Professional Documents
Culture Documents
Τα φὐλα στη ΛΟΓΟΤΕΧΝΊΑ
Τα φὐλα στη ΛΟΓΟΤΕΧΝΊΑ
Α . ΚΕΙΜΕΝΟ
Στο κρεβάτι , σ’ ένα απ’ τα πολλά ξενοδοχεία όπου έκαναν έρωτα , η Σαμπίνα έπαιζε με
τα μπράτσα του Φραντς : « Είναι απίστευτο το τι ποντίκια έχεις !»
Τα εγκώμια αυτά ευχαριστούσαν τον Φραντς . Σηκώθηκε από το κρεβάτι , άρπαξε μια
βαριά καρέκλα απ’ το ένα πόδι , χαμηλά στο ύψος του δαπέδου , και άρχισε να την
σηκώνει αργά- αργά . Ταυτόχρονα , έλεγε στη Σαμπίνα :
« Δεν έχεις τίποτα να φοβάσαι , θα μπορούσα να σε προστατέψω σε κάθε περίσταση ,
ήμουν κάποτε πρωταθλητής στο τζούντο».
Κατάφερε να υψώσει κάθετα το χέρι του χωρίς ν’ αφήσει την καρέκλα κι η Σαμπίνα του
είπε : « Κάνει καλό να ξέρει κανείς ότι είσαι τόσο δυνατός !».
Στο βάθος όμως , μέσα της , πρόσθεσε ακόμα τούτο : Ο Φραντς είναι δυνατός , αλλά η
δύναμή του είναι αποκλειστικά στραμμένη προς τα έξω . Με τους ανθρώπους που ζει , μ’
αυτούς που αγαπάει , είναι αδύναμος . Η αδυναμία του Φραντς ονομάζεται καλοσύνη . Ο
Φραντς δεν θα έδινε ποτέ διαταγές στη Σαμπίνα . Ποτέ δεν θα της ζητούσε , όπως άλλοτε ο
Τόμας , ν’ ακουμπήσει τον καθρέφτη χάμω και να πηγαινοέρχεται από πάνω ολόγυμνη .
Όχι ότι δεν έχει αισθησιασμό , αλλά δεν έχει τη δύναμη να διατάζει . Υπάρχουν πράγματα
που δεν μπορεί να ολοκληρώσει κανείς παρά μόνο με τη βία .
Η Σαμπίνα κοίταζε τον Φραντς να περπατάει πάνω – κάτω στο δωμάτιο ανεμίζοντας
πολύ ψηλά την καρέκλα · η σκηνή αυτή τα φαινόταν γελοία και τη γέμιζε με μια παράξενη
θλίψη .
Ο Φραντς ακούμπησε κάτω την καρέκλα και κάθισε , με το πρόσωπο στραμμένο στη
Σαμπίνα .
« Όχι ότι δεν μου αρέσει που είμαι δυνατός , είπε , αλλά στη Γενεύη τι να τους κάνω
αυτούς τους μυς ; Τους έχω σαν κόσμημα . Είναι τα φτερά του παγωνιού . Ποτέ δεν έσπασα
τα μούτρα κανενός» .
Η Σαμπίνα συνέχιζε τις μελαγχολικές της σκέψεις . Κι αν είχε έναν άντρα που να τις
έδινε διαταγές ; Ποιος θα’ θελε να κυριαρχήσει σ’ αυτήν ; Πόσο καιρό θα τον είχε υπομείνει
; Ούτε πέντε λεπτά. Πράγμα που σημαίνει ότι κανένας άνδρας δεν της έκανε . Ούτε δυνατός
, ούτε αδύνατος .
Είπε : « Και γιατί δεν χρησιμοποιείς πού και πού τη δύναμή σου επάνω μου ;
- Γιατί το ν’ αγαπάς σημαίνει να παραιτείσαι απ’ τη δύναμη» είπε ο Φραντς γλυκά .
Η Σαμπίνα κατάλαβε δύο πράγματα : πρώτον , ότι αυτή η φράση ήταν όμορφη κι
αληθινή . Δεύτερον , ότι με τη φράση αυτή ο Φραντς είχε μόλις εξαιρεθεί απ’ την ερωτική
της ζωή .
Β ΚΕΙΜΕΝΟ
Ο Αντρέας εξακολουθεί το λαθρεμπόριο με το καΐκι του. Σε κάποιο ταξίδι του μαθαίνει πως η Ρήνη
πρόκειται να παντρευτεί. Μετανιώνει που τόσον καιρό δεν έκαμε τίποτε. Βγαίνει στη στεριά και
πηγαίνει στο σπίτι της. Τη βρίσκει μόνη της. Την πείθει, παρά τους δισταγμούς της, και τον ακολουθεί
στο σπίτι του. Όταν αργότερα η σιόρα Επιστήμη θα τους επισκεφτεί, ο Αντρέας της υπόσχεται πως θα
παντρευτεί τη Ρήνη χωρίς καμιά άλλη απαίτηση.Έφτασε ο χειμώνας. Η Επιστήμη δέχεται την
επίσκεψη του θείου του Αντρέα.Της ζητάει 1.000 τάλαρα για προίκα. Αυτή επιμένει ότι μόνο 300
μπορεί να δώσει. Ο Αντρέας, όταν μαθαίνει την τελική της απάντηση, αποφασίζει να δουλέψει, για
να ξεχρεώσει το σπίτι, που πρόκειται να πουληθεί. Εγκαταλείπει στο σπίτι τη Ρήνη, που είναι έγκυος,
ψαρεύει και πουλάει τα ψάρια στην αγορά. Εκεί τον βρήκε η σιόρα Επιστήμη και του ζητάει να
συζητήσουν. Αυτός δε δέχεται και τη διώχνει. Στην απελπισία της αρπάζει ένα μαχαίρι και τον
χτυπάει σκληρά στο μπράτσο. Ενώ την πιάνουν οι αστυνομικοί, λέει του Αντρέα:«Μη μου χάσεις το
σπίτι μου. Πάρ' το κλειδί του κομού και σύρε να σου τα δώκει όλα όσα έχω ο άντρας
μου· όλα· μόνο διαφέντεψέ* με στο δικαστήριο. Ανάθεμά τα τα τάλαρα!»Ο Αντρέας, που η πληγή
του είναι επιπόλαιη, τρέχει χαρούμενος στο σπίτι του. Δε βρίσκει τη Ρήνη. Πηγαίνει έπειτα στο σπίτι
της και της λέει τα νέα.
Εκείνη εκοίταξε πονεμένη τα αδέρφια της, εκατέβασε το βλέφαρο και δεν του αποκρίθηκε.
«Γιατί δε χαίρεσαι;» την ερώτησε.
Κι αυτήν τη στιγμή εμπήκε στο σπίτι ο γέροντας ο Τρίνκουλος. Έτρεμε όλος, αχνός, λιγνός,
φοβισμένος, με μάτια που το κρασί από τόσα χρόνια του τα 'χε θολώσει. Μα τώρα ήταν ξενέρωτος κι
εδάκρυζε. Είχε ακούσει τα τελευταία τα λόγια του Αντρέα κι αγκάλιασε μ' αγάπη τη θυγατέρα του. Κι
εκεί δεν εμπόρεσε πλια να βαστάξει. Ένα αναφιλητό βαρύ βαρύ του ετίναξε τα στήθη κι εμούγγρισε
για να μην ξεφωνίσει το κλάμα.
Κι ο Αντρέας στενοχωρημένος εκοίταζε τα δύο πλάσματα, που αγαπιόνταν, που υπόφερναν εξαιτίας
του και που τώρα δεν εμιλούσαν.
Τέλος ο πατέρας της είπε, σφίγγοντάς την στην αγκαλιά του: «Σ' εδυστύχεψε!»
Δεν είπε ποιος. Ο νους του ήταν ίσως για τη γυναίκα του, μα ο Αντρέας ενόμισε πως τα λόγια τον
εχτυπούσαν εκείνον, κι είπε: «Έφταιξα· μα τώρα εδιορθωθήκανε όλα. Την Κυριακή βάζω στεφάνι.
Εδώ τα κλειδιά του κομού· είπε να μου τα δώκεις τα χίλια».
«Και ξαναγοράζεις» του 'πε η Ρήνη πικρά «και την αγάπη; Ω, τι έκαμες!» Κι εβάλθηκε να κλαίει.
«Την αγάπη;» ερώτησε αχνίζοντας· «και δεν την έχω;»
«Όχι!» του αποκρίθηκε «όχι! για λίγα χρήματα ήσουνε έτοιμος να με πουλήσεις και χωρίς αυτά δε μ'
έπαιρνες· πάει τώρα η αγάπη. Επέταξε το πουλί!»
«Θα ξανάρθει» της απολογήθηκε λυπημένος, «στη ζεστή τη φωλιά του. Η ζωή μας θα 'ναι
παράδεισος!»
«Όχι!» του 'πε, «έπειτα απ' ό,τι έκαμες όχι! κι α σ' αγαπούσα, δε θα ερχόμουνα μαζί σου. Είμαι
δουλεύτρα· ποιόνε έχω ανάγκη;» Και σε μία στιγμή ξακολούθησε: «Γιατί ν' αδικηθούν τα αδέρφια
μου;»
«Σ' εδυστύχεψε!» είπε πάλι πικρά ο πατέρας που τώρα ήταν ξενέρωτος. «Γιατί να μην τα δώσει από
την αρχή όπως τση το 'πα; Ανάθεμά τα τα τάλαρα!»
«Πάμε!» είπε ο Αντρέας.
«Όχι!» του 'πε μ' απόφαση· «εδώ είναι ο χωρισμός μας. Θα πάω σε ξένα μέρη, σε ξένον κόσμο, σ'
άλλους τόπους· θα δουλέψω για με και για να κουναρήσω το παιδί που θα γεννηθεί. Θα μου δώσει η
μάνα γράμματα για να 'βρω αλλού εργασία· θα τα πάρει από τες κυράδες της. Όχι, δεν έρχομαι!
Είμαι δουλεύτρα· ποιόνε έχω ανάγκη;» Κι έπειτα από μία στιγμή σα ν' απαντούσε σε κάποια της
σκέψη εξαναφώναξε: «Δεν έρχομαι, δεν έρχομαι!»
Ο Αντρέας την εκοίταξε ξεταστικά κι εκατάλαβε πως όλα τα λόγια θα 'ταν χαμένα.
«Ανάθεμά τα τα τάλαρα!» εφώναξε πάλι απελπισμένος. «Πάει η ευτυχία μου!»
Κι εβγήκε στο δρόμο.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Κ. ΘΕΟΤΟΚΗ , Η ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΗΜΑ
Γ ΚΕΙΜΕΝΟ
Ο αφηγητής είναι Έλληνας μετανάστης στη Γερμανία
Είναι καλές γυναίκες οι Γερμανίδες – έχω να το λέω . Τίμιος κόσμος – επειδή είναι
λεύτερες . Ο λεύτερος άνθρωπος είναι τίμιος . Δε θέλουνε τίποτα , δε λένε ψέματα , δεν
έχουν υποκρισίες , δεν το κρύβουνε γιατί βγήκαν αυτό το βράδι. Φίφτυ- φίφτυ τον έχουν
τον έρωτα – όσα δίνεις , τόσα παίρνεις .
Χωρίζουμε την Κυριακή το πρωί . Η Γερμανίδα λέει – Ζεερ γκούτ , πως είταν πολύ καλά .
Εγώ της λέω να ξαναϊδωθούμε . Εκείνη γελάει ευχαριστημένη μα πολύ σπάνια να το πούμε
το πότε . Τα’ αφήνουμε έτσι - δε ρωτάμε για το πότε . Και τότες είναι το τέλος – εντσασιόν
κι από δω . Την Κυριακή που μένεις πάλι μονάχος , το σκέφτεσαι πάλι . Για το φίφτυ –
φίφτυ που δεν πάει μακρύτερα απ’ όσο κρατάει(…)
Η Χέλγκα . Μια γυναίκα από τον άλλον τον κόσμο , θέλω να πω πως δεν είταν από
μας τους φτωχούς με το μεροκάματο . Αυτή με ψώνισε , σαββατόβραδο αργά σ’ ένα μπαρ .
Με πήγε με το αυτοκίνητο το δικό της , το’ χε απ’ έξω , με πήγε στο σπίτι της . Και ν’
αρχίσει να κλαίει πως δεν μπορεί με κανέναν άντρα , δεν θέλει κανένα - και θέλει και
παίρνει τους δρόμους . Και να τον κάνει επί τέλους , με τα χίλια βάσανα , τον έρωτα – που
δεν θέλει – και πάλι να κλαίει . Τη γιάτρεψα αυτή τη Χέλγκα – δεν έκλαιγε πριν , δεν έκλαιγε
και μετά – καλός άνθρωπος είταν , πολύ καλός άνθρωπος , τό βλεπα , μα να μείνω μαζί
της , όχι – το βαλα στα πόδια .
- Άρον τον κράβατόν σου και περιπάτει , της λέω την τελευταία στιγμή που χωρίσαμε- πού
το θυμήθηκα ;
- Τι είπες , ρωτάει .
- Δεν είμαστε εμείς για να μείνουμε μαζί , της λέω . Έχουμε , βλέπεις και την κοινωνική
διαφορά τόσο μεγάλη . Δε μου πάει να’ ρχεσαι με τ’ αυτοκίνητο να με παίρνεις απ’το ΑΟΥΤΕΛ .
Να αξιοποιήσετε τους δύο παρακάτω πίνακες και να παρουσιάσετε σε αυτούς με επιγραμματικό τρόπο
τα ζητήματα που θίγονται σε κάθε απόσπασμα και τα χαρακτηριστικά των ηρώων.
Να αξιοποιήσετε με κριτικό τρόπο τα εξής εργαλεία του προγράμματος: γραμματοσειρά (μορφή και
μέγεθος), υπογράμμιση, χρώμα, bold. Οι επιλογές σας να αναδεικνύουν αποτελεσματικά τις απόψεις
σας (π.χ. έμφαση, σχολιασμός, κά.).
2. Να εντοπίσετε στο κείμενο τις λέξεις - φράσεις που δηλώνουν ξεκάθαρα το ήθος των ηρώων και να
τις υπογραμμίσετε με το κατάλληλο χρώμα ή/και να επιλέξετε την κατάλληλη γραμματοσειρά στο
Πρόγραμμα Επεξεργασίας, ανάλογα με τον αν επιδοκιμάζετε ή αποδοκιμάζετε τη στάση τους .
Να δικαιολογήσετε τις επιλογές σας ενεργοποιώντας την εισαγωγή σχολίου στο κείμενό σας.
3. Πιστεύετε ότι οι αντιλήψεις τους είναι σύμφωνες με τις αντίστοιχες στερεότυπες του άνδρα και της
γυναίκας στην παραδοσιακή κοινωνία;
Να εντοπίσετε μία αντίληψη σε κάθε απόσπασμα που σας προβλημάτισε και να την σχολιάσετε με
την χρήση emoticons .
Παρουσιάστε τους προβληματισμούς , τα σχόλια και τα συμπεράσματά σας στην τάξη με προβολή
του πίνακα και του σχολιασμένου εγγράφου σας (word )
Α. Ξαναγράψτε τους διαλόγους του α΄ ή του β΄ κειμένου, αλλάζοντας τη συμπεριφορά της ηρωίδας
ή του ήρωα .
Δημιουργείστε ένα νέο κείμενο με καθαρά διαλογική μορφή και δραματοποιείστε
το…
Β. Ξαναγράψτε τα αφηγηματικά μέρη του α΄ κειμένου στα οποία η αφήγηση
πραγματοποιείται από έναν εξωκειμενικό - εξωδιηγητικό αφηγητή . Στη νέα εκδοχή
του κειμένου που θα δημιουργήσετε φροντίστε ώστε ο αφηγητής να είναι ομοδιηγητικόε
– ενδοκειμενικός .
Και για όσους δεν θυμούνται τι σημαίνουν οι παραπάνω σχετικοί με το είδος του
αφηγητή όροι…ευκαιρία για επανάληψη :
Να συγκρίνετε τις δύο εκδοχές του κειμένου (την αρχική και τη …δική σας )
και να καταγράψετε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της καθεμιάς .
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α1. Να κατονομάσετε τα πρόσωπα της ιστορίας. (12 μονάδες)
α2. Να εντοπίσετε τους δύο χώρους όπου διαδραματίζεται η ιστορία. (8 μονάδες)
α3. Να αναφέρετε για τον κάθε έναν από αυτούς τους χώρους μία φράση, η οποία να τους
προσδιορίζει αντιθετικά. (5 μονάδες).
ΣΥΝΟΛΟ:25 ΜΟΝΑΔΕΣ
β1. Να περιγράψετε τον τρόπο με τον οποίον αντέδρασαν η μάνα και η κόρη στην ιδέα του
προξενιού. (12 μονάδες)
β2. Να αιτιολογήσετε (8 μονάδες) και να σχολιάσετε (5 μονάδες) αυτές τις αντιδράσεις.
ΣΥΝΟΛΟ:25 ΜΟΝΑΔΕΣ
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
β.1. Να περιγράψετε την εικόνα της γυναίκας από την οπτική γωνία του προσώπου που
την αγαπάει. (10 μονάδες)
β.2. Να παρουσιάσετε τον τρόπο που οι δυο νέοι παντρεύτηκαν; (5 μονάδες) Ποιο
κοινωνικό στερεότυπο για τον ρόλο των δύο φύλων προβάλλεται μέσα από αυτή τη
διαδικασία; (5 μονάδες)
β.3. «Λοιπόν θα πάρω γυναίκα να με τρέφει;»: ποια αντίληψη για τον ρόλο του άντρα
εκφράζεται στη φράση αυτή του αφηγητή; (5 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ: 25
Άξαφνα ένιωσε πως αυτός ο τοίχος ήταν η ζωή, η ζωή που υψώνεται πάνω στους
ανθρώπους και τους πιέζει, τους πιέζει ολοένα.
Πετάχτηκε πάνω, άνοιξε το συρτάρι, πήρε το παλιό πιστόλι που είχε, βγήκε στην αυλή,
με τη φανέλα, το μακρύ άσπρο σώβρακο και τα παπούτσια, ο τοίχος ήταν εκεί, έβλεπε
το φριχτό πρόσωπό του, ο τοίχος, ο τοίχος ήταν εκεί, «Ναι, εγώ τον σκότωσα!» θάλεγε
όταν θα πλάκωνε η αστυνομία, ο τοίχος ήταν εκεί, η ζωή ήταν εκεί, η ζωή, ο τοίχος, ο
τοίχος, ο τοίχος, ο τοίχος...
Άδειασε και τις έξι σφαίρες απάνω του.
(Ζητείται Ελπίς, Εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2008, σσ.26-31, Α΄έκδοση: 1954)
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α.1. «Ήτανε μια μικρή αυλή ... Ξενόπλενε κιόλας.» Να διακρίνετε τα βασικά πρόσωπα
που αναφέρονται στο παραπάνω απόσπασμα. (10 μονάδες)
α.2. Σε ποιο χώρο ζουν τα πρόσωπα που εντοπίσατε στην ερώτηση α.1. (5 μονάδες) και
πού εργάζονται; (5 μονάδες)
α.3. Ο αφηγητής, κατά τη γνώμη σας, συμμετέχει στα γεγονότα που καταγράφει ή όχι;
Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας με δύο (2) παραδείγματα από το κείμενο. (5
μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ: 25
β.1. Να περιγράψετε, κάνοντας τις αντίστοιχες αναφορές στο κείμενο, τον χαρακτήρα
της κεντρικής ηρωίδας. Να λάβετε υπόψη τον κοινωνικό τύπο που εκπροσωπεί. (15
μονάδες )
β.2. Το παιδί, από δώδεκα χρονώ, ... και το βράδυ πήγαινε σε τεχνική σχολή.: Να
περιγράψετε τον ήρωα του παραπάνω αποσπάσματος. (10 μονάδες)
3Ο ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΣΕΝΑΡΙΟ ΤΗΣ Ι. ΚΑΡΥΣΤΙΑΝΗ ΓΙΑ
ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ ΤΟΥ Π. ΒΟΥΛΓΑΡΗ ΝΥΦΕΣ
Μικρή εισαγωγή : Το 1922 εφτακόσιες γυναίκες αφήνουν την Ανατολή και
στοιβάζονται στην γ΄Θέση του ποντοπόρου πλοίου που θα τις πάει στην Αμερική ,
εκεί που θα τις περιμένουν άγνωστοι άνδρες . Στο μπαουλάκι τους ένα οικογενειακό
νυφικό και η φωτογραφία του γαμπρού για την αναγνώριση . Στις 20 μέρες του
ταξιδιού όλα μπορεί να συμβούν . Η ηρωίδα μας , η Νίκη , θα βρει στο πρόσωπο του
φωτογράφου Νόρμαν τον έρωτα …
Ο Νόρμαν κάθεται . Πιάνει τη φωτογραφική μηχανή και κοιτάζει τη Νίκη μέσα απ’ το
φακό.
