Professional Documents
Culture Documents
Οδυσσέας Γκιλής
ΠΟΙΗΣΙΣ
ΠΟΙΗΤΙΚΗ
Θεσσαλονίκη 2020
2
3
Περιεχόμενα
έργο, έχει σωθεί το πρώτο βιβλίο που πραγματεύεται την τραγωδία και το
έπος, όχι όμως το δεύτερο που ήταν αφιερωμένο στην κωμωδία. Στα
πρώτα πέντε κεφάλαια του έργου εξετάζεται αδρομερώς η έννοια της
ποίησης και η σημασία της μίμησης σ᾽ αυτήν (με τον όρο εννοείται όχι η
πιστή αντιγραφή της πραγματικότητας αλλά η δημιουργική
αναπαράσταση με καλλιτεχνικά μέσα πραγματικών ή δυνατών
γεγονότων, καταστάσεων ή αντικειμένων). Ύστερα από το γενικό μέρος
ακολουθεί η πραγμάτευση της τραγωδίας. Από τον ορισμό της τραγωδίας
και των συστατικών της αναδεικνύεται ως σημαντικότερο στοιχείο ο
μύθος, δηλαδή η πλοκή των γεγονότων. Ο μύθος πρέπει, σύμφωνα με τον
Αριστοτέλη, να αποτελεί όλον με το απαραίτητο μέγεθος και με οργανική
ενότητα. Με αφορμή την έννοια της εσωτερικής ενότητας, ο Αριστοτέλης
εξετάζει συγκριτικά στο περίφημο κεφ. 9 την ποίηση και την ιστορία.
Σύμφωνα με την άποψη που διατυπώνει στο ανθολογούμενο απόσπασμα,
η ποίηση είναι «φιλοσοφικότερη» από την ιστορία, γιατί ασχολείται με
πράγματα που έχουν γενική ισχύ, με τα καθόλου, όχι με τα συγκεκριμένα
γεγονότα. Για τους αρχαίους όμως -συνεπώς και για τον Αριστοτέλη- ο
μύθος αποτελεί ένα πρωιμότερο στάδιο της ιστορίας, που περιλαμβάνει
εξίσου πραγματικά γεγονότα με τα μεταγενέστερα στάδια. Ο
Αριστοτέλης προσπαθεί στη συνέχεια να άρει τη (φαινομενική) αντίφαση
που δημιουργείται μεταξύ της δήλωσης ότι η ποίηση έχει ως θέμα της τα
καθόλου και του γεγονότος ότι πραγματεύεται κατά κανόνα μυθικά (=
ιστορικά) θέματα. Παραθέτει τρία επιχειρήματα για να στηρίξει την
καθολικότητα της ποίησης: (α) Οι παραδεδομένοι μύθοι
χρησιμοποιούνται γιατί είναι πιστευτοί. (β) Σε μερικές τραγωδίες είναι τα
πιο πολλά ονόματα επινοημένα, ενώ υπάρχουν και άλλες, στις οποίες
είναι όλα επινοημένα. (γ) Από το σύνολο του μυθικού υλικού ο ποιητής
επιλέγει -αυτό άλλωστε τον καθιστά κατ᾽ ουσίαν ποιητή- εκείνο που
ανταποκρίνεται στους κανόνες της πιθανοφάνειας και έχει καθολικότερο
χαρακτήρα
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: 138. – Περὶ ποιητικῆς 9, 1451a36-1451b32
Σταύρος Τσιτσιρίδης
[1451a36] Από όσα έχουν λεχθεί προκύπτει επίσης σαφώς ότι έργο του
ποιητή δεν είναι να παρουσιάζει τα πραγματικά γεγονότα, αλλά αυτά που
θα μπορούσαν να συμβούν, δηλαδή τα δυνατά σύμφωνα με τους κανόνες
της πιθανοφάνειας ή της αναγκαιότητας. [1451b] Ο ιστορικός και ο
ποιητής δεν διαφοροποιούνται κατά το ότι γράφουν έμμετρα ή χωρίς
μέτρο (το έργο του Ηροδότου θα μπορούσε να στιχουργηθεί, αλλά και με
μέτρο δεν θα ήταν λιγότερο ιστορία από ό,τι χωρίς το μέτρο)· η διαφορά
τους είναι η εξής: ο ένας παρουσιάζει αυτά που έγιναν, ο άλλος αυτά που
θα μπορούσαν να γίνουν. [5] Συνεπώς η ποίηση είναι και
φιλοσοφικότερη και σπουδαιότερη από την ιστοριογραφία. Γιατί η
ποίηση έχει ως θέμα της πιο πολύ τα καθόλου, ενώ η ιστοριογραφία τα
καθ᾽ έκαστον. Το καθόλου έγκειται στο ότι σ᾽ έναν τύπο ανθρώπου
προσιδιάζει να λέει ή να πράττει σύμφωνα με την πιθανοφάνεια και την
αναγκαιότητα κάποιου είδους πράγματα. Σε αυτό ακριβώς αποβλέπει η
ποίηση, έστω και αν δίνει κύρια ονόματα στα πρόσωπα. [10] Το καθ᾽
έκαστον έγκειται, για παράδειγμα, στο τι έκανε ή τι έπαθε ο Αλκιβιάδης.
Στην κωμωδία αυτό έχει γίνει στις μέρες μας ήδη σαφές: οι ποιητές
6
1
Ο Αγάθων ήταν σημαντικός τραγικός ποιητής, λίγο νεότερος του
Ευριπίδη. Για την τραγωδία του Ἀνθεύς δεν γνωρίζουμε τίποτα πέρα από
τη συγκεκριμένη αναφορά του Αριστοτέλη.
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
Ποιητική (1451a-1452a)
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: Ποιητική
Δ. Λυπουρλής
[9] Από όσα έχουμε πει έγινε επίσης φανερό ότι έργο του ποιητή δεν
είναι να μιλάει για όσα συνέβησαν στο παρελθόν, αλλά γι᾽ αυτά που θα
ήταν αναμενόμενο να συμβούν, γι᾽ αυτά δηλαδή που θα ήταν δυνατό να
συμβούν σύμφωνα με ό,τι είναι λογικά πιθανό και σύμφωνα με ό,τι
επιβάλλεται στον άνθρωπο κατανάγκην. Γιατί [1451b] ο ιστορικός και ο
ποιητής δεν διαφέρουν μεταξύ τους κατά το ότι ο ένας μιλάει έμμετρα
και ο άλλος δίχως μέτρο (το έργο, πράγματι, του Ηρόδοτου θα
μπορούσαμε να το βάλουμε σε έμμετρο λόγο, πάλι όμως θα ήταν ένα
είδος ιστορίας, το ίδιο με ή χωρίς μέτρο)· η διαφορά τους βρίσκεται στο
ότι ο ένας μιλάει για όσα συνέβησαν στο παρελθόν, ενώ ο άλλος για όσα
θα ήταν αναμενόμενο να συμβούν. Αυτός είναι και ο λόγος που η ποίηση
έχει μέσα της σε μεγαλύτερο βαθμό φιλοσοφικά χαρακτηριστικά, και
είναι πιο σημαντική από την ιστορία· πώς αλλιώς, αφού η ποίηση μιλάει
πιο πολύ για τα «καθόλου», ενώ η ιστορία για τα ατομικά και τα
επιμέρους; Μιλώντας για «καθόλου» εννοούμε: ο τέτοιας ή τέτοιας λογής
άνθρωπος τι λογής πράγματα είναι πιθανό να λέει ή να κάνει ή τι λογής
πράγματα δεν μπορεί παρά να λέει ή να κάνει· αυτό επιδιώκει η ποίηση,
δίνοντας στη συνέχεια ονόματα στους χαρακτήρες. Λέγοντας «ατομικά
και επιμέρους» εννοούμε τι έπραξε ο Αλκιβιάδης ή τι του συνέβη.
Στην περίπτωση της κωμωδίας το πράγμα αυτό έγινε ήδη φανερό· αφού
δηλαδή συνθέσουν τον μύθο σύμφωνα με τα κατά τη λογική πιθανά, τότε
πια «υποβάλλουν» τυχαία ονόματα, και δεν συνθέτουν ποιήματα σαν τα
ποιήματα των ιαμβογράφων, που αναφέρονται σε συγκεκριμένα άτομα.
Αντίθετα, στην τραγωδία κρατούν τα παραδεδομένα ονόματα. Η αιτία
είναι ότι πιστευτό γίνεται αυτό που είναι δυνατό. Αυτά λοιπόν που δεν
συνέβησαν δεν τα πιστεύουμε ακόμη ως δυνατά, ενώ αυτά που
συνέβησαν είναι φανερό ότι μπορούσαν να συμβούν· αλλιώς δεν θα
συνέβαιναν. Παρ᾽ όλα αυτά σε μερικές τραγωδίες ένα ή δύο είναι γνωστά
ονόματα· τα υπόλοιπα είναι πλαστά· υπάρχουν και μερικές δίχως κανένα
γνωστό όνομα, όπως, για παράδειγμα, ο Ανθεύς του Αγάθωνα: εκεί είναι
9
Ποίηση ορισμός
ποίηση, μία από τις δύο βασικές κατηγορίες του λόγου, του έμμετρου λόγου, έναντι
του πεζού λόγου και του διαλόγου και κατ'επέκταση της Λογοτεχνίας, ήταν ανέκαθεν
δύσκολο να οριστεί και γι΄αυτό έχουν δοθεί διάφοροι ορισμοί ανά τους αιώνες.
Σύμφωνα με τον σημαντικό Αργεντινό συγγραφέα Χόρχε Λουίς Μπόρχες, «Ποίηση
είναι η έκφραση του ωραίου, διαμέσου λέξεων περίτεχνα υφασμένων μεταξύ τους».
10
Για τη μελέτη της πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής ιστορίας ενός λαού ή ενός
τόπου είναι δυνατόν ν'αναζητηθούν διάφορα σχετικά συγγράμματα που όμως θα
οδηγήσουν μακριά από το σκοπό τους αν δεν αναζητηθεί και η τέχνη μ'όλα τα
παρακλάδια της που ανέπτυξε ο συγκεκριμένος λαός συγκεκριμένου τόπου. Ανάμεσα
στις διάφορες τέχνες την πρώτη θέση κατέχει πάντα η Τέχνη του Λόγου, που
αποτελεί την Τέχνη των Τεχνών, αφού κύριο όργανό της είναι η γλώσσα, το
κατεξοχήν εκφραστικό μέσο του ανθρώπου. Πιο παλιά μορφή της Τέχνης του Λόγου
είναι η Ποίηση που είναι και η πλέον συναισθηματική, πιο μουσική, συνεπώς και πιο
ψυχική από τον πεζό λόγο και τον σκηνικό διάλογο.
Μετά τα παραπάνω η μελέτη της Ποίησης αποτελεί την ασφαλέστερη οδό της
ψυχικής αποκάλυψης και του βίου ανθρώπων, αλλά και τόπων που έζησαν αυτοί. Η
ποίηση διαφέρει σε πολλά σημεία από την πεζογραφία. Οι διαφορές είναι και
εξωτερικές και εσωτερικές. Πρώτα-πρώτα τα ποιήματα είναι γραμμένα σε στίχους, σε
σειρές λέξεων, που έχουν ρυθμό και μέτρο, δηλαδή οι συλλαβές τους κυλούν με έναν
ορισμένο τρόπο, ώστε να παρουσιάζουν στο αυτί ευχάριστο αποτέλεσμα. Αντίθετα
στο πεζογράφημα τα νοήματα είναι διατυπωμένα σε προτάσεις, που η μια ακολουθεί
την άλλη με βάση μόνο τους κανόνες της γραμματικής. Οι εσωτερικές διαφορές είναι
και αυτές μεγάλες. Ο ποιητής χρησιμοποιεί τη φαντασία για να δημιουργήσει
συγκίνηση στον αναγνώστη ή ακροατή. Απευθύνεται στο συναίσθημα και όχι τη
νόηση, όπως ο πεζογράφος. Η ποίηση είναι το αρχαιότερο λογοτεχνικό είδος. Πριν
την ανακάληψη της γραφής, ο άνθρωπος ήταν αδύνατο να αναπτύξει την τέχνη του
πεζού λόγου και να απομνημονεύσει ένα πεζογράφημα. Ποιήματα όμως (όπως
επιφωνηματικές επικλήσεις και ύμνους στους θεούς, θρήνους και ξεσπάσματα χαράς)
έπλασε πολύ νωρίς ο πρωτόγονος άνθρωπος, συνδυασμένα με μουσική και χορό. Η
Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης εορτάζεται κάθε χρόνο στις 21 Μαρτίου.
poem
Also 6–7 poeme.
[a. F. poème (in Oresme 14th c.), ad. L. poēma (in Plautus), a. Gr. πόηµα
(4th c. b.c.), early variant of ποίηµα, thing made or created, work, fiction,
poetical work, f. ποιεῖν (early variant ποεῖν) to make. (If ποίηµα had been
the form introduced, the L. would have been pœēma.)
The word poem was app. not in use till about the middle of the 16th c.;
the sense was previously, from 14th c., expressed by poesy, sense 2.]
possess qualities which raise it above the level of ordinary prose. Cf.
quots. 1575, 1689, 1841, and see poetry.
Poet
Forms: 4–5 poyete, 4–6 poete, 5 poiet, poyte, 5–6 poite, poiett, poyet, 4–
poet.
a 1300 Cursor M. 8531 (Cott.) Homer þe poet [v.r. poete], þat was sa
rijf, Liued in þis king dauid lijf. 1388 Wyclif Acts xvii. 28 As also
summe of ȝoure poetis seiden, And we ben also the kynde of hym. 14‥
Nom. in Wr.-Wülcker 680/23 Hic poeta, a poyte. c 1460 Towneley
Myst. xvi. 204 Sekys poece [= poets'] tayllys. 1526 Tindale Tit. i. 12
Won‥which was a poyet of their owne. 1567 Satir. Poems Reform. viii.
2 Skorner of poitis and sklanderus knaif! 1600 J. Pory tr. Leo's Africa
iii. 146 In Fez there are diuers most excellent poets, which make verses in
thair owne mother toong. 1604 R. Cawdrey Table Alph., Poet, a verse
maker. 1623 Cockeram, Poet, one that writeth well in verse. 1665
Dryden Ess. Dram. Poesy (1889) 67 Shakespeare‥was the man who of all
modern, and perhaps ancient poets, had the largest and most
comprehensive soul. 1755 Johnson, Poet‥a writer of poems, one who
writes in measure. 1765 Gray Shaks. 6 Fumbling baronets and poets
small. 1844 Beck & Felton tr. Munk's Metres 30 The poets have not all
avoided the hiatus with equal care. 1876 Stedman Victorian Poets 281
She [Miss Rossetti] is a poet of a profound and serious cast.
†b.1.b Formerly (after Gr. and L. use), in more general sense: One who
makes or composes works of literature; an author, writer. Obs.
1362 Langl. P. Pl. A. xi. 129 Plato þe Poyete I [Studie] put him furste
to Boke. 1377 Ibid. B. xii. 260 þus þe poete [Aristotle] preues þat þe
pecok for his fetheres is reuerenced. c 1400 Destr. Troy 306 All þat
poites haue pricket of his prise dedis, I haue no tome for to telle. Ibid.
9075 Ne noght put in our proses by poiettes of old. 1611 Coryat
Crudities 319 Cornelius Nepos an eloquent Poet in the time of Cicero.
1678 Cudworth Intell. Syst. i. iii. 163 The soul,‥in sleep or dreams,‥
seems to be surprized with unexpected answers and reparties, though it
self were all the while the poet and inventor of the whole fable. 1755
Johnson, Poet, an inventor, an author of fiction; [etc.].
Περί ποιητικής
ΣΙΜΩΝ
ΘΕΟΦΡΑΣΤΟΣ
Ὁμιλητικὸς αʹ,
Περὶ ὅρκου αʹ,
Παραγγέλματα ῥητορικῆς αʹ,
Περὶ πλούτου αʹ,
Περὶ ποιητικῆς αʹ,
Προβλήματα πολιτικά, φυσικά, ἐρωτικά, ἠθικὰ αʹ,
Προοιμίων αʹ,
Προβλημάτων συναγωγῆς αʹ,
Περὶ τῶν προβλημάτων φυσικῶν αʹ,
Περὶ παραδείγματος αʹ,
Περὶ προθέσεως καὶ διηγήματος αʹ,
Περὶ ποιητικῆς ἄλλο αʹ,
Περὶ τῶν σοφῶν αʹ,
Περὶ συμβουλῆς αʹ,
Περὶ σολοικισμῶν αʹ,
Γραμματικὰ δὲ
Περὶ τῆς Ὁμήρου καὶ Ἡσιόδου ἡλικίας αʹ βʹ,
Περὶ Ἀρχιλόχου καὶ Ὁμήρου αʹ βʹ.
Καὶ μουσικὰ δὲ
Περὶ τῶν παρ' Εὐριπίδῃ καὶ Σοφοκλεῖ αʹ βʹ γʹ,
Περὶ μουσικῆς αʹ βʹ,
Λύσεων Ὁμηρικῶν αʹ βʹ,
Θεωρηματικὸν αʹ,
Περὶ τῶν τριῶν τραγῳδοποιῶν αʹ,
Χαρακτῆρες αʹ,
Περὶ ποιητικῆς καὶ τῶν ποιητῶν αʹ,
Περὶ στοχασμοῦ αʹ,
Προοπτικὸν αʹ,
Ἡρακλείτου ἐξηγήσεις δʹ,
Πρὸς τὸν Δημόκριτον ἐξηγήσεις αʹ,
Λύσεων ἐριστικῶν αʹ βʹ,
Ἀξίωμα αʹ,
Περὶ εἰδῶν αʹ,
Λύσεις αʹ,
Ὑποθῆκαι αʹ,
Πρὸς Διονύσιον αʹ.
Τέχνη καὶ
ΝΙΟΒΗ
Αισχύλος. Fragmenta
Tetralogy 37, play B, fragment 415(??), line 1
{ΧΟΡ.} ‘εἶδον
καλπάζοντας ἐν αἰχμαῖς’.
ὁμοίως Σοφοκλῆς (F 1007 Pears.), Ἀριστοφάνης (F 48 Demian/czuk) καὶ
quae accepta talaria et arpen a Mercurio, per aera vectus est. Aeschy-
lusharpen adamantinam a Volcano dicit eum accepisse. Gorgonum
custodes ferunt tres uno oculo inter se communicantes servare{nt}
vigilias.
Perseaautem in traductione{m} oculum intercepisse et in Tritona
Lacumdeiecisse. qui cum Gorgones dormientes invenisset, caput Miner-
vae abscidit ...
Philodem. Π. εὐσεβ. p. 5 Gomp.: ... τους [ ] ἕνα{ι} δὲ ὀ[φθαλ-
μὸν] καὶ ὀδόν̣[τα μόνον ἐ]χούσας [..... Αἰς]χύλος ἐν̣ [Φορκίσι(so
K. Robert: oder Προμηθεῖ, sc. Δεσμώτηι, 794 – 796?)] λέγει καὶ [ὁ τὸν
Αἰγί]μιον ποι[ήσας (fehlt bei Kinkel)] ....
Aristot. Περὶ ποιητικῆς 18 p. 1456a 2: ... τὸ δὲ τέταρτον (scil.
τραγωιδίας εἶδος) ὄψις, οἷον αἵ τε Φορκίδεςκαὶ Προμηθεὺς καὶ ὅσα ἐν
Ἅιδου.
Athen. Δειπνοσοφ. IX 65 [Eustath. Homer. Odyss. τ 439]:
... οὐκ ἀγνοῶ δ' ὅτι οἱ περὶ τὴν Σικελίαν κατοικοῦντες ‘ἀσχέδωρον’
καλοῦσι τὸν σύαγρον. Αἰσχύλοςγοῦν ἐν Φορκίσι,παρεικάζων τὸν
Περσέα τῶι ἀγρίωι τούτωι συί, φησίν·
‘ἔδυ δ' ἐς ἄντρον ἀσχέδωρος ὥς ⏑ ב.
Συναγ. λέξ. χρησίμ. An. Gr. Bekker. 457, 21: 8‘ἀσχέδωρος’ παρ'
Αἰσχύλωιὁ ἐκ τῆς ἰδίας ἀλκῆς ‘ἄσχετα δωρούμενος’, οἷον βίαιος. Ἰτα-
λιῶται τὸν σύαγρον ‘ἀσχέδωρον’ καλοῦσιν.
19
ἐκεῖνό γε μόνον ἄξιον σπουδῆς, ὅσον ἐστὶν ἐν ἡμῖν νοῦ καὶ φρονήσεως·
τοῦτο γὰρ μόνον ἔοικεν εἶναι τῶν ἡμετέρων ἀθάνατον καὶ μόνον θεῖον.
Καὶ παρὰ τὸ τῆς τοιαύτης δυνάμεως δύνασθαι κοινωνεῖν, καί-
περ ὢν ὁ βίος ἄθλιος φύσει καὶ χαλεπός, ὅμως οὕτως ᾠκονόμηται
χαριέντως ὥστε δοκεῖν πρὸς τὰ ἄλλα θεὸν εἶναι τὸν ἄνθρωπον.
’Ὁ νοῦς γὰρ ἡμῶν ὁ θεός’, [εἴθ' Ἑρμότιμος εἴτ' Ἀναξαγόρας
εἶπε τοῦτο,] καὶ ὅτι ‘ὁ θνητὸς αἰὼν μέρος ἔχει θεοῦ τινος’. ἢ
φιλοσοφητέον
οὖν ἢ χαίρειν εἰποῦσι τῷ ζῆν ἀπιτέον ἐντεῦθεν, ὡς τὰ ἄλλα γε πάντα
φλυαρία τις ἔοικεν εἶναι πολλὴ καὶ λῆρος.
τοῦτο γὰρ μόνον ἔοικεν εἶναι τῶν ἡμετέρων ἀθάνατον καὶ μόνον θεῖον.
Καὶ παρὰ τὸ τῆς τοιαύτης δυνάμεως δύνασθαι κοινωνεῖν, καί-
περ ὢν ὁ βίος ἄθλιος φύσει καὶ χαλεπός, ὅμως οὕτως ᾠκονόμηται
χαριέντως ὥστε δοκεῖν πρὸς τὰ ἄλλα θεὸν εἶναι τὸν ἄνθρωπον.
’Ὁ νοῦς γὰρ ἡμῶν ὁ θεός’, [εἴθ' Ἑρμότιμος εἴτ' Ἀναξαγόρας
εἶπε τοῦτο,] καὶ ὅτι ‘ὁ θνητὸς αἰὼν μέρος ἔχει θεοῦ τινος’. ἢ
φιλοσοφητέον
οὖν ἢ χαίρειν εἰποῦσι τῷ ζῆν ἀπιτέον ἐντεῦθεν, ὡς τὰ ἄλλα γε πάντα
φλυαρία τις ἔοικεν εἶναι πολλὴ καὶ λῆρος.
νέμων ἑκάστης ἡμέρας πλεῖστον μέρος,
ἵν' αὐτὸς αὑτοῦ τυγχάνει βέλτιστος ὤν.
ὁμοίως δὲ καὶ ἐπεὶ ἡ παιδιὰ τῶν ἡδέων καὶ πᾶσα ἄνεσις, καὶ
ὁ γέλως τῶν ἡδέων, ἀνάγκη καὶ τὰ γελοῖα ἡδέα εἶναι, καὶ
ἀνθρώπους καὶ λόγους καὶ ἔργα· διώρισται δὲ περὶ γελοίων
χωρὶς ἐν τοῖς Περὶ ποιητικῆς. περὶ μὲν οὖν ἡδέων εἰρήσθω
ταῦτα, τὰ δὲ λυπηρὰ ἐκ τῶν ἐναντίων τούτοις φανερά.
Ὧν μὲν οὖν ἕνεκα ἀδικοῦσιν, ταῦτ' ἐστίν· πῶς δὲ ἔχον-
τες καὶ τίνας, λέγωμεν νῦν. αὐτοὶ μὲν οὖν ὅταν οἴωνται
δυνατὸν εἶναι τὸ πρᾶγμα πραχθῆναι καὶ αὑτοῖς δυνατόν,
εἶτ' ἂν λαθεῖν πράξαντες, ἢ μὴ λαθόντες μὴ δοῦναι δίκην,
ἢ δοῦναι μὲν ἀλλ' ἐλάττω τὴν ζημίαν εἶναι τοῦ κέρδους
αὑτοῖς ἢ ὧν κήδονται. ποῖα μὲν οὖν δυνατὰ φαίνεται καὶ ποῖα
ἀδύνατα, ἐν τοῖς ὕστερον ῥηθήσεται (κοινὰ γὰρ ταῦτα
πάντων τῶν λόγων)· αὐτοὶ δ' οἴονται δυνατοὶ εἶναι μάλιστα
ἀζήμιοι ἀδικεῖν οἱ εἰπεῖν δυνάμενοι καὶ οἱ πρακτικοὶ καὶ
ὥστε φανερὸν ὅτι οὐχ ἅπαντα ὅσα περὶ λέξεως ἔστιν εἰπεῖν
ἀκριβολογητέον ἡμῖν, ἀλλ' ὅσα περὶ τοιαύτης οἵας λέγομεν.
περὶ δ' ἐκείνης εἴρηται ἐν τοῖς Περὶ ποιητικῆς.
Ἔστω οὖν ἐκεῖνα τεθεωρημένα καὶ ὡρίσθω λέξεως ἀρετὴ
σαφῆ εἶναι (σημεῖον γάρ τι ὁ λόγος ὤν, ἐὰν μὴ δηλοῖ
οὐ ποιήσει τὸ ἑαυτοῦ ἔργον), καὶ μήτε ταπεινὴν μήτε ὑπὲρ
τὸ ἀξίωμα, ἀλλὰ πρέπουσαν· ἡ γὰρ ποιητικὴ ἴσως οὐ τα-
πεινή, ἀλλ' οὐ πρέπουσα λόγῳ. τῶν δ' ὀνομάτων καὶ ῥη-
μάτων σαφῆ μὲν ποιεῖ τὰ κύρια, μὴ ταπεινὴν δὲ ἀλλὰ
κεκοσμημένην τἆλλα ὀνόματα ὅσα εἴρηται ἐν τοῖς περὶ ποιη-
τικῆς· τὸ γὰρ ἐξαλλάξαι ποιεῖ φαίνεσθαι σεμνοτέραν· ὥσπερ
γὰρ πρὸς τοὺς ξένους οἱ ἄνθρωποι καὶ πρὸς τοὺς πολίτας,
τὸ αὐτὸ πάσχουσιν καὶ πρὸς τὴν λέξιν· διὸ δεῖ ποιεῖν ξένην
τὴν διάλεκτον· θαυμασταὶ γὰρ τῶν ἀπόντων εἰσίν, ἡδὺ δὲ
τὸ θαυμαστόν ἐστιν. ἐπὶ μὲν οὖν τῶν μέτρων πολλά τε ποιεῖται
οὕτω καὶ ἁρμόττει ἐκεῖ (πλέον γὰρ ἐξέστηκεν περὶ ἃ καὶ
περὶ οὓς ὁ λόγος), ἐν δὲ τοῖς ψιλοῖς λόγοις πολλῷ ἐλάττω·
ἡ γὰρ ὑπόθεσις ἐλάττων, ἐπεὶ καὶ ἐνταῦθα, εἰ δοῦλος
καλλιεποῖτο ἢ λίαν νέος, ἀπρεπέστερον, ἢ περὶ λίαν μικρῶν·
ἀλλ' ἔστι καὶ ἐν τούτοις ἐπισυστελλόμενον καὶ αὐξανόμενον
τὸ πρέπον· διὸ δεῖ λανθάνειν ποιοῦντας, καὶ μὴ δοκεῖν
ΠΕΡΙ ΠΟΙΗΤΩΝ.
24
ΠΕΡΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ.
ται. καὶ μὴν καὶ τὰ τῆς Ἰταλίας ἄκρα οἶδε, Τεμέσην κα-
λῶν καὶ Σικελούς, καὶ τὰ τῆς Ἰβηρίας ἄκρα καὶ τὴν
εὐδαιμονίαν αὐτῶν, ἣν ἀρτίως ἔφαμεν. εἰ δέ τινα ἐν
τοῖς μεταξὺ διαλείμματα φαίνεται, συγγνοίη τις ἄν·
καὶ γὰρ ὁ γεωγραφῶν ὄντως πολλὰ παρίησι τῶν ἐν
μέρει. συγγνοίη δ' ἂν καὶ εἰ μυθώδη τινὰ προσπέ-
πλεκται τοῖς λεγομένοις ἱστορικῶς καὶ διδασκαλικῶς,
καὶ οὐ δεῖ μέμφεσθαι. οὐδὲ γὰρ ἀληθές ἐστιν, ὅ φησιν
Ἐρατοσθένης, ὅτι ποιητὴς πᾶς στοχάζεται ψυχαγω-
γίας, οὐ διδασκαλίας· τἀναντία γὰρ οἱ φρονιμώτατοι
τῶν Περὶ ποιητικῆς τι φθεγξαμένων πρώτην τινὰ λέ-
γουσι φιλοσοφίαν τὴν ποιητικήν. ἀλλὰ πρὸς Ἐρατο-
σθένη μὲν αὖθις ἐροῦμεν διὰ πλειόνων, ἐν οἷς καὶ
περὶ τοῦ ποιητοῦ πάλιν ἔσται λόγος.
Νυνὶ δὲ ὅτι μὲν Ὅμηρος τῆς γεωγραφίας ἦρξεν,
ἀρκείτω τὰ λεχθέντα. φανεροὶ δὲ καὶ οἱ ἐπακολου-
θήσαντες αὐτῷ ἄνδρες ἀξιόλογοι καὶ οἰκεῖοι φιλοσο-
φίας, ὧν τοὺς πρώτους μεθ' Ὅμηρον δύο φησὶν Ἐρα-
τοσθένης, Ἀναξίμανδρόν τε Θαλοῦ γεγονότα γνώ-
ριμον καὶ πολίτην καὶ Ἑκαταῖον τὸν Μιλήσιον· τὸν
μὲν οὖν ἐκδοῦναι πρῶτον γεωγραφικὸν πίνακα,
περὶ ὄψεως
περὶ τοῦ ὅλου 97. 102. 117. 119
περὶ σημείων
Πυθαγορικά
Καθολικά
περὶ λέξεων (77)
προβλημάτων Ὁμηρικῶν πέντε (274. 275)
Περὶ ποιητικῆς ἀκροάσεως
ἔστι δ' αὐτοῦ καὶ Τέχνη
καὶ Λύσεις
καὶ Ἔλεγχοι δύο
ἀπομνημονεύματα Κράτητος ἠθικά 273.
Ind. Stoic. Herc. col. IV. οὐ ταύτην μόνη(ν, ἀλλ' ἀν)|αισχυν-
τη(ς)άντω(ν νοθεῦ)|σαι καὶ προσυποπτε(ῦσαι | τὴν ὑπὸ Ζήνων(ος
νεως)|τὶ συνεῤῥαμμέν(ην) καθ' ὃν | τρόπον ἐν (ἄ)λλοις δ(ακ)τύ|λῳ
δείκνυται.
Clemens Alex. Strom. V 9 p. 680 Pott. ἀλλὰ καὶ οἱ Στωϊ-
κοὶλέγουσι Ζήνωνιτῷ πρώτῳ γεγράφθαι τινά, ἃ μὴ ῥᾳδίως ἐπι
χει τὴν τοῦ Καλλίου πρὸς τὸν πατέρα διαφορὰν καὶ τὴν Προδίκου καὶ
Ἀναξαγό-
ρου [?] τῶν σοφιστῶν διαμώκησιν. λέγει γὰρ ὡς ὁ μὲν Πρόδικος
Θηραμένην μαθη-
τὴν ἀπετέλεσεν, ὁ δ' ἕτερος Φιλόξενον τὸν Ἐρύξιδος καὶ Ἀριφράδην
τὸν ἀδελφὸν Ἀριγνώτου τοῦ κιθαρωιδοῦ, θέλων ἀπὸ τῆς τῶν δηλωθέντων
μο-
χθηρίας καὶ περὶ τὰ φαῦλα λιχνείας ἐμφανίσαι τὴν τῶν παιδευσάντων
διδασκαλίαν.
ALCIDAMAS bei Arist. Rhet. B 23. 1398b 15 καὶ Λαμψακηνοὶ Ἀναξα-
γόραν ξένον ὄντα ἔθαψαν καὶ τιμῶσιν ἔτι καὶ νῦν.
AEL. V. H. VIII 19 ὅτι καὶ βωμὸς
αὐτῶι ἵσταται καὶ ἐπιγέγραπται οἱ μὲν Νοῦ οἱ δὲ Ἀληθείας.
DIOG. II 46 [vgl. I 103, 10. 115, 34] καθά φησιν Ἀριστοτέλης ἐν τρί-
τωι Περὶ ποιητικῆς [fr. 75] ἐφιλονίκει ... Ἀναξαγόραι Σωσίβιος.
– X 12 μάλιστα δὲ ἀπεδέχετο [Epikur Epicurea p. 365, 16 Us. vgl.
dessen Ind. S. 400], φησὶ Διοκλῆς, τῶν ἀρχαίων Ἀναξαγόραν, καίτοι ἔν
τισιν
ἀντειρηκὼς αὐτῶι, καὶ Ἀρχέλαον τὸν Σωκράτους διδάσκαλον.
ARISTOT. Metaph. Γ 5. 1009 b 25 [nach 28 B 16] Ἀναξαγόρου δὲ καὶ
ἀπόφθεγμα μνημονεύεται πρὸς τῶν ἑταίρων τινάς, ὅτι τοιαῦτ' αὐτοῖς ἔσται
τὰ
ὄντα οἷα ἂν ὑπολάβωσιν.
CLEM. Str. II 130 [II 184, 6 St.] Ἀναξαγόραν μὲν γὰρ τὸν Κλαζομένιον
τὴν θεωρίαν φάναι τοῦ βίου τέλος εἶναι καὶ τὴν ἀπὸ ταύτης ἐλευθερίαν
λέγουσιν.
ARISTOT. Eth. Nic. Ζ 7. 1141b 3 διὸ Ἀναξαγόραν καὶ Θαλῆν καὶ τοὺς
τοιούτους σοφοὺς μέν, φρονίμους δ' οὔ φασιν εἶναι, ὅταν ἴδωσιν
ἀγνοοῦντας ‘τὰ
φυσικὰ δὲ
περὶ νοῦ· περὶ ψυχῆς· καὶ κατ' ἰδίαν περὶ ψυχῆς· καὶ περὶ φύσεως· καὶ
περὶ
εἰδώλων· πρὸς Δημόκριτον· περὶ τῶν ἐν οὐρανῷ αʹ· περὶ τῶν ἐν Ἅιδου·
περὶ
βίων αʹ βʹ· αἰτίαι περὶ νόσων αʹ· περὶ τἀγαθοῦ αʹ· πρὸς τὰ Ζήνωνος αʹ·
πρὸς
τὰ Μήτρωνος αʹ·
γραμματικὰ δὲ
περὶ τῆς Ὁμήρου καὶ Ἡσιόδου ἡλικίας αʹ βʹ· περὶ Ἀρχιλόχου καὶ
Ὁμήρου αʹ βʹ·
31
καὶ μουσικὰ δὲ
περὶ τῶν παρ' Εὐριπίδῃ καὶ Σοφοκλεῖ αʹ βʹ γʹ· περὶ μουσικῆς αʹ βʹ·
λύσεων
Ὁμηρικῶν αʹ βʹ· θεωρηματικὸν αʹ· περὶ τῶν τριῶν τραγῳδοποιῶν αʹ·
χαρακ-
τῆρες αʹ· Περὶ ποιητικῆς καὶ τῶν ποιητῶν αʹ· περὶ στοχασμοῦ αʹ·
προοπτικῶν αʹ·
Ἡρακλείτου ἐξηγήσεις δʹ· πρὸς τὸν Δημόκριτον ἐξηγήσεις αʹ· λύσεων
ἐριστι-
κῶν αʹ βʹ· ἀξίωμα αʹ· περὶ εἰδῶν αʹ· λύσεις αʹ· ὑποθῆκαι αʹ· πρὸς
Διονύσιον αʹ·
ῥητορικὰ δὲ
περὶ τοῦ ῥητορεύειν ἢ Πρωταγόρας.
ἱστορικὰ
περὶ τῶν Πυθαγορείων καὶ περὶ εὑρημάτων.
τούτων τὰ μὲν κωμικῶς πέπλακεν ὡς τὸ περὶ ἡδονῆς καὶ περὶ
σωφροσύνης,
τὰ δὲ τραγικῶς ὡς τὸ περὶ τῶν καθ' Ἅιδην καὶ τὸ περὶ εὐσεβείας καὶ τὸ
περὶ
ἐξουσίας.
ἔστι δ' αὐτῷ καὶ μεσότης ... διαλεγομένων (fr. 25). ἀλλὰ καὶ γεωμετρικά
Περὶ ποιητικῆς.
δήμου τοῦδε τὸ καὶ τὸ ποιῆσαι,» καὶ ἑαυτοὺς ἐγγράφονται καὶ πρὸς οὓς
ποιοῦνται τοὺς λόγους.
ρηʹ Τὸν ἑαυτὸν δή 258a
Τὸ τὸνπροσέθηκε διὰ τὸ μέγα φρονεῖν αὐτούς. – Τὸ δὲ ἐμμένῃτουτ-
έστι δεχθῇ καὶ μὴ ἐκβληθῇ ὁ λόγος.
ρθʹ Τί δ' ὅταν ἱκανός 258b
Ἐπειδὴ ἐκεῖνος εἶπεν ἐν τῇ πόλει μέγα δυνηθέντας τινὰς εἶναιοἵ-
36
καὶ συνῆν τούτῳ τὸν μέχρι τελευτῆς αὐτοῦ χρόνον εἰκοσαετῆ τυγχά
τὸν αὐτὸν ἔχοντα λόγον, συνώνυμα ἂν κληθείη· καὶ μέντοι ὅπου ὁ λόγος
ὁ αὐτὸς καὶ τοὔνομα συνονομάζεται, ἔτι κυριώτερον ἂν κληθείη
συνώνυμα,
ὥστε τὸ μέν ἐστιν συνώνυμον, ἐπεὶ πολλὰ ὀνόματα ἕν τι πρᾶγμα συνονο-
μάζει, τὸ δέ, ἐπεὶ τὸν λόγον συνονομάζει καὶ τοὔνομα. καὶ διὰ τοῦτο,
ὅπου
μὲν περὶ γενῶν ἤτοι τῶν τὰ γένη σημαινουσῶν φωνῶν ἡ σπουδή, χρεία
τοῦ δευτέρου σημαινομένου, διότι τὰ γένη κατὰ τοῦτο τὸ σημαινόμενον
συνωνύμως τῶν εἰδῶν κατηγορεῖται· ἔνθα δὲ περὶ τὰς πλείους φωνὰς ἡ
σπουδὴ καὶ τὴν πολυειδῆ ἑκάστου ὀνομασίαν, ὥσπερ ἐν τῷ Περὶ
ποιητικῆς
καὶ τῷ τρίτῳ Περὶ ῥητορικῆς, τοῦ ἑτέρου συνωνύμου δεόμεθα, ὅπερ
πολυώνυμον
ὁ Σπεύσιππος ἐκάλει. καὶ οὐ καλῶς ὁ Βόηθος παραλελεῖφθαι τῷ
Ἀριστοτέλει
φησὶ τὰ παρὰ τοῖς νεωτέροις καλούμενα συνώνυμα, ἅπερ Σπεύσιππος
ἐκάλει
πολυώνυμα· οὐ γὰρ παραλέλειπται, ἀλλ' ἐν ἄλλαις πραγματείαις, ἐν αἷς
ἦν οἰκεῖος ὁ λόγος, παρείληπται”.
Τὰ παρώνυμα μέσα πώς ἐστιν τῶν τε ὁμωνύμων καὶ τῶν συνωνύμων,
καὶ ἀμφοτέρων μετέχοντα καὶ ἀμφοτέρων λειπόμενα. ἡ γὰρ γραμματικὴ
καὶ ὁ γραμματικὸς καὶ τὰ ὀνόματα καὶ τὸν λόγον ἔχουσιν οὔτε πάντῃ τὰ
τεταγμένα, ἅπερ οὕτω Μετὰ τὰ φυσικὰ προσηγόρευσε (τὰ γὰρ ὑπὲρ τὴν
φύσιν πάντα διδάσκειν θεολογίας ἴδιον), φυσικὰ δὲ ὡς αὐταὶ αἱ Φυσικαὶ
καλούμεναι, τὰ Περὶ γενέσεως καὶ φθορᾶς καὶ τὰ παραπλήσια, μαθη-
ματικὰ δὲ τὰ μέσα τούτων ὄντα καὶ κατά τι μὲν χωριστὰ τῆς ὕλης κατά
τι δὲ ἀχώριστα· ἔγραψε γὰρ καὶ γραμμάς τινας. τὰ δὲ πρακτικὰ εἴς τε
τὰ ἠθικὰ (ἔχει γὰρ Ἠθικὴν πραγματείαν) καὶ εἰς τὰ οἰκονομικὰ καὶ
πολιτικά.
τῶν δὲ ὀργανικῶν τὰ μέν εἰσι περὶ τῶν ἀρχῶν τῆς μεθόδου, ὡς αἱ Κατη-
γορίαι καὶ τὸ Περὶ ἑρμηνείας καὶ οἱ δύο λόγοι τῶν Πρώτων ἀναλυτικῶν,
τὰ δὲ περὶ αὐτῆς τῆς μεθόδου, ὡς τὰ Ὕστερα ἀναλυτικά, ἐν οἷς περὶ ἀπο-
δείξεως διδάσκει. οἱ δὲ Τόποι καὶ οἱ Σοφιστικοὶ ἔλεγχοι καὶ αἱ Ῥητορι-
39
καὶ τέχναι, καὶ ὥς τινές φασιτὰ Περὶ ποιητικῆς, αὐτόθεν μὲν εἰς τὴν
μέθοδον οὐ συμβάλλονται, ἄλλως δὲ καὶ αὐτὰ συνεργοῦσι πρὸς τὴν
ἀπόδειξιν
τὰς μεθόδους ἡμᾶς, καθ' ἃς οἱ παραλογισμοὶ γίνονται, διδάσκοντα.
Τρίτον ἦν ἐφεξῆς κεφάλαιον τὸ πόθεν δεῖ ἄρχεσθαι τῶν Ἀριστοτελι-
κῶν συγγραμμάτων. Βόηθος μὲν οὖν φησιν ὁ Σιδώνιος δεῖν ἀπὸ τῆς
φυσικῆς ἄρχεσθαι πραγματείας ἅτε ἡμῖν συνηθεστέρας καὶ γνωρίμου,
δεῖν
δὲ ἀεὶ ἀπὸ τῶν σαφεστέρων ἄρχεσθαι καὶ γνωρίμων. ὁ δὲ τούτου δι-
δάσκαλος Ἀνδρόνικος ὁ Ῥόδιος ἀκριβέστερον ἐξετάζων ἔλεγε χρῆναι
πρό-
τερον ἀπὸ τῆς λογικῆς ἄρχεσθαι, ἥτις περὶ τὴν ἀπόδειξιν καταγίνεται.
ἐπειδὴ οὖν ἐν πάσαις αὐτοῦ ταῖς πραγματείαις ὁ φιλόσοφος κέχρηται τῇ
ἀποδεικτικῆ μεθόδῳ, δέον ἡμᾶς πρότερον ταύτην κατορθῶσαι, ἵνα
τὴν διαίρεσιν ποιοῖμεν, διαιροῦμεν, ὡς εἴρηται, εἰς τρία εἴδη τοῦ συλλο-
γισμοῦ· ὁ γὰρ πειραστικὸς ὁ αὐτός πώς ἐστιν τῷ σοφιστικῷ· ἀμφότεροι
γὰρ ψευδῆ συλλογίζονται, ἀλλ' ὁ μὲν μοχθηρᾷ συμποδίζων προαιρέσει, ὁ
δὲ βελτίστῃ ὠφελῶν, ὡς ὁ Εὐκλείδης διὰ τῶν ψευδαρίων πειρᾶται καὶ
γυμνάζει· καὶ οὐ παραληψόμεθα τὰς Ῥητορικὰς τέχνας οὐδὲ τὸ Περὶ ποι-
ητικῆς· ἀσυλλόγιστα γὰρ ἐκεῖνα. εἰ δὲ τῆς λογικῆς τὴν διαίρεσιν ποιοῦ-
μεν, διαιροῦμεν οὕτως· τῆς λογικῆς τὸ μέν ἐστιν συλλογιστικόν, τὸ δὲ
ἀσυλλόγιστον· τοῦ συλλογιστικοῦ τὸ μὲν ἀποδεικτικόν, τὸ δὲ
διαλεκτικόν,
τὸ δὲ σοφιστικόν· τοῦ ἀσυλλογίστου τὸ μὲν ἔμμετρον, τὸ δὲ ἄμετρον,
ἔμμε-
τρον μὲν τὸ Περὶ ποιητικῆς, ἄμετρον δὲ τὸ Περὶ τῶν ῥητορικῶν τεχνῶν.
ἀνεφώνησεν
σαφῶς, ὅτι ἡ πρόθεσις τῆς πραγματείας τοιάδε ἐστίν. τοῦτο δὲ καὶ ἐν-
ταῦθα ποιεῖ. λείπει δὲ τὸ ‘χρή’· Ἀττικὸν δὲ τὸ ἔθος· πρῶτον εἰπεῖν
χρὴ περὶ τί ἐστιν ἡ σκέψις(κατὰ κοινοῦ γάρ ἐστιν ἡ σκέψις) καὶ
τίνοςἡ σκέψις ἀντὶ τοῦ ‘περὶ τίνος’. εἶτα πρὸς μὲν τὸ περὶ τί ἀποδέδω-
κεν τὴν αἰτιατικήν, ὅτι περὶ ἀπόδειξιν·πρὸς δὲ τὸ περὶ τίνος ἀποδέδω-
κεν τὴν γενικήν, καὶ περὶ ἐπιστήμης ἀποδεικτικῆς.
πᾶν ἀγαθὸν καλόν, πᾶν ἄρα δίκαιον καλόν’. καὶ ἄξιον θαυμάσαι τόν τε
Πλάτωνα καὶ Ἀριστοτέλη, καὶ τοῦ μὲν Ἀριστοτέλους ὡς χωρίσαντος καὶ
ἐφευρόντος ἄνευ πράγματος τοὺς κακόνας, Πλάτωνος δὲ χωρὶς κανόνων
Ἐπειδὴ διὰ τὰς Κατηγορίας ἀνήλθαμεν ἐπὶ τὴν λογικήν, διὰ δὲ τὴν
λογικὴν ἐφ' ὅλην τὴν Ἀριστοτέλους φιλοσοφίαν, διανύσαντες τὴν περὶ
τού-
των θεωρίαν, εὖ φέρε λοιπὸν τὴν περὶ αὐτοῦ τοῦ προκειμένου, τοῦτ' ἔστι
τῶν Κατηγοριῶν, ζήτησιν ποιησώμεθα, μνησθέντες τῶν ἐν τῷ δεκάτῳ
κεφαλαίῳ ἡμῖν εἰρημένων· ἐν ἐκείνῳ γὰρ μεμαθήκαμεν ὡς δεῖ ἑκάστου
καὶ
εἰκότως, ἐπειδὴ καὶ αἱ προτάσεις ὅθεν λαμβάνονται πέντε εἰσίν· ἢ γὰρ
πάντῃ ἀληθεῖς εἰσιν αἱ προτάσεις καὶ ποιοῦσι τὸν ἀποδεικτικόν, ἢ πάντῃ
ψευδεῖς καὶ ποιοῦσι τὸν ποιητικὸν τὸν μυθώδη, ἢ πῇ μὲν ἀληθεῖς πῇ δὲ
ψευδεῖς, καὶ τοῦτο τριχῶς· ἢ γὰρ μᾶλλον ἀληθεύει ἧττον δὲ ψεύδεται καὶ
ποιεῖ τὸν διαλεκτικὸν συλλογισμόν, ἢ πλέον ἔχει τὸ ψεῦδος τοῦ ἀληθοῦς
καὶ ποιεῖ τὸν σοφιστικόν, ἢ ἐπίσης ἔχει τὸ ἀληθὲς τῷ ψεύδει καὶ ποιεῖ
τὸν ῥητορικόν. ὅθεν καὶ στάσεις παρὰ μόνοις τοῖς ῥήτορσι διὰ τὸ
ἐξισάζειν
τὸ ἀληθὲς καὶ τὸ ψεῦδος· ἣν γὰρ ἐκτελεῖ χρείαν ἡ στάθμη τῷ τέκτονι
διακρίνουσα τὰ εὐθέα ἀπὸ τῶν καμπύλων καὶ παρὰ τοῖς οἰκοδόμοις τὸ βα
καὶ πολλοῖς ἄλλοις, τὴν δὲ ἐν κανόσι παρὰ μόνῳ Ἀριστοτέλει· μόνος γὰρ
οὗτος ἀνθρώπων οὐκ ἐνάρκησε συλήσας τὰς μεθόδους ἀπὸ τῶν
πραγμάτων
καὶ τέχνην συστησάμενος λογικήν, ὡς καὶ Πλάτωνα πρὸς αὐτὸν εἰπεῖν
ὡς
’τεχνύδριον ἡμῶν τὴν φιλοσοφίαν ἐποίησας’. οἱ δὲ πρὶν ἄνθρωποι οὐκ
ἠγνόουν τί ἐστιν ἀπόδειξις οὐδὲ παρελογίζοντο ἑαυτοὺς ἐν ταῖς
ἀποδείξεσιν·
αἱ γὰρ μεγάλαι φύσεις ὑπὲρ κανόνας ἐνεργοῦσαι αὐταὶ κανόνες γίνονται
τοῖς μεταγενεστέροις. οὐ γὰρ ἐδεήθη, φησὶν ὁ Θεμίστιος. Πλάτων
ἀποδεικ-
νὺς τῆς συλλογιστικῆς Ἀριστοτέλους, ἵνα μὴ παρίδῃ τὰ ἴδια τῶν σχημά-
των, ἀλλ' Ἀριστοτέλης τῶν Πλάτωνος διαλόγων, ἵνα ἐξ αὐτῶν ἀθροίσῃ
τὰ ἴδια τῶν σχημάτων. οὕτως οὐχ Ὅμηρος τοῦ Περὶ ποιητικῆς
Ἀριστοτέ-
λους, οὐ Δημοσθένης τῆς Ῥητορικῆς τέχνης Ἑρμογένους, τοὐναντίον δὲ
Ἀριστοτέλης Ὁμήρου ἐν τῷ Περὶ ποιητικῆς καὶ Ἑρμογένης
Δημοσθένους
ἐν τῇ Ῥητορικῇ τέχνῃ. καὶ ποῦ ὁ Ἀριστοτέλης τὴν λογικὴν ὄργανον
εἶπεν φιλοσοφίας; ἢ ἐν τοῖς Τόποις, φήσομεν, ὅπου διαιρεῖ τὰ
προβλήματα
εἰς τὰπρὸς αἵρεσιν καὶ φυγὴν καὶ εἰς τὰ πρὸς ἀλήθειαν καὶ ψεῦδος καὶ
εἰς τὰ συνεργὰ τούτοις. δύναται δὲ καὶ ὁ Πλάτων καὶ ὅτε λέγει θριγκὸν
τὴν διαλεκτικὴν τῶν ὄντων πάντων ὄργανον λέγειν τὴν λογικὴν
φιλοσοφίας·
καὶ γὰρ οἱ κανόνες ἔξω ὄντες δίκην θριγκοῦ φρουροῦσι τὰ πράγματα.
45
πυρὸς εἴπομεν, ἀρκεῖ εἰπεῖν εἰς σαφήνειαν τούτου, ὅτι σπέρμα λόγον
κινεῖν τοὺς ἀκροατὰς εἰς γέλωτα· ὅταν γὰρ ἴδῃς, ὅτι τὰ ἐπιχειρήματα τοῦ
ἀντιδίκου εἰσὶ γενναῖα, κίνει γέλωτα τοῖς ἀκροαταῖς, ἵνα οἱ ἀκροαταὶ
ἀσχο-
λούμενοι ἐν τῷ γελᾶν μὴ προσέχωσι τοῖς λεγομένοις ἐπιχειρήμασι. [b4]
τὸν δὲ γέλωταδιαφθείρειν· εἰ δὲ ἴδῃς τοὺς ἀκροατὰς γελῶντας καὶ μὴ
προσέχοντας, δεῖ διαλύειν τὸν γέλωτα ἐν τῇ σπουδῇἤτοι διὰ τῶν σπου-
δαίων ἐπιχειρημάτων καὶ γενναίων, ἵνα τούτοις προσέχοντες μὴ ἐνασχο-
λῶνται τῷ γελᾶν. ὀρθῶς λέγωνὁ Γοργίας. εἴρηται, πόσαεἰσὶν εἴδη,
καθ' ἃ κινήσει τις τοὺς ἀκροατὰς εἰς γέλωτα, ἐν τῷ Περὶ ποιη-
τικῆς.σχόλιον· [b3] ἐν τοῖς ἀγῶσικαὶ ἐν ταῖς ἀποδείξεσι τῶν
ἐναντίων γέλωτι,ὥσπερ ὁ Δημοσθένης τὰ σπουδαῖα τοῦ Αἰσχίνου
διὰ τοῦ μισθωτοῦ διέφθειρε· τὸν δὲ γέλωταἤτοι τὰ γελοῖα τοῦ
Αἰσχίνου ἐν σπουδῇδιὰ τοῦ ‘τότε τοίνυν ὁ Παιανιεὺς ἐγὼ βάταλος Οἰνο-
μάου τοῦ Κωθωκίδου πλείστων ἄξιος ἐφάνην τῇ πόλει’. βάταλος λέγεται
ὁ βδελυρός, ὁ αἰσχρός, ὁ λάγνος. ὁ γοῦν Δημοσθένης, ἔστ' ἂν ἦν νέος,
ἐλέγετο βάταλος ὡς λάγνος, ὕστερον δὲ γηράσας καὶ ἀκίνητος ὢν περὶ
τὰς
συνουσίας ἐλέγετο ἀργός. ὡ* τῶν εἰδῶν τοῦ γέλωτος ἄλλο μὲν ἁρμόττει
τῷ ἐλευθέρῳἄλλο δὲ τῷ βωμολόχῳ. [b7] εἰρωνείαἐστίν, ὅταν
τις κατειρωνευόμενος λέγῃ πρός τινα πονηρὸν ‘ὁ χρηστός, ὁ ἀγαθός’.
καὶ ὁ μὲνἐλευθέριος κινεῖ τὸν γέλωτα ἕνεκα ἑαυτοῦ,ἤτοι ἢ ἵνα αὐτὸς
νείας καὶ εἰρωνείας· ἀληθὴς μὲν γάρ ἐστιν ὁ τὰ ἀληθῆ καὶ οἰκεῖα αὐτῷ
ἐπιμαρτυρῶν, ὡς εἰ ὁ πολλοῦ ἄξιος πολλῶν ἑαυτὸν ἀξιοῖ καὶ μεγάλων,
ἀλαζὼν δὲ ὁ, εἰ μικρῶν ἄξιος εἴη, μεγάλων ἑαυτὸν ἀξιῶν, εἴρων δὲ ὁ ἀνά-
παλιν ὁ, εἰ μεγάλων ἄξιος εἴη, μικρῶν ἢ οὐδενὸς ἑαυτὸν ἀξιῶν. λέγει δὲ
ἐκεῖ ὁ Ἀριστοτέλης, ὅτι ἔστι καὶ δι' ἀνάπαυσιν ἡμῶν εὑρημένη οἷον
μεσότης, ἡ οὕτως ὀνομαζομένη εὐτραπελία καὶ ἐπιδεξιότης, ἄκρα δὲ
αὐτῆς
τὸ ἄγριον, ἀλλὰ καὶ τὸ βωμολόχον, οἷοι οἱ θυμελικοὶ καὶ ἑαυτοὺς κατὰ
παρειῶν βάλλοντες ἢ κατὰ τῆς ἑαυτῶν πυγῆς λακτίζοντες καὶ ἄσεμνα
λων καὶ αἰσθητῶν καὶ καθ' ἕκαστα, κἂν ἐξ ἀρχῆς ἀγνοοῦσα τούτους διὰ
τὸν δεσμὸν τῆς γενέσεως χρῆται τῇ αἰσθήσει καὶ τοῖς ἀφαιρουμένοις ἐκ
τῆς ὕλης εἴδεσι καὶ λόγοις, ὅπως ἀναφθῇ ἐξ αὐτῶν ἐν αὐτῇ τὸ τῆς γνώ-
σεως ζώπυρον, ὃ ἐκ τῆς οἰκείας φύσεως καὶ τοῦ δημιουργήσαντος ὑπάρ-
χον αὐτῇ συγκέχυται τοῖς ἐκ τῆς γενέσεως πάθεσι, καὶ δεῖται ἀνακα-
θάρσεως εἰς φανέρωσιν, ὡς ἐν αἰθάλῃ κεκρυμμένον ἐμπύρευμα, ὃ δὴ
σκε-
δαννυμένης τῆς αἰθάλης ἐκφαίνεται καὶ δραττόμενον ὕλης εἰς πυρσὸν
πολ-
λάκις ἀνάπτεται. παράγει δ' εἰς μαρτυρίαν τοῦ εἶναι τὸν ὅλως σοφὸν
ἕτερον παρὰ τόν τινα σοφὸν καί τινα ποίησιν Μαργίτην ὀνομαζομένην
Ὁμήρου. μνημονεύει δ' αὐτῆς οὐ μόνον αὐτὸς Ἀριστοτέλης ἐν τῷ πρώ-
τῳ Περὶ ποιητικῆς ἀλλὰ καὶ Ἀρχίλοχος καὶ Κρατῖνος καὶ Καλλίμαχος
ἐν τῷ ἐπιγράμματι καὶ μαρτυροῦσιν εἶναι Ὁμήρου τὸ ποίημα. εἰπὼν οὖν
ὁ Ἀριστοτέλης ὅτι τῶν κατὰ τέχνας σοφῶν λεγομένων ἕκαστος λέγεται
σοφός, ὡς ἀρετὴν ἔχων ἐν τῇ τέχνῃ αὐτοῦ κατορθωτικὴν τοῦ κατ' αὐτὴν
εὖκαὶ λέγεται οὗτος κατά τι σοφός, ἵνα δείξῃ, ὅτι οὐ τοιαύτη ἐστὶν ἡ
σοφία ἡ νῦν παρ' αὐτοῦ λεγομένη, ἐπάγει, ὅτι οἰόμεθά τινας σοφοὺς
ὅλως,
οὐ κατὰ μέρος, οὐδὲ ἄλλο τι σοφούς,ἤτοι κυρίως, καὶ οὐ πῇ καὶ κατά
τι σοφούς. τί δὲ δηλοῖ αὐτῷ ἐνταῦθα τὸ ὅλως καὶ κατὰ μέρος, εἰρήκαμεν
ἤδη ἱκανῶς ὡς ἐνῆν. ὁ δὲ Ὅμηρος λέγων ἐν τῷ Μαργίτῃ “τὸν δ' οὔτ'
ἂρ σκαπτῆρα θεοὶ θέσαν οὔτ' ἀροτῆρα οὔτ' ἄλλως τι σοφόν”
περὶ σοφοῦ λέγει ὅλως ὄντος καὶ κυρίως σοφοῦ, καὶ οὐ κατά τι σοφοῦ,
49
λογισμοῖς. ἢν δ' ἐφ' ἡσυχίην ἔλθῃς, λήθην τάχος ἕξει φίλτρον καὶ
νήψας αἰσχρᾶς καταπαύσεται ὁρμῆς. ἀκούσας τοίνυν ὁ Διογένης ταῦτα
τὸν μὲν θυμὸν κατεστόρεσεν, ἐλπίδος δὲ ὑπεπλήσθη χρηστῆς, ἔχων
τῆς τοῦ παιδὸς σωφροσύνης ἐγγυητὰς ἀξιόχρεως· καὶ ἐν ταὐτῷ βελτίων
ἐγένετο ὁ πατὴρ ἡμερωθείς τε καὶ πραϋνθεὶς τὸν τρόπον. τοῦτό τοι
καὶ ὁ τραγικὸς Αἵμων, ὁ τοῦ Σοφοκλέους, ἀπεδείξατο, τῆς Ἀντιγόνης
ἐρῶν καὶ πικρῷ ζυγομαχῶν πατρὶ τῷ Κρέοντι· καὶ γάρ τοι καὶ
ἐκεῖνος ὁμοίως ἐλαυνόμενος ξίφει πρὸς τὸν ἔρωτα καὶ τὸν πατέρα
55
Ποίησις εστι
ἱδρῶτα, καὶ οὐκ εἰς Ἴσθμια ἀλλ' εἰς τὴν τῶν Ἰσθμίων
πανήγυριν, καὶ οὐχὶ νόμους ἀλλὰ τοὺς τῶν πόλεων βασι-
λεῖς νόμους, καὶ οὐ δρόμῳ ἀλλὰ δρομαίᾳ τῇ τῆς ψυχῆς
ὁρμῇ, καὶ οὐχὶ μουσεῖον ἀλλὰ τὸ τῆς φύσεως παραλαβὼν
ὑπ' ἄλλου (τοῦ γὰρ κινητικοῦ) καί ἐστι μία· οὐ γὰρ ἄλλη μὲν ὑπὸ τοῦ
κινοῦντος γίνεται, ἄλλη δέ ἐστιν ἐν τῷ κινητῷ, ἀλλὰ ἡ ἐνέργεια τοῦ κινη-
τικοῦ αὐτή ἐστιν ἐν τῷ κινητῷ καὶ μία οὖσα ἅμα τε τὸ κινητικὸν κινοῦν
ποιεῖ καὶ τὸ κινητὸν κινούμενον. μία μὲν ἀμφοῖν ἡ ἐνέργεια τοῦ κινοῦν-
τος καὶ τοῦ κινουμένου, ὅταν τὸ μὲν κινῇ τὸ δὲ κινῆται, μία δὲ τῷ ὑπο-
κειμένῳ. τῷ γὰρ λόγῳ δύο καὶ τὸ τί ἦν εἶναι, ὥσπερ τὸ ἄναντες καὶ τὸ
κάταντες. ὡς γὰρ ἐπὶ τούτων τὸ μὲν αὐτὸ διάστημα, ἀλλ' ἔνθεν μὲν
ἀρχομένῳ ἄναντες, ἔνθεν δὲ κάταντες, καὶ διὰ τοῦτο τῷ λόγῳ δύο· οὕτως
καὶ ἐπὶ τῆς κινήσεως κατὰ μὲν τὸ ὑποκείμενόν ἐστι μία ἡ ἐνέργεια τοῦ
κινοῦντος καὶ τοῦ κινουμένου, ἀλλ' ἀπὸ μὲν τοῦ κινοῦντος ἀρχομένοις
ποίησίς ἐστιν, ἀπὸ δὲ τοῦ κινουμένου πάθησις· καὶ οὕτως ἂν εἶεν τῷ
λόγῳ
δύο, ἐπεὶ μὴ οὕτως τιθεμένοις ἔχει τινὰ λογικὴν ἀπορίαν. δεῖ μὲν γὰρ
60
εἶναι ἐνέργειαν τοῦ κινητικοῦ, δεῖ δὲ εἶναι καὶ τοῦ παθητικοῦ, ὧν τὸ μὲν
ποίησις τὸ δὲ πάθησίς ἐστιν. αὗται δὲ ὅτι διαφέρουσιν, δῆλον· καὶ γὰρ
τὰ ἔργα αὐτῶν καὶ τὰ ἀποτελέσματα διαφέρει· τῆς μὲν γὰρ ποίημα ἀπο-
τέλεσμα, τῆς δὲ πάθος. κείσθω τοίνυν ἑτέρας εἶναι τὰς ἐνεργείας. πῶς
δὴ καὶ ἐν τίνι ἔσονται, σκεψώμεθα. ἢ τοίνυν ἄμφω ἐν τῷ ποιοῦντι ἢ
ἄμφω ἐν τῷ κινουμένῳ ἢ ἡ μὲν ποίησις ἐν τῷ ποιοῦντι, ἡ δὲ πάθησις
ἐν τῷ πάσχοντι· ἀνάπαλιν γὰρ οὐκ ἐνδέχεται, οἷον τὴν ποίησιν ἐν τῷ
πάσχοντι εἶναι, εἰ μή τις τὴν τοῦ πάσχοντος ἐνέργειαν ὁμωνύμως ποίησιν
κατ' ἐκεῖνο καθ' ὃ λέγεται. ἐνεργείᾳ γὰρ ἄνθρωπος ὁ ἤδη κατὰ τὸ ἀν-
θρώπινον εἶδος ἐνεργῶν. ἐνέργεια δέ ἐστιν ἡ τῇ δυνάμει ἀντικειμένη καὶ
ἡ ἀπὸ τῆς δυνάμεως προβαλλομένη ἐνεργὸς κίνησις· ἐνεργὸς δὲ καὶ ἡ ἐν
τῷ ἔργῳ· ἔργον δὲ ἥ τε ποίησίς ἐστι καὶ ἡ πρᾶξις. καὶ ἀπὸ μὲν τῆς
δυνάμεως τῆς ἔνδον μενούσης καὶ μὴ ἐκφανοῦς τὸ τοῦ δυνάμει ὄνομα
πα-
ρήχθη ἐν ἐπιτηδειότητι μόνῃ τῆς οὐσίας θεωρούμενον, αὐτῆς ὂν τῆς
οὐσίας
οἷον διάθεσις· ἀπὸ δὲ τῆς ἐνεργείας τὸ ἐνεργείᾳ κατὰ τῆς οὐσίας πάλιν
ὡς ἐνεργοῦ θεωρουμένης. χρησιμεύει δὲ αὐτῷ, ὡς εἶπον, τὸ λῆμμα τοῦτο
τὸ διαιροῦν τὰ ὄντα εἴς τε τὰ ἐντελεχείᾳ καὶ εἰς τὰ δυνάμει καὶ ἐντελε-
χείᾳ πρὸς τὴν ἀπόδοσιν τοῦ τῆς κινήσεως ὁρισμοῦ, ὡς προϊόντες εἰσό-
μεθα.
δὴ δεθὲν πᾶν λυτόν, τό γε μὴν καλῶς ἁρμοσθὲν καὶ ἔχον εὖ λύειν ἐθέλειν
κακοῦ. δι' ἃ καὶ ἐπείπερ γεγένησθε, ἀθάνατοι μὲν οὐκ ἐστὲ τὸ πάμπαν,
οὔ τι μὲν δὴ λυθήσεσθέ γε οὐδὲ τεύξεσθε θανάτου μοίρας, τῆς ἐμῆς βου-
λήσεως μείζονος ἔτι δεσμοῦ καὶ κυριωτέρου λαχόντες ἐκείνων, οἷς ὅτε
ἐγί-
νεσθε ξυνεδεῖσθε.” λέγει δὲ ταῦτα, μᾶλλον δὲ πληροῖ δημιουργικῶν νοή-
σεων τὰς δυναμένας οὐσίας ἐν τῷ κόσμῳ νοεῖν τὴν ἐν τῷ πατρὶ τῶν
ὅλων προϋπάρχουσαν διακόσμησιν· αὗται δέ εἰσι προσεχῶς μὲν ἑνιαῖαι
καὶ νοεραί, ἤδη δὲ καὶ αἱ τούτων τῶν νόων ἐξηρτημέναι ψυχαὶ κατὰ τὴν
μίαν παντὸς τοῦ ἀσωμάτου συνάρτησιν καθ' ἕκαστον θεόν. πρὸς τούτους
62
οὖν λέγει “θεοὶ θεῶν”. καὶ ὁ μὲν λόγος ποίησίς ἐστι δημιουργική, θεοὺς
δὲ ποιεῖ θεῶν τοὺς ἀσωμάτους τῶν σωματικῶν, ὅτι προφανέστερον μὲν
θεοὶ καλοῦνται τὰ τῶν οὐρανίων θεῶν περιπολοῦντα ἀγάλματα διὰ τὴν
ὀξεῖαν κίνησιν θεοὶ κληθέντες. θεῶν δὲ τούτων θεοὶ οἱ τὰς ἀρχικὰς αὐ-
τῶν αἰτίας ἀσωμάτως καὶ νοερῶς προβαλόμενοι. πᾶς γὰρ θεὸς ἀρχή
τινός ἐστι θεότητος· θεῶν δὲ τῶν αἰσθητῶν δημιουργὸς εἶναί φησι καὶ
πατὴρ τῶν ἐν αὐτοῖς ἔργων· δημιουργεῖται γὰρ καὶ δι' ἐργασίας ἀποτελεῖ-
ται τὸ σωματικὸν πᾶν. λέγει δὲ τὸ “δεθὲν πᾶν” τὸ σωματικὸν ὡς ὁρα-
τὸν καὶ ἁπτὸν ὑπάρχον καὶ διὰ τοῦτο ἐκ πυρὸς καὶ γῆς καὶ τῶν μεταξὺ
στοιχείων συγκείμενον καὶ δεδεμένον τῷ τῆς ἀναλογίας δεσμῷ· τοῦτον
γὰρ
αὐτὸς ἄριστον δεσμὸν εἶπεν τῆς τῶν σωμάτων συνθέσεως. λυτὸν δέ πως
ἐστὶ ζῷον μηδὲ ὅ ἐστι ζῷον, ἀλλὰ κατὰ μετουσίαν καὶ κατὰ
πρόοδον τὴν ἐκεῖθεν ὑποστὰν τοιοῦτον. εἰ τοίνυν πᾶν μὲν
τὸ μερικὸν ζῷον ἀτελές, τὸ δὲ παράδειγμα τοῦ κόσμου παν-
τελές ἐστιν, οὐκ ἂν εἴη τὸ παράδειγμα τοῦ κόσμου μερικὸν
ζῷον. πότερον γὰρ ὁ δημιουργὸς νοεῖ τὸ παντελὲς τοῦτο
ζῷον καὶ πρῶτον ἢ οὔ; τὸ μὲν δὴ μὴ νοεῖν ἀδύνατον, ἃ
καὶ τὴν ψυχὴν νοοῦσαν ὁρῶμεν· εἰ δὲ νοοίη, πᾶσα δὲ νόησις
τοῦ δημιουργοῦ ποίησίς ἐστι, δεῖ καὶ ποιεῖν αὐτῷ τῷ νοεῖν.
τί οὖν ἐστι τοῦ παντὸς θειότερον; οὐ γὰρ δὴ τῶν χειρόνων
τι ποιήσει πρὸς τὸ κρεῖττον ὁρῶν. εἰκότως οὖν τοῦδε τοῦ
κόσμου τὴν παραδειγματικὴν ἐπιζητῶν ἀρχὴν εἰς τὸ παντελὲς
ζῷον ἀνέδραμεν. τί οὖν; φαίη τις ἄν· ἥλιος καὶ σελήνη
καὶ τῶν ἀστέρων ἕκαστον οὐχὶ καλόν; καὶ πῶς; τούτων γὰρ
ἕκαστον πρὸς μερικὸν ἀπείκασται ζῷον. ἦ καὶ τούτων ἕκα-
στον καλὸν μετὰ τοῦ ὅλου θεωρούμενον καὶ τῷ ὅλῳ συντε-
ταγμένον, ὥσπερ καὶ ὀφθαλμὸς καλὸς καὶ γένειον καλὸνμετὰ
τοῦ ὅλου προσώπου καὶ ἐν τῷ ὅλῳ ὄν, αὐτὸ δὲ καθ' ἑαυτὸ
τὸ προσῆκον αὐτῷ κάλλος οὐκ ἐπιδείκνυσιν· ἐν γὰρ τῷ μέρος
Δῆλον δὲ ὅτι καὶ ὄνομα ἰχθύων ὕες, οἷον, ἐν δ' αἴνῳ καὶ τῷ πόντῳ, τὴν ὗν
ἀγόραζε, ἣν καλέουσί τινες
θνητῶν ψαμμίτην ὀρυκτήν. Ἔτι ἰστέον καὶ ὅτι σύαγρος οὐ παρὰ πᾶσιν ὁ
ἀπὸ συὸς ἀγρίου σύνθετος,
ἀλλὰ καὶ κύων ὁ σύας ἀγρεύων. Σοφοκλῆς σὺ δ', ὦ σύαγρε, Πηλιωτικὸν
βρέφος. παρὰ δὲ Ἡροδότῳ
66
ἔστι καὶ κύριον ὄνομα Σύαγρος. καὶ ὅτι σῦς ἀσχέδωρος εἰρῆσθαι δοκεῖ
οὐχ' ὁ ἁπλῶς, οἷον ὁ σίαλος
ἢ ἡ ἀγελαῖος, ἀλλ' ὁ μονιὸς, ἤδη δὲ καὶ ὁ χλούνης, ὁ καὶ χαλεπὸς καὶ
ἄλκιμος, ὃν δὴ χλούνην οἱ ἐκτο-
μίαν, φασὶ, λέγοντες τελείως ἀπήρτηνται τοῦ ὑποκειμένου, ἤγουν
αἰωροῦνται, ἠερέθονται, οὐδὲν ἔμ-
πεδον καὶ βέβαιον λέγουσιν, ἀλλὰ δηλαδὴ ἀνεμώλια λαλοῦσι καὶ οὐδέν
τι τοῦ ὑποκειμένου ἅπτονται.
Ὅρα δ' ἐν τούτοις καὶ τὸν μονιὸν σῦν, οὗ διενήνοχεν ὁ μονίας, καθὰ καὶ ὁ
μονώτης, λεγόμενα ἐπὶ
ἀνθρώπου ἐρημάζοντος. ἐπὶ τούτοις ἰστέον καὶ ὅτι, καθὰ καὶ ὗς
θαλάσσιος, οὕτω καὶ κάπρος, ὡς
δηλοῖ καὶ Ἀθήναιος ἐν τῷ, κάπρον ἂν ἐσίδῃς θαλάττιον, ὠνοῦ καὶ μὴ
καταλίπῃς κἂν ἰσόχρυσος ἔνι,
μή σοι νέμεσις καταπνεύσῃ δεινὴ ἀπ' ἀθανάτων· τὸ γάρ ἐστι νέκταρος
ἄνθος· ὃ παραποίησίς ἐστι τοῦ,
νέκταρος ἀποῤῥὼξ, ὡς καὶ προεγράφη. (Vers. 444.) Ἐν δὲ τῷ, κτύπος
ποδοῖϊν, ὅρα ὡς ἀπὸ μέρους
τοῦ κατ' ἄνδρας ἔφρασε τὸ ποδοῖϊν, οὐ προσλογισάμενος καὶ τοὺς
τετράποδας κύνας. (Vers. 446.) Τὸ
δὲ φρίσσειν ὅτι κυρίως τριχῶν δηλοῖ ὄρθωσιν, πολλαχοῦ δεδήλωται. διὸ
πάνυ κυριολεκτεῖται ἐνταῦθα
τὸ, φρίξας λοφιάν. Λοφιὰ δὲ ἐπὶ συὸς κυριολεκτεῖται, καθά περ ἡ χαίτη
ἐπὶ ἵππου καὶ λέοντος.
ἴσως δὲ ἡ λοφιὰ καὶ ἐπὶ τοιούτων λέγεται, ὡς δηλοῖ ὁ γράφων, ζῷα
λόφουρα τὰ, ὥς φασί τινες,
ἔχοντα λόφους καὶ οὐράς. πρὸς ὃ ἔστιν εἰπεῖν, ὡς διαφέρει λόφος καὶ
λοφιά. λέγεται δὲ λοφιὰ ὡς ἐν
τῷ λόφῳ οὖσα ἤγουν τῷ περὶ τὸν αὐχένα τόπῳ, περὶ οὗ εἰς τὸ
καταλοφάδια προγέγραπται. Τὸ δὲ,
πῦρ ὀφθαλμοῖσι δεδορκὼς, ἀντὶ τοῦ, ὡς πῦρ βλέπων. καὶ ἔστιν ὅμοιον
τῷ, ὄσσε δέ οἱ πυρὶ ἐΐκτην.
(Vers. 448.) Τὸ δὲ, πρώτιστος ἔσσυτο ἀνασχόμενος, τουτέστιν ἀνατείνας
δόρυ, πιθανὸν ποιεῖ καὶ
τὸν παρὰ Φαίαξι λόγον αὐτοῦ τὸ, πρῶτος ἂν ἄνδρα βάλοιμι, εἰ καὶ μάλα
πολλοὶ ἑταῖροι παρασταῖεν.
266.
πρώτας.
ΣΩ. Μεθιῶ δὴ τὰς συμπάσας ῥεῖν εἰς τὴν τῆς Ὁμήρου
καὶ μάλα ποιητικῆς μισγαγκείας ὑποδοχήν; (5)
ΠΡΩ. Πάνυ μὲν οὖν.
ΣΩ. Μεθεῖνται· καὶ πάλιν ἐπὶ τὴν τῶν ἡδονῶν πηγὴν
οἱ λόγοι; (10)
ΚΑΛ. Φημί.
ΣΩ. Δημηγορία ἄρα τίς ἐστιν ἡ ποιητική.
(d) ΚΑΛ. Φαίνεται.
ΣΩ. Οὐκοῦν ῥητορικὴ δημηγορία ἂν εἴη· ἢ οὐ ῥητορεύειν
75
607.
