You are on page 1of 112

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Προγράμματα Συμπληρωματικής Εκπαίδευσης

Με τη χρήση καινοτόμων μεθόδων εξ αποστάσεως εκπαίδευσης

1904 – ΣΤΕΡΕΟΤΥΠΑ, ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ ΚΑΙ ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ

1
© Copyright 2016, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Π. Ε. Πετράκης.
Η έντυπη, ηλεκτρονική και γενικά κατά οποιοδήποτε τρόπο αναπαραγωγή, δημοσίευση
ή χρησιμοποίηση όλου ή μέρους του υλικού έργου αυτού, απαγορεύεται χωρίς την
έγγραφη έγκριση του κατόχου των πνευματικών δικαιωμάτων του έργου.

2
Το παρόν έντυπο αποτελεί τμήμα του εκπαιδευτικού υλικού του μαθήματος
“Στερεότυπα, Προκαταλήψεις και Ρατσισμός”. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα του
ηλεκτρονικού υλικού που βρίσκεται στην πλατφόρμα και αναπόσπαστο κομμάτι της
εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Στην πρώτη διδακτική ενότητα εξετάζεται το ζήτημα της ταυτότητας ως ιστορική και
κοινωνική κατασκευή και μελετάται το άτομο ως κοινωνικό υποκείμενο. Ειδικότερα,
παρουσιάζονται και αναλύονται οι συλλογικές ταυτότητες (κοινωνική ταυτότητα, εθνική
ταυτότητα), ο τρόπος συγκρότησής τους και η δυναμική που αυτές αναπτύσσουν.
Στη δεύτερη διδακτική ενότητα περιλαμβάνεται η μελέτη της έννοιας του στερεοτύπου, η
παρουσίαση των διαφορετικών θεωρητικών προσεγγίσεων ερμηνείας του, καθώς και η
περιγραφή των μηχανισμών της στερεοτυπικής σκέψης. Επιπλέον, εξετάζεται ο ρόλος
των στερεοτύπων στις περιπτώσεις των διαπολιτισμικών επικοινωνιακών περιστάσεων.
Στην τρίτη διδακτική ενότητα περιλαμβάνεται η εννοιολογική διασαφήνιση της
προκατάληψης, η σχέση της με το στερεότυπο, καθώς και ο ρόλος της στις
διαπολιτισμικές συναντήσεις.
Στην τέταρτη διδακτική ενότητα εξετάζεται ο ρατσισμός ως κοινωνικό φαινόμενο, καθώς
και η ιστορική του εξέλιξη από την κλασσική/βιολογική μορφή του στον σύγχρονο
«επιστημονικό» νεορατσισμό.
Στην πέμπτη διδακτική ενότητα εξετάζεται το ζήτημα του ρατσισμού και της ξενοφοβίας
στην εκπαίδευση, τόσο στο μακροεπίπεδο του εκπαιδευτικού συστήματος όσο και στο
μικροεπίπεδο της σχολικής τάξης. Διερευνάται έτσι η θεσμική παρουσία του
εκπαιδευτικού ρατσισμού στην εκπαιδευτική νομοθεσία, το αναλυτικό πρόγραμμα και
τα σχολικά εγχειρίδια, αλλά και η άτυπη καθημερινή του παρουσία που σχετίζεται με
ρατσιστικές και ξενόφοβες ατομικές συμπεριφορές.
Τη συγγραφή του συγκεκριμένου εκπαιδευτικού υλικού πραγματοποίησαν οι κ.κ.
Μπαμπάλης Θωμάς και Μανιάτης Παναγιώτης, εξωτερικοί συνεργάτες του
Προγράμματος Συμπληρωματικής εξ Αποστάσεως Εκπαίδευσης του Εθνικού και
Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

3
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ 1. Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ..................................... 5
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ................................................................................................. 7
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 1. ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ .............................................................................................. 8
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 2. ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΣΥΜΒΟΛΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΗΣ ................................... 11
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 3. Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ................................................................... 14
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 4. ΕΘΝΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ.............................................................................. 22
ΣΥΝΟΨΗ .............................................................................................................................. 25

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ 2. ΣΤΕΡΕΟΤΥΠΑ, ΟΡΙΣΜΟΙ, ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΚΑΙ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ


ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ............................................................................................................................ 27
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ............................................................................................... 29
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 1. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΣΤΕΡΕΟΤΥΠΟΥ ............................................................. 30
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 2. ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΣΤΕΡΕΟΤΥΠΩΝ .............. 36
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 3. ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ ΤΩΝ ΣΤΕΡΕΟΤΥΠΩΝ ............. 39
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 4. ΣΤΕΡΕΟΤΥΠΑ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ............................................................. 44
ΣΥΝΟΨΗ .............................................................................................................................. 46

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ 3. ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΗ: ΟΡΙΣΜΟΙ, ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΚΑΙ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ


ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ............................................................................................................................ 47
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ............................................................................................... 49
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 1. Η ΈΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΗΣ ......................................................... 50
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 2. ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΚΤΗΣΗ ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΕΩΝ .............................. 53
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 3. ΕΜΦΑΝΕΙΣ ΚΑΙ ΚΡΥΦΕΣ ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ .......................................... 58
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 4. ΑΤΟΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΩΝ ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΕΩΝ ..... 59
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 5. ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΜΕΙΩΣΗΣ ΤΩΝ ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΕΩΝ ................................. 62
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 6. ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ ΚΑΙ ΠΑΙΔΙΑ .............................................................. 65
ΣΥΝΟΨΗ .............................................................................................................................. 67

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ 4. Ο ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ ΩΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ .............................. 69


ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ............................................................................................... 71
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 1. Ο ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ ΩΣ ΕΝΝΟΙΑ ................................................................... 72
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 2. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ........................................................................... 77
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 3. ΕΙΔΗ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ................................................................................... 81
ΣΥΝΟΨΗ .............................................................................................................................. 87

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ 5. ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ, ΞΕΝΟΦΟΒΙΑ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ .................................. 89


ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ............................................................................................... 91
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 1. ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΞΕΝΟΦΟΒΙΑ ............................................................... 92
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 2. Η ΞΕΝΟΦΟΒΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ............................................................. 93
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 3. ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΞΕΝΟΦΟΒΙΑ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ .................. 102
ΣΥΝΟΨΗ ............................................................................................................................ 107

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ................................................................................................................. 108

4
ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Προγράμματα Συμπληρωματικής Εκπαίδευσης

Με τη χρήση καινοτόμων μεθόδων εξ αποστάσεως εκπαίδευσης

1904 – ΣΤΕΡΕΟΤΥΠΑ, ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ ΚΑΙ ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ 1. Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ

5
6
Εισαγωγικές Παρατηρήσεις
Στην πρώτη υποενότητα αναλύεται η έννοια της ταυτότητας. Πρόκειται για μια
διαδικασία που απασχολεί το άτομο από την αρχή και καθ’ όλη την διάρκεια της ζωής
του και διαδραματίζει σημαντικό ρόλο τόσο στην διαμόρφωση της προσωπικότητάς
του, όσο και στις σχέσεις που αναπτύσσει με τους άλλους. Η ταυτότητα του
υποκειμένου χαρακτηρίζεται από μια αέναη προσπάθεια αυτοσυγκρότησης. H
ταυτότητά μας είναι ό,τι μας κάνει να μην είμαστε ταυτόσημοι με κανέναν άλλο. Η
προσωπική ταυτότητα παραπέμπει στην μοναδικότητα του υποκειμένου, αποτέλεσμα
της προσωπικής του ιστορίας, της πορείας του μέσα στο χρόνο, στην αίσθηση ότι η
ύπαρξή του δεν επαναλαμβάνεται, στο ότι έχει συνείδηση της αποκλειστικότητας της
ατομικής του ύπαρξης. Στην δεύτερη υποενότητα παρουσιάζεται η Θεωρία της
Συμβολικής Αλληλεπίδρασης του Mead, σύμφωνα με την οποία τα άτομα ενεργούν
προς άλλα άτομα ή αντικείμενα ακόμα και προς τους εαυτούς τους, ανάλογα με τα
νοήματα που αυτά τα γεγονότα ή πρόσωπα έχουν για τα άτομα. Το άτομο βρίσκεται σε
μια διαλεκτική σχέση με την κοινωνική πραγματικότητα, καθώς η εικόνα του εαυτού μας
διαμεσολαβείται από το βλέμμα των άλλων. Στην τρίτη υποενότητα αναλύεται η έννοια
της κοινωνικής ταυτότητας, η οποία παραπέμπει σε συλλογικότητες και αφορά την
κατηγοριοποίηση του ατόμου σε κοινωνικές κατηγορίες, ενώ χαρακτηρίζεται από το
σύνολο των εντάξεών του μέσα στο κοινωνικό σύστημα. Τονίζεται ακόμη ότι το άτομο
αναπτύσσει στρατηγικές, προκειμένου να αναπτύξει θετική κοινωνική ταυτότητα. Τέλος,
στην τέταρτη υποενότητα στοιχειοθετείται η έννοια της εθνικής ταυτότητας, η οποία
ανήκει στην κατηγορία των κοινωνικών ταυτοτήτων, έχει πολλές ιδιαιτερότητες σε σχέση
με άλλες ταυτότητες και τελικώς συνιστά μία κοινωνική κατασκευή.

7
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 1. ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ

Ο προσδιορισμός της ταυτότητας είναι μια διαδικασία που απασχολεί το άτομο από
την αρχή και καθ’ όλη την διάρκεια της ζωής του και διαδραματίζει σημαντικό ρόλο
τόσο στην διαμόρφωση της προσωπικότητάς του, όσο και στις σχέσεις που
αναπτύσσει με τους άλλους. Αρχικά είναι σκόπιμο να επισημανθεί ότι δίχως ταυτότητα
δεν μπορεί να οργανωθεί ούτε στοιχειωδώς ο ψυχισμός του ατόμου, αλλά ούτε και να
υπάρξει μια κάποια μορφή κοινωνικότητας. Επομένως, το θέμα δεν είναι αν έχει ή δεν
έχει κάποιος ταυτότητα αλλά το πόσες, τι είδους ταυτότητες έχει και πώς αυτές
συγκροτούνται.

1.1 Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ

Η ταυτότητα σχηματίζεται από μια ιεράρχηση προσωπικών, κοινοτικών και καθολικών


στοιχείων. Κάθε άτομο αξιολογεί ως σημαντικότερα κάποια από αυτά τα στοιχεία και
έτσι αυτοπροσδιορίζεται. Κατά την πάροδο του χρόνου η ιεράρχηση μπορεί να
μεταβληθεί. Ο Goffman διακρίνει δύο κύριους τύπους κατηγοριοποιήσεων της
ταυτότητας, την προσωπική ή ατομική και την κοινωνική ή συλλογική ταυτότητα.
Βέβαια, ο διαχωρισμός αυτός είναι τεχνητός, αφού οι δύο ταυτότητες σε πολλές
περιπτώσεις είναι αλληλένδετες και συνυφασμένες μεταξύ τους.

Σχεδιάγραμμα 1. Η Ταυτότητα

8
Η προσωπική και η κοινωνική ταυτότητα δεν είναι αλληλοαποκλειόμενες έννοιες, αλλά
αποτελούν τους δύο πόλους ενός συνεχούς. Αν οι συνθήκες καθιστούν διακριτή την
προσωπική ταυτότητα, το άτομο επικεντρώνεται στα χαρακτηριστικά που τον
διαφοροποιούν από άλλους ανθρώπους και επιδεικνύει ατομική συμπεριφορά.
Αντίθετα, αν οι συνθήκες καθιστούν ευκρινή την κοινωνική ταυτότητα, το άτομο
επικεντρώνεται στα χαρακτηριστικά που διαφοροποιούν την ομάδα στην οποία ανήκει
από άλλες σχετικές εξω-ομάδες και επιδεικνύει ομαδική συμπεριφορά. Οι ομάδες ή τα
άτομα, αυτοπροσδιορίζονται, μέσω συγκεκριμένων ομοιογενών στοιχείων,
επιτυγχάνοντας συνάφεια και διατήρηση των κοινών χαρακτηριστικών από ενδεχόμενο
κίνδυνο εξάλειψής τους.
Η ταυτότητα του υποκειμένου χαρακτηρίζεται από μια αέναη προσπάθεια
αυτοσυγκρότησης. H ταυτότητά μας είναι ό,τι μας κάνει να μην είμαστε ταυτόσημοι με
κανέναν άλλο. Η προσωπική ταυτότητα παραπέμπει στην μοναδικότητα του
υποκειμένου, αποτέλεσμα της προσωπικής του ιστορίας, της πορείας του μέσα στο
χρόνο, στην αίσθηση ότι η ύπαρξή του δεν επαναλαμβάνεται, στο ότι έχει συνείδηση
της αποκλειστικότητας της ατομικής του ύπαρξης. Συγκροτείται στην βάση κάποιων
αμετάβλητων ή σχετικά σταθερών ιδιοτήτων που χαρακτηρίζουν τη σχέση ενός
ανθρώπου τόσο με τον εσωτερικό του εαυτό όσο και με τα άλλα μέλη ενός ή
περισσότερων κοινωνικών συστημάτων.

Σχεδιάγραμμα 2. Η μοναδική μας ταυτότητα

9
Το άτομο εκτελεί διαρκώς μια διττή διαδικασία ενσωμάτωσης/διαφοροποίησης, που
του επιτρέπει να ζει αρμονικά στην κοινωνία: από την μια πλευρά επιδιώκει να βρίσκει
κοινά χαρακτηριστικά με άλλα άτομα και να ενσωματώνεται σε πάσης φύσεως
συλλογικές οντότητες και από την άλλη να διαφοροποιείται από τους υπόλοιπους και
να συγκροτεί μια ξεχωριστή μονάδα.
Η απάντηση στο ερώτημα «ποιος είμαι;» αναζητείται στο πλαίσιο μιας διαδικασίας
αντίστιξης ανάμεσα στο ψυχικό και το κοινωνικό, όπου τα στοιχεία της ψυχικής δομής
δεν αλληλεπιδρούν μόνο με τα στοιχεία της κοινωνικής δομής αλλά και μεταξύ τους. Οι
διεργασίες -συνειδητές και ασυνείδητες- που λαμβάνουν χώρα στον εσωτερικό
μικρόκοσμο του ατόμου είναι αυτές που προσδίδουν στην ταυτοτική διαδικασία το
στοιχείο της μοναδικότητας και της υποκειμενικότητας. Καθίσταται επομένως πρόδηλο
ότι ο τρόπος που το άτομο βιώνει, αντιλαμβάνεται και εσωτερικεύει τους εξωτερικούς
όρους ύπαρξής του αποτελεί βασική ορίζουσα της ταυτότητάς του.

Σχεδιάγραμμα 3. Η αντίστιξη ανάμεσα στον ψυχικό και τον κοινωνικό εαυτό

Από τα προαναφερόμενα γίνεται σαφές ότι η ταυτότητα είναι μια υποκειμενική


κατασκευή, η οποία είναι εν μέρει ασυνείδητη και στόχο έχει τη θωράκιση του Εγώ τόσο
στο ψυχικό όσο και στο κοινωνικό επίπεδο, έτσι ώστε να διασφαλιστεί η υπαρξιακή
ενοποίηση του ατόμου. Επομένως οι ταυτότητες δεν αποτελούν σταθερά και
10
αμετάβλητα στοιχεία. Είναι νοητικές κατασκευές που διαμορφώνονται σταδιακά
σύμφωνα με τις εκάστοτε κοινωνικές, πολιτικές και ιστορικές συνθήκες.
Σύμφωνα με την θεωρία της ψυχανάλυσης, η οποία επιχειρεί την ανάλυση της
ανάπτυξης και των λειτουργιών του Εγώ, τα δομικά συστατικά στοιχεία των διεργασιών
αυτών είναι το «Αυτό» (ψυχικές εκφάνσεις των ορμών), το «Εγώ» (σχέση του ατόμου με
το περιβάλλον) και το «Υπερεγώ» (ηθικοί κανονισμοί και περιορισμοί). Η ψυχαναλυτική
θεωρία, με το τριαδικό σύστημα αλληλεπίδρασης – Εγώ, Αυτό και Υπερεγώ-, δεν
εξετάζει το άτομο απομονωμένο από τα κοινωνικά δρώμενα, αλλά αντιλαμβάνεται το
κοινωνικό περιβάλλον ως καθοριστικό παράγοντα διαμόρφωσης του ανθρώπινου
ψυχισμού.
H διαμόρφωση της ταυτότητας περιλαμβάνει την σύνθεση των επιμέρους ταυτίσεων με
τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργείται στο άτομο η αίσθηση της εσωτερικής συνοχής και
σταθερότητας. Η σύνθεση των επιμέρους ταυτίσεων πραγματώνεται στο πλαίσιο μιας
«αλληλοσυμπληρωματικής σχέσης» ανάμεσα στα προσωπικά βιώματα του ατόμου και
στις αντιλήψεις και προσδοκίες της κοινωνικής πραγματικότητας. Φαινομενικά,
υπάρχουν άπειρες εν δυνάμει ταυτίσεις, αλλά στην πραγματικότητα το πεδίο των
δυνατών επιλογών περιορίζεται από την ιστορική, κοινωνικοπολιτική και πολιτιστική
πραγματικότητα του ατόμου. Εντός αυτής της πραγματικότητας ο Εrikson θεωρεί το
οικογενειακό συγκείμενο ως το βασικότερο σύστημα αναφοράς στην διαμόρφωση της
ταυτότητας του ατόμου και αυτό γιατί η οικογένεια εκφράζει το σύστημα των ταυτίσεων
της ευρύτερης κοινωνίας εν γένει.

ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 2. ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΣΥΜΒΟΛΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΗΣ

Ο G.H. Mead, στην προσπάθειά του να υποστηρίξει ότι τα παιδιά αποκτούν αίσθηση
του εαυτού μέσω της αλληλεπίδρασης τους με τους άλλους, ανέπτυξε ένα θεωρητικό
πλαίσιο που αργότερα έγινε γνωστό ως Θεωρία της Συμβολικής Αλληλεπίδρασης.
Σύμφωνα με αυτήν, τα άτομα ενεργούν προς άλλα άτομα ή αντικείμενα ακόμα και
προς τους εαυτούς τους, ανάλογα με τα νοήματα που αυτά τα γεγονότα ή πρόσωπα
έχουν για τα άτομα. Ο διάλογος έχει πρωτεύοντα ρόλο. Έτσι, το άτομο βρίσκεται σε μια
διαλεκτική σχέση με την κοινωνική πραγματικότητα, καθώς η εικόνα του εαυτού μας
διαμεσολαβείται από το βλέμμα των άλλων.

11
2.1 Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΣΥΜΒΟΛΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΗΣ

Η θεωρία της Συμβολικής Αλληλεπίδρασης αναπτύχθηκε βασιζόμενη στο ότι η


ταυτότητα ενός ατόμου διαμορφώνεται, σε μεγάλο βαθμό, μέσα από την σχέση του με
τον «άλλο», καθώς και μέσα από τη γνώση της γνώμης που έχουν οι άλλοι
διαμορφώσει γι’ αυτό. Ο Mead υποστηρίζει ότι η ταυτότητα του υποκειμένου
συγκροτείται με βάση την συμβολική αλληλεπίδραση και την γλωσσική επικοινωνία και
ότι ο «εαυτός» και η ταυτότητα υποδεικνύουν τις ψυχολογικές διεργασίες που
καθορίζουν την συμπεριφορά του ατόμου σε αλληλεπίδραση με το περιβάλλον.
Επιπλέον, θεωρεί ότι η διαμόρφωση του εαυτού συμβαδίζει με την ανάπτυξη του
ατόμου και προκύπτει από την διαδικασία της κοινωνικής εμπειρίας και δράσης.
Αναπτύσσεται, δε, στο συγκεκριμένο άτομο ως αποτέλεσμα των σχέσεών του στο
σύνολο αυτής της διαδικασίας. Συνεχίζει υποστηρίζοντας ότι το άτομο οργανώνει
αρχικά τις εμπειρίες του, κατασκευάζοντας τον εαυτό και, στην συνέχεια, τις αναμνήσεις
του με βάση αυτόν τον εαυτό.
Ως προς τη συγκρότηση μίας πλήρως ανεπτυγμένης ταυτότητας πιστεύει ότι
επιτυγχάνεται στην περίπτωση που το άτομο εσωτερικεύει και γενικεύει συγκεκριμένες
συμπεριφορές των σημαντικών άλλων ως προς αυτό. Με τον τρόπο αυτό,
δημιουργείται ένα σύνολο εσωτερικευμένων αναπαραστάσεων, οι οποίες αντανακλούν
τις συμπεριφορές ευρύτερων κοινωνικών ομάδων, ακόμη και της κοινωνίας συνολικά.
Όμως, το άτομο δίνει τις δικές του ερμηνείες, κάνει τις δικές του επιλογές και
διαμορφώνει πολλές φορές απρόβλεπτες αντιδράσεις και νοηματοδοτεί τα αντικείμενα
ή τα γεγονότα σύμφωνα με τους ιδιαίτερους σκοπούς του, τα κίνητρά του και τα
συμφέροντά του.
Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης παράδοσης, γίνεται δεκτό ότι τα κοινωνικά φαινόμενα
μπορούν να γίνουν κατανοητά μέσα από την ερμηνεία που τους αποδίδουν τα δρώντα
υποκείμενα. Ωστόσο, στο επίκεντρο δεν τίθεται το μεμονωμένο άτομο, αλλά η
αλληλόδραση ανάμεσα στο υποκείμενο και τον κοινωνικό κόσμο. Μάλιστα μέσω αυτής
της αλληλόδρασης και τις πολλαπλές ερμηνείες που παράγονται οικοδομείται ο
κοινωνικός κόσμος. Η δημιουργία του «εγώ» έχει διυποκειμενική διάσταση, γεγονός που
φαίνεται από το γεγονός ότι ο Mead προχωράει στην διάκριση δύο όψεων του εαυτού,
μιας κοινωνικής, του «Εμέ» (Me) και μιας ψυχικής, του «Εγώ» (I).

12
Σχεδιάγραμμα 4. Η διαλεκτική μεταξύ των «εγώ» και «εμέ»

Το «Εμέ» αντιπροσωπεύει το σύστημα κανονιστικών προτύπων μιας κοινωνίας και είναι


αποτέλεσμα της κοινωνικοποιητικής διαδικασίας, ενώ το «Εγώ» αποτελεί το ανεξάρτητο
και μη προβλέψιμο τμήμα του εαυτού που διαφοροποιεί τα άτομα μεταξύ τους. Έτσι το
«Εμέ» - πώς με βλέπουν οι άλλοι - αναφέρεται στο κοινωνικό πλαίσιο, τους ρόλους,
τους κανόνες και τις προσδοκίες που προτάσσει στο άτομο, αλλά και τον βαθμό που
το άτομο τα κατανοεί, τα εσωτερικεύει και τα αφομοιώνει, και το «Εγώ» -πώς εγώ βλέπω
τα πράγματα-, το οποίο εκφράζει τον βαθμό της ατομικής διαφοροποίησης του
υποκειμένου στις προσδοκίες των άλλων. Στην πραγματικότητα αυτό που συμβαίνει
είναι τα άτομα, μέσω της αλληλεπιδραστικής σχέσης, να οδηγούνται στην διαμόρφωση
μιας κοινής θεώρησης της πραγματικότητας. Τα άτομα κατανοούν τον εαυτό τους ως
αντικείμενο των ενεργειών τους, ενώ μέσω της δράσης τους παράγουν γεγονότα, που
σημαίνει ότι δεν τα υφίστανται απλώς, ως παθητικοί αποδέκτες κοινωνικών δομών και
ρόλων, αλλά τα συνδιαμορφώνουν. Σε αυτό το πλαίσιο η συγκρότηση του εαυτού
γίνεται πάντοτε σε διάλογο με τον άλλον, και μάλιστα βαθμιαία και εξελικτικά, ενώ η
έννοια της ταυτότητας διαμορφώνεται μέσα από μια διαλεκτική σχέση υποκειμένου και
περιβάλλοντος ως το δυναμικό αποτέλεσμα μιας διαρκούς αντιπαράθεσης, μιας
αντίστιξης ανάμεσα σε ένα «μέσα» και ένα «έξω».
Οι υπάρχουσες προσεγγίσεις για την ταυτότητα συνήθως επικεντρώνονται σε ένα ή
περισσότερα από τα τρία επίπεδα που ορίζεται η ταυτότητα: το ατομικό, το σχεσιακό και
το συλλογικό. Επιπλέον, επισημαίνουν ως βασικό αξίωμα ότι η προσωπική αντίληψη
της ταυτότητας, ανεξάρτητα από το πόσο θετική ή ρεαλιστική είναι, είναι σημαντική,

13
καθώς η συνεκτική αυτοεικόνα (ή αυτοαντίληψη) παρέχει ταυτόχρονα και μια
ικανοποιητική αίσθηση πρόγνωσης και ελέγχου σε διαπροσωπικό επίπεδο.
Η ταυτότητα είναι αυτό που προσδίδει στον καθένα την ατομικότητα και την
μοναδικότητα. Είναι αυτό που ξεχωρίζει τους ανθρώπους μεταξύ τους και αποτελεί την
γέφυρα ανάμεσα στο άτομο και τον πολιτισμό, παρέχοντάς του τα απαραίτητα
εργαλεία, για να ερμηνεύσει τις εμπειρίες του. Η ταυτότητα είναι μια αντανάκλαση του
τρόπου με τον οποίο οι άλλοι βλέπουν το άτομο και ο τρόπος με τον οποίο το άτομο
πιστεύει ότι το βλέπουν οι άλλοι. Δεν ανήκει εξ ολοκλήρου στο πρόσωπο που
αποδίδεται, αλλά είναι συνεχώς διαπραγματεύσιμη μεταξύ του ατόμου και του
περιβάλλοντος του και σαφώς δεν μπορεί να διαχωριστεί από την παρουσία του
άλλου. Σε κάθε επαφή διαμεσολαβούν κώδικες με νόημα και σημασία, που είναι
προκαθορισμένοι, κατασκευασμένοι ή διαπραγματεύσιμοι. Από την άποψη αυτή η
υποκειμενική ταυτότητα είναι ένα σύστημα μεταβαλλόμενο από έννοιες που
συμβάλλουν στην κατασκευή της αυτοαντίληψης.

ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 3. Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ

Ο όρος «κοινωνική ταυτότητα» παραπέμπει σε συλλογικότητες και αφορά στην


κατηγοριοποίηση του ατόμου σε κοινωνικές κατηγορίες. Η κοινωνική ταυτότητα ενός
ατόμου χαρακτηρίζεται από το σύνολο των εντάξεών του μέσα στο κοινωνικό
σύστημα: ένταξη σε μια έμφυλη, ηλικιακή, κοινωνική τάξη, σ’ ένα έθνος κ.λπ. Η
ταυτότητα επιτρέπει στο άτομο να προσανατολίζεται μέσα στο κοινωνικό σύστημα και
να εντοπίζεται κοινωνικά.
Η Θεωρία της Κοινωνικής Ταυτότητας αποτελεί μια από τις πλέον εξέχουσες θεωρίες
των τελευταίων δεκαετιών. Αν και αναπτύχθηκε ως θεωρία για την ερμηνεία των
διομαδικών σχέσεων και της κοινωνικής αλλαγής, έχει χρησιμοποιηθεί ως ερμηνευτικό
εργαλείο για την εξήγηση πολλών φαινομένων που απασχολούν την κοινωνική
ψυχολογία. Η θεωρία της κοινωνικής ταυτότητας είναι σταθερά προσανατολισμένη
στην εξήγηση των συμπεριφορών των ατόμων στη βάση των δυναμικών που διέπουν
τους κανόνες επικοινωνίας και αλληλεπίδρασης των ατόμων, παράλληλα σε ενδο-
ατομικό, δι-ατομικό και δι-ομαδικό επίπεδο. Αυτό σημαίνει ότι η συγκεκριμένη θεωρία
κατορθώνει να ερμηνεύει την στάση, την αντίληψη, την γνώμη, αλλά και την
συμπεριφορά των μελών μιας ομάδας, εστιάζοντας την προσοχή της στα ψυχολογικά -

14
κοινωνικά κίνητρα που διέπουν τις συγκεκριμένες εκδηλώσεις της ανθρώπινης δράσης
και στα τρία αυτά επίπεδα.

Σχεδιάγραμμα 5. Η θεωρία της κοινωνικής ταυτότητας

Ως Κοινωνική Ταυτότητα ορίζεται η γνώση του ατόμου ότι είναι μέλος μιας
συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας με την παρατήρηση όμως ότι η γνώση αυτή
συνοδεύεται από την συναισθηματική και αξιολογική σημασία της υπαγωγής σε αυτήν.
Σύμφωνα με τον κλασικό ορισμό της η κοινωνική ταυτότητα «… αποτελείται από εκείνες
τις πτυχές της εικόνας του εαυτού που προέρχονται από εκείνες τις κοινωνικές
κατηγορίες στις οποίες το άτομο θεωρεί ότι ανήκει». Με άλλα λόγια, η κοινωνική
ταυτότητα είναι πάντα παρούσα, όταν το άτομο σκέπτεται τον εαυτό ως κατέχοντα μία
συγκεκριμένη εθνική, ταξική, φυλετική κ.ο.κ, ταυτότητα.
Το άτομο επιδιώκει την ένταξη του στις κατηγορίες αυτές, για να οργανώσει την
κοινωνική του δράση μέσα σε ένα ασφαλές φαντασιακό πλαίσιο που του παρέχει
νομιμοποίηση και αναγνώριση από τους Άλλους. Με τον τρόπο αυτό προσδιορίζεται η

15
κοινωνική υπόσταση του ατόμου και προσανατολίζονται οι παραστάσεις και οι
επιλογές του.
Ακριβώς αυτή η ένταξη του ατόμου σε ένα σύστημα κοινωνικών κατηγοριών και
συλλογικοτήτων οδηγεί στην δόμηση της κοινωνικής του ταυτότητας. Η κοινωνική
ταυτότητα εμπεριέχει ένα σύνολο κοινωνικών ιδιοτήτων και χαρακτηριστικών, τα οποία
θεωρούνται από το ίδιο το άτομο απόλυτα συνυφασμένα με την ίδια του την κοινωνική
υπόσταση. Και αυτό γιατί τόσο το σύστημα ταξινόμησης και κατηγοριοποίησης όσο
και τα αναδυόμενα νοήματα και οι αξιώσεις που προκύπτουν από αυτό, αποτελούν
μέρος της κοινωνικής δομής και οδηγούν σε συγκεκριμένες αναγνώσεις της κοινωνικής
πραγματικότητας.
Η προσέγγιση και ανάλυση της κοινωνικής ταυτότητας του ατόμου συνιστά στην ουσία
μια προσπάθεια ανάλυσης και αποκωδικοποίησης των κοινωνικοποιητικών
μηχανισμών. Η επιρροή που ασκούν οι μηχανισμοί αυτοί σχετίζεται με τον τρόπο που το
άτομο αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα (ταξινόμηση ιδιοτήτων και χαρακτηριστικών)
αλλά και με τον τρόπο που το άτομο αντιλαμβάνεται την θέση του μέσα σ’ αυτήν
(συνείδηση της κοινωνικής του υπόστασης).
Οι πρώτοι κοινωνιοδομικοί πυρήνες της κοινωνικής ταυτότητας του ατόμου είναι η
οικογένεια, το σχολικό περιβάλλον, θρησκευτικές και πολιτικές οργανώσεις και οι
ομάδες των συνομηλίκων. Και αυτό γιατί αποτελούν τα πρώτα συλλογικά μορφώματα
που εγκαλούν το άτομο σε ένα σύστημα κατηγοριοποίησης, αξιολόγησης και
ερμηνείας του κόσμου που το περιβάλλει. Το σύστημα αυτό δεν προβάλλει με ένα
αφαιρετικά γενικευμένο τρόπο, αλλά με εξειδικευμένες επιταγές, οι οποίες συνθέτουν ένα
κανονιστικό πλαίσιο.
Επιπρόσθετα, η συμμετοχή και δράση του ατόμου στο πλαίσιο των προαναφερόμενων
ομάδων δημιουργεί πρωτίστως την αίσθηση του «ανήκειν» και επομένως τη δόμηση
του «εμείς». Η καθοριστική ισχύς της κοινωνικής επιρροής που ασκούν τόσο οι
θεσμοθετημένες συλλογικότητες όσο και οι άτυπες, έγκειται στις δυο διαστάσεις της
ταυτοποιητικής τους λειτουργίας:
¾ Πιο συγκεκριμένα, εγγράφουν το άτομο σε ένα σύστημα διευθετήσεων σε σχέση με
το περιβάλλον. Δηλαδή προσφέρουν στο άτομο τα «εργαλεία» κατανόησης και
ερμηνείας της κοινωνικής διασύνδεσης. Για παράδειγμα, εντός της οικογένειας το
άτομο συνειδητοποιεί τις επαγωγικές προεκτάσεις των συγγενικών, φιλικών, εθνικών
και θρησκευτικών υπαγωγών.

16
¾ Επίσης, οι θεσμοθετημένες και άτυπες συλλογικότητες δημιουργούν δομές στο
επίπεδο του θυμικού, προσδίδοντας συναισθηματική βαρύτητα σε στοιχεία της
κοινωνικής ζωής. Για παράδειγμα, ένα άτομο μπορεί να αισθάνεται περήφανο που
γεννήθηκε Έλληνας, θεωρώντας νομοτελειακή την αίσθηση αυτή και συγχρόνως
μπορεί να εναντιώνεται στους αλλόθρησκους και αλλοεθνείς του.
Γίνεται σαφές και προφανές ότι μιλάμε για την συνύπαρξη πολλών συλλογικών
ταυτοτήτων σε κάθε άτομο. Η απάντηση στην ερώτηση «ποιος είσαι», αν και
φαινομενικά απλή, περικλείει μια σειρά από διαφορετικά αλλά σχετικά περιεχόμενα και
διεργασίες. Η ταυτότητα συνιστά κάτι περισσότερο από το απόλυτο σύνολο των
τρόπων με τους οποίους το άτομο ερμηνεύει τον εαυτό του σε προσωπικό ή συλλογικό
επίπεδο.
Όπως φαίνεται από τα παραπάνω, σύμφωνα με την θεωρία της κοινωνικής
ταυτότητας, ολόκληρος ο κοινωνικός κόσμος υποδιαιρείται σε πολλές κοινωνικές
κατηγορίες (κοινωνική τάξη, φύλο, θρησκεία, εθνικότητα). Κάποιες είναι για μας εσω-
ομάδες στις οποίες και ανήκουμε και κάποιες εξω-ομάδες από τις οποίες
αποκλειόμαστε. Το γεγονός αυτής της κατηγοριοποίησης έχει από μόνο του επιπτώσεις
στο γνωστικό πεδίο. Όταν οποιαδήποτε ερεθίσματα ταξινομούνται σε κατηγορίες,
τείνουμε να υπερτονίζουμε τόσο τις ομοιότητες ανάμεσα στα μέλη της ίδιας κατηγορίας
όσο και τις διαφορές ανάμεσα στα μέλη που ανήκουν σε διαφορετικές κατηγορίες.
Έχουμε, επομένως, την τάση να μεγιστοποιούμε τις διαφορές ανάμεσα στις κατηγορίες
και να ελαχιστοποιούμε τις διαφορές μέσα στην ίδια κατηγορία. Στην ουσία πρόκειται
για αυτό που στην Κοινωνική Ψυχολογία ονομάζεται γνωστική παραποίηση.
Ένα ερώτημα είναι πώς δημιουργούνται αυτές οι κατηγορίες; Είναι έμφυτες; Στην
πραγματικότητα αυτές μας επιβάλλονται από τον κοινωνικό περίγυρο μέσα στον οποίο
ζούμε. Είναι αμιγώς κοινωνικές. Δημιουργούνται από τις κυρίαρχες αναπαραστάσεις
που μας περιβάλλουν. Και βέβαια, σε κάθε εποχή, οι άνθρωποι θεωρούν ότι υπάρχει
μια μείζων υπαγωγή τόσο σημαντικότερη από τις άλλες, ώστε να είναι θεμιτό να την
αποκαλεί ταυτότητα. Για κάποιους η υπαγωγή αυτή είναι το έθνος, για άλλους η
θρησκεία, για άλλους η γλώσσα, για άλλους η κοινωνική τάξη. Αν δούμε σήμερα τον
κόσμο, καμία υπαγωγή δεν υπερέχει των υπολοίπων. Εκεί που οι άνθρωποι νιώθουν ότι
απειλείται η πίστη τους, εκεί η θρησκεία συνοψίζει όλη την ταυτότητά τους.
Η κοινωνική ταυτότητα του υποκειμένου συγκροτείται διαμέσου των πολλαπλών
κοινωνικών ταυτίσεων που επιτελεί με τις διάφορες κοινωνικές κατηγορίες. Η απλή όμως
γνώση των κοινωνικών ταυτίσεων δεν αρκεί για την αξιολόγησή τους. Δεν αρκεί δηλ. να

17
ξέρει κανείς ότι είναι Έλληνας, για να αξιολογήσει τη σημασία που έχει αυτή η υπαγωγή
σε αυτήν την συγκεκριμένη κατηγορία. Η αξιολόγηση είναι αποτέλεσμα της διεργασίας
της κοινωνικής σύγκρισης. Τα χαρακτηριστικά των ταυτίσεων αξιολογούνται με βάση το
σημείο σύγκρισης, το υποκειμενικό σημείο αναφοράς που χρησιμοποιείται. Δηλώσεις
που αφορούν πόσο καλός, έξυπνος, καθαρός είναι κάποιος είναι όλες συγκριτικής
τάξης. Αυτό ισχύει και για την αξιολόγηση των κοινωνικών ταυτίσεων του εαυτού με τις
διάφορες κοινωνικές κατηγορίες. Η υπαγωγή σε μια οποιαδήποτε κοινωνική ομάδα
μπορεί να αποβεί θετική για την κοινωνική ταυτότητα μόνο διαμέσου της κοινωνικής
σύγκρισης που αξιολογεί την εσω-ομαδα σε σχέση με μια αντίστοιχη εξω-ομάδα. Η αξία
του να είναι κανείς Έλληνας μπορεί να αξιολογηθεί μόνο μέσα από την σύγκριση με
άλλες ομοειδείς κοινωνικές κατηγορίες. Οι άνθρωποι χρειάζονται την κοινωνική
σύγκριση, για να προαγάγουν την προσωπική τους αξία. Η αξιολόγηση της υπαγωγής
μοιάζει με την αξιολόγηση των προσωπικών απόψεων. Δεν υπάρχουν αντικειμενικά
κριτήρια, για να υποστηρίξει κανείς ότι η δική μου ομάδα είναι καλύτερη από τη δική
σου. Και βέβαια, ανεξάρτητα από το πώς γίνεται η σύγκριση, σημασία έχουν οι
επιπτώσεις της κοινωνικής σύγκρισης: θα οδηγήσει την εσω-ομάδα σε ευνοϊκό
αποτέλεσμα με βάση τη σύγκριση. Επομένως οι άνθρωποι ενεργούν με βάση το
κίνητρο να εξασφαλίσουν θετική κοινωνική ταυτότητα, όπως συμβαίνει και με την
αυτοεκτίμηση. Η υπαγωγή σε μια κοινωνική κατηγορία δεν μπορεί από μόνη της ούτε
να προαγάγει, ούτε να υποβιβάσει την κοινωνική ταυτότητα.

