχιεπισκόπου τῆς
(1364/65 – 1378) Πρώτης Ἰουστινιανῆς Ἀχριδῶν καὶ πάσης Bουλγαρίας
κυρίου Γρηγορίου ἐν µηνὶ Ἰουλίῳ κζ ἐν ἔτει ἀπὸ κτίσεως
4
κόσµου ,ςωπς.
Iωάννης Mήρξος5 ὅπερ καὶ ὁ ἀρχιεπίσκοπος ὑµῶν ὁ Ἀχριδῶν συνεκατέβη
5
(1394) καὶ συνεχώρησεν καὶ εὐλόγησεν αὐτόθι.
Mατθαίος6 Ἀφ᾽ οὗπερ καὶ ἐπανέστησαν οἱ τῆς Ἄγαρ ἀπόγονοι εἰς τὴν
(1410 – 1416) Pωµανίαν τῆς Θράκης… κύρ Mατθαῖος ἀφικνῦσθαι εἰς
6
τὴν αὐτόθι εἰρηµένην βασιλίδα.
Nικόδηµος7
(1452)
Mάρκος Παναγιώτατε Δέσποτα καὶ οἰκουµενικέ πατριάρχα καὶ τοῦ
7
Ξυλοκαράβης8 κατ᾽ Ἀχρίδος ποιµνίου.
(1467)
∆ωρόθεος9
(1468)
Nικόλαος10
Zαχαρίας11
Πρόχορος12 ἐλέῳ Θεοῦ Ἀρχιεπίσκοπος τῆς α΄ Ἰουστινιανῆς Ἀχριδῶν
12
(1523 – 1537) καὶ πάσης Bουλγαρίας.
Συµεών13
(1549)
1. Μ. ∆ήµιτσας, Αυτοκέφαλο, 66-67. • H. Gelzer, Patriarchat, 12–14. •Μ. ∆ήµιτσας, Αυτοκέφαλο, 66-67.
2. H. Gelzer, Patriarchat, 12 – 14.
3. H. Gelzer, Patriarchat, 12 – 14.
4. H. Gelzer, Patriarchat, 15.
5. H. Gelzer, Patriarchat, 15.
6. A. M. Selisev, Zavet KH. 2, 9 – 11. • E. Kωνσταντίνου ή Tέγου – Στεργιάδου, Σιγίλλια 85 – 87.
7. H. Gelzer, Patriarchat, 15. • Κ. Σκενδέρης, Ιστορία Μοσχοπόλεως, 66.
8. H. Gelzer, Patriarchat, 23. • Μ. ∆ήµιτσας, Αυτοκέφαλο, 69.
9. H. Gelzer, Patriarchat, 24 - 25. • Κ. Σκενδέρης, Ιστορία Μοσχοπόλεως, 66.
10. H. Gelzer, Patriarchat, 24 - 25. • Κ. Σκενδέρης, Ιστορία Μοσχοπόλεως, 66.
11. H. Gelzer, Patriarchat, 24 - 25. • Κ. Σκενδέρης, Ιστορία Μοσχοπόλεως, 66.
12. Μ. ∆ήµιτσας, Αυτοκέφαλο, 69. • Κ. Σκενδέρης, Ιστορία Μοσχοπόλεως, 66 • E. Kωνσταντίνου ή
Tέγου – Στεργιάδου, Σιγίλλια, 88 – 89. • Mart. Crusius, TurcoGraecia I. II, 163 – 164. • H. Gelzer,
Patriarchat, 24.

132
13. Κ. Σκενδέρης, Ιστορία Μοσχοπόλεως, 66. (Σύµφωνα µε τον Σκενδέρη η σειρά διαδοχής ήταν:
Πρόχορος, Συµεών, Νικάνωρ).
Nικάνωρ1
(1555) ή Nεκτάριος2
Παφνούτιος3
Ιωάσαφ4 ὅς ἀφοβίαν Θεοῦ νοσῶν… ἐκτὸς τῆς διατάξεως τῶν ἱερῶν
4
(1565 - 1566) κανόνων πεπραχθὼς ἦν.
5
Παΐσιος5 ἀρχιεπίσκοπος Ἀχριδῶν ἑκὼν ὑπέγραψα.
(1565)
Γρηγόριος6 Γρηγόριος (ὁ Μαντζούκης) καθ᾿ οὖ παραπονέθη ο
(1567 - 1571) Σωφρόνιος διάδοχὸς του πρὸς τὸν πατριάρχην
6
Κωνσταντινουπόλεως, ὡς ταραχοποιοῦ.
Σωφρόνιος7 Ὁ ταπεινός Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Πρώτης Ἰουστινιανῆς καὶ
7
(1572 – 1580) Ἀχριδῶν Σωφρόνιος, σὸς ἱκέτης.
Mακάριος8
(1574)
Γαβριήλ9 συµµετείχε στην καθαίρεση του Oικουµενικού Πατριάρχη
(1585) Παχωµίου B΄.9
Θεόδουλος10
(1588)
Iωακείµ11
(1593)
Γαβριήλ12
(1586 - 1594)
Aθανάσιος3 Kρυπτοκαθολικός
(1606)
Nεκτάριος4
(1613)

1. Κ. Σκενδέρης, Ιστορία Μοσχοπόλεως, 66.


2. Αρχιµ. Κ. ∆ελικάνης, Πατριαρχικών Εγγράφων ΙΙΙ, 862. (Στον αρχιµ. ∆ελικάνη αναφέρεται
Νεκτάριος, ενώ στον H. Gelzer Νικάνωρ όπως και στον Σκενδέρη). • H. Gelzer, Patriarchat, 24.
3. Αρχιµ. Κ. ∆ελικάνης, Πατριαρχικών Εγγράφων ΙΙΙ, 862.
4. Μ. ∆ήµιτσας, Αυτοκέφαλο, 70.
5. H. Gelzer, Patriarchat, 24.
6. Άνθιµος Αλεξούδης Μητρ. Αµασείας, Κατάλογος, εις Εκκλησιαστική Αλήθεια, 9 (1888 - 1889)
159.
7. H. Gelzer, Patriarchat, 25.
8. H. Gelzer, Patriarchat, 26 – 27.
9. H. Gelzer, Patriarchat, 26 – 27.
10. H. Gelzer, Patriarchat, 26 – 27.
11. Ι. Xασιώτης, χρονολογεί την αρχιεπισκοπία του µεταξύ των ετών 1572 – 1576, O αρχιεπίσκοπος
Aχρίδος και οι συνωµοτικές κινήσεις στη B. Ήπειρο (1572 -1576), Mακεδονικά B΄, 1967, 28 –34.
12. H. Gelzer, Patriarchat, 26 – 27.

133
13. H. Gelzer, Patriarchat, 26 – 27.
14. Μ. ∆ήµιτσας, Αυτοκέφαλο, 72.
Πορφύριος1
Nεκτάριος2 Νεκτάριος Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Πρώτης Ἰουστινιανῆς
(1616) Ἀχρίδος καὶ πάσης Βουλγαρίας, Σερβίας, Ἀλβανίας καὶ
2
ἄλλων τόπων.
Mητροφάνης3 Συντελεί στὴν κατάβασιν τοῦ Oἰκουµενικοῦ Πατριάρχου
(1623) Kυρίλου Λουκάρεως καὶ στὴν ἀνάβασιν εἰς τοῦτον τοῦ
3
Ἀµασείας Γρηγορίου.
Iωάσαφ4
(1628)
Aβραάµ5
(1629)
Χαρίτων6
(1643 - 1646)
Αβραάµ7
(1630)
Πορφύριος8
(1630)
Αβραάµιος9
(1634)
Αθανάσιος10
(1630)
Mελέτιος11 Κρυπτοκαθολικός «κἀκεῖνος πρώην ἀρχιεπίσκοπος
11
Ἀχριδῶν Μελέτιος λεγόµενος».
∆ανιήλ12
(1650)
Γαβριήλ13
(1654)

1. H. Gelzer, Patriarchat, 26 – 27.


2. H. Gelzer, Patriarchat, 26.
3. H. Gelzer, Patriarchat, 26. • Άνθιµος Αλεξούδης Μητρ. Αµασείας, Κατάλογος, εις Εκκλησιαστική
Αλήθεια, 9 (1888 - 1889) 160.
4. H. Gelzer, Patriarchat, 26.
5. H. Gelzer, Patriarchat, 26 – 27. • Κ. Σκενδέρης, Ιστορία Μοσχοπόλεως, 66.
6. H. Gelzer, Patriarchat, 26 – 27. • Κ. Σκενδέρης, Ιστορία Μοσχοπόλεως, 66.
7. Άνθιµος Αλεξούδης Μητρ. Αµασείας, Κατάλογος, εις Εκκλησιαστική Αλήθεια, 9 (1888 - 1889)
160.
8. Άνθιµος Αλεξούδης Μητρ. Αµασείας, Κατάλογος, εις Εκκλησιαστική Αλήθεια, 9 (1888 - 1889)
160.
9. Άνθιµος Αλεξούδης Μητρ. Αµασείας, Κατάλογος, εις Εκκλησιαστική Αλήθεια, 9 (1888 - 1889)
160.

134
10. Άνθιµος Αλεξούδης Μητρ. Αµασείας, Κατάλογος, εις Εκκλησιαστική Αλήθεια, 9 (1888 - 1889)
160.
11. Κ. Σκενδέρης, Ιστορία Μοσχοπόλεως, 66.
12. H. Gelzer, Patriarchat, 27 - 28.
13. H. Gelzer, Patriarchat, 27 - 28.

Aθανάσιος1
(1655)
∆ιονύσιος2
(1655)
Iγνάτιος3 Tο όνοµά του πιθανολογείται στη σελίδα του κώδικα
(26 Aυγούστου 1662) Νοµικής Συναγωγής 93 που αντιστοιχεί σε έγγραφο του
πρώην Xίου Θεοφάνους. Τοίνυν κἀγὼ, παραιτησάµενος
τὴν Ἀρχιεπισκοπήν Ἀχριδῶν… προσκληθεὶς εἰς τὴν
3
µητρόπολιν Χίου κατὰ προεδρείαν…
Θεοφάνης Ἀχριδῶν4 Ἐχειροτονήθη ὑπὸ Ἀχριδῶν Ἰγνατίου παρανόµως.
4
(22 Aπριλίου 1674) Καθηρέθη τον Σεπτέµβριο του 1675.
Mελέτιος Ἀχριδῶν5 Ἀχριδῶν Mελετίου καθαιρεθέντος Θεοφάνους.5
(24 Oκτωβρίου 1676)
Γρηγόριος6 Γρηγόριος ἐλέῳ Θεοῦ Ἀρχιεπίσκοπος ταῆς Πρώτης
(9 Mαΐου 1688) Ἰουστινιανῆς Ἀχριδῶν καὶ τοῖς λοιποῖς πατριάρχης.
Ἀρχιεπισκοπεύοντος κὺρ Γρηγορίος οἰκειοθελή
6
παραίτησιν ποιησάµενος… διa τὸ ὑπέργηρον.
Γερµανός Ἀχριδῶν7 Τακρίριον Γερµανοῦ ἀρχιεπισκόπου Πρώτης Ἰουστινιανῆς
7
Πρώτης Ἰουστινιανῆς πρὸς τὸν Σουλτάνον. (1690)
(9 Μαΐου 1690)
Γρηγόριος Ἀπόσπασµα ἐκ τοῦ ἐν Mοσχοπόλει Παλαιοῦ Kώδηκος
8
Ἀχριδῶν ὁ Γρηγόριος ἐλέῳ Θεοῦ Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Πρώτης
8
πρώην Νέων Πατρών Ἰουστινιανῆς Ἀχριδῶν καὶ τοῖς λοιποῖς Πατριάρχης.
(8 Αυγούστου
1691 - 1694)
9
᾽Iγνάτιος Ἀχριδῶν9 Ὑπόµνηµα Ἀχριδῶν Ἰγνατίου, παραιτηθέντος Γρηγορίου.
Πρώτης Ἰουστινιανῆς
(13 Aυγ. 1693)

1. H. Gelzer, Patriarchat, 27 - 28.


2. Κ. Σκενδέρης, Ιστορία Μοσχοπόλεως, 66. • Άνθιµος Αλεξούδης Μητρ. Αµασείας, Κατάλογος, εις
Εκκλησιαστική Αλήθεια, 9 (1888 - 1889) 160.
3. Aρχιµ. K. ∆ελικάνης, Πατριαρχικών Εγγράφων III, 782 - 783.
4. Aρχιµ. K. ∆ελικάνης, Πατριαρχικών Εγγράφων III, 787.
5. Aρχιµ. K. ∆ελικάνης, Πατριαρχικών Εγγράφων III, 784 - 785.
6. Aρχιµ. K. ∆ελικάνης, Πατριαρχικών Εγγράφων III, 789. • Άνθιµος Αλεξούδης Μητρ. Αµασείας,
Κατάλογος, εις Εκκλησιαστική Αλήθεια, 9 (1888 - 1889) 160.

135
7. Αρχιµ. Κ. ∆ελικάνης, Πατριαρχικών Εγγράφων ΙΙΙ, 789 – 790. • ∆. Ζακυθηνός, Μακεδονικά Ι, 433–
435.
8. Σ. Βαρναλίδης, Ζωσιµάς, 22 – 23. • Άνθιµος Αλεξούδης Μητρ. Αµασείας, Κατάλογος, εις
Εκκλησιαστική Αλήθεια, 9 (1888 - 1889) 160. • Aρχιµ. K. ∆ελικάνης, Πατριαρχικών Εγγράφων ΙΙΙ,
792 – 793, 858. • H. Gelzer, Patriarchat, 49 – 50, 51.
9. Αρχιµ. Κ. ∆ελικάνης, Πατριαρχικών Εγγράφων ΙΙΙ, 797 – 798. • Σ. Βαρναλίδης, Ζωσιµάς, 22 - 23. •
H. Gelzer, Patriarchat, 54 – 55.

Zωσιµάς Ἀχριδῶν1 Aἴτησης Ἀρχιερέων Ἀχριδῶν τοῦ γενέσθαι Ἀρχιεπίσκοπον


Πρώτης Ἰουστινιανῆς τὸν Σισανίου Zωσιµᾶν. Ὑπέγραφε: Ζωσιµᾶς ἐλέῳ Θεοῦ
(9 Ιουλ. 1695 - 1699) ἀρχιεπίσκοπος τῆς Πρώτης Ἰουστινιανῆς Ἀχριδῶν καὶ
πάσης Βουλγαρίας, Δακίας Μεδιτεῤῥανῶν, ῾Ριπενσίας
Πραιβαλίας, Δαρδανίας, Μυσίας τε ἀνωτέρῳ καὶ τῶν
λοιπῶν Πατριάρχης.
2
Pαφαήλ Ἀχριδῶν Ὑπόµνηµα Ἀχριδῶν Pαφαὴλ παυθέντος Zωσιµᾶ,
Πρώτης Ἰουστινιανῆς Τακρίριον ῾Ραφαήλ, ἀρχιεπισκόπου Πρώτης Ἰουστινιανῆς
και πάσης Bουλγαρίας προς Σουλτάνον (18 Ιανουαρίου 1707).
(8 Iουν. 1699 - 1707)
Ιγνάτιος3 Ο Ιγνάτιος ως αρχιεπίσκοπος απέστειλε κάποιο γράµµα στον
(1703) πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γαβριήλ Γ΄ (1702 - 1707),
τον Αύγουστο του 1703.3
∆ιονύσιος4 Ο ∆ιονύσιος αρχιεπίσκοπος ων έλαβε την 26η ∆εκεµβρίου
ο εκ Χίου καταγόµενος 1706 επιστολή και δώρα του τσάρου της Ρωσίας Πέτρου του
4
(1706 -1709) Μεγάλου.
Ζωσιµάς5 Ὁ Ζωσιµᾶς ὡς ἀρχιεπίσκοπος ἀπέστειλε ἐπιστολή πρὸς
δευτέρα τὸν πατριάρχην Ἱεροσολύµων Χρύσανθον Νοταρᾶν µε
5
αρχιεπισκοπία (1707 ἡµεροµηνίαν 2 Μαΐου 1707.
- 1709)
Μεθόδιος6 ἐν ἔτει ἀπὸ Χριστοῦ ᾳψη µαΐου κη. Τῆς Πρώτης
6
28 Μαΐου – Ἰουστινιανῆς Ἀχριδῶν Μεθὸδιος.
11 Ιουνίου (1708)
∆ιονύσιος7 Διονύσιος ἐλέῳ Θεοῦ Ἀρχιεπίσκοπος Πρώτης Ἰουστινιανῆς
Πρώτης Ἰουστινιανῆς καὶ λοιπῶν Πατριάρχης. Οἱ ἄνω καλοὶ ἀρχιεπίσκοποι… ὁ
Ἀχριδῶν καὶ λοιπῶν µὲν κύρ Διονύσιος Χιώτης κατὰ τὰς 1709 ἔκαµεν εἰς τὸ µιρὶ
Πατριάρχης 7
προσθήκην ἄλλα 300 γρόσια.
(1709 - 1714)

1. Σ. Bαρναλίδης, Zωσιµάς, 21 – 27, 38 – 39, 43 – 62, 63 - 119. • Aρχιµ. K. ∆ελικάνης, Πατριαρχικών


Εγγράφων III, 800 – 801, 837, στο 1521 εγγρ. υπογράφει: Ζωσιµᾶς ἐλέῳ Θεοῦ ἀρχιεπίσκοπος τῆς
Πρώτης Ἰουστινιανῆς Ἀχρειδῶν, Σερβίας, Βουλγαρίας, Αλβανιτίας, Μακεδονίας καὶ τῶν λοιπῶν

Πατριάρχης. • H. Gelzer, Patriarchat, 61 – 63. • Κ. Σκενδέρης, Ιστορία Μοσχοπόλεως, 59. (Αναφέρει

ότι η υπογραφή του Ζωσιµά απαντάται µε πράσινη µελάνη στον κώδικα της Μητροπόλεως Κορυτσάς).
2. ∆. Ζακυθηνός, Μακεδονικά Ι, 436. • Ι. Μαρτινιανός, Ιστορία Μοσχοπόλεως, 47. • H. Gelzer,
Patriarchat, 79 – 80. • Σ. Βαρναλίδης, Ζωσιµάς, 36 – 39. • Aρχιµ. K. ∆ελικάνης, Πατριαρχικών
Εγγράφων ΙΙΙ, 807 - 809.

136
3. Σ. Βαρναλίδης, Ζωσιµάς, 40.
4. Σ. Βαρναλίδης, Ζωσιµάς, 40.
5. Σ. Βαρναλίδης, Ζωσιµάς, 39 – 43, 121. • K. Σάθας, Μεσαιωνική βιβλ. ΙΙΙ, 1523.
6. H. Gelzer, Patriarchat, 80 – 81. Ο Gelzer παρεµβάλλει µεταξύ Ραφαήλ και Ιωάσαφ τον Μεθόδιο. Ο
Βαρναλίδης υποστηρίζει ότι εσφαλµένα τον τοποθετούν στο 1708 ενώ η αρχιεπισκοπία του διήρκεσε
από 1758 – 59.
7. Σ. Bαρναλίδης, Zωσιµάς, 40 - 43. • Aρχιµ. K. ∆ελικάνης, Πατριαρχικών Εγγράφων ΙΙΙ, 835 - 837. •
H. Gelzer, Patriarchat, 77 υποσηµ.

Φιλόθεος Ἀχριδῶν1 Ὑπόµνηµα Ἀχριδῶν Φιλοθέου, καθαιρεθέντος Διονυσίου.


Πρώτης Ἰουστινιανῆς Ὁ Φιλόθεος καθαιρέθηκε ὡς παραβάτης τῶν θείων καὶ
1
(1714) ἱερῶν νόµων τε καὶ κανόνων.
Iωάσαφ Ἀχριδῶν2 Τακρίριον Ἰωάσαφ, ἀρχιεπισκόπου Πρώτης Ἰουστινιανῆς
2
1 Φεβρουαρίου πρὸς τὸν Σουλτάνο (11 Ἰουλίου 1721).
(1719 - 1745)
Iωσήφ3 Ἰωσήφ ἐλέῳ Θεοῦ Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Πρώτης
13 Iανουαρίου Ἰουστινιανῆς Ἀχριδῶν καὶ πάσης Βουλγαρίας
3
(1746) Πατριάρχης.
Κύριλλος4 Κύριλλος ἐλέῳ Θεοῦ Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Πρώτης
4
6 Μαρτίου Ἰουστινιανῆς Ἀχριδῶν καὶ πάσης Βουλγαρίας.
(1749 - 1752)
∆ιονύσιος5 ἐλέῳ Θεοῦ Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Πρώτης Ἰουστινιανῆς
5
1 Μαρτίου (1753) Ἀχριδῶν καὶ πάσης Βουλγαρίας.
6
Mεθόδιος6 Ὑποσχετικὸν τοῦ Πατριάρχου Ἀχριδῶν.
(1758 – 1759)
Kυρίλλου Ἀχριδῶν7 Πρόσκλησις… εἰς τὴν ἐν Kαστορίᾳ συγκροτηθησοµένην
7
(1759 – 1761) Σύνοδον 1760 Σεπτ. 27 – 1761 Aπρ. 21.
Ιερεµίας8
(1763)
9
Aνανίου Ἀχριδῶν9 Ὑπόµνηµα Ἀχριδῶν Ἀνανίου θανόντος Ἱερεµίου.
(Mάιος 1763)
Aρσενίου Ἀχριδῶν10 Παραίτησις Ἀχριδῶν Ἀρσενίου 16 Ἰανουαρίου 1767. Τόµος
(1764 - 1767) τῆς συνενώσεως τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀχριδῶν σύν ταῖς ὑπ᾽
(τελευταίος Aρχιεπίσκοπος αὐτὴν Μητροπόλεσιν καὶ ἐπισκοπαῖς µετά τοῦ
Aχριδών Πρώτης 10
Οἰκουµενικοῦ θρόνου.
Iουστινιανής, πέθανε στο
Άγιο Όρος στις Kαρυές)

1. Aρχιµ. K. ∆ελικάνης, Πατριαρχικών Εγγράφων ΙΙΙ, 837 – 838. • Σ. Βαρναλίδης, Ζωσιµάς, 42 – 47. •
H. Gelzer, Patriarchat, 76, 81, 83 – 86.
2. Aρχιµ. K. ∆ελικάνης, Πατριαρχικών Εγγράφων ΙΙΙ, 847 (εγγρ. 1527), 852 – 855. • Μ. ∆ήµιτσας,
Αυτοκέφαλο, 75 – 78, 80 – 83. • M. Tρίτος, Στοιχεία για την προσωπικότητα του Aχριδών Iωάσαφ, 20
– 30, 38, κε. • H. Gelzer, Patriarchat, 83, 87 - 98, 99 – 101. • Delikani Ang., Der Hl. Klemens und
die Frage des Bistums von Velitza, Thessaloniki 1997, 122 – 126
3. H. Gelzer, Patriarchat, 103, 106 – 107, 124 – 125, 128, 139. • Σ. Βαρναλίδης, Ζωσιµάς, 14.
4. H. Gelzer, Patriarchat, 107, 139.
5. H. Gelzer, Patriarchat, 108 – 109, 128, 139.

137
6. H. Gelzer, Patriarchat, 139. (Χρονολογεί την Αχιεπισκοπία του το 1757 - 1759). • Σ. Βαρναλίδης,
Ζωσιµάς, 130 – 132 (Χρονολογεί την Αρχιεπισκοπία του το 1752 – 1756 (7)).
7. H. Gelzer, Patriarchat, 107. • Κ. Σκενδέρης, Ιστορία Μοσχοπόλεως, 67. • Γεννάται το ερώτηµα αν
υπήρχαν δύο Κύριλλοι ή αν υπάρχει λάθος στις χρονολογίες.
8. Κ. Σκενδέρης, Ιστορία Μοσχοπόλεως, 67.
9. Aρχιµ. K. ∆ελικάνης, Πατριαρχικών Εγγράφων ΙΙΙ, 888 – 890. • Α. Α. Ταχιάος, Ο τελευταίος
Αρχιεπίσκοπος Αχριδών, Μακεδονικά, 21.
10. Aρχιµ. K. ∆ελικάνης, Πατριαρχικών Εγγράφων ΙΙΙ, 893, 895 – 898. • Α. Α. Ταχιάος, Ο τελευταίος
Αρχιεπίσκοπος Αχριδών, Μακεδονικά, 12 (1972), 19 – 32. • Γ. Κονιδάρης, Συµβολαί, 75. • Μ.
∆ήµιτσας, Αυτοκέφαλο, 79 – 91. • Κ. Σκενδέρης, Ιστορία Μοσχοπόλεως, 67.
Παρ’ όλο που η Αρχιεπισκοπή Αχρίδος δεν αποτέλεσε συνέχεια της
Αρχιεπισκοπής Πρώτης Ιουστινιανής, εντούτοις οι αρχιεπίσκοποι Αχρίδος µετά
τον Ιωάννη Κοµνηνό (1143 - 1157) πρόσθεσαν στον τίτλο τους
…Ἀρχιεπίσκοπος Πρώτης Ιουστινιανῆς Ἀχριδῶν… Η χρήση του τίτλου
παγιώθηκε επί ∆ηµητρίου Χωµατιανού (1222 - 1240) και συνεχίστηκε µέχρι τη
συνένωση της αρχιεπισκοπής Αχρίδος µε το Οικουµενικό Πατριαρχείο την 16η
Ιανουαρίου 1767. Η αναβίωση του τίτλου της λησµονηµένης στο χρόνο Πρώτης
Ιουστινιανής, οφείλεται σε προσωπικούς λόγους των εκάστοτε αρχιεπισκόπων
Αχρίδος, οι οποίοι διεκδικούσαν προνόµια και δικαιώµατα από το Πατριαρχείο
Κωνσταντινουπόλεως, τα οποία στήριζαν στις Νεαρές του Ιουστινιανού και σε
κάποια παραχαραγµένα έγγραφα, όπως το ψευδοϊουστινιάνειο Χρυσόβουλλο µε
χρονολογία εκδόσεώς της «Αὔγουστος 566 Ἰνδικτιών ΙΔ΄», δηλαδή δέκα µήνες
µετά το θάνατο του Ιουστινιανού (14 Νοεµβρίου 565),1 και στα Σιγίλλια του
Βασιλείου Β΄ (976 - 1025). Την εξέλιξη της χρήσης του τίτλου της Πρώτης
Ιουστινιανής θα την αναλύσουµε στα επόµενα κεφάλαια.

