You are on page 1of 86

Στην παρουσίαση σας θα τοποθετήσετε εικόνες ; Αν ναι για ποιο λόγο ;

Θα εντάξετε στην παρουσίαση μου βίντεο ;


Πώς θα παρουσιάσετε το υλικό (σειρά σύνδεσης στην παρουσίαση , επιλογή ή όχι
του ζουμ , χρόνος/ διάρκεια εμφάνισης κάθε σημείο της παρουσίασης )
Αφού παρουσιάσετε την εργασία σας στην τάξη , να την αναρτήσετε στο wiki , στο
φάκελο : δ ΄ εργασία Λογοτεχνίας .
Ε΄ (ατομικό) Φύλλο εργασίας
Κωνσταντίνος Θεοτόκης , Η Τιμή και το Χρήμα
ΗΤΙΜΗ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΗΜΑεκδόθηκε για πρώτη φορά το 1914. Όπως όμως αναφέρει ο
ίδιος ο συγγραφέας στην αφιέρωσή του στην Ειρήνη Δεντρινού «εγράφτηκε πριν από
το βαλκανικό πόλεμο, που ήταν το προοίμιο του σημερινού ολέθριου σπαραγμού της
Ευρώπης και εδημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο Νουμά ενώ διαρκούσε και εμάνιζε
εκείνη η αντάρα». Η χρονική περίοδος που γράφτηκε το διήγημα (νουβέλα θα λέγαμε
σήμερα) συμπίπτει με την ακμή της σοσιαλιστικής δράσης του συγγραφέα. Το 1907-
1909 ο Θεοτόκης παρακολουθεί μαθήματα στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου. Την
εποχή αυτή η σο σιαλδημοκρατική κίνηση στη Γερμανία βρίσκεται στην κορύφωσή
της. Κι ενώ στην πρώτη φάση της πεζογραφίας του ανανεώνει την ελληνική
ηθογραφία με γλώσσα αδρή και λιτή (Κορφιάτικες ιστορίες), στη δεύτερη φάση,
επηρεασμένος από τις σοσιαλιστικές ιδέες, προσπαθεί να δείξει ότι με το κοινωνικό
σύστημα που ισχύει, το χρήμα και το συμφέρον αλλοιώνουν το χαρακτήρα των
ανθρώπων και κατευθύνουν τις πράξεις τους. (Ή Τιμή και το Χρήμα, Οι σκλάβοι στα
δεσμά τους). Ο ιδεολογικός αυτός προγραμματισμός δε ζημιώνει καθόλου το
διήγημα, που είναι οργανωμένο δρ αματικά, με σκηνές ζωντανές και ανθρώπινες. Η
Ειρήνη Δεντρινού σε ομιλία της με τίτλο «Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης σαν
συγγραφέας, σαν άνθρωπος» είπε σχετικά:
«ΣτηνΤιμή και το Χρήμα—το πρώτο κατά χρονολογική σειρά μεγάλο διήγημα του
Θεοτόκη— περιγράφεται ιδιαίτερα το κερκυραϊκό προάστιο, το Μαντούκι, και γενικά η
κατάσταση της Κέρκυρας στην εποχή της πρωθυπουργίας του Γ. Θεοτόκη. Αντίθετος
προς το συνονόματό του, ο συγγραφέας καυτηριάζει σατιρίζοντας τα πολιτικά
συστήματα της τότε εποχής, το κυρίαρχο ρουσφετολόι, την πρόοδο του
συστηματικού λαθρεμπορίου στις κερκυραϊκές ακτές και την εξαχρείωση του εκλογέα.
Ανάμεσα σε όλη αυτή την κίνηση πλέκεται το τρυφερό και γεμάτο ποιητική αφέλεια
ειδύλ λιο της Ρήνης και του Ανδρέα, που η χρηματική ανάγκη το παρακολουθεί για να
το χτυπήσει θανάσιμα. Έτσι ο συγγραφέας, αφού μας αποδείξει πόσο κυρίαρχα, πόσο
τυραννικά, το χρήμα επιβάλλεται και στα δυνατότερα και αγνότερα αισθήματά μας,
βάζει στο στόμα της Ρήνης τον ύμνο της αγάπης, ανώτερης απ' όλα τ' άλλα
συναισθήματα, με μια φράση λιτή, χωρίς καμιά παράχορδη, επιδειχτική κραυγή, και
που λιτότερη γίνεται στο στόμα της κοπέλας του λαού: "Με τα τάλαρα δεν αγοράζεις
την αγάπη", λέει η Ρήνη του Αντρέα». («Νέα Εστία» Α' 1927, τεύχ, 7 και 8, και: Εκδ.
«Κείμενα �Η Τιμή και το Χρήμα: σ. 121).
Ο Άγγελος Τερζάκης επίσης έγραψε σχετικά τα εξής:
«Ποιος φταίει; Η ερώτηση ανεβαίνει αυθόρμητα στα χείλη του αναγνώστη σαν
τελειώσει το διήγημα — κι αυτό είναι εκείνο που είχε αποζητήσει ο συγγραφέας. Την
απάντηση την έχει άλλωστε δώσει ο ίδιος με το«λάιτ μοτίβ»*του έργου: "Ανάθεμά τα
τα τάλαρα!". Το λέει η Τρινκούλαινα, το λέει ο Αντρέας, —όταν βλέπει πως η ευτυχία
χάθηκε πια— και τα δυο φαινομενικά αντίπαλα μέρη». Με τις κοινωνικές συνθήκες
της εποχής, συνεχίζει ο Τερζάκης «σωτηρία δεν υπάρχει· οι άνθρωποι προστυχεύουν,
τα ευγενικά συναισθήματα σβήνουν, τα πάντα γίνονται αντικείμενα συναÎ �λαγής.
Συμπόνια βαθιά μας απομένει, σαν κατακάθι, για όλους ανεξαίρετα τους ήρωες, αφού
όλοι τους είναι θύματα και κανένας τους προσωπικά φταίχτης. Το δίπτυχο των αξιών,
που εκφράζεται στον τίτλο του έργου, μένει, έτσι, γενικότερα αποφασιστικό και
καλύπτει το μεγαλύτερο ποσοστό του Θεοτοκικού έργου· Τιμή-Χρήμα»
(Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Βασική Βιβλιοθήκη, Τόμ. 31, σ. 16).
[Δουλευτάδες κι οι δυο, ποιόνε έχουμε ανάγκη;]
Είναι Κυριακή απόγευμα: όπως συνήθιζε να κάνει κάθε Κυριακή, η σιόρα Επιστήμη
μαζί με άλλες νοικοκυρές καθόταν κουβεντιάζοντας στη μικρή πλατεία του
προάστιου. Ξαφνικά, μαθαίνει από κάποια γυναίκα, που ήρθε στην παρέα της, πως η
Ρήνη έβαλε μες στο σπίτι τους τον Αντρέα. Στην αρχή προσπαθεί να φανεί ατάραχη
και να την πείσει πως μες στο σπίτι ήταν ο άντρας της (αγαθός τύπος, που συνήθως
ήταν πιωμένος). Ούτε κι η ίδια όμως δεν πιστεύει στα λόγια της· έπειτα φεύγει για να
δει τι έγινε. Βρήκε στο σπίτι τον Αντρέα και τη Ρήνη μόνους.
«Αντρέα» είπε με σιγαλή μα σταθερή φωνή, «εβάλθηκες να ντροπιάσεις το φτωχικό
μου»;
«Ω μάνα» είπε η Ρήνη ξεσπώντας σε δάκρυα, «ω μάνα!»
«Όχι» είπε ο Αντρέας γενόμενος πλιο κόκκινος.
«Δεν εσκέφτηκες» ξακολούθησε πικρά, «πως είμαστε φτωχοί άνθρωποι, αδύνατο
μέρος, πως δεν έχουμε παρά του θεού την ολπίδα και την υπόληψή μας, και το
μοναχό αποκούμπι τση φαμιλιάς μου δεν είμαι παρά εγώ, μία καημένη γυναίκα, σαν
έρμη, γιατί τον άντρα πόχω είναι σα να μην τον είχα;» Κι εβάλθηκε να κλαίει.
«Ω μάνα!» ξανάπε αναστενάζοντας η Ρήνη, «θα σου πει· η καρδιά του είναι χρυσή·
δεν καταδέχεται την ατιμία».
«Γιατί τον έμπασες μέσα; Γιατί ήρθες μέσα, Αντρέα; Η γειτόνισσα
στοφόρο*τοβουκινίζει*κι έχει δίκιο· ποιος θα τήνε πάρει τη δυστυχισμένη τώρα που
της έκαμες αυτό το κακό;»
«Άκου» είπε ο Αντρέας πειραγμένος, «όλο τομπόργο*μ' εγνώρισε τίμιονε, και η ίδια
με ξέρεις. Τι να σου κάμω; Η αγάπη δεν παίρνει το θέλημα τω γονιώνε· γεννιέται
μοναχή τση. Τη Ρήνη σου εγώ τήνε παίρνω».
«Δε μένει άλλο» είπε η μάνα μ' έναν αναστεναγμό παρηγορητικό, «έτσι μόνο θα
γλιτωθεί η τιμή μας».
«Α θέλεις» ξανάπε αδιάφορα ο Αντρέας «φέρε και τώρα τον παπά και τονούνο*για να
τελειώσει. Μα, σιόρα Επιστήμη, ξέρεις την περίληψη του σπιτιού μου. Ο κακομοίρης
ο πατέρας μου μ' άφηκε χρέγια που ολοένα τα πλερώνω· τι να πρωτοκάμω μ' αυτά
τα μπράτσα; Σκίσε μου την καρδιά μέσα θα 'βρεις τη Ρήνη σου. Την αγαπάω, από
κείνο το βράδυ τα μάτια της μ' εκάψανε. Μα πώς να τήνε ζητήσω, πώς
νακουναρήσω*παιδιά;»
«Αυτό συλλογιέσαι! Και δε βοηθάει ο Θεός; Δουλευτάδες και οι δύο, ποιόνε έχετε
ανάγκη;»
«Όχι, σιόρα Επιστήμη· θα ξεπέσει κι άλλο το σπίτι μου· θα μου το πουλήσουνε, θα
ντροπιαστώ στον κόσμο!»
«Δουλευτάδες και οι δύο, ποιόνε έχουμε ανάγκη;» είπε τώρα η Ρήνη ανάμεσα στα
δάκρυά της, «και σ' ένα καλύβι, με την αγάπη μας, θα ξαλλάζαμε τη ζωή μας και για
όλο το βιος του κόσμου»;
«Θέλω να 'σαι σαν κυρά στα χέρια μου· δε σε παίρνω στην κακομοιριά. Τι δίνεις,
κυρά Επιστήμη»;
«Τον άνθρωπό μου» αποκρίθηκε με περηφάνια σφουγγίζοντας τα μάτια της, «και την
ευκή μου! Γιατί δεν πράζεις σαν τίμιος άντρας που είσαι; Την αγαπάς; πάρ' τηνε. Ο
Θεός βοηθός. Φτωχοί άνθρωποι είμαστε· το 'ξερες!»
«Χωρίς τίποτα;» ερώτησε στενοχωρημένος.
«Την επείραξες!» κι είναι αδύνατο μέρος η δύστυχη. Τρειςεκατοστές*έχει κι όχι
άλλα».
«Σαν τίποτα» είπε σταυρώνοντας τα χέρια· «τι να πρωτοκάμω;»
«Την επείραξες» του ξανάπε η μάνα αψωμένη· «αν είσαι τιμημένος δείχ' το· ειδέ την
έχεις στο λαιμό σου!»
«Δώσ' μουέξι*να λευτερώσω κάνε το σπίτι μου. Ανάθεμά τα τα τάλαρα!»
«Ω δώσ' τα μάνα!» είπε τότες κλαίοντας η Ρήνη και σηκώνοντας προς τη μάνα τα
χέρια της· «μ' αυτά θ' αγοράσεις την ευτυχία μου. Όσοι άντρες κι αν είναι στον
κόσμο, ούτε και βασιλόπουλα, δε θα μ' αγαπήσει κανένας σαν τον Αντρέα· ούτε και
γω!»
«Τι λες;» της αποκρίθηκε, ρίχνοντάς της μια σκληρή ματιά. «Εσύ έσφαλες· κι εγώ ν'
αδικήσω τ' αδέρφια σου τ' άλλα; Δυο θεριά αξαίνουνε ολοένα κατόπι σου και τ'
αρσενικό μένει στο δρόμο. Τι άλλο να κάμω για σας; Ό,τι μπορούσα δεν το 'καμα;
Δεν έχω άλλα!»
«Έτσι είναι αδύνατο» είπε ο Αντρέας κι εδάκρυσε.
Μα τότες η κυρά Επιστήμη εθύμωσε. Εσήκωσε ψηλά το χέρι της, και αχνή και με
σπίθες στα μάτια του 'πε:
«Έτσι ήτανε από την αρχή του το σπίτι σου· έτσι! κι εχαλάστηκε καταπώς του
'πρεπε. Και συακολουθάς το παράδειμα*. Ω καταραμένε, τι σου χρωστούσα να
πειράξεις την ησυχία του σπιτιού μου, την καλύτερη κοπέλα του μπόργου, ω που να
πιάνεις χρυσάφι και να γένεται χώμα»!
«Μην καταριέσαι» είπε χτυπώντας φοβισμένη τα στήθια της η κόρη· «δεν το 'θελε
έτσι, μάνα· μ' αγαπάει· δώσ' τα, δώσ' τα!»
«Και συ» της είπε ακολουθώντας με οργή, «αφού εγίνηκες όπως εγίνηκες, κι έχασες,
ανέμυαλη, την καημένη σου τη νιότη! σύρε, κακομοίρα μου, κουρέψου σε κανένα
μοναστήρι! Ωχ, τι να σε κάμω!» Κι έπεσε σε μια καρέκλα κι έκρουψε το τίμιο
πρόσωπό της στα χέρια της και εβάλθηκε να κλαίει πικρά πικρά χωρίς να φωνάζει.
Εκλαίγαν και οι τρεις τους.
«Ω!» έκαμε δειλά δειλά η Ρήνη, κοιτάζοντας τον Αντρέα με μάτια δακρυσμένα και
περιπλέκοντας τα δάχτυλά της· «δουλευτάδες και οι δύο ποιόνε έχουμε ανάγκη;»
«Δε μπορώ» ξανάπε ο νέος με πόνο· «αύριο θα 'μαστε στο δρόμο· δε σε παίρνω στη
φτώχεια και στην καταφρόνια».
Κάμποση ώρα εμείναν πάλε σιωπηλοί και οι τρεις. Η κάμαρα εσκοτείνιαζε τώρα, γιατί
ο ήλιος είχε καθίσει· και δεν ακουόταν τίποτα άλλο παρά ο κουφός ανασασμός της
νοικοκυράς που δεν εσάλευε. Κανένας εκείνο το βράδυ δεν εσκεφτότουν ν' ανάψει το
φως.
Και τώρα ήταν η Ρήνη που εθύμωνε και που απελπισμένη επαναστατούσε:
«Εσύ, μάνα» είπε βραχνά, «κι όχι ο Αντρέας, εσύ με παίρνεις στο λαιμό σου για λίγα
λεφτά! Έχεις και δεν τα δίνεις. Και δέκα και δώδεκα εκατοστές έχεις, το ξέρω εγώ·
και κάνεις δουλειές κάθε μέρα, και τα αβγατίζεις τα τάλαρά σου. Και τώρα... και τώρα
θέλεις να με κλείσεις σε μοναστήρι, εμένανε που σ' εδούλεψα, που τα 'βγαλα η ίδια
τα προικιά μου με τον κόπο μου, για να 'χουνε τ' άλλα σου τα παιδιά περισσότερα. Ω
μάνα! Ω μάνα!»
«Τρεις εκατοστές είναι οι δικές σου» της αποκρίθηκε με βραχνή φωνή χωρίς να
σηκώσει το κεφάλι.
«Θα σε πάρω» της είπε στ' αυτί ο Αντρέας· «έχε υπομονή!» κι αδρασκέλισε βιαστικά
το κατώφλι.
φόρο: (το)· αγορά.βουκινίζω: σαλπίζω με το βούκινο, μεταφ. διαλαλώ.μπόργο:
προάστιο.νούνος: κουμπάρος.κουναρώ: μεγαλώνω, αναθρέφω.εκατοστές: εννοείται
τάλαρα.έξι: εκατοστές τάλαρα.ακολουθάς το παράδειμα: (παράδειγμα) εννοεί τον
πατέρα του, που, όπως είπε κάποια γειτόνισσα «τα 'καμε τα ίδια κι ο μαγαρισμένος ο
πατέρας του (ενν. του Αντρέα) και εκακομοίριασε, ανάθεμά το, μία δύο εδώ στο
μπόργο».
Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής
Παρατηρήσεις
1. Να κατονομάσετε τα πρόσωπα του παραπάνω αποσπάσματος και να δηλώσετε τη
μεταξύ τους σχέση .
2. Χαρακτηρίστε τις δύο γυναίκες του αποσπάσματος . Πιστεύετε ότι το ήθος τους
είναι σύμφωνο με το ήθος μιας παραδοσιακής γυναίκας των αρχών του
προηγούμενου αιώνα ; Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας.
3. Να εντοπίσετε το είδος του αφηγητή και τις τεχνικές αφήγησής του σε σχέση με
τον τρόπο και το χρόνο .
4. Ο τίτλος του διηγήματος είναιΗ Τιμή και το Χρήμα.Οι δυο αυτές αξίες (τιμή-χρήμα)
επηρεάζουν τη σιόρα Επιστήμη και τον Αντρέα στις πράξεις τους; Να δικαιολογήσετε
την απάντησή σας.
5. Αφού μελετήσετε προσεχτικά τα αποσπάσματα ( και το απόσπασμα στο α΄φύλλο
εργασίας , Ανάθεμα στα τάλαρα ), την εισαγωγή και τις απόψεις του Αγγ. Τερζάκη να
απαντήσετε στις ακόλουθες ερωτήσεις:
α) Γιατί νιώθουμε συμπόνια για όλους ανεξαίρετα τους ήρωες;
β) Πού μπορούμε να αποδώσουμε τη συμπεριφορά ορισμένων προσώπων του
διηγήματος, η οποία έρχεται σε αντίθεση με τα πραγματικά τους αισθήματα;
6. Το απόσπασμα χαρακτηρίζεται από μια κυμαινόμενη δραματική ένταση. Να την
παρακολουθήσετε α) στον τρόπο με τον οποίο αντιδρούν, απ' την αρχή ως το τέλος,
οι τρεις πρωταγωνιστές β) στο ρόλο που παίζει ο διάλογος.
Να καταγράψετε τις απαντήσεις σας στο Φύλλο εργασίας και να αποστείλετε το
αρχείο στη διεύθυνσή μου στο
Α΄ ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Διαβάστε προσεκτικά τα παρακάτω κείμενα και προσπαθήστε να


πραγματοποιήσετε τις δραστηριότητες που τα ακολουθούν

Α . ΚΕΙΜΕΝΟ
Στο κρεβάτι , σ’ ένα απ’ τα πολλά ξενοδοχεία όπου έκαναν έρωτα , η Σαμπίνα έπαιζε με
τα μπράτσα του Φραντς : « Είναι απίστευτο το τι ποντίκια έχεις !»
Τα εγκώμια αυτά ευχαριστούσαν τον Φραντς . Σηκώθηκε από το κρεβάτι , άρπαξε μια
βαριά καρέκλα απ’ το ένα πόδι , χαμηλά στο ύψος του δαπέδου , και άρχισε να την
σηκώνει αργά- αργά . Ταυτόχρονα , έλεγε στη Σαμπίνα :
« Δεν έχεις τίποτα να φοβάσαι , θα μπορούσα να σε προστατέψω σε κάθε περίσταση ,
ήμουν κάποτε πρωταθλητής στο τζούντο».
Κατάφερε να υψώσει κάθετα το χέρι του χωρίς ν’ αφήσει την καρέκλα κι η Σαμπίνα του
είπε : « Κάνει καλό να ξέρει κανείς ότι είσαι τόσο δυνατός !».
Στο βάθος όμως , μέσα της , πρόσθεσε ακόμα τούτο : Ο Φραντς είναι δυνατός , αλλά η
δύναμή του είναι αποκλειστικά στραμμένη προς τα έξω . Με τους ανθρώπους που ζει , μ’
αυτούς που αγαπάει , είναι αδύναμος . Η αδυναμία του Φραντς ονομάζεται καλοσύνη . Ο
Φραντς δεν θα έδινε ποτέ διαταγές στη Σαμπίνα . Ποτέ δεν θα της ζητούσε , όπως άλλοτε ο
Τόμας , ν’ ακουμπήσει τον καθρέφτη χάμω και να πηγαινοέρχεται από πάνω ολόγυμνη .
Όχι ότι δεν έχει αισθησιασμό , αλλά δεν έχει τη δύναμη να διατάζει . Υπάρχουν πράγματα
που δεν μπορεί να ολοκληρώσει κανείς παρά μόνο με τη βία .
Η Σαμπίνα κοίταζε τον Φραντς να περπατάει πάνω – κάτω στο δωμάτιο ανεμίζοντας
πολύ ψηλά την καρέκλα · η σκηνή αυτή τα φαινόταν γελοία και τη γέμιζε με μια παράξενη
θλίψη .
Ο Φραντς ακούμπησε κάτω την καρέκλα και κάθισε , με το πρόσωπο στραμμένο στη
Σαμπίνα .
« Όχι ότι δεν μου αρέσει που είμαι δυνατός , είπε , αλλά στη Γενεύη τι να τους κάνω
αυτούς τους μυς ; Τους έχω σαν κόσμημα . Είναι τα φτερά του παγωνιού . Ποτέ δεν έσπασα
τα μούτρα κανενός» .
Η Σαμπίνα συνέχιζε τις μελαγχολικές της σκέψεις . Κι αν είχε έναν άντρα που να τις
έδινε διαταγές ; Ποιος θα’ θελε να κυριαρχήσει σ’ αυτήν ; Πόσο καιρό θα τον είχε υπομείνει
; Ούτε πέντε λεπτά. Πράγμα που σημαίνει ότι κανένας άνδρας δεν της έκανε . Ούτε δυνατός
, ούτε αδύνατος .
Είπε : « Και γιατί δεν χρησιμοποιείς πού και πού τη δύναμή σου επάνω μου ;
- Γιατί το ν’ αγαπάς σημαίνει να παραιτείσαι απ’ τη δύναμη» είπε ο Φραντς γλυκά .
Η Σαμπίνα κατάλαβε δύο πράγματα : πρώτον , ότι αυτή η φράση ήταν όμορφη κι
αληθινή . Δεύτερον , ότι με τη φράση αυτή ο Φραντς είχε μόλις εξαιρεθεί απ’ την ερωτική
της ζωή .

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Μ. ΚΟΥΝΤΕΡΑ , Η ΑΒΑΣΤΑΧΤΗ ΕΛΑΦΡΟΤΗΤΑ


ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ

Β ΚΕΙΜΕΝΟ
Ο Αντρέας εξακολουθεί το λαθρεμπόριο με το καΐκι του. Σε κάποιο ταξίδι του μαθαίνει πως η Ρήνη
πρόκειται να παντρευτεί. Μετανιώνει που τόσον καιρό δεν έκαμε τίποτε. Βγαίνει στη στεριά και
πηγαίνει στο σπίτι της. Τη βρίσκει μόνη της. Την πείθει, παρά τους δισταγμούς της, και τον ακολουθεί
στο σπίτι του. Όταν αργότερα η σιόρα Επιστήμη θα τους επισκεφτεί, ο Αντρέας της υπόσχεται πως θα
παντρευτεί τη Ρήνη χωρίς καμιά άλλη απαίτηση.Έφτασε ο χειμώνας. Η Επιστήμη δέχεται την
επίσκεψη του θείου του Αντρέα.Της ζητάει 1.000 τάλαρα για προίκα. Αυτή επιμένει ότι μόνο 300
μπορεί να δώσει. Ο Αντρέας, όταν μαθαίνει την τελική της απάντηση, αποφασίζει να δουλέψει, για
να ξεχρεώσει το σπίτι, που πρόκειται να πουληθεί. Εγκαταλείπει στο σπίτι τη Ρήνη, που είναι έγκυος,
ψαρεύει και πουλάει τα ψάρια στην αγορά. Εκεί τον βρήκε η σιόρα Επιστήμη και του ζητάει να
συζητήσουν. Αυτός δε δέχεται και τη διώχνει. Στην απελπισία της αρπάζει ένα μαχαίρι και τον
χτυπάει σκληρά στο μπράτσο. Ενώ την πιάνουν οι αστυνομικοί, λέει του Αντρέα:«Μη μου χάσεις το
σπίτι μου. Πάρ' το κλειδί του κομού και σύρε να σου τα δώκει όλα όσα έχω ο άντρας
μου· όλα· μόνο διαφέντεψέ* με στο δικαστήριο. Ανάθεμά τα τα τάλαρα!»Ο Αντρέας, που η πληγή
του είναι επιπόλαιη, τρέχει χαρούμενος στο σπίτι του. Δε βρίσκει τη Ρήνη. Πηγαίνει έπειτα στο σπίτι
της και της λέει τα νέα.

Εκείνη εκοίταξε πονεμένη τα αδέρφια της, εκατέβασε το βλέφαρο και δεν του αποκρίθηκε.
«Γιατί δε χαίρεσαι;» την ερώτησε.
Κι αυτήν τη στιγμή εμπήκε στο σπίτι ο γέροντας ο Τρίνκουλος. Έτρεμε όλος, αχνός, λιγνός,
φοβισμένος, με μάτια που το κρασί από τόσα χρόνια του τα 'χε θολώσει. Μα τώρα ήταν ξενέρωτος κι
εδάκρυζε. Είχε ακούσει τα τελευταία τα λόγια του Αντρέα κι αγκάλιασε μ' αγάπη τη θυγατέρα του. Κι
εκεί δεν εμπόρεσε πλια να βαστάξει. Ένα αναφιλητό βαρύ βαρύ του ετίναξε τα στήθη κι εμούγγρισε
για να μην ξεφωνίσει το κλάμα.
Κι ο Αντρέας στενοχωρημένος εκοίταζε τα δύο πλάσματα, που αγαπιόνταν, που υπόφερναν εξαιτίας
του και που τώρα δεν εμιλούσαν.
Τέλος ο πατέρας της είπε, σφίγγοντάς την στην αγκαλιά του: «Σ' εδυστύχεψε!»
Δεν είπε ποιος. Ο νους του ήταν ίσως για τη γυναίκα του, μα ο Αντρέας ενόμισε πως τα λόγια τον
εχτυπούσαν εκείνον, κι είπε: «Έφταιξα· μα τώρα εδιορθωθήκανε όλα. Την Κυριακή βάζω στεφάνι.
Εδώ τα κλειδιά του κομού· είπε να μου τα δώκεις τα χίλια».
«Και ξαναγοράζεις» του 'πε η Ρήνη πικρά «και την αγάπη; Ω, τι έκαμες!» Κι εβάλθηκε να κλαίει.
«Την αγάπη;» ερώτησε αχνίζοντας· «και δεν την έχω;»
«Όχι!» του αποκρίθηκε «όχι! για λίγα χρήματα ήσουνε έτοιμος να με πουλήσεις και χωρίς αυτά δε μ'
έπαιρνες· πάει τώρα η αγάπη. Επέταξε το πουλί!»
«Θα ξανάρθει» της απολογήθηκε λυπημένος, «στη ζεστή τη φωλιά του. Η ζωή μας θα 'ναι
παράδεισος!»
«Όχι!» του 'πε, «έπειτα απ' ό,τι έκαμες όχι! κι α σ' αγαπούσα, δε θα ερχόμουνα μαζί σου. Είμαι
δουλεύτρα· ποιόνε έχω ανάγκη;» Και σε μία στιγμή ξακολούθησε: «Γιατί ν' αδικηθούν τα αδέρφια
μου;»
«Σ' εδυστύχεψε!» είπε πάλι πικρά ο πατέρας που τώρα ήταν ξενέρωτος. «Γιατί να μην τα δώσει από
την αρχή όπως τση το 'πα; Ανάθεμά τα τα τάλαρα!»
«Πάμε!» είπε ο Αντρέας.
«Όχι!» του 'πε μ' απόφαση· «εδώ είναι ο χωρισμός μας. Θα πάω σε ξένα μέρη, σε ξένον κόσμο, σ'
άλλους τόπους· θα δουλέψω για με και για να κουναρήσω το παιδί που θα γεννηθεί. Θα μου δώσει η
μάνα γράμματα για να 'βρω αλλού εργασία· θα τα πάρει από τες κυράδες της. Όχι, δεν έρχομαι!
Είμαι δουλεύτρα· ποιόνε έχω ανάγκη;» Κι έπειτα από μία στιγμή σα ν' απαντούσε σε κάποια της
σκέψη εξαναφώναξε: «Δεν έρχομαι, δεν έρχομαι!»
Ο Αντρέας την εκοίταξε ξεταστικά κι εκατάλαβε πως όλα τα λόγια θα 'ταν χαμένα.
«Ανάθεμά τα τα τάλαρα!» εφώναξε πάλι απελπισμένος. «Πάει η ευτυχία μου!»
Κι εβγήκε στο δρόμο.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Κ. ΘΕΟΤΟΚΗ , Η ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΗΜΑ

Γ ΚΕΙΜΕΝΟ
Ο αφηγητής είναι Έλληνας μετανάστης στη Γερμανία
Είναι καλές γυναίκες οι Γερμανίδες – έχω να το λέω . Τίμιος κόσμος – επειδή είναι
λεύτερες . Ο λεύτερος άνθρωπος είναι τίμιος . Δε θέλουνε τίποτα , δε λένε ψέματα , δεν
έχουν υποκρισίες , δεν το κρύβουνε γιατί βγήκαν αυτό το βράδι. Φίφτυ- φίφτυ τον έχουν
τον έρωτα – όσα δίνεις , τόσα παίρνεις .
Χωρίζουμε την Κυριακή το πρωί . Η Γερμανίδα λέει – Ζεερ γκούτ , πως είταν πολύ καλά .
Εγώ της λέω να ξαναϊδωθούμε . Εκείνη γελάει ευχαριστημένη μα πολύ σπάνια να το πούμε
το πότε . Τα’ αφήνουμε έτσι - δε ρωτάμε για το πότε . Και τότες είναι το τέλος – εντσασιόν
κι από δω . Την Κυριακή που μένεις πάλι μονάχος , το σκέφτεσαι πάλι . Για το φίφτυ –
φίφτυ που δεν πάει μακρύτερα απ’ όσο κρατάει(…)
Η Χέλγκα . Μια γυναίκα από τον άλλον τον κόσμο , θέλω να πω πως δεν είταν από
μας τους φτωχούς με το μεροκάματο . Αυτή με ψώνισε , σαββατόβραδο αργά σ’ ένα μπαρ .
Με πήγε με το αυτοκίνητο το δικό της , το’ χε απ’ έξω , με πήγε στο σπίτι της . Και ν’
αρχίσει να κλαίει πως δεν μπορεί με κανέναν άντρα , δεν θέλει κανένα - και θέλει και
παίρνει τους δρόμους . Και να τον κάνει επί τέλους , με τα χίλια βάσανα , τον έρωτα – που
δεν θέλει – και πάλι να κλαίει . Τη γιάτρεψα αυτή τη Χέλγκα – δεν έκλαιγε πριν , δεν έκλαιγε
και μετά – καλός άνθρωπος είταν , πολύ καλός άνθρωπος , τό βλεπα , μα να μείνω μαζί
της , όχι – το βαλα στα πόδια .
- Άρον τον κράβατόν σου και περιπάτει , της λέω την τελευταία στιγμή που χωρίσαμε- πού
το θυμήθηκα ;
- Τι είπες , ρωτάει .
- Δεν είμαστε εμείς για να μείνουμε μαζί , της λέω . Έχουμε , βλέπεις και την κοινωνική
διαφορά τόσο μεγάλη . Δε μου πάει να’ ρχεσαι με τ’ αυτοκίνητο να με παίρνεις απ’το ΑΟΥΤΕΛ .

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Δ. ΧΑΤΖΗ , ΤΟ ΔΙΠΛΟ ΒΙΒΛΙΟ


Δραστηριότητες
1 α. Να διακρίνετε και να περιγράψετε τα βασικά χαρακτηριστικά των ηρώων
των παραπάνω κειμένων.
β. Ποια ζητήματα –προβλήματα αντιμετωπίζουν οι ήρωες των παραπάνω κειμένων ;

Να αξιοποιήσετε τους δύο παρακάτω πίνακες και να παρουσιάσετε σε αυτούς με επιγραμματικό τρόπο
τα ζητήματα που θίγονται σε κάθε απόσπασμα και τα χαρακτηριστικά των ηρώων.

Να αξιοποιήσετε με κριτικό τρόπο τα εξής εργαλεία του προγράμματος: γραμματοσειρά (μορφή και
μέγεθος), υπογράμμιση, χρώμα, bold. Οι επιλογές σας να αναδεικνύουν αποτελεσματικά τις απόψεις
σας (π.χ. έμφαση, σχολιασμός, κά.).

Πίνακας 1: Προβλήματα των ηρώων

Κείμενο Α Κείμενο Β Κείμενο Γ

Πίνακας 2: Χαρακτηριστικά των ηρώων

Κείμενο Α Κείμενο Β Κείμενο Γ

2. Να εντοπίσετε στο κείμενο τις λέξεις - φράσεις που δηλώνουν ξεκάθαρα το ήθος των ηρώων και να
τις υπογραμμίσετε με το κατάλληλο χρώμα ή/και να επιλέξετε την κατάλληλη γραμματοσειρά στο
Πρόγραμμα Επεξεργασίας, ανάλογα με τον αν επιδοκιμάζετε ή αποδοκιμάζετε τη στάση τους .
Να δικαιολογήσετε τις επιλογές σας ενεργοποιώντας την εισαγωγή σχολίου στο κείμενό σας.

3. Πιστεύετε ότι οι αντιλήψεις τους είναι σύμφωνες με τις αντίστοιχες στερεότυπες του άνδρα και της
γυναίκας στην παραδοσιακή κοινωνία;
Να εντοπίσετε μία αντίληψη σε κάθε απόσπασμα που σας προβλημάτισε και να την σχολιάσετε με
την χρήση emoticons .

Σύνδεση για τα emoticons: http://www.pic4ever.com/

Παρουσιάστε τους προβληματισμούς , τα σχόλια και τα συμπεράσματά σας στην τάξη με προβολή
του πίνακα και του σχολιασμένου εγγράφου σας (word )

4. Επιλέξτε μία από τις παρακάτω δραστηριότητες :

Α. Ξαναγράψτε τους διαλόγους του α΄ ή του β΄ κειμένου, αλλάζοντας τη συμπεριφορά της ηρωίδας
ή του ήρωα .
Δημιουργείστε ένα νέο κείμενο με καθαρά διαλογική μορφή και δραματοποιείστε
το…
Β. Ξαναγράψτε τα αφηγηματικά μέρη του α΄ κειμένου στα οποία η αφήγηση
πραγματοποιείται από έναν εξωκειμενικό - εξωδιηγητικό αφηγητή . Στη νέα εκδοχή
του κειμένου που θα δημιουργήσετε φροντίστε ώστε ο αφηγητής να είναι ομοδιηγητικόε
– ενδοκειμενικός .

  Και για όσους δεν θυμούνται τι σημαίνουν οι παραπάνω σχετικοί με το είδος του
αφηγητή όροι…ευκαιρία για επανάληψη :
  Να συγκρίνετε τις δύο εκδοχές του κειμένου (την αρχική και τη …δική σας )
και να καταγράψετε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της καθεμιάς .

