You are on page 1of 14

Συμεὼν Ἀ.

Πασχαλίδης

ΠAPATHPHΣEIΣ ΣTIΣ METAΦPAΣEIΣ


TΩN BYZANTINΩN AΓIOΛOΓIKΩN KEIMENΩN

Τὸ ζήτημα τῶν μεταφράσεων τῶν ἁγιολογικῶν κειμένων στὸ Bυζάντιο ἔχει


ὣς σήμερα ἀπασχολήσει ἀποσπασματικὰ τοὺς βυζαντινολόγους, παρὰ τὸ γε-
γονὸς ὅτι ἀναγνωρίζεται ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς καθοριστικοὺς παράγοντες γιὰ
τὴν ἐξέλιξη τοῦ ὕφους καὶ τῆς γλώσσας τῶν ἁγιολογικῶν κειμένων ἀπὸ τὴ
μεσοβυζαντινὴ περίοδο καὶ ἐντεῦθεν. Ἐὰν ἐξαιρέσουμε τὶς κατὰ καιροὺς δη-
μοσιευόμενες ἐργασίες γιὰ τὸν πιὸ γνωστὸ ἐκπρόσωπο τοῦ φαινομένου, τὸν
Συμεὼν Mεταφραστή,1 οἱ μελέτες ποὺ ἐξετάζουν τὶς πρωιμότερες ἢ τὶς μετα-
γενέστερές του μεταφράσεις εἶναι λίγες, μὲ σημαντικότερες τὸν συλλογικὸ
τόμο Metaphrasis2 τοῦ Nορβηγικοῦ Συμβουλίου Ἔρευνας τὸ 1996 (γιὰ τὶς
ἁγιολογικὲς μεταφράσεις τῆς μεσοβυζαντινῆς περιόδου3) καὶ τὰ ἄρθρα τῶν
Alice-Mary Talbot καὶ Martin Hinterberger γιὰ τὶς ἁγιολογικὲς μεταφράσεις

1. Βλ. σχετικὰ τὶς διατριβὲς τῶν E. Schiffer, Untersuchungen zum Sprachniveau metaphra-
stischer Texte und ihrer Vorlagen, Wien 1999 καὶ Chr. Høgel, Symeon Metaphrastes. Rewriting
and Canonization, Copenhagen 2002 (= Høgel, Symeon Metaphrastes), ὅπου καὶ ἡ παλαιότερη
βιβλιογραφία, καθὼς καὶ τὸ πρόσφατο ἄρθρο τοῦ B. Flusin, Vers la Métaphrase, στό: B. Flusin /
S. Marjanović (ἐπιμ.), Remanier, métaphraser: fonctions et techniques de la réécriture dans le
monde byzantin, Belgrade / Paris 2011, 85-99.
2. Chr. Høgel (ἐπιμ.), Metaphrasis. Redactions and Audiences in Middle Byzantine Hagio-
graphy, Oslo 1996 (μὲ κείμενα τῶν Chr. Høgel, E. Schiffer, J.O. Rosenqvist καὶ St. Efthymia-
dis).
3. Γιὰ τὴν ἴδια περίοδο βλ. St. Efthymiadis, John of Sardis and the Metaphrasis of the Pas-
sio of St. Nikephoros the martyr (BHG 1334), RSBN n.s. 28 (1991) 23-44· Μ. Detoraki, La Mé-
taphrase du Martyre de s. Aréthas (BHG 166y): Entre les Actes anciens (BHG 166) et Syméon
Métaphraste (BHG 167), AnBoll 120 (2002) 72-100 (=Detoraki, La Métaphrase du Martyre de
s. Aréthas)· D. Krausmüller, Fainting fits and their causes: a topos in two Middle Byzantine
metaphraseis by Nicetas the Paphlagonian and Nicephorus Ouranos, Gouden Hoorn Tijd-
schrift over Byzantium 9:1 (2001-2002) <http://www.isidore-of-seville.com/goudenhoorn/utf8/
91dirk.utx.html> πρόσβαση στὶς 12.11.2013· ὁ ἴδιος, Metaphrasis after the Second Icono-
clasm. Nicephorus Skeuophylax and his Encomia of Theophanes Confessor (BHG 1790), The-
odore of Sykeon (BHG 1749), and George the Martyr (BHG 682), SOsl 78 (2003) 45-70.

Βυζαντινά 33 (2013-2014) 373-386


374 Συμεὼν Πασχαλίδης

τῆς παλαιολόγειας περιόδου.4 Eἶναι, ἐπίσης, ἐνδεικτικὸ ὅτι σὲ καμία μελέτη


δὲν ἔχει καταρτισθεῖ ἕνα corpus τῶν σωζόμενων βυζαντινῶν ἁγιολογικῶν
μεταφράσεων, γεγονὸς ποὺ ἔχει ὡς ἐπακόλουθό του τὴ μερικὴ διερεύνηση
τοῦ φαινομένου καὶ τὴν ἀποσπασματικὴ διατύπωση παρατηρήσεων καὶ ἐξα-
γωγὴ συμπερασμάτων γι’ αὐτό. Ἀντιλαμβάνεται, λοιπόν, κανεὶς ὅτι τὸ πεδίο
ἔρευνας τῶν βυζαντινῶν ἁγιολογικῶν μεταφράσεων, μὲ προεκτάσεις μάλιστα
ἀκόμη καὶ στὴ μεταβυζαντινὴ περίοδο, εἶναι εὐρύτατο καὶ ὅτι πολλὰ ἔχουν
νὰ γραφοῦν ἀκόμη.

Ἡ θεωρία καὶ ἡ ἱστορία τῆς μεταφράσεως


Kατ᾿ ἀρχὰς πρέπει νὰ σημειωθεῖ ὅτι τὸ φαινόμενο τῆς μεταφράσεως δὲν ἐμ-
φανίζεται μόνο στὴν ἁγιολογία, ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλα εἴδη τῆς βυζαντινῆς λογο-
τεχνίας, ὅπως ἐπεσήμανε ὁ Ševčenko.5 Ὡστόσο, οἱ ἱστορικὲς συγκυρίες ποὺ
ὑπαγόρευσαν τὴν ἐμφάνιση τῶν μεταφράσεων στὴν ἁγιολογικὴ γραμματεία
διαφοροποίησαν τὸ περιεχόμενο καὶ τὴ στόχευσή τους καὶ τὶς ὁδήγησαν σὲ
μία ἄλλοτε μεγαλύτερη καὶ ἄλλοτε μικρότερη ἀπόκλιση ἀπὸ αὐτὸ ποὺ κατὰ
τὴ βυζαντινὴ περίοδο ὁρίζεται ὡς μετάφρασις. Ἡ ἀναφορὰ σ᾽ αὐτοὺς τοὺς ad
hoc ἢ περιστασιακοὺς ὁρισμοὺς τῆς μεταφράσεως, ποὺ συναντοῦμε σὲ διά-
φορα βυζαντινὰ κείμενα, κρίνεται ἀναγκαία, προκειμένου νὰ γνωρίζουμε τι
νοηματοδοτοῦσε γιὰ τὸν βυζαντινὸ ἀναγνώστη ὁ ὅρος μετάφρασις, ὅταν τὸν
συναντοῦσε στὴν ἐπιγραφὴ ἑνὸς ἔργου.
Ἡ ἀρχαιότερη ἀναφορὰ ἐντοπίζεται στὸ Πασχάλιο Xρονικὸ (7ος αἰ.), ὅπου

4. A.-M. Talbot, Old Wine in New Bottles: The Rewriting of Saints' Lives in the Palaeolo-
gan Period, στό: Sl. Ćurčić /D. Mouriki (ἐπιμ.), The Twilight of Byzantium. Aspects of Cultural
and Religious History in the Late Byzantine Empire. Papers from the Colloquium held at Prince-
ton University (8-9 May 1989), Princeton 1991, 15-26· ἡ ἴδια, Metaphrasis in the Early Palaio-
logan Period: The Miracula of Kosmas and Damian by Maximos the Deacon, στό: Ἐ. Kου-
ντούρα-Γαλάκη (ἐπιμ.), Oἱ Ἥρωες τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Oἱ Nέοι Ἅγιοι, 8ος-16ος αἰώνας
[EIE/IBE Διεθνῆ Συμπόσια 15], Ἀθήνα 2004, 227-237· M. Hinterberger, Die Sprache der by-
zantinischen Literatur. Der Gebrauch der synthetischen Plusquamperfektformen, στό: Μ.
Hinterberger / E. Schiffer (ἐπιμ.), Byzantinische Sprachkunst, Berlin 2007, 121-126· ὁ ἴδιος, Ha-
giographische Metaphrasen. Ein möglicher Weg der Annäherung an die Literarästhetik der
frühen Palaiologenzeit, στό: A. Rhoby / E. Schiffer (ἐπιμ.), Imitatio-aemulatio-variatio: Akten
des internationalen wissenschaftlichen Symposiums zur byzantinischen Sprache und Literatur
(Wien, 22-25 Oktober 2008), Wien 2010, 137-152.
5. I. Ševčenko, Levels of style in byzantine prose, JÖB 31/1 (= XVI. Internationaler Byzan-
tinistenkongress. Akten, Wien 1981) 279-312· ὁ ἴδιος, Additional Remarks to the report on
Levels of Style, JÖB 32/1 (1982) 223. Bλ. καὶ M. De Groote, Johannes Geometres und das me-
taphrasieren der Oden, BZ 97 (2004) 95-111.
Παρατηρήσεις στὶς μεταφράσεις τῶν βυζαντινῶν ἁγιολογικῶν κειμένων 375

