Professional Documents
Culture Documents
ΔΙΔΑΣΚΟΥΣΑ: ΧΡΟΝΟΠΟΥΛΟΥ
ΑΘΑΝΑΣΙΑ
Δ΄ ΕΞΑΜΗΝΟ
ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ 2012-2013
1
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
2
αντιλήψεις ατομικής παθολογίας που ενοχοποιούν τους μαθητές και
έμφασης στην εκπαιδευτική αντιμετώπιση.
Όμως, το κλειδί για την επιτυχημένη στροφή προς την
εκπαιδευτική αντιμετώπιση των Μαθησιακών Δυσκολιών δεν είναι η
ύπαρξη της επιστημονικής έρευνας, αλλά η διάχυση των αποτελεσμάτων
της στους εκπαιδευτικούς και η αλλαγή των αντιλήψεων και των
καθημερινών διδακτικών πρακτικών τους. Σήμερα, αν και η
επιστημονική έρευνα έχει κάνει σημαντική πρόοδο σχετικά τόσο με την
ανίχνευση όσο και με τη διάγνωση και την επιτυχή υποστήριξη των
μαθητών με Μαθησιακές Δυσκολίες, αυτή η πρόοδος δεν έχει
τροποποιήσει σημαντικά την εκπαιδευτική πρακτική.
3
Ιστορικά στοιχεία για την εξέλιξη των Μαθησιακών Δυσκολιών
4
Morgan υποστήριξε ότι οι δυσκολίες πιθανά ήταν εγγενείς και
οφείλονταν σε ανεπαρκή ανάπτυξη του αριστερού γωνιώδη έλικα του
εγκεφάλου γιατί ενήλικες με τα ίδια συμπτώματα παρουσίαζαν βλάβες σ’
αυτή την περιοχή. Συστηματικές κλινικές μελέτες σχετικά με τις
διαταραχές στην ανάγνωση αναφέρονται από τον Σκωτσέζο
οφθαλμολόγο Hinshelwood το 1917, ο οποίος εξέτασε ένα σημαντικό
αριθμό ατόμων οι οποίοι είχαν χάσει την ικανότητα να διαβάζουν ενώ οι
άλλες περιοχές της γνωστικής τους λειτουργίας παρέμεναν ανέπαφες.
Απέδωσε την απώλεια αυτή σε εξειδικευμένη βλάβη ή αγενεσία
του γωνιώδη έλικα του επικρατούντος ημισφαιρίου. Ο Hinshelwood δεν
περιορίστηκε σε περιπτώσεις ενηλίκων αλλά μελέτησε και περιπτώσεις
παιδιών με σοβαρές δυσκολίες ανάγνωσης χωρίς άλλες ανεπάρκειες στη
νοητική τους λειτουργία. Σε ό,τι αφορά τα παιδιά, θεώρησε ότι το
πρόβλημά τους συνδέονταν με εγκεφαλικές βλάβες στην περιοχή της
οπτικής μνήμης λέξεων και γραμμάτων και όρισε την περίπτωση αυτή
συγγενή τύφλωση λέξης (congenital word blindness). Ο Hinshelwood
περιορίστηκε στη νευρολογική ερμηνεία των δυσκολιών στα παιδιά όπως
και στους ενήλικες, αγνόησε όμως πιθανούς περιβαλλοντικούς
παράγοντες που θα μπορούσαν να ερμηνεύσουν τα προβλήματα
ανάγνωσης των παιδιών που μελέτησε. Βέβαια υποστήριξε ότι οι
πραγματικές περιπτώσεις με τέτοιες διαταραχές σε παιδιά είναι πολύ
σπάνιες και μπορεί να συμβούν σε λιγότερο από ένα στα χίλια παιδιά.
Σημαντικό σταθμό στη μελέτη των δυσκολιών ανάγνωσης
αποτελεί το έργο του Orton, Αμερικανού ψυχιάτρου, νευρολόγου και
νευροπαθολόγου στο Ψυχιατρείο της Αϊόβα γύρω στο 1920. Την εποχή
αυτή είχαν σημειωθεί σημαντικές αλλαγές τόσο στην ψυχιατρική όσο και
στην παιδαγωγική. Στην ψυχιατρική μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε
δοθεί έμφαση στη μέριμνα και θεραπεία των παιδιών έξω από το πλαίσιο
της νοσοκομειακής περίθαλψης. Στην παιδαγωγική είχε δοθεί ώθηση σε
νέες τεχνικές και μεθόδους διδασκαλίας της ανάγνωσης. Ο Orton, ύστερα
από μελέτη κλινικών περιπτώσεων επί 10 χρόνια από διεπιστημονικές
ομάδες, ανέπτυξε μια δική του ερμηνεία για τις δυσκολίες αυτές.