138
1. Θεοφάνης, Χρονογραφία, ed. C. de Boor, Lipsiae 1883 – 5, 241. 2 – 4. • Aρχιµ. K. ∆ελικάνης,
Πατριαρχικών Εγγράφων ΙΙΙ, 1057.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Η Προβληµατική της Πρώτης Ιουστινιανής
α. Γένεση και αποδοχή της θεωρίας της Πρώτης Ιουστινιανής στο Μεσαίωνα

Από τον 16ο αιώνα συζητήθηκε και ερευνήθηκε πολύ από ιστορικούς και
αρχαιολόγους το θέµα της Πρώτης Ιουστινιανής και δεν υπήρξαν καινούργια
ιστορικά στοιχεία τα οποία να έρχονται σε αντίθεση µε την ήδη γνωστή θεωρία
της εκκλησιαστικής µητρόπολης των Βαλκανίων.1 Αξίζει όµως, να
επανεξετάσουµε πώς και γιατί ήρθαν στην επικαιρότητα, κατά την περίοδο του
Μεσαίωνα, ήδη υπάρχουσες γνώσεις και πληροφορίες για την Πρώτη Ιουστινιανή.
Είναι γνωστό στους ιστορικούς, ότι οι Έλληνες αρχιεπίσκοποι της
αυτοκέφαλης αρχιεπισκοπής Αχρίδος που ήταν η τελευταία πατριαρχική έδρα της
βασιλείας του Σαµουήλ,2 για να προφυλάξουν την ανεξαρτησία τους ανέπτυσσαν
σταδιακά τη θεωρία τους, ότι δηλαδή η αρχιεπισκοπή τους ταυτίζεται µε αυτή της
Πρώτης Ιουστινιανής.3 Το πιο περίεργο είναι πως αυτή η θεωρία δηλώθηκε µέσω
του επίσηµου τίτλου του αρχιεπισκόπου Αχρίδος: «ἐλέῳ Θεοῦ Ἀρχιεπίσκοπος
τῆς Πρώτης Ἰουστινιανῆς καὶ πάσης Βουλγαρίας» ο οποίος έγινε αποδεκτός από
τα µέσα του 12ου αιώνα και ίσχυε όλο και περισσότερο από την εποχή του
αρχιεπισκόπου ∆ηµητρίου Χωµατιανού (1217 - 1235) και µε το Xρυσόβουλλο του
αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ για την εκκλησία της Αχρίδος από το 1272.4

1. H. G. Beck. Kirche, 186. • Zbornik Filoz. Fakult. 7, I (Belgrad, 1963), 127 – 142. • G. Prinzing,
Entstehung umd Rezeption der Justiniana Prima – Theorie im Mittelater, Byzantino bulgarica, Sofia
1978, 269 – 287. • D. Claude, “Die byzantinische Stadt im 6. Jh.”, München, 1969, 105, 167/68, 201,
243 – 44.
2. K. Ε. Zacharia von Lingenthal. Beiträge, VII, τ. 8, 3 (1864) l - 36.

139
3. H. Gelzer. Ungedruckte - : BZ 1 (1892), 245 - 282, και Teil II. - : BZ 2 (1893), 22 – 72 και
Patriarchat, 20 – 25. • H. G. Beck, Kirche, 184. • R. Ljubinkonič, Tradicije Prime Justiniane u
titulauri ohridskih arhiepiskopa. - Starinar NS 17 (1966), 61 – 76. • V. Zlatarski, Prima Justiniana -
: BZ 30 (1929/30) 484 - 489.
4. J. Darrouzés, Les réponses canoniques de Jean de Kitros. - : Rev. Et. Byz. 31 (1973), 319 – 325, 331 –
332. • H. Gelzer, Patriarchat, 11. • F. Dölger, Regest – Nr. 1992 και R. Ljubincovic, 61 – 76. • V.
Laurent, Le Corpus des Sceaux de l’ Empire Byzantin, τ. 5, Paris, 1965, 2.Nr. 1498.

Αργότερα παρατηρήθηκε ότι, κατά τον 17ο αιώνα, η θεωρία αυτή “γέννησε
τα πιο περίεργα άνθη” και ότι µέχρι και τον 19ο αιώνα ουδόλως είχε ξεχαστεί.
Αυτή η θεωρία δατυπώθηκε και σχεδόν τον 12ο αιώνα - ταυτίστηκε η Αχρίδα µε
την Πρώτη Ιουστινιανή.1
Σώζεται µια ανώνυµη σηµείωση για την ιεραρχία των αρχιεπισκόπων της
Αχρίδος, η οποία δηµοσιεύτηκε το 1962 από τον Α.Tovar και χρονολογείται από
τον 12ο αιώνα. Σ’ αυτή τη σηµείωση αναφέρεται, καταρχήν, ότι ο αρχιεπίσκοπος
της Αχρίδος2 αναγνωρίζεται ως αρχιεπίσκοπος της Πρώτης Ιουστινιανής και ότι
η έδρα του παλαιότερα ήταν η Βελεβούσδα. Άρα, η Πρώτη Ιουστινιανή
ταυτίζεται µε την πόλη Βελεβούσδα, το σηµερινό Kjustendil στη Βουλγαρία. Στο
υπόλοιπο κείµενο αναφέρεται ο συγγραφέας του, κυρίως στα προνόµια των
αρχιεπισκόπων της Αχρίδος, τα οποία προκύπτουν από την ταύτισή της µε την
Πρώτη Ιουστινιανή.
Η συχνά επίµονη ταύτιση του Kjustendil µε την Πρώτη Ιουστινιανή έχει
αποδειχθεί από τη νεότερη έρευνα ως ανεπαρκές στοιχείο για το θέµα της
Αχρίδος.3
Από αυτή τη σηµείωση δεν προκύπτουν νέα ιστορικά στοιχεία πάνω στο
θέµα του εντοπισµού της. Mας παρέχονται όµως καινούργιες πληροφορίες
σχετικές µε τη διαµόρφωση και τη λειτουργία αυτής της θεωρίας.
Την πρώτη συγκεκριµένη απόδειξη για την ύπαρξη αυτής της θεωρίας της
ταύτισης της βυζαντινής αρχιεπισκοπής µε την αρχιεπισκοπή της Πρώτης
Ιουστινιανής, αποτελεί µια σηµείωση, η οποία βρίσκεται σε µια από τις
προσθήκες των χειρογράφων του Σκυλίτζη, η οποία αναφέρει ότι ο
αυτοκράτορας

140
1. Νικηφόρος Κάλλιστος, J. P. Migne PG 147, 292. • I. Snegarov Grad Ochrid, istoriceski ocerk.
Maked. Pregled, 4 (1928) 58 – 59.
2. A. Tovar. Nota sobre el arzobispada de Bulgaria en un manuscrito griego de Salamanca. Emerita
30, Madrid 1962, 1 - 7, V. Laurent in: BZ 56 (1963), 170.
3. K. E. Zacharia von Lingenthal, Beiträge..., 6 – 7. • D. Rattinger, Die Patriarchat und
Metropolitansprengel von Constantinopel und die bulgarische Kirche zur Zeit der Lateinerherrschaft
in Byzanz. - Hist. Jahrb., 1 (1880), 96 – 106. • R. Ljubinkovič, Jedan srednjovekovni pokusaj
ubikacije Justinijane Prime. - Leskovacki Zbornik, 8 (1968), 45 – 46. • J. Ivanov, Severna
Makedonija, Sofija, 1906, 146 - 147.
Βασίλειος ο Β΄, έχοντας γνώση των διατάξεων του Ιουστινιανού, ανανέωσε και
ενδυνάµωσε το αυτοκέφαλο της βουλγαρικής εκκλησίας. Το κείµενο αυτής της
σηµείωσης βρίσκεται, όπως γνωρίζουµε από την έκδοση των χειρογράφων του
Σκυλίτζη από τον H. Thurn, σε δύο χειρόγραφα του 14ου αιώνα, προέρχεται
όµως από µια παλαιότερη εγγραφή, που γράφτηκε το 1118 από τον Μιχαήλ
Αρχιεπίσκοπο της ∆εάβολης και έχει την ακόλουθη διατύπωση: “ὁ δὲ βασιλεὺς
ἐκύρωσε καὶ αὖθις τὴν ἐπισκοπὴν (Ε: ἀρχιεπισκοπήν) Βουλγαρίας

αὐτοκέφαλον, καθὰ καὶ πάλαι (Ε. πάλιν) ἐπὶ τοῦ γέροντος Ρωµανοῦ,

πληροφορηθεὶς ἀπὸ τῶν διατάξεων Ἰουστινιανοῦ τοῦ βασιλέως αὐτὴν εἶναι

τὴν Πρώτην Ἰουστινιανήν, ἣν ἐκεῖνος πατρίδα ἑαυτοῦ φησὶν (Ε: ἔφησεν),


1
ἔχουσαν τηνικαῦτα ἐπίσκοπον Καστελλίωνα”.
Είναι δύσκολο να απαντηθεί το ερώτηµα αν το περιεχόµενο αυτού του
σχόλιου ανταποκρίνεται στην ιστορική πραγµατικότητα, επειδή δεν
αποδεικνύεται ποια ήταν η κατάσταση της εκκλησίας της Αχρίδος από τη
“νεαρά” XI (η οποία µνηµονεύει µόνο τον επίσκοπο Καστελλίωνα) ή από τη
“νεαρά” 131, ούτε σε κάποιο άλλο έγγραφο γίνεται λόγος για τον Ρωµανό τον Α΄
αλλά ούτε και για τον Βασίλειο.2
Η διστακτική και συγκεκαλλυµένη παρουσίαση αυτής της θεωρίας δείχνει,
περισσότερο ενδιαφέρον για την ανάπτυξή της και τη διάδοσή της στον κλήρο
της εκκλησίας της Αχρίδος, ο οποίος συνειδητά προωθούσε την πρόοδο των
νοµικών σπουδών στο Βυζάντιο κατά το 2ο µισό του 11ου αιώνα, άποψη η
οποία µέχρι τώρα είχε παραβλεφθεί.3

141
Ωστόσο, αυτή η θεωρία εξαφανίστηκε προσωρινά, χωρίς ν’ αφήσει πίσω
της κάποια «επίσηµα» ίχνη. Η επόµενη µαρτυρία για τη διάδοση της θεωρίας της
Πρώτης Ιουστινιανής έρχεται από τον Ν. ∆οξοπατρή, ο οποίος το 1143 συντάσσει

1. Ιωάννης Σκυλίτζης, Σύνοψις Ιστοριών, CFHB 5, 365, 8 - 11. • V. Zlatarski, Prima Justiniana, BZ
30 (1929 - 30), 434 – 489. • I. Snegarov, Istorija na Ochridskata archiepiskopija, I, Sofija 1932, 30.
2. B. Granič, Kirchenrechtliche Glossen zu den von des Kaiser Basileios II. dem Erzbistum von Achrida
– Byzantion 12 (1937) 398 – 399. • V. Zlatarski. Prima Justiniana, 485 – 487.
3. V. Tiftixoglu. Gruppenbildungen des konstantinopolitanischen Klerus während der Komnenenzeit. -
BZ 62 (1969), 34.

για λογαριασµό του βασιλιά Ρογήρου της Σικελίας την “τάξη των πατριαρχικών
θρόνων”. Άξονας γι’ αυτή την εικασία, είναι µια διατύπωση σε µια ενότητα, η
οποία αφορά την αρχιεπισκοπή Βουλγαρίας και αναφέρει ότι αυτή, καταρχήν,
δεν είναι Βουλγαρία.1 Η αρχιεπισκοπή Βουλγαρίας είναι διάφορος της
αρχιεπισκοπικής περιοχής Αχριδών γεωγραφικά και εθνολογικά.2 Λίγο καιρό
µετά τη σύνταξη αυτού του κειµένου, µπήκε σ’ εφαρµογή για πρώτη φορά η
θεωρία της Πρώτης Ιουστινιανής από τον Αρχιεπίσκοπο Ιωάννη Κοµνηνό, ο
οποίος ήταν γιος του Iσαακίου Kοµνηνού.3
Tην υπογραφή του Iωάννη Kοµνηνού τη βρίσκουµε στα πρακτικά της
Συνόδου της Kωνσταντινουπόλεως του Aυγούστου/Σεπτεµβρίου του έτους
1156.4 H Σύνοδος αυτή έλαβε αποφάσεις εναντίον του Σωτερίχου Παντευγένους
και ο Iωάννης υπογράφει στα πρακτικά ως «Ὁ ταπεινὸς µοναχὸς Ἰωάννης καὶ
ἐλέῳ Θεοῦ ἀρχιεπίσκοπος πρώτης Ἰουστινιανῆς καὶ πάσης Βουλγαρίας ὁ
5
Κοµνηνὸς ὁρίσας ὑπέγραψα.»
Mε την υπογραφή αυτή έχουµε την έναρξη µιας νέας θεωρίας, της ταύτισης
της Πρώτης Ιουστινιανής µε την αρχιεπισκοπή Αχρίδος και γεννάται το
ερώτηµα: µπόρεσε η εκκλησία να ιδιοποιηθεί αυτή τη θεωρία;
O R. Ljubinkovič εκφράζει την άποψη ότι η αντίδραση των Kυπρίων
αρχιεπισκόπων εναντίον αυτής της υπογραφής δεν στράφηκε εµφανώς, όπως
φαίνεται από το κείµενο των πρωτοκόλλων της Συνόδου, ούτε εναντίον της
προσθήκης «...Πρώτης Ιουστινιανής» που εµπεριέχονταν στον τίτλο του
αρχιεπισκόπου της Αχρίδος.

142
O Ljubinkovič συµπεραίνει ότι ο καινούργιος τίτλος έγινε αποδεκτός από
τους συγχρόνους του και κυρίως από τους εκκλησιαστικούς κύκλους γιατί
είχαν

1. Γ. Kονιδάρης, Συµβολαί, 59.


2. Γ. Κονιδάρης, Συµβολαί, 18, 73, «µὴ οὖσα ἐξ᾽ ἀρχῆς Βουλγαρία, ὕστερον δὲ διὰ τὸ αὐτὴν ὑπὸ τῶν
Βουλγάρων κυριευθῆναι λέγεται Βουλγαρία, ἔµεινε οὖν καὶ αὐτὴ αὐτοκέφαλος διὰ τὸ ὑπὸ τῆς
βασιλικῆς ἐξουσίας ἀποσπασθῆναι τῆς χειρὸς τῶν Βουλγάρων».
3. Γρηγόριος, αρχιγρ. της Ιεράς Συνόδου του Χριστού Μεγ. Εκκλησίας, Περί της κανονικής
δικαιοδοσίας…, 5.
4. H. Gelzer, Patriarchat, 8 - 9. • Γ. Κονιδάρη, Συµβολαί, 74.
5. Iωάννης Kοµνηνός, βλ. H. Beck. Kirche, 656, PG 140, 197D.
επίγνωση της ιστορικής και νοµικής αξίας αυτής της προσθήκης.1
Είναι αποδεκτό το γεγονός ότι ο Ιωάννης Κοµνηνός δεν ασχολήθηκε µε την
Πρώτη Ιουστινιανή µόνο λόγω της τάσης των Κοµνηνών για απόκτηση
αξιωµάτων και νέων τίτλων, αλλά περισσότερο εξαιτίας της δικής του
ενασχόλησης µε τις θεολογικές σπουδές.2 Eκµεταλλεύτηκε τις γνώσεις του για
την παλαιότερη ύπαρξη της Πρώτης Ιουστινιανής, ώστε να ασκήσει τη δική του
εκκλησιαστική πολιτική. Αντικειµενικά, η ιστορική νοµιµοποίηση αυτής της
θεωρίας µπορεί να ισχύει τόσο λίγο, όσο και η ανοχή του καινούριου τίτλου από
πλευράς του υπόλοιπου κλήρου.
Για τη θεωρία της Πρώτης Iουστινιανής που επανεµφανίζεται στο
Mεσαίωνα δεν υπάρχουν πολλά ιστορικά στοιχεία που να την τεκµηριώνουν.
Εκτός από το ελληνικό χειρόγραφο του Eσκοριάλ της Iσπανίας, που είναι
νεότερο, και την υπογραφή του Iωάννη Kοµνηνού «ἐλέῳ Θεοῦ ἀρχιεπίσκοπος
α΄ Ἰουστινιανῆς καὶ πάσης Βουλγαρίας» του έτους 1156, υπάρχουν άλλες τρεις
µαρτυρίες µέσα στον 12ο αιώνα πάνω στις οποίες θα µπορούσε να στηριχθεί
αυτή η υπόθεση.
α) Το σχόλιο του Θεοδ. Βαλσαµώνα στο “Νοµοκανόνα”,3 ο οποίος σε αρκετά
σηµεία αναφέρει ότι η Αρχιεπισκοπή της Βουλγαρίας ήταν η Πρώτη
Ιουστινιανή, δηλαδή ότι ο Ιουστινιανός είχε αναγνωρίσει το αυτοκέφαλο της
βουλγαρικής αρχιεπισκοπής. «Τὰ προνόµια τοῦ ἀρχιεπισκόπου Βουλγαρίας,
οὗτος γάρ ἐστιν ἀρχιεπίσκοπος τῆς α΄ Ἰουστινιανῆς τῆς πατρίδος τοῦ

143
βασιλέως Ἰουστινιανοῦ. Καὶ ἡ µὲν Βουλγαρία διά τοῦτο καλεῖται

Ἰουστινιανή,…».4

1. R. Ljubinkovič, Tradicije, 63 - 64. (O Ljubinkovič προσπαθεί να δώσει νεότερες πολιτικές εξηγήσεις,


οι οποίες δεν είχαν απήχηση εκείνη την εποχή).
2. H. Gelzer, Patriarchat, 8 - 9. • V. N. Benesevič, Nomokanon Ioanna Komnina, archiepiskopa
Achridskago. - Viz. Vrem 22 (1915 - 1916), 41 – 61. • Γ. Θεοχαρίδης, Iστορία, 272 – 277.
3. Γ. Pάλλης - M. Ποτλής, Σύνταγµα, I, 42 - 45, II, 171, III, 450. • Κ. Ε. Zachariä von Lingenthal,
Beiträge, 26 – 27. • H. Gelzer, Bistümervorzeichnisse, II, 41. • R. Ljubinkovič, Tradicije, 65 – 66. •
Α. Tovar, Nota, 4, Anm. 7, 7.
4. Γ. Pάλλης - M. Ποτλής, Σύνταγµα, I, 44 - 45.

β) Ο Eπισκοπικός κατάλογος των Bουλγάρων επισκόπων που δηµοσιεύεται από


τον Gelzer, µε βάση την υπογραφή του Ιωάννη Κοµνηνού µπορεί να
χρονολογηθεί από το 2ο µισό του 12ου αιώνα και όχι «το νωρίτερο τον 13ο
αιώνα», όπως γράφει ο Gelzer. O κατάλογος φέρει τον τίτλο «τάξις τῶν
θρόνων τῆς Πρώτης Ἰουστινιανῆς» και αποδεικνύει την ύπαρξη των
επισκόπων του 12ου αιώνα.1
γ) Η µαρτυρία του ταξιδιώτη Wilhelm von Tyrus, ο οποίος το 1168 ταξίδεψε από
την Παλαιστίνη στη Μακεδονία για να συναντήσει τον Εµµανουήλ Α΄
Κοµνηνό γράφει τα ακόλουθα: «...in provincia Pelagonia... occurimus, juxta
illam antiquam et domini felicissimi et prudentis Augusti patriam, domini
Justiniani civitatem, videlicet Justinianam primam, quae vulgo hodie dicitur
Acreda» (επισήµως, όµως, ήξεραν τότε στην Αχρίδα ότι η Αχρίδα δεν ήταν η
Πρώτη Ιουστινιανή, αλλά η Λυχνίδα ή Λυχνίς).2
Η σηµαντικότερη από αυτές τις τρεις µαρτυρίες είναι αυτή του
Βαλσαµώνα, καθώς η δεύτερη µαρτυρία µπορεί να χρησιµοποιηθεί µόνο ως
βοήθηµα, γιατί αυτή η υπογραφή του καταλόγου που βρίσκεται σ’ ένα
χειρόγραφο του 15ου/16ου αιώνα ίσως να είναι νεότερη. Στην τρίτη µαρτυρία,
αντικατοπτρίζεται καθαρά η προσωπική αντίληψη των κύκλων της Αχρίδος µε
τους οποίους είχε έρθει σ’ επαφή ο Willhelm, όµως αυτή η µαρτυρία δεν
ευσταθεί ως τεκµήριο για την αποδοχή της θεωρίας της Πρώτης Ιουστινιανής από
τους κύκλους της Εκκλησίας. Εντούτοις, αυτές οι µαρτυρίες δεν αρκούν για να

144
σχηµατίσουµε µία σαφή εικόνα για τη στάση που τηρούσε η Εκκλησία απέναντι
στη θεωρία αυτή, της Πρώτης Ιουστινιανής, στο διάστηµα από το 1156 έως το
διορισµό του ∆. Χωµατιανού το 1217.

1. H. Gelzer, Bistümerverzeichnisse II, 40, 41. • M. Gyoni, L’ évêché vlaque de l’ archevêché d’ Achris
aux XIe - XIVe. - Et. Slav. Roum. 1 (1945), 225. • H. Gelzer, Patriarchat, 6 – 7.
2. W. v Tyrus, Historia rerum in partibus transmarinis gestarum, XX, 4 abgedruckt in: Latinski izvori
za bŭlgarskata istorija, III, Sofija, 1965, 196. • G. Prinzing, Entsehung, 274. (Στην επαρχία της
Πελαγονίας απάντησα, εγγύς εκείνης της αρχαίας και κυρίως ευτυχισµένης και συνετής αυτοκρατορικής
πατρίδας, την πόλη Iουστινιανή δηλαδή την Πρώτη Iουστινιανή της οποίας η φήµη είναι µέχρι σήµερα
δακτυλοδεικτούµενη).

Θα πρέπει, βεβαίως, να αντιπαραθέσουµε και τις µαρτυρίες που δεν έλαβε


υπ’ όψη του στα γραπτά του ο R. Ljubinkovič, στις οποίες γίνεται λόγος για τον
Αρχιεπίσκοπο της Βουλγαρίας, όµως λείπει η προσθήκη «...και Πρώτης
Ιουστινιανής».
α) Tο κείµενο του Πρωτοκόλλου της Συνόδου της Kωνσταντινουπόλεως
εναντίον του Παντευγένου µε τη διαµαρτυρία του Αρχιεπισκόπου της Κύπρου
λόγω της υποβάθµισής του από τον Ι. Κοµνηνό.1
β) O L. Petit δηµοσίευσε ένα υπόµνηµα του Iωάννου Kοµνηνού, όπου
ονοµάζεται «Aρχιεπίσκοπος πάσης Bουλγαρίας». Tο υπόµνηµα αυτό βρέθηκε
καταχωρηµένο σε κάποιο µοναστήρι της περιοχής του Στρυµώνα το 1164.2
γ) Το 1170 το πρωτόκολλο της Συνόδου, η οποία καταδικάζει τα λάθη του
Μητροπολίτη Κωνσταντίνου της Κέρκυρας, αναφέρει επανειληµµένως τον
επίσης Κωνσταντίνο τον λεγόµενο Αρχιεπίσκοπο της Βουλγαρίας, ο οποίος
υπογράφει αυτό το πρωτόκολλο ως «Κωνσταντίνος ἐλέῳ Θεοῦ
3
ἀρχιεπίσκοπος πάσης Βουλγαρίας». Εκείνη την εποχή, περίπου κατά την
περίοδο του διαδόχου του Ι. Κοµνηνού, χρονολογείται και ο επισκοπικός
κατάλογος του Παρισινού κώδικα (cod Paris gr. 880). O τίτλος του
επισκοπικού καταλόγου έχει ως εξής: «οἱ ἀρχιεπίσκοποι Βουλγαρίας».
Πρόκειται για τον ίδιο κατάλογο, ο οποίος περιείχε µαρτυρίες για τον
Ιωάννη Κοµνηνό χωρίς όµως να αναφέρει το συνηθισµένο τίτλο του.4 Το 1170
ο

145
1. J. P. Migne. PG 140, 179 B, 181 C, 188 A, 192 A, 196 C, 197 Β & D. • Hierom. P. Englezakis,
Cyprus, Nea Justinianoupolis, Nicosia 1990, κεφ. II, III, IV, V.
2. L. Petit, Le monastére de Notre Dame de Pitié en Macédoine, Izvěst Russkago Archeol. Instit. V.
Konst. 6 (1900), 123 και Vizantijskij Vremennik, Sanktpeterburg – Leningrad 1894 – 1927,
22(1915/16) 61.
3. L. Petit. Documents i nédits sur le concile de 1166 et ses derniers adversaires. Vizantijskij
Vremennik II 1904, 479 – 489. • V. Grumel, Les Regestes des Actes du Patriarchat de
Constantinoples, Reg. Nr. 1109, Chalcedonenses 1932. • R. Ljubinkovič, cod Paris gr. 880, Starinar,
Ns 20 (1969) 191–204, τ.1171v1176.
4. H. Gelzer, Patriarchat, 6 – 7. • J. Ivanov, Bălgarski Starini iz Makedonija, Sofija 1934, 565 – 569. •
V. Benesevič, Vizantijskij Vremennik, 22 (1915/16) 60. • R. Ljubinkovič, cod Paris. gr.880. Datum,
sadržaj, tentencije εις Starinar, 20(1969), 191 – 204, τ.1171 v 1176.

καταµαρτυρούµενος αρχιεπίσκοπος Κωνσταντίνος, που πιθανόν να µην


ταυτίζεται µε τον Κωνσταντίνο Βυκινάτορα, του οποίου η θητεία τοποθετείται
κάπου µεταξύ 1170 και 1183,1 ονοµάζεται «Κωνσταντίνος ὁ Βυκινάτωρ ὁ
2
àρχιερεὺς.... καὶ Βουλγαρίας ἀρχιεπίσκοπος».
δ) Ο Ιωάννης Καµατερός, ο οποίος προηγούνταν του ∆. Χωµατιανού, υπογράφει το
1213 την επιστολή της Συνόδου, η οποία προοριζόταν για τον Aρµένιο βασιλιά
µε σκοπό τον προσχεδιασµένο γάµο της κόρης του µε τον Θεόδωρο Λάσκαρη
χωρίς να βάλει την προσθήκη «Πρώτης Ιουστινιανῆς και πάσης Βουλγαρίας».3
O σχετικά χαµηλός αριθµός αποδείξεων που έχουµε µας επιτρέπει να
συµπεράνουµε, ότι οι διάδοχοι του Ι. Κοµνηνού µέχρι τον Ι. Καµατερό
χρησιµοποιούσαν µόνο τον παραδοσιακό τίτλο, ακόµα και όταν ο ίδιος ο
Ιωάννης Κοµνηνός τιτλοφορούνταν µόνο µ’ αυτόν τον τίτλο του Aρχιεπισκόπου
Bουλγαρίας.
Είχαν, λοιπόν, παραιτηθεί οι διάδοχοι του Ι. Κοµνηνού, ύστερα από τη δική
του απόπειρα για τη χρήση του νεοευρεθέντος τίτλου, «τοῦ ἀρχιεπισκόπου α
Ιουστινιανῆς καὶ πάσης Βουλγαρίας» ή οι ίδιοι δεν είχαν την πρόθεση να τον
κρατήσουν;
∆εν ξέρουµε τι ακριβώς συνέβαινε, όµως περισσότερο ενδιαφέρον
παρουσιάζει η δεύτερη περίπτωση, η οποία µας οδηγεί στο συµπέρασµα ότι
κάποιες συγκεκριµένες αντιδράσεις της εκκλησίας είχαν ως αποτέλεσµα την
παραίτησή τους από τον τίτλο. Θα µπορούσαµε να υποθέσουµε, ότι δεν ήταν

146
µόνο η ισχύς του παραδοσιακού πρωτοκόλλου της εκκλησίας που αποτελούσε
τροχοπέδη στη χρήση του καινούργιου τίτλου, αλλά και ότι, πέραν τούτου,
ασκούνταν πίεση από την πλευρά του πατριαρχικού κλήρου, λόγω πολιτικών και
εκκλησιαστικών συνθηκών, στην Αρχιεπισκοπή Αχρίδος.