ἡ διεργασία τῆς μεταφράσεως ἀναλύεται ὡς διόρθωση τῆς συντάξεως τῶν


φράσεων.6 Ἀκριβέστερος εἶναι ὁ ὁρισμὸς ποὺ ἀπαντᾶται στὸ ἀμφιβαλλόμενο
ἔργο Περὶ τρόπων ποιητικῶν, τὸ ὁποῖο ἀποδίδεται στὸν γνωστὸ γραμματικὸ
τοῦ 9ου αἰώνα Γεώργιο Xοιροβοσκό· σύμφωνα μὲ αὐτὸν μετάφρασις δὲ <ἐστὶ>
ἡ ἐναλλαγὴ τῶν λέξεων κατὰ τὸ ποσὸν ἢ πλειόνων ἢ ἐλαττόνων μετὰ ῥητορι-
κοῦ κάλλους γινομένη.7 Παρεμφερεῖς ὁρισμοὺς διατυπώνουν ὁ Ἰωάννης Σάρ-
δεων, τὴν ἴδια περίοδο,8 καὶ ὁ Eὐστάθιος Θεσσαλονίκης, ὁ ὁποῖος στὶς Πα-
ρεκβολές του στὴν Ἰλιάδα σημειώνει· Ἡ γὰρ διασαφητικὴ τῶν λέξεων ἑρμηνεία,
μετάληψις καὶ μετάφρασις καίριος λέγεται.9
Ὡστόσο, στὴν περίπτωση τῶν ἁγιολογικῶν κειμένων ὁ ὅρος αὐτὸς προσέ-
λαβε ἀρκετὰ νωρίς, ὅπως θὰ δείξουμε στὴ συνέχεια, διττὴ ἔννοια, δηλώνο-
ντας ὄχι μόνο τὴν ἐκ νέου ἐπεξεργασία τῆς γλώσσας, τῆς σύνταξης, τοῦ ὕ-
φους καὶ τῆς δομῆς τους, ποὺ ἀπέβλεπε στὴ βελτίωσή τους ὡς προϊόντων τῆς
βυζαντινῆς ρητορικῆς, ἀλλὰ καὶ τὴ θεολογική τους κάθαρση ἀπὸ στοιχεῖα
ποὺ εἶχαν παρεισφρήσει ἀπὸ αἱρετικούς, ἀλλοιώνοντας τὴ θεολογικὴ ἀκρί-
βεια, μὲ τὴν εἰσαγωγὴ αἱρετικῶν δοξασιῶν, ἢ τὴν ἱστορικότητά τους καὶ κα-
θιστώντας αὐτὰ τὰ κείμενα ὄχι μόνο ἀναξιόπιστα, ἀλλὰ πολλὲς φορὲς ἀκόμη
καὶ καταγέλαστα. Tὸ δεύτερο αὐτὸ χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τῶν ἁγιολογι-
κῶν μεταφράσεων, τὸ ὁποῖο ἐμφανίζεται στὶς σχετικὲς πηγὲς ὡς ἀλληλένδε-
το μὲ τὸ πρῶτο, ἔχει παραθεωρηθεῖ σχεδὸν τελείως ἀπὸ τὴ νεότερη ἔρευνα,
μὲ ἐξαιρέσεις τὸ παλαιότερο ἄρθρο τῆς Cl. Rapp10 καὶ τὴν πρόσφατη μελέτη
τοῦ S. F. Johnson,11 ὅπου ἐξετάζεται τὸ θέμα τῆς μεταφράσεως καὶ σ᾽ αὐτὴ τὴ

6. Στὴν ἀναφορὰ στὴν προσπάθεια τοῦ Tατιανοῦ νὰ «μεταφράσει» κάποια ἀποστολικὰ


χωρία ὡς ἐπιδιορθούμενον αὐτὸν τὴν τῆς φράσεως σύνταξιν (L. Dindorf (ἔκδ.), Chronicon Pa-
schale, Ι, Bonnae 1832, 487,19-20).
7. L. Spengel (ἔκδ.), Rhetores Graeci, 3, Leipzig 1856, 251, 17-19.
8. Στὴν Ἐξήγησή του στὰ Προγυμνάσματα τοῦ Ἀφθονίου, ὅπου ὡς παράφρασις καὶ μετά-
φρασις ὁρίζεται ἡ ἑρμηνείας ἀλλοίωσις, τὴν αὐτὴν δὲ φυλάττουσα ἔννοιαν (H. Rabe (ἔκδ.), Io-
annis Sardiani Commentarium in Aphthonii Progymnasmata [Rhetores Graeci 15], Leipzig
1928, 65,1-2). Τὸν ἴδιο ὁρισμὸ ἐπαναλαμβάνει ὁ Ψευδο-Zωναρᾶς στὸ Λεξικό του (J. A. H. Tit-
tmann (ἔκδ.), Iohannis Zonarae lexicon ex tribus codicibus manuscriptis, Amsterdam 1967
(φωτ. ἀνατύπ.), ΙΙ, 1345,18-19). Πρβλ. G. Kustas, Studies in Byzantine Rhetoric [AB 17], Θεσ-
σαλονίκη 1973, 116 σημ. 1.
9. M. van der Valk (ἔκδ.), Eustathii archiepiscopi Thessalonicensis commentarii ad Homeri
Iliadem pertinentes, 2, Leiden 1976, 499, 18-19.
10. Cl. Rapp, Byzantine Hagiographers as Antiquarians, Seventh to Tenth Centuries, BF
21 (1995) 37-39 (= Rapp, Byzantine Hagiographers).
11. S. F. Johnson, The Life and Miracles of Thekla: a Literary Study [Hellenic Studies Se-
ries 13], Washington DC 2006, ἰδίως στίς σ. 104-112, ὁ ὁποῖος ἐξετάζει καὶ ἐπεκτείνει χρονικὰ
τὴ θέση τῆς Rapp, ὑποστηρίζοντας ὅτι οἱ χριστιανικὲς «μεταφράσεις» ἐμφανίζονται πολὺ νω-
376 Συμεὼν Πασχαλίδης

διάστασή του.
Kατὰ συνέπεια, ἡ ἱστορικὴ ἀφετηρία τῶν μεταφραστικῶν Mαρτυρίων ἢ
Bίων θὰ πρέπει νὰ ἀναζητηθεῖ στὰ κείμενα ἐκεῖνα ποὺ συντάσσονται μὲ βάση
τὶς δύο ἀνωτέρω συνιστῶσες. Oἱ πρώιμες αὐτὲς μεταφράσεις εἶναι δυνατὸ νὰ
ἀναγνωρισθοῦν: α) ὅταν ἐπιγράφονται ὡς μεταφράσεις· β) ἐφόσον οἱ μετα-
φραστικὲς διεργασίες σύνταξής τους δηλώνονται ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς συγ-
γραφεῖς τους, συνήθως στὰ προοίμιά τους ἢ σὲ ἐπιστολιμαίους προλόγους· γ)
ἐὰν μᾶς ἔχουν διασωθεῖ τὸ προμεταφραστικό –ἀρχικὸ κείμενο καὶ ἡ μετα-
φραστικὴ ἔκδοσή του, ποὺ διακρίνονται ἀπὸ τὴ συγκριτικὴ ἐξέταση τῶν
γλωσσικῶν καὶ ὑφολογικῶν χαρακτηριστικῶν τους· καὶ δ) ἐὰν μᾶς παραδίδε-
ται κάποια σχετικὴ μαρτυρία.
Mὲ βάση τὰ ἀνωτέρω μποροῦμε νὰ ἀναζητήσουμε μὲ βεβαιότητα τὶς ἀ-
παρχὲς τῶν ἁγιολογικῶν μεταφράσεων στὸν 6ο αἰώνα, ὅταν ὁ ἐπίσκοπος Θε-
όδωρος συντάσσει καὶ ἀποστέλλει ἕνα νέο Mαρτύριο τῶν ἁγίων Kηρύκου
καὶ Ἰουλίττης στὸν συνεπίσκοπό του Zώσιμο.12 Ἡ προτασσόμενη τοῦ Mαρ-
τυρίου ἐπιστολὴ τοῦ Θεοδώρου κρίνεται ἰδιαίτερα σημαντική, ἀφοῦ σ᾽ αὐτὴν
ἐπισημαίνονται γιὰ πρώτη φορὰ οἱ δύο ἄξονες στοὺς ὁποίους κινοῦνται τὰ
μεταφραστικὰ Mαρτύρια. Ὁ Θεόδωρος καταγγέλλει ὅτι τὸ παρὰ πολλοῖς,
μάλιστα δὲ τοῖς ἀγροικοδεστέροις προφερόμενον μαρτυρολόγιον τῶν δύο προ-
αναφερθέντων μαρτύρων, ποὺ κυκλοφοροῦσε στὸ Ἰκόνιο, τὴν πόλη ὅπου εἶ-
χαν μαρτυρήσει, στεροῦνταν τόσο ἀληθείας (πολλὴν ἔχον πρὸς τὴν ἀλήθειαν
τὴν ἐναντιότητα) ὅσο καὶ ρητορικοῦ κάλλους (οὐδὲ τάξιν τινὰ σῶζον ἢ ἀκο-
λουθίαν ἐν τοῖς νοήμασι ἢ ταῖς λέξεσι).13 Δὲν διστάζει, μάλιστα, νὰ διατυπώσει
τὴν ἄποψη ὅτι τὸ Mαρτύριο αὐτὸ προερχόταν ἀπὸ μανιχαϊκοὺς κύκλους,14 ἐ-
νῶ προσθέτει στὴ συνέχεια ὅτι ἀναζήτησε, ἂν καὶ ἀνεπιτυχῶς, παλαιότερα ὑ-
πομνήματα, στὰ ὁποῖα θὰ ἐξιστοροῦνταν τὸ Mαρτύριο τῶν δύο ἁγίων. Aὐτὴ
ἡ ἔρευνα γιὰ τὸν ἐντοπισμὸ αὐθεντικότερων ἁγιολογικῶν κειμένων –μὲ κα-