Σχεδιάγραμμα 6. Θετική αξιολόγηση της εσω-ομάδας

Ιδιαίτερα σημαντικός σε αυτή τη διαδικασία απόκτησης θετικής αυτοαντίληψης του


συλλογικού μας εαυτού είναι ο ρόλος του κοινωνικού πλαισίου. Η κοινωνική ταυτότητα
που προέρχεται από την υπαγωγή μας σε μια ομάδα (π.χ. Έλληνες), δεν είναι αμιγώς

18
θετική ή αρνητική, αλλά εξαρτάται τόσο από την εξωομάδα σύγκρισης όσο και από τη
διάσταση σύγκρισης, δηλ. εξαρτάται από το κοινωνικό πλαίσιο.
¾ Το κοινωνικό πλαίσιο μάς παρέχει πληροφορίες για την σχετική θέση κάποιου
ατόμου στην ομάδα (αν είναι υψηλή παρέχει αίσθηση ασφάλειας ή και
ανωτερότητας, και αν είναι χαμηλή αποτελεί απειλή για τον προσωπικό εαυτό), αλλά
και για τη σχετική θέση της ομάδας (αν είναι υψηλή παρέχει αίσθηση ασφάλειας ή
και ανωτερότητας, και αν είναι χαμηλή αποτελεί απειλή για το συλλογικό εαυτό).
¾ Το κοινωνικό πλαίσιο αποτελεί μια κοινωνική πραγματικότητα που είτε διευκολύνει είτε
εμποδίζει τις προσπάθειες αντιμετώπισης (στρατηγικές διαχείρισης ταυτότητας) των
παραπάνω απειλών.

3.1 ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΕΠΙΤΕΥΞΗΣ ΘΕΤΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ

Τι γίνεται όμως στην περίπτωση που η διαδικασία της κοινωνικής σύγκρισης δεν αποβεί
θετική; Κατά την αναζήτηση θετικής κοινωνικής ταυτότητας, οι ομάδες και τα άτομα
μπορούν να υιοθετήσουν μια σειρά από διαφορετικές στρατηγικές, η επιλογή των
οποίων καθορίζεται από τις πεποιθήσεις των ανθρώπων για την φύση των σχέσεων
μεταξύ των δικών τους και των άλλων ομάδων. Τα άτομα της υποτιμημένης ομάδας
καταφεύγουν σε διάφορες στρατηγικές.

Σχεδιάγραμμα 7. Στρατηγικές επίτευξης θετικής κοινωνικής ταυτότητας

19
3.1.1 Στρατηγικές ατομικής κινητικότητας

Επικρατεί η άποψη ότι τα όρια μεταξύ των ομάδων είναι ρευστά και ότι μπορούν να
μετακινούνται από και μεταξύ των ομάδων. Αυτή η άποψη ωθεί τα άτομα να
εγκαταλείπουν την ομάδα τους και να προσχωρούν σε μια άλλη η οποία τους
προσφέρει πιο ικανοποιητική ταυτότητα. Βέβαια, μια τέτοια στρατηγική έχει ως
αποτέλεσμα να βελτιώνουν τα μέλη της ομάδας τις προσωπικές τους συνήθειες, αλλά
σε επίπεδο ομάδας αφήνουν τις συνθήκες αμετάβλητες. Το άτομο μπορεί να αποκτήσει
ως μέλος της νέας ομάδας υψηλότερο κύρος, αλλά η αρχική ομάδα παραμένει
αξιολογημένη όπως ήταν. Η κινητικότητα αυτή δεν είναι πάντα εύκολο να συμβεί. Συχνά
οι ομάδες ασκούν πίεση, πραγματική ή συμβολική, στα μέλη τους να μην
εγκαταλείψουν. Ακόμη υπάρχει η περίπτωση να εγκαταλείψουν την ομάδα τους και να
μην γίνουν δεκτοί από την νέα ομάδα, με αποτέλεσμα να οδηγηθούν στην
περιθωριοποίηση.

3.1.2 Στρατηγικές κοινωνικής αλλαγής

Στις περιπτώσεις όπου τα τα διομαδικά όρια φαίνονται αδιαπέραστα, τότε μπορεί να


ενεργοποιηθούν στρατηγικές κοινωνικής αλλαγής. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ο
μόνος τρόπος να εξουδετερωθούν αυτές οι συνδηλώσεις είναι η υιοθέτηση ομαδικών
στρατηγικών για την θετική επαναξιολόγηση της εσω-ομάδας. Η θετική κοινωνική
ταυτότητα μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από μορφές ομαδικής δράσης, ενώ το είδος
της δράσης επηρεάζεται από το αν η υπάρχουσα τάξη πραγμάτων γίνεται αντιληπτή
ως ασφαλής ή επισφαλής. Αν το status quo θεωρείται σταθερό, νόμιμο και άρα
ασφαλές, είναι δύσκολο να συλλάβει κανείς μια εναλλακτική κοινωνική δομή και οι
ομάδες τείνουν να υιοθετούν στρατηγικές κοινωνικής δημιουργικότητας:
α) Για να αποφευχθεί η αρνητική αξιολόγηση, βρίσκονται νέες διαστάσεις, με βάση
τις οποίες γίνεται η σύγκριση. Δηλαδή επιδίδονται σε διομαδικές συγκρίσεις
πάνω σε πρωτότυπες ή ανορθόδοξες διαστάσεις που τείνουν να ευνοούν την
υποδεέστερη ομάδα. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η ισχυροποίηση της θετικής
ταυτότητας της γυναίκας μέσω της αποδοχή από άνδρες και γυναίκες ότι το
κάθε φύλο είναι καλύτερο από το άλλα ως προς κάποια διαφορετικά
χαρακτηριστικά (άνδρες δυνατοί, γυναίκες συναισθηματικές).
β) Επαναπροσδιορίζονται οι αξίες που καθορίζουν τα γνωρίσματά της ομάδας,
ώστε να γίνουν πλέον θετικές οι συγκρίσεις που ήταν αρνητικές. Δηλαδή μπορεί
να γίνει απόπειρα αλλαγής της αξίας που προσδίδεται στα ενδο-ομαδικά

20
χαρακτηριστικά (π.χ. μέσα από το σλόγκαν «το μαύρο είναι όμορφο»). Έτσι, αντί
να αποβάλει κάποιος την κρητική προφορά του την διατηρεί και την
υπογραμμίζει ως δείγμα θετικής εθνολογικής διάκρισης.
γ) Μια άλλη στρατηγική είναι η σύγκριση με καινούργιες έξω-ομάδες. Στόχος να
γίνει η σύγκριση προς τα κάτω αντί προς τα πάνω και έτσι συγκρίνουν τους
εαυτούς τους με άλλες ομάδες χαμηλού ή χαμηλότερου status. Για παράδειγμα,
η υποβαθμισμένη ομάδα των Αλβανών μεταναστών τρέφει για τους Τσιγγάνους
πιο αρνητικά συναισθήματα από ό,τι για τους Έλληνες. Για να μειώσει το βάρος
της υποβάθμισης από τους Έλληνες συγκρίνεται με την ακόμα πιο
υποβαθμισμένη ομάδα των Τσιγγάνων.
Όπου η κοινωνική αλλαγή συνδέεται με την αναγνώριση ότι το status quo δεν είναι
νόμιμο και είναι ασταθές, και επομένως επισφαλές, τότε εμφανίζεται άμεσος κοινωνικός
ανταγωνισμός, δηλαδή άμεση διομαδική σύγκρουση (π.χ. πολιτική δράση, συλλογική
διαμαρτυρία, επαναστάσεις). Σ’ αυτήν την περίπτωση αμφισβητείται είτε η νομιμότητα
είτε η σταθερότητα της ανισότητας των ομάδων ως προς το κύρος τους. Το
νομιμοποιημένο κύρος και η εξουσία της κυρίαρχης ομάδας τίθενται υπό αμφισβήτηση
από μια κατώτερη ομάδα και αυτή παίρνει τα μέτρα της για να υπεραμυνθεί της θέσης
της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το φεμινιστικό κίνημα που αμφισβήτησε τις
σχέσεις κυριαρχίας των φύλων.

3.1.3 Βασικές αρχές της θεωρίας της κοινωνικής ταυτότητας

Συμπερασματικά μπορούμε να διατυπώσουμε τις βασικές αρχές στις οποίες στηρίζεται


η θεωρία της κοινωνικής ταυτότητας:
1) Τα άτομα επιδιώκουν να αποκτήσουν ή να διατηρήσουν μια θετική κοινωνική
ταυτότητα, γιατί αυτό τα βοηθά να αποκτήσουν αυτοεκτίμησή.
2) Η κοινωνική ταυτότητα στηρίζεται κυρίως στις συγκρίσεις που γίνονται μεταξύ
της ενδο-ομάδας (δηλαδή της ομάδας στην οποία ανήκει το άτομο) και άλλων
σχετικών εξω-ομάδων, στις οποίες δεν ανήκει το άτομο. Το αποτέλεσμα της
σύγκρισης μεταξύ της ενδο-ομάδας και της εξω-ομάδας καθορίζει κατά πόσον η
κοινωνική ταυτότητα θα είναι θετική (αν το αποτέλεσμα της σύγκρισης είναι
ευνοϊκό για την ενδο-ομάδα), ή αρνητική (αν το αποτέλεσμα της σύγκρισης είναι
δυσμενές για την ενδο-ομάδα).

21
3) Μια διαδικασία που συμβάλει στη διατήρηση ή και την εξύψωση της κοινωνικής
ταυτότητας του ατόμου είναι η ενδο-ομαδική εύνοια, δηλαδή η τάση να ευνοείται
η ενδο-ομάδα έναντι της εξω-ομάδας.
4) Τα μέλη των ομάδων που βιώνουν μια αρνητική κοινωνική ταυτότητα, είτε θα
εγκαταλείψουν την ενδο-ομάδα και θα επιδιώξουν να γίνουν μέλη μιας εξω-
ομάδας που θα τους προσδώσει θετική κοινωνική ταυτότητα, είτε θα επιδιώξουν
με κάποιο τρόπο κάποια θετική διάκριση της ενδο-ομάδας σε σχέση με την εξω-
ομάδα.

ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 4. ΕΘΝΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ

Η εθνική ταυτότητα ανήκει στην κατηγορία των κοινωνικών ταυτοτήτων που


προκύπτουν από την ένταξη των ατόμων σε αμοιβαία αναγνωρίσιμες κοινωνικές
συλλογικότητες. Η εθνική ταυτότητα ως ψυχο-κοινωνική πραγματικότητα, και ως
ατομική αίσθηση και προσδοκίας περί του ανήκειν, μπορεί να είναι φαντασιακή ή/και
πραγματική.
Στις μέρες μας, λίγα άτομα θα αρνούνταν ότι έχουν αίσθηση εθνικής ταυτότητας ή ότι
ανήκουν σε ένα έθνος-κράτος, όποιες και αν είναι οι επιφυλάξεις ή οι αντιρρήσεις τους
αναφορικά με την πολιτική που αυτό ασκεί ή με τις θεσμικές μορφές του. Από πότε,
λοιπόν, κρατάμε την σημερινή μας ταυτότητα; Πότε πρωτοδιαμορφώθηκε; Πότε και
πώς απέκτησε τα επιμέρους χαρακτηριστικά της; Ποιες αντιδράσεις δημιούργησε; Πώς
οδηγηθήκαμε στο να επιλέξουμε να αποδεχθούμε κάποια στοιχεία ως εθνικά
χαρακτηριστικά και να απορρίψουμε άλλα; Εν ολίγοις, ποιες ήταν οι συνθήκες οι οποίες
οδήγησαν ανθρώπους από διαφορετικά εδάφη και διαφορετικών βαθμών
νομιμοφροσύνης να δουν τους εαυτούς τους, αλλά και τους προγόνους και τους
απογόνους τους, ότι μοιράζονται μεταξύ τους ένα αίσθημα και ένα δεσμό ταυτότητας
ως πολίτες ενός έθνους;

4.1 Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ

Η εθνική ταυτότητα αναδύθηκε αρχικά ήδη από τις φυλετικές σχέσεις των νομάδων, οι
οποίες διαμορφώθηκαν μέσω του κυνηγιού και της κοινής προσπάθειας εύρεσης
τροφής, πριν ακόμα αυτοί δεθούν με τα γεωγραφικά όρια μιας συγκεκριμένης
περιοχής. Με την ανάπτυξη της γεωργίας, οι άνθρωποι άρχισαν να εγκαθίστανται

22
μόνιμα σε ένα μέρος, όμως, η εγκατάσταση αυτή δεν είχε ως άμεση απόρροιά της την
ανάπτυξη ενός έθνους-κράτους. Μετά την δημιουργία των πόλεων-κρατών, στο
πλαίσιο των οποίων τα αγροτικά προϊόντα απετέλεσαν μέσο εμπορικής συναλλαγής,
τα εθνικά κράτη άρχισαν να αναδύονται. Μία από τις συνέπειες αυτών των
δραστηριοτήτων ήταν η ανάπτυξη της εκπαίδευσης, η οποία έδωσε ένα ακόμα βήμα
ώθησης στην ανάπτυξη του έθνους-κράτους. Ταυτόχρονα, παρατηρήθηκαν η αρχή
της ταύτισης με μια συγκεκριμένη εδαφική περιοχή, οι στρατιωτικές κατακτήσεις, η
απόκτηση νέων εδαφών και η δημιουργία μεγάλων αυτοκρατοριών ως έθνη-κράτη.
Με την οικοδόμηση των νεωτερικών εθνών-κρατών, η ταυτότητα έγινε υπόθεση του
έθνους-κράτους, το οποίο ανάγεται πλέον σε διαχειριστή και παραγωγό της, μέσω της
διαμόρφωσης συγκεκριμένων κανόνων δημιουργίας και ελέγχου της. Η σύγχρονη
πραγματικότητά της συνδέεται στενά με την Γαλλική Επανάσταση, η οποία οδήγησε μια
σειρά από διανοητές να την αποκαλέσουν ως την μήτρα της εθνικής ταυτότητας.
Ωστόσο, αν και η εθνική ταυτότητα άρχισε να παίρνει μορφή στα χρόνια του ύστερου
Διαφωτισμού, σφυρηλατήθηκε, κυρίως, μέσω των πολέμων που ακολούθησαν την
Γαλλική Επανάσταση, και οδήγησε σε μια πρωτοεμφανιζόμενη, τότε, αντίληψη περί μιας
ομοιογενούς πολιτικής οντότητας και εθνικής συνείδησης των μελών ενός έθνους-
κράτους.
Η αγωνιώδης προσπάθεια του έθνους-κράτους να συστήσει ένα δικό του διακριτό
κράτος, καθώς και μία εξίσου διακριτή εθνική ταυτότητα, είναι μία προσπάθεια, η οποία
καταδεικνύει την καθοριστική σημασία που διαδραμάτισαν οι περιφερειακές τοπικές
ομάδες, η σχέση των οποίων με το κεντρικό έθνος-κράτος δεν είχε ακόμα πλήρως
παγιωθεί, στην προσπάθεια δημιουργίας μιας κοινής εθνικής ταυτότητας, μέσα από τις
κρίσεις ταυτότητας που τα μέλη τους, ως άτομα, αναγκάστηκαν να υποστούν.
Παράλληλα με την διαδικασία αυτή, καθοριστικής σημασίας υπήρξε και η ενασχόληση
των ιστορικών, των αρχαιολόγων, των τοπογράφων και άλλων ειδικών, με την
έκφραση του αισθήματος της εθνικής ταυτότητας. Αποδείξεις αναζητήθηκαν ή
κατασκευάστηκαν σε διαφόρους τομείς, προκειμένου να αποκαλύψουν ή να
«ετοιμάσουν» ένα κοινό ιστορικό παρελθόν για τους κατοίκους τους έθνους-κράτους,
το οποίο να είναι το λαμπρότερο όλων.
Άσχετα από τον ορισμό που προτάσσεται κάθε φορά, οι εθνικές ταυτότητες είναι
συνήθως περίπλοκες και απορρέουν από μία σύνθεση κοινωνικών, οικονομικών,
πολιτικών και πολιτισμικών αφηγήσεων, που συνδέονται στενά με την εδαφική

23
περιφέρεια του έθνους-κράτους. Οι δυσκολίες ορισμού της εθνικής ταυτότητας ως
έννοιας απορρέουν, κυρίως, από τον πολυδιάστατο και δυναμικό χαρακτήρα της.
Ο Smith θεωρεί πως η εθνική ταυτότητα είναι μία συλλογική πολιτισμική ταυτότητα που
συγκροτείται με βάση τα εξής θεμελιώδη χαρακτηριστικά:
α) μια κοινή ιστορική και εδαφική επικράτεια,
β) κοινούς μύθους και ιστορικές μνήμες,
γ) μια κοινή, μαζική δημόσια κουλτούρα,
δ) κοινά νομικά δικαιώματα και καθήκοντα για όλα τα μέλη, και
ε) κοινή οικονομία και ελευθερία μετακίνησης εντός της επικράτειας.
Παράλληλα διαχωρίζει την εθνική ταυτότητα, η οποία συναντάται στα αναπτυγμένα
κράτη και ορίζεται με πολιτικούς όρους, από την εθνοτική ταυτότητα, που απαντάται
στα μη δυτικά κράτη και χαρακτηρίζεται από πολιτιστικά στοιχεία.
Έτσι η εθνική ταυτότητα ορίζεται ως μια ειδική μορφή κοινωνικής ταυτότητας, η οποία
δομείται πάνω σε ένα σταθερό κριτήριο, αφορά την κοινή συμμετοχή μέσα στα πλαίσια
ενός ευρύτερου κοινωνικού σχηματισμού, είναι κοινή μεταξύ πολλών ατόμων, και
αναφέρεται σε έναν κοινά αποδεκτό εκ των προτέρων κώδικα.
Η εθνική ταυτότητα είναι η αντίληψη της διακριτότητας και της μοναδικότητας του δικού
μας έθνους, καθώς και των εαυτών μας ως δικαιωματικά μέλη του έθνους μας. Ως
εθνική ταυτότητα θα μπορούσε, επίσης, συμβατικά να ονομαστεί το σύνολο των
πολιτιστικών γνωρισμάτων και των παραδόσεων ενός λαού, τα οποία είναι προϊόν των
ιδιαίτερων φυσικών προσόντων και ιστορικών συγκυριών μέσα στις οποίες αυτός
έζησε. Τέλος, η εθνική ταυτότητα αναφέρεται στις συνθήκες κοινής ταυτοποίησης, που
μία ομάδα ατόμων έχει αποκτήσει κατά την διαδικασία εσωτερίκευσης των εθνικών
συμβόλων (π.χ. σημαία, εθνικός ύμνος, κλπ.), και η οποία τους επιτρέπει να δρουν ως
μία ψυχολογική ομάδα ή μονάδα σε περιπτώσεις κατά τις οποίες απειλούνται καθ’
οιονδήποτε τρόπο αυτή η κοινή εθνική ταυτότητα ή/και τα κοινά εθνικά σύμβολα.
Η εθνική ταυτότητα έχει πολλές ιδιαιτερότητες σε σχέση με άλλες ταυτότητες. Η
κυριότερη ιδιότητά της είναι ότι δεν είναι εθελοντική: ουσιαστικά προκύπτει μέσα από την
κοινωνικοποίηση, δεν επιλέγεται από τα άτομα, αλλά προσδίδεται σε αυτά. Προκύπτει
από την ταύτισή της με το έθνος στο οποίο γεννιέται και μεγαλώνει κανείς. Τα άτομα δεν
έχουν την δυνατότητα επιλογής οποιασδήποτε εθνικής ταυτότητας, αν θα αποτελέσουν
μέρος ενός οποιουδήποτε έθνους ή όχι. Το έθνος, ως τύπος ομαδικής
κατηγοριοποίησης, δεν επιλέγεται πριν συμμετάσχει κανείς σε αυτό, ούτε μπορεί να βγει
κανείς από αυτό. Δεν έχουν επιλογή αν θα έχουν την συγκεκριμένη εθνική ταυτότητα.

24
Αποκτούν την εθνική ταυτότητα και την υπερασπίζονται σαν να είναι επιλογή τους.
Ακόμη και όταν μεταναστεύουν (προσωρινά ή μόνιμα), η εθνική ταυτότητα τούς
ακολουθεί ως στοιχείο εξωτερικής κατηγοριοποίησης και εσωτερικής διαφοροποίησης.
Άλλωστε η μετανάστευση δεν αποτελεί την επιλογή ενός άλλου έθνους αλλά ενός
άλλου κράτους που συνοδεύεται από συναισθήματα και εκδηλώσεις νοσταλγίας.
Από τα όσα προαναφέρθηκαν, διαφαίνεται ότι η εθνική ταυτότητα, όπως άλλωστε και
κάθε άλλου είδους ταυτότητας, δεν είναι ένα φυσικό χάρισμα, αλλά μια κοινωνική
κατασκευή, αντίληψη που μπορεί να λειτουργήσει ως αντίδοτο στην ιδέα ότι οι
ανθρώπινες διαφορές είναι προκαθορισμένες και αιώνιες.
Ο συμβατικός τους χαρακτήρας ανάγεται στο γεγονός ότι οι εθνικισμοί έρχονται μέσα
από την κοινωνία και την ιστορία και όχι μέσα από την φύση, όπως διατείνονται οι
υπέρμαχοι της εθνικιστικής σκέψης. Το περιεχόμενο, λοιπόν, της εθνικής ταυτότητας
αλλάζει με την πάροδο του χρόνου. Η παραγωγή τους δεν πραγματοποιείται σε ένα
κενό. Διαφορετικοί συσχετισμοί δυνάμεων καθορίζουν κάθε φορά την παραγωγή και
την διαμόρφωσή της. Οι δυνάμεις αυτές απορρέουν από όλες τις διαφορετικές
κοινωνικές ομάδες ή κατηγορίες που συνιστούν μια συγκεκριμένη κοινωνία, και
μεταμορφώνονται σύμφωνα με τις διαφορετικές εννοιολογήσεις της καθημερινής ζωής
σε συγκεκριμένες ιστορικές στιγμές.

Σύνοψη
Στην παρούσα διδακτική ενότητα μάθαμε:
• ότι ο προσδιορισμός της ταυτότητας είναι μία διαδικασία που απασχολεί το άτομο
από την αρχή της ζωής του,
• ότι η ατομική και η συλλογική ταυτότητα είναι έννοιες συνυφασμένες μεταξύ τους,
• ότι η ταυτότητα είναι μία νοητική κατασκευή που διαμορφώνεται διαρκώς σε
αλληλεπίδραση με το περιβάλλον,
• τις βασικές αρχές της Θεωρίας της Συμβολικής Αλληλεπίδρασης, και την
αλληλεπίδραση του Εγώ με το Άλλο,
• την έννοια και τις βασικές αρχές της κοινωνικής ταυτότητας,
• τις δύο βασικές διαστάσεις της ταυτοποιητικής λειτουργίας,
• ότι, κατά την αναζήτηση θετικής κοινωνικής ταυτότητας, οι ομάδες και τα άτομα
μπορούν να υιοθετήσουν μια σειρά από διαφορετικές στρατηγικές,
• την έννοια της εθνικής ταυτότητας, αλλά και ότι η εθνική ταυτότητα είναι μία
κοινωνική κατασκευή.
25
26
ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Προγράμματα Συμπληρωματικής Εκπαίδευσης

Με τη χρήση καινοτόμων μεθόδων εξ αποστάσεως εκπαίδευσης

1904 – ΣΤΕΡΕΟΤΥΠΑ, ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ ΚΑΙ ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ 2. ΣΤΕΡΕΟΤΥΠΑ, ΟΡΙΣΜΟΙ, ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΚΑΙ


ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ

27
28
Εισαγωγικές Παρατηρήσεις
Στην πρώτη υποενότητα αναλύονται η έννοια, η φύση και η λειτουργία των
στερεοτύπων. Επιπλέον, καταγράφονται οι βασικές αρχές που διέπουν την διαδικασία
ερμηνείας της φύσης των στερεοτύπων, ενώ, παράλληλα, παρουσιάζονται οι βασικές
αρχές διαμόρφωσης των στερεοτύπων κατά Spears. Στην δεύτερη υποενότητα
αναλύονται διεξοδικά τα χαρακτηριστικά των στερεοτύπων, καθώς και η λειτουργία
αυτών. Στην τρίτη υποενότητα παρουσιάζονται οι τέσσερις βασικές θεωρητικές
προσεγγίσεις ερμηνείας των στερεοτύπων. Τέλος, στην τέταρτη υποενότητα
καταγράφεται ο ρόλος που διαδραματίζουν τα στερεότυπα στην εκπαιδευτική
διαδικασία, μιας και τα στερεότυπα εντοπίζονται και στα δύο δίκτυα των σχέσεων που
αναπτύσσονται, δηλαδή τόσο στην αλληλεπίδραση εκπαιδευτικών-μαθητών όσο και
των μαθητών μεταξύ τους.

29
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 1. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΣΤΕΡΕΟΤΥΠΟΥ

Οι δι-υποκειμενικές συναντήσεις και οι αλληλεπιδράσεις των ατόμων καθορίζονται από


τις εικόνες για τον Άλλον που κυριαρχούν στο κοινωνικό πλαίσιο. Έτσι, η διαπολιτισμική
επικοινωνία καθορίζεται από τις αναπαραστάσεις που επικρατούν στο ευρύτερο
πλαίσιο τόσο για τον εθνικό και πολιτισμικό εαυτό όσο και για τον άλλον,
αναπαραστάσεις που παίρνουν την μορφή στερεοτύπου.

1.1 Η φύση και η λειτουργία των στερεοτύπων

Η έννοια του στερεοτύπου έχει οριστεί με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους από έναν
σημαντικό αριθμό μελετητών. Τα στερεότυπα είναι εικόνες με γενικό και
υπεραπλουστευτικό χαρακτήρα για μία κοινωνική ομάδα ανθρώπων και σχετίζονται με
την διαδικασία συγκρότησης κοινωνικής ταυτότητας του ατόμου.
Είναι δηλαδή γενικευμένες και συχνά απλουστευμένες εικόνες για μια ομάδα
ανθρώπων, οι οποίες είναι βαθιά ριζωμένες στο πολιτισμικό παρελθόν και παρόν του
κάθε ατόμου.
Ο Lippmann εισήγαγε τον όρο «στερεότυπο» από τον χώρο της τυπογραφίας, και
υποστήριξε ότι αντιλαμβανόμαστε την πραγματικότητα μέσα από εικόνες που είναι
σχηματισμένες ήδη στα κεφάλια μας, εικόνες προκατασκευασμένες, από δεύτερο χέρι,
που διαμεσολαβούν στη σχέση μας με την πραγματικότητα. Ακόμη ισχυρίστηκε ότι τα
στερεότυπα εμποδίζουν το άτομο να αξιολογήσει ορθά την πραγματικότητα, με
αποτέλεσμα να αντιμετωπίζει τις καταστάσεις που προκύπτουν και να οδηγείται στην
λήψη αποφάσεων με λανθασμένα κριτήρια. Ο κλασικός ορισμός του Lippman για τα
στερεότυπα τα θεωρεί ως «ένα σύνολο χαρακτηριστικών από κοινά αποδεκτές
γενικεύσεις σχηματικές και μεροληπτικές, που αποδίδονται στα άτομα μιας ανθρώπινης
ομάδας ή κοινότητας. Είναι αποτέλεσμα μάλλον εμπειρικής παρατήρησης ή
συναισθηματικής φόρτισης, παρά λογικών κρίσεων και προδιαγράφουν αυθαίρετα
την συμπεριφορά όλων των ατόμων που ανήκουν σε αυτή την ομάδα ή την
κοινότητα».
Με άλλα λόγια τα στερεότυπα είναι προκατασκευασμένα σχήματα που
παρεμβάλλονται ανάμεσα στην πραγματικότητα και την αντίληψη που πάμε να
σχηματίσουμε γι’ αυτή την πραγματικότητα, προκαλώντας απλοποιήσεις και
γενικεύσεις που την διαστρεβλώνουν. Αυτή η απλούστευση και ο επιλεκτικός

30
προσανατολισμός των αντιλήψεών μας θα μπορούσαν να καταλήξουν σε λιγότερο ή
περισσότερο σοβαρές αλλοιώσεις σε σχέση με την αντικειμενική πραγματικότητα.

Σχεδιάγραμμα 1. Τα στερεότυπα ως αντιληπτικά φίλτρα

1.1.1 Αρχές ερμηνείας της φύσης των στερεοτύπων

Μπορούμε να προσδιορίσουμε τρεις βασικές αρχές για την ερμηνεία της φύσης των
στερεοτύπων:
α) πρόκειται για βοηθητικά ερμηνευτικά εργαλεία (της πραγματικότητας),
β) για μηχανισμούς «εξοικονόμησης ενέργειας» και, τέλος,
γ) αποτελούν τις κοινές πεποιθήσεις μιας ομάδας, την κοινή γνώση, τις κοινές της
αναπαραστάσεις.
Σύμφωνα με αυτές τις αρχές ο φορέας του στερεοτύπου το χρησιμοποιεί, για να
κατανοήσει την πραγματικότητα. Αυτή η κατανόηση γίνεται με την λιγότερη δυνατή
προσπάθεια, αλλά και με βάση τις παραδοχές και τις νόρμες της κοινωνικής ομάδας
στην οποία ανήκει. Φαίνεται, λοιπόν, ότι βασική αιτία διαμόρφωσης του στερεοτύπου
είναι η ανάγκη οργάνωσης της αντίληψης γύρω από γνωστικές κατηγορίες, με σκοπό

31
την απλοποίηση του κοινωνικού περιβάλλοντος, εξαιτίας της περιορισμένης
δυνατότητας του ανθρώπινου νου να διαχειριστεί την πολλαπλότητα.
Πρόκειται για έναν οικονομικό τρόπο αντίληψης της πραγματικότητας ή αλλιώς για μια
«γνωστική τσιγκουνιά». Αυτό που κάνουν τα στερεότυπα είναι να απλοποιούν το
κοινωνικό περιβάλλον, να συμβάλλουν στη δόμηση μιας περισσότερο
απλουστευμένης εικόνας αυτού του περιβάλλοντος, έτσι ώστε να μπορέσουν τα
υποκείμενα να διαχειριστούν την πολυπλοκότητα. Η ανάγκη του ατόμου να θέσει σε
τάξη τα ερεθίσματα και τις προσλαμβάνουσες και να προχωρήσει σε μια γνωστική
οργάνωση του φυσικού και κοινωνικού περιβάλλοντος ενεργοποιεί μια διαδικασία
κατηγοριοποίησης με την οποία δημιουργεί κατηγορίες, αποδίδει σε αυτές
συγκεκριμένα χαρακτηριστικά συνοδευόμενα με αξιολογικές κρίσεις. Εάν υιοθετήσουμε
μια γνωστική προσέγγιση για την ερμηνεία του στερεοτύπου, θα λέγαμε ότι προκύπτει
ως ανάγκη συγκρότησης ερμηνευτικών σχημάτων, στις διάφορες επικοινωνιακές
περιστάσεις, τα οποία βοηθούν τα υποκείμενα να προχωρούν σε κοινές αναγνώσεις
των δεδομένων που προκύπτουν από το περιβάλλον, έτσι ώστε να τα κατανοήσουν, να
τους προσδώσουν αξία και να σχεδιάσουν την δράση τους.
Η διαχείριση του μη οικείου οδηγεί στην χρήση στερεοτυπικών εικόνων, ως επακόλουθο
της διαδικασίας διαμόρφωσης κοινωνικής ταυτότητας. Τα άτομα κατηγοριοποιούν τον
«άλλον», τον εντάσσουν δηλ. σε κοινωνικές κατηγορίες (κατηγοριακή αντίληψη του
άλλου) και στην βάση αυτής της κατηγοριοποίησης γίνονται συγκεκριμένες
παραδοχές, αποδίδονται ιδιότητες και, τέλος, καθορίζεται η δράση και η συμπεριφορά.
Οι παραδοχές αυτές προκύπτουν από το άλλο βασικό στοιχείο στην διαδικασία
δόμησης της κοινωνικής ταυτότητας, την κοινωνική σύγκριση, μια διαδικασία μέσω της
οποίας οι διάφορες κοινωνικές ταυτίσεις αξιολογούνται ως θετικές μέσα από την
σύγκριση με άλλες κοινωνικές ομάδες με τις οποίες το υποκείμενο δεν ταυτίζεται. Με
αυτό τον τρόπο η υπαγωγή σε μια ομάδα (κοινωνική, εθνική, επαγγελματική κ.λπ.)
αποκτά θετική αξία. Η αξία του να είναι κανείς Έλληνας, άνδρας ή δάσκαλος προκύπτει
μέσα από την σύγκριση με άλλες εθνικές, έμφυλες ή επαγγελματικές ομάδες. Αυτό
σημαίνει ότι η κοινωνική ταυτότητα συγκροτείται μέσα από μια διαδικασία αναγκαστικής
υποτίμησης των άλλων ομάδων και υπερτίμησης της οικείας ομάδας, μια διαδικασία η
οποία έχει ως απώτερο στόχο την επίτευξη θετικής αυτοεκτίμησης.

32
Σχεδιάγραμμα 2. Η κατηγοριακή αντίληψη του άλλου

Τα στερεότυπα προϋποθέτουν την κατηγοριακή αντίληψη του άλλου, δηλαδή την


ταξινόμησή του σε κάποιες από τις γνωστές κατηγορίες. Οι διαχωριστικές γραμμές
(χρώμα, καταγωγή, γλώσσα, θρησκεία, επάγγελμα, ανατομία) είναι τα όρια ανάμεσα
στις κατηγορίες αυτές. Για κάποιες από τις διαχωριστικές γραμμές το υλικό είναι
παμπάλαιο, έρχεται από τα βάθη των αιώνων και μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά, από
πολιτισμό σε πολιτισμό. Π.χ. οι διαχωρισμοί ανάμεσα σε ομοεθνείς και αλλοεθνείς, σε
ομόγλωσσους και αλλόγλωσσους, σε κοινωνικά ανώτερους και κοινωνικά
κατώτερους είναι διαχωρισμοί ενεργοί και σήμερα, όπως και πριν από 2.500 χρόνια. Με
την πάροδο του χρόνου, ορισμένες διαχωριστικές γραμμές αχρηστεύονται ή
δημιουργούνται καινούριες. Έτσι, λ.χ., η διάκριση δούλος / ελεύθερος είναι στις μέρες
μας ανενεργή.