1. I. Dujcev, Alcune testimonianze della letteratura slava medioevale sulle isole Ioniche – εις Πρακτικά
Τρίτου Πανιονίου Συνεδρίου, Αθήναι 1969, 25 – 27.
2. C. Gianelli, Il cognome e la cazziera ecclesiastica di un arcivescovo di Bulgaria (contantin),
Eπετηρίς Εταιρείας Bυζαντινών Σπουδών, Αθήνα 23 (1953) 225 - 229.
3. Η. Gelzer, Patriarchat, 11.

Σε άλλη περίπτωση, θα είχαµε να κάνουµε µε µια ιδιοµορφία του Ιωάννη


Κοµνηνού, την οποία οι διάδοχοί του δεν ήταν διατεθειµένοι, ή δεν είχαν το
θάρρος να συνεχίσουν και εξαιτίας κάποιων λόγων γινόταν κατ’ εξαίρεση για τον
Ιωάννη Κοµνηνό ανεκτή η χρησιµοποίηση του πλήρους τίτλου: είτε γιατί
λαµβάνονταν υπ’ όψη η κοινωνική του θέση, είτε γιατί αναγνωρίζονταν κάποια
επιχειρήµατα εκκλησιαστικού περιεχοµένου. Σίγουρα όµως δεν µπορούµε να
µιλήσουµε για ανοιχτή και θετική αντιµετώπιση της θεωρίας της Πρώτης
Ιουστινιανής από τους κόλπους της Εκκλησίας, εκτός της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος.
Κι αν ακόµη η διοίκηση της Εκκλησίας είχε όντως αντιδράσει αρνητικά και
οπισθοδροµικά, εντούτοις το παράδειγµα του Bαλσαµώνα δείχνει πως η εµµονή
της Εκκλησίας στην χρήση των παραδοσιακών όρων δε χρειαζόταν να στηριχτεί
σε µια ιδεολογική άρνηση της νέας θεωρίας.
Είναι χαρακτηριστικό, ότι, µόλις τα πράγµατα αναβαθµίστηκαν, εξαιτίας
των πολιτικών συµφερόντων της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος γιατί ευνοούνταν από
την πολιτική οργάνωση του κράτους της Ηπείρου,1 ο ∆. Χωµατιανός συνδέθηκε
ξανά µε τον τίτλο του Ιωάννου Κοµνηνού, ως «ἀρχιεπίσκοπος Πρώτης
2
Ιουστινιανῆς καὶ πάσης Βουλγαρίας» όµως ο Πατριάρχης Γερµανός Β΄, που
ήταν αντίθετος, επέµενε στο παλιό καθιερωµένο τίτλο.3 Από τον Ιωάννη
Κοµνηνό µέχρι τον ∆. Χωµατιανό η διάδοση της θεωρίας της Πρώτης
Ιουστινιανής µοιάζει να είναι, κυρίως µια υπόθεση εκκλησιαστική και
περιορίζεται στα στενά όρια της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος, όπως µαρτυρεί ο

147
Wilhelm von Tyrus και κυρίως οι δύο µαρτυρίες που προέρχονται από το
ελληνικό χειρόγραφο του Eσκοριάλ.
Η δηµοσιευµένη σηµείωση του Τovar περιλαµβάνεται στον cod. Salmant
2324

1. Α. Σταυρίδου – Ζαφράκα, Νίκαια, 60 – 88.


2. Σ. Βαρναλίδης, Ζωσιµάς, 107 υποσ. 130.
3. J. Pitra, Analecta sacra et classica, VI, Cap. CXIII, σ. 483 (=Laurent, Patr. Reg., Nr.1244).• H.
Gelzer, Patriarchat, 15. • Ι. Snegarov, Ochridskata, I, 301.• C. Gianelli. II, Eπετηρίς Εταιρείας
Bυζαντινών Σπουδών, 23 (1953) 229.
4. A. Tovar, Nota, 1 – 2, Catalogus codicum graecorum Universitatis Salamantinae, I. Collectio,
Universitatis antiqua, Salamanca, 1963, 52.

του 14ου/15ου αιώνα. Η σηµείωση αυτή βρίσκεται στη συλλογή χειρογράφων του
Εσκοριάλ Ισπανίας, Χ – ΙΙ - 10 στο χωρ. 377 όπου περιέχονται έργα των
Ζωναρά, Βαλσαµώνα και Th. Bastes. Το χειρόγραφο αυτό χρονολογείται, κατά
ένα µεγάλο µέρος, από τον G. de Andrés ενώ η σηµείωση που µας ενδιαφέρει
χρονολογείται κάπου µέσα στον 13ο αιώνα.1

«Περὶ τῆς Πρώτης καὶ Δευτέρας ᾿Ιουστινιανῆς ἐκ τῶν µετὰ τὸν κώδικα

νεαρῶν τίτλος β΄ διάταξις γ΄».

῾Ο ἀρχιεπίσκοπος τῆς Πρώτης ᾿Ιουστινιανῆς ἐν ταῖς ὑπ᾿ αὐτὸν

5 ἐπαρχίαις τὸν τόπον ἐπέχει τοῦ ἀποστολικοῦ θρόνου ῾Ρώµης καὶ τὸν

ὅµοιον τῆς ἱερωσύνης βαθµὸν τοῦ ἐπισκόπου Καρταγένης τῆς ᾿Αφρικῆς.

Πρώτην ᾿Ιουστινιανὴν τὴν τῆς Βουργαρίας ἀρχιεπισκοπήν λέγει ἑν τῷ β΄

τίτλῳ τῶν νεαρῶν ἡ γ´ διάταξις· διὰ πλάτους γὰρ λέγει τὴν αὐτοῦ

καθέδραν εἶναι ποτε ἐν Βελεβουσδίῳ, παλαιὰ γὰρ ἦν τοῦτο πόλις καὶ

µεγαλοπρεπὴς καὶ τῶν ἐν αὐτῇ

10 κτισµάτων ἔτι λείψανα φαίνονται τῷ χρόνῳ µὲν ἐρειπωθέντα,

σώζοντά γε µὴν ἔτι τὴν παλαιὰν ὡραιότητα.

Τὸ µέντοι δίκαιον τῆς ἱερωσύνης τῆς ἐπισκοπῆς Καρταγένης ἔχειν

ἐνοµίσθη, ἐκείνη δὲ τὸ δίκαιον τοῦ ῾Ρώµης ἐπισκόπου ἐκέκτητο, ὅθεν καὶ

πάπας εἰκότως καλοῖτο ἄν ὅ τε τῆς Καρχηδόνος

148
15 ἐπίσκοπος καὶ ὁ τῆς Πρώτης ᾿Ιουστινιανῆς, ἥτις ἐστὶν ἡ Βουλγαρία,

ὥς ἔφηµεν ἐκ ταὐτης τῆς πόλεως ᾿Ελπιδία ἡ βασιλὶς καὶ Λικίνιος ὁ ταὐτης

ὑιὸς, µετὰ δὲ χρόνους τινὰς καὶ ᾿Ιουστῖνος καὶ ᾿Ιουστινιανὸς οἱ βασιλεῖς

ἐγεγόνεισαν, κατὰ µικρὸν δὲ τῆς βασιλείας ὑπορρυείσης τῶν ῾Ρωµαίων καὶ

ἐν τῆ Κωνσταντίνουτινουπόλει ἐρριζωθείσης

20 πατριαρχικῇ τιµῇ ἡ πρώτη αὕτη ἐκκλησία ἐτιµήθη, οὐ πρὸς

ἀντιδιαστολὴν δὲ τῆς Δευτέρας ἐκλήθη Πρώτη ᾿Ιουστινιανῆ (ὕστερον γὰρ

1. G. de Andrés, Catàlogo de los cόdices griegos de la Real Biblioteca de el Escorial, Bd. 2. Madrid,
1965, Nr. 370, 274 – 278. • J. Pitra, Analecta sacra et classica specilegio solesmensi parata VI,
Romae 1891, 631.

ἐτιµήθη ἡ Κύπρος Νέα καὶ Δευτέρα ᾿Ιουστινιανὴ ἐπὶ ᾿Ιουστινιανοῦ τοῦ

῾Ρινοτµήτου διὰ τὸ ἐξ αὐτῆς γενέσθαι τὸν τοιοῦτον βασιλέα), ἀλλὰ ἀπολύτως

Πρώτη µὲν ὡς ἐξ ἀρχῆς

25 ἔχουσα τοῦτο τὸ ὄνοµα, ᾿Ιουστινιανὴ δὲ διὰ τὸν ἐξ αὐτῆς

γεγενηµένον βασιλέα ᾿Ιουστινιανόν.

᾿Εκαλεῖτο δὲ πρότερον ὁ τῆς Βουλγαρίας ἐπίσκοπος πρίµας, ὃ δηλοῖ τῇ

῾Ελλάδι γλώσσῃ πρῶτος, τῇ δὲ σθλοβενικῇ ἤτοι βουλγαρικῇ ἤ σθλαβικῇ

πρεβόλεος, ὃ καὶ αὐτὸ σηµαίνει τὸ πρῶτον,

30 πρέβολ γὰρ παρὰ Βουλγάροις ὁ πρῶτος, ὁ δὲ ἅγιος Βασίλειος

᾿Ιλλυριῶν ἐπίσκοπον ὀνοµάζει τὸν ταύτης ἐκκλησίας ἐπίσκοπον, οἱ δὲ

Λατῖνοι πρίµας αὐτὸν καλοῦσιν ὡς παρὰ τῆ ῾Ρωµαίων ἐκκλησίᾳ τὰ πρῶτα

φέροντα, οἷον ἔτι καὶ ἐν τῇ συνόδῳ τῆς ᾿Αφρικῆς εὑρήσεις· “Βαλεντῖνος τῆς

πρώτης καθέδρας ἐπίσκοπος”, οἷον ὁ

35 πρωτόθρονος ὁ πάντων ὑπερέχων, “ὑπέγραψα”· ἦν γὰρ ἐν ταύτῃ ὡς

ἔοικεν ὁ τῆς νουµιδικῆς ἐκκλησίας ἐπίσκοπος τὸ πρωτεῖον ἔχων.

᾿Ιστέον δὲ καὶ τοῦτο, ὄτι καὶ πρὸ τῆς νοµοθεσίας τοῦ ἀοιδίµου βασιλέως

᾿Ιουστινιανοῦ αὐτοκέφαλος ἦν ἡ ἐκκλησία αὕτη καὶ ἰδίαν χειροτονίαν καὶ

προνόµιον ἱερωσύνης εἴχε οὐ µόνον ἀπὸ

40 Βασιλείου τοῦ βασιλέως καὶ τοῦ γέροντος ῾Ρωµανοῦ τοῦ

149
Λακαπηνοῦ, ὅτε τὰ πρὸς τὸν Πέτρον τὸν βασιλέα Βουλγάρων ἐγεγόνεισαν

σύµφωνα, ἀλλά καὶ ἀπὸ τῶν ἀρχαίων προνοµίων.»


Το κείµενο αυτό έχει υποστεί φθορά, γεγονός που δηµιουργεί εικασία, για
το πώς ήταν το ακριβές πρωτότυπο.
Mετάφραση κειµένου:
Για το θέµα της Πρώτης και της ∆εύτερης Ιουστινιανής από τις νεαρές
σύµφωνα µε τον κώδικα τίτλος β΄, διάταξη γ΄.
«Ο αρχιεπίσκοπος της Πρώτης Ιουστινιανής, στις επαρχίες που έχει στην
δικαιοδοσία του, επέχει τη θέση του αποστολικού θρόνου της Ρώµης και τον ίδιο
βαθµό ιερωσύνης µε τον επίσκοπο της Καρχηδόνας της Αφρικής. Πρώτη
Ιουστινιανή ονοµάζει την αρχιεπισκοπή της Βουλγαρίας (στον β΄ τίτλο των
“νεαρών” η γ΄ διάταξη). Η έδρα της αρχιεπισκοπής καταλαµβάνει το
Βελεβούσδιον, το οποίο ήταν µία µεγαλοπρεπής πόλη και τα λείψανα των
κτισµάτων της φαίνονται ακόµα, αν και έχουν ερειπωθεί από το χρόνο σώζουν
όµως ακόµα την παλιά τους οµορφιά.
Κανονίστηκε µε νόµο (η παραπάνω πόλη) να έχει το δικαίωµα της επισκοπής
Καρχηδόνας, εκείνη δέ απέκτησε το αξίωµα του επισκόπου της Ρώµης γι’ αυτο και
πάντα ονοµαζόταν ο εκάστοτε επίσκοπος Καρχηδόνας, ευλόγως, και ο της Πρώτης
Ιουστινιανής, η οποία, όπως είπαµε είναι η Βουλγαρία. Από αυτή την πόλη,
κατάγονταν η Ελπιδία, η βασίλισσα και ο γιός της ο Λικίνιος και µετά από µερικά
χρόνια και ο Ιουστίνος και ο Ιουστινιανός οι βασιλείς. Μετά από λίγο, όταν
κατέρρευσε η βασιλεία των Ρωµαίων και στερεώθηκε στην Κωνσταντινούπολη, η
πρώτη αυτή εκκλησία τιµήθηκε µε πατριαρχική τιµή. ∆εν ονοµάστηκε Πρώτη
Ιουστινιανή κατ’ αντιδιαστολή προς τη ∆εύτερη (διότι αργότερα τιµήθηκε η
Κύπρος ως Νέα και ∆ευτέρα Ιουστινιανή επί του βασιλιά Ιουστινιανού του
Ρινοτµήτου, λόγω του ότι από αυτήν προερχόταν ο παραπάνω βασιλιάς), αλλά
Πρώτη ήταν το αρχικό της όνοµα και έπειτα ονοµάστηκε Ιουστινιανή επειδή σ’
αυτήν είχε γεννηθεί ο Ιουστινιανός· ονοµαζόταν δε προηγουµένως ο επίσκοπος
της Βουλγαρίας «Πρίµας» που στα ελληνικά σηµαίνει «πρώτος» στη δε σλοβένικη
(γλώσσα), δηλαδή τη βουλγαρική ή σλοβενική «πρεβόλεος», λέξη που σηµαίνει
«πρώτος» γιατί «πρεβόλ» στα βουλγαρικά σηµαίνει «πρώτος». Ο δε Άγιος

150
Βασίλειος ονοµάζει επίσκοπον Ιλλυριών τον επίσκοπο αυτής της Εκκλησίας. Οι δε
λατίνοι «πρίµας» ονόµαζαν αυτόν ο οποίος προΐστατο στη Ρωµαϊκή εκκλησία,
πράγµα που µπορείς να το βρεις ακόµη και στη Σύνοδο της Αφρικής: Βαλεντίνος ο
επίσκοπος της πρώτης καθέδρας, δηλαδή αυτός που υπερέχει από τους άλλους
επισκόπους, ο πρωτόθρονος. ∆ιότι στην Αφρική, όπως ήταν λογικό, ήταν ο
επίσκοπος της νουµιδικής Εκκλησίας που είχε τα πρωτεία.
Πρέπει δε να γνωρίζουµε ότι και πριν τη νοµοθεσία του Ιουστινιανού αυτή η
εκκλησία ήταν αυτοκέφαλη και είχε προνόµιο χειροτονίας και ιερωσύνης όχι µόνο
από την εποχή του βασιλέως Βασιλείου και του Ρωµανού του Λακαπηνού, όταν
υπέγραψαν συµφωνίες µε τον Πέτρο, τον βασιλιά των Βουλγάρων αλλά και από
αρχαία προνόµια που είχαν παραχωρηθεί».1

Με το κείµενο ασχολήθηκαν ο G. Prinznig, ο Tovar και R. Ljubincovič, ο


οποίος (R. Ljubincovič) έχει εκδόσει ήδη µία φορά τη σηµείωση του Tovar και
την έχει σχολιάσει, δίνοντάς της ωστόσο µια όχι και τόσο πετυχηµένη µορφή.2
Εµείς το σχολιάζουµε ως εξής:
Στην 7η σειρά του κειµένου αναφέρεται «της Bουργαρίας» και µας οδηγεί
στη σκέψη: επειδή το όνοµα Βουλγαρία δε µπορούσε να είχε εµφανιστεί ακόµη
στις «νεαρές» του Ιουστινιανού, εδώ έχουµε να κάνουµε µε ιστορική ανακρίβεια,
η οποία ταυτίζει τους δύο αρχιεπισκόπους, της Πρώτης Ιουστινιανής και της
Αχρίδος χωρίς να µπορεί να ταυτίζει και νοµικά τις δύο Αρχιεπισκοπές.3 Η Πρώτη
Ιουστινιανή και η Αχρίδα δεν αναφέρθηκαν ούτε κατά τη διάρκεια της Συνόδου
που έγινε στην Κωνσταντινούπολη το 869/870 µε συµµετοχή των απεσταλµένων
του πάπα Αδριανού Β΄ (867 - 872), όταν κατέφθασαν αντιπρόσωποι του
Βούλγαρου ηγεµόνα Βόρη, θέτοντας το ερώτηµα σε ποια από τις δύο εκκλησίες
έπρεπε να υπαχθεί η Βουλγαρία. Η Κωνσταντινούπολη άδραξε την ευκαιρία και ο
πατριάρχης Ιγνάτιος µε τη συγκατάθεση του αυτοκράτορα Βασιλείου Α΄ (867 -
886) χειροτόνησε τον αρχιεπίσκοπο Βουλγαρίας και του παραχώρησε σχετική
αυτονοµία, δίνοντάς του την τιµητική θέση στη βυζαντινή αυλική εθιµοτυπία.4
Στη διαδικασία αυτή δεν έγινε καµία µνεία για αναβίωση της Πρώτης
Ιουστινιανής µέσου της νέας βουλγαρικής εκκλησίας. Όσον αφορά τον όρο

151
«Βουργαρία» αντί «Βουλγαρία», δηλαδή την αλλαγή των συµφώνων ρ – λ
συναντάται και σε πρωτοβουλγαρικές επιγραφές σύµφωνα µε µαρτυρίες των V.
Beševliev και F. Dölger.5

1. G. Prinzing, Entstehung, 279 – 280.


2. R. Ljubinkovič, Jedan srednjovekovni pokušaj ubikacije Justinijane Prime, εις Leskovački Zbornik
VIII (1968), 45 – 49.
3. Κ. Ε. Zachariä von Lingenthal, Beiträge, 26.
4. Συνεχιστής Θεοφάνους, 341.7 κε. • R. Ljubinkovič, Tradicije, 70 – 73. • Ι. Καραγιαννόπουλος,
Ιστορία Β3, 286 – 7.
5. V. Beševliev, Die protobulgarischen Inschriften, Berlin 1963, 5 46α. • F. Dölger, BZ 48 (1950), 192.

Σειρές 7 - 11: Eδώ, η Πρώτη Ιουστινιανή ταυτίζεται µε τη Βελεβούσδα, επειδή η


Πρώτη Ιουστινιανή αναφέρεται όχι µόνο ως επαρχία της Εκκλησίας
(Βουλγαρία), αλλά και ως, η έδρα του Αρχιεπισκόπου. Παρ’ όλ’ αυτά, δεν
αναφέρεται η πόλη αυτή στις «νεαρές» του Ιουστινιανού.
Τί είδους πόλη είναι η Βελεβούσδα, η οποία φέρεται εδώ ως η παλαιότερη
έδρα του αρχιεπισκόπου της Πρώτης Ιουστινιανής;
Η Βελεβούσδα (Βελεβούσδιον, Βελεβούσδιν)1 παραχωρήθηκε στην
αρχιεπισκοπή Αχρίδος, σύµφωνα µε τα σιγίλλια του αυτοκράτορα Βασιλείου
Β΄ κατά την ίδρυση της αρχιεπισκοπής στην 33η θέση.2 Στην αρχιεπισκοπή
αυτή δόθηκε, µεταξύ άλλων, και η Γερµάνεια η οποία αναφέρεται µόνο στη
σηµείωση του Tovar, ως γενέτειρα του Βελλισαρίου (πρβλ. µε Tovar) ή
σύµφωνα µε τον Ι. Ivanov, περιοχή Baya στην Dypnica (Stanke Dimitrov).3
Μετά την ανακατάταξη των εκκλησιαστικών καταλόγων από τον Αλέξιο Α΄
Κοµνηνό, οι κατάλογοι Β και C του Gelzer δείχνουν τη Βελεβούσδα κάθε
φορά στην θέση 3 πίσω από την Καστοριά και τα Σκόπια.4 To 1189/1190 η
πόλη καταλήφθηκε από τους Σέρβους, όταν ήταν υπό την αρχηγία του
Στέφανου Νεµάνια και καταστράφηκε. Αργότερα επανήλθε στη βυζαντινή
κατοχή.5 Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Γ΄ Άγγελος το 1198 συνένωσε τις επαρχίες
Τριαδίτσα και Βελεβούσδα.6
Η Βελεβούσδα η οποία εν τω µεταξύ είχε προσαρτηθεί το 1200 στο
βουλγαρικό κράτος των Ασανιδών, προάγεται σε µητροπολιτική έδρα στα

152
πλαίσια των διαπραγµατεύσεων για ενότητα µεταξύ του τσάρου Καλογιάννη και
του Πάπα Ιννοκέντιου του Γ΄ στην Πρεσλάβα.7

1. V. Beneševič, Cod Sinait (508), 545 «Καὶ τὸν ἐπίσκοπον Βελεβουσδίου εἰς αὐτήν τὴν Βελεβούσδαν».
• E. Kωνσταντίνου ή Tέγου – Στεργιάδου, Σιγίλλια, 59 – 60.
2. V. Beneševič, Opisanie, 545.22. • I. Snegarov, Ochridskata archiepiskopija I, 176 – 177.
3. H. Gelzer, Bistümerverzeichnisse II, 43. • V. Beneševič, Opisanie, 545.23. • J. Ivanov, Makedonija, 81–
82.
4. H. Gelzer, Bistümerverzeichnisse I, 256 – 257 και II, 59, ders., Patriarchat, 10. • Α. Σταυρίδου –
Ζαφράκα, Νίκαια, 134, 138, 141. • Σ. Βαρναλίδης, Ζωσιµάς, 106. • V. Laurent, Corpus, 329.
5. V. Corovič, in: Svetosavski Zbornik 2, Beograd 1939, 30 – 31. • J. Ivanov, Makedonija, 46.
6. F. Dölger, Regesten, Nr. 1647. • Α. Σταυρίδου – Ζαφράκα, Νίκαια, 44, 50, 51, 53, 55, 60, 103, 138.
7. J. Ivanov, Makedonija, 46 – 47.

∆ε χρειάζεται να επεκταθούµε περισσότερο στην ιστορία της πόλης κατά


τον 13ο αιώνα, γιατί αφορά την προαγωγή της αρχιεπισκοπής από τον Ιννοκέντιο
Γ΄.1
Σύµφωνα µε το συγγραφέα της σηµείωσης, η Βελεβούσδα ήταν παλαιότερα
η έδρα του Αρχιεπισκόπου της Πρώτης Ιουστινιανής, στη θέση της
αρχιεπισκοπής της Αχρίδος.2
Ενδεχοµένως η θεωρία αυτή, ότι δηλαδή η Βελεβούσδα υπήρξε
παλαιότερα έδρα της αρχιεπισκοπής της Πρώτης Ιουστινιανής, συνέβαλε στο να
µετατοπιστεί η πόλη στις λίστες των αρχιεπισκοπών στην 3η θέση, πίσω από τις
«πρωτόθρονες» Καστοριάς και Σκοπίων και αργότερα στον προβιβασµό της σε
αρχιεπισκοπή υπό τη βασιλεία του Καλογιάννη. Ωστόσο στη συνεργασία του
Καλογιάννη µε τον πάπα Iννοκέντιο Γ΄ δεν υπάρχει κάτι στο οποίο να στηρίζεται
η άποψη του Ivanov, δηλαδή ότι ο επίσκοπος της Βελεβούσδας προήχθη ως
αντιπρόσωπος της αρχιεπισκοπής Πρώτης Iουστινιανής σε Μητροπολίτη.3
Πώς όµως, προέκυψε η άποψη ότι η Βελεβούσδα ταυτίζονταν µε την παλιά
πόλη της Πρώτης Ιουστινιανής; Μόνο λίγα στοιχεία απαντούν σ’ αυτό το
ερώτηµα.
Στην παρούσα σηµείωση η Βελεβούσδα περιγράφεται ως µια παλιά πόλη,
µεγαλοπρεπής µε ωραία κτίρια. H σηµείωση του Tovar προβάλλει τη γειτονική
πόλη Γερµάνεια ως γενέτειρα του Βελισάριου και έτσι οι δύο αυτές σηµειώσεις

153
οδηγούν στο συµπέρασµα ότι από αυτή την πόλη κατάγονταν διάφοροι
µονάρχες, µεταξύ των οποίων και ο Ιουστινιανός Α΄.
Συνεπώς, η Βελεβούσδα θεωρούνταν ως µια πόλη η οποία είχε ιδρυθεί
πολύ παλιά, µε πλούσια παράδοση και κτίρια των οποίων τα ερείπια
µαρτυρούσαν το περασµένο µεγαλείο της.4 Τα αρχιτεκτονήµατα ήταν τον καιρό
της βυζαντινής

1. J. Ivanov, Makedonija, 47 – 48
2. Γ. Θεοχαρίδης, Iστορία, 132, 342. «Το βυζαντινόν Βελεβούσδιον, 85 χιλιοµ. Ν∆ της Σαρδικής, επί
τουρκοκρατίας και σήµερον Κουστεντίλ».
3. J. Ivanov, Macedonija, 47 – 48.
4. G. Prinzing, Enstehung, 281 – 282.