τε καὶ ὑγίεια μορφὴ καὶ εἶδός τι καὶ λόγος καὶ οἷον ἐνέρ-
γεια τοῦ δεκτικοῦ, ἡ μὲν τοῦ ἐπιστημονικοῦ, ἡ δὲ τοῦ ὑγιαστοῦ
(10)
(δοκεῖ γὰρ ἐν τῷ πάσχοντι καὶ διατιθεμένῳ ἡ τῶν ποιητι-
κῶν ὑπάρχειν ἐνέργεια), ἡ ψυχὴ δὲ τοῦτο ᾧ ζῶμεν καὶ
αἰσθανόμεθα καὶ διανοούμεθα πρώτως—ὥστε λόγος τις ἂν εἴη
καὶ εἶδος, ἀλλ’ οὐχ ὕλη καὶ τὸ ὑποκείμενον. τριχῶς γὰρ
οἰκοδομικὴ τέχνη τίς ἐστι καὶ ὅπερ ἕξις τις μετὰ λόγου
ποιητική, καὶ οὐδεμία οὔτε τέχνη ἐστὶν ἥτις οὐ μετὰ λό-
86
τέχνην.” ἡ μὲν οὖν τέχνη, ὥσπερ εἴρηται, ἕξις τις μετὰ (20)
λόγου ἀληθοῦς ποιητική ἐστιν, ἡ δ’ ἀτεχνία τοὐναντίον
μετὰ λόγου ψευδοῦς ποιητικὴ ἕξις, περὶ τὸ ἐνδεχόμενον
ἄλλως ἔχειν.
Περὶ δὲ φρονήσεως οὕτως ἂν λάβοιμεν, θεωρήσαντες
γίνεσθαι πάλιν.
Ἔστι δή, ὡς ἔφαμεν, τῶν ὄντων τὰ μὲν (18)
ποιητικὰ τὰ δ’ ὑπὸ τούτων παθητικά. Τὰ μὲν οὖν ἀντιστρέφει,
ὅσων ἡ αὐτὴ ὕλη ἐστί, καὶ ποιητικὰ ἀλλήλων καὶ παθητικὰ (20)
ὑπ’ ἀλλήλων· τὰ δὲ ποιεῖ ἀπαθῆ ὄντα, ὅσων μὴ ἡ αὐτὴ
εἶναι, οὔτε σύνθεσιν εἶναι τὴν μίξιν αὐτῶν, οὔτε πρὸς τὴν
αἴσθησιν· ἀλλ’ ἔστι μικτὸν μὲν ὃ ἂν εὐόριστον ὂν παθητικὸν (20)
ᾖ καὶ ποιητικὸν καὶ τοιούτῳ μικτόν (πρὸς ὁμώνυμον γὰρ τὸ
μικτόν), ἡ δὲ μίξις τῶν μικτῶν ἀλλοιωθέντων ἕνωσις.
Β
δεῖ γὰρ ταύτην τῶν πρώτων ἀρχῶν καὶ αἰτιῶν εἶναι θεωρητι-
κήν· καὶ γὰρ τἀγαθὸν καὶ τὸ οὗ ἕνεκα ἓν τῶν αἰτίων ἐστίν. (10)
Ὅτι δ’ οὐ ποιητική, δῆλον καὶ ἐκ τῶν πρώτων φιλοσοφη-
σάντων· διὰ γὰρ τὸ θαυμάζειν οἱ ἄνθρωποι καὶ νῦν καὶ
τὸ πρῶτον ἤρξαντο φιλοσοφεῖν, ἐξ ἀρχῆς μὲν τὰ πρόχειρα
της ἐπαγωγῆς ὅτι τῆς οὐσίας καὶ τοῦ τί ἐστιν οὐκ ἔστιν ἀπό-
δειξις. ἐπεὶ δ’ ἔστι τις ἡ περὶ φύσεως ἐπιστήμη, δῆλον ὅτι (10)
καὶ πρακτικῆς ἑτέρα καὶ ποιητικῆς ἔσται. ποιητικῆς μὲν γὰρ
ἐν τῷ ποιοῦντι καὶ οὐ τῷ ποιουμένῳ τῆς κινήσεως ἡ ἀρχή,
καὶ τοῦτ’ ἔστιν εἴτε τέχνη τις εἴτ’ ἄλλη τις δύναμις· ὁμοίως
της ἐπαγωγῆς ὅτι τῆς οὐσίας καὶ τοῦ τί ἐστιν οὐκ ἔστιν ἀπό-
δειξις. ἐπεὶ δ’ ἔστι τις ἡ περὶ φύσεως ἐπιστήμη, δῆλον ὅτι (10)
καὶ πρακτικῆς ἑτέρα καὶ ποιητικῆς ἔσται. ποιητικῆς μὲν γὰρ
ἐν τῷ ποιοῦντι καὶ οὐ τῷ ποιουμένῳ τῆς κινήσεως ἡ ἀρχή,
καὶ τοῦτ’ ἔστιν εἴτε τέχνη τις εἴτ’ ἄλλη τις δύναμις· ὁμοίως
ἱδρῶτα τῆς γῆς εἶναι τὴν θάλατταν οἴεταί τι σαφὲς εἰρηκέ- (25)
ναι, καθάπερ Ἐμπεδοκλῆς· πρὸς ποίησιν μὲν γὰρ οὕτως
εἰπὼν ἴσως εἴρηκεν ἱκανῶς (ἡ γὰρ μεταφορὰ ποιητικόν),
πρὸς δὲ τὸ γνῶναι τὴν φύσιν οὐχ ἱκανῶς· οὐδὲ γὰρ ἐνταῦθα
101
γὰρ τῶν ὑγρῶν καὶ τῶν ξηρῶν παθητικά. διὸ καὶ τὸ ψυ-
χρὸν τῶν παθητικῶν μᾶλλον· ἐν τούτοις γάρ ἐστιν· καὶ γὰρ (5)
ἡ γῆ καὶ τὸ ὕδωρ ψυχρὰ ὑπόκειται. ποιητικὸν δὲ τὸ ψυ-
χρὸν ὡς φθαρτικὸν ἢ ὡς κατὰ συμβεβηκός, καθάπερ εἴ-
ρηται πρότερον· ἐνίοτε γὰρ καὶ κάειν λέγεται καὶ θερμαί-
ρεται δὴ εἰς τὸν αὑτοῦ τόπον ἕκαστον εὐλόγως (ὃ γὰρ ἐφε- (30)
ξῆς καὶ ἁπτόμενον μὴ βίᾳ, συγγενές· καὶ συμπεφυκότα
104
τείας ἐχόμενόν ἐστιν εἰπεῖν. πρῶτον μὲν οὖν δῆλον ὅτι, εἴπερ
ἔχομεν δι’ ὧν φθείρονται αἱ πολιτεῖαι, ἔχομεν καὶ δι’ ὧν
σῴζονται· τῶν γὰρ ἐναντίων τἀναντία ποιητικά, φθορὰ δὲ
σωτηρίᾳ ἐναντίον. ἐν μὲν οὖν ταῖς εὖ κεκραμέναις πολι- (30)
τείαις ὥσπερ ἄλλο τι δεῖ τηρεῖν ὅπως μηθὲν παρανομῶσι,
καὶ ἡδονῆς καὶ τοῦ ζῆν, διὸ καὶ ἄριστον δοκεῖ εἶναι, ὅτι
δύο τῶν τοῖς πολλοῖς τιμιωτάτων αἴτιόν ἐστιν, ἡδονῆς καὶ
τοῦ ζῆν. πλοῦτος· ἀρετὴ γὰρ κτήσεως καὶ ποιητικὸν πολ-
λῶν. φίλος καὶ φιλία· καὶ γὰρ καθ’ αὑτὸν αἱρετὸς ὁ
φίλος καὶ ποιητικὸς πολλῶν. τιμή, δόξα· καὶ γὰρ ἡδέα (20)
περὶ μὲν οὖν ἀρετῆς καὶ κακίας καθόλου καὶ περὶ τῶν μο-
ρίων εἴρηται κατὰ τὸν ἐνεστῶτα καιρὸν ἱκανῶς, περὶ δὲ τῶν
ἄλλων οὐ χαλεπὸν ἰδεῖν· φανερὸν γὰρ ὅτι ἀνάγκη τά τε ποιη-
(25)
τικὰ τῆς ἀρετῆς εἶναι καλά (πρὸς ἀρετὴν γάρ) καὶ τὰ ἀπ’ ἀρε-
τῆς γινόμενα, τοιαῦτα δὲ τά τε σημεῖα τῆς ἀρετῆς καὶ τὰ
ἔργα· ἐπεὶ δὲ τὰ σημεῖα καὶ τὰ τοιαῦτα ἅ ἐστιν ἀγαθοῦ ἔργα
ὥστε φανερὸν ὅτι οὐχ ἅπαντα ὅσα περὶ λέξεως ἔστιν εἰπεῖν
ἀκριβολογητέον ἡμῖν, ἀλλ’ ὅσα περὶ τοιαύτης οἵας λέγομεν.
περὶ δ’ ἐκείνης εἴρηται ἐν τοῖς Περὶ ποιητικῆς.
(1404b) Ἔστω οὖν ἐκεῖνα τεθεωρημένα καὶ ὡρίσθω λέξεως
ἀρετὴ
σαφῆ εἶναι (σημεῖον γάρ τι ὁ λόγος ὤν, ἐὰν μὴ δηλοῖ
τοῖς ἀγῶσι, καὶ δεῖν ἔφη Γοργίας τὴν μὲν σπουδὴν δια-
φθείρειν τῶν ἐναντίων γέλωτι τὸν δὲ γέλωτα σπουδῇ, ὀρθῶς (5)
λέγων, εἴρηται πόσα εἴδη γελοίων ἔστιν ἐν τοῖς περὶ ποιη-
τικῆς, ὧν τὸ μὲν ἁρμόττει ἐλευθέρῳ τὸ δ’ οὔ, ὅπως τὸ
ἁρμόττον αὑτῷ λήψεται. ἔστι δ’ ἡ εἰρωνεία τῆς βωμολοχίας
ἐλευθεριώτερον· ὁ μὲν γὰρ αὑτοῦ ἕνεκα ποιεῖ τὸ γελοῖον, ὁ δὲ
καὶ χυμὸς καὶ ὀσμὴ καὶ ψόφος, καὶ βαρῦ καὶ κοῦφον, (5)
καὶ θερμὸν καὶ ψυχρόν, καὶ σκληρὸν καὶ μαλακόν, ἢ ἀδύ-
νατον. ποιητικὸν γάρ ἐστιν ἕκαστον αὐτῶν τῆς αἰσθήσεως
(τῷ δύνασθαι γὰρ κινεῖν αὐτὴν λέγεται πάντα), ὥστ’ ἀνάγκη,
120
τερος, καὶ καθότι τὰς αὐτὰς ἀμφιβολίας οὐκ ἔχει, ἐπεὶ ἕνεκά γε
τοῦ (15)
δηλουμένου οὐ διαφέρει· μεταλαμβάνεται γοῦν εἰς τὸν ὅτι, πάλιν
ὁμοίως ἐπὶ τὰ ὁριστικὰ ῥήματα φερόμενος, ὡς εἰ καὶ ἄλλοι
ποιητικοὶ
εἰς τοὺς συνήθεις, ὁ αὐτάρ εἰς τὸν δέ, ὁ ἠμέν, ὁ ἠδέ εἰς τὸν καί.—
Ἔχει δὲ καὶ ὁ προκείμενος σύνδεσμος πάλιν ἀμφιβολίαν, πότερον
εἷς
δύο
οὔσας, μίαν μὲν αἰτιολογικήν, ἑτέραν δὲ ἀποτελεστικήν. ἐν γὰρ
αἰτία (20)
τοῦ ἀναγνῶναί φαμεν οὕτως, ἵνα ἀναγνῶ ἐτιμήθην, ἵνα λοιδο-
τινα λόγον παρέλκεται, τοῦτο οὐχὶ πάντως λέξις, ἐπεὶ οἷόν τ’ ἐστὶν
εἰς τὸ τοιοῦτον παραθέσθαι πάντα τὰ μέρη τοῦ λόγου ἔν τισι
συντάξεσι,
μάλιστα ὑπὸ ποιητικῆς ἀδείας, πλεονάζοντα. ποίαν γὰρ ἔχει
χώραν τὸ (25)
πῇ ἔβη Ἀνδρομάχη λευκώλενος (Ζ 377),
λέγω τὸ κατὰ τὸ λευκώλενος;—ἀλλ’ ἴσως πρὸς τὸ τοιοῦτον ἐκεῖνο
μεθα. τινὲς γάρ φασι τὸν αὐτάρ σύνδεσμον ἀποκοπέντα μὲν εἶναι
αὖ,
ἀφαιρεθέντα δὲ τάρ. ἦν δὲ τὸ τοιοῦτον οὐκ ἀληθές. τί γὰρ οὐχὶ ὁ
124
νεται ἐν τῷ δῆτα.
Θήν, ῥά, νύ, πού. Εἴρηται ὡς ἰσοδυναμοῦσι τῷ δή, καὶ ὡς
μᾶλλον ποιητικοί. τῆς μέντοι συντάξεως διαφορὰν ἔχουσιν. ὁ μὲν
γὰρ
δή καὶ ἤ καὶ αὖ ἀνέγκλιτοι, ὁ δὲ θήν καὶ νύ καὶ ῥά ἐγκλιτικοί.
εἴρηται δὲ καὶ περὶ τοῦ πού ὡς οὐκ εἴη σύνδεσμος, ἐπίρρημα
δὲ (10)
μέρος λόγου αἰτοῦν, ἀλλὰ καὶ ταὐτὸ γένος καὶ τὴν αὐτὴν πτῶσιν
καὶ
τὸν αὐτὸν ἀριθμόν. δεόντως οὖν φαμεν ὡς ἐκ τῆς ἀντωνυμικῆς
συν- (10)
τάξεως τοῦ ἄρθρου ἡ παραγωγὴ ἐγίνετο, καὶ ὡς ποιητικὸν μὲν τὸ
φάναι τηλίκος τοῖος, σύνηθες δὲ τὸ τηλικοῦτος τοιοῦτος, τὸν
αὐτὸν τρόπον ποιητικὸν τὸ ὅς,
4.3.
4.4.
8.3.
(d) τὴν δὲ
ἀγαθὴν τιθήνην καὶ τροφὸν γνώμης νέας,
(e) ποιητικὴν ταύτην ὀνομάζουσα· τὴν δὲ ἡγεμόνα τῆς
ἀριθμῶν φύσεως, ἀριθμητικὴν ταύτην ὀνομάζουσα·
(f) τὴν δὲ καὶ λογισμῶν διδάσκαλον, λογιστικὴν ταύτην
38.5*.
κονομικούς, φιλολόγους.
Κρόνος μὲν οὖν καὶ Ἄρης ἐχθροί, ἐναντιωμάτων καὶ καθαιρέ-
σεων ποιητικοί. στάσεις γὰρ οἰκείων καὶ ἀνευνοησίας καὶ ἔχθρας
ἐπάγουσι, δόλους καὶ ἐπιβουλὰς καὶ κακοποιΐας καὶ κρίσεις, ἐκτὸς
(20)
εἰ μὴ οἰκείοις ἢ χρηματιστικοῖς ζῳδίοις πεσόντες καὶ ὑπὸ ἀγαθο-
ἐπέχει ἐπὶ τὸν αὐτὸν σκοπόν· ὥσπερ γὰρ τροχὸς κυλιόμενος ἐνέ-
κοψεν ἐπὶ τὴν ἰδίαν ἐλθοῦσα ἐποχήν. (25)
Ταῦτα μὲν οὖν συνέταξα οὐ ποιητικῶς, ὥς τινες ἢ ἐπακτικὴν
ἀκρόασιν πράσσουσι τῇ τῶν λόγων συνθήκῃ ἢ καὶ μέτρου ἁρμονίᾳ
θέλγοντες τοὺς ἀκούοντας μυθώδεις καὶ ἐπιπλάστους ἐπιφερόμε-
6.72.
δυναμένῳ.
7.73.
του ποιήματα. (10)
Ἀ. Τὸν Ὅμηρον φησί, ξένε, καθάπερ ἐν ἁρ-
μονίᾳ μουσικῇ πάντας ψῆλαι τοὺς ποιητικοὺς τῶν
τρόπων καὶ τοὺς ποιητάς, ἐφ’ οἷς ἐγένετο, ὑπερ-
βεβλῆσθαι πάντας, ἐν ὅτῳ ἕκαστος αὐτῶν ἦν κρά-
λόγου, οὐκ ἄλλως ἔδει αὐτὸν τῶν πάντων δηλῶσαι ὄντα ποιητὴν
ἢ οὕτως. οἱ μὲν γὰρ παρ’ ἡμῖν δημιουργοί, ἄνθρωποι ὄντες, τέχνην
ἔχουσιν (αὕτη δέ ἐστιν ἕξις μετὰ ἀδόλου λόγου ποιητική), ὁ δὲ
τοῦ (5)
θεοῦ υἱός, οὐκ ἄλλος ὢν ἢ σοφίας καὶ τέχνης δημιουργός, εἰκότως
‹λόγος› ὀνομάζεται. οὐ γὰρ ἄλλη τις ὢν οὐσία παρὰ τὸν λόγον δι’
βάθεσιν εἶπον.
Στ. κβʹ. Πολλὰ σημαίνουσα, καθάπερ εἴπομεν, ἡ (48)
ἀρχὴ, νῦν τὸ ἀΐδιον δηλοῖ, καὶ τὸ αἴτιον, καὶ τὸ ποιη-
τικόν. Ἡ δὲ ἀρχὴ τινῶν ἐστιν ἀρχὴ, καὶ σημαίνει (50)
σχέσιν, ἀλλ’ οὐκ οὐσίωσιν. Τὰ γὰρ πρός τι, τοιαῦτα·
ὡς τὸ δεξιὸν καὶ ἀριστερόν. Οὐσία τοίνυν οὖσα ἡ τοῦ
(50) Τῷ ἀδελφῷ.
155
καὶ ἐτίμων αὐτόν· οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ πάντες οἱ τῆς συγκλήτου (50)
περιφανεῖς ἔστεργόν τε αὐτὸν καὶ ἐθαύμαζον. Καὶ πολλὰ μὲν
αὐτῷ βιβλία συγγέγραπται· λεξιθηρεῖ δὲ ἐν αὐτοῖς, καὶ ποιητικὰς
παραμίγνυσι λέξεις· λέγων δὲ μᾶλλον, ἢ ἀναγινωσκόμενος ἐθαυ-
μάζετο· προσῆν γὰρ αὐτῷ χάρις τῷ τε προσώπῳ καὶ τῇ φωνῇ, καὶ
κὸν, ἔστω οἰκία, ἔνθα παιδία δέκα καὶ γυνὴ καὶ ἀνὴρ (40)
καὶ ἡ μὲν ἐριουργείτω, ὁ δὲ ἔξωθεν φερέτω προσ-
όδους· εἰπὲ δή μοι, οὗτοι κοινῇ σιτούμενοι, καὶ μίαν
Prev | Next
σώματος ἐπὶ τὴν θέαν τοῦ καλοῦ, καὶ ἀναπτήτω, καὶ αἰωρη-
θήτω, μὴ σχῆμα, μὴ σῶμα, μὴ ἰδέας ζητῶν θεάσασθαι, ἀλλ’ (25)
ἐκεῖνο μᾶλλον τὸ τούτων ποιητικόν, τὸ ἥσυχον, τὸ γαληνόν, τὸ
ἑδραῖον, τὸ ἄτρεπτον, τὸ αὐτὸ πάντα καὶ μόνον, τὸ ἕν, τὸ αὐτὸ
ἐξ ἑαυτοῦ, τὸ αὐτὸ ἐν ἑαυτῷ, τὸ ἑαυτῷ ὅμοιον, ὃ μήτε ἄλλῳ
καὶ οἶκος καὶ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ὅτι δὲ καὶ ἡ νόσος αἶσχός ἐστι,
καὶ αὐ-
τόθεν δῆλον· ἀσυμμετρία γάρ τίς ἐστιν ἐν αὐτῷ (διὸ καὶ νοσεῖ),
171
πᾶσα δὲ (10)
ἀσυμμετρία αἴσχους ποιητική. Ἐν Σοφιστῇ μὲν οὖν ἀντιδιεῖλε
νόσον καὶ
αἶσχος· νόσον μὲν τὴν στάσιν λέγων τῆς ἀλογίας πρὸς τὸν λόγον,
αἶσχος
δὲ τὴν αὐτῆς τῆς λογικῆς ψυχῆς ἄγνοιαν τῶν καλῶν καὶ ἀγαθῶν·
νῦν δὲ
ποιη-
(98) τικὴν, ἀλλαχοῦ αὐτὴν ἐκβάλλων· τὴν μὲν γὰρ ἔνθουν
ποιητικὴν προσίεται,
τὴν δὲ ἐξ ἀνθρώπων τεχνικὴν παραιτεῖται. Κάτοχοι μὲν οὖν εἰσιν,
οὓς
εἰώθαμεν καὶ δοχέας καλεῖν, καὶ κατοκωχὴ ἡ τῷ θεῷ
κατασχεθεῖσα.
φησὶν, (25)
καὶ
νοήσεις· φθίσις
πόσα ἀγαθὰ ἑκάστη τῶν τριῶν μανιῶν τοῖς ἀνθρώποις παρέχει, ὅτι
οἷον ἡ
μαντικὴ προμήνυσιν τοῦ μέλλοντος χρόνου παρέχει πῶς ἂν
εὐοδήσωμεν
κατὰ τὸν βίον, ἡ ποιητικὴ ᾄδει κλέα ἀνδρῶν καὶ διὰ τούτου
παιδεύει
τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος, ἡ τελεστικὴ παλαιῶν μηνιμάτων
καθαίρει, (15)
μέλλων περὶ τῆς τετάρτης μανίας εἰπεῖν περὶ ἧς καὶ ὁ πᾶς αὐτῷ
λόγος,
177
ἄνοδος.
ϟβʹ Καὶ τοῖς ὀνόμασιν ἠναγκασμένη 257a
Ἀπολογεῖται ἐνταῦθα διὰ τί ποιητικοῖς ὀνόμασιν ἐχρήσατο· εἶπε
γὰρ ὑπόπτερον, ἄρδεσθαι, δαῖτα, θοίνην καὶ ἄλλα πολλὰ τοιαῦτα.
Διὰ τί δὲ ἐχρήσατο τοῖς τοιούτοις ὀνόμασιν; αὐτός φησι διὰ
Φαῖδρον. (20)
πάλαι ἐνθουσιαστικὴν εἶπεν; Ἢ δῆλον ὅτι τοῦτο λέγει ὅτι δεῖ μὲν
τὰ παρ’
ἡμῶν τεχνικὰ θεωρήματα κινεῖν, εἶθ’ οὕτως ὕστερον τὴν παρὰ τῶν
θεῶν
ἔλλαμψιν δέχεσθαι, ὡς καὶ ἐπὶ τῆς ποιητικῆς δεῖ τὸ ἐν ἡμῖν
εὑρετικὸν καὶ (15)
ποιητικὸν κινεῖν, εἶθ’ οὕτως ἐκδέχεσθαι τὴν παρὰ τῶν θεῶν
178
ἔλλαμψιν· ὁ
γὰρ κάτοχος γινόμενος ταῖς Μούσαις θεῖος ποιητὴς γίνεται. Ποία
δέ
ἡμῶν τεχνικὰ θεωρήματα κινεῖν, εἶθ’ οὕτως ὕστερον τὴν παρὰ τῶν
θεῶν
ἔλλαμψιν δέχεσθαι, ὡς καὶ ἐπὶ τῆς ποιητικῆς δεῖ τὸ ἐν ἡμῖν
εὑρετικὸν καὶ (15)
ποιητικὸν κινεῖν, εἶθ’ οὕτως ἐκδέχεσθαι τὴν παρὰ τῶν θεῶν
ἔλλαμψιν· ὁ
γὰρ κάτοχος γινόμενος ταῖς Μούσαις θεῖος ποιητὴς γίνεται. Ποία
δέ
ἐστιν ἡ ἐρωτικὴ τέχνη; ἣν αὐτὸς ἐν Ἀλκιβιάδῃ ἐδήλωσε καὶ
ἐδίδαξεν
καὶ πρῶτον τὸ τοῦ ἰατροῦ, ἔνθα ἔφη ὅτι οὐκ ἔστιν ἰατροῦ τὸ ἁπλῶς
χρώ- (5)
μενον τοῖς φαρμάκοις καθαίρειν εἰ μὴ ἂν ὅτε δεῖ καὶ ὅσον δεῖ καὶ
οἷς δεῖ
καὶ τὰ ὅμοια, ἔπειτα δὲ χρησάμενος τῷ παραδείγματι καὶ τῆς
ποιητικῆς
καὶ ἁρμονικῆς, νῦν ὑφηγεῖται ὁποῖόν ποτ’ ἐστὶ τὸ εἶδος τῆς
ῥητορικῆς· διό
φησιν ὁ Φαῖδρος· «κινδυνεύει τὸ τῆς ῥητορικῆς εἶδος τοιοῦτον
εἶναι παρὰ
Ὁρᾷς οὖν ὅτι ὁ λόγος διὰ πάντων φοιτῶν φοιτᾷ καὶ διὰ τῶν μεταξὺ
πάντων
γενῶν. Λυσίου δὲ καὶ Ὁμήρου καὶ Σόλωνος ἐμνημόνευσεν, ὡς ἂν
εἴποις (5)
πολιτικοῦ καὶ ποιητικοῦ καὶ νομοθετικοῦ λόγου. — Συγγράμματα
ἔγραψε· πῶς δεῖ γράφειν καὶ κατὰ τί καλόν ἐστι τὸ γράφειν
διαρρήδην ἐκ-
τίθεται, καὶ ὅτι ὁ οὕτως γράφων οὐκ ὀφείλει καλεῖσθαι πολιτικὸς
φλέβας καὶ νεῦρα καὶ αἷμα, καὶ ζωογονεῖται βρέφος καὶ τίκτεται·
ἅτινα ὁ σοφώτατος Κεφαλίων συνεγράψατο. ὁ γὰρ σοφώτατος
Σοφοκλῆς δρᾶμα ἐξέθετο καὶ ποιητικῶς εἶπεν ὅτι τὴν Παλλάδα
εἶδε λουομένην καὶ γυνὴ ἐγένετο· ὁ Τειρεσίας, φησί, τὴν σοφίαν
τοῦ δημιουργοῦ ἐζήτησε γνῶναι καὶ οὐκ ἠδυνήθη· ὅθεν
ἐξέθετο (15)
πᾷν.»
Πάλιν ἐπὶ τὴν μητέρα τῶν ἀγαθῶν καταφεύγει,
καὶ τὴν διδάσκαλον καὶ ποιητικὴν ἀρετῆς ἁπάσης,
τὴν ἀγάπην φημί. (25)
«Ὁ γὰρ ἀγαπῶν τὸν ἕτεραν, νόμον πεπλήρωκεν.
ὅμοια.
Μουσικήν: καὶ τὴν μαντείαν οἱ παλαιοὶ καὶ τὴν (20)
ποιητικήν· λέγεται δὲ καὶ τὸ εὐπαίδευτον καὶ ἐπι-
δέξιον μουσικόν· καὶ τὸ ἐμμελές.
Μοχθεῖ: κακοπαθεῖ.
(87) Περὶ αἰτιῶν.
συνίσταται τελεσφόρημα.
Γῆ μὲν γὰρ καθάπερ ὑλικόν τι γενέσεως αἴτιον ὑποκεῖσθαι τέτα-
κται, ποιητικὸν δ’ ὅσα οὐράνια. καὶ ἵνα ἀπὸ τῶν ἐμφανεστέρων
ἀρξώ- (50)
μεθα τοῖς πολλοῖς, ὅπερ ἥλιος πρὸς ὅλον ἐνιαύσιον κύκλον, τοῦτο
σελήνη πρὸς δωδεκατημόριον φάναι αὐτοῦ, ἄλλα ἄλλως κινοῦσα
τῶν
Περί ποιήσεως
Περὶ τιμῆς,
Περὶ ποιήσεως,
Περὶ εὐπαθείας,
Περὶ ἔρωτος,
Περὶ φιλοσοφίας,
Περὶ ἐπιστήμης,
Περὶ μουσικῆς,
ἀγοραίων
ἀνθρώπων. καὶ γὰρ οὗτοι διὰ τὸ μὴ δύνασθαι ἀλλήλοις δι' αὐτῶν
συνεῖναι
ἐν τῷ πότῳ μηδὲ διὰ τῆς ἑαυτῶν φωνῆς καὶ λόγων τῶν ἑαυτῶν ὑπὸ
ἀπαιδευσίας
τιμίας ποιοῦσι τὰς αὐλητρίδας, πολλοῦ μισθούμενοι ἀλλοτρίαν φωνὴν
τὴν
τῶν αὐλῶν, καὶ διὰ τῆς ἐκείνων φωνῆς ἀλλήλοις ξύνεισιν. ὅπου δὲ καλοὶ
καὶ ἀγαθοὶ ξυμπόται καὶ πεπαιδευμένοι εἰσίν, οὐκ ἂν ἴδοις οὔτε αὐλη-
τρίδας οὔτε ὀρχηστρίδας οὔτε ψαλτρίας, ἀλλ' αὐτοὺς ἑαυτοῖς ἱκανοὺς
ὄντας ξυνεῖναι ἄνευ τῶν λήρων τε καὶ παιδιῶν τούτων διὰ τῆς ἑαυτῶν
φωνῆς, λέγοντάς τε καὶ ἀκούοντας ἐν μέρει ἑαυτῶν κοσμίως, κἂν πάνυ
Πλάτων. Protagoras (0059: 022)“Plato nis opera, vol. 3”, Ed. Burnet, J.
Oxford: Clarendon Press, 1903, Repr. 1968.Stephanus p. 347, sec. c, li3
Πλάτων. Πολιτεία (0059: 030)“Plato nis opera, vol. 4”, Ed. Burnet, J.
Oxford: Clarendon Press, 1902, Repr. 1968.Stephanus p. 595, sec. a, line
3
καὶ σὺν τῷ ἁγίῳ πνεύματι ἠλαττωμένος λέγοιτο, καὶ φανείη σαφῶς ὅτι
οὐ περὶ θεότητος ἐνταῦθα φάσκει, ἀλλὰ περὶ τῆς αὐτοῦ σαρκός. πάθημα
γὰρ θανάτου οὐ πρὸ σαρκὸς εἰς τὸν λόγον ἀναλογεῖται, ἀλλὰ μετὰ τὴν
ἔνσαρκον παρουσίαν, τοῦ αὐτοῦ ἀπαθοῦς ὄντος καὶ παθητοῦ, ἀπαθοῦς
μὲν ὄντος ἐν τῇ θεότητι, πάσχοντος δὲ ἐν τῇ ἐνανθρωπήσει, ὡς καὶ
τὰ ἀμφότερα ἐνἑνὶ πληροῦται, τὸ υἱὸς ἀνθρώπου ἐν ταὐτῷ καὶ υἱὸς
θεοῦ ἐν ταὐτῷ. ὁμοῦ γὰρ Χριστὸς ἐν τοῖς ἀμφοτέροις ὁ υἱὸς καλεῖται.
39. Τί οὖν ἐποίησεν αὐτόν; οἱ φιλονεικοῦντες μάθωσιν ἀπὸ τῶν
προειρημένων πάντων ὅτι οὐδὲν εἰς τὴν θεότητα ἐν τῷ ῥητῷ τούτῳ ἀνα-
λογεῖται, ἀλλὰ εἰς τὴν ἔνσαρκον παρουσίαν καὶ οὐδὲ ὡς περὶ ποιήσεως
ἢ κτίσματος, ἀλλ' ὡς περὶ ἀξιώματος μετὰ τὴν παρουσίαν τὸ «ἐποίησεν
αὐτόν». ἐρωτήσας γάρ τις τινὰ βασιλέα περὶ τοῦ ἰδίου υἱοῦ, ὅτι «τί σοι
πέφυκεν οὗτος», καὶ ἀκούσει παρ' αὐτοῦ ὅτι «υἱός μου ἐστί». «γνήσιος
209
οὖν
σοι ὑπάρχει ἢ νόθος;» ὁ δέ φησι· «γνήσιος ἐξ ἐμοῦ ὑπάρχει.» «τί οὖν
αὐτὸν
ἐποίησας»; «βασιλέα αὐτὸν ἐποίησα.» δῆλον μηδὲν παρηλλαγμένον τῆς
τοῦ πατρὸς αὐτοῦ ἀξίας. καὶ οὐχὶ πάντως διὰ τὸ εἰρηκέναι, ἐποίησα
αὐτὸν
βασιλέα, παρὰ τοῦτο ἔκτισα αὐτόν, λέγει ὁ βασιλεύς. οὐ γὰρ τὴν
γέννησιν
ἠρνήσατο, ἣν ὡμολόγησεν φάσκωνγεγεννηκέναι, ἐν τῷ εἰπεῖν ἐποίησα,
ἀλλ' ἐκείνην μὲν σαφῶς ἀπεφήνατο, τὸ δὲ ἐποίησα περὶ ἀξίας ἐδήλω-
σεν. οὕτω καὶ ὁ υἱὸς υἱὸς τοῦ πατρὸς ἀναμφιβόλως τοῖς ζωὴν ἐθέλουσι
οὐκ ἔγνω.»
41. Εἰ δὲ ἐν κόσμῳ ἦν πρὸ τοῦ Ἰωάννην γεννηθῆναι καὶ συλληφθῆναι,
πρὸ αὐτοῦ γέγονεν ἐν κόσμῳ, οὐ περὶ κτίσεως, οὐ περὶ ποιήσεως
σημαίνων,
ἀλλὰ κατὰ τὴν χρῆσιν, καθ'ἣν ὁμωνύμως εἰώθασιν οἱ ἄνθρωποι λέγειν·
ἐγενόμην ἐν Ἱεροσολύμοις, ἐγενόμην ἐν Βαβυλῶνι, ἐγενόμην ἐν
Αἰθιοπίᾳ,
ἐγενόμην ἐν Ἀλεξανδρείᾳ, οὐ κτίσιν σημαίνων ἐνταῦθα, ἀλλὰ ἐπίβασίν
τε καὶ παρουσίαν. τί γὰρ ἐγενόμην ἐν Βαβυλῶνι ἢ ἐν ἑτέρῳ τόπῳ σημαί-
νει, ὅτι ἦλθον. «πρὸ ἐμοῦ οὖν ἐγένετο», ἵνα δείξῃ ἐπὶ τῆς γῆς τὴν τοῦ
λόγου ἀεὶ ἐπίβασιν, καὶ τὸ «πρῶτός μου ἦν,» ἵνα δείξῃ τὴν θεότητα ἀεὶ
οὖσαν. τὸ δὲ «ὀπίσω μου ἐρχόμενον», ἵνα δείξῃ τὴν σύλληψιν μετὰ τὸν
Ἰωάννην. καὶ διὰ τοῦτο «ἐγὼ φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ», ἑτοιμαστικὴ
φωνὴ τῆς τῶν ἀνθρώπων ἀκοῆς. πρῶτον γὰρ ἀδιάρθρωτον εἰώθασιν οἱ
φωνοῦντες ἀποδιδόναι φωνὴν ἐχήεσσαν, ἀπὸ μήκοθεν καλοῦντες τούς τι
ἔχον
210
τος καὶ ἐπὶ τοῦ πάσχοντος· ὅταν μὲν γὰρ τὴν κίνησιν θεωρήσωμεν
ἀρχομένην ἀπὸ τοῦ ποιοῦντος καὶ λήγουσαν ἐπὶ τὸ πάσχον, ποίησιν αὐ-
τὴν λέγομεν. ὅταν δὲ θεωρήσωμεν αὐτὴν ἀπὸ τοῦ πάσχοντος ἀρχομένην
τελευτῶσαν δὲ ἐπὶ τὸ ποιοῦν, πάθησιν λέγομεν, ὥσπερ καὶ δίδαξιν καὶ
μάθησιν ὁμοίως. ὥστε τῷ μὲν ὑποκειμένῳ μία ἐστὶν ἡ κίνησις, διαφέρει
δὲ τῷ λόγῳ. τὰ δὲ πρός τι οὐ μόνον τῷ λόγῳ διαφέρουσιν, ἀλλὰ καὶ
τῷ ὑποκειμένῳ διάφορά ἐστιν. ὥστε τὸ ποιεῖν καὶ τὸ πάσχειν περὶ ἓν
καταγινόμενα ὑποκείμενον, τὴν κίνησιν, οὐκ ἂν εἴη πρός τι, εἴ γε τὰ πρός
τι οὐ μόνον τὴν σχέσιν διάφορον θέλουσιν ἔχειν, ἀλλὰ καὶ τὰ ὑπο-
κείμενα.
Διὰ τί οὖν μὴ ἐπέγραψε ‘περὶ ποιήσεως καὶ παθήσεως’; λέγομεν
211
ὅτι ἡ ποίησις διττή ἐστι· καὶ γὰρ αὐτὴ ἡ ὁδὸς ποίησις λέγεται, οἷον ἡ
τοῦ οἰκοδόμου ἐνέργεια, καὶ τὸ τέλος δὲ αὐτὸ τῆς ἐνεργείας, οἷον ἡ οἰκία.
ἵνα οὖν μὴ διὰ τὴν ὁμωνυμίαν πλάνη τις γένηται καὶ νομίσωμεν αὐτὸν
περὶ τοῦ τέλους διαλέγεσθαι, διὰ τοῦτο οὕτως ἐπέγραψε Περὶ τοῦ
ποιεῖν καὶ τοῦ πάσχειν, τοῦτ' ἔστι περὶ αὐτῆς τῆς ἐνεργείας καὶ τῆς
ὁδοῦ. ἐπιδέχεται δὲ καὶ τὸ ποιεῖν καὶ τὸ πάσχειν ἐναντιότητα καὶ τὸ
μᾶλλον
καὶ τὸ ἧττον. εἰκότως· ἐν γὰρ ταῖς ποιότησι μόνον ἡ ἐναντιότης
θεωρεῖται·
ὅτε τὴν διὰ φόβον ὠχρίασιν καὶ τὸ δι' αἰδῶ ἔρευθος ὑπὸ τὸ πάσχειν
ἀνήγαγεν. ἐπέγραψε δὲ Περὶ τοῦ ποιεῖν καὶ πάσχειν, οὐ Περὶ ποιοῦντος
καὶ πάσχοντος, διότι τὸ ποιοῦν καὶ πάσχον τῶν πρός τι, οὐ Περὶ
ποιήσεως
καὶ παθήσεως· ἡ γὰρ ποίησις διττή· λέγεται γὰρ ποίησις καὶ αὐτὴ ἡ
ἐνέργεια καὶ τὸ ἀποτέλεσμα, οἷον ἀβάκιον, ἅπερ προδήλως ὑπὸ ἄλλην
κατη-
γορίαν ἀνάγονται. οὕτω δὲ συγγενὲς τὸ ποιεῖν καὶ πάσχειν τῇ ποιότητι,
ὅτι καὶ τὰ ἴδια τῆς ποιότητος ὑπάρχει τῷ ποιεῖν καὶ πάσχειν· ἐναντία
γὰρ τὸ ποιεῖν καὶ ποιεῖν, οἷον τὸ θερμαίνειν τῷ ψύχειν ἐστὶν ἐναντίον.
ἀλλὰ καὶ τὸ πάσχειν τῷ πάσχειν ἐναντίον· τὸ γὰρ θερμαίνεσθαι τῷ
ψύχεσθαι
ἐναντίον. ὑπάρχει δὲ τῷ ποιεῖν καὶ πάσχειν ὥσπερ τὰ ἐναντία οὕτω καὶ
212
τὸ μᾶλλον καὶ ἧττον· ἔστι γὰρ μᾶλλον θερμαίνειν καὶ μᾶλλον ψύχειν καὶ
ἧττον θερμαίνειν καὶ ἧττον ψύχειν, καὶ μᾶλλον θερμαίνεσθαι καὶ
ψύχεσθαι καὶ ἧττον.
Ποίησις
(fr. 22, 7 D.), καὶ (fr. 20 D.)· ἔργα δὲ Κυπρογενοῦς νῦν μοι φίλα καὶ
Διονύσου καὶ Μουσέων, ἃ τίθησ' ἀνδράσιν εὐφροσύνας.
Ὡς δὲ χώρας καλῆς ἔδαφος ὁ Πλάτων ἔρημον,
αὐτῷ δέ πως κατὰ συγγένειαν προσῆκον, ἐξεργάσασθαι
καὶ διακοσμῆσαι φιλοτιμούμενος τὴν Ἀτλαντικὴν ὑπό-
θεσιν, πρόθυρα μὲν μεγάλα καὶ περιβόλους καὶ αὐλὰς
τῇ ἀρχῇ περιέθηκεν, οἷα λόγος οὐδεὶς ἄλλος ἔσχεν οὐδὲ
μῦθος οὐδὲ ποίησις, ὀψὲ δ' ἀρξάμενος προκατέλυσε τοῦ
ἔργου τὸν βίον, ὅσῳ μᾶλλον εὐφραίνει τὰ γεγραμμένα,
τοσούτῳ μᾶλλον τοῖς ἀπολειφθεῖσιν ἀνιάσας. ὡς γὰρ ἡ
πόλις τῶν Ἀθηναίων τὸ Ὀλυμπίειον, οὕτως ἡ Πλάτωνος
σοφία τὸ Ἀτλαντικὸν ἐν πολλοῖς καὶκαλοῖς μόνον
ἔργον ἀτελὲς ἔσχηκεν.
Ἐπεβίωσε δ' οὖν ὁ Σόλων ἀρξαμένου τοῦ Πεισιστράτου
τυραννεῖν, ὡς μὲν Ἡρακλείδης ὁ Ποντικὸς (fr. 148 Wehrli)
ἱστορεῖ, συχνὸν χρόνον, ὡς δὲ Φανίας ὁ Ἐρέσιος
(FHG II 294) ἐλάττονα δυεῖν ἐτῶν. ἐπὶ Κωμίου μὲν
γὰρ ἤρξατο τυραννεῖν Πεισίστρατος, ἐφ' Ἡγεστράτου δὲ
ἔοικε, ταῖς δὲ Νικομάχου γραφαῖς καὶ τοῖς Ὁμήρου στίχοις μετὰ τῆς
ἄλλης
δυνάμεως καὶ χάριτος πρόσεστι τὸ δοκεῖν εὐχερῶς καὶ ῥᾳδίως ἀπειργά-
σθαι, οὕτως παρὰ τὴν Ἐπαμεινώνδου στρατηγίαν καὶ τὴν Ἀγησιλάου,
πολυπόνους γενομένας καὶ δυσάγωνας, ἡ Τιμολέοντος ἀντεξεταζομένη
καὶ μετὰ τοῦ καλοῦ πολὺ τὸ ῥᾴδιον ἔχουσα, φαίνεται τοῖς εὖ καὶ δικαίως
λογιζομένοις οὐ τύχης ἔργον, ἀλλ' ἀρετῆς εὐτυχούσης. καίτοι πάντα γ'
ἐκεῖνος εἰς τὴν τύχην ἀνῆπτε τὰ καταρθούμενα· καὶ γὰρ γράφων τοῖς
ἐτόλμα μένων ἀμύνεσθαι πλὴν τῶν ξένων τοῦ Δίωνος, οἳ πρῶτον αἰσθό-
μενοι τὸν θόρυβον ἐξεβοήθησαν. οὐδ' οὗτοι δὲ τῆς βοηθείας τὸν τρόπον
συνεφρόνουν οὐδ' εἰσήκουον ὑπὸ κραυγῆς καὶ πλάνης τῶν φευγόντων
Συρακοσίων, ἀναπεφυρμένων αὐτοῖς καὶ διεκθεόντων, πρίν γε δὴ Δίων,
ἐπεὶ λέγοντος οὐδεὶς κατήκουεν, ἔργῳ τὸ πρακτέον ὑφηγήσασθαι
καὶ τὴν ἡλικίαν (εἷς γὰρ ἦν καὶ αὐτὸς ἔτι τῶν νομιζόντων
διὰ Τύχην κρατεῖν Ἀλέξανδρον)· ἐπεὶ δὲ τἀληθὲς ἔγνω
βασανίσας πανταχόθεν, ‘οὐ πάντως’ εἶπεν ‘ἄρα φαύλως
ἔχει τὰ Περσῶν, οὐδέ τις ἐρεῖ παντάπασι κακοὺς ἡμᾶς
οὐδ' ἀνάνδρους ὑπὸ τοιούτου κρατηθέντας. ἐγὼ δ' εὐτυ-
χίαν μὲν εὔχομαι καὶ κράτος πολέμου παρὰ θεῶν, ἵν'
εὖ ποιῶν Ἀλέξανδρον ὑπερβάλωμαι· καί μέ τις ἔχει
φιλοτιμία καὶ ζῆλος ἡμερώτερον αὐτοῦ φανῆναι· εἰ
δ' οἴχεται τὰ ἐμά, Ζεῦ πατρῷε Περσῶν καὶ βασίλειοι
θεοί, μηδεὶς εἰς τὸν Κύρου θρόνον ἄλλος ἢ Ἀλέξανδρος
καθίσειε.’ τοῦτ' εἰς ποίησις ἦν Ἀλεξάνδρου διὰ θεῶν
μαρτύρων. | οὕτω νικῶσιν ἀρετῇ.
Πρόσγραψον, εἰ βούλει, τῇ Τύχῃ τὰ Ἄρβηλα καὶ
τὴν Κιλικίαν, καὶ τἄλλα, ἃ γέγονε βίας ἔργα καὶ πολέμου·
Τύχη τὴν Τύρον ἔσεισεν αὐτῷ, καὶ Τύχη τὴν Αἴγυπτον
ἀνέῳξε· διὰ Τύχην Ἁλικαρνασσὸς ἔπεσε καὶ Μίλητος
ἑάλω καὶ Μαζαῖος Εὐφράτην ἔρημον ἀπέλιπε καὶ νεκρῶν
τὸ Βαβυλώνιον ἐπλήσθη πεδίον· ἀλλ' οὔτι γε σώφρων
ἀπὸ Τύχης οὔτ' ἐγκρατὴς διὰ Τύχην, οὔτ' ἀνάλωτον
ὑφ' ἡδονῆς ἡ Τύχη καὶ ἄτρωτον ἐπιθυμίαις κατακλείσασα
τὴν ψυχὴν ἐφρούρει. καὶ μὴν ταῦτ' ἦν, οἷς αὐτὸν ἐτρέψατο
κατακαῦσαι δὲ ὅμως αὐτό, καίπερ ἄψυχον ὄν, ὑπὸ ζηλοτυπίας .... ταῦτα
μὲν
ὁ Πλούταρχος.
EUSEB. P. E. 3, 8, 1: λέγει δ' οὖν Πλούταρχος ὧδέ πη κατὰ λέξιν·
»ἡ δὲ τῶν ξοάνων ποίησις ἀρχαῖον ἔοικεν εἶναί τι καὶ παλαιόν, εἴ γε
ξύλινον
μὲν ἦν τὸ πρῶτον εἰς Δῆλον ὑπὸ Ἐρυσίχθονος Ἀπόλλωνι ἐπὶ τῶν
θεωριῶν
ἄγαλμα, ξύλινον δὲ τὸ τῆς Πολιάδος ὑπὸ τῶν αὐτοχθόνων ἱδρυθέν, ὃ
μέχρι νῦν
Ἀθηναῖοι διαφυλάττουσιν. Ἥρας δὲ καὶ Σάμιοι ξύλινον εἶχον ἕδος, ὥς
φησι
Καλλίμαχος (F 105 Schn; 100 Pf) ‘οὔπω Σκέλμιον ἔργον ἐύξοον, ἀλλ' ἐπὶ
τεθμὸν / δηναιὸν γλυφάνων ἄξοος ἦσθα σανίς· / ὧδε γὰρ ἱδρύοντο θεοὺς
τότε·
καὶ γὰρ Ἀθήνης / ἐν Λίνδωι Δαναὸςλίθον ἔθηκεν ἕδος’. λέγεται δὲ
Πείρας ὁ
πρῶτος Ἀργολίδος Ἥρας ἱερὸν εἱσάμενος καὶτὴν ἑαυτοῦ θυγατέρα
Καλλί-
223
ὑπό τινος κατὰ τοὺς νόμους, καὶ ἐγὼ ποιηθῆναι, καὶ οὐκ
ἄν ποτε εἰπεῖν οὐδένα τολμῆσαι ὡς ἐποιήσατό με Μενεκλῆς
παρανοῶν ἢ γυναικὶ πιθόμενος· ἐπειδὴ δὲ ὁ θεῖος οὐκ
ὀρθῶς βουλευόμενος, ὡς ἐγώ φημι, πειρᾶται ἐξ ἅπαντος
τρόπου τὸν ἀδελφὸν τὸν αὑτοῦ ἄπαιδα τεθνεῶτα κατα-
στῆσαι, οὔτε τοὺς θεοὺς τοὺς πατρῴους οὔθ' ὑμῶν
αἰσχυνόμενος οὐδένα, ἐμοὶ ἀνάγκη ἐστὶ πολλὴ βοηθεῖν τῷ
τε πατρὶ τῷ ποιησαμένῳ με καὶ ἐμαυτῷ.
Διδάξω
οὖν ὑμᾶς ἐξ ἀρχῆς ὡς προσηκόντως τε καὶ κατὰ τοὺς
226
Μαρτυρίαι. Νόμος
Μαρτυρίαι
Μάρτυρες
ΠΟΙΗΣΙΣ
ΠΟΛΥΙΔΟΣ
ΠΛΟΥΤΟΣ ΠΡΟΤΕΡΟΣ.
ΠΟΙΗΣΙΣ.
234
Γυναῖκα δὲ ζητοῦντες ἐνθάδ' ἥκομεν,
ἥν φασιν εἶναι παρὰ σέ.
Αριστοφάνης κωμικός. Fragmenta (0019: 016)
“Comicorum Graecorum fragmenta in papyris reperta”, Ed. Austin, C.
Berlin: De Gruyter, 1973.
Fragment 18, line 18
Ἥρωες]
Θεσμο]φορ[ιά]ζουσαι[
Ἱππ]εῖς
Κώ]καλος
Λυς]ιστράτη
Νε]φέλαι βʹ
Ὁλκ]άδες
Ὄρν]ιθες
Προ]άγων
Πλ]οῦτ[ο]ς αʹ
Ποίησι]ς
Πολύ]ειδος
Σκηνὰ]ς Καταλαμβ(άνουσαι)
Σφῆκ]ες
Τελμη]σσεῖς
Τριφά]λης
τούτων ἢ φυλακή.
Κινδυνεύσομεν γάρ, ὡς ὁ λόγος ἔδειξεν,
ἐὰν ὑπερβῶμεν τὴν μίαν, ἑπτὰ ποιῆσαι περὶ τὸ σῶμα
τὰς τέχνας, τὴν μὲν πρώτην καὶ σαφεστάτην καὶ σχε-
δὸν μόνην ἀναμφισβήτητον ἰωμένην τὰ νοσήματα, δύο
δ' ἄλλας, τὴν μὲν ἐκ τῆς κατὰ σχέσιν ὑγιείας εἰς τὴν
καθ' ἕξιν ἄγουσαν, τὴν δ' ἐν ταύτῃ φυλάττουσαν καὶ
δύο ἄλλας ὁμοίως περὶ τὴν εὐεξίαν, δημιουργικὴν μὲν
τὴν ἑτέραν, φυλακτικὴν δὲ τὴν ἑτέραν, ἔτι τε πρὸς
ταύταις ἄλλας δύο περὶ τὴν ἀθλητικὴν εὐεξίαν. ἁπλῶς
Πλάτων. Sophista (0059: 007)“Plato nis opera, vol. 1”, Ed. Burnet, J.
Oxford: Clarendon Press, 1900, Repr. 1967.Stephanus p. 265, sec. b, li 1
Πλάτων. Συμπόσιον. (0059: 011)“Plato nis opera, vol. 2”, Ed. Burnet,
J.
Oxford: Clarendon Press, 1901, Repr. 1967.Stephanus p. 205, sec. b, line
8
Πλάτων. Phaedrus (0059: 012)“Plato nis opera, vol. 2”, Ed. Burnet, J.
Oxford: Clarendon Press, 1901, Repr. 1967.Stephanus p. 245, sec. a, lin7
Πλάτων. Γοργίας. (0059: 023)“Plato nis opera, vol. 3”, Ed. Burnet, J.
Oxford: Clarendon Press, 1903, Repr. 1968.Stephanus p. 501, sec. e, li 9
Πλάτων. Πολιτεία (0059: 030)“Plato nis opera, vol. 4”, Ed. Burnet, J.
Oxford: Clarendon Press, 1902, Repr. 1968.Stephanus p. 393, sec. d, line
1
ΠΕΡΙ ἌΡΘΡΟΥ
Διονύσιος Αλικαρνασσέας. Ars Ρητορική. [Sp.] Ch. 10, sec. 17, line 11
γὰρ ἡ ἀκοή, καὶ διττὸν ὁ ψόφος. ὁ δ' αὐτὸς λόγος καὶ ἐπὶ τῶν
ἄλλων αἰσθήσεων καὶ αἰσθητῶν. ὥσπερ γὰρ καὶ ἡ ποίησις καὶ ἡ
πάθησις ἐν τῷ πάσχοντι ἀλλ' οὐκ ἐν τῷ ποιοῦντι, οὕτω καὶ ἡ τοῦ
αἰσθητοῦ ἐνέργεια καὶ ἡ τοῦ αἰσθητικοῦ ἐν τῷ αἰσθητικῷ. ἀλλ'
ἐπ' ἐνίων μὲν ὠνόμασται, οἷον ἡ ψόφησις καὶ ἡ ἄκουσις, ἐπ'
ὅσα ἐκ τούτου σύγκειται (ταῦτα δ' ἐστὶν δύο, Ψ καὶ Ξ), θήλεα
δὲ ὅσα ἐκ τῶν φωνηέντων εἴς τε τὰ ἀεὶ μακρά, οἷον εἰς Η
καὶ Ω, καὶ τῶν ἐπεκτεινομένων εἰς Α· ὥστε ἴσα συμβαίνει
πλήθει εἰς ὅσα τὰ ἄρρενα καὶ τὰ θήλεα· τὸ γὰρ Ψ καὶ τὸ Ξ
σύνθετά ἐστιν. εἰς δὲ ἄφωνον οὐδὲν ὄνομα τελευτᾷ,
οὐδὲ εἰς φωνῆεν βραχύ. εἰς δὲ τὸ Ι τρία μόνον, μέλι κόμμι
πέπερι. εἰς δὲ τὸ Υ πέντε * *. τὰ δὲ μεταξὺ εἰς ταῦτα καὶ
Ν καὶ Σ.
Λέξεως δὲ ἀρετὴ σαφῆ καὶ μὴ ταπεινὴν εἶναι. σα-
φεστάτη μὲν οὖν ἐστιν ἡ ἐκ τῶν κυρίων ὀνομάτων, ἀλλὰ
ταπεινή· παράδειγμα δὲ ἡ Κλεοφῶντος ποίησις καὶ ἡ
Σθενέλου. σεμνὴ δὲ καὶ ἐξαλλάττουσα τὸ ἰδιωτικὸν ἡ τοῖς
ξενικοῖς κεχρημένη· ξενικὸν δὲ λέγω γλῶτταν καὶ μετα-
φορὰν καὶ ἐπέκτασιν καὶ πᾶν τὸ παρὰ τὸ κύριον. ἀλλ' ἄν
τις ἅπαντα τοιαῦτα ποιήσῃ, ἢ αἴνιγμα ἔσται ἢ βαρβα-
ρισμός· ἂν μὲν οὖν ἐκ μεταφορῶν, αἴνιγμα, ἐὰν δὲ ἐκ
γλωττῶν, βαρβαρισμός. αἰνίγματός τε γὰρ ἰδέα αὕτη ἐστί,
τὸ λέγοντα ὑπάρχοντα ἀδύνατα συνάψαι· κατὰ μὲν οὖν τὴν τῶν
ἄλλωνὀνομάτων σύνθεσιν οὐχ οἷόν τε τοῦτο ποιῆσαι, κατὰ
δὲ τὴν μεταφορῶν ἐνδέχεται, οἷον “ἄνδρ' εἶδον πυρὶ χαλκὸν
ἐπ' ἀνέρι κολλήσαντα”, καὶ τὰ τοιαῦτα. τὰ δὲ ἐκ τῶν γλωττῶν
(Herodot. II 59). ὡς δ' ἄλλοι, ἐκεῖ λέγεται θάψαι τὸν Ὄσιριν Ἶσις
ἐμβαλοῦσα εἰς ξυλίνην βοῦν, ὥστε Βουσόσιριν εἶναι τὴν πόλιν. οἱ δ'
ὅτι τοπάρχης ἦν Βούσιρις ὑπὸ Ὀσίριδος κατασταθείς. ὌσιριςΑἰγυ-
πτιστὶ ὁ Διόνυσος. Ταφόσιριςπόλις Αἰγύπτου, ἐν ᾗ λέγεται Ὄσι-
ρις τεθάφθαι. καλάσιριςλινοῦς χιτὼν ἱερατικὸς καὶ μοῖρα τῶν μα-
χίμων ἐν Αἰγύπτῳ οἱ καὶ Ἑρμοτυμβιεῖς. Ἡρόδοτος δευτέρῳ (c. 164)
Ψένυριςκώμη. Τέντυριςπόλις Αἰγύπτου καθαρτικὴ τῶν κροκοδεί-
267
λίτης αὐτοῦ καὶ ἐπετροπεύθη ὑπ' αὐτοῦ, γένους θ' οἱ ἐκοινώνει καὶ
ἀδελφιδῆν αὐτοῦ ἐγεγαμήκει, τό τε σύμπαν συνῆν αὐτῷ καὶ συνδιῃ-
τᾶτο, τῇ τε Συρίᾳ ἐπὶ τῷ Παρθικῷ πολέμῳ προσετάχθη, οὐ μέντοι
οὔτ' ἄλλο τι ἐξαίρετον παρ' αὐτοῦ ἔλαβεν οὔθ' ὕπατος ἐν πρώτοις
ἐγένετο, ἀλλὰ καὶ Καίσαρα αὐτὸν καὶ αὐτοκράτορα τοῦ Τραϊανοῦ
ἄπαιδος μεταλλάξαντος ὅ τε Ἀττιανὸς πολίτης αὐτοῦ ὢν καὶ ἐπίτρο-
πος γεγονώς, καὶ ἡ Πλωτῖνα ἐξ ἐρωτικῆς φιλίας, πλησίον τε ὄντα
καὶ δύναμιν πολλὴν ἔχοντα ἀπέδειξαν. ὁ γὰρ πατήρ μου Ἀπρωνια-
νός, τῆς Κιλικίας ἄρξας, πάντα τὰ κατ' αὐτὸν ἐμεμαθήκει σαφῶς,
ἔλεγε δὲ τά τε ἄλλα ὡς ἕκαστα, καὶ ὅτι ὁ θάνατος τοῦ Τραϊανοῦ
ἡμέρας τινὰς διὰ τοῦτο συνεκρύφθη ἵν' ἡ ποίησις προεκφοιτήσοι.
ἐδηλώθη δὲ τοῦτο καὶ ἐκ τῶν πρὸς τὴν βουλὴν γραμμάτων αὐτοῦ·
ταῖς γὰρ ἐπιστολαῖς οὐκ αὐτὸς ἀλλ' ἡ Πλωτῖνα ὑπέγραψεν, ὅπερ
ἐπ' οὐδενὸς ἄλλου ἐπεποιήκει. ἦν δέ, ὅτε ἀνηγορεύθη αὐτοκράτωρ,
Ἀδριανὸς ἐν τῇ μητροπόλει Συρίας Ἀντιοχείᾳ, ἧς ἦρχεν· ἐδόκει δὲ
ὄναρ πρὸ τῆς ἡμέρας ἐκείνης πῦρ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, ἔν τε αἰθρίᾳ καὶ
ἐν εὐδίᾳ πολλῇ, ἐς τὴν ἀριστερὰν αὐτοῦ σφαγὴν ἐμπεσεῖν, ἔπειτα
καὶ ἐπὶ τὴν δεξιὰν παρελθεῖν, μήτε ἐκφοβῆσαν αὐτὸν μήτε βλάψαν.
ἔγραψε δὲ πρὸς τὴν βουλὴν ὁ Ἀδριανὸς ἀξιῶν βεβαιωθῆναι αὑτῷ
τὴν ἡγεμονίαν καὶ παρ' ἐκείνης, καὶ ἀπαγορεύων μηδὲν αὐτῷ μήτε
κακὸς καὶ ἐχθρὸς ὑμῖν καὶ πολέμιος ἐγένετο· πάντα γὰρ δῆλον ὅτι
τὰ πραχθέντα ὑπ' αὐτοῦ, ὧν ἓν καὶ ἡ ἐμὴ ποίησίς ἐστι, καταλύσετε.”
ἀκούσασα δὲ τοῦτο ἡ γερουσία καὶ αἰδεσθεῖσα τὸν ἄνδρα, τὸ δέ τι
καὶ τοὺς στρατιώτας φοβηθεῖσα, ἀπέδωκε τῷ Ἀδριανῷ τὰς τιμάς.
ταῦτα μόνα περὶ τοῦ Ἀντωνίνου ἐν τῷ Δίωνι σώζεται, καὶ ὅτι
Αὔγουστον αὐτὸν καὶ εὐσεβῆ διὰ τοιαύτην αἰτίαν ἐπωνόμασεν ἡ
βουλή, ἐπειδὴ ἐν τῇ ἀρχῇ τῆς αὐτοκρατορίας αὐτοῦ πολλῶν αἰτια-
θέντων καί τινων καὶ ὀνομαστὶ ἐξαιτηθέντων ὅμως οὐδένα ἐκόλασεν,
εἰπὼν ὅτι “οὐ δεῖ με ἀπὸ τοιούτων ἔργων τῆς προστασίας ὑμῶν
ἄρξασθαι.” οὐ σώζεται δὲ οὐδὲ τοῦ μετὰ Ἀντωνῖνον ἄρξαντος Μάρ-
κου Βήρου τὰ πρῶτα τῶν ἱστορουμένων, ὅσα περὶ τὸν Λούκιον τὸν
τοῦ Κομόδου υἱόν, ὃν ὁ Μάρκος γαμβρὸν ἐποιήσατο,
ΠΟΙΗΣΙΣ
ΠΟΙΗΣΙΣ.
μόνον ἡ ἔννοια ἱκανὴ λόγων εἶδος ὁτιοῦν ἐξεργάσασθαι, πολὺ δὲ ἔχει καὶ
ἡ λέξις καὶ τὰ περὶ τὴν λέξιν, οἷον σχήματα, κῶλα, συνθῆκαι, ῥυθμοί,
ἀναπαύσεις, πρὸς τὸ καὶ ἡδονὰς ποιῆσαι καὶ γλυκύτητας, οἷαί εἰσιν αἱ
παρὰ Ἡροδότωι, καὶ νὴ Δία γε ἄλλο τι λόγων εἶδος, ὡς ἕκασται πεφύ-
κασιν ἐργάζεσθαι λόγων ἰδέαι. εἰκότως οὖν τοῦτο ὁ Ἑκαταῖος πέπονθε,
τῆς ἐπιμελείας καὶ τοῦ περὶ τὴν λέξιν κόσμου μὴ ὁμοίως φροντίσας.
τοσαῦτα καὶ περὶ Ἑκαταίου.
DEMETR. De eloc. 12: τῆς ἑρμηνείας ἡ μὲν ὀνομάζεται κατ-
εστραμμένη, οἷον ἡ κατὰ περιόδους, ἔχουσα ὡς ἡ τῶν Ἰσοκρατείων
ῥητορειῶν καὶ Γοργίου καὶ Ἀλκιδάμαντος· ὅλαι γὰρ διὰ περιόδων εἰσὶν
συνεχῶν οὐδέν τι ἔλαττον, ἤπερ ἡ Ὁμήρου ποίησις δι' ἑξαμέτρων. ἡ δέ
τις διηιρημένη ἑρμηνεία καλεῖται, ἡ εἰς κῶλα λελυμένη οὐ μάλα
ἀλλήλοις συνηρτημένα, ὡς ἡ Ἑκαταίου καὶ τὰ πλεῖστα τῶν Ἡροδότου
καὶ ὅλως
282
ἄσυλόν τι εἴη, τοῦτο καὶ κρησφύγετον λέγε καὶ φύξιμον· καὶ ἱεροὺς
ὅρους, ἐντὸς ὧν τοῖς ἱκέταις ἀσφάλεια. ἡ δ' ἄνετος θεοῖς γῆ ἱερὰ
καὶ ὀργάς.
τὸ δὲ οἰκοδομῆσαι νεὼν λέγοις ἂν καὶ περιβαλέσθαι νεὼν καὶ
ἐγεῖραι νεὼν καὶ ἀναστῆσαι νεὼν καὶ ποιῆσαι νεὼν καὶ νεὼν ἐρ-
γάσασθαι, καὶ συνθεὶς νεωποιῆσαι. φιλοτιμότερον δὲ καὶ τὸ νεὼν
περιεργάσασθαι τῷ ἀγάλματι. τὸ δὲ ἄγαλμα ἱδρύσασθαι ἐρεῖς
καὶ στήσασθαι, ἐνστήσασθαι, ἀναστῆσαι, καθιδρῦσαι, ἐγκαθιδρύ-
σασθαι, ἐγκαθίσαι τῷ νεῴ, καθοσιῶσαι, καθιερῶσαι, ἐντεμενίσαι.
τὸ δὲ ἔργον ἵδρυσις, καθιέρωσις, στάσις, ἀνάστασις, καθίδρυσις,
κατάστασις, καθοσίωσις, ἐργασία, ποίησις. τὰ δὲ ἐναντία ἀνα-
τρέψαι, καθελεῖν, καταβαλεῖν, κατενεγκεῖν, καθελκύσαι, συγχέαι
τὸν κόσμον τοῦ νεώ, καταπρῆσαι, ἐμπρῆσαι, καταφλέξαι, πυρὶ νεῖμαι,
ἐκ βάθρων ἀνασπάσαι, ἀκρωτηριάσαι. τὸ δὲ ἔργον ἀνατροπή, καθαί-
ρεσις, ἀκρωτηριασμός. οἱ δὲ κατασκευάζοντες τοὺς νεὼς καὶ τὰ
ἀγάλματα τεχνῖται, τοὺς μὲν περὶ τὸν νεὼν λιθοξόους τε καὶ οἰκο-
δόμους καὶ τέκτονας εἴποις ἄν, φιλοτιμούμενος δὲ καὶ νεωποιοὺς
καὶ ἱεροποιούς, τοὺς δὲ ἐπὶ τοῖς ἀγάλμασι χειροτέχνας οὐκ ἀγαλματο-
ποιοὺς μόνον οὐδ' ἀγαλματουργούς, ἀλλὰ καὶ θεοποιοὺς καὶ θεοπλάς-
τας, ὡς Ἀριστοφάνης (I frg 786, 787 Ko),
Τὰ μὲν οὖν ὑπὸ τῶν ἄλλων λεγόμενα κατὰ τὸν τόπον,
καὶ μάλιστα τῶν Ἐπικουρείων, ἐστὶ τοιαῦτα· ἡμεῖς δὲ
μηδὲν κατειπόντες τῆς ποιητικῆς ἄλλως ποιώμεθα τὰς
ἀντιρρήσεις πρὸς τοὺς ἀξιοῦντας γραμματικὴν ἔχειν τέ-
χνην τῶν παρὰ ποιηταῖς καὶ συγγραφεῦσι λεγομένων δια-
γνωστικήν. ἐπεὶ τοίνυν πᾶν σύγγραμμα καὶ πᾶσα ποίησις
ἐκ λέξεων τῶν δηλουσῶν καὶ πραγμάτων τῶν δηλουμέ-
νων συνέστηκε, δεήσει τὸν γραμματικόν, εἴπερ ἔχει τέ-
χνην διαρθρωτικὴν τῶν παρὰ συγγραφεῦσι καὶ ποιηταῖς
λεγομένων, ἤτοι τὰς λέξεις μόνον ἢ τὰ ὑποκείμενα πράγ-
ματα γινώσκειν ἢ τὸ συναμφότερον. ἀλλὰ τὰ μὲν πράγ-
ματα, κἂν ἡμεῖς μὴ λέγωμεν, φαίνεται μὴ γινώσκειν.
τούτων γὰρ τὰ μέν ἐστι φυσικὰ τὰ δὲ μαθηματικὰ τὰ δὲ
ἰατρικὰ τὰ δὲ μουσικά, καὶ δεῖ τὸν μὲν φυσικοῖς ἐπιβάλ-
λοντα πράγμασιν εὐθὺς φυσικὸν εἶναι καὶ τὸν μουσικοῖς
μουσικὸν εἶναι καὶ τὸν μαθηματικοῖς εὐθὺς εἶναι
Περὶ διηγήματος.
Περὶ διηγήματος.
Περὶ σεμνότητος.
μένου καὶ τοῦ ἀγαθοῦ τοῦ διὰ τὴν νίκην γινομένου. (17) ἤδη
δέ τινες ἰδόντες φοβερὰ καὶ τοῦ παρόντος ἐν τῶι παρόντι χρόνωι
φρονήματος ἐξέστησαν· οὕτως ἀπέσβεσε καὶ ἐξήλασεν ὁ φόβος τὸ
νόημα. πολλοὶ δὲ ματαίοις πόνοις καὶ δειναῖς νόσοις καὶ δυσιάτοις
μανίαις περιέπεσον· οὕτως εἰκόνας τῶν ὁρωμένων πραγμάτων ἡ
ὄψις ἐνέγραψεν ἐν τῶι φρονήματι. καὶ τὰ μὲν δειματοῦντα πολλὰ
μὲν παραλείπεται, ὅμοια δ' ἐστὶ τὰ παραλειπόμενα οἷάπερ τὰλεγό-
μενα. (18) ἀλλὰ μὴν οἱ γραφεῖς ὅταν ἐκ πολλῶν χρωμάτων καὶ
σωμάτων ἓν σῶμα καὶ σχῆμα τελείως ἀπεργάσωνται, τέρπουσι τὴν
ὄψιν· ἡ δὲ τῶν ἀνδριάντων ποίησις καὶ ἡ τῶν ἀγαλμάτων ἐργασία
θέαν ἡδεῖαν παρέσχετο τοῖς ὄμμασιν. οὕτω τὰ μὲν λυπεῖν τὰ δὲ
ποθεῖν πέφυκε τὴν ὄψιν. πολλὰ δὲ πολλοῖς πολλῶν ἔρωτα καὶ
πόθον ἐνεργάζεται πραγμάτων καὶ σωμάτων. (19) εἰ οὖν τῶι τοῦ
Ἀλεξάνδρου σώματι τὸ τῆς Ἑλένης ὄμμα ἡσθὲν προθυμίαν καὶ ἅμιλλαν
ἔρωτος τῆι ψυχῆι παρέδωκε, τί θαυμαστόν; ὃς εἰ μὲν θεὸς ὢν ἔχει
θεῶν θείαν δύναμιν, πῶς ἂν ὁ ἥσσων εἴη τοῦτον ἀπώσασθαι καὶ
ἀμύνασθαι δυνατός; εἰ δ' ἐστὶν ἀνθρώπινον νόσημα καὶ ψυχῆς
ἀγνόημα, οὐχ ὡς ἁμάρτημα μεμπτέον ἀλλ' ὡς ἀτύχημα νομιστέον·
ἦλθε γάρ, ὡς ἦλθε, τύχης ἀγρεύμασιν, οὐ γνώμης βουλεύμασιν, καὶ
ἔρωτος ἀνάγκαις, οὐ τέχνης παρασκευαῖς.
Ἐρώτησις ξβʹ.
Ἀπόκρισις.
τοῦ κόσμου, ὥσπερ ποιεῖ ὅλον τὸν κόσμον, καὶ δεῖ πρῶτον
εἶναι τὸ κινητὸν καὶ ὕστερον τὴν κίνησιν, ἢ ἄρα ἀποίητός ἐστιν
ὁ ἥλιος τῇ οὐσίᾳ, ἢ κατὰ ἄλλην ποίησιν ἐποίησεν αὐτοῦ τὴν
οὐσίαν καὶ κατὰ ἄλλην ποίησιν τὴν κίνησιν, καὶ ποιήσας μὲν
πρῶτον αὐτοῦ τὴν οὐσίαν, ὕστερον δὲ παρασχὼν αὐτῷ τὴν κί-
νησιν. Ἀλλ' εἰ τὸ κινεῖσθαι αὐτὸν ἀεὶ ποιεῖ, τὴν δὲ οὐσίαν
αὐτοῦ οὐκ ἀεὶ ποιεῖ, δῆλον ὅτι μετὰ τὴν ποίησιν τῆς οὐσίας
αὐτοῦ παρέχει αὐτῷ τὴν ἄπαυστον κίνησιν, καὶ ἔστι τὸ τέλος
τῆς οὐσίας τῆς ποιήσεως αὐτοῦ ἀρχὴ τῆς κινήσεως αὐτοῦ. Εἰ
δὲ ταῦτα οὕτως ἔχει, δῆλον ὅτι οὐδὲν ἄχρονον παρὰ τῷ θεῷ·
ἡ γὰρ ποίησις ποίησιν διαδεχομένη ἄχρονος οὐκ ἔστιν.
Ὥστε πεποίηκε μὲν οὐδὲν οὔτε ποιήσει. Ποιεῖ δὲ ἀεὶ
ὁ αὐτὸς τὸ αὐτό, μὴ ἔχων ἀρχὴν τῆς ποιήσεως, ἵνα μὴ καὶ
τέλος. Δειχθέντος τοῦ ἄλλην εἶναι τοῦ ἡλίου τὴν ποίησιν τῆς
οὐσίας, καὶ ἄλλην τὴν διὰ κινήσεως, ἣν ἄπαυστον ὠνόμασεν ὁ
ἀποκρινάμενος, καὶ ὅτι προηγεῖται ἡ ποίησις τῆς οὐσίας αὐτοῦ
τῆς διὰ κινήσεως ποιήσεως, πῶς οὐκ ἔστιν ἄτοπον τὸ ἄναρ-
χον λέγειν τοῦ ἡλίου τὴν ποίησιν τὴν διὰ τῆς κινήσεως, τοῦ
ἡλίου πρὸ τῆς ἀπαύστου διὰ κινήσεως ποιήσεως τὴν τῆς οὐ-
σίας παυσαμένην ποίησιν ἐσχηκότος; Ἢ τοίνυν οὐκ ἔστι ποιη-
τὴς τῆς τοῦ ἡλίου οὐσίας ὁ θεός, ἢ οὐκ ἔστιν ἄναρχος ἡ διὰ
Ὁ Μούσα.
Κροκομάγματος σκευή.
βροντάς, πόθεν, ἢ περὶ τῶν ἀστραπῶν, πῶς γίνονται. εἶτα κατ' ὀλίγον
προϊόντες ἦλθον καὶ ἐπὶ τὸ περὶ τῶν μειζόνων διαπορεῖν τε καὶ θαυμάζειν
αἰτία ἐστὶν ἐν τοῖς ἀκινήτοις, δεικνὺς τὸ ἀγαθὸν τέλος ἐν πᾶσιν ὄν. ἐπεὶ
δέ ἐστί τινα ἀγαθὰ καὶ ποιητικά, ποῖα ἀγαθὰ τελικά ἐστιν ἐδήλωσεν εἰ
κατὰ συμβεβηκὸς καὶ ἡ κατ' εἶδος διάθεσις ἐν θέσει ἦν. θέσις δέ ἐστιν,
ὡς εἰρήκαμεν ἐν Κατηγορίαις, ἐν τοῖς ὑπομένουσιν ἄλληλα μορίοις.
οὕτω δὲ ἔχει καὶ ἐπὶ τῆς διαθέσεως τῆς κατὰ τὰς δυνάμεις τε καὶ
τὰ εἴδη.
Καὶ τῆς ἕξεως δὲ τὴν μέν τινα εἶναί φησιν ἐνέργειαν τοῦ ἔχοντός τε
καὶ ἐχομένου· ἡ γὰρ ἀμφοῖν ἐνέργεια τοῦ τε ἔχοντος καὶ τοῦ ἐχομένου,
ὅταν τό τε ἔχον ἐνεργείᾳ ἔχῃ ὃ ἔχει καὶ μὴ δυνάμει, καὶ τὸ ἐχόμενον
ὁμοίως ἐνεργείᾳ ἔχηται, ἕξις ἐστίν, ἔχοντος καὶ ἐχομένου οὖσα ἐνέργεια.
306
οὕτως ἕξις ἱματίου καὶ ἕξις χιτῶνος ἀπὸ τοῦ ἔχειν ὠνομασμένη, οἷον
ἔχησίς
τις οὖσα· ὡς γὰρ τοῦ ποιοῦντος καὶ τοῦ ποιουμένου μεταξὺ ἡ ἐνέργεια
ποίησις, οὕτω καὶ ἡ τοῦ ἔχοντός τε καὶ ἐχομένου ἕξις μεταξὺ οὖσα καὶ
ἐν τῇ ἀμφοτέρων ἐνεργείᾳ τὸ εἶναι ἔχουσα. εἰπὼν δὲ τῆς τε ἐχομένης
ἐσθῆτος καὶ τοῦ ἔχοντος αὐτὴν μεταξὺ τὴν ἕξιν εἶναι, οὐχ ὥσπερ τῆς
ἐσθῆτος ἕξις ἐστίν, οὕτως ἐστί, φησί, καὶ τῆς ἐσθῆτος ἕξεως ἕξις. προσέ-
θηκε δὲ τὸ ταύτην,ὅτι τῆς τοιαύτης καὶ οὕτω λεγομένης ἕξεως ἕξις οὐκ
ἔστιν, οὐδὲ ἔστι πάλιν ταύτην τὴν ἕξιν ἔχειν ὡς τὸ ἱμάτιον· εἰς ἄπειρον
γὰρ ἂν προΐοι, εἰ εἴη καὶ τῆς ἕξεως τῆς τοιαύτης ἕξις πάλιν, ὡς ἦν ἡ τοῦ
ἱματίου· τῆς γὰρ κατ' ἄλλο σημαινόμενον ἕξεως ἔστιν ἕξις, ὡς τῆς ἀρετῆς
σμὸς ἤτοι ἀνάπτυξις καὶ ἀπαρίθμησίς ἐστι τῶν καθ' αὑτὸ καὶ οὐσιωδῶς
ὑπαρχόντων αὐταῖς. εἰπὼν δὲ ὥστε τὸ τί ἦν εἶναί ἐστιν ὅσων ὁ λό-
γος ὁρισμός ἐστιν,ἐπειδὴ οἱ ὁρισμοὶ ταὐτὸν σημαίνουσι τῷ ὀνόματι
τοῦ τί ἦν εἶναι, ἐπήγαγεν ὁρισμὸς δ' ἐστὶν οὐκ ἂν ὄνομα λόγῳ
ταὐτὸν σημαίνῃ.δέον εἰπεῖν ‘ὁρισμὸς δέ ἐστιν οὐκ ἐὰν λόγος ᾖ ὀνό-
ματι ταὐτὸν σημαίνων’, εἶπεν ‘οὐκ ἂν ὄνομα ᾖ λόγῳ ταὐτὸν σημαῖνον’.