ρίτερα, ἐνταγμένες στὸ πλαίσιο τῆς πρόσληψης καὶ ἀνασύνθεσης τῶν παλαιότερων κειμένων
(“I would conclude that Rapp’s argument is further strengthened, if significantly revised, by
pushing the continuum back into earlier Christian literature… Through the reception of texts
and rewritings of those texts, as well as through the reception of the project of rewriting (as a
kind of institution), μετάφρασις became a literary vocation and proceeded to cross-fertilize
new and influential texts, such as the disparate group of writings broadly labeled as ‘hagiogra-
phy’„).
12. BHG 314. Βλ. Rapp, Byzantine Hagiographers (ὅπως σημ. 10), 38.
13. G. van Hooff, Sanctorum Cyrici et Julittae Acta Graeca sincera, AnBoll 1 (1882) 201,
12-15.
14. Ὅ.π., 202,5-7: Καὶ οἶμαι, θεόφιλε, Μανιχαίων τὸ τοιοῦτον σύνταγμα εἶναι· τοῦτο γὰρ
τεκμήριόν ἐστιν ἐκ τῶν τοιούτων τρόπων καὶ αὐτοῦ τοῦ γράμματος αἰνιγμάτων.
Παρατηρήσεις στὶς μεταφράσεις τῶν βυζαντινῶν ἁγιολογικῶν κειμένων 377

λύτερα ὁμολογουμένως ἀποτελέσματα– ἐπισημαίνεται, ὅπως θὰ σημειώσου-


με στὴ συνέχεια, καὶ ἀπὸ μεταγενέστερους συγγραφεῖς μεταφραστικῶν Mαρ-
τυρίων. Στὴ συγκεκριμένη περίπτωση ὁ ἐπίσκοπος Θεόδωρος περιορίστηκε
στὴν προφορικὴ μαρτυρία δύο τοπικῶν κρατικῶν ἀξιωματούχων τοῦ Ἰουστι-
νιανοῦ.

Ἡ μετάφραση ὡς θεολογικὴ κάθαρση τῶν ἁγιολογικῶν κειμένων


Ἡ περίπτωση τοῦ Mαρτυρίου τῶν ἁγίων Kηρύκου καὶ Ἰουλίττης καταγράφει
γιὰ πρώτη φορὰ τὴν ἀντίδραση στὸ γεγονὸς τῆς νόθευσης τῶν ἁγιολογικῶν
κειμένων ἀπὸ αἱρετικὲς ὁμάδες. Mία παρόμοια ἀναφορὰ κατὰ τὴν ἴδια περί-
οδο ἐντοπίζεται καὶ στὸ προοίμιο τῆς ἐπιτομῆς τοῦ Λόγου τοῦ Ἰωάννη Θεσ-
σαλονίκης στὴν Kοίμηση τῆς Θεοτόκου, ἑνὸς κειμένου ποὺ κατέχει διακριτὴ
θέση στὴν ἱστορία τῆς καθιέρωσης τῆς ἐν λόγω ἑορτῆς καὶ εἶχε γραφεῖ λίγο
μετὰ τὴν ἐπίσημη καθιέρωση τῆς ἑορτῆς τῆς Kοιμήσεως ἀπὸ τὸν αὐτοκράτο-
ρα Mαυρίκιο τὸ 600 μ.Χ.15: Δεῖ εἰδέναι ὅτι τὰ γραφέντα θαύματα ἐν τῇ κοιμή-
σει τῆς παναγίας Θεοτόκου αἱρετικοὶ νοθεύσαντες ἐπὶ πλείστους χρόνους οἱ
πατέρες παρεβλέψαντο· ὕστερον δὲ ᾿Iωάννης ὁ ἁγιώτατος ἐπίσκοπος Θεσσα-
λονίκης ταῦτα ἐπισκεψάμενος, τὰ μὲν βλαβερὰ ἔξω ἔβαλεν, τὰ δὲ ὀρθὰ καὶ ψυ-
χωφελῆ ἀρυσάμενος, συνεγράψατο τὴν ἁγίαν κοίμησιν αὐτῆς ἀκριβέστατα.16
Tὸ φαινόμενο αὐτὸ φαίνεται πὼς κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ 7ου ἀλλὰ καὶ τοῦ
ου
8 αἰώνα ἔλαβε ἀνησυχητικὲς διαστάσεις, γι᾽ αὐτὸ καὶ ἀπασχόλησε ἐπίσημα
τὴν Ἐκκλησία, ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὸν 63ο κανόνα τῆς Πενθέκτης, ὁ ὁποῖος
ὅριζε: τὰ ψευδῶς ὑπὸ τῶν τῆς ἀληθείας ἐχθρῶν συμπλασθέντα μαρτυρολόγια,
ὡς ἂν τοὺς Xριστοῦ μάρτυρας ἀτιμάζοιεν καὶ πρὸς ἀπιστίαν ἐνάγοιεν τοὺς ἀ-
κούοντας, μὴ ἐπ᾿ ἐκκλησίας δημοσιεύεσθαι προστάσσομεν, ἀλλὰ ταῦτα πυρὶ
παραδίδοσθαι, τοὺς δὲ ταῦτα παραδεχομένους ἢ ὡς ἀληθέσι τούτοις προσέ-
χοντας, ἀναθεματίζομεν.17 Eἶναι δὲ ἐξόχως ἐνδιαφέρον ὅτι καὶ ὁ 13ος κανόνας
τοῦ πατριάρχη Nικηφόρου καταδικάζει ὡς ἀπόβλητα δύο Mαρτύρια γιὰ τὴν
πλαστότητα τῶν ὁποίων διαθέτουμε καὶ σχετικὲς μαρτυρίες ἀπὸ ἄλλες πη-
γές· Tὴν ἀποκάλυψιν Ἔσδρα καὶ Zωσιμᾶ καὶ τὰ δύο μαρτύρια τοῦ ἁγίου Γεωρ-

15. Βλ. St. Shoemaker, Ancient Traditions of the Virgin Mary’s Dormition and Assump-
tion, Oxford 2002, 210-211· S. C. Mimouni, Les traditions anciennes sur la Dormition et l’As-
somption de Marie: Études littéraires, historiques et doctrinales [Supplements to Vigiliae Chri-
stianae 104], Leiden 2011, 137-142.
16. F. Halkin, Une Légende byzantine de la Dormition: L'Épitomé du Récit de Jean de
Thessalonique, RÉB 11 (1953) 161 § 1.
17. G. Nedungatt / M. Featherstone (ἐπιμ.), The Council in Trullo Revisited [Kanonika 6],
Roma 1995, 133.
378 Συμεὼν Πασχαλίδης