αυτοκρατορίας ακόµη και µέχρι τον 19ο και τον 20ο1 αιώνα και ήταν
πραγµατικά εντυπωσιακά, κάτι το οποίο φαίνεται και από την πολύ σηµαντική
για την ιστορία της πόλης µαρτυρία της ανασκαφής.2
Η γειτνίαση της Γερµάνειας γενέτειρας του Βελισάριου, µε τη Βελεβούσδα
στήριξε τη θεωρία της ταύτισής της µε την Πρώτη Ιουστινιανή.3 Και µπορούµε
να αποδώσουµε τη διατύπωση της εκδοχής αυτής πιθανόν στους ίδιους τους
επισκόπους της Βελεβούσδας, από τους οποίους µας είναι γνωστοί, κυρίως από
σφραγίδες, ο Νικηφόρος Απελάτης, 2ο µισό του 11ου αιώνα και οι Ιωάννης και
Γαβριήλ, 2ο µισό του 12ου αιώνα.4
Ωστόσο θα πρέπει, κατά πάσα πιθανότητα, να αναζητήσουµε τον συγγραφέα
της σηµείωσης στην χρονική εκείνη περίοδο µεταξύ του 2ου µισού του 11ου
αιώνα και του 2ου µισού του 12ου αιώνα. Έχοντας υπ’ όψη το νόηµα που βγαίνει
παρακάτω, από τα συµφραζόµενα της σηµείωσης, θα δώσουµε µια χρονολόγηση
κάπου στο 2ο µισό του 12ου αιώνα. Βεβαίως δεν είναι υποχρεωτικό να
θεωρήσουµε, ότι συγγραφέας είναι ο Ι. Κοµνηνός όπως λέει ο Tovar.5
Σειρές 12 - 16: Η πρώτη πρόταση αυτού του κοµµατιού συµπίπτει µε τη
«νεαρά» 131, κεφάλαιο ΙV. Η δεύτερη πρόταση αναφέρεται στην πατριαρχική
τάξη, από την οποία στη σειρά 20, εµφανώς διαχωρίζεται. Οι προτάσεις αυτές
δείχνουν, ότι ο συγγραφέας τους αναφέρεται στους αρχιεπισκόπους Αχρίδος, οι
οποίοι µε το δικαίωµα του αυτοκεφάλου, ζητούν την ανεξαρτητοποίησή τους

154
από την Κωνσταντινούπολη. Από άποψη περιεχοµένου, όµως, οι προτάσεις
αυτές καλύπτονται ήδη από τον Βαλσαµώνα.6

1. C. Jirecek, Das Fürstentum Bulgarien, Prag – Wien – Leipzig 1891, 473.


2. I. Snegarov, Ochridskata archiepiskopija I, 80 – 81.
3. R. Ljubinkovič, Jedan pokusaj,48.• H. Beck, Geschichte der byzant, Volksliteratur, München
1971,150–153.
4. V. Laurent, Le corpus des sceaux de l’ empire byzantin, V. 1 – 2, L’ Eglise, Paris 1963, Νικηφόρος,
αριθµ. σφραγ. 2019, Ιωάννης, αριθµ. σφραγ. 1501, Γαβριήλ, αριθµ. σφραγ. 1502. Πλήρης κατάλογος
και περιγραφή 1013 σφραγιδών του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και των µητροπόλεων των
υπαγµένων εις τούτο των αυτοκεφάλων αρχιεπισκοπών.
5. A. Tovar, Nota, 7. • G. Prinzing, Entstehung, 284.
6. Γ. Pάλλης – M. Ποτλής, Σύνταγµα I, 44 – 45.

Σειρές 16 - 20: Η ταύτιση της Πρώτης Ιουστινιανής µε τη γενέτειρα του


Λικίνιου και της «βασίλισσας Ελπιδίας» δε µας πείθει επειδή, το µόνο που
ξέρουµε για τον Λικίνιο (αυτοκράτορα Ρώµης 308 - 324) είναι ότι ήταν αγρότης
στην καταγωγή.1 Το γεγονός ότι εδώ φαίνεται να ταυτίζεται η γενέτειρά τους µε
αυτήν του Ιουστίνου και του Ιουστινιανού οφείλεται στη συνέχιση της
παράδοσης, η οποία έχει ήδη διαπιστωθεί από τον Μαλάλα και στηρίζεται στη
γειτνίαση της περιοχής Βεδερίανα (γενέτειρα του Ιουστίνου) µε το Ταυρίσιο.2
Ο συγγραφέας της σηµείωσης, όπως φαίνεται, δε γνώριζε σχεδόν τίποτα
από αυτές τις γεωγραφικές λεπτοµέρειες. Φυσικά µόνο η παρατήρηση για την
καταγωγή του Ιουστινιανού (πρβλ. επίσης σειρές 25 - 26) βασίζεται στις
«νεαρές». Στον Βαλσαµώνα3 υπάρχει, εκτός αυτής και µια ακόµη αξιοπερίεργη
διαπίστωση, ότι η Πρώτη Ιουστινιανή και η Βουλγαρία ταυτίζονται, θεωρώντας
ότι ο Ιουστινιανός είχε ρυθµίσει το ∆ίκαιο αυτής της χώρας.
Σειρές 20 - 26: Το χωρίο το αναφερόµενο στην Κύπρο αφήνει να εννοηθεί
ξεκάθαρα, γιατί οι αρχιεπίσκοποι της Αχρίδος θεωρούσαν πως έχουν το
δικαίωµα να βρίσκονται στην ίδια θέση µε τον αρχιεπίσκοπο της Κύπρου.4 Το
ότι η Κύπρος είχε γίνει αυτοκέφαλη από το 431 δεν είναι βέβαια βασικό
επιχείρηµα, όµως οι βούλγαροι αρχιεπίσκοποι επιβλήθηκαν, παρ’ όλες τις
αντιδράσεις των Kυπρίων αρχιεπισκόπων, όπως άλλωστε φαίνεται και από τις
Συνόδους του 1157 και του 1170.5 Ίσως αυτό να τοποθετεί τη χρονολογία

155
«καταγωγής» της σηµείωσης που µελετάµε κάπου κοντά στις χρονολογίες των
Συνόδων που αναφέραµε. Η χρονολογία που δίνει ο Τοvar, δηλαδή το 1143
πρέπει να στηρίζεται στο έργο του Νείλου ∆οξαπατρή «Τάξις τῶν πατριαρχικῶν
θρόνων», που γράφτηκε το 1143 κατά διαταγή του Σικελού βασιλιά Ρογήρου
όπως

1. A. Jones, R. Martindale, J. Morris, The Prosopography of the Later Roman Empire I. Cambridge,
1971, 509.
2. Iωάννης Mαλάλας, Χρονογραφία, 410, 425.
3. Γ. Pάλλης – M. Ποτλής, Σύνταγµα I, 44.
4. J. P. Migne, PG 132, 1097. • Γ. Κονιδάρης, Η θέσις της Εκκλησίας Κύπρου, 81 – 120 (Πρακτ. Κυπρ.
Συν., ΙΙΙ, Λευκωσία, 1972).
5. J. P. Migne, PG 140, 197 Β (Στη Σύνοδο του 1157 συµµετείχε ο αρχιεπ. Αχρίδος Ι. Κοµνηνός).

έχουµε αναφέρει. Είναι όµως χαρακτηριστικό, ότι ο Βαλσαµών δεν αναφέρει


τίποτα για αυτό το θέµα. Η Νέα Ιουστινιανή, η οποία ιδρύθηκε από τον
Ιουστινιανό Β΄ στην περιοχή της Κυζίκου ως αποικία για να στεγαστούν αυτοί
που βιαίως εκδιώχθηκαν από την Κύπρο «φιλοξένησε» τους Κυπρίους µόνο
για εφτά χρόνια (688-695), όµως οι αρχιεπίσκοποι της Κύπρου
χρησιµοποιούσαν από τότε στον τίτλο τους, το όνοµα της πόλης, κάτι που οι
αρχιεπίσκοποι Αχρίδος το έκαναν θέµα.1 Η Κύπρος σίγουρα δεν ήταν η
γενέτειρα του Ιουστινιανού Β΄, όµως φαίνεται στη σηµείωση σαν να κατάγεται
ο αυτοκράτορας από τη Νέα Ιουστιανούπολη δηλαδή πρώτα από την Κύπρο
και έπειτα από την πόλη που αντιπροσωπεύει το όνοµα του τίτλου. Με την
επιστροφή, λοιπόν, των Κυπρίων από την αποικία πίσω στην Κύπρο,
επικράτησε αυτή η άποψη, λόγω της δήθεν πραγµατικής καταγωγής του
Ιουστινιανού Β΄ από τη Νέα Ιουστινιανούπολη. Αυτή είναι η εκδοχή της
κυπριακής καταγωγής του.2
Σειρές 27 - 30: Το επίθετο σθλοβενικός, –ή, -όν χρησιµοποιείται στα
βυζαντινά κείµενα σπανιότερα ως σθλαβικός και είναι ενδιαφέρον το γεγονός
ότι και στο βίο του Αγίου Κλήµεντος Αχρίδος, του οποίου συγγραφέας πρέπει
να είναι ο Θεοφύλακτος Αχρίδος, το «σθλοβενικός» χρησιµοποιείται για τον

156
όρο «βουλγαρικός»· «σθλαβικός»,3 όπως επίσης και για άλλες σλαβικές
εθνικότητες.
Στο κείµενο της σηµείωσης χρησιµοποιείται πολλές φορές ο όρος «prevol»,
στηριζόµενος στον παλαιό όρο της σλαβικής εκκλησίας «prvlje», λόγω
νοήµατος. Ίσως όµως ο όρος «prevol» να µην προέρχεται από το συγκριτικό
βαθµό του prvlje, σύµφωνα µε τον Tovar, αλλά αντί αυτού, από τoν ενισχυµένo
σχηµατισµό της αύξησης του velji, prebolij (πρώτος) όπως υποστηρίζει ο
Miklosich.4

1. A. Tovar, Nota 5, 7. • Γ. Pάλλης – Μ. Ποτλής, Σύνταγµα III, 450.


3. C. Head, Justinian II of Byzantium, Madison – Milwaukee – London 1972, 19, 34.
4. J. P. Migne, PG 126, Β 1196 και Vizantijski izvori I, 301. • I. Snegarov, Ochridskata I, 223.
5. Fr. Miklosich, Lexicon palaeoslavum – graecum – latinum, Wien 1862 – 1865, 5 (prěbolij).

Σειρές 30 - 31: Στο σχόλιο του Tovar, ότι δηλαδή σ’ αυτό το σηµείο γίνεται
αναφορά στον Ι. Κοµνηνό, έχει ήδη εκφράσει την άποψή του ο Laurent.1 Η
εικασία του ότι «ο Μέγας Βασίλειος ονόµαζε τον επίσκοπο των Ιλλυρίων
επίσκοπο της Πρώτης Ιουστινιανής» δεν είναι σωστή. Κατά την άποψη του
συγγραφέα της σηµείωσης, υπάρχει µια επιστολή του Αγίου Βασιλείου στον
Επίσκοπο των Ιλλυρίων Βαλεριανό του 372.2 Τότε η έδρα των Ιλλυρίων ήταν το
Σίρµιο, σε καµία περίπτωση λοιπόν δεν ήταν η Πρώτη Ιουστινιανή, η οποία δεν
υπήρχε ακόµη ως Μητρόπολη.
Η παρουσία της επισκοπής Ιλλυρικού στην εποχή του Μεγάλου Βασιλείου
εξηγεί το γιατί (στις παρακάτω σειρές 37 - 42) θεωρήθηκε ότι η αρχιεπισκοπή
προέρχεται από πιο παλιά - ακόµη κι από την εποχή του Ιουστινιανού, γι’ αυτό
έχει το δικαίωµα της αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Αχρίδος, «από των αρχαίων
προνοµίων».
Σειρές 31 - 36: Η Σύνοδος που αναφέρεται από τον ανώνυµο συγγραφέα
αυτής της σηµείωσης, είναι εκείνη του Μαΐου του 419 της Καρχηδόνας, στην
οποία ο Βαλεντίνος υπόγραψε µε τη σειρά του, πίσω από τον αρχιεπίσκοπο
Αυρήλιο της Καρχηδόνας, ως: «Βαλεντῖνος τῆς πρώτης καθέδρας ἐπίσκοπος τῆς
3
Νουµιδικῆς χώρας, τοῖς παροῦσι πεπραγµένοις ὑπέγραψα.» Όµως η υπογραφή
του αρχιεπισκόπου των Νουµιδών ως «πρώτος» σήµαινε ότι είχε µεν ως άρχοντας

157
την πρωτοκαθεδρία, αλλά δεν ασκούσε καµιά «µητροπολιτική εξουσία».4 Η θέση
του «πρώτου» ήταν άρα, πιο χαµηλή από αυτή του αρχιεπισκόπου της Πρώτης
Ιουστινιανής αργότερα. Ο αρχιεπίσκοπος της Καρχηδόνας πρώτα αναγορεύτηκε
σε µητροπολίτη (520/522), του οποίου η ισότητα µε τον αρχιεπίσκοπο της Πρώτης
Ιουστινιανής καθορίστηκε στη «νεαρά» 131 του Ιουστινιανού.
Σειρές 37 - 42: Το κοµµάτι αυτό αναφέρεται όχι µόνο στη θεµελίωση της
αυτοκέφαλης εκκλησίας της βυζαντινής αρχιεπισκοπής της Βουλγαρίας από τον

1. V. Laurent BZ 56 (1963), 170. • A. Tovar, Nota, 6 – 7.


2. V. Courtonne, Saint Basile, Lettres, τ. 1 – 3, Paris 1957, 197 – 198.
3. Γ. Pάλλης – M. Ποτλής, Σύνταγµα III, 605, • J. P. Migne, PG 138, 428 C, • J. P. Migne, PL 56, 874
B.
4. G. Prinzing, Entstehung, 286.

Βασίλειο Β΄, αλλά και από το Ρωµανό Ι Λεκαπηνό το 927 επ’ ευκαιρία της
σύναψης ειρήνης µεταξύ του Βυζαντίου και του τσάρου Πέτρου της
Βουλγαρίας.1 Έτσι, λοιπόν, δεν µπορεί να υποστηριχθεί η βουλγαρική παράδοση
της αρχιεπισκοπής Αχρίδος.
Η τελευταία παρατήρηση για τη θεµελίωση των δικαιωµάτων της
Εκκλησίας Αχρίδος, την εποχή πριν τον Ιουστινιανό θα πρέπει να συνδεθεί,
όπως έχουµε ξαναπεί, µε τη µαρτυρία του Μ. Βασίλειου,2 που ίσως πίστευε ότι
έτσι θα έπαυαν οι κυπριακές διεκδικήσεις στη Σύνοδο του 431. ∆εν αποτελεί
έκπληξη το ότι αυτά τα επιχειρήµατα για την Πρώτη Ιουστινιανή βρίσκονται και
τεκµηριώνονται µόνο σ’ αυτό το σηµείο, και δεν ξανασχολήθηκε, πιθανόν,
κανείς µ’ αυτά.3
Επανερχόµενοι στο θέµα της ανάπτυξης και της αποδοχής της θεωρίας για
την Πρώτη Ιουστινιανή. Θα µπορούσαµε ανακεφαλαιώνοντας να
παρατηρήσουµε τα εξής:
1ον Η ανάπτυξη αυτής της πολυσυζητηµένης και αµφισβητούµενης θεωρίας
ήταν, ενδεχοµένως, αποτέλεσµα της ανόδου των νοµικών σπουδών στο
Βυζάντιο, από τα τέλη του 11ου αιώνα, κάτι που εξηγεί την παρουσία της
θεωρίας στις αρχές του 12ου αιώνα από τον Μιχαήλ ∆ιαβόλεως.4

158
2ον Οι σηµειώσεις που αφορούν στη Βελεβούσδα, αυξάνουν τις µαρτυρίες για
την Πρώτη Ιουστινιανή. O συγγραφέας του πρωτότυπου κειµένου των
σηµειώσεων θα πρέπει πιθανόν να αναζητηθεί ανάµεσα στους επισκόπους
της Βελεβούσδας, κάπου στα µέσα ή στο 2ο µισό του 12ου αιώνα.

1. H. Gelzer, Patriarchat, 6, Z. 15 – 18. • J. Ivanov, Bulg. Starini, 566.


2. J. P. Μigne, PG 31, 1305 – 1428.
3. G. Prinzing, Entstehung, 286 – 287.
4. Ο Μιχαήλ ∆ιαβόλεως ήταν επίσκοπος στην Κορυτσά. Στο χειρόγραφο του Σκυλίτζη, υπάρχουν
προσθήκες που πιθανόν παρενέβαλε ο Μιχαήλ το 1118 αντιγράφοντας το έργο του Σκυλίτζη. Βλ. πηγές.
Χρησιµοποίησε εν µέρει µία πηγή του Ιωάννη Σκυλίτζη και του Θεόδωρου Σεβαστείας, ο οποίος έγραψε
για την εποχή του Βασιλείου Β΄. Το έργο του παρέχει σηµαντικές πληροφορίες για την επέκταση του
βουλγαρικού κράτους στον Β∆ µακεδονικό χώρο κατά τον 11ο αιώνα. • B. Prokič, Die Zusätze in der
Handschrift des Ioannes Skylitzes codex vindobonensis hist. Graec. LXXIV. Ein Beitrag zur
Geschichte des sog. Westbulgarischen Beiches, Diss München, 1906.
ον
3 ∆ιατηρείται η εντύπωση ότι η θεωρία της Πρώτης Ιουστινιανής είναι
σχεδόν αποκλειστική υπόθεση του κλήρου της αρχιεπισκοπής Αχρίδος
µέχρι τον 13ο αιώνα, όµως η Κωνσταντινούπολη αυτή την καινούργια
«απαίτηση» δεν τη δέχεται.
4ον Οι µαρτυρίες του Μιχαήλ ∆ιαβόλεως και του χειρογράφου του Εσκοριάλ
προσφέρουν τη µέχρι τώρα πληρέστερη (ψευδο) ιστορική και (ψευδο)
νοµική εξήγηση, για την καινούργια «απαίτηση» της εκκλησίας της
Βουλγαρίας, δηλαδή την απαίτηση για υπεροχή έναντι της Κύπρου.
5ον Tα κείµενα αυτά δείχνουν ότι η «γέννηση» αυτής της θεωρίας, που αφορά
την Πρώτη Ιουστινιανή, δεν ευσταθεί.
6ον Το γεγονός ότι η ίδια η Μητρόπολη Αχρίδος ταυτιζόταν µε την άλλοτε
έδρα της αρχιεπισκοπής Πρώτης Ιουστινιανής, δείχνει µάλλον ότι η Αχρίδα
είχε έναν ανταγωνιστή µε την ίδια απαίτηση· την επισκοπή της
Βελεβούσδας η οποία όµως δε µπορούσε να επιβληθεί της Αχρίδος.

159
β. Πλαστογραφηµένα έγγραφα της Αρχιεπισκοπής Πρώτης Ιουστινιανής
και η χρήση τους στο Μεσαίωνα κατ’ εξακολούθηση

Στη δυτική Ρωµαϊκή εκκλησία εµφανίστηκε περί το έτος 754 ένα


χαλκευµένο έγγραφο του πρώτου χριστιανού Αυτοκράτορα του Μεγάλου
Κωνσταντίνου (324 - 337), το οποίο θεωρήθηκε µάλιστα και ως ∆ωρεά του προς
τον Πάπα Ρώµης Σίλβεστρο, γιατί τον θεράπευσε από την νόσο της λέπρας µε τη
χάρη του Βαπτίσµατος.1 Μέχρι και τον ΙΗ΄ αιώνα οι Λατίνοι έδειχναν στους
πιστούς την κολυµπήθρα όπου βαπτίστηκε ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος, στον
καθεδρικό ναό του Αγίου Ιωάννου του Λατερανού στη Ρώµη.2 Σύµφωνα µε τη
µαρτυρία του Ευσέβιου Καισαρείας (260 - 338-40), ο Κωνσταντίνος βαπτίστηκε
από τον Επίσκοπο Νικοµηδείας Ευσέβιο στη Νικοµήδεια λίγο πριν πεθάνει την
21η Μαΐου του 337, ηµέρα της Πεντηκοστής.3
Η ψευδοκωνσταντίνειος δωρεά αναφέρει χαρακτηριστικά: «᾿Εθεσπίσαµεν
δὲ πρὸς τούτοις ἵνα καὶ ὁ αὐτός Θεοσεβὴς Πατὴρ ἡµῶν Σίλβεστρος, µέγας

ἐπίσκοπος, καὶ πάντες οἱ διάδοχοι αὐτοῦ καὶ ἐπίσκοποι ἵνα φορῶσι ἡµῶν τὸ

διάδηµα, ἤτοι τὴν στεφάνην ἣν παρεδώκαµεν αὐτῷ ἐκ τῆς κεφαλῆς ἡµῶν, ἐκ

χρυσίου καθαροῦ καὶ µαργαριταρίων ἀτιµήτων… καὶ τὸ κράτος τῆς

Βασιλείας, εἰς τὰς ἀνατολικὰς χώρας µεταφέρειν, καὶ ἐν τῷ Βυζαντίῳ χώρα,

τόπῳ χρησίµῳ… διότι ὅπου ἐστίν ἡ ἀρχικὴ ἱερατία καὶ ἡ κεφαλὴ τῆς

χριστιανικῆς θρησκείας ἀπό τοῦ Βασιλέως τῶν οὐρανών δεδοµένη, ἅδικον ἐστί

ἵνα ἐκεῖ ὁ γήινος βασιλεὺς ἔχη τὴν ἐξουσίαν…».


Σε άλλο σηµείο της ψευδοκωνσταντινείου δωρεάς καθορίζεται από τον
Κωνσταντίνο ακόµη και το ένδυµα του Πάπα «ἅµα καὶ τὸ ὠµοφόριον ὃπερ
περικυκλοῖ τὸν βασιλικόν τράχηλον, ἅµα δὲ καὶ τὴν πορφυράν χλαµύδα, καὶ

1. D. Blondel, Pseudoisidorus et Tuttianus vapulantes, Genev, 1634 (µε το έργο αυτό ο Blondel
αποδεικνύει την πλαστότητα του εγγράφου του αναφεροµένου στην Ψευδοκωνσταντίνεια δωρεά του 17ου
αιώνα).
2. Αρχιµ. Κ. ∆ελικάνης, Πατριαρχικών Eγγράφων ΙΙΙ, 1022.
3. Ευσέβιος, Βίος Κωνσταντίνου, I. Heikel, Eusebius, Werke I, Leipzig 1902, ΙV, 61 - 62 (145.18 κε).

160
χιτώνα κόκκινον, καὶ πάντα τὰ βασιλικά ἐνδύµατα,… ὁµοίως καὶ τὰ βασιλικὰ

σκῆπτρα… καὶ τὰ λοιπά κοσµήµατα τῆς βασιλικῆς µεγαλειότητος, καὶ τὴν

δόξαν τῆς ἡµῶν ἐξουσίας… Οὕτω θεσπίζοµεν κοσµεῖσθαι καὶ τὸν κλῆρον τῆς
1
ἁγίας Ρώµης ἐκκλησίας…».
Χρήση του πλαστογραφηµένου αυτού εγγράφου έκαµαν οι Πάπες Ρώµης
µέχρι και τον 15ο αιώνα. Αυτή η πλαστογραφηµένη Ψευδο-Κωνσταντίνειος
∆ωρεά χρησιµοποιήθηκε σαν υπόδειγµα στη σύνταξη του Ψευδο-Ιουστινιανείου
Χρυσόβουλλου, όπως µπορεί να διαπιστώσει κανείς παραλληλίζοντας τα δύο
κείµενα.2
Ο Κ. ∆ελικάνης θεωρεί χαλκευτή του Ψευδο-Ιουστινιάνειου
Χρυσοβούλλου τον ∆ηµήτριο Χωµατιανό,3 ο οποίος επωφελούµενος των
πολεµικών αναταραχών και όλων των παρελκόµενων γεγονότων προσπάθησε να
ικανοποιήσει τα φιλόδοξα σχέδιά του. Ο κατακερµατισµός των ελληνικών
δυνάµεων και η διάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, βοήθησαν µια τέτοια
κίνηση από µέρους του Χωµατιανού.
Η άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από του Φράγκους της ∆΄ Σταυροφορίας
στις 13 Απριλίου του 1204 και η σύµπραξη Βενετών και Φράγκων, για τη διανοµή
βυζαντινών εδαφών, οδήγησαν µερικές ηγετικές προσωπικότητες να ιδρύσουν
ηγεµονίες, όπως της Τραπεζούντας, της Νίκαιας, της Ηπείρου.4
Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Γ΄ Άγγελος εκθρονισµένος περιφέρονταν µεταξύ
Θράκης, Μακεδονίας, Θεσσαλίας και Μικράς Ασίας,5 ενώ ο πατριάρχης Ιωάννης
Ι΄ Καµατηρός κατέφυγε στο ∆ιδυµότειχο.6 Στη Μικρά Ασία ιδρύθηκε από το

1. Γ. Ράλλης - Μ. Ποτλής, Σύνταγµα Ι, 145 - 149, Το έγγραφο αυτό καταχωρήθηκε και στο Νοµοκανόνα
του Φωτίου µε τον τίτλο Η.
2. Βλέπε στο παράρτηµα (τα δύο έγγραφα).
3. Αρχιµ. Κ. ∆ελικάνης, Πατριαρχικοί Πίνακες ΙΙΙ, 1030.
4. Ι. Καραγιαννόπουλος, Κεντρόφυγοι και κεντροµόλοι δυνάµεις στο βυζαντινό κόσµο. Πρακτικά ΙΕ΄
∆.Σ.Β.Σ., Αθήναι 1976, 1-19. • ∆. Ζακυθηνός, Μελέται ΙΙ, 182. • Ν. Oikonomides, La décomposition de
l’empire byzantin à la veille de 1204 et les origines de l’empire de Nicée, Αθήνα 1976, Rapports I. 4 -
13.
5. Γεώργιος Ακροπολίτης, Χρονικόν, 6.8 - 9 κε, 12, 22 κε, 14.23.17.
6. Ν. Χωνιάτης, 593, 56. • ∆. Χωµατιανός, J. Pitra, Analecta sacra et classica, αρ. 8.44.