ἐστὶ δὲ ὃ λέγει τοιοῦτον. οὐ πᾶς λόγος ὀνόματι ταὐτὸν σημαίνων ὁρισμός
ἐστιν. εἰ γὰρ πᾶς λόγος ὀνόματι ταὐτὸν σημαίνων ὁρισμὸς ἦν, ἐπειδὴ
δυνάμεθα παντὶ λόγῳ ὄνομα θεῖναι, πᾶς ἂν λόγος ὁρισμὸς ἦν· ὥστε
ἐπειδὴ
πάσῃ τῇ τοῦ Ὁμήρου ποιήσει κεῖται ὄνομα τὸ Ἰλιάς, ὁρισμὸς ἂν ἦν ἡ
ποίησις· ταὐτὸν γὰρ δηλοῖ πάντα τὰ ἔπη, αὐτά φημι τὰ εἰκοσιτέτταρα
βιβλία, ὅπερ τὸ Ἰλιὰς ὄνομα. οὐ πᾶς οὖν λόγος ὀνόματι ταὐτὸν σημαίνων
ὁρισμός ἐστιν, ἀλλ' ὅστις λόγος [σὺν] τῷ ὀνόματι ταὐτὸν δηλῶν καὶ
ἀνάπτυξιν
καὶ ἀπαρίθμησιν ἔχει τινῶν συνιστώντων εἶδος, ἢ μᾶλλον συνιστώντων
πλῆθος
ἐξ ὧν ἡ διάνοια τὸ καθόλου χωρίζει καὶ ἀποσυλᾶται, ἐκεῖνος ἂν εἴη
ὁρισμός.
εἰπὼν δὲ ὅτι ἐκεῖνος ὁ λόγος ἐστὶν ὁρισμός, ἐὰν ᾖ πρώτου τινός, τίνα
βούλεται λέγειν πρῶτα σαφηνίζων ἐπήγαγε τοιαῦτα δ' ἐστὶν ὅσα λέγεται
μὴ τῷ ἄλλο λέγεσθαι,ὡς ἂν εἰ ἔλεγε, ταῦτα δὲ λέγω πρῶτα ὅσα λέ-
307
γεται μὴ τῷ ἄλλο λέγεσθαι. ὅταν γὰρ λέγωμεν ὅτι λευκόν, οὐχὶ τὴν λευ-
κότητα αὐτὴν καθ' αὑτήν φαμεν, ἀλλὰ τὴν λελευκασμένην οὐσίαν, οἷον
χιόνα, Σωκράτην ἢ ἄλλο τι τοιοῦτον. ὅταν δὲ λέγωμεν ὅτι ἄνθρωπος,
σθαι δεῖ θερμότητα εἶναι· ὑποκείσθω γὰρ ἐπικρατεῖν τὸ ψυχρὸν τοῦ θερ-
μοῦ. ἀλλ' εἰ δεῖ θερμότητα γενέσθαι, δεῖ τρίψεως. ἄρχεται οὖν ἀπὸ τῆς
τρίψεως, ἣν καὶ δύναται ποιῆσαι, ἥτις τρῖψις ἔσχατόν ἐστι καὶ τῆς ὑγιείας
καὶ τῆς ὁμαλότητος καὶ τῆς θερμότητος. πρῶτον γὰρ τὴν ὑγίειαν ἐνόησεν
ὁ ἰατρός, εἶτα τὴν ὁμαλότητα, εἶτα τὴν θερμότητα καὶ τελευταῖον τὴν
τρῖψιν, ἥτις τρῖψις ποιεῖ τὴν θερμότητα καὶ αὕτη τὴν ὁμαλότητα καὶ αὕτη
τὴν ὑγίειαν. ἡ τρῖψις οὖν ἡ παρὰ τοῦ ἰατροῦ γεγονυῖα ἐν τῇ τοῦ νοσοῦν-
τος κοιλίᾳ ἢ ἁπλῶς ἐν τῷ νοσοῦντι μέρει συμβαίη ἄν ποτε καὶ ἐκ ταὐτο-
μάτου γενέσθαι· ὅπως δὲ τοῦτο συμβήσεται ἐροῦμεν, ὅτε καὶ αὐτὸς λέγει.
καλεῖται δὲ ἡ ἀπὸ τῆς τρίψεως ἐπὶ τὴν ὑγίειαν κίνησις ποίησις. ὥστε
συμβαίνει τρόπον τινὰ τὴν ὑγίειαν γίνεσθαι ἐκ τῆς ὑγιείας καὶ τοῦ εἴδους
αὐτῆς τοῦ ἐν τῇ ψυχῇ τοῦ ἰατροῦ ὄντος. ἡ ἐν τῷ νοσοῦντι γὰρ ὑγίεια
γινομένη ἐκ τοῦ εἴδους καὶ τοῦ λόγου τῆς ὑγιείας τοῦ ἐν τῇ ἰατροῦ ψυχῇ
ὄντος γίνεται· ὁμοίως δὲ καὶ ἥδε ἡ μετὰ τῆς ὕλης οἰκία ἐκ τῆς ἄνευ ὕλης
οἰκίας τῆς ἐν τῷ οἰκοδόμῳ γίνεται. ὥσπερ γὰρ ἡ ὄψις ἐν ἑαυτῇ ἔχει τὰ
τῶν χρωμάτων εἴδη ἄνευ τῆς ὑποκειμένης αὐτοῖς ὕλης, οὕτως καὶ ἡ
ψυχὴ τὰ τῶν ἐπιστητῶν εἴδη· τόπος γὰρ εἰδῶν ἡ ψυχή, ὡς ἐν τῇ Περὶ
ψυχῆς εἴρηται. πῶς δὲ ἐκ τῆς οἰκίας καὶ ὑγιείας ἡ οἰκία καὶ ἡ ὑγίεια γί-
νεται σαφηνίζων ἐπάγει ἡ γὰρ ἰατρικὴ καὶ ἡ οἰκοδομικὴ τὸ εἶδος
τῆς οἰκίας καὶ τῆς ὑγιείας εἰσίν.εἰ δὲ ἐκ τῆς ἰατρικῆς καὶ τῆς
(οὐδὲν γὰρ ἄλλο ἐστὶν ἡ ἰατρικὴ καὶ ἡ οἰκοδομικὴ ἢ οἱ λόγοι τῆς ὑγιείας
καὶ τῆς οἰκίας), φανερὸν ὡς γίνεται ἡ οἰκία ἐξ οἰκίας καὶ ἡ ὑγίεια ἐξ
ὑγιείας. εἰπὼν δὲ ὅτι συμβαίνει οἰκίαν ἐξ οἰκίας γενέσθαι καὶ ὑγίειαν ἐξ
308
ὑγιείας τῆς ἄνευ ὕλης τὴν ἔχουσαν ὕλην,τοῦ μὲν οἰκίαν καὶ ὑγίειαν
ἐξ οἰκίας καὶ ὑγιείας γίνεσθαι ἐπήγαγε κατασκευαστικὸν τὸ ἡ γὰρ ἰατρικὴ
Βουλόμενος δεῖξαι πῶς τινα τῶν αἰτίων οὐ μόνον ὑπὸ τῶν κινούντων
γίνεται ἀλλὰ καὶ ἐκ ταὐτομάτου, πρότερον διαιρεῖ τὴν γένεσιν εἴς τε τὴν
νόησιν καὶ εἰς τὴν ποίησιν, καί φησιν ὅτι τῶν γενέσεων ἡ μὲν νόησις κα-
λεῖται ἡ δὲ ποίησις, ἡ μὲν οὖν ἀπὸ τῆς ἀρχῆς καὶ τοῦ εἴδους νόησις, ἡ δὲ
ἀπὸ τοῦ τέλους τῆς νοήσεως ποίησις· οἷον νοεῖ ὁ οἰκοδόμος τὸ τῆς
οἰκίας εἶδος
ὅτι ἐστὶ σκέπασμα τοιονδί, καὶ εἰ μέλλοι τοδὶ εἶναι δεῖ τοίχους γενέσθαι,
ἀλλ' εἰ δεῖ γενέσθαι τοίχους, δεῖ γενέσθαι θεμέλιον, καὶ εἰ ἔσται θεμέλιος,
δεῖ ὀρύξαι· καὶ ἄρχεται ἐντεῦθεν ὀρύσσειν καὶ ὀρύξας ποιεῖ θεμέλιον,
εἶτα
τοίχους, εἶτα σκέπασμα. ἡ μὲν οὖν ἀπὸ τῆς ἀρχῆς τοῦ εἴδους ἄχρι τοῦ
ὀρύσσειν γένεσις ἢ κίνησις νόησις καλεῖται, ἡ δὲ ἀπὸ τοῦ ὀρύσσειν, ὃ τέ
ποιηταί. αἰνίττεται δὲ τὸν Ὀρφέα· καὶ οὗτος γάρ φησιν ὅτι τὸ ἀγαθὸν
καὶ ἄριστον ὕστερόν ἐστι τῶν ἄλλων. ἐπεὶ γὰρ τὸ βασιλεῦον καὶ κρατοῦν
τῆς τῶν ἁπάντων φύσεώς ἐστι τὸ ἀγαθὸν καὶ ἄριστον, ὁ δὲ Ζεὺς βασι-
λεύει καὶ κρατεῖ, ὁ Ζεὺς ἄρ' ἐστὶ τὸ ἀγαθὸν καὶ ἄριστον. καὶ ἐπεὶ πρῶ-
τον μὲν κατ' Ὀρφέα τὸ Χάος γέγονεν, εἶθ' ὁ Ὠκεανός, τρίτον Νύξ, τέταρ-
τον ὁ Οὐρανός, εἶτ' ἀθανάτων βασιλεὺς θεῶν ὁ Ζεύς, δῆλον ὅτι καὶ οὗ-
τος τὸν Δία, ταὐτὸν δ' εἰπεῖν τὸ ἀγαθὸν καὶ ἄριστον, ὕστερον νομίζει
καὶ τοῦ Χάους καὶ τοῦ Ὠκεανοῦ καὶ τῆς Νυκτὸς καὶ τοῦ Οὐρανοῦ, ἤτοι
τοῦ κόσμου. ἀλλ' οὗτοι μέν, φησίν, οἱ ποιηταὶ διὰ τὸ μεταβάλλειν
καὶ ἄλλοτε ἄλλους ποιεῖν τοὺς ἄρχοντας τῶν ὄντων(πρῶτον μὲν γὰρ
“βασίλευσε περίκλυτος Ἠρικαπαῖος,” φησὶν ἡ ποίησις, μεθ' ὃν Νὺξ
“σκῆπ-
τρον ἔχουσ' ἐν χερσὶν ἀριπρεπὲς Ἠρικαπαίου,” μεθ' ἣν Οὐρανός, “ὃς
πρῶτος βασίλευσε θεῶν μετὰ μητέρα Νύκτα”), οὗτοι δὴ διὰ τὸ τοὺς
ἄρχοντας μεταβάλλειν τὸ ἀγαθὸν καὶ ἄριστον ὕστερον ποιοῦσιν. οἱ δὲ
μεμιγμένοι αὐτῶν(λέγει δὲ τοὺς μὴ πάντα μυθικῶς καὶ ἀναποδείκτως,
ὥσπερ οἱ ποιηταί, λέγοντας, ἀλλ' ἔστιν ὅτε καὶ ἐφ' ἃ ἀποδείξεσι χρωμέ-
νους), οὗτοι δὴ οὖν οἱ μεμιγμένοι, ὥσπερ Φερεκύδης ὁ Πυθαγόρου καθη-
γεμών, τὸ ἀγαθὸν καὶ τὸ ἄριστον λέγουσιν εἶναι τὴν τῶν πάντων αἰτίαν
καὶ ἀρχήν, ὁμοίως καὶ οἱ Μάγοι, καὶ οὐχ ὕστερον αὐτὸ ποιοῦσιν ὡς οἱ
προειρημένοι. οὕτω καὶ Ἐμπεδοκλῆς ὁ Πυθαγόρειος καὶ Ἀναξαγόρας τὸ
ἀγαθὸν καὶ ἄριστον πρεσβύτατον τῶν ἄλλων ἁπάντων ἀποφαίνονται, ὁ
μὲν
οἰκίας ἐστὶν ἐπιστήμη ὡς τέλους καὶ δι' ὧν οἰκία γίνεται, ἅπερ ἐστὶ πρὸς
τὸ τέλος· πλειόνων οὖν ἡ αὐτή. ὁμοίως ἰατρικὴ ὑγείας καὶ τῶν ὑγείας
ποιητικῶν, οἷον διαίτης, τομῆς, καύσεως. λέγεται πάλιν μία πλειόνων
ἐπι-
στήμη καὶ ὡς τελῶν, ὡς λέγομεν τῶν ἐναντίων εἶναι τὴν αὐτὴν ἐπιστή-
μην, ὑγείας μὲν καὶ νόσου τὴν ἰατρικήν, ἡρμοσμένου δὲ καὶ ἀναρμόστου
τὴν μουσικήν, εὐεξίας δὲ καὶ καχεξίας τὴν γυμναστικήν· ὁ γὰρ εἰδὼς
εὐεξίαν τε καὶ καχεξίαν οὐχ οὕτως οἶδεν ἄμφω ταῦτα ὡς τὸ μὲν ποιητι-
κὸν τὸ δὲ τέλος, ἀλλ' ὡς ἀμφότερα τέλη· ὡς γὰρ ἡ εὐεξία τέλος ἐστὶ
τῶν εὐεκτικῶν, οὕτως καὶ ἡ καχεξία τῶν καχεκτικῶν· εἰ οὖν ἡ γυμνα-
στικὴ ἀμφοτέρων τούτων ἐστὶν ἐπιστήμη, εἴη ἂν ἐπιστήμη δύο τελῶν· καὶ
P. 93, line 6
δὲ τῶν κατὰ μέρος λόγων [ὁ αὐτὸς ἔσται] καὶ ὁ πενταπλάσιος· ἔστιν ἄρα
καὶ οὗτος ὁ λόγος τοῦ γπρὸς τὸδ. τοὺς δὴ τοιούτους ἅπαντας συλλογι-
σμοὺς τῷ γένει ἐκ τῶν πρός τι ῥητέον, ἐν εἴδει δὲ κατ' ἀξιώματος δύνα-
μιν συνισταμένους, ὥσπερ καὶ ὁ Ποσειδώνιός φησιν ὀνομάζειν αὐτοὺς
συνακτικοὺς κατὰ δύναμιν ἀξιώματος.
Diog. Laert. 7,60
Ποίημα δέ ἐστιν, ὡς ὁ Ποσειδώνιός φησιν ἐν τῇ Περὶ λέξεως εἰσαγωγῇ,
λέξις ἔμμετρος ἢ ἔνρυθμος μετὰ κατασκευῆς τὸ λογοειδὲς ἐκβεβηκυῖα·
[τὸν] ἔνρυθμον δὲ εἶναι τὸ ‘γαῖα μεγίστη καὶ Διὸς αἰθήρ’ (Euripides,
fr. 839 N.2). ποίησις δέ ἐστι σημαντικὸν ποίημα, μίμησιν περιέχον θείων
καὶ ἀνθρωπείων.
Tzetzes Exeg. in Iliad. p. 19,1 Hermann (1812)
Καὶ τοῦ Ποσειδωνίου οἶμαι μὴ ἀκηκοὼς λέγοντος αὐτὸν τὸν Ἡσίοδον
ὕστερον γενόμενον πολλὰ παραφθεῖραι τῶν Ὁμήρου ἐπῶν.
312
[Περὶ ἀνελευθερίας]
ὕλην καὶ διαμορφοῖ τοὺς ἐν αὐτῷ λόγους) ἀλλὰ μὴν καὶ τὸ ἀφ' ἑαυτοῦ
ποιεῖν, ὅ ἐστι κοινῶς μὲν ἀπὸ ἰδίας ὁρμῆς ποιεῖν, ἕτερον δὲ ἀπὸ λογικῆς
ὁρμῆς, ὃ καὶ πλάττειν καλεῖται· τούτου δὲ ἔτι εἰδικώτερον τὸ κατ' ἀρετὴν
ἐνεργεῖν.
Simplicius in Aristot. categ. f. 210B. ed. Bas. οἱ μέντοι Στωϊ-
κοὶδιαφέρειν ἀλλήλων ἡγοῦνται τὸ μένειν, τὸ ἠρεμεῖν, τὸ ἡσυχάζειν, τὸ
ἀκινητεῖν, τὸ ἀκινητίζειν· μένειν γὰρ ἂν ῥηθῆναι οὐπρὸς ἕνα χρόνον,
ἀλλὰ πρὸς τὸν ἐνεστῶτα καὶ μέλλοντα· μένειν γὰρ λέγομεν τὸ κατέχον
τὸν
λούθηκεν ὁ Ἄρατος, μάθοι μὲν ἄν τις διὰ πλειόνων παρατιθεὶς τοῖς ποιή-
μασιν αὐτοῦ περὶ ἑκάστου τῶν λεγομένων τὰς παρὰ τῷ Εὐδόξῳ λέξεις.
Οὐκ ἄχρηστον δὲ καὶ νῦν δι' ὀλίγων ὑπομνῆσαι διὰ τὸ διστάζεσθαι τοῦτο
παρὰ τοῖς πολλοῖς. 2 Ἀναφέρεται δὲ εἰς τὸν Εὔδοξον δύο βιβλία περὶ
315
τοὺς παρὰ τὴν λέξιν· ἀλλ' οὖν εἰσί τινες παραλογισμοὶ οὐ τῷ τὸν ἀπο-
κρινόμενον πρὸς τούτους ἔχειν πως, ἀλλὰ τῷ τοιονδὶ ἐρώτημα τὸν λόγον
αὐτὸν ἔχειν ὃ πλείω σημαίνει.
Ὅλως τε ἄτοπον τὸ περὶ ἐλέγχου διαλέγεσθαι ἀλλὰ μὴ πρότερον περὶ
συλλογισμοῦ· ὁ γὰρ ἔλεγχος συλλογισμός ἐστιν, ὥστε χρὴ καὶ περὶ
συλλογισμοῦ πρότερον ἢ περὶ ψευδοῦς ἐλέγχου· ἔστι γὰρ ὁ τοιοῦτος
ἔλεγχος φαινόμενος συλλογισμὸς ἀντιφάσεως. διὸ ἢ ἐν τῷ συλλογισμῷ
ἔσται τὸ αἴτιον ἢ ἐν τῇ ἀντιφάσει (προσκεῖσθαι γὰρ δεῖ τὴν ἀντίφασιν),
ὁτὲ δ' ἐν ἀμφοῖν, ἂν ᾖ φαινόμενος ἔλεγχος. ἔστι δὲ ὁ μὲν τοῦ ‘σιγῶντα
λέγειν’ ἐν τῇ ἀντιφάσει, οὐκ ἐν τῷ συλλογισμῷ, ὁ δὲ ‘ἃ μὴ ἔχοι τις,
δοίη ἄν’ ἐν ἀμφοῖν, ὁ δὲ ὅτι ἡ Ὁμήρου ποίησις σχῆμα διὰ τοῦ ‘κύκλος’
ἐν τῷ συλλογισμῷ. ὁ δ' ἐν μηδετέρῳ ἀληθὴς συλλογισμός.
Ἀλλὰ δή, ὅθεν ὁ λόγος ἦλθε, πότερον οἱ ἐν τοῖς μαθήμασι λόγοι πρὸς
τὴν διάνοιάν εἰσιν ἢ οὔ; καὶ εἴ τινι δοκεῖ πολλὰ σημαίνειν τὸ τρίγωνον,
καὶ ἔδωκε μὴ ὡς τοῦτο τὸ σχῆμα ἐφ' οὗ συνεπεράνατο ὅτι δύο ὀρθαί,
πότερον πρὸς τὴν διάνοιαν οὗτος διείλεκται τὴν ἐκείνου ἢ οὔ;
Ἔτι εἰ πολλὰ μὲν σημαίνει τοὔνομα, ὁ δὲ μὴ νοεῖ μηδ' οἴεται, πῶς
οὗτος οὐ πρὸς τὴν διάνοιαν διείλεκται; ἢ πῶς δεῖ ἐρωτᾶν πλὴν διδόντα
διαίρεσιν, εἴ τ' ἐρωτήσειέ τις εἰ ἔστι σιγῶντα λέγειν ἢ οὔ, ἢ ἔστι μὲν
ὡς οὔ, ἔστι δ' ὡς ναί, εἰ δή τις δοίη μηδαμῶς, ὁ δὲ διαλεχθείη, ἆρ' οὐ
πρὸς τὴν διάνοιαν διείλεκται; καίτοι ὁ λόγος δοκεῖ τῶν παρὰ τὸ ὄνομα
Βίος Ομήρου. Vita Herodotea (1805: 001)“Homeri opera, vol. 5”, Ed.
Allen, T.W.Oxford: Clarendon Press, 1912, Repr. 1969.Line 513
Βίος Ομήρου. Sudae vita (1805: 010)“Homeri opera, vol. 5”, Ed. Allen,
T.W.Oxford: Clarendon Press, 1912, Repr. 1969.Line 222
ΠΕΡΙ ΟΜΗΡΟΥ Αʹ
ματα μετεωρίζει καὶ ἐκτρέπει τῆς συνηθείας ἀλλὰ καὶ τοὺς λόγους.
ὅτι δὲ ἀεὶ τὰ καινὰ καὶ ἔξω τοῦ προχείρου θαυμάζεται καὶ τὸν ἀκρο-
ατὴν ἐπάγεται, παντί που δῆλον. πλὴν καὶ ἐν τοῖς μυθώδεσι τούτοις
λόγοις, εἴ τις μὴ παρέργως ἀλλ' ἀκριβῶς ἕκαστα τῶν εἰρημένων ἐπιλέ-
γοιτο, φανεῖται πάσης λογικῆς ἐπιστήμης καὶ τέχνης ἐντὸς γενόμενος
καὶ πολλὰς ἀφορμὰς καὶ οἱονεὶ σπέρματα λόγων καὶ πράξεων παντο-
δαπῶν τοῖς μετ' αὐτὸν παρεσχημένος, καὶ οὐ τοῖς ποιηταῖς μόνον ἀλλὰ
καὶ τοῖς πεζῶν λόγων συνθέταις ἱστορικῶν τε καὶ θεωρηματικῶν. ἴδω-
μεν γὰρ πρότερον τὴν τῆς λέξεως αὐτοῦ πολυφωνίαν, ἔπειτα καὶ τὴν
ἐν τῇ πραγματείᾳ πολυμάθειαν.
Πᾶσα μὲν οὖν ποίησις, τάξει τινὶ τῶν λέξεων συντιθεμένων, ῥυθμῷ
καὶ μέτρῳ περαίνεται, ἐπεὶ τὸ λεῖον καὶ εὐεπές, σεμνὸν ἅμα καὶ ἡδὺ
γενόμενον, διὰ [δὲ] τοῦ τέρπειν εἰς τὸ προσέχειν τὸν ἀκροατὴνἐπ-
άγεται. ὅθεν συμβαίνει κατὰ τὸ αὐτὸ μὴ μόνον τοῖς ἐκπλήττουσι καὶ
θέλγουσι τέρπεσθαι ἀλλὰ καὶ τοῖς πρὸς ἀρετὴν ὠφελοῦσι πείθεσθαι
ῥᾳδίως.
Τὰ δὲ Ὁμήρου ἔπη τὸ τελειότατον ἔχει μέτρον, τουτέστι τὸ ἑξάμε-
τρον, ὃ καὶ ἡρῷον καλεῖται. ἑξάμετρον μέν, ὅτι εἷς ἕκαστος στίχος
ἔχει πόδας ἕξ· ὧν ὁ μέν ἐστιν ἐκ δύο συλλαβῶν μακρῶν, σπονδεῖος
καλούμενος, ὁ δὲ ἐκ τριῶν, μιᾶς μὲν μακρᾶς, δύο δὲ βραχειῶν, ὃς λέ-
γεται δάκτυλος. καί εἰσιν ἀλλήλοις ἰσόχρονοι· αἱ γὰρ δύο βραχεῖαι
Ο Πλωτίνος (περ. 203 - 270) ήταν σημαντικός φιλόσοφος της ύστερης αρχαιότητας και
συνεχιστής της νεοπλατωνικής σχολής της φιλοσοφίας, που ίδρυσε ο Νουμήνιος... Ο
Πλωτίνος -σύμφωνα με τον Πορφύριο- ξεκίνησε να γράφει σε ηλικία 11 ετών και συνέχισε
μέχρι το τέλος της ζωής του.Την περίοδο που ο Πορφύριος συνάντησε για πρώτη φορά τον
Πλωτίνο, εκείνος είχε ολοκληρώσει συνολικά 210 πραγματείες στις οποίες προστέθηκαν
μελλοντικά – ύστερα από την επιμονή του Πορφύριου – επιπλέον 33 πραγματείες. Ο
Πορφύριος επιμελήθηκε το έργο του Πλωτίνου και διαίρεσε τις πραγματείες του σε έξι
βιβλία, καθεμία αποτελούμενη από 9 πραγματείες. Για το λόγο αυτό ονομάστηκαν και
Εννεάδες. Σε κάθε εννεάδα, συμπεριλαμβάνονται φιλοσοφικά κείμενα που
πραγματεύονται συναφή θέματα. Αν και η συγκεκριμένη ταξινόμηση δεν γνωρίζουμε κατά
πόσο συμφωνούσε με τον ίδιο τον Πλωτίνο, είναι σήμερα η πλέον καθιερωμένη. Οι
Εννεάδες ολοκληρώθηκαν από τον Πορφύριο στο διάστημα από το 253 μέχρι λίγους μήνες
πριν το θάνατο του Πλωτίνου. Ο ίδιος ο Πλωτίνος δεν μπορούσε να επιμεληθεί τα κείμενά
του λόγω της επιβαρυμένης όρασής του.ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ.
324
ότης καὶ ὅλως ταὐτὸν καὶ θάτερον· διὸ καὶ ὅμοιον καὶ
ἀνόμοιον τὸ αὐτὸ καὶ ταὐτὸν καὶ θάτερον. Τί οὖν, εἰ ὁ μὲν
αἰσχρός, ὁ δὲ αἰσχίων εἴδους τοῦ αὐτοῦ μετουσίᾳ; Ἤ, εἰ μὲν
327
χωρὶς ἀδύνατον γενέσθαι τὴν μορφὴν καὶ τὸ εἶδος. καὶ ἄμφω μὲν τῷ
φυσικῷ τὰς αἰτίας ἐπισκεπτέον, μᾶλλον δὲ τὴν τοῦ οὗ ἕνεκεν (αἴτιον
ὑπ' ἄλλου (τοῦ γὰρ κινητικοῦ) καί ἐστι μία· οὐ γὰρ ἄλλη μὲν ὑπὸ τοῦ
κινοῦντος γίνεται, ἄλλη δέ ἐστιν ἐν τῷ κινητῷ, ἀλλὰ ἡ ἐνέργεια τοῦ κινη-
τικοῦ αὐτή ἐστιν ἐν τῷ κινητῷ καὶ μία οὖσα ἅμα τε τὸ κινητικὸν κινοῦν
ποιεῖ καὶ τὸ κινητὸν κινούμενον. μία μὲν ἀμφοῖν ἡ ἐνέργεια τοῦ κινοῦν-
τος καὶ τοῦ κινουμένου, ὅταν τὸ μὲν κινῇ τὸ δὲ κινῆται, μία δὲ τῷ ὑπο-
κειμένῳ. τῷ γὰρ λόγῳ δύο καὶ τὸ τί ἦν εἶναι, ὥσπερ τὸ ἄναντες καὶ τὸ
κάταντες. ὡς γὰρ ἐπὶ τούτων τὸ μὲν αὐτὸ διάστημα, ἀλλ' ἔνθεν μὲν
ἀρχομένῳ ἄναντες, ἔνθεν δὲ κάταντες, καὶ διὰ τοῦτο τῷ λόγῳ δύο· οὕτως
καὶ ἐπὶ τῆς κινήσεως κατὰ μὲν τὸ ὑποκείμενόν ἐστι μία ἡ ἐνέργεια τοῦ
κινοῦντος καὶ τοῦ κινουμένου, ἀλλ' ἀπὸ μὲν τοῦ κινοῦντος ἀρχομένοις
ποίησίς ἐστιν, ἀπὸ δὲ τοῦ κινουμένου πάθησις· καὶ οὕτως ἂν εἶεν τῷ
λόγῳ
δύο, ἐπεὶ μὴ οὕτως τιθεμένοις ἔχει τινὰ λογικὴν ἀπορίαν. δεῖ μὲν γὰρ
εἶναι ἐνέργειαν τοῦ κινητικοῦ, δεῖ δὲ εἶναι καὶ τοῦ παθητικοῦ, ὧν τὸ μὲν
ποίησις τὸ δὲ πάθησίς ἐστιν. αὗται δὲ ὅτι διαφέρουσιν, δῆλον· καὶ γὰρ
τὰ ἔργα αὐτῶν καὶ τὰ ἀποτελέσματα διαφέρει· τῆς μὲν γὰρ ποίημα ἀπο-
τέλεσμα, τῆς δὲ πάθος. κείσθω τοίνυν ἑτέρας εἶναι τὰς ἐνεργείας. πῶς
δὴ καὶ ἐν τίνι ἔσονται, σκεψώμεθα. ἢ τοίνυν ἄμφω ἐν τῷ ποιοῦντι ἢ
ἄμφω ἐν τῷ κινουμένῳ ἢ ἡ μὲν ποίησις ἐν τῷ ποιοῦντι, ἡ δὲ πάθησις
ἐν τῷ πάσχοντι· ἀνάπαλιν γὰρ οὐκ ἐνδέχεται, οἷον τὴν ποίησιν ἐν τῷ
πάσχοντι εἶναι, εἰ μή τις τὴν τοῦ πάσχοντος ἐνέργειαν ὁμωνύμως ποίησιν
ποιεῖ καὶ τὸ κινητὸν κινούμενον. μία μὲν ἀμφοῖν ἡ ἐνέργεια τοῦ κινοῦν-
τος καὶ τοῦ κινουμένου, ὅταν τὸ μὲν κινῇ τὸ δὲ κινῆται, μία δὲ τῷ ὑπο-
κειμένῳ. τῷ γὰρ λόγῳ δύο καὶ τὸ τί ἦν εἶναι, ὥσπερ τὸ ἄναντες καὶ τὸ
κάταντες. ὡς γὰρ ἐπὶ τούτων τὸ μὲν αὐτὸ διάστημα, ἀλλ' ἔνθεν μὲν
ἀρχομένῳ ἄναντες, ἔνθεν δὲ κάταντες, καὶ διὰ τοῦτο τῷ λόγῳ δύο· οὕτως
καὶ ἐπὶ τῆς κινήσεως κατὰ μὲν τὸ ὑποκείμενόν ἐστι μία ἡ ἐνέργεια τοῦ
κινοῦντος καὶ τοῦ κινουμένου, ἀλλ' ἀπὸ μὲν τοῦ κινοῦντος ἀρχομένοις
ποίησίς ἐστιν, ἀπὸ δὲ τοῦ κινουμένου πάθησις· καὶ οὕτως ἂν εἶεν τῷ
λόγῳ
335
δύο, ἐπεὶ μὴ οὕτως τιθεμένοις ἔχει τινὰ λογικὴν ἀπορίαν. δεῖ μὲν γὰρ
εἶναι ἐνέργειαν τοῦ κινητικοῦ, δεῖ δὲ εἶναι καὶ τοῦ παθητικοῦ, ὧν τὸ μὲν
ποίησις τὸ δὲ πάθησίς ἐστιν. αὗται δὲ ὅτι διαφέρουσιν, δῆλον· καὶ γὰρ
τὰ ἔργα αὐτῶν καὶ τὰ ἀποτελέσματα διαφέρει· τῆς μὲν γὰρ ποίημα ἀπο-
τέλεσμα, τῆς δὲ πάθος. κείσθω τοίνυν ἑτέρας εἶναι τὰς ἐνεργείας. πῶς
δὴ καὶ ἐν τίνι ἔσονται, σκεψώμεθα. ἢ τοίνυν ἄμφω ἐν τῷ ποιοῦντι ἢ
ἄμφω ἐν τῷ κινουμένῳ ἢ ἡ μὲν ποίησις ἐν τῷ ποιοῦντι, ἡ δὲ πάθησις
ἐν τῷ πάσχοντι· ἀνάπαλιν γὰρ οὐκ ἐνδέχεται, οἷον τὴν ποίησιν ἐν τῷ
πάσχοντι εἶναι, εἰ μή τις τὴν τοῦ πάσχοντος ἐνέργειαν ὁμωνύμως ποίησιν
ἀρχομένῳ ἄναντες, ἔνθεν δὲ κάταντες, καὶ διὰ τοῦτο τῷ λόγῳ δύο· οὕτως
καὶ ἐπὶ τῆς κινήσεως κατὰ μὲν τὸ ὑποκείμενόν ἐστι μία ἡ ἐνέργεια τοῦ
κινοῦντος καὶ τοῦ κινουμένου, ἀλλ' ἀπὸ μὲν τοῦ κινοῦντος ἀρχομένοις
ποίησίς ἐστιν, ἀπὸ δὲ τοῦ κινουμένου πάθησις· καὶ οὕτως ἂν εἶεν τῷ
λόγῳ
δύο, ἐπεὶ μὴ οὕτως τιθεμένοις ἔχει τινὰ λογικὴν ἀπορίαν. δεῖ μὲν γὰρ
εἶναι ἐνέργειαν τοῦ κινητικοῦ, δεῖ δὲ εἶναι καὶ τοῦ παθητικοῦ, ὧν τὸ μὲν
ποίησις τὸ δὲ πάθησίς ἐστιν. αὗται δὲ ὅτι διαφέρουσιν, δῆλον· καὶ γὰρ
τὰ ἔργα αὐτῶν καὶ τὰ ἀποτελέσματα διαφέρει· τῆς μὲν γὰρ ποίημα ἀπο-
τέλεσμα, τῆς δὲ πάθος. κείσθω τοίνυν ἑτέρας εἶναι τὰς ἐνεργείας. πῶς
δὴ καὶ ἐν τίνι ἔσονται, σκεψώμεθα. ἢ τοίνυν ἄμφω ἐν τῷ ποιοῦντι ἢ
ἄμφω ἐν τῷ κινουμένῳ ἢ ἡ μὲν ποίησις ἐν τῷ ποιοῦντι, ἡ δὲ πάθησις
ἐν τῷ πάσχοντι· ἀνάπαλιν γὰρ οὐκ ἐνδέχεται, οἷον τὴν ποίησιν ἐν τῷ
πάσχοντι εἶναι, εἰ μή τις τὴν τοῦ πάσχοντος ἐνέργειαν ὁμωνύμως ποίησιν
Αὐξεντίῳ.
Ἑρκουλιανῷ.
ἱστορία λέγει· Καὶ ἔλαβεν ὁ θεὸς χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς καὶ
ἔπλασεν ὁ θεὸς τὸν ἄνθρωπον. ἤδη τινὲς ἔφασαν τὸ μὲν
Ἔπλασεν ἐπὶ τοῦ σώματος εἰρῆσθαι, τὸ δὲ Ἐποίησεν ἐπὶ τῆς
ψυχῆς. ἴσως οὐκ ἔξω τῆς ἀληθείας ὁ λόγος· ὅπου μὲν γὰρ
εἴρηται· Καὶ ἐποίησεν ὁ θεὸς τὸν ἄνθρωπον, κατ' εἰκόνα
θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν, τὸ Ἐποίησεν εἴρηται· ὅπου δὲ λοιπὸν
περὶ τῆς σωματικῆς ὑποστάσεως ἡμῖν διηγεῖται, τὸ Ἔπλασε
λέγει. διαφορὰν δὲ ποιήσεως καὶ πλάσεως ὁ ψαλμῳδὸς
ἐδίδαξεν εἰπών· Αἱ χεῖρές σου ἐποίησάν με καὶ ἔπλασάν με.
ἐποίησε τὸν ἔσω ἄνθρωπον, ἔπλασε τὸν ἔξω. καὶ γὰρ πρέπει
ἡ μὲν πλάσις πηλῷ, ἡ δὲ ποίησις τῷ Κατ' εἰκόνα· ὥστε
ἐπλάσθη μὲν ἡ σάρξ, ἐποιήθη δὲ ἡ ψυχή. ἄνω τοίνυν εἰπὼν
περὶ ψυχῆς ὑποστάσεως νῦν περὶ τῆς τοῦ σώματος διαπλά-
σεως ἡμῖν διαλέγεται. ἔχε δὲ καὶ τοῦτον τὸν λόγον. τίς δὲ
ἕτερος; ὅτι τὰ μὲν ἐν κεφαλαίῳ λέγεται, τὰ δὲ κατὰ τὸν
τρόπον ὃν γέγονεν ἡμῖν παραδίδοται. ἄνωθεν οὖν ὅτι [καὶ]
ἐποίησεν, ὧδε καὶ πῶς ἐποίησεν. εἰ γὰρ ἁπλῶς εἶπεν ὅτι
ἐποίησεν, ἐνόμισας ἂν ὅτι ἐποίησεν ὡς τὰ κτήνη, ὡς τὰ θηρία,
ὡς τὰ φυτά, ὡς τὸν χόρτον. ἵνα οὖν φύγῃς τὴν πρὸς τὰ
ἀγριώτερα κοινωνίαν, τὴν ἰδιάζουσαν περὶ σὲ τοῦ θεοῦ
φιλοτέχνησιν ὁ λόγος παρέδωκεν.
Ἔμαθες μὲν οὖν ὅτι δύο τέως πρόσωπα ἐπὶ θεοῦ, ὁ λέγων καὶ πρὸς ὃν
ὁ λόγος. διὰ τί δὲ οὐκ εἶπε· ποιήσω ἄνθρωπον, ἀλλά· Ποιήσωμεν; ἵνα
νοήσῃς τὴν ἴσην δεσποτείαν, ἵνα μὴ τὸν πατέρα ἐπιγινώσκων τὸν υἱὸν
ἀγνοῇς, ἵνα εἰδῇς ὅτι πατὴρ ἐποίησε διὰ υἱοῦ καὶ υἱὸς ἔκτισε πατρῴῳ
θελήματι, καὶ δοξάσῃς πατέρα ἐν υἱῷ καὶ υἱὸν ἐν πνεύματι ἁγίῳ.
346
ὅτι καὶ ἀπόβλητα ἦν παρὰ τοῖς προτέροις τὰ διὰ χρυσοῦ καὶ τῆς νομιζο-
μένης πολυτελεστέρας ὕλης ξόανα. λέγει δ' οὖν Πλούταρχος ὧδέ πη κατὰ
348
λέξιν·
τίς ὁ θεὸς καὶ τίς ἡ κατ' αὐτὸν ποίησις, ἕτοιμον ἐμαυτὸν ὑμῖν πρὸς τὴν
ἀνάκρισιν
τῶν δογμάτων παρίστημι, μενούσης μοι τῆς κατὰ θεὸν πολιτείας
ἀνεξαρνή-
του.”
Τοσαῦτα καὶ ὁ Τατιανός. μετίωμεν δὲ καὶ ἐπὶ Κλήμεντα·
ψυχὴν γεννήσει). τίς οὖν οὐσία αὐτῆς; εἰ δὲ μήτε σῶμα μήτε πά-
θος σώματος, πρᾶξις δὲ καὶ ποίησις, καὶ πολλὰ καὶ ἐν αὐτῇ καὶ ἐξ αὐτῆς,
οὐσία παρὰ τὰ σώματα οὖσα, ποία τίς ἐστιν; ἢ δῆλον ὅτι ἥν φαμεν ὄντως
οὐσίαν εἶναι; τὸ μὲν γὰρ γένεσις, ἀλλ' οὐκ οὐσία πᾶν τὸ σωματικὸν εἶναι
λέ-
γοιτ' ἄν, γινόμενον καὶ ἀπολλύμενον, ὄντως δὲ οὐδέποτε ὄν, μεταλήψει
δὲ
τοῦ ὄντος σῳζόμενον, καθ' ὅσον ἂν αὐτοῦ μεταλαμβάνῃ.”
Ἐπειδὴ δὲ καὶ τὰ Πλωτίνου διήλθομεν, συνιδεῖν οὐκ ἄτοπον καὶ τὰ
Πορφυρίῳ ἐν τοῖς 8Πρὸς Βόηθον περὶ ψυχῆς εἰρημένα·
ῥᾴδιον, ὅτι καὶ ὁ δημιουργὸς αἰωνίως ποιεῖ, καὶ ὁ κόσμος ἀίδιός ἐστι
κατὰ τὴν εἰς ἅπαντα τὸν χρόνον ἐκτεινομένην ἀιδιότητα, καὶ ὡς ἀεὶ
γίγνε-
ται τεταγμένος καὶ ὡς ἄφθαρτος οὐκ ἔστιν ἀεί, γίνεται δὲ ἀεὶ ἀγαθυνόμε-
νος, ἀλλ' οὐκ αὐτόθεν ἀγαθὸς ὤν, ὡς ὁ γεννήσας αὐτὸν πατήρ· πάντα
γὰρ ἐν αὐτῷ γινομένως ἐστίν, ἀλλ' οὐκ ὄντως ὡς ἐν τοῖς αἰωνίοις.
Οὕτω δὴ πᾶν ὅσον ἦν ὁρατὸν παραλα-
βὼν οὐχ ἡσυχίαν ἄγον ἀλλὰ κινούμενον πλημ-
μελῶς καὶ ἀτάκτως, εἰς τάξιν αὐτὸ ἤγαγεν
ἐκ τῆς ἀταξίας, ἡγησάμενος ἐκεῖνο τούτου
πάντως ἄμεινον[30 A 2 – 6].
»Οὐκ ἔστιν ταὐτὸν κόσμου ποίησις καὶ σώματος ὑπόστασις οὐδὲ»
»αἱ αὐταὶ ἀρχαὶ σώματός τε καὶ κόσμου, ἀλλ' ἵνα μὲν κόσμος γένη-»
»ται, δεῖ σώματα εἶναι καὶ θεὸν εἶναι, ἵνα δὲ σώματα, δεῖ ὕλην»
»εἶναι καὶ θεὸν καὶ τὸ ἐπιγινόμενον ἄλλο μέν, ἵνα σωματωθῇ ὕλη,»
»ἄλλο δέ, ἵνα τὰ σωματωθέντα ταχθῇ. ταῦτα δὲ ἀεὶ ἅμα γίνεται»
»πάντα καὶ οὐ χρόνῳ διηρτημένα, ἀλλ' ἥ γε διδασκαλία ἀναγκαίως»
»διαιρεῖ, ἵνα διδάσχῃ ἀκριβῶς τὸ γιγνόμενον· σώματος μὲν γὰρ ἀρ-»
»χαὶ θεὸς μὲν γεννῶν, ὕλη δὲ καὶ τὰ σχήματα, ἃ προϊὼν ἡμᾶς»
»διδάξει, ὡς ἐξ ὧν συνέστηκεν τὰ σώματα γεννηθέντων ἀπὸ θεοῦ,»
»κόσμου δὲ τὰ ἤδη ὑποστάντα σώματα ὑπὸ θεοῦ καὶ θεὸς ὁ ταῦτα»
»τάσσων».
τὴν ἰδίαν θεωρεῖσθαι μηδενὶ τῶν ἄλλων γενῶν ἐπικοινωνοῦσαν, ὥστε καὶ
ὁ ἀριθμός, εἴτε καθ' ἑαυτὸν εἴη εἴτε ἐν τοῖς μετέχουσιν, εἴτε συνυπάρχων
εἴτε καὶ ἰδίαν φύσιν ἔχων ἐν τῷ συνυφεστηκέναι, εἴτε κατὰ τὸ ἀριθμεῖν
εἴτε κατὰ τὸ ἀριθμεῖσθαι ὑπάρχων, πανταχοῦ ἂν οὗτος τοῦ ποσοῦ εἴη.
360
ζ. Οὕτω μὲν τὰς ἀπορίας Πλωτίνου περὶ τοῦ ἀριθμοῦ διελύσαμεν.
ἀλλὰ δὴ μεταβῶμεν ἐπὶ τὸν λόγον ἑξῆς καὶ ὅσα διαπορεῖ σκεψώμεθα.
λέγει τοίνυν, ὡς ὁ λόγος ἰδίαν ἔχων ὑπόστασιν τοσόσδε ἐστὶ καὶ ταύτῃ
ποσὸς
ὡς συμβεβηκὸς ἔχων τὸ ποσόν, καθ' ὃ μέντοι λόγος σημαντικός ἐστιν
ὕλην
ἔχων τὸν ἀέρα, κατὰ δὲ τὴν τούτου πληγὴν ὑφεστηκώς, εἴτε οὖν πληγὴ
ὁ λόγος ὁ ἐν τῇ φωνῇ, εἴτε οὐ ψιλὴ πληγὴ ἀλλὰ τύπωσις τοῦ ἀέρος
ὥσπερ μορφοῦσα αὐτόν, κατ' ἀμφότερα ποίησις ἂν εἴη σημαντική, καὶ
ἔσται ἢ ἐν τῷ ποιεῖν ἢ ἐν τῷ πάσχειν ἢ καὶ ἐν ἀμφοτέροις τῷ τε ποιεῖν
καὶ τῷ πάσχειν ὁ λόγος ὁ ἐν τῇ φωνῇ, ἀλλ' οὐχὶ ποσόν. τί δὴ πρὸς
ταῦτα ἀντείποιμεν;
Ιωάννης Στοβαίος. Ανθολόγιον. Book 1, Ch. 49, sec. 60, line 48. Ο
Ιωάννης Στοβαίος ήταν συγγραφέας ο οποίος έζησε τον 5ο αιώνα μ.Χ. Καταγόταν από τους
Στόβους της Μακεδονίας (στην Παιονία). Το γνωστότερό του έργο είναι το "Ανθολόγιο", το
οποίο αποτελείται από περισσότερα από 500 αποσπάσματα έργων ποιητών, φιλοσόφων
και ρητόρων. Η αξία του είναι αδιαμφισβήτητη καθώς χάρη σε αυτόν σώθηκαν
αποσπάσματα χαμένων έργων. Ο συγγραφέας θέλοντας να αφήσει στον γιο του Σεπτίμιο
μιά παρακαταθήκη σοφίας, ώστε να διορθώσει τα ελαττώματα του χαρακτήρα του,
συγκέντρωσε στο έργο του αυτό το απόσταγμα της σοφίας 204 φιλοσόφων και ιστορικών [2]
Το έργο εκτεινόταν σε τέσσερα βιβλία, αλλά δεν σώζεται ολόκληρο και μάλιστα σε αυτό
έχουν γίνει μεταγενεστέρως επεμβάσεις. Η πρώτη έκδοση έγινε το 1536 στη
Βενετία.Βικιπαίδεια
ἁμαρτία ἐν αὐτοῖς ἀναζῇ καὶ οὗτοι κόσμος τις ὄντες ὑπόδικοι γίνονται τῷ
ἐπί-
γνωσις αὐτῆς γίνεται ***
[Rom. 3, 21 – 24] ὃ λέγει τοιοῦτόν ἐστιν· οὐχ ὥσπερ διὰ νόμου ἐπίγνω-
σις ἁμαρτίας,οὕτως καὶ φανέρωσις δικαιοσύνης Θεοῦ διὰ νόμου γίνεται·
χωρὶςγὰρ
Ps 8,5 – 9
τὸ
γήϊνον. δόξα γὰρ αὐτῷ περιῆν οἱονεὶ βασιλεύοντι κατὰ γῆν ἔργων τῶν
ὑπὸ
σοῦ πεποιημένων καὶ τὴν ἄλογον ἅπασαν φύσιν ὑφ' ἑαυτῷ κατέχοντι, οὐ
μόνον
τὴν χερσαίαν καὶ ῥαδίως ληπτὴν ἀλλὰ καὶ τὴν ἀέριον καὶ τὴν ἔνυδρον,
ὅπερ
ἑκάτερον μὲν ἐκφεύγει τὰς ἀνθρώπου χεῖρας, τὸ μὲν διὰ τὴν ἐν ὕψει
φοράν,
τὸ δὲ διὰ τὴν ἐν βάθει κατάκρυψιν καὶ δι' ὑδάτων πορείαν, ἁλίσκεται δὲ
σοφίᾳ καὶ νῷ καὶ ὁ γήϊνος αἱρεῖ τὰ ἐν οὐρανῷ καὶ ὕδασιν· ἐξ ὧν
ἀναφαίνεται
κατὰ τὸ νοερὸν ὑπερβάλλων μὲν τὴν ζῴων ἄλογον καὶ ἀνόητον φύσιν,
ἐφάμιλλος δὲ τῇ νοερᾷ καὶ ἀγγελικῇ κοινωνὸς ὢν τοῖς ἀλόγοις κατὰ τὸ
σωματικόν.
Ps 138,5
Ἐνταῦθα δὲ φαίνεται καὶ ψυχὴν καὶ σῶμα εἰς ἓν τιθεὶς καὶ ὑπὸ μίαν
πλάσιν ἑκάτερα τάττων, ὅτι δὴ τῶν ψυχικῶν ἰδιωμάτων τὴν γνῶσιν ἀπὸ
τῆς διαπλάσεως ἔχειν φησὶ τὸν θεόν, καθὰ καὶ ἕτερος εἴρηκεν Ὁ πλάσας
πνεῦμα ἀνθρώπου ἐν αὐτῷ. οὐ γὰρ ἐν διαστάσει τὸ ποίημα, ἀλλ' εἰ καὶ
καλλίων ἡ τῆς ψυχῆς ποίησις παρὰ τὴν τοῦ σώματος, οὐχ οἱονεὶ
χειροποιητὸς
οὖσα κατὰ τὴν τῆς ὕλης μόρφωσιν ἀλλ' ἐμπνευστὴ κατὰ τὴν ἐκ θείας
δυνάμεως ὑπόστασιν. ὅλως γοῦν εἰς ἓν ἑκάτερα συντελεῖ, καθὰ καὶ
ὀνόματος
ἑνὸς κοινωνεῖ ποτε μὲν ψυχὴ τὸ συναμφότερον, ποτὲ δὲ σὰρξ
ὀνομαζόμενον·
καθὰ καὶ εἰκόνα θεοῦ τὸν ἄνδρα λέγων ὁ ἀπόστολος τῆς ἐμπνεύσεως
ἕνεκα
τῆς εἰς αὐτὸν γεγονυίας παρὰ θεοῦ ἣ μὴ γέγονεν ἐπὶ γυναικός, δῆλός ἐστι
συμπεριλαμβάνων τῇ ψυχῇ καὶ τὸ σῶμα καθὸ διακρίνεται τὸ ἄρσεν τοῦ
θήλεος.
τοὺς ἀκάκους καὶ εὐθεῖς | λέγειν κατὰ ἄλλην καὶ ἄλλην ἐπί-
νοιαν.
δυνατὸν δὲ καὶ οὕτω· οἱ κατὰ πρᾶξιν ἔξω κακίας ὄντες |
ἄκακοί εἰσιν, εὐθεῖς δὲ οἱ τὰ τῆς εὐσεβείας φρονοῦν-
τες.
22 λύτρωσαι, ὁ θεός, τὸν Ἰσραὴλ ἐκ πα|σῶν τῶν θλίψεων
αὐτοῦ.
πᾶς καὶ μόνος ὁ ἐξ ὅλης καρδίας καὶ ψυχῆς καὶ διανοίας τὸν θεὸν
ἀγαπήσας·
καὶ πᾶσαν μὲν τὴν ἀγαπητικὴν αὐτοῦ δύναμιν εἰς θεὸν ἀποτείνας ἐξ ὅλης
380
εἰς τί ἐκεῖνο. πάντα γὰρ εἰς χρείαν αὐτῶν ἐκτίσθη· διὸ πάντα καλὰ λίαν
ἐστὶ
τὰ τοῦ θεοῦ ἔργα.
Εἰ δ' ἔργα θεοῦ λάβοι τις τὰ παραδόξως καὶ τεραστίως ἐπιτελούμενα
(τοῦτο μὲν διὰ Μωυσέως καὶ τῶν προφητῶν, τοῦτο δὲ διὰ Ἰησοῦ τοῦ
σωτῆρος
ἡμῶν), ῥηθείη καὶ περὶ τούτων τὰ προκείμενα ῥητά. τὰς γὰρ ἀναστάσεις
τῶν
νεκρῶν καὶ τὰς τῶν λεπρῶν καθάρσεις καὶ ἀναβλέψεις τῶν τυφλῶν καὶ
τὰ
Libanius Rhet., Soph., Orationes 1-64 Oration 64, sec. 19, line 5
ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΘΕΣΕΩΣ.
VENUS
καὶ θυμῷ σφριγῶντος αὐτοῖς τοῦ στρατεύματος, καὶ κατ' ἀλλήλων ἐπει-
γομένων, τῆς κοινῆς μάχης ἐδόκει πέρας ἔσεσθαι τὴν περὶ τῆς Ἑλένης
κρίσιν εἰς δύο που περιστήσαντας, εἰς τε Πάριν εἴς τε δὴ καὶ Μενέ-
λαον, τὸν μὲν ἣν εἶχε δικαίως ζητοῦντα, τὸν δὲ ἣν ἔλαβεν ἀδίκως
οὐ μεθιέναι βουλόμενον. ἀλλὰ κρινέσθων οὗτοι τοῖς ὅπλοις, δικαζού-
σης, φημί, ἀνδρείας τῷ νικῶντι τὸ γύναιον.
Ἔδει σπονδὰς ἐπὶ τούτοις γενέσθαι καὶ γίγνονται. καὶ πάρε-
στιν ἐπὶ συνθήκαις ὁ Πρίαμος, μᾶλλον τῶν παίδων ἐκ τῆς πολιᾶς
πιστευό-
μενος. ὅρα τὸ ζεῦγος, ὅσον ἐπείγεται δρόμῳ ὑφ' ἡνιόχου γέρον-
τος ἰθυνόμενον. κοινωνὸς δὲ τῆς πορείας αὐτῷ καὶ τοῦ ἅρματος,
Ἀντήνορα τοῦτον ἡ μὲν ποίησις εἶπεν, ὁ δὲ γραφεὺς οὐκ ἠγνόη-
σεν. τὸ δ' οὖν φορτίον τῷ ζεύγει γέροντε δύο συμφοραῖς καὶ γήρᾳ
καμπτόμενοι· ὁ μὲν τὴν πρόσθεν ἔχει χώραν καὶ τῶν ἡνίων ἀντέχεται·
ὁ δὲ Ἀντήνωρ ἐπανέβη τοῦ προλαβόντος ἐχόμενος. παρεστᾶσι δὴ καὶ
πρόδρομοί τινες ὁπλῖται τὸν βασιλέα δορυφορήσοντες.
Συναποβῶμεν τῷ Πριάμῳ τοῦ ζεύγους καὶ σὺν Ἀντήνορι τῆς
δεξιᾶς ἑλόντες προσάγωμεν Ἀγαμέμνονι κεκυφότα τῷ γήρᾳ καὶ
βακτηρίας ἐχόμενον. ὁ δὲ πρᾷος Ἀγαμένων καὶ χεῖρα προτείνει
καὶ δεξιὰν πολέμιον ὑποδέχεται, κἀν Ὀδυσσεὺς [...] ο̣ὐ̣ περαιτέ-
ρω βαίνειν ἀγορεύει Πριάμῳ. καὶ στῆναι τῇ χειρὶ τῷ γέροντι διατείνεται
ἀξιῶν [...] ἱκανὸν πόρρωθεν ἑστῶτα λέγειν τι καὶ ἀκούειν
388
capellae corio usum esse pro scuto Iovem contra Titanas dimicantem M.
auctor est, unde a poetis αἰγίοχος nominatur.
HARPOCR. Μελίτη δῆμός ἐστι τῆς Κεκροπίδος. κεκλῆσθαι
δέ φησι τὸν δῆμον Φιλόχορος ἐν γ[fr. 74 FHG I 396] ἀπὸ Μελίτης
θυγατρὸςκατὰ μὲν Ἡσίοδον [fr. 106 Rz.2] Μύρμηκος, κατὰ δὲ Μου-
σαῖον Δίου τοῦ Ἀπόλλωνος.
PAUS. I 14, 3 ἔπηδὲ ἄιδεται Μουσαίου μέν, εἰ δὴ Μου-
σαίου καὶ ταῦτα, Τριπτόλεμονπαῖδα Ὠκεανοῦ καὶ Γῆςεἶναι.
Vgl. Pherekydes b. Apoll. bibl. I 32 FGrHist. 3 F 53 I 76.
– X 5, 6 ἔστι δὲ ἐν Ἕλλησι ποίησις, ὄνομα μὲν τοῖς
ἔπεσίν ἐστιν Εὐμολπία, Μουσαίωι δὲ τῶι Ἀντιοφήμου προσποιοῦσι
τὰ ἔπη. πεποιημένον οὖν ἐστιν ἐν τούτοις Ποσειδῶνος ἐν κοινῶι καὶ
Γῆς εἶναι τὸ μαντεῖον [Delphi] καὶ τὴν μὲν χρᾶν αὐτήν, Ποσει-
δῶνι δὲ ὑπηρέτην ἐς τὰ μαντεύματα εἶναι Πύρκωνα. καὶ οὕτως
ἔχει τὰ ἔπη·
αὐτίκα δὲ Χθονίης φωνὴ πινυτὸν φάτο μῦθον·
σὺν δέ τε Πύρκων ἀμφίπολος κλυτοῦ Ἐννοσιγαίου.
PHILOD. de piet, 1 p. 31 G. ἀλλ' ὁ Ζεύς, ὥς φασιν,
τὴν κεφαλὴν ὑπὸ Ἡφαίστου διαιρεῖται, κατὰ δὲ τὸν Εὔμολπον ἢ τὸν
συνθέντα ταῦτα ποιητὴν ὑπὸ Παλαμάονος. SCHOL. PIND.
ροῦντι καὶ κατασκευάζοντι· ἅμα γὰρ ἑνὶ καὶ πᾶσιν ὑπάρχει ἢ οὐχ
ὑπάρχει· οἷον εἰ ἡ δικαιοσύνη ἐπιστήμη τις, καὶ τὸ δικαίως
ἐπιστημόνως καὶ ὁ δίκαιος ἐπιστήμων· ἐὰν δὲ τούτων τι μὴ ᾖ, οὐδὲ
τῶν λοιπῶν οὐδέν. ὡσαύτως δὲ καὶ ἐπὶ τῶν γενέσεων καὶ φθορῶν·
οἷον εἰ τὸ οἰκοδομεῖν ἐνεργεῖν, καὶ τὸ ᾠκοδομηκέναι ἐνηργηκέναι· καὶ
εἰ τὸ μανθάνειν ἀναμιμνήσκεσθαι, καὶ τὸ μεμαθηκέναι ἀναμεμνῆσθαι·
καὶ εἰ τὸ διαλύεσθαι φθείρεσθαι, καὶ τὸ διαλελύσθαι ἐφθάρθαι καὶ ἡ
διάλυσις φθορά τις. καὶ ἐπὶ τῶν γεννητικῶν δὲ καὶ φθαρτικῶν
ὡσαύτως, καὶ ἐπὶ τῶν δυνάμεων καὶ χρήσεων· εἰ γὰρ τὸ φθαρτικὸν
διαλυτικόν, καὶ τὸ φθείρεσθαι διαλύεσθαι· καὶ εἰ τὸ γεννητικὸν ποιη-
τικόν, καὶ τὸ γίνεσθαι ποιεῖσθαι καὶ ἡ γένεσις ποίησις. ὁρᾶν δὲ καὶ εἰ
τοῦ ἀντικειμένου τὸ ἀντικείμενον γένος, οἷον εἰ τοῦ διπλασίου τὸ πολ-
λαπλάσιον καὶ τοῦ ἡμίσεως τὸ πολλοστημόριον· δεῖ γὰρ τὸ ἀντικείμε-
νον τοῦ ἀντικειμένου γένους εἶναι. εἰ οὖν τις θείη τὴν ἐπιστήμην ὅπερ
αἴσθησιν, δεήσει καὶ τὸ ἐπιστητὸν ὅπερ αἰσθητὸν εἶναι· οὐκ ἔστι δέ,
οὐ γὰρ πᾶν τὸ ἐπιστητὸν αἰσθητόν, καὶ γὰρ τῶν νοητῶν ἔνια
ἐπιστητά· ὥστε οὐ γένος τὸ αἰσθητὸν τοῦ ἐπιστητοῦ· εἰ δὲ τοῦτο,
οὐδὲ ἡ αἴσθησις τῆς ἐπιστήμης. πάλιν εἰ τὴν ἕξιν εἰς τὴν ἐνέργειαν
ἔθηκεν ἢ τὴν ἐνέργειαν εἰς τὴν ἕξιν, οἷον τὴν αἴσθησιν κίνησιν διὰ
σώματος· ἡ μὲν γὰρ αἴσθησις ἕξις, ἡ δὲ κίνησις ἐνέργεια.
δὲ ὡς νοῦς ἑαυτὸν νοεῖ οὐκ ἄλλον ὄντα παρὰ τὰ νοούμενα. καὶ ὁ μὲν
ἀμέθεκτος ἁπλῶς πάντα νοεῖ, τῶν δὲ μετ' ἐκεῖνον ἕκαστος καθ' ἓν πάντα.
καὶ πᾶς νοῦς ἐν αἰῶνι τὴν οὐσίαν ἔχει καὶ τὴν δύναμιν καὶ τὴν ἐνέργειαν.
καὶ ἀμέριστός ἐστιν οὐσία καὶ ἀμεγέθης καὶ ἀσώματος καὶ ἀκίνητος. καὶ
τὰ μέν ἐστι κατ' αἰτίαν, ὅσα μετ' αὐτόν, τὰ δὲ κατὰ μέθεξιν, ὅσα πρὸ
αὐτοῦ, νοερὰν δὲ ἔλαχεν οὐσίαν κατὰ τὴν ἑαυτοῦ ὕπαρξιν. καὶ ἀφορίζει
πάντα καὶ ἃ κατ' αἰτίαν ἐστὶ καὶ ἃ κατὰ μέθεξιν. ἀιδίων τέ ἐστι προσεχῶς
καὶ ἀμεταβλήτων ὑποστάτης. καὶ τῷ νοεῖν ὑφίστησι τὰ μετ' αὐτόν, καὶ
ἡ ποίησις ἐν τῷ νοεῖν καὶ ἡ νόησις ἐν τῷ ποιεῖν. καὶ ὑπὸ τῶν κατ' οὐσίαν
ἅμα καὶ ἐνέργειαν νοερῶν μετέχεται πρώτως. καὶ πάντα τὰ νοερὰ εἴδη
καὶ ἐν ἀλλήλοις εἰσὶ καὶ καθ' αὑτὸ ἕκαστον. καὶ πᾶς νοῦς πλήρωμα ὢν
εἰδῶν, ὁ μὲν ὁλικωτέρων, ὁ δὲ μερικωτέρων ἐστὶ περιεκτικός. καὶ πᾶν
νοερὸν εἶδος ἀιδίων ἐστὶν ὑποστατικόν. καὶ πᾶς νοῦς ὅλος ἐστὶν ὡς ἐκ
μερῶν ὑποστάς. καὶ πᾶς ὁ μετεχόμενος νοῦς ἢ θεῖός ἐστιν ὡς θεῶν ἐξ-
ημμένος ἢ νοερὸς μόνον. καὶ ὁ θεῖος νοῦς ὑπὸ ψυχῶν μετέχεται θείων.
καὶ ὁ μετεχόμενος νοῦς μετέχεται ὑπὸ ψυχῶν οὔτε θείων οὔτε νοῦ καὶ
ἀνοίας ἐν μεταβολῇ γινομένων, ἀλλ' ὑπὸ τῶν κατ' οὐσίαν ἀεὶ καὶ
κατ' ἐνέργειαν νοερῶν. καὶ πᾶς ὁ νοερὸς ἀριθμὸς πεπέρασται. καὶ πᾶς
νοῦς ὅλος ἐστὶν ὡς ἐκ μερῶν ὑποστάς·
πάθησις.
Ἀκοή ἐστιν ἡ ἐνέργεια, ἄκουσις ἡ ἀντίληψις, καὶ ψόφος αὐτὸς ὁ κτύπος,
τὸ δὲ ἐκ τούτου πάθος ψόφησις. ὡς λέγομεν ψόφησιν, πῶς οὐχὶ καὶ χρῶ-
σιν; διότι ἡ χρῶσις οὐδὲν ἄλλο δηλοῖ εἰ μὴ τὸ χρωσθὲν σῶμα ἐκ τοῦ
ἔχοντος ἄλλο χρῶμα, ὥστε οὐκ ἐξ αὐτοῦ τοῦ ὑποκειμένου ἐστίν· ἡ δὲ
ψόφησις ἐξ αὐτοῦ. πῶς οὐ λέγομεν χύμωσιν ἐκ τοῦ ὑποκειμένου τῇ
γεύσει,
ὡς λέγομεν γεῦσιν; ἡ χύμωσις μαγειρικόν ἐστιν, διὸ ἐπὶ φυσικῶν οὐκ
εἴρηται.
Ἐπεὶ αἱ ὑπερβολαὶ φθείρουσι τὰς αἰσθήσεις, ἥλιος, βροντή,
ποτὲ μέν, ποτὲ δ' οὔ. ἡ αἴσθησις ὡς ἐπίπαν ἀληθεύει τῶν αὐτῆς σῳζομέ-
νων διορισμῶν. οὐ κρεῖττον αἴσθησις διανοίας, ὅτι ἡ διάνοια διὰ τὰς
αἰσθήσεις ψεύδεται.
Εἰ ταὐτὸν ἡ φαντασία ἦν καὶ ἡ αἴσθησις, ὅταν ὀνειρώττωμεν, τότ' ἂν
αἰσθανοίμεθα. τὰ παιδία κατ' αἴσθησιν καὶ οὐ φαντασίαν ἐνεργοῦσιν.
οἱ σκώληκες καὶ μύρμηκες αἴσθησιν ἔχουσιν, ἀλλ' οὐ φαντασίαν, ἢ ἀμυ-
δράν. ἡ φαντασία διττή· ἡ μὲν ἀναμνηστική, ἡ δὲ διδακτή. τὰ τοιαῦτα
γοῦν
ζῷα τὴν διδακτὴν ἔχουσι. ἔτι ἡ αἴσθησις περὶ τὰ ὄντα, ἡ φαντασία περὶ
τὰ μὴ ὄντα.
Τὰ ἄλογα οὐκ ἔχει πίστιν καὶ οὐδὲ δόξαν. τῆς δὲ πίστεως ποίησις ἡ
πειθώ. ὄφις πείθεται ἀνάγκαις μαγικαῖς, λέων ἔθει. ἡ δὲ πειθὼ γνώσει
γίνεται, τὸ δὲ ἔθος καὶ τοῖς ἀλόγοις.
Ἔνθα αἴσθησις ἐνεργεῖ, ἐκεῖ καὶ ὁ νοῦς κρειττόνως· οὐ μὴν καὶ ἀνάπα-
λιν. ὁ νοῦς οἶδε καὶ τὴν οἰκείαν ἐνέργειαν καὶ τὴν τῶν ἄλλων, οὐ μὴν δὲ
καὶ αἴσθησις. ὁ νοῦς τῶν καθόλου, ἡ αἴσθησις τῶν μερικῶν.
Τῆς φαντασίας ἡ δόξα ποιητικὸν αἴτιον, ἡ δὲ αἴσθησις ὀργανικόν.
Ἀριστοτέλης· ἡ αἴσθησις μάχεται τῇ δόξῃ· τὴν γὰρ κώπην κεκλασμένην
βλέπει αἴσθησις ἐν ὕδατι, ἡ δὲ δόξα ὀρθήν. πῶς οὖν ἐκ δύο μαχομένων
ἓν ἡ φαντασία; εἰ ἡ φαντασία ἐκ δόξης καὶ αἰσθήσεως, ἆρα καὶ τὰ ἄλογα
ἔχουσι δόξαν; ἔτι δόξα καὶ αἴσθησις ἀληθεύουσι, φαντασία ψεύδεται.
μενον· ὁ μὲν γὰρ δημιουργὸς ἐν ἑαυτῷ ἔχει τὴν αἰτίαν τῆς δημιουργίας,
τὸ δὲ δημιουργούμενον ἐν μὲν τῷ δημιουργῷ τὴν ἀρχὴν τῆς δημιουργίας,
Sec. 8, line 60
τῆς οὐσίας αὐτοῦ προάγουσα, ἵνα τροπὴν ὁ γεννῶν μὴ ὑπομείνῃ καὶ ἵνα
μὴ θεὸς πρῶτος καὶ θεὸς ὕστερος εἴη καὶ προσθήκην δέξηται. Ἡ δὲ κτίσις
της. Καὶ πάλιν οὐ πᾶν εἶδος καταφατικῶς ὀνομάζεται ἀλλὰ καὶ ἀπο-
φατικῶς, ὥσπερ ἡ ἀκολασία εἶδος οὖσα οὐ καταφατικῶς ἀλλ' ἀπο-
φατικῶς ὠνομάσθη· ἡ γὰρ κατάθεσις κατάφασις λέγεται οἷον ‘καλός
ἐστιν’, ἡ δὲ ἄρνησις ἀπόφασις οἷον ‘οὐκ ἔστι καλός’· ὅτε δὲ λέγομεν
’ἄνομος εἶ’, τὸ αἄρνησιν σημαίνει ὡς τὸ οὔ.
Εἰ δὲ λέγεται τόδε τὸ λευκὸν ἴσον εἶναι τῷδε τῷ λευκῷ, οὐ καθὸ
ποιότης λέγεται ἴσον εἶναι ἀλλὰ καθὸ ποσότης καὶ τὸ εἶναι τὴν ἐπι-
φάνειαν ταύτην ἴσην ἐκείνῃ τῇ ἐπιφανείᾳ, ὡς καὶ ἐν τῷ ποσῷ τὸ ὅμοιον
καὶ ἀνόμοιον θεωρεῖται οὐ καθὸ ποσόν, ἀλλὰ καθὸ μετέχει ποιότητος.
μὲν γὰρ οἷά τις ἀστεμφὴς δέσποινα καὶ ἀθώπευτος κελεύει καὶ
διατάττει ὁποίων τε ἔχεσθαι καὶ ὁποῖα διαφεύγειν προσήκει, ὥς-
περ τῷ πείθοντι καταμιγνῦσα τὸ ἀναγκάζον· ἡ δὲ τῷ θέλγοντι
πλείστῳ χρωμένη καὶ οἷον καρυκεύουσα τὰς ἀπαγγελίας τῇ ποικι-
λίᾳ τῶν παραδειγμάτων καὶ παριστῶσα τῷ λόγῳ ἐν οἷς τε εὐδο-
κίμησαν ἄνθρωποι εὐβουλίᾳ χρησάμενοι καὶ δικαιοσύνῃ καὶ ἔνθα
διήμαρτον τοῦ προσήκοντος ἢ γνώμης τινὸς ἐναντίας ἢ τύχης ἡγη-
σαμένης, λανθάνει ταῖς ψυχαῖς ἠρέμα τὰς ἀρετὰς εἰσοικίζουσα· τὸ
400
τὴν γραφήν. ἔκτισε μὲν οὖν ὁ θεὸς ἐπ' ἀφθαρσίᾳ τὸν ἄν-
θρωπον ἀπ' ἀρχῆς, τουτέστιν ἄφθαρτον αὐτίκα παρήγαγε
κατ' εἰκόνα τῆς ἀϊδιότητος αὐτοῦ.
Ἀλλὰ μὴ δυσχέραινε τούτου ἕνεκεν. ἔχεις τὸν Σιναΐτην
θεῖον Ἀναστάσιον ἐν τῷ περὶ ἀναστάσεως λόγῳ αὐτοῦ περὶ
τούτων οὕτω λέγοντα. “καὶ ἐποίησε τὸν ἄνθρωπον ὁ θεός·
κατ' εἰκόνα θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν. πρώτη ποίησις αὕτη, ἁπλῆ,
ἄζυγος, ἄφθαρτος.” εἴπερ οὖν ἡ πρώτη ποίησις ἄφθαρτος
ἦν, ὡς ὁ διαληφθεὶς οὗτος ἔφη θεῖος ἀνήρ, περὶ τοῦ πρώ-
του ἐκείνου τί χρὴ καὶ λέγειν ἀνθρώπου; ἄφθαρτον μὲν γὰρ
αὐτὸν ὁ θεὸς αὐτίκα παρήγαγεν, ὡς ἤδη προείρηται, καὶ
ἀθανασίᾳ τετίμηκε. καὶ οὐκ ἐμὰ τὰ ῥήματα. ὁ θειότατος
Ἀνδρέας ὁ Κρήτης ἐν τῷ εἰς κοιμηθέντας λόγῳ αὐτοῦ περὶ
τούτων οὕτως εὕρηται λέγων “πλάσας ὁ θεὸς τὸν ἄνθρωπον,
ἀξίωμα δέδωκεν αὐτῷ τὸ λογικόν τε καὶ νοερὸν καὶ ἀθάνατον
καὶ ἀνώλεθρον.” εἴπερ οὖν ἀξίωμα δέδωκε τῷ ἀνθρώπῳ τὸ
ἀθάνατον ὁ θεός, πῶς λοιπὸν αὐτὸν θνητὸν καὶ ἀθάνατον
γραφήκαμεν.
Ἐν δὲ τῷ ναῷ τοῦ ἁγίου Μηνᾶ ὄρυγμα εὑρέθη
μέγα, ὅτε ἐκαθαίρετο, καὶ ὀστᾶ ἀνθρώπων γιγάντων εἰς
πλῆθος, ἅτινα θεασάμενος ὁ βασιλεὺς ὁ Ἀναστάσιος καὶ
ἐκπλαγεὶς ἐν τῇ Φόσσᾳ κατέθετο εἰς θαῦμα ἐξαίσιον.
Ἀφύαι. οἱ ἔγγραυλοι.
Ἀφυΐα. ἡ πρὸς τὰ προκείμενα μαθήματα σκλη-
ρότης.
Ἀφοσίωσις. τοῦ Ψελλοῦ· ἡ δέ γε ἀφοσίωσις ποίησις τῆς οὐσίας.
Συνίζησις. ἡ συνέλευσις.
Σύνθεσις. ἡ ἐξ ἄλλου καὶ ἄλλου εἰς ἓν ποίησις.
καὶ ἡ διαιρετῶς ἢ ἀδιαιρέτως ἢ συγκεχυμένως ἢ
οὕτως.
Σύνθετοςγνῶσις ἐστὶν ἡ κατ' αἴσθησιν πεῖρα
τῶν αἰσθητῶν, ὡς κατὰ φύσιν ἔχουσα ἡδονὴν
διὰ τὴν γέννησιν καὶ πόνον διὰ τὴν φθοράν.
Συνημοσύνας. συνθήκας. ἵν' ᾖ συνέδρους παρὰ
τὴν ἕσιν.