1.2 Βασικές αρχές διαμόρφωσης των στερεοτύπων κατά Spears

Ο Spears, έχοντας κατά νου την διαμόρφωση της κοινωνικής ταυτότητας, διατυπώνει
τέσσερις βασικές αρχές που διέπουν την διαμόρφωση των στερεοτύπων:

33
¾Η αρχή της νοηματοδότησης, σύμφωνα με την οποία τα στερεότυπα
διαμορφώνονται με την χρήση της υπάρχουσας συσσωρευμένης γνώσης, για να
γίνει κατανοητό το κοινωνικό περιβάλλον.
¾ Η αρχή της διάκρισης, η οποία υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τα
στερεότυπα, ώστε να διαχωρίσουν τις κοινωνικές ομάδες μεταξύ τους.
¾ Η αρχή της αυτοβελτίωσης, η οποία αναφέρεται στον διαχωρισμό των κοινωνικών
ομάδων βάσει του οποίου οι άνθρωποι ενδέχεται να θελήσουν να παρουσιάσουν
την ομάδα τους με έναν καλύτερο τρόπο.
¾ Η αρχή της πραγματικότητας, σύμφωνα με την οποία τα στερεότυπα αφορούν τις
κοινωνικές ομάδες και, κατά συνέπεια, η διαμόρφωσή τους θα επηρεάζεται και θα
περιορίζεται από άλλες διαδικασίες που συμβαίνουν στον κοινωνικό κόσμο.
Βασικό χαρακτηριστικό της στερεοτυπικής σκέψης αποτελεί το γεγονός ότι η απόδοση
στον άλλον της ιδιότητας του μέλους μιας ομάδας συνοδεύεται από μια αυτόματη
απόδοση συγκεκριμένων χαρακτηριστικών. Η απόδοση αυτών των χαρακτηριστικών
οδηγεί στην παραγνώριση ατομικών διαφορών μεταξύ των μελών. Ένα συγκεκριμένο
μέλος μιας ομάδας θεωρείται ουσιαστικά όμοιο με τα άλλα και ως τέτοιο
αντιμετωπίζεται από τα μη μέλη της ομάδας. Παράλληλα, η ομάδα ως σύνολο
αντιμετωπίζεται με μια ενιαία ματιά που τείνει να προσλαμβάνει την ομάδα ως ένα
ομογενοποιημένο σύνολο ατόμων, όπου οι διαφορές, αν υπάρχουν – και συνήθως
υπάρχουν- τείνουν να παραβλέπονται. Επομένως, τα στερεότυπα αποτελούν μια
γενίκευση, τόσο ως προς την έκταση, αφού αποδίδουν τα ίδια γνωρίσματα σ’ όλα τα
αντικείμενα ή τις καταστάσεις στα οποία αναφέρονται, όσο και ως προς το
περιεχόμενο, αφού το συνθέτουν επιθετικοί προσδιορισμοί που χρησιμοποιούνται σαν
επεξηγηματικά στοιχεία. Ακόμη, τα στερεότυπα έχουν διάχυτο το χαρακτηριστικό της
υπερβολής, της μη ρεαλιστικής απόδοσης των χαρακτηριστικών των ατόμων.
Επιπλέον, είναι ανθεκτικά στην αλλαγή, γεγονός που υπογραμμίζει την ανάγκη μιας
συστηματικής προσπάθειας αποδόμησής τους.

34
Σχεδιάγραμμα 3. Στερεότυπα για τις εθνικές ομάδες

Το στερεότυπο ως αυθαίρετη και a priori γενίκευση, ερήμην ή και σε πείσμα εμπειρικών


δεδομένων, εστιάζεται πάνω σε κάποιο χαρακτηριστικό, το οποίο διαχωρίζει μια
κοινωνική κατηγορία από άλλες ομοειδείς. Τα στερεότυπα δομούνται πάνω στην έννοια
του στίγματος της διαφοράς. Το ευρύτερο πλαίσιο έχει επινοήσει συγκεκριμένες
κατηγορίες, κατατάσσοντας τα άτομα σε αυτές, προσδιορίζοντας μάλιστα τα
χαρακτηριστικά τους και, κυρίως, το εύρος των γνωρισμάτων που συγκροτούν και
ορίζουν το «κανονικό». Κάθε παρέκκλιση από τα κυρίαρχα κανονιστικά πρότυπα
πυροδοτεί αλλαγή των όρων συνάντησης και αλληλεπίδρασης με ιδιαίτερες συνέπειες
για αυτόν που φέρει το στίγμα της διαφορετικότητας.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό των στερεοτύπων είναι ότι αλλάζουν με αργό ρυθμό και
έπειτα από γενικότερες κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές ανακατατάξεις. Ακόμη,
δημιουργούνται σε μικρές ηλικίες, καθώς τα παιδιά έχουν αποκτήσει στερεότυπα για
ομάδες ανθρώπων πριν έρθουν σε επαφή μ’ αυτές. Επιπλέον, ενδυναμώνονται και
έχουν μεγαλύτερη ισχύ σε περιπτώσεις όπου υπάρχει αντιπαλότητα μεταξύ των
συγκεκριμένων ομάδων. Σ’ αυτή την περίπτωση είναι πολύ δύσκολο να αμβλυνθούν.
Ένα ερώτημα που τίθεται είναι μήπως όμως τα στερεότυπα δεν έχουν έναν «κόκκο
αλήθειας»; Τα στερεότυπα μπορεί μεν να περιγράφουν κάποια χαρακτηριστικά, δεν
35
είναι όμως καθόλου εύκολο να διαψευσθούν ή να επικυρωθούν με επιστημονικές
αποδείξεις και να αποκτήσουν ερμηνευτική ισχύ. Μπορεί πράγματι τα παιδιά των
αγροτών να έχουν χαμηλότερες επιδόσεις στο σχολείο, αλλά αυτή η πληροφορία δεν
μάς δίνει καμία απολύτως ένδειξη των αιτιών του φαινομένου και δεν υπάρχει το
παραμικρό στοιχείο το οποίο επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι αυτά τα παιδιά έχουν
μικρότερες ικανότητες. Άρα, μπορεί τα στερεότυπα να έχουν ψυχολογική και κοινωνική
εγκυρότητα, χωρίς να είναι δυνατό να τα αντιστοιχίσουμε με μια «αντικειμενική
πραγματικότητα».

ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 2. ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ


ΣΤΕΡΕΟΤΥΠΩΝ

Τα βασικά χαρακτηριστικά των στερεοτύπων είναι τα εξής:


¾ Ομοιομορφία: τα στερεότυπα δεν υπάρχουν ως τέτοια, παρά μόνο όταν είναι
ευρύτατα διαδεδομένα στο εσωτερικό μιας ομάδας ή ενός πληθυσμού.
Απλούστευση: οι εικόνες και οι χαρακτηρισμοί που φέρνουν εξ ορισμού στο νου τα
γλωσσικά στερεότυπα είναι αρκετά φτωχοί και εκφράζονται γενικά με τη μορφή
επιθέτων που συνδέονται με μια λέξη-ερέθισμα (π.χ. στα εθνικά στερεότυπα: ο
φλεγματικός Άγγλος, ο φιλόφρων Γάλλος κ.λπ.). Παρουσιάζονται μάλιστα ως
εμπειρικές βεβαιότητες, ως τεκμηριωμένες διαπιστώσεις για τα χαρακτηριστικά του
άλλου.
¾ Ισχύς: ο βαθμός συμφωνίας του υποκειμένου με το στερεότυπο μπορεί να ποικίλλει,
ανάλογα κυρίως με τα άτομα, από την επιφανειακή, λεκτική, συμφωνία, ως τη βαθιά
ένταξη που ενσωματώνει το στερεότυπο στο σύστημα αξιών και συμπεριφοράς του
υποκειμένου.
¾ Συναισθηματικός τόνος: δηλαδή ο χαρακτήρας του στερεοτύπου που δεν είναι ποτέ
ούτε «ουδέτερο» ούτε αμιγώς περιγραφικό και, βέβαια, συνδέεται με το σύστημα
αναφοράς του υποκειμένου.
¾ Περιεχόμενο: αφορά συνοπτικά χαρακτηριστικά και κάθε είδους δείκτες, που
σχετίζονται με τον τομέα του παρουσιαστικού (ωραίος, δυνατός), της ηθικής
(ύπουλος, σκληρός), ή και με τους δύο ταυτόχρονα (χονδροειδής, ζωντανός), που
πάντα όμως εντοπίζονται και αποδίδονται ως διακριτά χαρακτηριστικά γνωρίσματα
που επιτρέπουν την αναγνώριση και τον χαρακτηρισμό του φορέα τους.

36
2.1 Η λειτουργία των στερεοτύπων

Ο Tajfel υποστήριξε ότι τα στερεότυπα επιτελούν τέσσερις λειτουργίες:


1
¾ Βοηθούν τους ανθρώπους να κατανοήσουν και να προσαρμοστούν στο κοινωνικό
περιβάλλον.
2¾ Βοηθούν τους ανθρώπους να υπερασπιστούν και να διαφυλάξουν τις ατομικές
αξίες τους.
3¾ Δημιουργούν και διατηρούν τις ιδεολογίες ομάδας, οι οποίες χρησιμοποιούνται για
την εξήγηση και την δικαιολόγηση συγκεκριμένων πράξεων.
4¾ Δημιουργούν και διατηρούν θετικά αξιολογούμενες διαφορές.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, το στερεότυπο απέναντι στον μετανάστη ή το μέλος μιας
μειονοτικής ομάδας δεν αποτελεί την προσπάθεια μιας ακριβούς περιγραφής, αλλά μια
προσπάθεια εκπλήρωσης των στόχων της ομάδας, σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό
πλαίσιο, ώστε να καθοδηγηθούν οι αλληλεπιδράσεις με αυτά τα άτομα.
Η διαμόρφωση συγκεκριμένων στερεοτύπων σχετικά με διάφορες εθνοτικές ομάδες
δικαιολογεί τις σχέσεις μεταξύ των πολιτισμικών ομάδων και την κοινωνική τους θέση
στην πολυπολιτισμική κοινωνία. Έτσι, για παράδειγμα, το στερεότυπο ότι οι μετανάστες
είναι «παράσιτα» δικαιολογεί την πεποίθηση κάποιων μελών της κοινωνίας υποδοχής
ότι οι μετανάστες δεν θα πρέπει να επωφελούνται από τις παροχές του κράτους
προνοίας.
Πέρα από την απλουστευτική προσέγγιση πως τα στερεότυπα δεν είναι τίποτα
παραπάνω από την αναπαράσταση μιας πραγματικότητας, χαρακτηριστικών που
εμφανίζονται και συμπεριφορών που παρουσιάζονται σε ένα πλαίσιο, μεταφέρουν
δηλαδή μια πραγματικότητα ίσως λίγο διογκωμένη, πρέπει να καταλάβουμε πως στα
στερεότυπα μπορούμε να «διαβάσουμε» τις συγκρούσεις που συμβαίνουν και τις
ισορροπίες που δημιουργούνται σε μια κοινωνία μια δεδομένη στιγμή και την θέση που
παίρνουμε απέναντι σε αυτές.
Αυτό που πρέπει να τονιστεί είναι ότι τα στερεότυπα έχουν μια ξεκάθαρη ιδεολογική και
πολιτική λειτουργία, γεγονός που σημαίνει ότι δεν παραμένουν απλώς εικόνες για τον
άλλον ή την κοινωνική πραγματικότητα, δηλαδή απλά γνωστικά σχήματα, αλλά
αξιοποιούνται στην διαμόρφωση ιεραρχήσεων στις διομαδικές σχέσεις με σοβαρές
συνέπειες τόσο για τις ομάδες όσο και για τα υποκείμενα που τις αποτελούν. Επομένως,
δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία, εάν το στερεότυπο έχει έναν πυρήνα «αλήθειας», όσο το
γεγονός ότι οι συνέπειές του είναι πολύ πραγματικές. Διαμορφώνει μια συγκεκριμένη
εικόνα για την κοινωνική ομάδα στην οποία αναφέρεται, μια εικόνα που επιβάλλεται με
37
υπόρρητο, αλλά σαφή και συγκεκριμένο τρόπο. Mία από τις βασικές λειτουργίες των
στερεοτύπων είναι η διατήρηση της ιδεολογίας της ομάδας, η οποία στην συνέχεια 5
χρησιμοποιείται, για να ερμηνεύσει, αλλά και να νομιμοποιήσει συγκεκριμένες
συμπεριφορές. Αυτό σημαίνει ότι τα στερεότυπα υπερβαίνουν την απλή περιγραφή του
κοινωνικού κόσμου, αφού καθορίζουν την ποιότητα των διομαδικών σχέσεων και
νομιμοποιούν πρακτικές αποκλεισμού ή σχέσεων εξουσίας στην κοινωνία. Έτσι, η
ιδεολογική λειτουργία των στερεοτύπων έγκειται στο γεγονός ότι επαληθεύουν,
επιβεβαιώνουν και νομιμοποιούν τις σχέσεις εξουσίας που επικρατούν στην κοινωνία.
Φαίνεται λοιπόν ότι τα στερεότυπα δεν υπάρχουν απλώς στο κεφάλι μας.
Κατασκευάζονται από εμάς στους ίδιους συνεχώς μέσα στην κοινωνία, με την
κοινωνική μας συμπεριφορά και στη συνέχεια αυτονομούνται και αποκτούν τέτοια
δύναμη που χρησιμεύουν για την ερμηνεία της πραγματικότητας.
Όσα αναφέρθηκαν ήδη, ερμηνεύουν το γεγονός γιατί το στερεότυπο δεν έχει έναν
πάγιο χαρακτήρα. Αλλάζει και μεταβάλλεται με βάση εξω- αντιληπτικές παραμέτρους,
δηλαδή με βάση τις ανάγκες που καλείται να καλύψει. Στην πραγματικότητα αυτό που
κάνει είναι να αντικειμενικοποιεί τις κοινωνικές σχέσεις, οδηγώντας στην
«εμπραγμάτωση» των κοινωνικών κατηγοριών και την φυσικοποίηση των διαφορών
τους. Με αυτό τον τρόπο οι κοινωνικές σχέσεις δεν αμφισβητούνται, ενώ οι διαφορές
μεταξύ των κατηγοριών θεωρούνται φυσικές και αμετάβλητες.

Κείμενο 1. Ερευνητικό πείραμα

Αξίζει να αναφερθώ σε ένα ερευνητικό πείραμα το οποίο δείχνει πώς διαπλέκονται με


την κοινωνική πραγματικότητα οι γνωστικές διεργασίες κατά τη λειτουργία των
στερεοτύπων. Το πείραμα συνίσταται στην προβολή ενός βίντεο που δείχνει δύο άντρες
να μιλάνε και τον ένα να σπρώχνει τον άλλο, σε διαφορετικές εκδοχές. Στη μία ένας
λευκός σπρώχνει ένα μαύρο, στην άλλη ένας μαύρος σπρώχνει ένα λευκό, ενώ μετά
την προβολή τα υποκείμενα του πειράματος καλούνται να ερμηνεύσουν και να
σχολιάσουν τις σκηνές που είδαν. Τα άτομα ερμήνευσαν τις σκηνές του βίντεο πολύ
διαφορετικά, ανάλογα με τα φυλετικά τους στερεότυπα. Αντιλήφτηκαν τον μαύρο σαν
πρόσωπο επιθετικό, ενώ σχολίασαν τον λευκό σαν άνθρωπο που έκανε ένα αστειάκι,
δείχνοντας ότι δίνουμε τελείως διαφορετικές ερμηνείες στην ίδια «πραγματικότητα»,
ανάλογα με τις στερεότυπες απόψεις οι οποίες μας διακατέχουν.
Πηγή: Δραγώνα, Θ. (2007). Στερεότυπα και προκαταλήψεις. Κλειδιά και Αντικλείδια, Αθήνα:
ΥΠΕΠΘ /Πανεπιστήμιο Αθηνών, σ. 20

38
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 3. ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ ΤΩΝ
ΣΤΕΡΕΟΤΥΠΩΝ

Τα στερεότυπα δημιουργούνται και, κυρίως, αναπαράγονται με όλους τους


συνηθισμένους κοινωνικό-πολιτισμικούς τρόπους, μέσω της κοινωνικοποίησης που
συντελείται στην οικογένεια και το σχολείο, μέσα από την επανειλημμένη έκθεση του
ατόμου σε αυτά, στην καθημερινή επικοινωνία και αλληλεπίδραση στο πλαίσιο του
μικρό-κοινωνικού συστήματος στα οποίο το κάθε άτομο κινείται στις διάφορες
περιόδους της ζωής του. Αυτό που πρέπει να τονίσουμε είναι ότι τα στερεότυπα,
συνήθως, δεν προκαλούνται από κάποια συγκεκριμένη συμπεριφορά των μελών της
ομάδας στην οποία αναφέρονται. Είναι, περισσότερο, η πρόθεση των μελών των
άλλων κοινωνικών ομάδων να δημιουργεί συγκεκριμένες εικόνες, για να μπορέσει με
αυτόν τον τρόπο να ορίσει και να χειραγωγήσει την κοινωνική πραγματικότητα προς
ίδιον όφελος.
Έχουν αναπτυχθεί διαφορετικές θεωρητικές προσεγγίσεις ερμηνείας των στερεοτύπων.
Η έμφαση δίνεται άλλοτε στο ενδοατομικό και άλλοτε στο διομαδικό επίπεδο.
Οι σημαντικότερες από αυτές είναι:

3.1 H ψυχοδυναμική προσέγγιση

Στην περίπτωση της ψυχοδυναμικής προσέγγισης, η έμφαση δίνεται στους ατομικούς


παράγοντες, θεωρώντας ότι τα στερεότυπα αποτελούν έναν αμυντικό μηχανισμό του
ατόμου για την επίλυση μιας ενδοατομικής σύγκρουσης. Σύμφωνα με την
ψυχοδυναμική προσέγγιση, η δημιουργία στερεοτύπων οφείλεται στην ενεργοποίηση
μηχανισμών άμυνας του ατόμου. Το άτομο ενεργοποιεί αυτούς τους μηχανισμούς,
προκειμένου να επιλύσει μία ενδοατομική σύγκρουση. Οι μηχανισμοί που χρησιμοποιεί
το άτομο είναι η μετατόπιση και η προβολή.
Η ψυχοδυναμική προσέγγιση περιλαμβάνει δύο σημαντικές ψυχοδυναμικές θεωρίες, την
θεωρία του «αποδιοπομπαίου τράγου» και την θεωρία της «αυταρχικής
προσωπικότητας». Σύμφωνα με την θεωρία του «αποδιοπομπαίου τράγου», τα
στερεότυπα μίας ομάδας ή ενός ατόμου απέναντι σε μία άλλη ομάδα ή απέναντι σε ένα
άλλο άτομο είναι αποτέλεσμα της επιθετικότητας, η οποία δεν μπορεί να εκδηλωθεί
προς κάποια ισχυρότερη ομάδα ή ισχυρότερο άτομο και μετατίθεται προς μία
ανίσχυρη κοινωνική ομάδα ή ανίσχυρο άτομο, η οποία / το οποίο λειτουργεί ως

39
αποδιοπομπαίος τράγος. Ενώ σύμφωνα με την θεωρία της «αυταρχικής
προσωπικότητας», τα στερεότυπα είναι αποτέλεσμα του αυστηρού γονεϊκού ελέγχου,
και της αυστηρής και καταπιεστικής διαπαιδαγώγησης των παιδιών στην παιδική ηλικία
Η στερεοτυπική σκέψη χρησιμοποιείται στη δημιουργία των προκαταλήψεων από την
κυρίαρχη ομάδα. Η σκέψη αυτή στηρίζεται σε πάγιες και ανελαστικές κατηγορίες και
συχνά συνδέεται με τον ψυχολογικό μηχανισμό της μετατόπισης. Στην μετατόπιση τα
συναισθήματα της εχθρότητας ή του θυμού ενός ατόμου κατευθύνονται ενάντια σε
αντικείμενα και άτομα, τα οποία δεν φέρουν ευθύνες, δεν είναι αυτά που τα προξενούν.
Εκδηλώνεται με τον τρόπο αυτό ο ανταγωνισμός του ατόμου ή της ομάδας ενάντια σε
«αποδιοπομπαίους τράγους», σε ανθρώπους δηλαδή που κατηγορούνται, ενώ δεν
ευθύνονται. Η ψυχολογική προσέγγιση της μετατόπισης ερμηνεύει και δικαιολογεί εν
μέρει την ύπαρξη της στερεοτυπικής σκέψης του ατόμου. Η εξωτερίκευση της
εχθρότητας και του μίσους απέναντι σε «αποδιοπομπαίους τράγους» ή, αλλιώς, σε
εξιλαστήρια θύματα ενισχύει την ύπαρξη και διατήρηση της στερεοτυπικής σκέψης.
Συνεπώς, το άτομο, επειδή δεν είναι σε θέση να απευθυνθεί στην κύρια πηγή, συνήθως
δηλαδή σε ένα ισχυρό άτομο ή ομάδα, μεταθέτει την ευθύνη έναντι μιας ανίσχυρης
συνήθως μειονοτικής ομάδας. Η μετατόπιση κατευθύνεται σχεδόν πάντα σε μειονοτικές
ομάδες που διακρίνονται την συγκεκριμένη χρονική περίοδο και αποδίδονται σε αυτές
αρνητικές συμπεριφορές.
Ο ψυχολογικός μηχανισμός της προβολής αφορά την ασύνειδη απόδοση στους
άλλους των δικών μας επιθυμιών ή χαρακτηριστικών. Πρόκειται επομένως για μία
ψυχική διαδικασία κατά την οποία το άτομο μεταθέτει στους άλλους στοιχεία, ιδιότητες
και συμπεριφορές δικές του, προκειμένου να αποποιηθεί δικές του ευθύνες και ενοχές.
Η ψυχοδυναμική προσέγγιση υπερτονίζει την ατομική δράση του ατόμου. Αποδίδει τη
δημιουργία των στερεοτύπων στην ενεργοποίηση ψυχολογικών μηχανισμών άμυνας,
όπως αυτοί της μετατόπισης και της προβολής, ως βασικό τρόπο επίλυσης
προσωπικών προβλημάτων. Έτσι όμως παραγνωρίζονται παράγοντες, όπως το
περιβάλλον και η οικογένεια, οι οποίοι σαφώς επηρεάζουν τον τρόπο σκέψης και
δράσης του κάθε ατόμου.

3.2 Η κοινωνικό-πολιτισμική προσέγγιση

Οι κοινωνικοπολιτισμικές προσεγγίσεις δίνουν έμφαση στο κοινωνικό πλαίσιο και


συγκεκριμένα στις διαδικασίες της κοινωνικής μάθησης και της κοινωνικής ενίσχυσης. Η
κοινωνικοπολιτισμική προσέγγιση αναλύει τις κοινωνικοπολιτισμικές αιτίες των
40
στερεοτύπων και υποστηρίζει ότι τα στερεότυπα είναι αποτέλεσμα της παρατήρησης ή
της κοινωνικοποίησης των ατόμων.
Δύο σημαντικές θεωρίες της κοινωνικοπολιτισμικής προσέγγισης είναι η θεωρία της
«κοινωνικής μάθησης» και η θεωρία της «σύγκρουσης». Σύμφωνα με την θεωρία της
«κοινωνικής μάθησης», τα στερεότυπα αποκτώνται και διαμορφώνονται μέσω της
παρατήρησης της συμπεριφοράς που εκδηλώνουν τα μέλη των ομάδων και μέσω των
κοινωνικών ρόλων που επιτελούν τα μέλη των ομάδων.
Η συμπεριφορά των παιδιών διαμορφώνεται από την συμπεριφορά των άλλων,
ιδιαίτερα των γονέων, οι οποίοι αποτελούν πρότυπα μίμησης για τα παιδιά. Οι γονείς
και άλλα σημαντικά πρόσωπα του οικογενειακού περιβάλλοντος αμείβουν την
κατάλληλη και αρμόζουσα προς το φύλο συμπεριφορά των παιδιών και
αποδοκιμάζουν την ακατάλληλη συμπεριφορά τους. Αλλά και τα ίδια τα παιδιά,
παρατηρούν την συμπεριφορά των άλλων, ιδιαίτερα των ατόμων του ίδιου φύλου και
την μιμούνται.
Σύμφωνα με την θεωρία της «σύγκρουσης», τα στερεότυπα είναι αποτέλεσμα
σύγκρουσης συμφερόντων ανάμεσα σε ομάδες. Οι συγκρούσεις αυτές μπορεί να είναι
τόσο υπαρκτές, όσο και συγκρούσεις που θεωρούνται υπαρκτές, χωρίς όμως
πραγματικά να είναι.

3.3 Η Γνωστική προσέγγιση

Η Γνωστική προσέγγιση υποστηρίζει ότι τα στερεότυπα είναι αποτέλεσμα μίας


διαδικασίας κατηγοριοποίησης και περιγράφουν την τάση των ανθρώπων να
απλοποιούν τα πράγματα του πολύπλοκου κοινωνικού περιβάλλοντος, για να
μπορούν εύκολα να τα αντιμετωπίσουν και να ανταποκριθούν στις διάφορες
υποχρεώσεις του σύγχρονου κόσμου. Επίσης υποστηρίζει ότι τα στερεότυπα οδηγούν
σε προκαταλήψεις, οι οποίες οφείλονται σε κατηγορίες, όπως το φύλο, η φυλή, ή
ακόμη και σε ορισμένα χαρακτηριστικά, όπως π.χ η συναισθηματικότητα.

3.4 Η θεωρία της ρεαλιστικής σύγκρουσης

Κατά την δεκαετία του 1960 αναπτύχθηκε, για την ερμηνεία της δημιουργίας των
στερεοτύπων, η θεωρία της ρεαλιστικής σύγκρουσης, σύμφωνα με την οποία τα
στερεότυπα και οι προκαταλήψεις είναι το αποτέλεσμα της σύγκρουσης των
συμφερόντων μεταξύ των ομάδων. Τα πειράματα του Sherif απέδειξαν ότι η

41
αντικειμενική σχέση ανάμεσα σε δύο ομάδες (ανταγωνισμός για ανεπαρκείς πόρους ή
συνεργασία για την επίτευξη κοινών στόχων) είναι αυτή που προκαλεί τις ψυχολογικές
υποκειμενικές καταστάσεις που χαρακτηρίζουν τις διομαδικές σχέσεις. Στον χώρο της
κοινωνικής ψυχολογίας είναι γνωστά τα πειράματα των θερινών κατασκηνώσεων του
Sherif. Στα πειράματα αυτά έλαβαν μέρος 20-25 αγόρια ηλικίας 10-12 ετών. Η ομάδα
αυτή των 20-25 αγοριών ήταν ομοιογενής ως προς κάποια βασικά κοινωνικά, φυσικά
και ψυχολογικά χαρακτηριστικά. Όταν έφτασαν στην κατασκήνωση, χωρίστηκαν σε
δύο ομάδες, αγνοώντας η μία ομάδα την ύπαρξη της άλλης. Οι ομάδες αυτές δεν
έρχονταν σε επαφή μεταξύ τους και κάθε ομάδα είχε τις δικές της δραστηριότητες. Στην
επόμενη φάση του πειράματος, οι ερευνητές διοργάνωσαν αθλητικούς αγώνες μεταξύ
των δύο ομάδων και η νικήτρια ομάδα θα έπαιρνε κάποιο έπαθλο. Σε αυτές τις
συνθήκες ρεαλιστικής σύγκρουσης, η συμπεριφορά των παικτών της κάθε ομάδας
απέναντι στα μέλη της άλλης ομάδας ήταν εχθρική και επιθετική. Τα μέλη κάθε ομάδας
προκαλούσαν και μείωναν τα μέλη της άλλης ομάδας κάθε φορά που βρίσκονταν σε
επαφή. Η σύγκρουση γενικεύτηκε δηλαδή και σε άλλες δραστηριότητες πέρα από τους
αθλητικούς αγώνες. Στην τελευταία φάση του πειράματος, οι δύο ομάδες κλήθηκαν να
ενώσουν τις δυνάμεις τους, προκειμένου να επιτευχθεί ένας κοινός στόχος. Οι δύο
ομάδες όφειλαν να συνεργαστούν, για να κατορθώσουν, για παράδειγμα, την
μετακίνηση ενός αυτοκινήτου ή για να έχουν νερό. Στην περίπτωση αυτή, οι ερευνητές
παρατήρησαν ότι δημιουργήθηκε ένας συνασπισμός των δύο αυτών ομάδων, με
αποτέλεσμα την μείωση της προκατάληψης και των συγκρούσεων.

42
Το πείραμα της κατασκήνωσης:

Το πείραμα της κατασκήνωσης - Υπερκείμενοι στόχοι:

Τα πειράματα αυτά κατέδειξαν ότι, όταν διαμορφώνονται συνθήκες διομαδικού


ανταγωνισμού, τότε εκδηλώνονται έντονη διομαδική αφοσίωση και αλληλεγγύη και
ανοιχτή εχθρότητα προς τα μέλη της άλλης ομάδας. Από την άλλη πλευρά, όταν τίθεται
43
ένα σύνολο από υπερκείμενους στόχους, δηλαδή μια συνθήκη διομαδικής
συνεργασίας, τότε η διομαδική εχθρότητα μειώνεται, ενώ οι ανταγωνιστικές και
αρνητικά αλληλοεξαρτώμενες σχέσεις των ομάδων μετασχηματίζονται σε συνεργατικές
και θετικές.
Με άλλα λόγια, η σύγκρουση προκύπτει εξαιτίας των ασυμβίβαστων στόχων που
θέτουν οι ομάδες για την διεκδίκηση περιορισμένων πόρων. Η συγκεκριμένη θεωρητική
προσέγγιση, παρά το γεγονός ότι δεν λαμβάνει υπόψη τόσο τον παράγοντα της
υποκειμενικής πρόσληψης ούτε τις πολιτισμικές επιρροές, αποτελεί μια σοβαρή
ερμηνευτική πρόταση για τα στερεότυπα.
Βέβαια, η θεωρία της ρεαλιστικής σύγκρουσης, αποδίδοντας την δημιουργία των
στερεοτύπων στην σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ δύο ομάδων, όταν οι ομάδες
αυτές έχουν θέσει ασυμβίβαστους μεταξύ τους στόχους και ανταγωνίζονται για
ανεπαρκείς και περιορισμένους πόρους, αδυνατεί να λάβει υπόψη της ατομικούς και
ψυχολογικούς παράγοντες, οι οποίοι ενδεχομένως να παίζουν ρόλο στην δημιουργία
στερεοτύπων. Με βάση την θεωρία αυτή, τα άτομα λειτουργούν ανεξάρτητα από τα
κοινωνικά και πολιτισμικά ερεθίσματα που έχουν δεχτεί κατά την διάρκεια της ζωής
τους. Ούτε παίζει ρόλο ο τρόπος επεξεργασίας των πληροφοριών από το κάθε άτομο
χωριστά. Θεωρεί δηλαδή ότι το άτομο ενεργεί μεμονωμένα ανάλογα με τις εκάστοτε
συνθήκες, προκειμένου να πετύχει το στόχο του.

ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 4. ΣΤΕΡΕΟΤΥΠΑ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον στην εκπαιδευτική διαδικασία, θα λέγαμε ότι τα


στερεότυπα εντοπίζονται και στα δύο δίκτυα των σχέσεων που αναπτύσσονται, δηλαδή
και στην αλληλεπίδραση εκπαιδευτικών-μαθητών και των μαθητών μεταξύ τους. Οι
εκπαιδευτικοί είναι φορείς και αυτοί στερεοτυπικών σχημάτων, τα οποία ασυνείδητα
παρεμβαίνουν στις αποδόσεις αιτιότητας στις οποίες προβαίνουν, με αρνητικές
συνέπειες για την γνωστική και συναισθηματική ανάπτυξη των παιδιών. Αυτό που
συμβαίνει στο σχολείο είναι αποτέλεσμα του διεισδυτικού χαρακτήρα των στερεοτύπων
και της δυνατότητας που έχουν να επηρεάζουν τα συναισθήματα και ενδεχομένως και
την συμπεριφορά. Η ανάγκη των εκπαιδευτικών να ερμηνεύσουν γρήγορα και άμεσα
την συμπεριφορά των μαθητών τους οδηγεί στη χρήση αυτών των κοινωνικών
κατασκευών, έτσι ώστε το επικοινωνιακό πεδίο να καταστεί σταθερό και προβλέψιμο.
Επομένως, ο εκπαιδευτικός εισέρχεται στην επικοινωνιακή διαδικασία έχοντας

44
προκατασκευασμένες παραδοχές για τους μαθητές του και τις ικανότητές τους. Αυτές
οι παραδοχές είναι μέρος μιας προσωπικής θεωρίας, ενός συνόλου αντιλήψεων και
πεποιθήσεων που ο ίδιος έχει διαμορφώσει σχετικά με ένα πρόσωπο ή μια μορφή
συμπεριφοράς με βασικό της χαρακτηριστικό τον λανθάνοντα, ασυνείδητο αλλά και,
συχνά, αντιφατικό χαρακτήρα, που όμως επηρεάζει την κρίση και τις αντιδράσεις των
υποκειμένων. Και, βέβαια, οι αιτιακές αποδόσεις ενός σημαντικού άλλου, όπως είναι ο
εκπαιδευτικός, μεταφέρονται, άμεσα ή έμμεσα, στους μαθητές, επηρεάζοντας τις δικές
τους αιτιακές αποδόσεις, αλλά και την αυτοεικόνα τους και την επίδοσή τους.
Είναι χαρακτηριστική η θεωρία της «απειλής του στερεοτύπου», σύμφωνα με την οποία
η ύπαρξη του στερεοτύπου και η απειλή ότι μπορεί να κριθεί κάποιος με βάση αυτό
είναι δυνατόν να οδηγήσει στην επιβεβαίωσή του. Έτσι, για παράδειγμα, η ύπαρξη του
στερεοτύπου ότι οι «μαύροι» είναι τεμπέληδες ή ότι τα κορίτσια δεν είναι καλές μαθήτριες
στα μαθηματικά, μπορούν να επιβεβαιωθούν μέσω των συναισθηματικών
αντιδράσεων και των συμπεριφορών που εκδηλώνουν οι δάσκαλοι προς τους
μαθητές. Τα ερευνητικά δεδομένα αποδεικνύουν ότι η απειλή του στερεοτύπου επηρεάζει
την επίδοση των μαθητών ανάλογα με το φύλο, ή την εθνικοπολιτισμική ομάδα που
ανήκουν ή το κοινωνικοοικονομικό τους υπόβαθρο.
Τα παιδιά είναι φορείς στερεοτύπων και προκαταλήψεων για τον άλλον. Τα ερευνητικά
δεδομένα καταδεικνύουν ότι τα παιδιά, ήδη από τη βρεφική ηλικία, προσέχουν τις
ενδείξεις της φυλής και μετά από την ηλικία των τριών ή των τεσσάρων ετών έχουν μια
σαφή εικόνα γι αυτού του είδους την κατηγοριοποίηση. Η στάση των παιδιών απέναντι
στην φυλή και την εθνική ομάδα τους και άλλες πολιτιστικές ομάδες αρχίζει να
διαμορφώνεται νωρίς, ήδη στα προσχολικά έτη. Άλλωστε η διαμόρφωση της
κοινωνικής ταυτότητας, της συναίσθησης της υπαγωγής σε μια ομάδα και των
συνεπειών που αυτή έχει ως ερμηνευτικό πλαίσιο αντίληψης του Άλλου είναι μια
διαδικασία που τοποθετείται στην παιδική ηλικία.
Στο σχολείο οι διαπολιτισμικές συναντήσεις καθορίζονται από τα αντιληπτικά φίλτρα
που έχουν διαμορφώσει τα παιδιά, ως φορείς και αυτοί των στερεοτυπικών εικόνων
που επικρατούν στο κοινωνικό πεδίο, εικόνες που καθορίζουν την στάση τους απέναντι
στους άλλους. Κι αυτό γιατί τα στερεότυπα δεν προϋποθέτουν την προσωπική -
υποκειμενική εμπειρία, αλλά κληρονομούνται και μεταβιβάζονται μέσω των τυπικών και
άτυπων μορφών κοινωνικοποίησης. Η εικόνα του άλλου μεταβιβάζεται από γενιά σε
γενιά, όχι κατ’ ανάγκη ως πιστή αντιγραφή, και, επιπλέον, αποκτά μια κανονιστική
διάσταση, έτσι ώστε κάθε μέλος της εσω-ομάδας να προσδοκά από τα υπόλοιπα μέλη
της να έχουν την ίδια εικόνα για τα μέλη μιας συγκεκριμένης εξω-ομάδας. Αυτός είναι
και ο λόγος που η αντίληψη περί φυλών, εθνοτήτων κ.λπ. εμφανίζεται νωρίς σε

45
περιβάλλοντα όπου η κατηγοριοποίηση των ατόμων βάσει της φυλής ή της εθνότητας
έχει ιδιαίτερη σημασία. Αντίθετα, εμφανίζονται αργότερα σε περιβάλλοντα όπου δεν
ισχύει κάτι τέτοιο. Φαίνεται, λοιπόν, ότι τα παιδιά μαθαίνουν εκείνες τις
κατηγοριοποιήσεις που έχουν μια αξία για το περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνουν, είτε
αυτό αφορά τον μικρόκοσμο της οικογένειας και της κοινότητας, είτε της ευρύτερης
κοινωνίας. Αυτό ακριβώς το περιβάλλον ορίζει και τα κριτήρια με βάση τα οποία γίνεται
η αξιολογική ιεράρχηση των διαφορετικών ομάδων αλλά των στάσεων και των
συμπεριφορών που θεωρούνται ενδεδειγμένες απέναντι στην κάθε ομάδα.