Υποστήριξε ότι τα παιδιά με δυσκολίες ανάγνωσης μπορεί να
έχουν κάποια ενεργό βλάβη ή αγενεσία σε συγκεκριμένη εγκεφαλική
περιοχή, μπορεί όμως η δυσκολία τους να αιτιολογείται και από
επιβράδυνση ή λανθασμένη εδραίωση κυριαρχίας του λόγου στο
αριστερό εγκεφαλικό ημισφαίριο. Χρησιμοποίησε τον όρο
«στρεφοσυμβολία» ή «αναστροφή συμβόλων» και υποστήριξε ότι η
αντίληψη των γραμμάτων και των λέξεων δημιουργεί μια σειρά
προτύπων που εδραιώνονται στο δεξιό εγκεφαλικό ημισφαίριο. Τα
πρότυπα αυτά αποτελούν κατοπτρική εκδοχή των προτύπων του
αριστερού ημισφαιρίου. Στους αριστερόχειρες ή στους αμφιδέξιους δεν
εδραιώνονται πρότυπα στο αριστερό ημισφαίριο, γι’ αυτό τείνουν να
5
χρησιμοποιούν αναστραμμένα τα πρότυπα του δεξιού. Με τη θεωρητική
του αυτή τοποθέτηση ερμήνευσε τις αναστροφές γραμμάτων και λέξεων
που παρατηρούνται σε πολλά παιδιά με δυσκολίες ανάγνωσης. Οι
απόψεις του όμως δεν διερευνήθηκαν ερευνητικά και κατά συνέπεια δεν
επιβεβαιώθηκαν (Lieberman, 1970). Αντίθετα, οι απόψεις του σχετικά με
την εγκεφαλική δυσλειτουργία ως αίτιο της αναπτυξιακής δυσλεξίας,
εξακολουθούν να κυριαρχούν μέχρι σήμερα, παρότι δεν υπάρχουν ισχυρά
ερευνητικά δεδομένα (Torgesen,1979).
Η συμβολή του έργου του Orton θεωρείται σημαντική γιατί
κινητοποίησε την έρευνα για τον εντοπισμό των παιδιών με δυσκολίες
ανάγνωσης και για το γεγονός ότι ανέπτυξε εκπαιδευτικές τεχνικές,
κάποιες από τις οποίες εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται μέχρι
σήμερα, όπως η σύνδεση φωνήματος –γραφήματος, από άλλη όμως
ερμηνευτική σκοπιά. Τόσο η θεωρία του Orton όσο και του Hinshelwood
σχετικά με τη νευρολογική βάση των ατομικών διαφορών στην
ανάγνωση δεν υιοθετήθηκαν από τους επιστήμονες και κυρίως από τους
παιδαγωγούς. Οι εκπαιδευτικοί αλλά και οι ψυχολόγοι που ασχολούνται
με πολλές περιπτώσεις παιδιών με δυσκολίες ανάγνωσης, θεωρούν ότι οι
περισσότερες από τις περιπτώσεις συνδέονται με περιβαλλοντικούς και
εκπαιδευτικούς παράγοντες και μόνο για ένα πολύ μικρό ποσοστό
τέτοιων δυσκολιών θεωρείται υπεύθυνη η εγγενής εγκεφαλική
δυσλειτουργία.
Γενικά, οι Μαθησιακές Δυσκολίες συνιστούν τη μεγαλύτερη
κατηγορία ειδικών εκπαιδευτικών αναγκών και σύμφωνα με τη
βιβλιογραφία, διεθνή κι ελληνική, το 50% των μαθητών που φοιτούν σε
Σχολικές Μονάδες Ειδικής Αγωγής, έχουν διάγνωση Μαθησιακών
Δυσκολιών. Μάλιστα, το 80% από αυτές αφορούν δυσκολίες στην
ανάγνωση (Παντελιάδου, 2004, Kavale & Forness, 2000).