ΝΟΡΜΑΝ : Δεν έχει φίλμ μέσα . Θέλω μόνο να δω το πρόσωπό σου .
Η Νίκη κοκκινίζει αλλά εξακολουθεί να γαζώνει .
ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΜΕΡΑ :
Τα μαλλιά της . Τα μάτια της . Τα χρυσά ΣΚΟΥΛΑΡΙΚΙΑ της . Τα χέρια της .
Η Νίκη κοιτάζει τη βέρα του κι εκείνος το προσέχει .
ΝΟΡΜΑΝ : ( τρυφερά ) θα ξηλώσω τα κουμπιά μου , μόνο και μόνο ια να μου τα ράψουν
τα χέρια σου
ΝΙΚΗ : ( φουντωμένη ) θα πληρώσεις διπλά .
ΝΟΡΜΑΝ : ( αφήνοντας τη φωτογραφική μηχανή )πές μου κάτι για σένα .
ΝΙΚΗ : Τίποτα ιδιαίτερο .
ΝΟΡΜΑΝ : Δεν έχεις όνειρα ;
ΝΙΚΗ : Μια μηχανή Σίγγερ .
ΝΟΡΜΑΝ : Τίποτε άλλο ;
ΝΙΚΗ : Ύφασμα .
ΝΟΡΜΑΝ : και ;
ΝΙΚΗ : Πολλές πελάτισσες .
ΝΟΡΜΑΝ : Αυτά είναι όλα κι όλα ;
ΝΙΚΗ : Αυτά .
ΝΟΡΜΑΝ : Δεν πιστεύω λέξη απ’ όσα είπες .
Η Νίκη ντρέπεται . Για λίγο σιωπά. Συνεχίζει το γαζί . Τελικά :
ΝΙΚΗ : Μου ζητάνε . Νίκη , κάνε αυτό , Νίκη , κάνε εκείνο . Νίκη έλα . Νίκη πήγαινε . Νίκη
η γάτα . Νίκη η κατσίκα . Νίκη είσαι ο πατέρας της οικογένειας .
ΝΟΡΜΑΝ : Είσαι ;
ΝΙΚΗ : Ναι .
ΝΟΡΜΑΝ : Ώστε είσαι πατέρας ;
ΝΙΚΗ : Ναι
ΝΟΡΜΑΝ : Οι άνθρωποι σαν εσένα μας κάνουνε να αγαπάμε τη ζωή
………………………………………………..
Κατάστρωμα γ ΄ θέσης . Νύχτα
Ο Νόρμαν και η Νίκη βαδίζουν δίπλα – δίπλα , σιωπηλοί στο διάδρομο ως πέρα . Η Νίκη
κοιτάζει το σκοτεινό ορίζοντα .
ΝΙΚΗ : Ήσυχο ταξίδι … χωρίς φουρτούνες …. ( μετά από παύση ) Στο μπαουλάκι μου σέρνω
ένα νυφικό που πάει κι έρχεται τον Ατλαντικό . Πάει κι έρχεται . Το 1909 με τη νονά . Το
1921 . Τώρα , 1922 . Άτυχο νυφικό . Πάει κι έρχεται .
Ο Νόρμαν την κοιτάζει , αλλά η Νίκη αποφεύγει τα βλέμμα του . Ξαναπερπατούν πάνω
κάτω το διάδρομο . Κάθονται σ’ ένα παγκάκι . Η Νίκη ακουμπά το καλαθάκι στην ποδιά
της.
Αυτή κοιτάζει τη θάλασσα κι ο Νόρμαν αυτή . Της παίρνει το καλαθάκι . Καθώς το αφήνει
στο δάπεδο , παρατηρεί το λυμένο κορδονάκι του παπουτσιού της . Σκύβει να το δέσει .
Αναστατωμένη μαζεύει το πόδι της . Ο Νόρμαν την κοιτάζει μην ξέροντας αν πρέπει να
προχωρήσει . Μετά από ένα λεπτό η Νίκη ξαναγλιστράει προσεκτικά το πόδι προς το
μέρος του . Της δένει το κορδόνι . Δεν ξανακάθεται δίπλα της . Ακουμπάει στα ρέλια .
Μένουν κι οι δύο να ακούν τον ήχο του ωκεανού .
Πλαϊνό κατάστρωμα γ ΄ θέσης – Νύχτα
Η Νίκη κάθεται εκεί που άλλοτε καθόταν με τη Χαρώ. Στο βάθος του διαδρόμου
εμφανίζεται μια ανοιχτόχρωμη φιγούρα που στέκεται εκεί . Ο Νόρμαν . Στη μασχάλη του
το μεγάλο κουτί Χατζή – Μπεκίρ Λουκούμ . Με αργά βήματα , έρχεται προς τη Νίκη .Την
πλησιάζει . Η Νίκη μαζεύει το πανεράκι της και του ελευθερώνει το κάθισμα .Ο Νόρμαν
κάθεται και γυρίζει προς τη Νίκη . Αφήνει στα χέρια της το κουτί. Γέρνει ελαφρά προς το
μέρος της , γυρίζει το πέτο της βγάζοντας μία – μία καρφίτσες και βελόνες . Τις
καρφιτσώνει στο δικό του . Ζυγίζει τις λέξεις του .
ΝΟΡΜΑΝ : ( στα ελληνικά ) s’ agapo
NIKH : Μη .
ΝΟΡΜΑΝ : ( ΣΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ ) Μα σ’ αγαπώ .
ΝΙΚΗ : Μη μ’ αγαπάς .
ΝΟΡΜΑΝ : Γιατί ;
ΝΙΚΗ : Είμαι Ελληνίδα.
ΝΟΡΜΑΝ : Και ;
ΝΙΚΗ : Μη μ’ αγαπάς .
ΝΟΡΜΑΝ : Επειδή είσαι Ελληνίδα ;
ΝΙΚΗ : ναι .
ΝΟΡΜΑΝ : Σε σκέφτομαι συνέχεια .
ΝΙΚΗ : Μη
ΝΟΡΜΑΝ : Σε σκέφτομαι όμως .
ΝΙΚΗ : Σταμάτα .
ΝΟΡΜΑΝ : Γιατί ;
Η ματιά της Νίκης στέκεται στη βέρα του Νόρμαν . Φέρνει το χέρι του πιο κοντά της και
τεντώνει το δάχτυλο με το δαχτυλίδι .
ΝΟΡΜΑΝ : Έχει τελειώσει .
Βγάζει τη βέρα και τη χώνει στην τσέπη του .
ΝΟΡΜΑΝ : Αύριο φτάνουμε . Κι ο ράφτης σου θα σε περιμένει . Ένας άγνωστος άντρας .
ΝΙΚΗ : Η νονά μου ζούσε παλιά στο Σικάγο . Ήξερε την οικογένειά του . Σμυρνιοί .
ΝΟΡΜΑΝ : Νίκη , μην τον ακολουθήσεις .
Παύση
ΝΙΚΗ ( χαμένη ) : Τι θα πει κι η Αλεξάνδρα ;
ΝΟΡΜΑΝ : Ποια;
ΝΙΚΗ : Δεν ξέρεις για την Ελένη , την αδερφή μου . Δεν ξέρεις για την Αλεξάνδρα , την
ξαδέρφη μου .
ΝΟΡΜΑΝ : Πες μου .
ΝΙΚΗ : Είναι μεγάλη ιστορία .
ΝΟΡΜΑΝ : Νίκη , πόσο μεγάλες ιστορίες κουβαλάς ;
Σιωπή
ΝΙΚΗ : ( χαμηλώνοντας τα μάτια ) Ο Πρόδρομος είναι καλός άνθρωπος . Πώς μπορεί να
τον κοροϊδέψει η οικογένειά μου για άλλη μια φορά ; Δεν μπορώ να του κάνω τέτοιο
πράγμα .
ΝΟΡΜΑΝ : Δεν καταλαβαίνω .
ΝΙΚΗ ( ΣΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ ΠΑΛΙ ) : Είμαι νύφη αντικαταστάτρια . Στη θέση της αδερφής μου που
δεν άντεξε και γύρισε πίσω .
Ο Νόρμαν μένει άναυδος
ΝΟΡΜΑΝ ( αργά ) : Καμιά φορά οι πολιτισμένοι , οι θερμοί ,γλυκείς Ανατολίτες με τις
γυναίκες του ς γίνονται βάρβαροι . Και το δεχόσαστε . Είναι απάνθρωπο που να πάρει .
ΝΙΚΗ : Πού να καταλάβεις τα δικά μας…
ΝΟΡΜΑΝ : Καταλαβαίνω .
ΝΙΚΗ : Τότε μη μ’ αγαπάς .
ΝΟΡΜΑΝ : Μα , σ’ αγαπώ και , θεέ μου , πόσο σε θαυμάζω . Νίκη , πώς θα σε χάσω ; Και
πώς θα σε ξεχάσω ; Δε γίνεται .
ΝΙΚΗ : κατάλαβέ με .
ΝΟΡΜΑΝ : Βοήθησέ με .
ΝΙΚΗ : Ο Πρόδρομος περιμένει για δεύτερη φορά . Είναι ζήτημα τιμής .Κανείς δεν θα
παντρευτεί αδερφές και ξαδέρφες αν έρθω μαζί σου . Η οικογένειά μου θα βγάλει κακό
όνομα . Θα μας λένε πουτάνες . Ο θείος μου , η ξαδέρξη μου , η Αλεξάνδρα , οι δικοί μου θα
καταριούνται ο ένας τον άλλο .Πρέπει να πάω στο Σικάγο . Να παντρευτώ τον Πρόδρομο .
Για τις γυναίκες της οικογένειας . Τίμιες .Και για τις έξι κοπέλες από τη Σαμοθράκη . Σ’ εμένα
βασίζονται . Τόσες womens .
ΝΟΡΜΑΝ : Λάθος
ΝΙΚΗ : Σωστό .
ΝΟΡΜΑΝ : Womens είναι λάθος . Women .
ΝΙΚΗ : Γυναίκες . Είμαστε απλώς γυναίκες .
Σιωπή
ΝΟΡΜΑΝ
Έχουμε μερικές ώρες ακόμα . se parakalo .Σκέψου το …σκέψου το .
Η Νίκη σκεπάζει τα μάτια της με τα χέρια .
ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ
Αφού διαβάσετε προσεκτικά τα παραπάνω αποσπάσματα του σεναρίου , να
απαντήσετε στις παρακάτω ερωτήσεις – δραστηριότητες :
1. Ποιοι οι βασικοί ήρωες των αποσπασμάτων και ποια τα βασικά τους χαρακτηριστικά
( ήθος – κοινωνική τάξη – μόρφωση – κουλτούρα – στάση ζωής );
2. Προσπαθήστε να μπείτε στη θέση του ήρωα και της ηρωίδας αντίστοιχα : ποια τα
ζητήματα που τους απασχολούν ; Ποιες λύσεις επιλέγουν να δώσουν στα προβλήματα
αυτά ; Συμφωνείτε με τη στάση τους ; Θεωρείτε ότι αυτή είναι δικαιολογημένη ;
3. Σε ποιο τόπο διαδραματίζεται η ιστορία των δύο ηρώων ; Μπορείτε να διακρίνετε αν
υπάρχει κάποια σχέση ανάμεσα στην επιλογή του συγκεκριμένου τοπίου – ντεκόρ και του
προβληματισμού που το έργο μεταφέρει στους αναγνώστες – θεατές μέσα από την ιστορία
των δύο ηρώων ;
https://www.scribd.com/doc/246599020/%CE%A0%CE%BF%CE%AF%CE%B7%CE%BC%CE
%B1-%CE%A4%CE%B7%CF%82-%CE%9D%CE%AF%CE%BA%CE%B7%CF%82-1%CE%B7-
%CE%9F%CE%BC%CE%AC%CE%B4%CE%B1?secret_password=SJkQX5G7GfONF3NQtpZ6
https://www.scribd.com/doc/246599669/%CE%9F%CE%B9-%CE%9D%CF%8D%CF%86%CE
%B5%CF%82-5%CE%B7-%CE%9F%CE%BC%CE%AC%CE%B4%CE%B1?
secret_password=wQlbv6rrexp0ncuEYIcB
https://www.scribd.com/doc/246599669/%CE%9F%CE%B9-%CE%9D%CF%8D%CF%86%CE
%B5%CF%82-5%CE%B7-%CE%9F%CE%BC%CE%AC%CE%B4%CE%B1?
secret_password=wQlbv6rrexp0ncuEYIcB
https://www.scribd.com/doc/246599923/%CE%9F%CE%B9-%CE%9D%CF%8D%CF%86%CE
%B5%CF%82-2%CE%B7-%CE%9F%CE%BC%CE%AC%CE%B4%CE%B1?
secret_password=QynFBF04nq9PNTpXQPuR
https://www.scribd.com/doc/246600068/%CE%9D%CF%8D%CF%86%CE%B5%CF%82-3%CE
%B7-%CE%BF%CE%BC%CE%AC%CE%B4%CE%B1?
secret_password=pJmpnbDHzQa3WbSllO9O
Νύφες , μια ταινία του Παντελή Βούλγαρη , βασισμένη στο σενάριο της Ι. Καρυστιάνη .
Δ΄ ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης , Πατέρα στο σπίτι
ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ γράφτηκε το 1894 και ανήκει στα
λεγόμενα «αθηναϊκά» διηγήματα του Παπαδιαμάντη, τα οποία όμως
δεν παρουσιάζουν ουσιαστικές διαφορές από τα
«σκιαθίτικα». Απλώς η δράση τους ξετυλίγεται στην Αθήνα,
αλλά οι ήρωες είναι φτωχοί και απλοί άνθρωποι χωρίς τίποτε
αστικό στη συμπεριφορά τους. Σ' αυτό το διήγημα είναι ιδιαίτερα
εμφανής ο κοινωνικός προβληματισμός του συγγραφέα.
— Μπάρμπα, βάλε μου λίγο λαδάκι μες στο γυαλί, είπε η μάνα μου,
γιατί δεν έχουμε πατέρα στο σπίτι.
— Χωρίς πεντάρα;
— Ναι.
— Και τι έγινε ο πατέρας σου;
— Να, πάει να βρη άλλη γυναίκα.
Ήτο πενταετές παιδίον, ζωηρόν, με λάμπρους μεγάλους
οφθαλμούς, ρακένδυτον.* Και με παιδικήν χάριν, με σπαρακτικόν εν
τη αθωότητι μειδίαμα, επρόφερεν εκάστοτε την φράσιν ταύτην, της
οποίας όλον το βάθος δεν ήτο ικανόν να κατανοήση, τόσον ώστε οι
άνθρωποι οι μη έχοντες να κάμουν τίποτε, καθώς εγώ, πολλάκις το
εκάλουν, και απέτεινον* αυτώ την άνω ερώτησιν του μικρού
παντοπώλου της γειτονιάς, μόνον και μόνον δια ν' ακούσωσιν από το
στόμα του την απόκρισιν.
— Να, πάει να βρει άλλη γυναίκα.
Δεν ήτο η πρώτη φορά οπού το έβλεπα. Κατ' εκείνην την ημέραν
συνέβη να είμαι πλούσιος, διότι είχα κατορθώσει μετά
πέντε εκλιπαρήσεις,* και μετά τέσσαρας αποπομπάς,* να λάβω
δεκαπέντε δραχμάς, απέναντι ογδοήκοντα οφειλομένων μοι δι'
αμοιβήν φιλολογικής εργασίας πέντε εβδομάδων. Κατά τας τοιαύτας
δε ημέρας, ισαρίθμους με τας σελήνας του ενιαυτού,* μοι συμβαίνει,
χωρίς να φροντίσω να πληρώσω μέρος των χρεών μου, να εξοδεύω
μονοημερίς τα δυο τρίτα του ούτω πως εκβιασθέντος ποσού,
φυλάττων φρονίμως το τρίτον δια τας επομένας τρεις εβδομάδας.
Έκραξα το παιδίον και του έδωκα μίαν πεντάραν. Εκείνο την έλαβεν,
έβγαλεν έξω από τα χείλη την γλώσσαν, με μειδίαμα ευδαιμονίας, και
ατένίζον με είπε:
— Δο μ' κι άλλη, μπάρμπα!
***
Δεν ήτο το μόνον παιδίον, το οποίον ήρχετο εις το μικρόν εκείνο
παντοπωλείον της οδού Σ..., κατά την δυτικήν εσχατιάν* της πόλεως.
Πτωχαί γυναίκες έστελναν συνήθως τας πενταετείς ή επταετείς
κορασίδας των δια να οψωνίσουν. Συνέβαινε καθ' εσπέραν να
κάθημαι επί ημίσειαν ώραν και πλέον, συνομιλών με δυο ή τρεις
φίλους, πίνοντας το ορεκτικόν των, εις το μικρόν μαγαζίον, ενίοτε δε
να λαμβάνω εκεί το λιτόν δείπνον μου. Πολλάκις τριετή νήπια
ψελλίζοντα τα έστελναν αι προκομμένοι αι μητέρες των, με
επικίνδυνα ποτήρια ή φιαλίδια εις τας χείρας, δια ν' αγοράσουν κασί
ή λάι ή λυκάζι.* Εν τούτων εζήτει να του δώσουν ένα κουμπί
(σκουμβρί), άλλο εζήτει μια πεντάρα πίτα (σπίρτα). Την γλώσσαν των
μόνος ο νεαρός παντοπώλης, ο φίλος μου, ήτο ικανός να την εννοή. Ο
ίδιος εσπλαγχνίζετο ενίοτε και έστελνεπροπομπούς* τους ιδίους του
υπηρέτας έως την θύραν των μικρών παιδίων, δια να φθάσουν ταύτα
ασφαλώς εις την μητέρα των.
Συχνά συνέβαινε να ξεχάση η μικρά παιδίσκη, πενταέτις ή εξαέτις, το
είδος, το οποίον εστάλη ν' αγοράση, και να είπη άλλα αντ' άλλων.
Εντεύθεν παράπονα, διαμαρτυρίαι εκ μέρους των μητέρων, ύβρεις
κατά του μπακάλη. Πάντοτε τον μπακάλην έβγαζαν πταίστην. Το
παιδί ποτέ δεν έπταιε.
Άλλοτε συνέβη να του πέση εις τον δρόμον το μισό το ρύζι, ή να φάγη
την μισήν την ζάχαριν. Τότε η μήτηρ ή η γιαγιά κατήρχετο η ιδία, και
ύβριζε τον μπακάλην, λέγουσα ότι τέτοιος ήτον, τον ήξευρεν αυτή,
όλο ξίκικα* επώλει· μ' αυτά εζητούσε να πλουτίση κι αυτός. Και
δύναμαι να μαρτυρήσω ότι ο μπακάλης ήτο, ως εμπορευόμενος και
ως άτομον, τίμιος άνθρωπος. Άλλοτε πάλιν, ο μικρός ψωνιστής, το
δεινότερον,* έχανε καθ' οδόν τα λεπτά, τα ρέστα, όσα έλαβεν από τον
παντοπώλην. Πλην δια τούτο είχε ληφθή η πρόνοια να τυλίγωνται τα
ρέστα εις χαρτίον, και κάποτε να δένωνται κομπόδεμα εις ράκος* και
να εμβάλλωνται εις την τσέπην του μικρού. Και όμως πολλάκις
εχάνοντο πεντάλεπτα και δεκάλεπτα και
ολόκληροι λιμοκοντόροι.* Και πάλιν ο μπακάλης έπταιεν.
***
Αλλ' ας επανέλθω εις το παιδίον περί ου* ο λόγος εν αρχή. Δεν είμαι
ποτέ πολυπράγμων*, αλλ' ο φίλος μου ο μικρός παντοπώλης ήξευρεν,
ως εικός, όλα τα μυστικά της γειτονιάς. Ήτο
γενικός θεματοφύλαξ*των αλλότριων* υποθέσεων. Δεν ηξεύρω αν το
βλέμμα μου του εφάνη ερωτηματικόν, αλλ' όταν ευκαίρησεν,
αυθόρμητος ήρχισε να μου διηγήται την ιστορίαν.
Προ εννέα ετών ο Μανόλης ο Φλοεράκης είχε νυμφευθή την
Γιαννούλαν Πολυκάρπου. Εκ της συζυγίας ταύτης εγεννήθησαν πέντε
τέκνα, εξ ων το τρίτον ήτο το παιδίον εκείνο.
Ο Μανόλης ήτο ξυλουργός, αλλά δεν διέπρεπε πολύ
επί φιλοπονία.* Ειργάζετο, οσάκις είχεν εργασίαν, από την Τρίτην
έως την Παρασκευήν. Το Σάββατον πρωί τού επονούσεν αίφνης η
μέση του, την Δευτέραν τού επονούσε το κεφάλι. Εννοείται ότι
διήρχετο εν κραιπάλη* από το Σάββατον εσπέρας έως την Δευτέρα
πρωί.
