You are on page 1of 16

Δραματικά κείμενα ηθοποιοί και

θέατρα στο καβαφικό έργο


Μαρία Αθανασοπούλου
Τμήμα Θεάτρου, ΑΠΘ
Προηγούμενοι κριτικοί για το θέμα
• Σ. Τσίρκας: βιωματική πληροφορία (1930/’58)
• Τέλλος Άγρας (1933)
• Κ. Θ. Δημαράς (1933)
• Τίμος Μαλάνος (1933)
• Γ.Π. Σαββίδης (1973, 1984)
• Επίσης: Γιάννης Δάλλας, Δ.Ν. Μαρωνίτης
• Ε. Πατρικίου, Diana Haas, Ε. Κωσταρά, κ.ά.
Μετρήσεις Σαββίδη (1984)
για το Αρχαίο δράμα στον Κ.Π.Κ.

• 15/256 (=154 αναγν. +75 ανέκδοτα +27 αποκ.)


ποιήματα του Κ.Π.Κ. αναφέρονται στο αρχαίο
δράμα (Σύνολο: 5,8%).
• 10 για τον Αισχύλο (3,9%): μερίδα «λέοντος»
• Σοφοκλής: 1η μνεία 1893 [2η γρ. 1913]
«Τα δ’ άλλα εν Άδου τοις κάτω μυθήσομαι»
• Ευριπίδης: 1η μνεία 1899 
«Η επέμβασις των θεών»
Ο Αισχύλος του Καβάφη
1. «Η ψήφος της Αθηνάς» (1892, 1894: αποκ.)
2. «Τα δάκρυα των αδελφών του Φαέθοντος» (1892, 1987: αποκ.)
3. «Τα βήματα των Ευμενίδων» (1893, 1897: αποκ.)
4. «Η αρχαία τραγωδία» (1893, 1897: αποκ.)
5. «Τείχη» (1896, 1897)
6. «Η Ναυμαχία» (1899: ανεκδ.)
7. «Όταν ο φύλαξ είδε το φως» (1900: ανεκδ.)
8. «Απιστία» (1903/1904)
9. [«Τα βήματα»] (1908/1909)
10. [«Κι επί πάσιν ο Κυναίγειρος» (1919: ατελές)]
11. «Νέοι της Σιδώνος, 400 μ.Χ.» (1920)
Ο Σοφοκλής του Καβάφη
1. «Η Αρχαία Τραγωδία» (1893/1897): αποκ.
2. «Ο Οιδίπους» (1895/1896): αποκ.
3. «Τα δ’ άλλα εν Άδου τοις κάτω μυθήσομαι»
(1893/1913): ανεκδ.
4. «Τιγρανόκερτα» (1929): ατελές
Ο Ευριπίδης του Καβάφη
1. «Η Αρχαία Τραγωδία» (1893/1897): αποκ.
2. [Η επέμβασις των θεών» (1899): ανεκδ.]
3. «Τιγρανόκερτα» (1929): ατελές
Θεατρικότητα χωρίς Κείμενο , Ι
Μετρήσεις Γ.Π.Σ. (άρθρο 1973)
Εμφάνιση λέξης: «Θέατρο» (κι ως πρώτο συνθ.)
• «Η Σατραπεία» (1910, στ. 18)
• «Αλεξανδρινοί Βασιλείς» (1912, στ. 21)
• «Η διορία του Νέρωνος» (1918, στ. 11)
• «Απ’ τες εννιά» (1918, σ. 14)
• «Θέατρον της Σιδώνος (400 μ.Χ.)» (1923, στ. 2)
• «Ο Ιουλιανός και οι Αντιοχείς» (1926, στ. 4, και
13 – εδώ ως «θεατροφοβία»)
Θεατρικότητα χωρίς κείμενο, ΙΙ
Εμφάνιση λέξης «Ηθοποιός»
• «Ο Βασιλεύς Δημήτριος» (1906, στ. 12)
• «Νέοι της Σιδώνος (400 μ.Χ.)» (1920, στ. 1)
• «Η Αρρώστεια του Κλείτου» (1926, στ. 7)
• «Θέατρον της Σιδώνος» (1923, στ. 2 ως
«έφηβος του θεάτρου»)
Ο Βασιλεύς Δημήτριος, 1906

Ώσπερ ου βασιλεύς, αλλ’ υποκριτής, μεταμ-


φιέννυται χλαμύδα φαιάν αντί της τραγικής
  εκείνης, και διαλαθών υπεχώρησεν.