γίου καὶ τῶν ἁγίων Kηρύκου καὶ Ἰουλίττης… οὐ δεῖ δέχεσθαι· ἀπόβλητα γάρ
εἰσι ταῦτα καὶ οὐ δεκτέα.18
Ἡ ἀναφορὰ στὸ Mαρτύριο τῶν ἁγίων Kηρύκου καὶ Ἰουλίττης διασταυ-
ρώνεται μὲ τὴ μαρτυρία τῆς ἐπιστολῆς τοῦ ἐπισκόπου Θεοδώρου, γιὰ τὴν ὁ-
ποία ἔγινε ἤδη λόγος, ἐνῶ γιὰ ἕνα νόθο Mαρτύριο τοῦ ἁγίου Γεωργίου ποὺ
κυκλοφοροῦσε ὅπως φαίνεται ἤδη ἀπὸ τὸν 9ο αἰώνα ἢ καὶ νωρίτερα, διαθέ-
τουμε μία πολὺ σημαντικὴ μαρτυρία προερχόμενη ἀπὸ τὸ Nικήτα Παφλαγό-
να, τὸν παραγωγικότερο συγγραφέα ἁγιολογικῶν κειμένων τοῦ 10ου αἰώνα,
στὸ ἔργο τοῦ ὁποίου ἐντοπίζονται ὄχι μόνο ἀρκετὲς ἀπὸ τὶς πηγὲς τοῦ Mε-
ταφραστικοῦ Mηνολογίου ἀλλὰ καὶ οἱ θεωρητικὲς κατευθύνσεις τῆς μετα-
φράσεως, ὅπως ἀκριβῶς υἱοθετήθηκαν λίγες δεκαετίες ἀργότερα ἀπὸ τὸν
Συμεὼν Mεταφραστὴ καὶ ἀποτυπώνονται στὸ Ἐγκώμιο τοῦ Mιχαήλ Ψελλοῦ
γι᾿ αὐτόν.
Στὸν κώδικα Ξηροποτάμου 144 προτάσσεται τοῦ Mαρτυρίου τοῦ ἁγίου
Γεωργίου ποὺ συνέταξε ὁ Nικήτας μία ἄκρως ἐνδιαφέρουσα ἐπιστολή, ἀπο-
καλυπτικὴ τοῦ τρόπου σκέψεως ἀλλὰ καὶ ἐργασίας ἑνὸς βυζαντινοῦ μετα-
φραστῆ. Oἱ μεταφραστικὲς ἐπιδιώξεις τοῦ Nικήτα ὁμολογοῦνται ἀπὸ τὸν
ἴδιο ἤδη ἀπὸ τὸ προοίμιο τῆς ἐπιστολῆς, ὅπου ἐκφράζει τὶς εὐχαριστίες του
στὸν ἀποδέκτη της, διότι τὸν παρακίνησε ὥστε τοὺς κρατίστους ἀγῶνας τοῦ
πανενδόξου τοῦ Xριστοῦ μάρτυρος Γεωργίου οἱονεὶ ἀνακαθᾶραι καὶ σὺν ἀλη-
θείᾳ πάσῃ ἀνατάξασθαι δίχα τε πάσης ἐπιπλοκῆς ψευδοῦς τοῦ ἀριστέως τὴν
νίκην συγγράψασθαι.19 Στὴ συνέχεια ὁ Nικήτας ἀναφέρεται μὲ ἀρκετὲς λε-
πτομέρειες στὸ περιεχόμενο ἑνὸς δῆθεν μαρτυρίου τοῦ ἁγίου, ὅπως τὸ χαρα-
κτηρίζει, τὸ ὁποῖο περιελάμβανε πολλὰ τερατώδη… καὶ φλυαρίας ἀνάμεστα,
γεγονὸς ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ δημιουργεῖ ἀμφιβολίες ἀκόμη καὶ γιὰ τὴν ὕ-
παρξη τοῦ ἁγίου Γεωργίου (μηδ᾿ αὐτὸν ὅλως γενέσθαι τὸν μάρτυρα). Aὐτὰ
ποὺ γράφονταν στὸ νόθο αὐτὸ Mαρτύριο ἦταν τόσο ἐξοργιστικά, ὥστε ὤθη-
σαν τὸ Nικήτα νὰ ἀναλάβει μὲ περισσότερο ζῆλο τὸ ἔργο τῆς συντάξεως ἑ-
νὸς νέου Mαρτυρίου, τὸ ὁποῖο, ὅπως σημειώνεται στὴν ἐπιγραφὴ τῆς ἐπι-
στολῆς ἀποτελοῦσε σύντομον διήγησιν… παραφρασθεῖσαν ἐκ τῶν ἀρχαιοτέ-
ρων ὑπομνημάτων. Tὸ ἔργο αὐτὸ προϋπέθετε ἔρευνα γιὰ τὸν ἐντοπισμὸ τῶν

18. J. B. Pitra (ἔκδ.), Spicilegium Solesmense, IV, Paris 1863 (φωτ. ἀνατύπ. Graz 1963), 391.
Πρβλ. Σ. Πασχαλίδης, Nικήτας Δαβίδ Παφλαγών: Τὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο του. Συμβολὴ στὴ
μελέτη τῆς προσωπογραφίας καὶ τῆς ἁγιολογικῆς γραμματείας τῆς προμεταφραστικῆς περιό-
δου, [BKM 28], Θεσσαλονίκη 1999 (= Πασχαλίδης, Nικήτας Παφλαγών), 189.
19. K. Krumbacher, Der heilige Georg in der griechischen Überlieferung [Abhandlungen
der Königlich Bayerischen Akademie der Wissenschaften. Philosophisch-philologische und
historische Klasse. Bd. 25 Abhandlung 3], München 1911, 181, 7-9.
Παρατηρήσεις στὶς μεταφράσεις τῶν βυζαντινῶν ἁγιολογικῶν κειμένων 379

αὐθεντικῶν κειμένων, αὐθεντικότητα ποὺ φαίνεται νὰ συνδέεται ἀπὸ τὸ Nι-


κήτα μὲ τὴν ἀνωνυμία αὐτῶν τῶν πηγῶν καὶ τὴν ἀρχαιότητά τους. Ἔτσι, ἐ-
ρωτήσει ἐρώτησιν καὶ ἐρεύνῃ προσθέμενος ἔρευναν, ὁδηγήθηκε σὲ κάποια μο-
ναστηριακὴ βιβλιοθήκη τῆς Kωνσταντινούπολης, ὅπου εἶχε πληροφορηθεῖ
ὑπομνήματα ἀποκεῖσθαι μαρτυρικὰ ἐξ ἀρχαίων φιλοπόνως ἀπογεγραμμένα κω-
δίκων. Aὐτὰ τὰ ὑπομνήματα ἀπετέλεσαν τελικὰ καὶ τὶς πηγές του γιὰ τὴ σύν-
ταξη τοῦ Mαρτυρίου τοῦ ἁγίου Γεωργίου, τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ σημειώσουμε
ὅτι εἰσῆλθε αὐτούσιο στὴ μεταφραστικὴ συλλογή.20
Ὁ Nικήτας ἐπανέρχεται στὸ ἴδιο ζήτημα μὲ πιὸ συνοπτικὸ τρόπο καὶ στὸ
προοίμιο τοῦ Ἐγκωμίου του στὸν μάρτυρα Προκόπιο, ὅπου ἀναφέρεται στὴ
νοθεία ὁρισμένων ἀπὸ τὰ παλαιὰ Mαρτύρια, καθὼς καὶ στὴν ἀμάθεια τῶν
συντακτῶν τους· οὐχ ἥκιστα δὲ ἐν τοῖς περὶ τῶν μεγάλων Xριστοῦ μαθητῶν
καὶ μαρτύρων διηγήμασιν· οἷς τηλικαύτη παρέπεται θαυμάτων ὑπερβολὴ ὥ-
στε καὶ ἐν γέλωτι πολλοῖς δοκεῖν ὑπέρογκά τε παθήματα καὶ δράματα πέρα
φύσεως διακούουσιν ἀναγραφόμενα. Kαὶ ἐπειδὴ νενοθεῦσθαι τινὰ ὑπείληπται,
ἔστι δὲ ἃ καὶ ἀπιθάνως δι᾿ ἀμαθείας τῶν πρώτως γραψάντων, προφάσεως ἡ
πονηρία λαβομένη καὶ τοῖς ἀληθεστάτοις μῶμον προστρίβεται καὶ ὡς ὑπὲρ
φύσιν λαλουμένοις οὐ βούλεται προσέχειν τὸν νοῦν.21 Eἶναι μάλιστα ἀξιοπρό-
σεκτο ὅτι ἡ ἀποτίμηση αὐτὴ ἐμφανίζει πολλὲς ὁμοιότητες μὲ τὴν ἀντίστοιχη
κριτικὴ τοῦ Ψελλοῦ στὸ᾿Eγκώμιό του στὸν Συμεὼν Mεταφραστή, ὅπου οἱ
προγενέστεροί του συγγραφεῖς Mαρτυρίων καὶ Bίων κατηγοροῦνται διότι
κατεψεύσαντο τοὺς ἄθλους τῶν μαρτύρων καὶ ἐκιβδήλευσαν τὸν ἀσκητικὸ
βίο τῶν ὁσίων, μὲ ἀποτέλεσμα οἱ ἀναγνῶστες αὐτῶν τῶν κειμένων νὰ μὴν ἀ-
νέχονται οὐδὲ ψιλὴν τὴν τῶν ὑπομνηματισθέντων ἀνάγνωσιν καὶ νὰ καθίστα-
νται γέλωτος ἀφορμὴ τὰ λεγόμενα· τὸ σημαντικότερο δέ, ὅτι ἐπὶ τοῖς ἀναγρα-
ψαμένοις διεκωμῳδεῖτο ἡμῖν τὰ θαυμάσια τῶν τοῦ Xριστοῦ θεραπόντων ἀγω-
νίσματά τε καὶ τρόπαια καὶ ξύμπαντες μὲν διελοιδοροῦντο σαφῶς τοῖς πράγμα-
σι.22
Εἶναι ἀξιοσημείωτο τὸ γεγονὸς ὅτι πολλοὺς αἰῶνες ἀργότερα ἡ ἀρχὴ αὐ-
τὴ τῆς θεολογικῆς καθάρσεως τῶν ἁγιολογικῶν κειμένων ἐπιβιώνει στὴ ση-
μαντικότερη προσπάθεια ἐκδόσεως μιᾶς ἀναθεωρημένης συναξαριακῆς συλ-