Η γυνή ήτο φιλεργός.* Είχε ραπτικήν μηχανήν και κατεσκεύαζεν
υποκάμισα. Εκέρδιζεν ούτω εν τάλιρον την εβδομάδα, το οποίον,
προστιθέμενον εις τας δεκατρείς ή δεκατέσσαρας δραχμάς, όσας
εκέρδιζεν εκείνος, και εκ των οποίων τα ημίση του εχρειάζοντο δια το
τακτικόν μεθύσι της Κυριακής, μόλις ήρκει προς συντήρησιν της
οικογενείας.
Πλην η οικογένεια ηύξανε, σχεδόν κάθε χρόνον. Ανά
εν κουτσουβέλι,* ή κατσιβέλι,* εγεννάτο τακτικά κάθε δεκαοκτώ
μήνας, με κανονικότητα απελπιστικήν. Η οικογένεια ηύξανεν, αλλά το
εισόδημα ηλαττούτο. Η εργασία εγένετο σπανιωτέρα. Η ραπτική
μηχανή παρερρίφθη εις μίαν γωνίαν, ετέθη εις αχρηστίαν. Η
Γιαννούλα, μη προφθάνουσα ν' απογαλακτίση εν μωρόν, και
αρχίζουοα να βυζάνη αμέσως άλλο, μόλις επαρκούσα δια να πλύνη
ράκη, δεν είχε πλέον καιρόν να ράπτη υποκάμισα.
Ο Μανώλης δεν έπαυσε να μεθύη τακτικά από το Σαββατόβραδον έως
το εξημέρωμα της Δευτέρας. Η Γιαννούλα δεν είχε πλέον δεύτερον
φόρεμα. Τα παιδιά δεν είχον πάντοτε ψωμί. Η εστία σπανίως ήτο
αναμμένη. Η γυνή εγόγγυζεν. Ο Μανόλης, όταν ήρχετο, την έτρωγε
από την γρίνια. Τα παιδιά έκλαιαν. Η αχυροστρωμνή ήτο τρύπια. Η
κουβέρτα δεν ήρκει να σκεπάση τα τρία μεγαλύτερα παιδιά.
Η λάμπα ήτο ακαθάριστη και δεν είχε πετρέλαιον. Η στάμνα είχε
σπάσει προ τριών ημερών, και έπιναν από ένα τσαγγλί*, οσάκις είχε
νερόν η βρύσις της γειτονιάς. Η σκούπα, καταλερωμένη, είχε φαγωθή
η μισή, και ελίπαινε το πάτωμα αντί να το σκουπίση. Το τηγάνι είχε
τρυπήσει και ήτο άχρηστον. Η χύτρα ήτο ραγισμένη, και έσβηνε την
φωτιάν διαρρέουσα, όταν φωτιά υπήρχε. Η κατσαρόλα ήτο παλαιά,
φαγωμένη, αγάνωτη. Ο γανωτής είχε προτείνει ή να την αγοράση
αντί πενήντα λεπτών, ή να την γανώση αντί πενήντα, με κίνδυνον,
είπε, να τρυπήση και να γίνη άχρηστη. Η Γιαννούλα επροτίμησε να
την κρατήση αγάνωτην.
Η ραπτική μηχανή είχε δοθή ενέχυρον δια δύο εικοσιπεντάρικα, τα
οποία θα εχρησίμευαν δια τα γεννητούρια του τελευταίου μωρού και
δι' άλλας χρείας. Τα δύο εικοσιπεντάρικα δεν επεστράφησαν, και η
μηχανή εκρατήθη.
***
Εις τοιαύτην κατάστασιν ήτο η οικία, όταν εισεχώρησεν ο κουμπάρος
εντός.
Ο κουμπάρος ήτο άγαμος και τεσσαροκοντούτης, παχύς,
ευμορφάνθρωπος με πλατύ ζουνάρι. Ήτο μέγας και πολύς,
κομματάρχης ενός των πολιτευτών της Αττικής, είχε κερδίσει χρήματα
από κάτι ενοικιάσεις. Ήτο άνθρωπος μ' επιρροήν.
Κατ' αρχάς ήρχετο άπαξ του μηνός. Είτα ήλθε δις εις μίαν εβδομάδα,
φέρων κρέας και μικρά τινα δώρα δια τα παιδία. Κατόπιν ήρχισε να
έρχεται ημέραν παρ' ημέραν. Τέλος ήρχετο καθ' εκάστην, φέρων
πάντοτε οψώνια.
Τις οίδε ποίους σκοπούς έτρεφεν ο κουμπάρος. Πλην η Γιαννούλα
ήτον τίμια, όσον και πάσα άλλη.
Η Γιαννούλα ήτον τίμια, αλλ' ο Μανώλης ήτον ζηλιάρης. Και μετά
πολλά εσπερινά δείπνα τα οποία έφαγεν εις την οικίαν ομού με τον
κουμπάρον, μετά πολλάς δε πρωινάς σκηνάς τας οποίας έκαμεν εις
την γυναίκα του, ήρχισε να μην είναι συνεπής εις τίποτε, κάποτε
μάλιστα να ξενοκατιάζη.*
Της είχε διηγηθή πολλάκις ότι, πριν την πάρη, είχε μία φιλενάδα.
Εκείνη είχε νυμφευθή έκτοτε, ίσως χωρίς παπά, καθώς συνηθίζεται
κάποτε εις την πτωχήν συνοικίαν. Τώρα φαίνεται ότι την είχε
ξανανταμώσει, αυτήν την παλαιάν γνωριμίαν, και δια τούτο έλειπεν
από το σπίτι βραδιές βραδιές.
Όσο δια την Γιαννούλαν, το μόνον έγκλημά της ήτο ότι, ίσως,
είχε πολιτέψει* τον κουμπάρον, και δεν τον είχε διώξει μίαν και
καλήν. Ο κουμπάρος ήξευρε, βλέπετε, από πολιτικήν, και αυτή, ως
γυνή οπού ήτον, ήξευρεν από ψευτοπολιτικήν. Πλην οι γειτόνισσες
δεν ήσαν επιεικείς, και την εκακολόγησαν. Και εις των γειτόνων, ο
κυρ-Ζάχος ο Ξεφαντούλης, ήτο της αρχής ότι έπρεπεν ο
ενδιαφερόμενος «να ξέρη τι τρέχει». Και η υστεροβουλία, η
λανθάνουσα και αυτόν τον ίδιον, ήτο να εύρη διασκέδασιν αυτός με
τες φωνές, με τες κατακεφαλιές, με τα τραβήγματα των μαλλιών και
με το χώρισμα του ανδρογύνου.
Αυτό θα ειπή να σου θέλη τις το καλόν σου, να κήδεται* της τιμής
σου, δηλαδή. Να σε βάλη να σκοτωθής.
***
Μετά τελευταίαν φοβεράν σκηνήν, από την οποίαν η Γιαννούλα
εβγήκε με μισήν πλεξίδα, με εν μάγουλον αιματωμένον, και με
σχισμένον υποκάμισον —και όλοι οι φρονιμότεροι άνθρωποι της
γειτονιάς έτρεφον την πεποίθησιν, την οποίαν συμμερίζεται και ο
γράφων, ότι η Γιαννούλα ήτον αθώα— ο Μανώλης έγινεν άφαντος.
Επήγε να ενταμώση οριστικώς την παλαιάν του γνωριμίαν.
Ο κουμπάρος εν τω μεταξύ είχε παύσει τας συχνάς επισκέψεις του.
Είχεν αρραβωνισθή. Γεροντοπαλίκαρον ακμαίον, καλοκαμωμένος,
ευμορφάνθρωπος, με πλατύ ζουνάρι, κομματάρχης, μέγας και πολύς,
κερδίσας χρήματα από τας ενοικιάσεις, επόμενον ήτο να εύρη νύμφην
με προίκα.
Η Γιαννούλα τον είχε πολιτέψει η πτωχή. Μόνον τούτο το αμάρτημα
είχε πράξει. Αλλά τα παιδιά επεινούσαν. Πλην εκείνος εβαρύνθη να
περιμένη, κι έφυγε με την ώραν του.
Και η Γιαννούλα έμεινε με τα τέσσαρα παιδιά —το πέμπτον είχεν
αποθάνει, ανακληθέν* ενωρίς υπό του Πολυευσπλάγχνου και
Πανσόφου εις τον κήπον τον ανθηρόν, εις το ωραίον περιβολάκι με τα
κρίνα και με τους ναρκίσσους, μετά των οποίων φυτεύονται και
ανθούσιν εσαεί* και τα άκακα νήπια— έμεινε, λέγω, με τα τέσσαρα
παιδία, χωρίς πατέρα, και χωρίς κουμπάρον.
Έμεινε χωρίς άρτον εις το ερμάρι και χωρίς φωτιάν εις την εστίαν,
χωρίς φόρεμα, χωρίς στρωμνήν, χωρίς σκέπασμα, χωρίς χύτραν και
χωρίς στάμναν και χωρίς ραπτικήν μηχανήν!
Και το τρίτον παιδίον, ο Μήτσος, εκείνο το οποίον έβλεπα, ήρχετο εις
το παντοπωλείον, και εζήτει από τον μικρόν μπακάλην, όστις ήτο
ακριβής εις τα σταθμά,* αλλά δεν εννόει από ελεημοσύνην, ήρχετο
και εζήτει να του στάξη «μια σταξιά λάδι στο γυαλί», αυτό το οποίον
θα ήτο άξιον να στάξη μίαν σταγόνα νερού εις πολλών πλουσίων
χείλη, εις τον άλλον κόσμον.
Και ητιολόγει την αίτησίν του λέγον:
— Δεν έχουμε πατέρα στο σπίτι!
2. Αφού μελετήσετε
α) το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο συμβαίνουν τα περιστατικά που
αφηγείται ο συγγραφέας,
β) τα πρόσωπα που κινούνται στο διήγημα, τους τύπους που
διαγράφονται και τη συμπεριφορά τους,
γ) τις καταστάσεις που διαμορφώνονται με την πορεία της αφήγησης,
να συζητήσετε : α) Για τον κοινωνικό προβληματισμό( τα κοινωνικά
προβλήματα στα οποία αναφέρεται ) του διηγήματος, β) Για το ρεαλισμό
του Παπαδιαμάντη.
Καταγράψτε τις απαντήσεις σας στο Φύλλο εργασίας .
2. Χαρακτηρίστε τις δύο γυναίκες του αποσπάσματος . Πιστεύετε ότι το ήθος τους είναι
σύμφωνο με το ήθος μιας παραδοσιακής γυναίκας των αρχών του προηγούμενου αιώνα ;
Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας.
3. Να εντοπίσετε το είδος του αφηγητή και τις τεχνικές αφήγησής του σε σχέση με τον
τρόπο και το χρόνο .
4. Ο τίτλος του διηγήματος είναι Η Τιμή και το Χρήμα. Οι δυο αυτές αξίες (τιμή-χρήμα)
επηρεάζουν τη σιόρα Επιστήμη και τον Αντρέα στις πράξεις τους; Να δικαιολογήσετε
την απάντησή σας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6Ο
Η Ρούλα ανησυχεί και σκέπτεται
Δεν είναι αλήθεια ότι η Ρούλα δεν ανησυχούσε . Στην αρχή , μόλις βγήκε από το
ιατρείο , κι έπειτα μέσα στο σταθμό των υπεραστικών , ο πανικός της είχε φέρει
τρεμούλες και τάση λιποθυμίας . Αργότερα , κι ενώ ταξίδευε με το λεωφορείο ,
σκέφτηκε –έτσι από ένστικτο –να ζητήσει τη βοήθεια των εραστών της . Δεν ήξερε ούτε
τι περίμενε από αυτούς , ούτε τι θα έπρεπε να τους ζητήσει .
Στο διάστημα των ημερών που ακολούθησαν , η Ρούλα σκεπτόταν διαρκώς . Από τη
στιγμή που δεν μπορούσε να απαλλαγεί από το παιδί , παρότι είχε προσπαθήσει χωρίς
αποτέλεσμα –σκαρφάλωνε ψηλά και πηδούσε , τεντωνόταν ή έπινε καυτό κανελόζουμο -,
έπρεπε να βρει την καλύτερη λύση, Το σωστότερο ήταν να την παντρευόταν κάποιος
από αυτούς . Αλλά ποιος ; Ο Μπάμπης κι Ανέστης αποκλείονταν , γιατί ήταν ήδη
παντρεμένοι . Ο Θόδωρος , το ίδιο , γιατί , εκτός από αρραβωνιασμένος , τα είχε και με
τη Μάριον . Έμενε ο Ιωακείμ , που κι αυτός όμως περίμενε να περάσει το πένθος της
χήρας απ ’το Αλιβέρι , για να την πάρει .
Η Ρούλα , πάντως , αποφάσισε να μιλήσει στον Ιωακείμ , επειδή είχε δει το φορτηγάκι
παρκαρισμένο έξω απ’το σπίτι του , κι αν έφευγε , θα έκανε δυο βδομάδες να
επιστρέψει .
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8Ο
Η Ρούλα αποφασίζει τι πρέπει να ζητήσει απ’τους εραστές της και ζηλεύει την
ανεμελιά και την ανεξαρτησία της Μπρουκ .
Όταν η Ρούλα βγήκε απ ’το σπίτι του Ιωακείμ είχε σκοτεινιάσει εντελώς κι ας ήταν
έξι παρά τέταρτο . Την πλάκωνε αυτό το σκοτάδι . Περπατούσε στα έρημα δρομάκια του
χωριού και βιαζόταν να φτάσει στην πλατεία , όπου τα φώτα του καφενείου και των
μαγαζιών θα φώτιζαν λίγο τη νύχτα .
Η κουβέντα με τον Ιωακείμ της είχε δώσει μια σιγουριά . Καταλάβαινε ότι , όσο
περνούσε απ’το χέρι του , θα τη βοηθούσε , γιατί είχε χεσμένη τη φωλιά του . Μάλιστα ,
χωρίς εκείνος να το ξέρει , της είχε δείξει το δρόμο που έπρεπε ν’ ακολουθήσει και με
τους άλλους . Με μια ωμότητα κληρονομημένη κατευθείαν απ ’τον πατέρα της , η Ρούλα
αποφάσισε τι ήταν αυτό που έπρεπε να ζητήσει κι απ’ τους υπόλοιπους .Απ’τον καθένα
χωριστά και με απόλυτη μυστικότητα . Ο καθένα για λογαριασμό του και για τους δικούς
του λόγους , θα πρέπει να τη βοηθήσει και να την υποστηρίξειει .Θα ξεκινούσε με το
καλό . Απαλά . Θα έλεγε στον καθένα πώς έχει η κατάσταση και τι ζητούσε απ’ αυτόν .
Κι αν κάποιος έκανε το δύσκολο , είχε αυτή ράμματα για τη γούνα του . Στο τέλος , ήταν
σίγουρη , όλοι θα βοηθούσαν . Κι έτσι έπρεπε , γιατί μόνο τότε ο πατέρας της δε θα
υποψιαζόταν έναν ειδικά . Κι έπειτα , όλοι αυτοί βρίσκονταν ήδη μπλεγμένοι και στην
άλλη σκατοδουλειά . Απ’την κομπίνα με το κτήμα , θα βολεύονταν για όλη τους τη ζωή .
Δεν τους συνέφερε να τα σπάσουν και να τα χαλάσουν .Στην ανάγκη δηλαδή , αν
κάποιος , που δεν το πίστευε , έφερνε δυσκολίες και φοβόταν να μιλήσει στον πατέρα της
, θα του έλεγε ότι κινδυνεύει να μαθευτεί στο χωριό και στ’αφεντικά η υπόθεση με τα
οικόπεδα …Τόσο μόνο , ίσα να τον τρομάξει . Όχι ότι θα κάρφωνε στ’αλήθεια αυτή την
ιστορία .
Έτσι , η Ρούλα , πιο ανάλαφρη τώρα , γνωρίζοντας ότι είχε βρει τουλάχιστον τη
μέθοδο για το πρόβλημά της , έφτασε στην πλατεία . Κι ήταν βέβαια σωστό , ότι αυτή η
ομάδα , δεμένη με άλλα πιο σημαντικά μυστικά , θα ήταν και η λύση του ζητήματός της .
Δηλαδή του πρώτου μέρους του προβλήματος . Του άλλου μέρους , που ήταν η γέννηση
και το μεγάλωμα του παιδιού , η λύση βρισκόταν ακόμα μακριά .
Παρατηρήσεις
1. Ποιο το κεντρικό πρόσωπο της παραπάνω ιστορίας ; Ποιο πρόβλημα αντιμετωπίζει ;
2. Ποιος ο τόπος στον οποίο διαδραματίζεται η ιστορία ; Υπάρχει , κατά την άποψή
σας , κάποια σχέση ανάμεσα στον τόπο και στις επιλογές της ηρωἰδας μας ;
3. Ποιο το ήθος της ηρωίδας ; Να τεκμηριώσετε την απάντησή σας με αναφορές του
ίδιου του κειμένου . Ενεργοποιήστε την εισαγωγή σχολίου και καταγράψτε τη συμφωνία
ή τη διαφωνία σας στα όσα λέει ή κάνει η ηρωίδα .
4. Στην κοινωνική ζωή αλλά και στη Λογοτεχνία κυριαρχεί το στερεότυπο της γυναίκας –
μητέρας , της γυναίκας δηλαδή που είναι προορισμένη να γίνει μητέρα και που
αντιλαμβάνεται με απόλυτη φυσικότητα και αφοσίωση την ιερότητα αυτής της
ιδιότητας . Πιστεύετε ότι η ηρωίδα ανταποκρίνεται σε αυτή τη στερεοτυπική εικόνα για
τη γυναίκα ;
Για τη καλύτερη κατανόηση της έννοιας των στερεοτύπων γύρω από το ρόλο της
γυναίκας , διαβάστε :
https://isotitafilon.wikispaces.com/%CF%83%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%B5%CF
%8C%CF%84%CF%85%CF%80%CE%B1
https://docs.google.com/presentation/d/1y3Xx6s6H3r-
cM0SfUcJWcxMQKOGNa2pl8ABPzxruTis/embed?slide=id.i0
Αγαπητή Ελπινίκη,
Καταρχάς τι κάνεις στην Αθήνα; Έμαθα από γνωστούς που είχαν έρθει στην μεγαλούπολη ότι ο
άντρας σου ο Βύρωνας αρρώστησε και ήταν στο νοσοκομείο, του εύχομαι περαστικά. Ο γάμος σας
πως πάει; Εδώ στο χωριό είναι όλα καλά, παντρεύτηκε και η γεροντοκόρη η Μαργαρίτα η κόρη του
Θρασύβουλου του μανάβη, και έγινε προχθές μεγάλο πανηγύρι.
Πέρα από αυτά, σου γράφω αυτό το γράμμα για να σου εκφράσω τους προβληματισμούς μου και το
μεγάλο πρόβλημα για το οποίο πρέπει να βρεθεί μια άμεση λύση. Το περασμένο καλοκαίρι έκανα
ακόμα έναν δεσμό -εκτός από τους τέσσερεις που ήδη προϋπήρχαν- με έναν όμορφο τουρίστα. Το
όνομα του μου διαφεύγει αυτή τη στιγμή –ήταν δεσμός της μιας νύχτας- αλλά ήταν ψηλός ξανθός
γαλανομάτης και πανέμορφος τραπεζίτης, όχι σαν τους τσοπάνηδες που έχουμε εμείς εδώ πέρα.
Επίσης την ημέρα που έφευγε μου άφησε έναν μαργαριταρένιο κολιέ για να τον θυμάμαι ,ο γλυκός
μου. Όταν το είδε ο πατέρας μου και οι εραστές μου εγώ τους απάντησα ότι το πήρα από το παζάρι.
Βέβαια το πρόβλημα δεν είναι αυτό. Μετά από δυο εβδομάδες αφού έφυγε παρατήρησα αλλαγές
στον κύκλο μου, είχα καθυστέρηση. Θυμάσαι που σε είχα επισπευτεί πριν από λίγο καιρό στην
Αθήνα; Δεν είχα έρθει μόνο για να σε δω, αλλά πρωτίστως ήθελα να πάω στον γυναικολόγο, διότι
αφού προσπάθησα επανειλημμένα να ρίξω το παιδί οι προσπάθειές μου ήταν μάταιες, ήταν πάνω
από τις δυνάμεις μου δυστυχώς, και έτσι χωρίς να έχω άλλη επιλογή το κράτησα.
Όμως καλή μου φίλη αν το μάθει αυτό ο πατέρας, θα με σκοτώσει ή θα με στείλει καλόγρια. Έτσι
αποφάσισα να απευθυνθώ στους νυν εραστές μου, αλλά με απόλυτη εχεμύθεια. Θέλω να πιστεύω
ότι μέσα από τη κομπίνα που έκαναν όλοι τους με τον πατέρα μου, και έτσι δεν μείναμε στον δρόμο
πουλώντας χαρτομάντιλα, ότι όλοι θα βοηθήσουν και εγώ με τη σειρά μου θα βρω που θα πασάρω
το παιδί.