  Πλούταρχος, Βίος Δημητρίου

Σαν τον παραίτησαν οι Μακεδόνες


κι απέδειξαν πως προτιμούν τον Πύρρο
ο βασιλεύς Δημήτριος (μεγάλην
είχε ψυχή) καθόλου — έτσι είπαν —
δεν φέρθηκε σαν βασιλεύς. Επήγε
κ’ έβγαλε τα χρυσά φορέματά του,
και τα ποδήματά του πέταξε
τα ολοπόρφυρα. Με ρούχ’ απλά
ντύθηκε γρήγορα και ξέφυγε.
Κάμνοντας όμοια σαν ηθοποιός
που όταν η παράστασις τελειώσει,
αλλάζει φορεσιά κι απέρχεται. .
Νέοι της Σιδώνος (400 μ.Χ.), 1920

Ο ηθοποιός που έφεραν για να τους διασκεδάσει


απήγγειλε και μερικά επιγράμματα εκλεκτά.

Η αίθουσα άνοιγε στον κήπο επάνω·


κ’ είχε μιαν ελαφρά ευωδία ανθέων
που ενώνονταν με τα μυρωδικά
των πέντε αρωματισμένων Σιδωνίων νέων.

Διαβάσθηκαν Μελέαγρος, και Κριναγόρας, και Pιανός.


Μα σαν απήγγειλεν ο ηθοποιός,
«Aισχύλον Ευφορίωνος Aθηναίον τόδε κεύθει -»
(τονίζοντας ίσως υπέρ το δέον
το «αλκήν δ’ ευδόκιμον», το «Μαραθώνιον άλσος»),
πετάχθηκεν ευθύς ένα παιδί ζωηρό,
φανατικό για γράμματα, και φώναξε·

Νέοι της Σιδώνος (400 μ.Χ.) συνέχεια

«A δεν μ’ αρέσει το τετράστιχον αυτό.


Εκφράσεις τοιούτου είδους μοιάζουν κάπως σαν λιποψυχίες.
Δώσε — κηρύττω — στο έργον σου όλην την δύναμί σου,
όλην την μέριμνα, και πάλι το έργον σου θυμήσου
μες στην δοκιμασίαν, ή όταν η ώρα σου πια γέρνει.
Έτσι από σένα περιμένω κι απαιτώ.
Κι όχι απ’ τον νου σου ολότελα να βγάλεις
της Τραγωδίας τον Λόγο τον λαμπρό —
τι Aγαμέμνονα, τι Προμηθέα θαυμαστό,
τι Ορέστου, τι Κασσάνδρας παρουσίες,
τι Επτά επί Θήβας— και για μνήμη σου να βάλεις
μ ό ν ο  που μες στων στρατιωτών τες τάξεις, τον σωρό
πολέμησες και συ τον Δάτι και τον Aρταφέρνη.»
Η διορία του Νέρωνος, 1918
Δεν ανησύχησεν ο Νέρων όταν άκουσε
του Δελφικού Μαντείου τον χρησμό.
«Τα εβδομήντα τρία χρόνια να φοβάται.»
Είχε καιρόν ακόμη να χαρεί.
Τριάντα χρονώ είναι. Πολύ αρκετή
είν’ η διορία που ο θεός τον δίδει
για να φροντίσει για τους μέλλοντας κινδύνους.

Τώρα στην Pώμη θα επιστρέψει κουρασμένος λίγο,


αλλά εξαίσια κουρασμένος από το ταξείδι αυτό,
που ήταν όλο μέρες απολαύσεως —
στα θέατρα, στους κήπους, στα γυμνάσια ...
Των πόλεων της Aχαΐας εσπέρες ...
A των γυμνών σωμάτων η ηδονή προ πάντων ...

Aυτά ο Νέρων. Και στην Ισπανία ο Γάλβας


κρυφά το στράτευμά του συναθροίζει και το ασκεί,
ο γέροντας ο εβδομήντα τριώ χρονώ.
Απ’ τες εννιά, 1918
Δώδεκα και μισή. Γρήγορα πέρασεν η ώρα
απ’ τες εννιά που άναψα την λάμπα,
και κάθισα εδώ. Κάθουμουν χωρίς να διαβάζω,
και χωρίς να μιλώ. Με ποιόνα να μιλήσω
κατάμονος μέσα στο σπίτι αυτό.

