Professional Documents
Culture Documents
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
«Εφηβεία και Ψυχοπαθολογία: Ο ρόλος του Σχολικού Ψυχολόγου: Μοντέλα Παρέμβασης»
ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ
ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ
Α.Μ: …………………
ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ:
ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ:
2
1. Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΣΧΟΛΙΚΟΥ ΨΥΧΟΛΟΓΟΥ
Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας στην ανάπτυξη της σχολικής ψυχολογίας ήταν οι
μεταβαλλόμενες ανάγκες των μαθητών, που οδήγησαν στην εμφάνιση του πεδίου της
ψυχολογίας. Η στροφή προς την αστικοποίηση και η εκβιομηχάνιση της κοινωνίας
επέφερε αλλαγές στις κοινωνικές ανάγκες και τις ανάγκες υποστήριξης των μαθητών.
Επιπλέον, η τάση προς την αποϊδρυματοποίηση που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1960,
αρχικά στη Σουηδία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, και αργότερα σε άλλες
ανεπτυγμένες χώρες, είχε ως αποτέλεσμα την ώθηση για τη συνεκπαίδευση και την
ένταξη των μαθητών με ειδικές ανάγκες στα γενικά σχολεία. Αυτή η ενσωμάτωση
ανέδειξε περαιτέρω την ανάγκη για αυξημένη υποστήριξη στα σχολικά συστήματα.
Έτσι, η σχολική ψυχολογία εξελίχθηκε ως απάντηση στις μεταβαλλόμενες απαιτήσεις
3
που τίθενται στα εκπαιδευτικά ιδρύματα και στην ανάγκη για ψυχολογική
εμπειρογνωμοσύνη για την αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων (Στασινός, 2020).
Ο τομέας της σχολικής ψυχολογίας έχει μια ιστορία που χρονολογείται νωρίτερα από
ό,τι οι περισσότεροι άνθρωποι γνωρίζουν. Η προέλευσή του εντοπίζεται στη δεκαετία
του 1880, όταν πρωτοπόροι μελετητές άρχισαν να εξερευνούν τη διασταύρωση
εκπαίδευσης και ψυχολογίας. Αυτή η εξερεύνηση απέκτησε ορμή μέχρι τον Α'
Παγκόσμιο Πόλεμο και συνέχισε να εξελίσσεται κατά την περίοδο του
Μεσοπολέμου. Η εστίαση εκείνη την εποχή ήταν στην αξιολόγηση της νοημοσύνης
των μαθητών προκειμένου να προσαρμοστούν οι μέθοδοι διδασκαλίας στις ατομικές
ανάγκες. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι αυτά τα πρώιμα τεστ νοημοσύνης είχαν
αρχικά σκοπό να εντοπίσουν μαθητές με νοητικές αναπηρίες, αλλά έθεσαν τα θεμέλια
για την ανάπτυξη της σχολικής ψυχολογίας ως ξεχωριστού κλάδου (Στασινός, 2020).
Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, υπήρξε μια σημαντική μεταμόρφωση στον τομέα
της σχολικής ψυχολογίας. Προηγουμένως, η έμφαση είχε δοθεί κυρίως στον
εντοπισμό και την αντιμετώπιση της παθολογίας των μαθητών. Ωστόσο, αυτή η
εστίαση μετατοπίστηκε προς την αναγνώριση και υποστήριξη των ειδικών αναγκών
των μαθητών. Αυτή η αλλαγή ξεκίνησε στη Μεγάλη Βρετανία, όπου εισήχθη
νομοθεσία για την ενσωμάτωση των ψυχολόγων στο σχολικό περιβάλλον και την
ενθάρρυνση της συνεργασίας με τους δασκάλους. Στόχος ήταν η προληπτική
αντιμετώπιση προβλημάτων ψυχικής υγείας και η προώθηση της συνολικής
ευημερίας μεταξύ των μαθητών.
Λίγο μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, εμφανίστηκε ο όρος «σχολική ψυχολογία». Η
πρώτη γνωστή αναφορά του μπορεί να εντοπιστεί πίσω στο 1948 όταν η UNESCO
χρηματοδότησε ένα συνέδριο για τη σχολική ψυχολογία στη Γενεύη της Ελβετίας. Σε
αυτό το συνέδριο συμμετείχαν εκπρόσωποι από 43 διαφορετικές χώρες, τονίζοντας το
διεθνές ενδιαφέρον και τη σημασία που δίνεται στο πεδίο. Αυτή η αρχική
συγκέντρωση χρησίμευσε ως καταλύτης για τα επόμενα διεθνή συνέδρια που
επικεντρώθηκαν στη σχολική ψυχολογία. Επιπλέον, ιδρύθηκαν διάφοροι σύλλογοι
και εταιρίες αφιερωμένες στη σχολική ψυχολογία, που διαδραμάτισαν ζωτικό ρόλο
στην πρόοδο του τομέα, ιδιαίτερα στην Ευρώπη (Fagan & Wise, 2000).
4
συχνά αναφέρεται ως η «ετερογενής» εποχή λόγω της ποικιλόμορφης φύσης της.
Μέσα σε αυτή την περίοδο, υπάρχουν αρκετές επιμέρους υποπερίοδοι. Στη δεκαετία
του 1950, το επάγγελμα πέρασε μια μεταμορφωτική φάση, καθώς οι επαγγελματίες
άρχισαν να αποκτούν μια ξεχωριστή επαγγελματική ταυτότητα. Αυτή η περίοδος, που
εκτείνεται από το 1950 έως το 1959, χαρακτηρίστηκε από μια αυξημένη αίσθηση
επαγγελματισμού και εξειδίκευσης στον τομέα. Η επόμενη δεκαετία, από το 1940 έως
το 1949, υπήρξε μάρτυρας της ίδρυσης διαφόρων ιδρυμάτων που εδραίωσαν
περαιτέρω την επαγγελματική πρακτική. Αυτά τα ιδρύματα έπαιξαν καθοριστικό
ρόλο στη διαμόρφωση του κλάδου και στη διασφάλιση της σταθερότητας και της
ανάπτυξής του. Κατά την περίοδο 1890-1909, ο τομέας της επαγγελματικής
πρακτικής ξεκίνησε τα αρχικά του στάδια, σηματοδοτώντας την αρχή μιας νέας
εποχής. Αυτή η εποχή γνώρισε σημαντικές προόδους και ανάπτυξη, καθώς η
επιστήμη κέρδισε ευρεία αποδοχή από το 1910 έως το 1929. Τα χρόνια μεταξύ 1930
και 1939 χαρακτηρίστηκαν από την εισαγωγή και εφαρμογή ρυθμιστικών κανόνων,
που στόχευαν να παρέχουν ένα πλαίσιο για τη λειτουργία του επαγγέλματος (Fagan &
Wise, 2000).
5
κατανόηση σχετικά με τη σχολική ψυχολογία, με πολυάριθμες μελέτες που
διεξάγονται εντός της χώρας. Δεύτερον, δόθηκε έμφαση στην ανάπτυξη διαφόρων
μεταπτυχιακών προγραμμάτων, τα οποία είχαν ως στόχο την εκπαίδευση ενός
σημαντικού αριθμού ψυχολόγων στον τομέα της σχολικής ψυχολογίας. Ως
αποτέλεσμα, υπήρξε αισθητή εντατικοποίηση τόσο στη γνώση όσο και στην πρακτική
εφαρμογή της ψυχολογίας στο σχολικό περιβάλλον της χώρας (Fagan & Wise, 2000).