20. Ἀνάλυση τῆς ἐπιστολῆς βλ. στὴ διδακτορική μας διατριβή, Πασχαλίδης, Nικήτας Πα-
φλαγών (ὅπως σημ.18), 188-190.
21. F. Halkin (ἔκδ.), Le panégyrique du martyr Procope de Palestine par Nicétas le Paphla-
gonien, AnBoll 80 (1962) 178 § 1.
22. Μ. Ψελλός, Ἐγκώμιον εἰς τὸν Μεταφραστὴν κῦρ Συμεών, ἔκδ. E. A. Fisher, Michaelis
Pselli Orationes Hagiographicae, Stuttgard / Leipzig 1994 (= Ψελλός, Ἐγκώμιον) 175-192 (σ.
277-278).
380 Συμεὼν Πασχαλίδης

λογῆς κατὰ τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, τοῦ Συναξαριστοῦ τοῦ ὁσίου Νι-
κοδήμου τοῦ Ἁγιορείτη, βασισμένης σὲ μία οἰκογένεια χειρογράφων (Μ*)
τοῦ Συναξαρίου τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Συγκεκριμένα, στὸ προοίμιο τοῦ
ἔργου ὁ ὅσιος Νικόδημος σημειώνει χαρακτηριστικά: Ἐπιμελήθημεν δὲ νὰ κα-
θαρίσωμεν τὴν μετάφρασιν ἡμῶν ταύτην καὶ ἀπὸ τὰ ἐν τῷ Συναξαριστῇ περι-
εχόμενα ἐναντία τῇ Θείᾳ Γραφῇ καὶ ἀπίθανα παρὰ τῷ ὀρθῷ λόγῳ καὶ τοῖς κρι-
τικοῖς.23

Ἡ μετάφραση ὡς λογοτεχνικὴ διεργασία στό πλαίσιο τῆς βυζαντινῆς ρητορικῆς


Στὸ ἴδιο Ἐγκώμιο ὁ Ψελλὸς μέμφεται τοὺς προγενέστερους τοῦ Συμεὼν συγ-
γραφεῖς καὶ γιὰ τὸ ἄκομψον καὶ ἀφιλότιμον τῶν κειμένων τους, ἐπεξηγώντας
τὴ μομφή του μὲ τὴ φράση, οὔτε καλὴν ὑποθέμενοι ἔννοιαν οὔτε μὴν εὐπρεπέ-
σι κατακοσμήσαντες λέξεσιν. Kαταγγέλλει ἐπίσης τὸ τῆς συνθήκης ἀκαλλὲς
καὶ τὸ ἀνακόλουθον τῆς ἐννοίας καὶ τὸ τῆς λέξεως εὐτελές, ποὺ μποροῦσε νὰ
διακρίνει ἕνας βυζαντινὸς λόγιος ὡς μειονεκτήματα αὐτῶν τῶν κειμένων.24
Στὸ Ἐγκώμιο τοῦ Ψελλοῦ ἀλλὰ καὶ στὸ Συναξάριο τοῦ Συμεὼν ποὺ συνέταξε
ὁ ἅγιος Mάρκος ὁ Eὐγενικός, ἡ μετάφραση τῶν ἀρχαιότερων ἁγιολογικῶν ὑ-
πομνημάτων καταγράφεται καὶ ὡς μία λογοτεχνικὴ ἐπεξεργασία αὐτῶν τῶν
κειμένων, μὲ στόχο τὴν παραγωγὴ ἑνὸς βελτιωμένου ρητορικὰ ἔργου. Γιὰ
τὸν Ψελλό, ἡ ἐπεξεργασία αὐτὴ ἀπετέλεσε ἐξίσου πρωταρχικὴ μέριμνα τοῦ
Συμεών, ποὺ ἀποσκοποῦσε στὸ νὰ προσελκύσει τόσο τὸν ἐλλόγιμον ἀκροα-

23. Νικόδημος Ἁγιορείτης, Συναξαριστὴς τῶν Δώδεκα Μηνῶν τοῦ Ἐνιαυτοῦ…, Α´, ἐν Βε-
νετίᾳ 1819, ις΄ (= Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυ-
τοῦ, Α´, 2Ἀθῆναι 2005, λγ´). Πρβλ. Σ. Πασχαλίδης, Ὁ τρόπος ἐργασίας τοῦ ὁσίου Νικοδήμου
κατὰ τὴ συγγραφὴ τοῦ Συναξαριστοῦ του καὶ οἱ πηγές του, στό: Πρακτικὰ τοῦ Β´ Ἐπιστημονι-
κοῦ Συνεδρίου «Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης – 200 χρόνια ἀπὸ τὴν κοίμησή του» (Πεντάλο-
φος Παιονίας 2009), Θεσσαλονίκη 2011, 270-271. Γιὰ τὸ Συναξάριον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κων-
σταντινουπόλεως καὶ τὴ χειρόγραφη παράδοσή του βλ. H. Delehaye, Propylaeum ad Acta Sanc-
torum Novembris. Synaxarium Ecclesiae Constantinopolitanae, Bruxellis 1902, στ. I-LXXVI· Α.
Luzzi, Studi sul Sinassario di Costantinopoli, Roma 1995· ὁ ἴδιος, El “Menologio de Basilio II”
y el semestre invernal de la recensio Β* del Sinaxario de Constantinopla, στο: I. Pérez Martín
(ἐπιμ.), El «Menologio de Basilio II», Città del Vaticano /Atenas /Madrid 2008, 47-75.
24. Παρόμοια κριτικὴ ἐκφράζει καὶ ὁ συντάκτης τοῦ «μεταφραστικοῦ» Μαρτυρίου τοῦ ἁ-
γίου Ἀθηνογένους Πηδαχθόης (BHG 197b), Ἀνύσιος, στὸ προοίμιό του: Τὸ μαρτύριον τοῦ βί-
ου καὶ τῆς ἀθλήσεως τοῦ τρισμακαρίου μάρτυρος Ἀθηνογένους παρὰ πολλῶν ἐπιζητούμενον
μόλις εὑρὼν ἐν παλαιοτάτῳ βιβλίῳ παρά τινι ἰδιωτικῷ λόγῳ συγγεγραμμένῳ καί, φιλαληθῶς εἰ-
πεῖν, οὔτε κατὰ τάξιν οὔτε δὲ ἀκολούθως συγγεγραμμένῳ, ἀλλὰ μᾶλλον καὶ ἐλλειπῶς· ἀνα-
γνοὺς δὲ τὸ βιβλίον, ἀναγκαῖον ἡγησάμην μᾶλλον ἀκολούθως τοῦτο συγγράψασθαι, ὥστε καὶ
τοὺς ἀκροωμένους πληροφορεῖσθαι (P. Maraval (ἔκδ.), La Passion inédite de S. Athénogène de
Pédachthoé en Cappadoce (BHG 197b) [Sh 75], Bruxelles 1990, 30 § 1).
Παρατηρήσεις στὶς μεταφράσεις τῶν βυζαντινῶν ἁγιολογικῶν κειμένων 381

τὴν… τῷ ρυθμῷ καὶ τῷ κάλλει τῆς λέξεως, ὅσο καὶ τὰς ἰδιώτιδας ἀκοὰς… τῷ
σαφεῖ καὶ ποτίμῳ. Aὐτό τὸ συνταίριασμα ὑπῆρξε, γιὰ τὸν Ψελλό, μία μεγάλη
ἐπιτυχία τοῦ Mεταφραστῆ. Γιὰ τὸν ἴδιο, ἄλλωστε, τὰ ἁγιολογικὰ κείμενα ἀ-
ποτελοῦσαν καὶ προϊὸν τῆς ρητορικῆς·25 γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ Συμεών, ὁ ὁποῖος ἀπὸ
νεαρὸς αὐτοφυῶς ἐρρητόρευε, ἀλλὰ σπούδασε καὶ τὴ Pητορική, κατόρθωσε
νὰ ἀποδώσει σὲ ὅλα τὰ κείμενά του τὸν ἴδιο ρητορικὸ χρωματισμὸ (κατὰ τὴ
χαρακτηριστικὴ ἔκφραση τοῦ Ψελλοῦ· καὶ τὸ μὲν χρῶμα τοῦ λόγου τὸ αὐτὸ
πᾶσι καὶ ἡ ποιότης μία τῆς φράσεως).26
Ἡ ἔκταση αὐτῆς τῆς ἐπεξεργασίας τοῦ ὕφους καὶ τῆς γλώσσας τῶν πα-
λαιῶν ἁγιολογικῶν κειμένων ἐξακολουθεῖ ἀσφαλῶς νὰ συνιστᾶ ἕνα σημαντι-
κὸ πεδίο ἔρευνας.27 Ἐκεῖνο ποὺ μπορεῖ πρὸς τὸ παρὸν νὰ εἰπωθεῖ, μὲ βάση τὶς
παρατηρήσεις μεταγενέστερων τοῦ Συμεὼν βυζαντινῶν συγγραφέων καὶ τὴν
ἔρευνα ποὺ ἔχει πραγματοποιηθεῖ στὶς περιπτώσεις ἐκεῖνες ὅπου, ἐκτὸς ἀπὸ
τὶς μεταφράσεις, ἔχουν ἐντοπιστεῖ καὶ τὰ προμεταφραστικὰ κείμενα ποὺ χρη-
σιμοποιήθηκαν, εἶναι ὅτι ἡ διεργασία αὐτὴ ἄλλοτε ἀπέβλεπε καὶ ὁδηγοῦσε
στὴ μεταπήδηση τῶν ἁγιολογικῶν κειμένων σὲ ἕνα ὑψηλότερο λογοτεχνικὸ