Β΄ ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ( ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ )

  ΜΑΡΙΑ ΚΕΝΤΡΟΥ-ΑΓΑΘΟΠΟΥΛΟΥ (γεν. 1931-)


Αγαπούλα (απόσπασμα)
Ένα πρωί, στην αυλή της, που έσκιζε με το τσεκούρι ξύλα για προσάναμμα, ο Γιωργάκης —
τρία τέσσερα χρονώ —, απ' το απέναντι σπίτι, έβγαλε το κεφαλάκι του από την πόρτα της
κουζίνας τους, με όλο το σώμα του μέσα για ν' αποφύγει τον παγωμένο χειμωνιάτικο αέρα,
και φώναξε μ' εκείνη την τσιριχτή φωνή που βγάζουν πολλές φορές τα μικρά παιδιά και λες
πού τη βρίσκουν τέτοια δύναμη μες στο μικρό τους σώμα, φώναξε λοιπόν «Αγαπούλα, θα
σε κάνουμε νύφη».
Όταν τέλειωσε με τα ξύλα και ανέβηκε στο σπίτι, είπε της μητέρας της ότι «αυτό» της
φώναξε ο εγγονός της κυρίας Ευτέρπης κι ότι την έσκιαξε εκείνη η τσιριχτή φωνή του
παιδιού και σαν να μην κατάλαβε στην αρχή από πού είχε έρθει, όμως, έτσι άξαφνα που
είχε σηκώσει το κεφάλι της και κοίταξε απέναντι αφήνοντας καθηλωμένο το τσεκούρι
ανάμεσα στη βαθιά σχισμή ενός κούτσουρου, πρόλαβε και είδε εν ριπή οφθαλμού 1 (ή έτσι
της φάνηκε;) από πού ερχόταν η φωνή κι άκουσε συγχρόνως μια πόρτα να κλείνει με
πάταγο, και μετά τίποτα.
Η μητέρα της, προσπαθώντας να κρύψει τη χαρά της, είπε μάνι μάνι, όμως με κάποια
προσποιητή αδιαφορία, «σίγουρα η γιαγιά του η κυρία Ευτέρπη θα το 'βαλε το μωρό να
σου φωνάξει έτσι, σε θέλει, φαίνεται, για το γιο της τον Παύλο», κι η Αγαπούλα είπε «μαμά,
δεν είσαι με τα καλά σου που θα πάρω έναν άντρα που δεν αγαπώ, εσύ κοίταξε να το
βγάλεις αυτό απ' το μυαλό σου, τ' ακούς; πες πως δεν σου το 'πα ποτέ», κι εκείνη δεν
τόλμησε να βγάλει άλλη λέξη από το στόμα της.
Όμως, από την άλλη κιόλας μέρα άρχισαν κάτι συχνές επισκέψεις της γειτόνισσας κυρίας
Ρωξάνης, και σους πους με τη μητέρα της Αγαπούλας κάτι ψήνανε οι δυο τους, μια
υπόθεση σκοτεινή θαρρείς, γιατί η κυρία Ρωξάνη ήταν καπάτσα προξενήτρα. «Ρωξ...
Ρωξ...», τη φωνάζαν τα μικρά παιδιά της γειτονιάς και τρέχαν τα σάλια τους στη σκέψη,
στη φαντασία μάλλον και στην επιθυμία, ενός ροξ 2σοροπιαστού, και βέβαια μέναν με το
στόμα άδειο και μόνο με την ηδονή της λέξης ικανοποιούνταν και τίποτα παραπάνω. Στην
αρχή την πείραζε την κυρία Ρωξάνη αυτή η προσφώνηση των παιδιών και τα
διαολόστελνε, χωρίς ποτέ να ξέρει από ποιανού
στόμα έβγαινε ο χαρακτηρισμός, καθώς τα πίτσικα κρύβονταν συνήθως πίσω από
εξώπορτες ή φυλλωσιές, κάποτε όμως το πήρε απόφαση, μέχρι που χαμογελούσε
καλόκαρδα λέγοντας «παιδιά είναι, ας χαίρονται, ας παίζουν και με τις λέξεις, δεν θα με
φάνε κιόλας».
Μια μέρα η Αγαπούλα κόλλησε τα μάτια της στη χαραμάδα μιας πόρτας ενός δωματίου
του σπιτιού της, εκεί απ' όπου μπορούσε να βλέπει τη μάνα της και την κυρία Ρωξάνη —
έστω από μια κάθετη γραμμή, καδραρισμένη — να κάθονται κοντά κοντά και, ρουφ ρουφ,
να πίνουν τον καφέ τους και να συνομιλούν, θαρρείς μυστικά, έτσι που δεν έπρεπε ν' ακούν
τα λόγια τους ούτε οι τοίχοι του σπιτιού.
Μ' ένα δάχτυλο, σχεδόν αγγίζοντας την πόρτα απαλά σαν με βαμβάκι, φάρδυνε, έστω
ανεπαίσθητα, το οπτικό της πεδίο, έτσι που μπορούσε τώρα όχι μόνο να τις εποπτεύει (και
να τις υποπτεύεται...) καλύτερα, να βλέπει δηλαδή την έκφρασή τους και τις χειρονομίες
τους, αλλά να πιάνει κιόλας κάτι από τα λόγια τους, που, όσο και νά 'ρχονταν στ' αυτιά της
σαν σπασμένα κομμάτια, της επέτρεπαν να συμπεράνει την τεχνική, το «ψήσιμο», της
κυρίας Ρωξάνης, αλλά και την όποια επιρροή ασκούσε το μπλαμπλά της πάνω στη μητέρα
της.
Κάποια στιγμή μάλιστα που η κυρία Ρωξάνη ύψωσε κάπως τη φωνή της, ίσως για να
επιβληθεί στη διστακτικότητα και στην αμφιβολία της μάνας της, στην άβουλη (ίσως και
άβολη) στάση και θέση της απέναντι στην πρότασή της, άκουσε ξεκάθαρα την κυρία
Ρωξάνη να λέει, σκύβοντας εμπιστευτικά στη μούρη της μάνας της, «τη δουλειά του την
έχει μόνιμη στο Δημόσιο, δεν πίνει, δεν καπνίζει, δεν παίζει χαρτιά, …».
(Η παραίτηση, Κέδρος, 2002)

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α1. Να κατονομάσετε τα πρόσωπα της ιστορίας. (12 μονάδες)
α2. Να εντοπίσετε τους δύο χώρους όπου διαδραματίζεται η ιστορία. (8 μονάδες)
α3. Να αναφέρετε για τον κάθε έναν από αυτούς τους χώρους μία φράση, η οποία να τους
προσδιορίζει αντιθετικά. (5 μονάδες).
ΣΥΝΟΛΟ:25 ΜΟΝΑΔΕΣ
β1. Να περιγράψετε τον τρόπο με τον οποίον αντέδρασαν η μάνα και η κόρη στην ιδέα του
προξενιού. (12 μονάδες)
β2. Να αιτιολογήσετε (8 μονάδες) και να σχολιάσετε (5 μονάδες) αυτές τις αντιδράσεις.
ΣΥΝΟΛΟ:25 ΜΟΝΑΔΕΣ

  ΑΝΤΡΕΑΣ ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑΣ (1866-1922)


Η θάλασσα (απόσπασμα)
[...] Μια φορά που ήρθα στον Πειραιά με την εγγλέζικη φρεγάδα, είπα να πάω στην
πατρίδα. Από τότε που έφυγα με τον καπετάν Καλιγέρη δε γύρισα ποτέ. Η τύχη με άρπαξε
στα φτερά της και μ’ έφερε σβούρα στη γη. Πήγα, ήβρα το σπίτι χάρβαλο 1, τον τάφο της
μάνας μου χορταριασμένο και μια μικρούλα μου αγαπητικιά σωστή αντρογυναίκα. Έκαμα
τρισάγιο της μάνας μου, άναψα κερί στην ψυχή του πατέρα μου, έριξα και δυο ματιές στην
παλιά μου αγάπη. Στη δεύτερη ματιά ανατρίχιασα.
- Ποιος ξέρει, πικροσυλλογίστηκα, ποιος ξέρει αν άκουα του πατέρα μου τα λόγια, τάχα δε
θα ήμουν σήμερα ο άντρας της Μαριώς;
Ο πατέρας της, ο καπετάν Πάραρης, ήταν παλιός καραβοκύρης, συνομήλικος του δικού
μου. Στάθηκε τυχερός στη θάλασσα, την τρύγησε καλά, ήβρε την περίσταση, πούλησε το
μπάρκο2, αγόρασε χωράφια και τα έκαμε περιβόλι. Μούντζωσε για πάντα το ταξίδι.
Την άλλη μέρα δεν έφυγα, όπως είχα σκοπό· ούτε την άλλη. Ούτε αποβδόμαδα. Δεν ξέρω τι
με κράταγε κει· δουλειά δεν είχα. Μα κάθε στιγμή στο νου μου ερχόταν λυχνοσβήστης ο
συλλογισμός:
- Αν άκουα του πατέρα μου τα λόγια, τάχα δε θα ήμουνα σήμερα ο άντρας της Μαριώς;
Κι έκοβα βόλτες κάτω από το σπίτι της. Έπιανα κάθε κοντόβραδο το δρόμο που πήγαινε
στο πηγάδι για νερό, να πάρω μια ματιά. Τι τα θες, τι τα γυρεύεις; Την αγάπησα τη Μαριώ.
Όταν την έβλεπα να διαβαίνει χαμηλοθώρα, λεβεντοπερπάτητη, με στήθη μεστωμένα και
τα μαλλιά ανεμιστά στις πλάτες, ποθούσα να κολλήσω απάνω της. Ο μαγνήτης που μ’
έσυρε άπραγο παιδί στη θάλασσα, μ’ έσερνε τώρα στη γυναίκα. Με το ίδιο πάθος ρίχτηκα
στ’ αχνάρια της πεντάμορφης. Εκεί έβαλα προξενητή τον καπετάν Καλιγέρη· εδώ τη γριά
Καλομοίρα.
- Δε φεύγω, αν δεν πάρω απόκριση· συλλογίστηκα.
Η προξενήτρα τα κατάφερε μια χαρά. Ζάχαρη έβαλε στα λόγια της και πλάνεσε κορίτσι και
πατέρα ευθύς.
- Να σου ειπώ· μου λέει ο καπετάν Πάραρης ένα βράδυ παράμερα. Ο σκοπός σου καλός και
τίμιο το φέρσιμό σου. Δε θέλω και καλύτερο να μπάσω σπίτι μου παρά το γιο του φίλου
μου, του αδερφού μου. Το Μαριώ είναι δικό σου· με μια συμφωνία. Θ’ αρνηθείς τη
θάλασσα. Εκείνο που έλεγε ο πατέρας σου το λέω και ’γω. Δεν έχει πίστη, δεν έχει έλεος, θα
την αφήσεις λοιπόν τη θάλασσα.
- Μα τι να κάμω; του είπα, πώς θα ζήσω; Ξέρεις καλά πως άλλη τέχνη δεν έμαθα.
- Το ξέρω. Μα το Μαριώ έχει το δικό του.
- Λοιπόν θα πάρω γυναίκα να με τρέφει; - Όχι, δε θα σε τρέφει· μη θυμώνεις. Δε θέλω να σε
προσβάλω. Θα δουλέψεις· θα δουλέψετε κι οι δυο. Είναι το περιβόλι, είναι τ’ αμπέλι, είναι το
χωράφι. Δουλευτάδες καρτερούν.
Η αλήθεια είναι πως δεν ήθελα και τίποτε άλλο. Τη θάλασσα την αρνιόμουν και την
απαρνιόμουν. Είχα καταντήσει σαν τον Αϊ-Λια που πήρε στον ώμο το κουπί και ανέβη στα
βουνά, ζητώντας κατοικία εκεί που οι άνθρωποι δεν ήξεραν τ’ όνομά της. Παρόμοια και
’γω. Ούτε τ’ όνομά της, ούτε το χρώμα της. Τα κάλλη της δεν είχαν για μένα μυστικά, τα
μάγια λύθηκαν.
- Σύμφωνοι, του είπα· έχεις το λόγο μου...
(Από τη συλλογή διηγημάτων, τα Λόγια της Πλώρης, 1899)

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

α.1. Να προσδιορίσετε τα πρόσωπα του αποσπάσματος που κατονομάζονται


(αναφέρονται με το όνομά τους) (5 μονάδες)
Ποια από τα πρόσωπα αυτά έχουν συγγενικές σχέσεις μεταξύ τους; (5 μονάδες)
α.2. Ποιος είναι ο αφηγητής της ιστορίας; (5 μονάδες)
Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας με δύο (2) αναφορές στο κείμενο. (10 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ: 25

β.1. Να περιγράψετε την εικόνα της γυναίκας από την οπτική γωνία του προσώπου που
την αγαπάει. (10 μονάδες)
β.2. Να παρουσιάσετε τον τρόπο που οι δυο νέοι παντρεύτηκαν; (5 μονάδες) Ποιο
κοινωνικό στερεότυπο για τον ρόλο των δύο φύλων προβάλλεται μέσα από αυτή τη
διαδικασία; (5 μονάδες)
β.3. «Λοιπόν θα πάρω γυναίκα να με τρέφει;»: ποια αντίληψη για τον ρόλο του άντρα
εκφράζεται στη φράση αυτή του αφηγητή; (5 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ: 25

  ΣΑΜΑΡΑΚΗΣ ΑΝΤΩΝΗΣ (1919-2003)


Ο τοίχος (απόσπασμα)
Ήτανε μια μικρή αυλή, με δωμάτια που μένανε διάφοροι, σε μια γειτονιά μακριά από
το κέντρο της πόλης, στη βιομηχανική περιοχή. Η ατμόσφαιρα ήτανε βαριά εκεί, όπως
είναι πάντα στις βιομηχανικές περιοχές.
Αυτοί που μένανε στην αυλή δουλεύανε, οι περισσότεροι τους, στα γύρω, εργοστάσια.
Ήτανε μερικές φαμίλιες, κι ένας δημόσιος υπάλληλος, γραφεύς Α' τάξεως, καμιά
σαρανταπενταριά χρονώ, εργένης, που έμενε, μόνος, στο δωμάτιο δίπλα στο
αποχωρητήριο.
Γύρω στην αυλή ήτανε κι άλλες αυλές κι άλλα σπίτια, ισόγεια κι αυτά και χαμηλά.
Οι γυναίκες την ασβεστώνανε ταχτικά την αυλή. Είχανε και γλάστρες με λουλούδια. Η
αλήθεια είναι πως μύριζε το αποχωρητήριο, μα δεν μπορούσε να γίνει τίποτα. [...]
Τα πρωινά, οι γυναίκες, όσες δε δουλεύανε σαν τους άντρες στα εργοστάσια,
συγυρίζανε τα δωμάτια. Σκουπίζανε την αυλή. Βάζανε μπουγάδα, κι έβλεπες τότε ένα
σωρό εσώρουχα, αντρικά, γυναικεία, παιδικά. Γιατί ήτανε και παιδιά στην αυλή. Μικρά
παιδιά που παίζανε όλη μέρα ή άλλα που πηγαίνανε σχολείο ή δουλεύανε τα
μεγαλύτερα. Ήτανε κι ένα αγόρι που ήταν άρρωστο.
Αρρωσταίνανε βέβαια, πότε πότε, αυτοί που μένανε στην αυλή. Μα ήτανε
μικροαρρώστιες. Το αγόρι όμως την είχε άσχημα.
Έμενε σ’ ένα δωμάτιο με τη μάνα του, μια κοντή γυναίκα, αδύνατη, που είχε διαρκώς
ένα φοβισμένο βλέμμα. Ήτανε χήρα, ο άντρας της είχε σκοτωθεί στον τελευταίο
πόλεμο. Το αγόρι ήτανε μωρό τότε. Βασανίστηκε πολύ για να το αναστήσει. Δούλευε σ'
ένα υφαντουργείο. Ξενόπλενε κιόλας.
Το παιδί, από δώδεκα χρονώ, έπιασε δουλειά σ' ένα μηχανουργείο. Επειδή ο νόμος
έλεγε από δεκατεσσάρω και πάνω, κάνανε τ' αδύνατα δυνατά για να πιάσει δουλειά.
Ήθελε να βοηθήσει τη μάνα του.
Τώρα ήτανε δεκαπέντε χρονώ, δούλευε πάντα στο μηχανουργείο και το βράδυ πήγαινε
σε τεχνική σχολή.
Το κακό πρωτοφανερώθηκε ένα απόγευμα, στο μηχανουργείο, την ώρα που δούλευε.
Τόπιασε ένας βήχας πολύ δυνατός — έβηχε τον τελευταίο καιρό, μα δεν είχε δώσει
σημασία, — και ξαφνικά έβγαλε αίμα.
Το πήγανε στις κοινωνικές ασφαλίσεις. Το είδανε στις ακτίνες. Του βγάλανε και πλάκα.
Ήτανε πειραγμένος ο αριστερός πνεύμονας.
— Ανάπαυση, καλό φαΐ, καθαρός αέρας! είπε ο γιατρός στη μάνα, που το βλέμμα της
ήτανε γεμάτο φόβο, ακόμα πιο βαθύ φόβο από άλλοτε.
Και πρόσθεσε:
— Επίσης, προσοχή στον ψυχικό παράγοντα!
Η μάνα πήρε το παιδί και φύγανε.
Η ανάπαυση μπορούσε να γίνει. Το αγόρι σταμάτησε να δουλεύει. Του πήρε η μάνα του
μια σαίζ - λόνγκ, μεταχειρισμένη. Έβγαινε στην αυλή και καθότανε.
Το καλό φαΐ . . . Δούλευε υπερωρίες, ξελιγωνότανε στη δουλειά, για να του
καλυτερέψει το φαί.
Όσο για τον καθαρό αέρα, αυτό ήταν δύσκολο. H ατμόσφαιρα, εκεί, ήτανε βαριά. Δεν
μπορούσε η μάνα να κάνει τίποτα για να πάψουν τα εργοστάσια να βρωμίζουνε τον
αέρα.
Εκείνο όμως που δεν είχε καταλάβει ήταν η τελευταία κουβέντα του γιατρού:
— Επίσης, προσοχή στον ψυχικό παράγοντα!
Συλλογίστηκε πως αυτό θα ήτανε σίγουρα κάτι πολύ σπουδαίο. Και την έπιασε μεγάλος
φόβος. Το είπε στο δημόσιο υπάλληλο, κι αυτός της εξήγησε. Της είπε πως το αγόρι,
στην κατάσταση που ήτανε, έπρεπε νάχει γαλήνη.
Κανένας δεν ήξερε τι ακριβώς θα γινότανε. Το μόνο που ήξεραν ήτανε πως το διπλανό
σπίτι, ισόγειο κι αυτό, χαμηλό, πουλήθηκε. Και μάλιστα μοσχοπουλήθηκε. Ο νέος
ιδιοκτήτης, ένας πολύ πλούσιος, θα το γκρέμιζε. Τι θάφτιαχνε ύστερα; Κανένας δεν
ήξερε.
Οι διπλανοί μετακομίσανε άρον - άρον, κι ένα πρωί ήρθανε οι μαστόροι κι αρχίσανε το
ξήλωμα.
Ο τοίχος υψωνότανε ολοένα και πιο πολύ.
Ύστερα από το γκρέμισμα του σπιτιού, οι μαστόροι αρχίσανε να χτίζουνε τον τοίχο. [...]
Ο τοίχος υψωνότανε, βαρύς, τους επίεζε στο στήθος. Γίνηκε ένα μέτρο, δυο μέτρα,
δυόμισι μέτρα, τρία μέτρα... Και υψωνότανε ακόμα! Κάθε βράδυ που σκολάγανε οι
μαστόροι, ο τοίχος είχε υψωθεί ακόμα περισσότερο.
Ήτανε μια καινούρια παρουσία τούτος ο τοίχος, που είχε μπει ξαφνικά στη ζωή τους.
[...]
Οι πιο πολλοί από τους ανθρώπους της αυλής είχανε γίνει αλλιώτικοι.
Όσο για το δημόσιο υπάλληλο, αυτός είχε χάσει τη συνηθισμένη του ηρεμία και δεν
μπορούσε να κοιμηθεί τη νύχτα. Ο τοίχος στεκότανε μπροστά του, εφιάλτης. Μα κείνο
που τον βασάνιζε πιο πολύ, ήτανε η σκέψη του αγοριού, που όσο υψωνότανε ο τοίχος
τόσο κι έπαιρνε το χειρότερο.
— Επίσης, προσοχή στον ψυχικό παράγοντα!
Συλλογιζότανε την κουβέντα του γιατρού και πόσο ανάποδα ήρθανε τα πράγματα. Το
αγόρι έβγαινε στην αυλή, όπως πάντα, και ξάπλωνε στη σαίζ - λόνγκ, μα καθότανε όλη
ώρα σιωπηλό και σκεφτικό. Όλο και αδυνάτιζε. Το πρόσωπό του είχε γίνει κίτρινο και
στα μάτια του ήτανε σκιές. Ο τοίχος το πλάκωνε στο στήθος, εκεί, στον αριστερό
πνεύμονα.
Η νύχτα ήταν ατέλειωτη. Δεν του κόλλαγε ύπνος. [...]
Ο τοίχος είχε αλλάξει τη ζωή τους. [...] Σκέφτηκε τους άλλους, που ο τοίχος τούς είχε
επηρεάσει με κάποιον τρόπο. Σκέφτηκε το αγόρι που πήγαινε ολοένα και πιο κοντά στο
θάνατο.
— Επίσης, προσοχή στον ψυχικό παράγοντα!
Οι άλλοι, στην αυλή, θα κοιμόντουσαν σίγουρα. Ήταν αργά. Περασμένα μεσάνυχτα.
Οι σκέψεις κυκλοφορούσανε μέσα του, η μια πίσω από την άλλη, με ένταση.
Δεν ήτανε παρά ένας δημόσιος υπάλληλος, ένας γραφεύς Α' τάξεως. Δεν είχε κάνει
ποτέ του κάτι που να ξεφεύγει από το κανονικό, από τη μετριότητα.
Μα τώρα έπρεπε να κάνει κάτι. Όχι για τον εαυτό του. Για τους άλλους, για τους
ανθρώπους της αυλής. Για τους ανθρώπους.
Κάπνιζε το ένα τσιγάρο πάνω στ' άλλο.
Από το παράθυρο ξεχώριζε, μες στη σκοτεινή νύχτα, τον τοίχο, που υψωνότανε βαρύς
και τον επίεζε, τον επίεζε. Είχε ένα φριχτό πρόσωπο ο τοίχος.

Άξαφνα ένιωσε πως αυτός ο τοίχος ήταν η ζωή, η ζωή που υψώνεται πάνω στους
ανθρώπους και τους πιέζει, τους πιέζει ολοένα.
Πετάχτηκε πάνω, άνοιξε το συρτάρι, πήρε το παλιό πιστόλι που είχε, βγήκε στην αυλή,
με τη φανέλα, το μακρύ άσπρο σώβρακο και τα παπούτσια, ο τοίχος ήταν εκεί, έβλεπε
το φριχτό πρόσωπό του, ο τοίχος, ο τοίχος ήταν εκεί, «Ναι, εγώ τον σκότωσα!» θάλεγε
όταν θα πλάκωνε η αστυνομία, ο τοίχος ήταν εκεί, η ζωή ήταν εκεί, η ζωή, ο τοίχος, ο
τοίχος, ο τοίχος, ο τοίχος...
Άδειασε και τις έξι σφαίρες απάνω του.
(Ζητείται Ελπίς, Εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2008, σσ.26-31, Α΄έκδοση: 1954)

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

α.1. «Ήτανε μια μικρή αυλή ... Ξενόπλενε κιόλας.» Να διακρίνετε τα βασικά πρόσωπα
που αναφέρονται στο παραπάνω απόσπασμα. (10 μονάδες)
α.2. Σε ποιο χώρο ζουν τα πρόσωπα που εντοπίσατε στην ερώτηση α.1. (5 μονάδες) και
πού εργάζονται; (5 μονάδες)
α.3. Ο αφηγητής, κατά τη γνώμη σας, συμμετέχει στα γεγονότα που καταγράφει ή όχι;
Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας με δύο (2) παραδείγματα από το κείμενο. (5
μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ: 25

β.1. Να περιγράψετε, κάνοντας τις αντίστοιχες αναφορές στο κείμενο, τον χαρακτήρα
της κεντρικής ηρωίδας. Να λάβετε υπόψη τον κοινωνικό τύπο που εκπροσωπεί. (15
μονάδες )
β.2. Το παιδί, από δώδεκα χρονώ, ... και το βράδυ πήγαινε σε τεχνική σχολή.: Να
περιγράψετε τον ήρωα του παραπάνω αποσπάσματος. (10 μονάδες)

3Ο ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΣΕΝΑΡΙΟ ΤΗΣ Ι. ΚΑΡΥΣΤΙΑΝΗ ΓΙΑ
ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ ΤΟΥ Π. ΒΟΥΛΓΑΡΗ ΝΥΦΕΣ
Μικρή εισαγωγή : Το 1922 εφτακόσιες γυναίκες αφήνουν την Ανατολή και
στοιβάζονται στην γ΄Θέση του ποντοπόρου πλοίου που θα τις πάει στην Αμερική ,
εκεί που θα τις περιμένουν άγνωστοι άνδρες . Στο μπαουλάκι τους ένα οικογενειακό
νυφικό και η φωτογραφία του γαμπρού για την αναγνώριση . Στις 20 μέρες του
ταξιδιού όλα μπορεί να συμβούν . Η ηρωίδα μας , η Νίκη , θα βρει στο πρόσωπο του
φωτογράφου Νόρμαν τον έρωτα …

Ο Νόρμαν κάθεται . Πιάνει τη φωτογραφική μηχανή και κοιτάζει τη Νίκη μέσα απ’ το
φακό.
ΝΟΡΜΑΝ : Δεν έχει φίλμ μέσα . Θέλω μόνο να δω το πρόσωπό σου .
Η Νίκη κοκκινίζει αλλά εξακολουθεί να γαζώνει .
ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΜΕΡΑ :
Τα μαλλιά της . Τα μάτια της . Τα χρυσά ΣΚΟΥΛΑΡΙΚΙΑ της . Τα χέρια της .
Η Νίκη κοιτάζει τη βέρα του κι εκείνος το προσέχει .
ΝΟΡΜΑΝ : ( τρυφερά ) θα ξηλώσω τα κουμπιά μου , μόνο και μόνο ια να μου τα ράψουν
τα χέρια σου
ΝΙΚΗ : ( φουντωμένη ) θα πληρώσεις διπλά .
ΝΟΡΜΑΝ : ( αφήνοντας τη φωτογραφική μηχανή )πές μου κάτι για σένα .
ΝΙΚΗ : Τίποτα ιδιαίτερο .
ΝΟΡΜΑΝ : Δεν έχεις όνειρα ;
ΝΙΚΗ : Μια μηχανή Σίγγερ .
ΝΟΡΜΑΝ : Τίποτε άλλο ;
ΝΙΚΗ : Ύφασμα .
ΝΟΡΜΑΝ : και ;
ΝΙΚΗ : Πολλές πελάτισσες .
ΝΟΡΜΑΝ : Αυτά είναι όλα κι όλα ;
ΝΙΚΗ : Αυτά .
ΝΟΡΜΑΝ : Δεν πιστεύω λέξη απ’ όσα είπες .
Η Νίκη ντρέπεται . Για λίγο σιωπά. Συνεχίζει το γαζί . Τελικά :

ΝΙΚΗ : Μου ζητάνε . Νίκη , κάνε αυτό , Νίκη , κάνε εκείνο . Νίκη έλα . Νίκη πήγαινε . Νίκη
η γάτα . Νίκη η κατσίκα . Νίκη είσαι ο πατέρας της οικογένειας .
ΝΟΡΜΑΝ : Είσαι ;
ΝΙΚΗ : Ναι .
ΝΟΡΜΑΝ : Ώστε είσαι πατέρας ;
ΝΙΚΗ : Ναι
ΝΟΡΜΑΝ : Οι άνθρωποι σαν εσένα μας κάνουνε να αγαπάμε τη ζωή

………………………………………………..
Κατάστρωμα γ ΄ θέσης . Νύχτα
Ο Νόρμαν και η Νίκη βαδίζουν δίπλα – δίπλα , σιωπηλοί στο διάδρομο ως πέρα . Η Νίκη
κοιτάζει το σκοτεινό ορίζοντα .
ΝΙΚΗ : Ήσυχο ταξίδι … χωρίς φουρτούνες …. ( μετά από παύση ) Στο μπαουλάκι μου σέρνω
ένα νυφικό που πάει κι έρχεται τον Ατλαντικό . Πάει κι έρχεται . Το 1909 με τη νονά . Το
1921 . Τώρα , 1922 . Άτυχο νυφικό . Πάει κι έρχεται .
Ο Νόρμαν την κοιτάζει , αλλά η Νίκη αποφεύγει τα βλέμμα του . Ξαναπερπατούν πάνω
κάτω το διάδρομο . Κάθονται σ’ ένα παγκάκι . Η Νίκη ακουμπά το καλαθάκι στην ποδιά
της.
Αυτή κοιτάζει τη θάλασσα κι ο Νόρμαν αυτή . Της παίρνει το καλαθάκι . Καθώς το αφήνει
στο δάπεδο , παρατηρεί το λυμένο κορδονάκι του παπουτσιού της . Σκύβει να το δέσει .
Αναστατωμένη μαζεύει το πόδι της . Ο Νόρμαν την κοιτάζει μην ξέροντας αν πρέπει να
προχωρήσει . Μετά από ένα λεπτό η Νίκη ξαναγλιστράει προσεκτικά το πόδι προς το
μέρος του . Της δένει το κορδόνι . Δεν ξανακάθεται δίπλα της . Ακουμπάει στα ρέλια .
Μένουν κι οι δύο να ακούν τον ήχο του ωκεανού .
Πλαϊνό κατάστρωμα γ ΄ θέσης – Νύχτα
Η Νίκη κάθεται εκεί που άλλοτε καθόταν με τη Χαρώ. Στο βάθος του διαδρόμου
εμφανίζεται μια ανοιχτόχρωμη φιγούρα που στέκεται εκεί . Ο Νόρμαν . Στη μασχάλη του
το μεγάλο κουτί Χατζή – Μπεκίρ Λουκούμ . Με αργά βήματα , έρχεται προς τη Νίκη .Την
πλησιάζει . Η Νίκη μαζεύει το πανεράκι της και του ελευθερώνει το κάθισμα .Ο Νόρμαν
κάθεται και γυρίζει προς τη Νίκη . Αφήνει στα χέρια της το κουτί. Γέρνει ελαφρά προς το
μέρος της , γυρίζει το πέτο της βγάζοντας μία – μία καρφίτσες και βελόνες . Τις
καρφιτσώνει στο δικό του . Ζυγίζει τις λέξεις του .
ΝΟΡΜΑΝ : ( στα ελληνικά ) s’ agapo
NIKH : Μη .
ΝΟΡΜΑΝ : ( ΣΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ ) Μα σ’ αγαπώ .
ΝΙΚΗ : Μη μ’ αγαπάς .
ΝΟΡΜΑΝ : Γιατί ;
ΝΙΚΗ : Είμαι Ελληνίδα.
ΝΟΡΜΑΝ : Και ;
ΝΙΚΗ : Μη μ’ αγαπάς .
ΝΟΡΜΑΝ : Επειδή είσαι Ελληνίδα ;
ΝΙΚΗ : ναι .
ΝΟΡΜΑΝ : Σε σκέφτομαι συνέχεια .
ΝΙΚΗ : Μη
ΝΟΡΜΑΝ : Σε σκέφτομαι όμως .
ΝΙΚΗ : Σταμάτα .
ΝΟΡΜΑΝ : Γιατί ;
Η ματιά της Νίκης στέκεται στη βέρα του Νόρμαν . Φέρνει το χέρι του πιο κοντά της και
τεντώνει το δάχτυλο με το δαχτυλίδι .
ΝΟΡΜΑΝ : Έχει τελειώσει .
Βγάζει τη βέρα και τη χώνει στην τσέπη του .
ΝΟΡΜΑΝ : Αύριο φτάνουμε . Κι ο ράφτης σου θα σε περιμένει . Ένας άγνωστος άντρας .
ΝΙΚΗ : Η νονά μου ζούσε παλιά στο Σικάγο . Ήξερε την οικογένειά του . Σμυρνιοί .
ΝΟΡΜΑΝ : Νίκη , μην τον ακολουθήσεις .
Παύση
ΝΙΚΗ ( χαμένη ) : Τι θα πει κι η Αλεξάνδρα ;
ΝΟΡΜΑΝ : Ποια;
ΝΙΚΗ : Δεν ξέρεις για την Ελένη , την αδερφή μου . Δεν ξέρεις για την Αλεξάνδρα , την
ξαδέρφη μου .
ΝΟΡΜΑΝ : Πες μου .
ΝΙΚΗ : Είναι μεγάλη ιστορία .
ΝΟΡΜΑΝ : Νίκη , πόσο μεγάλες ιστορίες κουβαλάς ;
Σιωπή
ΝΙΚΗ : ( χαμηλώνοντας τα μάτια ) Ο Πρόδρομος είναι καλός άνθρωπος . Πώς μπορεί να
τον κοροϊδέψει η οικογένειά μου για άλλη μια φορά ; Δεν μπορώ να του κάνω τέτοιο
πράγμα .
ΝΟΡΜΑΝ : Δεν καταλαβαίνω .
ΝΙΚΗ ( ΣΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ ΠΑΛΙ ) : Είμαι νύφη αντικαταστάτρια . Στη θέση της αδερφής μου που
δεν άντεξε και γύρισε πίσω .
Ο Νόρμαν μένει άναυδος
ΝΟΡΜΑΝ ( αργά ) : Καμιά φορά οι πολιτισμένοι , οι θερμοί ,γλυκείς Ανατολίτες με τις
γυναίκες του ς γίνονται βάρβαροι . Και το δεχόσαστε . Είναι απάνθρωπο που να πάρει .
ΝΙΚΗ : Πού να καταλάβεις τα δικά μας…

ΝΟΡΜΑΝ : Καταλαβαίνω .
ΝΙΚΗ : Τότε μη μ’ αγαπάς .
ΝΟΡΜΑΝ : Μα , σ’ αγαπώ και , θεέ μου , πόσο σε θαυμάζω . Νίκη , πώς θα σε χάσω ; Και
πώς θα σε ξεχάσω ; Δε γίνεται .
ΝΙΚΗ : κατάλαβέ με .
ΝΟΡΜΑΝ : Βοήθησέ με .
ΝΙΚΗ : Ο Πρόδρομος περιμένει για δεύτερη φορά . Είναι ζήτημα τιμής .Κανείς δεν θα
παντρευτεί αδερφές και ξαδέρφες αν έρθω μαζί σου . Η οικογένειά μου θα βγάλει κακό
όνομα . Θα μας λένε πουτάνες . Ο θείος μου , η ξαδέρξη μου , η Αλεξάνδρα , οι δικοί μου θα
καταριούνται ο ένας τον άλλο .Πρέπει να πάω στο Σικάγο . Να παντρευτώ τον Πρόδρομο .
Για τις γυναίκες της οικογένειας . Τίμιες .Και για τις έξι κοπέλες από τη Σαμοθράκη . Σ’ εμένα
βασίζονται . Τόσες womens .
ΝΟΡΜΑΝ : Λάθος
ΝΙΚΗ : Σωστό .
ΝΟΡΜΑΝ : Womens είναι λάθος . Women .
ΝΙΚΗ : Γυναίκες . Είμαστε απλώς γυναίκες .
Σιωπή
ΝΟΡΜΑΝ
Έχουμε μερικές ώρες ακόμα . se parakalo .Σκέψου το …σκέψου το .
Η Νίκη σκεπάζει τα μάτια της με τα χέρια .

Καμπίνα Νόρμαν – χάραμα


Ακαταστασία στο δωμάτιο . Ο Νόρμαν αξύριστος , βάζει δύο τελευταίες λέξεις σ’ ένα
χαρτί . Βλέπουμε το πρόσωπό του .
ΝΟΡΜΑΝ :
Για να μη λες ότι εσύ δεν πήρες ποτέ ε-
ρωτικό γράμμα .
Ερωτεύτηκα τα χέρια σου , χιλιοτρυ-
πημένα από τις βελονιές , και τα καστα-
να σου μάτια που δε σηκώνουν αστεία .
Θα ήθελα να είχα τα κότσια σου , αλ-
λά δεν είμαι τόσο άντρας όσο εσύ .Δεν
Είναι τυχαίο που όλο φεύγω , που όλοι
μου φεύγουν .
Νίκη , είμαστε από άλλους κόσμους
εσύ κι εγώ , κόσμους που συναντιούνται
τυχαία και μοιραία , αλλά δε γίνεται να
κολλήσουν.
Είσαι το πλάσμα που θα μου λείπει
για πάντα . Νόρμαν
Λουτήρες Γ΄Θέσης – Χάραμα
Στο σκοτάδι ακούμε τη Νίκη να μονολογεί
ΝΙΚΗ : Σκέψου το …σκέψου το
Ανάβει το κίτρινο φως του λουτήρα .Η Νίκη μπροστά στο φθαρμένο λουτήρα της γ΄ θέσης .
Τα μαλλιά της έχουν ασπρίσει μέσα σε μια νύχτα . Δεν θέλει να το πιστέψει . Ένας βαθύς
αναστεναγμός της ξεσκίζει τα σωθικά και βγαίνει σαν μουγκρητό . Μαζεύει το κουράγιο της
ξανά. Βγάζει από την τσέπη μια τσατσάρα , χωρίζει τα μαλλιά της στα τρία και τα πλέκει .
Μια λευκή πλεξούδα . Σηκώνει το μαντήλι που είναι ριγμένο στον ώμο της και καλύπτει το
κεφάλι της .

ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ
Αφού διαβάσετε προσεκτικά τα παραπάνω αποσπάσματα του σεναρίου , να
απαντήσετε στις παρακάτω ερωτήσεις – δραστηριότητες :
1. Ποιοι οι βασικοί ήρωες των αποσπασμάτων και ποια τα βασικά τους χαρακτηριστικά
( ήθος – κοινωνική τάξη – μόρφωση – κουλτούρα – στάση ζωής );

2. Προσπαθήστε να μπείτε στη θέση του ήρωα και της ηρωίδας αντίστοιχα : ποια τα
ζητήματα που τους απασχολούν ; Ποιες λύσεις επιλέγουν να δώσουν στα προβλήματα
αυτά ; Συμφωνείτε με τη στάση τους ; Θεωρείτε ότι αυτή είναι δικαιολογημένη ;
3. Σε ποιο τόπο διαδραματίζεται η ιστορία των δύο ηρώων ; Μπορείτε να διακρίνετε αν
υπάρχει κάποια σχέση ανάμεσα στην επιλογή του συγκεκριμένου τοπίου – ντεκόρ και του
προβληματισμού που το έργο μεταφέρει στους αναγνώστες – θεατές μέσα από την ιστορία
των δύο ηρώων ;

4. Οι δύο ήρωες στο τέλος αποχωρούν «ηττημένοι» . Με ποιο τρόπο δηλώνεται η


αποδοχή της «ήττας» από τον καθένα ; Ποιο το κόστος αυτής της αποδοχής ;

5. Το σενάριο ( προορισμένο για να μετουσιωθεί σε κινηματογραφική ταινία ) έχει κάποια


χαρακτηριστικά που το συνδέουν με τη Λογοτεχνία . Μπορείτε να τα εντοπίσετε ;
Μπορείτε , ακόμη , να διακρίνετε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που αφορούν αποκλειστικά
και μόνο αυτό το κειμενικό είδος ;
Για να βοηθηθείτε ανατρέξτε στο wiki της τάξης μας : pages and files :
HOURSOGLOU-StadiaTainias.pdf
στοιχεια της κινηματογραφικης γλωσσας.pdf

Σενάρια ταινιών μικρού μήκους.pdf

Σενάριο και Λογοτεχνία Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του σεναρίου


  Ποια νομίζετε ότι είναι τα δομικά χαρακτηριστικά ενός σεναρίου ; Ποια τα στάδια
δημιουργίας του ;

Δημιουργικές δραστηριότητες – Παραγωγή κειμένου


6. Δοκιμάστε να εκφράσετε τις σκέψεις – συναισθήματα που σας δημιούργησε η ιστορία με
οποιοδήποτε εικαστικό – καλλιτεχνικό μέσο μπορείτε ( π. χ ποίημα – ζωγραφική - χορός –
φωτογραφία …) Δημιουργήστε μια μικρή παρουσίαση ( 4-5 διαφάνειες ) στην οποία θα
εντάξετε την καλλιτεχνική σας δημιουργία , πλαισιωμένη από λέξεις – φράσεις του
κειμένου που θεωρείτε ότι έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην πρόκληση των σκέψεων και
των συναισθημάτων σας . Διανθίστε την παρουσίασή σας με ήχο της αρεσκείας σας .
7. Δοκιμάστε να αφηγηθείτε την ιστορία που μόλις διαβάσατε υιοθετώντας την
αφηγηματική οπτική ενός από τους δύο ήρωες . Για παράδειγμα , μπορείτε να υποθέσετε
ότι την ιστορία την αφηγείται ο Νόρμαν στον καλύτερό του φίλο ή η Νίκη , μετά από 40
χρόνια , στην Ελληνοαμερικανίδα εγγονή της .

https://www.scribd.com/doc/246599020/%CE%A0%CE%BF%CE%AF%CE%B7%CE%BC%CE
%B1-%CE%A4%CE%B7%CF%82-%CE%9D%CE%AF%CE%BA%CE%B7%CF%82-1%CE%B7-
%CE%9F%CE%BC%CE%AC%CE%B4%CE%B1?secret_password=SJkQX5G7GfONF3NQtpZ6

https://www.scribd.com/doc/246599669/%CE%9F%CE%B9-%CE%9D%CF%8D%CF%86%CE
%B5%CF%82-5%CE%B7-%CE%9F%CE%BC%CE%AC%CE%B4%CE%B1?
secret_password=wQlbv6rrexp0ncuEYIcB

https://www.scribd.com/doc/246599669/%CE%9F%CE%B9-%CE%9D%CF%8D%CF%86%CE
%B5%CF%82-5%CE%B7-%CE%9F%CE%BC%CE%AC%CE%B4%CE%B1?
secret_password=wQlbv6rrexp0ncuEYIcB

https://www.scribd.com/doc/246599923/%CE%9F%CE%B9-%CE%9D%CF%8D%CF%86%CE
%B5%CF%82-2%CE%B7-%CE%9F%CE%BC%CE%AC%CE%B4%CE%B1?
secret_password=QynFBF04nq9PNTpXQPuR

https://www.scribd.com/doc/246600068/%CE%9D%CF%8D%CF%86%CE%B5%CF%82-3%CE
%B7-%CE%BF%CE%BC%CE%AC%CE%B4%CE%B1?
secret_password=pJmpnbDHzQa3WbSllO9O
Νύφες , μια ταινία του Παντελή Βούλγαρη , βασισμένη στο σενάριο της Ι. Καρυστιάνη .