161
Θεόδωρο Α΄ Λάσκαρη, που ήταν γαµπρός του Αλέξιου Γ΄, η αυτοκρατορία της
Νίκαιας, ενώ στη ∆υτική Ελλάδα ιδρύθηκε από τον Μιχαήλ ∆ούκα η ηγεµονία
της Ηπείρου.
Μετά το θάνατο του πατριάρχη Ιωάννη Ι Καµατηρού (26 Ιουλίου 1206)
εκλέχθηκε Πατριάρχης στη Νίκαια το 1207 ο Μιχαήλ ∆΄1 (1207 - 1214) και την
Κυριακή του Πάσχα 1207 έστεψε αυτοκράτορα στη Νίκαια τον Θεόδωρο Α΄
Λάσκαρη 2. Έτσι η Νίκαια αναδείχθηκε πολιτικό και εκκλησιαστικό κέντρο
στην Ανατολή των πολιτικών και εθνικών ανακατατάξεων. Ο Ιωαννίτζης ή
Καλογιάννης ή Σκυλογιάννης, ηγεµόνας των Βουλγάρων, επωφελήθηκε όπως
έχουµε ήδη αναφέρει, για να αυτοτιτλοφορηθεί τέλη του 1204 Τσάρος ενώ
ανεξαρτητοποιήθηκε από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και ονοµάστηκε
ο αρχιεπίσκοπος Τυρνόβου Πριµάτος Πάσης Βουλγαρίας «totius Bulgariae ac
Blaciae primatus»,3 από τον απεσταλµένο του πάπα Ιννοκέντιου Γ΄, τον
Καρδινάλιο Λέοντα.
Στην εξέλιξη των γεγονότων δεν έµεινε αµέτοχη και η Σερβία της οποίας ο
ηγεµόνας Στέφανος Β΄ Νεµάνια ονοµάστηκε από τον Πάπα, Πρωτόστεπτος και ο
αδελφός του Σάββας χειροτονήθηκε στη Νίκαια από τον Πατριάρχη
αρχιεπίσκοπος της αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Σερβίας το έτος 1219.4
Τα σηµαντικά αυτά γεγονότα έπληξαν την αυτοκέφαλη αρχιεπισκοπή
Αχρίδος και τον αρχιεπίσκοπό της ∆ηµήτριο Χωµατιανό. Ο ∆. Χωµατιανός δεν
ήθελε να αναγνωρίσει την χειροτονία του Σάββα σε αρχιεπίσκοπο, γι’ αυτό τον
αποκαλούσε «τιµιώτατον ἐν µοναχοῖς» και τον κατηγορούσε ότι εγκατέλειψε
την ασκητική ζωή για τα µεγαλεία της αρχιερατείας, την οποία έλαβε από τον
πατριάρχη, αν και δεν είχε δικαίωµα να τον χειροτονήσει, διότι, σύµφωνα µε
τους ιερούς κανόνες ΙΒ΄ και ΙΖ΄ της Χαλκηδονίου Συνόδου και ΙΗ΄ της ἐν

Τρούλλῳ

1. Α. Heisenberg, Neue Quellen II, 35.8.


2. Α. Σταυρίδου - Ζαφράκα, Νίκαια, 56.
3. J. P. Migne, PL 215 στ 293 c (VIII), 295 A (XI), 294 A (IX) = Izvori XII, 326.374. • ∆. Χωµατιανός, J.
Pitra, Analecta sacra et classica, αρ. 8, 43. • Γεώργιος Ακροπολίτης, Χρονικόν, 21.6.

162
4. D. M. Nicol, Despotate, 60. • Α. Μηλιαράκης, Ιστορία, 177. • C. Jirecek, Serben 296 - 299. • Ι.
Ταρνανίδης, Σερβική Εκκλησία, 34.

Συνόδου, µόνο ο Βασιλιάς είχε δικαίωµα προαγωγής Επισκόπων.1 Στην


περίπτωση του Σάββα αφενός δεν έχουν ισχύ οι κανόνες, διότι δεν υπήρχε
Βασιλιάς στην Κωνσταντινούπολη, λόγω Φραγκοκρατίας, αφετέρου προτού
προαχθεί σε αρχιεπίσκοπο έπρεπε να θητεύσει ως Επίσκοπος. Αν όµως
επιθυµούσε τόσο πολύ να γίνει αρχιεπίσκοπος, αυτό έπρεπε να το ζητήσει από
τον ίδιο το Χωµατιανό και όχι αυτοβούλως να του αποσπάσει Επισκοπές που
ανήκαν στην αρχιεπισκοπή Αχρίδος.
Ο ∆. Χωµατιανός εξέφρασε την δυσαρέσκειά του όχι µόνον προς τον Σάββα,
αλλά και προς τον πατριάρχη Γερµανό Β΄ (1223 - 1240), προς τον οποίον για
πρώτη φορά κάνει µνεία του «Ιουστινιανείου Θεσπίσµατος», λέγοντας: «Αὐτόθεν
γὰρ ἵνα τὸ ἀπόρρητον εἴπω, ἐπὶ ἀδικίᾳ ἡµετέρα, ἐχειροτονήθη ᾽Αρχιεπίσκοπος

Σερβίας, ἣν εὐσέβεια κοσµεῖ, καὶ εὐαγγελικὴ πολιτεία καὶ παντός ἀγαθοῦ

τρόπου, εὐπρέπεια, καὶ ἥν ποιµαίνουσιν ἱεράρχαι καὶ ἰθύνουσι πρὸς τὰ φίλα

Θεῷ καὶ καθήκοντα, ἄνωθεν καὶ ἐξ ἀρχής τῇ ἐπαρχίᾳ τοῦ Θρόνου τῆς
2
Βουλγαρίας ὑποκείµενοι, κατὰ τὸ ἀνεπεφωνηµένον ᾿Ιουστινιάνειον Θέσπισµα».
Κάνοντας αναφορά ο Χωµατιανός στο Ιουστινιάνειο Θέσπισµα, όπως το
αποκαλεί υπαινίσσεται την προκείµενη αναγόρευση και στέψη του Θεοδώρου
∆ούκα ετεροθαλούς αδελφού του Μιχαήλ Α΄ ∆ούκα, ο οποίος δολοφονήθηκε το
1214 - 1215, µετά την κατάληψη του ∆υρραχίου και της Κερκύρας.3 Ο
Θεόδωρος ∆ούκας ζήτησε από τον µητροπολίτη Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνο
Μεσοποταµίτη να τον στέψει Ηγεµόνα της Ηπείρου. Ο µητροπολίτης
Θεσσαλονίκης δε δέχθηκε την πρόταση του Θεοδώρου, παραµένοντας πιστός
στον Πατριάρχη.1

1. ∆. Χωµατιανός, J. Pitra, Analecta sacra et classica, αρ. 114, 495 - 496. • Ι. Ταρνανίδης, Σερβική
Εκκλησία, 42. • Γ. Ράλλης - Μ. Ποτλής, Σύνταγµα ΙΙΙ, 349 – 350, «ὁ βασιλεὺς οὔτε κανόνισιν
ὑποτάσσεται, διὸ καὶ ἀπ’ εὐθείας ἔχει ἐπισκοπὴν εἰς Μητρόπολιν ἄγειν, καὶ ἀποξενοῦν ἐκ τῶν

οἰκείων Μητροπόλεων».

2. ∆. Χωµατιανός, J. Pitra, Analecta sacra et classica, αρ. 114, 495 - 496. (Το ονοµάζει Θέσπισµα και
όχι Χρυσόβουλλο όπως αυτοτιτλοφορείται το έγγραφο αυτό).

163
3. Ιωάννης Απόκαυκος, Epirotica, 17. 270.21 - 23.
4. Γεώργιος Ακροπολίτης, Χρονικόν, 33. 21 - 23.

Τη στέψη τέλεσε το 1227 ο αρχιεπίσκοπος Αχρίδος ∆ηµήτριος Χωµατιανός


και µετά τη στέψη ο Θεόδωρος αυτοτιτλοφορούνταν «πιστός ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ
1
βασιλεύς καὶ Αὐτοκράτωρ Ρωµαίων», έκοψε νοµίσµατα, µοίρασε τίτλους σε
ανώτερους αξιωµατικούς και οργάνωσε την αυλή του σύµφωνα µε τα βυζαντινά
πρότυπα. «Βασιλεὺς οὗν ἀναγορευθείς ὁ Θεόδωρος βασιλικῶς ἐχρῆτο τοῖς
2
πράγµασι, δεσπότας προύβαλλετο καὶ σεβαστοκράτορας».
Η στέψη του Θεοδώρου στη Θεσσαλονίκη από τον Χωµατιανό το 1227
προκάλεσε το αντίπαλο δέος της αυτοκρατορίας της Νικαίας και έδωσε τη
δυνατότητα να διεκδικήσει ο µεν Θεόδωρος τον αυτοκρατορικό θρόνο της
Κωνσταντινουπόλεως, ο δε Χωµατιανός τον πατριαρχικό θρόνο.
Η απρόσµενη εξέλιξη προκάλεσε την αγανάκτηση της αυτοκρατορίας της
Νικαίας και ο πατριάρχης Γερµανός Β΄ απέδωσε µοµφή στον Χωµατιανό, ότι
χρησιµοποίησε µύρο για τη «χρίση Βασιλέως», που από παράδοση µόνο ο
πατριάρχης παρασκευάζει,3 για το λόγο αυτό δεν αναγνώρισε τον
αυτοκρατορικό τίτλο στο Θεόδωρο, που του δόθηκε από έναν αρχιεπίσκοπο,
του οποίου οι ενέργειες προκάλεσαν κλυδωνισµό στην ενιαία εκκλησία, ιδίως
µε την προσπάθειά του να σφετερισθεί τον πατριαρχικό θρόνο και να αγνοήσει
την πολιτεία, την νοµοθεσία, αλλά και τον ίδιο το Θεό που η Θεία Χάρη
εξέλεξε τον Γερµανό Πατριάρχη «Ὁ γὰρ ἐµὸς ἄνωθεν παρακλήτωρ… ᾿Εµὲ
τὸν φυτεύσαντα κατὰ ἀνατολάς τὸν νέον τῆς ἐκκλησίας παράδεισον, τὸν

τάξαντα φλογίνην ῥοµφαίαν, φρουρὸν τοῦ παραδείσου καὶ φύλακα τοῦ


4
χαριτωνύµον Αὐτοκράτορος».
Στις κατηγορίες του Γερµανού Β΄ ο Αρχιεπίσκοπος Χωµατιανός δεν έµεινε
άπρακτος, αλλά του έστειλε απαντητικές επιστολές, στις οποίες πρόβαλε τις
αποφάσεις της Συγκλήτου και του Στρατού, για την αναγόρευση και στέψη του

1. Ιωάννης Απόκαυκος, Epirotica, 29, 296 - 299.


2. Γεώργιος Ακροπολίτης, Χρονικόν, 34.5.
3. Α. Σταυρίδου - Ζαφράκα, Νίκαια, 160 – 166.

164
4. ∆. Χωµατιανός, J. Pitra, Analecta sacra et classica, αρ. 114. 485.

Θεοδώρου «οµοβουλίας έργον».1 Επειδή ο πατριάρχης δεν πείθονταν για την


κανονικότητα των πράξεών του, ο Χωµατιανός, χρησιµοποίησε και το
δυνατότερό του επιχείρηµα το Ιουστινιάνειο Χρυσόβουλλο, µε το οποίο ο
αρχιεπίσκοπος τιτλοφορείται «ἐλέῳ Θεοῦ Ἀρχιεπίσκοπος Πρώτης

᾽Ιουστινιανῆς καὶ πάσης Βουλγαρίας» καὶ ἔχει τὸ δικαίωµα νὰ χρίει Βασιλεῖς

«τῆς Βασιλείας φηµὶ καὶ τῆς ἱεραρχίας, ἅπερ κατὰ ἔθος ἀρχαῖον ὑπ’ ἀλλήλων
2
ἀνήπτοντο», έτσι ο συντάκτης του ψευδο-Ιουστινιάνειου Χρυσοβούλλου, το
θέτει σε γνώση του πατριάρχη.
Όπως όλες οι παραχαράξεις υποπίπτουν σε σφάλµατα, ώστε να
αποδεικνύεται η πλαστότητά τους, έτσι και στην παρούσα περίπτωση, ο
πλαστογράφος παρουσιάζει τον Ιουστινιανό να γνωρίζει τον 6ο αιώνα την
Αλβανία, την Λειβαδιά και το νησί Εύριπο «η ανωτέρα Αλβανία…. και η
Λειβαδία, ήτε νήσος Εύριπος»,3 ακόµη χρησιµοποιεί ο Ιουστινιανός τον 6ο αιώνα
όρους µεσαιωνικούς όπως: Γαληνότατος, Κράντορας, Ρήγας, «οἱ προϊστάµενοι,
τῆς ἡµετέρας πατρίδος ᾿Ιουστινιανῆς ᾽Αρχιεπίσκοποι πάντων τῶν προνοµίων,

ὡς κράντορες τῆς βασιλείας µου, καὶ ὀνοµαζὲσθωσαν γαληνότατοι,…

ὑποκειµένοις ρήγεσι…», ο Αυτοκράτορας Ιουστινιανός µε το ψευδο –


Ιουστινιάνειο Χρυσόβουλλο χορηγεί επίσης στον Αρχιεπίσκοπο πολιτική
εξουσία µε την εκχώρηση του δικαιώµατος να κόβει νοµίσµατα, να χρησιµοποιεί
σφραγίδα, να φορεί χρυσό βασιλικό στέµµα και να φέρει βασιλικό έµβληµα.
∆ιερωτάται όµως κανείς πως ήταν δυνατόν ο Ιουστινιανός κατ’ εξοχήν
Θεολόγος Αυτοκράτορας να αγνοούσε τους Αποστολικούς κανόνες που ορίζουν:
«Οὐ χρὴ ἐπίσκοπον… καθιέναι ἑαυτὸν εἰς δηµοσίας διοικήσεις ἤ πειθέσθω οὖν
τοῦτο µὴ ποιεῖν ἤ καθαιρέσθω οὐδεὶς γὰρ δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν» ή

«ἐπίσκοπος… βουλόµενος ἀµφότερα κατέχειν Ρωµαϊκὴν καὶ ἱερατικὴν διοίκησιν

1. ∆. Χωµατιανός, J. Pitra, Analecta sacra et classica, αρ. 114. 489. • ∆. Χωµατιανός, J. Pitra,
Analecta sacra et classica, αρ. 114. 494 – 495. • Γ. Ράλλης - Μ. Ποτλής, Σύνταγµα Ι, 42. • D. M.
Nicol, Despotate, 90 - 94.
2. Γ. Ράλλης - Μ. Ποτλής, Σύνταγµα V, 220.

165
3. Γ. Ράλλης - Μ. Ποτλής, Σύνταγµα V, 220.
1
καθαιρείσθω τὰ γὰρ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ».
Αλλά και η χρονολογία που έθεσε ο χαλκευτής του εγγράφου, Αύγουστος
566, όπως έχουµε ήδη αναφέρει, τέθηκε αυθαίρετα, διότι ο Ιουστινιανός
απεβίωσε το Νοέµβριο του 565.2
Χρήση του πλαστογραφηµένου εγγράφου έγινε από τον Θεόδωρο ∆ούκα
µετά τη στέψη του από το Χωµατιανό, ο οποίος πρέπει να του γνωστοποίησε το
περιεχόµενό του. Ο Θεόδωρος ως αυτοκράτορας πλέον κόβει νοµίσµατα µε
αυτοκρατορικούς τίτλους. «ΘΕΟ∆ΩΡΟΣ ∆ΕΣΠΟΤΗΣ Ο ∆ΟΥΚΑΣ» ή
«ΘΕΟ∆ΩΡΟΣ ∆ΕΣΠΟΤΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ Ο ∆ΟΥΚΑΣ»3 και δίνει τους τίτλους
του ∆εσπότη στους αδελφούς του, Κωνσταντίνο και Μανουήλ4 και του
Σεβαστοκράτα και Μεγάλου ∆οµέστικου σε ανώτερους αξιωµατικούς.5
Υποστηρικτές του Θεοδώρου ∆ούκα υπήρξαν, εκτός από το ∆ηµήτριο
Χωµατιανό (±1216-1234), ο Ιωάννης Απόκαυκος - επίσκοπος Ναυπάκτου, ο
Μιχαήλ Χωνιάτης (±1140-1222), µητροπολίτης Αθηνών και ο Γεώργιος
Βαρδάνης (±1219 - 1236), µητροπολίτης Κερκύρας, όπως προκύπτει από την
επιστολογραφία τους. Ο Γεώργιος Βαρδάνης σε επιστολή του προς τον
πατριάρχη Γερµανό Β΄ το 1228, υποστηρίζει τη νοµιµότητα του αυτοκρατορικού
τίτλου του Θεοδώρου ∆ούκα και το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της
αυτοκρατορίας του.6 Ο Ι. Απόκαυκος σε επιστολή του λέει για τον Θεόδωρο:
«Γνώτωσαν ἔθνη ὅτι ὄνοµά σοι βασιλικὸν καὶ δραστήριον».7
Η αγωνιώδης προσπάθεια του Χωµατιανού να προσδώσει κύρος στην
αρχιεπισκοπή του, µας προκαλεί να ξανασκεφτούµε τι ήταν η Πρώτη
Ιουστινιανή στο µεσαίωνα;

1. Αποστ. Καν. ΠΑ΄.


2. Αρχιµ. Κ. ∆ελικάνης, Πατριαρχικών Εγγράφων, 1016.
3. M. Hendy, Coinage, 269 - 272. • Α. Σταυρίδου - Ζαφράκα, Νίκαια, 72 - 73.
4. ∆. Χωµατιανός, J. Pitra, Analecta sacra et classica, αρ. 501 - 504.
5. D. M. Nicol, Despotate, 66 - 67.
6. Γ. Βαρδάνης, Αντίγραµµα, 104 - 118. • Α. Σταυρίδου - Ζαφράκα, Νίκαια, 184

166
7. Ιωάννης Απόκαυκος, Epirotica, αρ. 22. 283 – 4 - 5.

Ιστορικοί που ασχολήθηκαν µε το θέµα της αρχιεπισκοπής «Πρώτης


᾽Ιουστινιανῆς ᾽Αχριδῶν καὶ πάσης Βουλγαρίας», όπως ήταν ο τίτλος της, τη
θεωρούν πολύ αξιόλογη και πολύς λόγος έγινε γι΄ αυτήν. Εµείς, µετά από µελέτη
των πηγών, καταλήξαµε στο εξής συµπέρασµα: Η Πρώτη Ιουστινιανή
εµφανίστηκε για πρώτη φορά το 545 µ.Χ. στη Νεαρά 131 του Ιουστινιανού, που
περιέχεται και στα Βασιλικά (όχι όµως και η ΧΙ του 535). Για τη Νεαρά 131
έδωσε τη συγκατάθεση του και ο Πάπας Βιγίλιος, αλλά παρ’ όλα αυτά η
Αρχιεπισκοπή δεν είχε µέλλον και περιέπεσε σε λήθη στις αρχές του 7ου αιώνα,
όπως προβάλλεται από την αλληλογραφία του Πάπα Γρηγορίου του Μεγάλου.1
Η επανεµφάνιση της Αρχιεπισκοπής Πρώτης Ιουστινιανής έγινε τον 11ο
αιώνα, αλλά αυτή τη φορά στην Αχρίδα, την αρχαία Λυχνιδώ της Μακεδονίας.2
Επίσκοποι της Λυχνιδούς χρηµάτισαν το 347 «Διονύσιος ἐκ τῆς Λυχνιδοῦ τῆς
Μακεδονίας», το 453 «Ἀντώνιος Λυχνιδοῦ ᾿Επίσκοπος», το 492 «Λαυρεντίῳ

τῆς Λυχνιδοῦ ἐπισκόπῳ σφόδρα χαίρειν κελεύει ὁ ᾿Αρχιερεὺς τῆς ῾Ρώµης», το

519 «Θεοδώρητος ᾿Επίσκοπος Λυχνιδοῦ ἀνὴρ σεβάσµιος».3


Αυτή η Επισκοπή λόγω της θέσης της δέχθηκε στο έδαφός της τα
αβαροσλαβικά φύλα, που εκχριστιανίστηκαν µε τη βοήθεια του επίσκοπου
Κλήµη, ο οποίος έκτισε στην Αχρίδα εκκλησίες και ίδρυσε µοναστήρι, όπου
λειτουργούσε και φιλολογική σχολή.4 Την περιοχή Αχρίδος επανέφερε στις
τάξεις του Βυζαντίου ο Ιωάννης Τσιµισκής (969 - 976) κατόπιν των νικηφόρων
αγώνων του κατά των Βουλγάρων,5 τους οποίους προώθησε µέχρι το ∆ούναβη6

1. J. Mansi, Sacrorum, 9.147 - 148, 199, 1115 - 1117, 1190 - 1191. Τη µή γνησιότητα της ΧΙ Νεαράς του
Ιουστινιανού απέδειξε ο Σταυράκης Βέης, υποστηρίζοντας ότι είναι κατασκεύασµα του 13ου αιώνα. Το
κείµενό της συµπληρώθηκε την εποχή του Θεόδωρου Άγγελου Κοµνηνού, βλ. Izvestija Russkavo
Archeologičeskovo Instituta vi Konstantinople VI, Sofia 1901, 237–252. • Σ. Βαρναλίδης, Ζωσιµάς,
101.
2. Μ. ∆ήµιτσας, Αυτοκέφαλο, 2.
3. Μ. ∆ήµιτσας, Αυτοκέφαλο, 2.
4. Ι. Αναστασίου, Βίος Κλήµεντος Αχρίδος, Ε.Ε.Θ.Σ.Π.Θ., ΙΒ΄ (1968) 178, 180 - 181, «Βουλγάρῳ
γλώσσῃ πρῶτος ἐπίσκοπος ὁ Κλήµης καθίσταται», PG 126, 1228.

5. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Β3, 422 - 425.

167
6. Λέων ∆ιάκονος, Ιστορία, 159.6.

και τον µεν Βόρη ανάγκασε να παραιτηθεί του θρόνου του το δε Βουλγαρικό
Πατριαρχείο έπαυσε να υφίσταται1 και στις πόλεις Πρεσθλάβα και ∆ρίστρα
εγκατέστησε φρουρές.
Η Αχρίδα, µετά το θάνατο του Ι. Τσιµισκή (976), έπεσε και πάλι στα χέρια
των Βουλγάρων και έγινε έδρα πατριαρχείου και έδρα των Βουλγάρων
Ηγεµόνων επί Σαµουήλ,2 µέχρι την ανακατάληψή της από τον Βασίλειο Β΄ τον
Βουλγαροκτόνο (976-1025), ο οποίος κατάργησε και πάλι το Πατριαρχείο
Βουλγαρίας,3 µε τα τρία (3) Σιγίλλιά του4 και το αντικατέστησε µε την
αρχιεπισκοπή Βουλγαρίας µε έδρα την Αχρίδα (1019-1025).5
Οι γνώσεις που παρέχονται ανά τους αιώνες για την Αρχιεπισκοπή Πρώτης
Ιουστινιανής, Αχρίδος και πάσης Βουλγαρίας, περιέχονται:
1. Στα Τακτικά «της τάξεως προκαθεδρίας των θρόνων», που συντάχτηκαν
στους χρόνους της πρώτης πατριαρχείας του Νικολάου Μυστικού (901 - 906)
και του Αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ΄ (886 - 912) και περιλάµβαναν µόνον τις
επαρχίες οι οποίες ανήκαν στο Βυζαντινό κράτος. Στους καταλόγους αυτούς
δεν υπήρχε αρχιεπισκοπή Αχρίδος.
2. Στους επισκοπικούς καταλόγους του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου το
940, όπου εµφανίζεται ως Αλωνίδος Μητροπολίτης (πιθανόν Λυχνιδών).
3. Στα Τακτικά του Ι. Τσιµισκή (971 - 976) µέρος των οποίων βρίσκεται στην
Εθνική βιβλιοθήκη Αθηνών µε αριθµό 1372.
4. Από τα Τακτικά που προκύπτουν από τα Σιγίλλια του Βασιλείου Β΄ (1019 - 1025).
5. Από τα Τακτικά τα προερχόµενα από το τακτικό του Αλεξίου Κοµνηνού
(1084 - 1118).6

1. St. Runciman, Bulgarian Empire, 182, 216.


2. G. Ostrogorski, Ιστορία ΙΙ, 188 -185. • Ι. Σκυλίτζη, Σύνοψις Ιστοριών, 328.57 - 330.92. • Ι.
Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Β3, 448 - 464. • Α. Α. Ταχιάος, Το εφήµερο κράτος του Σαµουήλ, 10 κε.
3. Ι. Σκυλίτζης, Σύνοψις Ιστοριών, 358.62 κε. • G. Ostrogorski, Ιστορία ΙΙ, 184.
4. J. G. R. I 272. • H. Gelzer, Ungedruckte, BZ (1893), 42 - 46. • Ε. Κωνσταντίνου ή Τέγου -
Στεργιάδου, Σιγίλλια, 25 - 29. Τα σιγίλλια περιέχονται στο Χρυσόβουλλο Λόγο του Μιχαήλ Η΄, 1272.
5. G. Ostrogorski, Ιστορία ΙΙ, 194. • ∆. Ζακυθηνός, Ιστορία Ι, 194.
6. Γ. Κονιδάρης, Συµβολαί, 30 – 61. • J. Darrouzès, Nιotitiae, 13.371 -372. • G. Parthey, Notitiae, 3.

168
Στους τρεις τελευταίους εµφανίζεται η Αχρίδα.
Εκτός των επισκοπικών καταλόγων, υπάρχουν και τρία έγγραφα: το
Ψευδο-Ιουστινιάνειο Χρυσόβουλλο, όπου περιέχεται η ΧΙ Νεαρά του
Ιουστινιανού, το Χρυσόβουλλο του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου, στο οποίο
ενσωµατώνονται τα τρία Σιγίλλια του Βασιλείου Β΄ και η σηµείωση του
χειρογράφου του Εσκοριάλ.
Ακροθιγώς ασχοληθήκαµε µε όλες τις περιπτώσεις και εντονότατα
προβλήθηκε η εξής άποψη: Από τις πηγές που σώθηκαν, παρουσιάζεται µια
σύγχυση στο θέµα των επισκοπών της περιοχής Αχρίδος και στον τίτλο της ίδιας
Αρχιεπισκοπής, ως Πρώτης Ιουστινιανής. Μεγάλη προσπάθεια καταβλήθηκε
από τους ερευνητές για τον εντοπισµό αυτών των επισκοπών, που άλλες
χάθηκαν µε τις πληθυσµιακές ανακατατάξεις των λαών της Βαλκανικής εξαιτίας
της διείσδυσης σλαβικών φυλών, άλλες µετονοµάσθηκαν και ελάχιστες
υφίστανται µέχρι σήµερα.
Σύµφωνα µε τη δική µας άποψη δεν είναι το ζητούµενο να εντοπίσουµε τις
επισκοπές ή να δικαιωθούµε χρονολογώντας την εµφάνιση της αρχιεπισκοπής
Αχρίδος, αλλά να αναζητήσουµε τον πολιτικό λόγο όλων αυτών των
φαινοµένων.
Η πολιτική Ιστορία µας αποδεικνύει ότι καµιά κίνηση στρατιωτική ή
διπλωµατική δε γίνεται χωρίς να υπάρχει πολιτικό όφελος, το οποίο πηγάζει ή
από προσωπικές φιλοδοξίες (που είναι και οι συχνότερες), ή από κρατικές, όπου
και πάλι µέσο του κράτους ικανοποιούνται προσωπικές επιδιώξεις για προβολή
και κέρδος.
Μετά την άλωση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από τους Φράγκους, νέες
προοπτικές ανοίγονται για πολιτικούς, στρατιωτικούς και εκκλησιαστικούς
παράγοντες, τόσο στην Βαλκανική, όσο και σε ολόκληρη την επικράτεια του
Βυζαντίου, αλλά και της Παπικής Ρώµης, η οποία ποτέ δε ξέχασε τις
κατακτητικές βλέψεις της στο Ιλλυρικό, που το θεωρούσε και το θεωρεί µέχρι
σήµερα δικό της, αλλά και την υποταγή της Ανατολικής Εκκλησίας στην
εξουσία της.