Σύννοια. σύννευσις ἐννοιῶν, ἢ τοῦ νοῦ πρὸς τὰ
νοηθέντα σύννευσις. ἢ νοημάτων σύνοδος. συν-
νεύσεως δὲ ἔργον ἐστὶ πάντα τὰ συντελοῦντα
p. 98, line 22
ὑπὸ τοῦ πυρὸς εἰς τὴν ἐναντίαν ἑαυτῷ σύστασιν τὴν πύριον μεταβαλλο-
μένου, καὶ οὕτως γίνεται τὸ πῦρ ἐξ ἐναντίου μὲν ἑαυτῷ τοῦ ὕδατος κατὰ
τὰς ἐναντίας ποιότητας, ὑπὸ ἐναντίου δὲ τῷ ὕδατι τοῦ πυρός· δεῖ γὰρ τὸ
μὲν φθειρόμενον ἐναντίον εἶναι τῷ φθείροντι, τὸ δὲ γινόμενον ταὐτὸν τῷ
ποιοῦντι. ἡ γὰρ τῶν στοιχείων ποίησις εἰς ἑαυτὰ μεταβολὴ τῶν
ποιούντων
ἐκ τῶν πασχόντων ἐστὶν ἐπιτηδείως ἐχόντων δηλονότι τῶν ὑποκειμένων
πρὸς ἑκάτερον, καὶ ἡ φθορὰ πάλιν ὑπὸ τοῦ ἐναντίου γίνεται τοῦ ἐναντίου·
φθείρεται γὰρ τὸ ὕδωρ ὑπὸ τοῦ πυρὸς εἰς τὸ πῦρ· ὥστε καὶ ἡ ἄλλου
φθορὰ ἄλλου γένεσίς ἐστι καὶ ἡ ἄλλου γένεσις ἄλλου φθορά, τῶν μὲν
ποιοτήτων ἀπολλυμένων εἰς τὸ μὴ ὄν· ὅταν γὰρ ἐξ ὕδατος γίνηται τὸ πῦρ,
ἡ ψυχρὰ καὶ ὑγρὰ ποιότης οἴχεται τῆς σωματικῆς οὐσίας τὰς τοῦ πυρὸς
μεταλαμβανούσης ποιότητας. καὶ τοῦτο μέν, ὅταν ἐξ οὐσίας τινὸς τοῦ
ὕδα-
τος εἰς οὐσίαν ἄλλην τοῦ πυρὸς ἡ μεταβολὴ γίνηται· ὅταν δὲ ἀμυδροτέρα
τις δρᾶσις καὶ πεῖσις εἰς ἄλληλα τῶν στοιχείων κατὰ ποιότητας γίνηται,
ὥστε διάθεσιν ἀλλήλοις ἀφ' ἑαυτῶν ἐμποιεῖν καὶ θερμαίνεσθαι μὲν τὸ
διαφορὰ γάρ τις ἡ τοῦ ὡρισμένου μετὰ τοῦ γένους τῆς ποσότητος ποσὸν
ποιεῖ τὸ ὅλον. εἴη δὲ ἂν καὶ ποσότης τις ὁ ἀριθμός, ὅτι τὰ γένη τῶν
εἰδῶν συνωνύμως κατηγορεῖται. εἴτε δὲ κατὰ τὸ ἀριθμεῖν εἴτε κατὰ τὸ
ἀριθμεῖσθαί ἐστιν ὁ ἀριθμός, πανταχῇ ἂν οὕτως τοῦ ποσοῦ εἴη. περὶ μὲν
οὖν ἀριθμοῦ τοσαῦτα.
Περὶ δὲ λόγουἀποροῦσιν, πῶς ὁ λόγος ἐν ποσῷ, πρῶτον μέν, ὅτι
τὰ ἄνευ συμπλοκῆς εἰς τὰς κατηγορίας ἀνάγεται, λόγος δὲ πᾶς κατὰ συμ-
κατὰ συμβεβηκός, καθὸ μέντοι λόγος σημαντικός ἐστιν κατὰ πληγὴν τοῦ
ἀέρος ὑφεστηκώς, εἴτε οὖν πληγὴ ὁ λόγος εἴτε τύπωσις τῆς πληγῆς μορ-
φοῦσα αὐτήν, ἢ πάθος ἐστὶν ἢ ποίησις, ποίησις μὲν τῆς κατὰ φαντα-
σίαν ὁρμῆς τοῦ ἡγεμονικοῦ, πάθος δὲ τοῦ ἀέρος· ἔσται οὖν ἢ τοῦ ποιεῖν ἢ
τοῦ
πάσχειν ὁ λόγος ὁ ἐν τῇ φωνῇ ἢ καὶ τοῦ ποιεῖν καὶ τοῦ πάσχειν, ἀλλ' οὐχὶ
ποσόν. εἰ δέ τις κατὰ τὴν πληγὴν μόνην ἀφορίζοιτο τὴν φωνὴν καὶ τὸν
λόγον,
εἰς κίνησιν αὐτὸν ἀνάξει· εἰ δὲ κατὰ τὸν πληγέντα ἀέρα, οὐ μία
κατηγορία,
εἴγε οὐχ ἓν τὸ σημαντικὸν καὶ συσσημαντικὸν καὶ τὸ ἐνεργοῦν καὶ τὸ ἐν
ᾧ ἐγγινόμενον ἐνεργεῖ. πρὸς δὴ ταῦτα ἀπαντῶν ὁ Ἰάμβλιχος “οὐχ ἁπλῶς,
φησίν, ἐν πληγῇ ἀέρος τὴν φωνὴν τιθέμεθα· πλήττει γὰρ καὶ δάκτυλος
τὸν
ἀέρα καὶ οὔπω ποιεῖ φωνήν· ἀλλ' ἡ ποσὴ πληγὴ καὶ σφοδρὰ καὶ τοσήδε
καὶ τοιῶσδε, ὥστε ἀκουστὴ γενέσθαι,
προς-
εισελθεῖν σχέσιν, δι' ἣν οἰκείως ἢ ἀλλοτρίως ἔχει τὰ πλείονα, καὶ οὕτως ἡ
γὰρ ἡ ποίησις τοῦ ποιοῦντος καὶ ποιουμένου μεταξύ ἐστιν, οὕτως καὶ τοῦ
ἔχοντος ἐσθῆτα καὶ τῆς ἐχομένης ἐσθῆτος μεταξὺ ἡ ἕξις ἐστίν, ἄνευ δια-
φορᾶς οὕτω νοουμένη, διὸ οὐδὲ ποιότης αὕτη, ἀλλ' ἐν ἄλλῃ κατηγορίᾳ τῇ
καὶ τὸ ποιεῖν μετὰ τὴν οὐσίαν, καὶ χρὴ καὶ κατὰ ταῦτα γένος τίθεσθαι
μετὰ τὴν ὕπαρξιν τὴν ἐνέργειαν καὶ τὸ ταύτης συγγενὲς πάθος ἢ τὸ
πάσχειν.
ἀλλ' ἆρα τὸ ποιεῖν ἦν τίθεσθαι γένος ἢ τὸ ποιοῦν ἢ τὴν ποίησιν, ὥσπερ
καὶ ἡ ποιότης ἦν γένος καὶ τὸ ἀπ' αὐτῆς ποιόν; ἢ σύζυγα μὲν ὑπάρχει
καὶ ἐνταῦθα ποίησις ποιεῖν ποιοῦν, ἀλλὰ τὸ μὲν ποιοῦν συμπεριλαμβάνει
τέτακται γένος, ὥστε οὔτε εἰς ἓν ἄμφω ταῦτα ἀνάγειν χρή, ἀλλὰ δύο ἀφο-
ρίζεσθαι, ὥσπερ καὶ Ἀριστοτέλης αὐτὰ χωρὶς διέστησεν. οὕτως μὲν οὖν
καὶ Βόηθος καὶ Ἰάμβλιχος πρὸς τὴν ἀπορίαν ἐνέστησαν τὴν ἓν γένος
ἀξιοῦσαν τὴν κίνησιν τοῦ τε ποιεῖν καὶ τοῦ πάσχειν προϋποτίθεσθαι.
Πορφύριος δέ φησιν· “ἔν τισι δοκεῖ τὴν κίνησιν ἐπί τε τοῦ ποιεῖν καὶ τοῦ
πάσχειν μίαν καὶ συνεχῆ εἶναι, ὡς ἐπὶ τῶν κατὰ πληγὴν κινήσεων, οἷον
ῥίψεως καὶ ὤσεως· οἵα γὰρ ἡ τοῦ ῥιπτοῦντος τὸ ξύλον κίνησις, τοιαύτη
καὶ ἡ τοῦ ῥιπτουμένου, καὶ οἵα ἡ ὦσις τοῦ ὠθοῦντος, τοιαύτη καὶ ἡ τοῦ
ὠθουμένου, διὸ καὶ μία καὶ συνεχὴς ἑκατέρα· τὸ δὲ εἶναι οὐ τὸ αὐτὸ ἔχει
πρὸς τὸ πλῆττον καὶ τὸ πληττόμενον, ἀλλὰ τοῦ μὲν πληττομένου πάθος
γίνεται, τοῦ δὲ πλήττοντος ποίησις. καὶ οὕτως τὸ ποιεῖν καὶ πάσχειν οὐκ
ἔστιν ἁπλῶς ἑνὸς γένους τῆς κινήσεως, ἀλλ' ἔχει διαφοράν”. ταύτην δὲ
τὴν τῆς ἀπορίας λύσιν αἰτιᾶται ὁ Ἰάμβλιχος ὡς πόρρωθεν ἀναγομένην καὶ
“οὐ γὰρ εἰ ἡ τὶς ποίησις οὕτως ἔχει, ἤδη καὶ πᾶσα, οὐδὲ ἔδει ἀπὸ τῶν
ἐσχάτων ἄρχεσθαι ποιήσεων (λέγω δὲ τῶν κατὰ πληγὴν καὶ ὦσιν) οὐδὲ
τοῖς Στωϊκοῖς συγχωρεῖν περὶ οὗ διατελοῦμεν αὐτοῖς διαφερόμενοι, ὡς τὸ
ποιοῦν πελάσει τινὶ ποιεῖ καὶ ἅψει. βέλτιον γὰρ λέγειν ὡς οὐ πάντα
πελάσει καὶ ἅψει ποιεῖ, ἀλλὰ κατὰ τὴν ἐπιτηδειότητα τοῦ ποιοῦντος πρὸς
τὸ πάσχον γίνεται ἡ ποίησις, καὶ ὡς πολλὰ ἀναφῶς δρᾷ, ἅπερ ἅπαντες
τις τοῦ ποιοῦντος λέγοι καὶ τοῦ πάσχοντος, καὶ τὸ κινοῦν κινηθήσεται καὶ
τὸ κινούμενον κινήσει καὶ ὅλον δι' ὅλου κινοῦν τε ἔσται καὶ κινούμενον,
καὶ τὰ ἀξιώματα τὰ περὶ κινήσεως ἀναιρεθήσεται πάντα, ὡς ἀπό τινος ἡ
κίνησις πρόεισιν καὶ περί τι, καὶ ὡς ἄλλη τίς ἐστιν ἡ ἀρχὴ τῆς κινήσεως
καὶ ἄλλη αὐτὴ ἡ κίνησις ὡς ἀπὸ τῆς ἀρχῆς ἀποτελουμένη· ἐφ' ὧν δὲ
χωριστά ἐστιν τὰ αἴτια τῆς κινήσεως, πολὺ μᾶλλον ἀναιρεθήσεται. δεῖ
οὖν μὴ ἐκείνων ἀποσφάλλεσθαι τὰς τὴν ἀρχὴν τῶν γενῶν διαιρουμένας
ἀληθεῖς δόξας καὶ διακρινούσας ἑκάστην ᾗ πέφυκεν. ε
ταῦτα ἀναιρεῖ τὴν τῶν ὄντων φύσιν καὶ τῆς ἐνεργείας τὴν οὐσίαν οὐ δια-
φυλάττει. δῆλον δὲ ὅτι καὶ τὸ ποιεῖν κοινὸν γένος τῶν ποιήσεων καὶ τῶν
πείσεων τὴν κίνησιν ὑπεναντίον ἐστὶν τῇ Ἀριστοτέλους δόξῃ τῇ τε ἄλλῃ
καὶ τῇ νῦν ἐν τῇ τῶν κατηγοριῶν διαιρέσει διατεταγμένῃ· οὐκέτι γὰρ δύο
ἔσονται γένη τὸ ποιεῖν καὶ πάσχειν, ἀλλ' ἓν πρὸ αὐτῶν ἡ κίνησις. πρὸς
δὲ τὸ κινεῖσθαι κοινῶς διατείνουσιν τά τε ἐν τῷ πάσχειν καὶ τὰ ἐν τῷ
ποιεῖν θεωρούμενα κατὰ κίνησιν, οἷον τὸ περιπατεῖν, καὶ κατὰ σχέσιν,
οἷον
τὸ περιβεβλῆσθαι, καθῆσθαι· μικτὰ γὰρ ταῦτά ἐστιν ἐκ πάθους καὶ
ἐνεργείας,
οὐ τῆς κυρίως, ἀλλὰ τῆς τῷ πάθει συμμεμιγμένης. ἀλλὰ καὶ τὸ τὴν
ἐνέργειαν ἐπὶ μόνων λέγειν τῶν ποιήσεων ἀνεξετάστως λέγεται· οὔτε
γὰρ
πᾶσα ἐνέργεια ποίησις, οὐ γὰρ δὴ καὶ ἡ νόησις, οὔτε πᾶσα ποίησις
425
ἐνέργεια·
εἰσὶν γάρ τινες καὶ παθητικαὶ ποιήσεις”.
Ἐκ δὲ τούτων συνακτέον ὅτι Πλωτῖνος καὶ οἱ ἄλλοι οἱ ἀπὸ τῆς τῶν
Στωικῶν συνηθείας εἰς τὴν Ἀριστοτέλους αἵρεσιν μεταφέροντες τὸ
κοινὸν
τοῦ ποιεῖν καὶ πάσχειν εἶναι τὴν κίνησιν, οὗτοι συγχέουσιν εἰς ταὐτὸ
κίνησίν τε καὶ ἐνέργειαν, καὶ τὴν ποίησιν οὐ τηροῦσιν καθαρὰν ἀπηλλα-
γμένην τοῦ πάθους, εἴπερ μετὰ κινήσεως αὐτὴν ὁρῶσιν, καὶ ἔτι μέντοι
τὴν
ἀρχὴν τῆς κινήσεως οὐ τηροῦσιν ἀκίνητον, ὡς Ἀριστοτέλει δοκεῖ. καὶ
γὰρ καὶ ὅταν οἱ Στωικοὶ διαφορὰς γενῶν λέγωσιν τὸ ἐξ ἑαυτοῦ κινεῖσθαι,
ὡς ἡ μάχαιρα τὸ τέμνειν ἐκ τῆς οἰκείας ἔχει κατασκευῆς (κατὰ γὰρ τὸ
σχῆμα καὶ τὸ εἶδος ἡ ποίησις ἐπιτελεῖται), τὸ δὲ δι' ἑαυτοῦ ἐνεργεῖν τὴν
συζεύξεως
πρὸς τὴν ποίησιν ἐφαπτομένη, ὥστε οὐδὲ ὀρθὰ οὐδὲ ὕπτια ταῦτά ἐστιν,
ὡς τοῖς Στωικοῖς καλεῖν ἔθος. ἐφ' ὧν γὰρ οὐκ ἔστιν τὸ πάθος ἀπολελυ-
μένον τῆς πρὸς τὸ ποιοῦν σχέσεως, ἐπὶ τούτων καὶ τὰ ὀρθὰ καὶ τὰ ὕπτια
μένον τῆς πρὸς τὸ ποιοῦν σχέσεως, ἐπὶ τούτων καὶ τὰ ὀρθὰ καὶ τὰ ὕπτια
εἰκότως ἐνομίζετο, τὰ μὲν τὴν ἐνέργειαν εἰς ἕτερον συντάττοντα, τὰ δὲ
427
ὑφ'
ἑτέρου τὴν κίνησιν ἐν τῷ πάσχοντι συναρμόζοντα καὶ ἀναφέροντα αὐτὴν
πρὸς ἕτερον· ἅπερ εἰ καὶ τῷ ὄντι ἔστιν, ἀλλ' οὐκ ἔστι γε ἁπλᾶ καὶ ἄμικτα
καὶ πρῶτα γένη καὶ καθ' ἑαυτὰ ὑφεστηκότα καὶ μὴ ἐν ἀλλήλοις ἔχοντα τὸ
ἔστιν ἐν τοῖς κατηγορήμασιν τὰ πρός τι, εἰ δὲ ἄρα τις αὐτὸ μέχρις ἐπι-
νοίας λαμβάνει, ὡς δεύτερον νοεῖται· αὐτοὶ μὲν γὰρ οἱ πῶς ἔχοντες κατὰ
πρῶτον εἶεν ἂν πρός τι, ἕτερον δὲ τρόπον κατὰ δευτέραν αἰτίαν καὶ τὰ
κατηγορήματα τοιαῦτα ἐπινοεῖται. κἀκεῖνο δὲ καλῶς εἴρηται, ὡς τὰ μὲν
πρός τι μόνη ἡ σχέσις ὑφίστησιν, τὸ δὲ ποιεῖν καὶ πάσχειν ἔχει τινὰς
ἰδίας φύσεις, παρ' ἅς, εἴπερ ἄρα, τὰ πρός τί πως δεύτερον ἐπινοεῖται·
διόπερ οὐκ ἐξίσταται ἧς ἔχει ἑκάτερον καθ' ἑαυτὸ ἰδίας
ἰδίας φύσεις, παρ' ἅς, εἴπερ ἄρα, τὰ πρός τί πως δεύτερον ἐπινοεῖται·
διόπερ οὐκ ἐξίσταται ἧς ἔχει ἑκάτερον καθ' ἑαυτὸ ἰδίας κατηγορίας.
Ἀλλὰ διὰ τί, φασίν, οὐχ ἓν μὲν γένος τὸ κινεῖσθαι, εἴδη δὲ τούτου
δύο, τὸ κινεῖν, ὅπερ ταὐτόν ἐστιν τῷ ποιεῖν, καὶ τὸ ὁμωνύμως τῷ γένει
κινεῖσθαι λεγόμενον, ἐν ᾧ τὸ πάσχειν, ὥστε μίαν κατηγορίαν εἶναι τοῦ
κινεῖσθαι, ἀλλὰ μὴ δύο, τὸ ποιεῖν καὶ πάσχειν; λύσις δὲ τούτου καὶ
πρόσθεν
μὲν ἐπεδείχθη διὰ πλειόνων καὶ νῦν δὲ λεγέσθω ὅτι ἐν τῷ κινεῖσθαι οὐ
περιέχεται τὸ ποιεῖν εἴ τις τὰς καθαρὰς λαμβάνει ποιήσεις, μόνον δὲ τὸ
πάσχειν περιείληπται· οὐ δύναται οὖν γένος εἶναι τὸ κινεῖσθαι τῶν ποιή-
σεων, ὧν οὐδὲ ὅλως ἐν τῷ εἶναι κατηγορεῖται. ἡ μὲν γὰρ κίνησις
ἑτεροιώσει
τινὶ καὶ μεταβολῇ σύνεστιν, ἡ δὲ ποίησις ἡ καθαρά, ἥτις καὶ
ἀντιδιαιρεῖται
πρὸς τὸ πάσχειν ὡς μηδὲν ἔχουσα κοινὸν πρὸς αὐτήν, ἀπαθής ἐστιν καὶ
428
τὰς μὲν παρ' ἑαυτῶν εἰς ἄλλα φησὶ κινήσεις, τὰς δὲ ὑπ' ἄλλων εἰς αὐτά.
καὶ δῆλον ὅτι τὴν ποιητικὴν καὶ παθητικὴν κίνησιν διορίζει ταῦτα ἀπ'
ἀλλήλων, καθ' ὅσον ἡ μὲν παρ' ἑαυτῶν ἔχει τὸ ἐνεργεῖν ἐπ' ἄλλα (τοῦτο
γάρ ἐστι ποίησις), ἡ δὲ ὑπ' ἄλλων ἢ ἐξ ἄλλων εἰς ἑαυτὴν (αὕτη δέ ἐστιν
ἡ παθητική). ἀλλὰ τὸ μὲν εἱλικρινὲς καὶ καθαρὸν ἰδίωμα τοῦ ποιεῖν ἐστιν
ἐν τῷ ἐξ ἑαυτοῦ, τοῦ δὲ πάσχειν τὸ ἐν ἄλλῳ ἔχειν τὴν αἰτίαν· ὁ δὲ οὐ
τηρεῖ τὸ καθαρὸν αὐτῶν, προστιθεὶς τῷ μὲν ἐξ ἑαυτοῦ τὸ εἰς ἄλλα
ἐνεργεῖν
οὐκ ἐν ἄλλῳ.
Ἀπὸ δὲ τῆς αὐτῆς ἐννοίας καὶ ταῦτα ὁ Πλωτῖνος ἐπάγει· ‘ἆρα ὅπου
μὴ ἐνέργεια, πεῖσις δὲ μόνον, ταῦτα ἔσται ἐν τῷ πάσχειν; τί οὖν εἰ
κάλλιον γίνοιτο τὸ πάσχον, ἡ δὲ ἐνέργεια τὸ χεῖρον ἔχοι; ἢεἰ κατὰ
κακίαν ἐνεργοίη τις καὶ ἄρχοι εἰς ἄλλον ἀκολάστως; μόνως δὴ ταῦτα ἐν
τῷ πάσχειν θήσομεν;’ καὶ εἴρηται μὲν ταῦτα ἀπὸ τῆς ἐννοίας τοῦ πάσχειν
καὶ ποιεῖν σωστικὸν μὲν τὸ ποιεῖν, φθαρτικὸν δὲ τὸ πάσχειν λεγούσης
καὶ τὸ μὲν κάλλιον, τὸ δὲ χεῖρον, μάχεται δὲ τῇ συνηθείᾳ ἐνεργείας καὶ
ποιήσεις καὶ φαύλας καὶ παρὰ φύσιν λεγούσῃ καὶ αὖ πάλιν πάθη
τελειωτικὰ
καὶ κατὰ φύσιν λογιζομένῃ. ἡ γὰρ ἁπλῶς ποίησις οὐχ ἕν τι γένος ἐστὶν
ἐνεργειῶν, ἀλλ' ὅσαι ποτὲ εἰσὶν διαφοραὶ τῶν ποιήσεων κατ' εἴδη διωρι-
σμέναι, πᾶσαι περιέχονται ὑφ' ἓν τὸ ποιεῖν. ὡσαύτως δὲ καὶ ὑπὸ τὸ
πάσχειν ἔστι μὲν τελεσιουργὰ πάθη, ἔστιν δὲ καὶ τὰ ἀτελῆ, καὶ τὰ μὲν
καλά, τὰ δὲ αἰσχρά, καὶ τὰ μὲν κατὰ φύσιν ἐν ἑκατέρῳ, τὰ δὲ παρὰ φύσιν.
ἀπο-
τέλεσμα, ὡς τοῦ ζωγραφοῦντος ἡ μορφή. τοῦ δὲ πάσχειν πέρας, ὅπερ καὶ
τοῦ ποιεῖν. ζητεῖται δὲ πότε περιγράφεται τὸ ποιεῖν καὶ μεταβάλλει εἰς τὸ
πεποιηκέναι, καὶ οἱ μὲν ἐν τῷ ἐσχάτῳ χρόνῳ ἔθεσαν τὸ πέραςτοῦ ποιεῖν,
οἱ δὲ ἐν τῷ μετὰ τὸν ἔσχατον πρώτῳ· τὸν γὰρ ἔσχατον ἔτι ἐν τῷ ποιεῖν
εἶναι.
κοινὴ δὲ ζήτησις περὶ τοῦ ἐσταδιευκότος καὶ ἰατρευκότος καὶ
τεθνηκότος.
μήποτε δὲ τὸ πέρας τοῦ ποιεῖν ἐστι τὸ πρώτως πεποιηκέναι οὐκ ἐν χρόνῳ,
αὐτὴ αἴτιον ἐπιμένει. ἔστιν δὲ ὅταν καὶ παυσαμένου τοῦ ποιοῦντος πάσχει
αὐτὴ αἴτιον ἐπιμένει. ἔστιν δὲ ὅταν καὶ παυσαμένου τοῦ ποιοῦντος πάσχει
φορὰν ἔχῃ θέσεων, οἷον κατὰ γωνίαν ἢ κατὰ πλευράν, ἀλλ' οὐκ ἤδη καὶ
ἐναντίωσιν, ὡς τὰ πρηνῆ καὶ ὕπτια ἐπὶ τῶν ζῴων μάλιστα θεωρούμενα
τῶν φυσικῶς ἐχόντων τὸ ἔμπροσθεν καὶ ὄπισθεν ἢ τὸ ἄνω καὶ τὸ κάτω
καὶ δεξιὸν καὶ ἀριστερόν. τὸ δὲ μᾶλλον καὶ ἧττον ἐπὶ τοῦ κεῖσθαι ποτὲ
μὲν λέγεται συνήθως, ὅταν πλάτος ἐπιδέχηται τὰ κείμενα ὡς ἐπὶ τοῦ
ἀνακεῖσθαι, ποτὲ δὲ τῷ μὲν σχήματι τῆς λέξεως τὸ μᾶλλον καὶ ἧττον
ἐμφαίνει, σημαίνει δὲ ὑπερβολὴν κατὰ τὴν δοκοῦσαν σύγκρισιν, ὡς ὅταν
ὑπτιώτερος σκάφης λέγεται. οὐκ ἐπὶ πάντων δὲ τῶν ἐν τῷ κεῖσθαι τὸ
μᾶλλον καὶ τὸ ἧττον ἔστιν· ἡ γοῦν ἐπιφάνεια καὶ ἡ γραμμὴ καὶ τὸ
σημεῖον
καὶ εἴ τι ἄλλο τῶν ἐν τῷ κεῖσθαι ἀσώματόν ἐστιν οὐκ ἔχει τὸ μᾶλλον
καὶ ἧττον. ὥσπερ δὲ ἡ μὲν ποίησις καὶ ἡ πεῖσις ἐν τοῖς πρός τι ἦν, τὸ
δὲ ποιεῖν καὶ πάσχειν ἰδίας ἔτυχεν κατηγορίας, οὕτως ἡ μὲν θέσις τῶν
πρός τί ἐστιν, τὸ δὲ κεῖσθαι ἴδιόν τι γένος ἐχαρακτήρισεν πολὺ διαφέρον
τοῦ πρός τι.
Δεῖ δὲ λοιπὸν καὶ τὴν διαίρεσιν τοῦ κεῖσθαι τήν τε κατὰ τὰς εἰδοποιοὺς
διαφορὰς ἐπισκέψασθαι καὶ τὴν κατ' ἄλλους τρόπους κἂν μὴ εἰδοποιούς,
ἀλλὰ χωρίζοντάς γε τὰ ὑπ' αὐτὸ τεταγμένα. τῶν τοίνυν ἐν τῷ κεῖσθαι
433
ὁ παρ' αὐτῷ νοῦς οὐ ποιεῖν ἀλλὰ διακρίνειν ὄντα τὰ εἴδη δοκεῖ. δῆλον δὲ
ὅτι ἡ ἀπὸ τῆς ἡνωμένης ὑποστάσεως, καθ' ἣν ὁμοῦ πάντα χρήματα ἦν,
διάκρισις ἡ νοερὰ ποίησις ἦν.
Ταῦτα δ' οὖν εἰπὼν ἐπάγει λοιπὸν ἀποδεικτικοὺς λόγους τοῦ δεῖν τὸν
φυσικὸν ἀμφοτέρας γνωρίζειν τὰς φύσειςτήν τε κατὰ τὴν ὕλην καὶ
τὴν κατὰ τὸ εἶδος, καὶ οὐ μόνον τὴν κατὰ τὴν ὕλην, ὡς οἱ πολλοὶ τῶν
φυσικῶν ἐνόμιζον. καὶ ἔστιν ὁ πρῶτος λόγος ἀπὸ τῆς τῶν τεχνῶν ἐπα-
γωγῆς. εἰγὰρ ἡ τέχνη μιμεῖται τὴν φύσιν, καὶ ἔστι τῆς αὐτῆς
τέχνης τότε εἶδοςγινώσκειν καὶ τὴν ὕλην, καὶ τῆς φυσικῆς ἂν
εἴη τὸ γνωρίζειν ἀμφοτέρας τὰς φύσεις. καὶ ὅτι μὲν ἡ τέχνη μι-
μεῖται τὴν φύσιν ὡς ἐναργὲς παρέλαβεν, ὅτι δὲ τῆς αὐτῆς ἐστι τέχνης
τήν τε ὕλην γινώσκειν καὶ τὸ εἶδος, ἔκ τε τῆς ἰατρικῆς καὶ τῆς οἰ-
κοδομικῆς ἐπιστώσατο. δευτέρῳ δὲ χρῆται ἐπιχειρήματι τοιούτῳ·
κατ' ἐκεῖνο καθ' ὃ λέγεται. ἐνεργείᾳ γὰρ ἄνθρωπος ὁ ἤδη κατὰ τὸ ἀν-
θρώπινον εἶδος ἐνεργῶν. ἐνέργεια δέ ἐστιν ἡ τῇ δυνάμει ἀντικειμένη καὶ
ἡ ἀπὸ τῆς δυνάμεως προβαλλομένη ἐνεργὸς κίνησις· ἐνεργὸς δὲ καὶ ἡ ἐν
435
τῷ ἔργῳ· ἔργον δὲ ἥ τε ποίησίς ἐστι καὶ ἡ πρᾶξις. καὶ ἀπὸ μὲν τῆς
δυνάμεως τῆς ἔνδον μενούσης καὶ μὴ ἐκφανοῦς τὸ τοῦ δυνάμει ὄνομα
πα-
ρήχθη ἐν ἐπιτηδειότητι μόνῃ τῆς οὐσίας θεωρούμενον, αὐτῆς ὂν τῆς
οὐσίας
οἷον διάθεσις· ἀπὸ δὲ τῆς ἐνεργείας τὸ ἐνεργείᾳ κατὰ τῆς οὐσίας πάλιν
ὡς ἐνεργοῦ θεωρουμένης. χρησιμεύει δὲ αὐτῷ, ὡς εἶπον, τὸ λῆμμα τοῦτο
τὸ διαιροῦν τὰ ὄντα εἴς τε τὰ ἐντελεχείᾳ καὶ εἰς τὰ δυνάμει καὶ ἐντελε-
χείᾳ πρὸς τὴν ἀπόδοσιν τοῦ τῆς κινήσεως ὁρισμοῦ, ὡς προϊόντες εἰσό-
μεθα.
εἴδει, ἀλλ' ἐν τῷ ποιητικῷ καὶ παθητικῷ καὶ ὅλως τῷ κινητικῷ καὶ κι-
νητῷ. ἐν πολλοῖς γὰρ ἡ τοῦ κινοῦντος ἐνέργεια ποίησις οὖσα πάθησις
ἔσται, εἰς ὃ ἡ ἐνέργεια δρᾶται, οἷον ἡ τοῦ τύπτοντος ἐνέργεια ἡ κατὰ τὸ
τύπτειν ἐν τῷ τυπτομένῳ ἐστὶ πάθος τὸ τύπτεσθαι. πρός τι δὲ καὶ ταῦτα·
καὶ ἔστι τὸ τύπτειν πρὸς τὸ τύπτεσθαι καὶ τὸ ποιητικὸν πρὸς τὸ παθητι-
κὸν καὶ τὸ κινητικὸν πρὸς τὸ κινητόν. τὰ δὲ δυνάμει ἔλαβεν ἐν οἷς ἡ
κίνησις, ὅτι ἡ τούτων ἐντελέχεια καθὸ κινητὰ ἡ κίνησίς ἐστιν, ὡς δειχθή-
σεται. ἀντιθεὶς δὲ τῷ ποιητικῷ τὸ παθητικὸν κατὰ τὴν συνήθειαν τῶν
ὀνομάτων, ἐπειδὴ κατὰ τὸ σχῆμα τῆς λέξεως τῷ μὲν ποιητικῷ τὸ ποιητὸν
ἀντίκειται, τῷ δὲ παθητικῷ τὸ παθητόν, οὐκ ὠνόμασται δὲ τὸ παθητικὸν
ἐπὶ τοῦ πάθος ἐμποιοῦντος, ἀλλ' ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ τῷ παθητῷ, ἐπὶ τὰ σαφέ-
στερα καὶ τοῖς προκειμένοις οἰκειότερα μετῆλθεν
δύο ἂν εἶεν ἐνέργειαι. καὶ εἰ τὰ ἔργα αὐτῶν, καὶ τὰ τέλη τοῦ μὲν ποίημα
τοῦ δὲ πάθος, ταῦτα δὲ διαφέροντα ἀλλήλων. ὧν δὲ τὰ ἔργα καὶ τὰ τέλη
ἕτερα, τούτων καὶ αἱ ἐνέργειαι ἕτεραι ἐφ' αἷς τὰ τέλη. διορίσας οὖν
ταῦτα, ἄρχεται λοιπὸν τῆς διαιρέσεως τῆς τὴν ἀπορίαν ἀναπλούσης
οὕτως·
εἰ ἄμφω κινήσεις εἰσὶν ἥ τε τοῦ κινοῦντος καὶ ἡ τοῦ κινουμένου, ἢ ἕτεραι
αὐτῷ τιθέναι. διὰ ταῦτα μὲν οὖν παρῆκεν ἐκεῖνο τὸ τμῆμα τῆς διαιρέ-
σεως, ὡς ἐν τοῖς πλείοσι γέγραπται τῶν ἀντιγράφων. ἔν τισι δὲ καὶ
τοῦτο πρόσκειται τῆς γραφῆς ἐχούσης οὕτως· ἢ γὰρ ἄμφω ἐν τῷ πά-
439
ὅτι καὶ τὴν ἑτέραν τῶν κινήσεων ἐν τῷ κινοῦντι λέγειν τὴν οἰκείαν αὐτῷ
δοκοῦσαν ἄτοπον, εἰ δὲ τοῦτο ἄτοπον, πολὺ ἀτοπώτερον τὸ ἀμφοτέρας ἐν
αὐτῷ τιθέναι. διὰ ταῦτα μὲν οὖν παρῆκεν ἐκεῖνο τὸ τμῆμα τῆς διαιρέ-
σεως, ὡς ἐν τοῖς πλείοσι γέγραπται τῶν ἀντιγράφων. ἔν τισι δὲ καὶ
τοῦτο πρόσκειται τῆς γραφῆς ἐχούσης οὕτως· ἢ γὰρ ἄμφω ἐν τῷ πά-
σχοντι καὶ ποιουμένῳ ἢ ἐν τῷ ποιοῦντι καὶ διατιθέντι, ἢ ἡ μὲν
ποίησις ἐν τῷ ποιοῦντι ἡ δὲ πάθησις ἐν τῷ πάσχοντι. περιττὴ
δὲ ἡ προσθήκη, εἴπερ μηδὲ ἀντιλέγει πρὸς ἐκείνην τὴν θέσιν ὁ Ἀρι-
στοτέλης.
Ἀλλὰ καὶ τέταρτόν ἐστι τμῆμα τῆς διαιρέσεως τὸ τῷ δευτέρῳ ῥη-
θέντι ἀντικείμενον τὸ λέγον ‘ἢ ἡ μὲν ποίησις ἐν τῷ πάσχοντι, ἡ δὲ
πάθησις
ἐν τῷ ποιοῦντι’, ὅπερ ὡς ἐναργῶς ἄτοπον παραλέλοιπεν. ὁ μέντοι
πιθανὸς
Θεμίστιος τὸ εἰ δὲ δεῖ καὶ ταύτην ποίησιν καλεῖν, ὁμώνυμος ἂν
εἴη, πρὸς ἔνδειξιν τούτου τοῦ τμήματος εἰρῆσθαι νομίζει, ὡς εἰ μετὰ τὸ
εἰπεῖν ἢ ἡ μὲν ποίησις ἐν τῷ ποιοῦντι, ἡ δὲ πάθησις ἐν τῷ πά-
σχοντιἐπῆγεν· “ἀνάπαλιν γὰρ οὐκ ἐνδέχεται οἷον τὴν ποίησιν ἐν τῷ
πάσχοντι εἶναι, εἰ μή τις τὴν τοῦ πάσχοντος ἐνέργειαν ὁμωνύμως ποίησιν
λαιον ὄν.
αὐτὴν καὶ μίαν ἐνέργειανεἶναι. καὶ ὅτι μὲν ἕτερα τῷ εἴδει τὸ κινοῦν
καὶ κινούμενον, δῆλον, εἴπερ τὸ μὲν ποιοῦν ἐνεργείᾳ ἐστὶν ὅπερ ἐστί, τὸ
δὲ πάσχον δυνάμει τοιοῦτον ὄν, ἐνεργείᾳ τὸ ἀντικείμενόν ἐστι τούτῳ, ὃ
δύναται, ἐπείπερ αἱ μεταβολαὶ ἐξ ἐναντίων. ὥστε οὐ μόνον ἕτερα ἀλλὰ
καὶ ἐναντία. ὡς οὖν ἄτοπον λευκοῦ καὶ μέλανος διαφερόντων τῷ εἴδει,
καὶ τοῦ μὲν διακρίνοντος τὴν ὄψιν, τοῦ δὲ συγκρίνοντος, μίαν λέγειν τὴν
ἐνέργειαν οὕτω ποιοῦντος καὶ πάσχοντος ἑτέρων ὄντων τῷ εἴδει, ἀτόπῳ
δὲ ὄντι τῷ δυεῖν ἑτέρων τῷ εἴδει μίαν εἶναι ἐνέργειαν, ἐπειδὴ χρὴ
ἑκάστου εἴδους οἰκείαν εἶναι ἐνέργειαν, ἀτόπῳ δ' οὖν ὄντι τούτῳ ἄλλο τι
ἐναργέ-
στερον ἄτοπον ἀκολουθεῖ. εἰ γὰρ ἡ δίδαξις καὶ ἡ μάθησις καὶ ἡ
ποίησις καὶ ἡ πάθησιςτὸ αὐτὸ καὶ ἕν ἐστιν, ἔσται καὶ τὸ διδάσκειν
τῷ μανθάνειν τὸ αὐτό. τὸ δὲ ἐναργέστερον τῆς ἀτοπίας ὄψει, ἐὰν τὸν
διδάσκοντα αὐτὸν μεταλάβῃς, ὥστε τὸν διδάσκοντα πάντα μανθάνειν
ὅσα διδάσκει καὶ τὸν ποιοῦνταπάντα πάσχεινὅσα ποιεῖ. τριῶν γὰρ
τούτων ὄντων διδάξεως τοῦ διδάσκειν τοῦ διδάσκοντος, ἡ μὲν δίδαξις
442
αὐτή
ἐστιν ἡ ἐνέργεια, τὸ δὲ διδάσκειν τὴν διδάσκουσαν οὐσίαν κατὰ τὴν ἐνέρ-
γειαν ἐνδείκνυται, τὸ δὲδιδάσκον τὴν οὐσίαν μετὰ τῆς ἐνεργείας. διὸ
φαίνεται μὲν καὶ ἐπὶ τῆς διδάξεως τὸ ἄτοπον, ἔτι δὲ μᾶλλον ἐπὶ τοῦ δι-
δάσκειν διὰ τὴν τῆς οὐσίας παρέμφασιν τῆς τὴν ἐναντίωσιν ἐχούσης, ἔτι
δὲ τούτων ἐναργέστερον ἐπ' αὐτῆς τῆς οὐσίας. ἀναιρεθέντος δὲ διὰ τῶν
εἰρημένων λόγων καὶ τοῦ δύο ἁπλῶς εἶναι τὰς ἐνεργείας,
καὶ εἷς ὁ λόγος ἐντελέχεια τοῦ κινητοῦ ᾗ κινητόν, καὶ οὐδὲ μεμέρισται
ἐπ' αὐτῆς τὸ ὑπὸ τοῦδε καὶ τὸ ἐν τῷδε, ἀλλ' ἄμφω συμπληροῖ τὴν κίνη-
σιν. ἡ μέντοι ποίησις καὶ ἡ πάθησις μερίζονται, ἡ μὲν περὶ τὴν ἀπὸ τοῦ
ποιοῦντος σχέσιν, ἡ δὲ περὶ τὴν ἀπὸ τοῦ γινομένου. ὁ μέντοι Ἀλέξανδρος
κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον τοῖς πρότερον ἐξηγεῖται καὶ τοῦτο. “οὐ γὰρ εἰ
μία, φησίν, ἡ ἀμφοῖν ἐνέργεια κατὰ τὸ ὑποκείμενον, ἕπεται ἤδη τὴν
δίδαξιν
τῇ μαθήσει ταὐτὸν εἶναι, ἀλλὰ τὸ μὲν ὑποκείμενον ἀμφοτέροις τῇ τε δι-
δάξει καὶ τῇ μαθήσει ταὐτόν ἐστιν (ἓν γάρ τι ὑπ' ἀμφοῖν γίνεται τὸ μαν-
θάνειν), οὐ μὴν ἡ δίδαξις ταὐτὸν τῇ μαθήσει”· καὶ ἔοικε τὸ γὰρ τοῦδε
ἐν τῷδε καὶ τόδε ὑπὸ τοῦδεἐπὶ τῆς κινήσεως ἀκούειν· ἐγὼ μέντοι
ἐπὶ τῆς ποιήσεως καὶ τῆς παθήσεως εἰρῆσθαι νομίζω καὶ τοῦτο καὶ τὸ
ἕτερον τῷ λόγῳ. πῶς δὲ καὶ μίαν τῷ ὑποκειμένῳ λέγει εἶναι τὴν δί-
δαξιν καὶ τὴν μάθησιν; διότι ἓν ὑπ' ἀμφοῖν γίνεται τὸ μανθάνειν
Συμπλίκιος. Σχόλια στα Φυσικά του Αριστοτέλη.
Vol. 10, p. 839, line 3
ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τῆς ἀντικειμένης τῇ κινήσει γενέσεως καὶ ἐπὶ τῆς ἄμφω
περιεχούσης μεταβολῆς, ἐδήλωσεν εἰπὼν οὐδὲ γενέσεως γένεσις οὐδὲ
ὅλως μεταβολῆς μεταβολή.
Δείξας οὖν ὅτι ὁ λέγων κίνησιν εἶναι ἐν τῷ ποιεῖν καὶ πάσχειν κινή-
σεως λέγει κίνησιν εἶναι, εἴπερ τὸ ποιοῦν κατὰ τὴν ποίησιν κινεῖ καὶ τὸ
πάσχον κατὰ τὴν πεῖσιν, ἡ δὲ ποίησις καὶ ἡ πεῖσις κινήσεις τινές εἰσι,
δείκνυσι λοιπὸν διὰ δύο ἐπιχειρημάτων ὅτι οὐκ ἔστι κινήσεως κίνησις.
ὥστε οὐδὲ ἐν τῷ ποιεῖν καὶ πάσχειν ἔσται κίνησις. τῶν δὲ δύο ἐπιχειρη-
μάτων τὸ μὲν πρῶτον ἐκ διαιρέσεως ἀναγκαίας εἰλημμένον τοιοῦτόν
ἐστιν·
εἰ ἔστι κινήσεως κίνησις, ἢ ὑποκείμενόν τί ἐστιν ἡ κίνησις ὡς αὐτὴ κινου-
μένη κατά τι εἶδος κινήσεως, ὡς λέγομεν ἀνθρώπου κίνησιν εἶναι μετα-
βάλλοντος ἢ κατὰ ποιὸν ἢ κατὰ ποσὸν ἢ κατὰ τόπον· εἰ δὲ τοῦτο, ἔσται
ἡ κίνησις θερμαινόμενον ἢ αὐξόμενον ἤ τινα ἄλλην μεταβολὴν
μεταβάλλον,
ἵνα ᾖ κινήσεως κίνησις. ἀλλὰ μὴν ὑποκείμενον οὐκ ἔστιν ἡ κίνησις· οὔτε
γὰρ θερμαίνεσθαι ἢ ψύχεσθαι λέγεται· οὐσίας γὰρ ταῦτα ἴδια·
ποιεῖν καὶ τὸ πάσχειν ὡς τὰ πρός τι· διὸ καὶ συνυπάρχει ἀλλήλοις καὶ
μεταβάλλει εἰς ἄλληλα πολλάκις. ὑγρανθεὶς γὰρ ὁ ἀὴρ ὑπὸ τοῦ ὕδατος
ὑγραίνει τὴν γῆν καὶ θερμανθεὶς ὑπὸ τοῦ πυρὸς θερμαίνει, καὶ κατὰ τὰς
λοιπὰς δὲ κατηγορίας ἡ ὑποκειμένη οἶμαι οὐσία λέγοιτο ἂν κινεῖσθαι.
κατὰ χρόνον μὲν ἐκ τοῦ παρεληλυθότος εἰς τὸ μέλλον, κἂν μὴ κυρίως ᾖ
ἐναντία ταῦτα, εἴπερ τὸ μὲν παρεληλυθὸς εἰς τὸ μέλλον μεταβάλλει, τὸ δὲ
444
δὴ δεθὲν πᾶν λυτόν, τό γε μὴν καλῶς ἁρμοσθὲν καὶ ἔχον εὖ λύειν ἐθέλειν
κακοῦ. δι' ἃ καὶ ἐπείπερ γεγένησθε, ἀθάνατοι μὲν οὐκ ἐστὲ τὸ πάμπαν,
οὔ τι μὲν δὴ λυθήσεσθέ γε οὐδὲ τεύξεσθε θανάτου μοίρας, τῆς ἐμῆς βου-
λήσεως μείζονος ἔτι δεσμοῦ καὶ κυριωτέρου λαχόντες ἐκείνων, οἷς ὅτε
ἐγί-
νεσθε ξυνεδεῖσθε.” λέγει δὲ ταῦτα, μᾶλλον δὲ πληροῖ δημιουργικῶν νοή-
σεων τὰς δυναμένας οὐσίας ἐν τῷ κόσμῳ νοεῖν τὴν ἐν τῷ πατρὶ τῶν
ὅλων προϋπάρχουσαν διακόσμησιν· αὗται δέ εἰσι προσεχῶς μὲν ἑνιαῖαι
καὶ νοεραί, ἤδη δὲ καὶ αἱ τούτων τῶν νόων ἐξηρτημέναι ψυχαὶ κατὰ τὴν
μίαν παντὸς τοῦ ἀσωμάτου συνάρτησιν καθ' ἕκαστον θεόν. πρὸς τούτους
οὖν λέγει “θεοὶ θεῶν”. καὶ ὁ μὲν λόγος ποίησίς ἐστι δημιουργική, θεοὺς
δὲ ποιεῖ θεῶν τοὺς ἀσωμάτους τῶν σωματικῶν, ὅτι προφανέστερον μὲν
θεοὶ καλοῦνται τὰ τῶν οὐρανίων θεῶν περιπολοῦντα ἀγάλματα διὰ τὴν
ὀξεῖαν κίνησιν θεοὶ κληθέντες. θεῶν δὲ τούτων θεοὶ οἱ τὰς ἀρχικὰς αὐ-
τῶν αἰτίας ἀσωμάτως καὶ νοερῶς προβαλόμενοι. πᾶς γὰρ θεὸς ἀρχή
τινός ἐστι θεότητος· θεῶν δὲ τῶν αἰσθητῶν δημιουργὸς εἶναί φησι καὶ
πατὴρ τῶν ἐν αὐτοῖς ἔργων· δημιουργεῖται γὰρ καὶ δι' ἐργασίας ἀποτελεῖ-
ται τὸ σωματικὸν πᾶν. λέγει δὲ τὸ “δεθὲν πᾶν” τὸ σωματικὸν ὡς ὁρα-
τὸν καὶ ἁπτὸν ὑπάρχον καὶ διὰ τοῦτο ἐκ πυρὸς καὶ γῆς καὶ τῶν μεταξὺ
στοιχείων συγκείμενον καὶ δεδεμένον τῷ τῆς ἀναλογίας δεσμῷ·
Ἐπειδὴ οὖν ἐπὶ τῆς ἁφῆς καὶ τῆς γεύσεως οὐδὲν τῶν ἔξωθεν τὸν δι'
οὗ ἐπέχει λόγον, χρὴ δὲ εἶναι καὶ ἐπὶ τούτων τὸ δι' οὗ, ἵνα μὴ ἀμέσως
445
αἰσθητικῷ. παθεῖν μὲν γάρ τι δεῖ καὶ τὸ πρῶτον ὑπὸ τοῦ αἰσθητοῦ, ὡς
δηλοῦσιν αἱ ὑπερβολαὶ αἰσθητὸν ποιοῦσαι τὸ πάθος, ἀλλ' ὅσον ἐγερθῆναι
καὶ τὸ τοῦ αἰσθητοῦ προβαλλούσης εἶδος ἀφ' ἑαυτῆς μέν, ἀλλὰ πρὸς τὴν
προβολὴν ἐγειρομένης ἐκ τῆς ἐγγενομένης τῷ αἰσθητηρίῳ κινήσεως ὑπὸ
τοῦ αἰσθητοῦ, διὰ τὸ μήτε παντελῶς εἶναι χωριστὴν σωμάτων τὴν αἰσθη-
τικὴν ζωήν, μήτε πρὸς τὸ αἰσθητὸν ἀμέσως, ἀλλὰ πρὸς τὸ ἐν τῷ αἰσθη-
τηρίῳ ζωτικὸν πάθος ἢ παθητικὸν ἐνέργημα τὸν οἰκεῖον προβάλλειν
λόγον,
συμμέτρως πρὸς αὐτὸ συναρμοζομένην καὶ συμμέτρως ἐξ αὐτοῦ εἰς τὴν
τῶν λόγων προβολὴν ἐγειρομένην· πόρρω γὰρ τὸ ἔξω κείμενον.
τὸ κινοῦν μὴ πάντως κινεῖσθαι, ὡς οὐκ ἐν αὐτῷ τῆς ἀπ' αὐτοῦ οὔσης κι-
νήσεως. οὕτως οὖν καὶ ὁ ψόφος, ὡς αἰσθητὸς δηλαδή, καὶ ἡ κατ'
ἐνέργειαν
ἀκοὴ ἐν τῇ κατὰ δύναμιν ἔσται αἰσθήσει, ἐν τῇ τέως δηλαδὴ κατὰ
δύναμιν
οὔσῃ, ἐπειδὰν δὲ δέξηται, ἐνεργείᾳ γινομένῃ. τίς οὖν ἡ ποίησις καὶ ἡ
τὸ κινοῦν μὴ πάντως κινεῖσθαι, ὡς οὐκ ἐν αὐτῷ τῆς ἀπ' αὐτοῦ οὔσης κι-
νήσεως. οὕτως οὖν καὶ ὁ ψόφος, ὡς αἰσθητὸς δηλαδή, καὶ ἡ κατ'
ἐνέργειαν
ἀκοὴ ἐν τῇ κατὰ δύναμιν ἔσται αἰσθήσει, ἐν τῇ τέως δηλαδὴ κατὰ
δύναμιν
οὔσῃ, ἐπειδὰν δὲ δέξηται, ἐνεργείᾳ γινομένῃ. τίς οὖν ἡ ποίησις καὶ ἡ κί-
νησις, ἧς τὸ αἰσθητὸν ποιητικόν; οὐ δήπου ἡ κατ' ἐνέργειαν γνῶσις, οὐδὲ
τὸ κινοῦν μὴ πάντως κινεῖσθαι, ὡς οὐκ ἐν αὐτῷ τῆς ἀπ' αὐτοῦ οὔσης κι-
νήσεως. οὕτως οὖν καὶ ὁ ψόφος, ὡς αἰσθητὸς δηλαδή, καὶ ἡ κατ'
ἐνέργειαν
ἀκοὴ ἐν τῇ κατὰ δύναμιν ἔσται αἰσθήσει, ἐν τῇ τέως δηλαδὴ κατὰ
δύναμιν
οὔσῃ, ἐπειδὰν δὲ δέξηται, ἐνεργείᾳ γινομένῃ. τίς οὖν ἡ ποίησις καὶ ἡ κί-
νησις, ἧς τὸ αἰσθητὸν ποιητικόν; οὐ δήπου ἡ κατ' ἐνέργειαν γνῶσις, οὐδὲ
448
ἀρχομένην ἀπὸ τοῦ ποιοῦντος καὶ λήγουσαν ἐπὶ τὸ πάσχον, ποίησιν αὐ-
τὴν λέγομεν. ὅταν δὲ θεωρήσωμεν αὐτὴν ἀπὸ τοῦ πάσχοντος ἀρχομένην
τελευτῶσαν δὲ ἐπὶ τὸ ποιοῦν, πάθησιν λέγομεν, ὥσπερ καὶ δίδαξιν καὶ
μάθησιν ὁμοίως. ὥστε τῷ μὲν ὑποκειμένῳ μία ἐστὶν ἡ κίνησις, διαφέρει
δὲ τῷ λόγῳ. τὰ δὲ πρός τι οὐ μόνον τῷ λόγῳ διαφέρουσιν, ἀλλὰ καὶ
τῷ ὑποκειμένῳ διάφορά ἐστιν. ὥστε τὸ ποιεῖν καὶ τὸ πάσχειν περὶ ἓν
καταγινόμενα ὑποκείμενον, τὴν κίνησιν, οὐκ ἂν εἴη πρός τι, εἴ γε τὰ πρός
τι οὐ μόνον τὴν σχέσιν διάφορον θέλουσιν ἔχειν, ἀλλὰ καὶ τὰ ὑπο-
κείμενα.
Διὰ τί οὖν μὴ ἐπέγραψε ‘περὶ ποιήσεως καὶ παθήσεως’; λέγομεν
ὅτι ἡ ποίησις διττή ἐστι· καὶ γὰρ αὐτὴ ἡ ὁδὸς ποίησις λέγεται, οἷον ἡ
τοῦ οἰκοδόμου ἐνέργεια, καὶ τὸ τέλος δὲ αὐτὸ τῆς ἐνεργείας, οἷον ἡ οἰκία.
ἵνα οὖν μὴ διὰ τὴν ὁμωνυμίαν πλάνη τις γένηται καὶ νομίσωμεν αὐτὸν
περὶ τοῦ τέλους διαλέγεσθαι, διὰ τοῦτο οὕτως ἐπέγραψε Περὶ τοῦ
ποιεῖν καὶ τοῦ πάσχειν, τοῦτ' ἔστι περὶ αὐτῆς τῆς ἐνεργείας καὶ τῆς
ὁδοῦ. ἐπιδέχεται δὲ καὶ τὸ ποιεῖν καὶ τὸ πάσχειν ἐναντιότητα καὶ τὸ
μᾶλλον
καὶ τὸ ἧττον. εἰκότως· ἐν γὰρ ταῖς ποιότησι μόνον ἡ ἐναντιότης
θεωρεῖται·
τὸ δὲ ποιεῖν καὶ τὸ πάσχειν ἐκ τῆς συμπλοκῆς τῆς οὐσίας πρὸς τὴν
ποιότητα συνέστηκε. καὶ τὸ μᾶλλον δὲ καὶ τὸ ἧττον ἐπιδέχεσθαι ἐκεῖνα
πολλάκις εἰρήκαμεν τὰ καὶ τὴν ἐναντιότητα ἐπιδεχόμενα. ἐπειδὴ δὲ οὐ
πᾶσα ποιότης ἐπιδέχεται τὴν ἐναντιότητα οὐδὲ τὸ μᾶλλον καὶ τὸ ἧττον,
ποιεῖν καὶ πάσχειν εἰρημένων, ὅτι ταῦτα τῶν ποιούντων καὶ ἀντιπάσχει
ὅσα τῆς αὐτῆς ὕλης κοινωνεῖ ἀλλήλοις, ταῦτα δὲ τῶν ποιούντων οὐκ
ἀντι-
πάσχει ὅσα μὴ κοινὴν ἔχει ὕλην. ἐπεὶ οὖν τὰ μιγνύμενά ἐστι τὰ ποιοῦντα
καὶ πάσχοντα εἰς ἄλληλα, ποιεῖ δὲ καὶ πάσχει εἰς ἄλληλα τὰ ὁμόυλα,
ταῦτα ἂν μιγνύοιτο ἀλλήλοις τὰ τῆς αὐτῆς ὕλης μετέχοντα. ὥστε τοῦτό
ἐστι μίξις, ἡ τῶν ὁμοΰλων εἰς ἄλληλα ποίησις.
ὅπου μὲν κίνησις, ἐκεῖ καὶ ποίησις, οὐχ ὅπου δὲ ποίησις, ἐκεῖ καὶ
451
κίνησις.
ὁ γὰρ δημιουργὸς ποιεῖ μέν, ἀκίνητος δὲ ὢν ποιεῖ. καὶ τὸ πάθος δὲ καὶ
ἡ ποίησις κινήσεις εἰσίν, ἀλλ' αὕτη ἡ κίνησις, εἰ μὲν πρὸς τὸ ποιοῦν
παραβάλλεται, ποίησις λέγεται, εἰ δὲ πρὸς τὸ πάσχον, πάθησις. ἐν τῷ
ποιουμένῳδὲ εἶπεν ἀντὶ τοῦ ἐν τῷ πάσχοντι. βούλεται οὖν συνάξαι
ὅτι εἰ ταὐτόν ἐστι πάθησις καὶ ποίησις τῷ ὑποκειμένῳ (ἀμφότερα γὰρ
ὅπου μὲν κίνησις, ἐκεῖ καὶ ποίησις, οὐχ ὅπου δὲ ποίησις, ἐκεῖ καὶ
κίνησις.
ὁ γὰρ δημιουργὸς ποιεῖ μέν, ἀκίνητος δὲ ὢν ποιεῖ. καὶ τὸ πάθος δὲ καὶ
ἡ ποίησις κινήσεις εἰσίν, ἀλλ' αὕτη ἡ κίνησις, εἰ μὲν πρὸς τὸ ποιοῦν
παραβάλλεται, ποίησις λέγεται, εἰ δὲ πρὸς τὸ πάσχον, πάθησις. ἐν τῷ
ποιουμένῳδὲ εἶπεν ἀντὶ τοῦ ἐν τῷ πάσχοντι. βούλεται οὖν συνάξαι
ὅτι εἰ ταὐτόν ἐστι πάθησις καὶ ποίησις τῷ ὑποκειμένῳ (ἀμφότερα γὰρ
κινήσεις) ἡ δὲ κίνησις ἐν τῷ ποιουμένῳ, τουτέστιν ἐν τῷ πάσχοντι,
ἀνάγκη, φησί, καὶ τὴν κατ' ἐνέργειαν αἴσθησιν καὶ τὸ κατ' ἐνέργειαν
αἰσθητὸν ταὐτὸν εἶναι· τὶ μὲν γὰρ πάσχον ἐστὶν ἡ αἴσθησις, τὶ δὲ ποιοῦν
τὸ αἰσθητόν. ὅτι δὲ ἡ κίνησις ἐν τῷ πάσχοντί ἐστι, δῆλον· εἰ γὰρ ἐν
τῷ ποιοῦντι, ἔσται πᾶν κινοῦν κινούμενον, καὶ τὸ πρῶτον αἴτιον, ὅπερ
κινοῦντος ἐνέργειά τις, φησίν, ἀλλ' οὐχ ἑτέρα ἐστὶν αὕτη παρὰ τὴν τοῦ
κινουμένου ἐνέργειαν οὐδ' ἀποτετμημένη αὐτοῦ, ἀλλ' ἐν αὐτῷ τὸ εἶναι
ἔχουσα, γινομένη μὲν ὑπὸ τοῦ κινοῦντος ὑπάρχουσα δὲ ἐν τῷ κινου-
452
μένῳ· οὐ γὰρ ἄλλη μὲν γίνεται ὑπὸ τοῦ κινοῦντος ἄλλη δὲ ἔστιν ἐν τῷ
κινουμένῳ, ἀλλὰ μία οὖσα ἅμα τε τὸ κινητικὸν κινοῦν ποιεῖ καὶ τὸ κινη-
τὸν κινούμενον. μία μὲν οὖν ἡ ἀμφοῖν ἐνέργεια, μία δὲ τῷ ὑποκειμένῳ οὐ
τῷ λόγῳ, ἀλλ' ὥσπερ τὸ ἄναντες καὶ τὸ κάταντες ἓν μέν ἐστι καὶ τὸ αὐτὸ
διάστημα, ἀλλ' ἔνθεν μὲν ἀρχομένοις ἄναντες ἔνθεν δὲ κάταντες, οὕτω
καὶ ἐπὶ κινήσεως μία μὲν τῷ ὑποκειμένῳ ἀλλὰ τῇ σχέσει οὐ μία, ἀλλ'
ἀπὸ μὲν τοῦ κινοῦντος ἀρχομένη ποίησις καλεῖται, ἀπὸ δὲ τοῦ πάσχοντος
τῷ λόγῳ, ἀλλ' ὥσπερ τὸ ἄναντες καὶ τὸ κάταντες ἓν μέν ἐστι καὶ τὸ αὐτὸ
διάστημα, ἀλλ' ἔνθεν μὲν ἀρχομένοις ἄναντες ἔνθεν δὲ κάταντες, οὕτω
καὶ ἐπὶ κινήσεως μία μὲν τῷ ὑποκειμένῳ ἀλλὰ τῇ σχέσει οὐ μία, ἀλλ'
ἀπὸ μὲν τοῦ κινοῦντος ἀρχομένη ποίησις καλεῖται, ἀπὸ δὲ τοῦ πάσχοντος
πάθησις, ἔργον δὲ καὶ τέλος τῆς μὲν ποιήσεως τὸ ποίημα, τῆς δὲ παθή-
σεως τὸ πάθος· ὧν δὲ τὰ τέλη διάφορα, καὶ αἱ ἀρχαὶ διάφοροι· ὥστε
δύο αἱ ἐνέργειαι καὶ δύο αἱ κινήσεις. εἰ οὖν δύο, ἢ ἡ μὲν ἐν τῷ κινοῦντι
ἔσται ἡ δὲ ἐν τῷ κινουμένῳ, ἢ ἄμφω ἐν τῷ κινουμένῳ. τὸ δὲ ἕτερον
τμῆμα τῆς διαιρέσεως οὐχ ὑποτίθεται, λέγω δὴ τὸ ἄμφω εἶναι ἐν
τῷ λόγῳ, ἀλλ' ὥσπερ τὸ ἄναντες καὶ τὸ κάταντες ἓν μέν ἐστι καὶ τὸ αὐτὸ
διάστημα, ἀλλ' ἔνθεν μὲν ἀρχομένοις ἄναντες ἔνθεν δὲ κάταντες, οὕτω
καὶ ἐπὶ κινήσεως μία μὲν τῷ ὑποκειμένῳ ἀλλὰ τῇ σχέσει οὐ μία, ἀλλ'
ἀπὸ μὲν τοῦ κινοῦντος ἀρχομένη ποίησις καλεῖται, ἀπὸ δὲ τοῦ πάσχοντος
τοῦ παθητικοῦ. καὶ τοῦτο δῆλον καὶ ἐκ τῶν ὀνομάτων καὶ ἐκ τῶν τελῶν·
454
ἀλλὰ
ποιοῦν, τὸ δὲ ποιοῦν οὐ ποιοῦν ἀλλὰ πάσχον), εἰ τοίνυν ἡ μὲν ποίησις ἐν
τῷ
ποιοῦντι ἡ δὲ πάθησις ἐν τῷ πάσχοντι, ἀνάγκη πᾶσα, ὥσπερ τὸ πάσχον
ἔχοντὴν ἰδίαν ἐνέργειαν ἔχει κίνησιν ἐν ἑαυτῷ, οὕτω καὶ τὸ ποιοῦν
ἔχον τὴν ἰδίαν ἐνέργειαν ἔχειν κίνησιν ἐν ἑαυτῷ. εἰ τοίνυν τὸ κινοῦν ἔχει
κίνησιν ἐν ἑαυτῷ, ἢ κινηθήσεται ἢ οὐ κινηθήσεται· εἰ μὲν οὖν κινηθή-
σεται, συμβήσεται πᾶν τὸ κινοῦν καὶ κινεῖσθαι· πᾶν γὰρ ἕξει τὴν ἑαυτοῦ
ἐνέργειαν ἐν ἑαυτῷ (τοῦτο δὲ ἐναργῶς ψεῦδος· κινεῖ γὰρ καὶ ἡ εἰκὼν τὸν
ἐραστὴν καὶ ὁ ἄρτος τὸν πεινῶντα καὶ ὁ χόρτος τὸν ὄνον, αὐτὰ ἀκίνητα
ὄντα), εἰ δὲ μὴ κινηθήσεται, ἔσται τι κίνησιν ἔχον μὴ κινούμενον, ὅπερ
ἄλογον. εἰ δὲ ἄμφω αἱ ἐνέργειαι ἐν τῷ κινουμένῳ εἶεν καὶ πάσχοντι,
πρῶτον μὲν ἄτοπον τὸ τὴν ἄλλου ἐνέργειαν ἐν ἄλλῳ εἶναι, ἔπειτα, φησί,
σθαι καὶ ἐνεργεῖν κατὰ τὴν ἐνέργειαν ἢ κίνησιν), τῆς οὖν ἐνεργείας μιᾶς
καὶ τῆς αὐτῆς οὔσης, καὶ τὸ κατ' αὐτὴν ἐνεργεῖν ἓν ἔσται καὶ τὸ αὐτό·
εἰ δὲ τοῦτο, καὶ ὁ ἐνεργῶν εἷς ἔσται καὶ ὁ αὐτός· οὐκοῦν καὶ ὁ διδάσκων
τῷ μανθάνοντι καὶ ὁ ποιῶν τῷ πάσχοντι ὁ αὐτὸς ἔσται· συμβήσεται οὖν
τὸν διδάσκοντα καθὸ διδάσκει μανθάνειν, καὶ τὸν ποιοῦντα πάσχειν,
456
τος μία μὲν ἡ ἐνέργεια ἀμφοῖν, ἀλλ' ἐκ μὲν τοῦδε ἀρχομένων ποίησις
λέγεται, ἐκ δὲ τοῦδε πάθησις, καὶ ἐκ τοῦδε μὲν μάθησις, ἐκ τοῦδε δὲ
δίδαξις. καὶ τοῦτο εἰκότως συνέβη, ἐπειδὴ οὐδὲν ἕτερον ποιεῖ τὸ ποιοῦν,
ἢ ὅπερ ἐστὶ δυνάμει τὸ πάσχον. ἡ ἄρα ἐνέργεια τοῦ ποιοῦντος, αὕτη ἐστὶν
ἐνέργεια τῆς τοῦ πάσχοντος δυνάμεως· μία ἄρα ἡ ἀμφοῖν ἐνέργεια κατὰ
τὸ ὑποκείμενον τῇ σχέσει μόνῃ τὸ διάφορον ἔχουσα.
Πρὸς δὲ τὸ τελευταῖον ἄπορον, τὸ λέγον ὅτι εἰ μία ἀμφοῖν ἐνέργεια
ἔσται, καὶ ἡ δίδαξις τῇ μαθήσει ταὐτόν, καὶ εἰ τοῦτο, καὶ ὁ διδάσκων τῷ
μανθάνοντι ὁ αὐτός, πρὸς τοῦτο οὖν ἀπαντῶν φησιν ὅτι οὐκ ἀνάγκη, εἰ ἡ
μάθησις τῇ διδάξει ταὐτὸν εἴη, ἤδη καὶ τὸ διδάσκειν τῷ μανθάνειν
Λογικὴνἀντὶ τοῦ ἀξίαν τινὰ λόγου, οἱονεὶ πιθανὴν καὶ ἀξίαν οὖσαν
λόγου τυχεῖν καὶ ἐπιλύσεως. τίς οὖν ἡ ἀπορία; ὅτι μήποτε οὐ καλῶς
εἴρηται τὸ μίαν εἶναι ἀμφοῖν τὴν ἐνέργειαν, ἀλλὰ δεῖ ἑκατέρου ἰδίαν τινὰ
ἐνέργειαν εἶναι, ἑτέραν οὖσαν παρὰ τὴν θατέρου ἐνέργειαν, ὡς δηλοῖ τά
τε ὀνόματα διάφορα ὄντα ἐπὶ τῆς ἑκάστου ἐνεργείας τεταγμένα (ἡ μὲν
γὰρ ποίησις, ἡ δὲ πάθησις), διάφορα δὲ καὶ τὰ ἀποτελέσματα· τῆς μὲν
γὰρ ποιήσεως τὸ τέλος ποίημα, τῆς δὲ παθήσεως πάθος. εἰ τοίνυν καὶ τὰ
ὀνόματα τῶν ἐνεργειῶν καὶ τὰ τέλη διάφορα, καὶ αὗται δήπου ἕτεραι ἂν
εἶεν ἀλλήλων.
Ἐπὶ τὴν ἑτέραν ὑπόθεσιν μεταβαίνει, τὴν λέγουσαν μίαν εἶναι καὶ
τὴν αὐτὴν ἐνέργειαν τοῦ κινοῦντος καὶ τοῦ κινουμένου. ἆρα οὖν, φησί,
μὴ
δεῖ ὑποθέσθαι ἀμφοτέρων μίαν εἶναι τὴν ἐνέργειαν τοῦ τε ποιοῦντος καὶ
τοῦ πάσχοντος; ἀλλὰ τοῦτο, φησίν, ἄλογόν ἐστι, δύο πραγμάτων διαφε-
ρόντων κατ' εἶδος μίαν καὶ τὴν αὐτὴν ὑποτίθεσθαι ἐνέργειαν.
μὲν τὰ αὐτὰ εἶναι, οὐκ ἔστι δὲ κυρίως τὰ αὐτά, ἀλλὰ διενηνόχασιν ἀλλή-
λων· ἡ μὲν γὰρ δίδαξις αὐτὴν τὴν κίνησιν ἐμφαίνει καὶ τὴν ἐνέργειαν
καθ' αὑτήν, τὸ δὲ διδάσκειν τὴν σχέσιν τῆς ἐνέργειας τοῦ διδασκάλου
πρὸς τὸν μαθητήν. ὥσπερ οὖν ἡ κίνησις καὶ τὸ κινεῖν, οὕτω καὶ τὸ διδά-
σκειν καὶ ἡ δίδαξις καὶ ἁπλῶς ἡ ποίησις καὶ τὸ ποιεῖν. φησὶν οὖν ὅτι
εἰ τῶν δύο, φημὶ δὴ τοῦ διδάσκοντος καὶ τοῦ διδασκομένου καὶ ἁπλῶς
μὲν τὰ αὐτὰ εἶναι, οὐκ ἔστι δὲ κυρίως τὰ αὐτά, ἀλλὰ διενηνόχασιν ἀλλή-
λων· ἡ μὲν γὰρ δίδαξις αὐτὴν τὴν κίνησιν ἐμφαίνει καὶ τὴν ἐνέργειαν
καθ' αὑτήν, τὸ δὲ διδάσκειν τὴν σχέσιν τῆς ἐνέργειας τοῦ διδασκάλου
πρὸς τὸν μαθητήν. ὥσπερ οὖν ἡ κίνησις καὶ τὸ κινεῖν, οὕτω καὶ τὸ διδά-
σκειν καὶ ἡ δίδαξις καὶ ἁπλῶς ἡ ποίησις καὶ τὸ ποιεῖν. φησὶν οὖν ὅτι
459
εἰ τῶν δύο, φημὶ δὴ τοῦ διδάσκοντος καὶ τοῦ διδασκομένου καὶ ἁπλῶς
τοῦ ποιοῦντος καὶ τοῦ πάσχοντος, μία εἴη ἡ ἐνέργεια, ταὐτὸν ἂν εἴη δη-
λονότι ἡ δίδαξις τῇ μαθήσει καὶ κοινότερον ἡ ποίησις τῇ παθήσει· ἀλλ'
εἰ ταὐτὰ ταῦτά εἰσιν ἀλλήλοις, καὶ τὰ τούτων ἐφεξῆς δηλονότι, λέγω δὴ
τὸ διδάσκειν τῷ μανθάνειν, καὶ συμβήσεται τὸν διδάσκοντα καθὸ
διδάσκει
κατὰ τοῦτο μανθάνειν, καὶ τὸν ποιοῦντα καθὸ ποιεῖ κατὰ τοῦτο πάσχειν,
ὅπερ ἄτοπον. ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ἡ μία ἐνέργεια εἰ μὲν ἐν τῷ κινοῦντι εἴη,
συμβήσεται τὸ κινούμενον μὴ ἔχειν κίνησιν, εἰ δὲ ἐν τῷ κινουμένῳ,
ἄλλου ἐνέργεια ἐν ἄλλῳ ἔσται.
δίδαγμα, καὶ ἔστι τὸ μὲν δίδαγμα τὸ τέλος εἰς ὃ ἄγει ἡ διδασκαλία (οἷον
τὸ οἰκοδόμημα, τοῦτο δέ ἐστιν ἡ οἰκία, οὕτως καὶ τὸ δίδαγμα αὐτὸ τὸ
θεώρημα τὸ ἐγγινόμενον ἐν τῇ ψυχῇ), τὸ δὲ διδάσκειν καὶ ἡ δίδαξις δοκεῖ
μὲν τὰ αὐτὰ εἶναι, οὐκ ἔστι δὲ κυρίως τὰ αὐτά, ἀλλὰ διενηνόχασιν ἀλλή-
λων· ἡ μὲν γὰρ δίδαξις αὐτὴν τὴν κίνησιν ἐμφαίνει καὶ τὴν ἐνέργειαν
καθ' αὑτήν, τὸ δὲ διδάσκειν τὴν σχέσιν τῆς ἐνέργειας τοῦ διδασκάλου
πρὸς τὸν μαθητήν. ὥσπερ οὖν ἡ κίνησις καὶ τὸ κινεῖν, οὕτω καὶ τὸ διδά-
σκειν καὶ ἡ δίδαξις καὶ ἁπλῶς ἡ ποίησις καὶ τὸ ποιεῖν. φησὶν οὖν ὅτι
εἰ τῶν δύο, φημὶ δὴ τοῦ διδάσκοντος καὶ τοῦ διδασκομένου καὶ ἁπλῶς
τοῦ ποιοῦντος καὶ τοῦ πάσχοντος, μία εἴη ἡ ἐνέργεια, ταὐτὸν ἂν εἴη δη-
λονότι ἡ δίδαξις τῇ μαθήσει καὶ κοινότερον ἡ ποίησις τῇ παθήσει· ἀλλ'
εἰ ταὐτὰ ταῦτά εἰσιν ἀλλήλοις, καὶ τὰ τούτων ἐφεξῆς δηλονότι, λέγω δὴ
τὸ διδάσκειν τῷ μανθάνειν, καὶ συμβήσεται τὸν διδάσκοντα καθὸ
διδάσκει
κατὰ τοῦτο μανθάνειν, καὶ τὸν ποιοῦντα καθὸ ποιεῖ κατὰ τοῦτο πάσχειν,
ὅπερ ἄτοπον. ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ἡ μία ἐνέργεια εἰ μὲν ἐν τῷ κινοῦντι εἴη,
συμβήσεται τὸ κινούμενον μὴ ἔχειν κίνησιν, εἰ δὲ ἐν τῷ κινουμένῳ,
ἄλλου ἐνέργεια ἐν ἄλλῳ ἔσται.
φησί, τὰ αὐτὰ ὄντα ταῦτά ἐστι φύσει, τὰ δὲ μὴ παρὰ πᾶσι τὰ αὐτὰ ὄντα
ταῦτα οὐ φύσει εἰσὶν ἀλλὰ θέσει. καὶ τοῦτο εἰκότως· μία γὰρ οὖσα ἡ
τοῦ παντὸς φύσις ὅμοια δηλονότι πανταχοῦ ποιεῖ τὰ κατὰ τὸ αὐτὸ εἶδος
εἶναι λεγόμενα· εἰ δέ τινα παρ' ἄλλοις καὶ ἄλλοις διάφορα εἴη, ταῦτα
οὐκ ἂν εἴη φύσεως δημιουργήματα. ἐπεὶ οὖν τὰ μὲν πράγματα καὶ τὰ
νοήματα παρὰ πᾶσίν ἐστι τὰ αὐτά (πανταχοῦ γὰρ τὸ αὐτὸ ἀνθρώπου
εἶδος
καὶ ἵππου καὶ λέοντος, καὶ νόημα ὡσαύτως τὸ αὐτὸ παρὰ πᾶσι περί τε
ἀνθρώπου καὶ λίθου καὶ τῶν ἄλλων πραγμάτων ἑκάστου), φωναὶ δὲ καὶ
γράμματα οὐ παρὰ πᾶσι τὰ αὐτά (φωναῖς τε γὰρ ἄλλαις μὲν Ἕλληνες,
ἄλλαις δὲ Φοίνικες, Αἰγύπτιοι δὲ ἄλλαις χρῶνται· “ἄλλη γὰρ ἄλλων
γλῶσσα” φησὶν ἡ ποίησις· καὶ γράφουσι πάλιν δι' ἄλλων καὶ ἄλλων
γραμμάτων ἕκαστοι τὰς ἑαυτῶν φωνάς), διὰ τοῦτο τὰ μὲν πράγματα καὶ
τὰ νοήματα φύσει εἶναι διισχυρίζεται, τὰς δέ γε φωνὰς καὶ τὰ γράμματα
θέσει, καὶ οὐ φύσει. καὶ δῆλον ὅτι μᾶλλον τῶν φωνῶν περὶ τὰ γράμ-
ματα τὸ θέσει θεωρηθήσεται. διὸ καὶ ὅλως ἠξίωται μνήμης ὡς ἔχοντά
τινα πρὸς τὰς φωνὰς οἰκειότητα, οὐ μόνον τῷ πρὸς τὴν μνήμην αὐτῶν
συμβάλλεσθαι, ἀλλὰ καὶ ὡς ἐναργὲς ἔχοντα τὸ θέσει καὶ δυνάμενα δι'
ἑαυτῶν σαφέστερον ἡμᾶς ἐπιστῆσαι τῷ θέσει εἶναι τὰς φωνάς, ὅπερ οὐκ
ἔστιν ὁμοίως γνώριμον τῷ θέσει τὰ γράμματα εἶναι (περὶ γοῦν τῶν
αἴτια ᾤοντο εἶναι, τελευταίας εἰκόνας ὄντα τῶν χωριστῶν εἰδῶν, καὶ διὰ
τοῦτο τοῖς αὐτοῖς ὀνόμασιν οὐκ ἀπαξιοῦντες αὐτὰ προσαγορεύειν. ὑπὸ
δὴ
τούτων ἡ πεσοῦσα εἰς γένεσιν ψυχὴ διεγειρομένη καὶ ἀνακινουμένη εἰς
ἀνά-
μνησιν μὲν ἔρχεται τῶν [ἐκ τῶν] μέσων εἰδῶν, ἀνάγει δὲ τοὺς οἰκείους
λόγους ἐπὶ τὰ νοητὰ καὶ πρῶτα παραδείγματα· καὶ οὕτως ὄψις καὶ ἀκοὴ
συντελοῦσιν εἰς φιλοσοφίαν καὶ τὴν περιαγωγὴν τῆς ψυχῆς.