Δ΄ ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης , Πατέρα στο σπίτι
ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ γράφτηκε το 1894 και ανήκει στα
λεγόμενα «αθηναϊκά» διηγήματα του Παπαδιαμάντη, τα οποία όμως
δεν παρουσιάζουν ουσιαστικές διαφορές από τα
«σκιαθίτικα». Απλώς η δράση τους ξετυλίγεται στην Αθήνα,
αλλά οι ήρωες είναι φτωχοί και απλοί άνθρωποι χωρίς τίποτε
αστικό στη συμπεριφορά τους. Σ' αυτό το διήγημα είναι ιδιαίτερα
εμφανής ο κοινωνικός προβληματισμός του συγγραφέα.
— Μπάρμπα, βάλε μου λίγο λαδάκι μες στο γυαλί, είπε η μάνα μου,
γιατί δεν έχουμε πατέρα στο σπίτι.
— Χωρίς πεντάρα;
— Ναι.
— Και τι έγινε ο πατέρας σου;
— Να, πάει να βρη άλλη γυναίκα.
Ήτο πενταετές παιδίον, ζωηρόν, με λάμπρους μεγάλους
οφθαλμούς, ρακένδυτον.* Και με παιδικήν χάριν, με σπαρακτικόν εν
τη αθωότητι μειδίαμα, επρόφερεν εκάστοτε την φράσιν ταύτην, της
οποίας όλον το βάθος δεν ήτο ικανόν να κατανοήση, τόσον ώστε οι
άνθρωποι οι μη έχοντες να κάμουν τίποτε, καθώς εγώ, πολλάκις το
εκάλουν, και απέτεινον* αυτώ την άνω ερώτησιν του μικρού
παντοπώλου της γειτονιάς, μόνον και μόνον δια ν' ακούσωσιν από το
στόμα του την απόκρισιν.
— Να, πάει να βρει άλλη γυναίκα.
Δεν ήτο η πρώτη φορά οπού το έβλεπα. Κατ' εκείνην την ημέραν
συνέβη να είμαι πλούσιος, διότι είχα κατορθώσει μετά
πέντε εκλιπαρήσεις,* και μετά τέσσαρας αποπομπάς,* να λάβω
δεκαπέντε δραχμάς, απέναντι ογδοήκοντα οφειλομένων μοι δι'
αμοιβήν φιλολογικής εργασίας πέντε εβδομάδων. Κατά τας τοιαύτας
δε ημέρας, ισαρίθμους με τας σελήνας του ενιαυτού,* μοι συμβαίνει,
χωρίς να φροντίσω να πληρώσω μέρος των χρεών μου, να εξοδεύω
μονοημερίς τα δυο τρίτα του ούτω πως εκβιασθέντος ποσού,
φυλάττων φρονίμως το τρίτον δια τας επομένας τρεις εβδομάδας.
Έκραξα το παιδίον και του έδωκα μίαν πεντάραν. Εκείνο την έλαβεν,
έβγαλεν έξω από τα χείλη την γλώσσαν, με μειδίαμα ευδαιμονίας, και
ατένίζον με είπε:
— Δο μ' κι άλλη, μπάρμπα!
***
Δεν ήτο το μόνον παιδίον, το οποίον ήρχετο εις το μικρόν εκείνο
παντοπωλείον της οδού Σ..., κατά την δυτικήν εσχατιάν* της πόλεως.
Πτωχαί γυναίκες έστελναν συνήθως τας πενταετείς ή επταετείς
κορασίδας των δια να οψωνίσουν. Συνέβαινε καθ' εσπέραν να
κάθημαι επί ημίσειαν ώραν και πλέον, συνομιλών με δυο ή τρεις
φίλους, πίνοντας το ορεκτικόν των, εις το μικρόν μαγαζίον, ενίοτε δε
να λαμβάνω εκεί το λιτόν δείπνον μου. Πολλάκις τριετή νήπια
ψελλίζοντα τα έστελναν αι προκομμένοι αι μητέρες των, με
επικίνδυνα ποτήρια ή φιαλίδια εις τας χείρας, δια ν' αγοράσουν κασί
ή λάι ή λυκάζι.* Εν τούτων εζήτει να του δώσουν ένα κουμπί
(σκουμβρί), άλλο εζήτει μια πεντάρα πίτα (σπίρτα). Την γλώσσαν των
μόνος ο νεαρός παντοπώλης, ο φίλος μου, ήτο ικανός να την εννοή. Ο
ίδιος εσπλαγχνίζετο ενίοτε και έστελνεπροπομπούς* τους ιδίους του
υπηρέτας έως την θύραν των μικρών παιδίων, δια να φθάσουν ταύτα
ασφαλώς εις την μητέρα των.
Συχνά συνέβαινε να ξεχάση η μικρά παιδίσκη, πενταέτις ή εξαέτις, το
είδος, το οποίον εστάλη ν' αγοράση, και να είπη άλλα αντ' άλλων.
Εντεύθεν παράπονα, διαμαρτυρίαι εκ μέρους των μητέρων, ύβρεις
κατά του μπακάλη. Πάντοτε τον μπακάλην έβγαζαν πταίστην. Το
παιδί ποτέ δεν έπταιε.
Άλλοτε συνέβη να του πέση εις τον δρόμον το μισό το ρύζι, ή να φάγη
την μισήν την ζάχαριν. Τότε η μήτηρ ή η γιαγιά κατήρχετο η ιδία, και
ύβριζε τον μπακάλην, λέγουσα ότι τέτοιος ήτον, τον ήξευρεν αυτή,
όλο ξίκικα* επώλει· μ' αυτά εζητούσε να πλουτίση κι αυτός. Και
δύναμαι να μαρτυρήσω ότι ο μπακάλης ήτο, ως εμπορευόμενος και
ως άτομον, τίμιος άνθρωπος. Άλλοτε πάλιν, ο μικρός ψωνιστής, το
δεινότερον,* έχανε καθ' οδόν τα λεπτά, τα ρέστα, όσα έλαβεν από τον
παντοπώλην. Πλην δια τούτο είχε ληφθή η πρόνοια να τυλίγωνται τα
ρέστα εις χαρτίον, και κάποτε να δένωνται κομπόδεμα εις ράκος* και
να εμβάλλωνται εις την τσέπην του μικρού. Και όμως πολλάκις
εχάνοντο πεντάλεπτα και δεκάλεπτα και
ολόκληροι λιμοκοντόροι.* Και πάλιν ο μπακάλης έπταιεν.
***
Αλλ' ας επανέλθω εις το παιδίον περί ου* ο λόγος εν αρχή. Δεν είμαι
ποτέ πολυπράγμων*, αλλ' ο φίλος μου ο μικρός παντοπώλης ήξευρεν,
ως εικός, όλα τα μυστικά της γειτονιάς. Ήτο
γενικός θεματοφύλαξ*των αλλότριων* υποθέσεων. Δεν ηξεύρω αν το
βλέμμα μου του εφάνη ερωτηματικόν, αλλ' όταν ευκαίρησεν,
αυθόρμητος ήρχισε να μου διηγήται την ιστορίαν.
Προ εννέα ετών ο Μανόλης ο Φλοεράκης είχε νυμφευθή την
Γιαννούλαν Πολυκάρπου. Εκ της συζυγίας ταύτης εγεννήθησαν πέντε
τέκνα, εξ ων το τρίτον ήτο το παιδίον εκείνο.
Ο Μανόλης ήτο ξυλουργός, αλλά δεν διέπρεπε πολύ
επί φιλοπονία.* Ειργάζετο, οσάκις είχεν εργασίαν, από την Τρίτην
έως την Παρασκευήν. Το Σάββατον πρωί τού επονούσεν αίφνης η
μέση του, την Δευτέραν τού επονούσε το κεφάλι. Εννοείται ότι
διήρχετο εν κραιπάλη* από το Σάββατον εσπέρας έως την Δευτέρα
πρωί.
Η γυνή ήτο φιλεργός.* Είχε ραπτικήν μηχανήν και κατεσκεύαζεν
υποκάμισα. Εκέρδιζεν ούτω εν τάλιρον την εβδομάδα, το οποίον,
προστιθέμενον εις τας δεκατρείς ή δεκατέσσαρας δραχμάς, όσας
εκέρδιζεν εκείνος, και εκ των οποίων τα ημίση του εχρειάζοντο δια το
τακτικόν μεθύσι της Κυριακής, μόλις ήρκει προς συντήρησιν της
οικογενείας.
Πλην η οικογένεια ηύξανε, σχεδόν κάθε χρόνον. Ανά
εν κουτσουβέλι,* ή κατσιβέλι,* εγεννάτο τακτικά κάθε δεκαοκτώ
μήνας, με κανονικότητα απελπιστικήν. Η οικογένεια ηύξανεν, αλλά το
εισόδημα ηλαττούτο. Η εργασία εγένετο σπανιωτέρα. Η ραπτική
μηχανή παρερρίφθη εις μίαν γωνίαν, ετέθη εις αχρηστίαν. Η
Γιαννούλα, μη προφθάνουσα ν' απογαλακτίση εν μωρόν, και
αρχίζουοα να βυζάνη αμέσως άλλο, μόλις επαρκούσα δια να πλύνη
ράκη, δεν είχε πλέον καιρόν να ράπτη υποκάμισα.
Ο Μανώλης δεν έπαυσε να μεθύη τακτικά από το Σαββατόβραδον έως
το εξημέρωμα της Δευτέρας. Η Γιαννούλα δεν είχε πλέον δεύτερον
φόρεμα. Τα παιδιά δεν είχον πάντοτε ψωμί. Η εστία σπανίως ήτο
αναμμένη. Η γυνή εγόγγυζεν. Ο Μανόλης, όταν ήρχετο, την έτρωγε
από την γρίνια. Τα παιδιά έκλαιαν. Η αχυροστρωμνή ήτο τρύπια. Η
κουβέρτα δεν ήρκει να σκεπάση τα τρία μεγαλύτερα παιδιά.
Η λάμπα ήτο ακαθάριστη και δεν είχε πετρέλαιον. Η στάμνα είχε
σπάσει προ τριών ημερών, και έπιναν από ένα τσαγγλί*, οσάκις είχε
νερόν η βρύσις της γειτονιάς. Η σκούπα, καταλερωμένη, είχε φαγωθή
η μισή, και ελίπαινε το πάτωμα αντί να το σκουπίση. Το τηγάνι είχε
τρυπήσει και ήτο άχρηστον. Η χύτρα ήτο ραγισμένη, και έσβηνε την
φωτιάν διαρρέουσα, όταν φωτιά υπήρχε. Η κατσαρόλα ήτο παλαιά,
φαγωμένη, αγάνωτη. Ο γανωτής είχε προτείνει ή να την αγοράση
αντί πενήντα λεπτών, ή να την γανώση αντί πενήντα, με κίνδυνον,
είπε, να τρυπήση και να γίνη άχρηστη. Η Γιαννούλα επροτίμησε να
την κρατήση αγάνωτην.
Η ραπτική μηχανή είχε δοθή ενέχυρον δια δύο εικοσιπεντάρικα, τα
οποία θα εχρησίμευαν δια τα γεννητούρια του τελευταίου μωρού και
δι' άλλας χρείας. Τα δύο εικοσιπεντάρικα δεν επεστράφησαν, και η
μηχανή εκρατήθη.
***
Εις τοιαύτην κατάστασιν ήτο η οικία, όταν εισεχώρησεν ο κουμπάρος
εντός.
Ο κουμπάρος ήτο άγαμος και τεσσαροκοντούτης, παχύς,
ευμορφάνθρωπος με πλατύ ζουνάρι. Ήτο μέγας και πολύς,
κομματάρχης ενός των πολιτευτών της Αττικής, είχε κερδίσει χρήματα
από κάτι ενοικιάσεις. Ήτο άνθρωπος μ' επιρροήν.
Κατ' αρχάς ήρχετο άπαξ του μηνός. Είτα ήλθε δις εις μίαν εβδομάδα,
φέρων κρέας και μικρά τινα δώρα δια τα παιδία. Κατόπιν ήρχισε να
έρχεται ημέραν παρ' ημέραν. Τέλος ήρχετο καθ' εκάστην, φέρων
πάντοτε οψώνια.
Τις οίδε ποίους σκοπούς έτρεφεν ο κουμπάρος. Πλην η Γιαννούλα
ήτον τίμια, όσον και πάσα άλλη.
Η Γιαννούλα ήτον τίμια, αλλ' ο Μανώλης ήτον ζηλιάρης. Και μετά
πολλά εσπερινά δείπνα τα οποία έφαγεν εις την οικίαν ομού με τον
κουμπάρον, μετά πολλάς δε πρωινάς σκηνάς τας οποίας έκαμεν εις
την γυναίκα του, ήρχισε να μην είναι συνεπής εις τίποτε, κάποτε
μάλιστα να ξενοκατιάζη.*
Της είχε διηγηθή πολλάκις ότι, πριν την πάρη, είχε μία φιλενάδα.
Εκείνη είχε νυμφευθή έκτοτε, ίσως χωρίς παπά, καθώς συνηθίζεται
κάποτε εις την πτωχήν συνοικίαν. Τώρα φαίνεται ότι την είχε
ξανανταμώσει, αυτήν την παλαιάν γνωριμίαν, και δια τούτο έλειπεν
από το σπίτι βραδιές βραδιές.
Όσο δια την Γιαννούλαν, το μόνον έγκλημά της ήτο ότι, ίσως,
είχε πολιτέψει* τον κουμπάρον, και δεν τον είχε διώξει μίαν και
καλήν. Ο κουμπάρος ήξευρε, βλέπετε, από πολιτικήν, και αυτή, ως
γυνή οπού ήτον, ήξευρεν από ψευτοπολιτικήν. Πλην οι γειτόνισσες
δεν ήσαν επιεικείς, και την εκακολόγησαν. Και εις των γειτόνων, ο
κυρ-Ζάχος ο Ξεφαντούλης, ήτο της αρχής ότι έπρεπεν ο
ενδιαφερόμενος «να ξέρη τι τρέχει». Και η υστεροβουλία, η
λανθάνουσα και αυτόν τον ίδιον, ήτο να εύρη διασκέδασιν αυτός με
τες φωνές, με τες κατακεφαλιές, με τα τραβήγματα των μαλλιών και
με το χώρισμα του ανδρογύνου.
Αυτό θα ειπή να σου θέλη τις το καλόν σου, να κήδεται* της τιμής
σου, δηλαδή. Να σε βάλη να σκοτωθής.
***
Μετά τελευταίαν φοβεράν σκηνήν, από την οποίαν η Γιαννούλα
εβγήκε με μισήν πλεξίδα, με εν μάγουλον αιματωμένον, και με
σχισμένον υποκάμισον —και όλοι οι φρονιμότεροι άνθρωποι της
γειτονιάς έτρεφον την πεποίθησιν, την οποίαν συμμερίζεται και ο
γράφων, ότι η Γιαννούλα ήτον αθώα— ο Μανώλης έγινεν άφαντος.
Επήγε να ενταμώση οριστικώς την παλαιάν του γνωριμίαν.
Ο κουμπάρος εν τω μεταξύ είχε παύσει τας συχνάς επισκέψεις του.
Είχεν αρραβωνισθή. Γεροντοπαλίκαρον ακμαίον, καλοκαμωμένος,
ευμορφάνθρωπος, με πλατύ ζουνάρι, κομματάρχης, μέγας και πολύς,
κερδίσας χρήματα από τας ενοικιάσεις, επόμενον ήτο να εύρη νύμφην
με προίκα.
Η Γιαννούλα τον είχε πολιτέψει η πτωχή. Μόνον τούτο το αμάρτημα
είχε πράξει. Αλλά τα παιδιά επεινούσαν. Πλην εκείνος εβαρύνθη να
περιμένη, κι έφυγε με την ώραν του.
Και η Γιαννούλα έμεινε με τα τέσσαρα παιδιά —το πέμπτον είχεν
αποθάνει, ανακληθέν* ενωρίς υπό του Πολυευσπλάγχνου και
Πανσόφου εις τον κήπον τον ανθηρόν, εις το ωραίον περιβολάκι με τα
κρίνα και με τους ναρκίσσους, μετά των οποίων φυτεύονται και
ανθούσιν εσαεί* και τα άκακα νήπια— έμεινε, λέγω, με τα τέσσαρα
παιδία, χωρίς πατέρα, και χωρίς κουμπάρον.
Έμεινε χωρίς άρτον εις το ερμάρι και χωρίς φωτιάν εις την εστίαν,
χωρίς φόρεμα, χωρίς στρωμνήν, χωρίς σκέπασμα, χωρίς χύτραν και
χωρίς στάμναν και χωρίς ραπτικήν μηχανήν!
Και το τρίτον παιδίον, ο Μήτσος, εκείνο το οποίον έβλεπα, ήρχετο εις
το παντοπωλείον, και εζήτει από τον μικρόν μπακάλην, όστις ήτο
ακριβής εις τα σταθμά,* αλλά δεν εννόει από ελεημοσύνην, ήρχετο
και εζήτει να του στάξη «μια σταξιά λάδι στο γυαλί», αυτό το οποίον
θα ήτο άξιον να στάξη μίαν σταγόνα νερού εις πολλών πλουσίων
χείλη, εις τον άλλον κόσμον.
Και ητιολόγει την αίτησίν του λέγον:
— Δεν έχουμε πατέρα στο σπίτι!

ρακένδυτος: ντυμένος με ράκη (κουρέλια), κουρελιάρης.


απέτεινον: του αποτείνω· απευθύνω.
εκλιπαρήσεις: ικεσίες.
αποπομπή: διώξιμο (αποπέμπω).
ενιαυτός: το έτος.
εσχατιά: το τέλος, η παρυφή.
λυκάζι: γλυκάδι, το ξίδι.προπομπός: συνοδός.ξίκικα: λειψά.
το δεινότερον: το χειρότερο.
ράκος: το κουρέλι.
λιμοκοντόρος: εδώ: χαρτονόμισμα μιας δραχμής.περί ου (ο λόγος): για το οποίο (έγινε λόγος).
πολυπράγμων: πολυάσχολος, αυτός που ασχολείται με ξένες υποθέσεις.
θεματοφύλαξ: φρουρός.αλλότριος: ξένος.
φιλοπονία: εργατικότητα.
κραιπάλη: μέθη.φιλεργός: εργατικός.
κουτσουβέλι: νήπιο.κατσιβέλι: γυφτάκι (ο συγγραφέας κάνει λογοπαίγνιο ταυτίζοντας τις
λέξεις).
τσαγγλί: γυάλινο δοχείο.
ξενοκατιάζω: κοιμάμαι σε ξένο σπίτι, ξενοκοιμάμαι (το κατιάζω λέγεται για τις όρνιθες).
πολιτεύω κάποιον: του συμπεριφέρομαι με διπλωματία.
κήδομαι(με γενική): φροντίζω για κάποιον (ή για κάτι).
ανακληθέν: μετοχή παθ. αορ. του ανακαλώ, καλώ πάλι.εσαεί: για πάντα.τα σταθμά: τα ζύγια,
το ζύγισμα.
Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
1. Ποιοι οι ήρωες του παραπάνω διηγήματος ; Να τους κατονομάσετε και
να παρουσιάσετε συνοπτικά τα βασικά τους χαρακτηριστικά –
γνωρίσματα .

2. Αφού μελετήσετε
α) το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο συμβαίνουν τα περιστατικά που
αφηγείται ο συγγραφέας,
β) τα πρόσωπα που κινούνται στο διήγημα, τους τύπους που
διαγράφονται και τη συμπεριφορά τους,
γ) τις καταστάσεις που διαμορφώνονται με την πορεία της αφήγησης,
να συζητήσετε : α) Για τον κοινωνικό προβληματισμό( τα κοινωνικά
προβλήματα στα οποία αναφέρεται ) του διηγήματος, β) Για το ρεαλισμό
του Παπαδιαμάντη.
Καταγράψτε τις απαντήσεις σας στο Φύλλο εργασίας .

3. Ορισμένοι κριτικοί κατηγόρησαν τον Παπαδιαμάντη για χαλαρή σύνδεση


και για έλλειψη σχεδίου στα διηγήματά του. Να παρακολουθήσετε την
τεχνική της αφήγησης ( βλ. θεωρία αφηγηματικών τεχνικών στο wiki )
στο συγκεκριμένο διήγημα και να διατυπώσετε τις δικές σας απόψεις
σχετικά με τη σύνδεση και με το σχέδιο.

4. Να βρείτε και να καταγράψετε στο κείμενο χωρία που μπορούν να


θεωρηθούν αυτοβιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα. Στη συνέχεια
αναζητήστε πληροφορίες για τη ζωή του στο διαδίκτυο και δημιουργήστε
ένα σύντομο βιογραφικό του σημείωμα με τους βασικότερους σταθμούς
της ζωής και του έργου του .
Ενδεικτικά , ανατρέξτε στους ιστοτόπους : http://www.papadiamantis.org/
http://www.ekebi.gr/frontoffice/portal.asp?cpage=node&cnode=461&t=309
http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSB105/438/2912,11417/
indexf_01.htm
5. Να εντοπίσετε το είδος του αφηγητή και την οπτική της αφήγησής του .
Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας με αναφορές από το κείμενο .
Αφού ολοκληρώσετε τις εργασίες σας , δημιουργήστε μια παρουσίαση(power
point ) στην οποία θα παρουσιάσετε τις απαντήσεις στις παραπάνω ερωτήσεις , το
βιογραφικό του συγγραφέα και όποιο άλλο πολυμεσικό υλικό θεωρείτε ότι μπορεί
να πλαισιώσει τις απαντήσεις σας και να φωτίσει καλύτερα το κείμενο , τη ζωή των
ηρώων αλλά και το βιογραφικό του συγγραφέα (φωτογραφίες – εικόνες –
βίντεο ). Προσέξτε κατά τη δημιουργία της παρουσίασης :
 Τι υλικό θα χρησιμοποιήσετε και με ποια σειρά θα το τοποθετήσετε; Σε ποια διάταξη; Γιατί;
 Ποιο πρότυπο θα διαλέξετε και γιατί; Θα επιλέξετε χρωματιστή επιφάνεια ή μονόχρωμη;
 Στην παρουσίαση σας θα τοποθετήσετε εικόνες ; Αν ναι για ποιο λόγο ;
 Θα εντάξετε στην παρουσίαση μου βίντεο ;
 Πώς θα παρουσιάσετε το υλικό (σειρά σύνδεσης στην παρουσίαση , επιλογή ή όχι του ζουμ
, χρόνος/ διάρκεια εμφάνισης κάθε σημείο της παρουσίασης )
Αφού παρουσιάσετε την εργασία σας στην τάξη , να την αναρτήσετε στο wiki , στο
φάκελο : δ ΄ εργασία Λογοτεχνίας .

Ε΄ (ατομικό) Φύλλο εργασίας


Κωνσταντίνος Θεοτόκης , Η Τιμή και το Χρήμα
ΗΤΙΜΗ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΗΜΑ εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1914. Όπως όμως
αναφέρει ο ίδιος ο συγγραφέας στην αφιέρωσή του στην Ειρήνη
Δεντρινού «εγράφτηκε πριν από το βαλκανικό πόλεμο, που ήταν το
προοίμιο του σημερινού ολέθριου σπαραγμού της Ευρώπης και
εδημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο Νουμά ενώ διαρκούσε και εμάνιζε
εκείνη η αντάρα». Η χρονική περίοδος που γράφτηκε το διήγημα
(νουβέλα θα λέγαμε σήμερα) συμπίπτει με την ακμή της
σοσιαλιστικής δράσης του συγγραφέα. Το 1907-1909 ο Θεοτόκης
παρακολουθεί μαθήματα στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου. Την εποχή
αυτή η σοσιαλδημοκρατική κίνηση στη Γερμανία βρίσκεται στην
κορύφωσή της. Κι ενώ στην πρώτη φάση της πεζογραφίας του
ανανεώνει την ελληνική ηθογραφία με γλώσσα αδρή και λιτή
(Κορφιάτικες ιστορίες), στη δεύτερη φάση, επηρεασμένος από τις
σοσιαλιστικές ιδέες, προσπαθεί να δείξει ότι με το κοινωνικό
σύστημα που ισχύει, το χρήμα και το συμφέρον αλλοιώνουν το
χαρακτήρα των ανθρώπων και κατευθύνουν τις πράξεις τους. (Ή Τιμή
και το Χρήμα, Οι σκλάβοι στα δεσμά τους). Ο ιδεολογικός αυτός
προγραμματισμός δε ζημιώνει καθόλου το διήγημα, που είναι
οργανωμένο δραματικά, με σκηνές ζωντανές και ανθρώπινες. Η
Ειρήνη Δεντρινού σε ομιλία της με τίτλο «Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης
σαν συγγραφέας, σαν άνθρωπος» είπε σχετικά:
«Στην Τιμή και το Χρήμα —το πρώτο κατά χρονολογική σειρά μεγάλο
διήγημα του Θεοτόκη— περιγράφεται ιδιαίτερα το κερκυραϊκό
προάστιο, το Μαντούκι, και γενικά η κατάσταση της Κέρκυρας στην
εποχή της πρωθυπουργίας του Γ. Θεοτόκη. Αντίθετος προς το
συνονόματό του, ο συγγραφέας καυτηριάζει σατιρίζοντας τα
πολιτικά συστήματα της τότε εποχής, το κυρίαρχο ρουσφετολόι, την
πρόοδο του συστηματικού λαθρεμπορίου στις κερκυραϊκές ακτές και
την εξαχρείωση του εκλογέα. Ανάμεσα σε όλη αυτή την κίνηση
πλέκεται το τρυφερό και γεμάτο ποιητική αφέλεια ειδύλλιο της Ρήνης
και του Ανδρέα, που η χρηματική ανάγκη το παρακολουθεί για να το
χτυπήσει θανάσιμα. Έτσι ο συγγραφέας, αφού μας αποδείξει πόσο
κυρίαρχα, πόσο τυραννικά, το χρήμα επιβάλλεται και στα δυνατότερα
και αγνότερα αισθήματά μας, βάζει στο στόμα της Ρήνης τον ύμνο
της αγάπης, ανώτερης απ' όλα τ' άλλα συναισθήματα, με μια φράση
λιτή, χωρίς καμιά παράχορδη, επιδειχτική κραυγή, και που λιτότερη
γίνεται στο στόμα της κοπέλας του λαού: "Με τα τάλαρα δεν
αγοράζεις την αγάπη", λέει η Ρήνη του Αντρέα». («Νέα Εστία» Α' 1927,
τεύχ, 7 και 8, και: Εκδ. «Κείμενα» Η Τιμή και το Χρήμα: σ. 121).
Ο Άγγελος Τερζάκης επίσης έγραψε σχετικά τα εξής:
«Ποιος φταίει; Η ερώτηση ανεβαίνει αυθόρμητα στα χείλη του
αναγνώστη σαν τελειώσει το διήγημα — κι αυτό είναι εκείνο που είχε
αποζητήσει ο συγγραφέας. Την απάντηση την έχει άλλωστε δώσει ο
ίδιος με το «λάιτ μοτίβ»* του έργου: "Ανάθεμά τα τα τάλαρα!". Το λέει
η Τρινκούλαινα, το λέει ο Αντρέας, —όταν βλέπει πως η ευτυχία
χάθηκε πια— και τα δυο φαινομενικά αντίπαλα μέρη». Με τις
κοινωνικές συνθήκες της εποχής, συνεχίζει ο Τερζάκης «σωτηρία δεν
υπάρχει· οι άνθρωποι προστυχεύουν, τα ευγενικά συναισθήματα
σβήνουν, τα πάντα γίνονται αντικείμενα συναλλαγής. Συμπόνια βαθιά
μας απομένει, σαν κατακάθι, για όλους ανεξαίρετα τους ήρωες, αφού
όλοι τους είναι θύματα και κανένας τους προσωπικά φταίχτης. Το
δίπτυχο των αξιών, που εκφράζεται στον τίτλο του έργου, μένει, έτσι,
γενικότερα αποφασιστικό και καλύπτει το μεγαλύτερο ποσοστό του
Θεοτοκικού έργου· Τιμή-Χρήμα» (Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Βασική
Βιβλιοθήκη, Τόμ. 31, σ. 16).

[Δουλευτάδες κι οι δυο, ποιόνε έχουμε ανάγκη;]


Είναι Κυριακή απόγευμα: όπως συνήθιζε να κάνει κάθε Κυριακή, η σιόρα
Επιστήμη μαζί με άλλες νοικοκυρές καθόταν κουβεντιάζοντας στη μικρή
πλατεία του προάστιου. Ξαφνικά, μαθαίνει από κάποια γυναίκα, που ήρθε στην
παρέα της, πως η Ρήνη έβαλε μες στο σπίτι τους τον Αντρέα. Στην αρχή
προσπαθεί να φανεί ατάραχη και να την πείσει πως μες στο σπίτι ήταν ο
άντρας της (αγαθός τύπος, που συνήθως ήταν πιωμένος). Ούτε κι η ίδια όμως
δεν πιστεύει στα λόγια της· έπειτα φεύγει για να δει τι έγινε. Βρήκε στο σπίτι
τον Αντρέα και τη Ρήνη μόνους.

«Αντρέα» είπε με σιγαλή μα σταθερή φωνή, «εβάλθηκες να ντροπιάσεις το


φτωχικό μου»;
«Ω μάνα» είπε η Ρήνη ξεσπώντας σε δάκρυα, «ω μάνα!»
«Όχι» είπε ο Αντρέας γενόμενος πλιο κόκκινος.
«Δεν εσκέφτηκες» ξακολούθησε πικρά, «πως είμαστε φτωχοί άνθρωποι,
αδύνατο μέρος, πως δεν έχουμε παρά του θεού την ολπίδα και την υπόληψή
μας, και το μοναχό αποκούμπι τση φαμιλιάς μου δεν είμαι παρά εγώ, μία
καημένη γυναίκα, σαν έρμη, γιατί τον άντρα πόχω είναι σα να μην τον είχα;» Κι
εβάλθηκε να κλαίει.
«Ω μάνα!» ξανάπε αναστενάζοντας η Ρήνη, «θα σου πει· η καρδιά του είναι
χρυσή· δεν καταδέχεται την ατιμία».
«Γιατί τον έμπασες μέσα; Γιατί ήρθες μέσα, Αντρέα; Η γειτόνισσα
στο φόρο*το βουκινίζει*κι έχει δίκιο· ποιος θα τήνε πάρει τη δυστυχισμένη τώρα
που της έκαμες αυτό το κακό;»
«Άκου» είπε ο Αντρέας πειραγμένος, «όλο το μπόργο*μ' εγνώρισε τίμιονε, και η
ίδια με ξέρεις. Τι να σου κάμω; Η αγάπη δεν παίρνει το θέλημα τω
γονιώνε· γεννιέται μοναχή τση. Τη Ρήνη σου εγώ τήνε παίρνω».
«Δε μένει άλλο» είπε η μάνα μ' έναν αναστεναγμό παρηγορητικό, «έτσι μόνο θα
γλιτωθεί η τιμή μας».
«Α θέλεις» ξανάπε αδιάφορα ο Αντρέας «φέρε και τώρα τον παπά και
το νούνο*για να τελειώσει. Μα, σιόρα Επιστήμη, ξέρεις την περίληψη του
σπιτιού μου. Ο κακομοίρης ο πατέρας μου μ' άφηκε χρέγια που ολοένα τα
πλερώνω· τι να πρωτοκάμω μ' αυτά τα μπράτσα; Σκίσε μου την καρδιά μέσα θα
'βρεις τη Ρήνη σου. Την αγαπάω, από κείνο το βράδυ τα μάτια της μ' εκάψανε.
Μα πώς να τήνε ζητήσω, πώς νακουναρήσω*παιδιά;»
«Αυτό συλλογιέσαι! Και δε βοηθάει ο Θεός; Δουλευτάδες και οι δύο, ποιόνε έχετε
ανάγκη;»
«Όχι, σιόρα Επιστήμη· θα ξεπέσει κι άλλο το σπίτι μου· θα μου το πουλήσουνε,
θα ντροπιαστώ στον κόσμο!»
«Δουλευτάδες και οι δύο, ποιόνε έχουμε ανάγκη;» είπε τώρα η Ρήνη ανάμεσα
στα δάκρυά της, «και σ' ένα καλύβι, με την αγάπη μας, θα ξαλλάζαμε τη ζωή
μας και για όλο το βιος του κόσμου»;
«Θέλω να 'σαι σαν κυρά στα χέρια μου· δε σε παίρνω στην κακομοιριά. Τι δίνεις,
κυρά Επιστήμη»;
«Τον άνθρωπό μου» αποκρίθηκε με περηφάνια σφουγγίζοντας τα μάτια της,
«και την ευκή μου! Γιατί δεν πράζεις σαν τίμιος άντρας που είσαι; Την αγαπάς;
πάρ' τηνε. Ο Θεός βοηθός. Φτωχοί άνθρωποι είμαστε· το 'ξερες!»
«Χωρίς τίποτα;» ερώτησε στενοχωρημένος.
«Την επείραξες!» κι είναι αδύνατο μέρος η δύστυχη. Τρεις εκατοστές*έχει κι όχι
άλλα».
«Σαν τίποτα» είπε σταυρώνοντας τα χέρια· «τι να πρωτοκάμω;»
«Την επείραξες» του ξανάπε η μάνα αψωμένη· «αν είσαι τιμημένος δείχ' το· ειδέ
την έχεις στο λαιμό σου!»
«Δώσ' μου έξι*να λευτερώσω κάνε το σπίτι μου. Ανάθεμά τα τα τάλαρα!»
«Ω δώσ' τα μάνα!» είπε τότες κλαίοντας η Ρήνη και σηκώνοντας προς τη μάνα
τα χέρια της· «μ' αυτά θ' αγοράσεις την ευτυχία μου. Όσοι άντρες κι αν είναι
στον κόσμο, ούτε και βασιλόπουλα, δε θα μ' αγαπήσει κανένας σαν τον
Αντρέα· ούτε και γω!»
«Τι λες;» της αποκρίθηκε, ρίχνοντάς της μια σκληρή ματιά. «Εσύ έσφαλες· κι εγώ
ν' αδικήσω τ' αδέρφια σου τ' άλλα; Δυο θεριά αξαίνουνε ολοένα κατόπι σου και
τ' αρσενικό μένει στο δρόμο. Τι άλλο να κάμω για σας; Ό,τι μπορούσα δεν το
'καμα; Δεν έχω άλλα!»
«Έτσι είναι αδύνατο» είπε ο Αντρέας κι εδάκρυσε.
Μα τότες η κυρά Επιστήμη εθύμωσε. Εσήκωσε ψηλά το χέρι της, και αχνή και με
σπίθες στα μάτια του 'πε:
«Έτσι ήτανε από την αρχή του το σπίτι σου· έτσι! κι εχαλάστηκε καταπώς του
'πρεπε. Και συ ακολουθάς το παράδειμα*. Ω καταραμένε, τι σου χρωστούσα να
πειράξεις την ησυχία του σπιτιού μου, την καλύτερη κοπέλα του μπόργου, ω
που να πιάνεις χρυσάφι και να γένεται χώμα»!
«Μην καταριέσαι» είπε χτυπώντας φοβισμένη τα στήθια της η κόρη· «δεν το
'θελε έτσι, μάνα· μ' αγαπάει· δώσ' τα, δώσ' τα!»
«Και συ» της είπε ακολουθώντας με οργή, «αφού εγίνηκες όπως εγίνηκες, κι
έχασες, ανέμυαλη, την καημένη σου τη νιότη! σύρε, κακομοίρα μου, κουρέψου σε
κανένα μοναστήρι! Ωχ, τι να σε κάμω!» Κι έπεσε σε μια καρέκλα κι έκρουψε το
τίμιο πρόσωπό της στα χέρια της και εβάλθηκε να κλαίει πικρά πικρά χωρίς να
φωνάζει.
Εκλαίγαν και οι τρεις τους.
«Ω!» έκαμε δειλά δειλά η Ρήνη, κοιτάζοντας τον Αντρέα με μάτια δακρυσμένα και
περιπλέκοντας τα δάχτυλά της· «δουλευτάδες και οι δύο ποιόνε έχουμε ανάγκη;»
«Δε μπορώ» ξανάπε ο νέος με πόνο· «αύριο θα 'μαστε στο δρόμο· δε σε παίρνω
στη φτώχεια και στην καταφρόνια».
Κάμποση ώρα εμείναν πάλε σιωπηλοί και οι τρεις. Η κάμαρα εσκοτείνιαζε
τώρα, γιατί ο ήλιος είχε καθίσει· και δεν ακουόταν τίποτα άλλο παρά ο κουφός
ανασασμός της νοικοκυράς που δεν εσάλευε. Κανένας εκείνο το βράδυ δεν
εσκεφτότουν ν' ανάψει το φως.
Και τώρα ήταν η Ρήνη που εθύμωνε και που απελπισμένη επαναστατούσε:
«Εσύ, μάνα» είπε βραχνά, «κι όχι ο Αντρέας, εσύ με παίρνεις στο λαιμό σου για
λίγα λεφτά! Έχεις και δεν τα δίνεις. Και δέκα και δώδεκα εκατοστές έχεις, το
ξέρω εγώ· και κάνεις δουλειές κάθε μέρα, και τα αβγατίζεις τα τάλαρά σου. Και
τώρα... και τώρα θέλεις να με κλείσεις σε μοναστήρι, εμένανε που σ' εδούλεψα,
που τα 'βγαλα η ίδια τα προικιά μου με τον κόπο μου, για να 'χουνε τ' άλλα σου
τα παιδιά περισσότερα. Ω μάνα! Ω μάνα!»
«Τρεις εκατοστές είναι οι δικές σου» της αποκρίθηκε με βραχνή φωνή χωρίς να
σηκώσει το κεφάλι.
«Θα σε πάρω» της είπε στ' αυτί ο Αντρέας· «έχε υπομονή!» κι αδρασκέλισε
βιαστικά το κατώφλι.
φόρο: (το)· αγορά.
βουκινίζω: σαλπίζω με το βούκινο, μεταφ. διαλαλώ.
μπόργο: προάστιο.
νούνος: κουμπάρος.
κουναρώ: μεγαλώνω, αναθρέφω.
εκατοστές: εννοείται τάλαρα.
έξι: εκατοστές τάλαρα.
ακολουθάς το παράδειμα: (παράδειγμα) εννοεί τον πατέρα του, που, όπως είπε κάποια
γειτόνισσα «τα 'καμε τα ίδια κι ο μαγαρισμένος ο πατέρας του (ενν. του Αντρέα) και
εκακομοίριασε, ανάθεμά το, μία δύο εδώ στο μπόργο».

Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής


Παρατηρήσεις
1. Να κατονομάσετε τα πρόσωπα του παραπάνω αποσπάσματος και να δηλώσετε τη
μεταξύ τους σχέση .

2. Χαρακτηρίστε τις δύο γυναίκες του αποσπάσματος . Πιστεύετε ότι το ήθος τους είναι
σύμφωνο με το ήθος μιας παραδοσιακής γυναίκας των αρχών του προηγούμενου αιώνα ;
Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας.

3. Να εντοπίσετε το είδος του αφηγητή και τις τεχνικές αφήγησής του σε σχέση με τον
τρόπο και το χρόνο .
4. Ο τίτλος του διηγήματος είναι Η Τιμή και το Χρήμα. Οι δυο αυτές αξίες (τιμή-χρήμα)
επηρεάζουν τη σιόρα Επιστήμη και τον Αντρέα στις πράξεις τους; Να δικαιολογήσετε
την απάντησή σας.

5. Αφού μελετήσετε προσεχτικά τα αποσπάσματα ( και το απόσπασμα στο α΄φύλλο


εργασίας , Ανάθεμα στα τάλαρα ), την εισαγωγή και τις απόψεις του Αγγ. Τερζάκη να
απαντήσετε στις ακόλουθες ερωτήσεις:

α) Γιατί νιώθουμε συμπόνια για όλους ανεξαίρετα τους ήρωες;

β) Πού μπορούμε να αποδώσουμε τη συμπεριφορά ορισμένων προσώπων του


διηγήματος, η οποία έρχεται σε αντίθεση με τα πραγματικά τους αισθήματα;

6. Το απόσπασμα χαρακτηρίζεται από μια κυμαινόμενη δραματική ένταση. Να την


παρακολουθήσετε α) στον τρόπο με τον οποίο αντιδρούν, απ' την αρχή ως το τέλος, οι
τρεις πρωταγωνιστές β) στο ρόλο που παίζει ο διάλογος.

Να καταγράψετε τις απαντήσεις σας στο Φύλλο εργασίας και να αποστείλετε


το αρχείο στη διεύθυνσή μου στο spapasotiris2012@gmail.com

6ο ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ( ΟΜΑΔΕΣ ΚΟΡΙΤΣΙΩΝ )


Α. ΚΕΙΜΕΝΟ ( Απόσπασμα από το βιβλίο της Ε. Φακίνου , Γάτα με πέταλα )
Η Ρούλα ζει σε μια μικρή κωμόπόλη στην ελληνική επαρχία · είναι ανύπαντρη και
εργάζεται βοηθώντας τον πατέρα της , τον κυρ – Αφρέδο στην Ταβέρνα που
διατηρούν κοντά στη θάλασσα . Η ηρωίδα μας μένει έγκυος από μια περιστασιακή
καλοκαιρινή σχέση της …

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6Ο
Η Ρούλα ανησυχεί και σκέπτεται

Δεν είναι αλήθεια ότι η Ρούλα δεν ανησυχούσε . Στην αρχή , μόλις βγήκε από το
ιατρείο , κι έπειτα μέσα στο σταθμό των υπεραστικών , ο πανικός της είχε φέρει
τρεμούλες και τάση λιποθυμίας . Αργότερα , κι ενώ ταξίδευε με το λεωφορείο ,
σκέφτηκε –έτσι από ένστικτο –να ζητήσει τη βοήθεια των εραστών της . Δεν ήξερε ούτε
τι περίμενε από αυτούς , ούτε τι θα έπρεπε να τους ζητήσει .
Στο διάστημα των ημερών που ακολούθησαν , η Ρούλα σκεπτόταν διαρκώς . Από τη
στιγμή που δεν μπορούσε να απαλλαγεί από το παιδί , παρότι είχε προσπαθήσει χωρίς
αποτέλεσμα –σκαρφάλωνε ψηλά και πηδούσε , τεντωνόταν ή έπινε καυτό κανελόζουμο -,
έπρεπε να βρει την καλύτερη λύση, Το σωστότερο ήταν να την παντρευόταν κάποιος
από αυτούς . Αλλά ποιος ; Ο Μπάμπης κι Ανέστης αποκλείονταν , γιατί ήταν ήδη
παντρεμένοι . Ο Θόδωρος , το ίδιο , γιατί , εκτός από αρραβωνιασμένος , τα είχε και με
τη Μάριον . Έμενε ο Ιωακείμ , που κι αυτός όμως περίμενε να περάσει το πένθος της
χήρας απ ’το Αλιβέρι , για να την πάρει .
Η Ρούλα , πάντως , αποφάσισε να μιλήσει στον Ιωακείμ , επειδή είχε δει το φορτηγάκι
παρκαρισμένο έξω απ’το σπίτι του , κι αν έφευγε , θα έκανε δυο βδομάδες να
επιστρέψει .

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8Ο

Η Ρούλα αποφασίζει τι πρέπει να ζητήσει απ’τους εραστές της και ζηλεύει την
ανεμελιά και την ανεξαρτησία της Μπρουκ .

Όταν η Ρούλα βγήκε απ ’το σπίτι του Ιωακείμ είχε σκοτεινιάσει εντελώς κι ας ήταν
έξι παρά τέταρτο . Την πλάκωνε αυτό το σκοτάδι . Περπατούσε στα έρημα δρομάκια του
χωριού και βιαζόταν να φτάσει στην πλατεία , όπου τα φώτα του καφενείου και των
μαγαζιών θα φώτιζαν λίγο τη νύχτα .
Η κουβέντα με τον Ιωακείμ της είχε δώσει μια σιγουριά . Καταλάβαινε ότι , όσο
περνούσε απ’το χέρι του , θα τη βοηθούσε , γιατί είχε χεσμένη τη φωλιά του . Μάλιστα ,
χωρίς εκείνος να το ξέρει , της είχε δείξει το δρόμο που έπρεπε ν’ ακολουθήσει και με
τους άλλους . Με μια ωμότητα κληρονομημένη κατευθείαν απ ’τον πατέρα της , η Ρούλα
αποφάσισε τι ήταν αυτό που έπρεπε να ζητήσει κι απ’ τους υπόλοιπους .Απ’τον καθένα
χωριστά και με απόλυτη μυστικότητα . Ο καθένα για λογαριασμό του και για τους δικούς
του λόγους , θα πρέπει να τη βοηθήσει και να την υποστηρίξειει .Θα ξεκινούσε με το
καλό . Απαλά . Θα έλεγε στον καθένα πώς έχει η κατάσταση και τι ζητούσε απ’ αυτόν .
Κι αν κάποιος έκανε το δύσκολο , είχε αυτή ράμματα για τη γούνα του . Στο τέλος , ήταν
σίγουρη , όλοι θα βοηθούσαν . Κι έτσι έπρεπε , γιατί μόνο τότε ο πατέρας της δε θα
υποψιαζόταν έναν ειδικά . Κι έπειτα , όλοι αυτοί βρίσκονταν ήδη μπλεγμένοι και στην
άλλη σκατοδουλειά . Απ’την κομπίνα με το κτήμα , θα βολεύονταν για όλη τους τη ζωή .
Δεν τους συνέφερε να τα σπάσουν και να τα χαλάσουν .Στην ανάγκη δηλαδή , αν
κάποιος , που δεν το πίστευε , έφερνε δυσκολίες και φοβόταν να μιλήσει στον πατέρα της
, θα του έλεγε ότι κινδυνεύει να μαθευτεί στο χωριό και στ’αφεντικά η υπόθεση με τα
οικόπεδα …Τόσο μόνο , ίσα να τον τρομάξει . Όχι ότι θα κάρφωνε στ’αλήθεια αυτή την
ιστορία .
Έτσι , η Ρούλα , πιο ανάλαφρη τώρα , γνωρίζοντας ότι είχε βρει τουλάχιστον τη
μέθοδο για το πρόβλημά της , έφτασε στην πλατεία . Κι ήταν βέβαια σωστό , ότι αυτή η
ομάδα , δεμένη με άλλα πιο σημαντικά μυστικά , θα ήταν και η λύση του ζητήματός της .
Δηλαδή του πρώτου μέρους του προβλήματος . Του άλλου μέρους , που ήταν η γέννηση
και το μεγάλωμα του παιδιού , η λύση βρισκόταν ακόμα μακριά .
Παρατηρήσεις
1. Ποιο το κεντρικό πρόσωπο της παραπάνω ιστορίας ; Ποιο πρόβλημα αντιμετωπίζει ;

2. Ποιος ο τόπος στον οποίο διαδραματίζεται η ιστορία ; Υπάρχει , κατά την άποψή
σας , κάποια σχέση ανάμεσα στον τόπο και στις επιλογές της ηρωἰδας μας ;

3. Ποιο το ήθος της ηρωίδας ; Να τεκμηριώσετε την απάντησή σας με αναφορές του
ίδιου του κειμένου . Ενεργοποιήστε την εισαγωγή σχολίου και καταγράψτε τη συμφωνία
ή τη διαφωνία σας στα όσα λέει ή κάνει η ηρωίδα .