Η έννοια του σχολικού ψυχολόγου εμφανίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα καθώς
αναπτύχθηκαν οι επιστήμες της παιδαγωγικής και της ψυχολογίας. Καθορίστηκε
περισσότερο καθώς καθιερώθηκε η υποχρεωτική εκπαίδευση. Υπήρξαν δύο διακριτές
φάσεις της σχολικής ψυχολογίας στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αρχικά, στα τέλη του
19ου αιώνα, ποικίλοι ειδικοί στην παιδαγωγική και την ψυχολογία ανέλαβαν το ρόλο
του σχολικού ψυχολόγου. Ωστόσο, ξεκινώντας από τη δεκαετία του 1970, ο ρόλος
του σχολικού ψυχολόγου έγινε πιο εξειδικευμένος, με τα άτομα να απαιτείται να
έχουν τουλάχιστον μεταπτυχιακό επίπεδο εκπαίδευσης στον τομέα(Χατζηχρήστου,
2011)
Ο ρόλος των σχολικών ψυχολόγων αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά το 1954 σε ένα
συνέδριο που διοργάνωσε η Αμερικανική Ψυχολογική Εταιρεία στις Ηνωμένες
Πολιτείες. Επισημάνθηκε ότι οι σχολικοί ψυχολόγοι είναι υπεύθυνοι για την
αξιολόγηση της γνωστικής, κοινωνικής και συναισθηματικής ανάπτυξης ενός
παιδιού, τον εντοπισμό μαθητών με ειδικές ανάγκες, τη δημιουργία εξατομικευμένων
σχεδίων παρέμβασης, την υποστήριξη των μαθητών στις μαθησιακές και σχολικές
τους δραστηριότητες, τη διάγνωση θεμάτων μάθησης και συμπεριφοράς, την
ανάπτυξη προγραμμάτων παρέμβασης. και διεξαγωγή έρευνας για την αντιμετώπιση
ακαδημαϊκών και σχολικών προκλήσεων. Μελέτες για την εφαρμογή ψυχολογικών
υπηρεσιών στα σχολεία έχουν δείξει σταθερά ότι οι ψυχολόγοι, για μια σημαντική
διάρκεια, έπαιξαν πρωταρχικό διαγνωστικό ρόλο, ακολουθώντας το παραδοσιακό
ιατρικό μοντέλο. Πρωταρχικός στόχος των ψυχολόγων ήταν η διεξαγωγή
αξιολογήσεων, καθώς αυτό θεωρήθηκε ότι ήταν ο κύριος τομέας εμπειρογνωμοσύνης
6
τους. Μια πιθανή εξήγηση για αυτόν τον περιορισμένο ρόλο, όπως προτείνεται από
τον Farrell (2010), είναι ο ανεπαρκής αριθμός ψυχολόγων που διατίθενται στα
σχολεία για να ανταποκριθούν επαρκώς στις απαιτήσεις και να ανταποκριθούν στις
πραγματικές ανάγκες των μαθητών.
Τα τελευταία δέκα χρόνια, οι ψυχολόγοι έχουν αναλάβει έναν πιο ετερόκλητο και
εκτεταμένο ρόλο στην αντιμετώπιση διαφόρων ζητημάτων, διατηρώντας παράλληλα
τη βασική τους λειτουργία της διάγνωσης. Όπως υπογραμμίστηκε από τον
Χατζηχρήστου (2011), οι σύγχρονες ευθύνες των σχολικών ψυχολόγων
περιλαμβάνουν πλέον μια σειρά εργασιών όπως η διεξαγωγή ψυχολογικών
αξιολογήσεων, η παροχή παρεμβάσεων, η παροχή συμβουλών, η ανάπτυξη και η
επίβλεψη προγραμμάτων, η εκπαίδευση ατόμων και ομάδων σε θέματα μάθησης και
προσαρμογής και η διεξαγωγή έρευνας σε εκπαιδευτικά και κοινωνικά πλαίσια.
Με βάση τις πληροφορίες που παρέχονται από την Εθνική Ένωση Σχολικών
Ψυχολόγων (NASP, 2010a, p 1), μπορεί να γίνει κατανοητό ότι οι σχολικοί
ψυχολόγοι διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στη διασφάλιση της επιτυχίας των παιδιών
και των νέων σε διάφορες πτυχές της ζωής τους. Όχι μόνο προσφέρουν
αποτελεσματικές υπηρεσίες για την υποστήριξη της ακαδημαϊκής επιτυχίας, αλλά
επικεντρώνονται επίσης στην κοινωνική, συμπεριφορική και συναισθηματική
ευημερία. Οι αρμοδιότητές τους περιλαμβάνουν την παροχή εκπαιδευτικών
υπηρεσιών και υπηρεσιών ψυχικής υγείας σε παιδιά και νεαρά άτομα, ενώ επίσης
συνεργάζονται με γονείς, δασκάλους και άλλους επαγγελματίες για τη δημιουργία
περιποιητικών και περιεκτικών περιβαλλόντων όπου όλα τα παιδιά μπορούν να
ευδοκιμήσουν. Επιπλέον, οι σχολικοί ψυχολόγοι διαθέτουν ένα μοναδικό μείγμα
γνώσεων τόσο στην ψυχολογία όσο και στην εκπαίδευση, το οποίο εφαρμόζουν στις
συνεργατικές τους προσπάθειες με άλλους. Ως αποτέλεσμα, είναι προφανές ότι ο
ρόλος των σχολικών ψυχολόγων έχει εξελιχθεί σημαντικά με την πάροδο του χρόνου,
υιοθετώντας ένα ολοκληρωμένο μοντέλο που περιλαμβάνει την ενεργό εμπλοκή τους
με τα παιδιά, τις οικογένειες, τα σχολεία και την ευρύτερη κοινότητα.
7
αυξημένος χρόνος που αφιερώνουν οι ψυχολόγοι στην ψυχοεκπαίδευση. Επιπλέον, ο
ρόλος τους έχει γίνει πιο εξειδικευμένος, με διακριτές αρμοδιότητες στην παρέμβαση,
την πρόληψη και τη διεπαγγελματική συμβουλευτική. Επιπλέον, οι ψυχολόγοι
διαδραματίζουν πλέον κρίσιμο ρόλο στον χειρισμό καταστάσεων κρίσης και στην
παροχή καθοδήγησης σε θέματα όπως η διαχείριση θυμού, η συμβουλευτική πένθους,
η ανάπτυξη κοινωνικών δεξιοτήτων, η αντιμετώπιση μαθησιακών δυσκολιών και η
αντιμετώπιση περιπτώσεων εκφοβισμού. Τέλος, όπως σημειώνει ο Χατζηχρήστου
(2015), οι αρμοδιότητες των σχολικών ψυχολόγων περιλαμβάνουν ένα ευρύ φάσμα
εργασιών όπως η παροχή εκπαίδευσης, η διεξαγωγή δραστηριοτήτων
ευαισθητοποίησης τόσο για άτομα όσο και για ομάδες, η ενασχόληση με ερευνητικές
προσπάθειες, η επίβλεψη επαγγελματιών και εκπαιδευομένων και η υποστήριξη τις
ανάγκες των μαθητών στα εκπαιδευτικά και κοινωνικά συστήματα. Εκτός από αυτά
τα καθήκοντα, οι σχολικοί ψυχολόγοι διαδραματίζουν επίσης ζωτικό ρόλο στη
διευκόλυνση της συνεργασίας μεταξύ σχολείων και υπηρεσιών ψυχικής υγείας.