Κείμενο 2. Οι εκπαιδευτικοί έχουν στερεότυπα

Σκηνή 1η
«Τα παιδιά του βουνού είναι πιο εύστροφα. Πώς να το πω; Τα παίρνουν πιο εύκολα, τα
βλέπεις πως παρακολουθούν και ενδιαφέρονται, ενώ τα παιδιά του κάμπου είναι πιο
νωθρά, πιο αργά, δε θέλουν να μάθουν», λέει ένας εκπαιδευτικός σε μειονοτικό σχολείο
της Θράκης, όταν παραπονιέται για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει στη δουλειά του.
Σκηνή 2η
«Τα κορίτσια είναι από τη φύση τους πιο συναισθηματικά, πιο ευαίσθητα, λιγότερο
ορθολογικά, γι’ αυτό και δεν αριστεύουν στα μαθηματικά. Τα αγόρια, από την άλλη
πλευρά, δεν τα καταφέρνουν στα φιλολογικά. Αυτά είναι καμωμένα για τις θετικές
επιστήμες», σχολιάζει με πεποίθηση ένας εκπαιδευτικός ο οποίος εργάζεται σε
φροντιστήριο και προετοιμάζει μαθητές του λυκείου για τις εισαγωγικές εξετάσεις.
Πηγή: Δραγώνα, Θ. (2007). Στερεότυπα και προκαταλήψεις. Κλειδιά και Αντικλείδια, Αθήνα:
ΥΠΕΠΘ /Πανεπιστήμιο Αθηνών, σ. 11

Σύνοψη
Στην παρούσα διδακτική ενότητα μάθαμε:
• να κατανοούμε την έννοια, την φύση και την λειτουργία των στερεοτύπων,
• να κατανοούμε τις αρχές που διέπουν την φύση των στερεοτύπων,
• να καταγράφουμε τις βασικές αρχές που διέπουν την διαδικασία διαμόρφωσης των
στερεοτύπων κατά Spears,
• να αναγνωρίζουμε τα βασικά χαρακτηριστικά, καθώς και την λειτουργία των
στερεοτύπων,
• να διακρίνουμε τις διαφορετικές θεωρητικές προσεγγίσεις ερμηνείας των
στερεοτύπων,
• να αντιλαμβανόμαστε τον ρόλο που διαδραματίζουν τα στερεότυπα στην
εκπαιδευτική διαδικασία.

46
ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Προγράμματα Συμπληρωματικής Εκπαίδευσης

Με τη χρήση καινοτόμων μεθόδων εξ αποστάσεως εκπαίδευσης

1904 – ΣΤΕΡΕΟΤΥΠΑ, ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ ΚΑΙ ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ 3. ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΗ: ΟΡΙΣΜΟΙ, ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΚΑΙ


ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ

47
48
Εισαγωγικές Παρατηρήσεις
Στην πρώτη υποενότητα ορίζεται και αναλύεται η έννοια της προκατάληψης και ο
τρόπος με τον οποίο αυτή δομείται ήδη από την παιδική ηλικία. Στην δεύτερη
υποενότητα παρουσιάζονται αναλυτικώς οι τρεις θεωρίες απόκτησης προκαταλήψεων,
καθώς και οι έρευνες πάνω στις οποίες οι θεωρίες αυτές στηρίζονται. Στην τρίτη
υποενότητα παρουσιάζονται σύγχρονες απόψεις των επιστημόνων, σύμφωνα με τις
οποίες οι προκαταλήψεις μετασχηματίζονται πλέον από φανερές σε κρυφές, μιας και οι
παλαιότερες μορφές προκατάληψης αντικαθίστανται από την μοντέρνα εκδοχή της
συμβολικής και έμμεσης αντιπάθειας απέναντι σε μέλη άλλων ομάδων. Στην τέταρτη
υποενότητα τονίζεται το γεγονός ότι οι προκαταλήψεις μπορεί να επισύρουν αρνητικές
συνέπειες για τα θύματα τόσο σε ατομικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο, αφού συχνά
μπορεί να οδηγήσουν σε δράσεις, σε διακρίσεις ακόμη και σε εγκλήματα μίσους. Στην
πέμπτη υποενότητα παρατίθενται και αναλύονται συγκεκριμένες στρατηγικές μείωσης
των προκαταλήψεων και πιο συγκεκριμένα αναλύεται η υπόθεση της επαφής, καθώς
και η υπόθεση της κατηγοριοποίησης. Τέλος, στην έκτη υποενότητα παρουσιάζεται ο
τρόπος που δομούνται οι προκαταλήψεις στην παιδική ηλικία ήδη από το τρίτο με
τέταρτο έτος της ηλικίας σε σχέση πάντοτε με το περιβάλλον στο οποίο αναπτύσσονται
τα νεαρά άτομα και κοινωνικοποιούνται.

49
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 1. Η ΈΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΗΣ

Ως προκατάληψη ορίζονται οι αρνητικές ιδέες και απόψεις ενός ατόμου ή μιας


κοινωνικής ομάδας απέναντι σε ένα άλλο άτομο ή μια άλλη κοινωνική ομάδα, οι οποίες
προέρχονται από φήμες και αναληθείς πληροφορίες, που παρουσιάζονται ως
γεγονότα. Αυτό συμβαίνει, λόγω αποδοχής πληροφοριών χωρίς να ληφθεί υπόψιν η
ορθότητά τους. Ο όρος προκατάληψη κυριολεκτικά σημαίνει «εκ των προτέρων κρίση».
Ο αγγλικός όρος prejudice προέρχεται από τις λατινικές λέξεις prae και judicium.

1.1 Ορισμός της προκατάληψης

Πολλοί κοινωνικοί ψυχολόγοι ορίζουν την προκατάληψη με διαφορετικό τρόπο. Οι


περισσότεροι στηρίζονται στο κλασσικό έργο του G. Allport, The “Nature Of Prejudice”
(Η Φύση της Προκατάληψης) και ανακαλύπτουν ότι η προκατάληψη συνδέεται τόσο με
τις θετικές επιστήμες (δηλαδή με την ψυχολογία και τις νευροεπιστήμες), όσο και με τις
θεωρητικές (κοινωνιολογία, πολιτικές επιστήμες). Ο Allport μελέτησε τις ρίζες και τις
εκφράσεις της προκατάληψης και έκανε μια καθαρή διάκριση ανάμεσα στα
στερεότυπα και την προκατάληψη. Τα στερεότυπα προσδίδουν εκλογίκευση στο πώς στερεοτυπα
εκφράζεται μία συμπεριφορά και χαρακτηρίζονται από υπερβολή, ενώ η προκατάληψη
/
=
είναι μία αποτρεπτική ή εχθρική στάση έναντι ενός ατόμου το οποίο αποτελεί μέλος μιας
προκαταληψη
ομάδας, διότι αυτόματα θεωρείται ότι διαθέτει εκείνα τα ίδια χαρακτηριστικά με αυτά που
αποδίδονται στην ομάδα.
Ο Allport υποστηρίζει ότι η προκατάληψη είναι ένα αρνητικό φαινόμενο και
χαρακτηρίζεται ως μια αντιπάθεια που βασίζεται σε μια λανθασμένη και ανελαστική
γενίκευση, σε μια παγιωμένη εικόνα. Το άτομο είτε νιώθει την αντιπάθεια αυτή, χωρίς να
γίνεται αντιληπτή στα μη μέλη, είτε την εκφράζει φανερά στο άτομο της άλλης
κοινωνικής ομάδας. Ακόμη, ο Allport αναφέρεται σε τρεις διαστάσεις προκατάληψης. διαστάσεις
Αρχικά, υπάρχει η γνωστική διάσταση, δηλαδή πεποιθήσεις σχετικά με το αντικείμενο 1
της στάσης, έπειτα η συναισθηματική, που είναι ισχυρά συναισθήματα (συνήθως 2
αρνητικά) σχετικά με το αντικείμενο της στάσης και τις ιδιότητες που θεωρείται ότι έχει
και τέλος μια συμπεριφορική, δηλαδή προθέσεις να συμπεριφερθεί κανείς με 3
ορισμένους τρόπους απέναντι στο αντικείμενο της στάσης (η συμπεριφορική διάσταση
είναι η πρόθεση να ενεργήσει κανείς με ορισμένους τρόπους και όχι η ενέργεια αυτή
καθαυτή).

50
Αν το στερεότυπο παραπέμπει στην εικόνα που έχω για τον άλλον ως μέλους μιας
συγκεκριμένης κοινωνικής κατηγορίας, η λέξη προκατάληψη περιγράφει μια στάση
υποκειμένου απέναντι στον ατομικό ή στον συλλογικό άλλον. Οι προκαταλήψεις είναι
σταθερά αρνητικές στάσεις έναντι ομάδων ή ατόμων μιας ομάδας. Δεν βασίζονται
συχνά στην εμπειρία του ατόμου, αλλά μεταδίδονται μέσω της κοινωνικοποίησής του
(οικογένεια, σχολείο, παρέες συνομηλίκων, μέσα μαζικής επικοινωνίας, θρησκεία,
διάφορα περιβάλλοντα στα οποία εντάσσεται κατά καιρούς το άτομο).
Δημιουργούνται στην δομή της σκέψης και της μάθησης όλων των ανθρώπων,
ωστόσο οι αδύναμες προσωπικότητες διακατέχονται ιδιαίτερα από αυτές. Επομένως,
θα μπορούσαμε να πούμε ότι η προκατάληψη είναι μια ψυχική κατάσταση του
υποκειμένου, η οποία προδιαγράφει το είδος της συναισθηματικής εμπλοκής απέναντι
στον άλλον. Η απλή παρουσία του άλλου ενεργοποιεί θετικές ή αρνητικές
συναισθηματικές καταστάσεις από τις οποίες ενδέχεται να πηγάζουν τάσεις για ευνοϊκή
ή δυσμενή μεταχείριση του προσώπου αυτού.

Σχεδιάγραμμα 1. Στερεότυπο, Προκατάληψη και Διάκριση

Η μεγάλη πλειοψηφία των ορισμών που έχουν διατυπωθεί παρουσιάζει την


προκατάληψη ως ένα σύνολο ψευδών ή παράλογων πεποιθήσεων, μία λανθασμένη
51
γενίκευση και απλούστευση των πραγμάτων, μία «ατεκμηρίωτη» προδιάθεση των
μελών μιας ομάδας να συμπεριφέρονται άσχημα προς τα μέλη μιας άλλης ομάδας.
Ένας λιγότερο αυστηρός και περιοριστικός ορισμός θα μπορούσε να θεωρεί ότι
προκατάληψη είναι το να κατέχεις υποτιμητικές, κοινωνικές στάσεις ή γνωστικές
απόψεις, η έκφραση αρνητικών αισθημάτων ή η εκδήλωση εχθρικής ή
ρατσιστικήςσυμπεριφοράς προς τα μέλη μιας ομάδας, επειδή συμβαίνει να έχουν την
ιδιότητα του μέλους της συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας.
Η προκατάληψη αφορά στην διομαδική μεροληψία και αναφέρεται γενικά στη
συστηματική τάση αξιολόγησης της ιδιότητας μέλους ενός ατόμου σε μία ομάδα, στην
οποία ανήκει και το ίδιο το άτομο, ή των μελών αυτής της ομάδας πιο ευνοϊκά από ό,τι
την ιδιότητα μέλους σε μία ομάδα, που το άτομο δεν ανήκει, ή τα μέλη αυτής της
ομάδας. Η μεροληψία περιλαμβάνει την συμπεριφορά (διάκριση), τις στάσεις
(προκατάληψη), και την γνωστική διάσταση του εαυτού (στερεότυπα). Πιο
συγκεκριμένα, αυτή η τάση μεροληψίας υπέρ μιας ομάδας μπορεί να πάρει την μορφή

ΜΕΡΟ της ευνοϊκής μεταχείρισης των μελών της ομάδας στην οποία και το άτομο ανήκει και
ΛΗΨΙΑ την υποτίμηση των μελών των ομάδων στις οποίες το άτομο δεν ανήκει. Η χρήση του
όρου «μεροληψία» έχει την έννοια της ερμηνευτικής κρίσης σχετικά με το ότι μια
συμπεριφορά, μια αντίδραση είναι άδικη, άνομη ή ατεκμηρίωτη, υπό την έννοια ότι
κινείται σε μία σφαίρα πέρα από τα αντικειμενικά στοιχεία ή τις αποδείξεις που
υπάρχουν σχετικά.

Σχεδιάγραμμα 2. Οι τρεις διαστάσεις της μεροληψίας

52
H προκατάληψη χαρακτηρίζεται από ποικίλα και διαφορετικά στοιχεία. Ο κάθε
άνθρωπος αποδίδει με ευκολία αρνητικά γνωρίσματα σε άτομα άλλων ομάδων και δεν
μεταβάλλει εύκολα την αντίληψη και γνώμη του αυτή. Η δυσκολία αυτή στην μεταβολή
αντιλήψεων και στάσεων οφείλεται στις εκάστοτε κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές
συνθήκες. Παρά την αρνητική, κατά κανόνα, χροιά της προκατάληψης, οι
προκατειλημμένοι άνθρωποι μπορούν να έχουν είτε ευνοϊκές προκαταλήψεις για τις
ομάδες εκείνες με τις οποίες συνδέονται στενά είτε αρνητικές για άλλες ομάδες.
Μεροληπτούν απέναντι στα μέλη μίας ομάδας είτε θετικά είτε αρνητικά. Στην περίπτωση
που κάποιο άτομο μιας κυρίαρχης ομάδας είναι αρνητικά προκατειλημμένο απέναντι
σε μία μειονοτική ομάδα, είναι σχεδόν ανέφικτο να διαφοροποιήσει τη γνώμη του για
την ομάδα αυτή. Από την άλλη, η θετική αντιμετώπιση ενός μέλους μίας μειονοτικής
ομάδας είναι πιθανό να επιδρά θετικά στην διάδραση και επικοινωνία διαφορετικών
ομάδων του κοινωνικού συνόλου.
Έχει ιδιαίτερη σημασία να τονιστεί πως, ακόμη κι αν, σε μία δεδομένη κατάσταση, η
προκατάληψη εστιάζεται σε ένα συγκεκριμένο άτομο, τα ατομικά χαρακτηριστικά αυτού
του ατόμου είναι ήσσονος σημασίας σε σύγκριση με τα κοινωνικά του γνωρίσματα,
βάσει των οποίων κατατάσσεται σε μία κοινωνική ομάδα και όχι σε μία άλλη – το
όνομα, η προφορά, το χρώμα του δέρματος, η κοινωνική του καταγωγή.
Ένα ερώτημα που προκύπτει είναι εάν οι προκαταλήψεις είναι αποτέλεσμα σχετικών
βιωμάτων. Οι προκαταλήψεις δεν είναι αποτέλεσμα σχετικών βιωμάτων, αλλά
συνοδεύουν την εκμάθηση των σημαντικών κοινωνικών κατηγοριών, η οποία
προηγείται της ικανότητας των παιδιών να προβαίνουν με ασφάλεια στις αντίστοιχες
κατηγοριοποιήσεις. Συνεπώς η διαμόρφωση των προκαταλήψεων δηλ. η εκμάθηση
των συγκεκριμένων στάσεων προηγείται της συνάντησης με άτομα αυτών των
κατηγοριών.
Οι προκαταλήψεις ενδέχεται να μην αλλάξουν υπό το φως νέων αποδείξεων. Οι
αποδείξεις παραμορφώνονται, για να ταιριάξουν με την προκατάληψη. Διαπιστώνουμε,
λοιπόν, ότι οι παραδοχές μας και οι πεποιθήσεις μας για τον άλλον στηρίζονται
περισσότερο στην ιδεολογία μας και λιγότερο σε λογικά συμπεράσματα.

ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 2. ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΚΤΗΣΗ ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΕΩΝ

Οι παντός είδους προκαταλήψεις εις βάρος συγκεκριμένων ομάδων δεν είναι έμφυτες.
Η εκδήλωση της προκατάληψης εμφανίζεται από την παιδική ηλικία και είναι
53
αποτέλεσμα μάθησης, καθώς το παιδί από πολύ νωρίς μαθαίνει να έχει αρνητική
συμπεριφορά απέναντι σε άλλες κοινωνικές ομάδες, για παράδειγμα φόβο ή
καχυποψία, χωρίς να έχει επαρκείς γνώσεις για αυτές. Συχνά θεωρούνται πως
υπεύθυνοι για την εκδήλωση αυτή είναι το οικογενειακό περιβάλλον, οι φίλοι και οι
συμμαθητές.
Οι πηγές της προκατάληψης είναι:
¾ κοινωνικές, (ανισότητα κύρους και εξουσίας, η κοινωνική ταυτότητα και οι
μηχανισμοί της, η ενδοομαδική μεροληψία, κ.λπ.).
¾ συναισθηματικές, που εμπεριέχουν ατομικά στοιχεία, όπως η αυταρχική
συμπεριφορά, η ανάγκη για συμμετοχή ή αναγνώριση, αλλά και συναισθήματα
απογοήτευσης και ματαίωσης που κατευθύνουν την εχθρότητά μας σε άλλους,
στην ομάδα στόχο που έχει την ευθύνη για κάθε «κακό».
¾ γνωστικές, όπως το θεμελιώδες σφάλμα της απόδοσης. Σύμφωνα με αυτό
υπερτονίζουμε τον ρόλο των προσωπικών χαρακτηριστικών και υποτιμούμε τον
ρόλο των περιστάσεων. Έτσι, οι αποδόσεις αιτίων που χρησιμοποιούμε θεωρούν
συχνά το άτομο ως υπεύθυνο για το πρόβλημά του (αναγνώριση εσωτερικών
αιτιών), γεγονός που μπορεί να στρεβλώνει τις αντιλήψεις μας και που ευνοεί την
στερεοτυπική σκέψη.

Σχεδιάγραμμα 3. Κοινωνικές πηγές της προκατάληψης

54
Σχεδιάγραμμα 4. Συναισθηματικές πηγές της προκατάληψης

Σχεδιάγραμμα 5. Γνωστικές πηγές της προκατάληψης

55
2.1 Οι τρεις κύριες θεωρίες απόκτησης προκαταλήψεων

Υπάρχουν τρεις κύριες θεωρίες απόκτησης προκαταλήψεων:


Η πρώτη θεωρία ανάγει την προσωπικότητα του ατόμου ως καθοριστικό παράγοντα
1 στην ανάπτυξή τους. Η διερεύνηση της σχέσης της προσωπικότητας με τις
προκαταλήψεις οδήγησε στην διαπίστωση ότι τα άτομα που εμφανίζουν την λεγόμενη
«αυταρχική προσωπικότητα» τείνουν να κυριαρχούν απέναντι στους άλλους,
αισθανόμενοι ανώτεροι και εμφανίζοντας μια δογματική και απόλυτη στάση απέναντι
στους άλλους, τους οποίους θεωρούν υποδεέστερους. Ο δογματισμός, ως άκαμπτος
και στενός τρόπος αντίληψης, αποτελεί την άκριτη αποδοχή ενός συστήματος αξιών,
καθώς και την αξίωση αποδοχής των αξιών αυτών από τους άλλους χωρίς αποδείξεις
και αιτιολογία. Κατά συνέπεια το δογματικό-αυταρχικό άτομο αρνείται την αμφίδρομη
επικοινωνία και κατ’ επέκταση εμμένει στο ήδη γνωστό, καθιστώντας το αυτό στατικό
και αναλλοίωτο.
Στην προσέγγιση της αυταρχικής προσωπικότητας συνέβαλλαν οι έρευνες του Adorno.
Σύμφωνα με αυτές τις έρευνες, οι αιτίες που οδηγούν στην δόμηση του αυταρχικού
χαρακτήρα ανιχνεύονται στο οικογενειακό περιβάλλον και ειδικότερα στον αυταρχικό
τρόπο αγωγής, όπως αυτός εκφράζεται από τις απαιτήσεις του πατέρα για υπακοή,
υποταγή, τάξη και καταπίεση της σεξουαλικότητας. Παιδιά που μεγαλώνουν σε ένα
αυταρχικό οικογενειακό περιβάλλον μαθαίνουν να υποκύπτουν, αλλά και να αγαπούν
συνάμα την εξουσία του πατέρα. Τα παιδιά αυτά, μην μπορώντας να εκφράσουν την
επιθετικότητά τους απέναντι στους γονείς (ταύτιση με το θύτη), αναζητούν
εναλλακτικούς στόχους. Αντικείμενα της επιθετικότητάς τους γίνονται άτομα που
θεωρούνται ανίσχυρα ή κατώτερα, όπως για παράδειγμα τα μέλη των μειονοτικών
ομάδων (βλ. και εικόνα 1).

56
Εικόνα 1. Η φύση του ποδηλάτη

2 Η δεύτερη θεωρία, βασιζόμενη στην θεωρία της κοινωνικής μάθησης, θεωρεί ότι οι
προκαταλήψεις σχετίζονται με την διαπαιδαγώγηση του παιδιού από την οικογένεια και
τον πολιτιστικό του περίγυρο. Υπό την έννοια αυτή καθίσταται η εκπαίδευση, στην
τυπική θεσμοθετημένη μορφή (σχολείο) της, αλλά και στην άτυπη (σχέσεις με την
οικογένεια και τους ομοίους), ως αυτόνομος χώρος που λειτουργεί ανεξάρτητα από τις
επιδράσεις των κοινωνικών δομών, που αυτά την προσδιορίζουν.

3 Η τρίτη θεωρία διαπιστώνει ως βασική αιτία γέννησης των προκαταλήψεων τις


κοινωνικές και πολιτισμικές επιδράσεις που δέχεται το άτομο από τις κοινωνικές δομές.
Υποστηρίζει ότι οι άλλες δυο προσεγγίσεις είναι ελλιπείς, εφόσον δεν συνδέουν την
προσωπικότητα ή την διαπαιδαγώγηση με τις κοινωνικές δομές στις οποίες ζει το άτομο
και τους μηχανισμούς που οδηγούν στη δημιουργία μειονεκτικών ομάδων. Ο τρόπος
με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον «Άλλο» έχει να κάνει με το αξιακό σύστημα, που
έχουμε εσωτερικεύσει κατά την διαδικασία της κοινωνικοποίησής μας. Κι είναι αυτό το
αξιακό σύστημα, που ως φορέας και μέσο νοηματοδότησης του κόσμου, ως
ρυθμιστική αρχή, εξυπηρετεί τον άνθρωπο να προσδιορίσει την πραγματικότητα του,
τον τρόπο που την προσλαμβάνει και διάκειται προς αυτή. Οι αξίες προσδιορίζονται
από την εκάστοτε κοινωνική οργάνωση.

57
Ο «άλλος» καλείται να εναρμονιστεί με τις «αξίες» της κυρίαρχης ομάδας, ώστε να
βιώσει την επιτυχία. Η αποτυχία του αποδίδεται σε υποτιθέμενα εγγενή χαρακτηριστικά:
στη διγλωσσία του, στην αδιαφορία, στην κατωτερότητα του πολιτισμού του. Η
«επιτυχία» πραγματοποιείται μέσα από την αποδοχή, την αφομοίωση και εναρμόνιση,
την προσαρμογή εν γένει στο υπάρχον σύστημα.

ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 3. ΕΜΦΑΝΕΙΣ ΚΑΙ ΚΡΥΦΕΣ ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ

Σήμερα οι επιστήμονες κάνουν λόγο για μετασχηματισμό της προκατάληψης από


«φανερή» σε «κρυφή». Αυτό που φαίνεται να συμβαίνει είναι ότι οι παλιότερες μορφές
προκατάληψης αντικαθίστανται από μία μοντέρνα εκδοχή, κατά την οποία η αντιπάθεια
έναντι των ατόμων - μελών άλλων ομάδων είναι περισσότερο συμβολική ή έμμεση.
Άλλωστε οι κοινωνικές δομές και οι κοινωνικοί κανόνες έχουν επίσης εξελιχθεί.

3.1 Πώς εκφράζονται οι προκαταλήψεις

Οι προκαταλήψεις μπορούν να εκφραστούν ανοιχτά και άμεσα ή διακριτικά, έμμεσα και


με κρυφό τρόπο. Παραδοσιακές προκαταλήψεις μπορεί να θεωρούνται ως εμφανείς,
εκφράζοντας συνήθως σαφώς αρνητική γενικευμένη στάση. Αυτές αποδίδουν σε μια
«ξένη» ομάδα μοναδικά αρνητικά χαρακτηριστικά. Αυτές οι προκαταλήψεις
εκδηλώνονται επίσης με το γεγονός ότι οι ιδιωτικές επαφές απευθείας με τα μέλη μιας
«ξένης» ομάδας απορρίπτονται. Η φανερή προκατάληψη συνίσταται από δύο μέρη. Το
πρώτο αποτελείται από την ρατσιστική μορφή των συμπεριφορών, δηλαδή από την
απειλητική συμπεριφορά και την απόρριψη συγκεκριμένων μελών της κοινωνικής
ομάδας. Το δεύτερο αποτελείται από την αντίθεση για διαπροσωπική επαφή με μη μέλη
της ομάδας, την αντίσταση δηλαδή για κάθε είδους επαφή μεταξύ διαφορετικών
κοινωνικών ομάδων.
Η αρνητική αξιολόγηση ορισμένων ομάδων είναι συχνά τόσο βαθιά ριζωμένη στην
πολιτισμική μνήμη και γνώση και μεταδίδεται με την κοινωνικοποίηση, έτσι ώστε τα
αρνητικά συναισθήματα να έχουν απόθεμα. Για παράδειγμα, ακόμη και άνθρωποι που
πραγματικά απορρίπτουν τον αντισημιτισμό έχουν εντούτοις λανθάνουσες επιφυλάξεις
σχετικά με τους Εβραίους, επειδή κατά την παιδική τους ηλικία επηρεάστηκαν από τις
αντισημιτικές στάσεις του περιβάλλοντός τους.

58
Σύγχρονες προκαταλήψεις, οι οποίες υπονομεύουν τον δημόσιο κανόνα,
αναπτύσσονται, ειδικά αν οι παραδοσιακές προκαταλήψεις έχουν απαγορευτεί ή
ανασταλεί. Αυτές περιλαμβάνουν εκλεπτυσμένες, κρυμμένες μορφές υποτίμησης που
δεν είναι τόσο εύκολα αναγνωρίσιμες ως υποτιμήσεις ή επικοινωνούν μέσω
παρακάμψεων. Στις σύγχρονες προκαταλήψεις τα στερεότυπα εκφράζονται με ευγενικό
τρόπο, όπως στην δήλωση ότι μια ομάδα δεν είναι τόσο ισχυρή ή αντιπροσωπεύει
πλέον τελείως διαφορετικές και ασύμβατες αξίες, όσον αφορά στην εκπαίδευση ή την
ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών.
Οι σύγχρονες-κρυφές προκαταλήψεις είναι δυνατόν, παράλληλα, να εκφραστούν με
μια υπερβολική έμφαση στην ατομική ισότητα. Συχνά δίνεται έμφαση στην ισότητα, για
να απορριφθεί το αίτημα για την λήψη μέτρων προς βελτίωση των συνθηκών
συγκεκριμένων ομάδων. Δομικές ανισότητες και διακρίσεις, επομένως, παραβλέπονται.
Τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η απόρριψη των ειδικών ποσοστώσεων για τις γυναίκες,
επισημαίνοντας ότι επιβάλλονται ατομικές επιδόσεις.
Όσον αφορά στην σύγχρονη προκατάληψη, αυτή χαρακτηρίζεται από τρία στοιχεία.
Αρχικά, χαρακτηρίζεται από την άρνηση της συνεχούς διάκρισης. Δεύτερον, από τον
ανταγωνισμό των απαιτήσεων των αριθμητικά μικρότερων κοινωνικών ομάδων και,
τέλος, από την μνησικακία για τις όποιες «ειδικές κοινωνικές ρυθμίσεις» απολαμβάνουν
οι μικρότερες, σε αριθμό και κοινωνική εξουσία, ομάδες. Η σύγχρονη προκατάληψη
αποσκοπεί στην διαλλακτικότητα των ατόμων που είναι προκατειλημμένοι και
προβαίνουν σε κοινωνικούς και ταξικούς διαχωρισμούς. Κατά την σύγχρονη - κρυφή
προκατάληψη τα άτομα που είναι «κρυφά» προκατειλημμένα με άλλες κοινωνικές
ομάδες δεν είναι αρνητικά στην βελτίωση των πολιτισμικών και οικονομικών συνθηκών
αυτών των κοινωνικών ομάδων, αλλά δεν το υποστηρίζουν κιόλας. Δεν χρησιμοποιούν
άσχημους χαρακτηρισμούς για τα μη μέλη, αλλά κρατάνε και μια απόσταση από αυτά.
Γενικά, τα άτομα με κρυφή προκατάληψη, παρόλο που δεν έχουν ισχυρές αρνητικές
στάσεις απέναντι στα μη μέλη, δεν έχουν ούτε θετικά αισθήματα απέναντι σε αυτές τις
κοινωνικές ομάδες.

ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 4. ΑΤΟΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΩΝ


ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΕΩΝ

Οι προκαταλήψεις ενάντια στους ανθρώπους, οι οποίοι προσδιορίζονται βάσει της


αποδιδόμενης ιδιότητας μέλους της ομάδας τους ως «ξένοι» ή «διαφορετικοί», δεν είναι
59
μόνο ατομικές αντιλήψεις μεταξύ πολλών. Αντίθετα, μπορούν να επισύρουν εκτεταμένες
αρνητικές συνέπειες για τα θύματα τόσο σε ατομικό όσο και σε κοινωνικό πλαίσιο. Οι
προκαταλήψεις ως περίπλοκες ιδεολογίες μπορεί να παραμένουν ουσιαστικά στην
περιοχή των ιδεολογιών, χωρίς να αλλάζουν κάτι στο επίπεδο των αντικειμενικών
συνθηκών. Παρόλα αυτά είναι στάσεις για δράσεις, σημαντικές από πολλές απόψεις
στον πραγματικό χώρο.

4.1 Συνέπειες των προκαταλήψεων

Τα ερευνητικά δεδομένα δείχνουν ότι οι προκαταλήψεις μπορούν να οδηγήσουν σε


δράσεις. Αν και δεν οδηγούν αναπόφευκτα και άμεσα στις διακρίσεις, μπορούν όμως
να αποτελούν την βάση και κατά κύριο λόγο την δικαιολόγηση των διακρίσεων ή
ακόμα και της βίας. Όσο περισσότερο ένα άτομο υποστηρίζει κάτι, τόσο πιο πιθανό
είναι ότι έχει επίσης την πρόθεση να το κάνει. Αν οι συνθήκες είναι ευνοϊκές αυξάνεται η
πιθανότητα να μετατρέψει τις στάσεις του σε δράση. Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στα
λεγόμενα εγκλήματα μίσους. Στη συνέχεια γίνονται παραλήπτες των προκαταλήψεων
θύματα της βίας, επειδή ταυτοποιούνται ως μέλη μιας «ξένης» ομάδας, για παράδειγμα
εξαιτίας του χρώματος του δέρματός τους, του σεξουαλικού προσανατολισμού, μίας
αναπηρίας ή λόγω έλλειψης στέγης. Ακόμη και η βία κατά των γυναικών στην
οικογενειακή σφαίρα μπορεί να οφείλεται σε προκαταλήψεις, αν λόγου χάρη μια
γυναίκα έχει ελευθερίες, οι οποίες δεν επιτρέπονται από κάποια συνηθισμένη
παραδοσιακή άποψη, επειδή είναι γυναίκα. Ένα λιγότερο δραματικό, αλλά παρόλα
αυτά χαρακτηριστικό παράδειγμα, είναι η ιδιαίτερη μεταχείριση των παιδιών των
ακαδημαϊκών στα σχολεία, επειδή οι εκπαιδευτικοί αξιολογούν από την αρχή αυτά τα
παιδιά ως πιο αποτελεσματικά στις σχολικές επιδόσεις.
Οι προκαταλήψεις δεν παρέχουν μόνο την βάση για μελλοντική δράση, αλλά ευνοούν
τις διακρίσεις, τον αποκλεισμό ή ακόμα και τη βία παραθέτοντας αιτιολογίες.
Ταυτόχρονα, παράγουν αιτίες για τις υπάρχουσες ανισότητες και παραπέμπουν σε μια
«φυσική τάξη», δηλαδή σε υποθετικές βιολογικές διαφορές ή «τυπικές» χαρακτηριστικές
ιδιότητες, βάσει των οποίων ομάδες ανθρώπων κατηγοριοποιούνται σε ανώτερες ή
υποδεέστερες θέσεις στην κοινωνική κλίμακα.
Ένα ακόμα χαρακτηριστικό στοιχείο των προκαταλήψεων είναι ότι στοιχειοθετούν
κοινωνικές νόρμες και προσδιορίζουν τι θεωρείται κοινό, σωστό, «φυσιολογικό». Στο
πολιτικό πλαίσιο είναι δυνατό να επηρεάζουν τις αποφάσεις των πολιτικών και άλλους
φορείς λήψης αποφάσεων, ακόμη και κανονισμούς και νόμους που εμποδίζουν ή
60
διευκολύνουν την ατομική δράση διάκρισης. Οι προκαταλήψεις που ενυπάρχουν σε
ομάδες, όπως η οικογένεια, οι φίλοι, οι σύλλογοι ή το κόμμα προετοιμάζουν το έδαφος
για την ατομική στάση και την διάθεση να μετατραπούν σε δράση. Οι ακροδεξιές
ομάδες που ασκούν βία βασίζονται σε προκαταλήψεις. Όσο οι προκαταλήψεις
εκφράζονται, επίσης, και από μεγάλα τμήματα της κοινωνίας, εκτός από τις ακραίες
ομάδες, αυτές μπορούν να δικαιολογούν τις πράξεις τους, ώστε, τελικά, να τις
πραγματοποιούν, με την αντίληψη ότι έτσι κι αλλιώς όλοι σκέφτονται με αυτόν τον
τρόπο.
Οι συνέπειες των προκαταλήψεων στα θύματα είναι σημαντικές. Η εμπειρία της
προκατάληψης έχει αρνητική επίδραση στην ψυχική και σωματική τους υγεία, αλλά και
στην πορεία και την μελλοντική επιτυχία στη ζωή τους. Η έρευνα έχει δείξει ότι η εμπειρία
της προκατάληψης και των διακρίσεων καταστρέφει την αυτοεκτίμηση και μπορεί να
οδηγήσει σε αυτο-στιγματισμό. Για παράδειγμα, υπάρχουν περιπτώσεις έγχρωμων
μαθητών στις Η.Π.Α. που αξιολογούνται αρνητικά για τις σχολικές τους επιδόσεις σε
σχέση με τους λευκούς συμμαθητές τους, ανεξάρτητα από την πραγματική απόδοσή
τους.
Επιπλέον, η μακροχρόνια εμπειρία της προκατάληψης γίνεται αντιληπτή ως απειλή. Για
να αποφευχθεί αυτή η απειλή και να μην χρειαστεί να αγωνίζονται συνεχώς κατά των
προκαταλήψεων, τα θύματα της προκατάληψης συμπεριφέρονται σε ορισμένες
περιπτώσεις ανάλογα με τα ήδη διαδεδομένα στερεότυπα. Έτσι, οι προκαταλήψεις
γίνονται τελικά μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Επίσης, δεν χρησιμοποιούνται μόνο
de facto, για να αιτιολογήσουν τις υπάρχουσες διακρίσεις που βασίζονται στις έννοιες
της ανισότητας, αλλά συμβάλλουν, ταυτόχρονα, στην δημιουργία αντίστοιχων δομών
διακρίσεων και νοοτροπιών, προκειμένου να τις καθιερώσουν και να τις διατηρήσουν.
Οι προκαταλήψεις αναπτύσσουν κοσμοθεωρίες και δημιουργούν πραγματικότητα.
Έτσι, αντανακλώνται, τελικά, στην κατανομή της εξουσίας, της επιρροής και του
χρήματος, όσον αφορά στην πρόσβαση στην εκπαίδευση, την στέγαση, την υγεία και
άλλους κοινωνικούς τομείς.