4. Στην κοινωνική ζωή αλλά και στη Λογοτεχνία κυριαρχεί το στερεότυπο της γυναίκας –
μητέρας , της γυναίκας δηλαδή που είναι προορισμένη να γίνει μητέρα και που
αντιλαμβάνεται με απόλυτη φυσικότητα και αφοσίωση την ιερότητα αυτής της
ιδιότητας . Πιστεύετε ότι η ηρωίδα ανταποκρίνεται σε αυτή τη στερεοτυπική εικόνα για
τη γυναίκα ;
Για τη καλύτερη κατανόηση της έννοιας των στερεοτύπων γύρω από το ρόλο της
γυναίκας , διαβάστε :
https://isotitafilon.wikispaces.com/%CF%83%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%B5%CF
%8C%CF%84%CF%85%CF%80%CE%B1

https://docs.google.com/presentation/d/1y3Xx6s6H3r-
cM0SfUcJWcxMQKOGNa2pl8ABPzxruTis/embed?slide=id.i0

5. Πιστεύετε ότι η συμπεριφορά , οι επιλογές και οι αντιδράσεις της ηρωίδας μας


επιτρέπουν να της αποδώσουμε τον χαρακτηρισμό της παραδοσιακής ή της μοντέρνας
γυναίκας ; Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας .

6. Πως θα διαχειριζόταν ένα παρόμοιο περιστατικό ( ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη ) μια


νεαρή γυναίκα στην ηλικία της Ρούλας στην Κω ; Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας .

Παραγωγή Λόγου –Κειμένου


7.α Υποθέστε ότι είστε η Ρούλα ! Αποφασίζετε , λοιπόν , να γράψετε ένα γράμμα στην
καλύτερή σας φίλη που είναι παντρεμένη μακριά από τη μικρή πόλη όπου ζείτε και να
της εκμυστηρευτείτε το πρόβλημά σας …

Αγαπητή Ελπινίκη,
Καταρχάς τι κάνεις στην Αθήνα; Έμαθα από γνωστούς που είχαν έρθει στην μεγαλούπολη ότι ο
άντρας σου ο Βύρωνας αρρώστησε και ήταν στο νοσοκομείο, του εύχομαι περαστικά. Ο γάμος σας
πως πάει; Εδώ στο χωριό είναι όλα καλά, παντρεύτηκε και η γεροντοκόρη η Μαργαρίτα η κόρη του
Θρασύβουλου του μανάβη, και έγινε προχθές μεγάλο πανηγύρι.
Πέρα από αυτά, σου γράφω αυτό το γράμμα για να σου εκφράσω τους προβληματισμούς μου και το
μεγάλο πρόβλημα για το οποίο πρέπει να βρεθεί μια άμεση λύση. Το περασμένο καλοκαίρι έκανα
ακόμα έναν δεσμό -εκτός από τους τέσσερεις που ήδη προϋπήρχαν- με έναν όμορφο τουρίστα. Το
όνομα του μου διαφεύγει αυτή τη στιγμή –ήταν δεσμός της μιας νύχτας- αλλά ήταν ψηλός ξανθός
γαλανομάτης και πανέμορφος τραπεζίτης, όχι σαν τους τσοπάνηδες που έχουμε εμείς εδώ πέρα.
Επίσης την ημέρα που έφευγε μου άφησε έναν μαργαριταρένιο κολιέ για να τον θυμάμαι ,ο γλυκός
μου. Όταν το είδε ο πατέρας μου και οι εραστές μου εγώ τους απάντησα ότι το πήρα από το παζάρι.
Βέβαια το πρόβλημα δεν είναι αυτό. Μετά από δυο εβδομάδες αφού έφυγε παρατήρησα αλλαγές
στον κύκλο μου, είχα καθυστέρηση. Θυμάσαι που σε είχα επισπευτεί πριν από λίγο καιρό στην
Αθήνα; Δεν είχα έρθει μόνο για να σε δω, αλλά πρωτίστως ήθελα να πάω στον γυναικολόγο, διότι
αφού προσπάθησα επανειλημμένα να ρίξω το παιδί οι προσπάθειές μου ήταν μάταιες, ήταν πάνω
από τις δυνάμεις μου δυστυχώς, και έτσι χωρίς να έχω άλλη επιλογή το κράτησα.
Όμως καλή μου φίλη αν το μάθει αυτό ο πατέρας, θα με σκοτώσει ή θα με στείλει καλόγρια. Έτσι
αποφάσισα να απευθυνθώ στους νυν εραστές μου, αλλά με απόλυτη εχεμύθεια. Θέλω να πιστεύω
ότι μέσα από τη κομπίνα που έκαναν όλοι τους με τον πατέρα μου, και έτσι δεν μείναμε στον δρόμο
πουλώντας χαρτομάντιλα, ότι όλοι θα βοηθήσουν και εγώ με τη σειρά μου θα βρω που θα πασάρω
το παιδί.
Συμπερασματικά θα τους εκμεταλλευτώ όλους όσο μπορώ προκειμένου να εξασφαλίσω την καλή
μου ζωή αλλά και τη ζωή του παιδιού μου.
Αυτά είχα να σου Ελπινικούλα μου, ευελπιστώ ο γάμος σου να πηγαίνει καλά και να έρθετε τώρα τα
Χριστούγεννα για διακοπές, και περιμένω τα νέα και τη γνώμη σου, συνάμα για το παραπάνω θέμα.

Σε φιλώ, η φίλη σου,


Ρούλα !

Αγαπητή Ιωάννα
Σου γράφω από το χωριό , βλέπεις δεν έχω καταφέρει να φύγω ακόμη .
Πώς είσαι ; Ελπίζω εσύ και ο σύζυγος σου να είστε καλά . Είσαι πολύ τυχερή που
ζεις στην Αθήνα . Κάτι τρομερό συνέβη ! Το καλοκαίρι πριν από μερικούς μήνες
γνώρισα κάποιον . Δεν ήταν όμως από εδώ . Μένει στην Ιταλία και είχε επισπευτεί
τα μέρη μας για διακοπές . Πριν μερικές μέρες ανακάλυψα πως είμαι έγγειος από
εκείνον . Δεν μπορώ να απαλλαγώ από αυτό το παιδί ενώ έχω προσπαθήσει με κάθε
τρόπο. Όλα μου πάνε χάλια . Σκέφτηκα ένα σχέδιο αλλά ανησυχώ μήπως αποτύχει .
Θα μιλήσω στον κάθε εραστή μου ξεχωριστά και θα ζητήσω την βοήθεια τους . Για
να μην κοροϊδευόμαστε και μεταξύ μας η αλήθεια είναι πως φοβάμαι την αντίδραση
του πατέρα μου αν του πάω την αλήθεια . Η καλύτερη λύση που σκέφτηκα είναι
αυτή που σου είπα . Ο Ιωακείμ και οι υπόλοιποι δεν μπορούν να αρνηθούν ακόμα
και αν το θέλουν . Τους έχω Όλους στο χέρι . όσο για το μεγάλωμα του παιδιού θα
δω τι θα κάνω . Ελπίζω να μην αργήσεις να απαντήσεις σε χρειάζομαι και θέλω την
γνώμη σου και τις συμβουλές σου . Θα τα πούμε σύντομα .
Φιλάκια,
Ρούλα xxx
Β. Θυμάστε τη…Ρήνη του α΄ Φύλλου εργασίας . Δημιουργήστε ένα διάλογο μεταξύ των
δύο ηρωίδων που αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα , στέκονται όμως απέναντί του με
διαφορετικό τρόπο .

( πρώτος διάλογος )
Ρήνη: Χαίρομαι τόσο πολύ που με εμπιστεύτηκες και μου εκμυστηρεύτηκες το
πρόβλημά σου. Να είσαι σίγουρη πως από ‘μενα δεν θα μαθευτεί τίποτα.
Ρούλα: Ρήνη, χαίρομαι που έχω μια φίλη σαν κι εσένα στην οποία μπορώ να μιλήσω
ελεύθερα και να πω όλη την αλήθεια. Αν και από μακριά η φιλία μας δεν έχει διαβρωθεί
και παραμένει το ίδιο δυνατή, όπως πριν.
Ρήνη: Καταλαβαίνω το πρόβλημα που αντιμετωπίζεις. Έχω έρθει και εγώ σε παρόμοια
θέση και πραγματικά ξέρω πως αισθάνεσαι.
Ρούλα: Είμαι πολύ μπερδεμένη. Δεν ξέρω τι να κάνω με το παιδί. Τον πατέρα του δεν
πρόκειται να τον ξαναδώ ποτέ. Τουλάχιστον, το δικό σου παιδί είναι του άντρα που
αγαπάς και πάντα θα σου θυμίζει τον έρωτά σου.
Ρήνη: Έχεις δίκιο σ’ αυτό που λες όμως η θέση μου δεν είναι καλύτερη. Εγώ αποφάσισα
να μεγαλώσω μόνη το παιδί μου ενώ εσύ έχεις την ευκαιρία να σε βοηθήσει κάποιος απ’
τους πρώην εραστές σου.
Ρούλα: Έχω αποδεχθεί την εγκυμοσύνη μου γιατί δεν υπάρχει άλλη λύση αφού πλέον
είναι αργά για έκτρωση. Το κυρίως πρόβλημά μου όμως είναι πως θα το πω στον πατέρα
μου.
Ρήνη: Τον φοβάσαι ε;;
Ρούλα: Ο πατέρας μου είναι παλαιών αρχών και δεν θα δεχόταν ποτέ να ντροπιαστεί το
όνομα της οικογένειας μας επειδή εγώ έκανα ένα στιγμιαίο λάθος. Πιστεύω πως θα ήταν
καλύτερα να του πω πως ο πατέρας του παιδιού είναι κάποιος που εμπιστεύεται παρά
κάποιος που ούτε καν γνωρίζει.
Ρήνη: Εγώ πάλι, δεν συμφωνώ μ’ αυτό που λες. Δεν θα μπορούσα να το κάνω αν ήμουν
στη θέση σου. Είναι πατέρας σου και του αξίζει να μάθει την αλήθεια όσο κι αν τον
πληγώσει. Σ’ αγαπάει πάρα πολύ και θα καταλάβει πως έχεις μετανιώσει για το λάθος
σου και θα σε βοηθήσει να το αντιμετωπίσεις. Η τελική απόφαση, όμως, είναι δική σου.
Ρούλα: Είμαι σε δίλλημα. Η καρδία μου λέει πως πρέπει να του το πω γιατί αυτό είναι το
σωστό αλλά η λογική μου λέει πως αν του το πω τα πράγματα δεν θα εξελιχθούν με τον
καλύτερο τρόπο.
Ρήνη: Είναι λογικό να μην ξέρεις τι να κάνεις. Σε συμβουλεύω όμως να αποφασίσεις
αντικειμενικά και αμερόληπτα.
Ρούλα: Ρήνη μου, σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ για τις συμβουλές σου. Δεν θα ‘ξερα τι θα
‘κανα χωρίς εσένα.
Ρήνη: Χαίρομαι που βοήθησα όσο μπορούσα. Να ξέρεις ότι θα ‘μαι στο πλάι σου ότι κι
αν αποφασίσεις.

( Δεύτερος διάλογος )
- Ποιος είναι;
- Άνοιξε!
- Ωχ, δεν το πιστεύω!
- Ρούλα!
- Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω!
- Πως είσαι; Όλα καλά;
- Ε, ας τα λέμε καλά… Εσύ;
- Μια χαρά, ήρθα για λίγες μέρες να σε δω, μιας και είχα άδεια από τη δουλειά. Μου
έλειψες πολύ!
- Κι εμένα μου έλειψες! Σκεφτόμουν να σε πάρω τηλέφωνο.
- Γιατί; Τι έγινε; Δε σε βλέπω πολύ καλά.
- Η αλήθεια είναι πως δεν είμαι… Μου συνέβη κάτι τρομερό.
- Μπορώ να βοηθήσω;
- Δεν ξέρω αν μπορείς έτσι όπως τα έχω κάνει, αλλά οι συμβουλές σου θα ήταν κι αυτές
μια μικρή… βοήθεια.
- Πες μου!
- Λοιπόν, ξέρεις πως δεν έχω κάνει και τις καλύτερες επιλογές.
- Αυτό τι σχέση έχει;
- Μη με διακόπτεις. Όπως σου έλεγα, οι επιλογές μου μου κόστισαν μια «ζωή».
- Όταν λες «ζωή» ;
- Είμαι έγκυος.
- Δε μιλάς σοβαρά!
- Κι όμως. Μόνο που πλέον είναι αργά και δεν μπορώ να κάνω έκτρωση.
- Δεν θα ήταν σωστό να τερματίσεις μια ζωή, θυμήσου κι εγώ σε τι θέση ήμουν, όμως τα
κατάφερα και πλέον μεγαλώνω μόνη μου το παιδί.
- Έχεις δίκιο, μόνο που δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω…
- Αν έχεις δικά σου άτομα δίπλα σου, τα πράγματα θα είναι πιο εύκολα. Θα έχεις εμάς,
τους φίλους σου και την οικογένειά σου. Μην ανησυχείς!
- Χμμ, ναι. Ίσως να έχεις δίκιο. Δεν μπορούσα να σκεφτώ ήρεμα τόσο καιρό.
- Βλέπεις; Είμαστε δίπλα σου, αυτό να θυμάσαι.
- Σε ευχαριστώ πολύ… Ευχαριστώ για όλα!

Επιλέξτε μία από τις δύο παραπάνω ασκήσεις


8. Συγκεντρώσετε από το διαδίκτυο πληροφορίες για την ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη στην
Ελλάδα . Πιο συγκεκριμένα :
- Ποιος ο αριθμός των ανεπιθύμητων κυήσεων στην Ελλάδα ;
- Ποια η ηλικία των γυναικών που εμπλέκονται στο συγκεκριμένο ζήτημα ;
- Ποια είναι η συνήθης πρακτική αντιμετώπισης του ζητήματος ;
- Ποιες οι επιπτώσεις μια ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης ;

Πριν από την αναζήτηση , συζητήστε :


- Ποιες οι κατάλληλες λέξεις κλειδιά ;
- Πώς μπορούν να αποκλειστούν πληροφορίες από μη έγκυρες Πηγές ;
- Πώς μπορείτε να ελέγξετε την αξιοπιστία κάθε Πηγής ;
Τα αποτελέσματα της έρευνάς σας να αποτυπωθούν σε μια powerpoint παρουσίαση ,
να παρουσιαστούν στην τάξη και να αναρτηθούν στοwiki .
7ο ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ( ΟΜΑΔΕΣ ΑΓΟΡΙΩΝ )

Α. ΚΕΙΜΕΝΟ ( Αποσπάσματα από το βιβλίο της Λ. Κιτσοπούλου , Νυχτερίδες )


Α.Π
Τι θα πει δεν είναι δικό μου ;Πώς δεν είναι δικό μου ; Ζαλιζόμουνα .Ένα ζεστό μούδιασμα ,
σχεδόν καυτό , από τις πατούσες μέχρι τις ρίζες των μαλλιών μου . Παρέλαση μυρμηγκιών
στο κεφάλι μου . «Το παιδί δεν είναι δικό σου!». Πόσο μίσος γυάλιζε μέσα στο ασπράδι των
ματιών της , πώς ξεχείλισε αυτή η φράση , πώς ζούσε αυτή η φράση τόσα χρόνια μέσα
της ;Δώδεκα χρόνια !
Ξάπλωσα μπρούμυτα πάνω στο διπλό μας κρεβάτι και μίλαγα μόνος μου , μύριζα το δέρμα
της πάνω στα σεντόνια . «Ποιανού είναι το παιδί μου ;» Η ώρα περνούσε , έπρεπε να πάω
να πάρω τον Πέτρο απ’το σχολείο .
Αυτή είχε φύγει . Είπε πως είχε αργήσει και έφυγε . Σχεδόν αμέσως μόλις μου είπε , «Ο
Πέτρος δεν είναι δικό σου παιδί». Τόσο απλά , χωρίς άλλη κουβέντα . Το’ πε κι έφυγε .
Δεν ήξερα τι να κάνω . Πιο πολύ απ’όλα με τρέλαινε η απορία . Πώς μου το έκρυβε τόσα
χρόνια ;Γιατί ;Πώς μπορούσε να ζει τόσα χρόνια μ’αυτό το ψέμα ;Ποιος ήταν ο αληθινός
πατέρας του γιου μου , τον έβλεπε , ο Πέτρος το ήξερε ( αυτό το απέκλεισα σχεδόν
αμέσως ) , ο πατέρας ήταν κάποιος που ήξερα , παίδευα το μυαλό μου , στριφογύριζα
ανήμπορος πάνω στο κρεβάτι , απελπισμένος , ας μπορούσε κάποιος να μου απαντήσει σε
όλες αυτές τις ερωτήσεις .Τόσο πολύ θα ήθελα να μάθω τα πάντα , να μάθω την αλήθεια ,
που αυτό καθεαυτό το γεγονός μου φαινόταν ασήμαντο , δε με ένοιαζε καθόλου εκείνη τη
στιγμή το ότι δεν ήμουν ο αληθινός πατέρας του Πέτρου όσο με ένοιαζε το να ξετυλίξω το
νήμα ενός ψέματος που είχε ζήσει μέσα στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού μου χωρίς εγώ
να ξέρω τίποτα. Χωρίς να ξέρω τελικά ούτε τη γυναίκα που παντρεύτηκα . Ένιωσα μόνος κι
απελπιστικά μαλάκας .

Ο ήχος του κλειδιού στην πόρτα με έκανε να τιναχτώ απ’το κρεβάτι . Δεν μπορεί να
είχε γυρίσει τόσο γρήγορα , κι εγώ δεν ήμουν καθόλου έτοιμος ν α την αντιμετωπίσω , δεν
είχα προλάβει να σκεφτώ πώς έπρεπε να αντιδράσω .
……………………………………………………………………………………………………………………………………………………
……
Χωρίς ανάσα , με γουρλωμένα μάτια , έστρεψα το κεφάλι μου αργά προς την πόρτα που
άρχισε σιγά σιγά να ανοίγει .
ΛΑΙΜΟΣ ΠΟΥ ΣΤΡΙΒΕΙ :Κρακ κρακ κρακ
ΠΟΡΤΑ ΠΟΥ ΑΝΟΙΓΕΙ : Κρακ κρακ κρακ
Δεν κουνήθηκα από τη θέση μου ούτε όταν είδα τον Πέτρο , φανερά απορημένο , να
στέκεται σγτο άνοιγμα της πόρτας με τη μεγάλη σχολική του τσάντα φορεμένη στην πλάτη
και να με κοιτάζει , ούτε όταν μου είπε , «Τελειώσαμε νωρίτερα και γύρισα μόνος μου», ούτε
όταν με ρώτησε «Έχει φαϊ;» ούτε όταν μου είπε «Έφερα και το φίλο μου το Γιάννη , πειράζει
;»Δεν είναι ότι δεν ήθελα να φερθώ φυσιολογικά και να του μιλήσω , είναι ότι δεν
μπορούσα . Είχα πάθει ένα είδος αγκύλωσης στο σώμα και στο μυαλό , κι αυτό πρέπει να
ήταν τόσο εμφανές , που το παιδί κούνησε το κεφάλι του πάνω κάτω κοροϊδευτικά και
εξαφανίστηκε στο χολ .
……………………………………………………………………………………………………………………………………………………
………
Θυμήθηκα την ημέρα που γεννήθηκε ο Πέτρος , πώς κλαίγαμε η Σοφία κι εγώ , πώς με
αγκάλιασε (λες εκείνα τα μπατόν σαλέ στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι της στο μαιευτήριο
να τα είχε στείλει ο αληθινός πατέρας ;) , θυμήθηκα τα βαφτίσια ( λες ο α.π να ήταν εκεί ,
μπλεγμένος με το συγγενολόι , και να παρακολουθούσε ;) , τα πρώτα γενέθλια του Πέτρου (
λες ο α.π να ἐστειλε ένα από όλα εκείνα τα χρωματιστά πακέτα ;) , τη γιορτή του
νηπιαγωγείο που ο Πέτρος ήταν ντυμένος μάγειρας ( λες ο α.π να καθόταν κι αυτός εκεί ,
ανάμεσα στους γονείς ;) και μετά όλες εκείνες οι φορές που η Σοφία έφευγε με τον Πέτρο ,
«Τον πάω στην παιδική χαρά», «Πάω τον Πέτρο στο ποδόσφαιρο», «Πάω τον Πέτρο στο
τένις», «Πάω με τον Πέτρο να του πάρω παπούτσια», «Πάω να πάρω τον Πέτρο»…
……………………………………………………………………………………………………………………………………………………
……….
Τα μπιφτέκια μουλιάζανε μέσα στο νεροχύτη σαν νεκρά ψάρια με μαύρα λέπια που μόλις
τα ξεροψήσανε στη σχάρα τα ξαναπέταξαν στο νερό . «Κολυμπήστε , ρε μαλακισμένα» , κι
εγώ σα μαλάκας πάνω από το νεροχύτη να γελάω .
«Γελάς μόνος σου ;» η φωνή του Πέτρου με ξύπνησε . «Τι θα γίνει ;Θα φάμε καμιά ώρα ;»
Μέσα στους ατμούς της κουζίνας μόλις που διέκρινα τον γιο μου στην πόρτα . Φορούσε
την μπλούζα του spiderman και ήταν αναψοκοκκινισμένος από το παιχνίδι .
«Τρὠμε σε δύο λεπτά. Φώναξε τον Γιάννη και ελάτε»
Ο Πέτρος έφυγε τρέχοντας για το δωμάτιό του φωνάζοντας :»Γιάννηηηηηη. Γιάννηηηηηηη.
Κατέβα . Τρώμε !»
Σε δύο λεπτά τα παιδιά καθόντουσαν ανυπόμονα στο τραπέζι και περίμεναν να τα σερβίρω
. Χτυπούσαν τα μαχαιροπίρουνά τους πάνω στο τραπέζι . Ακούμπησα την πιατέλα με τα
καμένα μπιφτέκια μπροστά τους . «Φάτε».
Ο Πέτρος και ο Γιάννης κοίταζαν με αηδία μέσα στην πιατέλα . « Ρε μπαμπά , αυτά είναι
κάρβουνα». Ο Πέτρος με κοίταξε με απορία . Έτσι όπως με κοίταζε προσπάθησα να
καταλάβω σε ποιον μοιάζει . Ποιανού ήταν αυτό το απορημένο στόμα , αυτή η
απορημένη μύτη , αυτά τα απορημένα μάτια ; «Φάτε!» είπα πάλι , λίγο πιο δυνατά αυτή τη
φορά . Ποιανού ήταν αυτό το στρογγυλό πιγούνι , αυτά τα σγουρά μαλλιά , αυτό το
μακρόστενο πρόσωπο ; «Ρε , μπαμπά , αυτά είναι σκέτη αηδία» φώναξε ο Πέτρος
εκνευρισμένος . Ποιανού ήταν αυτές οι εκνευρισμένες βλεφαρίδες , αυτά τα εκνευρισμένα
μαγουλάκια ; «Τρώγε» , φώναξα πολύ δυνατά αυτή τη φορά , απευθυνόμενος πια μόνο
στον Πέτρο . «Δε θέλω», ούρλιαξε ο Πέτρος κι έκανε να φύγει . Ποιανού ήταν αυτή η
θυμωμένη φωνή ;Ποιανού ήταν αυτό το μαλακισμένο ύφος ;(…..)Δεν είναι δικά μου ; Δεν τα
πήρε από μένα ;Τον άρπαξα απότομα από το μπράτσο κι άρχισα να του χώνω τα καμένα
μπιφτέκια μέσα στο στόμα , να του πασαλείβω τη μούρη με το μουλιασμένο κιμά . Φάε .
Φάε . Τον στούμπωσα με μπιφτέκια , μπούκωσε το στόμα του , άρχισε να ξερνάει και να
κλαίει , κι έτσι όπως άνοιγε το στόμα του για να φωνάξει βοήθεια του έχωνα μέσα κι άλλα
μπιφτέκια , κι άλλα , και του τα πίεζα με όλη μου τη δύναμη , του έκλεινα το στόμα με τα
μπιφτέκια και μετά του το σκέπαζα με όλη μου την παλάμη , για να μην μπορεί να τα
φτύσει .
Ξεψύχησε πολύ γρήγορα , σταμάτησε ξαφνικά να αντιστέκεται . Πήρα τα χέρια μου από
πάνω του και σωριάστηκε στο πάτωμα . Η μπλούζα του spiderman γεμάτη κιμάδες ,
αποκαϊδια και εμετούς . Έτσι όπως είχε ξαφνικά ησυχάσει πάνω στο πάτωμα της κουζίνας
προσπάθησα πάλι να καταλάβω σε ποιον μοιάζει . Δε μου θύμιζε τίποτα.
Παρατηρήσεις
1. Μπορείτε να δικαιολογήσετε τον τίτλο του διηγήματος ; Προτείνετε ένα δικό σας τίτλο
κι αιτιολογήστε την επιλογή σας .
2. Ποιος ο βασικός ήρωας του συγκεκριμένου διηγήματος ; Ποιο πρόβλημα αντιμετωπίζει ;
Θεωρείτε την αντίδρασή του δικαιολογημένη ;

3. Πόσο σημαντική είναι για την ιστορία μας η παρουσία –απουσία της μητέρας του Πέτρου
;

4. Παρακολουθήστε τη σταδιακή αλλαγή στην ψυχολογία του αφηγητή μέχρι την τελική
εγκληματική του πράξη . Δηλώστε την ψυχική του κλιμάκωση με φράσεις του κειμένου .
Δημιουργήστε μια μικρή powerpoint παρουσίαση με λεζάντες τις φράσεις αυτές και εικόνες
ή βίντεο που τις σχολιάζουν .

5. Στο κείμενο αναδεικνύεται το ζήτημα της ενδοοικογενειακής βίας σε μια από τις ακραίες
διαστάσεις της ; Μπορείτε να εντοπίσετε τους θύτες και τα θύματα αυτής της βίας ;
Δικαιολογήστε τις απαντήσεις σας με αναφορές στο ίδιο το κείμενο .Συμβουλευτείτε και τις
παρακάτω πηγές :
http://edu.klimaka.gr/nomothesia/diaforoi-nomoi/245-antimetwpish-endooikogeneiakhs-vias.html
http://e-psychology.gr/violence-abuse/916-endooikogeneiakh-via-to-thyma-o-thyths-kai-oi-epiptoseis-
ths

6. Ο αφηγητής μας είναι ένας σύγχρονος άνδρας . Θεωρείτε ότι οι σκέψεις και η
συμπεριφορά του φανερώνουν ένα πραγματικά μοντέρνο άνδρα ή εντοπίζετε σ ’αυτόν
κατάλοιπα και δεσμεύσεις /αγκυλώσεις που χαρακτηρίζουν τον παραδοσιακό άνδρα .

7. Να προσδιορίσετε το είδος του αφηγητή , καθώς και τους τρόπους και τις τεχνικές
αφήγησης που χρησιμοποιεί .

8.α Υποθέστε ότι είστε φίλος του αφηγητή και σας έχει μόλις εκμυστηρευτεί τι του
συνέβη ξαφνικά . Τι θα τον συμβουλεύατε ; Γράψτε ένα διαλογικό κείμενο ανάμεσα
στον υποτιθέμενο φίλο και στον αφηγητή .

Πατέρας- Τώρα πιστεύω να καταλαβαίνεις πως ένιωθα εκείνη την στιγμή και έκανα
ότι έκανα.

Φίλος- Και πάλι, αυτό που έκανες δεν μπορεί να δικαιολογηθεί όποιες και να ήταν
συνθήκες εκείνη τη στιγμή.

Πατέρας- Μα.. Φαντάσου και εσύ μία μέρα να σου λέει η γυναίκα σου ότι το παιδί
που μεγάλωνες τόσα χρόνια δεν είναι δικό σου.

Φίλος- Θα συνέχιζα να το αγαπάω και να το προσέχω σαν να ήταν δικό μου. Έτσι κι
αλλιώς τόσα χρόνια ο αληθινός του πατέρας δεν φάνηκε, γιατί να σε πειράζει;
Πατέρας- Δεν καταλαβαίνεις! Όλα εύκολα φαίνονται όταν τα λες, αν γινόταν αυτό σε
εσένα, το πιο πιθανό είναι να έκανες το ίδιο.

Φίλος- Καλά, ότι ήταν να γίνει έγινε, τώρα πρέπει να υποστείς τις συνέπειες των
πράξεών σου. Δεν είχαν και άδικο που σε κλείσανε μέσα, φόνος ήταν όπως και να’ναι

Πατέρας- Ότι και να πεις έχεις δίκιο! Αλλά το θέμα είναι ότι τώρα η γυναίκα μου
δεν θέλει ούτε να με βλέπει. Δεν πρόκειται να με συγχωρέσει ποτέ. Τι να κάνω;

Φίλος- Δώσε της χρόνο, δεν έχει και άδικο. Έχεις καταλάβει τι έκανες; Σκότωσες
τον ίδιο σου τον γιο.

Πατέρας- Εντάξει!! Το είπες… Αλλά το μυαλό μου είχε θολώσει εντελώς.

Φίλος- Θα σου δώσω λίγο χρόνο να το σκεφτείς και θα έρθω να σου μιλήσω ξανά
αύριο.

Β. Υποθέστε ότι το κείμενό μας δεν έχει ολοκληρωθεί αλλά τελειώνει στο δικαστήριο με
την απολογία του αφηγητή για τη δολοφονία του παιδιού . Τι θα μπορούσε να λέει ;
Γράψτε ένα αφηγηματικό-μονολογικό κείμενο όπου ο δολοφόνος θα ανατρέχει στις
αιτίες και στα γεγονότα που τον οδήγησαν στη δολοφονία ενός μικρού παιδιού …

ΑΠΟΛΟΓΊΑ ΤΟΥ ΑΦΗΓΗΤΗ


Εδώ και τόσα χρόνια που μεγάλωνα τον Πέτρο τον είχα λατρέψει. Ήμασταν μια υπέροχη
οικογένεια. Πολλές φορές όταν τον κοιτούσα σκεφτόμουν τι είχε πάρει από μένα. Ήμασταν
αγαπημένοι όπως κάθε πατέρας με τον γιό του. Όμως ενώ η ζωή μου κυλούσε ήρεμα και
ευχάριστα η σύζυγός μου αποφάσισε να μου αποκαλύψει την αλήθεια. Τόσα χρόνια ζούσα σε
ένα ψέμα, κύριε δικαστά! Δεν μπορούσα να το χωνέψω. Κάθε λεπτό που περνούσε
τρελαινόμουν όλο και πιο πολύ. Η απέχθεια και η αηδία που ένιωθα για αυτή την γυναίκα και
τον άγνωστο πατέρα όλο και αυξανόταν. Όσο περνούσε η ώρα σκεφτόμουν όσα είχα περάσει
με τον Πέτρο, τόσες όμορφες στιγμές, και κάθε χαρακτηριστικό που είχε διαπίστωνα ότι δεν
το πήρε από εμένα. Το μίσος, η θλίψη, η αδικία που με είχαν διαπεράσει με έκαναν να χάνω
το μυαλό μου. Ήξερα όμως ότι όταν έρθει ο Πέτρος από το σχολείο έπρεπε να φερθώ
φυσιολογικά. Ωστόσο, ο ερχομός του με αιφνιδίασε και όταν τον αντίκρισα ο νους μου
κόλλησε. Δεν ήξερα τι να κάνω… Όταν ήρθε η ώρα του φαγητού δεν του άρεσε και αυτό με
έβγαλε έξω από τα ρούχα μου. Αρχίσαμε να καυγαδίζουμε και όσο γινόταν αυτό σκεφτόμουν
ότι είναι γιος άλλου και η γυναίκα μου τόσο καιρό με άφηνε να ζω σε ένα ψέμα. Όλη μου η
ζωή, ένα ψέμα! Όταν έβλεπα τον Πέτρο εκείνη την ώρα αντίκριζα την μάνα του. Έτσι,
οδηγήθηκα σε αυτή την πράξη…

ΑΛΛΗ ΕΚΔΟΧΗ ΤΗΣ ΑΠΟΛΟΓΙΑΣ

Δικαστής : Ορκίσου, κατηγορούμενε .


Πατέρα: Ορκίζομαι κύριε δικαστά.
Δ: Τι έχεις να πεις για το έγκλημα που διέπραξες;
Π: Το έγκλημα που έχω κάνει το έχω μετανιώσει πικρά. Όταν η γυναίκα μου είπε , πως ο
Πέτρος δεν είναι παιδί μου έχασα τη γη κάτω απ’ τα πόδια μου. Για δώδεκα χρόνια πίστευα
πως είχα βρει την απόλυτη ευτυχία, όμως μέσα σε μια στιγμή εξαφανίστηκε. Προσπαθούσα
να συνειδητοποιήσω πως το παιδί που μεγάλωνα τόσα χρόνια με αγάπη και στοργή δεν
ήταν δικό μου. Οι σκέψεις μου θόλωναν όλο και περισσότερο προσπαθώντας να
ανακαλύψω την πραγματική ταυτότητα του πατέρα. Προτού, καλά-καλά καταλάβω όσα
είχαν συμβεί, ξαφνικά ανοίγει η πόρτα και βλέπω τον Πέτρο μπροστά μου. Είχα σαστίσει,
μούδιασα ολόκληρος, δεν μπορούσα να τον αντιμετωπίσω, μου ήρθε πολύ ξαφνικό. Έπειτα
στην προσπάθεια μου να ηρεμήσω, άρχισα να μαγειρεύω το μεσημεριανό. Οι σκέψεις μου
ήταν τόσο ανάκατες που άρχισα να παίζω με το φαγητό και να μιλάω μόνος μου. Ξαφνικά
ακούω τη φωνή του Πέτρου να φωνάζει ότι πεινάει . Του είπα πως ήταν έτοιμο και τους
φώναξα να κατέβουν. Τους έβαλα στο πιάτο τα καμένα μπιφτέκια ενώ αυτοί τα κοίταζαν
με αηδία. Το μυαλό μου ήταν θολωμένο που εκείνη τη στιγμή τρελάθηκα, πήγα προς το
μέρος του και άρχισα να τον ταΐζω παρά τη θέλησή του. Καθώς του έβαζα τα καμένα
μπιφτέκια με το ζόρι στο στόμα ξαφνικά πέφτει κάτω νεκρός.
Δ: Ο κατηγορούμενος καταδικάζεται σε ισόβια κάθειρξη. Λύεται η συνεδρίαση.

Επιλέξτε μία από τις παραπάνω δραστηριότητες .

Εργασία για τις διακοπές των Χριστουγέννων


Για να μην πλήξετε στις διακοπές …ακούστε τι θα κάνετε : Θα ασχοληθεί ο καθένας σας με
δύο από τους ήρωες που έχουμε δει ως τώρα . Θα δημιουργήσει , λοιπόν , ένα powerpoint,
στo οποίo θα παρουσιάζει τον ήρωά μας ( το χαρακτήρα του , τα προβλήματά του , τον
τρόπο με τον οποίο τα αντιμετωπίζει , τη συμπάθεια ή την αντιπάθεια που αισθανόμαστε
γι’ αυτόν ) . Προσθέστε στην παρουσίαση εικόνα , σχόλια , βίντεο , μουσική …οτιδήποτε
νομίζετε ότι ταιριάζει με τον ήρωα και το κείμενο που διαβάσατε . Μπορείτε να
συμβουλευτείτε στοιχεία που έχουν ήδη αναρτηθεί στο wiki , αλλά δεν μπορείτε απλώς …να
τα αντιγράψετε ! Στην τελευταία διαφάνεια της παρουσίασης θα ήθελα να μου εξηγήσετε
γιατί επιλέξατε αυτούς τους δύο ήρωες …Αυτά …α, καλές γιορτές !
Υ.Γ Σας θυμίζω στα γρήγορα τους ήρωές μας
Άντρες –αγόρια : Χανς – Ανδρέας –Αφηγητής μετανάστης στη Γερμανία – Ναυτικός που
γύρισε και θέλει να παντρευτεί την παλιά του αγάπη – Δημόσιος υπάλληλος που τα έβαλε
με έναν…τοίχο – Νόρμαν – Μανόλης αλλά και Μήτσος ( πατέρας και γιος ) – Αφηγητής
δολοφόνος .

Γυναίκες : Σαμπίνα –Ρήνη – Χέλγκα – Σιόρα Επιστήμη – Αγαπούλα – Μάνα του άρρωστου
παιδιού –Νίκη – Γιαννούλα – Ρούλα –μάνα του παιδιού που δολοφονήθηκε .

Μπορείτε να επιλέξετε ήρωες διαφορετικούς από το φύλο σας …

Α΄ ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Διαβάστε προσεκτικά τα παρακάτω κείμενα και προσπαθήστε να


πραγματοποιήσετε τις δραστηριότητες που τα ακολουθούν

Α . ΚΕΙΜΕΝΟ
Στο κρεβάτι , σ’ ένα απ’ τα πολλά ξενοδοχεία όπου έκαναν έρωτα , η Σαμπίνα έπαιζε με
τα μπράτσα του Φραντς : « Είναι απίστευτο το τι ποντίκια έχεις !»
Τα εγκώμια αυτά ευχαριστούσαν τον Φραντς . Σηκώθηκε από το κρεβάτι , άρπαξε μια
βαριά καρέκλα απ’ το ένα πόδι , χαμηλά στο ύψος του δαπέδου , και άρχισε να την
σηκώνει αργά- αργά . Ταυτόχρονα , έλεγε στη Σαμπίνα :
« Δεν έχεις τίποτα να φοβάσαι , θα μπορούσα να σε προστατέψω σε κάθε περίσταση ,
ήμουν κάποτε πρωταθλητής στο τζούντο».
Κατάφερε να υψώσει κάθετα το χέρι του χωρίς ν’ αφήσει την καρέκλα κι η Σαμπίνα του
είπε : « Κάνει καλό να ξέρει κανείς ότι είσαι τόσο δυνατός !».
Στο βάθος όμως , μέσα της , πρόσθεσε ακόμα τούτο : Ο Φραντς είναι δυνατός , αλλά η
δύναμή του είναι αποκλειστικά στραμμένη προς τα έξω . Με τους ανθρώπους που ζει , μ’
αυτούς που αγαπάει , είναι αδύναμος . Η αδυναμία του Φραντς ονομάζεται καλοσύνη . Ο
Φραντς δεν θα έδινε ποτέ διαταγές στη Σαμπίνα . Ποτέ δεν θα της ζητούσε , όπως άλλοτε ο
Τόμας , ν’ ακουμπήσει τον καθρέφτη χάμω και να πηγαινοέρχεται από πάνω ολόγυμνη .
Όχι ότι δεν έχει αισθησιασμό , αλλά δεν έχει τη δύναμη να διατάζει . Υπάρχουν πράγματα
που δεν μπορεί να ολοκληρώσει κανείς παρά μόνο με τη βία .
Η Σαμπίνα κοίταζε τον Φραντς να περπατάει πάνω – κάτω στο δωμάτιο ανεμίζοντας
πολύ ψηλά την καρέκλα · η σκηνή αυτή τα φαινόταν γελοία και τη γέμιζε με μια παράξενη
θλίψη .
Ο Φραντς ακούμπησε κάτω την καρέκλα και κάθισε , με το πρόσωπο στραμμένο στη
Σαμπίνα .
« Όχι ότι δεν μου αρέσει που είμαι δυνατός , είπε , αλλά στη Γενεύη τι να τους κάνω
αυτούς τους μυς ; Τους έχω σαν κόσμημα . Είναι τα φτερά του παγωνιού . Ποτέ δεν έσπασα
τα μούτρα κανενός» .
Η Σαμπίνα συνέχιζε τις μελαγχολικές της σκέψεις . Κι αν είχε έναν άντρα που να τις
έδινε διαταγές ; Ποιος θα’ θελε να κυριαρχήσει σ’ αυτήν ; Πόσο καιρό θα τον είχε υπομείνει
; Ούτε πέντε λεπτά. Πράγμα που σημαίνει ότι κανένας άνδρας δεν της έκανε . Ούτε δυνατός
, ούτε αδύνατος .
Είπε : « Και γιατί δεν χρησιμοποιείς πού και πού τη δύναμή σου επάνω μου ;
- Γιατί το ν’ αγαπάς σημαίνει να παραιτείσαι απ’ τη δύναμη» είπε ο Φραντς γλυκά .
Η Σαμπίνα κατάλαβε δύο πράγματα : πρώτον , ότι αυτή η φράση ήταν όμορφη κι
αληθινή . Δεύτερον , ότι με τη φράση αυτή ο Φραντς είχε μόλις εξαιρεθεί απ’ την ερωτική
της ζωή .