Συμπερασματικά θα τους εκμεταλλευτώ όλους όσο μπορώ προκειμένου να εξασφαλίσω την καλή
μου ζωή αλλά και τη ζωή του παιδιού μου.
Αυτά είχα να σου Ελπινικούλα μου, ευελπιστώ ο γάμος σου να πηγαίνει καλά και να έρθετε τώρα τα
Χριστούγεννα για διακοπές, και περιμένω τα νέα και τη γνώμη σου, συνάμα για το παραπάνω θέμα.
Αγαπητή Ιωάννα
Σου γράφω από το χωριό , βλέπεις δεν έχω καταφέρει να φύγω ακόμη .
Πώς είσαι ; Ελπίζω εσύ και ο σύζυγος σου να είστε καλά . Είσαι πολύ τυχερή που
ζεις στην Αθήνα . Κάτι τρομερό συνέβη ! Το καλοκαίρι πριν από μερικούς μήνες
γνώρισα κάποιον . Δεν ήταν όμως από εδώ . Μένει στην Ιταλία και είχε επισπευτεί
τα μέρη μας για διακοπές . Πριν μερικές μέρες ανακάλυψα πως είμαι έγγειος από
εκείνον . Δεν μπορώ να απαλλαγώ από αυτό το παιδί ενώ έχω προσπαθήσει με κάθε
τρόπο. Όλα μου πάνε χάλια . Σκέφτηκα ένα σχέδιο αλλά ανησυχώ μήπως αποτύχει .
Θα μιλήσω στον κάθε εραστή μου ξεχωριστά και θα ζητήσω την βοήθεια τους . Για
να μην κοροϊδευόμαστε και μεταξύ μας η αλήθεια είναι πως φοβάμαι την αντίδραση
του πατέρα μου αν του πάω την αλήθεια . Η καλύτερη λύση που σκέφτηκα είναι
αυτή που σου είπα . Ο Ιωακείμ και οι υπόλοιποι δεν μπορούν να αρνηθούν ακόμα
και αν το θέλουν . Τους έχω Όλους στο χέρι . όσο για το μεγάλωμα του παιδιού θα
δω τι θα κάνω . Ελπίζω να μην αργήσεις να απαντήσεις σε χρειάζομαι και θέλω την
γνώμη σου και τις συμβουλές σου . Θα τα πούμε σύντομα .
Φιλάκια,
Ρούλα xxx
Β. Θυμάστε τη…Ρήνη του α΄ Φύλλου εργασίας . Δημιουργήστε ένα διάλογο μεταξύ των
δύο ηρωίδων που αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα , στέκονται όμως απέναντί του με
διαφορετικό τρόπο .
( πρώτος διάλογος )
Ρήνη: Χαίρομαι τόσο πολύ που με εμπιστεύτηκες και μου εκμυστηρεύτηκες το
πρόβλημά σου. Να είσαι σίγουρη πως από ‘μενα δεν θα μαθευτεί τίποτα.
Ρούλα: Ρήνη, χαίρομαι που έχω μια φίλη σαν κι εσένα στην οποία μπορώ να μιλήσω
ελεύθερα και να πω όλη την αλήθεια. Αν και από μακριά η φιλία μας δεν έχει διαβρωθεί
και παραμένει το ίδιο δυνατή, όπως πριν.
Ρήνη: Καταλαβαίνω το πρόβλημα που αντιμετωπίζεις. Έχω έρθει και εγώ σε παρόμοια
θέση και πραγματικά ξέρω πως αισθάνεσαι.
Ρούλα: Είμαι πολύ μπερδεμένη. Δεν ξέρω τι να κάνω με το παιδί. Τον πατέρα του δεν
πρόκειται να τον ξαναδώ ποτέ. Τουλάχιστον, το δικό σου παιδί είναι του άντρα που
αγαπάς και πάντα θα σου θυμίζει τον έρωτά σου.
Ρήνη: Έχεις δίκιο σ’ αυτό που λες όμως η θέση μου δεν είναι καλύτερη. Εγώ αποφάσισα
να μεγαλώσω μόνη το παιδί μου ενώ εσύ έχεις την ευκαιρία να σε βοηθήσει κάποιος απ’
τους πρώην εραστές σου.
Ρούλα: Έχω αποδεχθεί την εγκυμοσύνη μου γιατί δεν υπάρχει άλλη λύση αφού πλέον
είναι αργά για έκτρωση. Το κυρίως πρόβλημά μου όμως είναι πως θα το πω στον πατέρα
μου.
Ρήνη: Τον φοβάσαι ε;;
Ρούλα: Ο πατέρας μου είναι παλαιών αρχών και δεν θα δεχόταν ποτέ να ντροπιαστεί το
όνομα της οικογένειας μας επειδή εγώ έκανα ένα στιγμιαίο λάθος. Πιστεύω πως θα ήταν
καλύτερα να του πω πως ο πατέρας του παιδιού είναι κάποιος που εμπιστεύεται παρά
κάποιος που ούτε καν γνωρίζει.
Ρήνη: Εγώ πάλι, δεν συμφωνώ μ’ αυτό που λες. Δεν θα μπορούσα να το κάνω αν ήμουν
στη θέση σου. Είναι πατέρας σου και του αξίζει να μάθει την αλήθεια όσο κι αν τον
πληγώσει. Σ’ αγαπάει πάρα πολύ και θα καταλάβει πως έχεις μετανιώσει για το λάθος
σου και θα σε βοηθήσει να το αντιμετωπίσεις. Η τελική απόφαση, όμως, είναι δική σου.
Ρούλα: Είμαι σε δίλλημα. Η καρδία μου λέει πως πρέπει να του το πω γιατί αυτό είναι το
σωστό αλλά η λογική μου λέει πως αν του το πω τα πράγματα δεν θα εξελιχθούν με τον
καλύτερο τρόπο.
Ρήνη: Είναι λογικό να μην ξέρεις τι να κάνεις. Σε συμβουλεύω όμως να αποφασίσεις
αντικειμενικά και αμερόληπτα.
Ρούλα: Ρήνη μου, σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ για τις συμβουλές σου. Δεν θα ‘ξερα τι θα
‘κανα χωρίς εσένα.
Ρήνη: Χαίρομαι που βοήθησα όσο μπορούσα. Να ξέρεις ότι θα ‘μαι στο πλάι σου ότι κι
αν αποφασίσεις.
( Δεύτερος διάλογος )
- Ποιος είναι;
- Άνοιξε!
- Ωχ, δεν το πιστεύω!
- Ρούλα!
- Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω!
- Πως είσαι; Όλα καλά;
- Ε, ας τα λέμε καλά… Εσύ;
- Μια χαρά, ήρθα για λίγες μέρες να σε δω, μιας και είχα άδεια από τη δουλειά. Μου
έλειψες πολύ!
- Κι εμένα μου έλειψες! Σκεφτόμουν να σε πάρω τηλέφωνο.
- Γιατί; Τι έγινε; Δε σε βλέπω πολύ καλά.
- Η αλήθεια είναι πως δεν είμαι… Μου συνέβη κάτι τρομερό.
- Μπορώ να βοηθήσω;
- Δεν ξέρω αν μπορείς έτσι όπως τα έχω κάνει, αλλά οι συμβουλές σου θα ήταν κι αυτές
μια μικρή… βοήθεια.
- Πες μου!
- Λοιπόν, ξέρεις πως δεν έχω κάνει και τις καλύτερες επιλογές.
- Αυτό τι σχέση έχει;
- Μη με διακόπτεις. Όπως σου έλεγα, οι επιλογές μου μου κόστισαν μια «ζωή».
- Όταν λες «ζωή» ;
- Είμαι έγκυος.
- Δε μιλάς σοβαρά!
- Κι όμως. Μόνο που πλέον είναι αργά και δεν μπορώ να κάνω έκτρωση.
- Δεν θα ήταν σωστό να τερματίσεις μια ζωή, θυμήσου κι εγώ σε τι θέση ήμουν, όμως τα
κατάφερα και πλέον μεγαλώνω μόνη μου το παιδί.
- Έχεις δίκιο, μόνο που δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω…
- Αν έχεις δικά σου άτομα δίπλα σου, τα πράγματα θα είναι πιο εύκολα. Θα έχεις εμάς,
τους φίλους σου και την οικογένειά σου. Μην ανησυχείς!
- Χμμ, ναι. Ίσως να έχεις δίκιο. Δεν μπορούσα να σκεφτώ ήρεμα τόσο καιρό.
- Βλέπεις; Είμαστε δίπλα σου, αυτό να θυμάσαι.
- Σε ευχαριστώ πολύ… Ευχαριστώ για όλα!
Ο ήχος του κλειδιού στην πόρτα με έκανε να τιναχτώ απ’το κρεβάτι . Δεν μπορεί να
είχε γυρίσει τόσο γρήγορα , κι εγώ δεν ήμουν καθόλου έτοιμος ν α την αντιμετωπίσω , δεν
είχα προλάβει να σκεφτώ πώς έπρεπε να αντιδράσω .
……………………………………………………………………………………………………………………………………………………
……
Χωρίς ανάσα , με γουρλωμένα μάτια , έστρεψα το κεφάλι μου αργά προς την πόρτα που
άρχισε σιγά σιγά να ανοίγει .
ΛΑΙΜΟΣ ΠΟΥ ΣΤΡΙΒΕΙ :Κρακ κρακ κρακ
ΠΟΡΤΑ ΠΟΥ ΑΝΟΙΓΕΙ : Κρακ κρακ κρακ
Δεν κουνήθηκα από τη θέση μου ούτε όταν είδα τον Πέτρο , φανερά απορημένο , να
στέκεται σγτο άνοιγμα της πόρτας με τη μεγάλη σχολική του τσάντα φορεμένη στην πλάτη
και να με κοιτάζει , ούτε όταν μου είπε , «Τελειώσαμε νωρίτερα και γύρισα μόνος μου», ούτε
όταν με ρώτησε «Έχει φαϊ;» ούτε όταν μου είπε «Έφερα και το φίλο μου το Γιάννη , πειράζει
;»Δεν είναι ότι δεν ήθελα να φερθώ φυσιολογικά και να του μιλήσω , είναι ότι δεν
μπορούσα . Είχα πάθει ένα είδος αγκύλωσης στο σώμα και στο μυαλό , κι αυτό πρέπει να
ήταν τόσο εμφανές , που το παιδί κούνησε το κεφάλι του πάνω κάτω κοροϊδευτικά και
εξαφανίστηκε στο χολ .
……………………………………………………………………………………………………………………………………………………
………
Θυμήθηκα την ημέρα που γεννήθηκε ο Πέτρος , πώς κλαίγαμε η Σοφία κι εγώ , πώς με
αγκάλιασε (λες εκείνα τα μπατόν σαλέ στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι της στο μαιευτήριο
να τα είχε στείλει ο αληθινός πατέρας ;) , θυμήθηκα τα βαφτίσια ( λες ο α.π να ήταν εκεί ,
μπλεγμένος με το συγγενολόι , και να παρακολουθούσε ;) , τα πρώτα γενέθλια του Πέτρου (
λες ο α.π να ἐστειλε ένα από όλα εκείνα τα χρωματιστά πακέτα ;) , τη γιορτή του
νηπιαγωγείο που ο Πέτρος ήταν ντυμένος μάγειρας ( λες ο α.π να καθόταν κι αυτός εκεί ,
ανάμεσα στους γονείς ;) και μετά όλες εκείνες οι φορές που η Σοφία έφευγε με τον Πέτρο ,
«Τον πάω στην παιδική χαρά», «Πάω τον Πέτρο στο ποδόσφαιρο», «Πάω τον Πέτρο στο
τένις», «Πάω με τον Πέτρο να του πάρω παπούτσια», «Πάω να πάρω τον Πέτρο»…
……………………………………………………………………………………………………………………………………………………
……….
Τα μπιφτέκια μουλιάζανε μέσα στο νεροχύτη σαν νεκρά ψάρια με μαύρα λέπια που μόλις
τα ξεροψήσανε στη σχάρα τα ξαναπέταξαν στο νερό . «Κολυμπήστε , ρε μαλακισμένα» , κι
εγώ σα μαλάκας πάνω από το νεροχύτη να γελάω .
«Γελάς μόνος σου ;» η φωνή του Πέτρου με ξύπνησε . «Τι θα γίνει ;Θα φάμε καμιά ώρα ;»
Μέσα στους ατμούς της κουζίνας μόλις που διέκρινα τον γιο μου στην πόρτα . Φορούσε
την μπλούζα του spiderman και ήταν αναψοκοκκινισμένος από το παιχνίδι .
«Τρὠμε σε δύο λεπτά. Φώναξε τον Γιάννη και ελάτε»
Ο Πέτρος έφυγε τρέχοντας για το δωμάτιό του φωνάζοντας :»Γιάννηηηηηη. Γιάννηηηηηηη.
Κατέβα . Τρώμε !»
Σε δύο λεπτά τα παιδιά καθόντουσαν ανυπόμονα στο τραπέζι και περίμεναν να τα σερβίρω
. Χτυπούσαν τα μαχαιροπίρουνά τους πάνω στο τραπέζι . Ακούμπησα την πιατέλα με τα
καμένα μπιφτέκια μπροστά τους . «Φάτε».
Ο Πέτρος και ο Γιάννης κοίταζαν με αηδία μέσα στην πιατέλα . « Ρε μπαμπά , αυτά είναι
κάρβουνα». Ο Πέτρος με κοίταξε με απορία . Έτσι όπως με κοίταζε προσπάθησα να
καταλάβω σε ποιον μοιάζει . Ποιανού ήταν αυτό το απορημένο στόμα , αυτή η
απορημένη μύτη , αυτά τα απορημένα μάτια ; «Φάτε!» είπα πάλι , λίγο πιο δυνατά αυτή τη
φορά . Ποιανού ήταν αυτό το στρογγυλό πιγούνι , αυτά τα σγουρά μαλλιά , αυτό το
μακρόστενο πρόσωπο ; «Ρε , μπαμπά , αυτά είναι σκέτη αηδία» φώναξε ο Πέτρος
εκνευρισμένος . Ποιανού ήταν αυτές οι εκνευρισμένες βλεφαρίδες , αυτά τα εκνευρισμένα
μαγουλάκια ; «Τρώγε» , φώναξα πολύ δυνατά αυτή τη φορά , απευθυνόμενος πια μόνο
στον Πέτρο . «Δε θέλω», ούρλιαξε ο Πέτρος κι έκανε να φύγει . Ποιανού ήταν αυτή η
θυμωμένη φωνή ;Ποιανού ήταν αυτό το μαλακισμένο ύφος ;(…..)Δεν είναι δικά μου ; Δεν τα
πήρε από μένα ;Τον άρπαξα απότομα από το μπράτσο κι άρχισα να του χώνω τα καμένα
μπιφτέκια μέσα στο στόμα , να του πασαλείβω τη μούρη με το μουλιασμένο κιμά . Φάε .
Φάε . Τον στούμπωσα με μπιφτέκια , μπούκωσε το στόμα του , άρχισε να ξερνάει και να
κλαίει , κι έτσι όπως άνοιγε το στόμα του για να φωνάξει βοήθεια του έχωνα μέσα κι άλλα
μπιφτέκια , κι άλλα , και του τα πίεζα με όλη μου τη δύναμη , του έκλεινα το στόμα με τα
μπιφτέκια και μετά του το σκέπαζα με όλη μου την παλάμη , για να μην μπορεί να τα
φτύσει .
Ξεψύχησε πολύ γρήγορα , σταμάτησε ξαφνικά να αντιστέκεται . Πήρα τα χέρια μου από
πάνω του και σωριάστηκε στο πάτωμα . Η μπλούζα του spiderman γεμάτη κιμάδες ,
αποκαϊδια και εμετούς . Έτσι όπως είχε ξαφνικά ησυχάσει πάνω στο πάτωμα της κουζίνας
προσπάθησα πάλι να καταλάβω σε ποιον μοιάζει . Δε μου θύμιζε τίποτα.
Παρατηρήσεις
1. Μπορείτε να δικαιολογήσετε τον τίτλο του διηγήματος ; Προτείνετε ένα δικό σας τίτλο
κι αιτιολογήστε την επιλογή σας .
2. Ποιος ο βασικός ήρωας του συγκεκριμένου διηγήματος ; Ποιο πρόβλημα αντιμετωπίζει ;
Θεωρείτε την αντίδρασή του δικαιολογημένη ;
3. Πόσο σημαντική είναι για την ιστορία μας η παρουσία –απουσία της μητέρας του Πέτρου
;
4. Παρακολουθήστε τη σταδιακή αλλαγή στην ψυχολογία του αφηγητή μέχρι την τελική
εγκληματική του πράξη . Δηλώστε την ψυχική του κλιμάκωση με φράσεις του κειμένου .
Δημιουργήστε μια μικρή powerpoint παρουσίαση με λεζάντες τις φράσεις αυτές και εικόνες
ή βίντεο που τις σχολιάζουν .
5. Στο κείμενο αναδεικνύεται το ζήτημα της ενδοοικογενειακής βίας σε μια από τις ακραίες
διαστάσεις της ; Μπορείτε να εντοπίσετε τους θύτες και τα θύματα αυτής της βίας ;
Δικαιολογήστε τις απαντήσεις σας με αναφορές στο ίδιο το κείμενο .Συμβουλευτείτε και τις
παρακάτω πηγές :
http://edu.klimaka.gr/nomothesia/diaforoi-nomoi/245-antimetwpish-endooikogeneiakhs-vias.html
http://e-psychology.gr/violence-abuse/916-endooikogeneiakh-via-to-thyma-o-thyths-kai-oi-epiptoseis-
ths
6. Ο αφηγητής μας είναι ένας σύγχρονος άνδρας . Θεωρείτε ότι οι σκέψεις και η
συμπεριφορά του φανερώνουν ένα πραγματικά μοντέρνο άνδρα ή εντοπίζετε σ ’αυτόν
κατάλοιπα και δεσμεύσεις /αγκυλώσεις που χαρακτηρίζουν τον παραδοσιακό άνδρα .
7. Να προσδιορίσετε το είδος του αφηγητή , καθώς και τους τρόπους και τις τεχνικές
αφήγησης που χρησιμοποιεί .
8.α Υποθέστε ότι είστε φίλος του αφηγητή και σας έχει μόλις εκμυστηρευτεί τι του
συνέβη ξαφνικά . Τι θα τον συμβουλεύατε ; Γράψτε ένα διαλογικό κείμενο ανάμεσα
στον υποτιθέμενο φίλο και στον αφηγητή .
Πατέρας- Τώρα πιστεύω να καταλαβαίνεις πως ένιωθα εκείνη την στιγμή και έκανα
ότι έκανα.
Φίλος- Και πάλι, αυτό που έκανες δεν μπορεί να δικαιολογηθεί όποιες και να ήταν
συνθήκες εκείνη τη στιγμή.
Πατέρας- Μα.. Φαντάσου και εσύ μία μέρα να σου λέει η γυναίκα σου ότι το παιδί
που μεγάλωνες τόσα χρόνια δεν είναι δικό σου.
Φίλος- Θα συνέχιζα να το αγαπάω και να το προσέχω σαν να ήταν δικό μου. Έτσι κι
αλλιώς τόσα χρόνια ο αληθινός του πατέρας δεν φάνηκε, γιατί να σε πειράζει;
Πατέρας- Δεν καταλαβαίνεις! Όλα εύκολα φαίνονται όταν τα λες, αν γινόταν αυτό σε
εσένα, το πιο πιθανό είναι να έκανες το ίδιο.
Φίλος- Καλά, ότι ήταν να γίνει έγινε, τώρα πρέπει να υποστείς τις συνέπειες των
πράξεών σου. Δεν είχαν και άδικο που σε κλείσανε μέσα, φόνος ήταν όπως και να’ναι
Πατέρας- Ότι και να πεις έχεις δίκιο! Αλλά το θέμα είναι ότι τώρα η γυναίκα μου
δεν θέλει ούτε να με βλέπει. Δεν πρόκειται να με συγχωρέσει ποτέ. Τι να κάνω;
Φίλος- Δώσε της χρόνο, δεν έχει και άδικο. Έχεις καταλάβει τι έκανες; Σκότωσες
τον ίδιο σου τον γιο.
Φίλος- Θα σου δώσω λίγο χρόνο να το σκεφτείς και θα έρθω να σου μιλήσω ξανά
αύριο.
Β. Υποθέστε ότι το κείμενό μας δεν έχει ολοκληρωθεί αλλά τελειώνει στο δικαστήριο με
την απολογία του αφηγητή για τη δολοφονία του παιδιού . Τι θα μπορούσε να λέει ;
Γράψτε ένα αφηγηματικό-μονολογικό κείμενο όπου ο δολοφόνος θα ανατρέχει στις
αιτίες και στα γεγονότα που τον οδήγησαν στη δολοφονία ενός μικρού παιδιού …
Γυναίκες : Σαμπίνα –Ρήνη – Χέλγκα – Σιόρα Επιστήμη – Αγαπούλα – Μάνα του άρρωστου
παιδιού –Νίκη – Γιαννούλα – Ρούλα –μάνα του παιδιού που δολοφονήθηκε .