Πρόσφατες έρευνες (Lee & Woods, 2017) έχουν τονίσει την τεράστια αξία και την
πρακτικότητα της εφαρμοσμένης ψυχολογίας στο σχολικό περιβάλλον. Δεδομένων
των διαρκώς εξελισσόμενων συνθηκών και συνθηκών, οι απαιτήσεις υποστήριξης
των μαθητών επηρεάζονται συνεχώς, επηρεάζοντας έτσι το συνολικό πλαίσιο στο
οποίο λειτουργούν οι σχολικοί ψυχολόγοι. Κατά συνέπεια, ο ρόλος του ψυχολόγου
απαιτεί προσαρμογές τόσο στο εννοιολογικό πλαίσιο όσο και στην επαγγελματική
ταυτότητα αυτών των επαγγελματιών προκειμένου να ανταποκριθούν
αποτελεσματικά στις μεταβαλλόμενες ανάγκες των μαθητών.
8
Malone και Stewart, διερευνήθηκε η ύπαρξη σχολικών ψυχολόγων σε 192 χώρες. Τα
ευρήματα αποκάλυψαν ότι ενώ 83 χώρες είχαν σχολικούς ψυχολόγους, μόνο 29 είχαν
θεσπίσει πλαίσια που υπαγόρευαν τα προσόντα και τις απαιτήσεις αδειοδότησης για
την άσκηση της σχολικής ψυχολόγου. Αυτό υποδηλώνει ότι τα κριτήρια και τα
προσόντα για εργασία στον τομέα της σχολικής ψυχολογίας ποικίλλουν πολύ μεταξύ
των διαφόρων χωρών, χωρίς την αίσθηση της ομοιομορφίας.
Η σχολική ψυχολογία είναι ένα άκρως πρακτικό πεδίο στη σφαίρα της ψυχολογίας
που είναι στενά συνδεδεμένο με την καθημερινή πραγματικότητα του σχολικού
περιβάλλοντος. Περιλαμβάνει τόσο την επιστημονική μελέτη της ψυχολογίας όσο και
την επαγγελματική παροχή υπηρεσιών σε όλα τα άτομα της σχολικής κοινότητας,
συμπεριλαμβανομένων γονέων, μαθητών και δασκάλων. Ο πρωταρχικός στόχος ενός
σχολικού ψυχολόγου είναι να αντιμετωπίσει τις εκπαιδευτικές και αναπτυξιακές
ανησυχίες που επηρεάζουν τις σχολικές επιδόσεις και τη συνολική ευημερία των
μαθητών και των οικογενειών τους. Αυτό περιλαμβάνει όχι μόνο την προαγωγή της
ψυχικής υγείας και την πρόληψη της ανάπτυξης ψυχικών διαταραχών, αλλά και την
ενίσχυση της συνεργασίας και της συνεργασίας μεταξύ σχολείου και οικογένειας
(Χατζηχρήστου, 2004).
9
είχε αρχικά σκιαγραφηθεί στον νόμο 2566/85 που αφορούσε στις Ειδικές Σχολικές
Μονάδες Εκπαίδευσης και Κατάρτισης (Σ.Μ.Ε.Α.Ε.). Το 1989 διορίστηκαν τα πρώτα
άτομα σε αυτές τις θέσεις ψυχολόγου. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι θέσεις αυτές δεν
απαιτούσαν εξειδίκευση στη σχολική ψυχολογία, αλλά ισχύουσα άδεια ψυχολογίας.
Ωστόσο, παρά την ύπαρξη αυτού του νόμου, ο αριθμός των σχολικών ψυχολόγων
εντός του Σ.Μ.Ε.Α.Ε. παρέμεινε περιορισμένη για πολλά χρόνια (Dimakos, 2006).
Αρχικά, οι αρμοδιότητες των ψυχολόγων επικεντρώθηκαν κυρίως στην αξιολόγηση
των μαθητών, στη διατήρηση των αρχείων τους και στη συνεργασία με το προσωπικό
του σχολείου για την ανάπτυξη προγραμμάτων για την αντιμετώπιση των
προβλημάτων των μαθητών. Ο αρχικός ορισμός των καθηκόντων τους περιελάμβανε
επίσης την προσδοκία να εργαστούν με τους γονείς και να παρέχουν άλλες υπηρεσίες
ιατρικής εκπαίδευσης.
10
ευαισθητοποίησης. Συνολικά, αυτές οι αλλαγές αντικατοπτρίζουν μια στροφή προς
μια πιο ολοκληρωμένη και προορατική προσέγγιση για την υποστήριξη των μαθητών
και των σχολείων. Η ένταξη της ειδικής μεταχείρισης στο Υπουργείο Παιδείας,
Έρευνας και Θρησκευμάτων και η μετατροπή της Κ.Δ.Α.Υ. σε Κ.Ε.Δ.Υ.Υ. με τον
νόμο 3699/2008 σημειώθηκε σημαντική αλλαγή. Ο ρόλος των ψυχολόγων παρέμεινε
παρόμοιος, εστιάζοντας στη διάγνωση και ακολουθώντας ένα μοντέλο ιατρικής
υπηρεσίας. Ωστόσο, με πρόσφατο νόμο, 4547/18, πρότεινε αναδιοργάνωση του
Κ.Ε.Δ.Υ.Υ., οδηγώντας στην ίδρυση των Κέντρων Εκπαιδευτικής και
Συμβουλευτικής Υποστήριξης (Κ.Ε.Σ.Υ.). Αυτή η νέα εξέλιξη αντιπροσωπεύει μια
εξέλιξη από την Κ.Ε.Δ.Υ.Υ. και αναμένεται να επιφέρει αλλαγές στην προσέγγιση
που ακολουθούν οι ψυχολόγοι (Dimakos, 2006).
11
σχολικό προσωπικό, συνεργάζεται με δασκάλους, σχεδιάζει και εφαρμόζει
προγράμματα συνεκπαίδευσης και προωθεί πρωτοβουλίες πρόληψης και
ευαισθητοποίησης για δασκάλους, γονείς και μαθητές.
Μια νέα εξέλιξη στον τομέα της δημόσιας εκπαίδευσης περιλαμβάνει την ένταξη
σχολικών ψυχολόγων στα Επαγγελματικά Λύκεια (ΕΠΑ.Λ) όπως ορίζει ο νόμος
3032/2017. Σύμφωνα με τον κώδικα καθηκόντων (3622/2018), οι ψυχολόγοι αυτοί
είναι υπεύθυνοι για την παροχή ψυχολογικής υποστήριξης στους μαθητές, τη
συνεργασία με τους γονείς, την ευαισθητοποίηση και τη βοήθεια των εκπαιδευτικών
τόσο σε ομαδικό όσο και σε ατομικό επίπεδο. Επίσης, οργανώνουν και εφαρμόζουν
προγράμματα πρόληψης και συνεργάζονται στενά με άλλες Υπηρεσίες Ψυχικής
Υγείας και την ευρύτερη κοινότητα. Ωστόσο, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι ο
ρόλος του ψυχολόγου δεν περιλαμβάνει διοικητικά καθήκοντα ή καθήκοντα που
σχετίζονται με διδασκαλία ή εξωσχολικές δραστηριότητες, όπως η εφημερία ή η
επίβλεψη. Στόχος αυτών των κατευθυντήριων γραμμών είναι να καθιερωθεί μια
σαφής διάκριση μεταξύ των ευθυνών των σχολικών ψυχολόγων και άλλων ρόλων
εντός του Ε.Π.Α.Λ.