61
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 5. ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΜΕΙΩΣΗΣ ΤΩΝ ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΕΩΝ

5.1 Η Υπόθεση της Επαφής

Η βασική θέση που προτάθηκε για την μείωση της προκατάληψης στηρίζεται στην
άποψη ότι αυτή αποτελεί μια εσφαλμένη εικόνα. Οι άνθρωποι είναι προκατειλημμένοι
λόγω της άγνοιάς τους και έτσι, αν ενημερωθούν, θα εξαφανιστεί η προκατάληψη.
Αυτό σημαίνει πως, αν οι άνθρωποι μπορούσαν να συναντηθούν με μέλη της ομάδας
για την οποία υπάρχει προκατάληψη και αλληλεπιδράσουν μαζί τους, τότε αυτή η
προκατάληψη θα μειωνόταν και πιθανώς θα εξαφανιζόταν.
Έτσι διατυπώθηκε η υπόθεση της επαφής. Σύμφωνα με αυτήν την υπόθεση η επαφή
μεταξύ δύο ομάδων θα έχει θετικές συνέπειες στη μείωση των προκαταλήψεων. Βέβαια
η πραγματικότητα δείχνει ότι η απλή επαφή δεν αρκεί για την αποσταθεροποίηση των
προκαταλήψεων
Η αλληλεπίδραση που δεν πληροί συγκεκριμένες προϋποθέσεις είναι δυνατόν να
ενισχύσει την πίστη στα στερεότυπα, να ενδυναμώσει τις προκαταλήψεις και να
οδηγήσει στη διεύρυνση των συγκρουσιακών καταστάσεων. Ο Allport διατύπωσε την
υπόθεση της επαφής, θέτοντας τέσσερις βασικές προϋποθέσεις, έτσι ώστε η διομαδική
επαφή να συμβάλει στη μείωση της προκατάληψης:
α) Διασφάλιση της ισότιμης κοινωνικής θέσης μεταξύ των ομάδων: Εάν οι ομάδες
που βρίσκονται σε επαφή δεν θεωρούνται ότι έχουν ισότιμη κοινωνική θέση, τότε
τα αρνητικά στερεότυπα μπορεί να ενισχυθούν και να διατηρηθούν.
β) Εξασφάλιση της κοινωνικής και θεσμικής υποστήριξης των μέτρων που
προωθούν την επαφή των ομάδων, δηλαδή θα πρέπει το θεσμικό και κοινωνικό
πλαίσιο να στηρίζει την όλη προσπάθεια. Επομένως, προκειμένου να είναι
ωφέλιμη, η επαφή θα πρέπει να επιδοκιμάζεται και να υποστηρίζεται από τους
ισχύοντες κοινωνικούς κανόνες.
γ) Ανάπτυξη ενός είδους συνεργατικής αλληλεξάρτησης μεταξύ των ομάδων: Στον
βαθμό που οι ομάδες, οι οποίες βρίσκονται σε επαφή, είναι αλληλεξαρτώμενες,
αυτή η σχέση χρειάζεται να είναι συνεργατική. Αν προκύψει ανταγωνισμός
μεταξύ των ομάδων, η επαφή δεν θα είναι ωφέλιμη για την μείωση της
προκατάληψης.
δ) Διαμόρφωση μια διαδικασίας εξοικείωσης: Η επαφή θα πρέπει να έχει επαρκή
διάρκεια, συχνότητα και εγγύτητα, ώστε να ενισχυθεί η ανάπτυξη στενών

62
σχέσεων. Εάν η επαφή είναι επιφανειακή και δεν υπάρχουν στενές σχέσεις μεταξύ
των ανθρώπων που ανήκουν σε διαφορετικές ομάδες, τότε η προκατάληψη όχι
μόνο δε θα μειωθεί, αλλά υπάρχει και κίνδυνος να αυξηθεί.

5.2 Η Υπόθεση της Κατηγοριοποίησης

Εάν η διομαδική κατηγοριοποίηση ευθύνεται για την προκατάληψη, τότε η επαφή


μπορεί να χειροτερέψει τα πράγματα, τονίζοντας την κατηγορική διαφοροποίηση.
Ορισμένοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι, για να είναι επιτυχημένη η επαφή, θα πρέπει να
αλλάξει η έμφαση που δίνεται στην κατηγοριοποίηση.
Για τον σκοπό αυτό έχουν προταθεί διάφορα μοντέλα:

5.2.1 Αποκατηγοριοποίηση

Θα πρέπει, κατά την διαδικασία της αλληλεπίδρασης, να ενθαρρύνεται η προσέγγιση


του άλλου ως πρόσωπο, με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και όχι ως μέλος μιας
κοινωνικής κατηγορίας. Πρόκειται για αυτό που οι Brewer και Miller ονομάζουν
προσωποποιημένη επαφή και βασίζεται σε μια διαδικασία αποκατηγοριοποίησης, ώστε
να υπάρξει μια εξατομικευμένη αντιμετώπιση που θα εμποδίζει την ενεργοποίηση των
στερεοτύπων και προκαταλήψεων που συνοδεύει η αναφορά στις διάφορες κοινωνικές
κατηγορίες. Αν η δημιουργία των προκαταλήψεων οφείλεται στην κατηγοριοποίηση
ατόμων σε ομάδες, αν με κάποιο τρόπο καταφέρουμε να φέρουμε σε προσωπική
επαφή άτομα διαφορετικών ομάδων με τρόπο που η επαφή να συμβαίνει σε
διαπροσωπικό επίπεδο, τότε υπάρχει μεγαλύτερη πιθανότητα για διάψευση του
αρνητικού στερεοτύπου. Παρόλα αυτά η γενίκευση στο σύνολο των μελών της άλλης
ομάδας είναι δύσκολη εδώ, αφού η αλλαγή έγινε σε διαπροσωπικό επίπεδο. Αυτό που
απαιτείται είναι μια εξισορρόπηση μεταξύ της παρουσίασης της μοναδικότητας του
ατόμου και παράλληλα την ανάδειξη της διαφορετικότητας της ομάδας, ώστε να
επιτυγχάνεται αναγνώριση των ατομικών αναγκών και της σημασίας που έχει η
προσωπική επαφή, ενώ από την άλλη να διασφαλίζεται η αμοιβαία αποδοχή και ο
σεβασμός στις ομάδες στις οποίες αυτό ανήκει.

5.2.2 Επανακατηγοριοποίηση: Το μοντέλο της κοινής ενδοομαδικής ταυτότητας

Εκτός από την διαδικασία της “προσωποποίησης”, προτείνεται η ανάπτυξη της


στρατηγικής της επανακατηγοριοποίησης των υποκειμένων, η διαμόρφωση δηλαδή
μιας περιεκτικής υπερ-κείμενης ομάδας με κοινή ενδο-ομαδική ταυτότητα. Στο δίλημμα
63
άτομα ή μέλη των ομάδων τους, προτείνεται η επανακατηγοριοποίηση των δύο
ομάδων σε ένα υπερκείμενο επίπεδο όπου τα μέλη και των δύο ομάδων
επανακαθορίζουν την κοινή ταυτότητά τους. Όπως και με την προσωποποιημένη
επαφή που δίνει έμφαση στην παράβλεψη των συνόρων ανάμεσα στις δύο ομάδες,
έτσι και σύμφωνα με την κοινή ενδοομαδική ταυτότητα, τα σύνορα ανάμεσα στις δύο
ομάδες καταργούνται. Με τη δημιουργία μιας υπερ-κείμενης ομάδας μπορούμε να
αξιοποιήσουμε την αρχή της γνωστικής παραποίησης που ενυπάρχει σε κάθε
ομαδοποίηση και οδηγεί το άτομο να μεγιστοποιεί τις διαφορές ανάμεσα στις
κατηγορίες και να ελαχιστοποιεί τις διαφορές μέσα στην ίδια κατηγορία, δηλαδή να
υπερτονίζει τις ομοιότητες μεταξύ των μελών της «έσω»-ομάδας και τις διαφορές με τα
μέλη των «έξω» ομάδων. Αυτό που στην πραγματικότητα συμβαίνει είναι μια
επανακατηγοριοποίηση που οδηγεί στην άρση ή την υποβάθμιση των ορίων των
υφιστάμενων ομάδων.

5.2.3 Υποκατηγοριοποίηση

Αν ο στόχος είναι η αποτελεσματική γενίκευση των θετικών στάσεων απέναντι στα μέλη
της έξω - ομάδας, τότε αυτό που μπορεί να γίνει είναι να διατηρηθεί η αλληλεπίδραση
σε ένα διομαδικό επίπεδο, αλλά στην βάση των προϋποθέσεων που έθεσε ο Allport,
κυρίως σε ό,τι αφορά στην συνεργατικότητα των ομάδων για την επίτευξη
συμπληρωματικών στόχων. Αυτό όμως που χρειάζεται να προσεχθεί είναι ο κίνδυνος
γενίκευσης των αρνητικών στάσεων σε περίπτωση που η έκβαση της συνάντησης δεν
είναι θετική.

5.2.4 Διασταύρωση των κατηγοριοποιήσεων

Παρόλο που οι άνθρωποι μπορεί να ανήκουν σε διαφορετικές κατηγορίες, σύμφωνα


με μια διάσταση κατηγοριοποίησης, ενδέχεται να ανήκουν στην ίδια κατηγορία
σύμφωνα με μια άλλη διάσταση. Σε αυτή την περίπτωση τα όρια των κατηγοριών
διασταυρώνονται και οι διαδικασίες αύξησης των ομοιοτήτων και των διαφορών εντός
και μεταξύ των ομάδων συγκρούονται. Αυτό που υποστηρίζεται είναι ότι η διομαδική
μεροληψία θα μειωθεί, επειδή το άτομο μπορεί να θεωρείται ταυτόχρονα μέλος τόσο
της ένδο - ομάδας όσο και της έξω - ομάδας.

64
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 6. ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ ΚΑΙ ΠΑΙΔΙΑ

Η εικόνα του άλλου μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά, όχι απαραίτητα ακριβώς η ίδια,
και επιπλέον επιβάλλεται υπόρρητα στα νέα μέλη της κοινωνίας να την αποδεχτούν. Το
ίδιο συμβαίνει και με τις προκαταλήψεις που αναδύονται και προσάπτονται από τα
άτομα σε κοινωνικές ομάδες όχι με ένα τυχαίο τρόπο, αλλά σχετίζονται με τις κοινωνικές
δομές, ενώ διαμεσολαβούνται κοινωνικά, μέσω του κοινωνικού λόγου, στον βιόκοσμο
των παιδιών.

6.1 Παιδιά και προκατάληψη

Το μίσος και την περιφρόνηση για άλλες έξω-ομάδες τα μαθαίνουμε από πολύ νωρίς
στην ζωή μας. Έρευνες έχουν δείξει ότι τα παιδιά, ήδη από το 3ο ή 4ο έτος της ηλικίας,
γνωρίζουν λέξεις, απόψεις και στάσεις σχετικές με την έσω-ομάδα τους και στο 5ο έτος
έχουν μια αρκετά καθαρή αντίληψη της κοινωνικής τους ταυτότητας. Μόνο μετά την
ηλικία αυτή αποκτούν πλήρως διαμορφωμένες στάσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να
πάρουν την μορφή της προκατάληψης. Ακόμη και τότε οι στάσεις όμως δεν είναι
άκαμπτες. Αν και είναι πιθανόν ένα παιδί που αρχίζει το σχολείο να έχει ήδη μάθει τις
λέξεις –ακόμη και τα συναισθήματα- της έκδηλης προκατάληψης, όλα αυτά δεν θα
συμπυκνωθούν σε δύναμη φανατισμού, πριν το παιδί προχωρήσει στις μεγαλύτερες
τάξεις του σχολείου. Όλα εξαρτώνται από το περιβάλλον, μέσα στο οποίο ριζώνουν
αυτές οι ιδέες. Έπειτα, το συναισθηματικό περίβλημα της προκατάληψης μπορεί να
ποικίλλει από την ψυχή αδιαφορία ως την υποτιμητική ανοχή και από την κοροϊδευτική
απόρριψη ως την βίαιη εχθρότητα.
Τα παιδιά μαθαίνουν για την διαφορετικότητα μέσω του κοινωνικού περιβάλλοντος.
Έτσι, οι αντιλήψεις τους για την εθνότητα τη θρησκεία, το χρώμα κ.λπ. δεν είναι
αποτέλεσμα προσωπικών τους εμπειριών, αλλά μια έτοιμη κατηγοριοποίηση που
προέρχεται από το περιβάλλον τους. Αυτός είναι και ο λόγος που η αντίληψη περί
φυλών, εθνοτήτων και όχι μόνο εμφανίζεται νωρίς σε περιβάλλοντα στα οποία η
κατηγοριοποίηση των ατόμων βάσει της φυλής ή της εθνότητας έχει ιδιαίτερη σημασία.
Αντίθετα, εμφανίζονται αργότερα σε περιβάλλοντα όπου δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Φαίνεται,
λοιπόν, ότι τα παιδιά μαθαίνουν εκείνες τις κατηγοριοποιήσεις που έχουν μια αξία για το
περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνουν είτε αυτό αφορά τον μικρόκοσμο της οικογένειας
και της κοινότητας είτε της ευρύτερης κοινωνίας. Αυτό ακριβώς το περιβάλλον ορίζει και

65
τα κριτήρια με βάση τα οποία γίνεται η αξιολογική ιεράρχηση των διαφορετικών
ομάδων, αλλά και των στάσεων και των συμπεριφορών που θεωρούνται ενδεδειγμένες
απέναντι στην κάθε ομάδα.
Τα παιδιά έχουν την τάση να βλέπουν τον περιβάλλοντα κόσμο σαν να αποτελείται
περισσότερο από ανθρώπους που διαφέρουν από τα ίδια και λιγότερο από
ανθρώπους που μοιάζουν με αυτά. Αυτή η τάση είναι σχεδόν απόλυτη στα παιδιά
ηλικίας των 6, ενώ είναι λιγότερο άκαμπτη στην ηλικία 10 –14 ετών. Το γεγονός αυτό
αποτελεί λογική συνέπεια της νοητικής ανάπτυξης των παιδιών: τα παιδιά πρώτα
μαθαίνουν να βλέπουν διαφορές και αργότερα μαθαίνουν να ανακαλύπτουν
ομοιότητες. Αυτό δεν είναι τυχαίο. Όλοι οι άνθρωποι καταγράφουμε ευκολότερα
διαφορές, επειδή οι αισθήσεις μας καταγράφουν πιο εύκολα αντιθετικά γνωρίσματα.
Τα παιδιά δεν φτάνουν στην προσχολική εκπαίδευση σαν άγραφοι χάρτες σε ό,τι
αφορά το θέμα της διαφορετικότητας. Από πολύ νωρίς αρχίζουν να έχoυν αντίληψη
των διαφορών (χρώμα, φυλή, γλώσσα, φύλο), αφού μαθαίνουν τις τρέχουσες
κοινωνικές κατηγοριοποιήσεις μέσα από τη διαδικασία της κοινωνικοποίησης. Κατά την
διάρκεια της προσχολικής ηλικίας τα παιδιά αρχίζουν να προσέχουν περισσότερο τις
διαφορές που προέρχονται από την κουλτούρα, ξεκινώντας από τις εμφανείς διαφορές
(π.χ. τις γλωσσικές), ενώ στην συνέχεια προχωρούν στην επισήμανση πιο λεπτών
διαφοροποιήσεων που αφορούν στις διατροφικές συνήθειες, τις ενδυματολογικές
προτιμήσεις, την συμπεριφορά ή την γλώσσα του σώματος.
Τα ερευνητικά δεδομένα καταδεικνύουν ότι τα παιδιά, ήδη από την βρεφική ηλικία,
προσέχουν τις ενδείξεις της φυλής και μετά από την ηλικία των τριών ή των τεσσάρων
ετών έχουν μια σαφή εικόνα για αυτού του είδους την κατηγοριοποίηση. Η στάση των
παιδιών απέναντι στην φυλή και την εθνική ομάδα τους και άλλες πολιτιστικές ομάδες
αρχίζει να διαμορφώνεται νωρίς, ήδη στα προσχολικά έτη. Οι στάσεις αυτές ποικίλουν
με βάση το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται τα παιδιά, την θέση της δικής
τους ομάδας (μειονοτική ή όχι), καθώς και την συχνότητα και τον τύπο επαφής με
παιδιά που έχουν διαφορετική φυλετική προέλευση.
Σημαντικό είναι το γεγονός ότι τα παιδιά εμφανίζουν “προ-προκαταλήψεις”, πρόδρομες
δηλ. μορφές προκατάληψης απέναντι στο διαφορετικό, οι οποίες αποκτούν την μορφή
κανονικής προκατάληψης, όταν ενισχυθούν από το κοινωνικό πλαίσιο και τις κυρίαρχες
στερεοτυπικές εικόνες που επικρατούν εκεί.

66
Σύνοψη
Στην παρούσα διδακτική ενότητα μάθαμε:
• την έννοια της προκατάληψης και με ποιον τρόπο δομείται η προκατάληψη στα
άτομα ήδη από την παιδική τους ηλικία,
• πώς χρησιμοποιείται ορθά ο όρος μεροληψία,
• ποιες είναι οι πηγές της προκατάληψης, και τις τρεις θεωρίες απόκτησης
προκαταλήψεων,
• τον μετασχηματισμό της προκατάληψης από φανερή σε κρυφή, τις ατομικές και τις
κοινωνικές συνέπειες των προκαταλήψεων, καθώς και
• στρατηγικές μείωσης των προκαταλήψεων.

67
68
ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Προγράμματα Συμπληρωματικής Εκπαίδευσης

Με τη χρήση καινοτόμων μεθόδων εξ αποστάσεως εκπαίδευσης

1904 – ΣΤΕΡΕΟΤΥΠΑ, ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ ΚΑΙ ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ 4. Ο ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ ΩΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ

69
70
Εισαγωγικές Παρατηρήσεις
Στην πρώτη υποενότητα ορίζεται η έννοια του ρατσισμού ως μία στάσης ή και
πολιτικής διακρίσεων εις βάρος κάποιας πληθυσμιακής ομάδος συνολικά, βάσει
ορισμένων γενικών γνωρισμάτων που θεωρείται ότι φέρουν τα μέλη της και
εκλαμβάνονται ως απεχθή. Πρόκειται εν γένει για μία ιδεολογία συστηματικών
διακρίσεων. Στην συνέχεια ορίζεται η έννοια της φυλής ιστορικά και επιστημονικά. Στην
ίδια υποενότητα αναλύονται και τα χαρακτηριστικά του ρατσισμού και τονίζεται ότι η
ρατσιστική ιδεολογία βασίζεται στην διασύνδεση φανταστικών και πραγματικών
διαφορών, ενώ ο ρατσιστής αναζητεί και δημιουργεί μία αιτία των διαφορών στο
γενετικό υλικό των ανθρώπων. Τονίζεται μάλιστα η διαφορά ανάμεσα στον συνήθη και
τον ανεπτυγμένο ρατσισμό.
Στη δεύτερη υποενότητα επιχειρείται μία ιστορική προσέγγιση του διαχρονικού
φαινομένου του ρατσισμού, ως φαινομένου δηλαδή που συνδέεται με την εποχή, τις
ιστορικές συγκυρίες και τους σκοπούς που καλείται κάθε φορά να υπηρετήσει. Πιο
συγκεκριμένα, παρότι ο ρατσισμός καθιερώθηκε στον τομέα της έρευνας, της
επιστήμης και της κοινωνίας τον 18ο αιώνα, τα γνωρίσματα και τα χαρακτηριστικά του
μπορούν να αναχθούν στην αρχαιότητα.
Στην τρίτη υποενότητα παρουσιάζονται τα επιμέρους είδη του ρατσισμού. Πιο
συγκεκριμένα, αναλύεται η έννοια του «κλασικού», βιολογικού ρατσισμού, ο οποίος
παίρνει, στα τέλη του 19ου αιώνα, στην Ευρώπη, μία ψευδοεπιστημονική, βιολογική
επίφαση που οδηγεί στην γενοκτονία των Εβραίων και των Τσιγγάνων. Τέλος, ορίζεται η
έννοια του νέου ρατσισμού, όπως αυτός εμφανίζεται ήδη από την δεκαετία του 1970
στην Ευρώπη και στρέφεται εναντίον των ξένων μεταναστών. Παρουσιάζονται οι
βασικές θέσεις στις οποίες αυτός θεμελιώνεται, ενώ η διδακτική ενότητα κλείνει με την
αναφορά στα τέσσερα βασικά χαρακτηριστικά του σημερινού νέου ρατσισμού, όπως
αυτός αντιδιαστέλλεται με τον παλαιό, βιολογικό ρατσισμό.

71
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 1. Ο ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ ΩΣ ΕΝΝΟΙΑ

1.1 Στοιχεία ορισμού

Ο ρατσισμός συνιστά μια στάση, ή και πολιτική διακρίσεων, εις βάρος κάποιας
πληθυσμιακής ομάδας συλλήβδην, στη βάση ορισμένου ή ορισμένων γενικών
γνωρισμάτων που θεωρείται ότι φέρουν εγγενώς όλα τα μέλη της, γνωρισμάτων που
εκλαμβάνονται ως απεχθή. Ο ρατσισμός δεν αποτελεί παρά την ιδεολογία εκείνη που
χρησιμοποιείται από ορισμένους στην προσπάθειά τους να δικαιολογήσουν τις
συστηματικές διακρίσεις που πραγματοποιούν εις βάρος μεγάλων ομάδων
ανθρώπων. Η έννοια «ρατσισμός» προσεγγίστηκε και ορίστηκε διαφορετικά κατά την
διάρκεια της ιστορικής της διαδρομής. Μέχρι σήμερα διαπιστώνεται η σύνδεση του
ρατσισμού με την έννοια της φυλής. Ο όρος φυλή υποδηλώνει μια ομάδα ανθρώπων
που χαρακτηρίζεται από κοινή καταγωγή και συνήθως από ορισμένα ευδιάκριτα
φυσικά χαρακτηριστικά, όπως είναι το χρώμα του δέρματος.
Υπάρχουν δύο απόψεις για την έννοια της φυλής. Η μια εκλαμβάνει την «φυλή» ως ένα
φυσικό δεδομένο, ενώ αποδίδει ευθύνες στον ρατσισμό για ιδεολογικοποίηση, επειδή
αξιολογεί τις «φυλές», έχοντας ως βάση την διάκριση. Η δεύτερη αντιμετωπίζει τις
«φυλές» ως κοινωνικές κατασκευές, που αναπτύχθηκαν ως κατηγορίες νομιμότητας της
ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας.
Η έννοια της φυλής αποτελεί το βασικό συστατικό δόμησης του πρώτου, κλασσικού,
βιολογικού ρατσισμού. Η φυλετική ιδέα αποτέλεσε την βάση για την κατηγοριοποίηση
του ανθρώπινου είδους στην βάση παρατηρήσιμων εξωτερικών διαφορών. Στην
πραγματικότητα, η έννοια της φυλής αποτελεί ένα ιδεολογικό κατασκεύασμα και όχι μια
επιστημονική κατηγορία. Αποτέλεσε μια ιδεολογική κατασκευή, η οποία μπορεί να μην
έχει καμία βιολογική νομιμοποίηση, έχει όμως σημαντικές κοινωνικές, οικονομικές και
πολιτικές συνέπειες. Η λέξη ράτσα έχει την καταγωγή της από την ισπανική raza και την
πορτογαλική raca. Οι δύο αυτές λέξεις προέρχονται από την αραβική ras που σημαίνει
κεφάλι. Η φυλετική καταγωγή είχε εξαιρετική σημασία για τις νομαδικές αραβικές φυλές
που κάθε μία από αυτές είχε αυστηρή ιεραρχία και έναν αρχηγό («κεφάλι»). Κάθε μέλος
της φυλής όφειλε να γνωρίζει την καταγωγή του, είχε τη δική του θέση, με τα δικαιώματα
και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτήν, μέσα στην ιεραρχία, και μία συλλογική
ταυτότητα.

72
Σε αντίθεση με την έννοια της ράτσας, η οποία έχει ιστορία τεσσάρων και πλέον
αιώνων, ο όρος ρατσισμός πρωτοεμφανίστηκε στον μεσοπόλεμο. Ωστόσο ως
φαινόμενο είναι διαχρονικό, δεδομένου ότι μορφές πρωτογενούς ρατσισμού
συναντάμε σε όλες ανεξαιρέτως τις ιστορικές κοινωνίες. Κλασικές περιπτώσεις είναι το
αίσθημα πολιτιστικής υπεροχής των Ελλήνων απέναντι στους Βαρβάρους, αλλά και ο
θρησκευτικός και πολιτικός αντισημιτισμός.
Σύμφωνα με την UNESCO, ο ρατσισμός συνίσταται από αντικοινωνικές πεποιθήσεις και
πράξεις που βασίζονται στην πλάνη ότι υπάρχουν βιολογικοί λόγοι που δικαιολογούν
τις διακρίσεις στις σχέσεις μεταξύ των φυλετικών ομάδων. Βέβαια, ο πραγματικός
στόχος του ρατσισμού είναι να διατηρηθούν οι διαφορές ανάμεσα στις ομάδες, ώστε
να στηρίζουν σχέσεις ανισότητας και εκμετάλλευσης.
Με την έννοια ρατσισμός εννοούνται από την μια πλευρά η εγωκεντρική υπερηφάνεια
για την δική μας ομάδα, η προτίμηση στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτής της ομάδας,
η πεποίθηση ότι αυτά τα χαρακτηριστικά είναι ουσιαστικά βιολογικής φύσεως και ότι
μεταφέρονται στις επόμενες γενεές και από την άλλη πλευρά οι αρνητικές αντιλήψεις για
άλλες ομάδες που δεν έχουν τα χαρακτηριστικά της οικείας ομάδας, συνδεδεμένες με
την ανάγκη και τάση να διακρίνουμε, όσον αφορά στην ομάδα, διαφορετική ομάδα και
να την αποκλείσουμε από την πλήρη συμμετοχή στην ζωή της κοινωνίας.
O ρατσισμός σχετίζεται με οποιαδήποτε στάση, συμπεριφορά ή πεποίθηση που
στρέφεται εναντίον κάποιας κοινωνικής ομάδας λόγω της εθνικότητας, της φυλής ή
του χρώματος των μελών της. Αφορά, με άλλα λόγια, στην απόρριψη των ατόμων
εξαιτίας της διαφορετικότητάς τους.
Ένας όρος που στο παρελθόν χρησιμοποιήθηκε ως συνώνυμος του ρατσισμού είναι ο
όρος φυλετισμός (racialism). Όμως, παρόλο που ο φυλετισμός εμπεριέχει την
ρατσιστική στάση, την εντάσσει σε μια ολοκληρωμένη, ιεραρχική, βιολογική θεώρηση
των ανθρώπινων φυλών. Σε αυτό το πλαίσιο, η φυλή εκλαμβάνεται ως η κατεξοχήν
σημαντική, ανθρωπολογικής τάξεως, κατηγορία για την ανάλυση όλων των
διανθρώπινων, επομένως και κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων. Ο εθνοφυλετισμός
μάλιστα συνιστά μια σύνθεση φυλετισμού και εθνικισμού, τα πρωτεία της οποίας
διατηρεί ο φυλετισμός, καθώς θεωρείται ότι το έθνος ανάγεται στην φυλή ως
παράγωγό της, διατηρώντας αναλλοίωτα τα γνωρίσματά της.

73
1.2 Χαρακτηριστικά του Ρατσισμού

Σύμφωνα με τον Balibar, ο ρατσισμός αρθρώνεται γύρω από το στίγμα της


ετερότητας, όπως το χρώμα του δέρματος, η εθνική προέλευση, οι θρησκευτικές
πεποιθήσεις, το σωματικό ελάττωμα, και γενικά γύρω από την διαφορετικότητα του
«Άλλου», και εγγράφεται σε πρακτικές περιφρόνησης, αδιαλλαξίας, ευτελισμού,
εκμετάλλευσης και βίας, καθώς και σε συμπεριφορές και πράξεις που αποσκοπούν
στην κάθαρση του κοινωνικού σώματος από ξένα στοιχεία, προκειμένου να
διαφυλαχθεί η ταυτότητα του «Εμείς» από κάθε πρόσμειξη.
Πρόκειται για μια ιδεολογία, η οποία προϋποθέτει συγκεκριμένες ταξινομήσεις
ανθρώπων, αξιολόγηση των χαρακτηριστικών τους με βάση την κατηγορία στην οποία
ταξινομούνται και δικαιολόγηση των στάσεων και των συμπεριφορών απέναντι στα
πρόσωπα αυτά με βάση τα υποτιθέμενα χαρακτηριστικά τους. Η κατηγοριακή αντίληψη
είναι παρούσα σε κάθε είδος ρατσισμού. Η συμπεριφορά ενός ατόμου απέναντι σε ένα
άλλο σε μια δεδομένη κοινωνική περίσταση επηρεάζεται σημαντικά από τον τρόπο με
τον οποίο το δρων υποκείμενο αντιλαμβάνεται ή ορίζει αυτόν, απέναντι στον οποίο
δρα. Έτσι, αντικείμενο ρατσιστικής αντιμετώπισης μπορεί να γίνει ένα άτομο ή μια
ομάδα που λογίζονται κατώτερα, αφύσικα κ.ά., λόγω εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής,
φυλετικής προέλευσης, θρησκευτικών πεποιθήσεων, σεξουαλικού προσανατολισμού
κ.ο.κ.
Ο ρατσισμός δεν είναι κατ’ ανάγκην προϊόν ιδιαίτερης θεωρητικής επεξεργασίας.
Περισσότερο εκλαμβάνει ως δεδομένες κάποιες στερεότυπες και συχνά κοινότοπες
προκαταλήψεις και πρακτικές, που οδηγούν σε αντίστοιχες περιφρονητικές
συμπεριφορές προς την ομάδα-στόχο. Δεν καταλήγει αναγκαστικά σε οργανωμένη,
επιθετική και βίαιη δράση, μολονότι αυτό το ενδεχόμενο διατηρείται πάντα ως πιθανό.
Ο ρατσισμός αν και εμπεριέχει το στοιχείο της προκατάληψης, δεν είναι απλή
προκατάληψη, όπως και κάθε προκατάληψη δεν είναι ρατσισμός. Η προκατάληψη
όμως εύκολα μπορεί να μετατραπεί σε κοινωνική διάκριση. (ορισμένοι λευκοί
διακατέχονται από την προκατάληψη ότι οι μαύροι είναι βρώμικοι με αποτέλεσμα να
μην τους δέχονται ως ενοικιαστές, ή δεν ψωνίζουν από τσιγγάνους γιατί επικρατεί η
άποψη ότι εξαπατούν τους πελάτες τους).

74
Κείμενο 1. Ο ρατσισμός ως αντικοινωνικό και αντιανθρώπινο φαινόμενο

Η ρατσιστική δράση μπορεί να ξεκινά από την απλή λεκτική κατάχρηση (μιλάμε
αρνητικά για την ομάδα), να φτάνει στην διάκριση (συμπεριφορά που υποτιμά την
ρατσιστι ομάδα, την κακομεταχειρίζεται, την ανταμείβει λιγότερο από τις άλλες, κι αν δεν την
κη
δραση αποκλείει, την μποϋκοτάρει), την βίαιη κατάχρηση (σαρκάζοντας, ενοχλώντας,
απειλώντας, εξαντλώντας ή βλάπτοντας την κληρονομιά της ομάδας) ή ακόμα και την
εξάλειψη (απομονώνοντας, διώχνοντας, σκοτώνοντας λυντσάροντας, προβαίνοντας
σε γενοκτονία ή εθνοτική κάθαρση). Ακριβώς εξαιτίας αυτής της δυναμικής της
ρατσιστικής δράσης πολλοί μελετητές θεωρούν παραπλανητική τη διάκριση ανάμεσα
στο θεωρητικό και τον πρακτικό ρατσισμό, ανάμεσα στον λεκτικό ρατσισμό (τη βία των
λόγων) και στη χρήση φυσικής βίας. Οι λέξεις και οι πράξεις δεν ανήκουν σε
θεωρητικος
& πρακτικος ξεχωριστούς και ανεξάρτητους μεταξύ τους κόσμους. Αλληλοκαθορίζονται και
ρατσισμος αποτελούν τις όψεις του ίδιου νομίσματος του ρατσισμού. Ο ρατσισμός ακόμα και αν

εκδηλώνεται μόνο φραστικά είναι μια εν δυνάμει απειλή αφού υπαινίσσεται την ύπαρξη
κατώτερων κοινωνικών ομάδων ή ατόμων.
Όσοι πιστεύουν στις ρατσιστικές θεωρίες δεν αντιλαμβάνονται την διαφορά μεταξύ
φύσης και πολιτισμού. Επίσης, διακατέχονται από προκαταλήψεις απέναντι σε όσους
είναι ξένοι, διαφορετικοί, αλλά και σε όσους διαφωνούν με τις αντιλήψεις τους, τους
οποίους θεωρούν προδότες της φυλής. Έχουν εκ προοιμίου σίγουρη άποψη για το
ποιοι είναι με το μέρος τους και ποιοι είναι οι εχθροί τους, χωρίς να μπορεί κανείς να
τους αλλάξει γνώμη με επιχειρήματα. Πιστεύουν τυφλά στους ρατσιστικούς μύθους και
75
αρνούνται την οποιαδήποτε κριτική ή αμφισβήτηση των αντιλήψεών τους. Δεν
απορρίπτουν μόνο τις απόψεις των άλλων, αλλά και την ίδια τη χρήση του Λόγου,
χρησιμοποιώντας έναν στεγανό λόγο που μαζί με τις προκαταλήψεις τους, τούς
βοηθούν να μην αντικρίζουν την πραγματικότητα, η οποία τους προκαλεί άγχος, γιατί
τους υπενθυμίζει την ύπαρξη της διαφοράς και της έλλειψης.
Επιπλέον, οι ρατσιστές εκμεταλλεύονται τις υπαρκτές διαφορές ανάμεσα στους
πολιτισμούς. Παράλληλα, διαστρέφουν τις αιτίες και την ουσία αυτών των διαφορών,
παρουσιάζοντάς τες ως φυσικές, από τις οποίες προκύπτει μία πολιτισμική ιεραρχία.
Όμως οι διαφορές ανθρώπων και πολιτισμών δεν αποτελούν αιτίες που οδηγούν στο
ρατσισμό. Ο ρατσιστής αναζητεί και δημιουργεί μία αιτία αυτών των διαφορών στο
«γενετικό υλικό» των ανθρώπων. Η ρατσιστική ιδεολογία και μυθολογία βασίζεται στην
διασύνδεση φανταστικών και πραγματικών διαφορών.
Μπορούμε να καταλάβουμε ότι ο ρατσισμός είναι αποτέλεσμα ρατσιστικών
αντιλήψεων. Πέρα όμως από αυτό, μπορεί η ρατσιστική συμπεριφορά να εκπορεύεται
από ιδιοτέλεια, από καθαρά προσωπικά συμφέροντα. Σε αυτήν την περίπτωση η
διατύπωση ρατσιστικών αντιλήψεων για το θύμα της ρατσιστικής συμπεριφοράς
γίνεται εκ των υστέρων, για να δικαιολογήσει την συγκεκριμένη συμπεριφορά. Είναι
χαρακτηριστική η περίπτωση της συμπεριφοράς των λευκών εργοδοτών στην Νότια
Αφρική την εποχή του Απαρτχάιντ οι οποίοι, ενώ δεν συμμερίζονται τις απόψεις περί
κατωτερότητας ή επικινδυνότητας των μαύρων, υποστήριζαν μια ρατσιστική πολιτική,
επειδή η εφαρμογή της εξυπηρετούσε τα σημαντικά οικονομικά τους συμφέροντα.
Τέλος, ο ρατσισμός μπορεί να υπάρξει ως αποτέλεσμα μέτρων της πολιτείας. Μάλιστα
η ύπαρξη ρατσιστικών μέτρων στο επίπεδο του κράτους τροφοδοτεί και ενισχύει το
πλέγμα των αρνητικών αντιλήψεων, στάσεων και συμπεριφορών στο ατομικό και
κοινωνικό επίπεδο.
O Taguieff προτείνει την διάκριση ανάμεσα στον συνήθη και τον ανεπτυγμένο
ρατσισμό. Στην πρώτη περίπτωση θεωρεί ότι έχουμε να κάνουμε με έναν διάχυτο,
αόριστο και μη εξειδικευμένο ρατσισμό, ενώ στην δεύτερη με τον διαμορφωμένο,
δογματικό ρατσισμό. Η συνηθισμένη ρατσιστική σκέψη περιστρέφεται γύρω από
συνειδητούς ή μη συμβολισμούς που ακόμα δεν έχουν γίνει δόγμα. Ο ρατσισμός
ερμηνεύει την σχέση ανάμεσα σε «Εμάς» και τους «Άλλους» ως διάκριση ανάμεσα σε
δύο ξεχωριστά ανθρώπινα είδη που το ένα είναι ανώτερο από το άλλο, το οποίο ίσως
και να μην θεωρείται ανθρώπινο. Τέτοιες αντιλήψεις εγγράφονται στο ασυνείδητο
αρκετών ανθρώπων και μπορούν να γίνουν αντιληπτές μέσα από καθημερινές

76
εκφράσεις ή πράξεις τους. Όταν αυτές παγιωθούν και μετατραπούν σε πεποιθήσεις,
τότε τα άτομα ασπάζονται πλήρως την ρατσιστική ιδεολογία και εμφανίζεται το
φαινόμενο του ανεπτυγμένου ρατσισμού. Έτσι, ακόμα και όταν η καθημερινή εμπειρία
διαψεύδει εμφανώς τις θεωρίες και τα ιδεολογήματά τους, εκείνοι την απορρίπτουν.

ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 2. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

O ρατσισμός αποτελεί ένα διαχρονικό φαινόμενο, το οποίο συνδέεται με την εποχή, τις
ιστορικές συγκυρίες και τους σκοπούς που καλείται κάθε φορά να υπηρετήσει. Για τον
λόγο αυτό, δεν υπάρχει ένας και απαράλλακτος ρατσισμός, αλλά διαφορετικοί
ρατσισμοί, οι οποίοι εμφανίζονται κάτω από ορισμένες ιστορικές συνθήκες και στο
πλαίσιο μιας δεδομένης κάθε φορά κοινωνίας. Πρόκειται για ένα εξαιρετικά σύνθετο
φαινόμενο, που μάς υποχρεώνει να το μελετήσουμε πάντοτε σε συνάφεια με τα
ιστορικά, κοινωνικά και πολιτισμικά δεδομένα κάθε εποχής.