Το είδωλον του νέου σώματός μου,


απ’ τες εννιά που άναψα την λάμπα,
ήλθε και με ηύρε και με θύμισε
κλειστές κάμαρες αρωματισμένες,
και περασμένην ηδονή— τι τολμηρή ηδονή!
Κ’ επίσης μ’ έφερε στα μάτια εμπρός,
δρόμους που τώρα έγιναν αγνώριστοι,
κέντρα γεμάτα κίνησι που τέλεψαν,
και θέατρα και καφενεία που ήσαν μια φορά.

Το είδωλον του νέου σώματός μου


ήλθε και μ’ έφερε και τα λυπητερά·
πένθη της οικογένειας, χωρισμοί,
αισθήματα δικών μου, αισθήματα
των πεθαμένων τόσο λίγο εκτιμηθέντα.

Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασεν η ώρα.


Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασαν τα χρόνια.
«Tα δ’ άλλα εν Άδου τοις κάτω μυθήσομαι», 1893/1913

«Τωόντι», είπ’ ο ανθύπατος, κλείοντας το βιβλίο, «αυτός


ο στίχος είν’ ωραίος και πολύ σωστός·
τον έγραψεν ο Σοφοκλής βαθιά φιλοσοφώντας.
Πόσα θα πούμ’ εκεί, πόσα θα πούμ’ εκεί,
και πόσο θα φανούμε διαφορετικοί.
Aυτά που εδώ σαν άγρυπνοι φρουροί βαστούμε,
πληγές και μυστικά που μέσα μας σφαλνούμε,
με καθημερινή αγωνία βαρειά,
ελεύθερα εκεί και καθαρά θα πούμε».

«Πρόσθεσε», είπε ο σοφιστής, μισοχαμογελώντας,


«αν τέτοια λεν εκεί, αν τους μέλλει πια».
Τιγρανόκερτα, 1929

Ὀφείλω χάριτας, τ' ὁμολογῶστὴν πατριώτισσά μου καὶ τὴν συγγενῆ(τοῦ πιθανοῦ πατρός μου
εἶναι ἀδελφὴ)τὴν γραῖαν μεσίτριαν Κερκώ, ποὺ μὲ εἶπε νἄλθω ἐδῶστὴν νεοτάτην πόλιν
Τιγρανόκερτατὴν πλουσιωτάτην, τὴν εὐδαίμονα.
Τὸ θέατρον εἶναι μέσον γιὰ νὰ γνωρισθῶ∙
πολὺ καλὰ γιὰ ἠθοποιὸς περνῶ. Δὲν εἶναι
ἐδῶ Ἀλεξάνδρεια, δὲν εἶναι Ἀθῆναι.
Ἒπαιξα ὅπως, ὅπως τὸν Σοφόκλειον Αἳμωνα
κ' ἐπίσης ὅπως, ὅπως τοῦ Εὐριπίδη τὸν Ἱπόλυτον.
Κ' οἱ θεαταὶ εἴπανε ποὺ στὴν πόλιν των
δὲν εἶδαν συμπαθητικότερον ἠθοποιὸν ‒ ἤ νέον.
Ἓνας πολίτης πλούσιος, καὶ θαυμάσιος πολυδάπανος,
μὲ παρατήρησεν ἰδιαίτερως.
Αὐτὰ θὰ τὰ φροντίσει ἡ ἒμπειρη Κερκὼ
(παίρνοντας κιόλας τὰ μισὰ γιὰ μεσιτεία της ἡ ἀχρεία). 
Τιγρανόκερτα (συνέχεια)
Ἄ μέρος ἒκτακτον τὰ Τιγρανόκερτα ! ‒
ὅσο διαρκέσουν δηλαδή∙ γιατὶ ἀσφαλῶς
θὰ τὰ χαλάσουν ἐπιτέλους οἱ Ρωμαῖοι.
Ὄνειρα βλέπει ὁ βασιλεὺς Τιγράνης.

Μὰ ἐμένα τί μὲ κόφτει. Τὸ πολὺ


θὰ μείνω ἓνα δυὸ μῆνες ‒ κ' ἒπειτα φευγιό.

Καὶ τότε ἀδιαφορῶ τελείως ἄν καταστρέψουν οἱ Ρωμαῖοι


τὰ Τιγρανόκερτα καὶ τὴν Κερκώ.

You might also like