25. Bλ. τὴ σχετικὴ ἀνάλυση τῆς E. Fischer, Michael Psellos on the Rhetoric of Hagiogra-
phy and the Life of St Auxentius, BMGS 17 (1993) 43-55· ἡ ἴδια, Michael Psellos in a hagiogra-
phical landscape: The Life of St. Auxentios and the Encomion of Symeon the Metaphrast, στό:
Ch. Barber / D. Jenkins (ἐπιμ.), Reading Michael Psellos, [The Medieval Mediterranean 61], Lei-
den /Boston 2006, 57-71. Γιὰ τὶς μεταφραστικὲς ἀπόψεις τοῦ Ψελλοῦ βλ. καὶ στὴ νέα, ἑλληνικὴ
ἔκδοση τοῦ βιβλίου τοῦ J. N. Ljubarskij, Ἡ προσωπικότητα καὶ τὸ ἔργο τοῦ Μιχαὴλ Ψελλοῦ,
(μτφρ. Α. Τζέλεσι), Ἀθήνα 2004.
26. Ψελλός, Ἐγκώμιον (ὅπως σημ. 22), 280-282 (σ. 282). Ἡ ἴδια εἰκόνα γιὰ τὸ Συμεὼν ἐπι-
βιώνει ὣς τὴν ὕστερη παλαιολόγεια περίοδο, ὅπως διαπιστώνουμε ἀπὸ τὴ σχετικὴ ἀναφορὰ
τοῦ ἁγίου Mάρκου τοῦ Eὐγενικοῦ στὸ συναξάριο τοῦ Συμεών, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὶς νύξεις τοῦ Συ-
μεὼν Θεσσαλονίκης στοὺς ὕμνους ποὺ συνέθεσε πρὸς τιμή του, ὅπου τὸν χαρακτηρίζει ῥήτο-
ρα γενναῖον, παμμέγιστον ῥήτορα καὶ τῷ λόγῳ μέγιστον (Ἰ. Φουντούλης, Συμεὼν ἀρχιεπισκό-
που Θεσσαλονίκης Τὰ Λειτουργικὰ Συγγράμματα, Ι: Εὐχαὶ καὶ Ὕμνοι [ΕΜΣ-Σειρὰ Φιλολογι-
κὴ καὶ Θεολογικὴ 10], Θεσσαλονίκη 1968, 105.17, 106.8, 231.26). Σύμφωνα μὲ τὸ συναξάριό
του, ὁ Συμεών, βλέποντας τὰ ὑπομνήματα τῶν ἁγίων περὶ μὲν τὴν λέξιν οὕτως ἀφελῶς ἔχοντα
καὶ χυδαίως, ὡς μηδ᾽ ἀκοῆς ἄξια τοῖς πεπαιδευμένοις νομίζεσθαι… ἀναλαβὼν ἅπαντα μετα-
βάλλει πρὸς θαυμαστὴν τινα φράσιν καὶ πολὺ τὸ ὑπέρογκον καὶ σεμνὸν μετὰ τοῦ σαφοῦς καὶ
γνωρίμου τοῖς πολλοῖς ἔχουσαν (Ἀθ. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, Ἀνέκδοτα ἑλληνικὰ συγγραμ-
μάτια, Μαυρογορδάτειος Βιβλιοθήκη – ΕΦΣΚ 18, ἐν Κωνσταντινουπόλει 1888, 101).
27. Ἀπὸ τὶς νεότερες μελέτες ποὺ ἐξετάζουν τὸ θέμα αὐτὸ μνημονεύουμε τὶς διδακτορικὲς
διατριβὲς τῆς E. Schiffer, Untersuchungen zum Sprachniveau metaphrastischer Texte und ihrer
Vorlagen, Wien 1999 καὶ τοῦ Chr. Høgel, Symeon Metaphrastes (ὅπως σημ. 1).
382 Συμεὼν Πασχαλίδης

ὕφος,28 ἄλλες φορὲς τὰ διατηροῦσε σὲ ἕνα μεσαῖο ἐπίπεδο, ὅπως συνέβη μὲ


τὰ περισσότερα κείμενα τοῦ Mεταφραστικοῦ μηνολογίου, καὶ ἄλλοτε τὰ ὑ-
ποβίβαζε σὲ ἕνα ὕφος κατανοητὸ γιὰ τοὺς ἰδιῶτες καὶ ἀμαθεῖς, ὅπως ἐπιση-
μαίνουν ἀρκετοὶ συγγραφεῖς παραλλαγῶν Bίων κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴ (Bίος
ἁγίου Σπυρίδωνος, Bίοι ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Ἐλεήμονος ἀπὸ τὸν Λεόντιο Nε-
απόλεως, Bίος M. Kωνσταντίνου [BHG 363]29 κ.ἄ.).
Mοιραῖα δὲ ἡ στόχευση αὐτὴ ὁδήγησε τὶς περισσότερες φορὲς στὴν ἀπο-
γύμνωση τῶν μεταφράσεων ἀπὸ ἱστορικὰ καὶ χρονολογικὰ στοιχεῖα ποὺ πε-
ριλαμβάνονταν στὰ προμεταφραστικὰ κείμενα. Γιὰ συγγραφεῖς μὲ ἰσχυρὴ ρη-
τορικὴ παιδεία, ὅπως ὁ Ἰωάννης Σάρδεων, ἀλλὰ ἐνίοτε καὶ ὁ Συμεὼν ὁ Mε-
ταφραστής, ἡ διατήρηση τῶν ἱστορικῶν στοιχείων καὶ λεπτομερειῶν ποὺ ὑ-
πῆρχαν στὰ ἀρχαιότερα κείμενα ἐρχόταν σὲ δεύτερη μοίρα.

Ἡ μεταμόρφωση τῶν ἁγιολογικῶν μεταφράσεων κατὰ τὴν ὑστεροβυζαντινὴ


καὶ μεταβυζαντινὴ περίοδο
Ἡ ἀναφορὰ στὴ συνέχεια τῶν ἁγιολογικῶν μεταφράσεων μετὰ τὴ συγκρότη-
ση τοῦ Mεταφραστικοῦ Mηνολογίου καὶ τὴν ταχύτατη διάδοσή του, ὅπως
μαρτυρεῖται ἀπὸ τὰ ἑκατοντάδες χειρόγραφα ποὺ τὸ παραδίδουν, προϋποθέ-
τει μία διεξοδικὴ ἔρευνα καὶ καταγραφὴ τῶν δεκάδων ἐπώνυμων καὶ ἀνώνυ-
μων μεταφράσεων Μαρτυρίων καὶ Βίων παλαιῶν ἁγίων, ποὺ ἐκφεύγει τῶν ὁ-
ρίων τῆς παρούσας μελέτης. Mποροῦμε μόνο νὰ σημειώσουμε ὅτι παράλλη-
λα ἢ καὶ μετὰ ἀπ᾿ αὐτὸ ἐξακολουθοῦν νὰ κυκλοφοροῦν ἀνώνυμες μεταφρά-
σεις, ὅπως γιὰ παράδειγμα οἱ δύο μεταφράσεις τοῦ Mαρτυρίου τοῦ ἁγίου Ἀ-
ρέθα,30 ἡ μετάφρασις τοῦ Μαρτυρίου τοῦ ἁγίου Ὀρέστου,31 ποὺ διαφέρει αἰ-

28. Bλ. τὶς εὔστοχες παρατηρήσεις τοῦ I. Ševčenko, Levels of style in byzantine prose, JÖB
31/1 (= XVI. Internationaler Byzantinistenkongress. Αkten, I, Wien 1981), 300-303· ὁ ἴδιος,
Additional remarks to the report on levels of style, JÖB 32/1 (1982) 223.
29. Βλ. Μ. Γεδεών, Δύο παλαιὰ κείμενα περὶ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ΕΑ<20> 24
(1900) 253: Τὰ κατὰ τὸν μέγαν ἐν βασιλεῦσι Κωνσταντῖνον πολλοὶ πολλαχῶς ἱστορικοί τε καὶ
λογογράφοι δι᾽ ὑψηγορίας καὶ ἐπιτάσεως λόγους συγγεγραφότες, οὐκ εὔληπτα καὶ εὐκρινῆ, ἅτε
λόγῳ πολλῷ ῥέοντα, τοῖς ἐντυγχάνουσι προὔθηκαν… Ἡμεῖς δέ, οἱ τῶν ἔξω μαθημάτων ποσῶς γ᾽
οὖν μετειληχότες, τοῖς ἔνδον δὲ καὶ ἡμετέροις δαψιλῶς ἐμφορηθέντες, ἐπὶ χεῖρας πάντων τὰς βί-
βλους εἰληφότες, κατὰ τὸ τῆς σοφῆς μελίσσης ὑπόδειγμα, πάντων ἀπανθισάμενοι τὰ κρείττω
καὶ λυσιτελέστερα, ἀκόμψῳ τινὶ καὶ ταπεινῷ λόγῳ, χάριν ὠφελείας, οὐδὲν οἴκοθεν παρενείρα-
ντες, τοῖς βουλομένοις προτεθήκαμεν.
30. Bλ. F. Halkin (ἔκδ.), Six inédits d’hagiologie byzantine, [Sh 74], Bruxelles 1987, 133-
178· Detoraki, La métaphrase du Martyre de S. Arethas (ὅπως σημ. 3), ἡ ὁποία ἐξέδωσε ἕνα
μεταφραστικὸ Μαρτύριο, τὸ ὁποῖο ἀπετέλεσε τὸ πρότυπο γιὰ τὸ ἀντίστοιχο Μαρτύριο τοῦ
Μεταφραστῆ.
Παρατηρήσεις στὶς μεταφράσεις τῶν βυζαντινῶν ἁγιολογικῶν κειμένων 383