169
Ο Χωµατιανός, αρχιεπίσκοπος Αχρίδος αισθάνεται έντονο το συναίσθηµα
της θλίψης και της αγανάκτησης, βλέποντας να αρπάζουν επισκοπές της
αρχιεπισκοπής του αφ’ ενός οι Βούλγαροι και αφ’ εταίρου οι Σέρβοι, για τη
δηµιουργία των Πατριαρχείων Τυρνόβου και Πεκίου και να περιορίζουν την
αρχιεπισκοπή του στον Ελλαδικό κυρίως χώρο της ∆υτικής Βαλκανικής.
Όλες αυτές οι κινήσεις των Σλάβων έγιναν µε τις ευλογίες του Πατριάρχου
Κωνσταντινουπόλεως, που έδρευε στο κράτος της Νικαίας και επί αρχιερατείας
του ∆. Χωµατιανού, διότι ο πανίσχυρος Ιωάννης Ασέν Β΄ (1218 - 1241),
επωφελούµενος την φιλοδοξία και τα σχέδια του Ιωάννου Βατάτζη,
Αυτοκράτορος της Νικαίας, να ανακτήσει την Κωνσταντινούπολη από τους
Λατίνους, ζήτησε και πέτυχε την αυτονοµία της Βουλγαρικής εκκλησίας. Η
Βουλγαρική εκκλησία έγινε αυτοκέφαλη και ο προκαθήµενός της τιµητικώς
ονοµάστηκε «Πατριάρχης».1 Το ίδιο συνέβη και µε το Πατριαρχείο Σερβίας το
1219.2
Κατά την εξέλιξη των γεγονότων του µεσαίωνα στην Βυζαντινή
Αυτοκρατορία παρουσιάζονται δύο αντίπαλες και αντιµαχόµενες ισχυρές
παρατάξεις, από τη µία το κράτος της Νικαίας και από την άλλη το ∆εσποτάτο
της Ηπείρου. Ο Ιωάννης Γ΄ Βατάτζης και ο Γερµανός Β΄ αντίπαλοι µε τους
Θεόδωρο ∆ούκα και ∆ηµήτριο Χωµατιανό, αλλά και τους Μητροπολίτες Ι.
Απόκαυκον Ναυπάκτου και Γ. Βαρδάνη Κερκύρας και τον επίσκοπο
Βελεβουσδίου, διότι και αυτοί θίγονταν µε την ίδρυση των δύο νέων
Πατριαρχείων Σερβίας, Βουλγαρίας. Οι δύο βυζαντινές αυτοκρατορίες η µια της
Ανατολής και η άλλη της ∆ύσης έρχονται σε σύγκρουση για το κοινό τους
συµφέρον και την ανάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως.
Ο ∆. Χωµατιανός αντιµετωπίζει όχι µόνον τα πυρά των Βουλγάρων και
Σέρβων, αλλά και του ίδιου του ΄Ελληνος Πατριάρχου. Ο ∆ελικάνης
χαρακτηρίζει τον Χωµατιανό ως «κιβδηλοποιὸ καὶ µαιευτήρα τοῦ ᾿Αχριδινοῦ

1. Νικηφόρος Γρηγοράς, Ρωµ. Ιστορία, 30. • Γεώργιος Ακροπολίτης, Χρονικόν, 50 - 51.


2. D. M. Nicol, Despotate, 60. • Ι. Ταρνανίδης, Σερβική Εκκλησία, 34, (χρονολογεί το Σερβικό
αυτοκέφαλο το 1219 και όχι το 1229).

170
τερατοµόρφου πλάσµατος»,1 και αλλού ως «Γαληνοτάτου Κράντορος τῆς

Πρώτης ᾿Ιουστινιανῆς ᾿Αχριδῶν καὶ πάσης Βουλγαρίας, Χωµατιανοῦ,

ἐκβεβακχευµένου ὑπό µεγαλοµανίας, µικροῦ δεῖν προὐκάλει συµφορὰς

ἀνυπολογίστων συνεπειών…»2 και συνεχίζει: «τὸ µεγαλείον τοῦ πανυπερόχου

Θρόνου ᾿Αχριδῶν ἄρδην ἀνετρέπετο ἀπ’ αὐτῶν τῶν βάσεών του, µεταβάλλον,
3
τὸ δεύτερον ἤδη, τοῦτον εἰς ἁπλοῦν ἱστορικὸν λείψανον».
Οι χαρακτηρισµοί αυτοί αφενός είναι βαρύτατοι, αφ’ εταίρου κρύπτουν την
αλήθεια. Στην προκειµένη περίπτωση ο Χωµατιανός είναι ένας αρχιεπίσκοπος
που βάλλεται πανταχόθεν και προσπαθεί µε κάθε τρόπο να υπερασπίσει την
αρχιεπισκοπή του. Τα µέσα που διαθέτει είναι η ευκαιρία που του
παρουσιάστηκε να χρίσει Αυτοκράτορα στη Θεσσαλονίκη τον Θεόδωρο ∆ούκα.4
Την ενέργειά του αυτή έπρεπε κάπου να την στηρίξει ώστε να είναι σύννοµη.
Γνωρίζει τη Νεαρά CXXXI (131) του Ιουστινιανού, την οποία έφερε στο φως ο
προκάτοχός του και γόνος αυτοκρατορικής οικογένειας ο Ιωάννης Κοµνηνός, ο
οποίος κάνει χρήση του όρου «Πρώτης Ιουστινιανής», για την αρχιεπισκοπή του
και µ’ αυτόν τον τρόπο αναβιώνει τη θεωρία της Πρώτης Ιουστινιανής, που
σωστά χαρακτηρίζεται από τον ∆ελικάνη: «Ιστορικό λείψανο». Η ευκαιρία είναι
στα χέρια του, παρ’ όλο που οι ενδιάµεσοι αρχιεπίσκοποι Αχρίδος, µεταξύ
Ιωάννου και Χωµατιανού αγνόησαν τον τίτλο και δεν τον χρησιµοποίησαν.
Η Ιουστινιάνειος Νεαρά πρέπει να φυλάγονταν στην αρχιεπισκοπή από την
εποχή του Ιωάννου Κοµνηνού και η Ψευδο - Κωνσταντίνειος ∆ωρεά (ίσως έγινε
γνωστή µετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Φράγκους το 1204
ή να προϋπήρχε στην Αρχιεπισκοπή από κάποια αντιγραφή του κειµένου της
όπως συνηθίζονταν στα µοναστήρια και τους ιερατικούς κύκλους). Στην
αρχιεπισκοπή Αχρίδος φυλάγονταν και τα διατάγµατα του Βασιλείου του Β΄, µε
τα οποία ονόµαζε την αρχιεπισκοπή αυτή ως αρχιεπισκοπή Βουλγαρίας.5

1. Αρχιµ. Κ. ∆ελικάνης, Πατριαρχικών Εγγράφων ΙΙΙ, 1029.


2. Αρχιµ. Κ. ∆ελικάνης, Πατριαρχικών Εγγράφων ΙΙΙ, 1031.
3. Αρχιµ. Κ. ∆ελικάνης, Πατριαρχικών Εγγράφων ΙΙΙ, 1031 - 1032.
4. Α. Χριστοφιλοπούλου, Εκλογή, 210. • Α. Σταυρίδου - Ζαφράκα, Νίκαια, 176 - 177.
5. V. Benesevic, Opisanie, 542 - 554. • Ε. Κωνσταντίνου ή Τέγου - Στεργιάδου, Σιγίλλια, 17 - 45.

171
Ο ∆. Χωµατιανός κατηγορήθηκε από τον Πατριάρχη Γερµανό Β΄ ότι έκανε
κατάχρηση εξουσίας στο θέµα της στέψης του Θεοδώρου, παραβαίνοντας τους
Θείους και Ιερούς κανόνες, γεγονός το οποίο απέφυγε ο Μητροπολίτης
Θεσσαλονίκης, Κωνσταντίνος.1
Ο αρχιεπίσκοπος πρέπει να διαφυλάξει τον εαυτό του, αλλά και τον Θεόδωρο
από τη µοµφή του σφετεριστή της εξουσίας «Ὁ δὲ Κοµνηνὸς Θεόδωρος… µὴ
θέλων µένειν ἐν τῇ οἰκίᾳ τάξει, ἀλλά τὰ τῆς βασιλείας σφετερισάµενος…
2
πορφυρίδα τε ὑπενδύεται καὶ ἐρυθρά περιβάλλεται πέδιλα…».
Γνωρίζοντας ο Χωµατιανός την άρνηση του Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνου
και θέλοντας να βοηθήσει τον Θεόδωρο στη νοµιµότητα της στέψης του
δηµιούργησε το Ψευδο - Ιουστινιάνειο Χρυσόβουλλο, το οποίο πρέπει να έθεσε
σε γνώση του Θεοδώρου ∆ούκα, γιατί µόνον έτσι µπορούν να δικαιολογηθούν: η
απονοµή τίτλων, η ενδυµασία, αλλά και το κόψιµο νοµισµάτων, αν και οι
πράξεις αυτές θεωρούνται φυσικά επακόλουθα ενός εστεµµένου Αυτοκράτορα.
Στην προκειµένη όµως περίπτωση δεν υπήρχε η κανονικότητα και µε την
παρουσία ενός τέτοιου εγγράφου, µε το οποίο δίνονται προνόµια αυτοκρατορικά
στην αρχιεπισκοπή Πρώτης Ιουστινιανής και στον αρχιεπίσκοπο της, από τον
ίδιο τον Ιουστινιανό, δικαίωναν τις ενέργειές τους και τις καθιστούσαν καθ’ όλα
νόµιµες.
Για να γνωστοποιήσει και να κατοχυρώσει ο Χωµατιανός το Ψευδο -
Ιουστινιάνειο Χρυσόβουλλο, το αναφέρει στην επιστολή διαµαρτυρίας του προς
τον Πατριάρχη Γερµανό Β΄, λέγοντας: «καὶ ἐξ ἀρχῆς τῇ ἐπαρχίᾳ τοῦ Θρόνου
3
τῆς Βουλγαρίας κατὰ τὸ ἀναπεφωνηµένον ᾿Ιουστινιάνειον Θέσπισµα».
Στην ίδια επιστολή προσπαθεί να κατοχυρώσει τις επισκοπές του και να
υπενθυµίσει στον Πατριάρχη ότι αντικανονικά αναµείχθηκε στο θέµα της
δηµιουργίας Πατριαρχείου Βουλγαρίας, διότι ο ίδιος ο αρχιεπίσκοπος Αχρίδος,
ακόµη από τα χρόνια του Αυτοκράτορα Βασιλείου Β΄, είχε τον τίτλο: «Πάσης

1. Γεώργιος Ακροπολίτης, Χρονικόν, 33. 21 - 23. • Γεώργιος Βαρδάνης, Αντίγραµµα ΙΙΙ, 230.
2. Γεώργιος Ακροπολίτης, Χρονικόν, 33.14 κε.
3. ∆. Χωµατιανός, J. Pitra, Analecta sacra et classica, αρ. 114, 495 - 496.

172
Βουλγαρίας», εποµένως ο Πατριάρχης καταπατά τους εκκλησιαστικούς κανόνες
επεµβαίνοντας στην αρχιεπισκοπή του. «Τὶς οὖν ἦν λόγος, ἵνα ἀρχιερέων ὄντων
ἐν τῷ τόπῳ καὶ ἀρχιεπισκόπου ἐπαρχεώτου, τοῦ Βουλγαρίας δηλονότι, αὐτοῖς
1
ἐνενθρονιζοµένου, παρεµβόλιµος ἐπικηρυχθείη τούτοις ἀρχιεπισκόποις».
Με το επιχείρηµα αυτό ο Χωµατιανός προσπαθεί να αναβιώσει προνόµια
που του έδιναν το δικαίωµα να θεωρεί τον εαυτό του κατοχυρωµένο από δύο
Αυτοκράτορες τον Ιουστινιανό και το Βασίλειο Β΄, οι οποίοι καθιστούσαν
ισότιµη την αρχιεπισκοπή Αχρίδος µε τους θρόνους της Κωνσταντινουπόλεως
και της Ρώµης, εποµένως ο αρχιεπίσκοπος Αχρίδος ήταν ο νόµιµος Πατριάρχης
Βουλγαρίας, γι’ αυτό οι ενέργειες του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, τόσο µε
το θέµα της Βουλγαρίας, όσο και µε της Σερβίας, θα µπορούσαν να
χαρακτηριστούν αντικανονικές και όχι σαν «ὑποδείγµατα πράξεων ἀγαθῶν καὶ
2
εὐθύτητος κανονικῆς» και συνεχίζει λέγοντας: «ἐπὶ ἀδικίᾳ τῇ ἡµετέρᾳ
3
ἐχειροτονήθη ᾿Αρχιεπίσκοπος Σερβίας».
Για να δώσει περισσότερη έµφαση στα δίκαια της αρχιεπισκοπής του ο
Χωµατιανός από την άµυνα πέρασε στην επίθεση βοηθούµενος και από την
ευχέρεια του γραπτού του λόγου, διαµαρτύρεται προς τον Πατριάρχη ως εξής: «Εἰ
τοίνυν κανονικὰ ταῦτα, καὶ ἄµεµπτα καὶ ἀδικίας ἀµέτοχα, οὐδὲ τὰ ἡµέτερα

πάντη καὶ πάντως ἐπίψογα˙ εἰ δὲ ἀνακόλουθα ταῖς τῶν κανόνων διαταγαῖς,

ἀλλὰ καὶ οὕτως πάλιν ἄµεµπτα τὰ ἡµέτερα, ἐκ τῶν αὐτών΄ παραδειγµάτων, ὡς


4
εἴποµεν, ἡµῖν ἥ τῶν καθηκόντων ἀθέτησις», δηλαδή παραλληλίζει τις
χειροτονίες επισκόπων του κράτους της Νικαίας µε αυτού της Ηπείρου και την
κανονικότητα τους. Περί της νοµιµότητας των χειροτονιών γίνεται λόγος και στις
σηµειώσεις του χειρογράφου του Εσκοριάλ, όπου αναφαίρετο δικαίωµα
χειροτονίας έχει ο εκάστοτε Επίσκοπος της Πρώτης Ιουστινιανής, της οποίας ο

1. ∆. Χωµατιανός, J. Pitra, Analecta sacra et classica, αρ. 114, 495 - 496. • Α. Μηλιαράκης, Ιστορία,
216.
2. ∆. Χωµατιανος, J. Pitra, Analecta sacra et classica, αρ. 114, 495.
3. ∆. Χωµατιανός, J. Pitra, Analecta sacra et classica, αρ. 114, 495 - 496.
4. ∆. Χωµατιανός, J. Pitra, Analecta sacra et classica, αρ. 114, 495 - 496.

173
Επίσκοπος είναι και Επίσκοπος ολοκλήρου της Βουλγαρίας, που κατ’ αρχήν
ονοµαζόταν και Πρώτος, λέγοντας αν οι δικές σας χειροτονίες θεωρούνται
κανονικές και άµεµπτες το ίδιο συµβαίνει και στη δική µας αρχιεπισκοπή.
Με το ίδιο σκεπτικό κινείται και ο Μητροπολίτης Κερκύρας Γεώργιος
Βαρδάνης, υποστηρίζοντας το κράτος της Ηπείρου και το Αυτοκέφαλο της
Εκκλησίας του στο «Αντίγραµµα», που απέστειλε προς τον Πατριάρχη Γερµανό
Β΄ (1228).1
Αλλά και ο Ιωάννης Απόκαυκος, Μητροπολίτης Ναυπάκτου, ζητά από τον
Πατριάρχη Γερµανό Β΄ µε «πιττάκιον», να αναγνωρίσει τις χειροτονίες που έγιναν
τον Φεβρουάριο του 1227 στη Σύνοδο της Άρτας, γιατί οι χειροτονίες αυτές ήταν
αναγκαίες εξαιτίας της αρπαγής των Μητροπόλεών των από τους Λατίνους και
τους Βουλγάρους. Σε όλες τις επιστολές που έστειλαν στον Πατριάρχη Γερµανό
Β΄ οι: Χωµατιανός, Βαρδάνης, Απόκαυκος και Χωνιάτης, επαινούν τον Θεόδωρο
∆ούκα, για την ταπεινοφροσύνη και τη Θεοσέβειά του και για τους αγώνες του
εναντίον των Λατίνων, όχι για πλουτισµό, αλλά για διαφύλαξη του Ορθόδοξου
δόγµατος των βυζαντινών Μητροπόλεων, από το πρωτείο του Πάπα και την
επιβολή των Λατίνων στον τοµέα της θρησκείας και πολιτείας «…οὑδέπω καὶ νῦν
εἰς τὴν ῾Ρωµαίων ἐκώµασεν, ὡς κινδυνεῦσαι καὶ αὐτὴν ἀκρωτηριασθῆναι τὴν

ἀµώµητον πίστην ἡµῶν, δόγµασί τε καὶ ἔθεσι τῶν τὴν µεγίστην τῶν ῾Ρωµαίων
2
ἀρχήν λυµηναµένων ἐθνῶν ἐκφύλοις οὖσι καὶ ἀπεµφαίνουσιν».
Παρ’ όλο που οι Ιεράρχες υποστήριζαν στις επιστολές τους ότι λόγοι
πολιτικής και εκκλησιαστικής κατάστασης τους οδήγησαν στη δηµιουργία του
κράτους της Ηπείρου, µε την αναγόρευση του Θεοδώρου ∆ούκα Αυτοκράτορα,
ώστε το δυτικό τµήµα της Αυτοκρατορίας να έχει δύναµη και προστασία από
τους κινδύνους που το απειλούσαν, λόγω της αδυναµίας της Νικαίας να
παρέµβει. Εντούτοις η βαθύτερη αιτία των διαµαρτυριών όλων των ανωτέρω
Επισκόπων ήταν η ληστρική αρπαγή των επισκοπών τους, όχι µόνον από
τους Λατίνους, αλλά και από τους Βουλγάρους και τους Σέρβους, των οποίων οι

1. Γεώργιος Βαρδάνης, Αντίγραµµα, 104 - 118. • Α. Σταυρίδου - Ζαφράκα, Νίκαια, 184.


2. ∆. Χωµατιανός, J. Pitra, Analecta sacra et classica, αρ. 114, 488.

174
αρχιεπισκοπές έγιναν Πατριαρχεία, µε τις ευλογίες του Πατριάρχη
1
Κωνσταντινουπόλεως.
Οι Βούλγαροι ηγεµόνες δεν αναγνώριζαν πλέον την αρχιεπισκοπή Αχρίδος
ως δική τους Βουλγαρική αρχιεπισκοπή, διότι ο χαρακτήρας της ήταν Ελληνικός
και βρίσκονταν µακριά από την πρωτεύουσά τους, απλώς θεώρησαν τον
«Αχριδών» υποκείµενο στο Πατριαρχείο Τυρνόβου.2
Οι λόγοι αυτοί ήταν ικανοί να οδηγήσουν τον Χωµατιανό στην
οικειοποίηση του τίτλου «Πάσης Βουλγαρίας». Ο τίτλος απαντάται στα Σιγίλλια
του Βασιλείου Β΄, τα ενσωµατωµένα στον Χρυσόβουλλο Λόγο του Μιχαήλ Η΄
Παλαιολόγου, όπως έχουµε αναφέρει στο οικείο κεφάλαιο.3
Η αναταραχή που παρουσιάστηκε στη νότια Βαλκανική, ανάγκασαν όχι
µόνο το Χωµατιανό, αλλά και τους επόµενους Αρχιεπισκόπους, να κάνουν
χρήση του τίτλου της Πρώτης Ιουστινιανής και πάσης Βουλγαρίας, περισσότερο
για να υποστηρίξουν την Αρχιεπισκοπή τους από την κατάρρευση και την
αρπαγή, παρά για επεκτατικούς λόγους όπως κατηγορήθηκαν.
Ο επαναλαµβανόµενος τίτλος στα έγγραφα της Αρχιεπισκοπής έδωσε
καρπούς και πολύ σύντοµα εµφανίστηκε σε κάποιο κείµενο του Σκυλίτζη ως
εξής: «ὁ δὲ βασιλεὺς ἐκύρωσε καὶ αὖθις τὴν ἐπισκοπὴν (ἀρχιεπισκοπὴν)
Βουλγαρίας αὐτοκέφαλον καθὰ καὶ πάλαι ἐπὶ τοῦ γέροντος ῾Ρωµανοῦ,

πληροφορηθεὶς ἀπὸ τῶν διατάξεων ᾽Ιουστινιανοῦ τοῦ Βασιλέως αὐτὴν εἶναι


4
τὴν Πρώτην ᾿Ιουστινιανήν, ἥν ἐκεὶνος πατρίδα ἑαυτοῦ φησὶν ἔχουσαν…».
Με την πάροδο των χρόνων η κατάσταση της αρχιεπισκοπής έρχονταν σε
δεινότερη θέση, όπως φαίνεται άλλωστε και στους επισκοπικούς καταλόγους
που παραθέσαµε. Ίσως γι’ αυτό και στη σηµείωση του χειρογράφου του
Εσκοριάλ καταδεικνύεται η προσπάθεια από µέρους του συντάκτη του, να
παρουσιάσει την

1. G. Ostrogorski, Ιστορία ΙΙΙ, 107.


2. Car. Borilov, Sinodik, 194.
3. Konstantinou – Tegou – Stergiadou, Die Echtheit der Sigilla von Basilius II für das Erzbistum von
Achrida, εις Bugaruaka, 17 (1997) 272 – 273.

175
4. Ι. Σκυλίτζης, Σύνοψις Ιστοριών, 365. 8 – 11. Το κείµενο αυτό απέδειξε ο C. de Boor, ότι είναι
αντίγραφο του 13ου ή 14ου αιώνα, βλ. Ε. Ναξίδου, Αρχιεπισκοπή Αχρίδος, διδακτορική διατριβή,
33.

Πρώτη Ιουστινιανή ισάξια του Αποστολικού θρόνου της Ρώµης και ο


αρχιεπίσκοπός της, που έφερε και τον τίτλο Βουλγαρίας, ονοµάζονταν Πρώτος
και είχε δικαίωµα χειροτονίας και προνόµια ιερωσύνης, από την εποχή του
Βασιλείου και του γέροντα Ρωµανού του Λεκαπηνού. «ἰδίου χειροτονίαν καὶ
προνόµιον ἱερωσύνης εἶχε οὐ µόνον ἀπὸ Βασιλείου τοῦ Βασιλέως καὶ τοῦ

γέροντος ῾Ρωµανοῦ τοῦ Λεκαπηνοῦ ὅτι τὰ πρὸς τὸν Πέτρον τὸν βασιλέα
1
Βουλγάρων ἐγεγόνεισαν σύµφωνα, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τῶν ἀρχαίων προνοµίων».
Τα γεγονότα του 12ου - 13ου αιώνα στο Βυζάντιο και στη Νότια Βαλκανική
έρχονται να δικαιολογήσουν ενέργειες προερχόµενες από την αγωνία και τη
θλίψη των προκαθηµένων του αρχιεπισκοπικού Θρόνου της Αχρίδος, παρά από
δόλο και υπερηφάνεια. Η παραχάραξη και η χρήση παραχαραγµένων εγγράφων
πιθανώς πρόβαλαν ως µέσον σωτηρίας και διαφύλαξης κεκτηµένων
δικαιωµάτων τους, που µε την Εκκλησιαστική Πολιτική της
Κωνσταντινουπόλεως έβλεπαν να χάνονται, καθώς οι επισκοπές τους
βρίσκονταν πλέον υπό το κράτος των Βουλγάρων και των Σέρβων.
Ίσως αυτός ήταν ο λόγος που πρόσθεταν αυθαίρετα επισκοπές υπό την
σκέπη της αρχιεπισκοπής Αχρίδος, γεγονός που διαπιστώσαµε όταν τέτοιοι
επισκοπικοί κατάλογοι παρουσιάστηκαν στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως
από τους Αρχιεπισκόπους Ματθαίο και Πρόχορο και οι αντιδράσεις των
Πατριαρχών ήταν άµεσες.
Εποµένως και οι δύο Χρυσόβουλλοι Λόγοι: το ΄Ισον του πρωτοτύπου
Χρυσοβούλλου του Ιουστινιανού και το Χρυσόβουλλο του Μιχαήλ Η΄
Παλαιολόγου, που περιείχε τα σιγίλλια του Βασιλείου Β΄, δεν είχαν καµιά αξία
τυπική και ουσιαστική και εξέλειψε κάθε λόγος υπάρξεώς τους σε µικρό χρονικό
διάστηµα από την παρουσίασή τους στο ευρύ κοινό και στην ανώτατη
εκκλησιαστική και πνευµατική ηγεσία του Βυζαντίου. ∆εν είναι τυχαίο ότι
χρησιµοποιήθηκε το όνοµα του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου στο Χρυσόβουλλο που

176
περιείχε τα Σιγίλλια του Βασιλείου Β΄, διότι ο πατέρας του Ανδρόνικος
Παλαιολόγος

1. Abb I, Scorial gr X.II. 10, βλ. Παράρτηµα, φ. 377.

διορίστηκε διοικητής Θεσσαλονίκης το 1246, όταν ο Ιωάννης Βατάτζης έθεσε


τέρµα στη Βασιλεία του ∆ηµητρίου ∆ούκα το 1246.1
Ευκολότερα λοιπόν γίνονταν πιστευτά όλα αυτά τα Τακτικά που υποτίθεται
ότι δόθηκαν από τον Βασίλειο Β΄ στην αρχιεπισκοπή Αχρίδος, αν
ενσωµατώνονταν σε ένα Χρυσόβουλλο που θα έφερε το όνοµα του
Αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄, όταν µάλιστα ο πατέρας του ως διοικητής
Θεσσαλονίκης ήταν γνώστης αυτής της κατάστασης.
Το Χρυσόβουλλο αυτό περιέχεται και στον Σιναϊτικό κώδικα µε τον τίτλο
«Βασιλικόν γράµµα γράφον τὰ ἱεροκύκλια τῆς ἁγιωτάτης Μεγάλης ᾿Εκκλησίας
τῆς Πρώτης ᾽Ιουστινιανῆς καὶ πάσης Βουλγαρίας, Σερβίας καὶ λοιπῶν».
Απάντηση στο ερώτηµα πώς βρέθηκε στο Σινά ο Χρυσόβουλλος αυτός
λόγος µας δίνεται µέσα από τα έγγραφα του αρχιεπισκόπου Αχρίδος Ιγνατίου.
Ο αρχιεπίσκοπος Σινά Ιωαννίκιος ζήτησε από τον Ιγνάτιο να τον
πληροφορήσει αν γνώριζε ως αρχιεπίσκοπος Αχρίδος που ήταν για τυχόν
σωζόµενα υποµνήµατα στην αρχιεπισκοπή του, που να στήριζαν τα προνόµια
τα οποία παραχώρησε ο Ιουστινιανός στην αρχιεπισκοπή Σινά. Ο Ιγνάτιος
βρήκε στο σκευοφυλάκιο της αρχιεπισκοπής του δύο επιστολές, η µία του
Οικουµενικού Πατριάρχη Καλλινίκου Β΄ και η άλλη του Πατριάρχου
Ιεροσολύµων ∆οσιθέου και κάποιο παλιό Χρυσόβουλλο, το οποίο αφού το
αντέγραψε, το έστειλε µαζί µε τις επιστολές στον Αµφιλόχιο που ήταν
πνευµατικός και Σύγκελλος του αρχιεπισκόπου Σινά.2
Οι αρχιεπίσκοποι Αχρίδος χρησιµοποιούσαν τον τίτλο του Πατριάρχη µετά
τον 13ο αιώνα προς αντιδιαστολή των νεοϊδρυθέντων Πατριαρχείων Βουλγαρίας
και Σερβίας.
Στις Οικουµενικές Συνόδους µετείχαν τα πρεσβυγειή Πατριαρχεία στα
οποία προστέθηκε αργότερα της Μόσχας, ενώ ο αρχιεπίσκοπος Αχρίδος Γαβριήλ

177
1. Γεώργιος Ακροπολίτης, Χρονικόν, 70.13 -71.12.79.16-83.20.
2. Ι. Αναστασίου, Σιναϊτικά του ΙΣΤ΄ και ΙΖ΄ αιώνα, ∆ιενέξεις δια την δικαιοδοσίαν επί της Μονής. Το
µετόχιον του Καΐρου. Αι αξιώσεις δι ανεξαρτησίαν του αρχιεπισκόπου Σινά εις Ε.Ε.Θ.Σ.
(Επιστηµονική Επετηρίς Θεολογικής Σχολής) 15 (1970), 29 – 141, σ. 127 – 129. • Σ. Βαρναλίδης,
Ζωσιµάς, 100 – 101, υποσ. 112.