Τούτων οὕτω προειλημμένων οὐ διαφωνοῦσι Πλάτων καὶ Πυθαγόρας
φύσεως καὶ τῷ ἀνειδέῳ καὶ ἀμόρφῳ συμπλέκεται· καὶ ἄτοπον τὴν φύσιν
τοῦ τε μηδέπω ὄντος ἐρᾶν καὶ τοῦ μεθ' ἑαυτὴν καὶ τοῦ στερήσει συνανα-
φερομένου καὶ διὰ τοῦτο ἀκαλλοῦς γιγνομένου καὶ ἀνεράστου. εἰ δὲ τοῦ
χωριστοῦ, ἵνα καὶ τοῦ ἀληθινοῦ καὶ τοῦ πρὸ αὐτῆς καὶ θείου κατὰ τὸ
ἀληθὲς εἴδους ἔχῃ τὸν ἔρωτα, πᾶσα ἀνάγκη τοῦτο νοερὸν εἶναι καὶ ἄυλον
καὶ ἀεὶ κατὰ ταὐτὰ καὶ ὡσαύτως ἔχειν, ἵνα καὶ τῆς φύσεως ὅ τε ἔρως
ἄσβεστος ᾖ καὶ ἀνέκλειπτος ἡ ποίησις.
αἴτιον ποιητικὸν καὶ κινητικόν; ὥστε ἐν τοῖς ἀκινήτοις οὐκ ἔστι τὸ ποι-
ητικὸν αἴτιον. ἀλλ' οὐδὲ τὸ τελικόν. καὶ τοῦτο ἐδήλωσεν εἰπὼν ἢ τὴν τοῦ
ἀγαθοῦ φύσινπῶς δυνατὸν εἶναι ἐν τοῖς ἀκινήτοις, εἴπερ πᾶν, ὃ ἂν
469
ὑπάρχῃ ἀγαθὸν καθ' αὑτὸ καὶ διὰ τὴν αὑτοῦ φύσιν, τέλος ἐστί.
διὰ γὰρ τὸ ἀγαθὸν πάντα τὰ ἄλλα γίνονται, οἷον φλεβοτομία διὰ τὴν
ὑγείαν
(ἀγαθὸν δὲ ἡ ὑγεία) ναυτικὴ διὰ τὸ τρέφεσθαι (ἀγαθὸν δὲ τὸ τρέφεσθαι),
ὁμοίως δὲ καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων ἁπάντων· ὥστε τὸ ὡς ἀγαθὸν αἴτιόν ἐστι
τὸ οὗ χάριν τἆλλα γίνονται, αὐτὸ δὲ οὐδενός· τὸ δὲ τοιοῦτο τέλος. ἀλλὰ
μὴν τὸ τέλος καὶ τὸτινὸς χάριν τὰ πρὸ τοῦ τέλους ποιεῖν ἐν πράξεσίν
ἐστι καὶ ἐν ταῖς ποιητικαῖς καὶ πρακτικαῖς τῶν ἐπιστημῶν· ἐν οἷς δὲ
ποίησις καὶ πρᾶξις, καὶ κίνησις ὑπάρχει, ὥστε ἐν τοῖς ἀκινήτοις οὐκ ἂν
εἴη οὐδὲ αὐτὴ ἡ αἰτία ἡ τελική, ἥτις ἐστὶ τὸ ἀγαθὸν τὸ τῇ αὑτοῦ φύσει
καὶ ἁπλῶς. τοῦτο γὰρ λέγοι ἂν διὰ τοῦ καθ' αὑτὸ καὶ διὰ τὴν αὑτοῦ
φύσιν, ὃ καὶ αὐτοαγαθὸν εἶπε. διὸ καὶ ἐν τοῖς μαθήμασιν οὐδὲν δείκνυται
διὰ ταύτης αἰτίας, τουτέστι τῆς τελικῆς, οὐδέ ἐστιν ἀπόδειξις οὐδὲ μία
διότι βέλτιον ἢ χεῖρον, ἀλλ' οὐδὲ τὸ παράπαν οὐδεὶς οὐδενὸς μέμνηται
τῶν τοιούτων. ποῖον γὰρ τέλος τὸ λέγειν ὅτι αἱ τρεῖς γωνίαι τοῦ τριγώνου
δυσὶν ὀρθαῖς ἴσαι ὑπάρχουσι; καὶ διὰ τοῦτο Ἀρίστιππος ὁ σοφιστὴς προε-
πηλάκιζεν, ὥς φησιν αὐτός, τὰ μαθήματα· ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἄλλαις τέχναις
Ἐντεῦθεν περὶ τῆς ἕξεως ἡμῖν λέγει, καί φησι πολλαχῶς λέγεσθαι
τὴν ἕξιν. καὶ λέγει ὅτι λέγεται ἕξις ἡ ἐνέργεια τοῦ ἔχοντος καὶ ἐχομένου,
τουτέστιν αὐτὴ ἡ σχέσις, ὥσπερ τοῦ ἀνδρὸς καὶ τῆς ἐσθῆτος· ἔχει γὰρ
ὁ ἀνήρ, ἔχεται δὲ ἡ ἐσθής. λέγεται οὖν ἕξις αὕτη ἡ σχέσις τοῦ ἔχοντος
καὶ τοῦ ἐχομένου, ὥσπερ τὸ μεταξὺ τοῦ ποιοῦντος καὶ τοῦ ποιουμένου
λέγεται ποίησις καὶ πάλιν τὸ μεταξὺ τοῦ κινοῦντος καὶ τοῦ κινουμένου
λέγεται κίνησις. οὐκέτι μέντοι, λέγει, ἡμεῖς αὐτοὶ πρὸς τὴν σχέσιν λεγό-
μεθα ἔχειν σχέσιν· οὕτως γὰρ ἐπ' ἄπειρον προερχόμεθα. πάλιν, φησίν,
ἄλλον τρόπον λέγεται ἕξις ἡ διάθεσις, καθ' ἣν εὖ καὶ κακῶς διάκειται τὸ
διακείμενον ἢ πρὸς ἑαυτὸ ἢ πρὸς ἄλλο. πρὸς ἑαυτὸ μέν, ὥσπερ ἐπὶ τῆς
ὑγιείας· ἡνίκα γάρ τις ἔρρωται, λέγεται ἔχειν ἕξιν τὴν ὑγίειαν, καὶ ἡνίκα
ἀσφαλής ἐστιν ἡ φιλία, λέγεται ἔχειν ἕξιν τὴν φιλίαν. μεμαθήκαμεν δὲ
ἐν Κατηγορίαις ὅτι λέγεται ἡ διάθεσις κατὰ τῆς ἕξεως. λέγεται δὲ ἕξις
καὶ ἡ τῶν μερῶν ἀρετή· οὕτως γάρ φαμεν ἔχειν ἕξιν τὸν ὀφθαλμὸν τὸν
καλῶς ἐνεργοῦντα καὶ ποιοῦντα τὰς οἰκείας ἐνεργείας.
Ταῦτα περὶ τῆς ἕξεως εἰρηκὼς λοιπὸν μετέρχεται καὶ λέγει ἡμῖν περὶ
470
πλείονα, οἷον πολλὰ ὕδατα, ὥσπερ καὶ ἐπὶ τοῦ ἀριθμοῦ, οἷον πᾶς ἀρι-
θμός, ἐπειδὴ ὁ ἀριθμὸς καθὸ ἀριθμὸς εἷς ἐστιν, αἱ μέντοι γε μονάδες
πᾶσαι, ἐπειδὴ διαφέρουσιν ἀλλήλων. ὥστε ἐνταῦθα φαίνεται ἑπόμενος
τοῖς Πυθαγορείοις καὶ τῷ Πλάτωνι· κἀκεῖνοι γάρ φασιν ὅτι ἕτερός
ἐστιν ὁ ἀριθμὸς παρὰ τὰς μονάδας· τῇ γὰρ σωρείᾳ τῶν μονάδων ἕτερός
τις ἐπιγίνεται ἔξωθεν ἀριθμός, ὥστε ἕτερός ἐστιν ἀριθμὸς παρὰ τὴν τῶν
μονάδων σωρείαν.
Ἕξις λέγεται ἕνα μὲν τρόπον ἐνέργεια τοῦ ἔχοντος καὶ τοῦ ἐχομέ-
νου, τουτέστιν ἡ σχέσις αὐτή, ὥσπερ πρᾶξίς τις ἢ κίνησις. ὥσπερ γὰρ
ἡνίκα τὸ μὲν ποιεῖ τὸ δὲ πάσχει, καὶ ἐπὶ πυρὸς καὶ ξύλου ἐστὶ ποίησις
μεταξύ,
οὕτως καὶ τοῦ ἔχοντος ἐσθῆτα καὶ τῆς ἐχομένης ἐσθῆτος ἐστί
τις μεταξὺ ἕξις. ταύτην μὲν οὖν τὴν ἕξιν φανερὸν ὅτι οὐκ ἐνδέχεται ἔχειν,
ἵνα ὑποθώμεθα καὶ τὴν σχέσιν αὐτὴν πρὸς ἡμᾶς εἶναι σχέσιν, ἐπεὶ οὕτως
εἰς ἄπειρον βαδιούμεθα, εἰ τοῦ ἐχομένου ἔσται ἔχειν τὴν ἕξιν. πάλιν κατ'
ἄλλον τρόπον λέγεται ἕξις διάθεσίς τις, καθ' ἣν εὖ ἢ κακῶς τις διάκειται,
καὶ ἢ καθ' αὑτὸ ἢ πρὸς ἄλλο· οἷον ἡ ὑγεία καὶ ἡ φιλία ἕξεις τινὲς ὑπάρ-
χουσιν, ἀλλ' ἡ μὲν ὑγεία πρὸς ἑαυτήν, ἡ δὲ φιλία πρὸς ἕτερον. πάλιν
λέγεται ἕξις καὶ ἐπὶ μορίου εὖ ἔχοντος· διὸ καὶ ἡ τῶν μορίων ἀρετὴ
ἕξις τίς ἐστιν, ὥσπερ ἡ καλλίστη τοῦ ὀφθαλμοῦ ἐνέργεια.
Ασκληπιός. In Aristotelis metaphysicorum libros A-Z commentaria
P. 387, line 27
συνωνύμως, ἀλλὰ πρὸς ἕν, τουτέστιν ὡς τὰ ἀφ' ἑνὸς καὶ πρὸς ἕν. φησὶν
οὖν,
ὅμως ὡς ἂν βούλοιτό τις ταῦτα λεγέτω, ἢ ὁμωνύμως ἢ συνωνύμως·
μόνον
δεῖ τὴν ἔννοιαν αὐτὸν γινώσκειν τοῦ πράγματος· οὔτε γὰρ περὶ ὀνομάτων
ἐστὶν ἡμῖν ὁ λόγος. ἐκεῖνο δέ ἐστι φανερὸν ὅτι ὁ πρῶτος καὶ ἁπλῶς ὁρι-
σμὸς τῆς οὐσίας ἐστίν, ἐπειδὴ καὶ τὸ ἁπλῶς ὂν ἡ οὐσία· ἐν αὐτῇ γὰρ καὶ
τὰ συμβεβηκότα θεωροῦνται. ἔστιν οὖν καὶ τῶν συμβεβηκότων ὁρισμός,
ἀλλ' οὐχ ὁμοίως οὐδὲ πρῶτος· οὔτε γὰρ τῶν κατὰ συνέχειαν ἐχόντων τὸ
471
ἕν ἐστιν ὁρισμὸς οὔτε τῶν συνδέσμῳ. διὸ οὔ φαμεν ὁρισμὸν εἶναι τῆς
Ἰλιάδος, ἐπειδὴ μία ἐστὶ τῇ συνεχείᾳ ἡ Ἰλιάς, ἅτε δὴ ἓν ἔχουσα τέλος,
εἴ γε ἡ πᾶσα ποίησις, φησί, πρὸς τέλος ὁρᾷ τὴν ἁρπαγὴν τῆς Ἑλένης.
οὔτε δὲ τῶν συνδέσμῳ ἕν, ὥσπερ ὁ οἶκος· ἐκ γὰρ τῆς συνδέσεως τῶν λί-
θων καὶ τῶν ξύλων ἔχει τὸ ἓν ἐπίκτητον. φησὶν οὖν ὅτι οὐκ ἐξ ἀνάγκης,
ἐὰν τοῦτο τιθῶμενκαὶ ὑποθώμεθα ὁρισμὸν εἶναι τοῦδε τοῦ πράγματος, ὁ
δὲ ὁρισμὸς τὸ αὐτὸ δηλοῖ ὀνόματι, τουτέστιν ὃ ἂν ὄνομα λόγῳ τὸ αὐτὸ
σημαίνῃ, ἤδη ὁρισμὸν εἶναι τοῦτον, ὥσπερ ἐπὶ τῆς Ἰλιάδος εἰρήκαμεν καὶ
νόσου, φησὶν ὅτι καὶ τῶν ἐναντίων τρόπον τινὰ τὸ αὐτό ἐστιν
εἶδος· τῆς γὰρ στερήσεώς ἐστιν οὐσία ἡ ἀντικειμένη οὐσία,
οἷον ὑγεία νόσου· κατὰ γὰρ τὴν ἀπουσίαν τῆς ὑγείας δηλοῦται
ἡ νόσος, ἡ δὲ ὑγεία ἐστὶν ὁ λόγοςαὐτὸς ὁ ἐν τῇ ψυχῇτοῦ ἰατροῦ.
γίνεται δὲ ὑγεία ἐκ νόσου τοῦτον τὸν τρόπον· ἐπειδὴ τόδε ἐστὶν ἡ ὑγεία,
ἡ ὁμαλότης τοῦ σώματος, εἰ τύχοι, ἀνάγκη ἐστίν, εἰ μέλλοι ὑγιάζεσθαι
τὸ ζῷον, τοδὶ ὑπάρξαι, οἷον ὁμαλότητα, ἵνα μὴ ᾖ ἀνωμαλία τῶν χυμῶν.
εἰ δὲ τοῦτο, δεῖ θερμότητος πρὸς τὸ ὁμαλῦναι· καὶ οὕτως ἀεὶ νοεῖ ὁ
ἰατρός, ἕως ἂν ἀγάγῃ εἰς τοῦτο, ὅπερ αὐτὸς δύναται ἔσχατον
ποιεῖν, τουτέστι τὸ φάρμακον, ὃ μέλλει διδόναι καὶ ὑγιάζειν. εἶταλοιπὸν
ἡ ἀπὸ τοῦ ἰατροῦ κίνησιςἐπὶ τὸν κάμνοντα ποίησις καλεῖται. ὥστε
συμβαίνει τρόπον τινὰ τὴν ὑγείαν ἐξ ὑγείας γίνεσθαι τοῦ ***
καὶ τοῦ λόγου τοῦ ἐνύλου τοῦ ἐν τῷ κάμνοντι· ὁμοίως δὲ καὶ τὴν οἰκίαν
ἐξ οἰκίας γίνεσθαι τῆςἄνευ ὕλης τὴν ἔχουσαν ὕλην· ὁ γὰρ
λόγος τῆς οἰκίας ἄυλος ὑπάρχει ὁ ἐν τῷ οἰκοδόμῳ. ἡ γὰρ ἰατρική
ἐστι καὶ ἡ οἰκοδομικὴ τὸ εἶδος τῆς ὑγείας καὶ τῆς οἰκίας. λέγω
δή, φησίν, οὐσίαν ἄνευ ὕλης τὸ τί ἦν εἶναι, τουτέστι τὸν λόγον τῆς
ὑγείας καὶ τῆς οἰκίας.
Φησὶν ὅτι τῶν γενέσεων καὶ τῶν κινήσεων ἡ μὲν καλεῖται νόη-
σις, ἡ δὲ ποίησις, ἡ μὲν ἀπὸ τῆς ἀρχῆς καὶ τοῦ εἴδους(τουτέστιν ὁ
472
Φησὶν ὅτι τῶν γενέσεων καὶ τῶν κινήσεων ἡ μὲν καλεῖται νόη-
σις, ἡ δὲ ποίησις, ἡ μὲν ἀπὸ τῆς ἀρχῆς καὶ τοῦ εἴδους(τουτέστιν ὁ
λόγος ὁ ἐν τῷ ποιοῦντι) νόησις, ἡ δὲ ἀπὸ τοῦ τελευταίου τῆς νοήσεως
ἀρχομένη ἀπὸ τοῦ τεχνίτου περὶ τὸ ὑποκείμενον ποίησις. ὁμοίως δὲ καὶ
ἐπὶ
τῶν ἄλλων γίνεται, οἷον εἰ ὑγιανεῖ, δεῖ ὁμαλυνθῆναι. τί οὖν ἐστι τὸ
ὁμαλυνθῆναι; τὸ γενέσθαι τρῖψιν, εἰ τύχοι. τοῦτο δέ ἐστιν, εἰ θερμανθή-
σεται· τοῦτο δέ ἐστι τοδί. ὑπάρχει δὲ τῳδὶ δυνάμει, τουτέστι τῷ
φαρμάκῳ ὑπάρχει δυνάμει ἡ θερμότης· ἀρχόμενον γὰρ θερμαίνει. τοῦτ'
οὖν
ἐπ' αὐτῷ ἐστι τῷ βοηθήματι. τὸ οὖν ποιοῦν, ὅθεν ἄρχεται ἡ κί-
νησις τοῦ ὑγιαίνειν, ἂν μὲν ἀπὸ τέχνηςγένηται, τὸ εἶδός ἐστι τὸ
ἐν τῇ ψυχῇ(ἔχων γὰρ τὸν λόγον τῆς ὑγείας ὁ ἰατρὸς οὕτως ποιεῖ τὴν
ὑγείαν)· ἐὰν δὲ ἀπὸ ταὐτομάτουγένηται ἡ ὑγεία, ἀπὸ τοῦ λόγου γίνε
Φησὶν ὅτι τῶν γενέσεων καὶ τῶν κινήσεων ἡ μὲν καλεῖται νόη-
473
ὅτι δὲ ταῦτα ὑπὸ τὴν ποιὸν κατηγορίαν ἀνάγονται, πάντῃ που δῆλον.
πάλιν
εἰ συντεθείη ἡ οὐσία τοῖς πρός τι, ποιεῖ τὸ κεῖσθαι καὶ τὸ ἔχειν· ἢ γὰρ
πρὸς τὰ οἰκεῖα μόρια ἔχει τὴν σχέσιν καὶ ποιεῖ τὸ κεῖσθαι, εἴ γε οὐδὲν
ἕτερόν ἐστι τὸ κεῖσθαι ἢ τοιάδε θέσις τῶν μορίων, ἢ πρὸς ἑτέραν ἔχει
σχέσιν καὶ ποιεῖ τὸ ἔχειν, εἴ γε οὐδὲν ἕτερόν ἐστι τὸ ἔχειν ἢ οὐσίας
παρ' οὐσίαν παράθεσις. δῆλον οὖν ὡς ἐκ τῆς μιᾶς διαιρέσεως δέκα
καὶ μόνον ἡμῖν ἀνεφάνησαν κατηγορίαι. τινὲς δὲ ταύτης οὐκ ἀνέχονται
ὅτε τὴν διὰ φόβον ὠχρίασιν καὶ τὸ δι' αἰδῶ ἔρευθος ὑπὸ τὸ πάσχειν
ἀνήγαγεν. ἐπέγραψε δὲ Περὶ τοῦ ποιεῖν καὶ πάσχειν, οὐ Περὶ ποιοῦντος
καὶ πάσχοντος, διότι τὸ ποιοῦν καὶ πάσχον τῶν πρός τι, οὐ Περὶ ποιήσεως
καὶ παθήσεως· ἡ γὰρ ποίησις διττή· λέγεται γὰρ ποίησις καὶ αὐτὴ ἡ
ἐνέργεια καὶ τὸ ἀποτέλεσμα, οἷον ἀβάκιον, ἅπερ προδήλως ὑπὸ ἄλλην
κατη-
γορίαν ἀνάγονται. οὕτω δὲ συγγενὲς τὸ ποιεῖν καὶ πάσχειν τῇ ποιότητι,
ὅτι καὶ τὰ ἴδια τῆς ποιότητος ὑπάρχει τῷ ποιεῖν καὶ πάσχειν· ἐναντία
γὰρ τὸ ποιεῖν καὶ ποιεῖν, οἷον τὸ θερμαίνειν τῷ ψύχειν ἐστὶν ἐναντίον.
ἀλλὰ καὶ τὸ πάσχειν τῷ πάσχειν ἐναντίον· τὸ γὰρ θερμαίνεσθαι τῷ
ψύχεσθαι
ἐναντίον. ὑπάρχει δὲ τῷ ποιεῖν καὶ πάσχειν ὥσπερ τὰ ἐναντία οὕτω καὶ
τὸ μᾶλλον καὶ ἧττον· ἔστι γὰρ μᾶλλον θερμαίνειν καὶ μᾶλλον ψύχειν καὶ
ἧττον θερμαίνειν καὶ ἧττον ψύχειν, καὶ μᾶλλον θερμαίνεσθαι καὶ
ψύχεσθαι καὶ ἧττον.
τε ὄντος καὶ φιλοσόφου (οἱ γὰρ πάλαι φιλόσοφοι καὶ νομοθέται ἦσαν)·
ἤλυθες, ὦ Λυκόεργε, ἐμὸν ποτὶ πίονα νηόν·
δίζω ἤ σε θεὸν μαντεύσομαι ἠὲ καὶ ἄνδρα.
ἀλλ' ἔμπης σε θεὸν μαντεύσομαι, ὦ Λυκόεργε.
διστάζει δὲ οὐχ ὡς ἀγνοοῦσα τί αὐτὸν καλέσῃ καὶ δεομένη εἰς τοῦτο
ἄλλης
Πυθίας, ἀλλ' ἵνα δείξῃ ἀμφήριστον τὴν τοῦ θεοῦ φύσιν καὶ τὴν τοῦ
ἀνδρός,
ὅθεν ἐπιφέρει
ἀλλ' ἔμπης σε θεὸν μαντεύσομαι.
Ὅτι δὲ τέλειος φιλόσοφος ὅμοιός ἐστι τῷ θεῷ, δῆλον, ἐπειδὴ τοῖς αὐτοῖς
χαρακτηρίζεται, οἷσπερ καὶ ὁ θεός· ὥσπερ γὰρ ὁ θεὸς χαρακτηρίζεται τῷ
ἀγαθῷ καὶ τῷ γνωστικῷ καὶ τῷ δυνατῷ, ὡς καὶ ἡ ποίησις δηλοῖ λέγουσα
476
ἐν σκότει διάγοντες καὶ εὐθὺς πρὸς τὸν ἥλιον θεωροῦντες· οἱ γὰρ πολὺν
χρόνον ἐν σκότει διατρίβοντες καὶ εὐθέως εἰς τὸν ἥλιον θεωροῦντες ἀπο-
τυφλοῦνται. οὕτως οὖν οὐ δεῖ ἀπὸ τῶν πάντῃ ἐνύλων εὐθέως ἐπὶ τὰ
πάντῃ ἄυλα ἔρχεσθαι· οὕτω γὰρ αἰνιττομένη ἡ ποίησις λέγει περὶ Ὤτου
καὶ Ἐφιάλτου ταῦτα·
Ὄσσαν ἐπ' Οὐλύμπῳ μέμασαν θέμεν, αὐτὰρ ἐπ' Ὄσσῃ
Πήλιον εἰνοσίφυλλον, ἵν' οὐρανὸς ἀμβατὸς εἴη.
καὶ κατὰ μὲν τὸ φαινόμενον τοῦτο λέγει ὅτι ὁ Ὦτος καὶ ὁ Ἐφιάλτης
ἠθέλησαν θεῖναι ὄρη ἐπάνω ἀλλήλων, βουλόμενοι μηχανήσασθαι τὴν εἰς
οὐρανὸν ἄνοδον, ἀλληγορικῶς δὲ νοούμενα ταῦτα δηλοῦσιν ὅτι ἐκεῖνοι
εὐθέως ἀπὸ τῶν φυσικῶν καὶ πάντῃ ἐνύλων πραγμάτων ἐπὶ τὴν γνῶσιν
τῶν θείων ἠβουλήθησαν ἐπιπηδῆσαι. ἀπὸ οὖν τοῦ μαθηματικοῦ δεῖ ἐπὶ
τὰ θεολογικὰ ἔρχεσθαι. ὅτι δὲ τοῦτο ἀληθές ἐστιν, δηλοῖ ὁ Πλάτων περὶ
τοῦ μαθηματικοῦ διαλεγόμενος καὶ λέγων ὅτι ‘αὕτη ὁδός, ταῦτα
μαθήματα,
ἀναγινώ-
σκειν τοὺς νέους τὸν Ὅμηρον, ἵνα μὴ τῇ φράσει προσέχοντες οἰηθῶσι
εἶναι τὸν νοῦν κατὰ τὴν φράσιν καὶ οὕτως ἐπιμείνωσιν ἔχοντες· ἀγαπᾷ
γὰρ τῶν νέων ἡ ἀκοὴ σώζειν τῶν οἰκείων διδασκάλων τὴν φωνήν·
νομίζει γὰρ ἀληθῆ λέγειν αὐτὸν ἄνδρα θεὸν τρῶσαι, καὶ πολλάκις τοῦτο
οὕτως ἔχειν οἰόμενος ταῦτα διαπράξασθαι βουληθείη. τελείοις οὖν περὶ
τὴν
ἀκρίβειαν τῶν θεωρημάτων καταγινομένοις ἡ Ὁμηρικὴ ποίησις
πεποίηται.
πεποίηται τοίνυν ἡ ἀσάφεια τῶν θεωρημάτων καὶ τῆς λέξεως, ἵνα τοὺς
νόθους διακρίνῃ ἐκ τῶν γνησίων· ἄτοπον γάρ, εἰ τὰ ἄλογα ζῷα τὰ γνήσια
γεννήματα διακρίνειν σπεύδει ἐκ τῶν νόθων, ὁ δὲ ἄνθρωπος οὐ ταὐτόν
τι χαίρων ποιήσει ἔχων τὸν λόγον, ᾧ ῥυθμίζεται ἀνθρώπου φύσις· ὁ γοῦν
ἀετὸς τὰ ἴδια τέκνα μαθεῖν σπεύδων εἰ γνήσιά εἰσιν ἀνταυγάζειν πρὸς τὴν
ἀκτῖνα τοῦ ἡλίου ποιεῖ, καὶ εἰ μὲν γνήσια ᾖ, ἀκινήτοις ὀφθαλμοῖς δέχεται
τὰς βολὰς τῶν ἀκτίνων, εἰ δὲ νόθα, οὐκ ἐνατενίζειν πρὸς τὴν ἔκλαμψιν
τῶν
ἀκτίνων οἷά τέ ἐστι, τὸ νόθον ἐκ τούτου ἐμφαίνοντα. τούτου οὖν χάριν
οἱ παλαιοὶ τοὺς γνησίους βουλόμενοι ἐκ τῶν νόθων διακρίνειν ἀσάφειάν
τινα ἐποίουν, ἵνα εἰ μέν τις γνήσιος ᾖ, τὴν ἀσάφειαν τῶν θεωρημάτων
τοῖσδε θαμίζειν ἐδόκει καὶ οὐ μήποτε ἑκόντι εἶναι τὰ νεανικὰ ταῦτα καὶ
ἐπιτερπῆ σπουδάσματα μεθιέναι, ἀλλ' ἕπεσθαι τῷ Δελφικῷ ἐκείνῳ προ-
γράμματι καὶ τὰ οἰκεῖα γιγνώσκειν. ἐπειδὴ δὲ ἐν τῷ κατ' ἐμὲ χρόνῳ
ξυνέβη μεγάλους μὲν πολέμους πολλαχοῦ τῆς οἰκουμένης ἀπροσδόκητα
ξυρραγῆναι ἐθνῶν τε πολλῶν βαρβαρικῶν μεταναστάσεις γενέσθαι καὶ
πράξεων ἀδήλων τε καὶ ἀπίστων παραλόγους ἀποβάσεις καὶ τύχης ἀτά-
κτους ἀντιρροπίας γενῶν τε καταλύσεις καὶ πόλεων ἀνδραποδισμοὺς
γυναικὸς καὶ ἐτέλει καὶ τὰ τῶν ἀνδρῶν καὶ τῶν γυναικῶν· οἱ δὲ εἶπον
διθύραμβα τὰ ἔχοντα ἐρωτήσεις καὶ ἀποκρίσεις. [b2] οὗτοι γὰροἱ
διθυραμβοποιοὶ ψοφώδεσιν ἤτοι κομπηραῖς λέξεσι χρῶνται. αἱ δὲ
γλῶτται
ἤτοι αἱ διάλεκτοι χρήσιμοι τοῖς ἐποποιοῖς·τὸ σεμνὸν γὰρἤτοι τὸ
ὀγκηρὸν τῆς λέξεως καὶτὸ αὔθαδεςἤτοι ἡ ψόφον ἀποτελοῦσα λέξις, ὃ
ἔχουσιν αἱ διάλεκτοι, ἁρμόζει τοῖς ἔπεσιν. ὁ μὲν Πλάτων ἐτυμολογεῖ τὸ
αὔθαδες ἐκ τοῦ ἁδεῖν καὶ ἀρέσκειν ἑαυτῷ· κατεβιβάσθη γὰρ τὸ πνεῦμα
τοῦ ε εἰς τὸ ἄλφα· οἱ δὲ λέγουσι παρὰ τὸ ἅδης εἶναι ἑαυτοῦ. [b3] ἡ
αἰσχρόν ἐστι τὸ λέγειν ‘ὁ δεῖνα τὴν δεῖνα διέφθειρε’, δεῖ τὸν λέγοντα
λέγειν ὅτι “λῦσε δὲ παρθενικὴν ζώνην”. [b31] δεῖ δὲ δηλοῦν τὸ πρᾶγμα,
εἰ αἰσχρόν ἐστι, διὰ μεταφορῶν καὶ ἐπιθέτων, εὐλαβεῖσθαι δέ, ἵνα μὴ
πυκνοτέρως χρᾷ ταῖς μεταφοραῖς καὶ τοῖς ἐπιθέτοις, ἵνα μὴ ὁ λόγος δόξῃ
ποίησις. συμβάλλεται δὲ εἰς τὸν ὄγκον καὶ τὸ μέγεθος καὶ μῆκος τοῦ
λόγου τὸ ποιεῖν τὸ ἓν πολλά,οἷον μὴ λέγειν λιμένα ἀλλὰ λιμένας.
[b35] μία ἐστὶν ἡ διαπτυχὴ τῆς δέλτου ἤτοι βίβλου καὶ εἴρηκε διαπτυ-
χαί.διαπτυχή ἐστιν ἡ τῶν δύο σανίδων συνοχὴ ἡ συνέχουσα ἐντὸς τὰ
τετράδια. διαπτυχή ἐστι καὶ ἐπὶ τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἐπὶ θύρας συμβαλτῆς.
ἀπὸ τῆς δέλτου οὖν τῆς ἀνοιγομένης καὶ συγκλειομένης εἶπε καὶ περὶ τοῦ
ποτὲ κʹ· καὶ γὰρ τὸ ἄπειρονἤτοι τὸ μηδ' ὅλως ὑποπῖπτον μέτρῳ τινὶ
διὰ τὴν ἀπειρίαν ἀηδέςἐστι καὶ ἄγνωστον.[b28] πάντα δὲ τὰ κῶλα
περαίνονται καὶ μετροῦνται ἀριθμῷ,οὐ μὴν ὡρισμένῳ ἀλλ' ἀορίστῳ·
ἢ γὰρ ιεʹ συλλαβαῖς ἢ ιηʹ. διὸ καὶ ὁ ἀριθμὸςτῆς λέξεως τοῦ σχήματος
ἤτοι τῶν κώλων ῥυθμός ἐστικαὶ ῥυθμὸν ἔχουσιν, οὗτινος (τοῦ σχήματος
τῆς λέξεως) τὰ μέτραεἰσὶ τμητὰἤτοι ἀόριστα· ποτὲ μὲν γὰρ ιεʹ συλλα-
βαῖς περαίνεται τὸ κῶλον, ποτὲ δώδεκα. τὸ δὲ μέτρον τῶν ἡρωικῶν
στίχων ἐστὶν ἄτμητον· ἑξαποδίᾳ γὰρ μετρεῖται καὶ οὐκ ἔστι δυνατὸν
μετρη-
θῆναι τετραποδίᾳ ἢ ἄλλῳ τινὶ μέτρῳ. [b30] διὸ δεῖ τὸν λόγον τὸν
πεζὸν ἔχειν ῥυθμόν,οὐ μέντοι γε δὲ μέτρονἢ ἡρωικὸν ἢ ἀναπαιστικὸν
ἢ ἰαμβεῖον· εἰ γὰρ ἔχει καὶ μέτρον, ἐστὶ ποίημαἤτοι ποίησις· ἔχειν δὲ
ῥυθμὸν μὴ ἀκριβῆἀλλὰ παρεφθαρμένον· ἔστι δὲ τοῦτο ἤτοι τὸ μὴ
τηρεῖσθαι τὸν ῥυθμὸν ἀκριβῆ ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ἐὰν μέχρι τινὸςἤτοι
μέχρι τινῶν συλλαβῶν ἐστι τοῦ κώλου ὁ ῥυθμὸς τηρούμενος, εἶτα αἱ
ἄλλαι
συλλαβαὶ τοῦ κώλου εἰσὶν ἀνειμέναι καὶ διεφθαρμέναι, οἷον εἰ τινὲς μὲν
λέξεις τοῦ κώλου εἰσὶ σπονδειακαὶ ἢ ἀναπαιστικαὶ ἢ δακτυλικαί, ἐν αἷς
καὶ θεωρεῖται ὁ ῥυθμός, αἱ δὲ ἄλλαι λέξεις οὔκ εἰσι μετρικαὶ ἤτοι σπον-
δειακαὶ ἢ δακτυλικαί, ἀλλὰ κοιναὶ καὶ ῥυθμὸν οὐκ ἔχουσι. τοιοῦτον δὲ
καὶ ὁ Ἑρμογένης παραδίδωσιν. [b32] ὁ μὲν ἡρῷοςῥυθμός ἐστι
σεμνὸςἤτοι ἀπόκροτος, στομφώδης καὶ λεκτικὸςἤτοι μεγαλόφωνος καὶ
ἁρμονίαςἤτοι ῥυθμοῦ δεόμενος, ὁ δὲ ἴαμβόςἐστιν ἡ κοινὴ λέξις καὶ
ἔλεον,
οἷςοἱ νῦν ῥήτορες χρῶνται, ἰατρεύματάεἰσιν ἤτοι ἐπείσακτα καὶ
κοινὰκαὶ τοῦ πράγματος καὶ τοῦ ἐναντίου ἤτοι τοῦ ἀντιδίκου. [a27]
περὶ αὐτοῦ μὲν καὶ τοῦ ἀντιδίκουγίνονται τὰ προοίμια, ἵνα λυθῇ ἡ
διαβολὴ ἢ ποίησις· οἷον εἰ μὲν ὑβρίσθης παρὰ τοῦ ἀντιδίκου καὶ κατη-
γορήθης, δεῖ σε ἐν τῷ προοιμίῳ εὐθὺς λῦσαι τὴν κατηγορίαν τὴν κατὰ
σοῦ καὶ δεῖξαι, ὅτι ψευδῶς κατηγόρει σου ἅτε ἐχθρὸς ὤν· εἰ δὲ
κατήγορος
εἶ, δεῖ σε ἐν τῷ προοιμίῳ εὐθὺς ποιεῖν ἤτοι ὑβρίζειν καὶ διαβάλλειν τὸν
ἀντιδικοῦντά σοι καὶ δεικνύειν ὅτι ‘συνέστησα τὸ δικαστήριον τοῦτο κατ'
αὐτοῦ οὐ διὰ τὸ εἶναι αὐτὸν ἐχθρόν μοι ἀλλὰ διὰ τὸ εἶναι φύσει φαῦλον
καὶ αἰσχρόν’· [a28] πλὴν οὐχ ὁμοίωςὀφείλεις ταῦτα ποιεῖν, ἀλλ' εἰ
μὲν ἀπολογούμενος εἶ, ὀφείλεις ἐξ ἀρχῆς τοῦ προοιμίου λύειν τὴν ὕβριν,
ἣν κατὰ σοῦ ὁ κατήγορος ἐνεδείξατο, εἰ δὲ κατήγορος εἶ, ἐν τῷ ἐπιλόγῳ
καὶ οὐχὶ ἐν τῷ προοιμίῳ δεῖ τὴν ὕβριν ποιεῖν κατὰ τοῦ ἀντιδικοῦντός σοι
καὶ τὴν κατηγορίαν.
δριαντοποιῷ. καὶ ἐπὶ τῶν παθέων δὲ τῆς ψυχῆς ὁ αὐτὸς λόγος· ὁ γὰρ
θυμὸς
ἐφ' ἑτέρῳ τινὶ πέφυκεν ἀνεγείρεσθαι καὶ ὑφ' ἑτέρου τινὸς ἔξωθεν
ἐρεθίζεσθαι
οἷον ὀλιγωρίας, ἀτιμίας, ὕβριος· ὁ δὲ ταῦτα δρῶν ἐν ἑαυτῷ τὴν αἰτίαν
ἔχει
τῶ ταῦτα δρᾶν”. ἀλλ' ἆρα τὸ ποιεῖν ἦν τίθεσθαι εἰς γένος ἢ τὸ ποιοῦν ἢ
τὴν ποίησιν, ὥσπερ καὶ ἡ ποιότης ἦν γένος καὶ τὸ ἀπ' αὐτῆς ποιόν; ἢ
σύζυγα
μὲν ὑπάρχει καὶ ἐνταῦθα ποίησις, ποιεῖν καὶ ποιοῦν· καὶ τὸ μὲν ποιοῦν
ὡς
484
δριαντοποιῷ. καὶ ἐπὶ τῶν παθέων δὲ τῆς ψυχῆς ὁ αὐτὸς λόγος· ὁ γὰρ
θυμὸς
ἐφ' ἑτέρῳ τινὶ πέφυκεν ἀνεγείρεσθαι καὶ ὑφ' ἑτέρου τινὸς ἔξωθεν
ἐρεθίζεσθαι
οἷον ὀλιγωρίας, ἀτιμίας, ὕβριος· ὁ δὲ ταῦτα δρῶν ἐν ἑαυτῷ τὴν αἰτίαν
ἔχει
τῶ ταῦτα δρᾶν”. ἀλλ' ἆρα τὸ ποιεῖν ἦν τίθεσθαι εἰς γένος ἢ τὸ ποιοῦν ἢ
τὴν ποίησιν, ὥσπερ καὶ ἡ ποιότης ἦν γένος καὶ τὸ ἀπ' αὐτῆς ποιόν; ἢ
σύζυγα
μὲν ὑπάρχει καὶ ἐνταῦθα ποίησις, ποιεῖν καὶ ποιοῦν· καὶ τὸ μὲν ποιοῦν
ὡς
συλλαμβάνον καὶ τὸ ὑποκείμενον καὶ σύνθετον ὑπόνοιαν ἔκ τε τοῦ
ἐνεργοῦντος
καὶ τῆς ἐνεργείας ἐμποιοῦν ἐξ ἀρχῆς οὐκ ἐδέχθη τόπον, ἡ δὲ ποίησις καὶ
τὸ
ποιεῖν ὡς ἁπλούστερα καὶ μὴ συνθέσεως ἐφαπτόμενα οἰκειότερα μᾶλλον
τοῦ
ποιοῦντος εἰς γένους ἀφορισμὸν προεκρίθη. τούτων δ' αὖ τὸ ποιεῖν καὶ
τῆς
ποιήσεως προτετιμήκαμεν, ὡς διπλῆς οὔσης ἐκείνης· ἥ τε γὰρ ἐνέργεια
καὶ τὸ
τέλος τῆς ἐνεργείας ποίησις ὀνομάζεται· χρεία δὲ ἦν οὐ τοῦ
485
ἀποτελέσματος,
ἀλλὰ τῆς ἐνεργείας, ἣν τὸ ἐνεργεῖν εἴτ' οὖν τὸ ποιεῖν σημαίνει μονοειδῶς.
ἐφ' ἑτέρῳ τινὶ πέφυκεν ἀνεγείρεσθαι καὶ ὑφ' ἑτέρου τινὸς ἔξωθεν
ἐρεθίζεσθαι
οἷον ὀλιγωρίας, ἀτιμίας, ὕβριος· ὁ δὲ ταῦτα δρῶν ἐν ἑαυτῷ τὴν αἰτίαν
ἔχει
τῶ ταῦτα δρᾶν”. ἀλλ' ἆρα τὸ ποιεῖν ἦν τίθεσθαι εἰς γένος ἢ τὸ ποιοῦν ἢ
τὴν ποίησιν, ὥσπερ καὶ ἡ ποιότης ἦν γένος καὶ τὸ ἀπ' αὐτῆς ποιόν; ἢ
σύζυγα
μὲν ὑπάρχει καὶ ἐνταῦθα ποίησις, ποιεῖν καὶ ποιοῦν· καὶ τὸ μὲν ποιοῦν
ὡς
συλλαμβάνον καὶ τὸ ὑποκείμενον καὶ σύνθετον ὑπόνοιαν ἔκ τε τοῦ
ἐνεργοῦντος
καὶ τῆς ἐνεργείας ἐμποιοῦν ἐξ ἀρχῆς οὐκ ἐδέχθη τόπον, ἡ δὲ ποίησις καὶ
τὸ
ποιεῖν ὡς ἁπλούστερα καὶ μὴ συνθέσεως ἐφαπτόμενα οἰκειότερα μᾶλλον
τοῦ
ποιοῦντος εἰς γένους ἀφορισμὸν προεκρίθη. τούτων δ' αὖ τὸ ποιεῖν καὶ
τῆς
ποιήσεως προτετιμήκαμεν, ὡς διπλῆς οὔσης ἐκείνης· ἥ τε γὰρ ἐνέργεια
καὶ τὸ
τέλος τῆς ἐνεργείας ποίησις ὀνομάζεται· χρεία δὲ ἦν οὐ τοῦ
ἀποτελέσματος,
ἀλλὰ τῆς ἐνεργείας, ἣν τὸ ἐνεργεῖν εἴτ' οὖν τὸ ποιεῖν σημαίνει μονοειδῶς.
κεί-
μενα πρότερον ποιοῦσιν ἢ πάσχουσιν. ἔστι δὲ τὸ κεῖσθαι τὸ τοιάνδε θέσιν
οὐκ ἀεὶ ψοφεῖ, ἃ καὶ δυνάμει λέγεται. ὅταν οὖν ἐνεργῇ τὸ δυνάμενον
ἀκούειν
καὶ ψοφῇ τὸ δυνάμενον ψοφεῖν, τότε ἡ ἀκοὴ καὶ ὁ ψόφος ὡς ἐνεργείᾳ
ἅμα
γίνεται τῷ ὑποκειμένῳ, τῇ σχέσει δὲ καὶ τῷ λόγῳ διαφέρει, ὥσπερ
ἀνάβασις
καὶ κατάβασις, δίδαξις καὶ μάθησις. ὧν εἴποι ἄν τις τὸ μὲν εἶναι ἄκουσιν,
τὸ δὲ ψόφησιν. τὸ γὰρ ἐνεργείᾳ αἰσθήσει εἶναί ἐστι τὸ ἔχειν τὰ εἴδη τῶν
αἰσθητῶν χωρὶς ὕλης· πάλιν τὸ κατ' ἐνέργειαν αἰσθητῷ εἶναί ἐστι τὸ
ἔχεσθαι
τὸ εἶδος αὐτοῦ χωρὶς ὕλης ὑπὸ τῆς αἰσθήσεως. ἓν ἄρα τῷ ὑποκειμένῳ ἡ
ἑκατέρα ἐνέργεια, τῷ δὲ λόγῳ διάφορος, ἥτις ἀπὸ μὲν τοῦ αἰσθητοῦ θεω-
ρουμένη ἐπὶ τὴν αἴσθησιν καλεῖται ἀκουστὸν ἢ ὁρατὸν ἤ τι τοιοῦτον, ἀπὸ
δὲ
τῆς αἰσθήσεως ἐπὶ τὸ αἰσθητὸν ὅρασις καὶ ἄκουσις καὶ τὰ τοιαῦτα. εἰ δὲ
ἔστιν ἡ κίνησις καὶ ἡ ποίησις καὶ τὸ πάθος ἐν τῷ ποιουμένῳ, ἀνάγκη καὶ
τὸν ψόφον καὶ τὴν ἀκοὴν τὴν κατ' ἐνέργειαν ἐν τῇ κατὰ δύναμιν εἶναι· ἡ
γὰρ τοῦ ποιητικοῦ καὶ κινητικοῦ ἐνέργεια ἐν τῷ πάσχοντι ἐγγίνεται· διὸ
καὶ
οὐκ ἀνάγκη τὸ κινοῦν κινεῖσθαι. ἡ μὲν οὖν τοῦ ψοφητικοῦ ἐνέργεια
ψόφος
ἢ ψόφησις, ἡ δὲ τοῦ ἀκουστικοῦ ἀκοὴ ἢ ἄκουσις· διττὸν γὰρ ἡ ἀκοὴ καὶ
διττὸν ὁ ψόφος. ὁ δ' αὐτὸς λόγος καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων αἰσθήσεων καὶ
αἰσθη-
τῶν. ὡς γὰρ ἐν τοῖς Φυσικοῖς κίνησιν ἐλέγομεν τὴν ἐκ τοῦ ἀτελοῦς ἐπὶ τὸ
τέλειον πρόοδον καὶ ἀπὸ τοῦ δυνάμει ἐπὶ τὸ ἐνεργείᾳ (κινεῖται γὰρ ἐπὶ
τὴν
τελειότητα οὐχ ὁ διδάσκων ἀλλ' ὁ μανθάνων· τὸ γὰρ ποιοῦν ἤδη τοῦτό
ἐστιν
ἐνεργείᾳ, ὅπερ γίνεται τὸ πάσχον· τὴν γὰρ ἐφ' ὃ κινεῖ τελειότητα ἤδη
ἔχει),
καὶ πᾶσα ποίησις καὶ πάθος ἐν τῷ ποιουμένῳ καὶ πάσχοντι, ἀλλ' οὐκ ἐν
τῷ
πῶς ὑπὸ τῶν αἰσθητῶν κινεῖσθαι καὶ πάσχειν τὴν αἴσθησιν ἐτίθεμεν
πρότερον,
καὶ πῶς ἐλέγομεν δυνάμει. οὐ γὰρ κινεῖται κατὰ τὴν ἀτελῆ κίνησιν, ἀλλ'
ὡς
μὴ πρότερον ἐνεργοῦσα ὕστερον διὰ τὸ παρεῖναι τὸ αἰσθητὸν τὴν
ἐνέργειαν
προβαλλομένη ἀθρόαν καὶ αὐτὴν καὶ ἀμέριστον καὶ ἅμα πᾶσαν, ἀλλ' οὐχ
οἵα
σημαίνει τὸ λεγόμενον ὄνομα, καὶ ταὐτὸν εἶναι τὸν ὁρισμὸν τῷ ἐπ' αὐτῷ
κειμένῳ ὀνόματι. καὶ οὐδ' ὣς ὁ ὁρισμὸς δῆλος ἔσται ὅτι τοῦδέ ἐστιν οὗ
ὁρισμὸς εἶναι λέγεται. οὐ γὰρ τοῦτο δῆλον ἐκ τῆς αὐτοῦ ἀποδόσεως
γίνεται· μᾶλλόν γε μὴν ὥσπερ οὐδεμία ἀπόδειξις ἀποδείξειεν ἂν ὅτι
τοῦτό
γε τοὔνομα τοῦδε τοῦ πράγματός ἐστι δηλωτικὸν ἐφ' ᾧ τέθειται, οὕτως
οὐδὲ οἱ ὁρισμοὶ τοῦτο προσδηλοῦσιν· ἢ δὴ ὥσπερ οὐδεμία ἀπόδειξις τῷ
ὀνόματι ἕπεται, ὅτι τοῦδέ ἐστιν δεικνύουσα ᾧ καὶ ἐπιτέθειται, οὕτως οὐδὲ
τῷ
ὁρισμῷ δήλωσίς τις προσεμφαίνεται, ὅτι τοῦδε ὁρισμός ἐστιν. οἷον
ὥσπερ
διαφορίζειν
τὴν πᾶσαν ὑπόθεσιν· οἷον τί λέγομεν; ἔστιν ὄνομα λόγου ποίησις,
ἱστορία,
συγγραφή, συλλογισμός, ἐπαγωγή, προοίμιον, διήγησις, ἀπόφανσις, εὐχή,
ἄρα ὁρισμός· δυοῖν γὰρ λόγων σημαινόντων ταὐτὸ εἰ ἅτερος ὁρισμός, καὶ
θεῖσα λόγος τε εἷς πώς ἐστι κατὰ τὸν σύνδεσμον (ἔχονται γὰρ ἀλλήλων
αἱ ῥαψῳδίαι πᾶσαι καὶ τοῖς συνδέσμοις συνήνωνται, καὶ προσέτι ταὐτὸν
δηλοῖ τῷ ὀνόματι ὁ λόγος ἅπας· ὃ γὰρ τὸ Ἰλιὰς ὄνομα σημαίνει, τοῦτο
εἰς πλάτος διηγεῖται ἡ ποίησις) ἔσται ὁρισμὸς καὶ ἡ Ἰλιάς. νῦν δὲ οὐκ
ἀρκεῖ ταῦτα πρὸς τὸ εἶναι ὁρισμὸν τὸν λόγον, ἀλλ' ὁ ἀληθὴς ὁρισμὸς εἷς
τε ἔσται ἁπλῶς καὶ ἓν καθ' ἑνὸς δηλῶν μὴ κατὰ συμβεβηκός. κἂν γὰρ
πολλὰ τυχὸν εἴη ὀνόματα, ἐξ ὧν ὁ ὁρισμὸς σύγκειται, ἀλλ' ἕν τι ἐκ
πάντων
ἐστὶν ὃ δηλοῦται κατὰ τοῦ ὁριστοῦ ἑνὸς ὄντος καὶ αὐτοῦ, καὶ οὐ κατὰ
συμβεβηκός· οὐ γὰρ συμβεβηκὸς τὸ τί ἐστι καθ' οὗ ἀποδίδοται. ὧν οὐδέ-
τερον οὔτε ὁ ὀνοματώδης ἔχει λόγος οὔτε ὁ συνδέσμῳ εἷς οὔτε ὁ ἄλλως
μὲν εἷς, μὴ ὢν δὲ ὁρισμός. οὔτε γάρ τινα ὕπαρξιν πράγματος καθ' ἑτέρας
δηλοῖ ὁ ὀνοματώδης, ἀλλὰ μόνον τὴν λέξιν διασαφεῖ, πόθεν εἴληπται,
οὔτε
μὴ κατὰ συμβεβηκός, ἀλλ' ἢ μᾶλλον κατὰ συμβεβηκός· κατὰ συνθήκην
γὰρ τὰ ὀνόματα. ὁ τοίνυν τοιοῦτος λόγος οὐκ ἂν εἴη ὁρισμός, καθὼς
τὰ πλήθη φασί, διὸ καὶ προστίθησι τοῖς κοινοῖς λόγοις ἀρκούμενος ὥσπερ
οὕτως ὁρίζεται τὴν τέχνην. ἕτερον δ' ἐστὶ ποίησις καὶ πρᾶξις·
πιστεύομεν δὲ περὶ αὐτῶν καὶ τοῖς ἐξωτερικοῖς λόγοις.λαβὼν
ὡς ὁμολογούμενον τὸ ἕτερα εἶναι ἀλλήλων τὴν ποίησιν καὶ πρᾶξιν,
βεβαι-
οῦται τοῦτο ἐκ τῆς κοινῆς ὑπολήψεως καὶ λέγει πιστὴν εἶναι τὴν τούτων
διαφοράν, ἐξ ὧν ἅπαντες περὶ αὐτῶν κοινῶς ὑπολαμβάνουσιν ἄνθρωποι.
ἐξωτερικοὺς δ' ὀνομάζει λόγους, οὓς ἔξω τῆς λογικῆς παραδόσεως
κοινῶς
τὰ πλήθη φασί, διὸ καὶ προστίθησι τοῖς κοινοῖς λόγοις ἀρκούμενος ὥσπερ
εἶναι πρᾶξιν καὶ ἄλλο ποίησιν, καὶ οὔτε τὸ ποιηθὲν πραχθὲν ὀνομάζουσιν
Ευστράτιος. In Aristotelis Ηθικά Νικομάχεια. vi commentaria
P. 299, line 17
ἕξεως. δεῖ δὲ ἐξακούειν τὴν ἕξιν ἐπ' ἀμφοτέρων, ἔλαβε δὲ τὸ μετὰ λό-
γουκαὶ ἐπ'ἀμφοῖν, ὡς τῆς ἀπαριθμήσεως τὰς μετὰ λόγου παραλαμβα-
νούσης ἕξεις ἢ καὶ δυνάμεις. οὐ γὰρ τὴν τυχοῦσαν πρακτικὴν καὶ ποιη-
τικὴν δεῖ νοεῖν ἐνταυθοῖ ἀλλὰ τὰς μετὰ λόγου. αὗται γὰρ καὶ ἀληθεύ-
ειν πεφύκασι. καὶ οὐ περιέχεται ὑπ' ἀλλήλων πρᾶξις καὶ ποίησις.
οὔτε γὰρ ἡ πρᾶξις ποίησις οὔτε ἡ ποίησις πρᾶξίς ἐστιν.καὶ
μήτις οἰέσθω, φησίν, ὡς οὕτως ἀλλήλων εἰσὶν ἕτεραι, ὡς τὴν μὲν περι-
498
έχειν τὴν δὲ περιέχεσθαι, οἷον ὡς ἐπὶ τῶν γενῶν ἔχει καὶ τῶν εἰδῶν.
ἕτερα γὰρ πρὸς ἄλληλα καὶ τὰ εἴδη καὶ τὰ γένη. οὐ γὰρ ἂν ἐπερίς-
σευσε τῶν γενῶν τὰ εἴδη τῷ ἔχειν πλείους τῶν γενῶν τὰς οὐσιώδεις δια-
φοράς, ἀλλ' ἡ πρᾶξις καὶ ἡ ποίησις οὐχ οὕτως ἀλλήλων ἕτερα. οὔτε γὰρ
ἡ πρᾶξις περιέχει τὴν ποίησιν οὔτε ἡ ποίησις τὴν πρᾶξιν.
θατέραν
τῇ ἑτέρᾳ, βούλεται νοῦν ὁρίσασθαι τὴν τέχνην. παραλαμβάνει δὲ διὰ τὴν
σαφήνειαν τὴν οἰκοδομικήν, μίαν καὶ αὐτὴν τῶν τεχνῶν, καὶ δείκνυσι δι'
αὐτῆς οἰκειότατον τῇ τέχνῃ τὸν ἀποδιδόμενον ὁρισμόν, ὡς καὶ ἀντιστρέ-
φοντα πρὸς αὐτόν. φησὶ γὰρ ἐπεί δ' ἡ οἰκοδομικὴ τέχνηἐστίν,
Διὰ τοῦτο, φησί, περὶ γένεσιν λέγομεν καὶ περὶ τὰ ἐνδεχόμενα τέχνην
καταγίνεσθαι, διότι οὐκ ἔστι τέχνη τῶν ἐξ ἀνάγκης ὄντων ἢ γινομένων.
οὐ μόνον γὰρ ὄντα ἐξ ἀνάγκης εἰσίν, ἀλλ' εἰσὶ καὶ γινόμενα ἐξ ἀνάγκης·
ὄντα μὲν αἱ ἄυλοι οὐσίαι καὶ ἀσώματοι καὶ αἱ οὐράνιαι σφαῖραι καὶ αἱ
τῶν στοιχείων ὁλότητες (μένουσι γὰρ καὶ αὐτὰ ὑπὸ τοῦ δημιουργοῦ
συνε-
χόμενα), γινόμενα δὲ αἵ τε κινήσεις τῶν οὐρανίων σφαιρῶν καὶ αἱ ὧραι
τοῦ ἔτους, καὶ τὰ τοιαῦτα, κατὰ φύσιν δὲ τὰ ζῷα καὶ τὰ φυτά. τῶν
μὲν οὖν ἀναγκαίων τῷ μὴ ἀνάγκῃ εἶναι τὰ τῇ τέχνῃ ὑποκείμενα διαφέ-
ρουσι, τῶν δὲ κατὰ φύσιν, ὅτι ταῦτα ἐν αὑτοῖς ἔχουσι τὴν ἀρχὴν τῆς
κινήσεως.
Δείξας ἕτερα ἀλλήλων τὴν πρᾶξιν καὶ ποίησιν, λαμβάνει τοῦτο νῦν
ὡς ὁμολογούμενον καὶ φησὶ τὴν τέχνην ποιήσεως εἶναι τέχνην ἀλλ' οὐ
πράξεως, διότι καὶ τὰ τέλη τῆς τέχνης ἔργα εἰσὶ μετὰ τὴν τεχνικὴν
ἐνέργειαν ὑπομένοντα, τῆς δὲ πράξεως ἀρκετὸν τέλος ἡ εὐπραξία, ἱκανὸν
ἐνδεχόμενα,
κἀντεῦθεν αὖθις ὅτι ἡ μὲν ἐπιστήμη οὐκ ἔστι βουλευτική· περὶ γὰρ τῶν
ἀναγκαίων εἶναι ἢ μὴ εἶναι οὐδεὶς βουλεύεται. περὶ ταῦτα δὲ ἡ ἐπιστήμη,
ἡ δὲ φρόνησις βουλευτικὴ καὶ οὐκ ἔστιν ἐπιστήμη. ἐπεὶ δὲ συμπεραινό-
μενος καὶ τὴν τέχνην σὺν τῇ ἐπιστήμῃ διΐστησι τῆς φρονήσεως, διὰ τοῦτο
ταῦτα προστίθησιν, ἀποδιδοὺς τὰς αἰτίας περὶ ἀμφοῖν, δι' ἃς καὶ τῆς
τέχνης καὶ τῆς ἐπιστήμης διΐσταται. καὶ οὔτε ἐπιστήμη ἡ φρόνησις οὔτε
τέχνη ἐστίν. ἐπιστήμη μὲν γὰρ οὐκ ἔστιν, ὅτι πρακτική ἐστι καὶ περὶ
τὰ πρακτὰ γίγνεται· πᾶν δὲ τὸ πρακτὸν ἐνδέχεται ἄλλως ἔχειν, τὸ δὲ
ἐπιστητὸν οὐχί· οὐκ ἄρα ἐπιστήμη ἡ φρόνησις. τέχνη δ' οὐκ ἔστιν, ὅτι
ἑτέρα τῷ εἴδει πρᾶξις καὶ ποίησις, ὃ καὶ ἤδη προλαβὼν εἴρηκε. ταῦτα
οὕτως εἰπὼν τὸν τῆς φρονήσεως ὅρον συνίστησιν οὕτως ἐπαγαγών· λεί-
πεται ἄρα αὐτὴν εἶναι ἕξιν ἀληθῆ μετὰ λόγου πρακτικὴν περὶ
τὰ ἀνθρώπῳ ἀγαθὰ καὶ κακά.τὸ μὲν ἕξιν ἀληθῶς μετὰ λόγου, κοι-
νὰ λαμβάνων τῆς ἐπιστήμης τε καὶ τέχνης καὶ τῆς φρονήσεως (πᾶσαι
γὰρ αἱ ἐνταῦθα ἀπαριθμούμεναι ἕξεις εἰσὶν ἀληθῶς μετὰ λόγου), τὸ δὲ
πρακτικὴν ὡς μὲν πρὸς τὰς εἰρημένας ἴδιον τῆς φρονήσεως, κοινὸν δὲ καὶ
τὸ τέλος, ἀλλ' ἔστι τι ἕτερον τῇ ἐνεργείᾳ ἑπόμενον παρ' αὐτὴν τὴν ἐνέρ-
γειαν, ὡς ἡ νίκη τῇ τῆς στρατηγικῆς καὶ τῇτῆς οἰκονομικῆς καὶ τῇ
τῆς χρηματιστικῆς ὁ πλοῦτος. διαφέρει οὖν καὶ τούτων καὶ τῶν πρακτι-
κῶν τεχνῶν ἡ φρόνησις, ὅτι καὶ αὕτη πρακτικὴ οὖσα ἕξις αὐτὸ ἔχει τέλος
τὸ πρᾶξαι καλῶς. εἰ δὲ καὶ κλέος πολλάκις καὶ ἔπαινοι ἕπονται τοῖς εὖ
πράττουσιν, ἀλλ' οὐ τέλη ταῦτα φρονήσεως. ἦν γὰρ ἂν ὁ φρόνιμος ἄρε-
σκος, οὐ τὸ ἀγαθὸν ἔχων τέλος τῆς αὑτοῦ ἕξεως, ὃ ἡ εὐπραξία ἐστίν,
ἀλλὰ
τὸ ἀρέσκειν τοῖς ἐπαινέταις· νῦν δ' οὐδενὸς τοιούτου ὁ τῷ ὄντι φρόνιμος
πεφρόντικεν ἐν ταῖς πράξεσιν, ἀλλ' ὅπως τὸ εὖ κατορθώσῃ ἐν αὐταῖς.
διὰ τοῦτο εἶπεν, ὅτι τῆς μὲν ποιήσεως ἕτερον τὸ τέλος, τῆς δὲ
πράξεως οὐκ ἀεί.πᾶσα πὰρ ποίησις ἔχει ποίημα ἐξ ἀνάγκης ἀποτε-
λούμενον ἕτερον ὂν παρὰ τὴν ποίησιν, ἥ ἐστι τοῦ ποιητικοῦ τεχνίτου
ἐνέργεια. οὐχὶ δὲ καὶ πᾶσα πρᾶξις ἔχει τέλος παρὰ τὴν πρᾶξιν ἕτερον,
ἀλλ' αἱ μὲν ὡς τέχναι πρακτικαὶ ἔχουσι καὶ αὐταὶ τέλος τῶν πράξεων, ἡ
δὲ ὡς φρόνησις πρακτικὴ αὐτὴν τὴν εὐπραξίαν ἔχει τὸ τέλος καὶ οὐδὲν
501
τυχεῖν, ἐκεῖνα πράττοντας, ὧν οὐκ ἔστι τέχνη· ὥστε καὶ ὅλως ἂν εἴη
φρόνιμος ὁ βουλευτικός· εἰ δὲ βουλευτικός, περὶ τὰ ἐνδεχόμενά ἐστιν.
οὐ-
δεὶς γὰρ βουλεύεται περὶ τῶν ἀναγκαίων καὶ μὴ δυναμένων ἄλλως ἔχειν,
ἔτι δὲ οὐδὲ περὶ τῶν ἐνδεχομένων μὲν γενέσθαι ὅλως, ὑπ' αὐτοῦ δὲ γε-
νέσθαι οὐκ ἐνδεχομένων· ὁμοίως γὰρ οὐδὲ περὶ αὐτῶν βουλεύεταί τις,
ἀλλὰ μόνον περὶ τῶν δυνατῶν ὑπ' αὐτοῦ πραχθῆναι. φανερὸν δὴ ἐκ τῶν
εἰρημένων, ὅτι ἡ φρόνησις ἄλλο ἐστὶν οὐ μόνον παρὰ τὴν τέχνην, ὡς
δέδεικται, ἀλλὰ καὶπαρὰ τὴν ἐπιστήμην, ὅτι ἡ μὲν περὶ τὰ ἀναγκαῖά
ἐστιν, ἡ δὲ φρόνησις περὶ τὰ ἐνδεχόμενα ἄλλως ἔχειν. ἔστι γὰρ φρόνησις
502
ἕξις ἀληθὴς μετὰ λόγου πρακτικὴ περὶ τὰ ἀνθρώπου ἀγαθὰ καὶ κακά.
τῆς τέχνης δὲ διαφέρει, καθὼς εἴρηται, ὅτι ἄλλο πρᾶξις καὶ ἄλλο ποίησις·
τῆς μὲν γὰρ ποιήσεως τὸ τέλος ἄλλο ἐστὶ παρὰ τὴν ποίησιν· ἄλλο γάρ
ἐστι ναυπηγικὴ καὶ ἕτερον τὸ πλοῖον· τῆς δὲ πράξεως τὸ τέλος οὐκ ἔστιν
ἄλλο παρὰ τὴν πρᾶξιν ἀεί· καὶ γὰρ ἐνίοτε αὐτὴ ἡ πρᾶξις τέλος ἐστὶν ἑαυ-
τῆς, ὅταν εὖ καὶ καλῶς πράττηται· τῆς γὰρ ἱππικῆς τέλος τὸ εὖ καὶ καλῶς
ἡ μὲν οὖν τῶν λεγομένων διάνοια αὕτη· δεῖ δὲ καὶ τὴν λέξιν ἐπιδραμεῖν.
ἡ μὲν οὖν φίλησις, φησί, καὶ τὸ φιλεῖν ἔοικε ποιήσει, ἡ δὲ ποιήσις ἐν τῷ
ποιοῦντι, ὥσπερ καὶ ἡ πάθησις ἐν τῷ πάσχοντι. εἰ οὖν ἡ φίλησις ἔοικε
ποιήσει, ἡ δὲ ποιήσις ἐν τῷ ποιοῦντι, ὁ δὲ ποιῶν ὁ εὐεργετῶν ἐστιν ἀλλ'
οὐχ ὁ εὐεργετούμενος, ἡ φίλησις ἄρα καὶ τὸ φιλεῖν ἐν τῷ εὐεργετοῦντί
ἐστι καὶ οὐ τῷ εὐεργετουμένῳ. ἰστέον δὲ ὅτι ἡ ποίησις καὶ ἡ πάθησις τῷ
μὲν ὑποκειμένῳ, ὡς καὶ ἡ ἀνάβασις καὶ ἡ κατάβασις, ἕν εἰσι, τῷ λόγῳ
δὲ διαφέρει· καὶ εἴρηται περὶ τούτων ἐν τῇ Φυσικῇ ἀκροάσει ἐπὶ πλέον.
ἐπεὶ οὖν ἡ φίλησις ὡς ποίησις ἐν τῷ ποιοῦντι καὶ εὐεργετοῦντί ἐστι, φυ-
σικῶς ἕπεται τοῖς ὑπερέχουσιν ἐν τῇ πράξει καθ' ἣν ὑπερέχει τὸ φιλεῖν
καὶ τὰ φιλικὰτῷ μᾶλλον φιλεῖν τοὺς ὑπερέχοντας, ἤτοι τοὺς εὐεργέτας·
πρᾶξινδὲ εἶπε τὴν εὐεργεσίαν καὶ εὐποιΐαν. καὶ εἴη ἂν τὸ τοῖς ὑπερέ
ἔχει δι' ἃ συζῶσιν οὕτως καὶ αὐτοὶ καὶ αἱ φιλίαι αὐτῶν ἀγαθαί εἰσιν, εἰ
δὲ φαῦλαι καὶ αὐτοὶ φαῦλοι καὶ αἱ φιλίαι αὐτῶν φαῦλαι καὶ ἀβέβαιοι, ὅτι
503
καὶ δι' ἃ φιλοῦσι φαῦλα καὶ ὅσον ἂν συζῶσι καὶ ἐξομοιῶνται ἀλλήλοις
τοσοῦτον μοχθηροὶ γίνονται. ἡ δὲ τῶν ἐπιεικῶν φιλία ἐπιεικὴς καὶ
βέβαιος,
συναυξανομένη ταῖς ὁμιλίαις·ταῖς γὰρ καλλίσταις ὁμιλίαις καὶ ἐνερ-
γείαις συναυξανομένης τῆς ἀρετῆς, συναυξάνεται καὶ ἡ φιλία·
συναυξάνεται
δὲ ταῖς ὁμιλίαις, διότι πάντων αἱ ἐπιδόσεις ταῖς ἐνεργείαις γίνεσθαι πεφύ-
κασι· τούτου τε οὖν ἕνεκα συναυξάνονται καὶ τοῦ διορθοῦσθαι
ἀλλήλους.
ἀπομάττονται γὰρ ἀπ' ἀλλήλωνκαὶ ἐπισπῶνται πρὸς ἑαυτοὺς τὰ ἀλλή-
λων ἔργα καὶ τοὺς λόγους οἷς ἀρέσκονταικαὶ ὧν ἕνεκα φίλοι εἰσίν.
“ἐσθλὰ μὲν γάρ, φησίν ἡ ποίησις, ἀπ' ἐσθλῶν.” ὥστε καὶ ἀπὸ τῶν
φαύλων
φαῦλα ἀπομαξόμεθα καὶ ἀποθησαυρίσομεν. ὧδε μὲν οὖν πεπλήρωται τὸ
Ἰῶτα τῶν Ἠθικῶν Νικομαχείων καὶ αἱ εἰς αὐτὸ σχολαί.
αὐτὴν καὶ οὐ δι' ἄλλο τι. εἰ δὴ τὴν ἡδονὴν δι' ἑαυτὴν αἱρούμεθα, τὸ
δὲ δι' αὑτὸ αἱρετὸν καὶ μὴ δι' ἄλλο τι μάλιστα ἀγαθόν, ἡ ἡδονὴ ἄρα
μάλιστα ἀγαθόν· τὸ δὲ μάλιστα ἀγαθὸν καὶ τὸ τἀγαθὸν ταὐτόν· ἡ ἡδονὴ
ἄρα τἀγαθόν. ἔστι δὲ ὁ λόγος τοιοῦτος· ἡ ἡδονὴ δι' ἑαυτὴν αἱρετή, τὸ
δι' ἑαυτὸ αἱρετὸν μάλιστα αἱρετόν, τὸ μάλιστα αἱρετὸν μάλιστα ἀγαθόν,
τὸ
μάλιστα ἀγαθὸν καὶ τἀγαθὸν ταὐτόν· ἡ ἡδονὴ ἄρα τἀγαθόν. ὅτι δὲ μά-
λιστα αἱρετόν, ἤτοι αἱρετώτατόν ἐστιν ἡ ἡδονή, συνιστᾶν ἐπεχείρει διὰ
τοῦ
προτιθεμένηναἱρετῷ τινι αἱρετώτερον ἐκεῖνο ποιεῖ. ἡ γὰρ μεθ' ἡδο-
νῆς δικαιοπραγία αἱρετωτέρα τῆς ἄνευ ἡδονῆς, ἀλλὰ καὶ ἡ μεθ' ἡδονῆς
θεωρία αἱρετωτέρα τῆς χωρὶς ἡδονῆς, καὶ ὅλως πᾶσα πρᾶξις καὶ πᾶσα
ποίησις μεθ' ἡδονῆς βελτίων τῆς ἀνηδόνου πράξεως καὶ ποιήσεως. καὶ
ἔτι, φησί, δῆλον, ὡς αἱρετωτάτη ἐστὶν ἀπὸ τοῦ ἐπίδοσιν τὰ μετ' αὐτῆς
καὶ σὺν αὐτῇ γινόμενα λαμβάνειν. αἵ τε γὰρ μαθήσεις αἱ μεθ' ἡδονῆς
τάχιον ἐπιδιδόασι τῶν χωρὶς ἡδονῆς ἢ καὶ μετὰ λύπης, αἵ τε κατ' ἀρετὴν
ἐνέργειαι καὶ ἁπλῶς πάντα. ἡ μὲν οὖν σύμπασα τῶν προκειμένων διάνοια
εἰπεῖν, ποῖοι ποίᾳ ἁρμόζουσι καὶ ποῖοι σώζειν αὐτὴν δύνανται καὶ ποῖοι
φθείρειν, ὥστε δεῖ τὸν βουλόμενον τέλειον ἔσεσθαι τὴν ἀνθρωπίνην
φιλο-
σοφίαν, ἤτοι πολιτικὸν εὐδαίμονα, μετὰ τὰ βιβλία ταῦτα τὰς πολιτείας
αὐ-
τοῦ ἐφεξῆς τούτοις οὔσας ἀναγινώσκειν. καὶ περὶ μὲν οὖν τούτων ταῦτα.
Πῶς τὴν τῶν ὅρκων σύγχυσιν δοκεῖ ἡ ποίησις εἰς θεοὺς ἀναπέμπειν,
ἡ ἀληθὴς περὶ αὐτῶν ὑφήγησις.
μὴν καὶ τοὺς τόπους τοὺς ἐν Ἅιδου καὶ τὰ ὑπὸ γῆς δικαι-
ωτήρια καὶ τοὺς ποταμούς, οὓς Ὅμηρός τε καὶ Πλάτων
ἡμᾶς ἐδιδαξάτην, οὐ κενὰς φαντασίας οἰητέον εἶναι καὶ
μυθικὰς τερατείας· ἀλλ' ὥσπερ ταῖς εἰς οὐρανὸν ἰούσαις
ψυχαῖς πολλοὶ τόποι καὶ παντοδαποὶ τῆς ἐκεῖ λήξεως
ἀφωρίσθησαν, οὕτω δεῖ νομίζειν καὶ ταῖς κολάσεως ἔτι καὶ
καθάρσεως δεομέναις τοὺς ὑπὸ γῆς τόπους ἀνεῖσθαι, ποι-
κίλας μὲν ἀπορροίας ἔχοντας τῶν ὑπὲρ γῆς στοιχείων,
ἃς δὴ ποταμοὺς καὶ ῥεύματα κεκλήκασιν, δαιμόνων δὲ τάξεις
διαφόρους ἐφεστώσας, τὰς μὲν τιμωρούς, τὰς δὲ κολαστικάς,
τὰς δὲ καθαρτικάς, τὰς δὲ κριτικάς. εἰ δὲ ἡ ποίησις σμερ-
δαλέ' εὐρώεντα τά τε στυγέουσι θεοί περἐκεῖνα προς-
είρηκεν [Il. Υ 65], οὐδὲ τοῦτο αἰτιᾶσθαι προσήκει. κατα-
πλήττει μὲν γὰρ τὰς ψυχὰς διὰ τῆς ποικιλίας καὶ τῆς τῶν
ἐφεστώτων φαντασίας, ἀνήπλωται δὲ κατὰ τὰς παντοίας
λήξεις τὰς πρεπούσας ταῖς διαφόροις ἕξεσι τῶν ἐκεῖ φερο-
μένων, πορρωτάτω ⟦τὰ⟧ δέ ἐστι τῶν θεῶν ὡς ἔσχατα τοῦ
παντός, καὶ πολὺ τῆς ὑλικῆς ἀταξίας ἔχοντα καὶ οὐδὲ τῶν
ἡλιακῶν ἀκτίνων ἀπολαύοντα. τοσαῦτα καὶ περὶ τούτων
εἰρήσθω τῶν στίχων, οὓς ὁ Σωκράτης διαγράφειν ἀξιοῖ, καὶ
ὧν τοὺς παρ' αὐτῷ παιδευομένους
Καὶ μὴν καὶ περὶ τῆς πρὸς τὸν Ξάνθον αὐτοῦ λεγο-
μένης μάχης οὐ χαλεπὸν ἀπαντᾶν. οὐ γὰρ πρὸς αὐτὸν
τὸν θεὸν ἀπειθὴς ἦν, ἀλλ' ἢ πρὸς τὸ φαινόμενον ὕδωρ
ἐμποδίζον αὐτῷ τὴν κατὰ τῶν πολεμίων ὁρμὴν ἢ πρός τινα
ὅτι ἄγοιντο παρ' αὐτῶν μετὰ τὰς ἀσπαλάθους ἐπὶ τὸν Τάρ-
ταρον, τὸ τῆς τίσεως δεσμωτήριον, ἐναργῶς ὥρισεν, οἵων
ἐστὶν ἄξιον τὸ τοιόνδε τῆς ζωῆς εἶδος, καὶ ὅτι ἄτακτον ὂν
καὶ φυγὸν ἅπαντας θεσμοὺς εἰς τὸ ἀκοσμότατον συνέωσται
τοῦ κόσμου, καὶ ἀποδρᾶν νοῦν εἰς τὸ ἀλαμπέστατον. τοι-
οῦτος γὰρ ὁ Τάρταρος, χῶρος ὢν πάσης ἀτάκτου καὶ σκο-
τεινῆς ὕλης, εἰς ὃν συρρεῖ τὰ ἔσχατα τῶν κοσμικῶν στοι-
χείων, πρὸς δὲ τὸν Ὄλυμπον ἀντίθετος. ὃ μὲν γὰρ ὁλο-
λαμπής, πάντα περιέχων, ὑψηλότατος· ὃ δὲ σκοτεινός,
523
σματα.