Οι αναφορές στις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα παιδιά και οι
ενήλικες στη μάθηση, οι πιθανές αιτίες, αλλά και η συνεισφορά τους στις
ατομικές διαφορές, εμφανίζονται από την αρχαία Ελλάδα (Μann, 1979).
Όμως μόλις τον Απρίλιο του 1963 εμφανίζεται για πρώτη φορά ο όρος
«Μαθησιακές Δυσκολίες», από τον ψυχολόγο και ειδικό παιδαγωγό
Samuel Kirk, σε ένα συνέδριο γονέων με παιδιά που είχαν προβλήματα
μάθησης και επαγγελματιών του χώρου της ειδικής αγωγής.
Ωστόσο, το επιστημονικό ενδιαφέρον, όπως προαναφέρθηκε, για τις
απρόσμενες δυσκολίες μάθησης που δεν μπορούν να εξηγηθούν από το
νοητικό δυναμικό των μαθητών, είχε ξεκινήσει πολύ νωρίτερα.
6
ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΜΑΘΗΣΙΑΚΩΝ
ΔΥΣΚΟΛΙΩΝ
7
των ατόμων με αναπηρίες συνέβαλαν στην αναγνώριση της έννοιας και
της πραγματικότητας των μαθησιακών δυσκολιών ως ιδιαιτέρου
ζητήματος με εκπαιδευτικές, ψυχολογικές και κοινωνικές διαστάσεις
(Πόρποδας, 2003).
8
κοινωνικούς παράγοντες». Ένας από τους πρώτους πιο κοινά αποδεκτούς
ορισμούς που στοιχεία του έχουν ενσωματωθεί σε όλους τους
μεταγενέστερους, είναι αυτός που διατυπώθηκε από την Bateman (1965).
Σύμφωνα με τον ορισμό αυτό:
«παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες είναι εκείνα που παρουσιάζουν μια
παιδαγωγικά σημαντική διακύμανση ανάμεσα στο νοητικό τους δυναμικό
και στο πραγματικό επίπεδο επίδοσης, η οποία συνδέεται με βασικές
διαταραχές στη μαθησιακή διαδικασία. Οι διαταραχές αυτές μπορεί να
οφείλονται, όχι όμως απαραίτητα, σε εμφανή δυσλειτουργία του Κεντρικού
Νευρικού Συστήματος. Δεν μπορεί να αποδοθούν δευτερογενώς σε νοητική
καθυστέρηση, εκπαιδευτική ή πολιτισμική αποστέρηση, σοβαρές
συναισθηματικές διαταραχές ή αισθητηριακές βλάβες».
Εντούτοις, κατά πολλούς, ο μέχρι τώρα πληρέστερος και ευρέως
αποδεκτός ορισμός για τις μαθησιακές δυσκολίες έχει δοθεί από την
Εθνική Μικτή Επιτροπή για τις Μαθησιακές Δυσκολίες ( National Joint
Committee on Learning Disabilities) των ΗΠΑ, το 1988. Σύμφωνα με τον
ορισμό αυτό, « οι μαθησιακές δυσκολίες είναι ένας γενικός όρος ο οποίος
αναφέρεται σε μια ανομοιογενή ομάδα διαταραχών που εκδηλώνονται ως
δυσκολίες στη μάθηση και χρήση της ομιλίας, της ανάγνωσης, της γραφής,
του συλλογισμού ή των μαθηματικών ικανοτήτων. Οι διαταραχές αυτές
είναι εγγενείς στο άτομο, αποδίδονται σε δυσλειτουργία του κεντρικού
νευρικού συστήματος και είναι δυνατόν να εκδηλώνονται καθ’ όλη τη
διάρκεια της ζωής του. Με τις μαθησιακές δυσκολίες είναι δυνατόν να
συνυπάρχουν προβλήματα αυτοελέγχου της συμπεριφοράς, κοινωνικής
αντίληψης και κοινωνικής αλληλεπίδρασης, τα οποία, όμως, από μόνα
τους, δε συνιστούν μαθησιακή δυσκολία. Αν και οι μαθησιακές δυσκολίες
είναι δυνατόν να εκδηλώνονται μαζί με άλλες μειονεκτικές καταστάσεις
(π.χ. αισθητηριακή βλάβη, νοητική καθυστέρηση, σοβαρή
συναισθητηριακή διαταραχή) ή με επιδράσεις εξωγενών παραγόντων
(όπως οι πολιτισμικές διαφορές και η ανεπαρκής ή ακατάλληλη
εκπαίδευση), εντούτοις οι μαθησιακές δυσκολίες δεν είναι το άμεσο
αποτέλεσμα αυτών των καταστάσεων ή εξωγενών παραγόντων».