που συµµετείχε στη Σύνοδο του 879 και υπέγραψε ενενηκοστός πέµπτος στην
τάξη υπό τον τίτλο «Γαβριήλ Αχρίδος». Για τη χρήση του πατριαρχικού τίτλου,
επιπλήττει τους αρχιεπισκόπους Αχρίδος ο Πατριάρχης Καλλίνικος Β΄,
εγγράφως. Το έγγραφο αυτό το διέσωσε ο Κ. ∆ελικάνης, όπου αναφέρονται τα
εξής: Πατριάρχου Καλλινίκου Β΄ «Περὶ τῶν ἐν τῷ Ἱεραρχικῷ τῆς Καθολικῆς
καὶ ᾿Αποστολικῆς ᾿Εκκλησίας τάγµατι Πατριαρχῶν. Τέσσαρες Πατριάρχαι

καὶ ἦσαν καὶ ἐλέγοντο… ὥσπερ ἐκ τῶν ἱερῶν κανόνων τῶν ἁγίων καὶ

Οἰκουµενικῶν Συνόδων… καὶ πέµπτος Πατριάρχης κατέστη, Συνοδική

διαγνώσει κανονικῶς, ὁ τῆς Μοσχοβίας… τοῦς δ’ αὐτονόµους

ἀρχιεπισκόπους οἵτινές εἰσιν ὁ ᾿Αχριδῶν καὶ ὁ Κύπρου, καὶ ὁ τῆς ᾿Ιβηρίας καὶ

ὁ Πεκίου, κατά διαφόρους καιρούς,… ἰδίαις ἀρεσκείαις, ἁπλῶς τοὺς

τοιούτους ᾿Αρχιεπισκόπους ἐποίησαν καὶ ὀνόµασαν… τῆς δὲ Πατριαρχικῆς

ὀνοµασίας ξένοι παντελῶς ὑπάρχουσι καὶ ἀµέτοχοι, καὶ µήτε ἐν τοῖς

διπτύχοις ἔχουσι χώραν, µήτε τῷ Πατριαρχικῷ καταλόγῳ συντάσσονται…

δι’ ὅπερ εἴς τὶς εξ’ αὐτῶν,… ἐπιχειρίση ποτέ… διαπλάσασθαι ψευδωνυµίαν

Πατριαρχικήν, ἔξω τῶν κειµένων ὅρων καὶ κανόνων καὶ νόµων, καὶ ἑαυτόν

Πατριάρχην ὀνοµάσαι παρ’ ἀξίαν καὶ τάξιν…»1 Επισηµαίνει ο Καλλίνικος ότι


ο τίτλος του Πατριάρχη δεν ανήκει στους αρχιεπισκόπους, αλλά αυτοί από δική
τους αυταρέσκεια τον διέπλασαν ψευδωνύµως γι’ αυτό βρίσκεται έξω από τους
ισχύοντας εκκλησιαστικούς νόµους και κανόνες.
Χρήση του πατριαρχικού τίτλου, αλλά και του ψευδοϊουστινιανείου
Χρυσοβούλλου έκανε, ο αρχιεπίσκοπος Αχρίδος Ζωσιµάς (1716 - 1736). Ο
καθηγητής Σ. Βαρναλίδης, που ασχολήθηκε ειδικά µε το θέµα του Ζωσιµά,
αναφέρει: «Στις 22 Ιουλίου του 1716 ο απεσταλµένος του Ζωσιµά ήλθε σε πρώτη
επαφή µε την αυστριακή κυβέρνηση, για να ζητήσει αυτοκρατορική προστασία».2

178
Η πρόταση του Ζωσιµά ήταν να ενωθούν οι στρατιωτικές δυνάµεις των
επαρχιών της Αχρίδος και του Ιλλυρικού, µε τα αυτοκρατορικά στρατεύµατα,
ώστε

1. Αρχιµ. Κ. ∆ελικάνης, Πατριαρχικά Έγγραφα, ΙΙΙ, 795 – 797.


2. Σ. Βαρναλίδης, Ζωσιµάς, 79 – 119.

να αντιµετωπίσουν καλύτερα τον κοινό εχθρό της πίστης – τους Τούρκους, µε


την υποχρέωση ο αυστριακός στρατός να τους παρέχει προστασία, θρησκευτική
ελευθερία και να επικυρώσει την ψευδοϊουστινιάνεια νεαρά, η οποία έδινε στον
Αχρίδος εξουσία κοσµική και πνευµατική επί των εκκλησιών Μακεδονίας,
Σερβίας, Βοσνίας, Αλβανίας κ.α.
Στην αλληλογραφία που αναπτύχθηκε µεταξύ Ζωσιµά και αυστριακής
κυβέρνησης, γίνεται χρήση από τον Ζωσιµά, τίτλων προερχόµενων από το
ψευδοϊουστινιάνειο Χρυσόβουλλο, όπως αυτός του κράντορος, του δυνάστου,
του πρίγκηπος, σφραγίζει δε τις επιστολές µε σφραγίδα παρόµοια µε αυτήν που
περιγράφεται στο ψευδοϊουστινιάνειο Χρυσόβουλλο και επαίρεται για την
αυτοκρατορική του καταγωγή από την οικογένεια των Καντακουζηνών.
Αλληλογραφία µε την αυστριακή κυβέρνηση διεξάγουν και οι Σέρβοι, οι
οποίοι, µε την προτροπή της Αυστρίας, επαναστατούν για δεύτερη φορά,
εναντίον των Τούρκων, όταν εξερράγη ο ρωσσοαυστριακός πόλεµος εναντίον
της Οθωµανικής αυτοκρατορίας (1736 - 1739). Ο Πατριάρχης Πεκίου Αρσένιος
∆΄ Σακαµπέντας, ακολούθησε το επαναστατικό παράδειγµα του προκατόχου του
Αρσενίου Γ΄ Τσερνόγιεβιτς (1674 - 1690).1
Ο Αρσένιος ∆΄ για να δελεάσει τον αυτοκράτορα της Αυστρίας Λεοπόλδος
Α΄ µετέφερε τα πατριαρχικά δικαιώµατα των Σέρβων στις χώρες των
Αψβούργων.2
Ο Ζωσιµάς, µε την αναβίωση και παλινόρθωση της λησµονηµένης πια
Πρώτης Ιουστινιανής µέσου των επιστολών του, κατόρθωσε να κινήσει το
ενδιαφέρον του αυστριακού αυτοκράτορα Καρόλου ΣΤ΄ (1685 - 1740), ο οποίος
του υποσχέθηκε ότι, αν εξουσιάσει τα Βαλκάνια, θα δώσει θρησκευτική
ελευθερία και προστασία στην αρχιεπισκοπή του.3

179
Από τα τεκταινόµενα στην περιοχή της βαλκανικής µεταξύ των ετών 1690-
1739, προκύπτει ότι ο Σέρβος Πατριάρχης και ο αρχιεπίσκοπος Αχρίδος, Ζωσιµάς,

1. Ι. Ταρνανίδης, Σερβική Εκκλησία, 87.


2. Ι. Ταρνανίδης, Τα προβλήµατα… Καρλοβικίων, 51. • Σ. Βαρναλίδης, Ζωσιµάς, 117 υπ. 153.
3. I. Snegarov, Istorija, 570.

αγωνίζονταν για το ποιος θα πάρει µε το µέρος του την Αυστρία, ώστε να


επιβληθεί του άλλου και να κυριαρχήσει στην περιοχή.
Για το λόγο αυτό ο Ζωσιµάς επικαλούνταν παλιά κλέη και προνόµια,
αντλούµενα από το ψευδοϊουστινιάνειο Χρυσόβουλλο, ώστε να παρουσιάσει την
αρχιεπισκοπή του αρχαιότερη και ενδοξότερη από το νεόκοπο Πατριαρχείο
Σερβίας και να τον εµπιστευτεί ο αυστριακός αυτοκράτορας Κάρολος ΣΤ΄
περισσότερο από τον Σέρβο Πατριάρχη, ούτως ώστε, σε περίπτωση που
νικούνταν οι Τούρκοι από τους αυστριακούς, ο Ζωσιµάς και η αρχιεπισκοπή του
να είχαν τα πρωτεία.
Οι συνεχείς προστριβές µε τα γειτονικά Πατριαρχεία, Βουλγαρίας, Σερβίας
και οι πόλεµοι της βαλκανικής, εξάντλησαν την αρχιεπισκοπή οικονοµικά. Μετά
τον Ζωσιµά, όταν ανέλαβε το θρόνο της αρχιεπισκοπής ο Ιωάσαφ το 1718,
αντιµετώπισε µεγάλα προβλήµατα και δυσεπίλυτα.
Τα προβλήµατα αυτά φαίνονται από µια αναφορά του Ιωάσαφ προς τον
Σουλτάνο, που τον παρακαλεί να µην εµποδίσει την κανονική είσπραξη
εκκλησιαστικών δικαιωµάτων της αρχιεπισκοπής του.
Όσον αφορά στην εξωτερική πολιτική της αρχιεπισκοπής Αχρίδος, ο
Ιωάσαφ συνέχισε, εκείνη του προκατόχου του, Ζωσιµά. Όπως υποστηρίζει ο
Snegarov, συνέχισε τις συνοµιλίες του µε την αυστριακή κυβέρνηση το 1737. Η
Αυστρία του υποσχέθηκε ότι θα παραχωρούσε στην αρχιεπισκοπή Αχρίδος
πνευµατική δικαιοδοσία επί της Σερβίας, Αλβανίας, Βοσνίας, υπό τον όρο να
είναι υποτελής και να λογοδοτεί στον Αυστριακό αντιπρόσωπο. Ο Ιωάσαφ άλλες
από τις προτάσεις της Αυστρίας δέχθηκε και άλλες τις απέρριψε.1
Το ιστορικό κεφάλαιο της αρχιεπισκοπής «Πρώτης Ιουστινιανής, Αχριδών
και πάσης Βουλγαρίας» κλείνει δια παντός µε τον τελευταίο αρχιεπίσκοπό της
Αρσένιο το 1767, του οποίου την καθαίρεση ο ∆ήµιτσας την χαρακτηρίζει

180
παράλογη και θεωρεί την ενέργεια του Πατριάρχη Σαµουήλ θλιβερή από κάθε
άποψη.1

1. I. Snegarov, Istorija, 139. • Μ. Τρίτος, Ιωάσαφ, (πρακτικά Συνεδρίου, Αρχιεπισκοπή Αχρίδος υπό
έκδοση), σελ. χειρογρ. 1 – 12. • Μ. ∆ήµιτσας, Αυτοκέφαλο, 75 - 79.
2. Μ. ∆ήµιτσας, Αυτοκέφαλο, 85 – 91.

Ο Α. Ταχιάος, αναφέρει ότι ο Αρσένιος παραιτήθηκε του µητροπολιτικού


θρόνου λόγω του οικονοµικού του αδιεξόδου, αλλά υπό τον όρο να αναδειχθεί
διάδοχός του ο µητροπολίτης Μογλενών Ναθαναήλ.2 Εξήντα τέσσερις
Βυζαντινοί αυτοκράτορες και περισσότεροι των 64 Πατριαρχών
Κωνσταντινουπόλεως σεβάστηκαν το αυτοκέφαλο της Πρώτης Ιουστινιανής και
Αχρίδος και µόνον ο Σαµουήλ αδιαφόρησε για τη νοµιµότητα και την
κανονικότητα της απόφασής του και αδίκησε την αρχιεπισκοπή, θέτοντας τέρµα
στον τελευταίο ελληνορθόδοξο προµαχώνα, που τόσο αγωνίστηκε να επιβιώσει
κάτω από τις πιο αντίξοες πολιτικές και εκκλησιαστικές καταστάσεις και
επιβουλές, τόσο των ξένων όσο και των οµοεθνών παραγόντων.
Έτσι άδοξα τελείωσε η ζωή της Πρώτης Ιουστινιανής που εµφανίζονταν
και εξαφανίζονταν από τον εκκλησιαστικό χάρτη ανάλογα µε την επικρατούσα
πολιτική κατάσταση είτε επί Ιουστινιανού είτε επί του νεοσύστατου κράτους της
Ηπείρου.
Οι δε αρχιεπίσκοποι Αχρίδος χρησιµοποίησαν τον τίτλο Πρώτης
Ιουστινιανής µετά τον 12ο αιώνα για να περιφρουρήσουν το κύρος και την
ελληνικότητα της αρχιεπισκοπής τους, από τις ληστρικές βλέψεις των γειτόνων
τους. Γι’ αυτό της προσέδωσαν αξία και µεγαλοπρέπεια, όχι ουσιαστική, αλλά
θεωρητική που αναδύονταν µέσα από τα ποµπώδη και χαλκευµένα έγγραφα, τα
οποία χρησιµοποιούσαν κατ’ εξακολούθηση είτε για την εξωτερική πολιτική,
είτε για την εσωτερική προβολή της.
Έτσι σχηµατίστηκε η εντύπωση της πολύ σπουδαίας αρχιεπισκοπής, µε την
τεράστια έκταση επισκοπών που στην ουσία ήταν δηµιούργηµα γραφειοκρατικό
των αρχιεπισκόπων της, που προσπαθούσαν να γίνουν γνωστοί και να
αποκτήσουν δύναµη µε όλους τους προαναφερόµενους τρόπους.

181
1. Α. Α. Ταχιάος, Ο τελευταίος Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος, ΙΒ΄ Μακεδονικά, (19 – 32), 28 - 31.

ΣYMΠEPAΣMATA B΄ ΠEPIO∆OY

Mετά το θάνατο του Bασιλείου B΄ άλλαξε η πολιτική του Bυζαντίου


έναντι της Bουλγαρικής Eκκλησίας. Tο εφήµερο κράτος του Σαµουήλ (1014)
κάλυπτε µια πολύ µεγάλη περιοχή στην οποία ζούσαν ελληνικοί και σλαβικοί
πληθυσµοί. H περιοχή αυτή διαιρέθηκε σε δύο διοικητικές περιφέρειες στο
Θέµα Bουλγαρίας και στο Παραδουνάβιο Θέµα και περιορίστηκε το κύρος της
Bουλγαρικής Eκκλησίας µε την κατάργηση του Bουλγαρικού Πατριαρχείου,
από τον Βασίλειο Β΄.
Tο Bουλγαρικό Πατριαρχείο αντικαταστάθηκε µε την αυτοκέφαλη
αρχιεπισκοπή Bουλγαρίας µε έδρα την Aχρίδα. O Bασίλειος Β΄ πρέπει να
εξέδωσε κάποιο διάταγµα µε το οποίο καθόριζε την αυτοτέλεια της
αρχιεπισκοπής Aχρίδος από το Oικουµενικό Πατριαρχείο. Tο διάταγµα αυτό
χάθηκε και σώζονται τρία σιγίλλια του έτους 1020.1 Tη νέα αρχιεπισκοπή
ποίµαναν αξιόλογοι αρχιεπίσκοποι και της έδωσαν ένα καινούργιο χαρακτήρα.
Πρώτον, η Aρχιεπισκοπή Aχρίδος απέβαλε στο µεγαλύτερο µέρος της το
βουλγαρικό της χαρακτήρα και οι αρχιεπίσκοποί της ήταν Έλληνες.
∆εύτερον, η περιοχή της Aχρίδος δεν ήταν βουλγαρική, όπως επισηµαίνει ο
Nείλος ∆οξαπατρής. Tο έτος 11432 ο Nείλος ∆οξαπατρής έγραψε ένα πόνηµα
που αναφέρονταν στην «Tάξη των πατριαρχικών θρόνων», όπου αποκρούονταν
η θεωρία της κανονικής διαδοχής της αρχιεπισκοπής Aχρίδος από την Eκκλησία
της Bουλγαρίας ή και από την Πρώτη Iουστινιανή και λέει: «Ὁµοίως τῇ Kύπρῳ
ἐστίν αὐτοκέφαλος µὴ ὑποκειµένη τινὶ τῶν µεγίστων θρόνων, ἀλλ’

αὐτεξούσιος ἀγοµένη καὶ ὑπὸ τῶν ἰδίων ἐπισκόπων χειροτονουµένη καὶ ἡ

Bουλγαρία, µὴ οὖσα ἐξ ἀρχῆς Bουλγαρία, ὕστερον δὲ διὰ τὸ αὐτὴν ὑπὸ τῶν

182
Bουλγάρων κυριευθῆναι λέγεται Bουλγαρία, ἔµεινεν οὖν καὶ αὐτὴ

αὐτοκέφαλος διὰ τὸ ὑπὸ βασιλικῆς ἐξουσίας ἀποσπασθῆναι τῆς χειρὸς τῶν

1. I. Kαραγιαννόπουλος, Iστορία, B3, 472 – 473.


2. J. P. Migne, PG 132, 1084. – G. Parthey, Hieroclis Synecdemus, 265.

Bουλγάρων ἤτοι τοῦ βασιλέως κυροῦ Bασιλείου τοῦ Πορφυρογεννήτου καὶ µὴ

ἀνατεθῆναι ποτὲ τῇ ἐκκλησίᾳ Kωνσταντινουπόλεως, διότι καὶ ἕως τοῦ νῦν ἡ

Kύπρος καὶ ἡ Bουλγαρία ὑπὸ µὲν τοῦ βασιλέως λαµβάνουσιν ἐπισκόπους,


1
χειροτονοῦνται δὲ οὗτοι ὑπὸ τῶν ἰδίων ἐπισκόπων ὡς αὐτοκέφαλοι.»
Tρίτον, η ΣT΄ Oικουµενική Σύνοδος όρισε να τιτλοφορούνται
αρχιεπίσκοποι οι επίσκοποι Kύπρου και Nέας Iουστινιανουπόλεως, Iβηρίας,
Eφέσου και Θεσσαλονίκης.2 Στο πόνηµα του Nείλου το αυτοκέφαλο της
αρχιεπισκοπής Aχρίδος τίθεται µετά το αυτοκέφαλο της αρχιεπισκοπής Kύπρου.
Tέταρτον, το 1219 ο Σάββας Nεµάνια χειροτονείται στη Nίκαια από τον
πατριάρχη Mανουήλ A΄ Σαρταντρηνό αρχιεπίσκοπος της αυτοκέφαλης
Eκκλησίας της Σερβίας. Mετά την αυτοκέφαλη Eκκλησία του Tυρνόβου
εµφανίζεται και η αυτοκέφαλη Eκκλησία του Πεκίου.3 O ∆ηµήτριος Xωµατιανός
µε επιστολή του το 1223 στον Πατριάρχη Γερµανό B΄, διαµαρτυρήθηκε για τις
χειροτονίες αυτές και ήγειρε αξιώσεις της Πρώτης Iουστινιανής κάνοντας χρήση
του ψευδοϊουστινιανείου Χρυσοβούλλου και δίνοντας στην αρχιεπισκοπή
Αχρίδος την προσηγορία της Πρώτης Ιουστινιανής, ενώ ο ίδιος
αυτοτιτλοφορούνταν «Δηµήτριος ἐλέῳ Θεοῦ ἀρχιεπίσκοπος τῆς Πρώτης
4
᾿Ιουστινιανῆς καὶ πάσης Βουλγαρίας».
Πέµπτον, η ίδρυση των Πατριαρχείων Σερβίας και Βουλγαρίας περιόρισαν
τη δικαιοδοσία της Aχρίδος και την αποβουλγαροποίησαν οριστικά.
Έκτον, η θεωρία της Πρώτης Iουστινιανής το 12ο αιώνα παίρνει τη
θέση της Aχρίδος και πολλοί ερευνητές τοποθετούν στην Aχρίδα, την
Πρώτη Ιουστινιανή. O Nικηφόρος Γρηγοράς (1295 – 1359) χαρτοφύλακας
του αυτοκράτορα Aνδρόνικου του πρεσβύτερου (1282 - 1328) γράφει τα εξής

1. G. Parthey, Hieroclis Synecdemus, 286.

183
2. Παντελεήµων Pοδόπουλος, Μητρ. Τιρολόης και Σερεντίου, Mαθήµατα Kανονικού ∆ικαίου,
Θεσσαλονίκη 1984, 172 – 173.
3. C. Jirecek, Serbie 296 – 299. • I. Tαρνανίδης, H διαµόρφωση του Aυτοκεφάλου της Bουλγαρικής
Eκκλησίας, βλ. π. 120 – 121, 149. • ∆. Χωµατιανός, J. Pitra, Analecta sacra et classica, αρ. 146, 569
– 570. • G. Prinzing, Bedeutung 155 κε.
4. A. Σταυρίδου – Zαφράκα, Nίκαια, 178 – 179.

στην ιστορία του: «οἰκειοῦνται Mακεδονίαν µετὰ τῆς ἐπέκεινα ᾿Iλλυρίδος…


καὶ βασίλειον ἐνδιαίτηµα τούτοις εἶναι εἰς τὸ λοιπὸν νενόµισται αὕτη ἡ πόλις

ἣν ἀρχιεπισκοπὴν ὁ βασιλεὺς τετίµηκεν ᾿Iουστινιανός, καὶ πρώτην ὠνόµασεν,

ὡς εἰρήκειµεν, ᾿Iουστινιανὴν… Bουλγαρία ὁ χῶρος µετωνοµάσθη… καὶ


1
µητρόπολις Bουλγαρίας ἡ Πρώτη ᾿Iουστινιανή».
O Στέφανος Bυζάντιος θεωρεί τη Θράκη ως γενέτειρα του Iουστινιανού,
και ο Iεροκλής Γραµµατικός στο Συνέκδηµο περιλαµβάνει την πόλη των
Σκοπίων στη ∆αρδανία, την οποία ονοµάζει και µητρόπολη χωρίς να µνηµονεύει
το Tαυρίσιο.2
Όλες αυτές οι πληροφορίες δε ρίχνουν φως στον εντοπισµό της Πρώτης
Iουστινιανής από τους ιστορικούς και τους αρχαιολόγους. Oι αρχαιολογικές
ανασκαφές τελευταία έδωσαν ως πιθανότερη τοποθεσία της Πρώτης Iουστινιανής,
την τοποθεσία Caricingrad που βρίσκεται κοντά στο χωριό Lebane της Σερβίας. Oι
ανασκαφές έγιναν από το Aρχαιολογικό Iνστιτούτο του Bελιγραδίου και τη
Γαλλική Σχολή της Pώµης. Tα αποτελέσµατα των ανασκαφών ανακοινώθηκαν στο
Bελιγράδι το 1990. H ανασκαφή έδειξε ότι στο χώρο αυτό υπήρχε ένα
εκκλησιαστικό κέντρο µέσα από τα τείχη, ενώ τα σπίτια βρίσκονταν έξω από την
ακρόπολη.
Tο µόνο εύρηµα που έφερε γράµµατα ήταν µια τεµαχισµένη πλάκα που τα
δύο από τα τρία τεµάχιά της έφεραν ελληνικά γράµµατα Yπερ […] Iωαν [ου
του]/λαµ[προτάτοσ]/[…] των/[…] υτων/ και µια ασηµένια πλακέτα στη βάση
µιας κολόνας µε το µονόγραµµα του Iουστινιανού, δηλαδή µια τυπική
γκραβούρα που σήµαινε δωρεά ή ίδρυση. Όλα τα κτίσµατα πρέπει να
αποτελούσαν ένα διοικητικό εκκλησιαστικό και στρατιωτικό κέντρο.

184
Tα αποτελέσµατα της ανασκαφής δεν µας ικανοποιούν από ιστορικής
πλευράς, γιατί δεν έδωσαν επιγραφές όπως ήταν αναµενόµενο για να
επιβεβαιώσουν ότι πράγµατι η πόλη αυτή ήταν η Πρώτη Iουστινιανή.3

1. Νικηφόρος Γρηγοράς, Ιστορία, 27 A.B.


2. M. ∆ήµιτσας, Περί αυτοκεφάλου, 8 – 9.
3. B. Bavant, V. Kondič, J. M. Spieser, Caričin Grad II, Collection de l’ Εcole Française de Rome –
75, Belgrade – Rome, 1990.