Λέγει τοίνυν ἐκεῖνος ὁ μῦθος τὸν Προμηθέα κοσμοῦντα
τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος καὶ προνοοῦντα τῆς λογικῆς ἡμῶν
ζωῆς, ἵνα μὴ βαπτισθεῖσα χθονὸς οἴστροιςκαὶ
ταῖς τῆς φύσεως ἀνάγκαις, ὥς φησί τις θεῶν, ἀπό-
ληται, τὴν φύσιν ἐνδῆσαι ταῖς τέχναις καὶ ταύτας οἷον
παιζούσαις ταῖς ψυχαῖς τοῦ νοῦ μιμήματα προτεῖναι καὶ
διὰ τούτων ἀνεγεῖραι τὸ γνωστικὸν ἡμῶν καὶ διανοητικὸν
εἰς τὴν τῶν εἰδῶν θεωρίαν. Πᾶσα γὰρ τεχνικὴ ποίησις
εἰδοποιός ἐστι καὶ κοσμητικὴ τῆς ὑποκειμένης ὕλης. Ἀλλὰ
τὰς μὲν τέχνας αὐτὸν προμηθούμενον καὶ δοῦναι ταῖς
ψυχαῖς καὶ λαβεῖν παρὰ Ἡφαίστου καὶ Ἀθηνᾶς (ἐν γὰρ
τοῖς θεοῖς τούτοις πρώτως ἡ τῶν τεχνῶν περιέχεται πασῶν
αἰτία, τοῦ μὲν τὸ δημιουργικὸν αὐτῶν πρώτως παρεχο-
μένου, τῆς δὲ τὸ γνωστικὸν καὶ νοερὸν αὐταῖς ἐπιλαμπού-
σης ἄνωθεν)· ἐπειδὴ δὲ οὐ μόνον ἔδει τῆς τῶν τεχνῶν
εὑρέσεως ταῖς ἐν γενέσει ψυχαῖς, ἀλλὰ καὶ τούτων τελεω-
τέρας ἄλλης τινὸς ἐπιστήμης, τῆς πολιτικῆς, ἣ τὰς τέχνας
ταύτας συντάττειν δύναται καὶ κοσμεῖν καὶ πρὸς τὴν κατὰ
λαδὴ καὶ δοὺς αὐτοῖς ζωὴν οἰκείαν καὶ νοῦν. οὕτω δὲ καὶ
τὰ πλανώμενα ἐνετίθει ταῖς περιφοραῖς, ἃς ἡ θατέρου
περίοδος ἤϊεν, ὡς εἴρηται ἐν ἐκείνοις[38 C]· θεῖα γὰρ
ὄντα ζῷα δεῖ καὶ ψυχὴν ἔχειν νοερὰν καὶ νοῦν θεῖον· ὅτι
γὰρ οὐχ ὑπὸ τῆς τοῦ ὅλου ψυχῆς ψυχοῦται μόνης, ἀλλὰ
καὶ ἰδίαν ἔχει τὴν ἐφεστῶσαν ἕκαστον, μάθοιμεν ἂν συννοή-
σαντες, ὅτι καὶ τῶν ἐνταῦθα ζῴων κρείττονά ἐστιν ὅσα μετὰ
βάνον δυνάμεως ἐκεῖθεν καὶ τοῦ ἐνεργεῖν, εἰς τὴν τῆς ἐναντιώσεως
μοῖραν
καθίσταται, καὶ οὔτε στέρησις ἐστὶ παντελὴς οὔτε ἐναντίον, ἀλλ' ὑπεναν-
τίοντῷ ἀγαθῷ
548
Εἰ δὲ ἄρα τύχη τις διασχίζοι τὰ σώματα, τῇ γοῦν
ψυχῇ προβλέπειν καὶ μὴ τῷ πόθῳ τῶν παιδικῶν ἀπο-
σχίζεσθαι. Γνωρίζω τὸ πάθος· ἐμὴν ἑρμηνεύει γνώ-
μην ἡ ποίησις.
Τρήρωσι: δειλαῖς.
Τριακάς: τοῖς τετελευτηκόσιν ἤγετο ἡ τριακοστὴ
ἡμέρα διὰ θανάτου καὶ ἐλέγετο τριακάς· Ὑπερίδης
549
ἐγνώσθη
μετὰ ταῦτα, εἰ μὴ θεῶν τις ἠβουλήθη παράδειγμα τοῖς ἀνθρώποις χαρίσα-
σθαι τοῦ Κρονίου βίου, ἵνα μὴ δοκῇ μῦθος εἶναι ὁ λόγος, μὴ ἔχων
ἐπιμαρτυροῦ-
σαν τὴν ἱστορίαν. ὁ μὲν γὰρ Χείρων λεγόμενος ἐν μεθορίῳ μᾶλλον
εἱστήκει
τῆς Κρόνου καὶ Διὸς ἀρχῆς, ὅθεν διφυής. Σαραπίων δὲ οὗτος ὑπὸ τοῦ
φιλοσόφου γνωσθεὶς ἀναγεγράφθω τοιοῦτος· ὃς κληρονόμῳ τῷ Ἰσιδώρῳ
ἐχρήσατο, μηδένα πρὸς γένους ἔχων, μηδὲ ἄξιον ἄλλον ὑπολαμβάνων
εἶναι τῆς ἑαυτοῦ οὐσίας, δυεῖν λέγω ἢ τριῶν βιβλίων.
ἥτις ποτέ ἐστιν· ἐκεῖνο δὲ εἰς πάντα μόνον· εἰ δὲ καὶ αἴτιον, ὡς ἐν τοῖς
πᾶσιν τὸ αἴτιον, ὥστε καὶ τὰ πάντα ὅσα ἀπ' αὐτοῦ αἰτιατά, ὡς ἐν τοῖς
πᾶσι
καὶ τοῦτο περιεχόμενον. Ἐκεῖνο δὲ προέστηκεν οὔτε ὡς αἴτιον, οὔτε ὡς
αἰτιατῶν, ἀλλὰ ἁπλῶς καὶ ἀδιορίστως, ὡς ἓν πάντα τῶν πάντων. Οὐκοῦν
διώρισταί γε καὶ ταύτῃ ὡς τοιοῦτον τῶν μὴ τοιούτων·
εἶδος ὡς μετέχουσα τοῦ ἀγαθοῦ, ὤφελεν εἶναι καὶ τοῦ κακοῦ ὡς μετέ-
χουσα τοῦ κακοῦ· καὶ πῶς; ἔσται γὰρ εἴδη τὰ αὐτὰ τῶν ἀντικειμένων
γενῶν.
ρκβʹ. Ὅτι οὐ στοιχεῖον τοῦ ἀγαθοῦ· εἰ καὶ ἡστὸν τὸ ἀγαθόν, ἀλλ'
οὐχ ἡδονὴ τὸ ἡστόν, ἀλλὰ καὶ ἀνήδονον, ὥσπερ καὶ τὸ κινοῦν ἀκίνητον.
– εἰ συνεπληροῦτο ὑπὸ τοῦ ἡστοῦ, πᾶσιν ἂν προσέπεσεν, ὥσπερ ὠφέ-
552
λιμον, οὕτω καὶ ἡδύ· νῦν δὲ πολλὰ τῶν ἀγαθῶν οὐχ ἅμα τῇ ἡδονῇ
παραγίνεται. – εἰ τοῦ ἀγαθοῦ τὸ σῴζειν, ἀρκεῖ τοῦτο, σῴζεται δὲ καὶ
τὸ μὴ ἡδόμενον. – εἰ τὸ ἡδὺ συμπληροῖ τὸ ἀγαθόν, διὰ τί μὴ καὶ τὸ
λυπηρόν, ὥστε καὶ τὸ φευκτόν;
ρκγʹ. Ὅτι τῶν πρὸς τέλος ἐστίν, ἀλλὰ οὐ τέλος· εἰ καὶ πᾶσα ποίησις
πρὸς τέλος, πολλῷ μᾶλλον ἡ πάθησις. – εἰ καὶ αἱ τέχναι προσχρῶνται
τῇ ἡδονῇ πρὸς τὸ ὠφέλιμον, ὥσπερ ἡ ἰατρική, τέλος ἂν εἴη τὸ ὠφέλιμον
τῆς ἡδονῆς. – εἰ παραθήγειν τὴν εἰς ἀγαθὸν σπεύδουσαν ἐνέργειαν τῇ
ἡδονῇ σκοπός, δῆλον ὅτι πρὸς τέλος καὶ αὕτη ἐστίν. – εἰ καὶ ἡ λύπη
πρὸς τέλος, πάντως ὅτι καὶ ἡ ἡδονὴ ἐν τῷ αὐτῷ γένει.
ρκδʹ. Ὅτι ὥσπερ ἡ γνῶσις ἀνατείνεται πρὸς τὸ γνωστόν, οὕτως ἡ
αἵρεσις πρὸς τὸ αἱρετόν, ἄλλη οὖσα παρὰ τὴν ἡδονήν· εἰ ἡ μὲν γνῶσις
ὁρᾷ, ἡ δὲ αἵρεσις ἀσπάζεται, καὶ οὐ πάντως ὅπερ γιγνώσκομεν τοῦτο
καὶ αἱρούμεθα· ἕπεται δὲ τούτοις ἡ ἡδονὴ τῆς τεύξεως ἢ παραγιγνο-
μένης ἢ ἐλπιζομένης.
Τῶν Ὁμήρου Σειρήνων καλὸν μὲν ἴσως εἴ τις ἀπόσχοιτο τὴν ἀρχὴν ἢ
κηρῷ
τὰς ἀκοὰς ἀλειψάμενος ἢ ἀλλ' ἑτέραν τραπόμενος, ὡς ἂν ἀποφύγῃ τὸ
θέλγητρον.
μὴ ἀποσχόμενος δέ, ἀλλὰ διὰ τῆς ᾠδῆς ἐκείνης ἐλθών, οὐκ ἄν, οἶμαι,
οὔτε
παρέλθῃ ῥᾳδίως, εἰ καὶ πολλὰ δεσμὰ κατέχοι, οὔτε παρελθὼν εἴη ἂν
εὔχαρις.
εἰ γάρ που, ὥσπερ θεάματά τινα, ὁποῖα τὰ θρυλλούμενα ἑπτὰ ἐν λόγοις
κεῖνται,
ἀριθμήσει τις καὶ ἀκούσματά τινα ἐπιστροφῆς ἄξια, εἴη ἂν ἐν αὐτοῖς
μάλιστα
καὶ ἡ Ὁμηρικὴ ποίησις, ἧς οὐκ οἶμαι εἴ τις τῶν πάλαι σοφῶν οὐκ
ἐγεύσατο καὶ
μάλιστα τῶν ὅσοι τῆς ἔξω σοφίας ἠρύσαντο. ἐξ Ὠκεανοῦ μὲν γὰρ
ποταμοὶ
553
πάντες, πηγαὶ πᾶσαι, φρέατα πάντα κατὰ τὸν πάλαι λόγον· ἐξ Ὁμήρου
δέ, εἰ
καὶ μὴ πᾶσα, πολλὴ γοῦν παρεισέρρευσε τοῖς σοφοῖς λόγου ἐπιρροή.
οὐδεὶς
γοῦν οὔτε τῶν τὰ ἄνω περιεργαζομένων οὔτε τῶν περὶ φύσιν οὔτε τῶν
περὶ
ἦθος οὔθ' ἁπλῶς τῶν περὶ λόγους ἐξωτερικούς, ὁποίους ἂν εἰπῇ τις,
παρῆλθε
τὴν Ὁμηρικὴν σκηνὴν ἀξεναγώγητος, ἀλλὰ πάντες παρ' αὐτῷ
κατέλυσαν, οἱ
μὲν ὡς καὶ διάγειν παρ' αὐτῷ μέχρι τέλους καὶ τῶν αὐτοῦ συσσιτίων
ἀποτρέ-
φεσθαι, οἱ δὲ ὥστε χρείαν ἀποπλῆσαί τινα καὶ συνεισενεγκεῖν ἐξ αὐτοῦ
τῷ λόγῳ
τι χρήσιμον. ἐν οἷς καὶ ἡ Πυθία, πολλοὺς τῶν χρησμῶν πρὸς Ὁμηρικὴν
μέθοδον
ἀποξέουσα. φιλόσοφοι περὶ αὐτόν, εἰ καὶ Ἵππαρχος φθονεῖ, ὡς μετ' ὀλίγα
τις
κακῶν Ἰλιάδα φησίν· αὐτὴ δὲ καλοῦ παντός ἐστιν Ἰλιάς· δραματικώτερον
μὲν
σχηματιζομένη διὰ τῆς μονοειδοῦς μέν, πολυπροσώπου δὲ ἀφηγήσεως,
γέμουσα
δὲ μυρίων ὧν ἄν τις εἴποι καλῶν, φιλοσοφίας, ῥητορείας, στρατηγικῆς
εὐτεχνίας,
διδασκαλίας τῆς περὶ ἠθικῶν ἀρετῶν, τεχνῶν ὅλως παντοίων καὶ
ἐπιστημῶν.
ἔχει τις καὶ δόλους ἐπαινετοὺς ἐκεῖθεν μαθεῖν καὶ ψευδῶν κερδαλέων
συνθέσεις
καὶ σκωμμάτων δριμύτητας καὶ ἐγκωμίων μεθόδους. φρόνησιν δὲ οὐκ
ἔστιν
εἰπεῖν ὅσην περιποιεῖται τῷ προσέχειν ἐθέλοντι. καὶ ὅσα δὲ τῇ ἱστορίᾳ
ἐπιθεω-
ροῦνται σεμνά, οὐκ ἂν οὐδὲ τὴν Ὁμήρου τέχνην τῶν τοιούτων
ἀποστερήσῃ τις,
τῆς πολυπειρίας, τοῦ τὰς ἀκοὰς ἡδύνειν, τοῦ τὰς ψυχὰς παιδεύειν, τοῦ εἰς
ἀρετὴν
ἐπαίρειν, τῶν ἄλλων οἷς ὁ ἱστορῶν ἐνευδοκιμεῖ. εἰ δ', ὅτι μύθων γέμει,
ψεύσεται. νέων γὰρ ἀγωγὴ καὶ διατριβὴ ἀναγνώσεως συντελοῦσα εἰς τὴν
Ὁμηρικὴν Ἰλιάδα, καλὴ ἂν καὶ αὕτη γένοιτο, εἴτε κατὰ μόνας τις
ἀπολαβὼν τὸ
παρὸν ἔργον αὐτὸ καθ' αὑτὸ θεωροίη εἴτε καὶ τὴν Ἰλιάδα χειριζόμενος
ὡς] θεῖον καὶ ἔλλογον. ὅθεν καὶ συνθέμενοί τινες τὸ ἔμμετρον ἔπος καὶ
τὸ ῥαψῳ-
δικῶς ποιεῖν ὠνόμασαν συνθέτως ἐποποιοὺς τοὺς ἐν ἁπλότητι
λεγομένους καὶ
ποιητάς, μάλιστα δὲ τοὺς ἐν ἑξαμέτρῳ τόνῳ ἡρωΐζοντας. ὧν κατάρξαι
λέγεταί
τις Φημονόη, γυνὴ προφῆτις Ἀπόλλωνος, ἐφευροῦσα, φασίν, αὐτὴ πρώτη
τὸ
ἔπος, κληθὲν οὕτω κατὰ τοὺς παλαιοὺς οὐ μόνον καθ' ὑπεροχήν, δι' ἣν τὸ
ἑξάμετρον ἰδιώσατο τὴν κοινὴν προσηγορίαν τοῦ λόγου, ἀλλὰ καὶ διότι
ἕπονται,
φασί, τὰ πράγματα τοῖς χρησμοῖς. εἰ δὲ ἡ τοιαύτη ἐτυμολογία δασύνεσθαι
ἀπαι-
τεῖ τὸ ἔπος, ἀλλ' ἔστι συνηγορῆσαι καὶ τῇ ψιλώσει τούτου πιθανῶς, εἴ τις
βουληθείη. τίς δὲ ἡ ἐποποιΐα καὶ ὅτι ποιήσεως εἶδος καὶ αὐτὴ ὡς καὶ ἡ
τραγῳδία
καὶ ἡ κωμῳδία καὶ ἡ τῶν Κυκλίων ποιημάτων καὶ ἡ Λυρικὴ καὶ ἕτεραι,
ζητητέον
ἐν ἄλλοις. καὶ οὕτω μὲν κατέστη τὸ ποιεῖν, ἐξ οὗ καὶ ὁ ποιητὴς καὶ ἡ
556
ποίησις.
καὶ δῆλον ὅτι ποιεῖν παρὰ τοῖς παλαιοῖς, ὡς καὶ ὁ Κωμικὸς ἐμφαίνει, τὸ
ποιητι-
κῶς ἤγουν ἐμμέτρως ἀείδειν καὶ γράφειν, ὡς τὸ «ἐποίησάς ποτε ὦ
Εὐριπίδη»
ἀντὶ τοῦ «ἔγραψας ἐν τῇ ποιήσει σου». καὶ τοίνυν καὶ ποιητὴς ὁ οὕτω
γράφων,
ὁποῖος ἂν καὶ εἴη εἴτε κωμικὸς εἴτε ὁστισοῦν ἕτερος, ἐξόχως δὲ Ὅμηρος.
ποιήσεως καὶ διότι σπερματικῶς ἀρχὴ καὶ καθηγητὴς αὐτὸς πᾶσι γέγονε
ποιηταῖς τοῦ εἶναι, ὅπερ λέγονται. καὶ ταῦτα μὲν οὕτως, ἵνα μὴ ἐπὶ πλέον
πόρρω τοῦ σκοποῦ πλαζώμεθα.
σκοπός. καὶ ὅμως ἐξήρκεσεν ὁ ποιητὴς βίβλον καὶ ἐκείνην τηλικήνδε καὶ
τοιαύ-
την διασκευάσασθαι παραδεικνύων, ὅτι παμπλούσιός ἐστι καὶ πάνυ
φιλότιμος
ἔν τε πολυαφόρμοις καὶ ἐν μὴ τοιαύταις γραφαῖς. ὅθεν ἐκεῖνο μὲν τὸ
βιβλίον ἀπὸ
ἑνὸς προσώπου τοῦ Ὀδυσσέως ὠνόμασεν ὑποδηλῶν τὸ ὀλίγον τῆς τοῦ
γράφειν
ὕλης, ὡς μόνα δῆθεν λέξων τὰ κατὰ τὸν Ὀδυσσέα, εἰ καὶ ἄλλως κατὰ
μέθοδον
οἰκείαν καὶ ἕτερα πολλὰ παρενέπλεξε. ταύτην δὲ τὴν βίβλον
συλληπτικώτερον
Ἰλιάδα ἐκάλεσε καὶ οὔτε ἀπὸ ἑνός τινος ὡς ἐὰν Ἀχίλλεια ἤ τι τοιοῦτον
ἐκαλεῖτο,
οὔτε διὰ τοὺς Ἰλιεῖς, ὡς δηλαδὴ τὰ τῶν Ἰλιέων μόνων περιέχουσαν κακά,
ἀλλ' ὅτι περιέχει τὰ κατὰ τὴν Ἴλιον συμπεσόντα ἤτοι τὰ Τρωϊκά, εἰ δέ
τινες
ἐπαγωνίζονται δεῖξαι, ὅτι ὡς οἷον ἀπὸ προσώπου παθόντος, τοῦ τῶν
Ἰλιέων
δηλαδὴ λαοῦ, ἡ ποίησις αὕτη ὠνόμασται Ἰλιάς, ὅθεν κερδήσαντες καὶ οἱ
μετὰ
557
ἁπλῶς ἐνταῦθα ὁ ποιητὴς περὶ τῶν Ἰλιέων λέγει τί ἔπαθον, ἀλλὰ καὶ
τοῦτο
μέν, σκοπὸς δὲ αὐτῷ τοῦ βιβλίου, ὡς καὶ αὐτὸς ἐν προοιμίῳ ἐκτίθεται,
εἰπεῖν
ὅσα κακὰ ἐν τῷ καιρῷ τῆς τοῦ Ἀχιλλέως μήνιδος καὶ οἱ Τρῶες καὶ οἱ
Ἕλληνες
ἔπαθον καὶ μάλιστα οἱ Ἕλληνες. διὸ καὶ «οὐλομένην» εἰπὼν τὴν τοῦ
Ἀχιλλέως
μῆνιν ἐπάγει «ἣ μυρί' Ἀχαιοῖς ἄλγε' ἔθηκε» μονονουχὶ λέγων ὀλεθρίαν
γενέσθαι
τὴν τοιαύτην μῆνιν, διότι κακὰ ἐξ αὐτῆς οἱ Ἀχαιοὶ ἔπαθον κατά τινα
εἱμαρ-
μένην, ὡς ἐν τοῖς ἑξῆς δηλωθήσεται. καὶ διὰ ταῦτα μὲν τὸ βιβλίον τοῦτο
καλεῖται
Ἰλιάς. Δοκεῖ δὲ ἡ τοιαύτη λέξις κτητικὴ εἶναι καὶ ἐλλειπτικῶς ἔχειν.
ὥσπερ
γὰρ λόγχη καὶ γῆ καὶ Τροία καὶ μάχη καὶ σκοπιὰ Ἰλιὰς παρὰ τοῖς
τραγικοῖς
ἀντὶ τοῦ Ἰλιακή, ὅ ἐστι Τρωϊκή, οὕτω καὶ ἐνταῦθα Ἰλιάς, βίβλος δηλαδή,
ἢ
558
Ἰλιὰς ποίησις ἢ ἱστορία Ἰλιάς. ὥσπερ καὶ τὸ Ἰάς. καὶ τοῦτο γὰρ
ἐλλέλειπται
δηλοῦν ὅτι Ἰωνικὴ διάλεκτος. Σημείωσαι δὲ ἐνταῦθα καὶ ὅτι τὸ μὲν εἰπεῖν
μένην, ὡς ἐν τοῖς ἑξῆς δηλωθήσεται. καὶ διὰ ταῦτα μὲν τὸ βιβλίον τοῦτο
καλεῖται
Ἰλιάς. Δοκεῖ δὲ ἡ τοιαύτη λέξις κτητικὴ εἶναι καὶ ἐλλειπτικῶς ἔχειν.
ὥσπερ
γὰρ λόγχη καὶ γῆ καὶ Τροία καὶ μάχη καὶ σκοπιὰ Ἰλιὰς παρὰ τοῖς
τραγικοῖς
ἀντὶ τοῦ Ἰλιακή, ὅ ἐστι Τρωϊκή, οὕτω καὶ ἐνταῦθα Ἰλιάς, βίβλος δηλαδή,
ἢ
Ἰλιὰς ποίησις ἢ ἱστορία Ἰλιάς. ὥσπερ καὶ τὸ Ἰάς. καὶ τοῦτο γὰρ
ἐλλέλειπται
δηλοῦν ὅτι Ἰωνικὴ διάλεκτος. Σημείωσαι δὲ ἐνταῦθα καὶ ὅτι τὸ μὲν εἰπεῖν
κὴν ῥάπτεσθαι οἷον τὴν ᾠδήν. καὶ φέρεται εἰς τὴν τοιαύτην ἔννοιαν
Ἡσιόδου
χρῆσις αὕτη ἐν μέτρῳ ἡρῴῳ·
Ἐν Δήλῳ τότε πρῶτον ἐγὼ καὶ Ὅμηρος ἀοιδοὶ
μέλπομεν, ἐν νεαροῖς ὕμνοις ῥάψαντες ἀοιδήν.
Ὅτι δὲ καὶ παρὰ τὴν ῥάβδον ἡ ῥαψῳδία εἴρηται, οἱονεὶ ῥαβδῳδία τις
οὖσα,
φασὶ καὶ τοῦτο οἱ παλαιοί, ἀκολουθοῦντες Καλλιμάχῳ εἰπόντι «τὸν ἐπὶ
ῥάβδῳ
μῦθον ὑφαινόμενον». δαφνίνη δὲ ἦν ἡ ῥάβδος, ἣν κατέχοντες ἐποιοῦντο
τὰς
τοιαύτας ᾠδάς. καὶ τὴν αἰτίαν οἱ τῆς γραμματικῆς ἐξηγηταὶ λέγουσι. καὶ
οὕτω μὲν τὰ Ὁμηρικὰ εἰκοσιτέσσαρα γράμματα καὶ ῥαψῳδίαι
ἐλέγοντο,
μερικαί τινες οὖσαι περιπέτειαι, ὥς φασιν οἱ παλαιοί, καὶ μικραὶ
ὑποθέσεις.
αἱ δὲ αὐταὶ ῥαψῳδίαι καὶ ποιήματα ἐκαλοῦντο ὡς μέρη. ποίησις μὲν
γὰρ ἡ ὅλη
βίβλος· ποίημα δὲ τόδε τὸ γράμμα ἤγουν ἥδε ἡ ῥαψῳδία, τὸ ἄλφα, τὸ
βῆτα
560
συντήξας οἷον πρὸς γάμον ἔμιξεν. ἄλλοι δὲ ἀπὸ τῆς ἔρας τοὺς ἥρωας
εἶπον
καλεῖσθαι· γῆθεν γὰρ ἦσαν, εἰ καὶ δι' ἀρετὴν ὥσπερ οὐρανώθησαν. οἱ δὲ
ἀπὸ
τοῦ ἀέρος, ὡς δηλοῦται καὶ ἔν τινι τῶν παρὰ Πορφυρίῳ ἐπιγραμμάτων,
ἐν ᾧ
κεῖται τὸ «σῆμα μὲν ἐν πόντῳ κεῖται· πνεῦμα δ' ἀὴρ ὅδ' ἔχει». φησὶ δὲ καὶ
ναὶ δὴ
καὶ πλάσεως δραματικωτέρας, ὑποβαλεῖν τῷ ποιητῇ, ὡς εἶναι τὸ
Ὁμηρικὸν
ὅλον προοίμιον, καθὰ καὶ ἐρρέθη, προκατασκευήν τινα, ἣν οἱ μὲν
φιλόσοφοι
σκοπὸν λόγου καλοῦσιν, οἱ δὲ ῥήτορες καὶ προέκθεσιν καὶ ὑπόσχεσιν
ὑπισχνου-
μένου τοῦ ποιητοῦ ἐκ τῆς τοῦ Ἀχιλλέως ἄρξασθαι μήνιδος καὶ μυρία
ἱστορήσειν
ἄλγη καὶ πολλὰς πράξεις ἡρωϊκάς. ἐν τούτοις δὲ καὶ ψόγος μήνιδος
εὐφυῶς
ὑποφαίνεται· ὡς πάνυ γὰρ αὕτη χειρίστη, εἴπερ διὰ μὲν ὁμόνοιαν
σωτηρία
μαντεύσασθαι καὶ τὴν Πυθίαν εἰπεῖν κύνας τρέφειν καὶ κυνηγούς· ἁλῶναί
τέ
φασιν ἐν ἐνιαυτῷ πλείους τῶν ἑξακισχιλίων. τούτοις δὲ ὅμοια παθεῖν καὶ
τοὺς
περὶ Κάρπαθον οἶδε παροιμία ἡ λέγουσα ὁ Καρπάθιος τὸν λαγῳόν, περὶ
ἧς καὶ ἐν τοῖς τοῦ Περιηγητοῦ κεῖται. εἰ δὲ καὶ ἀκρίδες ἢ ὄφεις ἢ λαγιδεῖς
τόπους
τινὰς ἠρήμωσαν, ἔστιν ἐξ ἱστοριῶν ἀναλέγεσθαι.] Ὅτι ἐν οἷς Ὅμηρος
ποιεῖ τὸν
Χρύσην ἀναμιμνῄσκοντα, ὡς τόν τε ναὸν ἤρεψέ ποτε τῷ Ἀπόλλωνι καὶ
πίονα
μηρία ταύρων καὶ αἰγῶν ἔκηε, καὶ αὐτὸν μὲν ἀντὶ τούτων ζητοῦντα
χάριν,
τὸν δὲ Ἀπόλλωνα ὑπακούοντα καὶ χαριζόμενον καὶ τιμωρίαν ἐκ τῶν
Ἑλλήνων
ὑπὲρ αὐτοῦ λαμβάνοντα, παιδεύει τοὺς ἀκροατὰς μεμνῆσθαι χαρίτων, εἴ
γε καὶ
ὁ Ἀπόλλων εὖ παθὼν ἀντευποιεῖ. οὕτω καὶ ἐν τοῖς μυθώδεσι παιδευτικὸς
Ὅμηρος καὶ διὰ τοῦτο φιλοσοφία τις πρώτη ἐδόκει τοῖς πάλαι ἡ ποίησις
εἰσάγουσα, φασίν, εἰς τὸν βίον ἐκ νέων καὶ διδάσκουσα ἤθη καὶ πάθη καὶ
πράξεις μεθ' ἡδονῆς. καὶ διὰ τοῦτο τοὺς παῖδας διὰ ποιητικῆς ἐπαίδευον
σωφρο-
νιστὰς τοὺς ἀοιδοὺς οἰόμενοι, ὡς καὶ τὸν τῆς Κλυταιμνήστρας φύλακα,
καὶ τὸν
Ἵππαρχον παρατρέχοντες, ὃς ᾐτιᾶτο τοὺς φιλοτιμουμένους Ὁμήρῳ
565
περιποιεῖν
πᾶν μάθημα καὶ πᾶσαν τέχνην ὡς ἐὰν καί τις κατηγοροίη, φησί, τῆς
Ἀττικῆς
εἰρεσιώνης καὶ ἃ μὴ δύναται φέρειν μῆλα καὶ ὄγχνας, ποιητὴν ἔλεγον
εἶναι τὸν
σοφόν. τοῦτο δὲ πάντως διὰ τὸ τῇ ποιήσει πᾶν μάθημα καὶ τέχνην
ἅπασαν
ἐμφαντάζεσθαι. Σημείωσαι δὲ ὅτι τὸ τοιοῦτον τοῦ Ὁμήρου πλάσμα
πιθανὰ καὶ
τὰ κατὰ τὸν Ἀχιλλέα ποιεῖ. εἰ γὰρ ἐνταῦθα ὁ Χρύσης διὰ τὴν θυγατέρα
αὐτῷ τοῦ Ἄργους ἀνέκαθεν διὰ τὴν τοῦ Ἰνάχου θυγατέρα Ἰώ, ἧς «πέμπτη
αἰτιωμένη λέγει, καὶ ἐσθίουσι καὶ πίνουσι καὶ ὑπνοῦσι καὶ ὅλως πάντα
πάσχουσιν
ὅσαπερ ἄνθρωποι. οὕτω γοῦν καὶ ἐνταῦθα ὁ Ἀπόλλων ἥλιος ὑπακούει τῷ
ὄρους λέγεται, ὡς προϊοῦσι φανήσεται, οἷον ὀφρῦς ὄρους διὰ τὰς τῶν
ζῴων ὀφρῦς, καὶ πόδες διὰ τοὺς πόδας,
οὑτοσί καὶ νυνί καὶ ἐνταυθί κατὰ τὸν τεχνικὸν Γεώργιον καὶ ὄψι, ὅθεν
καὶ
ὀψιμαθής, καὶ νυνμενί, φησί, καὶ νυνγαρί ἀντὶ τοῦ νῦν, ἀλλὰ καὶ τὸ ηἐν
τῷ ὁτιή
καὶ τίη ἀντὶ τοῦ τί βαρυτόνως ἢ κατά τινας τιή ὀξυτόνως καὶ ἐπειή ἀντὶ
τοῦ
ἐπειδή. ἔτι δὲ καὶ ἡ θασυλλαβὴ ἐν τῷ ἦσθα καὶ ἔφησθα καὶ τοῖς ὁμοίοις,
ὁμοίως δὲ καὶ τὸ δμετὰ τοῦ ι, οἷον ὁδὶ καὶ νυνδὶ ἀντὶ τοῦ νῦν καὶ ἐνθαδί,
τὰ
πλείω δὲ μᾶλλον ἡ δεσυλλαβή, δῆλόν ἐστι. ταύτῃ δὲ τῇ ἐπεκτάσει χαίρει
μάλιστα ἡ ποίησις, ὡς δηλοῖ καὶ τὸ ἄστυδε, ἅλαδε, πόλινδε, Τροίηνδε.
οὕτω δὲ
καὶ τὸ κλισίηνδε, περὶ ἧς κλισίης ἑτέρωθι ῥηθήσεται.] Ἀγορὰ δὲ ὁ τόπος
τε τῆς
συνάξεως καὶ τὸ πλῆθος δὲ τὸ συναγόμενον καὶ αὐτὴ ἡ δημηγορία. παρὰ
δὲ
Ἡροδότῳ κεῖται καὶ πόλις Θρᾳκία καλουμένη Ἀγορά. ὅτι δὲ ἡ
βουλευτικὴ
ἀγορὰ τίμιόν τι καὶ θεῖον πρᾶγμα, δηλοῖ καὶ τὸ Διὸς Ἀγοραίου βωμὸν
ἱδρῦσθαι
ἀλλαχοῦ τε καὶ κατὰ Ἡρόδοτον περὶ Σικελίαν. Ὅτι πιθανὸς ἀεὶ ἐν τοῖς
πλάσμασιν ὢν ὁ ποιητὴς τοιοῦτος καὶ ἐνταῦθά ἐστι περὶ τὰς ἡμέρας τοῦ
λοιμοῦ.
εἰ μὲν γὰρ περὶ πρώτην εὐθὺς ἡμέραν ἢ δευτέραν ἢ τρίτην τὸ τῆς νόσου
ἐζητεῖτο αἴτιον, ἀπίθανος καὶ οὐκ εὔπλαστος ὁ λόγος ἦν. τί γὰρ ἰδὼν
βαρὺ ὁ
Ἀχιλλεὺς ζητήσει τὴν αἰτίαν; πόθεν δὲ καὶ στοχάσεται, ὅτι μηνίει
Ἀπόλλων
568
αὐτοῦ, ὥς τις ἐρεῖ ἐν τοῖς ἑξῆς, οἴνου πλεῖαί εἰσιν· ἀναιδὴς δὲ διὰ τὰ πρὸ
μικροῦ εἰς τὸν Ἀχιλλέα φορτικά· δειλὸς δὲ διὰ τὸ πολλαχοῦ λέγειν τὸ
«φεύγω-
μεν», καθάπερ δηλωθήσεται. ἔοικε δὲ καὶ πρὸ τούτου τοῦ χρόνου τοιαῦτά
τινα
ὁ Ἀγαμέμνων ποιεῖν, ἐξ ὧν ἄρτι ὁ Ἀχιλλεὺς οὕτω σφοδρῶς ὑβρίζει
αὐτόν. οὐ
γὰρ ἂν ἁπλῶς οὕτω καὶ ψευδῶς τοὺς λόγους παρέρριψε. Τὸ δέ «κυνὸς
ὄμματ'
ἔχων» φθάσας καὶ ἄλλως ἔφρασεν, ὅτε ἀναιδείην τε ἐπιειμένον ἔλεγε τὸν
Ἀγαμέμνονα καὶ κυνῶπα συνθέτῳ ὀνόματι ἐκάλει αὐτόν. ἀντίκειται δὲ τὸ
καὶ
ἐπιλέγεσθαι. ἐρέτας γοῦν ἐνταῦθα ὁ Ἀγαμέμνων ἔκρινεν ἤτοι ἐπελέγετο,
οἳ καὶ
ἔκκριτοι ἂν διὰ τοῦτο λεχθεῖεν. [ἔστι δὲ ταὐτὸν ἐρέτας κρίνειν καὶ ἐρέτας
ἐπίτηδες ἀγείρειν.] (v. 312) Ὅτι τὸ ἀναπλεῦσαι ἀναβῆναι λέγεται, οἷον
«οἳ
μὲν ἔπειτ' ἀναβάντες ἐπέπλεον ὑγρὰ κέλευθα». πρόσκειται δὲ τὸ ὑγρά,
ἐπεὶ
καὶ διὰ ξηρᾶς ἔστι κέλευθος. Τὸ δὲ κέλευθα μεταπλασμὸν γένους φασὶν
οἱ
παλαιοὶ μεταπλασθέντος τοῦ ἡ κέλευθος εἰς τὸ κέλευθον. γίνονται δὲ
τοιαῦτα
πολλά. οὕτω γὰρ καὶ τοὺς μηροὺς μηρὰ λέγει ἡ ποίησις καὶ τοὺς ῥύπους
ῥύπα, ὡς καὶ Θεόκριτος «ἅπαν ῥύπον». καὶ τὰ ζυγὰ δὲ τοῦ τοιούτου
εἴδους
εἰσίν. ὡσαύτως καὶ τὰ δεσμὰ καὶ τὸ «γυμνάζει τὰ τράχηλα» παρὰ
Καλλιμάχῳ.
οὕτω δὲ καὶ τοὺς λύχνους καὶ τοὺς δίφρους λύχνα καὶ δίφρα φασὶν οἱ
παλαιοί.
μεταβολὴ δὲ γένους καὶ ἡ ἰσθμὸς καὶ ἡ τάρταρος παρὰ Πινδάρῳ καὶ παρὰ
Ἡσιό-
δῳ οὐδετέρως «Τάρταρά τε ἠερόεντα». ὅμοιόν τι καὶ τὸ ἡμέρα καὶ ἦμαρ·
ἐναλ-
λαγὴν γὰρ γένους ἔπαθε καὶ αὐτό. (v. 313) Ὅτι λύματα ἐλέγοντο τὰ
καθάρματα,
οἱονεὶ λούματά τινα ὄντα, ἅπερ ἐν τῷ λούεσθαι ἀπεβάλλοντο, καὶ τὸ
καθαί-
ρεσθαι ἀπολυμαίνεσθαι. καὶ ἦν παρὰ τοῖς παλαιοῖς αὕτη καιριωτάτη λέξις
ἠνύετο, οὕτω καὶ τὰ ἐς ὕστερον, καὶ οὔτε ἐκεῖνα ἐμοῦ δίχα, [δι' ὧν σόοι
ἐμάχοντο,]
οὔτε τὰ μετὰ ταῦτα. οὔκουν ἐκ τῶν γενομένων ἀριστευμάτων ἅμα
καταστοχά-
ζεται καὶ οἷα ἔσται τὰ τοῦ μέλλοντος χρόνου. καὶ νῦν μὲν οὕτω ψέγει τὸν
μὴ
ἅμα τουτέστιν ὁμοῦ ἐν ἀμερεῖ χρόνῳ τά τε πρόσω καὶ τὰ ὀπίσω
βλέποντα, ἀλλὰ
ἀναμένοντα τὸν ἐπιόντα χρόνον εἰς διδασκαλίαν τῶν ἀποβησομένων. ἐν
δὲ τοῖς
ἑξῆς ἐπαινέσει γέροντα, ὃς ἅμα πρόσω καὶ ὀπίσω λεύσσει. Ἰστέον δὲ ὅτι
570
ἀστεῖον τὸ νόημα καὶ ποιητικήν τινα ἔχον ὑπερβολήν. τὸν γὰρ πάνυ
προσεκτι-
κὸν καὶ ἀγχίνουν καὶ μὴ μόνα τὰ ἐν ποσὶν ὁρῶντα μηδὲ τοῖς πρὸ
ὀφθαλμῶν
μόνοις ἀρκούμενον, ἅπερ εἰκότως ἂν ἔμπροσθεν λέγοιντο, ἀλλά τι
ἐπιστρεπτικῶς
προβλέποντα καὶ τῶν ὀπίσω ἤτοι τῶν μὴ προόπτων μηδ' ἐν ὀφθαλμοῖς
κειμένων,
ἐκεῖνον βλέπειν τά τε ἔμπροσθεν ἡ ποίησις λέγει καὶ τὰ ὄπισθεν, ὡς
ἀγχίστροφον
καὶ ζῴοις ἐοικότα, ὅσα ὑγρότερα ὄντα καὶ συχνάκις ῥᾷον ὧδε καὶ ἐκεῖ
τὸν
τράχηλον στρέφοντα τά τε ἔμπροσθεν ὁρῶσι καὶ τὰ ὀπίσω· ὅπερ οὐ
δύναται
ποιῆσαι ἄνθρωπος διὰ τὸ τῶν ὀμμάτων ἔμπροσθεν κειμένων μὴ
εὐλύγιστον
καὶ εὔστροφον ἔχειν τὸν τράχηλον. [(v. 348) Ὅτι τῆς Βρισηΐδος
ἀπαγομένης
ἔχων ὁ ποιητὴς εἰπεῖν τι πλατύτερον περὶ ἐκείνης, ὡς ἐπαθήνατο, οἷα
εἰκός,
ὤκνησεν ἀκαίρως διασκευάσαι· ἠρκέσθη δ' ἐμφῆναι μόνον τὰ εἰκότα
λέξει μιᾷ
εἰπών· «ἡ δ' ἀέκουσα γυνὴ κίεν». ἔνθα ὅρα τὸ «γυνή» ἔμφασιν ἔχον
διαθέσεως,
ἣν πάσχοι ἂν ἄλοχος ἀποσπωμένη φίλου ἀνδρός.] (v. 349) Ὅτι συμπαθεῖς
οἱ
ἥρωες παρὰ τῷ ποιητῇ καὶ ἑτοιμοδάκρυες. καὶ ἔστιν ἀγαθοῦ ἤθους τὸ
τοιοῦτον
παραστατικόν. διὸ καὶ ἡ παροιμία φησίν· «ἀγαθοὶ δ' ἀριδάκρυες ἄνδρες».
ξηρὸς
μὲν γὰρ ὁ αἰθήρ, ὑγρὸς δὲ ὁ ἀήρ. (v. 403 s.) Ὅτι πολλά εἰσι διώνυμα
παρὰ
τῷ ποιητῇ τουτέστι δυσὶν ὀνόμασι καλούμενα· καὶ τῶν τοιούτων
ὀνομάτων τὸ
μὲν ὁ ποιητὴς εἰς θεοὺς ἀναφέρει, τὸ δὲ ἀνθρώποις ἀπονέμει δηλῶν, ὅτι
μουσο-
τραφὴς ὢν οἶδε καὶ τὰ θεῖα καὶ τῆς τῶν θεῶν ἐπαΐει διαλέκτου.
παρασημειοῦνται
δὲ οἱ παλαιοί, ὅτι τὸ μὲν ὅλως κρεῖττον τῶν ὀνομάτων θεοῖς δίδωσιν ἡ
ποίησις
ὡς θειότερον, τὸ δὲ μὴ τοιοῦτον ἀνθρώποις· ὥσπερ ἐνταῦθα τὸ Βριάρεως
παρατυχόντος, ἴσως δὲ καὶ ὅτι βιαιότερον ἡ δίψα τῆς πείνης. διὸ καὶ τὸ
τοῦ
ἀναγκαίου θεραπευτικὸν τὴν πόσιν τῆς ἐδητύος προέθετο. [Θέμα δὲ τῆς
ἐδητύος
οὐ τὸ ἐδῶ ἐδέσω, ἐξ οὗ τὸ ἐδεστόν, ἀλλὰ τὸ ἐδῶ ἐδήσω ἄχρηστον. ὅθεν
ἴσως
καὶ ἡ ἐδηδοκώς μετοχὴ ἐπενθέσει τῆς δοσυλλαβῆς, ὡς ὑπεμφαίνει καὶ τὸ
»λέων κατὰ ταῦρον ἐδηδώς». ἐκεῖνο δὲ μέσος Ἀττικός ἐστι παρακείμενος
τοῦ
572
ἔδω. ὡς δὲ ἐΐση δαίς ἡ κατὰ ἰσότητα ἢ διὰ παντὸς ἰοῦσα τοῦ σώματος
πλεονασμῷ
τοῦ εκαὶ ὡς καὶ νηός ἐστιν ἡ τοιαύτη λέξις ἐπίθετον, οὐ κεῖται εἰς
ἀμάρτυρον.]
(v. 470) Ὅτι τὸ τοὺς κρατῆρας ἐπιστέψασθαι ποτοῖο τὸ ἐπιχειλεῖς
ποιῆσαι
αὐτοὺς καὶ μέχρι στεφάνης, ὅ ἐστι χείλους, πληρῶσαι δηλοῖ. ὃ καὶ παρὰ
τῷ
Χρυσολόγῳ εὕρηται εἰπόντι «κρατῆρας ἐστεμμένους οἴνου», ὅπερ ἡ
ποίησις
κρατῆρας ἐπιστεφέας οἴνου φησίν. ὥσπερ δὲ ἀνωτέρω οἱ νέοι ἔχον
πεμπώβολα,
οὕτω κἀνταῦθα κοῦροι κρητῆρας ἐπεστέψαντο ποτοῖο. νεωτέρων γὰρ αἱ
τοιαῦται ὑπηρεσίαι. διὸ καὶ μέχρι νῦν τοὺς ἐν τοιούτοις καθυπουργοῦντας
ὑποκατέβησαν
ἄσβεστον γέλων παθόντες. (v. 600) Καὶ ὅτι τὸ πονεῖσθαι μετὰ συνέσεως
ποιπνύειν ἡ ποίησις λέγει· ὃ γίνεται ἀπὸ τοῦ πονῶ πονύω, ὡς ἀλῶ ἀλύω,
κινῶ
κινύω, καὶ ἐν συγκοπῇ πνύω καὶ ἀναδιπλασιασμῷ ποπνύω καὶ
πλεονασμῷ τοῦ
ιποιπνύω. ὁμοίου δὲ ἀναδιπλασιασμοῦ καὶ τὸ ποιφύσσω ἤγουν φυσῶ
παρὰ
Λυκόφρονι καὶ ἄλλα δέ τινα. ὡς δὲ ἐκ τοῦ ῥηθέντος πνύω καὶ τὸ
πεπνῦσθαι καὶ
ὁ πεπνυμένος λέγεται, δῆλόν ἐστιν ἐκ τῶν παλαιῶν. Σημείωσαι δὲ ὅτι
πάνυ
σεμνῶς ἡ καθ' Ὅμηρον ἀείδουσα θεὰ γελᾶν μὲν θεοὺς ἔφη· ὅτι δὲ διὰ
τὸν
κυλλοποδίονα ἐγέλων, σιγᾷ, ἵνα μὴ δοκοίη σιλλαίνειν ἀκαίρως.] τὸ δὲ
ἄσβε-
στος γέλως δηλοῖ ἔκ τινος θερμότητος τὸν γέλωτα γίνεσθαι καὶ
συμβάλλεταί
πως τοῖς γραμματικοῖς, οἳ τὸν γέλωτα παρὰ τὴν ἕλην, ὃ δηλοῖ τὴν
θερμότητα,
ἐτυμολογεῖσθαί φασιν. (v. 601 – 4) Ὅτι τὸ «ὣς τότε μὲν πρόπαν ἦμαρ ἐς
ἠέλιον καταδύντα δαίνυντο» λεχθείη ἂν ἐπὶ τῶν διὰ πάσης ἡμέρας
ἑστιωμένων.
ἔτι δὲ καὶ θερμαίνει· καὶ τροπῇ τῆς ἀρχούσης γίνεται ἠέλιος. (v. 602)
Ἐΐσην δὲ
δαῖτα λέγει ἢ τὴν ἴσην κατὰ πλεονασμὸν Ἰωνικὸν τοῦ ε– ἰσομοίρως γὰρ
ἐδαίνυντο διὰ τὸ ἀφιλόνεικον – ἢ παρὰ τὸ ἐΐω τὸ πορεύομαι ἡ διὰ παντὸς
ἱκνουμένη τοῦ σώματος ἤτοι πορευομένη καὶ ἅπαν αὐτὸ διοικοῦσα. (v.
604)
Ἀμείβεσθαι δὲ ὀπὶ καλῇ αἱ Μοῦσαι λέγονται ἢ ἑαυτὰς ἐν μέρει ἢ τὸν
Ἀπόλλωνα,
ὃς εἶχε τὴν φόρμιγγα. ὑπ' ἐκείνῳ γὰρ ὡς κορυφαίῳ τῆς ᾠδῆς ᾄδειν αὐταὶ
λέγονται [ἀμοιβαδὸν δηλαδή· ἐξ οὗ καὶ αἱ ῥητορικαὶ ἀλληλογραφίαι
ἀμοιβαῖοι
λόγοι λέγονται καὶ ἔπη ἀμοιβαῖα.] Ἐνταῦθα δὲ συλλογιστικῶς ὁ Ὅμηρος
οὐ
μόνον μουσόληπτον ἑαυτὸν ὑπεμφαίνει ἀλλὰ καὶ Ἀπόλλωνι κάτοχον.
αὐτὸς
574
ὅτι τὸ «ἀμειβόμεναι ὀπὶ καλῇ» κοινὸν μέν ἐστιν ἐνέργημα τῶν Μουσῶν·
ὠνόμασται δέ, ὡς καὶ προείρηται, ἡ Καλλιόπη ἐξ αὐτοῦ κατ' ἐξαίρετον τὸ
εἰς τόδε ἀντὶ τοῦ ἕως τότε. τοιοῦτον δὲ καὶ τὸ ἐς τόδε ὥρας καὶ ἐς τόδε
καιροῦ.
τὸ μέντοι ἔστε ἀντὶ τοῦ ἕως μόνον αὐτὸ καθ' αὑτὸ κείμενον, οἷον παρὰ
Θεοκρίτῳ·
»ἔστε κ' ἀπείπῃς» ἤγουν μέχρις ἂν ἀπαγορεύσῃς, συγκοπὴν ἔπαθεν ἐκ
τοῦ ἕως.
διὸ καὶ δασύνεται.] (v. 607) Ὅτι δέδονται τόποι τινὲς τοῖς πλανήταις, οὓς
καὶ τὸ ἀλέες ἀντὶ τοῦ ἠθροισμένοι ὁμοῦ, ὅπερ Ὅμηρος ἀολλέες φησί. (v.
93)
Τοῦ δὲ ἰλαδόν χρῆσις καὶ παρὰ Ἡσιόδῳ. πρωτότυπον δὲ αὐτοῦ ἡ ἴλη, ὃ
σημαίνει
τὴν τάξιν. καὶ πάλαι μὲν καὶ ἡ ἴλη καὶ τὸ ἰλαδόν διὰ τῆς ειδιφθόγγου εἶχε
τὴν
ἄρχουσαν, ὡς ἀπὸ τοῦ εἰλῶ, τὸ συστρέφω, ἐξ οὗ τότε καὶ τὸ πέδειλον.
ὕστερον
δὲ οὐχ' οὕτως, ἀλλ' ἐν τῷ ιαὐτοῖς ἡ γραφή. Σημείωσαι δὲ καὶ ὅτι διχῇ
χρωμένου τοῦ ποιητοῦ ταῖς παραβολαῖς, ταῖς μὲν δι' ὀλίγου καὶ πάνυ
στενῶς,
ταῖς δὲ εἰς πλάτος, ὡς προείπομεν· πρώτη μὲν αὐτῷ βραχυτάτη παραβολὴ
καὶ
ἀναπόδοτος ἐν τῇ αʹ ῥαψῳδίᾳ ἐστὶ τὸ «ἠΰτ' ὀμίχλη», πλατεῖα δὲ πρώτη
αὕτη
ἐνταῦθα ἐκ τῶν μελισσῶν ληφθεῖσα, ζῴου συγγενοῦς τῇ ποιήσει, ὥς
φασιν οἱ
παλαιοί, διά τε τὸν μόχθον τὸν ἐπὶ τῇ ἐργασίᾳ καὶ διὰ τὴν τοῦ ἔργου
γλυκύτητα
καὶ τὸ τοῦ κηρίου εὐσύνθετον. ὧν πάντων μετέχει καὶ ἡ ποίησις πόνῳ τε
προϊοῦσα – οὐδὲν γὰρ τῶν καλῶν πόνου χωρίς – ἔχουσα δὲ καὶ
576
γλυκύτητα
οὐκ ὀλίγην, ἐναγλαϊζομένη δὲ καὶ τῇ τοῦ μέτρου εὐσυνθεσίᾳ. (v. 92) [Ἐν
τούτοις δὲ τὸ ἔστιχον ἐστιχόωντό φησιν Ὅμηρος ὡς ἀπὸ ἐνεστῶτος τοῦ
στιχῶ.
ὡς γὰρ στείβω, οὗ δεύτερος ἀόριστος ἔστιβον καὶ μέλλων δεύτερος
στιβῶ, ἀφ'
οὗ ἐξ ἀναδρομῆς τῆς εἰς θέμα ἐνεστὼς ὁ στιβῶ· οὕτω καὶ ἐκ τοῦ στείχω,
ἔστιχον, στιχῶ, θεματικὸς ἐνεστὼς συζυγίας δευτέρας τῶν περισπωμένων
νονται. (v. 763) Ἀξιοῖ δὲ λόγου τοὺς ἀρίστους τῶν ἵππων, φιλῶν καὶ
αὐτούς,
καθὰ καὶ τοὺς ἀριστεῖς, καὶ καθάπερ τὰ ἐν ὅπλοις διαφέροντα πολλαχοῦ
ἐν λόγῳ
τίθεται, οἷον Ἀγαμέμνονος θώρακα, σάκος Αἴαντος, ἑτέρου τινὸς κυνέην
ἢ
ἄλλο τι, – τὴν γὰρ Ἀχιλλέως πανοπλίαν τί χρὴ καὶ λέγειν; τὸ τῆς Ἰλιάδος
δαιδάλεον ἔργον – οὕτω καὶ τοὺς κρείττους τῶν ἵππων οἷά τι καὶ αὐτοὺς
ὅπλον φυλοκρινεῖ. εἰ γὰρ λόγου ἄξιος πέλεκυς τομὸς ὀφέλλων ἀνδρὸς
ἐρωήν, πῶς
οὐκ ἂν λόγοις μέλοιτο ἵππος στρατιωτικός, οὐ μόνον ὀχῶν τὸν ἐπιβάτην,
ἀλλὰ
μονονουχὶ καὶ συνεργαζόμενος τὰς ἀριστείας αὐτῷ; Καλῶς οὖν Πέρσαι
κρίναντες οὐδεμίαν ὁδὸν ἤνυον πεζῇ, ἀλλ' ἐφ' ἵππων. οἱ δ' αὐτοὶ καὶ ἱερὸν
Ἡλίῳ
τὸν ἵππον νομίσαντες ἔθυον ἵππον ἐκείνῳ, τῷ ταχυτάτῳ, φασί, τὸ ἐν
ζῴοις τάχι-
στον. Ἡ δὲ ποίησις οὐκ ὤκνησε τὸν Ποσειδῶνα τῷ ἐκεῖθεν ἐπιθέτῳ
σεμνῦναι·
ἵππιος γάρ· καὶ κυριωνυμίαι δὲ μυρίαι φιλοῦσιν ἐκεῖθεν ἐλλάμπεσθαι,
οἷον ἡ
περιᾳδομένη Ἱπποδάμεια, ὁ Ἱπποκόων, ὁ Μακεδὼν Φίλιππος, ὁ σοφὸς
577
Μοῦσαν ἐπὶ Τρώων καλεῖν. αἴτιον δὲ ὅτι Ἕλληνες μέν, φασίν, ἐφάμιλλοι,
φάτο.] (v. 45) Ἰστέον δὲ καί, ὅτι ἐπὶ εὐειδοῦς ἄφρονος καλὸν εἰπεῖν τὸ
«καλὸν
εἶδος, ἀλλ' οὐκ ἔστι βίη φρεσὶν οὐδέ τις ἀλκή». βίαν δὲ φρενῶν τὴν
φρόνησιν
λέγει. ὅτε μέντοι συνθέτως ἐκ φρενῶν καὶ ἀλκῆς ὁ ἀλκίφρων ῥηθείη, τότε
συντο-
μίας λόγῳ ἡ λέξις τὸν καὶ ἀνδρεῖον καὶ φρόνιμον ὑποδηλοῖ. ἐνταῦθα δὲ
σημειω-
τέον καί, ὅτι πᾶν σωματικὸν πλεονέκτημα δίχα ψυχικῆς ἀρετῆς ἀχρεῖόν
ἐστι.
τί οὖν ὄφελος Ἀλεξάνδρῳ, εἴπερ εἶδος ἄριστος ὢν καὶ καλὸν εἶδος ἔχων
καὶ
κόμην – Ἀφροδίτης δὴ ταῦτα δῶρα διὰ τὸ ἐν αὐτοῖς ἐπαφρόδιτον –
ἀχρεῖος
τἆλλά ἐστιν, οὔτε βίην ἔχων φρεσὶν οὔτε ἀλκήν; Βελλεροφόντῃ μέντοι,
κατ'
ἄμφω καλῷ ὄντι, οὐκ Ἀφροδίτη ἀλλὰ θεοὶ κάλλος καὶ ἠνορέην ἔδωκαν,
ὡς ἐρεῖ
ὁ ποιητὴς ἐν τοῖς ἑξῆς. (v. 54) Καὶ κίθαρις δέ, ἡ μὲν τοῦ Πάριδος
μωμητή, ἡ
δὲ τοῦ Ἀχιλλέως ἐπαινετὴ ἀείδουσα κλέα ἀνδρῶν, ὡς καὶ ἡ Ὁμήρου
ποίησις.
καὶ αὐτὴ γὰρ ἀνδρῶν ἀείδει κλέα. κίθαρις δὲ γίνεται μὲν παρὰ τὸ κινεῖν ἢ
578
σφαιρίσαι,
ὡς ἡ κατ' αὐτὸν ἐδήλωσε δραματικὴ Ναυσικάα, καθὰ καὶ ἐν τοῖς εἰς τὴν
Ὀδύσσειαν δηλοῦται, ἀλλὰ καὶ κιθαρίζειν ἄκρος, οὕτω δὲ καὶ ὀρχεῖσθαι
καὶ
χορεύειν.] Ἰστέον δέ, ὅτι τινὲς μὴ εὑρόντες Ἀλέξανδρον παρὰ τῷ ποιητῇ
κιθαρίζοντα μεταγράφουσι κίδαρις ἀντὶ τοῦ κίθαρις· ἔστι δὲ πίλου γένος
ἡ
κίδαρις, ἅπαξ, φασί, ῥηθεῖσα ἐνταῦθα τῷ ποιητῇ, λέγοντες καὶ ἄλλα εἶναι
ἅπαξ
λεγόμενα παρ' Ὁμήρῳ τε καὶ ἄλλοις. Ὀππιανὸς οὖν λατύσσεσθαι
πτερυγίοις
ἰχθύας φησὶ καὶ ἔλαφον πτώσσειν ἠλέματον. Αἰσχύλος δὲ ὀβρίκαλά φησι
τοὺς
λεοντιδεῖς καὶ βαλῆνα τὸν βασιλέα ἐν τῷ «βαλὴν ἀρχαῖος βαλήν».
[γλώσσης δὲ τοῦτο, ἐξ οὗ καὶ ὄρος Βαλιναῖον, ὅ ἐστι βασιλικὸν παρὰ
Πλουτάρχῳ
παρὰ Σαγγαρίῳ. (v. 184 – 90) Φησὶ γοῦν ὁ ποιητικὸς Πρίαμος οὕτω·
«ἤδη καὶ
Φρυγίην εἰσήλυθον ἀμπελόεσσαν, ἔνθ' εἶδον πλείστους Φρύγας ἀνέρας
αἰολο-
πώλους, λαοὺς Ὀτρῆος καὶ Μυγδόνος ἀντιθέοιο, οἵ ῥα τότ' ἐστρατόωντο
παρ'
ὄχθας Σαγγαρίοιο· καὶ γὰρ ἐγὼν ἐπίκουρος ἐὼν μετὰ τοῖσιν ἐλέχθην»,
ἤγουν
ἐν αὐτοῖς ἠριθμήθην, «ἤματι τῷ, ὅτε τ' ἦλθον Ἀμαζόνες ἀντιάνειραι.
μαχητής» παρὰ καὶ καλὸν κακῷ θέμενος καὶ οἱονεὶ λέγων, ὡς τοῦ
μεγέθους
μὲν εἶχε σμικροπρεπῶς, ὑψοῦτο δὲ οἷς ἠνδραγαθίζετο. (v. 227) Τὸ δὲ
ἔξοχος
κεφαλὴν καὶ ὤμους, καθὰ καὶ τὸ πελώριος, διασαφητικά εἰσι τοῦ μέγας.
δέ, ὅτι περὶ μὲν τῶν ἄλλων ἡ Ἑλένη ἐρωτηθεῖσα εἶπε, περὶ δὲ τοῦ
Ἰδομενέως
οὐχ' οὕτως, ἀλλὰ μόνη ἀφ' ἑαυτῆς. καὶ ὅρα τὴν Ὁμηρικὴν καὶ ἐν τούτοις
ποικιλίαν. περὶ γὰρ τοῦ βασιλέως Πρίαμος μὲν ἐρωτᾷ, Ἑλένη δὲ λαλεῖ,
εἶτ'
αὖθις αὐτὸς ὁ Πρίαμος ἔπαινον ἐκείνου λέγει, περὶ δὲ Ὀδυσσέως
πυνθάνεται
μὲν ὁμοίως ὁ Πρίαμος καὶ ἡ Ἑλένη ἀποκρίνεται, ὁ δὲ Ἀντήνωρ λαλεῖ
πρὸς
ἔπαινον, περὶ δὲ Μενελάου μηδενὸς ἐρωτήσαντος παραρριπτεῖ ὁ
Ἀντήνωρ ὡς
εὖ εἰδὼς τὰ περὶ μεγέθους καὶ φυῆς καὶ λογιότητος, περὶ δὲ τοῦ Αἴαντος
ἐρωτήσας καὶ μαθὼν ὁ Πρίαμος οὐδὲν οὐδ' ὅλως λέγει δι' αὐτόν, τὸν δ'
καὶ ἐν τῷ «Ἀσίῳ ἐν λειμῶνι». (v. 49) Τὴν δὲ κνίσσαν πολλὰ τῶν ἀκριβῶν
περ γὰρ φθονέω» καὶ ἑξῆς. Ἰστέον δὲ καί, ὅτι ὁ μὴ δυνάμενος μὲν
ἀντιστῆναί
τινι δυνατῷ ἐμποδίζοντι, δυσωπῶν δὲ τυχεῖν οὗ θέλει, εὐκαίρως ἂν
παρῳδήσας
εἴποι τὸ «οὔ τοι ἐγὼ πρόσθεν ἵσταμαι οὐδὲ μεγαίρω· εἴπερ γὰρ φθονέω,
οὐκ
ἀνύω φθονέων, ἐπεὶ πολὺ φέρτερός ἐσσι· ἀλλὰ χρὴ καὶ ἐμὸν θεῖναι λόγον
ἢ
πόνον οὐκ ἀτέλεστον· καὶ γὰρ ἐγὼ τοιόσδε εἰμί». (v. 58 – 61) Ὅτι ἀξιοῖ
Ἥρα τιμᾶσθαι [οὐ μόνον, ἐπειδὴ θεός ἐστιν, ἀλλὰ καὶ] διὰ τὸ τοῦ αὐτοῦ
εἶναι
γένους τῷ Διΐ, λέγουσα οὕτω· «γένος δέ μοι ἔνθεν ὅθεν σοί· καί με
πρεσβυ-
τάτην», ὅ ἐστι τιμιωτάτην, «τέκετο Κρόνος ἀγκυλομήτης, ἀμφότερον
κλητικὴν δηλαδὴ πτῶσιν, τὸν μὲν ἀκροατὴν ἀφείς, τρέψας δὲ τὸν λόγον
πρὸς τὸν
τῆς ἱστορίας Μενέλαον ἐν τῷ «οὐδὲ σέθεν, Μενέλαε, θεοὶ μάκαρες
λελάθοντο».
γίνονται δὲ παρ' Ὁμήρῳ αἱ ἀποστροφαὶ πρὸς ἀξιόλογα πρόσωπα, οἷον ἐν
Ὀδυσσείᾳ μὲν ἅπαξ πρὸς τὸν εὐνούστατον τῷ δεσπότῃ Εὔμαιον, ἐν
Ἰλιάδι δὲ
διαφόρως πρός τινας οἵους ἀξίους εἶναι καλεῖσθαι προσφωνητικῶς καὶ
τυγχάνειν
ἐπιστροφῆς. οὐ γὰρ δήπου καὶ πρὸς τὰ τυχόντα τῶν προσώπων
ἀποστρέφειν
τὸν λόγον δέον ἤγηται ὁ σεμνότατος ποιητής, ὡς πολλαχοῦ φανήσεται.
Τὸ δὲ
λελάθοντο Ἰωνικῶς ἀναδεδιπλασίασται. (v. 128) Ὅτι ἀγελείη Ἀθηνᾶ οὐκ
ἂν
ἀπὸ τοῦ τὰ ἄγη ἐλαύνειν εἴη ἄν, ἵνα μὴ δασυνθῇ οὕτως ἡ ἄρχουσα.
εἴρηται δὲ
μᾶλλον ἢ ἀπὸ τοῦ λείαν ἄγειν – ληῗτις γάρ ἐστιν – ἢ παρὰ τὸ λεὼν ἄγειν
ἤτοι λαόν, ὡς ἡγεμονική, ἀφ' ἧς ἐννοίας καὶ τὸν στρατηγὸν λαγέταν ἡ
ποίησις
ἔφη. ἐκεῖθεν δὲ καὶ τὰ κύρια, ὁ Ἀγησίλαος καὶ ὁ Ὁμηρικὸς Ἀγέλαος. (v.
129 – 31) Ὅτι ἡ Ἀθηνᾶ πρόσθε στᾶσα Μενελάου βέλος ἐχεπευκὲς ἄμυνε
καὶ
τόσον ἔεργεν ἀπὸ χροός, ὡς ὅτε μήτηρ παιδὸς ἐέργει μυῖαν, ὅθ' ἡδέϊ
λέξεται
583
ὕπνῳ, ἤγουν ὅτε εἰς ὕπνον ἡδὺν ἐκεῖνος κατενεχθῇ. καὶ ὅρα, ὅπως
περιῆλθε τοὺς Τρῶας ἡ Ἀθηνᾶ δεξιώτατα, τὸν μὲν Πάνδαρον κατὰ
Μενελάου
ἐρεθίσασα ἐπὶ βλάβῃ τῶν ὅρκων, φυλάξασα δὲ τὸν Μενέλαον. κατὰ γὰρ
τὴν
τραγῳδίαν τὸ κακὸν δοκεῖ ποτ' ἐσθλὸν εἶναι τῷδε, ὅτῳ θεὸς φρένας ἄγει
πρὸς
ἄτην. ὃ καὶ Πάνδαρος ἔπαθε. διὰ δὲ τῆς κατὰ τὴν μυῖαν παραβολῆς τὸ
παρά-
μονόν τε τῆς φυλακῆς τῆς Ἀθηνᾶς ἐδήλωσεν ὁ ποιητὴς δεικνύς, ὅτι καὶ
αὐτὴ
τῷ Μενελάῳ παρμέμβλωκε καὶ τὴν τοῦ Πανδάρου βολὴν ἐξηυτέλισε,
οὔτι. ὅλον γὰρ τὸ «μήπω τι μεθίετε» ταὐτόν ἐστι τῷ «μὴ ἀμελεῖτε». (v.
235)
Τὸ δέ «οὐκ ἐπὶ ψευδέσσι πατὴρ ἔσσεται ἀρωγός» οἱ μὲν παροξύνουσιν,
ἵνα
λέγῃ, ὅτι οὐκ ἔσται βοηθὸς ὁ πατὴρ τοῖς ψεύσταις Τρωσίν, οἱ δὲ
προπαροξύνουσι
κατὰ γένος οὐδέτερον νοοῦντες, ὅτι οὐ ψεύσεται τὴν βοήθειαν. πατὴρ δὲ
καὶ νῦν
κατ' ἐξοχὴν ὁ Ζεύς. τὸ δὲ πληρέστερον «πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε», ὡς
καὶ
τοῦτο προείρηται. (v. 237) Τέρενα δὲ χρόα τὴν ὅλην σάρκα λέγει ὡς ἐκ
μέρους
(v. 454) καὶ ὅτι κρουνοὶ αἱ τῶν χειμάρρων ἀρχαί, ὥσπερ πηγαὶ αἱ τῶν
ἀεννάων,
καὶ ὅτι χαράδρα κυρίως ἐπὶ χειμάρρου, ὃς ῥέων χαράττει δραστηρίως τὴν
γῆν,
ἐπὶ δὲ ἀεννάου ἴσως οὐ πάνυ κυριολεκτηθήσεται, καὶ ὅτι μυριαχοῦ ὁ
ποιητὴς
εἰωθὼς περιττά τινα πολυμαθίας χάριν ἐμβάλλειν ταῖς παραβολαῖς, τοῦτο
καὶ
ἐνταῦθα πεποίηκεν (v. 455) εἰπών, ὅτι τῶν χειμάρρων τηλόσε δοῦπον
ἔκλυε
ποιμήν. τοῦτο γὰρ περιττῶς οὕτω παρέρριπται εἰς οὐδὲν ἄλλο χρήσιμον
ὂν τῇ
παραβολῇ ἀλλ' ἢ μόνον εἰς τὸ διδάξαι, ὡς τὰ τοιαῦτα τοῖς ποιμέσι
μάλιστά εἰσι
γνώριμα, οὐ τοῖς ἀστικοῖς. τῷ δὲ τοῦ ποιμένος νῦν ὀνόματι ἔστι καὶ τὸν
αἰπόλον
συννοεῖν, εἰ μὴ ἄρα τις εἴποι, ὅτι ποιμένων μὲν τὰ κοῖλα, αἰπόλων δὲ τὰ
ὑψηλά. συνεισάγεται δὲ καὶ συφορβός, εἴγε χείμαρρος καὶ αὐτόν ποτε
παρασύ-
ρων φθείρει, ὡς ἀλλαχοῦ ἐρεῖ ἡ ποίησις. (v. 456) Ἐν δὲ τῷ «ἰαχή τε
φόβος τε»
δοκεῖ παρέλκειν ἡ προσθήκη τοῦ φόβου, ὅ ἐστι τῆς φυγῆς. ἡ γὰρ
παραβολὴ πρὸς
μόνην τὴν ἰαχήν, οὐ μὴν καὶ πρὸς τὴν φυγὴν τοῦ λαοῦ, εἰ μὴ ἄρα καὶ ὁ
φόβος
πρὸς ἔνδειξιν κεῖται τῆς κατ' αὐτὸν ἰαχῆς. (v. 457) Ὅτι Ἀντίλοχος, ὁ τοῦ
τακτικωτάτου Νέστορος υἱός, εἰ καὶ νεώτατός ἐστιν, ἀλλὰ βαλὼν πρῶτος
585
ἐπιτέλλει ὁ κύων ἡλίῳ, ὅτε ὀλέθρια γίνεται καύματα, οὕτω καὶ Διομήδης,
ἐν οἷς
λέγει ὁ ποιητὴς πῦρ ἐκ τοῦ Διομήδους καίεσθαι ἀστέρι ἐναλίγκιον,
δοξάζειν φαίνεται πυρά τινα καὶ τοὺς ἀστέρας εἶναι. Ὅθεν καὶ ἀπὸ τοῦ
αἴθειν ὁ ἀστήρ, ὡς ἐρρέθη, παράγεται. [Διὸ καὶ ὁ ζηλωτὴς Ὁμήρου
Σοφοκλῆς πυρπνόα τὰ ἄστρα δοξάζει,
τοῦ ἐγκοσμίου κάλλους οἰκείως ἂν ἔχοι πρὸς τὸν Ἀπόλλωνα, ἤτοι τὸν
ἥλιον,
καθὰ καὶ ὁ πᾶς κόσμος, τὸ μέγα τοῦ ὄντος εἴδωλον.
ἐάσομεν οὖλον Ἄρηα. ἀλλ' ἄγε δὴ καὶ νῶϊ μεδώμεθα θούριδος ἀλκῆς», ὅ
ἐστι· ἀλλ' ἄγε δὴ καὶ ἡμεῖς βουλευσώμεθα περὶ βοηθείας. Ἐξευτελίζει δὲ
ἡ
ποίησις ἐνταῦθα τὴν Ἕκτορος ἀριστείαν, εἰ δι' Ἄρεος γίνεται, καὶ ἅμα
προ-
κατασκευάζει εὐαφόρμως προεκθέσεως λόγῳ τὸ πληγῆναι μικρὸν ὅσον
τὸν
Ἄρην, ὃν καὶ προσφυῶς, ὡς καὶ προείρηται, μαίνεσθαί φησιν. (v. 722 –
32)
Ὅτι τὸ τῆς Ἥρας ἅρμα συντιθεὶς Ὅμηρος ἐκ τῶν κάτω καὶ τῶν ὡσανεὶ
ποδῶν τοῦ ἅρματος ἄρχεται. Ἡ τοίνυν Ἥβη πρῶτα μὲν ἀμφὶ τῷ ἅρματι
»θοῶς βάλε καμπύλα κύκλα», ἤτοι τροχούς, «χάλκεα, ὀκτάκνημα» καὶ
ἑξῆς.
Εἶτα ἐπ' ἄκρῳ ῥυμῷ «δῆσε χρύσειον καλὸν ζυγόν, ἐν δὲ λέπαδνα καλὰ
ἔβαλε
χρύσεια, ὑπὸ δὲ ζυγὸν ἤγαγεν Ἥρη ἵππους ὠκύποδας, μεμαυῖα», ἤγουν
ἐπιθυμοῦσα, «ἔριδος καὶ ἀϋτῆς», ἡ καὶ προετοιμάσασα τοὺς τοιούτους ἵπ-
πους. (v. 720 s.) Ἔφη γὰρ «ἣ μὲν ἐποιχομένη χρυσάμπυκας ἔντυεν
ἵππους Ἥρη πρέσβα θυγάτηρ μεγάλοιο Κρόνοιο».
588
ὅθεν καὶ ἔναρα τὰ σκῦλα, ὅ ἐστι τὰ λάφυρα. Ἔνθα ὅρα καὶ ὅπως ὁ
Ἀχιλλεὺς
τὴν τοῦ πολεμίου Ἠετίωνος ἀρετὴν ᾐδέσατο τιμήσας ἐκεῖνον μετὰ
θάνατον.
589
Τὸ γὰρ «σεβάσατο» ἀντὶ τοῦ ἐτίμησεν, ἀφ' οὗ καὶ ὁ παρὰ τοῖς ὕστερον
σεβαστός.
[(v. 419) Τὸ δὲ «σῆμα ἐπιχεῦε» παραφράσας ὁ Σοφοκλῆς τάφον χῶσαι
εἶπεν, ὅ ἐστιν ἀναχωματίσαι. ὅθεν καὶ τὰ ἱστορούμενα πολλαχοῦ
χώματα.]
Αἱ δὲ πτελέαι προσήκουσι νεκρῶν καὶ αὐταὶ μνήμασι διὰ τὸ ἄκαρπον,
καθὰ
καὶ αἱ ἰτέαι καὶ ὅσα ἕτερα δηλοῖ καὶ ἡ Ὀδύσσεια. (v. 420) Νύμφαι δὲ ὀρε-
στιάδες φυσικαὶ καὶφυτικαὶ νοοῦνται δυνάμεις διοικοῦσαι τὰ φυόμενα ἐκ
γῆς καὶ εἰς αὔξην προκαλούμεναι καὶ ἁδρύνουσαι δι' ὑγρότητος καὶ
θερμότητος
τὰ ἐν ὄρεσι καὶ ἄγρια, ὧν εἶδος καὶ αἱ πτελέαι. Εἰ δὲ καὶ δρύες δι' αὐτῶν
γίνονται καὶ μηλέαι καὶ τὰ ἐν λειμῶσιν, οὐδὲ τοῦτο ἀφῆκεν ἡ ποίησις
ἀπερι-
λάλητον ἁμαδρυάδας νύμφας τινὰς πλασαμένη καὶ μηλίδας καὶ
λειμωνιάδας.
Αἱ δὲ τοιαῦται δυνάμεις νύμφαι μὲν λέγονται, ὡς καὶ ἀλλαχοῦ
σαφέστερον
εἴρηται, διὰ τὸ κατὰ τὸ νέον, ὅ ἐστι κατὰ τὸ ἔαρ, μάλιστα ἐκφαίνεσθαι,
Διὸς
δὲ θυγατέρες, ὅ ἐστιν ἀέρος καὶ αἰθέρος, διὰ τὴν ἄνωθεν ἑπομένην αὐταῖς
ἔοικε γὰρ καὶ αὐτὸς τοῦ τοξεύειν καταγνῶναι. διὸ ῥίψας τὰ τόξα
παμφαίνει
τεύχεσιν. Ἠλέκτωρ δὲ ἀντὶ τοῦ ἥλιος, ὡς δὲ Ἀπίων φησίν, ὁ λάμπων ὡς
ἤλεκτρον, ὅπερ οὐκ ἄν τις ῥᾷον ἀποδέξαιτο, τά τε ἄλλα, καὶ ὅτι οὐκ ἔδει
τὸ
μὲν τοῦ Ἕκτορος βρεφύλλιον ἀστέρι εἰκάσαι, ἠλέκτρῳ δὲ τὸν θεοειδῆ
Ἀλέξ-
ανδρον. Μάλιστα μὲν οὖν θαυμαστέον τὴν παραβολὴν ταύτην, ὅτι ἐκ
ταπεινοῦ
τοῦ κατὰ τὸν ἵππον λόγου μετέωρος ἦρται ὁ Πάρις τῇ κατὰ τὸν ἠλέκτορα
ἥλιον παραβολῇ, ὥς που καὶ τὸν Ἀγαμέμνονα ἀπὸ ζωϊκῆς παραβολῆς
θειοτέ-
ραις εἰκασίαις ἐσεμνολόγησεν ἡ ποίησις. Τεχνικῶς δὲ ὁ ποιητὴς τὴν μὲν
κατὰ
τὸν ἀγλαὸν ἵππον παραβολὴν πλατὺ διεσκεύασεν, ἀπεστένωσε δὲ τὴν
κατὰ
τὸν ἥλιον. Ἡ μὲν γὰρ ταπεινὴ οὖσα ἤθελε τριβὴν λόγου ἐκφραστικήν, τὸ
δὲ κατὰ τὸν ἥλιον οὐχ' οὕτω ῥᾴδιον ἁπλῶς ἐνταῦθα ἦν. Καὶ ἄλλως δέ, ἐκ-
κλίνων τὸ κατὰ τὴν φράσιν ὁμοειδὲς τὴν μὲν τῶν παραβολῶν ἐπλάτυνε,
τὴν δὲ ἑτέραν κατεσμίκρυνε μυστηριωδῶς, ὡς οὐκ ἄν τις φράσῃ
γοργότερον.
Γίνεται δὲ ἠλέκτωρ ἥλιος ἢ παρὰ τὸν χρυσοφαῆ ἤλεκτρον ἢ καὶ ὅτι
ἀνατέλλων
ἀποστερεῖ λέκτρου ἤτοι λέχους καὶ κοίτης τοὺς ἐργατικούς, ὡς οἷά τις
ἀλέκ-
τωρ ὤν, εἶτα ἠλέκτωρ κατὰ τροπὴν [ἐκφεύγουσαν τὴν πρὸς τὸν ἀλέκτορα
μὲν ὁ ποιητὴς ἅμα τῷ λόγῳ τοῦ Ἕκτορος ἀναστῆσαι τοὺς πρὸς ἐκεῖνον
ἀντιπάλους, ὁ δὲ ἐπίτηδες ἄλλως ἐποίησεν, ἵνα καὶ τὸ πρᾶγμα καινότερον
οὐχ' ὅτι πάντως αὐτὸ τοιοῦτον, ἀλλ' ὅτι ταχὺ καὶ πρόθυμον εἰς μάχης
ὁρμὴν
ποιεῖ τὸν στερεούμενον ὑπ' αὐτοῦ, καθὰ καὶ ζυγός που θοὸς εἰρεσίας ὁ
ἐπι-
ταχύνων τὴν νῆα διὰ τῶν ἐρεσσόντων ἐπ' αὐτοῦ.] Ἑπταβόειον δὲ ὡς
ἑπτάβυρσον.