Στην Ελλάδα, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ και τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, δεν
απαιτείται η εξειδίκευση των σχολικών ψυχολόγων στον κλάδο τους. Ενώ τα
μεταπτυχιακά προγράμματα στη Σχολική ψυχολογία έχουν καθιερωθεί στην Ελλάδα
από τη δεκαετία του 1990, η επαγγελματική άδεια χορηγείται σε όλους τους
πτυχιούχους ψυχολογίας, ανεξαρτήτως ειδικότητας. Αυτό σημαίνει ότι ψυχολόγοι με
διάφορες ειδικότητες έχουν τη δυνατότητα να εργαστούν στα σχολεία. Ωστόσο, τα
τελευταία χρόνια, υπάρχει μια στροφή σε αυτή την πρακτική. Το 2011 το Νομικό
Συμβούλιο του Κράτους αποφάσισε ότι οι ψυχολόγοι που ειδικεύονται στη σχολική
ψυχολογία θα πρέπει να έχουν προτεραιότητα στις δομές της Ειδικής Αγωγής. Η
απόφαση αυτή επαναβεβαιώθηκε το 2015 από το Συμβούλιο της Επικρατείας
(Χατζηχρήστου, 2015).
12
προσόντα για να γίνουν σχολικοί ψυχολόγοι. Αυτά τα κριτήρια περιλαμβάνουν την
απόκτηση μεταπτυχιακής εκπαίδευσης στη σχολική ψυχολογία και την ολοκλήρωση
πρακτικής άσκησης τόσο σε σχολικά πλαίσια ειδικής όσο και γενικής εκπαίδευσης.
Οι πρόσφατες εξελίξεις στην Ελλάδα έχουν επικεντρωθεί στον καθορισμό και την
επισημοποίηση του ρόλου των σχολικών ψυχολόγων στο εκπαιδευτικό σύστημα
(Χατζηχρήστου, 2015).
13
1.4. Αντιλήψεις σε σχέση με το έργο των σχολικών ψυχολόγων
Οι αντιλήψεις που έχουν οι σχολικοί ψυχολόγοι για τον εαυτό τους και τη δουλειά
τους, καθώς και οι αντιλήψεις που έχουν οι άλλοι για αυτούς, παίζουν καθοριστικό
ρόλο στην επαγγελματική τους εμπειρία. Ενώ έχει διεξαχθεί σημαντικός όγκος
έρευνας σχετικά με τις αντιλήψεις των εκπαιδευτικών και άλλων ενδιαφερομένων,
όπως των διευθυντών και των γονέων, σχετικά με τον ρόλο των ψυχολόγων στα
σχολεία, έχει δοθεί σχετικά μικρότερη εστίαση στη μελέτη των αντιλήψεων των ίδιων
των ψυχολόγων. Συγκριτικά, έχει δοθεί μεγάλη προσοχή στη σύγκριση των
αντιλήψεων των ψυχολόγων με αυτές των εκπαιδευτικών. Σε αυτή την ενότητα, θα
παρουσιάσουμε δεδομένα τόσο για τις αντιλήψεις των ατόμων που εμπλέκονται στο
έργο των σχολικών ψυχολόγων όσο και για τις αντιλήψεις τους για τους σχολικούς
ψυχολόγους.
Ένα σημαντικό μέρος της βιβλιογραφίας εστιάζει στην εξέταση των αντιλήψεων που
περιβάλλουν τις ευθύνες και τα καθήκοντα των σχολικών ψυχολόγων, τόσο στην
πραγματικότητα όσο και στις επιδιώξεις. Οι εκπαιδευτικοί και οι διευθυντές των
σχολείων πιστεύουν ότι ο ρόλος του ψυχολόγου στα σχολεία περιλαμβάνει εργασίες
όπως αξιολόγηση, ειδική αγωγή, συμβουλευτική, συνεργασία, παρέμβαση σε κρίση
και διαχείριση συμπεριφοράς (Watkins, Crosby & Pearson, 2001). Σύμφωνα με τη
βιβλιογραφία, οι εκπαιδευτικοί στην Αυστραλία αντιλαμβάνονται τον πρωταρχικό
ρόλο των σχολικών ψυχολόγων ως παροχή υποστήριξης σε μεμονωμένους μαθητές
(Beltman, Mansfield & Harris, 2016). Οι εκπαιδευτικοί πιστεύουν ότι οι ψυχολόγοι
αφιερώνουν υπερβολικό χρόνο στις αξιολογήσεις και ότι ο πρωταρχικός τους ρόλος
πρέπει να είναι ο εντοπισμός των δυσκολιών και των δυνατοτήτων των παιδιών. Η
αξιολόγηση και η διάγνωση θεωρούνται θεμελιώδη καθήκοντα στο πλαίσιο του
ρόλου του σχολικού ψυχολόγου, όπως προτείνεται από διάφορες μελέτες που έχουν
διεξαχθεί τα τελευταία 15 χρόνια (Farrell, Jimerson, Kalambouka & Benoit, 2005;
Loynd, Cooper & Hough, 2005). Αυτές οι μελέτες έχουν ρίξει φως στο ευρύ φάσμα
και την περίπλοκη φύση των ευθυνών που αναλαμβάνουν οι σχολικοί ψυχολόγοι.
Επιπλέον, τα ευρήματα από αυτές τις μελέτες ήταν συνεπή σε διάφορες χώρες, όπως
η Τουρκία, η Ελλάδα, η Εσθονία, η Κύπρος, η Νότια Αφρική, η Αγγλία, η Δανία, οι
ΗΠΑ και η Σκωτία.
14
Σε μια μελέτη που διεξήχθη από τους Farrell, Jimerson, Kalambouka και Benoit
(2005), δάσκαλοι από διάφορες χώρες όπως η Τουρκία, η Εσθονία, η Κύπρος, η
Νότια Αφρική, η Αγγλία, η Δανία, οι ΗΠΑ και η Ελλάδα μοιράστηκαν τις αντιλήψεις
τους για τους σχολικούς ψυχολόγους. Οι δάσκαλοι ανέφεραν ότι οι σχολικοί
ψυχολόγοι εμπλέκονται στην αξιολόγηση, την παροχή ατομικής συμβουλευτικής και
θεραπείας για τα παιδιά, την παροχή συμβουλών στους γονείς και τη συνεργασία με
τους δασκάλους του σχολείου. Παρόμοια με τα ευρήματα στην ξενόγλωσση
βιβλιογραφία, οι δάσκαλοι στην Ελλάδα ανέφεραν επίσης ότι οι σχολικοί ψυχολόγοι
διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στην αξιολόγηση των μαθητών, στην παροχή ατομικής
συμβουλευτικής και θεραπείας, στην παροχή υποστήριξης στους γονείς, στη
διαβούλευση με τους δασκάλους και στην ενίσχυση της συνεργασίας μέσα στο
σχολείο (Farrell, Jimerson, Κalambouka & Benoit, 2005). Σε μια ξεχωριστή μελέτη
του Δημάκου (2006), οι μελλοντικοί εκπαιδευτικοί στην Ελλάδα αναγνώρισαν τη
σημασία των ρόλων και των δραστηριοτήτων των σχολικών ψυχολόγων, εκτός από
την πτυχή της επαφής σχολείου και κοινότητας. Σε μια μελέτη που διεξήχθη στην
Εσθονία (Kikas, 1999), οι ψυχολόγοι ανακάλυψαν ότι οι δάσκαλοι έχουν μια
ξεχωριστή άποψη σχετικά με τον ρόλο τους σε σύγκριση με τους ψυχολόγους.