2.1 Ο ρατσισμός ως διαχρονικό φαινόμενο

Είναι απαραίτητο να κάνουμε μια διάκριση μεταξύ του ρατσισμού ως κοινωνικό


φαινόμενο και του ρατσισμού ως εννοιολογικού όρου. Ο ρατσισμός ως έννοια
εμφανίζεται τον 18ο αι. και συνδέεται με την γεωγραφική επέκταση των Ευρωπαίων.
Έτσι, αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ευρωπαϊκής έννοιας της νεωτερικότητας.
Παρά όμως το γεγονός ότι ο πραγματικός όρος «ρατσισμός» καθιερώθηκε στον τομέα
της έρευνας, της επιστήμης και της κοινωνίας τον 18ο αιώνα, τα γνωρίσματα και τα
χαρακτηριστικά του ρατσισμού μπορούν να αναχθούν στην αρχαιότητα.
Ήδη στην αρχαία Ελλάδα μπορεί να γίνει λόγος για έναν «πρωτο-ρατσισμό» ο οποίος
στρέφεται ιδιαίτερα εναντίον των ταξινομημένων, «βάρβαρων» Περσών και Αιγυπτίων. Η
γνωστή φράση «Πας μη Έλλην Βάρβαρος» χρησιμοποιείτο για τον διαχωρισμό των
Ελλήνων από τους «αλλόγλωσσους», «αλλόφυλους». Ο όρος «βάρβαρος», ως
συλλογικός προσδιορισμός, οφείλεται στις ακατάληπτες για τους Έλληνες γλώσσες
που μιλούσαν οι λαοί της Μικράς Ασίας. Επιπλέον, ως παράδειγμα, αναφέρονται οι
γυναίκες στην ελληνική κοινωνία, οι οποίες ήταν αποκλεισμένες και
περιθωριοποιημένες, εξαιτίας της υποτιθέμενης, βιολογικής ανεπάρκειάς τους. Το ίδιο
ίσχυε και για τους σκλάβους, που ήταν περιθωριοποιημένοι.

77
Μετά τους Περσικούς πολέμους (490-478) τονώθηκε το αίσθημα της πολιτιστικής
ανωτερότητας των Ελλήνων απέναντι σε όσους δεν ήταν Έλληνες και ο όρος αυτός
απέκτησε ένα υποτιμητικό νόημα που κρατάει μέχρι και σήμερα, δηλαδή
χρησιμοποιείται, για να δηλώσει τον απολίτιστο, τον άξεστο. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει
ότι οι Αρχαίοι Έλληνες ήταν ρατσιστές με την σημερινή έννοια του όρου. Διακατέχονταν,
ιδιαίτερα κατά την κλασική περίοδο, από αίσθημα πολιτιστικής ανωτερότητας, αλλά
αυτή τους η στάση δεν υποδήλωνε διαθέσεις εξόντωσης των ξένων, όπως συνέβη
στην ναζιστική Γερμανία. Η διάκριση που υποστήριζαν δεν είχε ως κριτήριο την
καταγωγή ή το χρώμα του δέρματος, αλλά το πολιτιστικό επίπεδο και θύμιζε
περισσότερο εθνοκεντρισμό από ό,τι ρατσισμό. Άλλωστε, οι αρχαίοι Έλληνες, με
εξαίρεση την ολιγαρχική Σπάρτη, φημίζονταν για την φιλοξενία τους. Ακόμη και στην
περίπτωση των δούλων, που η κοινωνική διάκριση ήταν ξεκάθαρη, αυτοί δεν
αποτελούνταν μόνο από ξένους, αλλά και από Έλληνες, που δεν μπορούσαν να
αποπληρώσουν τα χρέη τους. Βέβαια, έχουμε και πρακτικές που παραπέμπουν στην
φυσική εξόντωση του κατώτερου, όπως, για παράδειγμα, ήταν η πρακτική των
Σπαρτιατών να πετούν τα ανάπηρα και καχεκτικά παιδιά στον Καιάδα.
Η αντίθεση «καθαρό» - «ακάθαρτο» έχει ιδιαιτέρως μακρά ιστορία σε κοινωνικές τάξεις,
όπως εκείνες της Ινδίας και της Ιαπωνίας. Οι διακρίσεις σε βάρος των “μιαρών” στο
ινδικό σύστημα της κάστας θεωρούνται μια από τις αρχαιότερες μορφές πρωτογενούς
ρατσισμού στην ιστορία της ανθρωπότητας. Γύρω στο 1500 π.Χ, ο λαός των Αρίων, οι
σιταρόχρωμοι, όπως αυτοαποκαλούνταν λόγω του λευκού χρώματος του δέρματος
και των ξανθών μαλλιών τους, εισέβαλλε στις βορειοδυτικές περιοχές των Ινδιών και,
αφού καθυπόταξε τον ντόπιο πληθυσμό, επέβαλε ένα ιδιαίτερα αυστηρό ιεραρχικό
σύστημα κοινωνικής στρωμάτωσης, το μοναδικό στο είδος του σύστημα της κάστας.
Το σύστημα της κάστας θεμελιώνεται στην συνύπαρξη δύο αντίθετων στοιχείων, του
«αγνού» και του «μιαρού», στην λεγόμενη «αρχή της καθαρότητας».
Άλλο ιστορικό παράδειγμα μιας προνεωτερικής μορφής ρατσισμού είχε η Ισπανία τον

Εβραίοι 1 15ο και 16ο αιώνα, όταν εγκαθιδρύθηκε η αρχή της «καθαρότητας του αίματος»
εναντίον του εβραϊκού πληθυσμού. Μετά την κατάρρευση της
χριστιανομουσουλμανικής ισορροπίας στην Ισπανία, οι Εβραίοι θεωρήθηκαν ως το
νέο εξιλαστήριο θύμα, οι διακρίσεις των οποίων, σε επιμέρους πτυχές, μπορούν να
συγκριθούν με την «φυλετική νομοθεσία» των ναζί.
Στις δηλώσεις των Πατέρων της Εκκλησίας βρίσκονται επανειλημμένα αρνητικά
επιχειρήματα. Οι χριστιανοί δεν χρειάζονται μόνο την σωστή ομολογία αλλά και ένα

78
κληρονομικό, καθαρό αίμα, το οποίο απειλείται από την επιμειξία με αλλόθρησκους,
αλλά και από τους αποστάτες. Οι αντισημιτικές ιδέες της Εκκλησίας είναι
χαρακτηριστική περίπτωση εκδήλωσης ρατσιστικού λόγου. Κατασκευάζονται
αντισημιτικές αντιλήψεις, όπως, για παράδειγμα, «οι Εβραίοι αποπνέουν μια διαβολική
μυρωδιά», «ο Αντίχριστος ως γιος του Σατανά» και «οι Εβραίοι λατρεύουν τον Σατανά».
Οι Εβραίοι παρουσιάζονται ως «ένας ενσαρκωμένος διάβολος», διότι επεδίωκαν την
παγκόσμια κυριαρχία και έπρεπε, επομένως, να «εξορκίζονται».
Η ιστορία του αντισημιτισμού είναι πολύ παλιά. Όταν ο χριστιανισμός εξελίχθηκε σε
κυρίαρχη θρησκεία και στην συνέχεια σε κύρια δύναμη συνοχής στην Ευρώπη, οι
Εβραίοι τέθηκαν στο περιθώριο της κοινωνίας, καθώς κατηγορούνταν ως υπεύθυνοι
για τον θάνατο του Χριστού. Οι κατηγορίες αυτές, βέβαια, αποσιωπούσαν ότι ο ίδιος ο
Χριστός, η Παναγία και όλοι οι Απόστολοι ήταν Εβραίοι. Έκτοτε, απομονώθηκαν σε
γκέτο (συνοικίες υποχρεωτικής διαμονής των Εβραίων) στις περισσότερες ευρωπαϊκές
πόλεις. Εξαιτίας των περιορισμών που τους τέθηκαν όσον αφορά την πρόσβαση σε
διάφορα επαγγέλματα και στην δημόσια ζωή, σε συνδυασμό με την ανασφάλεια που
προκαλούσε το εχθρικό κλίμα απέναντί τους, αποθαρρύνονταν από επενδύσεις σε γη
Εβραίοι 2
(και γενικά σε ακίνητη περιουσία που θα χανόταν σε περίπτωση αναγκαστικής
μετακίνησής τους) και αρκετοί στράφηκαν σε εμπορικές και τραπεζικές δραστηριότητες.
Η συγκυρία της ανάπτυξης του εμπορίου στα τέλη του Μεσαίωνα και κατά την
Αναγέννηση ευνόησε αρκετούς Εβραίους, οι οποίοι, λόγω των προαναφερόμενων
επαγγελματικών ενασχολήσεων, πλούτισαν και έγιναν αντικείμενο φθόνου. Έτσι, οι
διακρίσεις εις βάρος των Εβραίων εντάθηκαν και συχνά εξελίχθηκαν σε διωγμούς, που
κυμαίνονταν από την αναγκαστική μετακίνηση σε άλλο τόπο ως τα γνωστά πογκρόμ
(καταστροφή περιουσιών, προπηλακισμοί και δολοφονίες). Συχνά το κλίμα αντιπάθειας
εναντίον των Εβραίων χρησιμοποιήθηκε και για εξυπηρέτηση πολιτικών σκοπιμοτήτων,
όπως στην Γαλλία και στην Ρωσία, όπου οι Εβραίοι χρησιμοποιήθηκαν ως
αποδιοπομπαίοι τράγοι, για να εκτονωθεί η λαϊκή δυσαρέσκεια. Εκατομμύρια
Ρωσοεβραίων και Πολωνοεβραίων μετά από τη δολοφονία του Αλέξανδρου Β΄ (1881)
εκδιώχθηκαν βίαια και αναγκάστηκαν να βρουν καταφύγιο σε άλλες χώρες.
Ο δαιμονολογικός ρατσισμός, που συναντάμε στην περίπτωση των Εβραίων, παίζει,
επίσης, σημαντικό ρόλο και κατά την νομιμοποίηση της υπερατλαντικής δουλείας.
Πολύ πριν την κατασκευή της έννοιας «φυλή», αλλά και στην συνέχεια, αφότου αυτή
επικράτησε εννοιολογικά, οι Αφρικανοί βρίσκονται ανάμεσα στους απογόνους των
αμαρτωλών με την βοήθεια του μύθου του Ham και χαρακτηρίζονται ως εκ γενετής

79
δεδηλωμένοι σκλάβοι. Η κατάρα του Νώε ερμηνεύεται από νωρίς ως η νομιμοποίηση
της δουλείας. Η εκδοχή αυτή διαδίδεται στην συνέχεια στην Πορτογαλία και την Ισπανία
με τους αυξανόμενους Αφρικανούς σκλάβους, μεταφέρεται στην Νότιο Αμερική και
από τον 17ο αιώνα ανθίζει στη Βόρεια Αμερική.
Σχετικά με τον ρατσισμό εναντίων των μαύρων, παρατηρείται ότι δεν υπήρχαν δείγματα
διακριτικής μεταχείρισης στην αρχαιότητα. Το μαύρο χρώμα άρχισε να αποτελεί δείγμα
κατωτερότητας από τότε που οι Ευρωπαίοι και οι Άραβες αποικιοκράτες επιδόθηκαν
στο δουλεμπόριο των μαύρων. Τα πρώτα δείγματα αντινεγρισμού σημειώθηκαν τα τέλη
του 18ου αιώνα στις αγγλικές αποικίες της Καραϊβικής. Οι ρατσιστικές αντιλήψεις με
αποκορύφωμα το καθεστώς των φυλετικών διακρίσεων στη Νότια Αφρική (Apartheid),
το οποίο στηρίχθηκε στη διαίρεση του πληθυσμού σε λευκούς, μαύρους και
εγχρώμους, ώθησαν τους μαύρους στην κοινωνική αποξένωση και τους ανάγκασαν
να ζουν περιορισμένοι στα γκέτο υπό άθλιες συνθήκες και αποκλεισμένοι από κάθε
είδους κοινωνικών δικαιωμάτων και απολαβών.
Η ρατσιστική ιδεολογία εμφανίστηκε στα μέσα περίπου του 18ου αιώνα ως ακραία,
ανορθολογική αντίδραση απέναντι στην καθολική έννοια του ανθρώπου, όπως αυτή
προέκυψε από τις ιδέες του Διαφωτισμού, και, σύμφωνα με την οποία, όλοι οι
άνθρωποι, ανεξαρτήτως γένους, οικονομικής κατάστασης, φύλου, καταγωγής ή
χρώματος, γεννιούνται ελεύθεροι και ίσοι. Παρόλα αυτά, οι ρατσιστικές πρακτικές είχαν
αρχίσει να εφαρμόζονται ήδη από τις αρχές του 16ου αιώνα και συνδέονταν με τον
απάνθρωπο τρόπο με τον οποίον οι Ευρωπαίοι αποικιοκράτες μεταχειρίζονταν τους
ιθαγενείς των χωρών του Νέου Κόσμου. Τότε πρωτοεμφανίστηκαν οι φυλετικές ιδέες,
καθώς οι Ευρωπαίοι κατακτητές, στην προσπάθειά τους να δικαιολογήσουν την
εκμετάλλευση των ντόπιων πληθυσμών και του φυσικού πλούτου των χωρών τους,
καλλιεργούσαν συστηματικά το ιδεολόγημα της δήθεν εκ φύσεως κατωτερότητας των
ιθαγενών και της ανάγκης «εκπολιτισμού» τους. Έτσι, τα πρώτα προφανή θύματα των
ρατσιστικών πρακτικών ήταν οι Αφρικανοί, οι Ασιάτες και οι ιθαγενείς κάτοικοι της
Αμερικής, καθώς επίσης και όσοι άλλαξαν τόπο διαμονής εξαιτίας της αποικιοκρατίας,
όπως, για παράδειγμα, οι Ασιάτες και οι Ινδοί της Μεγάλης Βρετανίας ή οι Άραβες της
Γαλλίας. Ο «Άλλος», που η προέλευσή του ήταν οι αποικίες, γινόταν δεκτός μόνο ως
αντικείμενο εκμετάλλευσης, καθώς η θεώρησή του ως φυλετικά κατώτερου ήταν
δεδομένη

80
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 3. ΕΙΔΗ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ

3.1 Ο «κλασικός» βιολογικός ρατσισμός

Κατά τα τέλη του 19ου αιώνα ο ρατσισμός έπαιρνε στην Ευρώπη μια ψευδοεπιστημονική
βιολογική επίφαση, που θα οδηγούσε αργότερα στην γενοκτονία των Εβραίων και των
Τσιγγάνων. Σύμφωνα με την παραδοσιακή έννοια του όρου, ο ρατσισμός είναι το
δόγμα, σύμφωνα με το οποίο, οι ανθρώπινες ιδιότητες και ικανότητες είναι φυλετικά
προσδιορισμένες. Το ανθρώπινο γένος είναι διαιρεμένο σε «φυλές», οι οποίες
βρίσκονται μεταξύ τους σε σχέση «ανωτερότητας» ή «κατωτερότητας», ανάλογα με τα
κληρονομικού χαρακτήρα βιολογικά τους γνωρίσματα. Πιο συγκεκριμένα, ο «κλασικός»
βιολογικός (ή ψευδο-επιστημονικός) ρατσισμός βασιζόταν σε τρεις αρχές:
¾ πρώτον, ότι το ανθρώπινο είδος αποτελείται από σαφώς διαχωρισμένες ομάδες
με διαφορετικά βιολογικά χαρακτηριστικά, τις φυλές,
¾ δεύτερον, ότι οι φυλές αυτές μπορούν να ιεραρχηθούν σύμφωνα με μια
αξιολογική κλίμακα σε ανώτερες και κατώτερες και
¾ τρίτον, ότι η λευκή φυλή, ιδίως στην πιο «καθαρή» μορφή της, που εκφράζεται
από τους βόρειους λαούς, είναι ex origine ανώτερη από όλες τις άλλες και έχει το
δικαίωμα εξουσίασης (που μπορεί να φθάσει έως και την εξόντωση) των
κατώτερων φυλών.
Με βάση τις παραπάνω αρχές, ρατσισμός είναι η αντίληψη που υποστηρίζει την
ανωτερότητα μιας φυλής και αποβλέπει στην διατήρηση της «καθαρότητάς» της και
στην κυριαρχία της έναντι των υπολοίπων. Δηλαδή ρατσισμός είναι να θεωρούμε
κάποια άλλη ομάδα ανθρώπων ως κατώτερη ή ακόμη και άξια περιφρόνησης, λόγω
της φυλετικής ή εθνικής της καταγωγής.
Ο βιολογικός φυλετισμός συνδέθηκε πολύ νωρίς με την ευγονική, την υποτιθέμενη
«επιστήμη» της βελτίωσης του ανθρώπινου είδους μέσω της επιλεκτικής
αναπαραγωγής. Στην Αγγλία και την Γαλλία του 17ου αιώνα η επιστήμη της βιολογίας
μπαίνει στην υπηρεσία της νομιμοποίησης του ρατσισμού. Στα πανεπιστήμια
διδάσκουν καθηγητές με ρατσιστικές απόψεις. Οι ρομαντικές ιδέες της εθνότητας και
της φυλής απομυθοποιούνται. Στην θέση τους υψώνεται η βαθιά πεποίθηση ότι οι
φυλές υπάρχουν παρά τις αλλαγές που συντελούνται με το πέρασμα του χρόνου.
Παρόλα αυτά διατηρούν την ουσία τους, μια ουσία συνυφασμένη με την βιολογική
συνέχεια, καθώς και με το αίμα. Σύμφωνα με αυτές τις απόψεις η βιολογία διδάσκει την

81
ύπαρξη ανωτέρων και κατωτέρων φυλών. Έτσι, θέλοντας να στηρίξουν τις πράξεις και
τις θέσεις τους, χρησιμοποιούν ψευτοεπιστημονικά, βιολογικά επιχειρήματα.
Επικαλούνται διαφορές είτε εξωτερικές είτε στην συμπεριφορά, φαινόμενα που
θεωρούνται κληρονομικά, γιατί είναι γραμμένα σε φαινοτύπους, δηλαδή όχι μόνο δε
βελτιώνονται, αλλά, μάλιστα, μεταβιβάζονται από γενιά σε γενιά. Οι διαφορετικοί
πληθυσμοί, έθνη, φυλές παρουσιάζουν διαφορές σε ποιοτικά και ποσοτικά
χαρακτηριστικά. Εμφανίζουν δηλαδή διαφορετικές μέσες τιμές και κατανομές που
συχνά δεν ανταποκρίνονται στα επιθυμητά ή μη χαρακτηριστικά. Το γεγονός αυτό, σε
συνάρτηση με την άποψη ότι οι πληθυσμοί, τα έθνη και οι φυλές εμφανίζουν διαφορές,
πιθανότατα κληρονομικές, οδηγεί στο συμπέρασμα πως οι φυλές έχουν διαφορετική
κληρονομική σύσταση. Θεωρήθηκε σωστό να γίνει αντικειμενική κατάταξη σε μία
κλίμακα, σύμφωνα πάντα με την κληρονομική σύσταση. Όπως ήταν φυσικό, κάποιοι
βρίσκονταν στην κορυφή αυτής της πυραμίδας ως ανώτεροι και άλλοι κατώτεροι από
βιολογικής άποψης στο τέλος αυτής. Επηρεασμένοι από τις ιδέες της εποχής πολλοί
στοχαστές εκφράζουν ρατσιστικές απόψεις.
Κείμενο 2. Απόψεις στοχαστών του 18ου-19ου αι. για την κατωτερότητα των
μαύρων

¾ Βολταίρος, αντικληρικιστής συγγραφέας, υπερασπιστής της ανεκτικότητας και


της λογικής: «Οι μαύροι είναι κατώτεροι από τους Ευρωπαίους αλλά ανώτεροι
από τους πιθήκους».
¾ Κάρολος Λινναίος, θεμελιωτής της συστηματικής βοτανικής και ζωολογίας: «Ο
μαύρος είναι ένα ον περιπλανώμενο, οκνηρό, ανέμελο, νωθρό, με ακόλαστα
έθιμα».
¾ Ντέιβιντ Χιουμ, ειδήμονας της ανθρώπινης νοημοσύνης: «Ο μαύρος μπορεί να
αναπτύξει κάποιες χαρακτηριστικές ανθρώπινες ικανότητες όπως ο παπαγάλος
καταφέρνει να πει ορισμένες λέξεις». […]
¾ Σερ Φράνσις Γκάλτον, πατέρας της ευγονικής, της επιστημονικής μεθόδου για
την παρεμπόδιση της εξάπλωσης των ανίκανων: «Όπως οι κροκόδειλοι δε θα
μπορέσουν ποτέ να γίνουν γαζέλες, έτσι και οι μαύροι δε θα μπορέσουν ποτέ να
γίνουν μέλη της μεσαίας τάξης».
¾ Λουί Αγκασίζ, διαπρεπής φυσιοδίφης: «Ο εγκέφαλος ενός ενήλικου μαύρου
αντιστοιχεί με τον εγκέφαλο ενός λευκού εμβρύου εφτά μηνών· η ανάπτυξη του
εγκεφάλου σταματάει επειδή το κρανίο των μαύρων κλείνει πολύ νωρίτερα από
το κρανίο των λευκών».
Πηγή: Εντουάρντο Γκαλεάνο, Ένας κόσμος ανάποδα, Εκδ. Στάχυ, Αθήνα, 2000.

82
Ο βιολογικός ρατσισμός έκανε την εμφάνισή του στην Ιστορία, αποκτώντας δύο
διαφορετικές μορφές, την εκμεταλλευτική και την εξοντωτική. Η πρώτη αναφέρεται στην
περίοδο της αποικιοκρατίας και φτάνει στην κορύφωσή της με το καθεστώς του
Apartheid της Νότιας Αφρικής, ενώ η δεύτερη στον βιομηχανικά οργανωμένο θάνατο
των στρατοπέδων εξόντωσης των Ναζί. Ο εκμεταλλευτικός ρατσισμός χρησιμοποιεί την
υποτιθέμενη ανισότητα μεταξύ των φυλών, για να νομιμοποιήσει τα κέρδη από την
εκμετάλλευση των «κατώτερων» φυλών, στις οποίες αποδίδονται ιδιότητες ζώων, από
τις «ανώτερες». Στηρίζεται επίσης στην πεποίθηση ότι ορισμένες ομάδες ανθρώπων
είναι εξ ορισμού απολίτιστες, «βάρβαρες» και, επομένως, ανεπίδεκτες εκπαίδευσης και
αφομοίωσης σε μια πολιτισμένη κοινωνία. Ως εκ τούτου, αυτές οι κατηγορίες
ανθρώπων είναι καταδικασμένες από την μοίρα τους να υπηρετούν τους «ανώτερους»
και, συγχρόνως, να απορρίπτονται από αυτούς. Από την άλλη πλευρά, ο εξοντωτικός
ρατσισμός βασίζεται σε μια μυθική θεώρηση του ξένου ως του απόλυτου εχθρού που
παίρνει σατανικές διαστάσεις και αντιμετωπίζεται ως ύψιστη απειλή για την
«καθαρότητα» της φυλής και του αίματος. Πρόκειται για μια εντελώς ανορθολογική
στάση που έχει άμεση σχέση με το φόβο της επιμειξίας, της μόλυνσης από την επαφή
με τον άλλο και η οποία προετοιμάζει το έδαφος για συμπεριφορές εξόντωσης, όπως η
προληπτική γενοκτονία.
Η πιο ακραία, παράλογη και καταστροφική εκδήλωση αυτού του είδους του ρατσισμού
ήταν ο ναζιστικός μύθος της «αρίας φυλής», που οδήγησε στον θάνατο εκατομμυρίων
ανθρώπων, με αποκορύφωμα την εξολόθρευση με επιστημονικές μεθόδους περίπου
έξι εκατομμυρίων Εβραίων, αλλά και διακοσίων χιλιάδων Τσιγγάνων στα στρατόπεδα
συγκέντρωσης των Ναζί που ονομάστηκε Ολοκαύτωμα. Στις ναζιστικές θεωρίες η
ιδιότητα του ανθρώπου καθορίζεται από το αίμα και την γη, και, με βάση την ποιότητα
του αίματος, προσδιορίζονται οι φυλές ανάμεσα στις οποίες επικρατεί μια φυσική
ιεραρχία. Σύμφωνα με αυτήν την φυλετική ιεράρχηση, η «αρία φυλή» θεωρείται η
ανώτερη από πλευράς ποιότητας και χαρισμάτων και, ως εκ τούτου, το πεπρωμένο και
η αποστολή της είναι η κυριαρχία του κόσμου. Στην κατώτερη βαθμίδα της ιεράρχησης
βρίσκονται όντα που η ζωή τους δεν έχει καμία αξία, καθώς, αν και είναι
ανθρωπόμορφα, δεν έχουν πραγματικά την ιδιότητα του ανθρώπου.

83
3.2 Νεορατσισμός / Πολιτισμικός ρατσισμός

Ήδη από την δεκαετία του 1970, άρχισε να διατυπώνεται το επιχείρημα ότι ένα νέο είδος
ρατσισμού, διαφορετικό από τον «παραδοσιακό» ρατσισμό, άρχισε να κάνει την
εμφάνιση του, ένας ρατσισμός χωρίς φυλές. Ο ρατσισμός στις σύγχρονες κοινωνίες
εμφανίζεται λιγότερο ως απροκάλυπτη εχθρότητα. Αντίθετα, μετατρέπεται σε έμμεση
διάκριση και σε συγκεκαλυμμένες μορφές, με αποτέλεσμα τελικά να εμφανίζεται σε μια
πιο αποδεκτή κοινωνικά μορφή.
Η χρήση των ρατσιστικών κατηγοριών για την ταξινόμηση και αξιολόγηση των
ανθρώπων δεν είναι σήμερα πάντα προφανής και γίνεται αντιληπτή ως
«κανονικότητα».
Ο σύγχρονος ευρωπαϊκός ρατσισμός βασίζεται όλο και περισσότερο σε άλλα
επιχειρήματα, που δεν έχουν ως κύριο σημείο αναφοράς την φυλετική κατωτερότητα
και στρέφεται, κυρίως, εναντίον των ξένων μεταναστών. Την κατάρρευση των
φυλετικών θεωριών και την αποδοχή πως οι δεξιότητες των ανθρώπων δεν
καθορίζονται γονιδιακά, αλλά είναι απόρροια πολλών παραγόντων, όπως το
περιβάλλον στο οποίο ζει ο καθένας, οι ευκαιρίες που του παρέχονται και το πολιτιστικό
και ιστορικό υπόβαθρο κάθε λαού, διαδέχθηκε μια νέα μορφή ρατσισμού απέναντι
στους μετανάστες, η οποία δεν στηρίζεται στην κατωτερότητα της φυλετικής τους
προέλευσης, αλλά στην επικίνδυνη διαφορετικότητα του πολιτισμού που αυτοί
μεταφέρουν.
Υπάρχει κυρίαρχη η αντίληψη ότι η επικρατούσα μορφή του νέου ευρωπαϊκού
ρατσισμού είναι ο «πολιτισμικός» ρατσισμός, ένας ρατσισμός που βασίζεται στην
ανάδειξη της ανωτερότητας του πολιτισμού, του αξιακού συστήματος και του τρόπου
ζωής μιας εθνικής, κοινωνική ή άλλης ομάδας, απέναντι στις αξίες, τον πολιτισμό και
τον τρόπο ζωής άλλων ομάδων. Βέβαια, εκ πρώτης όψεως, η έμφαση δεν δίνεται
εμφανώς στην ανωτερότητα ή κατωτερότητα κάποιων ομάδων, αλλά επισημαίνει
κυρίως την ζημία που θα προκύψει από την κατάργηση των συνόρων και την ανάμειξη
των διαφορετικών και ασύμβατων μεταξύ τους πολιτισμών.
Ο καταλυτικός παράγοντας για την εμφάνιση του «πολιτισμικού» ρατσισμού υπήρξε η
παρουσία σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γαλλία, η Γερμανία και η Μεγάλη
Βρετανία, μεταναστών που προέρχονται από χώρες με μεγάλη γεωγραφική, αλλά
κυρίως πολιτισμική απόσταση. Για παράδειγμα, η Γαλλία δέχεται μετανάστες κυρίως
από της χώρες της Βόρειας Αφρικής, η Γερμανία από την Τουρκία, ενώ η Μεγάλη
Βρετανία από τις χώρες της Νέας Κοινοπολιτείας.
84
Ο «πολιτισμικός» ρατσισμός θεμελιώνεται βασικά σε δύο θέσεις:
η πρώτη βασίζεται στην υπόθεση του ασυμβίβαστου των πολιτισμικών διαφορών, που
καθιστά στην πραγματικότητα αδύνατη τόσο την πολιτιστική ενσωμάτωση (ή
αφομοίωση) των ξένων μεταναστών όσο και την προοπτική μιας πολυπολιτισμικής
κοινωνίας.
Η δεύτερη αφορά την επίκληση ενός υποτιθέμενου «φυσικού», ή ακόμη και
συνταγματικού δικαιώματος κάθε εθνικής, κοινωνικής ή πολιτισμικής ομάδας στην
διατήρηση της ταυτότητάς της, στο όνομα του οποίου δικαιολογείται κάθε είδους
μεροληπτική μεταχείριση σε βάρος των ξένων μεταναστών, που αποτρέπει την ανάμειξή
τους με τους γηγενείς. Έτσι, δίνει την ψευδαίσθηση πως υπερασπίζεται το δικαίωμα
στην διαφορά.
Θα πρέπει να προσέξουμε ότι, διαφοροποιώντας τον κλασικό από τον πολιτισμικό
ρατσισμό, δεν αναφερόμαστε σε δύο μορφές που η μία έχει ως σκληρό πυρήνα την
βία, ενώ η άλλη, η σύγχρονη, εκφράζεται με ηπιότερες συμπεριφορές. Δηλαδή είναι
λάθος να θεωρούμε τον νεορατσισμό ως έναν ήπιο/soft ρατσισμό. Η βία είναι εγγενές
στοιχείο κάθε μορφής ρατσισμού, ανεξάρτητα από τα θέματα και τα αντικείμενά του,
και φυσικά αυτό ισχύει και για τον νεορατσισμό, ο οποίος, από την στιγμή που γίνεται
πρακτική, μπορεί να εκδηλωθεί, όπως αποδεικνύει η πρόσφατη ευρωπαϊκή εμπειρία, με
ακραίες μορφές βίας. Επομένως, ο πολιτισμικός ρατσισμός δεν διαφέρει ουσιαστικά
από τον «παραδοσιακό» ρατσισμό, καθώς προωθεί ένα μοντέλο κλειστής κοινωνίας
που αγωνίζεται να περιφρουρήσει τα σύνορά της και να διατηρήσει πάση θυσία την
ομοιογένειά της, προβαίνοντας σε κάθε είδους μεροληπτική μεταχείριση εις βάρος των
μεταναστών στο όνομα του «δικαιώματος» κάθε εθνικής ομάδας στο αναλλοίωτο της
εθνικής της ταυτότητας.
Αυτή η διάκριση ανάμεσα στον «κλασικό» ρατσισμό και τον νεορατσισμό έχει νόημα
κυρίως στο επίπεδο των ρατσιστικών προκαταλήψεων και χρησιμεύει στο να καταδείξει
το μετασχηματισμό του περιεχομένου και της λεκτικής έκφρασης αυτών των
προκαταλήψεων, που, από ανορθολογικές και χονδροειδείς, έχουν γίνει στην σημερινή
συγκυρία περισσότερο λογικοφανείς και εκλεπτυσμένες.
Από την άποψη αυτή, η διάκριση ανάμεσα σε «κλασικό» ρατσισμό και νεορατσισμό
θέτει το πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορεί να κατανοηθεί στην σημερινή πραγματικότητα
ο ρόλος των μέσων πληροφόρησης στη νομιμοποίηση και αναπαραγωγή του
ρατσισμού. Ο θεμελιωμένος σε βιολογικές βάσεις ρατσισμός έχει σήμερα πολύ λίγους
υποστηρικτές. Κυρίως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και την εμπειρία του

85
Ολοκαυτώματος, έγινε σαφές στην συλλογική συνείδηση ότι η τραγική συνέπεια του
βιολογικού ρατσισμού ήταν η γενοκτονία των «φυλετικά διαφορετικών», που
θεωρήθηκαν όχι απλώς κατώτεροι, αλλά εκτός ανθρωπίνου γένους και επομένως
ανάξιων να υπάρχουν.
Αντίθετα, απέναντι στη νεορατσιστική ιδεολογία, που στρέφεται εναντίον των ξένων
μεταναστών (ανεξαρτήτως φυλής και χρώματος) και εμφανίζεται να προασπίζει τα
πολιτισμικά, οικονομικό-κοινωνικά ή προσωπικά δικαιώματα ή αιτήματα των γηγενών,
φαίνεται να υπάρχει ευρεία κοινωνική αποδοχή ή τουλάχιστον ανοχή. Σε αυτό
συμβάλλει και το γεγονός ότι οι νεορατσιστικές θέσεις δεν είναι αναγκαίο να
διατυπωθούν σε μια γλώσσα ανοικτά επιθετική, προσβλητική ή μισαλλόδοξη: το ίδιο
μήνυμα, π.χ. το «έξω οι ξένοι» μπορεί να εκφρασθεί με μια «τεχνοκρατική» ανάλυση για
τις συνέπειες της παρουσίας των ξένων μεταναστών στην αύξηση της ανεργίας, χωρίς
κινδύνους νομικών κυρώσεων ή ηθικής αποδοκιμασίας.
Πρέπει να προστεθεί ακόμη ότι, ενώ τα βιολογικά επιχειρήματα του «κλασικού»
ρατσισμού έχουν καθαρά ιδεολογικό και «μυθικό» χαρακτήρα, αντλούν δηλαδή την
όποια πειστική τους δύναμη από στοιχεία μη ορθολογικά και αναπόδεικτα, που έχουν
καταστεί διάτρητα σε επιστημονικό και ηθικό επίπεδο, τα πολιτισμικά ή οικονομικά-
κοινωνικά επιχειρήματα του νεορατσισμού εμφανίζονται να έχουν μια «ορθολογική»
βάση, υπό την έννοια ότι αναπτύσσονται στο έδαφος αντικειμενικών προβλημάτων,
όπως για παράδειγμα τις υπαρκτές πολιτισμικές διαφορές μεταξύ χριστιανών ντόπιων
και μουσουλμάνων ξένων ή την εμπλοκή μεταναστών σε εγκληματικές πράξεις. Έτσι,
σήμερα οι αντισημίτες παρουσιάζονται ως «αντισιωνιστές», ο αντι-μεταναστευτικός
λόγος υποστασιοποιεί, καθολικεύει και δαιμονοποιεί τους «ανεπιθύμητους» ξένους («οι
Αραβες»). Η αντιμεταναστευτική στάση παρουσιάζεται ως ομαλή αντίδραση μιας
κοινωνίας, η οποία θεωρεί ότι βρίσκεται σε κατάσταση νόμιμης άμυνας έναντι μιας
«εισβολής»: η επίκληση της «εθνικής προτίμησης» («πρώτα οι εθνικοί πολίτες») αποτελεί
την «λογική» αποκορύφωση μιας έμμεσης αλλά πανίσχυρης πολιτικής αποκλεισμού
από το εθνικό-κοινωνικό σώμα των «άλλων».
Συμπερασματικά, ο ιδεότυπος του σημερινού νέου ρατσισμού, σε αντίθεση με τον
παλιό βιολογικό ρατσισμό, μπορεί, κατά τον Ταγκιέφ, να αναλυθεί στα ακόλουθα
τέσσερα βασικά χαρακτηριστικά:

86
α) Μετατόπιση του ρατσιστικού λόγου από την «φυλή» στην «κουλτούρα».
Υποκατάσταση, δηλαδή, του «επιχειρήματος» για την λεγόμενη φυλετική
καθαρότητα από αυτό της υπεράσπισης μιας «αυθεντικής» πολιτισμικής
ταυτότητας.
β) Μετατόπιση από την «ανισότητα» στην «διαφορά». Η παλιά υποτίμηση των
«κατώτερων» («φυλών») δίνει σήμερα την θέση της στην φοβία της ανάμειξης
των πολιτισμών.
γ) Προσφυγή μάλλον σε «ετερόφιλες» [φιλία προς τον άλλο, τον ξένο] φόρμουλες
(«δικαίωμα στη διαφορά»), παρά σε «ετερόφοβες» [φόβος απέναντι στον ξένο].
δ) Το τελευταίο χαρακτηριστικό θα μπορούσε να αποδοθεί μέσα από την
διατύπωση του «έμμεσου» ή «συμβολικού ρατσισμού»: ο νεο-ρατσιστικός λόγος
δύσκολα συλλαμβάνεται ως «ρατσιστικός», γιατί ρίχνει όλο του το βάρος στο
άρρητο, στο υπονοούμενο.

Σύνοψη
Στην παρούσα διδακτική ενότητα μάθαμε:
• την έννοια του ρατσισμού, και την έννοια της φυλής με τον ιστορικό και
επιστημονικό ορισμό της,
• τα χαρακτηριστικά του ρατσισμού,
• τις έννοιες του συνήθη και του ανεπτυγμένου ρατσισμού,
• ότι ο ρατσισμός αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της νεωτερικότητας,
• ότι τα χαρακτηριστικά του ρατσισμού ανάγονται στην αρχαιότητα,
• να συσχετίζουμε πώς συσχετίζεται ο ρατσισμός με την ιστορία των Εβραίων, αλλά
και του χριστιανισμού,
• τα είδη του ρατσισμού,
• την έννοια του βιολογικού ρατσισμού, και τις αρχές στις οποίες βασίστηκε,
• την έννοια του νεορατσισμού ή αλλιώς του πολιτισμικού ρατσισμού, και τις βασικές
θέσεις του,
• τα τέσσερα βασικά χαρακτηριστικά του σημερινού νέου ρατσισμού.