Βόες γὰρ νῦν τὰ ὠμοβόεια, ἤγουν αἱ βύρσαι, [ὅθεν καὶ βόας αὔας, ἤγουν
ξηράς,
τὰς ἐκ τοιούτων βυρσῶν λέγει που ὁ ποιητής], κληθέντος τοῦ μέρους τῷ
τοῦ
ὅλου ὀνόματι, ὥς που καὶ ἐλέφας τὸ τοῦ ἐλέφαντος εἴρηται ὀστοῦν. (v.
223)
Ἐπάγει οὖν πρὸς σαφήνειαν τοῦ σάκος χάλκεον ἑπταβόειον τὸ «σάκος
αἰόλον
ἑπταβόειον ταύρων ζατρεφέων, ἐπὶ δ' ὄγδοον ἤλασε χαλκόν», οὐκ αὐτὸς
ὁ Τυχίος ἐλάσας, εἴγε σκυτοτόμος ἦν, ἀλλὰ διά τινος χαλκέως τοῦτο
592
ποιήσας.
Οὐκ ἀργὸν δὲ κεῖται οὐδὲ τὸ «ζατρεφέων», ἀλλ' ὡς δέον ὂν τοιούτων
βοῶν
εἶναι καὶ τὰς ἐν τοιαύτῃ ἀσπίδι βύρσας, οὓς ἶφι κταμένους φησὶν ἡ
ποίησις.
Ὅτι δὲ ζατρεφεῖς οὐ μόνον ταῦροι, ἀλλὰ καὶ σύες καὶ αἶγες καὶ φῶκαι,
δηλοῖ
ἡ Ὀδύσσεια. Σημείωσαι δὲ καὶ ὅτι τὰς ἔξω τοῦ προκειμένου ἔργου
ἱστορίας
οὐ μόνον διὰ πλατυσμὸν καί τινα πληθυσμὸν καὶ εὐπορίας ἐπίχυσιν ὁ
ποιητὴς
παρεντίθησιν, ἀλλὰ καὶ εἰς ἐργασίαν ἔστιν οὗ ἐπιχειρηματικὴν καὶ εἰς
πολυπει-
ρίας ἔνδειξιν καὶ ἀκροάσεως παίδευσιν, πολλὰς δὲ καὶ εἰς μνήμην τινῶν
συνήθων
αὐτῷ, καὶ ταύτην ἢ ἀγαθήν, ὡς ἐπί τε ἄλλων φαίνεται καὶ ἐνταῦθα ἐπὶ
Τυχίου,
ὃν ἐφίλει, ὡς εἴρηται, ἢ φαύλην, ὡς ἐπὶ Θερσίτου ἐρρέθη, τοῦ
μεμισημένου
αὐτῷ ἐπιτρόπου. (v. 220) Ὅτι δὲ τὸ Τυχίος παροξύνεται ὡς τρίβραχυ
κύριον,
δηλοῦται πολλαχοῦ. (v. 225 – 8) Ὅτι ὁ Αἴας μὲν ἀπειλησάμενος κατὰ τὸ
»ἀπειλήσας δὲ προσηΰδα» –
ὤν, καὶ ἄμφω αἰχμητὰς εἶπεν εἶναι, καὶ ὅτι «νὺξ ἤδη τελέθει, ἀγαθὸν καὶ
νυκτὶ
πιθέσθαι», ὅπερ προϊὼν καὶ ὁ Ἕκτωρ λέγει, οὐκ αἰδεσθέντος οὐδ'
ἐνταῦθα
τοῦ ποιητοῦ τὴν καίριον ταὐτολογίαν, ἥτις καὶ εἰς παροιμίαν ἦλθε παρὰ
τοῖς
593
»νεῶν ὕπερ» ἢ ἀντὶ τοῦ ἕνεκεν ἢ ἀντὶ τοῦ ὑπεράνω τῶν νεῶν. [Ἦν δὲ καὶ
ἐν
τῷ «ὑπὲρ σέθεν αἴσχε' ἀκούω», ἡ ὑπερπρόθεσις ἀντὶ τοῦ ἕνεκεν ἢ ἀντὶ
τῆς
διαπροθέσεως. Οὐ γὰρ δήπουθεν ὑπερηγορίαν ἐκεῖ δηλοῖ, ὁποία ἐστὶν ἐν
τῷ «ὑπὲρ σοῦ λαλῶ» καὶ «ὑπὲρ σοῦ ἐνίσταμαι».] (v. 450) Τὸ δὲ «κλειτὰς
ἑκατόμβας» παιδεύει ἔκκριτα εἶναι τὰ τῷ κρείττονι διδόμενα. (v. 451)
Ὅτι
τῶν παλαιῶν εἰπόντων δεῖν εἶναι καὶ μαντικῇ χρῆσθαι τοὺς ποιητάς,
τοιοῦτος
φαίνεται Ὅμηρος ἔν τε ἄλλοις καὶ ἐν οἷς ἐνταῦθα πεποιθὼς τῇ οἰκείᾳ
λογιότητι
λέγει ὡς ἐκ τοῦ Ποσειδῶνος, ὅτι τοῦ παρ' αὐτῷ πλαττομένου τείχους τὸ
«κλέος
ἔσται, ὅσον τ' ἐπικίδναται ἠώς», ἤγουν ἐπὶ πᾶσαν τὴν ὑφ' ἥλιον, εἰς ὅσην
594
»ὅσον ἐπικίδναται ἠώς» οὐ τὴν οἰκουμένην μόνον ἀλλὰ καὶ τὴν ἀοίκητον
περι-
λαμβάνει. Ἡ γὰρ τῆς ἡμέρας λαμπηδὼν καὶ περὶ τὰς ἐρήμους σκίδναται.
Δύναται δὲ τοῦτο καὶ ἄλλως νοηθῆναι, ἵνα λέγῃ μὴ τοπικῶς τὸ ὅσον ἀλλὰ
Ὁμηρικῷ. (v. 164) Τὸ δὲ «ἔρρε κακὴ γλήνη» ῥηθήσεται μὲν πρὸς τὸν
μηδὲ
βλέπεσθαι ἄξιον, δηλοῖ δὲ τὸ «κακὴ θέα». Περὶ δὲ τούτου καὶ αὐτοῦ
προγέγραπ-
ται τὸ ἀρκοῦν, ἔνθα ἐφάνη ὡς μεταληπτικῶς ἡ ἐνταῦθα γλήνη κόρην
δηλοῖ,
οὐ τὴν κατ' ὀφθαλμὸν ἁπλῶς, ἀλλὰ διὰ μέσης αὐτῆς γυναῖκα παρθενικήν,
ἐπῆγεν ἵπποις». οὓς διὰ τοῦτο καὶ κεντρηνεκέας ἡ ποίησις καλεῖ ὡς διὰ
κέντρων ταχύνοντας τὸν δρόμον. οἱ δ' αὐτοὶ καὶ χρυσάμπυκες, περὶ ὧν
ἐρρέθη
ἀλλαχοῦ. (v. 383) Καλεῖ δὲ καὶ τὸν Κρόνον συνήθως ἐν τούτοις μέγαν ὁ
ποιητὴς εἰπὼν «Ἥρη πρέσβα θεά, θυγάτηρ μεγάλοιο Κρόνοιο». καὶ Ζεὺς
δὲ οὕτω μέγας κατὰ τὸ «Διὸς μεγάλοιο ἕκητι», καὶ «τί νυ μήσῃ μεγάλε
Ζεῦ».
εἰ καὶ ἡ Δημὼ τῷ Κρόνῳ τὸ μεγαλεῖον ἀποκληροῖ διὰ τὸ τοῦ ἀστέρος
μέγεθος.
(v. 398) Λέγει δὲ καὶ τὴν Ἶριν χρυσόπτερον, τὸν μὲν χρυσὸν παρενθεὶς
διὰ
τὴν λαμπρότητα τῶν χρωμάτων τῆς ἀερίας ἴριδος, τὸ δὲ πτερὸν διὰ τὸ
ταχὺ
τοῦ γίνεσθαί τε αὐτὴν καὶ ἀπογίνεσθαι. Ὅτι δὲ Ἶρις παρὰ τὸ εἴρειν, ὅ
ἐστιν
ἀγγέλλειν λέγεται, ὡς καὶ ὁ Ἶρος καὶ ὁ Ἑρμῆς, ὅθεν καὶ Ὅμηρος
ἐνταῦθα
Ἶρίν φησιν ἀγγελέουσαν, καὶ ὅτι Διὸς ἄγγελός ἐστιν, ἤγουν ἀέρος,
μέλει, ἀλλ' οὐδὲ εἰ τὸν Τάρταρον αὐτὸν ὑποδύσῃ. (v. 482 s.) Ἐν δὲ τῷ
«οὐδ'
ἢν ἔνθ' ἀφίκηαι, οὔ σευ ἔγωγε ἀλέγω» περιττὴ συνήθως καὶ Ὁμήρῳ κατὰ
Ἀττικοὺς ἡ ουἄρνησις. (v. 484) Ὅτι μέγαν εἶναι τὸν θυμὸν τῶν
ὑπερεχόντων
δηλοῖ ὁ ποιητὴς καὶ ἐν οἷς ποιεῖ τὴν θρασυτάτην Ἥραν σιωπῶσαν, ἐφ' οἷς
ἀστείως
λεχθὲν διὰ τὴν ἐξ ὕψους κατένεξιν. ὁμοίως καὶ τὸ ἕλκον. τὸ γὰρ ἕλκον
ἑλκό-
μενόν τι ἕλκει, ὡς καὶ ἡ τοῦ φωτὸς δύσις τὴν νύκτα ἐφέλκεται. ἅμα γὰρ
ἡλίου κατάδυσις, ἅμα σκότος. Ἀστείως δὲ τὸ ῥηθὲν ἔφη ὁ ποιητὴς ὡς ἐπί
τὴν ἐπιφάνειαν, καὶ πρὸς διαστολὴν δέ τινα σίτου, καὶ ὅτι τὸ ἐρέπτεσθαι
ἀλόγοις μόνοις οἰκεῖον, οἷς τῇ ἔρᾳ ἐπικύπτουσιν ἡ τροφή, καὶ ὅτι ὀρόβου
βραχύτερον σπέρμα ἡ ὀλύρα, καὶ ὅτι ἀκίνητον εἰς κλίσιν τὸ κρῖ.
Ἐστέρηται
γὰρ τοῦ οἷον ποδὸς τῆς ληγούσης, καθ' ἣν ἐκινεῖτο. Οὕτω δὲ καὶ τὸ δῶ
καὶ τὸ
κάρη καὶ ὅλως τὰ παθόντα ἀποκοπήν. (v. 565) Ὅτι τὴν Ἥραν
χρυσόθρονόν
που καλέσας ἐΰθρονον ἐνταῦθα τὴν ἡμέραν φησί, μυθικώτερον οὕτω
φράσας.
Ἄλλως γὰρ οὐ πρέπει τῇ ἡμέρᾳ θρόνος, ἐπεὶ ὀρθίους ἐν ἡμέρᾳ εἶναι χρὴ
τοὺς
σπουδαίους, ἀφ' οὗ καὶ ὁ ὄρθρος γίνεται, ὃς εἰς ἔργα ἡμᾶς ὀρθοῖ. Οὕτω
δὲ μύθου
καὶ τὸ τὸν ἀεικίνητον Δία ἐπὶ θρόνου καθίζειν. Εἴτε γὰρ αἰθὴρ ὁ Ζεὺς εἴτε
προσεχῶς ἔφη, ἀλλὰ προσέθετο ἁπλῶς οὕτω εἰς οὐδὲν δέον καὶ τὸ
«ἑσταότες
παρ' ὄχεσφιν ἐΰθρονον ἠῶ μίμνον», γλυκέως μὲν εἰπών, ὡς εἴπερ λογικοὶ
ἦσαν,
598
καὶ πάχος δόρατος. ὅτε δὲ αὐτὸ ἐπὶ γυναικὸς εἴπῃ, κατὰ ἀκυρολεξίαν
ἐρεῖ, ὡς
ἑτέρωθι φανήσεται. Ἔστι δέ πως ταὐτὸν τὸ «χειρὶ παχείῃ», καὶ χειρὶ
μεγάλῃ
καὶ ἀνδρείᾳ. ὅθεν λαβόντες οἱ τῶν κατὰ φύσιν γνωματευταὶ μεγάλα τοῖς
ἀνδρείοις εἶπον ἀκρωτήρια εἶναι ὡς ἐπὶ πολύ. Καὶ τῇ μὲν χειρὶ οὕτως ἡ
ποίησις
ᾠκείωσε τὸ παχύ, ποσὶ δὲ ἡρώων τὸ λιπαρὸν ἀπένειμεν, ὡς πολλαχοῦ
δηλοῦται.
ᾧ πάντως ἐναντίον τὸ αὐχμηρόν, ᾧ ἶσον τὸ ἀλιπές, ἔτι δὲ καὶ τὸ ἀλιπαρές,
ἀελλόπος,
ἐν φυλακῇ ὁμοίᾳ τόνου, οὕτω καὶ νηλίπους νηλίπος, ἀλλὰ
προπαροξυτόνως
νήλιπος. [Καὶ λυτέον, ὅτι δοκεῖ μὴ ὁ ποὺς ἐγκεῖσθαι τῇ τοιαύτῃ λέξει,
ἀλλ'
αὐτόχρημα τὸ λίπος, ἵνα ᾖ ταὐτὸν ἀλιπής καὶ νήλιπος.] (v. 32 s.) Ὅτι ἐν
τῷ «ὃς μέγα πάντων Ἀργείων ἤνασσε, θεὸς δ' ὣς τίετο δήμῳ»
παραφράζει
τὸ εὐρυκρείων. Τὸ δὲ «θεὸς δ' ὣς τίετο δήμῳ» οὐ μόνον τὸ τῶν ὑπηκόων
εὐπειθὲς ἐμφαίνει, ἀλλὰ καὶ οἷον δεῖ εἶναι τὸν βασιλέα, καὶ ὅπως
διακεῖσθαι
δηλοῦται
ποίου ἐστίν, οἱ δὲ ἔντοσθεν αὐτῆς ἱμάντες οὐχ' οὕτω διὰ τὸ δυσδιάλυτον
ἦσαν
ἐκεῖ, ἀλλ' ἵνα μᾶλλον συνδέωσι τοὺς ἔκτοσθεν κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν
ὀδόντας,
τῶν ἄκρων ἐνιεμένων ἐντός, εἰς ὃ καὶ χρεία ἦν τοῦ, ὡς εἴρηται, εὖ καὶ
ἐπιστα-
μένως ἔχειν, ἔξω μὲν ἐρειδομένων ἐγγὺς ἀλλήλων τῶν ὀδόντων, ἐντὸς δὲ
δεσμουμένων στερεῶς. (v. 263) Τὸ δὲ «λευκοὶ ὀδόντες ἀργιόδοντος ὑός»
ἔχει ἀδολεσχίαν τινὰ σχεδιαστικήν. ἤρκει γὰρ ἢ λευκοὺς ὀδόντας εἰπεῖν
ὑὸς
διεσάφησε
δέ, ἀλλ' ἠρκέσθη λευκοτέρους χιόνος εἰπών. ἄλλως δὲ εἰπεῖν, Ὁμηρικῆς
δεινότη-
τος καὶ τὸ διαφόροις μὲν ὑπερβολαῖς γνωρίσαι τὸ πρᾶγμα, τὴν κρείττω δὲ
τὰ πατούμενα. (v. 153 s.) Ὅτι περὶ τοῦ βασιλέως εἰπὼν ἐπαινετικῶς, ὡς
αἰὲν ἀποκτείνων ἕπετο Ἀργείοισι κελεύων, προϊών φησιν ἐντελέστερον,
ὅτι ἔφεπεν αἰὲν ἀποκτείνων τὸν ὀπίστατον, ὅπερ συγκέκοπται ἐκ τοῦ
ὀπισθότα-
τον. αὐτὸ δὲ τὸ «ἕπετο Ἀργείοισι κελεύων» μετ' ὀλίγα οὕτω φράζει
602
«ἕπετο
σφεδανὸν Δαναοῖσι κελεύων», ἤγουν σπευδανόν, σπευστικόν, καὶ «ὃ δὲ
κεκληγὼς
ἕπετο αἰεί». (v. 155 – 8) Εἶτα παραδεικνὺς καὶ διὰ παραβολῆς τὸ τοῦ
ἥρωος
ἐνεργόν φησιν «ὡς δ' ὅτε πῦρ ἀΐδηλον ἐν ἀξύλῳ ἐμπέσῃ ὕλῃ, πάντῃ τ'
εἰλυφόων
ἄνεμος φέρει, οἱ δέ τε θάμνοι πρόρριζοι πίπτουσιν ἐπειγόμενοι πυρὸς
ὁρμῇ,
ὣς ἂρ ὑπ' Ἀτρείδῃ Ἀγαμέμνονι πίπτε κάρηνα Τρώων φευγόντων». (v. 159
– 62)
φαίνεται. (v. 184) Ὅτι ἀστραπὴν οἷά τι βέλος ἔχειν ὁ Ζεὺς ἐν χερσὶ
λέγεται,
ὡς καὶ εἰς ἀέρος φύσιν ἀλληγορούμενος. διὸ οὕτως ἡ μετάληψις καὶ τὸν
κεραυνὸν
αὐτῷ δίδωσι καὶ τὰς αἰγίδας, καὶ τερπικέραυνον αὐτὸν καλεῖ καὶ
αἰγίοχον.
Μυθικῶς μέντοι καθάπερ ἡ Ἶρις πολέμοιο τέρας μετὰ χερσὶν εἶχε πρὸ
τούτων,
οὕτω καὶ ὁ Ζεὺς νῦν ἔχει στεροπὴν μετὰ χερσὶ καθὰ καί τι βέλος. ᾧ λόγῳ
καὶ ἐγχεικέραυνον αὐτὸν ἡ Λυρικὴ Μοῦσα καλεῖ, [ὡς οἷα καὶ δόρατι
χρώμενον
αὐτῷ, καθὰ δηλοῖ καὶ ὁ φράσας ὅτι ἐναγκοινεῖται ὁ Ζεὺς κεραυνόν, ὡς ἐν
ἤγουν ἀέρος, ἡ Ἶρις, καὶ χρυσόπτερος δέ, ὡς μὴ μόνον λαμπρά, ἀλλὰ καὶ
ὠκεῖα. ὧν λαμπρότητος μὲν ἐμφαντικὸν ὁ χρυσός, ὠκύτητος δὲ τὸ
πτερόν.
διὸ καὶ ταχεῖαν αὐτὴν ἡ ποίησις καλεῖ καὶ ποδήνεμον. (v. 185 s.) Ἔστι δὲ
ὁ περὶ αὐτῆς καὶ νῦν Ὁμηρικὸς λόγος οὗτος «Ἶριν δ' ὤτρυνε
χρυσόπτερον
ἀγγελέουσαν, βάσκ' ἴθι Ἶρι ταχεῖα» καὶ ἑξῆς. Ὅτι τῇ λεγομένῃ
προπαρασκευῇ
καὶ προεκθέσει καὶ ὑποσχέσει καὶ προαναφωνήσει χρῆται καὶ ἐνταῦθα
ἐκ-
φανέστατα ὁ ποιητής, προεκτιθέμενος ἐν ὀλιγίστῳ καὶ προαναφωνῶν εἰς
603
μόνης ἐξηχήσεως, οὐ μὴν καὶ γραφῆς, ὁποῖαι καὶ ἄλλαι καινόφωνοι προ-
εγράφησαν. ἴσως δὲ καὶ ἐτυμολογικῶς παράκεινται ταῖς ὀδύναις αἱ
ὠδῖνες.
δοκεῖ γὰρ ἐκ τῆς ὀδύνης γίνεσθαι ἡ ὠδὶν κατὰ ἔκτασιν τῆς ἀρχούσης καὶ
τροπὴν τοῦ υεἰς ι. Ἔστι δὲ κυρίως ὠδίνειν τὸ ἐπὶ τόκῳ ἀλγεῖν. εἰ δέ ποτε
καὶ τὸ γεννᾶν οὕτω λέγεται, ἀπὸ τοῦ παρακολουθοῦντος λέγεται, ἤγουν
ἐκ τῶν
ὠδίνων, αἳ ταῖς τικτούσαις ἕπονται. ἡ δὲ τοῦ Σοφοκλέους Τέκμησσα ἐν
τῷ
»ὥστε μ' ὠδίνειν τί φής» τὸ ὑπερβολικῶς λυπεῖσθαι ὠδίνειν εἰποῦσα ἔχει
συγγνώμην ὡς γυναικικῶς ἐκ πείρας φράσασα. Τὸ δὲ «βέλος ἔχῃ»
κάτοχον
ὀδύναις βούλεται εἶναι τὴν ὠδίνουσαν, καὶ οὐκ ἔστι φράσαι κάλλιον.
ἐντεῦθεν
καὶ θυμῷ κάτοχος λέγεταί τις καὶ λύπῃ καὶ Ἄρεϊ καὶ τοῖς ὁμοίοις. Δῆλον
δ' ὅτι σωματικώτερον ἡ ποίησις ὄργανόν τι ταῖς Εἰλειθυίαις δίδωσι τηλε-
βόλον, ἐξ οὗ βέλος ὀξὺ ταῖς τικτούσαις προΐεται ὡς ἐκ τόξου ὀϊστός, ἵνα
ὥσπερ
ἡ Ἔρις εἶχέ τι τέρας πολέμου ἐν χερσὶ καὶ ὁ Ζεὺς δὲ ἀστραπήν, οὕτω καὶ
τὰς ὠδῖνας αἱ Εἰλείθυιαι, ἃς καὶ προϊεῖσι βέλους δίκην κατὰ τῶν
τικτουσῶν.
(v. 270) Ἔστι δὲ τὸ «προϊεῖσιν» ὅμοιον τῷ τιθέασι τιθεῖσιν. ὡς γὰρ
ἐκεῖνο
τῇ πληθυντικῇ δοτικῇ ὁμοφωνεῖ τῆς οἰκείας μετοχῆς, οὕτω καὶ τοῦτο. Τὸ
δὲ
»μογοστόκοι Εἰλείθυιαι» παροξύνεται ὁμοίως τῷ πρωτοτόκοι γυναῖκες
ὡς
ἐνέργειαν δηλοῦν τὴν κατὰ τῶν τικτουσῶν. τὰ γὰρ τοιαῦτα τῶν
συνθέτων, ὥς
φασιν οἱ παλαιοί, ἐνέργειαν ὑπισχνούμενα, παροξύνονται, εἰ μὴ κανὼν
604
ἄλλος
κωλύει, χωρὶς τοῦ ἱππόδαμοι. αὐτὸ γὰρ ἄντικρυς τῷ κανόνι μάχεται.
ποίησις. οὐ γὰρ καθ' ἕνα ὁ βασιλεύς, ἀλλὰ τοὺς πλείους κατὰ ξυνωρίδας
ἀνεῖλε, καὶ αὐτοὺς ἀδελφούς. εἰ δὲ καὶ ἡγεμόνων ἐννέα πεσόντων ὑπὸ τῷ
ἡ ἄση δὲ τὸν Ἀσαῖον. (v. 299) Σημείωσαι δὲ καὶ ὅτι τὸ «τίνα πρῶτον,
τίνα
μεταλλείαν ὅλην μύθου ἀνασκαλεύων ἐπ' αὐτῷ, καθά που πρὸ τούτων
καὶ ἐπὶ
τῷ Διΐ. Μόνους γὰρ τοὺς ἵππους αὐτῷ χαλκόποδας εἰπὼν καὶ τὸν ἄξονα
χάλκεον ἐκ χρυσοῦ τὰ ἄλλα ποιεῖ, τά τε δώματα, ὡς προεγράφη, καὶ
ἵππους ὠκυπέτας χρυσέαις ἐθείραις κομόωντας, ἃ δὴ ἔπαινος ἵππων ἐστί.
»χρυσὸν δέ, φησίν, αὐτὸς ἔδυνε περὶ χροΐ, γέντο δέ», τουτέστιν εἵλετο,
«ἱμάσθλην,
χρυσείην, εὔτυκτον», καὶ ἀμφὶ τοῖς τῶν ἵππων δὲ ποσὶ προϊὼν πέδας
ἔβαλε
χρυσείας, οὗπερ ἡ τοῦ Διὸς Ἥρα οὐκ ἔτυχεν. Ἵππους δὲ ὁ μῦθος αὐτῷ
δίδωσιν
Ἐριώλην καὶ Γλαῦκον ἢ Ἐγκέλαδον καὶ Σθένοντα, τοῦτο μὲν διὰ τὸ
σθεναρὸν
τοῦ Ἐννοσιγαίου, παρ' ὃ καὶ Δυναμένη μία τῶν Νηρηΐδων πέπλασται,
Ἐγκέλα-
δον δὲ διὰ τὸν κελάδοντα πόντον, Γλαῦκον δὲ διὰ τὴν γλαυκὴν
θάλασσαν, ἧς
καὶ δαίμονα Γλαῦκον οἶδεν ἡ ποίησις τὸν Ἀνθηδόνιον καὶ Γλαύκην
Νηρηΐδα.
Ἐριώλην δὲ διὰ τοὺς ὑγρὸν ἀέντας ἀνέμους, ὧν καὶ ἡ σφοδρὰ καὶ
καταιγιδώδης
ἐριώλη, ἧς μέμνηται καὶ ὁ Κωμικός. (v. 23) Ἰστέον δὲ ὅτι χαλκόποδες
ἵπποι
οὐ μόνον οἱ στερεόποδες ἀλλὰ καὶ οἱ ἠχόποδες. λέγει δέ που καὶ
ἐριγδούπους
πόδας ἵππων καὶ ὑψηχέας ἵππους, ὧν ὑψοῦ ὁ ἦχος ἥκει τῶν ποδῶν. Ὅτι
δὲ
ἠχητικὸς ὁ χαλκός, ἐξ οὗ καὶ οἱ ἵπποι, ὡς ἐρρέθη, χαλκόποδες οἱ
ἠχόποδες,
δηλοῖ μὲν καὶ τὸ ἤνοπα λέγεσθαι χαλκόν, ὅ ἐστιν ἔμφωνον. Δηλοῖ δὲ καὶ
ἡ καθ'
Ἡρόδοτον ἱστορία ἐκείνη, λέγουσα ὅτι Βαρκαῖος χαλκεύς – Λιβυκὴ δὲ
πόλις
ἡ Βάρκη – ὑπόνομον ἐκ μηχανῆς πολεμίων ἐν τῇ κατ' αὐτὸν πόλει
ὀρυγέντα
δι' ἀσπίδος ἐπιχάλκου ἐφράσατο. περιφέρων γάρ, φησί, αὐτὴν ἐντὸς τοῦ
606
γὰρ τόπος οὐκ ἐπίσημος περί που τὰ κατὰ Τροίαν, ἔνθα ἔναιε καθ'
Ὅμηρον
ὁ προσεχῶς ἱστορηθεὶς Ἴμβριος, πρὶν ἐλθεῖν υἷας Ἀχαιῶν, ὃς «κούρην
Πριάμοιο
νόθην ἔχε Μηδεσικάστην. αὐτὰρ ἐπεὶ Δαναῶν νέες ἤλυθον, ἂψ ἐς Ἴλιον
ἦλθε.
μετέπρεπε δὲ Τρώεσσιν», ὅ ἐστι διαπρεπὴς ἦν, ὃ παρεφράσθη ἐκ τοῦ
«ἔπρεπε
καὶ διὰ πάντων». «Ναῖε δέ», νῦν δηλαδὴ ἐν τῷ καιρῷ τοῦ πολέμου, «πὰρ
Πριάμῳ. ὃ δέ μιν τίεν ἶσα τέκεσσιν». (v. 178 – 80) Οὗτος ἔπεσε «μελίη
ὥς,
ἥ τ' ὄρεος κορυφῇς ἕκαθεν περιφαινομένοιο, χαλκῷ ταμνομένη, τέρενα
χθονὶ
φύλλα πελάσσῃ», [ὡς οἷα καί τινας κόμας ἀγαθάς, ὁποίας οἰκτίζεταί που
ἐν
τοῖς ἑξῆς ἡ ποίησις.] (v. 177 s.) Ἔρριψε δὲ αὐτὸν ὁ μέγας Αἴας νύξας ὑπ'
πάνυ γὰρ χαίρει τῷ τοιούτῳ συνδέσμῳ ἡ Ὁμηρικὴ ποίησις. (v. 507) Ὅτι
ἐν
τῷ «ῥῆξε δὲ θώρηκος γύαλον, διὰ δ' ἔντερα χαλκὸς ἤφυσε» γύαλον
θώρακος
τὸ κατ' αὐτὸν κύτος λέγει, καθὰ καὶ τὰ κεκοιλωμένα ἄντρα γύαλα
καλοῦνται,
ὡς παρὰ Σοφοκλεῖ «ὦ κοίλης πέτρας γύαλον». Καὶ φασί τινες τὴν πολλὴν
τοῦ
θώρακος καὶ πλατεῖαν κοιλότητα οὕτω καλεῖσθαι πρὸς διαστολὴν τῆς ἐν
ταῖς
χερσὶ καὶ τῷ τραχήλῳ στενότητος. (v. 508) Ἀφύσσειν δὲ καὶ νῦν τὸ
ἀπαντλεῖν
καὶ ἐκκενοῦν, ἐξ οὗ, φασί, καὶ τὸ λαφύσσειν. γίνεται δέ, φασίν, ἢ ἐκ τοῦ
ὕω,
τὸ βρέχω, οὗ στέρησις τὸ ἀφύσσειν, ἵνα ᾖ ἀφύσσειν κυρίως τὸ ἱστᾶν τὸ
ἐπιρρέον,
ἢ ἐκ τοῦ φυσᾶν, ἐξ οὗ, φασί, καὶ ἡ φύσις, ὡς οἷον φύσησις, ἵνα εἴη
ἀφύσσειν
ἀφύσσητον καὶ κενὸν ἐᾶν τὸ ὑποκείμενον, ἐκ μεταφορᾶς τῶν ἀσκῶν, ἢ
διὰ τὸ
στερεῖν τοῦ κατὰ φύσιν ἔχειν. Ἀστείως δὲ ὁ ποιητὴς τὴν ἐκ κοιλίας χύσιν
λάβε, δέξαι, «νῦν τοῦτον ἱμάντα, τεῷ δὲ ἐγκάτθεο κόλπῳ, ποικίλον, ᾧ ἔνι
μενοινᾷς».
(v. 222 s.) Ὃ καὶ ἀκούσασα Ἥρα ἐγήθησε. «μειδήσασα δ' ἔπειτα μέσῳ»,
ἢ ἑῷ, «ἐγκάτθετο κόλπῳ» τὸν κεστόν. Γίνεται δὲ αὐτῇ τὸ γηθῆσαι καὶ
μειδῆσαι
οἷα εἰς φήμην αἰσίαν καί τινα ὄρνιν ἀγαθὸν δεξαμένῃ προαναφωνητικῶς
τὸν
τῆς Ἀφροδίτης λόγον. οὐ γὰρ εἶπεν, ὅτι φημί σε καταλλάξαι τὸν Ὠκεανὸν
καὶ τὴν Τηθύν, ἀλλὰ πρᾶξαι πᾶν ὃ μενοινᾷς. δῆλον δὲ ὡς μενοινᾷ ἡ Ἥρα
τὸ
ἀπατῆσαι τὸν Δία ἐπ' ἀγαθῷ τῶν Ἀχαιῶν. (v. 199) Ὅρα δὲ [ὅτι τε τὸ
δαμνῶμαι δαμνᾷ, οἷον «ᾧ τε σὺ πάντας δαμνᾷ ἀθανάτους», ἤγουν
δαμάζεις,
πρωτότυπόν ἐστι τοῦ δάμνημι, ἀφ' οὗ τὸ δάμναται καὶ τὸ δάμνασθαι καὶ
τὰ
ὅμοια.] (v. 200) Καὶ ὡς, εἰ καὶ ἀπείρονα γῆν ἐν ἄλλοις ἡ ποίησις λέγει,
ἀλλ'
ἐνταῦθα κατὰ λόγον ἕτερον, ὃς ἐν ἄλλοις ἐρρέθη, πέρατα γῆς οἶδε. Τὸ δὲ
»εἶμι γὰρ ὀψομένη πολυφόρβου πείρατα γαίης» καί τινα τῶν ἑξῆς ἐπὶ
μακρᾶς
τινος ἀποδημίας ῥηθήσεταί ποτε. Τὸ δὲ πολυφόρβου ἀκριβῶς ἐρρέθη.
φορβῆς
γὰρ ὡς ἐπὶ πολὺ ἐπὶ ἀλόγων κειμένης, ὀρθῶς πολύφορβος ἡ γῆ, οὐ μὴν
πάμφορ-
βος. εἰ μὴ ἄρα καταχρηστικῶς φορβὴ μὲν ἡ ἁπλῶς τροφή, πολύφορβος δὲ
γῆ
ὡς ἐκ μέρους ἡ πάντροφος, [εἴτ' οὖν παμβῶτις κατὰ τὸν Σοφοκλῆν. Ὅτι
δὲ
τὸ φέρβω, ἐξ οὗ ἡ φορβή καὶ ἡ πολύφορβος, ἐκ τοῦ φέρειν βίον γίνεται,
καὶ
ὅτι, ὥσπερ ἐκ τοῦ βόσκω βοσκάς βοσκάδος, ὄρνεον ἧττον, φασί, νήττης,
οὕτω καὶ ἀπὸ τοῦ φέρβω φορβάς φορβάδος ἐπί τε ζῴων καὶ ἐπ' αὐτῆς δὲ
γῆς,
ὡς τὸ «φορβάδος ἔκ τε γᾶς ἑλεῖν», δῆλον ἐκ τῶν παλαιῶν.
στερηθεὶς
τοῦ ἀκουσθῆναι, ἀνάπυστος δὲ ὁ ἀκουσθεὶς διὰ τὸ ἐστερῆσθαι τῆς τοῦ
ἀπύστου
στερήσεως. [Τοιοῦτον δέ που εἶναι προεδηλώθη καὶ τὸ ἀνάγνωστος ὁ
ἐγνως-
μένος. γνωστὸς γὰρ καὶ ἐν στερήσει ἄγνωστος, καὶ ἐν δευτέρᾳ στερήσει
ἀναι-
ρετικῇ τῆς τοῦ ἄγνωστος καὶ πλεονασμῷ τοῦ νυἀνάγνωστος, ὁ μὴ
ἄγνωστος
ἀλλὰ δηλονότι γνωστός.] Τινὲς δὲ διὰ τὸ ἀάτην τὴν βλάβην λέγεσθαι
ἄατον
μέν φασι τὸ ἀτηρόν, ἀάατον δὲ τὸ πολυβλαβές. Ἰστέον δὲ καὶ ὅτι τὸ
ἀάατος
δι' εὐρυφωνίαν οὐκ ἔσχε τὸ νυκατὰ τὸ ἀνάπηρος καὶ ἀνάπυστος.
προκρίνει
γὰρ ἐν πολλοῖς ἡ ποίησις τῆς λείας φωνῆς τὸ χασμῶδες διὰ τὸ σεμνὸν
καὶ
ὀγκηρόν, οὗ μάλιστα ποιητικὸν τὸ ακαὶ τὸ μέγα ω, καθά φασιν οἱ
Τεχνικοί.
ὅτι δὲ τὸ ἀνάπηρος καὶ ἀνάπυστος καὶ τὰ ὅμοια καὶ ἄλλως διαφόρως
ἐτυμολο-
γοῦνται, ζητητέον ἑτέρωθι. (v. 273) Μαρμαρέη δὲ θάλασσα κατὰ τοὺς
παλαιοὺς
ἢ ἡ διαφανής, τοιοῦτον γὰρ τὸ ὕδωρ, ἢ ἡ θρεπτικὴ τοῦ μαρμαίροντος,
ἤγουν
λαμπροῦ, ἡλίου. ἄναμμα γὰρ ἡλίῳ θάλασσα, φασὶν οἱ παλαιοί,
προστιθέντες
καὶ τὸ νοερόν, ἐν τῷ εἰπεῖν ἄναμμα νοερὸν τὸ ἐκ θαλάσσης
ἀναπεμπόμενον.
Κτητικὴ δὲ λέξις τὸ μαρμαρέη ἀπὸ τοῦ μάρμαρος λίθος. ὅθεν μαρμάρειος
Σαρπηδόνος
Πάτροκλος ἔδωκε φέρειν ἐπὶ νῆας, Ἀπόλλων δὲ τὰ εἰς τιμὴν τοῦ κειμένου
ποιεῖ, ὡς ὁ Ζεὺς ἐκέλευσεν εἰπὼν «εἰ δ' ἄγε νῦν, φίλε Φοῖβε, κελαινεφὲς
αἷμα
κάθηρον ἐλθὼν ἐκ βελέων Σαρπηδόνα καί μιν ἔπειτα πολλὸν ἄπο
προφέρων»,
ἢ ἀπόπρο φέρων, «λοῦσον ποταμοῖο ῥοῇσι χρῖσόν τ' ἀμβροσίῃ, περὶ δ'
ἄμβροτα
εἵματα ἕσσον, πέμπε δέ μιν πομποῖσιν ἅμα κραιπνοῖσι φέρεσθαι, Ὕπνῳ
καὶ
Θανάτῳ διδυμάοσιν, οἵ ῥά μιν ὦκα θήσουσ' ἐν Λυκίης εὐρείης πίονι
δήμῳ»,
καθὰ διὰ τῆς Ἥρας εἰσηνέχθη βουλή. Δῆλον δέ, ὡς καὶ προεσημάνθη, ὅτι
Ὅμηρος, καὶ νῦν πάλιν σταλέντι νεκροκομῆσαι τὸν υἱόν. Ὅρα δὲ καὶ ἐν
τούτοις
φυσικὴν ἱλαρότητα φράσεως κιρναμένην σκυθρωπῷ πράγματι. τοιαύτη
δὲ
ἡ διὰ παρίσων τοῦ λοῦσον, χρῖσον, ἕσσον, καὶ τοῦ πομποῖσι, κραιπνοῖσι,
διδυμάοσιν. (v. 676 – 80) Ἅπερ εἰπόντος τοῦ Διὸς νῦν πρὸς Ἀπόλλωνα
μετ'
ὀλίγα εὐθὺς ὁ Ἀπόλλων, ἐνεργῶν ἃ ἐκελεύσθη, ἐκφαίνει διὰ τοῦ ποιητοῦ
ἕτερα τοσαῦτα ῥηματικὰ πάρισα πρὸς πλοῦτον κάλλους, εἰπόντος οὐ
προστακτι-
κῶς, ἀλλ' ὁριστικῶς ἐν τρίτοις προσώποις, ὡς Ἀπόλλων μὴ πατρὸς
ἀνηκου-
στήσας κατέβη ἄνωθεν καὶ ἔλουσε καὶ ἔχρισε καὶ ἄμβροτα εἵματα ἕσσεν.
Ἡσίοδος
δυσπέμφελον τὴν ναυτιλίαν φησί. Ζηνόδοτος δέ, φασί, πληθυντικῶς
γράφει,
εἰ καὶ δυσπέμφελοι εἶεν οἱ πολλοὶ δηλαδὴ ἐκεῖνοι, οἷς τὰ τήθεα
παρατίθενται,
ὅ ἐστι δυσάρεστοι, ὡς καὶ Ἡσίοδος «μηδὲ πολυξείνοιο δαιτὸς
δυσπέμφελος
εἶναι», ὅ ἐστι δύσκολος, δυσμετάπεμπτος. Ἰστέον δὲ ὅτι τὸ δυσπέμφελος
ὀφεῖλον, ὥς που καὶ προεδηλώθη, διὰ τοῦ πγράφεσθαι, ὅμως δοκεῖ
τρέψαι
αὐτὸ εἰς φπρὸς διαστολὴν τοῦ πέμπελος, ὃ γεροντικὴν ἡλικίαν δηλοῖ. (v.
749)
Τὸ δὲ «ἐν πεδίῳ» ἀστεῖον καὶ αὐτό. καθ' ὕδατος μὲν γὰρ κυβιστᾶν οὐ
δεινόν,
ἐν πεδίῳ δὲ κλαυσεῖται ἂν ὁ κυβιστῶν προσαράξας τῇ γῇ τὴν κεφαλήν.
[Καὶ
ἄλλως δὲ εἰπεῖν, πεζεῦσαι μὲν καθ' ὕδατος ἅρμα καὶ ἀναβάτην ἡ ποίησις
παραδίδωσιν, ἄνθρωπον δὲ ἐν πεδίῳ ἐξ ἵππων κυβιστᾶν θαλάσσης νόμῳ
οὐκ
ἂν εἴη. Ὅτι δὲ κυβιστητὴρ καὶ ὁ ὀρχηστής, δηλοῦσι καὶ οἱ ἐφεξῆς που
δύο
κυβιστητῆρες, οἳ «μολπῆς ἐξάρχοντες ἐδίνευον κατὰ μέσσους». Τὸ δὲ
«ῥεῖα
κυβιστᾷ» δὶς εἶπε διὰ τὸ καίριον τῆς φράσεως. καὶ δῆλον ὡς χρηστὸν
μάλιστα
τοῦτο. διὸ ἅπαξ εἰπὼν ἀρνευτῆρα, οὐκέτι οὔτ' αὐτὸ εἶπεν οὔτε τι τῶν
ἐκείνου.
Σημείωσαι δὲ καὶ ὅτι τε τὰ συχνὰ ἐν τοῖς ῥηθεῖσιν ἀσύνδετα πρέπουσιν
ἐπὶ
κερτομήσει, τὸ «ὢ πόποι», καὶ τὸ «ἦ μαλ' ἐλαφρός», καὶ τὸ «ὡς ῥεῖα
κυβιστᾷ»
καὶ τὸ «εἰ δή που καὶ πόντῳ» καὶ ἑξῆς, καὶ ὅτι ἡ τῆς παραβολῆς ἐργασία
ὡς
οἷον ἐκ τοῦ ἐλάττονός ἐστι, λέγοντος τρόπον τινὰ τοῦ Πατρόκλου, ὡς εἰ
ἐν
πεδίῳ ῥεῖα ἐξ ἵππων κυβιστᾷ, πολλῷ μᾶλλον ἐν θαλάσσῃ ἀπό τινος
προβλῆτος,
ἀπολύτως ἡ φήμη, μέση λέξις οὖσα παρὰ τοῖς παλαιοῖς. (v. 19) Ἰστέον δὲ
ὅτι
Εὐφόρβου ἐν τούτοις καυχησαμένου καὶ ἀπειλησαμένου ἐν τῷ «οὔ τις
πρότερος
ἀνδρῶν Πάτροκλον βάλε», καὶ «ἔα με κλέος ἐσθλὸν ἀρέσθαι, μή σε
βάλω» καὶ
ἑξῆς, Μενέλαος ἐνδιαθέτως λαλῶν μετὰ βαρύτητος ἀποτείνει πρότερον
ἠθικῶς
τὸν λόγον πρὸς Δία, λέγων οὕτω «Ζεῦ πάτερ, οὐ μὲν καλὸν ὑπέρβιον
εὐχετάασθαι». τοῦτο δὲ γνωμικῶς εἴρηται, ὡς μὴ καλὸν ὂν αὐχεῖν τινα τὰ
ὑπὲρ
δύναμιν. Καὶ νῦν μὲν ἡ ποίησις γνωματεύουσα ἐν λόγῳ τὸ καλὸν
ὑποτίθησιν,
ἐν Ὀδυσσείᾳ δὲ τὸν Λοκρὸν πραγματικῶς κολάζει μεγάλα αὐδήσαντα.
καὶ
τοῦτο μὲν οὕτω. (v. 20 – 3) Τὸ δὲ ἐφεξῆς ἀποφατικῶς παραβάλλει κατὰ
σχῆμα
ὁποῖον ἐν τῇ ξʹ ῥαψῳδίᾳ ἐξέθετο. ἐκεῖ γὰρ εἰπὼν ἐν παραβολῇ ὡς οὔτε
θαλάσσης κῦμα τόσον βοᾷ οὔτε πυρὸς τόσσος βρόμος οὔτ' ἄνεμος τόσον
ἠπύει,
καὶ τὰ ἑξῆς, ἐνταῦθά φησιν «οὔτ' οὖν πορδάλιος τόσσον μένος οὔτε λέον-
τος οὔτε συὸς κάπρου ὀλοόφρονος, οὗ τε μέγιστος θυμὸς ἐνὶ στήθεσι
περὶ σθένεϊ
βλεμεαίνει, ὅσσον Πάνθου υἷες ἐϋμμελίαι φρονέουσιν», ἢ φορέουσιν,
ἤγουν
φέρουσιν, ἔχουσι. Πολλὴν δὲ καὶ ἐνταῦθα ἐνάργειαν ὁ λόγος ἔχει τοῦ
μέγα τὸ
πρᾶγμα εἶναι, εἰ καὶ ἄλλως μικροπρεπέστερον τὸ λεχθὲν διὰ τὴν ἀπὸ
ζῴων
παραβολὴν καὶ οὐκ ἀπὸ σωμάτων ὡς εἰπεῖν στοιχειακῶν ὡς ἐν τῇ ξʹ. διὸ
καὶ
ἐφερμηνευτικόν ἐστι τοῦ «ταῦτα» τὸ ἐτήτυμον, ὅτι μηδὲ πολλά τινά εἰσιν
616
ἐνταῦθα τὰ τοῦ σκοποῦ, ἀλλὰ ἕν, τὸ ἐπικουρῆσαι Ἀχαιοῖς. (v. 128 s.) Διὸ
ἀμύνειν κεῖσθαί τι, ὡς καὶ αὐτὸ δῆλόν ἐστί, προσετέθη δὲ ὅμως καὶ τὸ
ἐφεξῆς
διὰ πλείω συνήθη σαφήνειαν, ὡς ἐντεῦθεν δοκεῖν τὸν μῶλον καὶ τὸ
ἀμύνειν
ἐλλιπῶς φράζεσθαι, ὅτε κατὰ μόνας λέγονται. (v. 136) Τοῦ δὲ «ἠῶθεν»
ἐφερμηνευτικὸν τὸ «ἅμα ἠελίῳ ἀνιόντι», ὅπερ ἅμα ἡμέρᾳ φασὶν οἱ μεθ'
Ὅμηρον. μετ' ὀλίγα δὲ συνήθως καθ' ὁμοιότητα τῆς ἀνατολικῆς φράσεως
καὶ
ἀλλ' ἐνταῦθα οὐκ ἔστι τοῦτο. καί εἰσι τὰ τοιαῦτα κυρίως καὶ κατ' ἐξοχὴν
ἔργα ὡς
ἀμίμητα, ἐξ ὧν εἰλῆφθαι δοκεῖ καὶ τὸ λέγεσθαι ἔργον τὸ δύσκολον. (v. 23
617
– 7)
Ὅτι τοῦ Πατρόκλου ὑπερπαθὼν ὁ Ἀχιλλεὺς λέγει τῇ μητρί, ὡς «μάλ'
αἰνῶς
δείδω, μή ποτε μυῖαι καδδῦσαι», ἤγουν καταδῦσαι, «κατὰ χαλκοτύπους
ὠτειλὰς ἐγγείνωνται», ὅ ἐστιν ἐγγεννήσωσιν, «ἀεικίσωσι δὲ νεκρόν, ἐκ δ'
αἰὼν
πέφαται, κατὰ δὲ χρόα πάντα σαπείη». ἐντιθέασι γάρ τι ταῖς σαρξὶν αἱ
μυῖαι, ἀφ'
οὗ σκωλήκια τίκτονται καὶ οὕτως ἀεικίζεται ὁ νεκρὸς οἷα
κατασηπομένου τοῦ
χρωτός, ἐπεὶ ὁ αἰὼν πέφαται, ἤγουν ἡ ζωή, ὃ ἀσυνήθως πέφρασται.
ἄνθρωπος
μὲν γὰρ πέφαται κατὰ τὸ «φῶτας ἀρηϊφάτους κατέδουσι», μυῖαι δηλαδή.
αἰὼν
δὲ πῶς ἄν, εἰ μὴ ἄρα κατὰ τὸ παρακολουθοῦν. Ἰστέον δὲ ὡς μετ' ὀλίγα ἡ
ποίη-
σις ἀγριοποιεῖ τὰς μυίας, ἄγρια φῦλα εἰποῦσα ἐκείνας διὰ τὸ ἄγαν
ἀναιδὲς τοῦ
ζῴου, ὃ καὶ ἐν τῷ «κυνάμυια» φαίνεται, καὶ ἐν τῷ «μυίης θάρσος», ἃ
ἑτέρωθι
κεῖνται παρὰ τῷ ποιητῇ. [(v. 25) Ἰστέον δὲ ὅτι Ὅμηρος μὲν χαλκοτύπους
υἱὸς
Ῥίγμος, ἐκ Θρᾴκης ἐριβώλακος ἐλθὼν πίπτει ἄκοντι βληθεὶς ὑπ'
Ἀχιλλέως.
κλίσις δὲ τοῦ ῥηθέντος Θρᾳκὸς Πείρεω, ὡς Μενέλεω. ὁ δὲ Ῥίγμος, εἰ μὲν
αὐτομάτως
ἐμπεσεῖν τῷ Ξάνθῳ, ὑφ' οὗ κυκώμενος βλάπτει τὸν ἥρωα, εἰ καὶ ἡ
ποίησις
ἄλλως μυθικώτερον προαιρετικὸν ἔργον τοῦτο πλάττει τῷ ποταμῷ.
Ἐτησίας
δέ, ὡς εἰκός, ἢ ὡς ἐν τοῖς ἑξῆς ὁ ποιητὴς ἐρεῖ, ὀπωρινὸς βορέης, ἢ καὶ
σφοδρὸς
θερινὸς νότος ὁ τοιοῦτος ἄνεμος ἦν. διὸ καὶ κυκᾶν εἶχε καὶ ἐκθερμαίνειν
τὸν
ποταμόν, ὡς εἰ καὶ πυρὶ φλεγέθων Ἥφαιστος αὐτῷ ἐνέπεσεν. (v. 255)
Ὕπαιθα
δὲ λιασθείς οἱ μὲν ἀντὶ τοῦ ἐκ πλαγίου τοῦ ποταμοῦ καὶ ἔξω τοῦ εὐθέος.
κάλλιον
δὲ νοεῖν κατὰ τοὺς παλαιοὺς ἀντὶ τοῦ ἔμπροσθεν καὶ ὑπαί τὸ ἰθύ, ἤγουν
κατὰ
ὀρθόν. διὸ καὶ ὁ ποιητὴς προϊὼν ἑρμηνεύει λέγων τὸν Ἀχιλλέα πρὸς ῥόον
ἀΐς-
σειν ἀν' ἰθύν, ἤγουν κατὰ ῥοῦν ὁρμᾶν ἐπ' εὐθείας, ἔνθα εἶχε δηλαδὴ
εὐπόρως
φεύγειν. (v. 256) Τὸ δὲ ὄπισθε ῥέοντα τὸν ποταμὸν ἕπεσθαι λιασθέντι τῷ
Ἀχιλλεῖ ἄλλο εἶδος πολεμικῆς ἐπιθέσεως. Σημείωσαι γάρ, ὅτι πολυειδὲς
τις
παρῳδήσας εἴποι ἂν ἑκὼν εἴκων τινί. οὕτως ἐπιεικὴς ὁ Ἑρμῆς, καί, ὡς ἡ
ποίησις λέγει, ἀκάκητα. διὸ καὶ Ἀργεϊφόντης ὁ αὐτὸς ἤτοι ἀργὸς φόνου.
καὶ ἄλλως δέ, οὐκ ἔχει ὁ Ἑρμῆς, ὁ πλανήτης ἀστήρ, ἀντικαταστῆναι τῇ
ἀλληγορουμένῃ Λητοῖ, ὅ ἐστι τῇ νυκτὶ ὡς οὐδὲ ἄλλος τις τῶν πλανήτων.
ἀπίθα-
νον γὰρ τὸ πλάσμα. ἢ πῶς ἂν μάχοιτο αὐτῇ πιθανολογικῶς, δι' ἧς
ἐκφαίνεται
λάμπων, ὅπουγε καὶ πάντες οἱ πλανῆται πρὸς αὐτῆς εἰσι. Ζεὺς μὲν γάρ
που,
πλάνης ὢν καὶ αὐτός, ἅζεται μὴ νυκτὶ ἀποθύμια ἔρδῃ. Ἄρης δὲ καὶ
Ἀφροδίτη,
τῶν ἑπτὰ καὶ αὐτοὶ ὄντες, σὺν αὐτῇ ἐπικουροῦσι τοῖς Τρωσί. Ἥλιος δὲ
καὶ
Σελήνη εἰς παῖδας αὐτῇ ἐγγράφονται. Κρόνος μέντοι ταρταρωθεὶς
οὐδετέροις
ἐπικουρεῖ. πῶς οὖν ἔχοι ἂν ὁ Ἑρμῆς αὐτῇ ἀντιβαίνειν; Οἱ δὲ παλαιοὶ καὶ
τοιαῦτά τινά φασιν. εἰρηνικὸς ὁ Ἑρμῆς, ὅθεν καὶ ἀνεῖται καὶ μίξεις φιλεῖ.
καὶ ἐν
Ὀδυσσείᾳ δὲ συνδεδέσθαι τῇ Ἀφροδίτῃ ἐθέλει [διὰ τὸ τῶν φιλοκάλων
ῥητόρων,
ἐναντίον, οὐδέ τι θυμῷ ταρβεῖ οὐδὲ φοβεῖται, ἐπεί κεν ὑλαγμὸν ἀκούσῃ·
εἴ περ
γὰρ φθάμενός μιν ἢ οὐτάσῃ ἠὲ βάλῃσιν, ἀλλά τε καὶ περὶ δουρὶ
πεπαρμένη, οὐκ
ἀπολήγει ἀλκῆς πρίν γ' ἠὲ ξυμβλήμεναι ἠὲ δαμῆναι· ὣς Ἀγήνωρ οὐκ
ἔθελεν
φεύγειν, πρὶν πειρήσαιτ' Ἀχιλῆος». (v. 573) Ἰστέον δὲ ὅτι ὡς τὰ πολλὰ ἡ
ποίησις πόρδαλιν λέγει διὰ τοῦ οπαρὰ τὸ προάλλεσθαι, πλεονάσαντος
623
τοῦ
δέλτα. ἐν δὲ ῥητορικῷ παλαιῷ Λεξικῷ εὕρηται οὕτως. πόρδαλιν, οἱ
ἄλλοι,
Ἀττικοὶ δὲ πάρδαλιν. Ὅμηρος δὲ τὸ μὲν ζῷον διὰ τοῦ ο, τὴν δορὰν δὲ διὰ
τοῦ
α. Θηλυκῶς δὲ κἀνταῦθα ἡ ξύλοχος, δηλοῖ δὲ τὸν ὑλώδη καὶ δασὺν τόπον
ὡς
ξύλα ἔχοντα. (v. 575) Τὸ δὲ «οὐ ταρβεῖ οὐδὲ φοβεῖται» ἀντὶ τοῦ οὔτε
δειλιᾷ
οὔτε φεύγει. Τὸ δὲ «ἐπεί κεν ὑλαγμὸν ἀκούσῃ» τινὲς γράφουσιν «ἐπεὶ
κυνη-
λαγμὸν ἀκούσῃ», διὰ τὸ γράψαι που τὸν Στησίχορον «ἀπειρεσίου
κυνηλαγμοῦ».
παλαιὸς δέ τις, μεμφόμενος τὴν τοιαύτην γραφήν, φησὶν ὅτι οὐχ' ὁρῶ
πλέον τι
ἐκ τοῦ συνθέτου. καὶ χωρὶς γὰρ κυνὸς ὑλαγμὸς ἐπὶ κυνῶν ἀκούεται, ὡς
ἐπὶ
ἵππων χρεμετισμός. ἄλλως τέ φησι τὰ εἰς μοςτῷ γπαραληγόμενα μετὰ
ἑλκύσαι αὐτὸ κοινοῦ, ἤγουν ἀπὸ μακροῦ ἑλκύσαι αὐτὸ κατὰ κοινοῦ,
ἤγουν ἀπὸ
στίχων δέκα καὶ ὀκτὼ φθασάντων γραφῆναι. καὶ μὴν οὕτω φιλαχιλλεὺς
ἄλλως ὁ ἀνήρ, ὥστε κατὰ τὴν πομπὴν τοῦ νεκροῦ, ἀγαθὴν οὖσαν, ἐν
στίχοις ἓξ
τρισσάκις τὸ Ἀχιλλεύς ὄνομα ἔθετο. ἐνταῦθα δὲ ἀπέστερξεν ὀνομάσαι
αὐτόν. καὶ
οὕτω μὲν ἡ τοῦ Διὸς θυγάτηρ ποιεῖ ἐπὶ τῷ Ἕκτορι. (v. 188 s.) Ἀπόλλων
δὲ
»κυάνεον», φησί, «νέφος ἤγαγεν οὐρανόθεν πεδίονδε, κάλυψε δὲ χῶρον
ἅπαντα». ὃ δὴ πρέπει εἰπεῖν ἕως ὧδε εἰς παράδοξον ἐκ νέφους σκιάν. (v.
189-
91) Ἡ δὲ ποίησις λέγει τὸν χῶρον καλύπτεσθαι «ὅσσον ἐπεῖχε νέκυς», ὁ
τοῦ
Ἕκτορος δηλαδή, «μὴ πρὶν μένος ἠελίοιο σκήλῃ ἀμφὶ περὶ χρόα ἴνεσιν
ἠδὲ
μέλεσσι», τουτέστι μὴ ξηράνῃ ὁ ἥλιος καὶ σκληρύνῃ τὸν χρόα, μάλιστα
δὲ σκε-
λετὸν ποιήσῃ ἀνιμηθέντος τοῦ ὑγροῦ τῇ θερμότητι τοῦ περιέχοντος. ὥστε
ὅρα
κἀνταῦθα, ὅτι τῶν ἐναντίων ποιητικὸς ὁ Ἀπόλλων, ἤγουν θερμότητός τε
καὶ
ψύχους δὲ κατὰ συμβεβηκὸς διὰ τὴν σκιάν, ἣν ποιεῖ τὰς ὑγρότητας
ἀνιμώμε-
νος, ἐξ ὧν τὰ σκιάζοντα νέφη συνίσταται. (v. 186) Ἰστέον δὲ [ὅτι τε θεῖόν
τι καὶ
625
ἔλαιον, καὶ ὅτι ἐκ τῶν κάτω καὶ τὰ θεῖα Ὅμηρος κοσμεῖ. σεμνὸν γὰρ
ἀνθρώποις τὸ ῥόδον. διὸ οὐ μόνον Ζεφύρῳ ἀνεῖσθαι λέγεται ἄγαλμα, καὶ
γῆς
καλεῖται ἄστρα καὶ ἀνθέων βασιλεύς, ἀλλὰ καὶ εἰς μύρου θειοτέρου
σκευὴν
δηλοῦται.
ὅθεν καὶ νῶτος εὔλοφος παρὰ Σοφοκλεῖ ὁ εὔεικτος, καὶ λοφιὰ ἡ περὶ
ταχὺ διὰ τῆς πτήσεως, ὅπερ ἐπ' αὐτῷ ἐν Ὀδυσσείᾳ καὶ διὰ τῆς τοῦ λάρου
ᾐνίξ-
ατο παραβολῆς. εἰ δέ πως ὁμοίως καὶ ἡ τοῦ Διὸς Ἀθηνᾶ σκευάζεται, οὐκ
ἂν
εἴη ἀνεύλογον, εἴ γε καὶ συγγενές τι λόγος καὶ φρόνησις, ὧν τὸ μὲν
Ἑρμοῦ, τὸ
δ' Ἀθηνᾶς. (v. 343) Ἡ δὲ τεραστία καὶ τὰ ἐναντία δυναμένη ῥάβδος
μυθικῶς
μὲν δῶρόν ἐστι τῷ Ἑρμῇ πρὸς Ἀπόλλωνος, ᾗ τὰς βοῦς Ἀδμήτου ἐκεῖνος
φαλάκρα. (v. 525 s.) Πρὸς δὲ τὸ τοῖς βροτοῖς τοὺς θεοὺς ἐπικλώθειν τὸ
ἄχνυσθαι, αὐτοὺς ἀκηδέας ὄντας, Ἐπίκουρος ἐναντιούμενός φησιν ὅτι τὸ
ἀθάνατον καὶ ἄφθαρτον οὔτ' αὐτὸ πράγματα ἔχει οὔτ' ἄλλοις παρέχει. διὸ
οὔτε
ὀργαῖς οὔτε λύπαις συνέχεται. καὶ Πλάτων δὲ ἐν Πολιτείαις φησίν, ὡς ὁ
θεὸς
ἀγαθός, οὐδὲν δὲ ἀγαθὸν βλαβερόν, ὃ δὲ μὴ βλαβερόν, οὐδὲ βλάπτει. καὶ
οἱ μὲν
φιλόσοφοι ταῦτα. ὁ δὲ ποιητὴς ἀνθρωποπαθεῖς τοὺς θεοὺς εἰσάγων
δίδωσιν, ὡς
μυριαχοῦ δηλοῦται, χώραν πάθεσι περὶ αὐτούς, ὁπόσα καὶ ἄνθρωποι
πάθοιεν ἄν.
ἐν οἷς καὶ τὸ μὴ ἐθέλειν τοὺς ὑπερέχοντας ἶσα τοῖς ταπεινοτέροις
φέρεσθαι, ἀλλὰ
κολούειν αὐτούς, [εἴτε ἀγαιομένους καί, ὡς ἂν Ἡρόδοτος εἴπῃ,
φθονοῦντας,
εἴτε καὶ ἑτέρως ὁπωσοῦν.] Οὐκοῦν ἐπεὶ θεῖον τὸ μετὰ ῥᾳστώνης
ἔμφρονος ζῆν, ὅ φησιν ἡ ποίησις «θεοὶ ῥεῖα ζώοντες», οὐκ ἂν οὕτω
βιῷεν καὶ οἱ θνητοί; ἀνθρώπῳ γὰρ ἀγαπητόν, εἰ μὴ ἀκράτου τοῦ τῶν
κακῶν ἀπαντλεῖται αὐτῷ πίθου. ἔχει δ' ἀναμεμιγμένα καὶ ἀγαθὰ τοῖς
κακοῖς, κατὰ τὸ «ἀλλὰ σοὶ μὲν παρὰ καὶ κακῷ
καλὸν ἔθηκε δαίμων». διὸ καὶ ὁ ἐν Ὀδυσσείᾳ Δημόδοκος, τῇ Μούσῃ
πεφιλημένος, οὕτω τὸν βίον κέκραται. φησὶ γὰρ «ὃν περὶ Μοῦσ'
ἐφίλησε». καὶ τί
ἐστι τὸ ἐφίλησε περισσῶς; «ἐδίδου», φησίν, «ἀγαθόν τε κακόν τε». ποῖα
ταῦτα;
»ὀφθαλμῶν μὲν ἄμερσεν, ἐδίδου δὲ ἡδεῖαν ἀοιδήν». καὶ οὕτω μὲν οἱ
Ὁμηρικοὶ
πίθοι, ὁ τῶν ἐσθλῶν καὶ ὁ τῶν κακῶν, κιρνῶσι τὴν ἐν ἀνθρώποις
εὐδαιμονίαν,
μίγμα οὖσαν καὶ συγκύρημα ἄλλοτε μὲν κακῶν, ἄλλοτε δὲ ἐσθλῶν. ὡς τό
γε κα-
τὰ μόνας ἐξ ἑνὸς πίθου δῶρον ἐκ μὲν τοῦ τῶν ἐσθλῶν πίθου ἀνθρώπῳ
οὐκ ἄν,
752 s.)
Τριῶν δὲ νήσων μέμνηται, ἢ γυναικικῶς οἷα μὴ πολυΐστωρ, ἢ ὅτι, ὡς
εἰκός, ἐν
αὐταῖς ἐπέρναντο οἱ τῶν Τρώων αἰχμάλωτοι, ὅ ἐστιν ἐπωλοῦντο πέραν
ἁλὸς
ἀγόμενοι, ἀφ' οὗ παρῆκται τὸ πέρνασθαι, πολλαχοῦ κείμενον παρὰ τῷ
ποιητῇ,
ὡς εἶναι τὸ «πέρνασκε πέρην ἁλός» τρόπου καὶ αὐτὸ ἐτυμολογικοῦ. Ὅρα
δὲ
κἀνταῦθα ποιητικὰ πάρισα, τὸ «πέρνασκε» καὶ τὸ «ἕλεσκεν», ἁπλοϊκῶς
οὕτω
παραπεσόντα τῇ ἠθοποιΐᾳ τῆς γραός. (v. 750) Θανάτοιο δὲ αἶσα
περιφραστικῶς
ὁ θάνατος πρὸς διαστολὴν ἑτέρας αἴσης. ἐν τούτοις δὲ ἡ ποίησις τὸν
θεοφιλῆ
ἄνδρα καὶ ζῶντα καὶ τεθνεῶτα φιλεῖσθαι λέγει θεῷ. (v. 751) Τὸ δὲ
«παῖδας
ἐμοὺς πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς» ἔχει τι κάλλους κατὰ τὸ «παῖδας» καὶ
«πόδας».
(v. 753) Σάμον δὲ καὶ νῦν τὴν Θρᾳκίαν λέγει. αὕτη γὰρ τοῖς περὶ Λῆμνον
καὶ
Ἴμβρον τόποις παράκειται, οὐ μὴν ἡ ἀνατολικωτέρα Ἰωνική.
Ἀμιχθαλόεσσα
δὲ οἱονεὶ ἀμικτόεσσα, τροπῇ τῶν ψιλῶν εἰς δασέα καὶ πλεονασμῷ τῆς αλ
τες καὶ πρὸς τὴν ἱστορίαν αὐτήν. χρὴ δὲ οὐχ' οὕτω ποιεῖν, ἀλλὰ τὸ ἔργον
σκοπεῖν τῆς ποιήσεως,
ἐκεῖνο εἰδότας, ὡς ἄρα νόμος τοῖς ποιηταῖς μὴ γυμνὴν τὴν ἱστορίαν
ἐκτίθεσθαι, ἀλλὰ μύθοις καταπυ-
631
κάζειν. ὧν τοὺς μὲν, ὑπ' ἄλλων ἤδη πλασθέντας ἀναλέγονται, τοὺς δὲ καὶ
αὐτόθεν προσανα-
πλάττονται. δέδοται γὰρ κατὰ τοὺς τεχνογράφους τῇ ποιήσει καὶ
τερατεύεσθαι, ὡς ἂν ἐκ τούτων
ἡδονὴν τὲ ἅμα τοῖς ἀκροαταῖς καὶ ἔκπληξιν ἐμποιήσειεν. οὕτω τοίνυν καὶ
ὁ ποιητὴς πολλαχοῦ, ὥς
φασιν οἱ παλαιοὶ, τοῖς ἱστορουμένοις ὁμολογῶν, παραπλέκει καὶ μύθους.
καὶ τοῖς θρυλλουμένοις ἀλη-
θέσι, προστίθησί τι καὶ τῶν οὐκ ἀληθῶν. ἑκὼν ἑαυτῷ ἐνιστῶν τὴν τοῦ
ἀδυνάτου γραφήν. καὶ οὐ
πάντῃ πρὸς πλάσμα διασκευάζει καὶ μύθους, ἀλλὰ κατ' αὐτὸν φάναι,
πολλὰ ψεύδεα λέγει ἐτύμοις
ὁμοῖα, ὅθεν ἄν τις οὐδὲ ἴδοιτο. πολλὰ μέντοι καὶ οὐ πάντα ψεύδεται. οὐ
γὰρ ἂν ἔτι ἐτύμως ὁμοῖα ἡ
ποίησις φθέγγοιτο ἐὰν ψευδῆ πάντα εἴη συνείρουσα. αὐτίκα τῆς
Ὀδυσσέως πλάνης τὸ πολὺ, περὶ Σι-
κελίαν γενέσθαι καὶ Ἰταλίαν καὶ ἐπέκεινα τεθρύλληται συμφώνως τῷ
ποιητῇ. καὶ τοῦτο δηλοῖ δίχα
πολλῶν ἄλλων, καὶ ὁ τῆς ἱστορίας Λατῖνος, καὶ ὁ Αὔσων, οἱ ἐξ
Ὀδυσσέως καὶ Κίρκης κατά τινας.
οἳ καὶ τῆς ὁμωνύμου αὐτοῖς χώρας ἐκράτησαν, καὶ ἀφ' ἑαυτῶν τὰ ἔθνη
ἐκάλεσαν. ὁμολογεῖ δὲ τούτοις
καὶ ἡ ἐν Ἰβηρίᾳ πόλις Ὀδύσσεια. καὶ ὁ ἐν παροιμίαις Τεμέσιος ἥρως ὁ
βαρύμηνις, εἷς τῶν Ὀδυσσεῖ
συμπλευσάντων ἑταίρων, ἐν Τεμέσῃ τῇ Ἰταλικῇ τιμώμενος. καὶ οὕτω μὲν
οὐκ ἔστιν ἀμφιβαλεῖν ὅτι
ἐκεῖ τὰ πλείω πεπλάνηται Ὀδυσσεύς. ὁ δέ γε ποιητὴς, ἔστιν ἃ τῆς τοῦ
Ὀδυσσέως πλάνης καὶ ἐξωκεα-
νίζων φαίνεται, ὡς ἐν τοῖς ἑξῆς φανερῶς δειχθήσεται. φυλάττων μὲν καὶ
τὰ τῆς ἱστορίας, προστιθεὶς
δὲ καὶ τερατολογίαν ποιητικήν. καὶ ποιήσεως νόμῳ, τὸ ψεῦδος τῇ
ἀληθείᾳ παραμιγνύς. καὶ τὰ μὲν
διδάσκων, τὰ δὲ ἐκπλήττων ἢ καὶ ψυχαγωγῶν. οὕτω δὲ καὶ τὸν Αἰόλον
καὶ τοὺς Κιμμερίους καὶ τὰ
κατὰ τὴν Καλυψὼ ἐξ ἱστοριῶν ἀληθῶν ἐρανισάμενος ὡς δειχθήσεται,
προσεπιτίθησί τι καὶ τερατολο
δηλωθήσεται ὡς ἐγχωρεῖ.
Τιθωνοῦ δὲ εἰ καὶ μὴ ἐμνήσθη ὁ ποιητὴς ἐνταῦθα, ὅμως ἱστόρησεν ἐν τῇ
Ἰλιάδι ἐπιτροχάδην αὐτὸν
Ἰωνικὸς δεύτερος ἀόριστος εἶναι τοῦ ἥδω. διὸ συστέλλει μὲν ὡς δεύτερος
ἀόριστος τὴν παραλήγουσαν,
ψιλοῦται δὲ Ἰωνικῶς. κεῖται δ' ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ (Vers. 242.) καὶ τὸ
δέατο, ἀντὶ τοῦ ἐδόκει. λέξις
ἀχρηστοτάτη τοῖς πεζολόγοις καθὰ καὶ τὸ ῥηθὲν ἄδοι, ᾧ κοινὸν
σύστοιχον τὸ ἀδεῖν.
δοκος μὲν γὰρ πλατεῖαν ἐκθέσθαι δοκεῖ ἀοιδήν, Ὅμηρος δὲ, ὡς ἐν τύπῳ
παρεκβολῆς τὴν μακρὰν
ῥῆσιν εἰς βραχυτέραν συνελεῖν, ὡς δῆλον ἐκ τοῦ, (Vers. 514.) ἤειδεν ὡς
ἄστυ διέπραθον. ἤγουν τὸν
τρόπον τῆς Τρωϊκῆς ἁλώσεως ὅπερ ἐνταῦθα οὐκ ἐκπεφώνηται. καὶ ἐκ
τοῦ, (Vers. 516.) ἄλλον ἄλλῃ
ἄειδε κεραΐζειν τὴν πόλιν. ὅπερ οὐδ' αὐτὸ ἐνταῦθα κεῖται. οὐ γὰρ λέγει
τίνες που ἐκεράϊζον, ἐνέφῃνε
γοῦν ὁ ποιητὴς ἔχειν ἐκ τούτων ὕλην πολλὴν ποιήσεως. δι' ἧς καὶ ὅλον ἂν
ἀπαρτισθείη βιβλίον, ὁποῖα
ἐπραγματεύσαντο οἱ τὴν Τρωϊκὴν ἅλωσιν γράψαι πραγματευσάμενοι. ὧν
καὶ ὁ Τρυφιόδωρος.
(Vers. 521.) ἐπὶ δὲ τοῖς ῥηθεῖσιν ἐπάγει ὁ ποιητὴς ἕνα στίχον
συμπληρωτικῷ σχήματι, τοιοῦτον.
ταῦτ' ἂρ ἀοιδὸς ἄειδε περικλυτός. ἐτυμολογικὸν τρόπον ποιήσας ἐν τῷ,
ἀοιδὸς ἄειδεν. (Vers. 501.)
Ὅτι δὲ ἀπέπλευσαν Ἕλληνες δόλῳ ἐκ Τροίας καὶ ὡς πῦρ ἐν κλησίῃσιν
ἔβαλον, καὶ τὰ κατὰ τὸν δού-
ρειον ἵππον, καὶ ὡς ἐπορθήθη ἡ Τροία ἐλεεινῶς τά τε ἄλλα καὶ διὰ τὸν
τηνικαῦτα ἐμπρησμὸν, καὶ ὅσα
δὲ ἐπὶ τούτοις γέγονε, δηλοῖ ἐνδιασκεύως καὶ ἡ τοῦ Κοΐντου ποίησις.
Σημείωσαι δὲ καὶ (Vers. 500.)
ὅτι τὸ ἔνθεν ἑλὼν ἄλλο πλάτος γραφῆς εἶναι δηλοῖ πρὸ τῆς ἀοιδῆς τοῦ
Δημοδόκου. ὅπερ ὀφείλων αὐτὸς
δηλῶσαι, ὅμως παραδραμὼν αὐτὸ, ᾄδει ὅπερ ἀπῄτησεν Ὀδυσσεὺς, ἔνθεν
ἑλών. τουτέστιν ἐάσας μὲν
τἆλλα. μνησθεὶς δὲ τῶν κατὰ τὸν δούρειον ἵππον, ἐξ ὅτου μετὰ πολλὰ τὰ
φθάσαντα εἰς Τροίαν ἀνειλ-
κύσθη. Καταστατικὴ δὲ ἔννοια τὸ ἔνθεν ἑλὼν, ᾗ χρῶνται καὶ οἱ μεθ'
Ὅμηρον ὁπηνίκα λόγου ἀφηγη-
ματικοῦ κατάρχονται. (Vers. 501.) Τὸ δὲ πῦρ βαλόντες, ἀντὶ τοῦ, πῦρ
θέντες ῥίψαντες. ταῦτα
δὲ, ἀντὶ τοῦ ἐμπρήσαντες. (Vers. 502.) Τὸ δὲ οἱ ἀμφ' Ὀδυσσῆα, λοχαγὸν
ὑποβάλλει νοεῖν τὸν Ὀδυς-
639
σέα τοῖς ἐντὸς τοῦ δουρείου. (Vers. 503.) Ἀγορὰν δὲ Τρώων λέγει τὴν
ἐντὸς τῆς Ἰλίου ἄθροισιν
τῶν πολιτῶν, (Vers. 504.) Τὸ δὲ ἐς ἀκρόπολιν ἐρύσαντο, ἀντὶ τοῦ διὰ
μηχανῆς εἵλκυσαν. ὅθεν καὶ
ῥυτοὶ λίθοι οἱ μὴ φορητοὶ ἀλλὰ ἑλκυστοί. τοιοῦτον δὲ καὶ τὸ, ἐρύσαντας
ἐπ' ἄκρας. Τὴν δὲ ἀκρό
οὕτω καὶ ὀμῶ ὀμνῶ ὀμνύω ὄμνυμι. τοῦ δὲ ὀμῶ ὀμόσω πολλῶν ὄντων
συνθέτων, ἐνθυμητέον ἐνταῦθα
τὸν συνωμότην. περὶ οὗ φασὶν οἱ παλαιοὶ ὅτι συνωμότης μὲν ὁ κατὰ τοῦ
δήμου ἀνιστάμενος, ξυναγω-
γεὺς δὲ ὁ τοὺς τοιούτους ὑποδεχόμενος. ἔτι δὲ καὶ τὴν ἀντωμοσίαν καὶ
τὴν ὑπωμοσίαν καὶ τὴν ἐξω-
μοσίαν, ὧν κατὰ τοὺς αὐτοὺς ἀντωμοσία μὲν ἦν δίκη ἀντωμοσμένη.
προώμνευε μὲν γὰρ ὁ διώκων
δικαίως κατηγορεῖν, καὶ ἦν φασὶ τὸ αὐτὸ καὶ κατωμοσία, ἀντώμνυε δὲ ὁ
φεύγων ἀδίκως ἐγκαλεῖ-
σθαι καὶ ἐλέγετο οὐκ ἀντωμοσία μόνον ἀλλὰ καὶ διωμοσία ὁ ἀμφοῖν
ὅρκος, τὴν δὲ ὡς ἐῤῥέθη
διωμοσίαν κατωμοσίαν Ἡρόδοτος εἶπεν ἐν τῷ, μετὰ δὲ τὴν κατωμοσίην
ἐδίωκε. καὶ τοιοῦτον μὲν ἡ ἀντω-
μοσία. ὑπωμοσία δέ φασιν ἐστὶν ἀπόδοσις αἰτίας δι' ἣν οὐκ ἀπήντησέ τις
πρὸς τὴν δίκην. ἐξωμοσία δὲ,
ὅταν φασὶν ὀμνύῃ τις ἀδύνατος εἶναι ποιεῖν τὸ προσταττόμενον. (Vers.
