You are on page 1of 6

και στη μητέρα.

Η μητέρα γίνεται αντιληπτή ως ένα άτομο αξιόπιστο, υποστηρικτικό


και ευαίσθητο, έτοιμο να ανταποκριθεί κατάλληλα στις ανάγκες του. Το βρέφος
αισθάνεται ασφάλεια και σιγουριά να εξερευνήσει το περιβάλλον.

Ο εαυτός του γίνεται αντιληπτός ως άξιος αγάπης και υποστήριξης και το ίδιο αποκτά
εμπιστοσύνη στις ικανότητες του. Οι άλλοι θεωρούνται εξίσου ως άξιοι εμπιστοσύνης
και ανταποδοτικοί. Ένα παιδί με ασφαλή προσκόλληση είναι πιθανό να αναπτύξει
ανεξαρτησία, έλεγχο των συναισθημάτων του, την ενσυναίσθηση, κοινωνικές
δεξιότητες, θετικά συναισθήματα και την θετική αυτοεκτίμηση.

Από την άλλη μεριά, τα βρέφη που έρχονται σε επαφή με μια μητέρα που δεν
ανταποκρίνεται κατάλληλα στις ανάγκες τους αναπτύσσουν έναν ανασφαλή δεσμό
προσκόλλησης, ο οποίος διακρίνεται σε δύο κατηγορίες: τον
απορριπτικό/αποφευκτικό δεσμό και τον αγχώδη/αμφιθυμικό δεσμό. Στην πρώτη
περίπτωση η μητέρα είναι συχνά απορριπτική, δεν ανταποκρίνεται άμεσα και
συνήθως είναι επικριτική και αντιδρά με θυμό ή τιμωρία όταν το παιδί εκφράζει
έντονα συναισθήματα.

Το παιδί βιώνει συχνά την απόρριψη και αναπτύσσει άγχος και φόβο για πιθανή
απόρριψη στο μέλλον. Έτσι προσπαθεί να μην δείχνει αρνητικά συναισθήματα και
τροποποιεί την συμπεριφορά του με σκοπό να είναι αγαπητό από τους άλλους.
Αποφεύγει την δημιουργία πολύ στενών επαφών και γίνεται υπερβολικά αυτό-
εξαρτώμενο και ανεξάρτητο. Μπροστά στη μητέρα μπορεί να μην εκδηλώνει
δυσάρεστα συναισθήματα, με σκοπό να κερδίσει την προσοχή της ώστε να
ικανοποιηθούν οι ανάγκες του.

Στην δεύτερη περίπτωση, τα παιδιά με αγχώδη/αμφιθυμικό τύπο


προσκόλλησης συχνά έχουν μια μητέρα που δεν είναι σταθερά διαθέσιμη απέναντι
στις ανάγκες τους. Τείνει να αγνοεί τα σήματα του βρέφους για προσοχή και γενικά
είναι απρόβλεπτη στην ανταπόκρισή της. Σε ακραίες περιπτώσεις, οι φόβοι και οι
ανησυχίες του παιδιού αγνοούνται πλήρως και το παιδί νιώθει συναισθηματικά
εγκαταλελειμμένο.

Το βρέφος νιώθει ότι συνήθως δε μπορεί να προβλέψει τον τρόπο που θα


ανταποκριθεί η μητέρα στις ανάγκες του. Το παιδί με αυτού του είδους προσκόλληση
εμφανίζει αδυναμία ελέγχου της παρορμητικότητας του, αρνητικά συναισθήματα,
αντικοινωνική και επιθετική συμπεριφορά ενώ οι κοινωνικές του δεξιότητες και η
αυτονομία του είναι χαμηλές. Αντί να προσαρμόζει την συμπεριφορά του έτσι ώστε
να ευχαριστεί την μητέρα συχνά εμφανίζεται επιθετικό και πιέζει ώστε να καλυφθούν
οι ανάγκες του.

Τα παιδιά με ανασφαλή προσκόλληση και των δύο τύπων θεωρούν τους εαυτούς τους
ως μη αξιόλογους και ανάξιους αγάπης, δεν έχουν εμπιστοσύνη στις ικανότητες τους
ενώ οι άλλοι προσλαμβάνονται ως απορριπτικοί.