Σύμφωνα με τα ευρήματα, οι δάσκαλοι πιστεύουν ότι οι ψυχολόγοι πρέπει πρωτίστως
να επικεντρωθούν στην αντιμετώπιση εκπαιδευτικών, συναισθηματικών και
συμπεριφορικών ζητημάτων των μαθητών. Από την άλλη πλευρά, οι ψυχολόγοι
δίνουν προτεραιότητα στην παροχή συμβουλευτικής και υποστήριξης στους
εκπαιδευτικούς προκειμένου να χειριστούν αποτελεσματικά τις προκλήσεις που
θέτουν οι προβληματικοί μαθητές.
Σύμφωνα με τους Thielking και Jimerson (2006), υπάρχει μια γενική συναίνεση
μεταξύ των διευθυντών, των εκπαιδευτικών και των σχολικών ψυχολόγων στην
Αυστραλία σχετικά με τον ρόλο του σχολικού ψυχολόγου. Ωστόσο, υπάρχουν
ορισμένοι τομείς διαφωνίας όταν πρόκειται για ορισμένες πτυχές του ρόλου τους,
ιδίως όσον αφορά την ηθική και τα όρια. Η μελέτη υπογραμμίζει ότι υπάρχει
διάσταση απόψεων σχετικά με την εμπλοκή του σχολικού ψυχολόγου σε πειθαρχικά
θέματα. Ενώ οι εκπαιδευτικοί και οι διευθυντές αναμένουν από τον ψυχολόγο να
βοηθήσει τους δασκάλους στη διατήρηση της πειθαρχίας μεταξύ των μαθητών, οι
ίδιοι οι ψυχολόγοι πιστεύουν ότι ο ρόλος τους πρέπει να εστιάζεται στην υποστήριξη
των δασκάλων και όχι στην άμεση επαφή με τους μαθητές. Οι εκπαιδευτικοί
15
περιμένουν από τους ψυχολόγους να τους παρέχουν πληροφορίες όταν παραπέμπουν
έναν μαθητή για συμβουλευτική, αλλά οι ψυχολόγοι μπορεί να επιλέξουν να μην
αποκαλύψουν ορισμένα εμπιστευτικά ζητήματα. Οι ψυχολόγοι δεν συμφωνούν με
την ιδέα να εξαναγκαστούν οι μαθητές να υποβληθούν σε συμβουλευτική εάν δεν το
θέλουν, ενώ οι δάσκαλοι είναι υπέρ της υποχρεωτικής συμβουλευτικής. Ενώ μπορεί
να υπάρχει μια κοινή οπτική για τον ρόλο των σχολικών ψυχολόγων μεταξύ των
επαγγελματιών στο σχολικό περιβάλλον, υπάρχουν διαφωνίες σε ηθικά διλήμματα
και την κατάλληλη στάση που πρέπει να τηρήσουν οι ψυχολόγοι (Thielking και
Jimerson, 2006)
16
εβδομάδα. Οι ερευνητές βρήκαν μια άμεση συσχέτιση μεταξύ της συχνότητας
παρουσίας ψυχολόγων στα σχολεία και του γενικού επιπέδου ικανοποίησης των
εκπαιδευτικών από τις παρεχόμενες υπηρεσίες.
Η σημασία και η αξία των σχολικών ψυχολόγων έχουν αναγνωριστεί ευρέως στο
ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, όπως αποδεικνύεται από διάφορες έρευνες που
έγιναν στην περιοχή. Οι μελέτες των Dimakos (2006), Μπίμπου-Νάκου και
Στογιαννίδου (2006), καθώς και της Χατζηχρήστου (2011), έχουν υπογραμμίσει τον
κρίσιμο ρόλο των σχολικών ψυχολόγων στο σχολικό περιβάλλον. Οι δάσκαλοι έχουν
δείξει ισχυρή υποστήριξη για την παρουσία των σχολικών ψυχολόγων, ιδιαίτερα σε
περιόδους κρίσης, όπως καταδεικνύεται στην έρευνα των Μαύρου, Σ. και Μαύρου, Ε.
και Ψάλτη Α., (2007). Επιπλέον, ευρήματα από μια μελέτη που διεξήχθη από τους
Gavrilidou, de Mesquita. Σε αντίθεση με τις πληροφορίες που αναφέρθηκαν
παραπάνω, η έρευνα δείχνει ότι μια μειοψηφία εκπαιδευτικών έχει επιφυλάξεις
σχετικά με τη συμμετοχή των ψυχολόγων στην εργασία τους. Ένας μικρός αριθμός
εκπαιδευτικών στη Σκωτία εκφράζει αμφιβολίες και ανησυχίες σχετικά με τον ρόλο
των ψυχολόγων, αναφέροντας ανησυχίες για πιθανή κακή χρήση συμβουλευτικών
υπηρεσιών από μαθητές και αμφισβητεί την αναγκαιότητα ψυχολόγων όταν οι
δάσκαλοι ήδη παρέχουν κάποια μορφή συμβουλευτικής στους μαθητές (Squires,
Farrell, Woods, Lewis, Rooney & O’Connor, 2007).
Κατά την παιδική ηλικία, η ψυχική υγεία περιλαμβάνει την ανάπτυξη κοινωνικών-
συναισθηματικών δεξιοτήτων και δεξιοτήτων ζωής. Ο στόχος είναι να διασφαλιστεί
ότι αυτά τα παιδιά θα ζήσουν μια ικανοποιητική ζωή και θα είναι σε θέση να
λειτουργούν αποτελεσματικά όχι μόνο μέσα στο σπίτι τους αλλά και στη σχολική
17
κοινότητα και στο ευρύτερο περιβάλλον (Perou et al., 2013). Είναι σημαντικό να
σημειωθεί ότι υπάρχει σημαντική διαφορά στα θέματα ψυχικής υγείας μεταξύ
παιδιών και εφήβων, που αντιστοιχεί περίπου στο 10%-20%. Αυτή η ανισότητα
δημιουργεί ένα ουσιαστικό πρόβλημα, καθώς μπορεί να οδηγήσει σε διάφορες
συνέπειες, όπως, ενδεικτικά, η κατάθλιψη, το άγχος, η χαμηλή αυτοεκτίμηση, η
ακαδημαϊκή αποδέσμευση και η συνολική μειωμένη λειτουργικότητα. Παράγοντες
όπως πολιτισμικές αλλαγές, αδιαφορία για τα όρια, συγκρούσεις εντός της
οικογένειας, διάφορα οικογενειακά προβλήματα, κατάχρηση ουσιών και βία
συμβάλλουν στην εμφάνιση τραυματικών καταστάσεων για τα παιδιά, επηρεάζοντας
σημαντικά την ψυχική τους ευεξία (Παπαλεοντίου-Λουκά, 2018).
Στην National Survey of Children's Health (NSCH) του 2016, οι ερευνητές εξέτασαν
ένα δείγμα παιδιών ηλικίας μεταξύ 3 και 17 ετών για να διερευνήσουν τον
επιπολασμό και τις συσχετίσεις διαγνωσμένης κατάθλιψης, άγχους και προβλημάτων
συμπεριφοράς στα παιδιά, καθώς και τη λήψη κατάλληλων θεραπεία. Τα ευρήματα
έδειξαν ότι το 7,1% των παιδιών αντιμετώπισε προβλήματα άγχους, το 7,4%
παρουσίασε προβλήματα συμπεριφοράς και το 3,2% είχε διαγνωστεί με κατάθλιψη.