348.) Ὅτι ἀμφίπολοι τέσσα-
ρες πλάττονται εἶναι τῇ Κίρκῃ τῇ μυθικῇ, πρέπουσαι αὐτῇ, νύμφαι
δηλαδή. ἃς πολλαχοῦ ἡ ποίησις
ἱστορεῖ ἐκ πηγῶν καὶ ἀλσέων καὶ ποταμῶν καὶ τοιούτων τινῶν γινομένας,
ἀνιττομένη δι' αὐτῶν φυσικάς
τινας δυνάμεις, τάς τε ἄλλας, καὶ ὅσαι ὑπουργοῦσι τοῖς τρυφῶσι κατὰ τὴν
Κίρκην, διά τε γενέσεως
ζῴων καὶ καρπῶν ὡραίων φορᾶς, καὶ ὅσων ἄλλων αἴτια τὰ στοιχεῖα. ὧν
καὶ αἱ τοιαῦται νύμφαι γεγε-
νῆσθαι λέγονται, ὡς ἐκεῖθεν προβεβλημέναι. τινὲς δέ γε τῶν παλαιῶν
ἀσυμβιβάστως μὲν πρὸς πλάτος
ἀλληγορίας, ὅμως δὲ ὑπενόησαν, ἐνιαυτὸν μὲν τὴν Κίρκην. τὰς δ'
ἐνταῦθα τέσσαρας αὐτῆς διακόνους
τὰς τέσσαρας ὥρας, οὐδέν τι γενναῖον ὑπειπόντες οὕτως. (Vers. 349.)
ἄλλως μέντοι ἔστιν εἰπεῖν ὡς
ἡ Κίρκη διακόνοις τέσσαρσι χρᾶται πρὸς ἀνάλογον ἔμφασιν τῆς τῶν
641
τι ἔχοντα, εἴπερ αὐτῷ μὲν φρένες ἔμπεδοι νοοῦντι (Vers. 495.) καὶ
πεπνυμένῳ θειότερον. οἱ δὲ σκιαὶ
ἀΐσσουσι. τουτέστιν οἱ περὶ τὸν Ἅιδην. ὃ καὶ σημείωσαι. μὴ προειπὼν
γάρ τινας ὅμως ἐπήγαγε τὸ, τοὶ
δὲ σκιαὶ ἀΐσσουσι. Σημείωσαι δὲ ὅτι περὶ Σειρήνων μὲν καὶ Σκύλλης καὶ
Χαρίβδεως καὶ Ἡλίου βοῶν
ἐρεῖ πρὸς Ὀδυσσέα ἡ Κίρκη ὡς γειτνιῶσα φασὶ, καθὸ Τυρσηνικὴ, τοῖς
κατὰ τὸν Σικελικὸν πορθμὸν
μέρεσι, περὶ ὧν οὐδὲν ὁ Τειρεσίας ἐρεῖ. περὶ δὲ τῶν λοιπῶν ἐπιτρέπει τῷ
μάντει ὡς ἂν μὴ ἀπιστηθῇ,
καθὰ καὶ προεγράφη, οἷα ὑπὲρ ἑαυτῆς τὰ τοιαῦτα εἰποῦσα. Σημείωσαι δὲ
καὶ ὅτι ἡ πρὸς Ἅιδην κάθο-
δος τοῦ σοφοῦ Ὀδυσσέως αἰνίττεται ὡς οὐδὲ τὰ κάτω γῆς τὸν τοιοῦτον
ἄνδρα διαπέφευγεν, ἀλλὰ τῇ
κατὰ σκέψιν βαθύτητι γενόμενος ὑπὸ γῆν ἐντυγχάνοι καὶ τοῖς ἐκεῖ, τί τέ
ἐστι ψυχὴ ἐμβαθύνων, καὶ τί
ποτε δρᾷ ἢ πάσχει λυθεῖσα τοῦ σώματος, καὶ οἷα τὰ ὑπὸ γῆν, καὶ ἄλλα
ὅσα τοιαῦτα διασκοπεῖσθαι
εἰκός. τινὲς δὲ νεκυομαντίαν τεχνήσασθαι τὸν Ὀδυσσέα φασὶ Κίρκης
ὑπαγορευσάσης πρὸς δυσμαῖς
Ἡλίου γενόμενον ὡς ἐν τοῖς ἑξῆς φανεῖται, ἃς δὴ τόπον Ἅιδου ἡ ποίησις
ὑπονοεῖ, καὶ τὴν τοιαύτην
ψυχαγωγίαν καὶ πρὸς τοὺς κατοιχουμένους ὁμιλίαν, κάθοδον εἰς Ἅιδου
φασίν. ἄλλως μέντοι ὁ ποιητὴς
τὴν τοιαύτην εἰς Ἅιδου κάθοδον πλάττει πρὸς χορηγίαν γραφῆς πλείονα
ὡς καὶ προδεδήλωται. Ἡ δὲ
τοῦ πεπνύσθαι τὸν Τειρεσίαν πλάσις δοκεῖ γενέσθαι παρὰ τὸ, αὐτὸν
μάλιστα ὑπὲρ τὰς ἄλλας ψυχὰς
ἐν ταῖς νεκυομαντικαῖς ἀνακαλεῖσθαι ψυχαγωγίαις διὰ τὸ ἐν τοῖς ζῶσι
μαντικὸν αὐτοῦ. Ὅτι λύπης
πολλῆς παραστατικὸν τὸ, αὐτὰρ ἔμοιγε κατεκλάσθη φίλον ἦτορ. ὃ καὶ
643
σθαι. ὁ δ' αὐτὸς λέγει καὶ μεταξὺ Ἀπαμείας τῆς Συριακῆς καὶ Ἀντιοχείας
χάσμα τι Χάρυβδιν λέγε-
σθαι, εἰς ὃ καταδὺς Ὀρόντης πάλιν ἀνατέλλει ἑτέρωθι. περιᾴδεται δὲ καὶ
Λυκιακή τις ἔτι καὶ νῦν
Χάρυβδις. ὅτι δὲ τὸ κατὰ τὴν Χάρυβδιν πλάσμα τοῦ ποιητοῦ ἄμπωτιν καὶ
ταύτην ὑποβάλλει νοεῖν, οὐκ
ἔστιν ἀμφιβαλεῖν. Ἰστέον δὲ καὶ ὅτι ὁ Κίλιξ ποιητὴς τοπογραφῶν τε ἅμα
ἐν παραβολῇ καὶ μυθικῶς
αἰτιολογῶν τὸ κατὰ τὴν Χάρυβδιν Ἰονίου τε καὶ Τυρσηνικοῦ πόντου
μέσην κεῖσθαι αὐτὴν ἱστορεῖ, ὡς
καὶ τῶν κατὰ τὸν Σικελικὸν πορθμὸν οὕτω κειμένων, ἃ δὴ ἀποῤῥῶγα
πορθμοῦ λέγει ἐκεῖνος. καὶ πνεύ-
ματι δὲ ὑπογαίῳ τυφωνικῷ αὐτήν φησιν ἀνακυκᾶσθαι, κατά τινα δῆθεν
ὁμοιότητα τοῦ ἐν Σικελίᾳ
Αἰτναίου πυρὸς, οἷα τοῦ μυθικοῦ Τυφῶνος ὥς περ τῇ Αἴτνῃ, οὕτω καὶ
τοῖς κατὰ Χάρυβδιν τόποις
ὑποκειμένου, ἵνα καθὰ ἐν Ἰλιάδι Ζεὺς ὑπὸ Τυφώεϊ γαῖαν τινὰ ἱμάσσει,
πνεύματι δηλαδὴ ἐλαυνομένην
σφοδρῷ, οὕτω καὶ ἡ Χάρυβδις ὁμοίῳ τινὶ πνεύματι λαύρῳ κάτωθεν κατὰ
πάθος ἀμπώτεως ἀναταρας-
σομένη πάσχῃ ἅ περ ἡ ποίησις τερατεύεται. ὅτι δὲ εἴς τινα πολυδάπανον
ἀσωτίαν καὶ ἡ Χάρυβδις ἀλλη-
γορικῶς ἐκλαμβάνεται, δῆλον ἐστὶν ἐκ τῶν παλαιῶν. ὁποίῳ δή τινι λόγῳ
καὶ ἡ κωμῳδίᾳ τὴν φάραγγα
648
εἰς ἕτερον μεταβολὴ, ὡς τῆς Νιόβης εἰς λίθον. καὶ τοιαύτη μὲν ἡ
εἰρημένη παράδοσις, μὴ ἀκριβωσαμένη
ὡς οὐχ' ἑτεροιοῦσθαι, ἀλλὰ μεταμορφοῦσθαι οἱ μυθογράφοι φασὶ τοὺς
ἀπὸ σώματος ἄλλου εἰς ἄλλο
μεταπίπτοντας, ὡς δηλοῦσιν οἱ τὰ περὶ μεταμορφώσεων ληρήσαντες.
δοκεῖ γοῦν προσφυέστερον εἶναι
εἰπεῖν τὸν Ὀδυσσέα ἠλλοιῶσθαι νῦν, Ὁμήρου ἐνδιδόντος εἰς τοῦτο
ἀρχὴν διὰ τοῦ εἰπεῖν ὅτι ἀλλοῖός μοι
ἐφάνης. ἄλλως δέ γε προσαρμόζει ἐνταῦθα καὶ τὸ μεταμορφωθῆναι διὰ
μόνον τὸ πρόσωπον. ἀρέσκει
γὰρ τοῖς παλαιοῖς ἐπὶ προσώπου τιθέναι τὴν μορφήν. διὸ καὶ φασὶν ὅτι
εὐειδὴς μὲν ὁ τοῦ εἴδους εὖ ἔχων
ἤγουν ἅπαν τὸ σῶμα καλὸς, εὔμορφος δὲ ὁ μορφῆς εὖ ἔχων· οἷον
εὐπρόσωπος. καὶ οὕτω μὲν ταῦτα.
(Vers. 184.) Τὸ δὲ ἵληθι λέγεται μὲν καὶ ἵλαθι. σύστοιχον δὲ αὐτῷ καὶ τὸ
ἱλήκοις καὶ τὰ κατ' αὐτό.
(Vers. 190.) Ὅτι Ὀδυσσεὺς εἰπὼν τὰ ἀνωτέρω δηλωθέντα υἱὸν κύσεν, ὅ
ἐστιν ἐφίλησε, κὰδ δὲ πα-
ρειῶν δάκρυον ἧκε χαμᾶζε δαψιλῶς οὕτω ὑφ' ἡδονῆς, πάρος δ' ἔχε
νωλεμὲς αἰεὶ, τουτέστι, πρὶν μέντοι
πένθημι, ὡς κίχημι κιχῆναι· ἢ καὶ ἀπὸ τοῦ πενθῶ πενθαίνω, ὁποῖον καὶ τὸ
ὀνομαίνειν καὶ φοραί-
νειν, ἐξ ὧν ὀνομῆναι καὶ φορῆναι. (Vers. 175.) Τοῦ δὲ τηλίκος ἑρμηνεία
τὸ, γενειήσαντα ἰδέσθαι,
ὃ τελειότητος δεῖγμα, καθ' ἣν χρησιμεύοι ἂν παῖς μητρί. εἰ δὲ ἀρᾶται
γενειήσαντα ἰδέσθαι παῖδα
μητρὶ, πολυήρατον ἄρα καὶ τὴν τοιαύτην ἡλικίαν ἔστιν εἰπεῖν. (Vers.
179.) Τὸ δὲ, ἐπιχρίεσθαι ἀλοιφῇ,
ἐντελέστερον εἴρηται τοῦ, ἐπιχρίσασα παρειάς. δῆλον δ' ὅτι ὁμώνυμος
λέξις ἡ ἀλοιφὴ, ἐπί τε πιμελῆς
λεγομένη καὶ στέατος καὶ νῦν ἐπὶ καλλοποιοῦ χρίσματος. (Vers. 181.) Τὸ
δὲ, κεῖνος ἔβη, κατ' ἐξο-
χὴν εἶπεν ἡ γυνή. ὄνομα γὰρ Ὀδυσσέως οὐ πρόκειται. (Vers. 189.) Τὸ δὲ,
λύθεν δέ οἱ ἅψεα, λυσι-
μελῆ δηλοῖ τὸν ὕπνον ἐξεῖναι λέγεσθαι, μὴ μόνον καθότι λύει
μελεδήματα θυμοῦ, ὡς ἀλλαχόθι
λέγει ὁ ποιητὴς, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸ λύειν τὰ μέλη, ὅ πέρ ἐστιν ἅψεα. (Vers.
190.) Ὁ δὲ κλιντὴρ θρό-
νου εἶδος καὶ αὐτὸς, περὶ ὃν ἔστιν ἀνακλινθῆναι, ὡς δηλοῖ τὸ, εὗδε δ'
651
χὴν εἶπεν ἡ γυνή. ὄνομα γὰρ Ὀδυσσέως οὐ πρόκειται. (Vers. 189.) Τὸ δὲ,
λύθεν δέ οἱ ἅψεα, λυσι-
μελῆ δηλοῖ τὸν ὕπνον ἐξεῖναι λέγεσθαι, μὴ μόνον καθότι λύει
μελεδήματα θυμοῦ, ὡς ἀλλαχόθι
λέγει ὁ ποιητὴς, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸ λύειν τὰ μέλη, ὅ πέρ ἐστιν ἅψεα. (Vers.
190.) Ὁ δὲ κλιντὴρ θρό-
νου εἶδος καὶ αὐτὸς, περὶ ὃν ἔστιν ἀνακλινθῆναι, ὡς δηλοῖ τὸ, εὗδε δ'
ἀνακλινθεῖσα. ὃ καὶ ἐτυμολο-
γικὸς τρόπος ἐστί. (Vers. 192.) Τὸ δὲ κάλλος θεῖόν τι ὑγρὸν ἡ ποίησις
πλάττει, ὥς που λέγει καὶ
ἡ Ἰλιάς. ἦν δὲ τῷ τοιούτῳ μυθικῶς καὶ νίπτεσθαι, ὡς δηλοῖ τὸ, πρόσωπα
καλὰ κάθῃρε τὰ τῷ κάλλει
παρωνυμούμενα. ἔτι δὲ καὶ χρίεσθαι. Ἀφροδίτη γὰρ αὐτῷ χρίεται. ἔστι δὲ
κάλλος τοιοῦτον ἀμβρόσιον
ἀλληγορικῶς ἡ ἐπιπολάζουσα κατὰ πρόσωπον φυσικὴ καλλονὴ καὶ
εὐπρέπεια, ὁποία τις καὶ νῦν ἡ τῆς
652
Πηνελόπης, ᾗ κάλλους αἴτιος καὶ ὁ ὕπνος γίνεται, οἷα τοῦ φιλίου χυμοῦ
ἀναδοθέντος καὶ εἰς ἔρευθος
φυσικὸν τῷ προσώπῳ ἐπανθήσαντος· ὅ περ οὐ κατά τινα τεχνικὴν
Ἀθηνᾶν Ὅμηρος πλάττει γενέ-
σθαι, ἀλλ' ἑτέρως κατὰ τὸ σεμνὸν τοῦ μύθου, ᾧ μάλιστα χαίρειν οἶδε
ποίησις. Ἰστέον δὲ ὡς οὐ μόνον
μύθου πλάσμα τὸ κάλλος, ἀλλὰ καὶ ἄλλως μύρον τι πραγματικῶς,
χρήσιμον εἰς ἐπιποίησιν κάλλους,
καθὰ καὶ πρὸ ὀλίγων εἴρηται. οὕτω δὲ καὶ τὸ μεγαλεῖον μύρον, εἰ καὶ
δοκεῖ τισὶν ἐπαινετικῶς εἰρῆσθαι
προπερισπώμενον, ἀλλὰ πρὸς ἀκρίβειαν μεγάλλιον ἐν δυσὶ γράφεται
λλπροπαροξυτόνως διὰ τοῦ ι,
καθὰ καὶ ἐν τοῖς εἰς τὴν Ἰλιάδα ὑπεκρούσθη. ὁ μεγάλος μὲν γὰρ
παροξυτόνως ἐπίθετόν ἐστιν, οὗ κλη-
τικὴ ἑνικὴ παρ' Αἰσχύλῳ τὸ, ὦ μεγάλε Ζεῦ, καὶ πληθυντικὴ ἀναλόγως
εὐθεῖα, οἱ μεγάλοι. ὁ Μέγαλλος
δὲ προπαροξυτόνως ἐν διλαμβδίᾳ κύριον ὄνομα κατὰ τοὺς παλαιούς. ᾧ
παρώνυμον τὸ ὑπ' ἐκείνου εὑρε-
θὲν Μεγάλλιον μύρον. Σικελιώτης δὲ ἢ Ἀθηναῖος ἱστορεῖται εἶναι ὁ
εἰρημένος Μέγαλλος. Ὅτι δὲ κάλ-
λος καὶ ἐπὶ ἀλεκτρυόνος κεῖται, ἀλλαχοῦ δηλοῦται. (Vers. 193.) Τὸ δὲ
τῆς Κυθερείας χρίσμα ἐμφαίνει
κατὰ ἔρωτα ταῖς γυναιξὶ χρηστὰ εἶναι τὰ πρὸς κάλλος χρίσματα καὶ, ὡς
εἰπεῖν, διὰ τὸ ἐπαφρόδιτον, καὶ
μάλισθ' ὅτε πανηγυρίζουσι. τοῦτο γὰρ ὡς ἐκ μέρους ὁ τῶν Χαρίτων ἄρτι
δηλοῖ χορὸς, περὶ οἷα μάλιστα
Δῆλον δὲ ὅτι καὶ ὄνομα ἰχθύων ὕες, οἷον, ἐν δ' αἴνῳ καὶ τῷ πόντῳ, τὴν ὗν
ἀγόραζε, ἣν καλέουσί τινες
θνητῶν ψαμμίτην ὀρυκτήν. Ἔτι ἰστέον καὶ ὅτι σύαγρος οὐ παρὰ πᾶσιν ὁ
ἀπὸ συὸς ἀγρίου σύνθετος,
ἀλλὰ καὶ κύων ὁ σύας ἀγρεύων. Σοφοκλῆς σὺ δ', ὦ σύαγρε, Πηλιωτικὸν
βρέφος. παρὰ δὲ Ἡροδότῳ
ἔστι καὶ κύριον ὄνομα Σύαγρος. καὶ ὅτι σῦς ἀσχέδωρος εἰρῆσθαι δοκεῖ
οὐχ' ὁ ἁπλῶς, οἷον ὁ σίαλος
655
θετον αὐτὸ εἶπον Ἑρμοῦ, τόδ' ἔστιν ἄλλως ἔχον κατὰ ἀλληγορίαν, ὅτι
δηλαδὴ ὁ λόγος ἀναψυχὴν
πέμπει τοῖς ἐν μετοχῇ αὐτοῦ. Ὅτι δὲ ὁ Ἑρμῆς ἀπὸ κράσεως ἔχει τὸ
περισπᾶσθαι, δηλοῖ καὶ Ἡρῳδια-
νὸς παραδοὺς, ὅτι ὡς Ἀπελλέας Ἀπελλῆς, Θαλέας Θαλῆς ὁ Μιλήσιος,
656
τὸν Ἅιδην οὗ οἱ τεθνεῶτες, ἐπεὶ καὶ ἀδελφοὶ θάνατος καὶ ὕπνος εἶναι
λέγονται. (Vers. 15. sqq.) Ὅτι
πρός τε πλατυσμὸν πρός τε παραδοξοποιΐαν πρός τε ποικιλίαν ποιήσεως
τεχνᾶταί τι κἀνταῦθα Ὅμηρος,
ὧν καὶ ἐν τῇ πρώτῃ νεκυίᾳ πεποίηκε, καὶ πλάττει ὡς ἐν ἠθοποιΐᾳ
εἰδωλοποιητικῇ Ἀχιλλέα τε τὸν αὐτῷ
φίλον, ἔτι δὲ καὶ τὸν εὐρυκρείοντα Ἀγαμέμνονα, διομιλουμένους
ἀλλήλοις τὰ εἰκότα βιωτικώτερον.
ἐν οἷς ἄλλα τε κατορθοῖ ὁ ποιητὴς καὶ Τρωϊκαῖς ἱστορίαις ἀρτύει
συνήθως τὴν ποίησιν καὶ μύθοις
χρᾶται, ὧν στερουμένη ποίησις οὐκ ἂν εἴη ἔτι ποίησις. καὶ τέως μὲν
λέγει ὡς αἱ ψυχαὶ τῶν μνηστήρων
κάτω ἐλθοῦσαι εὗρον τὴν τοῦ Ἀχιλλέως, τὴν τοῦ Πατρόκλου, τὴν τοῦ
ἀμύμονος Ἀντιλόχου, Αἴαντός
τε ὃς ἄριστος ἔην, ὡς καὶ ἀλλαχοῦ ἐγράφη, εἶδός τε δέμας τε τῶν ἄλλων
Δαναῶν μετ' ἀμύμονα Πη-
λείωνα. καὶ αὐτοὶ μὲν περὶ τὸν Ἀχιλλέα ὡμίλουν· ἦλθε δ' ἐπὶ ψυχὴ
Ἀγαμέμνονος ἀχνυμένη· περὶ δὲ
αὐτὸν οἱ σὺν ἐκείνῳ θανόντες οἴκῳ ἐν Αἰγίσθου, καθὰ καὶ ἡ πρώτη
νεκυία δηλοῖ. (Vers. 24. sqq.)
καὶ τὸ ἐντεῦθεν ἄρχεται διαλογική τις ἠθοποιΐα ἔχουσα οὕτως ὡς ἀπὸ τοῦ
Ἀχιλλέως· Ἀτρείδη, περὶ
μέν σε φάμεν Διῒ ἀνδρῶν ἡρώων φίλον ἔμμεναι ἤματα πάντα, οὕνεκα
πολλοῖσί τε καὶ ἰφθίμοισιν ἄνας-
σες δήμῳ ἐνὶ Τρώων ὅθι πάσχομεν ἄλγε' Ἀχαιοί. ἦ τ' ἄρα καὶ σοὶ πρῶτα,
ἤγουν πρὸ καιροῦ κατὰ
τοὺς Ἀττικοὺς, παραστήσεσθαι ἔμελλε Μοῖρ' ὀλοὴ, ἣν οὔ τις ἀλεύεται ὅς
κε γένηται, τουτέστιν ἣν ὀλοὴν
μοῖραν οὐδεὶς ἐκφεύγει τῶν ἐν γενέσει κἂν εὐδαιμονοίη, ὡς καὶ ἡ Ἰλιὰς
λαλεῖ ἔν τε ἄλλοις καὶ ἐν τῷ
περὶ τῶν δύο πίθων, οἳ Διὸς ἐν οὔδει κατάκεινται. (Vers. 30.) εἶτα ἐπάγει,
ὡς ὄφελες τιμῆς ἀπονή
Ευστάθιος. Σχόλια στην Ομήρου Οδύσσεια. Vol. 2, p. 314, line 22
τὴς ὅμως χαίρει καὶ οὕτω τῇ συνήθει ἑνικῇ προσηγορίᾳ ἐπαγὼν τὸ, τοῖον
γὰρ ἐπώρορε Μοῦσα, ὡς
ταυτὸν ὂν ἑνικῶς τε Μοῦσαν λόγῳ προσηγορικῷ καὶ Μούσας
πληθυντικῶς εἰπεῖν. ἔνθα καὶ τοὺς ἐπιτα-
φίους οἴκτους καὶ μονῳδικοὺς διὰ τῶν Μουσῶν αἰνίττεται ὁ ποιητὴς, αἳ
κοσμοῦσι τὴν τοῦ Ἀχιλλέως
ταφὴν ὡς καὶ ἐν Ἰλιάδι τὴν τοῦ Τρωϊκοῦ στρατηγοῦ ἀοιδοῦ θρήνων
ἔξαρχοι. οὕτω γάρ πως θρηνῳδοὶ
καὶ νῦν αἱ Μοῦσαι, ὡς δηλοῖ καὶ τὸ, (Vers. 60.) ὀπὶ καλῇ, εἴτουν ἀοιδῇ,
658
τευκτοῖς· κατασκευασθεῖσιν
τευκτόν· χειροποιητόν, κατασκευαστόν
τευμᾶται· τεχνάζει. τιμᾶται
Τεύμης· ποταμὸς Θηβῶν
Τευμησία· περὶ τῆς Τευμησίας ἀλώπεκοςοἱ τὰ Θηβαϊκὰ γεγρα-
φότες ἱκανὰ εἰρήκασιν
Τευμησσός· ὄρος Βοιωτίας
τεῦξαι· ποιῆσαι, κατασκευάσαι
τεῦξαν· κατεσκεύασαν
τεῦξε· κατεσκεύασε
τεῦξις· κατασκευή, ποίησις
τευξομένη· ποιήσουσα
τευξόμεθα· τύχωμεν
τευτάζει· σκευωρεῖ. ἡσυχάζει. διατρίβει. οἱ δὲ φροντίζει
[τευτέξεται· τε[υ]χνάζει. τέμνεται]
τευτάζοντες· πλανώμενοι
τευτασμός· στραγγεία
τευτᾶτ(αι)· τεχνᾶται
τεύχεα· ὅπλα, οὐ μόνον τὰ πολεμικά, ἀλλὰ (καὶ) τῆς νεώς, καὶ τὰ
σκεύη, καὶ τὰ χαλκευτικὰ ἐργαλεῖα·
662
θρώπους. ΟΕʹ.
Ἐρώτησις.Εἰ μόνος ἀθάνατός ἐστιν ὁ θεός, κατὰ τὸν
ἀπόστολον, πῶς ἀληθὲς κατ' αὐτὸν τὸ “πάντες μὲν οὐ κοιμηθη-
σόμεθα”;
Ἀπόκρισις.Μόνος ἔχων τὴν ἀθανασίαν λέγεται ὁ θεός, ὅτι
οὐκ ἐκ θελήματος ἄλλου ταύτην ἔχει, καθάπερ οἱ λοιποὶ πάντες
ἀθάνατοι, ἀλλ' ἐκ τῆς οἰκείας οὐσίας.
663
Οϛʹ.
Ἐρώτησις.Εἰ τῇ τετάρτῃ ἡμέρᾳ τῶν φωστήρων ἡ ποί-
ησις γέγονεν, ἐξ αὐτῶν δὲ ὁ ἀριθμὸς τῶν ἡμερῶν συνίσταται, πῶς
αἱ πρὸ τῆς παραγωγῆς τῶν φωστήρων τρεῖς ἡμέραι ἀμφίβολον
τὸν μετὰ τὴν παραγωγὴν τῶν φωστήρων ἀριθμὸν οὐ δεικνύουσιν;
Ἀπόκρισις.Ἐκ τῆς παραγωγῆς τοῦ φωτὸς ὁ διαμερισμὸς
γέγονε φωτὸς καὶ σκότους, καὶ ἐκ τοῦ διαμερισμοῦ φωτὸς καὶ
σκότους ἡ ἡμέρα καὶ ἡ νὺξ ὑπέστη. ὅθεν δῆλον ὅτι πρὸ τῆς
τῶν φωστήρων ποιήσεως ἡ κατὰ τὸν ὅρον τοῦ θεοῦ ἐπικράτεια
φωτὸς ἐποίει τὴν ἡμέραν καὶ ἡ ἐπικράτεια τοῦ σκότους τὴν νύκτα.
γενομένων δὲ τῶν φωστήρων ἐτάχθησαν ἐξουσιάζειν ὃ μὲν τοῦ
φωτὸς καὶ τῆς ἡμέρας, ὃ δὲ τοῦ σκότους καὶ τῆς νυκτός·
εἰς ἀφανισμόν.
Ἀλλ' ἴσως ἐρεῖς Πῶς οὖν ὁ ἅγιος κατὰ φύσιν ἡγιάζετο,
καὶ τοῦτο μεθεκτῶς; κατὰ τίνα δὲ τρόπον ὁ καὶ πᾶσι τοῖς
ἑλεῖν ἀξίοις, τοῖς τε ἄνω φημὶ καὶ τοῖς ἐπὶ γῆς τὸ ἴδιον
Πνεῦμα διδοὺς, ἑαυτῷ τοῦτο χαρίζεται; δυσέφικτα μὲν οὖν
καὶ δυσδιανόητα κομιδῇ καὶ οὐκ ἀταλαίπωρον ἔχοντα τὴν
ἐξήγησιν τὰ τοιαῦτά ἐστιν, ὅταν ἐννοήσῃς γυμνὸν ἔτι καὶ
ὥσπερ ἀνὰ μέρος ἑστῶτα τῆς ἁγιαζομένης ἀνθρωπότητος
ὅπως ἐπὶ τῇ τοῦ Χριστοῦ χάριτι μεγαλαυχοῦνται τὰ ἔθνη. Ἀπὸ γὰρ τῆς
Σιὼν καὶ τῆς Ἱερουσαλὴμ
ἐκβεβηκέναι φασὶ νόμον τε καὶ λόγον τοῦ Κυρίου, μεταφοιτῆσαι δὲ
πάντως εἰς αὐτά. Μεταβέβηκε γὰρ
ἡ χάρις ἐκ τῶν ἀπειθεῖν ἑλομένων εἰς τοὺς διὰ τῆς πίστεως κεκλημένους.
Καὶ κρινεῖ ἀναμέσον τῶν ἐθνῶν, καὶ ἐλέγξει
λαὸν πολύν· καὶ συγκόψουσι τὰς μαχαίρας αὐ-
τῶν εἰς ἄροτρα, καὶ τὰς ζιβύνας αὐτῶν εἰς τὰ
δρέπανα. Καὶ οὐ λήψεται ἔθνος ἐπὶ ἔθνος μά-
χαιραν, καὶ οὐ μὴ μάθωσιν ἔτι πολεμεῖν.
Προειρηκὼς ὅτι πεσεῖταί τε καὶ Οἰχήσεται πρὸς τὸ
μηδὲν τὸ τοῦ διαβόλου κράτος· ἀργήσει δὲ καὶ ἡ τῶν
εἰδώλων ποίησις προτροπάδην ἀλλήλων ἐπιφωνούντων
ἐθνῶν· «Δεῦτε, ἀναβῶμεν εἰς τὸ ὄρος τοῦ Κυρίου, καὶ
εἰς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ Ἰακὼβ, καὶ ἀναγγελεῖ ἡμῖν τὴν
ὁδὸν αὐτοῦ, καὶ πορευσόμεθα ἐν αὐτῇ·» καθίστησι τοῖς
ἀκροωμένοις ἐναργῆ τὸν καιρὸν, καθ' ὃν εἰς πέρας ἥξει
τὰ προειρημένα, καὶ ἐξ αὐτῆς τῆς τῶν πραγμάτων
καταστάσεως ποιεῖται γνωριμώτατον. Πάλαι μὲν γὰρ,
οὐκ οὔσης τῆς γῆς ὑπὸ ζυγὸν ἕνα, διωρισμένων δὲ
κατά τε χώρας καὶ πόλεις τῶν ἐθνῶν, καὶ ἰδικῶς
667
φέρει γὰρ κἀκεῖνα τῆς εἰς Θεὸν ἀγάπης, καταγοητεύοντα τὴν καρδίαν,
καὶ ἐφ' ἃ μὴ προσῆκεν ἐξέλκοντα.
ἀφιστῶντας αὐτὴν τοῦ Θεοῦ τοῦ κατὰ φύσιν καὶ ἀληθῶς, κἀκ
τῶν αὐτοῦ διδασκάλων κατίδοι τις ἄν.
673
Η ΔΙΑΛΕΞΙΣ
Λογικὸςεἰς τὸ ἐμπειρικός.
Λογὰς, ἡ ἐκλογὴ, καὶ λογία ὁμοίως· σημαίνει δὲ καὶ
συλλογὰς καὶ καρποφορίας.
Λόγοςβαρύνεται. τὰ γὰρ εἰς ος δισύλλαβα δίβραχα,
ἀπὸ ῥήματος γινόμενα, βαρύνεται, οἷον, ψόγος, μό-
γος ὃ σημαίνει τὴν κακοπάθειαν, ἐξ οὗ καὶ τὸ μογεῖν
τὸ κακοπαθεῖν λέγεται· καὶ ἤτοι ὅμοιον.
Λόγοςποιήσεως διαφέρει· λόγος μὲν γάρ ἐστιν ἡ δίχα
μέτρου σύνταξις· ποίησις δὲ ἡ ἔμμετρος σύνθεσις· ἡ
μέτρῳ κοσμημένη, ὡς ὁ Ὅμηρος.
Λόγος, παρὰ τὸ λέγω λόγος· σημαίνει ἕπτα· λόγος ὁ ἐν-
διάθετος λογισμὸς, καθὸ λογικοὶ καὶ διανοητικοὶ ἐσμὲν·
λόγος λέγεται καὶ ἡ φροντὶς, ὣς ὅταν λέγωμεν, οὐκ
ἐστι λόγου ἄξιος· οὐ ποιοῦμεν αὐτοῦ λόγον· λόγος λέ-
γεται καὶ ὁ ἀπολογαρισμὸς, ὡς ὁ ἡγεμὼν πρὸς τοὺς
ἑαυτοὺς ἐπιτρόπους λόγον ἔχει· λόγος λέγεται καὶ ἡ
ἀπολογία· ὡς τὸ ἔδωκε περὶ τούτου λόγον· λόγος λέ-
γεται καὶ ὁ καθόλου περιέχων ἐν ἑαυτῷ πᾶσαν λέξιν.
σημαίνει δὲ καὶ πᾶν μέρος λόγου, ἤτοι, ὄνομα, ῥῆμα
προστακτικὸν, θοῦ.
Ἔθρισε: Παρὰ τὸ θερίζω, κατὰ συγκοπὴν,
θρίζω· καὶ ἀποθρίζω καὶ ἀπέθρισεν.
Ἐθρίγκωσε: Περιεσκέπασε, περιετείχισε. Θρι-
γκὸς δὲ ἡ στεφάνη, μεθ' ἣν οὐδέν ἐστιν. Ἀπὸ τοῦ
θρὶξ δέ ἐστιν, ᾗ ἐπίκειται ἡ στεφάνη, ὑπεράνω πάν-
των οὖσα.
Ἔθηκε: Σημαίνει βʹ· τὸ προκατέθηκεν, ἢ
ἐποίησεν,
ἣ μυρί' Ἀχαιοῖς ἄλγε' ἔθηκεν.
Ἀφ' οὗ καὶ θέσις, ἡ ποίησις, παρὰ Ἀλκαίῳ. Καὶ
θετοὶ ὑιοὶ, οὕς τις εἰσεποιήσατο. Σημαίνει καὶ τὸ
παρ' ἡμῖν νοούμενον·
κατὰ μὲν σόλον αὐτοχόωνον
θῆκ' ἐς ἀγῶνα φέρων.
Ἑκάβη: Ἡ ἕκαθεν βεβηκυῖα πρὸς τὸν ἄνδρα· ὁ
γὰρ πατὴρ Δύμας Φρὺξ εἰς Ἴλιον Πριάμῳ ταύτην
ἐξέδοτο· ὅθεν καὶ Πρίαμος Φρυξὶ συμμαχεῖ.
Ἤδη καὶ Φρυγίην εἰσήλυθον.
Ἑκάτη: Ἡ θεὸς, οἱονεὶ ἑκάστη τὶς οὖσα, ἡ
εἰς ἕκαστα παραλαμβανομένη, καὶ πανταχοῦ βοη
ΠΕΡΙ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ.
ὠφελείᾳ οὖν τῶν πολιτῶν ἡ τῶν τραγικῶν ποίησις ἐπὶ θεάτρου εἰσή-
γετο. Ἐπιδεικνύμενοι δὲ τῶν ἡρώων ὡσανεὶ τὰ αὐτῶν πρόσωπα πρῶ-
τον μὲν ἐπελέγοντο ἄνδρας τοὺς μείζονα φωνὴν ἔχοντας καὶ τῷ ὄγκῳ
τῆς φωνῆς μιμεῖσθαι δυναμένους τοὺς ἥρωας· δεύτερον δὲ βουλόμενοι
καὶ τὰ σώματα δεικνύειν ἡρωϊκά, ἐμβάδας ἐφόρουν καὶ ἱμάτια ποδήρη.
Ταύτην οὖν τὴν τραγῳδίαν φησὶν ὁ τεχνικὸς δεῖν ἡρωϊκῶς ἀναγινώσκειν,
τουτέστι μεγάλῃ τῇ φωνῇ μετὰ πολλῆς σεμνότητος καὶ ὄγκου δεῖ γὰρ
ἡμᾶς τὰ τραγικὰ προφερομένους μιμεῖσθαι πάντα τρόπον τοὺς ἥρωας,
καὶ μεγέθει σώματος καὶ λόγων ὑπερβολῇ.
Ἡ δὲ ἐτυμολογία τῆς τραγῳδίας ἐστὶν αὕτη· ἢ ὅτι τράγον ἐλάμβανον
ἔπαθλον οἱ νικῶντες, οἱονεὶ ἡ ἐπὶ τράγῳ ᾠδή·
κὸς δὲ αἱ· καὶ τὸ τρίτον ἑνικὸς μὲν οὐδέτερος τό, δυϊκὸς δὲ τώ, πλη-
θυντικὸς δὲ τά. Καὶ πάλιν ὥσπερ τῶν ὀνομάτων πτώσεις εἶναι λέγομεν
πέντε, οὕτω καὶ τῶν ἄρθρων τὰς αὐτὰς εἶναί φαμεν· καὶ ἔστιν ὀρθῆς
μὲν πτώσεως ἀρσενικὸν ἄρθρον καὶ ἀρσενικὸν ὄνομα ὁ καλός, γενικῆς
δὲ πτώσεως ἀρσενικὸν ἄρθρον καὶ ἀρσενικὸν ὄνοματοῦ καλοῦ, δοτικῆς
δὲ πτώσεως ἀρσενικὸν ἄρθρον καὶ ἀρσενικὸν ὄνομα τῷ καλῷ, αἰτιατικῆς
δὲ πτώσεως ἀρσενικὸν ἄρθρον καὶ ἀρσενικὸν ὄνομα τὸν καλόν· τὸ δὲ
ὦ κοινόν ἐστι καὶ γενῶν καὶ ἀριθμῶν κλήσεως ἐπίρρημα. Χρὴ δὲ ὁμοίως
εἰδέναι, ὅτι κατὰ γένος καὶ ἀριθμόν εἰσι πτώσεις, ἃς μετὰ βραχὺ κατὰ
τὴν ἐξήγησιν ἐπιόντες δηλώσομεν.
Γένη μὲν οὖν εἰσι τρία, ὁ ποιητής, ἡ ποίησις καὶ τὸ ποίημα.]
Ἐντέχνως διὰ τοῦ εἰπεῖν ὁ ποιητής ἐσήμηνενἡμῖν ἀρσενικὸν γένος
κατά τεἄρθρον καὶ ὄνομα, καὶ διὰ τοῦ εἰπεῖν ἡ ποίησις πάλιν ἐδή-
λωσεν ἡμῖν θηλυκὸν γένος κατά τε [τὸ] ἄρθρον καὶ ὄνομα, καὶ τὸ τρί-
τον διὰ τοῦ εἰπεῖν τὸ ποίημα πάλιν ἐσαφήνισεν ἡμῖν οὐδέτερον γένος
κατά τε ἄρθρον καὶ ὄνομα, ἵνα δείξῃ, ὅτι τὸ ἄρθρον πτωτικοῖς συναρ-
τᾶται.
684
πέντε, οὕτω καὶ τῶν ἄρθρων τὰς αὐτὰς εἶναί φαμεν· καὶ ἔστιν ὀρθῆς
μὲν πτώσεως ἀρσενικὸν ἄρθρον καὶ ἀρσενικὸν ὄνομα ὁ καλός, γενικῆς
δὲ πτώσεως ἀρσενικὸν ἄρθρον καὶ ἀρσενικὸν ὄνοματοῦ καλοῦ, δοτικῆς
δὲ πτώσεως ἀρσενικὸν ἄρθρον καὶ ἀρσενικὸν ὄνομα τῷ καλῷ, αἰτιατικῆς
δὲ πτώσεως ἀρσενικὸν ἄρθρον καὶ ἀρσενικὸν ὄνομα τὸν καλόν· τὸ δὲ
ὦ κοινόν ἐστι καὶ γενῶν καὶ ἀριθμῶν κλήσεως ἐπίρρημα. Χρὴ δὲ ὁμοίως
εἰδέναι, ὅτι κατὰ γένος καὶ ἀριθμόν εἰσι πτώσεις, ἃς μετὰ βραχὺ κατὰ
τὴν ἐξήγησιν ἐπιόντες δηλώσομεν.
Γένη μὲν οὖν εἰσι τρία, ὁ ποιητής, ἡ ποίησις καὶ τὸ ποίημα.]
Ἐντέχνως διὰ τοῦ εἰπεῖν ὁ ποιητής ἐσήμηνενἡμῖν ἀρσενικὸν γένος
κατά τεἄρθρον καὶ ὄνομα, καὶ διὰ τοῦ εἰπεῖν ἡ ποίησις πάλιν ἐδή-
λωσεν ἡμῖν θηλυκὸν γένος κατά τε [τὸ] ἄρθρον καὶ ὄνομα, καὶ τὸ τρί-
τον διὰ τοῦ εἰπεῖν τὸ ποίημα πάλιν ἐσαφήνισεν ἡμῖν οὐδέτερον γένος
κατά τε ἄρθρον καὶ ὄνομα, ἵνα δείξῃ, ὅτι τὸ ἄρθρον πτωτικοῖς συναρ-
τᾶται.
Ἀριθμοὶ δὲ τρεῖς, ἑνικὸς ὁ ἡ τό.] Ἀριθμὸς ἑνικὸς ἀρσενι-
κοῦ ἄρθρου ὁ, καὶ ἀριθμὸς ἑνικὸς θηλυκοῦ ἄρθρου ἡ, καὶ ἀριθμὸς ἑνικὸς
οὐδετέρου ἄρθρου τό· ἀριθμὸς δὲ δυϊκὸς ἀρσενικοῦ ἄρθρου τώ, ἀριθμὸς
δὲ δυϊκὸς θηλυκοῦ ἄρθρου τά, καὶ ἀριθμὸς δυϊκὸς οὐδετέρου ἄρθρου τώ·
ἀριθμὸς δὲ πληθυντικὸς ἀρσενικοῦ ἄρθρου οἱ, καὶ ἀριθμὸς πληθυντικὸς
θηλυκοῦ ἄρθρου αἱ, καὶ ἀριθμὸς πληθυντικὸς οὐδετέρου ἄρθρου τά.
οὖν, τουτέστι κατὰ μίμησιν τῶν προσώπων. «Κατὰ προσῳδίαν» δέ, του-
τέστι κατὰ τόνον· προσῳδία γάρ ἐστι σημεῖον λέξεων τοῖς φωνήεσιν
ἑπόμενον· κατὰ προσῳδίαν οὖν, τουτέστι κατὰ τὸν ὀρθὸν τόνον. «Κατὰ
διαστολὴν» δέ, τουτέστι κατὰ χωρισμὸν τῶν διανοιῶν· διαστολὴ γάρ ἐστι
ἐπὶ τοῖς τεθνηκόσι λεγόμενα, ἐλλείπουσι πόδα πρὸς τὸν δακτυλικὸν στί-
χον. Ἰστέον δὲ ὅτι ἐλεγεῖον ἐλεγείας διαφέρει· ἐλεγεῖον γάρ ἐστιν,
ὅταν εἷς στίχος ὑπάρχῃ καὶ πεντάμετρος, ἐλεγεία δέ, ὅταν ὅλον τὸ
ποίημα ἀμοιβαῖα ἔχῃ τὰ μέτρα, ἑξάμετρον καὶ πεντάμετρον. – »Λιγυ-
ρῶς» δέ, οἷον ὀξέως ἀναγινώσκειν ἡμᾶς δεῖ τὰ ἐλεγεῖα, ὡς ἂν συμπε-
πνιγμένους καὶ ἐκπεπληγμένους τῷ πλήθει τῶν κακῶν· ἢ «λιγυρῶς»
ἤγουν γλυκερῶς, λιγὺς γὰρ ὁ γλυκύς.
Τὸ δὲ ἔπος εὐτόνως.] Ἔπος κυρίως ὁ ἔμμετρος λόγος λέγεται,
καταχρηστικῶς δὲ καὶ πᾶς λόγος· νῦν δὲ οὐπάντα λόγον λέγει· ἢ
ἔπος τὸ ἑξάμετρον· ἐκείνη δὲ ἡ ποίησις ἔπος λέγεται, ὅτε τὸ σωμά-
τιον ὅλον ἐκ τοῦ ἡρωϊκοῦ στίχου σύγκειται. Τὸ δὲ εἰπεῖν «εὐτόνως»
οὐ λέγει κατὰ τόνον, ἀλλ' εὐτόνως τουτέστι μετὰ δυνάμεως· τόνος γάρ
ἐστιν ἡ δύναμις· ἐπείπερ τινὲς ἀναγινώσκοντες μαλθακύνουσιν ἑαυτῶν
τὰς φωνάς, οὐ δεῖ δὲ μαλθακῇ τῇ φωνῇ ἡρώων πράξεις προάγεσθαι.
– Ἔπος δὲ παρὰ τὸ ἕπεσθαι τῷ μέτρῳ, ὅλου τοῦ σωματίου ἐξ ἡρωϊ-
κοῦ συγκειμένου.
Τὴν δὲΛυρικὴν ποίησιν ἐμμελῶς.] Ποίησίς ἐστι λυρική·
686
κρισις· κρίνει μὲν γάρ τις ἕκαστον ἐκ τῶν ἰδίων, συγκρίνει δὲ ἕτερον
ἐφ' ἑτέρῳ· ὥστε ἡ σύγκρισις ἐν αὑτῇ προτέραν τὴν κρίσιν ἔχει. Ζητη-
τέον δὲ εἰἄρα ὁ γραμματικὸς καλλίων ὢν τῶν ποιητῶν κρίνει αὐτῶν
τὰ ποιήματα, ἢ ἥττων· καὶ εἰ μὲν καλλίων, δῶμεν καὶ αὐτὸν εἶναι ποι-
ητήν, ὅπερ ἀλλότριον γραμματικῆς· οὔτε γὰρ μέρος οὔτε ὄργανον τῆς
γραμματικῆς τὸ ποιητικόν· εἰ δὲ ἥττων ὤν, κρίνει οὐχ ὡς ποιητὴς ἀλλ'
ὡς
τεχνίτης τῆς ἐκείνων ὕλης ὁ γραμματικός· ὕλη γὰρ ποιητικῆς μῦθος,
μέτρον, λέξις, ἱστορία, γλῶσσα, καὶ τούτων τεχνίτης ὁ γραμματικός.
Κρίνει δὲ [ὡς] οὐ, πότερον αὐτοῖς καλῶς γέγραπται ἢ οὔ, ἀλλὰ ποῖα
691
ἀνόμοια καὶ ποῖα ὅμοια, καὶ ποῖα νόθα τῶν ποιημάτων καὶ ποῖα γνήσια.
Κρίνεται δὲ ἡ ποίησις χρόνῳ, λέξει, ἱστορίᾳ, πλάσματι, συνθέσει, κυριο-
λογίᾳ, οἰκονομίᾳ, τάξει, ἤθει, προσώπῳ.
Ὃ δὴ κάλλιστόν ἐστι.] Κάλλιστον τοῦτο τὸ μέρος εἶπε, παρόσον
ἤδη τελευτησάντων τὴν τέχνην ἔργον τὸ κρίνειν· καὶ πολλοὶ δὲ τῶν
παλαιῶν γραμματικῶν κριτικοὶ ὀνομάζονται.
Σαφῶς δὲ εἰρηκὼς περὶ γραμματικῆς καὶ τῶν ταύτης μερῶν ὁ τε-
χνικὸς μετέρχεται ἐπὶ τὸ ἀναγνωστικόν, ὅπερ μέρος πρῶτον τῆς γραμ-
ματικῆς, καί φησι περὶ μόνης ἀναγνώσεως. Καὶ ζητητέον, διὰ τί καὶ
περὶ ἐξηγήσεως καὶ τῶν ἄλλων μερῶν οὐκ εἶπε. Καὶ ἰστέον ὅτι τοῖς
εἰσαγομένοις συνήθης ἡ ἀνάγνωσις, ὁ δὲ περὶ ἐξηγήσεως λόγος καὶ τῶν
ἄλλων δυσχερὴς καὶ πολλῆς ἀσκήσεως καὶ παρασκευῆς δεόμενος·
χρηστικῶς δὲ καὶ πᾶς λόγος· ἔπος λέγεται καὶ τόνος παρά τισιν, «ἑξα-
μέτροις τοῖς τόνοις κεχρῆσθαι». Δεῖ γοῦν τὸν τόνον, ὅ ἐστιν ἔπος,
εὐτόνως προφέρειν καὶ ἐν τούτῳ τῆς φωνῆς τοὺς λόγους καὶ τὰς πρά-
ξεις μιμεῖσθαι τῶν ἡρώων· ἡρωϊκὰς γὰρ πράξεις ἐν τῷ ἔπει ἐπῆλθεν ὁ
ποιητής, ἃς οὐ χρὴ καταμαλάττειν τῇ μαλακίᾳ τῆς φωνῆς.
Διομήδους. – Τὸ δὲ ἔπος εὐτόνως.] Ἔπος κυρίως ὁ ἔμμε-
τρος λόγος λέγεται, κατ' ἐξοχὴν δὲ τὸ ἡρωϊκὸν μέτρον ἔπος ἐκάλεσεν·
ὅπερ διδάσκει ἡμᾶς «εὐτόνως» ἀναγινώσκειν, τουτέστι συντόνῳ τῇ
φωνῇ,
καταλιμπάνον δὲ τὴν ἐκλελυμένην, ὡς καὶ ἡρώων ἀνδρῶν περιέχον
ἱστορίας· καταχρηστικῶς δὲ καὶ πᾶς λόγος ἔπος λέγεται. Ἢ ἔπος ἐστὶ
τὸ ἑξάμετρον· ἐκείνη δὲ ἡ ποίησις λέγεται ἔπος, ὅταν τὸ σωμάτιον
ὅλον ἐκ τοῦ ἡρωϊκοῦ στίχου σύγκειται. Ἔπος δὲ ἀπὸ τοῦ ἕπεσθαι τῷ
μέτρῳ.
Τὴν δὲ Λυρικὴν ποίησιν ἐμμελῶς.] Ἡ Λυρικὴ ποίησις καὶ πρὸς
βάρβιτον καὶ αὐλὸν καὶ κιθάραν ᾄδεται, ἀπὸ τοῦ καλλιστεύοντος δὲ
Λυρικὴ ὠνόμασται. Λύρα δὲ ἐλέχθη λύτρα τις οὖσα· ὁ γὰρ Ἑρμῆς σο-
φισάμενος χελώνην ἐκδεῖραι καὶ κατασκευάσαι τῷ Ἀπόλλωνι κιθάραν
λύτρον ἀντὶ τῆς κλεψίας τῶν βοῶν ἐποίησεν.
Τὴν δὲ Λυρικὴν ποίησιν ἐμμελῶς.] = Σd 21, 12 – 13; Σv 173,
28 – 174, 4; Σd 21, 17 – 21.
μενα· καὶ ὥσπερ τῶν ὀνομάτων τρία γένη λέγομεν, ἀρσενικὸν μὲν ὁ
σοφός, θηλυκὸν δὲ ἡ σοφή, οὐδέτερον δὲ τὸ σοφόν, οὕτω καὶ τῶν ἄρ-
θρων τὰ ἰσάριθμα γένη, ἀρσενικὸν μὲν γένος ὁ, θηλυκὸν δὲ ἡ, οὐδέτερον
δὲ τό· καὶ ὥσπερ πάλιν ἐν ὀνόμασιν ἀριθμοὺς λέγομεν τρεῖς, ἑνικὸν μὲν
696
μέρος ποιήματος· ἔδει γὰρ εἰπεῖν μέρος ποιήσεως· ποίησις γὰρ λέγεται
ἡ Ἰλιάς, ἡ Ὀδύσσεια, ποίημα δὲ ἡ ῥαψῳδία· μέρος δὲ τῆς ποιήσεώς
ἐστιν ἡ ῥαψῳδία, οὐ μὴν τοῦ ποιήματος· πῶς γὰρ δύναται εἶναι ῥα-
ψῳδία μέρος τῆς ῥαψῳδίας; Φαμὲν οὖν ὅτι ὡς πρὸς τὴν γενικωτάτην
ποίησιν ποίημα ἂν εἴη πᾶσα ἡ Ἰλιάς, μέρος δὲ ποιήματος ἡ ῥαψῳδία.
698
πων τε καὶ ἐκγλίσεων». «Μετέχει οὖν ὀνομάτων καὶ ῥημάτων, τῶν μὲν
ὀνομάτων
τὰ παρεπόμενα πάντα, καὶ τῶν ῥημάτων τὰ παρεπόμενα πάντα ἄνευ
700
προσώπων καὶ
ἐγκλίσεων.
δοίη ἂν ὡς οὐκ ἔχει, ἢ οὔ;’ ἀλλ' οὐχὶ ὃ μὴ ἔχει τις δοίη ἄν.
Ἀλλὰ δὴ ὅθεν ἦλθεν ὁ λόγος, ἐπανιτέον, καὶ ἔτι προσωτέρω τοὺς
ἐλέγχους ἀγάγωμεν τὴν τῶν οὕτω διαιρούντων ἐπὶ πλέον δόξαν
εὐθύνοντες.
πότερον οἱ ἐν τοῖς μαθήμασι παραλογισμοί, οἳ καὶ πειραστικοὶ λέγονται,
κατὰ τὴν τοῦ ἐρωτωμένου εἰσὶ διάνοιαν ἢ οὔ; ἀλλὰ πῶς ἂν εἶεν;
τυφομένης: καπνιζομένης.
τύφος: ἀλαζονεία. μανία.
τύψας: ἐκ χειρὸς πατάξας.
τύψον: τρῶσον.
τῶ: περισπωμένως, δι' ὅ. καὶ οὕτως ἄνευ τοῦ ι.
τωθάζει: σκώπτει. χλευάζει. λοιδορεῖ. καυχᾶται.
τῶν ἑκτικῶν: τῶν περὶ ἕξιν νοσούντων.
τῷ ῥά: δι' ὃ δή.
τῶν ἐπὶ σκηνῆς: τῶν θεατρικῶν.
τρία Στησιχόρου: στροφήν. ἀντίστροφον. ἐπῳδόν.
ἐπῳδικὴ γὰρ πᾶσα ἡ τοῦ Στησιχόρουποίησις.
καὶ τὸν τελευταίως ἄμουσόν τε καὶ ἀπαίδευτον λοι-
δοροῦντες ἔφασκον ἂν οὐδὲ τὰ τρία Στησιχόρου
εἰδέναι.
λον. B.
ἐξαύτη] ἔξω ἑαυτοῦ. A.
ἐξάντη] μαινόμενον, ἐξεστηκότα. B.
τῷ ὀρθῶς μανέντι] τῷ ὀρθῶς χρωμένῳ τὴν
μαντικὴν ἀπὸ θεοῦ, καὶ οὐκ ἐν παρατροπαῖς νοῦ. A.
κατοχή τε] εὕρεσις. A.
μανία] μαντία. A.
ἄβατον] εἰς αἰσχρά. A.
κἀναβακχεύουσα] ἀναταράττουσα. A.
712
κατέχειν] ὑπείκειν. A.
οὐκ ἔξω τῆς ὅλης φύσεως] ἀντὶ τοῦ οὐκ ἀλλότριον. BD.
ἔτι τοίνυν οὐδ' ἡνίοχοι τοὺς ἵππους οὕτω
διαφθείρουσιν] προεῖπε τοῦτο τὸ νόημα, ὅτι οὐκ ἔστι
τοῦτο ἔγκλημα τῶν διδασκάλων, ἂν μὴ δυνηθῶσι τοὺς
πάντας παιδεύειν. BD.
τοὺς Μολιονίδας] τούτους ὁ ποιητὴς ἀρί-
στους ἡνιόχους λέγει· οὗτοι πρῶτοι μὴ λιπεῖν τὰς τάξεις
ὀμνύειν τοὺς ταττομένους παρεσκεύασαν· ἔνθεν Λυκοῦργος
τὰς ἐνωμοσίας παρὰ Λακεδαιμονίων κατέστησε. BD. τού-
τους ἀρίστους ἡνιόχους ἡ ποίησις λέγει, ἤτοι πρῶτοι μὴ
λιπεῖν τὰς τάξεις ὀμνύειν τοὺς παραταττομένους παρεσκεύα-
σαν, ἔνθα Λυκοῦργος τὰς ἐν πολέμοις ἐνωμοσίας παρὰ
Λακεδαιμονίοις κατέστησεν. Oxon.
τῶν Διομήδους τοῦ Θρᾳκὸς] ἀνθρωποφάγοι
γὰρ ἐλέγοντο. BD.
ἵππων δηλονότι, οὓς Ἡρακλῆς παρ' Εὐρυσθέως πεμ-
φθεὶς ἔλαβε, Διομήδην ἀποκτείνας καὶ τοὺς σὺν αὐτῷ,
καὶ τοῦτο ὄγδοον ἆθλον εἴργαστο.
“Scholia Graeca in Aeschylum quae exstant omnia, vols. 1 & 2.2”, Ed.
Smith, O.L.
Leipzig: Teubner, 1:1976; 2.2:1982.Play Eum, hypothesis-epigram-
scholion 29, line 1
⌈τινὲς l ⌈δέ φασιν l, [φασὶ δέ,] ὅτι καὶ Ἠλέκτρα ἀκούσασα ⌈τοῦτο [ταῦτα
Ho]
⌈παρὰ τῆς Χρυσοθέμιδος l ἀπῆλθε ⌈καὶ εἶδεν αὐτὸν HoHarl.5 καὶ
⌈ἐγνώρισε l
[ἔγνω εἶναι] ⌈τὸν πλόκαμον l τοῦ Ὀρέστου, εἰ καὶ μὴ ὁ Σοφοκλῆς
⌈εἴρηκε l
[λέγει] τοῦτο.
ἡ νῦν κωμῳδία ἦλθε ζητοῦσα θεατὰς φρονίμους. τὸ δὲ “γνώσεται
τὸν πλόκαμον τῆς ἀδελφῆς, ὡς ἡ Ἠλέκτρα”, τουτέστιν εἰ εὕροι ἔπαινον
παρὰ
τῶν θεατῶν, γνωρίσει, ὅτι τοῦτον τὸν ἔπαινον ἔσχε καὶ ἡ πρὸ αὐτῆς
κωμῳδία
M(mrg.).
Ἠλέκτραν κτλ.] ὡς τὴν Ἠλέκτραν τὴν τοῦ Ὀρέστου ἡγεῖται Par.
κωμῳδία] ποίησις LbChalc, ποίημα (Cang).
'πιτύχῃ] ἐντύχῃ ChisCant.2, εὕρῃ LbChalc, καταλάβῃ Va.
σημείωσαι τὸ ἐπιτυγχάνω δοτικῇ συντασσόμενον, ὅπερ γενικῇ
ὤφειλε συντάσσεσθαι, ὥσπερ καὶ τὸ περιτυγχάνω γενικῇ, ὡς τὸ “ὅταν
λύκοι μεγάλης περιτύχωσι θήρας”.
ἵνα μὴ κεφαλαίῳ:ἁδρῷ
καὶ μεγάλῳ ῥήματι θένων καὶ τύ-
πτων ὑπὸ ὀργῆς καὶ θυμοῦ. τῷ μὲν
φαινομένῳ φησίν· ἐκχέῃ καὶ διατα-
ράξῃ καὶ καταρρήξῃ τὸ δρᾶμα τὸν
Τήλεφον, τὸτῷδ' ἐν σχήματι· ἵνα μή
σου τὸν ἐγκέφαλον ἐκχέῃ.
πραόνως] καὶ πραέως.
ὥσπερ πρῖνος:ὅτι ὁ πρῖ-
νος καιόμενος ψόφον ποιεῖ.
ὅτι ἡ ποίησις οὐχὶ συν-
τεθνηκέ μοι:Εὐριπίδῃ γὰρ τε-
θνηκότι συναπέθανε καὶ τὰ δράματα
καὶ ἡ ποίησις αὐτοῦ· οὐκέτι γὰρ
ἐν θεάτρῳ ἀνεγινώσκετο· τὰ δὲ
Αἰσχύλου καὶ μετὰ θάνατον ἐψηφί-
σαντο ᾄδεσθαι. φησὶ δὲ δῆθεν Αἰσχύ-
λος, ὅτι αὐτῷ συναπέθανε καὶ ἡ
ποίησις καὶ σύνεστιν αὐτῷ κἂν τῷ
Ἅιδῃ, καὶ ἕξει καὶ δυνηθείη λέγειν,
ἔχων αὐτὴν δηλονότι σύμμαχον.
Σχόλια στον Όμηρο, Ιλιάδα. (scholia vetera) Book of Iliad 12, verse
199a, line of scholion 3
Σχόλια στον Όμηρο, Ιλιάδα. (scholia vetera) Book of Iliad 14, verse
342-51, line of scholion 5
730
τέλος καὶ κορυφὴν ὁμοίως ἡ εὐκαιρία ἔχει, ἀντὶ τοῦ δεῖ κατὰ
καιρὸν καὶ μεγάλα καὶ μικρὰ λέγειν.
BDEGQ ἔγνων ποτὲ καὶ Ἰόλαον:ὁ γὰρ Ἰόλαος τεθνη-
κὼς ἐπειδὴ ἔμαθεν Εὐρυσθέα ἐξαιτούμενον παρ' Ἀθηναίων
τοὺς Ἡρακλείδας καὶ ἐπαπειλοῦντα πόλεμον, εἰ μὴ δώσουσιν,
εὔξατο ἀναβιῶναι, καὶ ἀναβιώσας ἀπέκτεινε τὸν Εὐρυσθέα
καὶ πάλιν τέθνηκεν. οἱ δὲ πρὸς τὸ πιθανώτερον ἕλκουσι
τὴν ἱστορίαν, ὅτι γέρων ὢν ηὔξατο ἀνηβῆσαι, καὶ τελέσας
τὸν ἆθλον εὐθέως ἐτελεύτα.
(sic) ἔμμετρος καὶ αὕτη πρὸς ἅμιλλαν ᾠδῆς, πρότερον μὲν ἐπ' ἱλαρότητί
τινι καὶ καρπῶν συγκομιδῇ γιγνομένη, μετὰ τοῦτο δὲ καὶ ἐπὶ διαβολῇ
καὶ ἐνδείξει πονηρῶν προσώπων τε καὶ πραγμάτων εἰς σωφρονισμὸν
ποιουμένη, καθ' ἣν τῷ νικήσαντι γλεῦκος ἆθλον ἐδίδοτο, ὃ τρύγα
ἐκάλουν. παρὸ καὶ ἥδε τὸ πρὶν τραγῳδία (sic: l. τρυγῳδία) κοινῶς
ἐλέγετο· ὕστερον δέ, ἀπὸ τοῦ κατὰ κώμας ἄρξασθαι ταύτην πρὶν εἰς
ἄστυ μετελθεῖν, κωμῳδία ὠνομάσθη. ἐν διθυράμβοις.
737
δισίων δὲ ἄχραντον εἶναι διὰ βίου παντός. οὕτω δὲ ἠμέλει τιμῆς τῆς
παρὰ ἀνθρώπων, ὥστε οὐδὲ ὄνομα αὐτοῦ ἦν ἐν τῇ πόλει. οὐδ' ἂν
ἐγνώσθη μετὰ ταῦτα, εἰ μὴ θεῶν τις ἠβουλήθη παράδειγμα τοῖς ἀν-
θρώποις χαρίσασθαι τοῦ Κρονίου βίου, ἵνα μὴ δοκῇ μῦθος εἶναι ὁ
λόγος, μὴ ἔχων ἐπιμαρτυροῦσαν τὴν ἱστορίαν· ὁ μὲν γὰρ Χείρων
λεγόμενος ἐν μεθορίῳ μᾶλλον εἱστήκει τῆς Κρόνου καὶ Διὸς ἀρχῆς,
ὅθεν διφυής. Σαραπίων δὲ οὗτος ὑπὸ τοῦ φιλοσόφου γνωσθεὶς ἀνα-
γεγράφθω τοιοῦτος· ὃς κληρονόμῳ τῷ Ἰσιδώρῳ ἐχρήσατο, μηδένα πρὸς
P. 314, line 10
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟΝ
αἰνιττομένη, 459 Ευστάθιος. Σχόλια στην Ομήρου
Ἁλικαρνασέως, 356 Ιλιάδα, 534, 535, 536, 537, 538, 539,
Ἀλκαῖος, 24, 25, 569, 662 540, 541, 542, 543, 544, 545, 546, 547,
Ἀλκαίῳ, 659 548, 549, 550, 551, 552, 553, 554, 555,
Ἀλκμάν, 662 556, 557, 558, 559, 560, 561, 562, 563,
Ἀνακρέων, 256, 358, 662 564, 565, 566, 567, 568, 569, 570, 571,
Βακχυλίδης, 662 572, 573, 574, 575, 576, 577, 578, 579,
Βιργιλίου, 383 580, 581, 582, 583, 584,585, 586, 587,
Βουκολικὴν, 383 588, 589, 590, 591, 592, 593, 594, 595,
Γεώργιος Μοναχός, 183, 184, 386, 387, 596, 597, 598, 600, 601, 602, 603, 604,
388 605, 606, 607, 608, 609
Γραφὴ, 139, 176, 371 Ευστάθιος. Σχόλια στην Ομήρου
Γρηγόριος Νύσσης, 133, 134, 135, 329, Ιλιάδα., 534, 535, 536, 537, 538, 539,
330, 331, 332 540, 541, 542, 543, 544, 545, 546, 547,
δημιουργικὴ ποίησίς, 513 548, 549, 550, 551, 552, 553, 554, 555,
διηγεῖται ἡ ποίησις, 474, 475 556, 557, 558, 559, 560, 561, 562, 563,
διθύραμβοι, 463 564, 565, 566, 567, 568, 569, 570, 571,
διθυραμβοποιητικὴ, 19, 20, 243, 244 572, 573, 574, 575, 576, 577, 578, 579,
διθυράμβων ποίησις, 226 580, 581, 582, 583, 584,585, 586, 587,
δραματικὴ, 559, 560 588, 589, 590, 591, 592, 593, 594, 595,
ἔμμετρος, 68, 121, 122, 200, 297, 461, 596, 597, 598, 600, 601, 602, 603, 604,
464, 656, 665, 666, 667, 668, 677, 684, 605, 606, 607, 608, 609
691, 716, 721 Ευστάθιος. Σχόλια στην Ομήρου
ἐμμέτρως, 278, 335, 538, 662 Οδύσσεια, 64, 65, 66, 610, 611, 613,
ἔνθεον ποιητικήν, 503 614, 615, 616, 617, 618, 619, 620, 621,
ἐνθουσιαστικὴ δὲ καὶ ἡ ποιητικὴ, 674 622, 623, 624, 625, 626, 627, 628, 629,
ἑξαμέτρων, 267, 280 630, 631, 632, 633, 634, 635, 636, 637
ἐποποιΐα, 325, 401, 537, 721 Ευστράτιος, 48, 472, 473, 474, 475, 476,
ἔπος, 49, 68, 160, 161, 335, 385, 461, 537, 477, 478, 479, 480, 481, 482
577, 662, 665, 666, 671, 672, 678, 721 Θεμίστιος, 44, 45, 59, 317, 318, 319, 320,
ἐπωδόν, 531 321, 322, 323, 423, 424
ἐστὶν ἡ ποιητική, 275 Θέτιδος, 324, 352, 368
750
281, 282, 283, 284, 285, 286, 287, 288, 704, 705, 706, 707, 708, 709, 710, 711,
289, 290, 291, 292, 293, 294, 295, 296, 712, 713, 714, 715, 716, 717, 718, 720,
297, 298, 299, 300, 301, 302, 303, 304, 721, 722, 723, 724, 725, 726, 727, 728
305, 306, 307, 308, 309, 311, 312, 313, ποίησις ἄγει τὸν Ὀδυσσέα, 516
314, 315, 316, 317, 318, 319, 320, 321, ποίησις ἄφθαρτος, 389
322, 323, 324, 325, 326, 327, 328, 329, ποίησις γὰρ τοῦτο μόνον καλεῖται, 224
330, 331, 332, 333, 334, 335, 336, 337, ποίησίς ἐστι, 57, 61, 62, 64, 260, 261,
338, 339, 340, 341, 342, 344, 345, 346, 419, 428, 521, 526
347, 348, 349, 350, 351, 352, 353, 354, ποίησίς ἐστιν, 58, 59, 60, 62, 63, 67, 69,
355, 356, 357, 358, 359, 360, 361, 362, 271, 320, 321, 413, 444, 523, 665, 671,
363, 364, 365, 366, 367, 368, 369, 370, 692
371, 372, 373, 374, 375, 376, 377, 378, ποίησις ἔτι δὲ κωμῳδία, 19, 20, 243, 244
379, 380, 381, 382, 383, 384, 385, 386, ποίησις ἡ αὐτὴ τῇ πάθῃ, 431
387, 388, 389, 390, 391, 392, 393, 394, ποίησις ἡ Ἰλιὰς, 272
395, 396, 397, 398, 399, 400, 401, 402, ποίησις ἡ Ὀδύσσεια, 272
403, 404, 405, 406, 407, 408, 409, 410, ποίησις καὶ ἡ πάθησις, 235, 241, 242, 296,
411, 412, 413, 414, 415, 416, 417, 418, 321, 322, 380, 383, 425, 426, 441, 484
419, 420, 421, 422, 423, 424, 425, 426, ποίησις καὶ πάθος, 471
427, 429, 430, 431, 432, 433, 434, 435, ποίησις μυθολογία ἐστὶν, 706, 707
436, 437, 438, 439, 440, 441, 442, 443, ποίησις ὀνόματα ἐπιτιθεμένη, 4, 7, 246
445, 446, 447, 448, 449, 450, 451, 452, Ποίησις ποιήματος διαφέρει, 658
453, 454, 455, 456, 457, 458, 459, 460, ποίησις πρᾶξίς ἐστιν, 83, 236, 237, 478,
461, 462, 463, 464, 465, 466, 467, 468, 479, 480
469, 470, 471, 472, 473, 474, 475, 476, ποίησις τοῦ θεοῦ, 445
477, 478, 479, 480, 481, 482, 483, 484, ποιητής, 4, 5, 6, 7, 8, 227, 228, 231, 255,
485, 486, 487, 488, 489, 490, 491, 492, 274, 284, 285, 498, 548, 550, 564, 568,
493, 494, 495, 496, 497, 498, 499, 500, 572, 583, 588, 590, 663, 664, 667, 668,
501, 502, 503, 504, 505, 506, 507, 508, 670, 671, 672, 673, 674, 675, 679, 680,
509, 510, 511, 512, 514, 515, 516, 517, 693, 694, 695, 722
518, 519, 520, 521, 522, 523, 525, 526, ποιητὴς δὲ ὁ μετέχων, 667, 668
527, 528, 529, 530, 531, 532, 533, 534, ποιητικάς, 92, 97, 106, 134, 185, 536
535, 536, 537, 538, 539, 540, 541, 542, ποιητικὰς θύρας, 73, 163, 225, 258, 346,
543, 544, 545, 546, 548, 549, 550, 551, 370, 500
552, 553, 554, 555, 556, 557, 558, 559, ποιητικὴ ἀπαγγελία, 676
560, 561, 562, 563, 564, 565, 566, 567, ποιητικὴ γλωττηματικῶν, 229
568, 569, 570, 571, 572, 573, 574, 575, ποιητικὴ δύναμις, 380, 383
576, 577, 578, 579, 580, 581, 582, 583, ποιητικὴ ἕξις ἐστίν, 83, 84, 236, 237
584, 585, 586, 587, 588, 590, 591, 592, ποιητική ἐστιν οὐ πρακτική, 483
593, 594, 595, 596, 598, 599, 600, 601, Ποιητικὴ μὲν λέγεται ἡ ἕξις, 677
602, 603, 604, 605, 606, 607, 608, 609, ποιητική τε καὶ πρακτικὴ ἡ φιλοσοφία,
610, 611, 612, 613, 614, 615, 616, 617, 290
618, 620, 621, 622, 623, 624, 625, 626, ποιητική. ἔστι δὲ τέχνη, 237
627, 629, 630, 631, 633, 634, 636, 637, ποιητικὴν, 24, 50, 71, 72, 79, 80, 93, 96,
638, 639, 640, 641, 642, 643, 644, 645, 102, 103, 105, 121, 124, 125, 134, 136,
646, 647, 648, 649, 650, 651, 652, 653, 137, 148, 151, 153, 154, 155, 157, 158,
654, 655, 656, 657, 658, 659, 660, 661, 160, 161, 162, 163, 168, 169, 172, 173,
662, 663, 664, 665, 666, 667, 668, 669, 175, 179, 181, 183, 199, 222, 229, 258,
670, 672, 673, 674, 675, 676, 677, 679, 272, 285, 414, 480, 481, 488, 502
680, 681, 682, 683, 684, 685, 686, 687, ποιητικῆς, 3, 4, 13, 14, 15, 16, 17, 18, 19,
688, 689, 690, 691, 692, 693, 694, 695, 20, 21, 22, 24, 25, 26, 27, 28, 29, 30, 31,
696, 697, 698, 699, 700, 701, 702, 703, 32, 33, 34, 35, 36, 37, 38, 39, 40, 41, 42,
752
43, 44, 45, 46, 47, 48, 49, 50, 51, 52, 54, ῥαψῳδία ἐστὶν ἀπόκομμα ποιήματος,
70, 71, 72, 79, 83, 96, 99, 102, 103, 104, 673, 677
106, 110, 112, 115, 117, 118, 121, 122, ῥαψῳδίαι, 474, 475, 541, 673
124, 131, 135, 138, 145, 146, 148, 154, ῥαψῳδίας, 52, 554, 663, 673, 677
155, 159, 162, 165, 166, 167, 168, 171, ῥητορική, 340, 369, 655, 712, 715
180, 185, 186, 187, 199, 243, 244, 269, ῥυθμοποιία, 359
325, 370, 460, 476, 477, 478, 479, 483, Σαπφοῦς, 281, 351
488, 503, 525, 546, 667, 668, 670, 676, Σαπφώ, 662
677, 716 σατυρικὴ, 209, 211, 711, 727
Ποιητικὸν, 117, 164, 430, 431 Σθενέλου, 247
ποιητικὸν δὲ μέτρον, 684 Σοφοκλῆς, 17, 65, 177, 559, 560, 567,
ποιητικὸν μὲν τὸ δυνάμει αἰσθητὸν, 431 570, 610, 627, 634, 697, 705, 729
ποιητικὸς, 73, 77, 108, 122, 126, 132, Στησιχόρου, 302, 531, 687, 724
136, 138, 139, 141, 151, 461, 545, 561, στίχος, 307, 335, 662, 665, 667, 668, 677,
605, 625 721
ποιητικὸς λόγος, 461 στροφήν, 302, 531, 687, 724
ποιητικοῦ, 70, 78, 79, 85, 99, 100, 102, συγγραφή, 332, 473
120, 122, 159, 168, 234, 235, 240, 241, Συμπλίκιος, 37, 59, 60, 61, 403, 404, 405,
243, 323, 402, 421, 435, 436, 437, 471, 406, 407, 408, 409, 410, 411, 412, 413,
483, 691 414, 415, 416, 417, 418, 419, 420, 421,
ποιητικοὺς δαίμονας καὶ θεοὺς, 547 422, 423, 424, 425, 426, 427, 428, 429,
ποιητικῶν λέξεων, 461 430, 431
ποιητικῶν λόγων, 462 Σχόλια στον γραμματικό Διονύσιο
ποιητικῶν τεχνῶν, 366, 381 Θράκα, 51, 52, 67, 68, 661, 662, 663,
ποιητῶν, 7, 16, 24, 30, 31, 36, 69, 74, 76, 664, 665, 666, 667, 668, 669, 670, 671,
93, 103, 115, 138, 209, 210, 222, 274, 672, 673, 674, 675, 676, 677, 678, 679,
277, 279, 590, 670, 679, 692, 711 680
Πρόκλος, 49, 50, 62, 63, 168, 169, 170, τέλος τῆς ἐνεργείας ποίησις ὀνομάζεται·,
171, 172, 173, 174, 175, 198, 444, 486, 466, 467, 468
488, 489, 490, 491, 492, 493, 494, 495, Τίμαιο, 50, 62, 63, 340, 517, 518, 519,
496, 497, 498, 499, 500, 501, 502, 503, 520, 521, 522, 523, 524, 525, 526
504, 505, 506, 507, 508, 509, 510, 511, τραγῳδία, 67, 68, 209, 211, 244, 262, 263,
512, 513, 514, 515, 516, 517, 518, 519, 537, 665, 671, 688, 715, 716, 727
520, 521, 522, 523, 524, 525, 526, 527, τραγῳδίας ποίησις, 226
528 τραγῳδιῶν ποίησις, 226, 227
ῥαψῳδία, 52, 402, 541, 579, 623, 667, φαντασία ποιητικὸν οὖσα, 415, 416
668, 673, 677
ῥαψῳδία ἐστὶ μέρος ποιήματος, 667, 668