Τέλος υπάρχουν και τα βρέφη που αναπτύσσουν αποδιοργανωμένο τύπο


προσκόλλησης. Σε αυτή την περίπτωση τα παιδιά έχουν φροντιστές που παρέχουν
κακής ποιότητας φροντίδα. Συνήθως πρόκειται για περιβάλλοντα όπου οι γονείς είναι
είτε χρήστες ουσιών, είτε με ψυχιατρικές διαταραχές είτε βίαιοι και κακοποιητικοί. Σε
αυτή την περίπτωση ο γονέας γίνεται ταυτόχρονα πηγή παρηγοριάς και φόβου και το
παιδί δε μπορεί καθόλου να προβλέψει την συμπεριφορά του.
Έτσι βρίσκεται συνεχώς σε κατάσταση επαγρύπνησης και άγχους μη γνωρίζοντας
πότε θα βιώσει τον επόμενο κίνδυνο. Ο φόβος είναι πολύ δυνατός και συχνά τα
παιδιά αυτά αναζητούν παρηγοριά και ασφάλεια σε αγνώστους, ενώ δεν επιδιώκουν
να απομακρυνθούν και να εξερευνήσουν το περιβάλλον. Ο εαυτός τους γίνεται
αντιληπτός ως μη αξιόλογος αλλά και ικανός να προκαλέσει θυμό και βία στους
άλλους. Οι άλλοι θεωρούνται τρομακτικοί, επικίνδυνοι και απρόβλεπτοι.

Το είδος της προσκόλλησης που αναπτύσσει ένα βρέφος με το βασικό πρόσωπο που
το φροντίζει είναι σημαντικό καθώς καθορίζει όχι μόνο την ανάπτυξη της βρεφικής
και παιδικής του ηλικίας αλλά και αργότερα την ενήλικη του ζωή.

Πολλές είναι οι έρευνες που έχουν δείξει ότι τα παιδιά με ασφαλή προσκόλληση
εμφανίζουν σημαντικότερα επιτεύγματα και επιτυχίες, αποτελεσματικότερη
συναισθηματική, κοινωνική και συμπεριφορική προσαρμογή και καλύτερες
κοινωνικές σχέσεις σε σχέση με τα παιδιά με ανασφαλή ή αποδιοργανωμένη
προσκόλληση.

Συμπεράσματα
Η συναισθηματική επαφή του βρέφους και του τροφού αποτελεί ένα βασικό και καταλυτικό
στοιχείο της ανάπτυξης. Ένας «υγιής» συναισθηματικός δεσμός διασφαλίζει την μετέπειτα
εύρυθμη συναισθηματική και κοινωνική εξέλιξη του βρέφους .
Το σύστημα προσκόλλησης είναι ένα επανατροφοδοτούμενο σύστημα που έχει ως στόχο να
προστατεύσει το βρέφος από κινδύνους με την διασφάλιση της απόστασης από τον
γονέα/τροφό. Η λειτουργία του συστήματος είναι η επίτευξη της αίσθησης ασφάλειας, η οποία
είναι και το αναμενόμενο αποτέλεσμα του συστήματος δεσμού Συμπεριφορές προσκόλλησης
που οδηγούν στο επιθυμητό «αναμενόμενο αποτέλεσμα» (δηλ. την ασφάλεια) συνδέονται με
την μείωση των αρνητικών συναισθημάτων άγχους και φόβου ενώ συμπεριφορές που δεν
ανταποκρίνονται στην διατήρηση της απόστασης και της αίσθησης ασφάλειας (π.χ.
απόμακρος γονέας/τροφός, έλλειψη φροντίδας κλπ.) συνδέονται με υψηλά επίπεδα άγχους
και στρατηγικές ρύθμισης του συναισθήματος για την καταπολέμηση των αρνητικών
συναισθημάτων (Bretherton, 1997).