σθητὰ ἀπὸ τὴν ἀντίστοιχη μετάφραση τοῦ Mηνολογίου τοῦ Συμεών, ἡ μετά-
φραση τοῦ Μαρτυρίου τῆς ἁγίας Εὐφημίας κ.ἄ.32
Mποροῦμε ἐπίσης νὰ ὑποθέσουμε ὅτι ἡ συρρίκνωση καὶ ἡ κρίση ποὺ προ-
κάλεσε στὴν ἁγιολογία τοῦ 11ου καὶ 12ου αἰώνα ἡ σύνταξη τῶν μεγάλων μη-
νολογιακῶν καὶ συναξαριακῶν συλλογῶν33 ὁδήγησε σὲ μία πρόσκαιρη πα-
ρακμὴ καὶ τὶς ἁγιολογικὲς μεταφράσεις. Ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον ἐμφανίζει γιὰ
τὴ λειτουργία τῶν μεταφραστικῶν κριτηρίων κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴ ἡ περί-
πτωση τοῦ Bίου τῆς ὁσίας Παρασκευῆς τῆς νέας (BHG 1420z), ἀδελφῆς τοῦ
ἁγίου Εὐθυμίου Μαδύτου, ἡ ὁποία ἔζησε στοὺς Ἐπιβάτες τῆς Θράκης τὸν 10ο
αἰώνα καὶ θὰ μποροῦσε νὰ ἐνταχθεῖ στὸ ἐπισημανθὲν ἀπὸ τὴν A.-M. Talbot
πλαίσιο τῆς οἰκογενειακῆς τιμῆς («family cult») κάποιων ἁγίων τῆς μεσοβυ-
ζαντινῆς περιόδου. Ἀπὸ τὸν κανονολόγο Θεόδωρο Βαλσαμώνα μαρτυρεῖται
μία σοβαρὴ ἐκκλησιαστικὴ παρέμβαση γιὰ ἕναν «ὕποπτο» Bίο της, ποὺ κυ-
κλοφοροῦσε καὶ εἶχε γραφεῖ πιθανότατα κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ 10ου αἰώνα,34
παρά τινος χωρίτου ἰδιωτικῶς καὶ ἀναξίως τῇ ἀγγελικῇ διαγωγῇ τῆς ἁγίας.35

31. Θεόφιλος Ἰωάννου (ἔκδ.), Μνημεῖα Ἁγιολογικά, Βενετία 1884, 328-337.


32. F. Halkin (ἔκδ.), Euphémie de Chalcédoine. Légendes Byzantines [Sh 41], Bruxelles
1965, 141-162· ὁ ἴδιος (ἔκδ.), Inédits Byzantins d’Ochrida, Candie et Moscou [Sh 38], Bruxelles
1963, 211-252.
33. Βλ. S. Paschalidis, The Hagiography of the Eleventh and Twelfth Centuries, στό: St.
Efthymiadis (ἐπιμ.), The Ashgate Research Companion to Byzantine Hagiography, Ι: Periods
and Places, Farnham 2011 (= Pashalidis, Hagiography), 144-145.
34. Ὁ P. Halsall, Women’s Bodies, Men’s Souls: Sanctity and Gender in Byzantium (διδ.
διατρ.), New York 1999, 204 χρονολογεῖ τὴ συγγραφή του λίγο μετὰ τὴ συγγραφὴ τῶν Βίων
τῆς ἁγίας Μαρίας τῆς Νέας καὶ τῆς Θωμαΐδος τῆς Λεσβίας. Πρβλ. καὶ N. Delierneux, Les Basi-
likoi Logoi, modèles d’hagiographie féminine mésobyzantine: étroite influence ou inspiration
ponctuelle?, στό: E. Renard et alii (ἐπιμ.), «Scribere sanctorum gesta». Recueil d’études d’hagio-
graphie médiévale offert à Guy Philippart [Hagiologia 3], Turnhout 2005, 57 σημ. 51. Βλ. ἐπί-
σης Σ. Λάμπρου, Ἡ ὁσία Παρασκευὴ ἡ Ἐπιβατηνή. Ἱστορία καὶ γραμματεία, Θεσσαλονίκη 2007,
69-70.
35. Πρόκειται γιὰ σχόλιο τοῦ Βαλσαμῶνος στὸν 63ο κανόνα τῆς ἐν Τρούλλῳ Συνόδου (Γ.
Ράλλης / Μ. Ποτλῆς, Σύνταγμα τῶν θείων καὶ ἱερῶν Kανόνων, Ἀθῆναι 1852, 2, 453). Πρβλ. P.
Magdalino, The Byzantine Holy Man in the Twelfth Century, στό: S. Hackel (ἐπιμ.), The By-
zantine Saint. Fourteenth Spring Symposium of Byzantine Studies [Studies supplementary to
Sobornost 5], London 1981, 62· ὁ ἴδιος, Enlightenment and Repression in Twelfth-Century
Byzantium. The evidence of the Canonists, στό: N. Oἰκονομίδης (ἐπιμ.), Τὸ Βυζάντιο κατὰ τὸν
12ο αἰώνα. Κανονικὸ Δίκαιο, Κράτος καὶ Κοινωνία [Διπτύχων Παράφυλλα 3], Ἀθήνα 1991,
363· A. Kazhdan /A. Wharton-Epstein, Ἀλλαγὲς στὸν Βυζαντινὸ Πολιτισμὸ κατὰ τὸν 11ο καὶ τὸν
12ο αἰώνα (μτφρ. Δ. Τσουγκαράκης), Ἀθήνα 1997, 141, οἱ ὁποῖοι θεωροῦν τὸ γεγονὸς αὐτὸ
ἐνδεικτικὸ «τῆς ἀντίδρασης ποὺ προκαλοῦσε ἡ δημώδης ἁγιολογικὴ λογοτεχνία».
Τὸν ὅρο «ἰδιώτης» χρησιμοποιεῖ καὶ ὁ Ψελλὸς στὸ Ἐγκώμιό του στὸν Συμεὼν Μεταφρα-
στὴ (Ψελλὸς, Ἐγκώμιον (ὅπως σημ. 22), 264 σ. 282), ἀλλὰ καὶ ὁ συγγραφέας τοῦ Μαρτυρίου
384 Συμεὼν Πασχαλίδης

Ὁ πατριάρχης Νικόλαος Δ΄ Μουζάλων (1147-1151) διέταξε τὴν καταστροφὴ


αὐτοῦ τοῦ Βίου καὶ τὴ σύνταξη ἑνὸς νέου ἀπὸ ἕνα βασιλικὸ διάκονο· εἶναι
πολὺ πιθανὸ αὐτὸς ὁ νέος Βίος νὰ ταυτίζεται μὲ τὸν ἀνώνυμο Βίο της (BHG
1420z) ποὺ ἐκδόθηκε τὸ 1989 ἀπὸ τὸν F. Halkin, μὲ ἀρκετὰ δυστυχῶς λάθη,
ἕνα Bίο γραμμένο σὲ ὑψηλὸ ὕφος καὶ μὲ ἀρκετὰ ἅπαξ λεγόμενα.36 Tὰ ἐπιρρή-
ματα ἰδιωτικῶς καὶ ἀναξίως, ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ Μουζάλων, ἀναφέρονται
ἀσφαλῶς στὴ γλώσσα καὶ τὸ περιεχόμενο ἐκείνου τοῦ «μεταφραστικοῦ»
Bίου, στὶς δύο δηλ. παραμέτρους ποὺ χαρακτήριζαν, ἤδη κατὰ τοὺς προη-
γούμενους αἰῶνες, τὶς ἁγιολογικὲς μεταφράσεις.
Ἀξιοσημείωτη εἶναι καὶ ἡ περίπτωση τοῦ γνωστοῦ κανονολόγου καὶ ἱ-
στορικοῦ Ἰωάννη Ζωναρᾶ, τὰ ἁγιολογικὰ ἔργα τοῦ ὁποίου, γραμμένα σὲ κλα-
σικίζουσα γλώσσα καὶ μεσαῖο ὕφος, χαρακτηρίζονται πρωτίστως γιὰ τὴ με-
ταφραστικὴ ἐπεξεργασία τῶν προτύπων τους, κάποια δὲ ἐξ αὐτῶν ἀποτελοῦν
μεταφράσεις.37
Kατὰ τὴν παλαιολόγεια περίοδο τὸ εἶδος τῶν ἁγιολογικῶν μεταφράσεων
γνωρίζει νέα ἄνθηση, καλλιεργούμενο πρωτίστως ἀπὸ τὸν Kωνσταντίνο Ἀ-
κροπολίτη, τὸν ἀποκληθέντα καὶ νέο μεταφραστή,38 τὸν Μάξιμο Διάκονο, τὸ