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Μ. ΚΟΥΝΤΕΡΑ , Η ΑΒΑΣΤΑΧΤΗ ΕΛΑΦΡΟΤΗΤΑ


ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ

Β ΚΕΙΜΕΝΟ
Ο Αντρέας εξακολουθεί το λαθρεμπόριο με το καΐκι του. Σε κάποιο ταξίδι του μαθαίνει πως η Ρήνη
πρόκειται να παντρευτεί. Μετανιώνει που τόσον καιρό δεν έκαμε τίποτε. Βγαίνει στη στεριά και
πηγαίνει στο σπίτι της. Τη βρίσκει μόνη της. Την πείθει, παρά τους δισταγμούς της, και τον ακολουθεί
στο σπίτι του. Όταν αργότερα η σιόρα Επιστήμη θα τους επισκεφτεί, ο Αντρέας της υπόσχεται πως θα
παντρευτεί τη Ρήνη χωρίς καμιά άλλη απαίτηση.Έφτασε ο χειμώνας. Η Επιστήμη δέχεται την
επίσκεψη του θείου του Αντρέα.Της ζητάει 1.000 τάλαρα για προίκα. Αυτή επιμένει ότι μόνο 300
μπορεί να δώσει. Ο Αντρέας, όταν μαθαίνει την τελική της απάντηση, αποφασίζει να δουλέψει, για
να ξεχρεώσει το σπίτι, που πρόκειται να πουληθεί. Εγκαταλείπει στο σπίτι τη Ρήνη, που είναι έγκυος,
ψαρεύει και πουλάει τα ψάρια στην αγορά. Εκεί τον βρήκε η σιόρα Επιστήμη και του ζητάει να
συζητήσουν. Αυτός δε δέχεται και τη διώχνει. Στην απελπισία της αρπάζει ένα μαχαίρι και τον
χτυπάει σκληρά στο μπράτσο. Ενώ την πιάνουν οι αστυνομικοί, λέει του Αντρέα:«Μη μου χάσεις το
σπίτι μου. Πάρ' το κλειδί του κομού και σύρε να σου τα δώκει όλα όσα έχω ο άντρας
μου· όλα· μόνο διαφέντεψέ* με στο δικαστήριο. Ανάθεμά τα τα τάλαρα!»Ο Αντρέας, που η πληγή
του είναι επιπόλαιη, τρέχει χαρούμενος στο σπίτι του. Δε βρίσκει τη Ρήνη. Πηγαίνει έπειτα στο σπίτι
της και της λέει τα νέα.

Εκείνη εκοίταξε πονεμένη τα αδέρφια της, εκατέβασε το βλέφαρο και δεν του αποκρίθηκε.
«Γιατί δε χαίρεσαι;» την ερώτησε.
Κι αυτήν τη στιγμή εμπήκε στο σπίτι ο γέροντας ο Τρίνκουλος. Έτρεμε όλος, αχνός, λιγνός,
φοβισμένος, με μάτια που το κρασί από τόσα χρόνια του τα 'χε θολώσει. Μα τώρα ήταν ξενέρωτος κι
εδάκρυζε. Είχε ακούσει τα τελευταία τα λόγια του Αντρέα κι αγκάλιασε μ' αγάπη τη θυγατέρα του. Κι
εκεί δεν εμπόρεσε πλια να βαστάξει. Ένα αναφιλητό βαρύ βαρύ του ετίναξε τα στήθη κι εμούγγρισε
για να μην ξεφωνίσει το κλάμα.
Κι ο Αντρέας στενοχωρημένος εκοίταζε τα δύο πλάσματα, που αγαπιόνταν, που υπόφερναν εξαιτίας
του και που τώρα δεν εμιλούσαν.
Τέλος ο πατέρας της είπε, σφίγγοντάς την στην αγκαλιά του: «Σ' εδυστύχεψε!»
Δεν είπε ποιος. Ο νους του ήταν ίσως για τη γυναίκα του, μα ο Αντρέας ενόμισε πως τα λόγια τον
εχτυπούσαν εκείνον, κι είπε: «Έφταιξα· μα τώρα εδιορθωθήκανε όλα. Την Κυριακή βάζω στεφάνι.
Εδώ τα κλειδιά του κομού· είπε να μου τα δώκεις τα χίλια».
«Και ξαναγοράζεις» του 'πε η Ρήνη πικρά «και την αγάπη; Ω, τι έκαμες!» Κι εβάλθηκε να κλαίει.
«Την αγάπη;» ερώτησε αχνίζοντας· «και δεν την έχω;»
«Όχι!» του αποκρίθηκε «όχι! για λίγα χρήματα ήσουνε έτοιμος να με πουλήσεις και χωρίς αυτά δε μ'
έπαιρνες· πάει τώρα η αγάπη. Επέταξε το πουλί!»
«Θα ξανάρθει» της απολογήθηκε λυπημένος, «στη ζεστή τη φωλιά του. Η ζωή μας θα 'ναι
παράδεισος!»
«Όχι!» του 'πε, «έπειτα απ' ό,τι έκαμες όχι! κι α σ' αγαπούσα, δε θα ερχόμουνα μαζί σου. Είμαι
δουλεύτρα· ποιόνε έχω ανάγκη;» Και σε μία στιγμή ξακολούθησε: «Γιατί ν' αδικηθούν τα αδέρφια
μου;»
«Σ' εδυστύχεψε!» είπε πάλι πικρά ο πατέρας που τώρα ήταν ξενέρωτος. «Γιατί να μην τα δώσει από
την αρχή όπως τση το 'πα; Ανάθεμά τα τα τάλαρα!»
«Πάμε!» είπε ο Αντρέας.
«Όχι!» του 'πε μ' απόφαση· «εδώ είναι ο χωρισμός μας. Θα πάω σε ξένα μέρη, σε ξένον κόσμο, σ'
άλλους τόπους· θα δουλέψω για με και για να κουναρήσω το παιδί που θα γεννηθεί. Θα μου δώσει η
μάνα γράμματα για να 'βρω αλλού εργασία· θα τα πάρει από τες κυράδες της. Όχι, δεν έρχομαι!
Είμαι δουλεύτρα· ποιόνε έχω ανάγκη;» Κι έπειτα από μία στιγμή σα ν' απαντούσε σε κάποια της
σκέψη εξαναφώναξε: «Δεν έρχομαι, δεν έρχομαι!»
Ο Αντρέας την εκοίταξε ξεταστικά κι εκατάλαβε πως όλα τα λόγια θα 'ταν χαμένα.
«Ανάθεμά τα τα τάλαρα!» εφώναξε πάλι απελπισμένος. «Πάει η ευτυχία μου!»
Κι εβγήκε στο δρόμο.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Κ. ΘΕΟΤΟΚΗ , Η ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΗΜΑ

Γ ΚΕΙΜΕΝΟ
Ο αφηγητής είναι Έλληνας μετανάστης στη Γερμανία
Είναι καλές γυναίκες οι Γερμανίδες – έχω να το λέω . Τίμιος κόσμος – επειδή είναι
λεύτερες . Ο λεύτερος άνθρωπος είναι τίμιος . Δε θέλουνε τίποτα , δε λένε ψέματα , δεν
έχουν υποκρισίες , δεν το κρύβουνε γιατί βγήκαν αυτό το βράδι. Φίφτυ- φίφτυ τον έχουν
τον έρωτα – όσα δίνεις , τόσα παίρνεις .
Χωρίζουμε την Κυριακή το πρωί . Η Γερμανίδα λέει – Ζεερ γκούτ , πως είταν πολύ καλά .
Εγώ της λέω να ξαναϊδωθούμε . Εκείνη γελάει ευχαριστημένη μα πολύ σπάνια να το πούμε
το πότε . Τα’ αφήνουμε έτσι - δε ρωτάμε για το πότε . Και τότες είναι το τέλος – εντσασιόν
κι από δω . Την Κυριακή που μένεις πάλι μονάχος , το σκέφτεσαι πάλι . Για το φίφτυ –
φίφτυ που δεν πάει μακρύτερα απ’ όσο κρατάει(…)
Η Χέλγκα . Μια γυναίκα από τον άλλον τον κόσμο , θέλω να πω πως δεν είταν από
μας τους φτωχούς με το μεροκάματο . Αυτή με ψώνισε , σαββατόβραδο αργά σ’ ένα μπαρ .
Με πήγε με το αυτοκίνητο το δικό της , το’ χε απ’ έξω , με πήγε στο σπίτι της . Και ν’
αρχίσει να κλαίει πως δεν μπορεί με κανέναν άντρα , δεν θέλει κανένα - και θέλει και
παίρνει τους δρόμους . Και να τον κάνει επί τέλους , με τα χίλια βάσανα , τον έρωτα – που
δεν θέλει – και πάλι να κλαίει . Τη γιάτρεψα αυτή τη Χέλγκα – δεν έκλαιγε πριν , δεν έκλαιγε
και μετά – καλός άνθρωπος είταν , πολύ καλός άνθρωπος , τό βλεπα , μα να μείνω μαζί
της , όχι – το βαλα στα πόδια .
- Άρον τον κράβατόν σου και περιπάτει , της λέω την τελευταία στιγμή που χωρίσαμε- πού
το θυμήθηκα ;
- Τι είπες , ρωτάει .
- Δεν είμαστε εμείς για να μείνουμε μαζί , της λέω . Έχουμε , βλέπεις και την κοινωνική
διαφορά τόσο μεγάλη . Δε μου πάει να’ ρχεσαι με τ’ αυτοκίνητο να με παίρνεις απ’το ΑΟΥΤΕΛ .

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Δ. ΧΑΤΖΗ , ΤΟ ΔΙΠΛΟ ΒΙΒΛΙΟ

Δραστηριότητες
1 α. Να διακρίνετε και να περιγράψετε τα βασικά χαρακτηριστικά των ηρώων
των παραπάνω κειμένων.
β. Ποια ζητήματα –προβλήματα αντιμετωπίζουν οι ήρωες των παραπάνω κειμένων ;

Να αξιοποιήσετε τους δύο παρακάτω πίνακες και να παρουσιάσετε σε αυτούς με επιγραμματικό τρόπο
τα ζητήματα που θίγονται σε κάθε απόσπασμα και τα χαρακτηριστικά των ηρώων.

Να αξιοποιήσετε με κριτικό τρόπο τα εξής εργαλεία του προγράμματος: γραμματοσειρά (μορφή και
μέγεθος), υπογράμμιση, χρώμα, bold. Οι επιλογές σας να αναδεικνύουν αποτελεσματικά τις απόψεις
σας (π.χ. έμφαση, σχολιασμός, κά.).

Πίνακας 1: Προβλήματα των ηρώων

Κείμενο Α Κείμενο Β Κείμενο Γ

Πίνακας 2: Χαρακτηριστικά των ηρώων

Κείμενο Α Κείμενο Β Κείμενο Γ

2. Να εντοπίσετε στο κείμενο τις λέξεις - φράσεις που δηλώνουν ξεκάθαρα το ήθος των ηρώων και να
τις υπογραμμίσετε με το κατάλληλο χρώμα ή/και να επιλέξετε την κατάλληλη γραμματοσειρά στο
Πρόγραμμα Επεξεργασίας, ανάλογα με τον αν επιδοκιμάζετε ή αποδοκιμάζετε τη στάση τους .
Να δικαιολογήσετε τις επιλογές σας ενεργοποιώντας την εισαγωγή σχολίου στο κείμενό σας.
3. Πιστεύετε ότι οι αντιλήψεις τους είναι σύμφωνες με τις αντίστοιχες στερεότυπες του άνδρα και της
γυναίκας στην παραδοσιακή κοινωνία;
Να εντοπίσετε μία αντίληψη σε κάθε απόσπασμα που σας προβλημάτισε και να την σχολιάσετε με
την χρήση emoticons .

Σύνδεση για τα emoticons: http://www.pic4ever.com/

Παρουσιάστε τους προβληματισμούς , τα σχόλια και τα συμπεράσματά σας στην τάξη με προβολή
του πίνακα και του σχολιασμένου εγγράφου σας (word )

4. Επιλέξτε μία από τις παρακάτω δραστηριότητες :

Α. Ξαναγράψτε τους διαλόγους του α΄ ή του β΄ κειμένου, αλλάζοντας τη συμπεριφορά της ηρωίδας
ή του ήρωα .
Δημιουργείστε ένα νέο κείμενο με καθαρά διαλογική μορφή και δραματοποιείστε
το…

Β. Ξαναγράψτε τα αφηγηματικά μέρη του α΄ κειμένου στα οποία η αφήγηση


πραγματοποιείται από έναν εξωκειμενικό - εξωδιηγητικό αφηγητή . Στη νέα εκδοχή
του κειμένου που θα δημιουργήσετε φροντίστε ώστε ο αφηγητής να είναι ομοδιηγητικόε
– ενδοκειμενικός .

  Και για όσους δεν θυμούνται τι σημαίνουν οι παραπάνω σχετικοί με το είδος του
αφηγητή όροι…ευκαιρία για επανάληψη :
  Να συγκρίνετε τις δύο εκδοχές του κειμένου (την αρχική και τη …δική σας )
και να καταγράψετε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της καθεμιάς .

Β΄ ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ( ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ )

  ΜΑΡΙΑ ΚΕΝΤΡΟΥ-ΑΓΑΘΟΠΟΥΛΟΥ (γεν. 1931-)


Αγαπούλα (απόσπασμα)
Ένα πρωί, στην αυλή της, που έσκιζε με το τσεκούρι ξύλα για προσάναμμα, ο Γιωργάκης —
τρία τέσσερα χρονώ —, απ' το απέναντι σπίτι, έβγαλε το κεφαλάκι του από την πόρτα της
κουζίνας τους, με όλο το σώμα του μέσα για ν' αποφύγει τον παγωμένο χειμωνιάτικο αέρα,
και φώναξε μ' εκείνη την τσιριχτή φωνή που βγάζουν πολλές φορές τα μικρά παιδιά και λες
πού τη βρίσκουν τέτοια δύναμη μες στο μικρό τους σώμα, φώναξε λοιπόν «Αγαπούλα, θα
σε κάνουμε νύφη».
Όταν τέλειωσε με τα ξύλα και ανέβηκε στο σπίτι, είπε της μητέρας της ότι «αυτό» της
φώναξε ο εγγονός της κυρίας Ευτέρπης κι ότι την έσκιαξε εκείνη η τσιριχτή φωνή του
παιδιού και σαν να μην κατάλαβε στην αρχή από πού είχε έρθει, όμως, έτσι άξαφνα που
είχε σηκώσει το κεφάλι της και κοίταξε απέναντι αφήνοντας καθηλωμένο το τσεκούρι
ανάμεσα στη βαθιά σχισμή ενός κούτσουρου, πρόλαβε και είδε εν ριπή οφθαλμού 1 (ή έτσι
της φάνηκε;) από πού ερχόταν η φωνή κι άκουσε συγχρόνως μια πόρτα να κλείνει με
πάταγο, και μετά τίποτα.
Η μητέρα της, προσπαθώντας να κρύψει τη χαρά της, είπε μάνι μάνι, όμως με κάποια
προσποιητή αδιαφορία, «σίγουρα η γιαγιά του η κυρία Ευτέρπη θα το 'βαλε το μωρό να
σου φωνάξει έτσι, σε θέλει, φαίνεται, για το γιο της τον Παύλο», κι η Αγαπούλα είπε «μαμά,
δεν είσαι με τα καλά σου που θα πάρω έναν άντρα που δεν αγαπώ, εσύ κοίταξε να το
βγάλεις αυτό απ' το μυαλό σου, τ' ακούς; πες πως δεν σου το 'πα ποτέ», κι εκείνη δεν
τόλμησε να βγάλει άλλη λέξη από το στόμα της.
Όμως, από την άλλη κιόλας μέρα άρχισαν κάτι συχνές επισκέψεις της γειτόνισσας κυρίας
Ρωξάνης, και σους πους με τη μητέρα της Αγαπούλας κάτι ψήνανε οι δυο τους, μια
υπόθεση σκοτεινή θαρρείς, γιατί η κυρία Ρωξάνη ήταν καπάτσα προξενήτρα. «Ρωξ...
Ρωξ...», τη φωνάζαν τα μικρά παιδιά της γειτονιάς και τρέχαν τα σάλια τους στη σκέψη,
στη φαντασία μάλλον και στην επιθυμία, ενός ροξ 2σοροπιαστού, και βέβαια μέναν με το
στόμα άδειο και μόνο με την ηδονή της λέξης ικανοποιούνταν και τίποτα παραπάνω. Στην
αρχή την πείραζε την κυρία Ρωξάνη αυτή η προσφώνηση των παιδιών και τα
διαολόστελνε, χωρίς ποτέ να ξέρει από ποιανού
στόμα έβγαινε ο χαρακτηρισμός, καθώς τα πίτσικα κρύβονταν συνήθως πίσω από
εξώπορτες ή φυλλωσιές, κάποτε όμως το πήρε απόφαση, μέχρι που χαμογελούσε
καλόκαρδα λέγοντας «παιδιά είναι, ας χαίρονται, ας παίζουν και με τις λέξεις, δεν θα με
φάνε κιόλας».
Μια μέρα η Αγαπούλα κόλλησε τα μάτια της στη χαραμάδα μιας πόρτας ενός δωματίου
του σπιτιού της, εκεί απ' όπου μπορούσε να βλέπει τη μάνα της και την κυρία Ρωξάνη —
έστω από μια κάθετη γραμμή, καδραρισμένη — να κάθονται κοντά κοντά και, ρουφ ρουφ,
να πίνουν τον καφέ τους και να συνομιλούν, θαρρείς μυστικά, έτσι που δεν έπρεπε ν' ακούν
τα λόγια τους ούτε οι τοίχοι του σπιτιού.
Μ' ένα δάχτυλο, σχεδόν αγγίζοντας την πόρτα απαλά σαν με βαμβάκι, φάρδυνε, έστω
ανεπαίσθητα, το οπτικό της πεδίο, έτσι που μπορούσε τώρα όχι μόνο να τις εποπτεύει (και
να τις υποπτεύεται...) καλύτερα, να βλέπει δηλαδή την έκφρασή τους και τις χειρονομίες
τους, αλλά να πιάνει κιόλας κάτι από τα λόγια τους, που, όσο και νά 'ρχονταν στ' αυτιά της
σαν σπασμένα κομμάτια, της επέτρεπαν να συμπεράνει την τεχνική, το «ψήσιμο», της
κυρίας Ρωξάνης, αλλά και την όποια επιρροή ασκούσε το μπλαμπλά της πάνω στη μητέρα
της.
Κάποια στιγμή μάλιστα που η κυρία Ρωξάνη ύψωσε κάπως τη φωνή της, ίσως για να
επιβληθεί στη διστακτικότητα και στην αμφιβολία της μάνας της, στην άβουλη (ίσως και
άβολη) στάση και θέση της απέναντι στην πρότασή της, άκουσε ξεκάθαρα την κυρία
Ρωξάνη να λέει, σκύβοντας εμπιστευτικά στη μούρη της μάνας της, «τη δουλειά του την
έχει μόνιμη στο Δημόσιο, δεν πίνει, δεν καπνίζει, δεν παίζει χαρτιά, …».
(Η παραίτηση, Κέδρος, 2002)

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α1. Να κατονομάσετε τα πρόσωπα της ιστορίας. (12 μονάδες)
α2. Να εντοπίσετε τους δύο χώρους όπου διαδραματίζεται η ιστορία. (8 μονάδες)
α3. Να αναφέρετε για τον κάθε έναν από αυτούς τους χώρους μία φράση, η οποία να τους
προσδιορίζει αντιθετικά. (5 μονάδες).
ΣΥΝΟΛΟ:25 ΜΟΝΑΔΕΣ
β1. Να περιγράψετε τον τρόπο με τον οποίον αντέδρασαν η μάνα και η κόρη στην ιδέα του
προξενιού. (12 μονάδες)
β2. Να αιτιολογήσετε (8 μονάδες) και να σχολιάσετε (5 μονάδες) αυτές τις αντιδράσεις.
ΣΥΝΟΛΟ:25 ΜΟΝΑΔΕΣ

  ΑΝΤΡΕΑΣ ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑΣ (1866-1922)


Η θάλασσα (απόσπασμα)
[...] Μια φορά που ήρθα στον Πειραιά με την εγγλέζικη φρεγάδα, είπα να πάω στην
πατρίδα. Από τότε που έφυγα με τον καπετάν Καλιγέρη δε γύρισα ποτέ. Η τύχη με άρπαξε
στα φτερά της και μ’ έφερε σβούρα στη γη. Πήγα, ήβρα το σπίτι χάρβαλο 1, τον τάφο της
μάνας μου χορταριασμένο και μια μικρούλα μου αγαπητικιά σωστή αντρογυναίκα. Έκαμα
τρισάγιο της μάνας μου, άναψα κερί στην ψυχή του πατέρα μου, έριξα και δυο ματιές στην
παλιά μου αγάπη. Στη δεύτερη ματιά ανατρίχιασα.
- Ποιος ξέρει, πικροσυλλογίστηκα, ποιος ξέρει αν άκουα του πατέρα μου τα λόγια, τάχα δε
θα ήμουν σήμερα ο άντρας της Μαριώς;
Ο πατέρας της, ο καπετάν Πάραρης, ήταν παλιός καραβοκύρης, συνομήλικος του δικού
μου. Στάθηκε τυχερός στη θάλασσα, την τρύγησε καλά, ήβρε την περίσταση, πούλησε το
μπάρκο2, αγόρασε χωράφια και τα έκαμε περιβόλι. Μούντζωσε για πάντα το ταξίδι.
Την άλλη μέρα δεν έφυγα, όπως είχα σκοπό· ούτε την άλλη. Ούτε αποβδόμαδα. Δεν ξέρω τι
με κράταγε κει· δουλειά δεν είχα. Μα κάθε στιγμή στο νου μου ερχόταν λυχνοσβήστης ο
συλλογισμός:
- Αν άκουα του πατέρα μου τα λόγια, τάχα δε θα ήμουνα σήμερα ο άντρας της Μαριώς;
Κι έκοβα βόλτες κάτω από το σπίτι της. Έπιανα κάθε κοντόβραδο το δρόμο που πήγαινε
στο πηγάδι για νερό, να πάρω μια ματιά. Τι τα θες, τι τα γυρεύεις; Την αγάπησα τη Μαριώ.
Όταν την έβλεπα να διαβαίνει χαμηλοθώρα, λεβεντοπερπάτητη, με στήθη μεστωμένα και
τα μαλλιά ανεμιστά στις πλάτες, ποθούσα να κολλήσω απάνω της. Ο μαγνήτης που μ’
έσυρε άπραγο παιδί στη θάλασσα, μ’ έσερνε τώρα στη γυναίκα. Με το ίδιο πάθος ρίχτηκα
στ’ αχνάρια της πεντάμορφης. Εκεί έβαλα προξενητή τον καπετάν Καλιγέρη· εδώ τη γριά
Καλομοίρα.
- Δε φεύγω, αν δεν πάρω απόκριση· συλλογίστηκα.
Η προξενήτρα τα κατάφερε μια χαρά. Ζάχαρη έβαλε στα λόγια της και πλάνεσε κορίτσι και
πατέρα ευθύς.
- Να σου ειπώ· μου λέει ο καπετάν Πάραρης ένα βράδυ παράμερα. Ο σκοπός σου καλός και
τίμιο το φέρσιμό σου. Δε θέλω και καλύτερο να μπάσω σπίτι μου παρά το γιο του φίλου
μου, του αδερφού μου. Το Μαριώ είναι δικό σου· με μια συμφωνία. Θ’ αρνηθείς τη
θάλασσα. Εκείνο που έλεγε ο πατέρας σου το λέω και ’γω. Δεν έχει πίστη, δεν έχει έλεος, θα
την αφήσεις λοιπόν τη θάλασσα.
- Μα τι να κάμω; του είπα, πώς θα ζήσω; Ξέρεις καλά πως άλλη τέχνη δεν έμαθα.
- Το ξέρω. Μα το Μαριώ έχει το δικό του.
- Λοιπόν θα πάρω γυναίκα να με τρέφει; - Όχι, δε θα σε τρέφει· μη θυμώνεις. Δε θέλω να σε
προσβάλω. Θα δουλέψεις· θα δουλέψετε κι οι δυο. Είναι το περιβόλι, είναι τ’ αμπέλι, είναι το
χωράφι. Δουλευτάδες καρτερούν.
Η αλήθεια είναι πως δεν ήθελα και τίποτε άλλο. Τη θάλασσα την αρνιόμουν και την
απαρνιόμουν. Είχα καταντήσει σαν τον Αϊ-Λια που πήρε στον ώμο το κουπί και ανέβη στα
βουνά, ζητώντας κατοικία εκεί που οι άνθρωποι δεν ήξεραν τ’ όνομά της. Παρόμοια και
’γω. Ούτε τ’ όνομά της, ούτε το χρώμα της. Τα κάλλη της δεν είχαν για μένα μυστικά, τα
μάγια λύθηκαν.
- Σύμφωνοι, του είπα· έχεις το λόγο μου...
(Από τη συλλογή διηγημάτων, τα Λόγια της Πλώρης, 1899)

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

α.1. Να προσδιορίσετε τα πρόσωπα του αποσπάσματος που κατονομάζονται


(αναφέρονται με το όνομά τους) (5 μονάδες)
Ποια από τα πρόσωπα αυτά έχουν συγγενικές σχέσεις μεταξύ τους; (5 μονάδες)
α.2. Ποιος είναι ο αφηγητής της ιστορίας; (5 μονάδες)
Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας με δύο (2) αναφορές στο κείμενο. (10 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ: 25

β.1. Να περιγράψετε την εικόνα της γυναίκας από την οπτική γωνία του προσώπου που
την αγαπάει. (10 μονάδες)
β.2. Να παρουσιάσετε τον τρόπο που οι δυο νέοι παντρεύτηκαν; (5 μονάδες) Ποιο
κοινωνικό στερεότυπο για τον ρόλο των δύο φύλων προβάλλεται μέσα από αυτή τη
διαδικασία; (5 μονάδες)
β.3. «Λοιπόν θα πάρω γυναίκα να με τρέφει;»: ποια αντίληψη για τον ρόλο του άντρα
εκφράζεται στη φράση αυτή του αφηγητή; (5 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ: 25

  ΣΑΜΑΡΑΚΗΣ ΑΝΤΩΝΗΣ (1919-2003)


Ο τοίχος (απόσπασμα)
Ήτανε μια μικρή αυλή, με δωμάτια που μένανε διάφοροι, σε μια γειτονιά μακριά από
το κέντρο της πόλης, στη βιομηχανική περιοχή. Η ατμόσφαιρα ήτανε βαριά εκεί, όπως
είναι πάντα στις βιομηχανικές περιοχές.
Αυτοί που μένανε στην αυλή δουλεύανε, οι περισσότεροι τους, στα γύρω, εργοστάσια.
Ήτανε μερικές φαμίλιες, κι ένας δημόσιος υπάλληλος, γραφεύς Α' τάξεως, καμιά
σαρανταπενταριά χρονώ, εργένης, που έμενε, μόνος, στο δωμάτιο δίπλα στο
αποχωρητήριο.
Γύρω στην αυλή ήτανε κι άλλες αυλές κι άλλα σπίτια, ισόγεια κι αυτά και χαμηλά.
Οι γυναίκες την ασβεστώνανε ταχτικά την αυλή. Είχανε και γλάστρες με λουλούδια. Η
αλήθεια είναι πως μύριζε το αποχωρητήριο, μα δεν μπορούσε να γίνει τίποτα. [...]
Τα πρωινά, οι γυναίκες, όσες δε δουλεύανε σαν τους άντρες στα εργοστάσια,
συγυρίζανε τα δωμάτια. Σκουπίζανε την αυλή. Βάζανε μπουγάδα, κι έβλεπες τότε ένα
σωρό εσώρουχα, αντρικά, γυναικεία, παιδικά. Γιατί ήτανε και παιδιά στην αυλή. Μικρά
παιδιά που παίζανε όλη μέρα ή άλλα που πηγαίνανε σχολείο ή δουλεύανε τα
μεγαλύτερα. Ήτανε κι ένα αγόρι που ήταν άρρωστο.
Αρρωσταίνανε βέβαια, πότε πότε, αυτοί που μένανε στην αυλή. Μα ήτανε
μικροαρρώστιες. Το αγόρι όμως την είχε άσχημα.
Έμενε σ’ ένα δωμάτιο με τη μάνα του, μια κοντή γυναίκα, αδύνατη, που είχε διαρκώς
ένα φοβισμένο βλέμμα. Ήτανε χήρα, ο άντρας της είχε σκοτωθεί στον τελευταίο
πόλεμο. Το αγόρι ήτανε μωρό τότε. Βασανίστηκε πολύ για να το αναστήσει. Δούλευε σ'
ένα υφαντουργείο. Ξενόπλενε κιόλας.
Το παιδί, από δώδεκα χρονώ, έπιασε δουλειά σ' ένα μηχανουργείο. Επειδή ο νόμος
έλεγε από δεκατεσσάρω και πάνω, κάνανε τ' αδύνατα δυνατά για να πιάσει δουλειά.
Ήθελε να βοηθήσει τη μάνα του.
Τώρα ήτανε δεκαπέντε χρονώ, δούλευε πάντα στο μηχανουργείο και το βράδυ πήγαινε
σε τεχνική σχολή.
Το κακό πρωτοφανερώθηκε ένα απόγευμα, στο μηχανουργείο, την ώρα που δούλευε.
Τόπιασε ένας βήχας πολύ δυνατός — έβηχε τον τελευταίο καιρό, μα δεν είχε δώσει
σημασία, — και ξαφνικά έβγαλε αίμα.
Το πήγανε στις κοινωνικές ασφαλίσεις. Το είδανε στις ακτίνες. Του βγάλανε και πλάκα.
Ήτανε πειραγμένος ο αριστερός πνεύμονας.
— Ανάπαυση, καλό φαΐ, καθαρός αέρας! είπε ο γιατρός στη μάνα, που το βλέμμα της
ήτανε γεμάτο φόβο, ακόμα πιο βαθύ φόβο από άλλοτε.
Και πρόσθεσε:
— Επίσης, προσοχή στον ψυχικό παράγοντα!
Η μάνα πήρε το παιδί και φύγανε.
Η ανάπαυση μπορούσε να γίνει. Το αγόρι σταμάτησε να δουλεύει. Του πήρε η μάνα του
μια σαίζ - λόνγκ, μεταχειρισμένη. Έβγαινε στην αυλή και καθότανε.
Το καλό φαΐ . . . Δούλευε υπερωρίες, ξελιγωνότανε στη δουλειά, για να του
καλυτερέψει το φαί.
Όσο για τον καθαρό αέρα, αυτό ήταν δύσκολο. H ατμόσφαιρα, εκεί, ήτανε βαριά. Δεν
μπορούσε η μάνα να κάνει τίποτα για να πάψουν τα εργοστάσια να βρωμίζουνε τον
αέρα.
Εκείνο όμως που δεν είχε καταλάβει ήταν η τελευταία κουβέντα του γιατρού:
— Επίσης, προσοχή στον ψυχικό παράγοντα!
Συλλογίστηκε πως αυτό θα ήτανε σίγουρα κάτι πολύ σπουδαίο. Και την έπιασε μεγάλος
φόβος. Το είπε στο δημόσιο υπάλληλο, κι αυτός της εξήγησε. Της είπε πως το αγόρι,
στην κατάσταση που ήτανε, έπρεπε νάχει γαλήνη.
Κανένας δεν ήξερε τι ακριβώς θα γινότανε. Το μόνο που ήξεραν ήτανε πως το διπλανό
σπίτι, ισόγειο κι αυτό, χαμηλό, πουλήθηκε. Και μάλιστα μοσχοπουλήθηκε. Ο νέος
ιδιοκτήτης, ένας πολύ πλούσιος, θα το γκρέμιζε. Τι θάφτιαχνε ύστερα; Κανένας δεν
ήξερε.
Οι διπλανοί μετακομίσανε άρον - άρον, κι ένα πρωί ήρθανε οι μαστόροι κι αρχίσανε το
ξήλωμα.
Ο τοίχος υψωνότανε ολοένα και πιο πολύ.
Ύστερα από το γκρέμισμα του σπιτιού, οι μαστόροι αρχίσανε να χτίζουνε τον τοίχο. [...]
Ο τοίχος υψωνότανε, βαρύς, τους επίεζε στο στήθος. Γίνηκε ένα μέτρο, δυο μέτρα,
δυόμισι μέτρα, τρία μέτρα... Και υψωνότανε ακόμα! Κάθε βράδυ που σκολάγανε οι
μαστόροι, ο τοίχος είχε υψωθεί ακόμα περισσότερο.
Ήτανε μια καινούρια παρουσία τούτος ο τοίχος, που είχε μπει ξαφνικά στη ζωή τους.
[...]
Οι πιο πολλοί από τους ανθρώπους της αυλής είχανε γίνει αλλιώτικοι.
Όσο για το δημόσιο υπάλληλο, αυτός είχε χάσει τη συνηθισμένη του ηρεμία και δεν
μπορούσε να κοιμηθεί τη νύχτα. Ο τοίχος στεκότανε μπροστά του, εφιάλτης. Μα κείνο
που τον βασάνιζε πιο πολύ, ήτανε η σκέψη του αγοριού, που όσο υψωνότανε ο τοίχος
τόσο κι έπαιρνε το χειρότερο.
— Επίσης, προσοχή στον ψυχικό παράγοντα!
Συλλογιζότανε την κουβέντα του γιατρού και πόσο ανάποδα ήρθανε τα πράγματα. Το
αγόρι έβγαινε στην αυλή, όπως πάντα, και ξάπλωνε στη σαίζ - λόνγκ, μα καθότανε όλη
ώρα σιωπηλό και σκεφτικό. Όλο και αδυνάτιζε. Το πρόσωπό του είχε γίνει κίτρινο και
στα μάτια του ήτανε σκιές. Ο τοίχος το πλάκωνε στο στήθος, εκεί, στον αριστερό
πνεύμονα.
Η νύχτα ήταν ατέλειωτη. Δεν του κόλλαγε ύπνος. [...]
Ο τοίχος είχε αλλάξει τη ζωή τους. [...] Σκέφτηκε τους άλλους, που ο τοίχος τούς είχε
επηρεάσει με κάποιον τρόπο. Σκέφτηκε το αγόρι που πήγαινε ολοένα και πιο κοντά στο
θάνατο.
— Επίσης, προσοχή στον ψυχικό παράγοντα!
Οι άλλοι, στην αυλή, θα κοιμόντουσαν σίγουρα. Ήταν αργά. Περασμένα μεσάνυχτα.
Οι σκέψεις κυκλοφορούσανε μέσα του, η μια πίσω από την άλλη, με ένταση.
Δεν ήτανε παρά ένας δημόσιος υπάλληλος, ένας γραφεύς Α' τάξεως. Δεν είχε κάνει
ποτέ του κάτι που να ξεφεύγει από το κανονικό, από τη μετριότητα.
Μα τώρα έπρεπε να κάνει κάτι. Όχι για τον εαυτό του. Για τους άλλους, για τους
ανθρώπους της αυλής. Για τους ανθρώπους.
Κάπνιζε το ένα τσιγάρο πάνω στ' άλλο.
Από το παράθυρο ξεχώριζε, μες στη σκοτεινή νύχτα, τον τοίχο, που υψωνότανε βαρύς
και τον επίεζε, τον επίεζε. Είχε ένα φριχτό πρόσωπο ο τοίχος.