87
88
ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Προγράμματα Συμπληρωματικής Εκπαίδευσης

Με τη χρήση καινοτόμων μεθόδων εξ αποστάσεως εκπαίδευσης

1904 – ΣΤΕΡΕΟΤΥΠΑ, ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ ΚΑΙ ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ 5. ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ, ΞΕΝΟΦΟΒΙΑ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

89
90
Εισαγωγικές Παρατηρήσεις
Στην πρώτη υποενότητα ορίζεται η έννοια της ξενοφοβίας και διακρίνεται από αυτήν
του ρατσισμού, μιας και μπορεί να θεωρηθεί ως η αρνητική στάση ή ο φόβος απέναντι
σε άτομα ή ομάδες που διαφέρουν από την οικεία. Ο φόβος συχνά συνοδεύεται και
από την αρνητική διάθεση των μελών της οικείας ομάδας να αποδεχθούν όσους
θεωρούνται διαφορετικοί. Η ξενοφοβία είναι παθητική. Αποτελεί αποκλειστικά κοινωνική
αντίδραση, δεν μπορεί να αποτελέσει κρατική πρακτική, ενώ δεν συνιστά το αίτιο για
βίαιες συμπεριφορές.
Στη δεύτερη υποενότητα παρουσιάζεται το φαινόμενο της ξενοφοβίας και του
ρατσισμού στο ελληνικό κοινωνικό πλαίσιο. Το μαζικό μεταναστευτικό ρεύμα προς την
Ελλάδα που παραδοσιακά ήταν μια χώρα αποστολής και όχι υποδοχής μεταναστών,
ενεργοποίησε τα ξενόφοβα και ρατσιστικά ανακλαστικά που ενυπάρχουν σε τμήματα
της ελληνικής κοινωνίας. Οι μετανάστες, στην Ελλάδα, αλλά και διεθνώς, γίνονται
συχνά αντικείμενα εκμετάλλευσης από τους εργοδότες και από ένα κυρίαρχο σύστημα
παραγωγής που χαρακτηρίζεται από ολοένα και μεγαλύτερη ευελιξία ως προς τον
χώρο και τον χρόνο εργασίας. Παράλληλα, παρουσιάζεται η αθρόα εισροή
μεταναστών και προσφύγων στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες, καθώς και οι
επιπτώσεις του εν λόγω φαινομένου στην ελληνική κοινωνία.
Στην τρίτη υποενότητα τονίζεται ότι οι ξενόφοβες αντιλήψεις και οι ρατσιστικές στάσεις,
οι οποίες εμφανίστηκαν στην ελληνική κοινωνία, ως συνέπεια της εισροής μεταναστών,
μεταφέρθηκαν και στον χώρο του σχολείου. Η παρουσία αλλοδαπών ή προσφύγων
μαθητών στο ελληνικό σχολείο αντιμετωπίστηκε, τις περισσότερες φορές, ως μια
αρνητική εξέλιξη, τόσο από τις εκπαιδευτικές αρχές όσο και από τους γονείς, και αυτή η
αντιμετώπιση σχετίζεται με τον τρόπο πρόσληψης της ελληνικής εθνικής ταυτότητας,
κυρίως με εθνοτικούς παρά με πολιτικούς όρους.

91
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 1. ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΞΕΝΟΦΟΒΙΑ

Η ξενοφοβία δεν διαφέρει κατά πολύ από τον ρατσισμό, δεδομένου ότι περιλαμβάνει
επίσης διακρίσεις, παρόλο που στην περίπτωση της ξενοφοβίας η δικαιολογία, για να
γίνει ο διαχωρισμός ή η υποτίμηση, δεν βασίζεται στην φυλή, αλλά στην ιθαγένεια. Με
την υπεκφυγή ότι οι ξένοι πάνε σε μια άλλη χώρα, για να πάρουν θέσεις εργασίας από
τους υπηκόους της χώρας αυτής, κάτι που αντικειμενικά δεν ισχύει, αφού συνήθως οι
ντόπιοι έχουν απορρίψει αυτές τις εργασίες, αναπτύσσεται ένα κλίμα ξενοφοβίας. Έτσι
αυτοί οι οικονομικοί μετανάστες αντιμετωπίζονται ξενοφοβικά, αφού αποκλείονται και
περιθωριοποιούνται.

1.1 Οι έννοιες του ρατσισμού και της ξενοφοβίας

Η ξενοφοβία ως φαινόμενο και ως έννοια μπορεί να οριστεί ως μια αρνητική στάση ή


ως φόβος απέναντι σε άτομα ή ομάδες που διαφέρουν ή θεωρείται ότι διαφέρουν σε
κάποιο βαθμό από την οικεία ομάδα. Εκφράζει τον φόβο μιας ομάδας απέναντι σε μία
άλλη, φόβος που συνοδεύεται από μια αρνητική διάθεση των μελών της οικείας
ομάδας να αποδεχθούν ως νέα μέλη άτομα που θεωρούνται διαφορετικά. Αναφέρεται
δηλαδή στην συλλογική αρνητική διάθεση να γίνουν δεκτά νέα μέλη που δεν
παρουσιάζουν στοιχεία κοινότητας στην εκάστοτε κοινωνία.
Είναι, με άλλα λόγια, ένας φόβος ή μια απέχθεια των ανθρώπων για άλλους
πολιτισμούς, φυλές με διαφορετική κουλτούρα, ήθη και έθιμα. Είναι ουσιαστικά το
αντίθετο της αποδοχής της διαφοράς και της εκμάθησης από τους πολιτισμούς άλλων
ανθρώπων, των πεποιθήσεων και των παραδόσεων τους.
Ο φόβος για τον ξένο, λοιπόν, θα λέγαμε ότι αποτελεί συνήθως μια εσωτερική αρνητική
αντιμετώπιση του Άλλου, όταν αυτός μεταναστεύει, είναι φτωχός, ανήκει σε άλλη
εθνικότητα ή φυλή ή πιστεύει σε άλλη θρησκεία. Η ξενοφοβία είναι παθητική. Αποτελεί
αποκλειστικά κοινωνική αντίδραση, δεν μπορεί να αποτελέσει κρατική πρακτική, ενώ δεν
συνιστά το αίτιο για βίαιες συμπεριφορές. Παρόλα αυτά, η έλλειψη αντιμετώπισης των
αιτιών που την προκαλούν και η παντελής υποτίμησή της μπορεί να επιφέρουν
απροσδόκητα αρνητικά αποτελέσματα, καθώς η ξενοφοβία θα μπορούσε να
αποτελέσει προϋπόθεση και ίσως προστάδιο του ρατσισμού.
Η λέξη ξενοφοβία κατανοείται ως «φόβος που προκαλείται από τους ξένους». Στην
περίπτωση αυτή, εάν υπάρχει κάποια επιθετική συμπεριφορά, τότε αυτή προέρχεται

92
από εκείνον που προξενεί τον φόβο και όχι από εκείνον που φοβάται. Πρόκειται,
δηλαδή, για μια έννοια στην οποία οι θύτες και τα θύματα δεν οριοθετούνται με τον ίδιο
σαφή τρόπο, όπως στην περίπτωση του ρατσισμού, σε μερικές περιπτώσεις μάλιστα οι
ρόλοι εμφανίζονται αντεστραμμένοι. Στην περίπτωση της ξενοφοβίας, ο ξενόφοβος
μπορεί να κατηγορηθεί για αδικαιολόγητο φόβο, όμως η απόδειξη του γεγονότος ότι ο
φόβος δεν είναι δικαιολογημένος ανήκει στις υποχρεώσεις των άλλων ατόμων.
Συνήθως, η απόδειξη αυτή είναι υποχρέωση των ίδιων των ξένων, εκείνων που
υπερασπίζονται ή που επιτρέπουν την έλευση των ξένων.
Φαίνεται, λοιπόν, πως ο ρατσισμός διακρίνεται από την ξενοφοβία. Ενώ ο πρώτος
αποτελεί μορφή έκδηλης συμπεριφοράς που εμπίπτει στην δικαιοδοσία του δικαίου και
μπορεί να κατασταλεί από νομικούς μηχανισμούς, η ξενοφοβία, αντιθέτως, συνίσταται
σε ένα αίσθημα, μια νοοτροπία, μια μισαλλοδοξία, μια στάση που προηγείται του
ρατσισμού, η οποία ναι μεν μπορεί να προετοιμάσει το έδαφος γι’ αυτόν, αλλά
καθαυτή δεν εμπίπτει στο πεδίου του δικαίου και της καταστολής. Ειδικότερα,
αναλύοντας την έννοια της ξενοφοβίας, παρατηρείται πως ο φόβος για τον ξένο
αναφέρεται σε ένα σύνολο αντιλήψεων που στηρίζονται στην υπεροχή της οικείας
φυλής έναντι των υπολοίπων (η ξενοφοβία ως ρατσισμός) και καταλήγουν στο αίτημα
της διατήρησης των αξιών της οικείας ομάδας μακριά από ξένες επιρροές (ξενοφοβία
ως συντηρητισμός). Μεταξύ των δύο αυτών άκρων (ρατσισμός-συντηρητισμός)
αναπτύσσονται πολλές ξενοφοβικές στάσεις που συνιστούν μηχανισμούς
απόκρουσης των ξένων αξιών και κανόνων και παίρνουν την μορφή αποκλεισμού,
υποβιβασμού, εκφοβισμού, καταδίωξης των ξένων. Βέβαια στην πράξη ο διαχωρισμός
αυτός δεν είναι απόλυτος, καθώς οι εκδηλώσεις ξενοφοβίας έχουν πάρει την μορφή
ενός βίαιου φαινομένου που περιλαμβάνει την απάνθρωπη και εξευτελιστική
μεταχείριση εναντίον των ξένων.

ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 2. Η ΞΕΝΟΦΟΒΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Στην Ελλάδα, η συζήτηση και ο προβληματισμός γύρω από το ζήτημα της


μετανάστευσης ξεκινάει ουσιαστικά γύρω στο 1989, δηλαδή συμπίπτει με την
κατάρρευση των καθεστώτων των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, από
όπου προέρχεται η πλειονότητα των μεταναστών που εισρέουν στην χώρα, και εστιάζει
στο ζήτημα της παράνομης μετανάστευσης ή αλλιώς «λαθρομετανάστευσης».

93
2.1 Ξενοφοβία και ρατσισμός στο ελληνικό κοινωνικό πλαίσιο

Κατά την δεκαετία του 1990, εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες εισήλθαν στην ελληνική
επικράτεια, οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν Αλβανοί, με αποτέλεσμα η ελληνική
κοινωνία να μετατραπεί σε πολυπολιτισμική και να έρθει σε επαφή με νέες μορφές
ετερότητας. Το μαζικό μεταναστευτικό ρεύμα προς την Ελλάδα που παραδοσιακά ήταν
μια χώρα αποστολής και όχι υποδοχής μεταναστών, ενεργοποίησε τα ξενόφοβα και
ρατσιστικά ανακλαστικά που ενυπάρχουν σε τμήματα της ελληνικής κοινωνίας. Βασικό
επιχείρημα όσων εναντιώνονται στη μετανάστευση είναι πως οι μετανάστες
επωφελούνται από την ελληνική οικονομία, οδηγώντας σημαντικό αριθμό Ελλήνων
στην ανεργία. Πάνω σε αυτή την ιδέα βασίζεται ο αποκαλούμενος «οικονομικός
ρατσισμός» στην Ελλάδα. Σε αυτόν όμως τον ισχυρισμό αποκρύπτεται το γεγονός ότι
οι περισσότεροι οικονομικοί μετανάστες εργάζονται σε δουλειές στις οποίες δεν υπάρχει
ανταγωνισμός με τους Έλληνες εργαζόμενους, καθώς και ότι η εργασία των
μεταναστών συμβάλλει στην αύξηση της παραγωγής και δημιουργεί τελικά
περισσότερες θέσεις εργασίας από αυτές που μετατοπίζει.

Κείμενο: Η ξενοφοβία στην Ελλάδα

Οι Έλληνες και η ξενοφοβία


* Ο αγώνας κατά της ξενοφοβίας είναι συνυφασμένος με τον αγώνα εναντίον κάθε
αυθαιρεσίας της εξουσίας
Δημήτρης Δημητράκος
Οι Έλληνες δεν είναι ρατσιστές. Τουλάχιστον αυτό πρεσβεύουν. Την εναντίωση στον
ρατσισμό απαιτεί αυτό που αποκαλούμε ευαρέστως «πολιτικώς ορθό». Το «πολιτικώς
ορθό», όμως, απαιτεί να πάμε και πιο πέρα, δηλώνοντας το απόλυτο ασυμβίβαστο
ανάμεσα στις ιδιότητες του Έλληνα και του ρατσιστή.
Δεν συμμερίζομαι αυτήν την εθνικά αυτάρεσκη πεποίθηση. Είναι, όμως, αλήθεια ότι δεν
είναι πηγαία ρατσιστής ο Έλληνας, όπως είναι πολλοί άλλοι. Βέβαια, πολλοί δείκτες της
κοινής γνώμης δείχνουν ότι η Ελλάδα είναι πολύ πίσω σε θέματα ανεκτικότητας του
ξένου - εκείνου που έχει διαφορετική προέλευση ή πίστη και ανήκει σε διαφορετική
παράδοση από εμάς. Ο μετανάστης, ειδικότερα, αντιμετωπίζεται με δυσπιστία ή και με
εχθρότητα. Πολλοί συμπατριώτες μας θεωρούν ότι απειλείται η προσωπική ή η
επαγγελματική τους ασφάλεια. Η εισροή ενός και πλέον εκατομμυρίου μεταναστών από
γειτονικές χώρες μετά το 1990 δεν μπόρεσε να γίνει με απόλυτη τάξη και η απορρόφησή
τους δεν γίνεται χωρίς προβλήματα. Τα προβλήματα, όμως, που δημιουργούνται δεν
94
συγκρίνονται με αυτά που αντιμετωπίζουν άλλες χώρες στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως
η Γαλλία και η Βρετανία, ή η Γερμανία, μεταξύ άλλων.
Επομένως μπορεί να υποστηριχθεί, βάσιμα, ότι η ελληνική κοινωνία δεν έδωσε μέχρι
στιγμής δείγματα έκδηλου και μαζικού ρατσισμού. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξαν ή
ότι δεν θα υπάρξουν κρούσματα συλλογικής, ξενόφοβης συμπεριφοράς. Εκδηλώσεις
ξενοφοβίας σημειώθηκαν συχνά στην Αθήνα καθώς και στην επαρχία, έστω και σε
περιορισμένη κλίμακα: καταλήψεις σχολείων σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη συστέγαση
με παιδιά «ξένων», απομάκρυνση μεταναστών από συγκεκριμένη τοποθεσία κατόπιν
«λαϊκής απαίτησης», επεισόδια και διαμαρτυρίες με αφορμή τη σημαιοφορία σε
σχολικές παρελάσεις. Σημειώθηκε ακόμη και φόνος αλβανού μετανάστη μετά τη νίκη
της αλβανικής επί της ελληνικής ποδοσφαιρικής ομάδας.
Αυτά τα επεισόδια, όμως, είναι περιορισμένης κλίμακας. Η κοινή γνώμη στην Ελλάδα
δεν είναι ρατσιστική. Δεν απαντάται πηγαία ξενοφοβία, ορμέμφυτο μίσος κατά του
ξένου στην Ελλάδα. Ούτε είχαμε ποτέ φυλετικές ταραχές ή «μίνι πογκρόμ», όπως
συμβαίνει σε ορισμένες πόλεις της Αγγλίας, όπου το ξυλοκόπημα Πακιστανών παίρνει
τη μορφή συλλογικής διασκέδασης νεαρών ατόμων το σαββατόβραδο.
Το πρόβλημα του ρατσισμού και της ξενοφοβίας στην Ελλάδα, ωστόσο, είναι υπαρκτό,
έστω και αν δεν εστιάζεται στη γενική στάση των μελών της ελληνικής κοινωνίας. Και το
πρόβλημα αυτό συνίσταται στην αγνόηση ή κατάφωρη παραβίαση των δικαιωμάτων
των ξένων. Αυτό αφορά κατά κύριο λόγο τη συμπεριφορά των εκπροσώπων αρχών.
Στην Ελλάδα η εξουσία δεν λαμβάνει υπόψη της τα φρένα που αποτελούν τα
δικαιώματα του πολίτη, παρά μόνο αν ο τελευταίος διαθέτει αντιστηρίγματα. Ακόμη και
η ελάχιστη δύναμη που έχει ο πολίτης ως ψηφοφόρος ή ως μέλος μιας ομάδας πίεσης
είναι υπολογίσιμη για κάθε όργανο κρατικής εξουσίας. Το αντίθετο ισχύει για τον ξένο
μετανάστη, ο οποίος είναι εντελώς στερημένος τέτοιων αντιστηριγμάτων. Το γεγονός
ότι και ο ξένος έχει δικαιώματα, έχει μόνο ακαδημαϊκό ενδιαφέρον για κάθε φορέα
κάποιας αρχής, είτε αυτή είναι δημοτική είτε σχολική είτε αστυνομική.
Το πόσο απροστάτευτος είναι ο ξένος μετανάστης και το γεγονός ότι αυτό συνδέεται
άμεσα με τον ρατσισμό το έδειξε ανάγλυφα το πρόσφατο επεισόδιο που συντάραξε το
πανελλήνιο σχετικά με τη βουλγάρα μαθήτρια στην Αμάρυνθο. Η ίδια δεν φαίνεται να
έπεσε θύμα άμεσα ρατσιστικής συμπεριφοράς των συμμαθητών της. Δεν εντοπίζεται
εκεί ο ρατσισμός στην προκειμένη περίπτωση αλλά στη συσπείρωση της τοπικής
κοινωνίας και των σχολικών αρχών υπέρ των «ημετέρων». Η προστασία των τελευταίων

95
τούς φάνηκε αναγκαία και σχεδόν χωρίς κόστος, από τη στιγμή που υπάρχει ανάγκη
λογοδοσίας στους «ημετέρους» και καμία τέτοια ανάγκη ως προς την ξένη.
Αυτό είναι ένα μόνο παράδειγμα, ασφαλώς, το πιο κραυγαλέο παράδειγμα τέτοιας
συμπεριφοράς, όμως, κάθε ξένος, που είναι νόμιμα εγκατεστημένος εδώ, έχει σχεδόν
πάντα να διηγηθεί δικές του εμπειρίες άδικης συμπεριφοράς εκ μέρους οργάνων της
κρατικής εξουσίας. Οι ίδιοι αυτοί ξένοι αναγνωρίζουν παράλληλα το γενικότερο κλίμα
εγκαρδιότητας και αλληλεγγύης που έχουν βρει στην Ελλάδα ανάμεσα σε κοινούς
συνανθρώπους τους. Η παραβίαση των δικαιωμάτων τους από την εξουσία, που
ενίοτε συνοδεύεται με χυδαίες ύβρεις, δεν αποτελεί, επομένως, δείγμα πηγαίου
ρατσισμού, αλλά μάλλον θρασυδειλίας έναντι ανθρώπων που στερούνται της
δυνατότητας να βρουν το δίκιο τους. Τα ίδια αυτά όργανα εξουσίας θα είχαν
συμπεριφερθεί κατά πανομοιότυπο τρόπο σε έναν γηγενή Έλληνα, αν είχαν την
αντίστοιχη βεβαιότητα ότι δεν έχει ούτε πολιτικό να τον στηρίξει ούτε άλλον τρόπο να
κινήσει τον νόμο υπέρ αυτού.
Κατά συνέπεια, ο ανθρωπιστικός αγώνας κάθε υπεύθυνου πολίτη κατά της ξενοφοβίας
και του ρατσισμού είναι συνυφασμένος με τον αγώνα εναντίον κάθε αυθαιρεσίας της
πολιτικής εξουσίας, είτε έναντι ημεδαπών είτε έναντι αλλοδαπών. Ας μην ξεχνάμε, όμως,
ότι οι τελευταίοι είναι τα πιο συχνά θύματά της, επειδή είναι εντελώς άοπλοι απέναντί
της.
Πηγή: Το Βήμα, 6/11/2006

Οι μετανάστες, στην Ελλάδα, αλλά και διεθνώς, γίνονται συχνά αντικείμενα


εκμετάλλευσης από τους εργοδότες και από ένα κυρίαρχο σύστημα παραγωγής που
χαρακτηρίζεται από ολοένα και μεγαλύτερη ευελιξία ως προς τον χώρο και τον χρόνο
εργασίας. Το μεταναστευτικό εργατικό δυναμικό είναι το πιο κατάλληλο σε τέτοιες
συνθήκες, καθώς αναγκάζεται να αλλάζει διαρκώς εργασιακό χώρο, ειδίκευση και
συλλογικές εργασιακές σχέσεις, ανάλογα με τις ανάγκες του συστήματος.
Η αθρόα είσοδος μεταναστών στην Ελλάδα οδήγησε σε ανακατατάξεις και μεταβολές
και έθεσε υπό διαπραγμάτευση βασικούς όρους της κοινωνικής ζωής, όπως το ποιος
είναι ο προσανατολισμός της εκπαίδευσης, ποιος θεωρείται πολίτης, ποια είναι τα
στοιχεία που συγκροτούν την εθνική ταυτότητα κ.λπ. Αυτή η ισχυρή παρουσία
μεταναστών, η οποία διαμορφώνει μια εθνική και πολιτισμική ετερογένεια και οδηγεί
στην συγκρότηση πολυπολιτισμικών κοινωνιών έχει οδηγήσει σε επαναθεώρηση της
έννοιας της πολιτειότητας (citizenship) και σε αναστοχασμό πάνω στις παραδοχές των

96
υποκειμένων περί εθνικής ομοιογένειας, εθνικού κράτους ή σταθερής και
μονοδιάστατης ιδιότητας του πολίτη όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε κάθε
ευρωπαϊκό εθνικό κράτος. Στην περίπτωση της Ελλάδας, έως τώρα, το κριτήριο
χορήγησης της ιδιότητας του πολίτη σε κάποιον αποτελεί το δίκαιο του αίματος (jus
sanguinis). Πρόκειται για την περίπτωση του εθνοτικού εθνικισμού που αντιλαμβάνεται
το έθνος ως μια αντικειμενική οντότητα, προτάσσει την διαχρονική ενότητα και συνοχή
της εθνικής ομάδας και δεν επιτρέπει εύκολα την συνύπαρξη με τον εθνικό και
πολιτισμικό «Άλλον».
Όλη αυτή η διαδικασία της εκ νέου εννοιολόγησης της έννοιας του εθνικού εαυτού και
της σχέσης του με την ετερότητα τροφοδοτήθηκε επιπλέον εξαιτίας της έξαρσης του
προσφυγικού ζητήματος και της παρουσίας ενός συνεχώς αυξανόμενου αριθμού
προσφύγων, κυρίως από την Συρία. Για παράδειγμα, το ζήτημα του ασύλου και των
όρων χορήγησής του, το δικαίωμα των προσφύγων στην εκπαίδευση, είναι ορισμένα
από τα θέματα που ήρθαν στο προσκήνιο.

2.2 Προσφυγικό και μεταναστευτικό ρεύμα στην Ελλάδα

Ο πόλεμος στην Συρία αποτέλεσε την αιτία δημιουργίας ενός τεράστιου προσφυγικού
ρεύματος προς την Ευρώπη και, αφού η Ελλάδα εξακολουθεί, λόγω γεωγραφικής
θέσης, να αποτελεί την πύλη προς την Ευρώπη, οι προσφυγικές ροές την επηρέασαν
άμεσα. Μόνο το 2015 έφτασαν στην Ελλάδα ένα εκατομμύριο άνθρωποι, κυρίως από
την θάλασσα. Μέσα στο 2016 οι υπηρεσίες Ασύλου δέχτηκαν 51.100 αιτήσεις για
προστασία, κυρίως από χώρες όπως η Συρία, το Πακιστάν, το Ιράκ και το Αφγανιστάν.
Ένας μεγάλος αριθμός από αυτούς τους πρόσφυγες, στην προσπάθειά του να φτάσει
σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης, έχει εγκλωβιστεί στην Ελλάδα με αποτέλεσμα να έχει
διαμορφωθεί ένα σημαντικό ζήτημα αντιμετώπισης των βασικών αναγκών αυτών των
προσφύγων, ανάγκες που ξεκινούν από την στέγαση και την σίτιση και φτάνουν έως
την ψυχοκοινωνική στήριξη, αλλά και την εκπαίδευση των παιδιών. Τα παιδιά αποτελούν
ένα σημαντικό ποσοστό αυτού του προσφυγικού πληθυσμού. Η Unicef εκτιμά πως στα
Δυτικά Βαλκάνια ζουν 22.700 παιδιά προσφύγων, εκ των οποίων τα 22.000 ζουν στην
Ελλάδα.

97
Γράφημα 1. Προσφυγικές ροές προς την Ευρώπη

Η ένταση του μεταναστευτικού και προσφυγικού φαινομένου που βιώνει η Ελλάδα τα


τελευταία χρόνια είχε ως αποτέλεσμα, κυρίως μετά την έναρξη της οικονομικής κρίσης
του 2010, την αύξηση των κρουσμάτων ρατσισμού, σε βάρος κυρίως μεταναστών και
προσφύγων, αλλά και άλλων κοινωνικών ομάδων. Ο ρατσισμός στην Ελλάδα που
στρέφεται κατά κύριο λόγο ενάντια στους ξένους μετανάστες και μειονοτικούς,
υφίσταται και σε βάρος συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων που βρίσκονται σε
μειονεκτική θέση, όπως οι χρήστες ναρκωτικών, οι ψυχοπαθείς, οι σωματικά ανάπηροι,
οι φορείς του AIDS, αλλά και οι ομοφυλόφιλοι. Σε όλες αυτές τις κατηγορίες ανθρώπων,
συχνά τα καθολικά, συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα αμφισβητούνται στην
πράξη, ενώ πλατιά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας διακατέχονται από ισχυρές
προκαταλήψεις που φτάνουν ακόμη και στον ρατσισμό απέναντί τους. Οι τελευταίες
συνδέονται με ό,τι ονομάζεται ψυχολογία του «καθημερινού ρατσισμού». Ο ρατσισμός
αυτός μπορεί να εντοπιστεί σε ανθρώπους όλων των κοινωνικών τάξεων και των
πολιτικών πεποιθήσεων ανεξάρτητα από το μορφωτικό τους επίπεδο. Η αύξηση της
ρατσιστικής βίας σε βάρος μειονοτήτων ή ευάλωτων κοινωνικών ομάδων συνδέεται με
τις σημαντικές αλλαγές στην πολιτική σκηνή, αλλά και την επιδείνωση της οικονομικής
ζωής.
98
Υπάρχει αύξηση των περιστατικών υποκίνησης του φυλετικού μίσους στο πλαίσιο του
δημόσιου λόγου με αποδέκτες κυρίως Ρομά, Εβραίους και Μουσουλμάνους, χωρίς να
υπάρχει κάποια συνέπεια για αυτό. Η κατάσταση των Ρομά στην ελληνική κοινωνία
χαρακτηρίζεται από κοινωνικό αποκλεισμό και αποστέρηση, ενώ αρκετά είναι και τα
κρούσματα διάκρισης εξαιτίας του διαφορετικού σεξουαλικού προσανατολισμού
κάποιων ατόμων. Συχνά ο φόβος της σύλληψης και της απέλασης αποθαρρύνει τα
θύματα από το να καταγγείλουν τα περιστατικά βίας. Επομένως, δεν μπορούμε να
έχουμε πάντα μια ξεκάθαρη και ολοκληρωμένη εικόνα της έκτασης του φαινομένου της
ρατσιστικής βίας.
Ρατσιστικές και ξενόφοβες απόψεις βρίσκουν έδαφος στο κοινωνικό σώμα, το οποίο
φαίνεται να γίνεται περισσότερο συντηρητικό, με αποτέλεσμα ένα ακροδεξιό κόμμα που
εκφράζει μια εθνικιστική και μισαλλόδοξη ιδεολογία να εκπροσωπείται πλέον σήμερα
στο Ελληνικό Κοινοβούλιο. Μάλιστα, οι σχετικές μελέτες επισημαίνουν αυξημένη
επιρροή του συγκεκριμένου κόμματος σε ένα μεγάλο μέρος της νεολαίας, γεγονός που
καθιστά το φαινόμενο περισσότερο ανησυχητικό. Επιπλέον προβληματισμό δημιουργεί
το γεγονός της υιοθέτησης των ρατσιστικών θέσεων από θεσμικούς φορείς, όπως
είναι η Αστυνομία και η Εκκλησία.
Ιδιαίτερο ρόλο στην διαμόρφωση των συγκεκριμένων κοινωνικών τάσεων
διαδραματίζουν τα media και ο ξενοφοβικός λόγος που διατυπώνουν, ένας λόγος ο
οποίος τροφοδοτεί με τη σειρά του φοβικά σύνδρομα στο κοινωνικό σώμα. Με τον ίδιο
τρόπο λειτούργησαν τα media στην Ελλάδα και κατά την δεκαετία του 1990, στο πρώτο
μαζικό κύμα μετανάστευσης από βαλκανικές χώρες, όπου κατασκεύασαν και
αναπαρήγαγαν μια στερεοτυπική αρνητική αναπαράσταση για τον μετανάστη. Αυτό
που συμβαίνει και σήμερα είναι να αναπτύσσονται πρακτικές παραγωγής ειδήσεων
που αφορούν θέματα, όπως η διαφορετικότητα, η μετανάστευση και το άσυλο,
ειδήσεις που οδηγούν στην μιντιακή κατασκευή της επικινδυνότητας. Επιπλέον, συχνά
επιλέγεται σε ενημερωτικές εκπομπές να προβάλλεται η ρητορική μίσους απέναντι
στους μετανάστες, χωρίς να ακούγεται η αντίθετη άποψη, ενώ στις ειδήσεις, σε κάθε
παραβατική συμπεριφορά υπερτονίζεται, στην περίπτωση των ξένων, η εθνικότητα ή η
θρησκευτική ταυτότητα των δραστών, γεγονός που οδηγεί στην διαμόρφωση, εντός
της συλλογικής συνείδησης, μιας άρρηκτης σύνδεσης μεταξύ της μετανάστευσης και
της εγκληματικότητας. Με αυτόν τον τρόπο κλιμακώνεται η ρατσιστική βία, η οποία
μπορεί να ξεκινά από την απλή μισαλλόδοξη ρητορική και να φτάνει έως την φυσική βία
εναντίον μεταναστών ακόμη και σε δολοφονίες. Το γεγονός αυτό θέτει υπό

99
αμφισβήτηση τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην Ελλάδα και αποτελεί
κίνδυνο για την δημοκρατία.
Είναι σαφές, από τις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις, ότι στο κοινωνικό πεδίο
παρατηρείται ένας σταδιακός εκφασισμός και άνοδος του ρατσισμού, με το σχολείο να
βρίσκεται στο επίκεντρο του προβλήματος. Στην Ελλάδα διαμορφώνονται τα
χαρακτηριστικά αυτού που ο Balibar ονομάζει πέρασμα στην πράξη δηλαδή μία τάση
μετασχηματισμού του «θεσμικού» ρατσισμού, που εντοπίζεται στις δομές και τους
θεσμούς του κράτους, σε θεσμοποιημένο ρατσισμό, δηλαδή συγκρότηση ενός
«ρατσιστικού» κράτους μέσω ενός πολιτικού κινήματος που αποκτά κυριαρχία.
Ωστόσο, αυτό που θα αξιολογούσαμε ως ανησυχητικό στην περίπτωση της ελληνικής
πραγματικότητας δεν είναι η ισχυροποίηση της ξενόφοβης ακροδεξιάς ρητορικής. Το
σημαντικό εντοπίζεται στο γεγονός ότι ο ρατσιστικός λόγος που αρθρώνεται δημόσια
μετατοπίζεται από το περιθώριο στο επίκεντρο της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Η
αντιμεταναστευτική ρητορική και η ξενοφοβία έχουν μετατραπεί σε κυρίαρχο λόγο, ενώ
η νέο-ναζιστική επιχειρηματολογία και οι πρακτικές των ακροδεξιών περιθωριακών
ομάδων είναι σε σημαντικό βαθμό ανεκτές τόσο από την κοινή γνώμη όσο και από το
επίσημο κατεστημένο. Και μάλιστα θα μπορούσε κανείς με μια προσεκτική παρατήρηση
του ρατσιστικού λόγου να εντοπίσει την επιστροφή στον κλασικό-βιολογικό ρατσισμό
των χονδροειδών επιχειρημάτων περί φυλής, ράτσας και αίματος όπου ο «φυλετικά
διαφορετικός» δεν θεωρείται απλώς κατώτερος αλλά ανάξιος να υπάρχει.
Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας «κανονικοποίησης» και «νομιμοποίησης» του ακραίου
ρατσιστικού λόγου ήταν η συνεχής αύξηση των κρουσμάτων ρατσιστικής βίας. Η
οικονομική κρίση αποτέλεσε την αιτία, ή ενδεχομένως και την αφορμή για την ενίσχυση
του φαινομένου. Η ύπαρξη μιας υποτιμημένης συλλογικής ταυτότητας και οι δύσκολες
κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες προκαλούν, ως αντίδραση, την εξιδανίκευση της
εθνικής παράδοσης, με την οποία σημαντικά τμήματα των ντόπιων πληθυσμών
ταυτίζονται φαντασιακά, παρουσιάζοντάς την ως ένα «χαμένο παράδεισο», στον οποίο
πασχίζουν να επιστρέψουν. Έτσι, απορρίπτουν οποιονδήποτε διαφέρει από την
κουλτούρα του τόπου τους και ιδιαίτερα τους ξένους με τους οποίους πιστεύουν ότι η
πολιτιστική επικοινωνία είναι αδύνατη.
Διαμορφώθηκαν δηλαδή οι συνθήκες για την επικράτηση ενός εθνικιστικού λόγου, ο
οποίος έχει άμεση ιδεολογική συνάρθρωση με τον ρατσισμό. Ο εθνικισμός λειτουργεί
πάνω στο σχήμα υποτίμηση του Άλλου - υπερτίμηση του Εαυτού και έτσι τροφοδοτεί
τον ρατσισμό. Αυτό που κάνει στην πραγματικότητα είναι να τροφοδοτεί τον συλλογικό

100
ναρκισσισμό και να κολακεύει τα άτομα και την ομάδα, καθώς αποδίδει στο έθνος μια
εγγενή αξία. Αυτό επιτυγχάνεται με την αναδρομή σε μια χρυσή εποχή, ένα χρονικό
σημείο στο παρελθόν όπου το έθνος ήταν ένδοξο, ισχυρό, ικανό για μεγαλειώδη
επιτεύγματα. Την κατάλληλη στιγμή, δηλαδή σε περιόδους κρίσης που η ταύτιση με το
έθνος προσλαμβάνει τον χαρακτήρα της δυναμικής αναμέτρησης και σύγκρουσης με
τους «Άλλους», όταν έχουμε έξαρση του εθνικισμού, τότε η ρατσιστικοποίηση της
«εθνικής συνείδησης» είναι αναπόφευκτη.
H ελληνική κοινωνία παρουσιάζει μια δυσανεξία στην αναγνώριση της ετερότητας και
μια αρνητική αντιμετώπιση κάθε δημόσιας προβολής της, γεγονός που ερμηνεύεται
από τον τρόπο πρόσληψης του εθνικού εαυτού και της οριοθέτησης των στοιχείων που
τον διαφοροποιούν από τον Εθνικό Άλλο. Ήδη από την δεκαετία του 1990 το
μεταναστευτικό κύμα προς την Ελλάδα είχε ως αποτέλεσμα την εμφάνιση στην ελληνική
κοινωνία ξενόφοβων αντιλήψεων και ρατσιστικών στάσεων, με τους Έλληνες να
εκφράζονται αρνητικά για τις μειονότητες και τους μετανάστες κατά πολύ πάνω από
τον ευρωπαϊκό µέσο όρο. Λόγοι, κυρίως ιστορικοί και κοινωνικο-πολιτικοί, οδήγησαν
στην διαμόρφωση μίας ανασφαλούς εθνικής ταυτότητας, γεγονός το οποίο επηρεάζει
και καθορίζει την ποιότητα των σχέσεων που αναπτύσσουν οι Έλληνες ως κοινωνικό
σύνολο με τους εθνικούς και πολιτισμικούς «Άλλους». Το πρόβλημα εντείνεται, όταν
στον δημόσιο λόγο η συζήτηση περί πολυπολιτισμικότητας υπερβαίνει την απλή
περιγραφική διάσταση και αρχίζουν να τίθενται ζητήματα αναγνώρισης δικαιωμάτων
του “Άλλου”. Γιατί η πολυπολιτισμικότητα, αμφισβητώντας την ομοιογένεια της
ελληνικής κοινωνίας, πραγματικής ή φαντασιακής, θέτει θεμελιώδη ζητήματα για την
κοινωνική οργάνωση και την πολιτική συγκρότηση.
Παρά το γεγονός ότι οι κοινωνικοί επιστήμονες καταγράφουν αυτή την αρνητική στάση
του κοινωνικού σώματος απέναντι στην ετερότητα, το παράδοξο που παρατηρείται
είναι ότι υπάρχει διάχυτη η αντίληψη πως στην Ελλάδα δεν υπάρχει ρατσισμός, εξαιτίας
της παραδοσιακής φιλοξενίας που χαρακτηρίζει τον ελληνικό λαό. Στην Ελλάδα υπάρχει
μια άρνηση της ύπαρξης ρατσισμού, ενώ αντίθετα ευκολότερα γίνεται αποδεκτή η
άποψη ότι η ελληνική κοινωνία χαρακτηρίζεται από ξενοφοβία Αυτό στην
πραγματικότητα βοηθάει να αποποιηθεί κανείς τους αρνητικούς συνειρμούς που
συνοδεύουν τον όρο ρατσισμός, ενώ την ίδια στιγμή, με την παραδοχή της ύπαρξης
ξενοφοβίας, ο ξενόφοβος μπορεί να κατηγορηθεί για αδικαιολόγητο φόβο, αλλά η
απόδειξη του γεγονότος ότι ο φόβος δεν είναι δικαιολογημένος είναι υποχρέωση των
άλλων.