Επίλογος
Σχέση και εγγύτητα σημαίνουν επιβίωση, ενώ ο αποχωρισμός
σημαίνει καταστροφή. Αυτό είναι ίσως ο πιο θεμελιακός
παράγοντας που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη ύπαρξη. Το βρέφος
είναι, από γενετική άποψη, ένα νομαδικό πρωτεύον θηλαστικό
που σημαίνει πως δεν υπάρχει καμία περίπτωση να επιβιώσει έξω
από τη σχέση δεσμού του. Ως εκ τούτου, ο αποχωρισμός βιώνεται,
σε ένα πρωτόγονο και ενστικτώδες επίπεδο, ως άμεση απειλή για
τη ζωή. Αυτός είναι ο λόγος που όλοι μας, από την αρχή της ζωής
μας, είμαστε προγραμματισμένοι να κάνουμε ότι περνά από το
χέρι μας ώστε όχι μόνο να αποφύγουμε κάθε αποχωρισμό, αλλά
και να διασφαλίσουμε την αναγκαία εγγύτητα με τους φροντιστές
μας, δηλαδή με τα πρόσωπα που έχουμε αναπτύξει σχέση δεσμού.

Αυτή η τόσο ισχυρή τάση συμπεριφοράς, από γενεά προς γενεά


και καθ΄όλη τη διάρκεια της εξελικτικής μας ιστορίας, είναι ο
καθοριστικός παράγοντας που διασφάλισε την επιβίωση κάθε
βρέφους. Γεννιόμαστε, ζούμε και πεθαίνουμε, καθοδηγούμενοι σε
μεγάλο βαθμό από μια βιολογικά καθορισμένη επιταγή
διατήρησης της σχέσης δεσμού, που καθόρισε εντός μας η φυσική
επιλογή.

Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε πως οι γενετικοί παράγοντες παίζουν


σίγουρα σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της προσωπικότητας, αλλά και οι
εξωγενετικοί παράγοντες ευθύνονται για τις διαφορές μεταξύ των ανθρώπων. Τα
οικογενειακά βιώματα είναι σημαντικά αλλά δεν είναι ποτέ ίδια ακόμα και για παιδιά
που μεγαλώνουν στην ίδια οικογένεια. Χρειάζεται να έχει κανείς στο μυαλό του ότι
τα γονίδια και οι περιβαλλοντικοί παράγοντες βρίσκονται σε συνεχή αλληλεπίδραση
και εν τέλει συνδιαμορφώνουν τον άνθρωπο.

Η ζωή ξεκινά με μια σχέση δεσμού, μια σταθερά που δημιουργεί το παιδί με το
άτομο ή τα άτομα που βρίσκονται στο περιβάλλον του, και το ακολουθεί σε όλη τη
διάρκεια της ζωής του. Ο ρόλος του φροντιστή, κατά την πρώτη φάση ανάπτυξης του
βρέφους, ειδικά η δυαδική σχέση μητέρας και παιδιού, αλλά και ως παράγοντας
ωριμότητας σε όλη την ψυχοσωματική ανάπτυξη του ατόμου, είναι καθοριστικός. Η
μητέρα για το βρέφος αποτελεί την αρχαϊκότερη μορφή ταύτισης, το αρχέτυπο πάνω
στο οποίο δύναται να δομηθούν και οι μετέπειτα σχέσεις (Πανοπούλου- Μαράτου,
1987).
Σύμφωνα με τη Φροϋδική θεωρία οι πρώτες αλληλεπιδράσεις βρέφους και τροφού αποτελούν
θεμέλιο λίθο στη δόμηση της προσωπικότητας του ατόμου και της κοινωνικής του ανάπτυξης.
Με κεντρικό άξονα τις βιολογικές ενορμήσεις του ατόμου, χαρακτηρίζει τον συναισθηματικό
δεσμό του βρέφους προς τον τροφό, ως το αποτέλεσμα της ικανοποίησης της πείνας του
μέσω της ικανοποίησης της ψυχοσεξουαλικής ζώνης του στόματος απ’ όπου αντλεί την
ηδονή (Πανοπούλου- Μαράτου, 1987).