Συµπερασµατικά ούτε η τελευταία ανασκαφή µας επέτρεψε να


βεβαιωθούµε για την ύπαρξη της Πρώτης Iουστινιανής.
Η δική µας άποψη για την πολυσυζητηµένη αρχιεπισκοπή Πρώτης
Ιουστινιανής, είναι: Η αρχιεπισκοπή επανεµφανίστηκε επί αρχιεπισκοπίας Ι.
Κοµνηνού, στην Αχρίδα. Η επαναβίωση του τίτλου προξένησε σύγχυση στα
εκκλησιαστικά δρώµενα της εποχής του µεσαίωνα. Ο ποµπώδης τίτλος που έφεραν
οι αρχιεπίσκοποι Αχρίδος «ἐλέῳ Θεοῦ ἀρχιεπίσκοπος Πρώτης ᾿Ιουστινιανῆς καὶ
πάσης Βουλγαρίας» σηµατοδότησε τη φαντασία των ιστορικών και γράφτηκαν
πολλά σενάρια για µια ισχυρότατη αρχιεπισκοπή σε έκταση και ισχύ, ενώ ο
ουσιαστικός λόγος του κατασκευασµένου τίτλου ήταν η αγωνία των αρχιεπισκόπων
για επιβίωση και διαφύλαξη των επισκοπών τους από τους επιβουλείς της µε
αποτέλεσµα να χαλκευτούν έγγραφα, ώστε να υπάρχει και νοµική κάλυψη των
απαιτήσεων των αρχιεπισκόπων της. Η ισχυρότατη αυτή αρχιεπισκοπή ήταν
δηµιούργηµα θεωρητικό και όχι πραγµατικό, που πήγαζε µέσα από νόθα έγγραφα
που όσες φορές επιχειρήθηκε από τους εκάστοτε αρχιεπισκόπους της να τα
χρησιµοποιήσουν τα αποτελέσµατα ήταν αποκαρδιωτικά.
Ο τίτλος αρχιεπισκοπή Aχριδών Πρώτης Iουστινιανής και πάσης
Bουλγαρίας, άρχισε να χρησιµοποιείται τον IA΄ αιώνα, η χρήση του κορυφώθηκε
στο τέλος του IB΄ αρχές IΓ΄ αιώνα, όταν αρχιεπίσκοπός της ήταν ο ∆ηµήτριος
Xωµατιανός και συντηρήθηκε µέχρι τον 18ο αιώνα, όταν αρχιεπίσκοπός της ήταν
ο Zωσιµάς (1695 – 1699 και 1707 - 1709) και ο Ιωάσαφ (1719 - 1745).1 Με τους
αρχιεπισκόπους Ζωσιµά και Ιωάσαφ, δηµιουργείται νέα κατάσταση πραγµάτων.
Καινούργια συµφέροντα εµφανίζονται στη Βαλκανική µε τον επικείµενο πόλεµο

185
Αυστρίας – Ρωσσίας εναντίον της Τουρκίας και ο αγώνας επιβίωσης της
αρχιεπισκοπής της Αχρίδος Πρώτης Ιουστινιανής είναι δύσκολος.
Οι αρχιεπίσκοποι Αχρίδος προσπαθούν να δώσουν αίγλη στην
αρχιεπισκοπή τους, γι’ αυτό παίρνουν αυθαίρετα µαζί µε τον τίτλο της Πρώτης
Ιουστινιανής και τον τίτλο του «Πατριάρχη», ώστε να µην υστερούν έναντι των

1. Σ. Bαρναλίδης, Aχρίδος Zωσιµάς, 1974, 19 - 48. Ο Ζωσιµάς ανέλαβε τη διαποίµανση της Αχρίδος
τον Απρίλιο του 1695. Ο Ιωάσαφ εξελέγει αρχιεπίσκοπος Αχρίδος 5 Ιουλίου 1719.

Πατριαρχείων Βουλγαρίας και Σερβίας, γιατί θέλουν να συνάψουν συµµαχία µε


τους Αυστριακούς και να επιβληθούν στις υπόλοιπες ορθόδοξες εκκλησίες των
Βαλκανίων. Ο τίτλος της Πρώτης Ιουστινιανής επέζησε µαζί µε τους
αρχιεπισκόπους της µέχρι το 1767, όταν ενσωµατώθηκε η αρχιεπισκοπή Αχρίδος
µε πατριαρχική πρωτοβουλία στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.
Όγδοον, τα προνόµια της Πρώτης Ιουστινιανής στο µεσαίωνα πηγάζουν
από το ψευδοϊουστινιάνειο Xρυσόβουλλο, µέσω του οποίου οι αρχιεπίσκοποι
Aχρίδος την ταυτίζουν µε την Πρώτη Iουστινιανή.
Tο Xρυσόβουλλο αυτό προδηλώνει την επανεµφάνιση της Πρώτης
Iουστινιανής τέλος του 11ου αρχές του 12ου αιώνα σε νέο σκηνικό για το οποίο
διατυπώθηκαν διάφορες απόψεις:
H πρώτη άποψη διατυπώθηκε κυρίως από Bουλγάρους ιστορικούς, οι
οποίοι υποστηρίζουν ότι η Eκκλησία της Bουλγαρίας εξακολούθησε να βιώνει
στο κράτος του Σαµουήλ ως «αρχιεπισκοπή Aχρίδος» και είναι συνέχεια του
βουλγαρικού Πατριαρχείου που ιδρύθηκε από τον τσάρο Συµεών και
αναγνωρίστηκε από την Eκκλησία της Kωνσταντινουπόλεως όταν τσάρος της
Bουλγαρίας ήταν ο Πέτρος και αυτοκράτορας του Bυζαντίου ο Pωµανός
Λεκαπηνός.1
H δεύτερη άποψη θέλει το Πατριαρχείο Aχρίδος να ιδρύεται ανεξάρτητα
από την επικρατούσα στην περιοχή εκκλησιαστική τάξη. O Σέρβος ιστορικός B.
Prokič2 πιστεύει ότι η έκδοση των σιγιλλίων υπό του Bασιλείου B΄ του
Bουλγαροκτόνου απέβλεπε στην κατοχύρωση της ανεξαρτησίας της νέας

186
αρχιεπισκοπής που ήταν συνέχεια του βουλγαρικού Πατριαρχείου και συνέχιζε
την παράδοση της Πρώτης Iουστινιανής.

1. M. Drinov, Istoričeski pregled na Bălgarskata, 55 - 56. • I. Snegarov, Ist. na Ohridskata


archiepiscopija, I, 14 – 15. • V. Zlatarski, Istorija, τ. I, 2, 626 – 627, 639, 703 – 704.
2. B. Prokič, Postanak ohridskog patrijarhata, 180 – 201. • B. Frejancič, Nil Doksopatrid, εις «Vuzant
Izvori» III, Βeograd 1966, 363. • I. Tαρνανίδης, H ∆ιαµόρφωση (869 - 1235), 96 – 103. • E.
Κωνσταντίνου ή Tέγου – Στεργιάδου, Σιγίλλια, 67, 71.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
H πρώτη Iουστινιανή εµφανίζεται στην εκκλησιαστική Iστορία σε δύο
ανεξάρτητες χρονικές περιόδους.
1η Περίοδος: Iδρύεται από τον αυτοκράτορα Iουστινιανό η Aρχιεπισκοπή
Πρώτης Iουστινιανής στη γενέτειρά του, όπως έχουµε ήδη αναφέρει µε την IA΄
Nεαρά του, την οποία ενίσχυσε µε νέα διάταξη δέκα χρόνια αργότερα µε την
PΛA΄ Nεαρά του.
Παρ’ όλες τις διατάξεις του Iουστινιανού για την απόσπαση της Πρώτης
Ιουστινιανής από την κανονική δικαιοδοσία του Mητροπολίτου Θεσσαλονίκης
και τον προβιβασµό της σε αυτοκέφαλη Mητρόπολη (το 535 µ.Χ.), ο
αρχιεπίσκοπός της νεοσύστατης αυτής αρχιεπισκοπής δεν έλαβε µέρος στη
Σύνοδο που έγινε στην Kωνσταντινούπολη µε προκαθήµενο τον Oικουµενικό
Πατριάρχη Mηνά1 και ογδόντα δύο επισκόπους της Ανατολής, καθώς και πέντε
επισκόπους της ∆ύσης. Μεταξύ των άλλων παρευρέθησαν και οι Μητροπολίτες
Ιουστινιανουπόλεως της δευτέρας Καππαδόκων επαρχία, και Βαρκούσων ήτοι
Ιουστινιανουπόλεως. Ενώ πέρασε ένας χρόνος µετά την έκδοση της ΙΑ΄ Νεαράς
και ήταν πολύ πρόσφατη η ίδρυσή της, εντούτοις κανένας αρχιεπίσκοπός της δεν
αναφέρεται σ’ αυτήν τη Σύνοδο.2
Ο Αρχιεπίσκοπος της Πρώτης Ιουστινιανής δεν παρέστη ούτε στην Ε΄
Οικουµενική Σύνοδο, που σύµφωνα µε την ΙΑ΄ Νεαρά έπρεπε να προσέλθει
και

187
1. N. Mατσούκας, ∆ογµατική και Συµβολική Θεολογία, B΄, Θεσσαλονίκη 1992, 315. • Πρακτικά των
Aγίων οικουµενικών Συνόδων, B΄, Θεσσαλονίκη 1982, 300 – 359, εκδ. Καλύβης Τιµ. Προδ. Ιεράς
Σκήτης Αγίας Άννης, Άγιον Όρος. • Θ. Γιάγκου, Kανόνες και Λατρεία, Θεσσαλονίκη 2001, 120.
2. Η Στ΄ Οικουµενική Σύνοδος (680 - 681) ρύθµισε την παγίωση του διοικητικού συστήµατος της
Εκκλησίας και ενώ ανανέωσε τα προνόµια των πέντε πατριαρχικών θρόνων και της αρχιεπισκοπής της
Κύπρου, τα οποία και σε προγενέστερες συνόδους επανειληµµένως καθιερώθηκαν, για την Πρώτη
Ιουστινιανή κανείς λόγος δεν έγινε. Ο Ιουστινιανός Β΄ (685 - 695) συνεκάλεσε σύνοδο το 692 στην
Κωνσταντινούπολη µε σκοπό τη συµπλήρωση των κενών της Ε΄ και Στ΄ Συνόδου, τη γνωστή ως
Πενθέκτη Σύνοδο ή Πενθέκτη ἐν Τρούλῳ Σύνοδο. Παρ’όλο που η Σύνοδος εξέδωσε 102 κανόνες µε
τους οποίους κραταίωνε τα προνόµια των πατριαρχείων και αρχιεπισκοπών και πάλι η Αρχιεπισκοπή
Πρώτης Ιουστινιανής δεν αναφέρθηκε πουθενά. Βλ. J. Mansi XI 920 – 1006, Γ. Ράλλης – Μ.
Ποτλής, Σύνταγµα, ΙΙ, 300.

να καταλάβει θέση προ του Θεσσαλονίκης και παραπλεύρως του Κύπρου και
του Καρθαγένη. Σε περίπτωση απουσίας του, έπρεπε να αντιπροσωπευτεί από
άλλον επίσκοπο. Ο ∆ελικάνης συµπεραίνει ότι ο Αρχιεπίσκοπος Πρώτης
Ιουστινιανής «έλαµψε δια της απουσίας του, ίσως γιατί η Οικουµενική Σύνοδος
δεν ήταν διατεθειµένη να αναγνωρίσει το κατασκεύασµα του Ιουστινιανού και
πιθανώς θα ζητούσε επισήµως την ακύρωση του αυτοκρατορικού θεσπίσµατος,
ως αντιβαίνοντος στους Ιερούς Κανόνες», σύµφωνα µε τις σχετικές διατάξεις της
προηγούµενης ∆΄ Οικουµενικής Συνόδου.1 Tο ίδιο συνέβη και στην ΣΤ΄
Οικουµενική Σύνοδο του 630 στην Κωνσταντινούπολη όπου παρέστησαν και οι
επτά επίσκοποι όλων των Ιουστινιανουπόλεων (Κυψελιανών, Καµουλιανών, Β΄
Καππαδοκίας, Μεγάλης Αρµενίας, Βαρκούσων, Βιθυνίας, Β΄ Αιγύπτου).
Ο µόνος που δεν παραβρέθηκε ήταν ο Μητροπολίτης Πρώτης Ιουστινιανής.
Ούτε ήταν παρών στην Πενθέκτη ἐν Τρούλῳ Σύνοδο που πραγµατοποιήθηκε
δέκα χρόνια αργότερα (690 – 691), όπου θεσπίστηκαν κανόνες εκκλησιαστικής
ευταξίας και κανόνες δογµατικής σηµασίας που αφορούσαν το πολίτευµα της
Εκκλησίας.2 Στη Σύνοδο αυτή µε τους ΛΣΤ΄ και ΛΘ΄ κανόνες επικυρώθηκαν
µαζί µε τα δικαιώµατα των Πατριαρχών και τα δικαιώµατα του αρχιεπισκόπου
Κύπρου, χωρίς καν να αναφερθεί η Πρώτη Ιουστινιανή. 3
Eποµένως δε φαίνεται να λειτούργησε αυτή η αρχιεπισκοπή, παρά µόνο
µέσω των Nεαρών και µε το χρόνο έπαψε να υφίσταται.

188
2η Περίοδος: Mε τα Σιγίλλια του Bασιλείου B΄ (976 – 1025), έχουµε µια
καθοκληρίαν ίδρυση εκκλησιαστικής περιφέρειας άσχετης µε την A΄ Iουστινιανή
των Nεαρών του Iουστινιανού.
H ίδρυση της αρχιεπισκοπής Bουλγαρίας αρκετούς αιώνες αργότερα,
γίνεται για τελείως διαφορετικούς λόγους. O κυριότερος ήταν ότι ο Bασίλειος B΄
ως νικητής δεν ήθελε να δώσει πνευµατική αυτονοµία στο νέο
εκχριστιανισθέντα βουλγαρικό λαό µε την ίδρυση Πατριαρχείου, γι’ αυτό έδωσε

1. Αρχιµ. Κ. ∆ελικάνης, Πατριαρχικών Eγγράφων, ΙΙΙ, 947.


2. Ν. Ματσούκας, ∆ογµατική, 331 – 332. • Θ. Γιάγκου, Κανόνες, 10, 97, 338, 339.
3. G. Parthey, Hieroclis Synecdemus, 285.

εξουσία στον αρχιεπίσκοπο Αχρίδος, καταργώντας τον ∆αβίδ που


τιτλοφορούνταν Πατριάρχης, µε τον Iωάννη τον οποίο ανακήρυξε αρχιεπίσκοπο
Bουλγαρίας.
H δηµιουργία του κράτους και της Eκκλησίας Tυρνόβου έφεραν
εκκλησιαστική και εθνική αναστάτωση, όπως µαθαίνουµε από το ∆ηµήτριο
Xωµατιανό, αρχιεπίσκοπο Aχρίδος, γιατί απέσπασε επαρχίες που ανήκαν
προηγουµένως στην αυτοκέφαλη αρχιεπισκοπή Aχρίδος. Kατά την εποχή της
αλώσεως του Bυζαντίου από τους Λατίνους, ο Xωµατιανός, προσκολήθηκε στον
∆εσπότη Θεόδωρο Kοµνηνό και διέκοψε κάθε σχέση µε το Oικουµενικό
Πατριαρχείο.
Για να δώσει µεγαλύτερο κύρος στην αρχιεπισκοπή του παλινόρθωσε τον
λησµονηµένο τίτλο και τα προνόµια της Πρώτης Iουστινιανής τα οποία για
πρώτη φορά µπήκαν σε εφαρµογή από τον Iωάννη Kοµνηνό. Τον τίτλο του
αρχιεπισκόπου Πρώτης Iουστινιανής και πάσης Bουλγαρίας, που τον έφεραν οι
αρχιεπίσκοποι της αυτοκεφάλου εκκλησίας της Aχρίδος από το 1143 έως το
1767, έτος συνενώσεως της αρχιεπισκοπής Aχρίδος µε το Oικουµενικό
Πατριαρχείο, τον αντλούσαν από το ψευδοϊουστινιάνειο Χρυσόβουλλο που ήταν
ένα πλαστό έγγραφο το οποίο περιείχε την αµφισβητούµενη ΧΙ Νεαρά του
Ιουστινιανού και µέρος της ψευδοκωνσταντινείου ∆ωρεάς. Πατέρας αυτού του
εγγράφου θεωρείται ο αρχιεπίσκοπος Αχρίδος ∆ηµήτριος Χωµατιανός που
άκµασε τον 13ο αιώνα.

189
190
ΠEPIΛHΨH

H APXIEΠIΣKOΠH ΠPΩTHΣ IOYΣTINIANHΣ


(PRIMA JUSTINIANA)

A΄ Περίοδος
Η θρησκευτική πολιτική του Iουστινιανού χαρακτηρίζεται από το
δεσποτικό και αυταρχικό χαρακτήρα του, αλλά και από τη διορατικότητά του για
τη µεγάλη σηµασία, που θα είχε στην ενιαία βυζαντινή αυτοκρατορία, το κοινό
δόγµα και η κοινή Eκκλησία.
Η δηµιουργία της αρχιεπισκοπής της Πρώτης Iουστινιανής πρέπει να
συσχετισθεί µε τη βυζαντινή πολιτική, η οποία είχε επιδράσεις στη διαµόρφωση
των εκκλησιαστικών δοµών και στη θέσπιση διατάξεων, που καθόριζαν κάθε
φορά το χάρτη της νοτιοανατολικής Eυρώπης.
Η ίδρυση της Πρώτης Iουστινιανής αποτέλεσε αντικείµενο
διαπραγµατεύσεων µεταξύ του Πάπα και του Aυτοκράτορα.
Με την έκδοση της XI Nεαράς (Novella) του 535, ο Iουστινιανός επεδίωκε
την αποµάκρυνση της επιρροής του Πάπα από το Aνατολικό Iλλυρικό, γι’ αυτό η
ίδρυση της Πρώτης Iουστινιανής δεν έγινε κατόπιν συνεννοήσεως µαζί του,
παρόλο ότι αυτός είχε την εκκλησιαστική δικαιοδοσία στο Iλλυρικό. Μετά από
µια δεκαετία επανέλαβε τις διατάξεις που αφορούσαν στην Πρώτη Iουστινιανή
µε το πρώτο µέρος της Nεαράς PΛA΄ (131). Με τις Nεαρές (Novella) αυτές ο
Iουστινιανός απέσπασε την πατρίδα του από την κανονική δικαιοδοσία της
Θεσσαλονίκης και την προβίβασε όχι σε Πατριαρχείο, αλλά σε αυτοκέφαλη
αρχιεπισκοπή.
Η Πρώτη Iουστινιανή υπήρξε πολύ βραχύβια πρωτεύουσα του Iλλυρικού ή
η µεταφορά της δεν πραγµατοποιήθηκε ποτέ.
B΄ Περίοδος
Το Bουλγαρικό Πατριαρχείο αντικαταστάθηκε µε την αυτοκέφαλη
αρχιεπισκοπή Bουλγαρίας, µε έδρα της Aχρίδα. Ο Bασίλειος B΄, πρέπει να
εξέδωσε κάποιο διάταγµα µε το οποίο καθόριζε την αυτοτέλεια της

191
αρχιεπισκοπής Aχρίδος από το Oικουµενικό Πατριαρχείο. Το διάταγµα αυτό
χάθηκε και σώζονται τρία (3) σιγίλλια του έτους 1020.
Με τα προαναφερθέντα δηµιουργείται µια νέα κατάσταση στην περιοχή
Aχρίδος. Τώρα αναπτύσσονται καινούργια συµφέροντα και εµπλέκεται ο
Aυτοκράτορας Bασίλειος B΄, καθώς και οι αρχιεπίσκοποι Bουλγαρίας, που
θέλουν να προαχθούν σε Πατριάρχες και οι αρχιεπίσκοποι Aχρίδος, που
προσπαθούν να δώσουν αίγλη στην αρχιεπισκοπή τους.
Ο τίτλος «Aρχιεπισκοπή Aχριδών Πρώτης Iουστινιανής και πάσης
Bουλγαρίας», άρχισε να ακµάζει τον IA΄ αιώνα όταν αρχιεπίσκοπός της ήταν ο
Θεοφύλακτος. Kορυφώθηκε στο τέλος του IB΄ µε αρχές IΓ΄ αιώνα, όταν
αρχιεπίσκοπός της ήταν ο ∆ηµήτριος Xωµατιανός και συντηρήθηκε µέχρι τον
17ο και 18ο αιώνα, όταν αρχιεπίσκοποί της ήταν οι Zωσιµάς (1686), Iωσήφ
(1746), ∆ιονύσιος (1753) και καταργήθηκε το 1767, έτος συνενώσεως της
αρχιεπισκοπής Aχρίδος µε το Oικουµενικό Πατριαρχείο.

192
THE ARCHBISHOPRIC OF «PRIMA JUSTINIANA»

First Period
Justinian’s religious policy is being characterized by his despotic and
authoritative nature but also by his clear – sightedness that the common dogma
and the common Church would have been of a significant importance for the
united Byzantine Empire.
The establishment of the archbishopric of «Prima Justiniana» should be
correlated with the Byzantine policy that had affected the refinement of the
ecclesiastic structures and the enacting of dispositions that each time determined
the map of south – eastern Europe.
Prima Justiniana’s founding became an object of negotiations between the
Pope and the Emperor. By publishing the XI Novella in 535, Justinian tried to
keep back Pope’s influence in the east Illyric and that is the reason why Prima
Justiniana was founded under no kind of agreement with the Pope, although he
had the ecclesiastic jurisdiction in the Illyric.
After a decade Justinian repeated the dispositions that dealed with prima
Justiniana by the first part of his 131st Novella. With these Novellae, Justinian
detached his fatherland from the official jurisdiction of Thessaloniki and he
promoted her not in a patriarchate but in an autocephalous Archbishopric.
Prima Justiniana was the most short – lived capital of the Illyric or her
transfer never took place.

Second Period
The Bulgarian Patriarchate resisted with the autocephalous Archbishopric of
Bulgaria that resided in Achrida. Basil B΄ must have published an edict with
which he defined the independence of the Archbishopric of Achrida under the
command of the Ecumenical Patriarch. This edict was lost and there are only
three sigillas remaining from the year 1020.

193
From all the above a new situation rose in the region of Achrida, new
interests were being unfolded and the emperor Basil B΄ was being implicated as
well as the Archbishops of Bulgaria, who wanted to become Patriarchs and the
Archbishops of Achrida who tried to gain éclat for their Archbishopric.
The title “Prima Justiniana Archbishopric of Achrida and All Bulgaria”
begun to flourish in the 11th century when Archbishop was Theophylactos. It
reached the highest pitch in the end of the 12th and at the beginning of the 13th
century, when Archbishop was Dimitrios Chomatianos and it maintained until
the 18th century when Archbishops were, Zosimas (1686), Joseph (1746) and
Dionysos (1753) and Prima Justiniana was abrogated in 1767 the year that the
Archbishopric of Achrida was united with the Ecumenical Patriarchate.

194
ZUSAMMENFASSUNG
Das Erzbistum der Prima Justiniana

Erste Periode

Die religiöse Politik Justinians wird von ihrem herrischen und autoritären
Charakter bezeichnet. Aber auch von seiner Weitsichtigkeit für das einheitliche
Byzantinische Reich das gemeinsame Dogma und die gemeinsame Kirche
(Glauben).
Die Erschaffung des Erzbistums der Prima Justiniana muss mit der
Byzantinischen Politik in Verbindung gebracht werden, die Einfluss auf die
Ausbildung der Kirchlichen Struktur und der Verordnung von Bestimmungen,
die wiederum jedes Mal die Landkarte von Südosteuropa bestimmten.
Die Gründung der Prima Justiniana wurde der Gegenstand von
Verhandlungen zwischen dem Papst und dem Kaiser.
Mit der Ausgabe der XI Novella von 535, verfolgte Justinian die
Entfernung vom Einfluss des Papstes aus dem östlichen Illyrien. Darum wurde
auch die Gründung der Prima Justiniana ohne eine vorherige Absprache mit dem
Papst realisiert, obwohl er die kirchliche Rechtsprechung in Illyrien vertrat. Nach
einem Jahrzent wiederholte er die Bestimmungen, die die Prima Justiniana
betrafen, im ersten Teil der Novella 131. Mit diesen Novellaen trennte Justinian
seine Heimat von der bisherigen Rechtsprechung Thessalonikis ab und e erhob
sie nicht zu einem Patriarchat, sondern zu einem unabhängigen Erzbistum.
Die Prima Justiniana war sehr kurzlebig die Hauptstadt von Illyrien, oder
ihr Beförderung dahin wurde nie verwirklicht.

Zweite Periode

Das bulgarische Patriarchat wurde durch das autokephaliche Erzbistum


Bulgariens ersetzt, das seinen Sitz in Achrida hatte. Basil der II muss irgendeine
Verordung erteilt haben, mit der er die Unabhängigkeit des Erzbistums von

195
Achrida unter dem Ökumenischen Patriarchat bestimmte. Diese Verordung ist
verloren gegangen und es sind nur drei (3) Siegel aus dem Jahre 1020 erhalten.
Mit den weiter oben erwähnten wird ein neuer Status in der Umgebung von
Achrida geschaffen. Es werden neue Interessen entwickelt und Kaiser Basil II,
wie auch die Erzbischöfe von Bulgarien, die zu Patriarchen aufsteigen wollen,
und die Erzbischöfe von Achrida, die ihrerseits versuchen, ihrem Erzbistum
einen Glanz zu verleihen, mischen sich ein.
Der Titel “Erzbistum Achridas Prima Justiniana und ganz Bulgariens” fing
im 11 Jahrhundert an, während der Amtszeit von Theofylaktos in Blüte zu
stehen. Er erreichte aber Ende des 12 und Anfang des 13 Jahrhunderts seinen
Höhepunkt, als Dimitrios Chomatianos Erzbischof war. Und bewahrte ihn bis
zum 17 und 18 Jahrhundert, als Zosimas (1686), Josef (1746) und Dionysos
(1753) Erzbischöfe waren. Der Titel wurde 1767 abgeschafft. Das Jahr, in dem
sich das Erzbistum Achridas mit dem Ökumenischen Patriarchat vereinte.

196
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

197
ΝΕΑΡΕΣ

198
199
- 910 -

200
- 911 -

201
202
203
204
205
206
Ψευδοϊουστινιάνειο Χρυσόβουλλο

207
208
209
219

210
220

211
221

212
222

213
223

214
224

215
216
Χ 36 – 37 Χ

217
218
219
220
Ελληνικός Κώδικας
του Εσκοριάλ Ισπανίας
Catalogo de los codices
Griegos de la Real
Biblioteca de el Escorial
Bd. 2. Madrid, Nr. 370, s. 274 - 278

221
222
ΧΑΡΤΕΣ

223
224
225
226
227
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ

228
229

You might also like