101
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 3. ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΞΕΝΟΦΟΒΙΑ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ
ΣΧΟΛΕΙΟ

Οι τάσεις που επικρατούν στο ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο δεν θα μπορούσαν παρά
να επηρεάσουν και το εκπαιδευτικό πεδίο. Φαίνεται ότι οι ξενόφοβες αντιλήψεις και οι
ρατσιστικές στάσεις, οι οποίες εμφανίστηκαν στην ελληνική κοινωνία, ως συνέπεια της
εισροής μεταναστών, μεταφέρθηκαν και στον χώρο του σχολείου. Η παρουσία
αλλοδαπών ή προσφύγων μαθητών στο ελληνικό σχολείο αντιμετωπίστηκε, τις
περισσότερες φορές, ως μια αρνητική εξέλιξη, τόσο από τις εκπαιδευτικές αρχές όσο
και από τους γονείς, και αυτή η αντιμετώπιση σχετίζεται με τον τρόπο πρόσληψης της
ελληνικής εθνικής ταυτότητας, κυρίως με εθνοτικούς παρά με πολιτικούς όρους. Τα
ερευνητικά δεδομένα δείχνουν ότι η εθνική ποικιλία γίνεται ανεκτή, αλλά όχι εύκολα
αποδεκτή, αφού γίνεται αντιληπτή από γονείς, εκπαιδευτικούς και μαθητές ως
«πρόβλημα» που επηρεάζει αρνητικά την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης και
όχι ως ένας εμπλουτιστικός παράγοντας. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της
αρνητικής στάσης μπορεί να αναφερθεί η αντίδραση απέναντι στο ενδεχόμενο
συμμετοχής των παιδιών των μεταναστών στις παρελάσεις ως σημαιοφόρων.

3.1 Ρατσισμός και ξενοφοβία στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα

Τα τελευταία χρόνια, κυρίως μετά το 2012, ως αποτέλεσμα των κοινωνικών συνθηκών


που περιγράψαμε, παρατηρείται αύξηση των κρουσμάτων βίας με ρατσιστικό
χαρακτήρα και στην εκπαίδευση. Πρόκειται για περιστατικά τα οποία συμβαίνουν είτε
μέσα στα σχολεία είτε έξω από αυτά, αλλά σε κάθε περίπτωση εμπλέκονται μαθητές.
Σημαντική είναι και η αύξηση κρουσμάτων ρατσιστικής συμπεριφοράς από γονείς, οι
οποίοι αντιδρούν στην φοίτηση στο σχολείο των παιδιών τους μαθητών προσφύγων ή
Ρομά.
Σε ένα σχολείο που υποτιμά την διαφορετικότητα είναι φυσικό να αναπτύσσεται ο
ρατσισμός ως έκφραση των κυρίαρχων κατηγοριοποιήσεων στο κοινωνικό πεδίο και
των αξιολογικών κρίσεων που τις συνοδεύουν. Ο ρατσισμός στο σχολείο εκφράζεται
είτε άμεσα και θεσμικά προσδιορισμένα, μέσω των δομικών στοιχείων του εκπαιδευτικού
συστήματος (τα αναλυτικά προγράμματα, τα σχολικά εγχειρίδια, τον τρόπο
οργάνωσης και διοίκησης του σχολείου, τις παιδαγωγικές πρακτικές), είτε έμμεσα μέσω
των αποσιωπήσεων ή των παραλείψεων του επίσημου προγράμματος ή την ποιότητα

102
των διαπροσωπικών σχέσεων που συνάπτονται. Η πιο γνωστή από την ιστορία και πιο
κραυγαλέα μορφή θεσμικού εκπαιδευτικού ρατσισμού είναι ο επίσημος αποκλεισμός
τμημάτων του πληθυσμού από το εκπαιδευτικό σύστημα, επειδή ανήκουν σε
συγκεκριμένες κοινωνικές κατηγορίες. Τέτοιου είδους απροκάλυπτοι αποκλεισμοί είναι
μάλλον ανύπαρκτοι στα εκπαιδευτικά συστήματα των περισσότερων δυτικών
κοινωνιών στην σημερινή εποχή. Ωστόσο μια τέτοια μορφή ρατσισμού αποτελεί ο
αποκλεισμός από την εκπαίδευση. Κάποια παιδιά μειονοτικών ομάδων μπορεί να
μένουν από την αρχή εκτός σχολείου, ενώ κάποια άλλα να περιθωριοποιούνται μέσα
στο σχολείο, με αποτέλεσμα να οδηγούνται στην σχολική αποτυχία και, πολύ συχνά,
στην οριστική διακοπή της φοίτησής τους κατά την μετάβαση από τη μια εκπαιδευτική
βαθμίδα στην άλλη. Τα παιδιά των μειονοτικών ομάδων δεν καταφέρνουν παρά μόνο
σε πολύ χαμηλό ποσοστό να περάσουν με επιτυχία το φάσμα της δημόσιας
εκπαίδευσης. Το εκπαιδευτικό σύστημα και ιδιαίτερα το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα
είναι ένας χώρος κατά βάση μονοπολιτισμικός, που απαιτεί συμμόρφωση και
παραίτηση από ιδιαιτερότητες και αποδεικνύεται εξαιρετικά αφιλόξενος για εκείνους που
προσέρχονται σε αυτό με γλώσσα και πολιτισμό διαφορετικό από τον κυρίαρχο. Έτσι ο
αποκλεισμός από την εκπαίδευση πλήττει συγκεκριμένες κατηγορίες παιδιών, που
υποχρεώνονται να φοιτούν σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που δεν λαμβάνει υπόψη τις
γλωσσικές και πολιτισμικές τους ιδιαιτερότητες.
Ρατσιστικά και ξενοφοβικά μέτρα διακρίνονται στην υποδομή, με τα ακατάλληλα κτήρια
και τις αίθουσες για την υποστήριξη της διδασκαλίας των «ξένων» μαθητών, καθώς και
τις ελλιπείς ή υποβαθμισμένες υλικές συνθήκες για την εκπαίδευσή τους. Όταν οι υλικές
συνθήκες πραγμάτωσης της εκπαιδευτικής πράξης για ένα συγκεκριμένο πληθυσμό
μαθητών που ανήκουν σε κάποια κοινωνική ομάδα είναι προγραμματικά
υποβαθμισμένες, το αποτέλεσμα είναι μια υπαρκτή, θεσμικά προσδιορισμένη διάκριση
των εκπαιδευτικών υπηρεσιών που προσφέρονται στον εν λόγω μαθητικό πληθυσμό,
σε σύγκριση με εκείνες που προσφέρονται στους υπόλοιπους μαθητές της χώρας.
Μπορούμε να αναφέρουμε ακόμη το παράδειγμα των αναλυτικών προγραμμάτων και
των σχολικών εγχειριδίων, τα οποία, στο πλαίσιο ενός εθνοκεντρικού
προσανατολισμού, αναπαράγουν στερεοτυπικές εικόνες για τον εθνικό και πολιτισμικό
«άλλο». Αυτή η αναπαραγωγή των στερεοτυπικών εικόνων που σχηματοποιούν και
κατηγοριοποιούν τον «άλλον» ως κλέφτη, ανεπιθύμητο κ.λπ. αποτελεί στην ουσία μια
πράξη βίας, από την πλευρά του σχολείου, η οποία εύκολα μετακυλύεται στους
μαθητές.

103
Απλά παραδείγματα από την καθημερινή σχολική ζωή, τα οποία με μία πρώτη ματιά δε
φαίνεται να δημιουργούν ιδιαίτερα προβλήματα, όπως οι αισθητικές κρίσεις για την
τροφή, την μουσική ή την ενδυμασία των διαφορετικών ομάδων, που βασίζονται σε
προκατειλημμένες αντιλήψεις, αντανακλούν συχνά τις κοινωνικές σχέσεις εξουσίας και
ενδέχεται να αποτελούν την βάση για την ανάπτυξη στερεοτυπικών πεποιθήσεων, οι
οποίες διαμορφώνουν συμπεριφορές που οδηγούν στην δημιουργία ρατσιστικών
διακρίσεων.
Ενδείξεις για την ύπαρξη ρατσιστικών συμπεριφορών στα σχολεία μπορεί να
αποτελούν οι παρακάτω καταστάσεις ή συμπεριφορές των μαθητών με διαφορετικό
γλωσσικό και πολιτισμικό υπόβαθρο: έχουν χαμηλές επιδόσεις ιδιαίτερα στην
ανάγνωση, την γραφή και τα μαθηματικά, χαμηλότερα ποσοστά παρακολούθησης,
συμμετοχής και παραμονής στο σχολείο. Βρίσκονται συνέχεια σε αυτοάμυνα,
αποσύρονται συχνά από την ομάδα, έχουν υψηλά ποσοστά αποβολών, φοβούνται το
σχολείο και στο προαύλιο βρίσκονται συχνά σε διαμάχες με τους γηγενείς μαθητές·
είναι υπερβολικά σιωπηλοί, το ενδιαφέρον τους για μάθηση είναι περιορισμένο,
δυσκολεύονται να συγκεντρωθούν στο μάθημα, αποφεύγουν να αναλάβουν δύσκολες
εργασίες, απουσιάζουν συχνά, αντιδρούν επιθετικά ή βίαια, προκαλούν αναστάτωση
στην τάξη και αντιμετωπίζονται υπεροπτικά για την προφορά τους, τις συνήθειες ή τις
αξίες τους. Ενδείξεις ρατσιστικών συμπεριφορών υπάρχουν, ακόμη, όταν οι γηγενείς
μαθητές: παρενοχλούν, τρομοκρατούν, εκφοβίζουν, απειλούν ή ασκούν φυσική βία,
κοροϊδεύουν τα ρούχα, την τροφή ή την φυσική εμφάνιση των μαθητών με διαφορετικό
πολιτισμικό και γλωσσικό υπόβαθρο, χρησιμοποιούν στερεοτυπικές εκφράσεις,
προσβλητικούς χαρακτηρισμούς ή ανέκδοτα, χλευάζουν ή μιμούνται την προφορά ή
τις χειρονομίες τους και τους λένε να πάνε πίσω στις χώρες τους· επιπροσθέτως, όταν
αρνούνται να συνεργαστούν, να κάνουν παρέα, να παίξουν ή να καθίσουν δίπλα σε
συμμαθητές τους, επειδή αυτοί ή οι συγγενείς τους έχουν συγκεκριμένο εθνικό,
πολιτισμικό ή γλωσσικό υπόβαθρο.
Αυτό που απαιτείται είναι ένα εκπαιδευτικό σύστημα και ένα σχολείο που να σέβεται την
διαφορετικότητα. Η διαχείριση της ετερότητας πρέπει να γίνεται με τέτοιο τρόπο, ώστε
μέσα από το διαφορετικό να αναδεικνύονται οι δυνατότητες, οι ικανότητες και τα
ταλέντα των μαθητών. Οφείλουν, επίσης, να εργαστούν προς την κατεύθυνση της
δημιουργίας ενός σχολικού περιβάλλοντος, που θα καλλιεργεί στους μαθητές το
αίσθημα του ανήκειν στην εκπαιδευτική κοινότητα. Ακόμη θα πρέπει να διαμορφώνεται
ένα σχολικό περιβάλλον όπου όλοι οι μαθητές θα νιώθουν άνετα, ασφαλείς και

104
προστατευμένοι, θα μπορούν να εκφράζονται χωρίς φόβο, θα είναι χαρούμενοι και
δημιουργικοί. Με άλλα λόγια χρειαζόμαστε παιδαγωγικές πρακτικές που να
επικεντρώνονται στην δίκαιη οργάνωση των κοινωνικών και εκπαιδευτικών θεσμών.
Φαίνεται ότι η ανάπτυξη μιας αντιρατσιστικής παιδαγωγικής στα ελληνικά σχολεία είναι
σήμερα περισσότερο αναγκαία από ποτέ. Ο ρατσισμός έχει να κάνει με τον φόβο, την
ανασφάλεια, την αβεβαιότητα. Είναι σημαντικό οι μαθητές να εργάζονται σε μια
ατμόσφαιρα ελεύθερη από φόβο και υπό συνθήκες που επιλέγονται ελεύθερα. Μόνο
με αυτόν τον τρόπο μπορούν να διατυπώνουν του φόβους τους, να συζητούν τις δικές
τους εικόνες και να εμβαθύνουν στις εμπειρίες τους. Είναι απαραίτητο να επικρατεί
διαφάνεια και σαφής θέση. Οι μαθητές πρέπει να αισθάνονται αποδεκτοί. Οι στόχοι
μιας αντιρατσιστικής προσέγγισης θα πρέπει να είναι:
¾ Ευαισθητοποίηση των μαθητών για όλες τις μορφές διακρίσεων και του
ρατσισμού (παροχή βασικών γνώσεων στους τομείς του ρατσισμού και
ερευνητικά ζητήματα: προκατάληψη, μετανάστευση και άσυλο).
¾ Προώθηση της συμμετοχής των μαθητών κατά των διακρίσεων.
¾ Προώθηση ίσων ευκαιριών.
¾ Προώθηση των ανθρωπίνων και δημοκρατικών τρόπων σκέψης και δράσης
μεταξύ των μαθητών.
¾ Ανάπτυξη «αντιρατσιστικών» ικανοτήτων και δεξιοτήτων τόσο για τους μαθητές
όσο και για τους εκπαιδευτικούς.
¾ Εξάλειψη του ρατσισμού, των διακρίσεων και της βίας στην κοινωνία μας.

Κείμενο: Υπάρχει ρατσισμός στα σχολεία;

Υπάρχει ρατσισμός στα σχολεία;


Διαδικτυακή έρευνα του Συνηγόρου του Παιδιού
Μια μικρή διαδικτυακή έρευνα σχετικά με τον ρατσισμό στα σχολεία πραγματοποίησε ο
Συνήγορος του Παιδιού, με στόχο να καταγραφεί η γνώμη των μαθητών/μαθητριών
για το τι συμβαίνει στα σχολεία αλλά και να δώσει ιδέες και αφορμή σε εκπαιδευτικούς
και μαθητές για συζητήσεις και δράσεις κατά των διακρίσεων. Τις 10 ερωτήσεις του
Συνηγόρου απάντησαν 800 μαθητές και μαθήτριες.
Σύμφωνα με τις απαντήσεις, το 66% των μαθητών αναφέρουν ότι υπάρχει ρατσισμός
στο σχολείο τους (το 41% αυτών θεωρούν σε μέτριο βαθμό ενώ το 25% έντονα και σε
πολλές μορφές). Οι ρατσιστικές συμπεριφορές είναι κυρίως (57%) σε βάρος μαθητών
με ειδικά χαρακτηριστικά εμφάνισης, σε βάρος παιδιών από άλλες χώρες,

105
διαφορετικές φυλές ή με διαφορετικό θρήσκευμα (37%), σε βάρος μαθητών με
διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό (22%) και σε βάρος μαθητών με αναπηρίες
ή μειονεξίες (18%). Ενδιαφέρον έχει ότι περίπου το ένα τρίτο περίπου των μαθητών (29%)
απάντησε ότι οι διακρίσεις στο σχολείο τους είναι σε βάρος καλών ή κακών μαθητών,
ενώ το 12% ανέφερε ρατσιστική στάση σε βάρος μαθητών από φτωχότερες,
μονογονεϊκές ή πολύτεκνες οικογένειες.
Ως προς τις αιτίες των συμπεριφορών αυτών, οι μισοί μαθητές που απάντησαν
θεωρούν ότι τα παιδιά φέρονται έτσι γιατί έχουν ανάγκη να νιώσουν σπουδαία και
δυνατά αλλά και γιατί έχουν τέτοια πρότυπα στην οικογένεια και το περιβάλλον τους,
ενώ ένα 43% θεωρεί ότι το κάνουν για πλάκα/για να πειράξουν τους άλλους. Ως προς
το αν οι μαθητές με ρατσιστικές στάσεις και συμπεριφορές μπορούν να αλλάξουν αν
υπάρχει καλό κλίμα στην τάξη και στο σχολείο ή δεν αλλάζουν εύκολα μυαλά, οι
μαθητές που απάντησαν διχάζονται.
Το 75% όσων απάντησαν αναφέρουν ότι οι περισσότεροι καθηγητές τους δεν
ανέχονται ρατσιστικές συμπεριφορές, αλλά το 25% θεωρεί ότι τις ανέχονται και δεν
αντιδρούν. Όσον αφορά τη στάση των ίδιων, οι μισοί μαθητές απάντησαν ότι όταν
βλέπουν ρατσιστικές συμπεριφορές ή ακούν ρατσιστικά σχόλια συνήθως
συμβουλεύουν τα παιδιά να σταματήσουν και, εφόσον πρόκειται για κάτι σοβαρό, το
αναφέρουν σε ένα καθηγητή εμπιστοσύνης, ωστόσο το 12% απάντησε ότι δεν
παρεμβαίνει.
Σύμφωνα με το 65% των μαθητών, όταν συμβαίνει ένα περιστατικό ανάμεσα σε
μαθητές, οι εκπαιδευτικοί θα πρέπει να συζητάνε με τα παιδιά και να διαμεσολαβούν
δίνοντας αρκετό χρόνο με στόχο τη συμφιλίωση. Το 37% θεωρεί ότι πρέπει να κάνουν
συστάσεις, ενώ ένα 30% να τιμωρούν τους δράστες.
Γενικότερα, για να καταπολεμηθεί ο ρατσισμός στα σχολεία το 51% των μαθητών
πιστεύει ότι το σημαντικότερο είναι να γίνονται ομαδικές δραστηριότητες και δράσεις
ευαισθητοποίησης, το 15% να γίνονται συστάσεις στους μαθητές που φέρονται
ρατσιστικά και στους γονείς τους, ενώ το 23% θεωρεί ότι πρέπει να τιμωρούνται οι
μαθητές που φέρονται ρατσιστικά. Να υπάρχει το καλό παράδειγμα των εκπαιδευτικών
αναφέρει το 9,5%.
Ως προς το δικό τους σχολείο, το 35% των μαθητών αναφέρουν ότι έχουν γίνει
ενδιαφέρουσες δράσεις για τον ρατσισμό, το 54% ότι γίνονται μερικές συζητήσεις στο
μάθημα και το 20% ότι δεν ασχολούνται πολύ με το θέμα.

106
Τέλος, ως προς το πώς θα μπορούσε να συμβάλλει ο Συνήγορος του Παιδιού για να
περιοριστεί ο ρατσισμός στα σχολεία, οι μαθητές πιστεύουν ότι ο Συνήγορος πρέπει να
προτείνει να γίνονται περισσότερες δραστηριότητες στα σχολεία, καλύτερη
επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, να προβάλει τις καλές πρακτικές από διάφορα
σχολεία αλλά και να ακούει συστηματικά τη γνώμη και τις προτάσεις των παιδιών για
τα θέματα αυτά.
Πηγή: 0-18.gr

Σύνοψη
Στην παρούσα διδακτική ενότητα μάθαμε:
• τον ορισμό του ρατσισμού ως έννοια,
• τις έννοιες ρατσισμός και ξενοφοβία,
• πώς αξιολογείται η παρουσία μεταναστών και προσφύγων στην Ελλάδα,
• τις επιπτώσεις του προσφυγικού και του μεταναστευτικού ρεύματος στην ελληνική
κοινωνία,
• την ανάγκη και τη σημασία μίας αντιρατσιστικής προσέγγισης στο ελληνικό
εκπαιδευτικό σύστημα.

107
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΔΕ1
• Goffman, E. (2001). Στίγμα. Σημειώσεις για τη διαχείριση της φθαρμένης ταυτότητας.
Αθήνα: Εκδόσεις Αλεξάνδρεια.
• Δαμανάκης, Μ. (2007). Ταυτότητες και εκπαίδευση στη διασπορά. Αθήνα:
Gutenberg.
• Δραγώνα, Θ. (2003). Ταυτότητα και Εκπαίδευση. (Α. Ανδρούσου, Επιμ.) Ανάκτηση
Ανάκτηση 22/10/2017 από Κλειδιά και Αντικλείδια:
http://www.kleidiakaiantikleidia.net/book19/book19.pdf
• Δράγωνα, Θ., Σκούρτου, Ε. & Φραγκουδάκη, Α. (2001). Εκπαίδευση: Πολιτισμικές
Διαφορές και Κοινωνικές Ανισότητες. Πάτρα: Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο.
• Ιντζεσίλογλου, Ν. (2000). Περί της κατασκευής συλλογικών ταυτοτήτων. Το
παράδειγμα της εθνικής ταυτότητας. Στο Χ. Κωνσταντοπούλου, Λ. Μαράτου -
Αλιπράντη, Δ. Γερμανός & Θ. Οικονόμου (επιμ.), «Εμείς» και οι «Άλλοι». Αναφορά στις
Τάσεις και τα Σύμβολα. Αθήνα: Τυπωθήτω - Γιώργος Δαρδανός, 177-201.
• Λάμνιας, Κ. (2002). Κοινωνιολογική Θεωρία και Εκπαίδευση. Διακριτές Προσεγγίσεις.
Αθήνα: Μεταίχμιο.
• Λαμπρίδης, Ε. (2004). Στερεότυπο, προκατάληψη, κοινωνική ταυτότητα: Μελετώντας
τις δυναμικές της κοινωνικής αναπαράστασης για τους Τσιγγάνους. Αθήνα:
Gutenberg.
• Ναυρίδης, Κλ. & Χρηστάκης, Ν. (1997). Ταυτότητες. Αθήνα: Καστανιώτης.
• Μελούτσι, A. (2002). Κουλτούρες στο Παιχνίδι. Διαφορές για να συμβιώσουμε.
Μτφρ.-Εισαγωγή – Επιμέλεια. Μ. Ψημίτης, Αθήνα: Gutenberg.
• Παπαστάμου, Σ., & Μαντόγλου, Α., (Επιμ.) (1995). Κοινωνικές Αναπαραστάσεις.
Αθήνα: Οδυσσέας.
• Smith, A. (2000). Εθνική Ταυτότητα. Αθήνα: Οδυσσέας.
• Tajfel, H. (1982). Social psychology of intergroup relations. Annual Review of
Psychology, 33, 1-39.
• Tajfel, H., & Turner, J. C. (1986). The social identity theory of intergroup behavior. In
S. Worchel & W. G. Austin (Eds.). Psychology of Intergroup Relations. Chicago: Nelson-
Hall.
• Χαντζή, Α. (2006). Κοινωνικά στερεότυπα και διομαδικές σχέσεις. Στο Σ.
Παπαστάμου, Εισαγωγή στην Κοινωνική Ψυχολογία: Η παράδοση. τ. Β΄ (σσ. 228-246).
Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
• Χρυσοχόου, Ξ. (2010). Πολυπολιτισμική Πραγματικότητα. Οι κοινωνιοψυχολογικοί
προσδιορισμοί της πολιτισμικής πολλαπλότητας. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

108
ΔΕ2
• Αζίζι-Καλατζή, Α., Ζώνιου-Σιδέρη, Α. &Βλάχου, Α. (1996). Προκαταλήψεις και
στερεότυπα: Δημιουργία και αντιμετώπιση, Αθήνα: Γενική Γραμματεία Λαϊκής
Επιμόρφωσης.
• Γεωργίου, Ν. & Τούρβα, Α. (2006). Στερεότυπα στην τάξη. Στο Ε. Φτιάκα, Α.
Γαγάτσης, Ι. Ηλία, & Μ. Μοδέστου, (Eπιμ.) Η Σύγχρονη Εκπαιδευτική Έρευνα στην
Κύπρο. Πρακτικά 9ου Συνεδρίου Παιδαγωγικής Εταιρείας Κύπρου, 2-3 Ιουνίου, 2006
(σσ. 921-934). Λευκωσία: Πανεπιστήμιο Κύπρου.
• Γκόβαρης, Χ., Νιώτη, Ν., Σταμάτης, Π. (2003). Προκαταλήψεις στο Νηπιαγωγείο –
Προτάσεις για την αποδυνάμωσή τους από της σκοπιά της Διαπολιτισμικής
Εκπαίδευσης. Παιδαγωγικός Λόγος, 1, 7-20.
• Γκότοβος, Α. (1996). Ρατσισμός. Κοινωνικές, Ψυχολογικές και παιδαγωγικές όψεις
μιας ιδεολογίας και μιας πρακτικής. Αθήνα: Υ.Π.Ε.Π.Θ./ Γενική Γραμματεία Λαϊκής
Επιμόρφωσης.
• Derman-Sparks, L. & Ramsey, P. (2006). Πλαίσιο Εργασίας για Εκπαίδευση
Πολιτισμικά Σχετική, Πολυπολιτισμική και ενάντια στις Προκαταλήψεις. Στο J.
Roopnarine& J. Johnson (Eπιμ.), Ποιοτικά Προγράμματα Προσχολικής Εκπαίδευσης.
Παραδείγματα από τη Διεθνή Πρακτική, επιμέλεια-εισαγωγή: Ε. Κουτσουβάνου-Κ.
Χρυσαφίδης (σσ. 717-764). Αθήνα: Παπαζήσης.
• Δραγώνα, Θ. (2007). Στερεότυπα και προκαταλήψεις. Κλειδιά και Αντικλείδια, Αθήνα:
ΥΠΕΠΘ /Πανεπιστήμιο Αθηνών.
• Κοκκινάκη Φ. (2005). Κοινωνική Ψυχολογία: Εισαγωγή στη Μελέτη της Κοινωνικής
Συμπεριφοράς. Αθήνα: Τυπωθήτω.
• McGarty C., Yzerbyt, V. and Spears, R. (2002).Social, cultural and cognitive factors
in stereotype formation. In C. McGarty, V. Y. Yzerbyt& R. Spears (Eds.), Stereotypes as
Explanations. The Formation of Meaningful Beliefs about Social Groups (pp. 1-15).
Cambridge University Press.
• Reyna, C. (2000). Lazy, Dumb, or industrious: When stereotypes convey attribution
information in the classroom. Educational Psychology Review, 12 (1), 86–110.
• Tajfel, H. (1981). Human Groups and Social Categories: Studies in Social
Psychology. Cambridge: Cambridge University Press.
• Χαντζή, Α. (2006). Κοινωνικά στερεότυπα και διομαδικές σχέσεις. Στο Σ.
Παπαστάμου, Εισαγωγή στην Κοινωνική Ψυχολογία: Η παράδοση. τ. Β΄ (σσ. 228-246).
Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
• Χρυσοχόου, Ξ. (2010). Πολυπολιτισμική Πραγματικότητα. Οι κοινωνιοψυχολογικοί
προσδιορισμοί της πολιτισμικής πολλαπλότητας. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
ΔΕ3
• Allport, G. W. (1954) The nature of prejudice. Reading, MA: Addison-Wesley

109
• Αζίζι-Καλατζή, Α., Ζώνιου-Σιδέρη, Α. &Βλάχου, Α. (1996). Προκαταλήψεις και
στερεότυπα: ∆ημιουργία και αντιμετώπιση, Αθήνα: Γενική Γραμματεία Λαϊκής
Επιμόρφωσης.
• Brewer, M.B. & Miller, N. (1984).Beyond the contact hypothesis.Theoretical
perspectives on desegregation. In N.Miller and M.B. Brewer (eds) Groups in contact:
the psychology of desegregation [pp. 281-302]. Orlando, FL: Academic Press.
• Gaertner, S. L., Dovidio, J. F., Anastasio, P. A., Bachman, B. A., & Rust, M. C. (1993).
The common ingroup identity model: Recategorization and the reduction of
intergroup bias”. In W. Stroebe& M. Hewstone (Eds.), European review of social
psychology (Vol. 4, pp. 1-26). NewYork: JohnWiley.
• Γκόβαρης, Χ., Νιώτη, Ν. & Σταμάτης, Π. (2003). Προκαταλήψεις και στερεότυπα στο
πολυπολιτισμικό νηπιαγωγείο: θέσεις για την αποδυνάμωσή τους από τη σκοπιά της
Διαπολιτισμικής εκπαίδευσης. Παιδαγωγικός λόγος, 1.
• Giddens A. (2002), Κοινωνιολογία (μτφρ. & επιμ.) - Τσαούσης. Αθήνα: Gutenberg
• DermanSparks, L. (2005) Καταπολεμώντας τις προκαταλήψεις. Παιδαγωγικά
Εργαλεία, Αθήνα: Σχεδία.
• Derman-Sparks, L. & Ramsey, P. (2006) “Πλαίσιο Εργασίας για Εκπαίδευση
Πολιτισμικά Σχετική, Πολυπολιτισμική και ενάντια στις Προκαταλήψεις”. Στο Roopnarine
J. &Johnson J. (επιμ.) Ποιοτικά Προγράμματα Προσχολικής Εκπαίδευσης.
Παραδείγματα από τη Διεθνή Πρακτική, επιμέλεια-εισαγωγή: Ε. Κουτσουβάνου-Κ.
Χρυσαφίδης, Αθήνα: Παπαζήσης, σσ. 717-764.
• Dovidio, J., Glick, P., Rudman, L. (2005), On the Nature of Prejudice:Fifty years after
Allport, Oxford: Blackwell Publishing Ltd.
• Dovidio, J.,Esses, V. M., Glick, P., Hewstone, M. (2010), The Sage Handbook of
Prejudice, stereotyping and discrimination, London: SAGE Publications Ltd.
• Δραγώνα, Θ. (2004). Προκαταλήψεις και Στερεότυπα. Εκπαίδευση
Μουσουλμανοπαίδων, ΥΠΕΠΘ Πανεπιστήμιο Αθηνών, ΕΠΕΑΕΚ 2002-2004.
• Hogg, M., Vaughan, G. (2010), Κοινωνική Ψυχολογία, Αθήνα: Gutenberg.
• Ιωαννίδου-Johnson, Α. (1998), Προκατάληψη. Ποιος; Εγώ; Η δυναμική ανάμεσα
στην προκατάληψη και την ψυχολογική ωριμότητα, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
• Κοκκινάκη, Φ. (2006). Κοινωνική Ψυχολογία: Εισαγωγή στη μελέτη της κοινωνικής
συμπεριφοράς. Αθήνα: Τυπωθήτω.
• Milner, D. (1990). Φυλετική προκατάληψη. Στο Σ. Παπαστάμου (Επιμ. Εκδ.)
Διομαδικές Σχέσεις: Σύγχρονες Έρευνες στην Κοινωνική Ψυχολογία. Αθήνα: Οδυσσέας.
110
• Πανταζής, Β. (2015). Αντιρατσιστική Εκπαίδευση. Σύνδεσμος Ελληνικών
Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, kallipos.gr, ISBN: 978-960-
603-197-7
• Τσιάκαλος, Γ. (1998). Ανθρώπινη αξιοπρέπεια και κοινωνικός αποκλεισμός. Αθήνα:
Ελληνικά Γράμματα. Τσιάκαλος, Γ. (2011). Οδηγός Αντιρατσιστικής Εκπαίδευσης.
Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα
• Χρυσοχόου Ξ. (2011). Πολυπολιτισμική Πραγματικότητα: Οι κοινωνιοψυχολογικοί
προσδιορισμοί της πολιτισμικής πολλαπλότητας. Αθήνα: Πεδίο.

ΔΕ4
• Barker, M. (1981). The New Racism, London: Junction.
• Γκότοβος, Α. (1996). Ρατσισμός. Κοινωνικές, Ψυχολογικές και παιδαγωγικές όψεις
μιας ιδεολογίας και μιας πρακτικής. Αθήνα: Υ.Π.Ε.Π.Θ./ Γενική Γραμματεία Λαϊκής
Επιμόρφωσης.
• Coelho, E. (2007).Διδασκαλία και μάθηση στα πολυπολιτισμικά σχολεία. Αθήνα:
Επίκεντρο, 2007.
• Balibar, E. (1991). Is there a ‘Neo-Racism’? In E. Balibar & I. Wallerstein (Eds.), Race,
Nation, Class: Ambiguous Identities (pp. 17-28). London: Verso.
• Μπαλιμπάρ, Ι. Βαλλερστάιν (1991). Φυλή, Έθνος, Τάξη. Οι διφορούμενες
ταυτότητες, Ο Πολίτης, Αθήνα.
• Παπαδημητρίου Ζ. (2000). O ευρωπαϊκός ρατσισμός. Eισαγωγή στο φυλετικό μίσος,
ιστορική, κοινωνιολογική και πολιτική μελέτη, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
• Παπαδοπούλου Δ, (2002). Από την κοινωνική ευπάθεια στον κοινωνικό αποκλεισμό.
Αθήνα.
• Πανταζής, Β. (2015). Αντιρατσιστική Εκπαίδευση. Σύνδεσμος Ελληνικών
Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, kallipos.gr
• Πανταζής, Β. (2006), Παιδαγωγική των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, Αθήνα:
Gutenberg.
• Shipman P (1998). Η εξέλιξη του ρατσισμού. Οι ανθρώπινες διαφορές και η χρήση
και κατάχρηση της επιστήμης, εκδ. Λιβάνη,Αθήνα 1998.
• Taguieff,P.- A.(2011). Τι είναι αντισημιτισμός, μτφρ. Αναστασία Ηλιαδέλη – Ανδρέας
Πανταζόπουλος, Αθήνα: Εστία.
• Taguieff, P.- A.(1998).Ο Ρατσισμός. Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Π. Τραυλός.

111
• Tsiakalos, G. (2006). Greece: Xenophobia of the Weak and Racism of the Mighty.
In D. Macedo and P. Gounari (Eds.) The Globalization of Racism, [192-208].
Boulder: Paradigm Publishers
• Τσιάκαλος Γ. (1999), Ανθρώπινη Αξιοπρέπεια και κοινωνικός αποκλεισμός, Αθήνα
• Τσιάκαλος, Γ. (2000). Οδηγός Αντιρατσιστικής Εκπαίδευσης, Αθήνα: Ελληνικά
Γράμματα.
• Χριστινίδης,Α. (2003). Εχθρότητα και προκατάληψη. Ξενοφοβία, αντισημιτισμός,
γενοκτονία. Αθήνα: Ίνδικτος.

ΔΕ5
• Γαζάκης Α., Συρρή Δ. και Τάκης Α., (2014). Ρατσισμός και διακρίσεις στην Ελλάδα
σήμερα. Θεσσαλονίκη: Ίδρυμα Χάινριχ Μπελ Ελλάδας.
• Γκότοβος, Α. (1996). Ρατσισμός. Κοινωνικές, Ψυχολογικές και παιδαγωγικές όψεις
μιας ιδεολογίας και μιας πρακτικής. Αθήνα: Υ.Π.Ε.Π.Θ./ Γενική Γραμματεία Λαϊκής
Επιμόρφωσης.
• Dei, George J. Sefa. 2000. Towards an anti-racism discursive framework. In George
J. Sefa Dei and Agnes Calliste (Eds) Power, knowledge and anti-racism education,
( 23–40). Halifax, NS: Fernwood Publishing.
• Ευαγγέλου Ο., Κάντζου, Ν. (2004) Εθνοπολιτισμική Ετερότητα και Εκπαιδευτικός
Ρατσισμός, Περιοδικό Ανοιχτό Σχολείο, Τεύχος 90, Ιανουάριος-Φεβρουάριος-
Μάρτιος, σελ. 12-16.
• Μαρβάκης, Α., Πορσανόγλου, Δ., Παύλου, Μ., (2001). Μετανάστες στην Ελλάδα:
«προβλήματα», κοινωνικά φαινόμενα και υποκείμενα. Στο: Εταιρεία Πολιτικού
Προβληματισμού «Νίκος Πουλαντζάς», Μετανάστες στην Ελλάδα, Επιμ.: Αθ.
Μαρβάκης, Δ. Πουρσανόγλου, Μ. Παύλου. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
• Tzanelli, R. (2006). “Not My Flag!” Citizenship and nationhood in the margins of
Europe (Greece, October 2000/2003). Ethnic and Racial Studies, 29: 27-49.
• Macedo, D. & Gounari, P. (2008), Η παγκοσμιοποίηση του ρατσισμού.
Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο.
• Φραγκουδάκη, Α. (2013). Ο εθνικισμός και η άνοδος της ακροδεξιάς. Αθήνα:
Αλεξάνδρεια

112

You might also like