Επιπλέον, η μελέτη αποκάλυψε ότι η σοβαρότητα των προβλημάτων ψυχικής υγείας
18
έτεινε να αυξάνει με την ηλικία του παιδιού. Επιπλέον, όλα τα παιδιά που είχαν
διαταραχή ψυχικής υγείας έλαβαν κάποια μορφή θεραπείας το προηγούμενο έτος και
η παρουσία διαταραχής ψυχικής υγείας συνδέθηκε με τη χρήση πολλαπλών τρόπων
θεραπείας (Ghandour et al. 2019).
Περίπου το 20% των παιδιών και των εφήβων σε όλο τον κόσμο επηρεάζονται από
μια σειρά ψυχικών διαταραχών. Σύμφωνα με τα ερευνητικά δεδομένα, η αυτοκτονία
κατατάσσεται ως η τρίτη κύρια αιτία θανάτου μεταξύ των εφήβων (Malhotra, Kohli,
Kapoor, & Pradhan, 2009). Ο αυξανόμενος αριθμός νέων σε χώρες χαμηλού και
μεσαίου εισοδήματος αντιμετωπίζει έλλειψη υποστήριξης και φροντίδας από
επαγγελματίες ψυχικής υγείας, καθώς και ανεπαρκείς υποδομές και πόρους για την
αποτελεσματική διαχείριση των προβλημάτων ψυχικής τους υγείας (UNICEF, 2011)
19
από αυτές τις προκλήσεις, ο έφηβος σταδιακά παίρνει μορφή και γίνεται οικείος και
αναγνωρίσιμος. Αυτή η φάση της ζωής χαρακτηρίζεται από ένα μείγμα
συναισθημάτων, που κυμαίνονται από ευφορία και ευτυχία έως άγχος και
προβλήματα. Είναι μια περίοδος αυτοανακάλυψης και ψυχικής καταπόνησης, καθώς
ο έφηβος προσπαθεί να βρει τη θέση του στον κόσμο. Ταυτόχρονα, περιλαμβάνει την
απομάκρυνση από το παρελθόν και τη σφυρηλάτηση νέων δεσμών με το μέλλον.
Αυτή η περίοδος μπορεί να προκαλέσει σύγχυση όχι μόνο για τον ίδιο τον έφηβο
αλλά και για τους γονείς του, που φέρουν την ευθύνη να καθοδηγήσουν την
ανατροφή του. Επιπλέον, άλλοι ενήλικες στους οποίους έχει ανατεθεί το καθήκον να
υποστηρίξουν την ανάπτυξη του εφήβου και να τον βοηθήσουν να αντιμετωπίσει τις
ψυχοκοινωνικές του προκλήσεις αντιμετωπίζουν επίσης τις δικές τους αβεβαιότητες
(Νομικού, 2004).
Από κοινωνιολογική άποψη, η εφηβεία είναι ένα φαινόμενο που μπορεί να διακριθεί
από τα καθολικά και ομοιογενή χαρακτηριστικά της, καθώς και από την
ποικιλομορφία της. Επηρεάζεται από το πολιτιστικό και κοινωνικό περιβάλλον στο
οποίο μεγαλώνουν τα άτομα και μπορεί να ποικίλλει ως προς τη διάρκειά του και τις
διαδικασίες μέσω των οποίων οι έφηβοι ενσωματώνονται στην κοινωνία των
ενηλίκων. Σε κοινωνίες που είναι πιο σύνθετες, η εφηβεία τείνει να είναι μεγαλύτερη
και πιο έντονη όσον αφορά τις συγκρούσεις. Ωστόσο, ακόμη και μέσα στην ίδια
κοινωνία, όπως στις δυτικές κοινωνίες, η εφηβεία μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με
παράγοντες όπως το κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο και τις δραστηριότητες στις
οποίες συμμετέχουν τα άτομα σε αυτό το στάδιο της ζωής(Νομικού, 2004).
Κατά τη διάρκεια της εφηβείας, τα άτομα συχνά βιώνουν μια ταραχώδη περίοδο που
χαρακτηρίζεται από έντονες εναλλαγές της διάθεσης και ακανόνιστη συμπεριφορά.
Αυτή η παραδοσιακή οπτική για την εφηβεία υποδηλώνει ότι αυτό το στάδιο είναι
εγγενώς χαοτικό και αγχωτικό. Ωστόσο, οι σύγχρονοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι η
εφηβεία δεν είναι απαραίτητα πιο ενοχλητική από άλλα στάδια της ζωής, εφόσον οι
έφηβοι είναι επαρκώς εξοπλισμένοι για να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις και τις
ευθύνες που έρχονται με τη μετάβαση στην ενήλικη ζωή (Μακρή-Μπότσαρη, 2007).
Η εφηβεία είναι μια περίπλοκη και μακρά περίοδος ανάπτυξης που τυπικά εκτείνεται
από την έναρξη της σεξουαλικής ωρίμανσης γύρω στην ηλικία των 11 ετών έως τα
τέλη της εφηβείας ή τις αρχές των 20. Το τέλος της εφηβείας δεν εντοπίζεται εύκολα
καθώς επηρεάζεται από διάφορους πολιτισμικούς και ψυχοκοινωνικούς παράγοντες.
20
Αυτή η μεταβατική φάση περιλαμβάνει σημαντικές αλλαγές στις βιολογικές,
γνωστικές, συναισθηματικές και κοινωνικές πτυχές της ζωής ενός ατόμου.
21
2.2. Εφηβεία και Προβλήματα Συμπεριφοράς
Κατά την εφηβεία, τα προβλήματα συμπεριφοράς μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε
εξωτερικευμένα και εσωτερικευμένα θέματα. Τα εξωτερικά προβλήματα είναι πιο
εμφανή και επηρεάζουν άμεσα το άτομο και την κοινωνία με αρνητικούς τρόπους.
Παραδείγματα προβλημάτων εξωτερίκευσης περιλαμβάνουν την κατάχρηση ουσιών,
τις διαταραχές συμπεριφοράς, την ακαδημαϊκή αποτυχία και την παραβατικότητα.
Από την άλλη πλευρά, τα εσωτερικευμένα προβλήματα χαρακτηρίζονται από
συμπεριφορές που δεν γίνονται εύκολα αντιληπτές και μπορούν να καλυφθούν.
Συναισθηματικές διαταραχές όπως η κατάθλιψη και το άγχος είναι τυπικά
παραδείγματα εσωτερικευτικών προβλημάτων. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι
πολλά συμπτώματα εσωτερικευτικών προβλημάτων μπορεί να θεωρηθούν ως
φυσιολογικές εκδηλώσεις των πολυάριθμων αλλαγών που συμβαίνουν κατά την
εφηβεία. Οι ερευνητές έχουν κάνει κάποια γενικά συμπεράσματα σχετικά με αυτά τα
προβλήματα και παρουσιάζονται παρακάτω (Cole & Cole, 2002; Μακρή-Μπότσαρη,
2008):
22
των προβλημάτων των εφήβων και τονίζουν ότι τα ζητήματα που προκύπτουν
κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου μπορεί να μην αποδίδονται
αποκλειστικά στην ίδια την εφηβεία (Μακρή-Μπότσαρη, 2008).