Άξαφνα ένιωσε πως αυτός ο τοίχος ήταν η ζωή, η ζωή που υψώνεται πάνω στους
ανθρώπους και τους πιέζει, τους πιέζει ολοένα.
Πετάχτηκε πάνω, άνοιξε το συρτάρι, πήρε το παλιό πιστόλι που είχε, βγήκε στην αυλή,
με τη φανέλα, το μακρύ άσπρο σώβρακο και τα παπούτσια, ο τοίχος ήταν εκεί, έβλεπε
το φριχτό πρόσωπό του, ο τοίχος, ο τοίχος ήταν εκεί, «Ναι, εγώ τον σκότωσα!» θάλεγε
όταν θα πλάκωνε η αστυνομία, ο τοίχος ήταν εκεί, η ζωή ήταν εκεί, η ζωή, ο τοίχος, ο
τοίχος, ο τοίχος, ο τοίχος...
Άδειασε και τις έξι σφαίρες απάνω του.
(Ζητείται Ελπίς, Εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2008, σσ.26-31, Α΄έκδοση: 1954)

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α.1. «Ήτανε μια μικρή αυλή ... Ξενόπλενε κιόλας.» Να διακρίνετε τα βασικά πρόσωπα
που αναφέρονται στο παραπάνω απόσπασμα. (10 μονάδες)
α.2. Σε ποιο χώρο ζουν τα πρόσωπα που εντοπίσατε στην ερώτηση α.1. (5 μονάδες) και
πού εργάζονται; (5 μονάδες)
α.3. Ο αφηγητής, κατά τη γνώμη σας, συμμετέχει στα γεγονότα που καταγράφει ή όχι;
Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας με δύο (2) παραδείγματα από το κείμενο. (5
μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ: 25

β.1. Να περιγράψετε, κάνοντας τις αντίστοιχες αναφορές στο κείμενο, τον χαρακτήρα
της κεντρικής ηρωίδας. Να λάβετε υπόψη τον κοινωνικό τύπο που εκπροσωπεί. (15
μονάδες )
β.2. Το παιδί, από δώδεκα χρονώ, ... και το βράδυ πήγαινε σε τεχνική σχολή.: Να
περιγράψετε τον ήρωα του παραπάνω αποσπάσματος. (10 μονάδες)

3Ο ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΣΕΝΑΡΙΟ ΤΗΣ Ι. ΚΑΡΥΣΤΙΑΝΗ ΓΙΑ
ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ ΤΟΥ Π. ΒΟΥΛΓΑΡΗ ΝΥΦΕΣ
Μικρή εισαγωγή : Το 1922 εφτακόσιες γυναίκες αφήνουν την Ανατολή και
στοιβάζονται στην γ΄Θέση του ποντοπόρου πλοίου που θα τις πάει στην Αμερική ,
εκεί που θα τις περιμένουν άγνωστοι άνδρες . Στο μπαουλάκι τους ένα οικογενειακό
νυφικό και η φωτογραφία του γαμπρού για την αναγνώριση . Στις 20 μέρες του
ταξιδιού όλα μπορεί να συμβούν . Η ηρωίδα μας , η Νίκη , θα βρει στο πρόσωπο του
φωτογράφου Νόρμαν τον έρωτα …

Ο Νόρμαν κάθεται . Πιάνει τη φωτογραφική μηχανή και κοιτάζει τη Νίκη μέσα απ’ το
φακό.
ΝΟΡΜΑΝ : Δεν έχει φίλμ μέσα . Θέλω μόνο να δω το πρόσωπό σου .
Η Νίκη κοκκινίζει αλλά εξακολουθεί να γαζώνει .
ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΜΕΡΑ :
Τα μαλλιά της . Τα μάτια της . Τα χρυσά ΣΚΟΥΛΑΡΙΚΙΑ της . Τα χέρια της .
Η Νίκη κοιτάζει τη βέρα του κι εκείνος το προσέχει .
ΝΟΡΜΑΝ : ( τρυφερά ) θα ξηλώσω τα κουμπιά μου , μόνο και μόνο ια να μου τα ράψουν
τα χέρια σου
ΝΙΚΗ : ( φουντωμένη ) θα πληρώσεις διπλά .
ΝΟΡΜΑΝ : ( αφήνοντας τη φωτογραφική μηχανή )πές μου κάτι για σένα .
ΝΙΚΗ : Τίποτα ιδιαίτερο .
ΝΟΡΜΑΝ : Δεν έχεις όνειρα ;
ΝΙΚΗ : Μια μηχανή Σίγγερ .
ΝΟΡΜΑΝ : Τίποτε άλλο ;
ΝΙΚΗ : Ύφασμα .
ΝΟΡΜΑΝ : και ;
ΝΙΚΗ : Πολλές πελάτισσες .
ΝΟΡΜΑΝ : Αυτά είναι όλα κι όλα ;
ΝΙΚΗ : Αυτά .
ΝΟΡΜΑΝ : Δεν πιστεύω λέξη απ’ όσα είπες .
Η Νίκη ντρέπεται . Για λίγο σιωπά. Συνεχίζει το γαζί . Τελικά :

ΝΙΚΗ : Μου ζητάνε . Νίκη , κάνε αυτό , Νίκη , κάνε εκείνο . Νίκη έλα . Νίκη πήγαινε . Νίκη
η γάτα . Νίκη η κατσίκα . Νίκη είσαι ο πατέρας της οικογένειας .
ΝΟΡΜΑΝ : Είσαι ;
ΝΙΚΗ : Ναι .
ΝΟΡΜΑΝ : Ώστε είσαι πατέρας ;
ΝΙΚΗ : Ναι
ΝΟΡΜΑΝ : Οι άνθρωποι σαν εσένα μας κάνουνε να αγαπάμε τη ζωή

………………………………………………..
Κατάστρωμα γ ΄ θέσης . Νύχτα
Ο Νόρμαν και η Νίκη βαδίζουν δίπλα – δίπλα , σιωπηλοί στο διάδρομο ως πέρα . Η Νίκη
κοιτάζει το σκοτεινό ορίζοντα .
ΝΙΚΗ : Ήσυχο ταξίδι … χωρίς φουρτούνες …. ( μετά από παύση ) Στο μπαουλάκι μου σέρνω
ένα νυφικό που πάει κι έρχεται τον Ατλαντικό . Πάει κι έρχεται . Το 1909 με τη νονά . Το
1921 . Τώρα , 1922 . Άτυχο νυφικό . Πάει κι έρχεται .
Ο Νόρμαν την κοιτάζει , αλλά η Νίκη αποφεύγει τα βλέμμα του . Ξαναπερπατούν πάνω
κάτω το διάδρομο . Κάθονται σ’ ένα παγκάκι . Η Νίκη ακουμπά το καλαθάκι στην ποδιά
της.
Αυτή κοιτάζει τη θάλασσα κι ο Νόρμαν αυτή . Της παίρνει το καλαθάκι . Καθώς το αφήνει
στο δάπεδο , παρατηρεί το λυμένο κορδονάκι του παπουτσιού της . Σκύβει να το δέσει .
Αναστατωμένη μαζεύει το πόδι της . Ο Νόρμαν την κοιτάζει μην ξέροντας αν πρέπει να
προχωρήσει . Μετά από ένα λεπτό η Νίκη ξαναγλιστράει προσεκτικά το πόδι προς το
μέρος του . Της δένει το κορδόνι . Δεν ξανακάθεται δίπλα της . Ακουμπάει στα ρέλια .
Μένουν κι οι δύο να ακούν τον ήχο του ωκεανού .
Πλαϊνό κατάστρωμα γ ΄ θέσης – Νύχτα
Η Νίκη κάθεται εκεί που άλλοτε καθόταν με τη Χαρώ. Στο βάθος του διαδρόμου
εμφανίζεται μια ανοιχτόχρωμη φιγούρα που στέκεται εκεί . Ο Νόρμαν . Στη μασχάλη του
το μεγάλο κουτί Χατζή – Μπεκίρ Λουκούμ . Με αργά βήματα , έρχεται προς τη Νίκη .Την
πλησιάζει . Η Νίκη μαζεύει το πανεράκι της και του ελευθερώνει το κάθισμα .Ο Νόρμαν
κάθεται και γυρίζει προς τη Νίκη . Αφήνει στα χέρια της το κουτί. Γέρνει ελαφρά προς το
μέρος της , γυρίζει το πέτο της βγάζοντας μία – μία καρφίτσες και βελόνες . Τις
καρφιτσώνει στο δικό του . Ζυγίζει τις λέξεις του .
ΝΟΡΜΑΝ : ( στα ελληνικά ) s’ agapo
NIKH : Μη .
ΝΟΡΜΑΝ : ( ΣΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ ) Μα σ’ αγαπώ .
ΝΙΚΗ : Μη μ’ αγαπάς .
ΝΟΡΜΑΝ : Γιατί ;
ΝΙΚΗ : Είμαι Ελληνίδα.
ΝΟΡΜΑΝ : Και ;
ΝΙΚΗ : Μη μ’ αγαπάς .
ΝΟΡΜΑΝ : Επειδή είσαι Ελληνίδα ;
ΝΙΚΗ : ναι .
ΝΟΡΜΑΝ : Σε σκέφτομαι συνέχεια .
ΝΙΚΗ : Μη
ΝΟΡΜΑΝ : Σε σκέφτομαι όμως .
ΝΙΚΗ : Σταμάτα .
ΝΟΡΜΑΝ : Γιατί ;
Η ματιά της Νίκης στέκεται στη βέρα του Νόρμαν . Φέρνει το χέρι του πιο κοντά της και
τεντώνει το δάχτυλο με το δαχτυλίδι .
ΝΟΡΜΑΝ : Έχει τελειώσει .
Βγάζει τη βέρα και τη χώνει στην τσέπη του .
ΝΟΡΜΑΝ : Αύριο φτάνουμε . Κι ο ράφτης σου θα σε περιμένει . Ένας άγνωστος άντρας .
ΝΙΚΗ : Η νονά μου ζούσε παλιά στο Σικάγο . Ήξερε την οικογένειά του . Σμυρνιοί .
ΝΟΡΜΑΝ : Νίκη , μην τον ακολουθήσεις .
Παύση
ΝΙΚΗ ( χαμένη ) : Τι θα πει κι η Αλεξάνδρα ;
ΝΟΡΜΑΝ : Ποια;
ΝΙΚΗ : Δεν ξέρεις για την Ελένη , την αδερφή μου . Δεν ξέρεις για την Αλεξάνδρα , την
ξαδέρφη μου .
ΝΟΡΜΑΝ : Πες μου .
ΝΙΚΗ : Είναι μεγάλη ιστορία .
ΝΟΡΜΑΝ : Νίκη , πόσο μεγάλες ιστορίες κουβαλάς ;
Σιωπή
ΝΙΚΗ : ( χαμηλώνοντας τα μάτια ) Ο Πρόδρομος είναι καλός άνθρωπος . Πώς μπορεί να
τον κοροϊδέψει η οικογένειά μου για άλλη μια φορά ; Δεν μπορώ να του κάνω τέτοιο
πράγμα .
ΝΟΡΜΑΝ : Δεν καταλαβαίνω .
ΝΙΚΗ ( ΣΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ ΠΑΛΙ ) : Είμαι νύφη αντικαταστάτρια . Στη θέση της αδερφής μου που
δεν άντεξε και γύρισε πίσω .
Ο Νόρμαν μένει άναυδος
ΝΟΡΜΑΝ ( αργά ) : Καμιά φορά οι πολιτισμένοι , οι θερμοί ,γλυκείς Ανατολίτες με τις
γυναίκες του ς γίνονται βάρβαροι . Και το δεχόσαστε . Είναι απάνθρωπο που να πάρει .
ΝΙΚΗ : Πού να καταλάβεις τα δικά μας…

ΝΟΡΜΑΝ : Καταλαβαίνω .
ΝΙΚΗ : Τότε μη μ’ αγαπάς .
ΝΟΡΜΑΝ : Μα , σ’ αγαπώ και , θεέ μου , πόσο σε θαυμάζω . Νίκη , πώς θα σε χάσω ; Και
πώς θα σε ξεχάσω ; Δε γίνεται .
ΝΙΚΗ : κατάλαβέ με .
ΝΟΡΜΑΝ : Βοήθησέ με .
ΝΙΚΗ : Ο Πρόδρομος περιμένει για δεύτερη φορά . Είναι ζήτημα τιμής .Κανείς δεν θα
παντρευτεί αδερφές και ξαδέρφες αν έρθω μαζί σου . Η οικογένειά μου θα βγάλει κακό
όνομα . Θα μας λένε πουτάνες . Ο θείος μου , η ξαδέρξη μου , η Αλεξάνδρα , οι δικοί μου θα
καταριούνται ο ένας τον άλλο .Πρέπει να πάω στο Σικάγο . Να παντρευτώ τον Πρόδρομο .
Για τις γυναίκες της οικογένειας . Τίμιες .Και για τις έξι κοπέλες από τη Σαμοθράκη . Σ’ εμένα
βασίζονται . Τόσες womens .
ΝΟΡΜΑΝ : Λάθος
ΝΙΚΗ : Σωστό .
ΝΟΡΜΑΝ : Womens είναι λάθος . Women .
ΝΙΚΗ : Γυναίκες . Είμαστε απλώς γυναίκες .
Σιωπή
ΝΟΡΜΑΝ
Έχουμε μερικές ώρες ακόμα . se parakalo .Σκέψου το …σκέψου το .
Η Νίκη σκεπάζει τα μάτια της με τα χέρια .

Καμπίνα Νόρμαν – χάραμα


Ακαταστασία στο δωμάτιο . Ο Νόρμαν αξύριστος , βάζει δύο τελευταίες λέξεις σ’ ένα
χαρτί . Βλέπουμε το πρόσωπό του .
ΝΟΡΜΑΝ :
Για να μη λες ότι εσύ δεν πήρες ποτέ ε-
ρωτικό γράμμα .
Ερωτεύτηκα τα χέρια σου , χιλιοτρυ-
πημένα από τις βελονιές , και τα καστα-
να σου μάτια που δε σηκώνουν αστεία .
Θα ήθελα να είχα τα κότσια σου , αλ-
λά δεν είμαι τόσο άντρας όσο εσύ .Δεν
Είναι τυχαίο που όλο φεύγω , που όλοι
μου φεύγουν .
Νίκη , είμαστε από άλλους κόσμους
εσύ κι εγώ , κόσμους που συναντιούνται
τυχαία και μοιραία , αλλά δε γίνεται να
κολλήσουν.
Είσαι το πλάσμα που θα μου λείπει
για πάντα . Νόρμαν
Λουτήρες Γ΄Θέσης – Χάραμα
Στο σκοτάδι ακούμε τη Νίκη να μονολογεί
ΝΙΚΗ : Σκέψου το …σκέψου το
Ανάβει το κίτρινο φως του λουτήρα .Η Νίκη μπροστά στο φθαρμένο λουτήρα της γ΄ θέσης .
Τα μαλλιά της έχουν ασπρίσει μέσα σε μια νύχτα . Δεν θέλει να το πιστέψει . Ένας βαθύς
αναστεναγμός της ξεσκίζει τα σωθικά και βγαίνει σαν μουγκρητό . Μαζεύει το κουράγιο της
ξανά. Βγάζει από την τσέπη μια τσατσάρα , χωρίζει τα μαλλιά της στα τρία και τα πλέκει .
Μια λευκή πλεξούδα . Σηκώνει το μαντήλι που είναι ριγμένο στον ώμο της και καλύπτει το
κεφάλι της .

ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ
Αφού διαβάσετε προσεκτικά τα παραπάνω αποσπάσματα του σεναρίου , να
απαντήσετε στις παρακάτω ερωτήσεις – δραστηριότητες :
1. Ποιοι οι βασικοί ήρωες των αποσπασμάτων και ποια τα βασικά τους χαρακτηριστικά
( ήθος – κοινωνική τάξη – μόρφωση – κουλτούρα – στάση ζωής );
2. Προσπαθήστε να μπείτε στη θέση του ήρωα και της ηρωίδας αντίστοιχα : ποια τα
ζητήματα που τους απασχολούν ; Ποιες λύσεις επιλέγουν να δώσουν στα προβλήματα
αυτά ; Συμφωνείτε με τη στάση τους ; Θεωρείτε ότι αυτή είναι δικαιολογημένη ;

3. Σε ποιο τόπο διαδραματίζεται η ιστορία των δύο ηρώων ; Μπορείτε να διακρίνετε αν


υπάρχει κάποια σχέση ανάμεσα στην επιλογή του συγκεκριμένου τοπίου – ντεκόρ και του
προβληματισμού που το έργο μεταφέρει στους αναγνώστες – θεατές μέσα από την ιστορία
των δύο ηρώων ;

4. Οι δύο ήρωες στο τέλος αποχωρούν «ηττημένοι» . Με ποιο τρόπο δηλώνεται η


αποδοχή της «ήττας» από τον καθένα ; Ποιο το κόστος αυτής της αποδοχής ;
5. Το σενάριο ( προορισμένο για να μετουσιωθεί σε κινηματογραφική ταινία ) έχει κάποια
χαρακτηριστικά που το συνδέουν με τη Λογοτεχνία . Μπορείτε να τα εντοπίσετε ;
Μπορείτε , ακόμη , να διακρίνετε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που αφορούν αποκλειστικά
και μόνο αυτό το κειμενικό είδος ;
Για να βοηθηθείτε ανατρέξτε στο wiki της τάξης μας : pages and files :
HOURSOGLOU-StadiaTainias.pdf
στοιχεια της κινηματογραφικης γλωσσας.pdf

Σενάρια ταινιών μικρού μήκους.pdf

Σενάριο και Λογοτεχνία Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του σεναρίου

  Ποια νομίζετε ότι είναι τα δομικά χαρακτηριστικά ενός σεναρίου ; Ποια τα στάδια
δημιουργίας του ;

Δημιουργικές δραστηριότητες – Παραγωγή κειμένου


6. Δοκιμάστε να εκφράσετε τις σκέψεις – συναισθήματα που σας δημιούργησε η ιστορία με
οποιοδήποτε εικαστικό – καλλιτεχνικό μέσο μπορείτε ( π. χ ποίημα – ζωγραφική - χορός –
φωτογραφία …) Δημιουργήστε μια μικρή παρουσίαση ( 4-5 διαφάνειες ) στην οποία θα
εντάξετε την καλλιτεχνική σας δημιουργία , πλαισιωμένη από λέξεις – φράσεις του
κειμένου που θεωρείτε ότι έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην πρόκληση των σκέψεων και
των συναισθημάτων σας . Διανθίστε την παρουσίασή σας με ήχο της αρεσκείας σας .
7. Δοκιμάστε να αφηγηθείτε την ιστορία που μόλις διαβάσατε υιοθετώντας την
αφηγηματική οπτική ενός από τους δύο ήρωες . Για παράδειγμα , μπορείτε να υποθέσετε
ότι την ιστορία την αφηγείται ο Νόρμαν στον καλύτερό του φίλο ή η Νίκη , μετά από 40
χρόνια , στην Ελληνοαμερικανίδα εγγονή της .

https://www.scribd.com/doc/246599020/%CE%A0%CE%BF%CE%AF%CE%B7%CE%BC%CE
%B1-%CE%A4%CE%B7%CF%82-%CE%9D%CE%AF%CE%BA%CE%B7%CF%82-1%CE%B7-
%CE%9F%CE%BC%CE%AC%CE%B4%CE%B1?secret_password=SJkQX5G7GfONF3NQtpZ6

https://www.scribd.com/doc/246599669/%CE%9F%CE%B9-%CE%9D%CF%8D%CF%86%CE
%B5%CF%82-5%CE%B7-%CE%9F%CE%BC%CE%AC%CE%B4%CE%B1?
secret_password=wQlbv6rrexp0ncuEYIcB
https://www.scribd.com/doc/246599669/%CE%9F%CE%B9-%CE%9D%CF%8D%CF%86%CE
%B5%CF%82-5%CE%B7-%CE%9F%CE%BC%CE%AC%CE%B4%CE%B1?
secret_password=wQlbv6rrexp0ncuEYIcB

https://www.scribd.com/doc/246599923/%CE%9F%CE%B9-%CE%9D%CF%8D%CF%86%CE
%B5%CF%82-2%CE%B7-%CE%9F%CE%BC%CE%AC%CE%B4%CE%B1?
secret_password=QynFBF04nq9PNTpXQPuR

https://www.scribd.com/doc/246600068/%CE%9D%CF%8D%CF%86%CE%B5%CF%82-3%CE
%B7-%CE%BF%CE%BC%CE%AC%CE%B4%CE%B1?
secret_password=pJmpnbDHzQa3WbSllO9O

Νύφες , μια ταινία του Παντελή Βούλγαρη , βασισμένη στο σενάριο της Ι. Καρυστιάνη .

Δ΄ ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης , Πατέρα στο σπίτι
ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ γράφτηκε το 1894 και ανήκει στα
λεγόμενα «αθηναϊκά» διηγήματα του Παπαδιαμάντη, τα οποία όμως
δεν παρουσιάζουν ουσιαστικές διαφορές από τα
«σκιαθίτικα». Απλώς η δράση τους ξετυλίγεται στην Αθήνα,
αλλά οι ήρωες είναι φτωχοί και απλοί άνθρωποι χωρίς τίποτε
αστικό στη συμπεριφορά τους. Σ' αυτό το διήγημα είναι ιδιαίτερα
εμφανής ο κοινωνικός προβληματισμός του συγγραφέα.
— Μπάρμπα, βάλε μου λίγο λαδάκι μες στο γυαλί, είπε η μάνα μου,
γιατί δεν έχουμε πατέρα στο σπίτι.
— Χωρίς πεντάρα;
— Ναι.
— Και τι έγινε ο πατέρας σου;
— Να, πάει να βρη άλλη γυναίκα.
Ήτο πενταετές παιδίον, ζωηρόν, με λάμπρους μεγάλους
οφθαλμούς, ρακένδυτον.* Και με παιδικήν χάριν, με σπαρακτικόν εν
τη αθωότητι μειδίαμα, επρόφερεν εκάστοτε την φράσιν ταύτην, της
οποίας όλον το βάθος δεν ήτο ικανόν να κατανοήση, τόσον ώστε οι
άνθρωποι οι μη έχοντες να κάμουν τίποτε, καθώς εγώ, πολλάκις το
εκάλουν, και απέτεινον* αυτώ την άνω ερώτησιν του μικρού
παντοπώλου της γειτονιάς, μόνον και μόνον δια ν' ακούσωσιν από το
στόμα του την απόκρισιν.
— Να, πάει να βρει άλλη γυναίκα.
Δεν ήτο η πρώτη φορά οπού το έβλεπα. Κατ' εκείνην την ημέραν
συνέβη να είμαι πλούσιος, διότι είχα κατορθώσει μετά
πέντε εκλιπαρήσεις,* και μετά τέσσαρας αποπομπάς,* να λάβω
δεκαπέντε δραχμάς, απέναντι ογδοήκοντα οφειλομένων μοι δι'
αμοιβήν φιλολογικής εργασίας πέντε εβδομάδων. Κατά τας τοιαύτας
δε ημέρας, ισαρίθμους με τας σελήνας του ενιαυτού,* μοι συμβαίνει,
χωρίς να φροντίσω να πληρώσω μέρος των χρεών μου, να εξοδεύω
μονοημερίς τα δυο τρίτα του ούτω πως εκβιασθέντος ποσού,
φυλάττων φρονίμως το τρίτον δια τας επομένας τρεις εβδομάδας.
Έκραξα το παιδίον και του έδωκα μίαν πεντάραν. Εκείνο την έλαβεν,
έβγαλεν έξω από τα χείλη την γλώσσαν, με μειδίαμα ευδαιμονίας, και
ατένίζον με είπε:
— Δο μ' κι άλλη, μπάρμπα!
***
Δεν ήτο το μόνον παιδίον, το οποίον ήρχετο εις το μικρόν εκείνο
παντοπωλείον της οδού Σ..., κατά την δυτικήν εσχατιάν* της πόλεως.
Πτωχαί γυναίκες έστελναν συνήθως τας πενταετείς ή επταετείς
κορασίδας των δια να οψωνίσουν. Συνέβαινε καθ' εσπέραν να
κάθημαι επί ημίσειαν ώραν και πλέον, συνομιλών με δυο ή τρεις
φίλους, πίνοντας το ορεκτικόν των, εις το μικρόν μαγαζίον, ενίοτε δε
να λαμβάνω εκεί το λιτόν δείπνον μου. Πολλάκις τριετή νήπια
ψελλίζοντα τα έστελναν αι προκομμένοι αι μητέρες των, με
επικίνδυνα ποτήρια ή φιαλίδια εις τας χείρας, δια ν' αγοράσουν κασί
ή λάι ή λυκάζι.* Εν τούτων εζήτει να του δώσουν ένα κουμπί
(σκουμβρί), άλλο εζήτει μια πεντάρα πίτα (σπίρτα). Την γλώσσαν των
μόνος ο νεαρός παντοπώλης, ο φίλος μου, ήτο ικανός να την εννοή. Ο
ίδιος εσπλαγχνίζετο ενίοτε και έστελνεπροπομπούς* τους ιδίους του
υπηρέτας έως την θύραν των μικρών παιδίων, δια να φθάσουν ταύτα
ασφαλώς εις την μητέρα των.
Συχνά συνέβαινε να ξεχάση η μικρά παιδίσκη, πενταέτις ή εξαέτις, το
είδος, το οποίον εστάλη ν' αγοράση, και να είπη άλλα αντ' άλλων.
Εντεύθεν παράπονα, διαμαρτυρίαι εκ μέρους των μητέρων, ύβρεις
κατά του μπακάλη. Πάντοτε τον μπακάλην έβγαζαν πταίστην. Το
παιδί ποτέ δεν έπταιε.
Άλλοτε συνέβη να του πέση εις τον δρόμον το μισό το ρύζι, ή να φάγη
την μισήν την ζάχαριν. Τότε η μήτηρ ή η γιαγιά κατήρχετο η ιδία, και
ύβριζε τον μπακάλην, λέγουσα ότι τέτοιος ήτον, τον ήξευρεν αυτή,
όλο ξίκικα* επώλει· μ' αυτά εζητούσε να πλουτίση κι αυτός. Και
δύναμαι να μαρτυρήσω ότι ο μπακάλης ήτο, ως εμπορευόμενος και
ως άτομον, τίμιος άνθρωπος. Άλλοτε πάλιν, ο μικρός ψωνιστής, το
δεινότερον,* έχανε καθ' οδόν τα λεπτά, τα ρέστα, όσα έλαβεν από τον
παντοπώλην. Πλην δια τούτο είχε ληφθή η πρόνοια να τυλίγωνται τα
ρέστα εις χαρτίον, και κάποτε να δένωνται κομπόδεμα εις ράκος* και
να εμβάλλωνται εις την τσέπην του μικρού. Και όμως πολλάκις
εχάνοντο πεντάλεπτα και δεκάλεπτα και
ολόκληροι λιμοκοντόροι.* Και πάλιν ο μπακάλης έπταιεν.
***
Αλλ' ας επανέλθω εις το παιδίον περί ου* ο λόγος εν αρχή. Δεν είμαι
ποτέ πολυπράγμων*, αλλ' ο φίλος μου ο μικρός παντοπώλης ήξευρεν,
ως εικός, όλα τα μυστικά της γειτονιάς. Ήτο
γενικός θεματοφύλαξ*των αλλότριων* υποθέσεων. Δεν ηξεύρω αν το
βλέμμα μου του εφάνη ερωτηματικόν, αλλ' όταν ευκαίρησεν,
αυθόρμητος ήρχισε να μου διηγήται την ιστορίαν.
Προ εννέα ετών ο Μανόλης ο Φλοεράκης είχε νυμφευθή την
Γιαννούλαν Πολυκάρπου. Εκ της συζυγίας ταύτης εγεννήθησαν πέντε
τέκνα, εξ ων το τρίτον ήτο το παιδίον εκείνο.
Ο Μανόλης ήτο ξυλουργός, αλλά δεν διέπρεπε πολύ
επί φιλοπονία.* Ειργάζετο, οσάκις είχεν εργασίαν, από την Τρίτην
έως την Παρασκευήν. Το Σάββατον πρωί τού επονούσεν αίφνης η
μέση του, την Δευτέραν τού επονούσε το κεφάλι. Εννοείται ότι
διήρχετο εν κραιπάλη* από το Σάββατον εσπέρας έως την Δευτέρα
πρωί.
Η γυνή ήτο φιλεργός.* Είχε ραπτικήν μηχανήν και κατεσκεύαζεν
υποκάμισα. Εκέρδιζεν ούτω εν τάλιρον την εβδομάδα, το οποίον,
προστιθέμενον εις τας δεκατρείς ή δεκατέσσαρας δραχμάς, όσας
εκέρδιζεν εκείνος, και εκ των οποίων τα ημίση του εχρειάζοντο δια το
τακτικόν μεθύσι της Κυριακής, μόλις ήρκει προς συντήρησιν της
οικογενείας.
Πλην η οικογένεια ηύξανε, σχεδόν κάθε χρόνον. Ανά
εν κουτσουβέλι,* ή κατσιβέλι,* εγεννάτο τακτικά κάθε δεκαοκτώ
μήνας, με κανονικότητα απελπιστικήν. Η οικογένεια ηύξανεν, αλλά το
εισόδημα ηλαττούτο. Η εργασία εγένετο σπανιωτέρα. Η ραπτική
μηχανή παρερρίφθη εις μίαν γωνίαν, ετέθη εις αχρηστίαν. Η
Γιαννούλα, μη προφθάνουσα ν' απογαλακτίση εν μωρόν, και
αρχίζουοα να βυζάνη αμέσως άλλο, μόλις επαρκούσα δια να πλύνη
ράκη, δεν είχε πλέον καιρόν να ράπτη υποκάμισα.
Ο Μανώλης δεν έπαυσε να μεθύη τακτικά από το Σαββατόβραδον έως
το εξημέρωμα της Δευτέρας. Η Γιαννούλα δεν είχε πλέον δεύτερον
φόρεμα. Τα παιδιά δεν είχον πάντοτε ψωμί. Η εστία σπανίως ήτο
αναμμένη. Η γυνή εγόγγυζεν. Ο Μανόλης, όταν ήρχετο, την έτρωγε
από την γρίνια. Τα παιδιά έκλαιαν. Η αχυροστρωμνή ήτο τρύπια. Η
κουβέρτα δεν ήρκει να σκεπάση τα τρία μεγαλύτερα παιδιά.
Η λάμπα ήτο ακαθάριστη και δεν είχε πετρέλαιον. Η στάμνα είχε
σπάσει προ τριών ημερών, και έπιναν από ένα τσαγγλί*, οσάκις είχε
νερόν η βρύσις της γειτονιάς. Η σκούπα, καταλερωμένη, είχε φαγωθή
η μισή, και ελίπαινε το πάτωμα αντί να το σκουπίση. Το τηγάνι είχε
τρυπήσει και ήτο άχρηστον. Η χύτρα ήτο ραγισμένη, και έσβηνε την
φωτιάν διαρρέουσα, όταν φωτιά υπήρχε. Η κατσαρόλα ήτο παλαιά,
φαγωμένη, αγάνωτη. Ο γανωτής είχε προτείνει ή να την αγοράση
αντί πενήντα λεπτών, ή να την γανώση αντί πενήντα, με κίνδυνον,
είπε, να τρυπήση και να γίνη άχρηστη. Η Γιαννούλα επροτίμησε να
την κρατήση αγάνωτην.
Η ραπτική μηχανή είχε δοθή ενέχυρον δια δύο εικοσιπεντάρικα, τα
οποία θα εχρησίμευαν δια τα γεννητούρια του τελευταίου μωρού και
δι' άλλας χρείας. Τα δύο εικοσιπεντάρικα δεν επεστράφησαν, και η
μηχανή εκρατήθη.
***
Εις τοιαύτην κατάστασιν ήτο η οικία, όταν εισεχώρησεν ο κουμπάρος
εντός.
Ο κουμπάρος ήτο άγαμος και τεσσαροκοντούτης, παχύς,
ευμορφάνθρωπος με πλατύ ζουνάρι. Ήτο μέγας και πολύς,
κομματάρχης ενός των πολιτευτών της Αττικής, είχε κερδίσει χρήματα
από κάτι ενοικιάσεις. Ήτο άνθρωπος μ' επιρροήν.
Κατ' αρχάς ήρχετο άπαξ του μηνός. Είτα ήλθε δις εις μίαν εβδομάδα,
φέρων κρέας και μικρά τινα δώρα δια τα παιδία. Κατόπιν ήρχισε να
έρχεται ημέραν παρ' ημέραν. Τέλος ήρχετο καθ' εκάστην, φέρων
πάντοτε οψώνια.
Τις οίδε ποίους σκοπούς έτρεφεν ο κουμπάρος. Πλην η Γιαννούλα
ήτον τίμια, όσον και πάσα άλλη.
Η Γιαννούλα ήτον τίμια, αλλ' ο Μανώλης ήτον ζηλιάρης. Και μετά
πολλά εσπερινά δείπνα τα οποία έφαγεν εις την οικίαν ομού με τον
κουμπάρον, μετά πολλάς δε πρωινάς σκηνάς τας οποίας έκαμεν εις
την γυναίκα του, ήρχισε να μην είναι συνεπής εις τίποτε, κάποτε
μάλιστα να ξενοκατιάζη.*
Της είχε διηγηθή πολλάκις ότι, πριν την πάρη, είχε μία φιλενάδα.
Εκείνη είχε νυμφευθή έκτοτε, ίσως χωρίς παπά, καθώς συνηθίζεται
κάποτε εις την πτωχήν συνοικίαν. Τώρα φαίνεται ότι την είχε
ξανανταμώσει, αυτήν την παλαιάν γνωριμίαν, και δια τούτο έλειπεν
από το σπίτι βραδιές βραδιές.
Όσο δια την Γιαννούλαν, το μόνον έγκλημά της ήτο ότι, ίσως,
είχε πολιτέψει* τον κουμπάρον, και δεν τον είχε διώξει μίαν και
καλήν. Ο κουμπάρος ήξευρε, βλέπετε, από πολιτικήν, και αυτή, ως
γυνή οπού ήτον, ήξευρεν από ψευτοπολιτικήν. Πλην οι γειτόνισσες
δεν ήσαν επιεικείς, και την εκακολόγησαν. Και εις των γειτόνων, ο
κυρ-Ζάχος ο Ξεφαντούλης, ήτο της αρχής ότι έπρεπεν ο
ενδιαφερόμενος «να ξέρη τι τρέχει». Και η υστεροβουλία, η
λανθάνουσα και αυτόν τον ίδιον, ήτο να εύρη διασκέδασιν αυτός με
τες φωνές, με τες κατακεφαλιές, με τα τραβήγματα των μαλλιών και
με το χώρισμα του ανδρογύνου.
Αυτό θα ειπή να σου θέλη τις το καλόν σου, να κήδεται* της τιμής
σου, δηλαδή. Να σε βάλη να σκοτωθής.
***
Μετά τελευταίαν φοβεράν σκηνήν, από την οποίαν η Γιαννούλα
εβγήκε με μισήν πλεξίδα, με εν μάγουλον αιματωμένον, και με
σχισμένον υποκάμισον —και όλοι οι φρονιμότεροι άνθρωποι της
γειτονιάς έτρεφον την πεποίθησιν, την οποίαν συμμερίζεται και ο
γράφων, ότι η Γιαννούλα ήτον αθώα— ο Μανώλης έγινεν άφαντος.
Επήγε να ενταμώση οριστικώς την παλαιάν του γνωριμίαν.
Ο κουμπάρος εν τω μεταξύ είχε παύσει τας συχνάς επισκέψεις του.
Είχεν αρραβωνισθή. Γεροντοπαλίκαρον ακμαίον, καλοκαμωμένος,
ευμορφάνθρωπος, με πλατύ ζουνάρι, κομματάρχης, μέγας και πολύς,
κερδίσας χρήματα από τας ενοικιάσεις, επόμενον ήτο να εύρη νύμφην
με προίκα.
Η Γιαννούλα τον είχε πολιτέψει η πτωχή. Μόνον τούτο το αμάρτημα
είχε πράξει. Αλλά τα παιδιά επεινούσαν. Πλην εκείνος εβαρύνθη να
περιμένη, κι έφυγε με την ώραν του.
Και η Γιαννούλα έμεινε με τα τέσσαρα παιδιά —το πέμπτον είχεν
αποθάνει, ανακληθέν* ενωρίς υπό του Πολυευσπλάγχνου και
Πανσόφου εις τον κήπον τον ανθηρόν, εις το ωραίον περιβολάκι με τα
κρίνα και με τους ναρκίσσους, μετά των οποίων φυτεύονται και
ανθούσιν εσαεί* και τα άκακα νήπια— έμεινε, λέγω, με τα τέσσαρα
παιδία, χωρίς πατέρα, και χωρίς κουμπάρον.
Έμεινε χωρίς άρτον εις το ερμάρι και χωρίς φωτιάν εις την εστίαν,
χωρίς φόρεμα, χωρίς στρωμνήν, χωρίς σκέπασμα, χωρίς χύτραν και
χωρίς στάμναν και χωρίς ραπτικήν μηχανήν!
Και το τρίτον παιδίον, ο Μήτσος, εκείνο το οποίον έβλεπα, ήρχετο εις
το παντοπωλείον, και εζήτει από τον μικρόν μπακάλην, όστις ήτο
ακριβής εις τα σταθμά,* αλλά δεν εννόει από ελεημοσύνην, ήρχετο
και εζήτει να του στάξη «μια σταξιά λάδι στο γυαλί», αυτό το οποίον
θα ήτο άξιον να στάξη μίαν σταγόνα νερού εις πολλών πλουσίων
χείλη, εις τον άλλον κόσμον.
Και ητιολόγει την αίτησίν του λέγον:
— Δεν έχουμε πατέρα στο σπίτι!

ρακένδυτος: ντυμένος με ράκη (κουρέλια), κουρελιάρης.


απέτεινον: του αποτείνω· απευθύνω.
εκλιπαρήσεις: ικεσίες.
αποπομπή: διώξιμο (αποπέμπω).
ενιαυτός: το έτος.
εσχατιά: το τέλος, η παρυφή.
λυκάζι: γλυκάδι, το ξίδι.προπομπός: συνοδός.ξίκικα: λειψά.
το δεινότερον: το χειρότερο.
ράκος: το κουρέλι.
λιμοκοντόρος: εδώ: χαρτονόμισμα μιας δραχμής.περί ου (ο λόγος): για το οποίο (έγινε λόγος).
πολυπράγμων: πολυάσχολος, αυτός που ασχολείται με ξένες υποθέσεις.
θεματοφύλαξ: φρουρός.αλλότριος: ξένος.
φιλοπονία: εργατικότητα.
κραιπάλη: μέθη.φιλεργός: εργατικός.
κουτσουβέλι: νήπιο.κατσιβέλι: γυφτάκι (ο συγγραφέας κάνει λογοπαίγνιο ταυτίζοντας τις
λέξεις).
τσαγγλί: γυάλινο δοχείο.
ξενοκατιάζω: κοιμάμαι σε ξένο σπίτι, ξενοκοιμάμαι (το κατιάζω λέγεται για τις όρνιθες).
πολιτεύω κάποιον: του συμπεριφέρομαι με διπλωματία.
κήδομαι(με γενική): φροντίζω για κάποιον (ή για κάτι).
ανακληθέν: μετοχή παθ. αορ. του ανακαλώ, καλώ πάλι.εσαεί: για πάντα.τα σταθμά: τα ζύγια,
το ζύγισμα.
Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
1. Ποιοι οι ήρωες του παραπάνω διηγήματος ; Να τους κατονομάσετε και
να παρουσιάσετε συνοπτικά τα βασικά τους χαρακτηριστικά –
γνωρίσματα .

2. Αφού μελετήσετε
α) το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο συμβαίνουν τα περιστατικά που
αφηγείται ο συγγραφέας,
β) τα πρόσωπα που κινούνται στο διήγημα, τους τύπους που
διαγράφονται και τη συμπεριφορά τους,
γ) τις καταστάσεις που διαμορφώνονται με την πορεία της αφήγησης,
να συζητήσετε : α) Για τον κοινωνικό προβληματισμό( τα κοινωνικά
προβλήματα στα οποία αναφέρεται ) του διηγήματος, β) Για το ρεαλισμό
του Παπαδιαμάντη.
Καταγράψτε τις απαντήσεις σας στο Φύλλο εργασίας .

3. Ορισμένοι κριτικοί κατηγόρησαν τον Παπαδιαμάντη για χαλαρή σύνδεση


και για έλλειψη σχεδίου στα διηγήματά του. Να παρακολουθήσετε την
τεχνική της αφήγησης ( βλ. θεωρία αφηγηματικών τεχνικών στο wiki )
στο συγκεκριμένο διήγημα και να διατυπώσετε τις δικές σας απόψεις
σχετικά με τη σύνδεση και με το σχέδιο.

4. Να βρείτε και να καταγράψετε στο κείμενο χωρία που μπορούν να


θεωρηθούν αυτοβιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα. Στη συνέχεια
αναζητήστε πληροφορίες για τη ζωή του στο διαδίκτυο και δημιουργήστε
ένα σύντομο βιογραφικό του σημείωμα με τους βασικότερους σταθμούς
της ζωής και του έργου του .
Ενδεικτικά , ανατρέξτε στους ιστοτόπους : http://www.papadiamantis.org/
http://www.ekebi.gr/frontoffice/portal.asp?cpage=node&cnode=461&t=309
http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSB105/438/2912,11417/
indexf_01.htm
5. Να εντοπίσετε το είδος του αφηγητή και την οπτική της αφήγησής του .
Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας με αναφορές από το κείμενο .
Αφού ολοκληρώσετε τις εργασίες σας , δημιουργήστε μια παρουσίαση(power
point ) στην οποία θα παρουσιάσετε τις απαντήσεις στις παραπάνω ερωτήσεις , το
βιογραφικό του συγγραφέα και όποιο άλλο πολυμεσικό υλικό θεωρείτε ότι μπορεί
να πλαισιώσει τις απαντήσεις σας και να φωτίσει καλύτερα το κείμενο , τη ζωή των
ηρώων αλλά και το βιογραφικό του συγγραφέα (φωτογραφίες – εικόνες –
βίντεο ). Προσέξτε κατά τη δημιουργία της παρουσίασης :
 Τι υλικό θα χρησιμοποιήσετε και με ποια σειρά θα το τοποθετήσετε; Σε ποια διάταξη; Γιατί;
 Ποιο πρότυπο θα διαλέξετε και γιατί; Θα επιλέξετε χρωματιστή επιφάνεια ή μονόχρωμη;
 Στην παρουσίαση σας θα τοποθετήσετε εικόνες ; Αν ναι για ποιο λόγο ;
 Θα εντάξετε στην παρουσίαση μου βίντεο ;
 Πώς θα παρουσιάσετε το υλικό (σειρά σύνδεσης στην παρουσίαση , επιλογή ή όχι του ζουμ
, χρόνος/ διάρκεια εμφάνισης κάθε σημείο της παρουσίασης )
Αφού παρουσιάσετε την εργασία σας στην τάξη , να την αναρτήσετε στο wiki , στο
φάκελο : δ ΄ εργασία Λογοτεχνίας .

Ε΄ (ατομικό) Φύλλο εργασίας


Κωνσταντίνος Θεοτόκης , Η Τιμή και το Χρήμα
ΗΤΙΜΗ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΗΜΑ εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1914. Όπως όμως
αναφέρει ο ίδιος ο συγγραφέας στην αφιέρωσή του στην Ειρήνη
Δεντρινού «εγράφτηκε πριν από το βαλκανικό πόλεμο, που ήταν το
προοίμιο του σημερινού ολέθριου σπαραγμού της Ευρώπης και
εδημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο Νουμά ενώ διαρκούσε και εμάνιζε
εκείνη η αντάρα». Η χρονική περίοδος που γράφτηκε το διήγημα
(νουβέλα θα λέγαμε σήμερα) συμπίπτει με την ακμή της
σοσιαλιστικής δράσης του συγγραφέα. Το 1907-1909 ο Θεοτόκης
παρακολουθεί μαθήματα στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου. Την εποχή
αυτή η σοσιαλδημοκρατική κίνηση στη Γερμανία βρίσκεται στην
κορύφωσή της. Κι ενώ στην πρώτη φάση της πεζογραφίας του
ανανεώνει την ελληνική ηθογραφία με γλώσσα αδρή και λιτή
(Κορφιάτικες ιστορίες), στη δεύτερη φάση, επηρεασμένος από τις
σοσιαλιστικές ιδέες, προσπαθεί να δείξει ότι με το κοινωνικό
σύστημα που ισχύει, το χρήμα και το συμφέρον αλλοιώνουν το
χαρακτήρα των ανθρώπων και κατευθύνουν τις πράξεις τους. (Ή Τιμή
και το Χρήμα, Οι σκλάβοι στα δεσμά τους). Ο ιδεολογικός αυτός
προγραμματισμός δε ζημιώνει καθόλου το διήγημα, που είναι
οργανωμένο δραματικά, με σκηνές ζωντανές και ανθρώπινες. Η
Ειρήνη Δεντρινού σε ομιλία της με τίτλο «Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης
σαν συγγραφέας, σαν άνθρωπος» είπε σχετικά:
«Στην Τιμή και το Χρήμα —το πρώτο κατά χρονολογική σειρά μεγάλο
διήγημα του Θεοτόκη— περιγράφεται ιδιαίτερα το κερκυραϊκό
προάστιο, το Μαντούκι, και γενικά η κατάσταση της Κέρκυρας στην
εποχή της πρωθυπουργίας του Γ. Θεοτόκη. Αντίθετος προς το
συνονόματό του, ο συγγραφέας καυτηριάζει σατιρίζοντας τα
πολιτικά συστήματα της τότε εποχής, το κυρίαρχο ρουσφετολόι, την
πρόοδο του συστηματικού λαθρεμπορίου στις κερκυραϊκές ακτές και
την εξαχρείωση του εκλογέα. Ανάμεσα σε όλη αυτή την κίνηση
πλέκεται το τρυφερό και γεμάτο ποιητική αφέλεια ειδύλλιο της Ρήνης
και του Ανδρέα, που η χρηματική ανάγκη το παρακολουθεί για να το
χτυπήσει θανάσιμα. Έτσι ο συγγραφέας, αφού μας αποδείξει πόσο
κυρίαρχα, πόσο τυραννικά, το χρήμα επιβάλλεται και στα δυνατότερα
και αγνότερα αισθήματά μας, βάζει στο στόμα της Ρήνης τον ύμνο
της αγάπης, ανώτερης απ' όλα τ' άλλα συναισθήματα, με μια φράση
λιτή, χωρίς καμιά παράχορδη, επιδειχτική κραυγή, και που λιτότερη
γίνεται στο στόμα της κοπέλας του λαού: "Με τα τάλαρα δεν
αγοράζεις την αγάπη", λέει η Ρήνη του Αντρέα». («Νέα Εστία» Α' 1927,
τεύχ, 7 και 8, και: Εκδ. «Κείμενα» Η Τιμή και το Χρήμα: σ. 121).
Ο Άγγελος Τερζάκης επίσης έγραψε σχετικά τα εξής:
«Ποιος φταίει; Η ερώτηση ανεβαίνει αυθόρμητα στα χείλη του
αναγνώστη σαν τελειώσει το διήγημα — κι αυτό είναι εκείνο που είχε
αποζητήσει ο συγγραφέας. Την απάντηση την έχει άλλωστε δώσει ο
ίδιος με το «λάιτ μοτίβ»* του έργου: "Ανάθεμά τα τα τάλαρα!". Το λέει
η Τρινκούλαινα, το λέει ο Αντρέας, —όταν βλέπει πως η ευτυχία
χάθηκε πια— και τα δυο φαινομενικά αντίπαλα μέρη». Με τις
κοινωνικές συνθήκες της εποχής, συνεχίζει ο Τερζάκης «σωτηρία δεν
υπάρχει· οι άνθρωποι προστυχεύουν, τα ευγενικά συναισθήματα
σβήνουν, τα πάντα γίνονται αντικείμενα συναλλαγής. Συμπόνια βαθιά
μας απομένει, σαν κατακάθι, για όλους ανεξαίρετα τους ήρωες, αφού
όλοι τους είναι θύματα και κανένας τους προσωπικά φταίχτης. Το
δίπτυχο των αξιών, που εκφράζεται στον τίτλο του έργου, μένει, έτσι,
γενικότερα αποφασιστικό και καλύπτει το μεγαλύτερο ποσοστό του
Θεοτοκικού έργου· Τιμή-Χρήμα» (Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Βασική
Βιβλιοθήκη, Τόμ. 31, σ. 16).