Το National Joint Committee έκανε επιπλέον τις ακόλουθες
επισημάνσεις:
α) Άτομα με μαθησιακές δυσκολίες έχουν επιπλέον προβλήματα
στην αυτορρύθμιση, με αποτέλεσμα να δυσκολεύονται στην κοινωνική
αντίληψη και αλληλεπίδραση.
β) Είναι προτιμότερο να χρησιμοποιείται ο όρος άτομα και όχι
παιδιά για να δηλωθεί η αναπτυξιακή φύση των δυσκολιών από την
προσχολική ηλικία μέχρι την ενήλικη ζωή.
γ) Σχετικά με την αιτιολογία, επισημαίνεται η δυσλειτουργία στο
Κεντρικό Νευρικό Σύστημα που επηρεάζει διεργασίες εκμάθησης και
χρήσης πληροφοριών.
9
δ) Τέλος, τονίζεται ότι οι μαθησιακές δυσκολίες δεν πρέπει να
ταυτίζονται με τις ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, μπορεί όμως να
συνυπάρχουν μ’ αυτές.
Ο τελευταίος ορισμός ο οποίος έχει ενσωματωθεί στη Συνθήκη για
την Εκπαίδευση Ατόμων με Αναπηρίες των ΗΠΑ, IDEA (Kavale &
Forness, 2000) είναι περισσότερο περιγραφικός και δεν κάνει αναφορές
σε αιτιολογικούς παράγοντες. Σύμφωνα μ’ αυτόν:
«οι μαθησιακές δυσκολίες αναφέρονται σε διαταραχές σε μια ή
περισσότερες από τις βασικές ψυχολογικές διεργασίες που εμπεριέχονται
στη χρήση του προφορικού ή γραπτού λόγου, οι οποίες έχουν ως συνέπεια
«ατελή» ικανότητα ακουστικής αντίληψης, σκέψης, λόγου, ανάγνωσης,
γραφής, ορθογραφίας, μαθηματικών ικανοτήτων. Ο όρος περιλαμβάνει
περιπτώσεις όπως αντιληπτική ανεπάρκεια, εγκεφαλική βλάβη, ελάχιστη
εγκεφαλική δυσλειτουργία, δυσλεξία και αναπτυξιακή αφασία. Στον όρο
δεν εμπεριέχονται περιπτώσεις παιδιών των οποίων το πρόβλημα είναι
αποτέλεσμα οπτικής, ακουστικής ή κινητικής ανεπάρκειας, νοητικής
καθυστέρησης ή προέρχονται από δυσμενείς περιβαλλοντικές, πολιτισμικές
ή οικονομικές συνθήκες» (IDEA, 2002).
Πρέπει να αναφερθεί ότι υπάρχει διαρκής προβληματισμός και
συνεχείς προσπάθειες για τη διάγνωση και την αντιμετώπιση των
μαθησιακών δυσκολιών. Μάλιστα η επιστημονική και εκπαιδευτική
θεώρηση των μαθησιακών δυσκολιών χαρακτηρίζεται από τα εξής:
α) Από τη βαθμιαία μετάβαση από το « ιατροβιολογικό μοντέλο»
στο «ψυχοπαιδαγωγικό και κοινωνικό μοντέλο».
β) Από τη μεγάλη ανάπτυξη της ψυχοπαιδαγωγικής έρευνας, κυρίως
στα θέματα των γνωστικών λειτουργιών που συμμετέχουν στη
διαδικασία της μάθησης και εμπλέκονται στις μαθησιακές δυσκολίες και,
επιπλέον, στα ειδικότερα θέματα της μάθησης και των ειδικών
δυσκολιών που υπάρχουν στη μάθηση της ανάγνωσης και ορθογραφίας
(π.χ. όπως η δυσλεξία) και των μαθηματικών.
γ) Από τη διαπίστωση ότι οι μαθησιακές μπορούν να
αντιμετωπιστούν αρκετά αποτελεσματικά, με την προϋπόθεση ότι οι
μαθητές που έχουν τέτοια προβλήματα θα εντοπιστούν έγκαιρα, θα
διαγνωσθούν αναλυτικά και θα βοηθηθούν συστηματικά.