Α΄ ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Α . ΚΕΙΜΕΝΟ
Στο κρεβάτι , σ’ ένα απ’ τα πολλά ξενοδοχεία όπου έκαναν έρωτα , η Σαμπίνα έπαιζε με
τα μπράτσα του Φραντς : « Είναι απίστευτο το τι ποντίκια έχεις !»
Τα εγκώμια αυτά ευχαριστούσαν τον Φραντς . Σηκώθηκε από το κρεβάτι , άρπαξε μια
βαριά καρέκλα απ’ το ένα πόδι , χαμηλά στο ύψος του δαπέδου , και άρχισε να την
σηκώνει αργά- αργά . Ταυτόχρονα , έλεγε στη Σαμπίνα :
« Δεν έχεις τίποτα να φοβάσαι , θα μπορούσα να σε προστατέψω σε κάθε περίσταση ,
ήμουν κάποτε πρωταθλητής στο τζούντο».
Κατάφερε να υψώσει κάθετα το χέρι του χωρίς ν’ αφήσει την καρέκλα κι η Σαμπίνα του
είπε : « Κάνει καλό να ξέρει κανείς ότι είσαι τόσο δυνατός !».
Στο βάθος όμως , μέσα της , πρόσθεσε ακόμα τούτο : Ο Φραντς είναι δυνατός , αλλά η
δύναμή του είναι αποκλειστικά στραμμένη προς τα έξω . Με τους ανθρώπους που ζει , μ’
αυτούς που αγαπάει , είναι αδύναμος . Η αδυναμία του Φραντς ονομάζεται καλοσύνη . Ο
Φραντς δεν θα έδινε ποτέ διαταγές στη Σαμπίνα . Ποτέ δεν θα της ζητούσε , όπως άλλοτε ο
Τόμας , ν’ ακουμπήσει τον καθρέφτη χάμω και να πηγαινοέρχεται από πάνω ολόγυμνη .
Όχι ότι δεν έχει αισθησιασμό , αλλά δεν έχει τη δύναμη να διατάζει . Υπάρχουν πράγματα
που δεν μπορεί να ολοκληρώσει κανείς παρά μόνο με τη βία .
Η Σαμπίνα κοίταζε τον Φραντς να περπατάει πάνω – κάτω στο δωμάτιο ανεμίζοντας
πολύ ψηλά την καρέκλα · η σκηνή αυτή τα φαινόταν γελοία και τη γέμιζε με μια παράξενη
θλίψη .
Ο Φραντς ακούμπησε κάτω την καρέκλα και κάθισε , με το πρόσωπο στραμμένο στη
Σαμπίνα .
« Όχι ότι δεν μου αρέσει που είμαι δυνατός , είπε , αλλά στη Γενεύη τι να τους κάνω
αυτούς τους μυς ; Τους έχω σαν κόσμημα . Είναι τα φτερά του παγωνιού . Ποτέ δεν έσπασα
τα μούτρα κανενός» .
Η Σαμπίνα συνέχιζε τις μελαγχολικές της σκέψεις . Κι αν είχε έναν άντρα που να τις
έδινε διαταγές ; Ποιος θα’ θελε να κυριαρχήσει σ’ αυτήν ; Πόσο καιρό θα τον είχε υπομείνει
; Ούτε πέντε λεπτά. Πράγμα που σημαίνει ότι κανένας άνδρας δεν της έκανε . Ούτε δυνατός
, ούτε αδύνατος .
Είπε : « Και γιατί δεν χρησιμοποιείς πού και πού τη δύναμή σου επάνω μου ;
- Γιατί το ν’ αγαπάς σημαίνει να παραιτείσαι απ’ τη δύναμη» είπε ο Φραντς γλυκά .
Η Σαμπίνα κατάλαβε δύο πράγματα : πρώτον , ότι αυτή η φράση ήταν όμορφη κι
αληθινή . Δεύτερον , ότι με τη φράση αυτή ο Φραντς είχε μόλις εξαιρεθεί απ’ την ερωτική
της ζωή .
Β ΚΕΙΜΕΝΟ
Ο Αντρέας εξακολουθεί το λαθρεμπόριο με το καΐκι του. Σε κάποιο ταξίδι του μαθαίνει πως η Ρήνη
πρόκειται να παντρευτεί. Μετανιώνει που τόσον καιρό δεν έκαμε τίποτε. Βγαίνει στη στεριά και
πηγαίνει στο σπίτι της. Τη βρίσκει μόνη της. Την πείθει, παρά τους δισταγμούς της, και τον ακολουθεί
στο σπίτι του. Όταν αργότερα η σιόρα Επιστήμη θα τους επισκεφτεί, ο Αντρέας της υπόσχεται πως θα
παντρευτεί τη Ρήνη χωρίς καμιά άλλη απαίτηση.Έφτασε ο χειμώνας. Η Επιστήμη δέχεται την
επίσκεψη του θείου του Αντρέα.Της ζητάει 1.000 τάλαρα για προίκα. Αυτή επιμένει ότι μόνο 300
μπορεί να δώσει. Ο Αντρέας, όταν μαθαίνει την τελική της απάντηση, αποφασίζει να δουλέψει, για
να ξεχρεώσει το σπίτι, που πρόκειται να πουληθεί. Εγκαταλείπει στο σπίτι τη Ρήνη, που είναι έγκυος,
ψαρεύει και πουλάει τα ψάρια στην αγορά. Εκεί τον βρήκε η σιόρα Επιστήμη και του ζητάει να
συζητήσουν. Αυτός δε δέχεται και τη διώχνει. Στην απελπισία της αρπάζει ένα μαχαίρι και τον
χτυπάει σκληρά στο μπράτσο. Ενώ την πιάνουν οι αστυνομικοί, λέει του Αντρέα:«Μη μου χάσεις το
σπίτι μου. Πάρ' το κλειδί του κομού και σύρε να σου τα δώκει όλα όσα έχω ο άντρας
μου· όλα· μόνο διαφέντεψέ* με στο δικαστήριο. Ανάθεμά τα τα τάλαρα!»Ο Αντρέας, που η πληγή
του είναι επιπόλαιη, τρέχει χαρούμενος στο σπίτι του. Δε βρίσκει τη Ρήνη. Πηγαίνει έπειτα στο σπίτι
της και της λέει τα νέα.
Εκείνη εκοίταξε πονεμένη τα αδέρφια της, εκατέβασε το βλέφαρο και δεν του αποκρίθηκε.
«Γιατί δε χαίρεσαι;» την ερώτησε.
Κι αυτήν τη στιγμή εμπήκε στο σπίτι ο γέροντας ο Τρίνκουλος. Έτρεμε όλος, αχνός, λιγνός,
φοβισμένος, με μάτια που το κρασί από τόσα χρόνια του τα 'χε θολώσει. Μα τώρα ήταν ξενέρωτος κι
εδάκρυζε. Είχε ακούσει τα τελευταία τα λόγια του Αντρέα κι αγκάλιασε μ' αγάπη τη θυγατέρα του. Κι
εκεί δεν εμπόρεσε πλια να βαστάξει. Ένα αναφιλητό βαρύ βαρύ του ετίναξε τα στήθη κι εμούγγρισε
για να μην ξεφωνίσει το κλάμα.
Κι ο Αντρέας στενοχωρημένος εκοίταζε τα δύο πλάσματα, που αγαπιόνταν, που υπόφερναν εξαιτίας
του και που τώρα δεν εμιλούσαν.
Τέλος ο πατέρας της είπε, σφίγγοντάς την στην αγκαλιά του: «Σ' εδυστύχεψε!»
Δεν είπε ποιος. Ο νους του ήταν ίσως για τη γυναίκα του, μα ο Αντρέας ενόμισε πως τα λόγια τον
εχτυπούσαν εκείνον, κι είπε: «Έφταιξα· μα τώρα εδιορθωθήκανε όλα. Την Κυριακή βάζω στεφάνι.
Εδώ τα κλειδιά του κομού· είπε να μου τα δώκεις τα χίλια».
«Και ξαναγοράζεις» του 'πε η Ρήνη πικρά «και την αγάπη; Ω, τι έκαμες!» Κι εβάλθηκε να κλαίει.
«Την αγάπη;» ερώτησε αχνίζοντας· «και δεν την έχω;»
«Όχι!» του αποκρίθηκε «όχι! για λίγα χρήματα ήσουνε έτοιμος να με πουλήσεις και χωρίς αυτά δε μ'
έπαιρνες· πάει τώρα η αγάπη. Επέταξε το πουλί!»
«Θα ξανάρθει» της απολογήθηκε λυπημένος, «στη ζεστή τη φωλιά του. Η ζωή μας θα 'ναι
παράδεισος!»
«Όχι!» του 'πε, «έπειτα απ' ό,τι έκαμες όχι! κι α σ' αγαπούσα, δε θα ερχόμουνα μαζί σου. Είμαι
δουλεύτρα· ποιόνε έχω ανάγκη;» Και σε μία στιγμή ξακολούθησε: «Γιατί ν' αδικηθούν τα αδέρφια
μου;»
«Σ' εδυστύχεψε!» είπε πάλι πικρά ο πατέρας που τώρα ήταν ξενέρωτος. «Γιατί να μην τα δώσει από
την αρχή όπως τση το 'πα; Ανάθεμά τα τα τάλαρα!»
«Πάμε!» είπε ο Αντρέας.
«Όχι!» του 'πε μ' απόφαση· «εδώ είναι ο χωρισμός μας. Θα πάω σε ξένα μέρη, σε ξένον κόσμο, σ'
άλλους τόπους· θα δουλέψω για με και για να κουναρήσω το παιδί που θα γεννηθεί. Θα μου δώσει η
μάνα γράμματα για να 'βρω αλλού εργασία· θα τα πάρει από τες κυράδες της. Όχι, δεν έρχομαι!
Είμαι δουλεύτρα· ποιόνε έχω ανάγκη;» Κι έπειτα από μία στιγμή σα ν' απαντούσε σε κάποια της
σκέψη εξαναφώναξε: «Δεν έρχομαι, δεν έρχομαι!»
Ο Αντρέας την εκοίταξε ξεταστικά κι εκατάλαβε πως όλα τα λόγια θα 'ταν χαμένα.
«Ανάθεμά τα τα τάλαρα!» εφώναξε πάλι απελπισμένος. «Πάει η ευτυχία μου!»
Κι εβγήκε στο δρόμο.
Γ ΚΕΙΜΕΝΟ
Ο αφηγητής είναι Έλληνας μετανάστης στη Γερμανία
Είναι καλές γυναίκες οι Γερμανίδες – έχω να το λέω . Τίμιος κόσμος – επειδή είναι
λεύτερες . Ο λεύτερος άνθρωπος είναι τίμιος . Δε θέλουνε τίποτα , δε λένε ψέματα , δεν
έχουν υποκρισίες , δεν το κρύβουνε γιατί βγήκαν αυτό το βράδι. Φίφτυ- φίφτυ τον έχουν
τον έρωτα – όσα δίνεις , τόσα παίρνεις .
Χωρίζουμε την Κυριακή το πρωί . Η Γερμανίδα λέει – Ζεερ γκούτ , πως είταν πολύ καλά .
Εγώ της λέω να ξαναϊδωθούμε . Εκείνη γελάει ευχαριστημένη μα πολύ σπάνια να το πούμε
το πότε . Τα’ αφήνουμε έτσι - δε ρωτάμε για το πότε . Και τότες είναι το τέλος – εντσασιόν
κι από δω . Την Κυριακή που μένεις πάλι μονάχος , το σκέφτεσαι πάλι . Για το φίφτυ –
φίφτυ που δεν πάει μακρύτερα απ’ όσο κρατάει(…)
Η Χέλγκα . Μια γυναίκα από τον άλλον τον κόσμο , θέλω να πω πως δεν είταν από
μας τους φτωχούς με το μεροκάματο . Αυτή με ψώνισε , σαββατόβραδο αργά σ’ ένα μπαρ .
Με πήγε με το αυτοκίνητο το δικό της , το’ χε απ’ έξω , με πήγε στο σπίτι της . Και ν’
αρχίσει να κλαίει πως δεν μπορεί με κανέναν άντρα , δεν θέλει κανένα - και θέλει και
παίρνει τους δρόμους . Και να τον κάνει επί τέλους , με τα χίλια βάσανα , τον έρωτα – που
δεν θέλει – και πάλι να κλαίει . Τη γιάτρεψα αυτή τη Χέλγκα – δεν έκλαιγε πριν , δεν έκλαιγε
και μετά – καλός άνθρωπος είταν , πολύ καλός άνθρωπος , τό βλεπα , μα να μείνω μαζί
της , όχι – το βαλα στα πόδια .
- Άρον τον κράβατόν σου και περιπάτει , της λέω την τελευταία στιγμή που χωρίσαμε- πού
το θυμήθηκα ;
- Τι είπες , ρωτάει .
- Δεν είμαστε εμείς για να μείνουμε μαζί , της λέω . Έχουμε , βλέπεις και την κοινωνική
διαφορά τόσο μεγάλη . Δε μου πάει να’ ρχεσαι με τ’ αυτοκίνητο να με παίρνεις απ’το ΑΟΥΤΕΛ .
Δραστηριότητες
1 α. Να διακρίνετε και να περιγράψετε τα βασικά χαρακτηριστικά των ηρώων
των παραπάνω κειμένων.
β. Ποια ζητήματα –προβλήματα αντιμετωπίζουν οι ήρωες των παραπάνω κειμένων ;
Να αξιοποιήσετε τους δύο παρακάτω πίνακες και να παρουσιάσετε σε αυτούς με επιγραμματικό τρόπο
τα ζητήματα που θίγονται σε κάθε απόσπασμα και τα χαρακτηριστικά των ηρώων.
Να αξιοποιήσετε με κριτικό τρόπο τα εξής εργαλεία του προγράμματος: γραμματοσειρά (μορφή και
μέγεθος), υπογράμμιση, χρώμα, bold. Οι επιλογές σας να αναδεικνύουν αποτελεσματικά τις απόψεις
σας (π.χ. έμφαση, σχολιασμός, κά.).
2. Να εντοπίσετε στο κείμενο τις λέξεις - φράσεις που δηλώνουν ξεκάθαρα το ήθος των ηρώων και να
τις υπογραμμίσετε με το κατάλληλο χρώμα ή/και να επιλέξετε την κατάλληλη γραμματοσειρά στο
Πρόγραμμα Επεξεργασίας, ανάλογα με τον αν επιδοκιμάζετε ή αποδοκιμάζετε τη στάση τους .
Να δικαιολογήσετε τις επιλογές σας ενεργοποιώντας την εισαγωγή σχολίου στο κείμενό σας.
3. Πιστεύετε ότι οι αντιλήψεις τους είναι σύμφωνες με τις αντίστοιχες στερεότυπες του άνδρα και της
γυναίκας στην παραδοσιακή κοινωνία;
Να εντοπίσετε μία αντίληψη σε κάθε απόσπασμα που σας προβλημάτισε και να την σχολιάσετε με
την χρήση emoticons .
Παρουσιάστε τους προβληματισμούς , τα σχόλια και τα συμπεράσματά σας στην τάξη με προβολή
του πίνακα και του σχολιασμένου εγγράφου σας (word )
Α. Ξαναγράψτε τους διαλόγους του α΄ ή του β΄ κειμένου, αλλάζοντας τη συμπεριφορά της ηρωίδας
ή του ήρωα .
Δημιουργείστε ένα νέο κείμενο με καθαρά διαλογική μορφή και δραματοποιείστε
το…
Και για όσους δεν θυμούνται τι σημαίνουν οι παραπάνω σχετικοί με το είδος του
αφηγητή όροι…ευκαιρία για επανάληψη :
Να συγκρίνετε τις δύο εκδοχές του κειμένου (την αρχική και τη …δική σας )
και να καταγράψετε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της καθεμιάς .
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α1. Να κατονομάσετε τα πρόσωπα της ιστορίας. (12 μονάδες)
α2. Να εντοπίσετε τους δύο χώρους όπου διαδραματίζεται η ιστορία. (8 μονάδες)
α3. Να αναφέρετε για τον κάθε έναν από αυτούς τους χώρους μία φράση, η οποία να τους
προσδιορίζει αντιθετικά. (5 μονάδες).
ΣΥΝΟΛΟ:25 ΜΟΝΑΔΕΣ
β1. Να περιγράψετε τον τρόπο με τον οποίον αντέδρασαν η μάνα και η κόρη στην ιδέα του
προξενιού. (12 μονάδες)
β2. Να αιτιολογήσετε (8 μονάδες) και να σχολιάσετε (5 μονάδες) αυτές τις αντιδράσεις.
ΣΥΝΟΛΟ:25 ΜΟΝΑΔΕΣ
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
β.1. Να περιγράψετε την εικόνα της γυναίκας από την οπτική γωνία του προσώπου που
την αγαπάει. (10 μονάδες)
β.2. Να παρουσιάσετε τον τρόπο που οι δυο νέοι παντρεύτηκαν; (5 μονάδες) Ποιο
κοινωνικό στερεότυπο για τον ρόλο των δύο φύλων προβάλλεται μέσα από αυτή τη
διαδικασία; (5 μονάδες)
β.3. «Λοιπόν θα πάρω γυναίκα να με τρέφει;»: ποια αντίληψη για τον ρόλο του άντρα
εκφράζεται στη φράση αυτή του αφηγητή; (5 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ: 25
Άξαφνα ένιωσε πως αυτός ο τοίχος ήταν η ζωή, η ζωή που υψώνεται πάνω στους
ανθρώπους και τους πιέζει, τους πιέζει ολοένα.
Πετάχτηκε πάνω, άνοιξε το συρτάρι, πήρε το παλιό πιστόλι που είχε, βγήκε στην αυλή,
με τη φανέλα, το μακρύ άσπρο σώβρακο και τα παπούτσια, ο τοίχος ήταν εκεί, έβλεπε
το φριχτό πρόσωπό του, ο τοίχος, ο τοίχος ήταν εκεί, «Ναι, εγώ τον σκότωσα!» θάλεγε
όταν θα πλάκωνε η αστυνομία, ο τοίχος ήταν εκεί, η ζωή ήταν εκεί, η ζωή, ο τοίχος, ο
τοίχος, ο τοίχος, ο τοίχος...
Άδειασε και τις έξι σφαίρες απάνω του.
(Ζητείται Ελπίς, Εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2008, σσ.26-31, Α΄έκδοση: 1954)
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α.1. «Ήτανε μια μικρή αυλή ... Ξενόπλενε κιόλας.» Να διακρίνετε τα βασικά πρόσωπα
που αναφέρονται στο παραπάνω απόσπασμα. (10 μονάδες)
α.2. Σε ποιο χώρο ζουν τα πρόσωπα που εντοπίσατε στην ερώτηση α.1. (5 μονάδες) και
πού εργάζονται; (5 μονάδες)
α.3. Ο αφηγητής, κατά τη γνώμη σας, συμμετέχει στα γεγονότα που καταγράφει ή όχι;
Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας με δύο (2) παραδείγματα από το κείμενο. (5
μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ: 25
β.1. Να περιγράψετε, κάνοντας τις αντίστοιχες αναφορές στο κείμενο, τον χαρακτήρα
της κεντρικής ηρωίδας. Να λάβετε υπόψη τον κοινωνικό τύπο που εκπροσωπεί. (15
μονάδες )
β.2. Το παιδί, από δώδεκα χρονώ, ... και το βράδυ πήγαινε σε τεχνική σχολή.: Να
περιγράψετε τον ήρωα του παραπάνω αποσπάσματος. (10 μονάδες)
3Ο ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΣΕΝΑΡΙΟ ΤΗΣ Ι. ΚΑΡΥΣΤΙΑΝΗ ΓΙΑ
ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ ΤΟΥ Π. ΒΟΥΛΓΑΡΗ ΝΥΦΕΣ
Μικρή εισαγωγή : Το 1922 εφτακόσιες γυναίκες αφήνουν την Ανατολή και
στοιβάζονται στην γ΄Θέση του ποντοπόρου πλοίου που θα τις πάει στην Αμερική ,
εκεί που θα τις περιμένουν άγνωστοι άνδρες . Στο μπαουλάκι τους ένα οικογενειακό
νυφικό και η φωτογραφία του γαμπρού για την αναγνώριση . Στις 20 μέρες του
ταξιδιού όλα μπορεί να συμβούν . Η ηρωίδα μας , η Νίκη , θα βρει στο πρόσωπο του
φωτογράφου Νόρμαν τον έρωτα …
Ο Νόρμαν κάθεται . Πιάνει τη φωτογραφική μηχανή και κοιτάζει τη Νίκη μέσα απ’ το
φακό.
ΝΟΡΜΑΝ : Δεν έχει φίλμ μέσα . Θέλω μόνο να δω το πρόσωπό σου .
Η Νίκη κοκκινίζει αλλά εξακολουθεί να γαζώνει .
ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΜΕΡΑ :
Τα μαλλιά της . Τα μάτια της . Τα χρυσά ΣΚΟΥΛΑΡΙΚΙΑ της . Τα χέρια της .
Η Νίκη κοιτάζει τη βέρα του κι εκείνος το προσέχει .
ΝΟΡΜΑΝ : ( τρυφερά ) θα ξηλώσω τα κουμπιά μου , μόνο και μόνο ια να μου τα ράψουν
τα χέρια σου
ΝΙΚΗ : ( φουντωμένη ) θα πληρώσεις διπλά .
ΝΟΡΜΑΝ : ( αφήνοντας τη φωτογραφική μηχανή )πές μου κάτι για σένα .
ΝΙΚΗ : Τίποτα ιδιαίτερο .
ΝΟΡΜΑΝ : Δεν έχεις όνειρα ;
ΝΙΚΗ : Μια μηχανή Σίγγερ .
ΝΟΡΜΑΝ : Τίποτε άλλο ;
ΝΙΚΗ : Ύφασμα .
ΝΟΡΜΑΝ : και ;
ΝΙΚΗ : Πολλές πελάτισσες .
ΝΟΡΜΑΝ : Αυτά είναι όλα κι όλα ;
ΝΙΚΗ : Αυτά .
ΝΟΡΜΑΝ : Δεν πιστεύω λέξη απ’ όσα είπες .
Η Νίκη ντρέπεται . Για λίγο σιωπά. Συνεχίζει το γαζί . Τελικά :
ΝΙΚΗ : Μου ζητάνε . Νίκη , κάνε αυτό , Νίκη , κάνε εκείνο . Νίκη έλα . Νίκη πήγαινε . Νίκη
η γάτα . Νίκη η κατσίκα . Νίκη είσαι ο πατέρας της οικογένειας .
ΝΟΡΜΑΝ : Είσαι ;
ΝΙΚΗ : Ναι .
ΝΟΡΜΑΝ : Ώστε είσαι πατέρας ;
ΝΙΚΗ : Ναι
ΝΟΡΜΑΝ : Οι άνθρωποι σαν εσένα μας κάνουνε να αγαπάμε τη ζωή
………………………………………………..
Κατάστρωμα γ ΄ θέσης . Νύχτα
Ο Νόρμαν και η Νίκη βαδίζουν δίπλα – δίπλα , σιωπηλοί στο διάδρομο ως πέρα . Η Νίκη
κοιτάζει το σκοτεινό ορίζοντα .
ΝΙΚΗ : Ήσυχο ταξίδι … χωρίς φουρτούνες …. ( μετά από παύση ) Στο μπαουλάκι μου σέρνω
ένα νυφικό που πάει κι έρχεται τον Ατλαντικό . Πάει κι έρχεται . Το 1909 με τη νονά . Το
1921 . Τώρα , 1922 . Άτυχο νυφικό . Πάει κι έρχεται .
Ο Νόρμαν την κοιτάζει , αλλά η Νίκη αποφεύγει τα βλέμμα του . Ξαναπερπατούν πάνω
κάτω το διάδρομο . Κάθονται σ’ ένα παγκάκι . Η Νίκη ακουμπά το καλαθάκι στην ποδιά
της.
Αυτή κοιτάζει τη θάλασσα κι ο Νόρμαν αυτή . Της παίρνει το καλαθάκι . Καθώς το αφήνει
στο δάπεδο , παρατηρεί το λυμένο κορδονάκι του παπουτσιού της . Σκύβει να το δέσει .
Αναστατωμένη μαζεύει το πόδι της . Ο Νόρμαν την κοιτάζει μην ξέροντας αν πρέπει να
προχωρήσει . Μετά από ένα λεπτό η Νίκη ξαναγλιστράει προσεκτικά το πόδι προς το
μέρος του . Της δένει το κορδόνι . Δεν ξανακάθεται δίπλα της . Ακουμπάει στα ρέλια .
Μένουν κι οι δύο να ακούν τον ήχο του ωκεανού .
Πλαϊνό κατάστρωμα γ ΄ θέσης – Νύχτα
Η Νίκη κάθεται εκεί που άλλοτε καθόταν με τη Χαρώ. Στο βάθος του διαδρόμου
εμφανίζεται μια ανοιχτόχρωμη φιγούρα που στέκεται εκεί . Ο Νόρμαν . Στη μασχάλη του
το μεγάλο κουτί Χατζή – Μπεκίρ Λουκούμ . Με αργά βήματα , έρχεται προς τη Νίκη .Την
πλησιάζει . Η Νίκη μαζεύει το πανεράκι της και του ελευθερώνει το κάθισμα .Ο Νόρμαν
κάθεται και γυρίζει προς τη Νίκη . Αφήνει στα χέρια της το κουτί. Γέρνει ελαφρά προς το
μέρος της , γυρίζει το πέτο της βγάζοντας μία – μία καρφίτσες και βελόνες . Τις
καρφιτσώνει στο δικό του . Ζυγίζει τις λέξεις του .
ΝΟΡΜΑΝ : ( στα ελληνικά ) s’ agapo
NIKH : Μη .
ΝΟΡΜΑΝ : ( ΣΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ ) Μα σ’ αγαπώ .
ΝΙΚΗ : Μη μ’ αγαπάς .
ΝΟΡΜΑΝ : Γιατί ;
ΝΙΚΗ : Είμαι Ελληνίδα.
ΝΟΡΜΑΝ : Και ;
ΝΙΚΗ : Μη μ’ αγαπάς .
ΝΟΡΜΑΝ : Επειδή είσαι Ελληνίδα ;
ΝΙΚΗ : ναι .
ΝΟΡΜΑΝ : Σε σκέφτομαι συνέχεια .
ΝΙΚΗ : Μη
ΝΟΡΜΑΝ : Σε σκέφτομαι όμως .
ΝΙΚΗ : Σταμάτα .
ΝΟΡΜΑΝ : Γιατί ;
Η ματιά της Νίκης στέκεται στη βέρα του Νόρμαν . Φέρνει το χέρι του πιο κοντά της και
τεντώνει το δάχτυλο με το δαχτυλίδι .
ΝΟΡΜΑΝ : Έχει τελειώσει .
Βγάζει τη βέρα και τη χώνει στην τσέπη του .
ΝΟΡΜΑΝ : Αύριο φτάνουμε . Κι ο ράφτης σου θα σε περιμένει . Ένας άγνωστος άντρας .
ΝΙΚΗ : Η νονά μου ζούσε παλιά στο Σικάγο . Ήξερε την οικογένειά του . Σμυρνιοί .
ΝΟΡΜΑΝ : Νίκη , μην τον ακολουθήσεις .
Παύση
ΝΙΚΗ ( χαμένη ) : Τι θα πει κι η Αλεξάνδρα ;
ΝΟΡΜΑΝ : Ποια;
ΝΙΚΗ : Δεν ξέρεις για την Ελένη , την αδερφή μου . Δεν ξέρεις για την Αλεξάνδρα , την
ξαδέρφη μου .
ΝΟΡΜΑΝ : Πες μου .
ΝΙΚΗ : Είναι μεγάλη ιστορία .
ΝΟΡΜΑΝ : Νίκη , πόσο μεγάλες ιστορίες κουβαλάς ;
Σιωπή
ΝΙΚΗ : ( χαμηλώνοντας τα μάτια ) Ο Πρόδρομος είναι καλός άνθρωπος . Πώς μπορεί να
τον κοροϊδέψει η οικογένειά μου για άλλη μια φορά ; Δεν μπορώ να του κάνω τέτοιο
πράγμα .
ΝΟΡΜΑΝ : Δεν καταλαβαίνω .
ΝΙΚΗ ( ΣΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ ΠΑΛΙ ) : Είμαι νύφη αντικαταστάτρια . Στη θέση της αδερφής μου που
δεν άντεξε και γύρισε πίσω .
Ο Νόρμαν μένει άναυδος
ΝΟΡΜΑΝ ( αργά ) : Καμιά φορά οι πολιτισμένοι , οι θερμοί ,γλυκείς Ανατολίτες με τις
γυναίκες του ς γίνονται βάρβαροι . Και το δεχόσαστε . Είναι απάνθρωπο που να πάρει .
ΝΙΚΗ : Πού να καταλάβεις τα δικά μας…
ΝΟΡΜΑΝ : Καταλαβαίνω .
ΝΙΚΗ : Τότε μη μ’ αγαπάς .
ΝΟΡΜΑΝ : Μα , σ’ αγαπώ και , θεέ μου , πόσο σε θαυμάζω . Νίκη , πώς θα σε χάσω ; Και
πώς θα σε ξεχάσω ; Δε γίνεται .
ΝΙΚΗ : κατάλαβέ με .
ΝΟΡΜΑΝ : Βοήθησέ με .
ΝΙΚΗ : Ο Πρόδρομος περιμένει για δεύτερη φορά . Είναι ζήτημα τιμής .Κανείς δεν θα
παντρευτεί αδερφές και ξαδέρφες αν έρθω μαζί σου . Η οικογένειά μου θα βγάλει κακό
όνομα . Θα μας λένε πουτάνες . Ο θείος μου , η ξαδέρξη μου , η Αλεξάνδρα , οι δικοί μου θα
καταριούνται ο ένας τον άλλο .Πρέπει να πάω στο Σικάγο . Να παντρευτώ τον Πρόδρομο .
Για τις γυναίκες της οικογένειας . Τίμιες .Και για τις έξι κοπέλες από τη Σαμοθράκη . Σ’ εμένα
βασίζονται . Τόσες womens .
ΝΟΡΜΑΝ : Λάθος
ΝΙΚΗ : Σωστό .
ΝΟΡΜΑΝ : Womens είναι λάθος . Women .
ΝΙΚΗ : Γυναίκες . Είμαστε απλώς γυναίκες .
Σιωπή
ΝΟΡΜΑΝ
Έχουμε μερικές ώρες ακόμα . se parakalo .Σκέψου το …σκέψου το .
Η Νίκη σκεπάζει τα μάτια της με τα χέρια .
ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ
Αφού διαβάσετε προσεκτικά τα παραπάνω αποσπάσματα του σεναρίου , να
απαντήσετε στις παρακάτω ερωτήσεις – δραστηριότητες :
1. Ποιοι οι βασικοί ήρωες των αποσπασμάτων και ποια τα βασικά τους χαρακτηριστικά
( ήθος – κοινωνική τάξη – μόρφωση – κουλτούρα – στάση ζωής );
2. Προσπαθήστε να μπείτε στη θέση του ήρωα και της ηρωίδας αντίστοιχα : ποια τα
ζητήματα που τους απασχολούν ; Ποιες λύσεις επιλέγουν να δώσουν στα προβλήματα
αυτά ; Συμφωνείτε με τη στάση τους ; Θεωρείτε ότι αυτή είναι δικαιολογημένη ;
Ποια νομίζετε ότι είναι τα δομικά χαρακτηριστικά ενός σεναρίου ; Ποια τα στάδια
δημιουργίας του ;
https://www.scribd.com/doc/246599020/%CE%A0%CE%BF%CE%AF%CE%B7%CE%BC%CE
%B1-%CE%A4%CE%B7%CF%82-%CE%9D%CE%AF%CE%BA%CE%B7%CF%82-1%CE%B7-
%CE%9F%CE%BC%CE%AC%CE%B4%CE%B1?secret_password=SJkQX5G7GfONF3NQtpZ6
https://www.scribd.com/doc/246599669/%CE%9F%CE%B9-%CE%9D%CF%8D%CF%86%CE
%B5%CF%82-5%CE%B7-%CE%9F%CE%BC%CE%AC%CE%B4%CE%B1?
secret_password=wQlbv6rrexp0ncuEYIcB
https://www.scribd.com/doc/246599669/%CE%9F%CE%B9-%CE%9D%CF%8D%CF%86%CE
%B5%CF%82-5%CE%B7-%CE%9F%CE%BC%CE%AC%CE%B4%CE%B1?
secret_password=wQlbv6rrexp0ncuEYIcB
https://www.scribd.com/doc/246599923/%CE%9F%CE%B9-%CE%9D%CF%8D%CF%86%CE
%B5%CF%82-2%CE%B7-%CE%9F%CE%BC%CE%AC%CE%B4%CE%B1?
secret_password=QynFBF04nq9PNTpXQPuR
https://www.scribd.com/doc/246600068/%CE%9D%CF%8D%CF%86%CE%B5%CF%82-3%CE
%B7-%CE%BF%CE%BC%CE%AC%CE%B4%CE%B1?
secret_password=pJmpnbDHzQa3WbSllO9O
Νύφες , μια ταινία του Παντελή Βούλγαρη , βασισμένη στο σενάριο της Ι. Καρυστιάνη .
Δ΄ ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης , Πατέρα στο σπίτι
ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ γράφτηκε το 1894 και ανήκει στα
λεγόμενα «αθηναϊκά» διηγήματα του Παπαδιαμάντη, τα οποία όμως
δεν παρουσιάζουν ουσιαστικές διαφορές από τα
«σκιαθίτικα». Απλώς η δράση τους ξετυλίγεται στην Αθήνα,
αλλά οι ήρωες είναι φτωχοί και απλοί άνθρωποι χωρίς τίποτε
αστικό στη συμπεριφορά τους. Σ' αυτό το διήγημα είναι ιδιαίτερα
εμφανής ο κοινωνικός προβληματισμός του συγγραφέα.
— Μπάρμπα, βάλε μου λίγο λαδάκι μες στο γυαλί, είπε η μάνα μου,
γιατί δεν έχουμε πατέρα στο σπίτι.
— Χωρίς πεντάρα;
— Ναι.
— Και τι έγινε ο πατέρας σου;
— Να, πάει να βρη άλλη γυναίκα.
Ήτο πενταετές παιδίον, ζωηρόν, με λάμπρους μεγάλους
οφθαλμούς, ρακένδυτον.* Και με παιδικήν χάριν, με σπαρακτικόν εν
τη αθωότητι μειδίαμα, επρόφερεν εκάστοτε την φράσιν ταύτην, της
οποίας όλον το βάθος δεν ήτο ικανόν να κατανοήση, τόσον ώστε οι
άνθρωποι οι μη έχοντες να κάμουν τίποτε, καθώς εγώ, πολλάκις το
εκάλουν, και απέτεινον* αυτώ την άνω ερώτησιν του μικρού
παντοπώλου της γειτονιάς, μόνον και μόνον δια ν' ακούσωσιν από το
στόμα του την απόκρισιν.
— Να, πάει να βρει άλλη γυναίκα.
Δεν ήτο η πρώτη φορά οπού το έβλεπα. Κατ' εκείνην την ημέραν
συνέβη να είμαι πλούσιος, διότι είχα κατορθώσει μετά
πέντε εκλιπαρήσεις,* και μετά τέσσαρας αποπομπάς,* να λάβω
δεκαπέντε δραχμάς, απέναντι ογδοήκοντα οφειλομένων μοι δι'
αμοιβήν φιλολογικής εργασίας πέντε εβδομάδων. Κατά τας τοιαύτας
δε ημέρας, ισαρίθμους με τας σελήνας του ενιαυτού,* μοι συμβαίνει,
χωρίς να φροντίσω να πληρώσω μέρος των χρεών μου, να εξοδεύω
μονοημερίς τα δυο τρίτα του ούτω πως εκβιασθέντος ποσού,
φυλάττων φρονίμως το τρίτον δια τας επομένας τρεις εβδομάδας.
Έκραξα το παιδίον και του έδωκα μίαν πεντάραν. Εκείνο την έλαβεν,
έβγαλεν έξω από τα χείλη την γλώσσαν, με μειδίαμα ευδαιμονίας, και
ατένίζον με είπε:
— Δο μ' κι άλλη, μπάρμπα!
***
Δεν ήτο το μόνον παιδίον, το οποίον ήρχετο εις το μικρόν εκείνο
παντοπωλείον της οδού Σ..., κατά την δυτικήν εσχατιάν* της πόλεως.
Πτωχαί γυναίκες έστελναν συνήθως τας πενταετείς ή επταετείς
κορασίδας των δια να οψωνίσουν. Συνέβαινε καθ' εσπέραν να
κάθημαι επί ημίσειαν ώραν και πλέον, συνομιλών με δυο ή τρεις
φίλους, πίνοντας το ορεκτικόν των, εις το μικρόν μαγαζίον, ενίοτε δε
να λαμβάνω εκεί το λιτόν δείπνον μου. Πολλάκις τριετή νήπια
ψελλίζοντα τα έστελναν αι προκομμένοι αι μητέρες των, με
επικίνδυνα ποτήρια ή φιαλίδια εις τας χείρας, δια ν' αγοράσουν κασί
ή λάι ή λυκάζι.* Εν τούτων εζήτει να του δώσουν ένα κουμπί
(σκουμβρί), άλλο εζήτει μια πεντάρα πίτα (σπίρτα). Την γλώσσαν των
μόνος ο νεαρός παντοπώλης, ο φίλος μου, ήτο ικανός να την εννοή. Ο
ίδιος εσπλαγχνίζετο ενίοτε και έστελνεπροπομπούς* τους ιδίους του
υπηρέτας έως την θύραν των μικρών παιδίων, δια να φθάσουν ταύτα
ασφαλώς εις την μητέρα των.
Συχνά συνέβαινε να ξεχάση η μικρά παιδίσκη, πενταέτις ή εξαέτις, το
είδος, το οποίον εστάλη ν' αγοράση, και να είπη άλλα αντ' άλλων.
Εντεύθεν παράπονα, διαμαρτυρίαι εκ μέρους των μητέρων, ύβρεις
κατά του μπακάλη. Πάντοτε τον μπακάλην έβγαζαν πταίστην. Το
παιδί ποτέ δεν έπταιε.
Άλλοτε συνέβη να του πέση εις τον δρόμον το μισό το ρύζι, ή να φάγη
την μισήν την ζάχαριν. Τότε η μήτηρ ή η γιαγιά κατήρχετο η ιδία, και
ύβριζε τον μπακάλην, λέγουσα ότι τέτοιος ήτον, τον ήξευρεν αυτή,
όλο ξίκικα* επώλει· μ' αυτά εζητούσε να πλουτίση κι αυτός. Και
δύναμαι να μαρτυρήσω ότι ο μπακάλης ήτο, ως εμπορευόμενος και
ως άτομον, τίμιος άνθρωπος. Άλλοτε πάλιν, ο μικρός ψωνιστής, το
δεινότερον,* έχανε καθ' οδόν τα λεπτά, τα ρέστα, όσα έλαβεν από τον
παντοπώλην. Πλην δια τούτο είχε ληφθή η πρόνοια να τυλίγωνται τα
ρέστα εις χαρτίον, και κάποτε να δένωνται κομπόδεμα εις ράκος* και
να εμβάλλωνται εις την τσέπην του μικρού. Και όμως πολλάκις
εχάνοντο πεντάλεπτα και δεκάλεπτα και
ολόκληροι λιμοκοντόροι.* Και πάλιν ο μπακάλης έπταιεν.
***
Αλλ' ας επανέλθω εις το παιδίον περί ου* ο λόγος εν αρχή. Δεν είμαι
ποτέ πολυπράγμων*, αλλ' ο φίλος μου ο μικρός παντοπώλης ήξευρεν,
ως εικός, όλα τα μυστικά της γειτονιάς. Ήτο
γενικός θεματοφύλαξ*των αλλότριων* υποθέσεων. Δεν ηξεύρω αν το
βλέμμα μου του εφάνη ερωτηματικόν, αλλ' όταν ευκαίρησεν,
αυθόρμητος ήρχισε να μου διηγήται την ιστορίαν.
Προ εννέα ετών ο Μανόλης ο Φλοεράκης είχε νυμφευθή την
Γιαννούλαν Πολυκάρπου. Εκ της συζυγίας ταύτης εγεννήθησαν πέντε
τέκνα, εξ ων το τρίτον ήτο το παιδίον εκείνο.
Ο Μανόλης ήτο ξυλουργός, αλλά δεν διέπρεπε πολύ
επί φιλοπονία.* Ειργάζετο, οσάκις είχεν εργασίαν, από την Τρίτην
έως την Παρασκευήν. Το Σάββατον πρωί τού επονούσεν αίφνης η
μέση του, την Δευτέραν τού επονούσε το κεφάλι. Εννοείται ότι
διήρχετο εν κραιπάλη* από το Σάββατον εσπέρας έως την Δευτέρα
πρωί.
Η γυνή ήτο φιλεργός.* Είχε ραπτικήν μηχανήν και κατεσκεύαζεν
υποκάμισα. Εκέρδιζεν ούτω εν τάλιρον την εβδομάδα, το οποίον,
προστιθέμενον εις τας δεκατρείς ή δεκατέσσαρας δραχμάς, όσας
εκέρδιζεν εκείνος, και εκ των οποίων τα ημίση του εχρειάζοντο δια το
τακτικόν μεθύσι της Κυριακής, μόλις ήρκει προς συντήρησιν της
οικογενείας.