τοῦ ἁγίου Ἀθηνογένους, ποὺ μνημονεύσαμε (σημ. 24). Γιὰ τὴ χρήση τοῦ ὅρου βλ. J. Dummer,
Symeon Metaphrastes und sein hagiographisches Werk, BF 18 (1992) 127-136· LΒG 4, 701.
36. F. Halkin, Sainte Paraskève la Jeune et sa vie inédite BHG 1420z, Studia Slavico-By-
zantina et Mediaevalia Europensia, I: Studies on the Slavo-Byzantine and West-European Mid-
dle Ages, Sofia 1989, 281-292.
37. Γιὰ τὸ ἁγιολογικὸ ἔργο τοῦ Ζωναρᾶ καὶ τὴ μεταφραστικὴ μέθοδο ποὺ ἐφήρμοσε βλ.
τώρα τὴ διδακτορική διατριβή τῆς Ἑ. Καλτσογιάννη, Τὸ ἁγιολογικὸ καὶ ὁμιλητικὸ ἔργο τοῦ
Ἰωάννη Ζωναρᾶ. Εἰσαγωγικὴ μελέτη – Κριτικὴ ἔκδοση [ΒΚΜ 60], Θεσσαλονίκη 2013, 219-221,
408-409. Πρβλ. Pashalidis, Hagiography (ὅπως σημ. 33), 158.
38. PLP 520. Ἐκτὸς τοῦ κλασικοῦ ἄρθρου τοῦ D. Nicol, Constantine Akropolites. A Pro-
sopographical Note, DOP 19 (1965) 249-256, βλ. τὶς νεότερες ἐργασίες τῶν R. Romano (ἔκδ.),
Costantino Acropolita Epistole. Saggio introduttivo, testo critico, indici, Napoli 1991· M. Kala-
tzi, Un discours inédit de Constantin Acropolite en l’honneur des saints martyrs Florus et
Laurus, Byzantion 71 (2001) 505-516· ἡ ἴδια, Κωνσταντίνου Ἀκροπολίτη ἀνέκδοτος Λόγος
στοὺς ἁγίους μάρτυρες Ἀνίκητο καὶ Φώτιο (BHG 1544f), στο: Ch. Dendrinos / J. Harris / E.
Harvalla-Crook / J. Herrin (ἐπιμ.), Porphyrogenita. Essays on the History and Literature of By-
zantium and the Latin East in Honour of Julian Chrysostomides, Aldershot 2003, 389-399· R.
Romano, Opere minori di Costantino Acropolita, Augustinianum 42 (2002) 237-248· S. Kotza-
bassi, Konstantinos Akropolites, Gregorios Ἴβηρ und das Kloster der heiligen Paraskeue, Ἑλ-
ληνικὰ 54 (2004) 71-81· I. Taxidis, L’Éloge se saint Eudocime par Constantin Acropolite (BHG
606), Parekbolai 3 (2013) 5-44· Σ. Πασχαλίδης, Ἀκροπολίτης Κωνσταντίνος, ΜΟΧΕ 2 (2010)
77-78.
Παρατηρήσεις στὶς μεταφράσεις τῶν βυζαντινῶν ἁγιολογικῶν κειμένων 385

Nικηφόρο Γρηγορᾶ κ.ἄ.39 Kύριο γνώρισμα αὐτῶν τῶν μεταφράσεων ἀποτε-


λεῖ ἡ ἐπιμονὴ τῶν συντακτῶν τους στὴ γλωσσικὴ καὶ ὑφολογικὴ ἐπεξεργα-
σία τῶν παλαιότερων ἁγιολογικῶν κειμένων, ἡ βελτίωση δηλαδὴ τοῦ ρητο-
ρικοῦ τους κάλλους.
Μία ἀκροτελεύτεια παρατήρηση ἀφορᾶ στὴ διαπίστωση ὅτι οἱ μεταφρά-
σεις τῶν ἁγιολογικῶν κειμένων δὲν διακόπτονται μὲ τὸ τέλος τοῦ Bυζαντί-
ου. Συνεχίζονται, σ᾽ ἕνα εὐδιάκριτα διαφορετικὸ πλαίσιο ὡστόσο, ἀπὸ γνω-
στοὺς συγγραφεῖς καὶ μεταφραστὲς τῆς μεταβυζαντινῆς περιόδου,40 ὅπως ὁ
Δαμασκηνὸς Στουδίτης, ὁ Ἀγάπιος Λάνδος, ὁ Ἱερόθεος Ἰβηρίτης, ὁ Kαισάρι-
ος Δαπόντες, ὁ Nικόδημος Ἁγιορείτης41 κ.ἄ., οἱ ὁποῖοι θὰ πραγματοποιήσουν
ἕνα ἀντίστροφο ἔργο, μὲ τὴ λογοτεχνικὴ μετάπλαση ἑνὸς μεγάλου ἀριθμοῦ
βυζαντινῶν ἁγιολογικῶν κειμένων ἀπὸ τῆς ἑλλάδος γλώττης εἰς τὴν ἡμετέ-
ραν διάλεκτον, στὴ δημώδη δηλαδὴ γλώσσα τῆς ἐποχῆς τους, ὑπηρετώντας,
ὡστόσο, τὶς ἴδιες ἀνάγκες ποὺ διατήρησαν διαχρονικὰ ἐπίκαιρο τὸ πνεῦμα
τῶν βυζαντινῶν μεταφράσεων.

Tμῆμα Ποιμαντικῆς καὶ Κοινωνικῆς Θεολογίας


Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
spaschal@past.auth.gr

39. Βλ. τὶς σχετικὲς μελέτες ποὺ καταγράφονται παραπάνω, σημ. 4, καθὼς καὶ τὴν πρό-
σφατη μελέτη τῆς Ἠ. Παρασκευοπούλου, Τὸ Ἁγιολογικὸ καὶ Ὁμιλητικὸ Ἔργο τοῦ Νικηφόρου
Γρηγορᾶ [ΒΚΜ 59], Θεσσαλονίκη 2013.
40. Γιὰ μία συνοπτικὴ παρουσίαση τῶν μεταβυζαντινῶν ἁγιολογικῶν μεταφράσεων τοῦ
16ου καὶ 17ου αἰ. βλ. τὴ διδακτορική διατριβή τῆς Ἑ. Mελικίδου, Ἡ δημώδης Mετάφραση τοῦ
Bίου τοῦ ἁγίου Φιλαρέτου τοῦ Ἐλεήμονος. Συμβολὴ στὴ μεταφραστικὴ κίνηση τοῦ 16ου καὶ τοῦ
17ου αἰ., Θεσσαλονίκη 1997, 62-105.
41. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι στὸ προοίμιο τοῦ Συναξαριστοῦ τοῦ ὁσίου Νικοδήμου τοῦ
Ἁγιορείτη ἐντοπίζεται ἕνας ὁρισμὸς τῆς μεταφράσεως, ποὺ συγκλίνει μὲ τὶς κύριες συνιστῶσες
τῶν βυζαντινῶν ἁγιολογικῶν μεταφράσεων ὡς πρὸς τὸ σκέλος τῆς θεολογικῆς καθάρσεως
τῶν προγενέστερων ἁγιολογικῶν πηγῶν, ἀποκλίνει, ὡστόσο, ἀπὸ αὐτὲς ὡς πρὸς τὴ λογοτε-
χνικὴ ἐπεξεργασία τους: ἡ φύσις τῆς μεταφράσεως, σαφήνειαν μὲν κυρίως καὶ καθαρότητα ἀ-
παιτεῖ, τὴν ὁποίαν ἐπιμελήθηκα νὰ κατορθώσω, ὅση μοι δύναμις· οὐχὶ δὲ καὶ εὐγλωττίαν ῥητο-
ρικὴν καὶ τὰς τῆς τέχνης χάριτας, ἵνα μὴ ὁ μεταφράζων, εὑρεθῇ ὡς συγγράφων. Bλ. Νικόδημος
Ἁγιορείτης, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, Α´, 2Ἀθήνα 2005, μη´.
386 Συμεὼν Πασχαλίδης

ABSTRACT

ΟBSERVATIONS ON THE METAPHRASEIS


OF THE BYZANTINE HAGIOGRAPHIC TEXTS

This article examines the literary and especially the theological parameters
which caused the necessity for the metaphrasis of early byzantine hagiogra-
phic texts. We first examine what was the meaning of the term “metaphrasis”
to the Byzantine reader and secondly we focus our research on a specific
meaning of this term as a theological catharsis of hagiographic texts, a pa-
rameter that remains alive even in the hagiographic work of writers of the
post-byzantine period, such as the Synaxaristes of saint Nicodemus Hagi-
oreites.

You might also like