Η πλειονότητα των προβλημάτων συμπεριφοράς που παρατηρούνται συνήθως
στους εφήβους τείνουν να μειώνονται ή να εξαφανίζονται καθώς μεταβαίνουν
στην ενήλικη ζωή. Η κατάχρηση ουσιών και η παραβατική συμπεριφορά είναι
κύρια παραδείγματα τέτοιων προβλημάτων, με υψηλότερα ποσοστά
επικράτησης μεταξύ των εφήβων από τους ενήλικες. Παρά το γεγονός ότι
πολλοί έφηβοι εμπλέκονται σε κατάχρηση αλκοόλ και ναρκωτικών ή
παρουσιάζουν παραβατικές συμπεριφορές, ένα σημαντικό μέρος τους
μεγαλώνει και γίνεται υπεύθυνα και νομοταγή άτομα.
23
Όταν τα παιδιά παραμελούνται, απορρίπτονται ή αντιμετωπίζουν εχθρότητα από τους
γονείς τους, είναι πολύ πιθανό να αντιμετωπίσουν πολλές προκλήσεις σε
διαφορετικές πτυχές της προσωπικότητάς τους. Αυτές οι προκλήσεις μπορεί να
περιλαμβάνουν δυσκολίες στη μάθηση, νευρωτικές διαταραχές, γνωστικά
προβλήματα, ψυχοσωματικά προβλήματα και διαταραχές προσωπικότητας. Από την
άλλη πλευρά, εάν τα παιδιά είναι σε θέση να αναπτύξουν ένα αίσθημα ανεξαρτησίας
μέσα σε μια περιποιητική και θετική σχέση με τους γονείς τους, ενισχύει σημαντικά
την ικανότητά τους να προσαρμοστούν καθώς μεγαλώνουν. Αυτή η θετική ανατροφή
οδηγεί σε αυξημένη αυτοπεποίθηση, βελτιωμένη ανθεκτικότητα έναντι της πίεσης
των συνομηλίκων και υψηλότερη αυτοεκτίμηση (Θεοδωροπούλου, 2010).
Τα συμπτώματα της ΔΕΠΥ συνήθως εκδηλώνονται μετά την ηλικία των 5 ετών και
θα πρέπει να παρακολουθούνται για τουλάχιστον 6 μήνες. Τα κοινά χαρακτηριστικά
της ΔΕΠΥ περιλαμβάνουν αυξημένα επίπεδα υπερκινητικότητας, έλλειψη προσοχής
στη λεπτομέρεια, αυξημένη παρορμητικότητα και περιστασιακή εμφάνιση
αντικοινωνικής συμπεριφοράς (Τζιβινίκου, 2015). Τα παιδιά με ΔΕΠΥ παρουσιάζουν
συχνά διασπαστικότητα, ταραχή και ενοχλητική συμπεριφορά στην τάξη,
προσπαθώντας να διατηρήσουν την εστίαση για παρατεταμένες χρονικές περιόδους.
Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε χαμένες πληροφορίες κατά τη διάρκεια εκπαιδευτικών
δραστηριοτήτων και ζημιά στο υλικό της τάξης. Η ικανοποίηση των απαιτήσεων της
δομημένης συμπεριφοράς και της διαρκούς προσοχής στο σχολείο μπορεί να είναι
προκλητική και εξαντλητική τόσο για τα παιδιά με ΔΕΠΥ όσο και για τους
δασκάλους τους (Τζιβινίκου, 2015).
24
Οι εκπαιδευτικοί αντιλαμβάνονται τις υπερκινητικές συμπεριφορές ως ενδείξεις
άγχους. Τα παιδιά με ΔΕΠΥ αντιμετωπίζουν δυσκολίες όταν συνειδητοποιούν ότι
διαφέρουν από τους συνομηλίκους τους. Εάν αυτά τα συμπτώματα επιμείνουν, αυτά
τα παιδιά μπορεί να αντιμετωπίσουν κοινωνικό αποκλεισμό καθώς οι συμμαθητές
τους αρνούνται να παίξουν μαζί τους και οι ενήλικες τα τιμωρούν για τη
συμπεριφορά τους. Επιπλέον, τα παιδιά με ΔΕΠΥ τείνουν να παρουσιάζουν πτώση
στις ακαδημαϊκές τους επιδόσεις. Μελέτες δείχνουν ότι εάν ένα παιδί διαγνωστεί με
ΔΕΠΥ, είναι πιο πιθανό να έχει επίσης δυσλεξία και όχι το αντίστροφο (Pavlidis &
Giannouli, 2014). Επιπλέον, η έρευνα δείχνει ότι τα παιδιά τόσο με ΔΕΠΥ όσο και με
δυσλεξία είναι πιο διαδεδομένα σε σύγκριση με εκείνα με απλώς υπερκινητικότητα
και παρορμητικότητα. Κατά συνέπεια, η παροχή υποστήριξης και η εφαρμογή
πειθαρχικών μέτρων για αυτά τα παιδιά συνεπάγεται σημαντικό οικονομικό κόστος
(Pavlidis & Giannouli, 2014).
25
προφορικός και γραπτός λόγος, καθώς και οι μαθηματικές δεξιότητες (Τζιβινίκου,
2015). Οι μαθησιακές δυσκολίες κατηγοριοποιούνται με βάση συγκεκριμένα
χαρακτηριστικά, όπως δυσκολίες ομιλίας και γλώσσας, δυσκολίες ανάγνωσης
(γνωστές και ως δυσλεξία), δυσκολίες με τον γραπτό λόγο (συμπεριλαμβανομένης
της δυσλεξίας), μαθηματικές γλωσσικές δυσκολίες και άλλες προκλήσεις όπως
οπτικοκινητικές διαταραχές.
Οι δυσκολίες στον γραπτό λόγο συνδέονται με τις δεξιότητες που απαιτούνται για τη
γραφή και παρατηρείται ότι τα παιδιά αποδίδουν κάτω από το ηλικιακό τους επίπεδο
στον τομέα αυτό. Σε περιπτώσεις δυσγραφίας παρουσιάζονται δυσκολίες στην
έκφραση σκέψεων μέσω της γραφής λόγω γραμματικών λαθών. Το παιδί τείνει να
χρησιμοποιεί λανθασμένα σημεία στίξης, να κάνει ορθογραφικά λάθη και το
χειρόγραφό του μπορεί να είναι δυσανάγνωστο και αποδιοργανωμένο ως προς τη
δομή της παραγράφου. Από την άλλη πλευρά, η δυσαριθμησία αναφέρεται σε
δυσκολίες εκμάθησης μαθηματικών εννοιών. Τα παιδιά με δυσαριθμησία αγωνίζονται
με εργασίες που σχετίζονται με συναλλαγές χρημάτων, επίλυση μαθηματικών
προβλημάτων, κατανόηση λογικών ακολουθιών και περιγραφή μαθηματικών
διαδικασιών προφορικά. Μπορεί επίσης να αντιμετωπίσουν προκλήσεις στη μέτρηση.