Πλην η οικογένεια ηύξανε, σχεδόν κάθε χρόνον. Ανά
εν κουτσουβέλι,* ή κατσιβέλι,* εγεννάτο τακτικά κάθε δεκαοκτώ
μήνας, με κανονικότητα απελπιστικήν. Η οικογένεια ηύξανεν, αλλά το
εισόδημα ηλαττούτο. Η εργασία εγένετο σπανιωτέρα. Η ραπτική
μηχανή παρερρίφθη εις μίαν γωνίαν, ετέθη εις αχρηστίαν. Η
Γιαννούλα, μη προφθάνουσα ν' απογαλακτίση εν μωρόν, και
αρχίζουοα να βυζάνη αμέσως άλλο, μόλις επαρκούσα δια να πλύνη
ράκη, δεν είχε πλέον καιρόν να ράπτη υποκάμισα.
Ο Μανώλης δεν έπαυσε να μεθύη τακτικά από το Σαββατόβραδον έως
το εξημέρωμα της Δευτέρας. Η Γιαννούλα δεν είχε πλέον δεύτερον
φόρεμα. Τα παιδιά δεν είχον πάντοτε ψωμί. Η εστία σπανίως ήτο
αναμμένη. Η γυνή εγόγγυζεν. Ο Μανόλης, όταν ήρχετο, την έτρωγε
από την γρίνια. Τα παιδιά έκλαιαν. Η αχυροστρωμνή ήτο τρύπια. Η
κουβέρτα δεν ήρκει να σκεπάση τα τρία μεγαλύτερα παιδιά.
Η λάμπα ήτο ακαθάριστη και δεν είχε πετρέλαιον. Η στάμνα είχε
σπάσει προ τριών ημερών, και έπιναν από ένα τσαγγλί*, οσάκις είχε
νερόν η βρύσις της γειτονιάς. Η σκούπα, καταλερωμένη, είχε φαγωθή
η μισή, και ελίπαινε το πάτωμα αντί να το σκουπίση. Το τηγάνι είχε
τρυπήσει και ήτο άχρηστον. Η χύτρα ήτο ραγισμένη, και έσβηνε την
φωτιάν διαρρέουσα, όταν φωτιά υπήρχε. Η κατσαρόλα ήτο παλαιά,
φαγωμένη, αγάνωτη. Ο γανωτής είχε προτείνει ή να την αγοράση
αντί πενήντα λεπτών, ή να την γανώση αντί πενήντα, με κίνδυνον,
είπε, να τρυπήση και να γίνη άχρηστη. Η Γιαννούλα επροτίμησε να
την κρατήση αγάνωτην.
Η ραπτική μηχανή είχε δοθή ενέχυρον δια δύο εικοσιπεντάρικα, τα
οποία θα εχρησίμευαν δια τα γεννητούρια του τελευταίου μωρού και
δι' άλλας χρείας. Τα δύο εικοσιπεντάρικα δεν επεστράφησαν, και η
μηχανή εκρατήθη.
***
Εις τοιαύτην κατάστασιν ήτο η οικία, όταν εισεχώρησεν ο κουμπάρος
εντός.
Ο κουμπάρος ήτο άγαμος και τεσσαροκοντούτης, παχύς,
ευμορφάνθρωπος με πλατύ ζουνάρι. Ήτο μέγας και πολύς,
κομματάρχης ενός των πολιτευτών της Αττικής, είχε κερδίσει χρήματα
από κάτι ενοικιάσεις. Ήτο άνθρωπος μ' επιρροήν.
Κατ' αρχάς ήρχετο άπαξ του μηνός. Είτα ήλθε δις εις μίαν εβδομάδα,
φέρων κρέας και μικρά τινα δώρα δια τα παιδία. Κατόπιν ήρχισε να
έρχεται ημέραν παρ' ημέραν. Τέλος ήρχετο καθ' εκάστην, φέρων
πάντοτε οψώνια.
Τις οίδε ποίους σκοπούς έτρεφεν ο κουμπάρος. Πλην η Γιαννούλα
ήτον τίμια, όσον και πάσα άλλη.
Η Γιαννούλα ήτον τίμια, αλλ' ο Μανώλης ήτον ζηλιάρης. Και μετά
πολλά εσπερινά δείπνα τα οποία έφαγεν εις την οικίαν ομού με τον
κουμπάρον, μετά πολλάς δε πρωινάς σκηνάς τας οποίας έκαμεν εις
την γυναίκα του, ήρχισε να μην είναι συνεπής εις τίποτε, κάποτε
μάλιστα να ξενοκατιάζη.*
Της είχε διηγηθή πολλάκις ότι, πριν την πάρη, είχε μία φιλενάδα.
Εκείνη είχε νυμφευθή έκτοτε, ίσως χωρίς παπά, καθώς συνηθίζεται
κάποτε εις την πτωχήν συνοικίαν. Τώρα φαίνεται ότι την είχε
ξανανταμώσει, αυτήν την παλαιάν γνωριμίαν, και δια τούτο έλειπεν
από το σπίτι βραδιές βραδιές.
Όσο δια την Γιαννούλαν, το μόνον έγκλημά της ήτο ότι, ίσως,
είχε πολιτέψει* τον κουμπάρον, και δεν τον είχε διώξει μίαν και
καλήν. Ο κουμπάρος ήξευρε, βλέπετε, από πολιτικήν, και αυτή, ως
γυνή οπού ήτον, ήξευρεν από ψευτοπολιτικήν. Πλην οι γειτόνισσες
δεν ήσαν επιεικείς, και την εκακολόγησαν. Και εις των γειτόνων, ο
κυρ-Ζάχος ο Ξεφαντούλης, ήτο της αρχής ότι έπρεπεν ο
ενδιαφερόμενος «να ξέρη τι τρέχει». Και η υστεροβουλία, η
λανθάνουσα και αυτόν τον ίδιον, ήτο να εύρη διασκέδασιν αυτός με
τες φωνές, με τες κατακεφαλιές, με τα τραβήγματα των μαλλιών και
με το χώρισμα του ανδρογύνου.
Αυτό θα ειπή να σου θέλη τις το καλόν σου, να κήδεται* της τιμής
σου, δηλαδή. Να σε βάλη να σκοτωθής.
***
Μετά τελευταίαν φοβεράν σκηνήν, από την οποίαν η Γιαννούλα
εβγήκε με μισήν πλεξίδα, με εν μάγουλον αιματωμένον, και με
σχισμένον υποκάμισον —και όλοι οι φρονιμότεροι άνθρωποι της
γειτονιάς έτρεφον την πεποίθησιν, την οποίαν συμμερίζεται και ο
γράφων, ότι η Γιαννούλα ήτον αθώα— ο Μανώλης έγινεν άφαντος.
Επήγε να ενταμώση οριστικώς την παλαιάν του γνωριμίαν.
Ο κουμπάρος εν τω μεταξύ είχε παύσει τας συχνάς επισκέψεις του.
Είχεν αρραβωνισθή. Γεροντοπαλίκαρον ακμαίον, καλοκαμωμένος,
ευμορφάνθρωπος, με πλατύ ζουνάρι, κομματάρχης, μέγας και πολύς,
κερδίσας χρήματα από τας ενοικιάσεις, επόμενον ήτο να εύρη νύμφην
με προίκα.
Η Γιαννούλα τον είχε πολιτέψει η πτωχή. Μόνον τούτο το αμάρτημα
είχε πράξει. Αλλά τα παιδιά επεινούσαν. Πλην εκείνος εβαρύνθη να
περιμένη, κι έφυγε με την ώραν του.
Και η Γιαννούλα έμεινε με τα τέσσαρα παιδιά —το πέμπτον είχεν
αποθάνει, ανακληθέν* ενωρίς υπό του Πολυευσπλάγχνου και
Πανσόφου εις τον κήπον τον ανθηρόν, εις το ωραίον περιβολάκι με τα
κρίνα και με τους ναρκίσσους, μετά των οποίων φυτεύονται και
ανθούσιν εσαεί* και τα άκακα νήπια— έμεινε, λέγω, με τα τέσσαρα
παιδία, χωρίς πατέρα, και χωρίς κουμπάρον.
Έμεινε χωρίς άρτον εις το ερμάρι και χωρίς φωτιάν εις την εστίαν,
χωρίς φόρεμα, χωρίς στρωμνήν, χωρίς σκέπασμα, χωρίς χύτραν και
χωρίς στάμναν και χωρίς ραπτικήν μηχανήν!
Και το τρίτον παιδίον, ο Μήτσος, εκείνο το οποίον έβλεπα, ήρχετο εις
το παντοπωλείον, και εζήτει από τον μικρόν μπακάλην, όστις ήτο
ακριβής εις τα σταθμά,* αλλά δεν εννόει από ελεημοσύνην, ήρχετο
και εζήτει να του στάξη «μια σταξιά λάδι στο γυαλί», αυτό το οποίον
θα ήτο άξιον να στάξη μίαν σταγόνα νερού εις πολλών πλουσίων
χείλη, εις τον άλλον κόσμον.
Και ητιολόγει την αίτησίν του λέγον:
— Δεν έχουμε πατέρα στο σπίτι!
2. Αφού μελετήσετε
α) το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο συμβαίνουν τα περιστατικά που
αφηγείται ο συγγραφέας,
β) τα πρόσωπα που κινούνται στο διήγημα, τους τύπους που
διαγράφονται και τη συμπεριφορά τους,
γ) τις καταστάσεις που διαμορφώνονται με την πορεία της αφήγησης,
να συζητήσετε : α) Για τον κοινωνικό προβληματισμό( τα κοινωνικά
προβλήματα στα οποία αναφέρεται ) του διηγήματος, β) Για το ρεαλισμό
του Παπαδιαμάντη.
Καταγράψτε τις απαντήσεις σας στο Φύλλο εργασίας .
2. Χαρακτηρίστε τις δύο γυναίκες του αποσπάσματος . Πιστεύετε ότι το ήθος τους είναι
σύμφωνο με το ήθος μιας παραδοσιακής γυναίκας των αρχών του προηγούμενου αιώνα ;
Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας.
3. Να εντοπίσετε το είδος του αφηγητή και τις τεχνικές αφήγησής του σε σχέση με τον
τρόπο και το χρόνο .
4. Ο τίτλος του διηγήματος είναι Η Τιμή και το Χρήμα. Οι δυο αυτές αξίες (τιμή-χρήμα)
επηρεάζουν τη σιόρα Επιστήμη και τον Αντρέα στις πράξεις τους; Να δικαιολογήσετε
την απάντησή σας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6Ο
Η Ρούλα ανησυχεί και σκέπτεται
Δεν είναι αλήθεια ότι η Ρούλα δεν ανησυχούσε . Στην αρχή , μόλις βγήκε από το
ιατρείο , κι έπειτα μέσα στο σταθμό των υπεραστικών , ο πανικός της είχε φέρει
τρεμούλες και τάση λιποθυμίας . Αργότερα , κι ενώ ταξίδευε με το λεωφορείο ,
σκέφτηκε –έτσι από ένστικτο –να ζητήσει τη βοήθεια των εραστών της . Δεν ήξερε ούτε
τι περίμενε από αυτούς , ούτε τι θα έπρεπε να τους ζητήσει .
Στο διάστημα των ημερών που ακολούθησαν , η Ρούλα σκεπτόταν διαρκώς . Από τη
στιγμή που δεν μπορούσε να απαλλαγεί από το παιδί , παρότι είχε προσπαθήσει χωρίς
αποτέλεσμα –σκαρφάλωνε ψηλά και πηδούσε , τεντωνόταν ή έπινε καυτό κανελόζουμο -,
έπρεπε να βρει την καλύτερη λύση, Το σωστότερο ήταν να την παντρευόταν κάποιος
από αυτούς . Αλλά ποιος ; Ο Μπάμπης κι Ανέστης αποκλείονταν , γιατί ήταν ήδη
παντρεμένοι . Ο Θόδωρος , το ίδιο , γιατί , εκτός από αρραβωνιασμένος , τα είχε και με
τη Μάριον . Έμενε ο Ιωακείμ , που κι αυτός όμως περίμενε να περάσει το πένθος της
χήρας απ ’το Αλιβέρι , για να την πάρει .
Η Ρούλα , πάντως , αποφάσισε να μιλήσει στον Ιωακείμ , επειδή είχε δει το φορτηγάκι
παρκαρισμένο έξω απ’το σπίτι του , κι αν έφευγε , θα έκανε δυο βδομάδες να
επιστρέψει .
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8Ο
Η Ρούλα αποφασίζει τι πρέπει να ζητήσει απ’τους εραστές της και ζηλεύει την
ανεμελιά και την ανεξαρτησία της Μπρουκ .
Όταν η Ρούλα βγήκε απ ’το σπίτι του Ιωακείμ είχε σκοτεινιάσει εντελώς κι ας ήταν
έξι παρά τέταρτο . Την πλάκωνε αυτό το σκοτάδι . Περπατούσε στα έρημα δρομάκια του
χωριού και βιαζόταν να φτάσει στην πλατεία , όπου τα φώτα του καφενείου και των
μαγαζιών θα φώτιζαν λίγο τη νύχτα .
Η κουβέντα με τον Ιωακείμ της είχε δώσει μια σιγουριά . Καταλάβαινε ότι , όσο
περνούσε απ’το χέρι του , θα τη βοηθούσε , γιατί είχε χεσμένη τη φωλιά του . Μάλιστα ,
χωρίς εκείνος να το ξέρει , της είχε δείξει το δρόμο που έπρεπε ν’ ακολουθήσει και με
τους άλλους . Με μια ωμότητα κληρονομημένη κατευθείαν απ ’τον πατέρα της , η Ρούλα
αποφάσισε τι ήταν αυτό που έπρεπε να ζητήσει κι απ’ τους υπόλοιπους .Απ’τον καθένα
χωριστά και με απόλυτη μυστικότητα . Ο καθένα για λογαριασμό του και για τους δικούς
του λόγους , θα πρέπει να τη βοηθήσει και να την υποστηρίξειει .Θα ξεκινούσε με το
καλό . Απαλά . Θα έλεγε στον καθένα πώς έχει η κατάσταση και τι ζητούσε απ’ αυτόν .
Κι αν κάποιος έκανε το δύσκολο , είχε αυτή ράμματα για τη γούνα του . Στο τέλος , ήταν
σίγουρη , όλοι θα βοηθούσαν . Κι έτσι έπρεπε , γιατί μόνο τότε ο πατέρας της δε θα
υποψιαζόταν έναν ειδικά . Κι έπειτα , όλοι αυτοί βρίσκονταν ήδη μπλεγμένοι και στην
άλλη σκατοδουλειά . Απ’την κομπίνα με το κτήμα , θα βολεύονταν για όλη τους τη ζωή .
Δεν τους συνέφερε να τα σπάσουν και να τα χαλάσουν .Στην ανάγκη δηλαδή , αν
κάποιος , που δεν το πίστευε , έφερνε δυσκολίες και φοβόταν να μιλήσει στον πατέρα της
, θα του έλεγε ότι κινδυνεύει να μαθευτεί στο χωριό και στ’αφεντικά η υπόθεση με τα
οικόπεδα …Τόσο μόνο , ίσα να τον τρομάξει . Όχι ότι θα κάρφωνε στ’αλήθεια αυτή την
ιστορία .
Έτσι , η Ρούλα , πιο ανάλαφρη τώρα , γνωρίζοντας ότι είχε βρει τουλάχιστον τη
μέθοδο για το πρόβλημά της , έφτασε στην πλατεία . Κι ήταν βέβαια σωστό , ότι αυτή η
ομάδα , δεμένη με άλλα πιο σημαντικά μυστικά , θα ήταν και η λύση του ζητήματός της .
Δηλαδή του πρώτου μέρους του προβλήματος . Του άλλου μέρους , που ήταν η γέννηση
και το μεγάλωμα του παιδιού , η λύση βρισκόταν ακόμα μακριά .
Παρατηρήσεις
1. Ποιο το κεντρικό πρόσωπο της παραπάνω ιστορίας ; Ποιο πρόβλημα αντιμετωπίζει ;
2. Ποιος ο τόπος στον οποίο διαδραματίζεται η ιστορία ; Υπάρχει , κατά την άποψή
σας , κάποια σχέση ανάμεσα στον τόπο και στις επιλογές της ηρωἰδας μας ;
3. Ποιο το ήθος της ηρωίδας ; Να τεκμηριώσετε την απάντησή σας με αναφορές του
ίδιου του κειμένου . Ενεργοποιήστε την εισαγωγή σχολίου και καταγράψτε τη συμφωνία
ή τη διαφωνία σας στα όσα λέει ή κάνει η ηρωίδα .
4. Στην κοινωνική ζωή αλλά και στη Λογοτεχνία κυριαρχεί το στερεότυπο της γυναίκας –
μητέρας , της γυναίκας δηλαδή που είναι προορισμένη να γίνει μητέρα και που
αντιλαμβάνεται με απόλυτη φυσικότητα και αφοσίωση την ιερότητα αυτής της
ιδιότητας . Πιστεύετε ότι η ηρωίδα ανταποκρίνεται σε αυτή τη στερεοτυπική εικόνα για
τη γυναίκα ;
Για τη καλύτερη κατανόηση της έννοιας των στερεοτύπων γύρω από το ρόλο της
γυναίκας , διαβάστε :
https://isotitafilon.wikispaces.com/%CF%83%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%B5%CF
%8C%CF%84%CF%85%CF%80%CE%B1
https://docs.google.com/presentation/d/1y3Xx6s6H3r-
cM0SfUcJWcxMQKOGNa2pl8ABPzxruTis/embed?slide=id.i0
Αγαπητή Ελπινίκη,
Καταρχάς τι κάνεις στην Αθήνα; Έμαθα από γνωστούς που είχαν έρθει στην μεγαλούπολη ότι ο
άντρας σου ο Βύρωνας αρρώστησε και ήταν στο νοσοκομείο, του εύχομαι περαστικά. Ο γάμος σας
πως πάει; Εδώ στο χωριό είναι όλα καλά, παντρεύτηκε και η γεροντοκόρη η Μαργαρίτα η κόρη του
Θρασύβουλου του μανάβη, και έγινε προχθές μεγάλο πανηγύρι.
Πέρα από αυτά, σου γράφω αυτό το γράμμα για να σου εκφράσω τους προβληματισμούς μου και το
μεγάλο πρόβλημα για το οποίο πρέπει να βρεθεί μια άμεση λύση. Το περασμένο καλοκαίρι έκανα
ακόμα έναν δεσμό -εκτός από τους τέσσερεις που ήδη προϋπήρχαν- με έναν όμορφο τουρίστα. Το
όνομα του μου διαφεύγει αυτή τη στιγμή –ήταν δεσμός της μιας νύχτας- αλλά ήταν ψηλός ξανθός
γαλανομάτης και πανέμορφος τραπεζίτης, όχι σαν τους τσοπάνηδες που έχουμε εμείς εδώ πέρα.
Επίσης την ημέρα που έφευγε μου άφησε έναν μαργαριταρένιο κολιέ για να τον θυμάμαι ,ο γλυκός
μου. Όταν το είδε ο πατέρας μου και οι εραστές μου εγώ τους απάντησα ότι το πήρα από το παζάρι.
Βέβαια το πρόβλημα δεν είναι αυτό. Μετά από δυο εβδομάδες αφού έφυγε παρατήρησα αλλαγές
στον κύκλο μου, είχα καθυστέρηση. Θυμάσαι που σε είχα επισπευτεί πριν από λίγο καιρό στην
Αθήνα; Δεν είχα έρθει μόνο για να σε δω, αλλά πρωτίστως ήθελα να πάω στον γυναικολόγο, διότι
αφού προσπάθησα επανειλημμένα να ρίξω το παιδί οι προσπάθειές μου ήταν μάταιες, ήταν πάνω
από τις δυνάμεις μου δυστυχώς, και έτσι χωρίς να έχω άλλη επιλογή το κράτησα.
Όμως καλή μου φίλη αν το μάθει αυτό ο πατέρας, θα με σκοτώσει ή θα με στείλει καλόγρια. Έτσι
αποφάσισα να απευθυνθώ στους νυν εραστές μου, αλλά με απόλυτη εχεμύθεια. Θέλω να πιστεύω
ότι μέσα από τη κομπίνα που έκαναν όλοι τους με τον πατέρα μου, και έτσι δεν μείναμε στον δρόμο
πουλώντας χαρτομάντιλα, ότι όλοι θα βοηθήσουν και εγώ με τη σειρά μου θα βρω που θα πασάρω
το παιδί.
Συμπερασματικά θα τους εκμεταλλευτώ όλους όσο μπορώ προκειμένου να εξασφαλίσω την καλή
μου ζωή αλλά και τη ζωή του παιδιού μου.
Αυτά είχα να σου Ελπινικούλα μου, ευελπιστώ ο γάμος σου να πηγαίνει καλά και να έρθετε τώρα τα
Χριστούγεννα για διακοπές, και περιμένω τα νέα και τη γνώμη σου, συνάμα για το παραπάνω θέμα.