[Δουλευτάδες κι οι δυο, ποιόνε έχουμε ανάγκη;]


Είναι Κυριακή απόγευμα: όπως συνήθιζε να κάνει κάθε Κυριακή, η σιόρα
Επιστήμη μαζί με άλλες νοικοκυρές καθόταν κουβεντιάζοντας στη μικρή
πλατεία του προάστιου. Ξαφνικά, μαθαίνει από κάποια γυναίκα, που ήρθε στην
παρέα της, πως η Ρήνη έβαλε μες στο σπίτι τους τον Αντρέα. Στην αρχή
προσπαθεί να φανεί ατάραχη και να την πείσει πως μες στο σπίτι ήταν ο
άντρας της (αγαθός τύπος, που συνήθως ήταν πιωμένος). Ούτε κι η ίδια όμως
δεν πιστεύει στα λόγια της· έπειτα φεύγει για να δει τι έγινε. Βρήκε στο σπίτι
τον Αντρέα και τη Ρήνη μόνους.

«Αντρέα» είπε με σιγαλή μα σταθερή φωνή, «εβάλθηκες να ντροπιάσεις το


φτωχικό μου»;
«Ω μάνα» είπε η Ρήνη ξεσπώντας σε δάκρυα, «ω μάνα!»
«Όχι» είπε ο Αντρέας γενόμενος πλιο κόκκινος.
«Δεν εσκέφτηκες» ξακολούθησε πικρά, «πως είμαστε φτωχοί άνθρωποι,
αδύνατο μέρος, πως δεν έχουμε παρά του θεού την ολπίδα και την υπόληψή
μας, και το μοναχό αποκούμπι τση φαμιλιάς μου δεν είμαι παρά εγώ, μία
καημένη γυναίκα, σαν έρμη, γιατί τον άντρα πόχω είναι σα να μην τον είχα;» Κι
εβάλθηκε να κλαίει.
«Ω μάνα!» ξανάπε αναστενάζοντας η Ρήνη, «θα σου πει· η καρδιά του είναι
χρυσή· δεν καταδέχεται την ατιμία».
«Γιατί τον έμπασες μέσα; Γιατί ήρθες μέσα, Αντρέα; Η γειτόνισσα
στο φόρο*το βουκινίζει*κι έχει δίκιο· ποιος θα τήνε πάρει τη δυστυχισμένη τώρα
που της έκαμες αυτό το κακό;»
«Άκου» είπε ο Αντρέας πειραγμένος, «όλο το μπόργο*μ' εγνώρισε τίμιονε, και η
ίδια με ξέρεις. Τι να σου κάμω; Η αγάπη δεν παίρνει το θέλημα τω
γονιώνε· γεννιέται μοναχή τση. Τη Ρήνη σου εγώ τήνε παίρνω».
«Δε μένει άλλο» είπε η μάνα μ' έναν αναστεναγμό παρηγορητικό, «έτσι μόνο θα
γλιτωθεί η τιμή μας».
«Α θέλεις» ξανάπε αδιάφορα ο Αντρέας «φέρε και τώρα τον παπά και
το νούνο*για να τελειώσει. Μα, σιόρα Επιστήμη, ξέρεις την περίληψη του
σπιτιού μου. Ο κακομοίρης ο πατέρας μου μ' άφηκε χρέγια που ολοένα τα
πλερώνω· τι να πρωτοκάμω μ' αυτά τα μπράτσα; Σκίσε μου την καρδιά μέσα θα
'βρεις τη Ρήνη σου. Την αγαπάω, από κείνο το βράδυ τα μάτια της μ' εκάψανε.
Μα πώς να τήνε ζητήσω, πώς νακουναρήσω*παιδιά;»
«Αυτό συλλογιέσαι! Και δε βοηθάει ο Θεός; Δουλευτάδες και οι δύο, ποιόνε έχετε
ανάγκη;»
«Όχι, σιόρα Επιστήμη· θα ξεπέσει κι άλλο το σπίτι μου· θα μου το πουλήσουνε,
θα ντροπιαστώ στον κόσμο!»
«Δουλευτάδες και οι δύο, ποιόνε έχουμε ανάγκη;» είπε τώρα η Ρήνη ανάμεσα
στα δάκρυά της, «και σ' ένα καλύβι, με την αγάπη μας, θα ξαλλάζαμε τη ζωή
μας και για όλο το βιος του κόσμου»;
«Θέλω να 'σαι σαν κυρά στα χέρια μου· δε σε παίρνω στην κακομοιριά. Τι δίνεις,
κυρά Επιστήμη»;
«Τον άνθρωπό μου» αποκρίθηκε με περηφάνια σφουγγίζοντας τα μάτια της,
«και την ευκή μου! Γιατί δεν πράζεις σαν τίμιος άντρας που είσαι; Την αγαπάς;
πάρ' τηνε. Ο Θεός βοηθός. Φτωχοί άνθρωποι είμαστε· το 'ξερες!»
«Χωρίς τίποτα;» ερώτησε στενοχωρημένος.
«Την επείραξες!» κι είναι αδύνατο μέρος η δύστυχη. Τρεις εκατοστές*έχει κι όχι
άλλα».
«Σαν τίποτα» είπε σταυρώνοντας τα χέρια· «τι να πρωτοκάμω;»
«Την επείραξες» του ξανάπε η μάνα αψωμένη· «αν είσαι τιμημένος δείχ' το· ειδέ
την έχεις στο λαιμό σου!»
«Δώσ' μου έξι*να λευτερώσω κάνε το σπίτι μου. Ανάθεμά τα τα τάλαρα!»
«Ω δώσ' τα μάνα!» είπε τότες κλαίοντας η Ρήνη και σηκώνοντας προς τη μάνα
τα χέρια της· «μ' αυτά θ' αγοράσεις την ευτυχία μου. Όσοι άντρες κι αν είναι
στον κόσμο, ούτε και βασιλόπουλα, δε θα μ' αγαπήσει κανένας σαν τον
Αντρέα· ούτε και γω!»
«Τι λες;» της αποκρίθηκε, ρίχνοντάς της μια σκληρή ματιά. «Εσύ έσφαλες· κι εγώ
ν' αδικήσω τ' αδέρφια σου τ' άλλα; Δυο θεριά αξαίνουνε ολοένα κατόπι σου και
τ' αρσενικό μένει στο δρόμο. Τι άλλο να κάμω για σας; Ό,τι μπορούσα δεν το
'καμα; Δεν έχω άλλα!»
«Έτσι είναι αδύνατο» είπε ο Αντρέας κι εδάκρυσε.
Μα τότες η κυρά Επιστήμη εθύμωσε. Εσήκωσε ψηλά το χέρι της, και αχνή και με
σπίθες στα μάτια του 'πε:
«Έτσι ήτανε από την αρχή του το σπίτι σου· έτσι! κι εχαλάστηκε καταπώς του
'πρεπε. Και συ ακολουθάς το παράδειμα*. Ω καταραμένε, τι σου χρωστούσα να
πειράξεις την ησυχία του σπιτιού μου, την καλύτερη κοπέλα του μπόργου, ω
που να πιάνεις χρυσάφι και να γένεται χώμα»!
«Μην καταριέσαι» είπε χτυπώντας φοβισμένη τα στήθια της η κόρη· «δεν το
'θελε έτσι, μάνα· μ' αγαπάει· δώσ' τα, δώσ' τα!»
«Και συ» της είπε ακολουθώντας με οργή, «αφού εγίνηκες όπως εγίνηκες, κι
έχασες, ανέμυαλη, την καημένη σου τη νιότη! σύρε, κακομοίρα μου, κουρέψου σε
κανένα μοναστήρι! Ωχ, τι να σε κάμω!» Κι έπεσε σε μια καρέκλα κι έκρουψε το
τίμιο πρόσωπό της στα χέρια της και εβάλθηκε να κλαίει πικρά πικρά χωρίς να
φωνάζει.
Εκλαίγαν και οι τρεις τους.
«Ω!» έκαμε δειλά δειλά η Ρήνη, κοιτάζοντας τον Αντρέα με μάτια δακρυσμένα και
περιπλέκοντας τα δάχτυλά της· «δουλευτάδες και οι δύο ποιόνε έχουμε ανάγκη;»
«Δε μπορώ» ξανάπε ο νέος με πόνο· «αύριο θα 'μαστε στο δρόμο· δε σε παίρνω
στη φτώχεια και στην καταφρόνια».
Κάμποση ώρα εμείναν πάλε σιωπηλοί και οι τρεις. Η κάμαρα εσκοτείνιαζε
τώρα, γιατί ο ήλιος είχε καθίσει· και δεν ακουόταν τίποτα άλλο παρά ο κουφός
ανασασμός της νοικοκυράς που δεν εσάλευε. Κανένας εκείνο το βράδυ δεν
εσκεφτότουν ν' ανάψει το φως.
Και τώρα ήταν η Ρήνη που εθύμωνε και που απελπισμένη επαναστατούσε:
«Εσύ, μάνα» είπε βραχνά, «κι όχι ο Αντρέας, εσύ με παίρνεις στο λαιμό σου για
λίγα λεφτά! Έχεις και δεν τα δίνεις. Και δέκα και δώδεκα εκατοστές έχεις, το
ξέρω εγώ· και κάνεις δουλειές κάθε μέρα, και τα αβγατίζεις τα τάλαρά σου. Και
τώρα... και τώρα θέλεις να με κλείσεις σε μοναστήρι, εμένανε που σ' εδούλεψα,
που τα 'βγαλα η ίδια τα προικιά μου με τον κόπο μου, για να 'χουνε τ' άλλα σου
τα παιδιά περισσότερα. Ω μάνα! Ω μάνα!»
«Τρεις εκατοστές είναι οι δικές σου» της αποκρίθηκε με βραχνή φωνή χωρίς να
σηκώσει το κεφάλι.
«Θα σε πάρω» της είπε στ' αυτί ο Αντρέας· «έχε υπομονή!» κι αδρασκέλισε
βιαστικά το κατώφλι.
φόρο: (το)· αγορά.
βουκινίζω: σαλπίζω με το βούκινο, μεταφ. διαλαλώ.
μπόργο: προάστιο.
νούνος: κουμπάρος.
κουναρώ: μεγαλώνω, αναθρέφω.
εκατοστές: εννοείται τάλαρα.
έξι: εκατοστές τάλαρα.
ακολουθάς το παράδειμα: (παράδειγμα) εννοεί τον πατέρα του, που, όπως είπε κάποια
γειτόνισσα «τα 'καμε τα ίδια κι ο μαγαρισμένος ο πατέρας του (ενν. του Αντρέα) και
εκακομοίριασε, ανάθεμά το, μία δύο εδώ στο μπόργο».

Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής


Παρατηρήσεις
1. Να κατονομάσετε τα πρόσωπα του παραπάνω αποσπάσματος και να δηλώσετε τη
μεταξύ τους σχέση .

2. Χαρακτηρίστε τις δύο γυναίκες του αποσπάσματος . Πιστεύετε ότι το ήθος τους είναι
σύμφωνο με το ήθος μιας παραδοσιακής γυναίκας των αρχών του προηγούμενου αιώνα ;
Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας.

3. Να εντοπίσετε το είδος του αφηγητή και τις τεχνικές αφήγησής του σε σχέση με τον
τρόπο και το χρόνο .

4. Ο τίτλος του διηγήματος είναι Η Τιμή και το Χρήμα. Οι δυο αυτές αξίες (τιμή-χρήμα)
επηρεάζουν τη σιόρα Επιστήμη και τον Αντρέα στις πράξεις τους; Να δικαιολογήσετε
την απάντησή σας.

5. Αφού μελετήσετε προσεχτικά τα αποσπάσματα ( και το απόσπασμα στο α΄φύλλο


εργασίας , Ανάθεμα στα τάλαρα ), την εισαγωγή και τις απόψεις του Αγγ. Τερζάκη να
απαντήσετε στις ακόλουθες ερωτήσεις:

α) Γιατί νιώθουμε συμπόνια για όλους ανεξαίρετα τους ήρωες;

β) Πού μπορούμε να αποδώσουμε τη συμπεριφορά ορισμένων προσώπων του


διηγήματος, η οποία έρχεται σε αντίθεση με τα πραγματικά τους αισθήματα;

6. Το απόσπασμα χαρακτηρίζεται από μια κυμαινόμενη δραματική ένταση. Να την


παρακολουθήσετε α) στον τρόπο με τον οποίο αντιδρούν, απ' την αρχή ως το τέλος, οι
τρεις πρωταγωνιστές β) στο ρόλο που παίζει ο διάλογος.

Να καταγράψετε τις απαντήσεις σας στο Φύλλο εργασίας και να αποστείλετε


το αρχείο στη διεύθυνσή μου στο spapasotiris2012@gmail.com

6ο ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ( ΟΜΑΔΕΣ ΚΟΡΙΤΣΙΩΝ )


Α. ΚΕΙΜΕΝΟ ( Απόσπασμα από το βιβλίο της Ε. Φακίνου , Γάτα με πέταλα )
Η Ρούλα ζει σε μια μικρή κωμόπόλη στην ελληνική επαρχία · είναι ανύπαντρη και
εργάζεται βοηθώντας τον πατέρα της , τον κυρ – Αφρέδο στην Ταβέρνα που
διατηρούν κοντά στη θάλασσα . Η ηρωίδα μας μένει έγκυος από μια περιστασιακή
καλοκαιρινή σχέση της …

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6Ο
Η Ρούλα ανησυχεί και σκέπτεται

Δεν είναι αλήθεια ότι η Ρούλα δεν ανησυχούσε . Στην αρχή , μόλις βγήκε από το
ιατρείο , κι έπειτα μέσα στο σταθμό των υπεραστικών , ο πανικός της είχε φέρει
τρεμούλες και τάση λιποθυμίας . Αργότερα , κι ενώ ταξίδευε με το λεωφορείο ,
σκέφτηκε –έτσι από ένστικτο –να ζητήσει τη βοήθεια των εραστών της . Δεν ήξερε ούτε
τι περίμενε από αυτούς , ούτε τι θα έπρεπε να τους ζητήσει .
Στο διάστημα των ημερών που ακολούθησαν , η Ρούλα σκεπτόταν διαρκώς . Από τη
στιγμή που δεν μπορούσε να απαλλαγεί από το παιδί , παρότι είχε προσπαθήσει χωρίς
αποτέλεσμα –σκαρφάλωνε ψηλά και πηδούσε , τεντωνόταν ή έπινε καυτό κανελόζουμο -,
έπρεπε να βρει την καλύτερη λύση, Το σωστότερο ήταν να την παντρευόταν κάποιος
από αυτούς . Αλλά ποιος ; Ο Μπάμπης κι Ανέστης αποκλείονταν , γιατί ήταν ήδη
παντρεμένοι . Ο Θόδωρος , το ίδιο , γιατί , εκτός από αρραβωνιασμένος , τα είχε και με
τη Μάριον . Έμενε ο Ιωακείμ , που κι αυτός όμως περίμενε να περάσει το πένθος της
χήρας απ ’το Αλιβέρι , για να την πάρει .
Η Ρούλα , πάντως , αποφάσισε να μιλήσει στον Ιωακείμ , επειδή είχε δει το φορτηγάκι
παρκαρισμένο έξω απ’το σπίτι του , κι αν έφευγε , θα έκανε δυο βδομάδες να
επιστρέψει .

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8Ο

Η Ρούλα αποφασίζει τι πρέπει να ζητήσει απ’τους εραστές της και ζηλεύει την
ανεμελιά και την ανεξαρτησία της Μπρουκ .

Όταν η Ρούλα βγήκε απ ’το σπίτι του Ιωακείμ είχε σκοτεινιάσει εντελώς κι ας ήταν
έξι παρά τέταρτο . Την πλάκωνε αυτό το σκοτάδι . Περπατούσε στα έρημα δρομάκια του
χωριού και βιαζόταν να φτάσει στην πλατεία , όπου τα φώτα του καφενείου και των
μαγαζιών θα φώτιζαν λίγο τη νύχτα .
Η κουβέντα με τον Ιωακείμ της είχε δώσει μια σιγουριά . Καταλάβαινε ότι , όσο
περνούσε απ’το χέρι του , θα τη βοηθούσε , γιατί είχε χεσμένη τη φωλιά του . Μάλιστα ,
χωρίς εκείνος να το ξέρει , της είχε δείξει το δρόμο που έπρεπε ν’ ακολουθήσει και με
τους άλλους . Με μια ωμότητα κληρονομημένη κατευθείαν απ ’τον πατέρα της , η Ρούλα
αποφάσισε τι ήταν αυτό που έπρεπε να ζητήσει κι απ’ τους υπόλοιπους .Απ’τον καθένα
χωριστά και με απόλυτη μυστικότητα . Ο καθένα για λογαριασμό του και για τους δικούς
του λόγους , θα πρέπει να τη βοηθήσει και να την υποστηρίξειει .Θα ξεκινούσε με το
καλό . Απαλά . Θα έλεγε στον καθένα πώς έχει η κατάσταση και τι ζητούσε απ’ αυτόν .
Κι αν κάποιος έκανε το δύσκολο , είχε αυτή ράμματα για τη γούνα του . Στο τέλος , ήταν
σίγουρη , όλοι θα βοηθούσαν . Κι έτσι έπρεπε , γιατί μόνο τότε ο πατέρας της δε θα
υποψιαζόταν έναν ειδικά . Κι έπειτα , όλοι αυτοί βρίσκονταν ήδη μπλεγμένοι και στην
άλλη σκατοδουλειά . Απ’την κομπίνα με το κτήμα , θα βολεύονταν για όλη τους τη ζωή .
Δεν τους συνέφερε να τα σπάσουν και να τα χαλάσουν .Στην ανάγκη δηλαδή , αν
κάποιος , που δεν το πίστευε , έφερνε δυσκολίες και φοβόταν να μιλήσει στον πατέρα της
, θα του έλεγε ότι κινδυνεύει να μαθευτεί στο χωριό και στ’αφεντικά η υπόθεση με τα
οικόπεδα …Τόσο μόνο , ίσα να τον τρομάξει . Όχι ότι θα κάρφωνε στ’αλήθεια αυτή την
ιστορία .
Έτσι , η Ρούλα , πιο ανάλαφρη τώρα , γνωρίζοντας ότι είχε βρει τουλάχιστον τη
μέθοδο για το πρόβλημά της , έφτασε στην πλατεία . Κι ήταν βέβαια σωστό , ότι αυτή η
ομάδα , δεμένη με άλλα πιο σημαντικά μυστικά , θα ήταν και η λύση του ζητήματός της .
Δηλαδή του πρώτου μέρους του προβλήματος . Του άλλου μέρους , που ήταν η γέννηση
και το μεγάλωμα του παιδιού , η λύση βρισκόταν ακόμα μακριά .

Παρατηρήσεις
1. Ποιο το κεντρικό πρόσωπο της παραπάνω ιστορίας ; Ποιο πρόβλημα αντιμετωπίζει ;

2. Ποιος ο τόπος στον οποίο διαδραματίζεται η ιστορία ; Υπάρχει , κατά την άποψή
σας , κάποια σχέση ανάμεσα στον τόπο και στις επιλογές της ηρωἰδας μας ;

3. Ποιο το ήθος της ηρωίδας ; Να τεκμηριώσετε την απάντησή σας με αναφορές του
ίδιου του κειμένου . Ενεργοποιήστε την εισαγωγή σχολίου και καταγράψτε τη συμφωνία
ή τη διαφωνία σας στα όσα λέει ή κάνει η ηρωίδα .

4. Στην κοινωνική ζωή αλλά και στη Λογοτεχνία κυριαρχεί το στερεότυπο της γυναίκας –
μητέρας , της γυναίκας δηλαδή που είναι προορισμένη να γίνει μητέρα και που
αντιλαμβάνεται με απόλυτη φυσικότητα και αφοσίωση την ιερότητα αυτής της
ιδιότητας . Πιστεύετε ότι η ηρωίδα ανταποκρίνεται σε αυτή τη στερεοτυπική εικόνα για
τη γυναίκα ;
Για τη καλύτερη κατανόηση της έννοιας των στερεοτύπων γύρω από το ρόλο της
γυναίκας , διαβάστε :
https://isotitafilon.wikispaces.com/%CF%83%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%B5%CF
%8C%CF%84%CF%85%CF%80%CE%B1

https://docs.google.com/presentation/d/1y3Xx6s6H3r-
cM0SfUcJWcxMQKOGNa2pl8ABPzxruTis/embed?slide=id.i0

5. Πιστεύετε ότι η συμπεριφορά , οι επιλογές και οι αντιδράσεις της ηρωίδας μας


επιτρέπουν να της αποδώσουμε τον χαρακτηρισμό της παραδοσιακής ή της μοντέρνας
γυναίκας ; Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας .

6. Πως θα διαχειριζόταν ένα παρόμοιο περιστατικό ( ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη ) μια


νεαρή γυναίκα στην ηλικία της Ρούλας στην Κω ; Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας .
Παραγωγή Λόγου –Κειμένου
7.α Υποθέστε ότι είστε η Ρούλα ! Αποφασίζετε , λοιπόν , να γράψετε ένα γράμμα στην
καλύτερή σας φίλη που είναι παντρεμένη μακριά από τη μικρή πόλη όπου ζείτε και να
της εκμυστηρευτείτε το πρόβλημά σας …

Αγαπητή Ελπινίκη,
Καταρχάς τι κάνεις στην Αθήνα; Έμαθα από γνωστούς που είχαν έρθει στην μεγαλούπολη ότι ο
άντρας σου ο Βύρωνας αρρώστησε και ήταν στο νοσοκομείο, του εύχομαι περαστικά. Ο γάμος σας
πως πάει; Εδώ στο χωριό είναι όλα καλά, παντρεύτηκε και η γεροντοκόρη η Μαργαρίτα η κόρη του
Θρασύβουλου του μανάβη, και έγινε προχθές μεγάλο πανηγύρι.
Πέρα από αυτά, σου γράφω αυτό το γράμμα για να σου εκφράσω τους προβληματισμούς μου και το
μεγάλο πρόβλημα για το οποίο πρέπει να βρεθεί μια άμεση λύση. Το περασμένο καλοκαίρι έκανα
ακόμα έναν δεσμό -εκτός από τους τέσσερεις που ήδη προϋπήρχαν- με έναν όμορφο τουρίστα. Το
όνομα του μου διαφεύγει αυτή τη στιγμή –ήταν δεσμός της μιας νύχτας- αλλά ήταν ψηλός ξανθός
γαλανομάτης και πανέμορφος τραπεζίτης, όχι σαν τους τσοπάνηδες που έχουμε εμείς εδώ πέρα.
Επίσης την ημέρα που έφευγε μου άφησε έναν μαργαριταρένιο κολιέ για να τον θυμάμαι ,ο γλυκός
μου. Όταν το είδε ο πατέρας μου και οι εραστές μου εγώ τους απάντησα ότι το πήρα από το παζάρι.
Βέβαια το πρόβλημα δεν είναι αυτό. Μετά από δυο εβδομάδες αφού έφυγε παρατήρησα αλλαγές
στον κύκλο μου, είχα καθυστέρηση. Θυμάσαι που σε είχα επισπευτεί πριν από λίγο καιρό στην
Αθήνα; Δεν είχα έρθει μόνο για να σε δω, αλλά πρωτίστως ήθελα να πάω στον γυναικολόγο, διότι
αφού προσπάθησα επανειλημμένα να ρίξω το παιδί οι προσπάθειές μου ήταν μάταιες, ήταν πάνω
από τις δυνάμεις μου δυστυχώς, και έτσι χωρίς να έχω άλλη επιλογή το κράτησα.
Όμως καλή μου φίλη αν το μάθει αυτό ο πατέρας, θα με σκοτώσει ή θα με στείλει καλόγρια. Έτσι
αποφάσισα να απευθυνθώ στους νυν εραστές μου, αλλά με απόλυτη εχεμύθεια. Θέλω να πιστεύω
ότι μέσα από τη κομπίνα που έκαναν όλοι τους με τον πατέρα μου, και έτσι δεν μείναμε στον δρόμο
πουλώντας χαρτομάντιλα, ότι όλοι θα βοηθήσουν και εγώ με τη σειρά μου θα βρω που θα πασάρω
το παιδί.
Συμπερασματικά θα τους εκμεταλλευτώ όλους όσο μπορώ προκειμένου να εξασφαλίσω την καλή
μου ζωή αλλά και τη ζωή του παιδιού μου.
Αυτά είχα να σου Ελπινικούλα μου, ευελπιστώ ο γάμος σου να πηγαίνει καλά και να έρθετε τώρα τα
Χριστούγεννα για διακοπές, και περιμένω τα νέα και τη γνώμη σου, συνάμα για το παραπάνω θέμα.

Σε φιλώ, η φίλη σου,


Ρούλα !

Αγαπητή Ιωάννα
Σου γράφω από το χωριό , βλέπεις δεν έχω καταφέρει να φύγω ακόμη .
Πώς είσαι ; Ελπίζω εσύ και ο σύζυγος σου να είστε καλά . Είσαι πολύ τυχερή που
ζεις στην Αθήνα . Κάτι τρομερό συνέβη ! Το καλοκαίρι πριν από μερικούς μήνες
γνώρισα κάποιον . Δεν ήταν όμως από εδώ . Μένει στην Ιταλία και είχε επισπευτεί
τα μέρη μας για διακοπές . Πριν μερικές μέρες ανακάλυψα πως είμαι έγγειος από
εκείνον . Δεν μπορώ να απαλλαγώ από αυτό το παιδί ενώ έχω προσπαθήσει με κάθε
τρόπο. Όλα μου πάνε χάλια . Σκέφτηκα ένα σχέδιο αλλά ανησυχώ μήπως αποτύχει .
Θα μιλήσω στον κάθε εραστή μου ξεχωριστά και θα ζητήσω την βοήθεια τους . Για
να μην κοροϊδευόμαστε και μεταξύ μας η αλήθεια είναι πως φοβάμαι την αντίδραση
του πατέρα μου αν του πάω την αλήθεια . Η καλύτερη λύση που σκέφτηκα είναι
αυτή που σου είπα . Ο Ιωακείμ και οι υπόλοιποι δεν μπορούν να αρνηθούν ακόμα
και αν το θέλουν . Τους έχω Όλους στο χέρι . όσο για το μεγάλωμα του παιδιού θα
δω τι θα κάνω . Ελπίζω να μην αργήσεις να απαντήσεις σε χρειάζομαι και θέλω την
γνώμη σου και τις συμβουλές σου . Θα τα πούμε σύντομα .
Φιλάκια,
Ρούλα xxx

Β. Θυμάστε τη…Ρήνη του α΄ Φύλλου εργασίας . Δημιουργήστε ένα διάλογο μεταξύ των
δύο ηρωίδων που αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα , στέκονται όμως απέναντί του με
διαφορετικό τρόπο .

( πρώτος διάλογος )
Ρήνη: Χαίρομαι τόσο πολύ που με εμπιστεύτηκες και μου εκμυστηρεύτηκες το
πρόβλημά σου. Να είσαι σίγουρη πως από ‘μενα δεν θα μαθευτεί τίποτα.
Ρούλα: Ρήνη, χαίρομαι που έχω μια φίλη σαν κι εσένα στην οποία μπορώ να μιλήσω
ελεύθερα και να πω όλη την αλήθεια. Αν και από μακριά η φιλία μας δεν έχει διαβρωθεί
και παραμένει το ίδιο δυνατή, όπως πριν.
Ρήνη: Καταλαβαίνω το πρόβλημα που αντιμετωπίζεις. Έχω έρθει και εγώ σε παρόμοια
θέση και πραγματικά ξέρω πως αισθάνεσαι.
Ρούλα: Είμαι πολύ μπερδεμένη. Δεν ξέρω τι να κάνω με το παιδί. Τον πατέρα του δεν
πρόκειται να τον ξαναδώ ποτέ. Τουλάχιστον, το δικό σου παιδί είναι του άντρα που
αγαπάς και πάντα θα σου θυμίζει τον έρωτά σου.
Ρήνη: Έχεις δίκιο σ’ αυτό που λες όμως η θέση μου δεν είναι καλύτερη. Εγώ αποφάσισα
να μεγαλώσω μόνη το παιδί μου ενώ εσύ έχεις την ευκαιρία να σε βοηθήσει κάποιος απ’
τους πρώην εραστές σου.
Ρούλα: Έχω αποδεχθεί την εγκυμοσύνη μου γιατί δεν υπάρχει άλλη λύση αφού πλέον
είναι αργά για έκτρωση. Το κυρίως πρόβλημά μου όμως είναι πως θα το πω στον πατέρα
μου.
Ρήνη: Τον φοβάσαι ε;;
Ρούλα: Ο πατέρας μου είναι παλαιών αρχών και δεν θα δεχόταν ποτέ να ντροπιαστεί το
όνομα της οικογένειας μας επειδή εγώ έκανα ένα στιγμιαίο λάθος. Πιστεύω πως θα ήταν
καλύτερα να του πω πως ο πατέρας του παιδιού είναι κάποιος που εμπιστεύεται παρά
κάποιος που ούτε καν γνωρίζει.
Ρήνη: Εγώ πάλι, δεν συμφωνώ μ’ αυτό που λες. Δεν θα μπορούσα να το κάνω αν ήμουν
στη θέση σου. Είναι πατέρας σου και του αξίζει να μάθει την αλήθεια όσο κι αν τον
πληγώσει. Σ’ αγαπάει πάρα πολύ και θα καταλάβει πως έχεις μετανιώσει για το λάθος
σου και θα σε βοηθήσει να το αντιμετωπίσεις. Η τελική απόφαση, όμως, είναι δική σου.
Ρούλα: Είμαι σε δίλλημα. Η καρδία μου λέει πως πρέπει να του το πω γιατί αυτό είναι το
σωστό αλλά η λογική μου λέει πως αν του το πω τα πράγματα δεν θα εξελιχθούν με τον
καλύτερο τρόπο.
Ρήνη: Είναι λογικό να μην ξέρεις τι να κάνεις. Σε συμβουλεύω όμως να αποφασίσεις
αντικειμενικά και αμερόληπτα.
Ρούλα: Ρήνη μου, σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ για τις συμβουλές σου. Δεν θα ‘ξερα τι θα
‘κανα χωρίς εσένα.
Ρήνη: Χαίρομαι που βοήθησα όσο μπορούσα. Να ξέρεις ότι θα ‘μαι στο πλάι σου ότι κι
αν αποφασίσεις.

( Δεύτερος διάλογος )
- Ποιος είναι;
- Άνοιξε!
- Ωχ, δεν το πιστεύω!
- Ρούλα!
- Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω!
- Πως είσαι; Όλα καλά;
- Ε, ας τα λέμε καλά… Εσύ;
- Μια χαρά, ήρθα για λίγες μέρες να σε δω, μιας και είχα άδεια από τη δουλειά. Μου
έλειψες πολύ!
- Κι εμένα μου έλειψες! Σκεφτόμουν να σε πάρω τηλέφωνο.
- Γιατί; Τι έγινε; Δε σε βλέπω πολύ καλά.
- Η αλήθεια είναι πως δεν είμαι… Μου συνέβη κάτι τρομερό.
- Μπορώ να βοηθήσω;
- Δεν ξέρω αν μπορείς έτσι όπως τα έχω κάνει, αλλά οι συμβουλές σου θα ήταν κι αυτές
μια μικρή… βοήθεια.
- Πες μου!
- Λοιπόν, ξέρεις πως δεν έχω κάνει και τις καλύτερες επιλογές.
- Αυτό τι σχέση έχει;
- Μη με διακόπτεις. Όπως σου έλεγα, οι επιλογές μου μου κόστισαν μια «ζωή».
- Όταν λες «ζωή» ;
- Είμαι έγκυος.
- Δε μιλάς σοβαρά!
- Κι όμως. Μόνο που πλέον είναι αργά και δεν μπορώ να κάνω έκτρωση.
- Δεν θα ήταν σωστό να τερματίσεις μια ζωή, θυμήσου κι εγώ σε τι θέση ήμουν, όμως τα
κατάφερα και πλέον μεγαλώνω μόνη μου το παιδί.
- Έχεις δίκιο, μόνο που δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω…
- Αν έχεις δικά σου άτομα δίπλα σου, τα πράγματα θα είναι πιο εύκολα. Θα έχεις εμάς,
τους φίλους σου και την οικογένειά σου. Μην ανησυχείς!
- Χμμ, ναι. Ίσως να έχεις δίκιο. Δεν μπορούσα να σκεφτώ ήρεμα τόσο καιρό.
- Βλέπεις; Είμαστε δίπλα σου, αυτό να θυμάσαι.
- Σε ευχαριστώ πολύ… Ευχαριστώ για όλα!
Επιλέξτε μία από τις δύο παραπάνω ασκήσεις
8. Συγκεντρώσετε από το διαδίκτυο πληροφορίες για την ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη στην
Ελλάδα . Πιο συγκεκριμένα :
- Ποιος ο αριθμός των ανεπιθύμητων κυήσεων στην Ελλάδα ;
- Ποια η ηλικία των γυναικών που εμπλέκονται στο συγκεκριμένο ζήτημα ;
- Ποια είναι η συνήθης πρακτική αντιμετώπισης του ζητήματος ;
- Ποιες οι επιπτώσεις μια ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης ;

Πριν από την αναζήτηση , συζητήστε :


- Ποιες οι κατάλληλες λέξεις κλειδιά ;
- Πώς μπορούν να αποκλειστούν πληροφορίες από μη έγκυρες Πηγές ;
- Πώς μπορείτε να ελέγξετε την αξιοπιστία κάθε Πηγής ;
Τα αποτελέσματα της έρευνάς σας να αποτυπωθούν σε μια powerpoint παρουσίαση ,
να παρουσιαστούν στην τάξη και να αναρτηθούν στοwiki .

7ο ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ( ΟΜΑΔΕΣ ΑΓΟΡΙΩΝ )

Α. ΚΕΙΜΕΝΟ ( Αποσπάσματα από το βιβλίο της Λ. Κιτσοπούλου , Νυχτερίδες )


Α.Π
Τι θα πει δεν είναι δικό μου ;Πώς δεν είναι δικό μου ; Ζαλιζόμουνα .Ένα ζεστό μούδιασμα ,
σχεδόν καυτό , από τις πατούσες μέχρι τις ρίζες των μαλλιών μου . Παρέλαση μυρμηγκιών
στο κεφάλι μου . «Το παιδί δεν είναι δικό σου!». Πόσο μίσος γυάλιζε μέσα στο ασπράδι των
ματιών της , πώς ξεχείλισε αυτή η φράση , πώς ζούσε αυτή η φράση τόσα χρόνια μέσα
της ;Δώδεκα χρόνια !
Ξάπλωσα μπρούμυτα πάνω στο διπλό μας κρεβάτι και μίλαγα μόνος μου , μύριζα το δέρμα
της πάνω στα σεντόνια . «Ποιανού είναι το παιδί μου ;» Η ώρα περνούσε , έπρεπε να πάω
να πάρω τον Πέτρο απ’το σχολείο .
Αυτή είχε φύγει . Είπε πως είχε αργήσει και έφυγε . Σχεδόν αμέσως μόλις μου είπε , «Ο
Πέτρος δεν είναι δικό σου παιδί». Τόσο απλά , χωρίς άλλη κουβέντα . Το’ πε κι έφυγε .
Δεν ήξερα τι να κάνω . Πιο πολύ απ’όλα με τρέλαινε η απορία . Πώς μου το έκρυβε τόσα
χρόνια ;Γιατί ;Πώς μπορούσε να ζει τόσα χρόνια μ’αυτό το ψέμα ;Ποιος ήταν ο αληθινός
πατέρας του γιου μου , τον έβλεπε , ο Πέτρος το ήξερε ( αυτό το απέκλεισα σχεδόν
αμέσως ) , ο πατέρας ήταν κάποιος που ήξερα , παίδευα το μυαλό μου , στριφογύριζα
ανήμπορος πάνω στο κρεβάτι , απελπισμένος , ας μπορούσε κάποιος να μου απαντήσει σε
όλες αυτές τις ερωτήσεις .Τόσο πολύ θα ήθελα να μάθω τα πάντα , να μάθω την αλήθεια ,
που αυτό καθεαυτό το γεγονός μου φαινόταν ασήμαντο , δε με ένοιαζε καθόλου εκείνη τη
στιγμή το ότι δεν ήμουν ο αληθινός πατέρας του Πέτρου όσο με ένοιαζε το να ξετυλίξω το
νήμα ενός ψέματος που είχε ζήσει μέσα στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού μου χωρίς εγώ
να ξέρω τίποτα. Χωρίς να ξέρω τελικά ούτε τη γυναίκα που παντρεύτηκα . Ένιωσα μόνος κι
απελπιστικά μαλάκας .