Μια ερευνητική μελέτη που επικεντρώθηκε σε μαθητές με διάγνωση δυσαριθμησίας
διερεύνησε τέσσερις βασικούς τομείς - την αίσθηση αριθμών, τη μνήμη εργασίας, την
ικανότητα υπολογισμού και τη μαθηματική λογική (Yoong & Ahmad, 2021). Η
μελέτη διαπίστωσε ότι η έγκαιρη παρέμβαση από ειδικούς όπως παιδιάτρους και
κλινικούς ψυχολόγους στην αξιολόγηση αυτών των τομέων μπορεί να βοηθήσει στον
εντοπισμό και την αντιμετώπιση των προκλήσεων που αντιμετωπίζουν αυτά τα
παιδιά έγκαιρα. Αυτή η προληπτική προσέγγιση μπορεί να οδηγήσει σε
αποτελεσματικές στρατηγικές και υποστήριξη για τη βελτίωση των μαθηματικών
τους δεξιοτήτων και τη συνολική ακαδημαϊκή επιτυχία (Yoong & Ahmad, 2021).
26
Από την άλλη πλευρά, η Διαταραχή Ομιλίας είναι μια ειδική ανεπάρκεια στις
ικανότητες ομιλίας που προκαλεί σημαντική καθυστέρηση στην ανάπτυξη του λόγου
χωρίς να υπάρχουν άλλες εμφανείς καταστάσεις, όπως κώφωση, αυτισμός ή νοητική
υστέρηση. Αυτή η διαταραχή χαρακτηρίζεται από διαφορές στις λεκτικές και μη
λεκτικές γνωστικές ικανότητες και είναι εμφανής μέσω δυσκολιών στην κατανόηση
και τη χρήση γραπτού και προφορικού λόγου. Στην παιδική ηλικία, συχνά αναφέρεται
ως δυσφασία ή αναπτυξιακή διαταραχή (Τζιβινίκου, 2015). Τα παιδιά με αυτή την
αναπηρία αρχικά παλεύουν με τις μορφοσυντακτικές πτυχές του λόγου και αργότερα
μπορεί να έχουν δυσκολίες με την ανάγνωση και τη γραφή. Μπορεί επίσης να
δυσκολεύονται να κατανοήσουν τη σημασία νέων λέξεων, να ονομάσουν αντικείμενα
ή να γενικεύσουν νέες γραμματικές δομές. Αυτές οι δυσκολίες μπορεί να επηρεάσουν
τις ακαδημαϊκές τους επιδόσεις και τις καθημερινές τους δραστηριότητες, παρόλο
που δεν έχουν άλλα γνωστικά ή ψυχοκοινωνικά προβλήματα (Τζιβινίκου, 2015)
27
Beltman, S., Mansfield, C. F., & Harris, A. (2016). Quietly sharing the load? The role
of school psychologists in enabling teacher resilience. School Psychology
International, 37(2), 172-188.
Corkum, P., French, F., & Dorey, H. (2007). School psychology in Nova Scotia: A
survey of current practices and preferred future roles. Canadian Journal of School
Psychology, 22(1), 108-120.
Dimakos, I. C. (2006). The attitudes of Greek teachers and trainee teachers towards
the development of school psychological and counselling services. School Psychology
International, 27(4), 415-425.
Fagan, T. K., & Wise, P. S. (2000). School psychology: Past, present, and future.
NASP Publications, 4340 East West Highway, Suite 402, Bethesda, MD 20814.
Farrell, P., Jimerson, S. R., Kalambouka, A., & Benoit, J. (2005). Teachers’
perceptions of school psychologists in different countries. School Psychology
International, 26(5), 525-544.
Farrell, P. (2010). School psychology: Learning lessons from history and moving
forward. School Psychology International, 31(6), 581-598
Farrell, P., Jimerson, S. R., Kalambouka, A., & Benoit, J. (2005). Teachers’
perceptions of school psychologists in different countries. School Psychology
International, 26(5), 525-544.
Ghandour, R. M., Sherman, L. J., Vladutiu, C. J., Ali, M. M., Lynch, S. E., Bitsko, R.
H., & Blumberg, S. J. (2019). Prevalence and treatment of depression, anxiety, and
conduct problems in US children. The Journal of pediatrics, 206, 256-267.
Jimerson, S. R., Skokut, M., Cardenas, S., Malone, H., & Stewart, K. (2008). Where
in the world is school psychology? Examining evidence of school psychology around
the globe. School Psychology International, 29(2), 131-144.
Lee, K., & Woods, K. (2017). Exploration of the developing role of the educational
psychologist within the context of “traded” psychological services. Educational
Psychology in Practice, 33(2), 111-125
Loynd, C., Cooper, M., & Hough, M. (2005). Scottish secondary school teachers’
attitudes towards, and conceptualisations of, counselling. British Journal of Guidance
& Counselling, 33(2), 199-211
Malhotra, S., Kohli, A., Kapoor, M., & Pradhan, B. (2009). Incidence of childhood
psychiatric disorders in India. Indian journal of Psychiatry, 51(2), 101.
28
National Association of School Psychologists. (2010a). Model for comprehensive and
integrated school psychological services. Retrieved from.
http://www.nasponline.org/standards/2010standards/2_Practice Model.pdf
Perou, R., Bitsko, R. H., Blumberg, S. J., Pastor, P., Ghandour, R. M., Gfroerer, J. C.,
& Huang, L. N. (2013). Mental health surveillance among children—United States,
2005–2011. MMWR Suppl, 62(2), 1-35
Polanczyk, G. V., Willcutt, E. G., Salum, G. A., Kieling, C., & Rohde, L. A. (2014).
ADHD prevalence estimates across three decades: an updated systematic review and
meta-regression analysis. International journal of epidemiology, 43(2), 434- 442.
Squires, G., Farrell, P., Woods, K., Lewis, S., Rooney, S., & O’Connor, M. (2007).
Educational psychologists’ contribution to the Every Child Matters agenda: The
parents’ view. Educational Psychology in Practice, 23(4), 343-361
Telford, C., Green, C., Logan, S., Langley, K., Thapar, A., & Ford, T. (2013).
Estimating the costs of ongoing care for adolescents with attention-deficit
hyperactivity disorder. Social psychiatry and psychiatric epidemiology, 48(2), 337-
344.
Thielking, M., & Jimerson, S. R. (2006). Perspectives regarding the role of school
psychologists: Perceptions of teachers, principals, and school psychologists in
Victoria, Australia. Journal of Psychologists and Counsellors in Schools, 16(2), 211-
223.
UNICEF, I. (2011). The situation of children in India: a profile. New Delhi: United
Nations Children’s Fund (UNICEF), 3.
Whitley, J., Smith, J. D., & Vaillancourt, T. (2012). Promoting mental health literacy
among educators: Critical in school-based prevention and intervention. Canadian
Journal of School Psychology, 28(1), 56-70.
29
Cole, Μ., Cole, S.R. (2002). Η ανάπτυξη των παιδιών: Εφηβεία, τόμος Γ, Εκδόσεις
Τυττωθήτω- Γ. Δαρδανός, Αθήνα.
Μαύρου, Σ., Μαύρου, Ε., & Ψάλτη, Α., (2007). Παρεμβάσεις σε κρίσιμες
καταστάσεις στα πλαίσια του σχολείου. Μια πρώτη απόπειρα διερεύνησης απόψεων
αναγκών Ελλήνων μαθητών/τριών και εκπαιδευτικών. Επιστημονική επετηρίδα
τμήματος ψυχολογίας ΑΠΘ Τόμος Ζ, 269-291
Χατζηχρήστου, Χ. (2015). Πρόληψη και Προαγωγή της Ψυχικής Υγείας στο Σχολείο
και στην Οικογένεια. Αθήνα: Εκδόσεις Gutenberg.
30
31