Αγαπητή Ιωάννα
Σου γράφω από το χωριό , βλέπεις δεν έχω καταφέρει να φύγω ακόμη .
Πώς είσαι ; Ελπίζω εσύ και ο σύζυγος σου να είστε καλά . Είσαι πολύ τυχερή που
ζεις στην Αθήνα . Κάτι τρομερό συνέβη ! Το καλοκαίρι πριν από μερικούς μήνες
γνώρισα κάποιον . Δεν ήταν όμως από εδώ . Μένει στην Ιταλία και είχε επισπευτεί
τα μέρη μας για διακοπές . Πριν μερικές μέρες ανακάλυψα πως είμαι έγγειος από
εκείνον . Δεν μπορώ να απαλλαγώ από αυτό το παιδί ενώ έχω προσπαθήσει με κάθε
τρόπο. Όλα μου πάνε χάλια . Σκέφτηκα ένα σχέδιο αλλά ανησυχώ μήπως αποτύχει .
Θα μιλήσω στον κάθε εραστή μου ξεχωριστά και θα ζητήσω την βοήθεια τους . Για
να μην κοροϊδευόμαστε και μεταξύ μας η αλήθεια είναι πως φοβάμαι την αντίδραση
του πατέρα μου αν του πάω την αλήθεια . Η καλύτερη λύση που σκέφτηκα είναι
αυτή που σου είπα . Ο Ιωακείμ και οι υπόλοιποι δεν μπορούν να αρνηθούν ακόμα
και αν το θέλουν . Τους έχω Όλους στο χέρι . όσο για το μεγάλωμα του παιδιού θα
δω τι θα κάνω . Ελπίζω να μην αργήσεις να απαντήσεις σε χρειάζομαι και θέλω την
γνώμη σου και τις συμβουλές σου . Θα τα πούμε σύντομα .
Φιλάκια,
Ρούλα xxx
Β. Θυμάστε τη…Ρήνη του α΄ Φύλλου εργασίας . Δημιουργήστε ένα διάλογο μεταξύ των
δύο ηρωίδων που αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα , στέκονται όμως απέναντί του με
διαφορετικό τρόπο .
( πρώτος διάλογος )
Ρήνη: Χαίρομαι τόσο πολύ που με εμπιστεύτηκες και μου εκμυστηρεύτηκες το
πρόβλημά σου. Να είσαι σίγουρη πως από ‘μενα δεν θα μαθευτεί τίποτα.
Ρούλα: Ρήνη, χαίρομαι που έχω μια φίλη σαν κι εσένα στην οποία μπορώ να μιλήσω
ελεύθερα και να πω όλη την αλήθεια. Αν και από μακριά η φιλία μας δεν έχει διαβρωθεί
και παραμένει το ίδιο δυνατή, όπως πριν.
Ρήνη: Καταλαβαίνω το πρόβλημα που αντιμετωπίζεις. Έχω έρθει και εγώ σε παρόμοια
θέση και πραγματικά ξέρω πως αισθάνεσαι.
Ρούλα: Είμαι πολύ μπερδεμένη. Δεν ξέρω τι να κάνω με το παιδί. Τον πατέρα του δεν
πρόκειται να τον ξαναδώ ποτέ. Τουλάχιστον, το δικό σου παιδί είναι του άντρα που
αγαπάς και πάντα θα σου θυμίζει τον έρωτά σου.
Ρήνη: Έχεις δίκιο σ’ αυτό που λες όμως η θέση μου δεν είναι καλύτερη. Εγώ αποφάσισα
να μεγαλώσω μόνη το παιδί μου ενώ εσύ έχεις την ευκαιρία να σε βοηθήσει κάποιος απ’
τους πρώην εραστές σου.
Ρούλα: Έχω αποδεχθεί την εγκυμοσύνη μου γιατί δεν υπάρχει άλλη λύση αφού πλέον
είναι αργά για έκτρωση. Το κυρίως πρόβλημά μου όμως είναι πως θα το πω στον πατέρα
μου.
Ρήνη: Τον φοβάσαι ε;;
Ρούλα: Ο πατέρας μου είναι παλαιών αρχών και δεν θα δεχόταν ποτέ να ντροπιαστεί το
όνομα της οικογένειας μας επειδή εγώ έκανα ένα στιγμιαίο λάθος. Πιστεύω πως θα ήταν
καλύτερα να του πω πως ο πατέρας του παιδιού είναι κάποιος που εμπιστεύεται παρά
κάποιος που ούτε καν γνωρίζει.
Ρήνη: Εγώ πάλι, δεν συμφωνώ μ’ αυτό που λες. Δεν θα μπορούσα να το κάνω αν ήμουν
στη θέση σου. Είναι πατέρας σου και του αξίζει να μάθει την αλήθεια όσο κι αν τον
πληγώσει. Σ’ αγαπάει πάρα πολύ και θα καταλάβει πως έχεις μετανιώσει για το λάθος
σου και θα σε βοηθήσει να το αντιμετωπίσεις. Η τελική απόφαση, όμως, είναι δική σου.
Ρούλα: Είμαι σε δίλλημα. Η καρδία μου λέει πως πρέπει να του το πω γιατί αυτό είναι το
σωστό αλλά η λογική μου λέει πως αν του το πω τα πράγματα δεν θα εξελιχθούν με τον
καλύτερο τρόπο.
Ρήνη: Είναι λογικό να μην ξέρεις τι να κάνεις. Σε συμβουλεύω όμως να αποφασίσεις
αντικειμενικά και αμερόληπτα.
Ρούλα: Ρήνη μου, σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ για τις συμβουλές σου. Δεν θα ‘ξερα τι θα
‘κανα χωρίς εσένα.
Ρήνη: Χαίρομαι που βοήθησα όσο μπορούσα. Να ξέρεις ότι θα ‘μαι στο πλάι σου ότι κι
αν αποφασίσεις.
( Δεύτερος διάλογος )
- Ποιος είναι;
- Άνοιξε!
- Ωχ, δεν το πιστεύω!
- Ρούλα!
- Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω!
- Πως είσαι; Όλα καλά;
- Ε, ας τα λέμε καλά… Εσύ;
- Μια χαρά, ήρθα για λίγες μέρες να σε δω, μιας και είχα άδεια από τη δουλειά. Μου
έλειψες πολύ!
- Κι εμένα μου έλειψες! Σκεφτόμουν να σε πάρω τηλέφωνο.
- Γιατί; Τι έγινε; Δε σε βλέπω πολύ καλά.
- Η αλήθεια είναι πως δεν είμαι… Μου συνέβη κάτι τρομερό.
- Μπορώ να βοηθήσω;
- Δεν ξέρω αν μπορείς έτσι όπως τα έχω κάνει, αλλά οι συμβουλές σου θα ήταν κι αυτές
μια μικρή… βοήθεια.
- Πες μου!
- Λοιπόν, ξέρεις πως δεν έχω κάνει και τις καλύτερες επιλογές.
- Αυτό τι σχέση έχει;
- Μη με διακόπτεις. Όπως σου έλεγα, οι επιλογές μου μου κόστισαν μια «ζωή».
- Όταν λες «ζωή» ;
- Είμαι έγκυος.
- Δε μιλάς σοβαρά!
- Κι όμως. Μόνο που πλέον είναι αργά και δεν μπορώ να κάνω έκτρωση.
- Δεν θα ήταν σωστό να τερματίσεις μια ζωή, θυμήσου κι εγώ σε τι θέση ήμουν, όμως τα
κατάφερα και πλέον μεγαλώνω μόνη μου το παιδί.
- Έχεις δίκιο, μόνο που δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω…
- Αν έχεις δικά σου άτομα δίπλα σου, τα πράγματα θα είναι πιο εύκολα. Θα έχεις εμάς,
τους φίλους σου και την οικογένειά σου. Μην ανησυχείς!
- Χμμ, ναι. Ίσως να έχεις δίκιο. Δεν μπορούσα να σκεφτώ ήρεμα τόσο καιρό.
- Βλέπεις; Είμαστε δίπλα σου, αυτό να θυμάσαι.
- Σε ευχαριστώ πολύ… Ευχαριστώ για όλα!
Επιλέξτε μία από τις δύο παραπάνω ασκήσεις
8. Συγκεντρώσετε από το διαδίκτυο πληροφορίες για την ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη στην
Ελλάδα . Πιο συγκεκριμένα :
- Ποιος ο αριθμός των ανεπιθύμητων κυήσεων στην Ελλάδα ;
- Ποια η ηλικία των γυναικών που εμπλέκονται στο συγκεκριμένο ζήτημα ;
- Ποια είναι η συνήθης πρακτική αντιμετώπισης του ζητήματος ;
- Ποιες οι επιπτώσεις μια ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης ;
Ο ήχος του κλειδιού στην πόρτα με έκανε να τιναχτώ απ’το κρεβάτι . Δεν μπορεί να
είχε γυρίσει τόσο γρήγορα , κι εγώ δεν ήμουν καθόλου έτοιμος ν α την αντιμετωπίσω , δεν
είχα προλάβει να σκεφτώ πώς έπρεπε να αντιδράσω .
……………………………………………………………………………………………………………………………………………………
……
Χωρίς ανάσα , με γουρλωμένα μάτια , έστρεψα το κεφάλι μου αργά προς την πόρτα που
άρχισε σιγά σιγά να ανοίγει .
ΛΑΙΜΟΣ ΠΟΥ ΣΤΡΙΒΕΙ :Κρακ κρακ κρακ
ΠΟΡΤΑ ΠΟΥ ΑΝΟΙΓΕΙ : Κρακ κρακ κρακ
Δεν κουνήθηκα από τη θέση μου ούτε όταν είδα τον Πέτρο , φανερά απορημένο , να
στέκεται σγτο άνοιγμα της πόρτας με τη μεγάλη σχολική του τσάντα φορεμένη στην πλάτη
και να με κοιτάζει , ούτε όταν μου είπε , «Τελειώσαμε νωρίτερα και γύρισα μόνος μου», ούτε
όταν με ρώτησε «Έχει φαϊ;» ούτε όταν μου είπε «Έφερα και το φίλο μου το Γιάννη , πειράζει
;»Δεν είναι ότι δεν ήθελα να φερθώ φυσιολογικά και να του μιλήσω , είναι ότι δεν
μπορούσα . Είχα πάθει ένα είδος αγκύλωσης στο σώμα και στο μυαλό , κι αυτό πρέπει να
ήταν τόσο εμφανές , που το παιδί κούνησε το κεφάλι του πάνω κάτω κοροϊδευτικά και
εξαφανίστηκε στο χολ .
……………………………………………………………………………………………………………………………………………………
………
Θυμήθηκα την ημέρα που γεννήθηκε ο Πέτρος , πώς κλαίγαμε η Σοφία κι εγώ , πώς με
αγκάλιασε (λες εκείνα τα μπατόν σαλέ στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι της στο μαιευτήριο
να τα είχε στείλει ο αληθινός πατέρας ;) , θυμήθηκα τα βαφτίσια ( λες ο α.π να ήταν εκεί ,
μπλεγμένος με το συγγενολόι , και να παρακολουθούσε ;) , τα πρώτα γενέθλια του Πέτρου (
λες ο α.π να ἐστειλε ένα από όλα εκείνα τα χρωματιστά πακέτα ;) , τη γιορτή του
νηπιαγωγείο που ο Πέτρος ήταν ντυμένος μάγειρας ( λες ο α.π να καθόταν κι αυτός εκεί ,
ανάμεσα στους γονείς ;) και μετά όλες εκείνες οι φορές που η Σοφία έφευγε με τον Πέτρο ,
«Τον πάω στην παιδική χαρά», «Πάω τον Πέτρο στο ποδόσφαιρο», «Πάω τον Πέτρο στο
τένις», «Πάω με τον Πέτρο να του πάρω παπούτσια», «Πάω να πάρω τον Πέτρο»…
……………………………………………………………………………………………………………………………………………………
……….
Τα μπιφτέκια μουλιάζανε μέσα στο νεροχύτη σαν νεκρά ψάρια με μαύρα λέπια που μόλις
τα ξεροψήσανε στη σχάρα τα ξαναπέταξαν στο νερό . «Κολυμπήστε , ρε μαλακισμένα» , κι
εγώ σα μαλάκας πάνω από το νεροχύτη να γελάω .
«Γελάς μόνος σου ;» η φωνή του Πέτρου με ξύπνησε . «Τι θα γίνει ;Θα φάμε καμιά ώρα ;»
Μέσα στους ατμούς της κουζίνας μόλις που διέκρινα τον γιο μου στην πόρτα . Φορούσε
την μπλούζα του spiderman και ήταν αναψοκοκκινισμένος από το παιχνίδι .
«Τρὠμε σε δύο λεπτά. Φώναξε τον Γιάννη και ελάτε»
Ο Πέτρος έφυγε τρέχοντας για το δωμάτιό του φωνάζοντας :»Γιάννηηηηηη. Γιάννηηηηηηη.
Κατέβα . Τρώμε !»
Σε δύο λεπτά τα παιδιά καθόντουσαν ανυπόμονα στο τραπέζι και περίμεναν να τα σερβίρω
. Χτυπούσαν τα μαχαιροπίρουνά τους πάνω στο τραπέζι . Ακούμπησα την πιατέλα με τα
καμένα μπιφτέκια μπροστά τους . «Φάτε».
Ο Πέτρος και ο Γιάννης κοίταζαν με αηδία μέσα στην πιατέλα . « Ρε μπαμπά , αυτά είναι
κάρβουνα». Ο Πέτρος με κοίταξε με απορία . Έτσι όπως με κοίταζε προσπάθησα να
καταλάβω σε ποιον μοιάζει . Ποιανού ήταν αυτό το απορημένο στόμα , αυτή η
απορημένη μύτη , αυτά τα απορημένα μάτια ; «Φάτε!» είπα πάλι , λίγο πιο δυνατά αυτή τη
φορά . Ποιανού ήταν αυτό το στρογγυλό πιγούνι , αυτά τα σγουρά μαλλιά , αυτό το
μακρόστενο πρόσωπο ; «Ρε , μπαμπά , αυτά είναι σκέτη αηδία» φώναξε ο Πέτρος
εκνευρισμένος . Ποιανού ήταν αυτές οι εκνευρισμένες βλεφαρίδες , αυτά τα εκνευρισμένα
μαγουλάκια ; «Τρώγε» , φώναξα πολύ δυνατά αυτή τη φορά , απευθυνόμενος πια μόνο
στον Πέτρο . «Δε θέλω», ούρλιαξε ο Πέτρος κι έκανε να φύγει . Ποιανού ήταν αυτή η
θυμωμένη φωνή ;Ποιανού ήταν αυτό το μαλακισμένο ύφος ;(…..)Δεν είναι δικά μου ; Δεν τα
πήρε από μένα ;Τον άρπαξα απότομα από το μπράτσο κι άρχισα να του χώνω τα καμένα
μπιφτέκια μέσα στο στόμα , να του πασαλείβω τη μούρη με το μουλιασμένο κιμά . Φάε .
Φάε . Τον στούμπωσα με μπιφτέκια , μπούκωσε το στόμα του , άρχισε να ξερνάει και να
κλαίει , κι έτσι όπως άνοιγε το στόμα του για να φωνάξει βοήθεια του έχωνα μέσα κι άλλα
μπιφτέκια , κι άλλα , και του τα πίεζα με όλη μου τη δύναμη , του έκλεινα το στόμα με τα
μπιφτέκια και μετά του το σκέπαζα με όλη μου την παλάμη , για να μην μπορεί να τα
φτύσει .
Ξεψύχησε πολύ γρήγορα , σταμάτησε ξαφνικά να αντιστέκεται . Πήρα τα χέρια μου από
πάνω του και σωριάστηκε στο πάτωμα . Η μπλούζα του spiderman γεμάτη κιμάδες ,
αποκαϊδια και εμετούς . Έτσι όπως είχε ξαφνικά ησυχάσει πάνω στο πάτωμα της κουζίνας
προσπάθησα πάλι να καταλάβω σε ποιον μοιάζει . Δε μου θύμιζε τίποτα.
Παρατηρήσεις
1. Μπορείτε να δικαιολογήσετε τον τίτλο του διηγήματος ; Προτείνετε ένα δικό σας τίτλο
κι αιτιολογήστε την επιλογή σας .
3. Πόσο σημαντική είναι για την ιστορία μας η παρουσία –απουσία της μητέρας του Πέτρου
;
4. Παρακολουθήστε τη σταδιακή αλλαγή στην ψυχολογία του αφηγητή μέχρι την τελική
εγκληματική του πράξη . Δηλώστε την ψυχική του κλιμάκωση με φράσεις του κειμένου .
Δημιουργήστε μια μικρή powerpoint παρουσίαση με λεζάντες τις φράσεις αυτές και εικόνες
ή βίντεο που τις σχολιάζουν .
5. Στο κείμενο αναδεικνύεται το ζήτημα της ενδοοικογενειακής βίας σε μια από τις ακραίες
διαστάσεις της ; Μπορείτε να εντοπίσετε τους θύτες και τα θύματα αυτής της βίας ;
Δικαιολογήστε τις απαντήσεις σας με αναφορές στο ίδιο το κείμενο .Συμβουλευτείτε και τις
παρακάτω πηγές :
http://edu.klimaka.gr/nomothesia/diaforoi-nomoi/245-antimetwpish-endooikogeneiakhs-vias.html
http://e-psychology.gr/violence-abuse/916-endooikogeneiakh-via-to-thyma-o-thyths-kai-oi-epiptoseis-
ths
6. Ο αφηγητής μας είναι ένας σύγχρονος άνδρας . Θεωρείτε ότι οι σκέψεις και η
συμπεριφορά του φανερώνουν ένα πραγματικά μοντέρνο άνδρα ή εντοπίζετε σ ’αυτόν
κατάλοιπα και δεσμεύσεις /αγκυλώσεις που χαρακτηρίζουν τον παραδοσιακό άνδρα .
7. Να προσδιορίσετε το είδος του αφηγητή , καθώς και τους τρόπους και τις τεχνικές
αφήγησης που χρησιμοποιεί .
8.α Υποθέστε ότι είστε φίλος του αφηγητή και σας έχει μόλις εκμυστηρευτεί τι του
συνέβη ξαφνικά . Τι θα τον συμβουλεύατε ; Γράψτε ένα διαλογικό κείμενο ανάμεσα
στον υποτιθέμενο φίλο και στον αφηγητή .
Πατέρας- Τώρα πιστεύω να καταλαβαίνεις πως ένιωθα εκείνη την στιγμή και έκανα
ότι έκανα.
Φίλος- Και πάλι, αυτό που έκανες δεν μπορεί να δικαιολογηθεί όποιες και να ήταν
συνθήκες εκείνη τη στιγμή.
Πατέρας- Μα.. Φαντάσου και εσύ μία μέρα να σου λέει η γυναίκα σου ότι το παιδί
που μεγάλωνες τόσα χρόνια δεν είναι δικό σου.
Φίλος- Θα συνέχιζα να το αγαπάω και να το προσέχω σαν να ήταν δικό μου. Έτσι κι
αλλιώς τόσα χρόνια ο αληθινός του πατέρας δεν φάνηκε, γιατί να σε πειράζει;
Πατέρας- Δεν καταλαβαίνεις! Όλα εύκολα φαίνονται όταν τα λες, αν γινόταν αυτό σε
εσένα, το πιο πιθανό είναι να έκανες το ίδιο.
Φίλος- Καλά, ότι ήταν να γίνει έγινε, τώρα πρέπει να υποστείς τις συνέπειες των
πράξεών σου. Δεν είχαν και άδικο που σε κλείσανε μέσα, φόνος ήταν όπως και να’ναι
Πατέρας- Ότι και να πεις έχεις δίκιο! Αλλά το θέμα είναι ότι τώρα η γυναίκα μου
δεν θέλει ούτε να με βλέπει. Δεν πρόκειται να με συγχωρέσει ποτέ. Τι να κάνω;
Φίλος- Δώσε της χρόνο, δεν έχει και άδικο. Έχεις καταλάβει τι έκανες; Σκότωσες
τον ίδιο σου τον γιο.
Φίλος- Θα σου δώσω λίγο χρόνο να το σκεφτείς και θα έρθω να σου μιλήσω ξανά
αύριο.
Β. Υποθέστε ότι το κείμενό μας δεν έχει ολοκληρωθεί αλλά τελειώνει στο δικαστήριο με
την απολογία του αφηγητή για τη δολοφονία του παιδιού . Τι θα μπορούσε να λέει ;
Γράψτε ένα αφηγηματικό-μονολογικό κείμενο όπου ο δολοφόνος θα ανατρέχει στις
αιτίες και στα γεγονότα που τον οδήγησαν στη δολοφονία ενός μικρού παιδιού …
Γυναίκες : Σαμπίνα –Ρήνη – Χέλγκα – Σιόρα Επιστήμη – Αγαπούλα – Μάνα του άρρωστου
παιδιού –Νίκη – Γιαννούλα – Ρούλα –μάνα του παιδιού που δολοφονήθηκε .