Ο Bowlby περιέγραψε το πως δημιουργείται και τι σκοπό εξυπηρετεί ο σύνδεσμος μεταξύ


μητέρας και βρέφους. Έχοντας ως βάση τη μακρά περίοδο εξάρτησης του βρέφους από τη
μητέρα, εξελίχθηκε ένα σύστημα συμπεριφορών προσκόλλησης που οδηγεί τα βρέφη να
ελέγχουν το αν το πρόσωπο προσκόλλησης είναι διαθέσιμο και ανταποκρίνεται στις ανάγκες
τους. Ο τελικός στόχος του συστήματος αυτού είναι η επιβίωση του βρέφους και η επίτευξη
ενός αισθήματος ασφάλειας (Bretherton, 1997). Ουσιαστικά, μητέρα και βρέφος εξελίσσουν
μια συντονισμένη σχέση όπου η μητέρα αναγνωρίζει τα σήματα φόβου και στεναχώριας του
βρέφους, παρέχει φροντίδα και προστασία, καθώς και μια ασφαλή βάση απ' όπου το βρέφος
μπορεί να εξερευνήσει το περιβάλλον (Bretherton, 1997). Αυτές οι αρχικές εμπειρίες
αναφορικά με την παροχή φροντίδας οργανώνονται από τα βρέφη σε αυτό που ονόμασε
εσωτερικά μοντέλα εργασίας. Η έννοια των εσωτερικών μοντέλων εργασίας αποτελεί κεντρικό
σημείο της θεωρίας του και αναφέρεται σε δύο διακριτές, αλλά αλληλοεξαρτώμενες, δομές: το
μοντέλο του εαυτού και το μοντέλο των άλλων. Το μοντέλο του εαυτού περιλαμβάνει
πεποιθήσεις για το αν το βρέφος είναι άξιο να λάβει αγάπη και φροντίδα, ενώ το μοντέλο των
άλλων περιλαμβάνει πεποιθήσεις και προσδοκίες για το αν το πρόσωπο προσκόλλησης είναι
συναισθηματικά διαθέσιμο και ανταποκρίνεται στις ανάγκες του. Στη συνέχεια της ζωής, αυτά
τα μοντέλα εργασίας, οι συνειδητές ή ασυνείδητες αυτές αναπαραστάσεις, μεταφέρονται σε
μετέπειτα σχέσεις, όπου καθοδηγούν τις πεποιθήσεις, αντιλήψεις και συμπεριφορές του
ατόμου, καθώς και το πως βιώνει, εκφράζει και αντιμετωπίζει τα συναισθήματά του
(Bretherton, 1997).
Σημαντική συνεισφορά στη θεωρία του Bowlby αποτέλεσαν οι έρευνες των Ainsworth και
συν. (1978) για τις ατομικές διαφορές στην προσκόλληση βρέφους-μητέρας. Οι ερευνητές
αυτοί μελέτησαν το πως διέφεραν τα βρέφη στο χειρισμό του άγχους που προκλήθηκε από το
να τα αφήνουν μόνα τους οι μητέρες τους σε ένα εργαστήριο με πολλά καινούργια παιχνίδια
(Strange Situation). Με τη μελέτη των αλληλεπιδράσεων βρεφών και μητέρων, διακρίθηκαν
τρία ξεχωριστά πρότυπα προσκόλλησης. Η ασφαλής προσκόλληση χαρακτήριζε τα βρέφη
που έδειχναν ένα φυσιολογικό βαθμό δυσφορίας στην απουσία της μητέρας, ενώ εξέφραζαν
ανακούφιση με την επιστροφή της και η μητέρα γρήγορα τα καθησύχαζε. Η
αγχώδης/αποφεύγουσα προσκόλληση χαρακτήριζε τα βρέφη που δεν φάνηκαν να
ενοχλούνται από την απουσία της μητέρας και όταν εκείνη επέστρεφε, φέρονταν
αποστασιοποιημένα, αν όχι αδιάφορα. Δεν αποζητούσαν σωματική εγγύτητα ή καθησυχασμό
και φάνηκαν σα να βασίζονται πρόωρα στον εαυτό τους. Τέλος, η αγχώδης/αμφιθυμική
προσκόλληση χαρακτήριζε τα βρέφη που διαμαρτύρονταν και έκλαιγαν όταν η μητέρα τους
αποχωρούσε, καθώς και για το χρονικό διάστημα που έλειπε. Αναγνώριζαν την επιστροφή της
μητέρας και επιθυμούσαν να τα κρατήσει, αλλά συνέχιζαν να δείχνουν θυμό και στεναχώρια
όταν προσπαθούσε να τα ηρεμήσει (Ainsworth, 1992).
Αυτές οι ατομικές διαφορές στα πρότυπα προσκόλλησης θεωρείται ότι αντιπροσωπεύουν
διαφορές στην οργάνωση του συστήματος προσκόλλησης, κεντρικό σημείο του οποίου
αποτελεί η αντίληψη του παιδιού για το αν το πρόσωπο προσκόλλησης θα είναι διαθέσιμο και
θα ανταποκριθεί όταν θα το χρειαστεί (Ainsworth, 1992). Με άλλα λόγια, το βρέφος με
ασφαλή προσκόλληση θεωρεί τη μητέρα ως ένα πρόσωπο διαθέσιμο και ανταποκρινόμενο
στις ανάγκες του, μια πηγή ασφάλειας και δύναμης για το παιδί. Το βρέφος με
αγχώδη/αμφιθυμική προσκόλληση θεωρεί τη μητέρα ως ένα πρόσωπο που παρέχει μεν
φροντίδα, αλλά όχι τακτικά. Τέλος, το βρέφος με αγχώδη/αποφέυγουσα προσκόλληση βλέπει
τη μητέρα ως ένα πρόσωπο στο οποίο δεν μπορεί να βασιστεί για φροντίδα.
Αυτές οι διαφορές θεωρείται ότι προέρχονται από τον τρόπο που ασκούν οι γονείς τη
φροντίδα του βρέφους, με την αμφιθυμική προσκόλληση να προέρχεται από την έλλειψη
σταθερότητας και την αποφεύγουσα προσκόλληση να προέρχεται από την μη διαθεσιμότητα
του γονέα (Ainsworth, 1992).
Επίσης, βασικό ρόλο στον τύπου προσκόλλησης αποτελεί η ιδιοσυγκρασία και τα
χαρακτηριστικά του βρέφους. Η τροφός, για παράδειγμα, που προσπαθεί να «συν-
λειτουργήσει» με ένα μη ανταποκρινόμενο ή φοβισμένο βρέφος, δυσκολεύεται να
δημιουργήσει συγχρονισμένη συναισθηματική συναλλαγή μαζί του. Άλλος παράγοντας είναι το
πολιτισμικό πλαίσιο στο όποιο αναπτύσσεται η σχέση τροφού-βρέφους. Οι παραδόσεις της
αποκλειστικής μητρικής φροντίδας και της ανατροφής των παιδιών μπορεί να καταλήξουν σε
εκδηλώσεις άγχους μέσα στη συνθήκη του ξένου (Νόβα-Καλτσούνη, 2008, ColeandCole,
2000).