Ο ήχος του κλειδιού στην πόρτα με έκανε να τιναχτώ απ’το κρεβάτι . Δεν μπορεί να
είχε γυρίσει τόσο γρήγορα , κι εγώ δεν ήμουν καθόλου έτοιμος ν α την αντιμετωπίσω , δεν
είχα προλάβει να σκεφτώ πώς έπρεπε να αντιδράσω .
……………………………………………………………………………………………………………………………………………………
……
Χωρίς ανάσα , με γουρλωμένα μάτια , έστρεψα το κεφάλι μου αργά προς την πόρτα που
άρχισε σιγά σιγά να ανοίγει .
ΛΑΙΜΟΣ ΠΟΥ ΣΤΡΙΒΕΙ :Κρακ κρακ κρακ
ΠΟΡΤΑ ΠΟΥ ΑΝΟΙΓΕΙ : Κρακ κρακ κρακ
Δεν κουνήθηκα από τη θέση μου ούτε όταν είδα τον Πέτρο , φανερά απορημένο , να
στέκεται σγτο άνοιγμα της πόρτας με τη μεγάλη σχολική του τσάντα φορεμένη στην πλάτη
και να με κοιτάζει , ούτε όταν μου είπε , «Τελειώσαμε νωρίτερα και γύρισα μόνος μου», ούτε
όταν με ρώτησε «Έχει φαϊ;» ούτε όταν μου είπε «Έφερα και το φίλο μου το Γιάννη , πειράζει
;»Δεν είναι ότι δεν ήθελα να φερθώ φυσιολογικά και να του μιλήσω , είναι ότι δεν
μπορούσα . Είχα πάθει ένα είδος αγκύλωσης στο σώμα και στο μυαλό , κι αυτό πρέπει να
ήταν τόσο εμφανές , που το παιδί κούνησε το κεφάλι του πάνω κάτω κοροϊδευτικά και
εξαφανίστηκε στο χολ .
……………………………………………………………………………………………………………………………………………………
………
Θυμήθηκα την ημέρα που γεννήθηκε ο Πέτρος , πώς κλαίγαμε η Σοφία κι εγώ , πώς με
αγκάλιασε (λες εκείνα τα μπατόν σαλέ στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι της στο μαιευτήριο
να τα είχε στείλει ο αληθινός πατέρας ;) , θυμήθηκα τα βαφτίσια ( λες ο α.π να ήταν εκεί ,
μπλεγμένος με το συγγενολόι , και να παρακολουθούσε ;) , τα πρώτα γενέθλια του Πέτρου (
λες ο α.π να ἐστειλε ένα από όλα εκείνα τα χρωματιστά πακέτα ;) , τη γιορτή του
νηπιαγωγείο που ο Πέτρος ήταν ντυμένος μάγειρας ( λες ο α.π να καθόταν κι αυτός εκεί ,
ανάμεσα στους γονείς ;) και μετά όλες εκείνες οι φορές που η Σοφία έφευγε με τον Πέτρο ,
«Τον πάω στην παιδική χαρά», «Πάω τον Πέτρο στο ποδόσφαιρο», «Πάω τον Πέτρο στο
τένις», «Πάω με τον Πέτρο να του πάρω παπούτσια», «Πάω να πάρω τον Πέτρο»…
……………………………………………………………………………………………………………………………………………………
……….
Τα μπιφτέκια μουλιάζανε μέσα στο νεροχύτη σαν νεκρά ψάρια με μαύρα λέπια που μόλις
τα ξεροψήσανε στη σχάρα τα ξαναπέταξαν στο νερό . «Κολυμπήστε , ρε μαλακισμένα» , κι
εγώ σα μαλάκας πάνω από το νεροχύτη να γελάω .
«Γελάς μόνος σου ;» η φωνή του Πέτρου με ξύπνησε . «Τι θα γίνει ;Θα φάμε καμιά ώρα ;»
Μέσα στους ατμούς της κουζίνας μόλις που διέκρινα τον γιο μου στην πόρτα . Φορούσε
την μπλούζα του spiderman και ήταν αναψοκοκκινισμένος από το παιχνίδι .
«Τρὠμε σε δύο λεπτά. Φώναξε τον Γιάννη και ελάτε»
Ο Πέτρος έφυγε τρέχοντας για το δωμάτιό του φωνάζοντας :»Γιάννηηηηηη. Γιάννηηηηηηη.
Κατέβα . Τρώμε !»
Σε δύο λεπτά τα παιδιά καθόντουσαν ανυπόμονα στο τραπέζι και περίμεναν να τα σερβίρω
. Χτυπούσαν τα μαχαιροπίρουνά τους πάνω στο τραπέζι . Ακούμπησα την πιατέλα με τα
καμένα μπιφτέκια μπροστά τους . «Φάτε».
Ο Πέτρος και ο Γιάννης κοίταζαν με αηδία μέσα στην πιατέλα . « Ρε μπαμπά , αυτά είναι
κάρβουνα». Ο Πέτρος με κοίταξε με απορία . Έτσι όπως με κοίταζε προσπάθησα να
καταλάβω σε ποιον μοιάζει . Ποιανού ήταν αυτό το απορημένο στόμα , αυτή η
απορημένη μύτη , αυτά τα απορημένα μάτια ; «Φάτε!» είπα πάλι , λίγο πιο δυνατά αυτή τη
φορά . Ποιανού ήταν αυτό το στρογγυλό πιγούνι , αυτά τα σγουρά μαλλιά , αυτό το
μακρόστενο πρόσωπο ; «Ρε , μπαμπά , αυτά είναι σκέτη αηδία» φώναξε ο Πέτρος
εκνευρισμένος . Ποιανού ήταν αυτές οι εκνευρισμένες βλεφαρίδες , αυτά τα εκνευρισμένα
μαγουλάκια ; «Τρώγε» , φώναξα πολύ δυνατά αυτή τη φορά , απευθυνόμενος πια μόνο
στον Πέτρο . «Δε θέλω», ούρλιαξε ο Πέτρος κι έκανε να φύγει . Ποιανού ήταν αυτή η
θυμωμένη φωνή ;Ποιανού ήταν αυτό το μαλακισμένο ύφος ;(…..)Δεν είναι δικά μου ; Δεν τα
πήρε από μένα ;Τον άρπαξα απότομα από το μπράτσο κι άρχισα να του χώνω τα καμένα
μπιφτέκια μέσα στο στόμα , να του πασαλείβω τη μούρη με το μουλιασμένο κιμά . Φάε .
Φάε . Τον στούμπωσα με μπιφτέκια , μπούκωσε το στόμα του , άρχισε να ξερνάει και να
κλαίει , κι έτσι όπως άνοιγε το στόμα του για να φωνάξει βοήθεια του έχωνα μέσα κι άλλα
μπιφτέκια , κι άλλα , και του τα πίεζα με όλη μου τη δύναμη , του έκλεινα το στόμα με τα
μπιφτέκια και μετά του το σκέπαζα με όλη μου την παλάμη , για να μην μπορεί να τα
φτύσει .
Ξεψύχησε πολύ γρήγορα , σταμάτησε ξαφνικά να αντιστέκεται . Πήρα τα χέρια μου από
πάνω του και σωριάστηκε στο πάτωμα . Η μπλούζα του spiderman γεμάτη κιμάδες ,
αποκαϊδια και εμετούς . Έτσι όπως είχε ξαφνικά ησυχάσει πάνω στο πάτωμα της κουζίνας
προσπάθησα πάλι να καταλάβω σε ποιον μοιάζει . Δε μου θύμιζε τίποτα.
Παρατηρήσεις
1. Μπορείτε να δικαιολογήσετε τον τίτλο του διηγήματος ; Προτείνετε ένα δικό σας τίτλο
κι αιτιολογήστε την επιλογή σας .

2. Ποιος ο βασικός ήρωας του συγκεκριμένου διηγήματος ; Ποιο πρόβλημα αντιμετωπίζει ;


Θεωρείτε την αντίδρασή του δικαιολογημένη ;

3. Πόσο σημαντική είναι για την ιστορία μας η παρουσία –απουσία της μητέρας του Πέτρου
;

4. Παρακολουθήστε τη σταδιακή αλλαγή στην ψυχολογία του αφηγητή μέχρι την τελική
εγκληματική του πράξη . Δηλώστε την ψυχική του κλιμάκωση με φράσεις του κειμένου .
Δημιουργήστε μια μικρή powerpoint παρουσίαση με λεζάντες τις φράσεις αυτές και εικόνες
ή βίντεο που τις σχολιάζουν .

5. Στο κείμενο αναδεικνύεται το ζήτημα της ενδοοικογενειακής βίας σε μια από τις ακραίες
διαστάσεις της ; Μπορείτε να εντοπίσετε τους θύτες και τα θύματα αυτής της βίας ;
Δικαιολογήστε τις απαντήσεις σας με αναφορές στο ίδιο το κείμενο .Συμβουλευτείτε και τις
παρακάτω πηγές :
http://edu.klimaka.gr/nomothesia/diaforoi-nomoi/245-antimetwpish-endooikogeneiakhs-vias.html
http://e-psychology.gr/violence-abuse/916-endooikogeneiakh-via-to-thyma-o-thyths-kai-oi-epiptoseis-
ths

6. Ο αφηγητής μας είναι ένας σύγχρονος άνδρας . Θεωρείτε ότι οι σκέψεις και η
συμπεριφορά του φανερώνουν ένα πραγματικά μοντέρνο άνδρα ή εντοπίζετε σ ’αυτόν
κατάλοιπα και δεσμεύσεις /αγκυλώσεις που χαρακτηρίζουν τον παραδοσιακό άνδρα .

7. Να προσδιορίσετε το είδος του αφηγητή , καθώς και τους τρόπους και τις τεχνικές
αφήγησης που χρησιμοποιεί .
8.α Υποθέστε ότι είστε φίλος του αφηγητή και σας έχει μόλις εκμυστηρευτεί τι του
συνέβη ξαφνικά . Τι θα τον συμβουλεύατε ; Γράψτε ένα διαλογικό κείμενο ανάμεσα
στον υποτιθέμενο φίλο και στον αφηγητή .

Πατέρας- Τώρα πιστεύω να καταλαβαίνεις πως ένιωθα εκείνη την στιγμή και έκανα
ότι έκανα.

Φίλος- Και πάλι, αυτό που έκανες δεν μπορεί να δικαιολογηθεί όποιες και να ήταν
συνθήκες εκείνη τη στιγμή.

Πατέρας- Μα.. Φαντάσου και εσύ μία μέρα να σου λέει η γυναίκα σου ότι το παιδί
που μεγάλωνες τόσα χρόνια δεν είναι δικό σου.

Φίλος- Θα συνέχιζα να το αγαπάω και να το προσέχω σαν να ήταν δικό μου. Έτσι κι
αλλιώς τόσα χρόνια ο αληθινός του πατέρας δεν φάνηκε, γιατί να σε πειράζει;

Πατέρας- Δεν καταλαβαίνεις! Όλα εύκολα φαίνονται όταν τα λες, αν γινόταν αυτό σε
εσένα, το πιο πιθανό είναι να έκανες το ίδιο.

Φίλος- Καλά, ότι ήταν να γίνει έγινε, τώρα πρέπει να υποστείς τις συνέπειες των
πράξεών σου. Δεν είχαν και άδικο που σε κλείσανε μέσα, φόνος ήταν όπως και να’ναι

Πατέρας- Ότι και να πεις έχεις δίκιο! Αλλά το θέμα είναι ότι τώρα η γυναίκα μου
δεν θέλει ούτε να με βλέπει. Δεν πρόκειται να με συγχωρέσει ποτέ. Τι να κάνω;

Φίλος- Δώσε της χρόνο, δεν έχει και άδικο. Έχεις καταλάβει τι έκανες; Σκότωσες
τον ίδιο σου τον γιο.

Πατέρας- Εντάξει!! Το είπες… Αλλά το μυαλό μου είχε θολώσει εντελώς.

Φίλος- Θα σου δώσω λίγο χρόνο να το σκεφτείς και θα έρθω να σου μιλήσω ξανά
αύριο.

Β. Υποθέστε ότι το κείμενό μας δεν έχει ολοκληρωθεί αλλά τελειώνει στο δικαστήριο με
την απολογία του αφηγητή για τη δολοφονία του παιδιού . Τι θα μπορούσε να λέει ;
Γράψτε ένα αφηγηματικό-μονολογικό κείμενο όπου ο δολοφόνος θα ανατρέχει στις
αιτίες και στα γεγονότα που τον οδήγησαν στη δολοφονία ενός μικρού παιδιού …

ΑΠΟΛΟΓΊΑ ΤΟΥ ΑΦΗΓΗΤΗ


Εδώ και τόσα χρόνια που μεγάλωνα τον Πέτρο τον είχα λατρέψει. Ήμασταν μια υπέροχη
οικογένεια. Πολλές φορές όταν τον κοιτούσα σκεφτόμουν τι είχε πάρει από μένα. Ήμασταν
αγαπημένοι όπως κάθε πατέρας με τον γιό του. Όμως ενώ η ζωή μου κυλούσε ήρεμα και
ευχάριστα η σύζυγός μου αποφάσισε να μου αποκαλύψει την αλήθεια. Τόσα χρόνια ζούσα σε
ένα ψέμα, κύριε δικαστά! Δεν μπορούσα να το χωνέψω. Κάθε λεπτό που περνούσε
τρελαινόμουν όλο και πιο πολύ. Η απέχθεια και η αηδία που ένιωθα για αυτή την γυναίκα και
τον άγνωστο πατέρα όλο και αυξανόταν. Όσο περνούσε η ώρα σκεφτόμουν όσα είχα περάσει
με τον Πέτρο, τόσες όμορφες στιγμές, και κάθε χαρακτηριστικό που είχε διαπίστωνα ότι δεν
το πήρε από εμένα. Το μίσος, η θλίψη, η αδικία που με είχαν διαπεράσει με έκαναν να χάνω
το μυαλό μου. Ήξερα όμως ότι όταν έρθει ο Πέτρος από το σχολείο έπρεπε να φερθώ
φυσιολογικά. Ωστόσο, ο ερχομός του με αιφνιδίασε και όταν τον αντίκρισα ο νους μου
κόλλησε. Δεν ήξερα τι να κάνω… Όταν ήρθε η ώρα του φαγητού δεν του άρεσε και αυτό με
έβγαλε έξω από τα ρούχα μου. Αρχίσαμε να καυγαδίζουμε και όσο γινόταν αυτό σκεφτόμουν
ότι είναι γιος άλλου και η γυναίκα μου τόσο καιρό με άφηνε να ζω σε ένα ψέμα. Όλη μου η
ζωή, ένα ψέμα! Όταν έβλεπα τον Πέτρο εκείνη την ώρα αντίκριζα την μάνα του. Έτσι,
οδηγήθηκα σε αυτή την πράξη…

ΑΛΛΗ ΕΚΔΟΧΗ ΤΗΣ ΑΠΟΛΟΓΙΑΣ

Δικαστής : Ορκίσου, κατηγορούμενε .


Πατέρα: Ορκίζομαι κύριε δικαστά.
Δ: Τι έχεις να πεις για το έγκλημα που διέπραξες;
Π: Το έγκλημα που έχω κάνει το έχω μετανιώσει πικρά. Όταν η γυναίκα μου είπε , πως ο
Πέτρος δεν είναι παιδί μου έχασα τη γη κάτω απ’ τα πόδια μου. Για δώδεκα χρόνια πίστευα
πως είχα βρει την απόλυτη ευτυχία, όμως μέσα σε μια στιγμή εξαφανίστηκε. Προσπαθούσα
να συνειδητοποιήσω πως το παιδί που μεγάλωνα τόσα χρόνια με αγάπη και στοργή δεν
ήταν δικό μου. Οι σκέψεις μου θόλωναν όλο και περισσότερο προσπαθώντας να
ανακαλύψω την πραγματική ταυτότητα του πατέρα. Προτού, καλά-καλά καταλάβω όσα
είχαν συμβεί, ξαφνικά ανοίγει η πόρτα και βλέπω τον Πέτρο μπροστά μου. Είχα σαστίσει,
μούδιασα ολόκληρος, δεν μπορούσα να τον αντιμετωπίσω, μου ήρθε πολύ ξαφνικό. Έπειτα
στην προσπάθεια μου να ηρεμήσω, άρχισα να μαγειρεύω το μεσημεριανό. Οι σκέψεις μου
ήταν τόσο ανάκατες που άρχισα να παίζω με το φαγητό και να μιλάω μόνος μου. Ξαφνικά
ακούω τη φωνή του Πέτρου να φωνάζει ότι πεινάει . Του είπα πως ήταν έτοιμο και τους
φώναξα να κατέβουν. Τους έβαλα στο πιάτο τα καμένα μπιφτέκια ενώ αυτοί τα κοίταζαν
με αηδία. Το μυαλό μου ήταν θολωμένο που εκείνη τη στιγμή τρελάθηκα, πήγα προς το
μέρος του και άρχισα να τον ταΐζω παρά τη θέλησή του. Καθώς του έβαζα τα καμένα
μπιφτέκια με το ζόρι στο στόμα ξαφνικά πέφτει κάτω νεκρός.
Δ: Ο κατηγορούμενος καταδικάζεται σε ισόβια κάθειρξη. Λύεται η συνεδρίαση.

Επιλέξτε μία από τις παραπάνω δραστηριότητες .


Εργασία για τις διακοπές των Χριστουγέννων
Για να μην πλήξετε στις διακοπές …ακούστε τι θα κάνετε : Θα ασχοληθεί ο καθένας σας με
δύο από τους ήρωες που έχουμε δει ως τώρα . Θα δημιουργήσει , λοιπόν , ένα powerpoint,
στo οποίo θα παρουσιάζει τον ήρωά μας ( το χαρακτήρα του , τα προβλήματά του , τον
τρόπο με τον οποίο τα αντιμετωπίζει , τη συμπάθεια ή την αντιπάθεια που αισθανόμαστε
γι’ αυτόν ) . Προσθέστε στην παρουσίαση εικόνα , σχόλια , βίντεο , μουσική …οτιδήποτε
νομίζετε ότι ταιριάζει με τον ήρωα και το κείμενο που διαβάσατε . Μπορείτε να
συμβουλευτείτε στοιχεία που έχουν ήδη αναρτηθεί στο wiki , αλλά δεν μπορείτε απλώς …να
τα αντιγράψετε ! Στην τελευταία διαφάνεια της παρουσίασης θα ήθελα να μου εξηγήσετε
γιατί επιλέξατε αυτούς τους δύο ήρωες …Αυτά …α, καλές γιορτές !
Υ.Γ Σας θυμίζω στα γρήγορα τους ήρωές μας
Άντρες –αγόρια : Χανς – Ανδρέας –Αφηγητής μετανάστης στη Γερμανία – Ναυτικός που
γύρισε και θέλει να παντρευτεί την παλιά του αγάπη – Δημόσιος υπάλληλος που τα έβαλε
με έναν…τοίχο – Νόρμαν – Μανόλης αλλά και Μήτσος ( πατέρας και γιος ) – Αφηγητής
δολοφόνος .

Γυναίκες : Σαμπίνα –Ρήνη – Χέλγκα – Σιόρα Επιστήμη – Αγαπούλα – Μάνα του άρρωστου
παιδιού –Νίκη – Γιαννούλα – Ρούλα –μάνα του παιδιού που δολοφονήθηκε .

Μπορείτε να επιλέξετε ήρωες διαφορετικούς από το φύλο σας …

Δημιουργικές δραστηριότητες – Παραγωγή κειμένου


6. Δοκιμάστε να εκφράσετε τις σκέψεις – συναισθήματα που σας δημιούργησε η ιστορία
με οποιοδήποτε εικαστικό – καλλιτεχνικό μέσο μπορείτε ( π. χ ποίημα – ζωγραφική -
χορός – φωτογραφία …) Δημιουργήστε μια μικρή παρουσίαση ( 4-5 διαφάνειες ) στην
οποία θα εντάξετε την καλλιτεχνική σας δημιουργία , πλαισιωμένη από λέξεις – φράσεις
του κειμένου που θεωρείτε ότι έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην πρόκληση των σκέψεων
και των συναισθημάτων σας . Διανθίστε την παρουσίασή σας με ήχο της αρεσκείας σας .
7. Δοκιμάστε να αφηγηθείτε την ιστορία που μόλις διαβάσατε υιοθετώντας την
αφηγηματική οπτική ενός από τους δύο ήρωες . Για παράδειγμα , μπορείτε να υποθέσετε
ότι την ιστορία την αφηγείται ο Νόρμαν στον καλύτερό του φίλο ή η Νίκη , μετά από 40
χρόνια , στην Ελληνοαμερικανίδα εγγονή της .
Νύφες , μια ταινία του Παντελή Βούλγαρη , βασισμένη στο σενάριο της Ι. Καρυστιάνη .
Δ΄ ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης , Πατέρα στο σπίτι
ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑγράφτηκετο 1894 και ανήκει στα λεγόμενα«αθηναϊκά»διηγήματα
τουΠαπαδιαμάντη, τα οποία όμως δεν παρουσιάζουνουσιαστικές διαφορές από τα
«σκιαθίτικα».Απλώς η δράσητους ξετυλίγεται στηνΑθήνα, αλλάοιήρωεςείναι φτωχοί και
απλοί άνθρωποι χωρίςτίποτε αστικόστη συμπεριφορά τους. Σ'αυτό το διήγημα είναι
ιδιαίτερα εμφανής οκοινωνικός προβληματισμόςτου συγγραφέα.
— Μπάρμπα, βάλε μου λίγο λαδάκι μες στο γυαλί, είπε η μάνα μου, γιατί δεν έχουμε
πατέρα στο σπίτι.
— Χωρίς πεντάρα;
— Ναι.
— Και τι έγινε ο πατέρας σου;
— Να, πάει να βρη άλλη γυναίκα.
Ήτο πενταετές παιδίον, ζωηρόν, με λάμπρους μεγάλους οφθαλμούς,ρακένδυτον.*Και με
παιδικήν χάριν, με σπαρακτικόν εν τη αθωότητι μειδίαμα, επρόφερεν εκάστοτε την
φράσιν ταύτην, της οποίας όλον το βάθος δεν ήτο ικανόν να κατανοήση, τόσον ώστε οι
άνθρωποι οι μη έχοντες να κάμουν τίποτε, καθώς εγώ, πολλάκις το εκάλουν,
καιαπέτεινον*αυτώ την άνω ερώτησιν του μικρού παντοπώλου της γειτονιάς, μόνον και
μόνον δια ν' ακούσωσιν από το στόμα του την απόκρισιν.
— Να, πάει να βρει άλλη γυναίκα.
Δεν ήτο η πρώτη φορά οπού το έβλεπα. Κατ' εκείνην την ημέραν συνέβη να είμαι
πλούσιος, διότι είχα κατορθώσει μετά πέντεεκλιπαρήσεις,*και μετά
τέσσαραςαποπομπάς,*να λάβω δεκαπέντε δραχμάς, απέναντι ογδοήκοντα οφειλομένων
μοι δι' αμοιβήν φιλολογικής εργασίας πέντε εβδομάδων. Κατά τας τοιαύτας δε ημέρας,
ισαρίθμους με τας σελήνας τουενιαυτού,*μοι συμβαίνει, χωρίς να φροντίσω να πληρώσω
μέρος των χρεών μου, να εξοδεύω μονοημερίς τα δυο τρίτα του ούτω πως εκβιασθέντος
ποσού, φυλάττων φρονίμως το τρίτον δια τας επομένας τρεις εβδομάδας.
Έκραξα το παιδίον και του έδωκα μίαν πεντάραν. Εκείνο την έλαβεν, έβγαλεν έξω από τα
χείλη την γλώσσαν, με μειδίαμα ευδαιμονίας, και ατένίζον με είπε:
— Δο μ' κι άλλη, μπάρμπα!
***
Δεν ήτο το μόνον παιδίον, το οποίον ήρχετο εις το μικρόν εκείνο παντοπωλείον της οδού
Σ..., κατά την δυτικήνεσχατιάν*της πόλεως. Πτωχαί γυναίκες έστελναν συνήθως τας
πενταετείς ή επταετείς κορασίδας των δια να οψωνίσουν. Συνέβαινε καθ' εσπέραν να
κάθημαι επί ημίσειαν ώραν και πλέον, συνομιλών με δυο ή τρεις φίλους, πίνοντας το
ορεκτικόν των, εις το μικρόν μαγαζίον, ενίοτε δε να λαμβάνω εκεί το λιτόν δείπνον μου.
Πολλάκις τριετή νήπια ψελλίζοντα τα έστελναν αι προκομμένοι αι μητέρες των, με
επικίνδυνα ποτήρια ή φιαλίδια εις τας χείρας, δια ν' αγο ράσουν κασί ή λάι ήλυκάζι.*Εν
τούτων εζήτει να του δώσουν ένα κουμπί (σκουμβρί), άλλο εζήτει μια πεντάρα πίτα
(σπίρτα). Την γλώσσαν των μόνος ο νεαρός παντοπώλης, ο φίλος μου, ήτο ικανός να την
εννοή. Ο ίδιος εσπλαγχνίζετο ενίοτε και έστελνεπροπομπούς*τους ιδίους του υπηρέτας
έως την θύραν των μικρών παιδίων, δια να φθάσουν ταύτα ασφαλώς εις την μητέρα των.
Συχνά συνέβαινε να ξεχάση η μικρά παιδίσκη, πενταέτις ή εξαέτις, το είδος, το οποίον
εστάλη ν' αγοράση, και να είπη άλλα αντ' άλλων.
Εντεύθεν παράπονα, διαμαρτυρίαι εκ μέρους των μητέρων, ύβρεις κατά του μπακάλη.
Πάντοτε τον μπακάλην έβγαζαν πταίστην. Το παιδί ποτέ δεν έπταιε.
Άλλοτε συνέβη να του πέση εις τον δρόμον το μισό το ρύζι, ή να φάγη την μισήν την
ζάχαριν. Τότε η μήτηρ ή η γιαγιά κατήρχετο η ιδία, και ύβριζε τον μπακάλην, λέγουσα ότι
τέτοιος ήτον, τον ήξευρεν αυτή, όλοξίκικα*επώλει· μ' αυτά εζητούσε να πλουτίση κι
αυτός. Και δύναμαι να μαρτυρήσω ότι ο μπακάλης ήτο, ως εμπορευόμενος και ως
άτομον, τίμιος άνθρωπος. Άλλοτε πάλιν, ο μικρός ψωνιστής,το δεινότερον,*έχανε καθ'
οδόν τα λεπτά, τα ρέστα, όσα έλαβεν από τον παντοπώλην. Πλην δια τούτο είχε ληφθή η
πρόνοια να τυλίγωνται τα ρέστα εις χαρτίον, και κάποτε να δένω νται κομπόδεμα
ειςράκος*και να εμβάλλωνται εις την τσέπην του μικρού. Και όμως πολλάκις εχάνοντο
πεντάλεπτα και δεκάλεπτα και ολόκληροιλιμοκοντόροι.*Και πάλιν ο μπακάλης έπταιεν.
***
Αλλ' ας επανέλθω εις το παιδίονπερί ου*ο λόγος εν αρχή. Δεν είμαι
ποτέπολυπράγμων*,αλλ' ο φίλος μου ο μικρός παντοπώλης ήξευρεν, ως εικός, όλα τα
μυστικά της γειτονιάς. Ήτο γενικόςθεματοφύλαξ*τωναλλότριων*υποθέσεων. Δεν ηξεύρω
αν το βλέμμα μου του εφάνη ερωτηματικόν, αλλ' όταν ευκαίρησεν, αυθόρμητος ήρχισε
να μου διηγήται την ιστορίαν.
Προ εννέα ετών ο Μανόλης ο Φλοεράκης είχε νυμφευθή την Γιαννούλαν Πολυκάρπου. Εκ
της συζυγίας ταύτης εγεννήθησαν πέντε τέκνα, εξ ων το τρίτον ήτο το παιδίον εκείνο.
Ο Μανόλης ήτο ξυλουργός, αλλά δεν διέπρεπε πολύ επίφιλοπονία.*Ειργάζετο, οσάκις
είχεν εργασίαν, από την Τρίτην έως την Παρασκευήν. Το Σάββατον πρωί τού επονούσεν
αίφνης η μέση του, την Δευτέραν τού επονούσε το κεφάλι. Εννοείται ότι διήρχετο
ενκραιπάλη*από το Σάββατον εσπέρας έως την Δευτέρα πρωί.
Η γυνή ήτοφιλεργός.*Είχε ραπτικήν μηχανήν και κατεσκεύαζεν υποκάμισα. Εκέρδιζεν
ούτω εν τάλιρον την εβδομάδα, το οποίον, προστιθέμενον εις τας δεκατρείς ή
δεκατέσσαρας δραχμάς, όσας εκέρδιζεν εκείνος, και εκ των οποίων τα ημίση του
εχρειάζοντο δια το τακτικόν μεθύσι της Κυριακής, μόλις ήρκει προς συντήρησιν της
οικογενείας.
Πλην η οικογένεια ηύξανε, σχεδόν κάθε χρόνον. Ανά
ενκουτσουβέλι,*ήκατσιβέλι,*εγεννάτο τακτικά κάθε δεκαοκτώ μήνας, με κανονικότητα
απελπιστικήν. Η οικογένεια ηύξανεν, αλλά το εισόδημα ηλαττούτο. Η εργασία εγένετο
σπανιωτέρα. Η ραπτική μηχανή παρερρίφθη εις μίαν γωνίαν, ετέθη εις αχρηστίαν. Η
Γιαννούλα, μη προφθάνουσα ν' απογαλακτίση εν μωρόν, και αρχίζουοα να βυζάνη
αμέσως άλλο, μόλις επαρκούσα δια να πλύνη ράκη, δεν είχε πλέον καιρόν να ράπτη
υποκάμισα.
Ο Μανώλης δεν έπαυσε να μεθύη τακτικά από το Σαββατόβραδον έως το εξημέρωμα της
Δευτέρας. Η Γιαννούλα δεν είχε πλέον δεύτερον φόρεμα. Τα παιδιά δεν είχον πάντοτε
ψωμί. Η εστία σπανίως ήτο αναμμένη. Η γυνή εγόγγυζεν. Ο Μανόλης, όταν ήρχετο, την
έτρωγε από την γρίνια. Τα παιδιά έκλαιαν. Η αχυροστρωμνή ήτο τρύπια. Η κουβέρτα δεν
ήρκει να σκεπάση τα τρία μεγαλύτερα παιδιά.
Η λάμπα ήτο ακαθάριστη και δεν είχε πετρέλαιον. Η στάμνα είχε σπάσει προ τριών
ημερών, και έπιναν από ένατσαγγλί*, οσάκις είχε νερόν η βρύσις της γειτονιάς. Η
σκούπα, καταλερωμένη, είχε φαγωθή η μισή, και ελίπαινε το πάτωμα αντί να το
σκουπίση. Το τηγάνι είχε τρυπήσει και ήτο άχρηστον. Η χύτρα ήτο ραγισμένη, και έσβηνε
την φωτιάν διαρρέουσα, όταν φωτιά υπήρχε. Η κατσαρόλα ήτο παλαιά, φαγωμένη,
αγάνωτη. Ο γανωτής είχε προτείνει ή να την αγοράση αντί πενήντα λεπτών, ή να την
γανώση αντί πενήντα, με κίνδυνον, είπε, να τρυπήση και να γίνη άχρηστη. Η Γιαν νούλα
επροτίμησε να την κρατήση αγάνωτην.
Η ραπτική μηχανή είχε δοθή ενέχυρον δια δύο εικοσιπεντάρικα, τα οποία θα εχρησίμευαν
δια τα γεννητούρια του τελευταίου μωρού και δι' άλλας χρείας. Τα δύο εικοσιπεντάρικα
δεν επεστράφησαν, και η μηχανή εκρατήθη.
***
Εις τοιαύτην κατάστασιν ήτο η οικία, όταν εισεχώρησεν ο κουμπάρος εντός.
Ο κουμπάρος ήτο άγαμος και τεσσαροκοντούτης, παχύς, ευμορφάνθρωπος με πλατύ
ζουνάρι. Ήτο μέγας και πολύς, κομματάρχης ενός των πολιτευτών της Αττικής, είχε
κερδίσει χρήματα από κάτι ενοικιάσεις. Ήτο άνθρωπος μ' επιρροήν.
Κατ' αρχάς ήρχετο άπαξ του μηνός. Είτα ήλθε δις εις μίαν εβδομάδα, φέρων κρέας και
μικρά τινα δώρα δια τα παιδία. Κατόπιν ήρχισε να έρχεται ημέραν παρ' ημέραν. Τέλος
ήρχετο καθ' εκάστην, φέρων πάντοτε οψώνια.
Τις οίδε ποίους σκοπούς έτρεφεν ο κουμπάρος. Πλην η Γιαννούλα ήτον τίμια, όσον και
πάσα άλλη.
Η Γιαννούλα ήτον τίμια, αλλ' ο Μανώλης ήτον ζηλιάρης. Και μετά πολλά εσπερινά δείπνα
τα οποία έφαγεν εις την οικίαν ομού με τον κουμπάρον, μετά πολλάς δε πρωινάς σκηνάς
τας οποίας έκαμεν εις την γυναίκα του, ήρχισε να μην είναι συνεπής εις τίποτε, κάποτε
μάλιστα ναξενοκατιάζη.*
Της είχε διηγηθή πολλάκις ότι, πριν την πάρη, είχε μία φιλενάδα. Εκείνη είχε νυμφευθή
έκτοτε, ίσως χωρίς παπά, καθώς συνηθίζεται κάποτε εις την πτωχήν συνοικίαν. Τώρα
φαίνεται ότι την είχε ξανανταμώσει, αυτήν την παλαιάν γνωριμίαν, και δια τούτο έλειπεν
από το σπίτι βραδιές βραδιές.
Όσο δια την Γιαννούλαν, το μόνον έγκλημά της ήτο ότι, ίσως, είχεπολιτέψει*τον
κουμπάρον, και δεν τον είχε διώξει μίαν και καλήν. Ο κουμπάρος ήξευρε, βλέπετε, από
πολιτικήν, και αυτή, ως γυνή οπού ήτον, ήξευρεν από ψευτοπολιτικήν. Πλην οι
γειτόνισσες δεν ήσαν επιεικείς, και την εκακολόγησαν. Και εις των γειτόνων, ο κυρ-Ζάχος
ο Ξεφαντούλης, ήτο της αρχής ότι έπρεπεν ο ενδιαφερόμενος «να ξέρη τι τρέχει». Και η
υστεροβουλία, η λανθάνουσα και αυτόν τον ίδιον, ήτο να εύρη διασκέδασιν αυτός με τες
φωνές, με τες κατακεφαλιές, με τα τραβήγματα των μαλλιών κÎ �ι με το χώρισμα του
ανδρογύνου.
Αυτό θα ειπή να σου θέλη τις το καλόν σου, νακήδεται* της τιμής σου, δηλαδή. Να σε
βάλη να σκοτωθής.
***
Μετά τελευταίαν φοβεράν σκηνήν, από την οποίαν η Γιαννούλα εβγήκε με μισήν πλεξίδα,
με εν μάγουλον αιματωμένον, και με σχισμένον υποκάμισον —και όλοι οι φρονιμότεροι
άνθρωποι της γειτονιάς έτρεφον την πεποίθησιν, την οποίαν συμμερίζεται και ο γράφων,
ότι η Γιαννούλα ήτον αθώα— ο Μανώλης έγινεν άφαντος. Επήγε να ενταμώση οριστικώς
την παλαιάν του γνωριμίαν.
Ο κουμπάρος εν τω μεταξύ είχε παύσει τας συχνάς επισκέψεις του. Είχεν αρραβωνισθή.
Γεροντοπαλίκαρον ακμαίον, καλοκαμωμένος, ευμορφάνθρωπος, με πλατύ ζουνάρι,
κομματάρχης, μέγας και πολύς, κερδίσας χρήματα από τας ενοικιάσεις, επόμενον ήτο να
εύρη νύμφην με προίκα.
Η Γιαννούλα τον είχε πολιτέψει η πτωχή. Μόνον τούτο το αμάρτημα είχε πράξει. Αλλά τα
παιδιά επεινούσαν. Πλην εκείνος εβαρύνθη να περιμένη, κι έφυγε με την ώραν του.
Και η Γιαννούλα έμεινε με τα τέσσαρα παιδιά —το πέμπτον είχεν
αποθάνει,ανακληθέν*ενωρίς υπό του Πολυευσπλάγχνου και Πανσόφου εις τον κήπον τον
ανθηρόν, εις το ωραίον περιβολάκι με τα κρίνα και με τους ναρκίσσους, μετά των οποίων
φυτεύονται και ανθούσινεσαεί*και τα άκακα νήπια— έμεινε, λέγω, με τα τέσσαρα παιδία,
χωρίς πατέρα, και χωρίς κουμπάρον.
Έμεινε χωρίς άρτον εις το ερμάρι και χωρίς φωτιάν εις την εστίαν, χωρίς φόρεμα, χωρίς
στρωμνήν, χωρίς σκέπασμα, χωρίς χύτραν και χωρίς στάμναν και χωρίς ραπτικήν
μηχανήν!
Και το τρίτον παιδίον, ο Μήτσος, εκείνο το οποίον έβλεπα, ήρχετο εις το παντοπωλείον,
και εζήτει από τον μικρόν μπακάλην, όστις ήτο ακριβής ειςτα σταθμά,*αλλά δεν εννόει
από ελεημοσύνην, ήρχετο και εζήτει να του στάξη «μια σταξιά λάδι στο γυαλί», αυτό το
οποίον θα ήτο άξιον να στάξη μίαν σταγόνα νερού εις πολλών πλουσίων χείλη, εις τον
άλλον κόσμον.
Και ητιολόγει την αίτησίν του λέγον:
— Δεν έχουμε πατέρα στο σπίτι!
ρακένδυτος: ντυμένος με ράκη (κουρέλια), κουρελιάρης.απέτεινον: του αποτείνω·
απευθύνω.εκλιπαρήσεις: ικεσίες.αποπομπή: διώξιμο (αποπέμπω).ενιαυτός: το
έτος.εσχατιά: το τέλος, η παρυφή.λυκάζι: γλυκάδι, το ξίδι.προπομπός: συνοδός.ξίκικα:
λειψά.το δεινότερον: το χειρότερο.ράκος: το κουρέλι.λιμοκοντόρος: εδώ: χαρτονόμισμα
μιας δραχμής.περί ου (ο λόγος): για το οποίο (έγινε λόγος).πολυπράγμων: πολυάσχολος,
αυτός που ασχολείται με ξένες υποθέσεις.θεματοφύλαξ: φρουρός.αλλότριος:
ξένος.φιλοπονία: εργατικότητα.κραιπάλη: μέθη.φιλεργός: εργατικός.κουτσουβ έλι:
νήπιο.κατσιβέλι: γυφτάκι (ο συγγραφέας κάνει λογοπαίγνιο ταυτίζοντας τις
λέξεις).τσαγγλί: γυάλινο δοχείο.ξενοκατιάζω: κοιμάμαι σε ξένο σπίτι, ξενοκοιμάμαι (το
κατιάζω λέγεται για τις όρνιθες).πολιτεύω κάποιον:του συμπεριφέρομαι με
διπλωματία.κήδομαι(με γενική): φροντίζω για κάποιον (ή για κάτι).ανακληθέν: μετοχή
παθ. αορ. του ανακαλώ, καλώ πάλι.εσαεί: για πάντα.τα σταθμά: τα ζύγια, το ζύγισμα.
Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Ποιοι οι ήρωες του παραπάνω διηγήματος ; Να τους κατονομάσετε και να παρουσιάσετε
συνοπτικά τα βασικά τους χαρακτηριστικά – γνωρίσματα .
Αφού μελετήσετε
α) το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο συμβαίνουν τα περιστατικά που αφηγείται ο
συγγραφέας,
β) τα πρόσωπα που κινούνται στο διήγημα, τους τύπους που διαγράφονται και τη
συμπεριφορά τους,
γ) τις καταστάσεις που διαμορφώνονται με την πορεία της αφήγησης,
να συζητήσετε : α) Για τον κοινωνικό προβληματισμό( τα κοινωνικά προβλήματα στα
οποία αναφέρεται ) του διηγήματος, β) Για το ρεαλισμό του Παπαδιαμάντη.
Καταγράψτε τις απαντήσεις σας στο Φύλλο εργασίας .
Ορισμένοι κριτικοί κατηγόρησαν τον Παπαδιαμάντη για χαλαρή σύνδεση και για έλλειψη
σχεδίου στα διηγήματά του. Να παρακολουθήσετε την τεχνική της αφήγησης ( βλ.
θεωρία αφηγηματικών τεχνικών στο wiki ) στο συγκεκριμένο διήγημα και να διατυπώσετε
τις δικές σας απόψεις σχετικά με τη σύνδεση και με το σχέδιο.
Να βρείτε και να καταγράψετε στο κείμενο χωρία που μπορούν να θεωρηθούν
αυτοβιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα. Στη συνέχεια αναζητήστε πληροφορίες για τη
ζωή του στο διαδίκτυο και δημιουργήστε ένα σύντομο βιογραφικό του σημείωμα με τους
βασικότερους σταθμούς της ζωής και του έργου του .
Ενδεικτικά , ανατρέξτε στους ιστοτόπους : http://www.papadiamantis.org/
http://www.ekebi.gr/frontoffice/portal.asp?cpage=node&cnode=461&t=309
http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSB105/438/2912,11417/indexf_01.htm
Να εντοπίσετε το είδος του αφηγητή και την οπτική της αφήγησής του . Να
αιτιολογήσετε την απάντησή σας με αναφορές από το κείμενο .
Αφού ολοκληρώσετε τις εργασίες σας , δημιουργήστε μια παρουσίαση(power point ) στην
οποία θα παρουσιάσετε τις απαντήσεις στις παραπάνω ερωτήσεις , το βιογραφικό του
συγγραφέα και όποιο άλλο πολυμεσικό υλικό θεωρείτε ότι μπορεί να πλαισιώσει τις
απαντήσεις σας και να φωτίσει καλύτερα το κείμενο , τη ζωή των ηρώων αλλά και το
βιογραφικό του συγγραφέα (φωτογραφίες – εικόνες – βίντεο ). Προσέξτε κατά τη
δημιουργία της παρουσίασης :
Τι υλικό θα χρησιμοποιήσετε και με ποια σειρά θα το τοποθετήσετε; Σε ποια διάταξη;
Γιατί;
Ποιο πρότυπο θα διαλέξετε και γιατί; Θα επιλέξετε χρωματιστή επιφάνεια ή μονόχρωμη;
Στην παρουσίαση σας θα τοποθετήσετε εικόνες ; Αν ναι για ποιο λόγο ;
Θα εντάξετε στην παρουσίαση μου βίντεο ;
Πώς θα παρουσιάσετε το υλικό (σειρά σύνδεσης στην παρουσίαση , επιλογή ή όχι του
ζουμ , χρόνος/ διάρκεια εμφάνισης κάθε σημείο της παρουσίασης )
Αφού παρουσιάσετε την εργασία σας στην τάξη , να την αναρτήσετε στο wiki , στο
φάκελο : δ ΄ εργασία Λογοτεχνίας .
Edited at 7:53 PM on November 7, 2014

Page Τα Φύλα στη Λογοτεχνία α1


edited by spyros35pap (spapasotiris2012@gmail.com)
· Ποια νομίζετε ότι είναι τα δομικά χαρακτηριστικά ενός σεναρίου ; Ποια τα στάδια
δημιουργίας του ;
Δημιουργικές δραστηριότητες – Παραγωγή κειμένου
6. Δοκιμάστε να εκφράσετε τις σκέψεις – συναισθήματα που σας δημιούργησε η ιστορία
με οποιοδήποτε εικαστικό – καλλιτεχνικό μέσο μπορείτε ( π. χ ποίημα – ζωγραφική -
χορός – φωτογραφία …) Δημιουργήστε μια μικρή παρουσίαση ( 4-5 διαφάνειες ) στην
οποία θα εντάξετε την καλλιτεχνική σας δημιουργία , πλαισιωμένη από λέξεις – φράσεις
του κειμένου που θεωρείτε ότι έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην πρόκληση των σκέψεων
και των συναισθημάτων σας . Διανθίστε την παρουσίασή σας με ήχο της αρεσκείας σας .
7. Δοκιμάστε να αφηγηθείτε την ιστορία που μόλις διαβάσατε υιοθετώντας την
αφηγηματική οπτική ενός από τους δύο ήρωες . Για παράδειγμα , μπορείτε να υποθέσετε
ότι την ιστορία την αφηγείται ο Νόρμαν στον καλύτερό του φίλο ή η Νίκη , μετά από 40
χρόνια , στην Ελληνοαμερικανίδα εγγονή της .
Νύφες , μια ταινία του Παντελή Βούλγαρη , βασισμένη στο σενάριο της Ι. Καρυστιάνη .

You might also like