Bowlby, J. (1969). Attachment and Loss, Vol.1: Attachment. New York: Basic

Books. Ανακτήθηκε από: https://mindsplain.com/wpcontent/uploads/2020/08/

ATTACHMENT_AND_LOSS_VOLUME_I_ATTACHMENT.pdf

Balboni, G., Cubelli, R. & Menardo, E. (2017). Environmental factors and teenagers’

personalities: The role of personal and familial Socio-Cultural Level. Behavioural

Brain Research, 325 (Part B), 181 187. doi/10.1016/j.bbr.2017.02.038

Bretherton, I. (1992). The origins of attachment theory: John Bowlby and Mary

Ainsworth. Developmental Psychology, 28(5), 759 775. doi.org/10.1037/0012-

1649.28.5.759

Bretherton, I. (1992). The origins of attachment theory: John Bowlby and Mary

Ainsworth.DevelopmentalPsychology,28(5),759775. doi.org/10.1037/0012-

1649.28.5.759
Baumrind, D. (1967). Child care practices anteceding three patterns of preschool

behavior. M Genet Psychol Monogr,75, 1, 43-88. Ανακτήθηκε από:

https://img3.reoveme.com/m/8fea8f4067e8196d.pdf

Baumrind, D. (1967). Child care practices anteceding three patterns of preschool

behavior. Μ Genet Psychol Monogr, 75, 1, 43-88. Ανακτήθηκε από

https://img3.reoveme.com/m/8fea8f4067e8196d.pdf

Baumrind, D. (1967) Child Care Practices Anteceding Three Patterns of

Preschool Behavior. Genetic Psychology Monographs, 75, 43-88.

You might also like