δ) Από τη συνειδητοποίηση ότι η έγκαιρη και ασφαλής
αντιμετώπιση των μαθησιακών δυσκολιών προϋποθέτει σωστά
ενημερωμένους εκπαιδευτικούς στα θέματα των γνωστικών
λειτουργιών της μάθησης και απόκτησης των γνώσεων, της μάθησης της
γλώσσας, της ανάγνωσης και ορθογραφίας και, στη συνέχεια, στα θέματα
των μαθησιακών δυσκολιών ( π.χ. δυσλεξίας, δυσορθογραφίας,
δυσκολίας με τα μαθηματικά) και της συστηματικής αντιμετώπισής τους.
10
Η αιτιολογία των Μαθησιακών Δυσκολιών
11
με μια σειρά από δυσκολίες και χαρακτηριστικά που δεν είναι, όμως,
κοινά σε όλο τον πληθυσμό. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αδυναμία
δόμησης ενός κεντρικού προφίλ και κατά συνέπεια τη δυσκολία
πρότασης διδακτικής παρέμβασης, αποτελεσματικής και κατάλληλης για
όλους τους μαθητές αυτής της ομάδας. Οι Μαθησιακές Δυσκολίες έχουν
οργανική αιτιολογία που είναι ενδογενής στο μαθητή. Αν και δεν έχουν
διευκρινισθεί πλήρως οι αιτιακοί παράγοντες, ούτε ο μηχανισμός
λειτουργίας τους, έχει γίνει σαφές πως εδράζονται σε δυσλειτουργίες του
κεντρικού νευρικού συστήματος. Η παραδοχή αυτή αποκλείει τη
δημιουργία Μαθησιακών Δυσκολιών μετά την είσοδο του μαθητή στο
σχολείο και εξαιτίας της διδασκαλίας ή άλλων παραγόντων.
Οι Μαθησιακές Δυσκολίες διαφοροποιούνται από άλλες
καταστάσεις μειονεξίας, όπως οι αισθητηριακές βλάβες ή η νοητική
καθυστέρηση και τα προβλήματα στη μάθηση που τις χαρακτηρίζουν. Η
διαφοροποίηση αυτή μπορεί να λειτουργήσει ως «πυξίδα» για τη
διαφορική διάγνωση των Μαθησιακών Δυσκολιών. Οι Μαθησιακές
Δυσκολίες χαρακτηρίζονται από μια απρόσμενη απόκλιση μεταξύ του
γνωστικού δυναμικού και της σχολικής επίδοσης του μαθητή.
Η χρήση του κριτηρίου της απόκλισης για πολλά χρόνια, είναι ο
αποκλειστικός σχεδόν τρόπος διάγνωσης των Μαθησιακών Δυσκολιών.
Το κριτήριο αυτό που τέθηκε για να «ποσοτικοποιηθεί» η αποτυχία των
παιδιών αυτής της ομάδας, μεταφράστηκε είτε σε απόκλιση του δείκτη
νοημοσύνης από την επίδοση σε σταθμισμένες δοκιμασίες ακαδημαϊκού
τύπου, είτε σε απόκλιση του λεκτικού από τον πρακτικό δείκτη
νοημοσύνης.
Τέλος, πρέπει να τονιστεί ότι με βάση τον ορισμό των
Μαθησιακών Δυσκολιών δεν προσδιορίζεται μόνο το εννοιολογικό
περιεχόμενο του όρου και η αιτιολογία του, αλλά έμμεσα καθορίζεται και
ο τρόπος αξιολόγησης και διάγνωσής τους. Το κριτήριο της απόκλισης
που χρησιμοποιείται εδώ και πολλά χρόνια αντιμετωπίστηκε αρχικά
θετικά, γιατί θεωρήθηκε πως διασφάλιζε τη διαφοροποίηση των
Μαθησιακών Δυσκολιών από άλλες μορφές αποτυχίας και επομένως
εξασφάλιζε την κατάλληλη εκπαιδευτική υποστήριξη και τον κατάλληλο
προσδιορισμό του είδους της δομής Ειδικής Αγωγής για τη φοίτηση του
μαθητή (Meyer, 2000), αλλά αντιμετωπίζεται με σκεπτικισμό από
σύγχρονους ερευνητές (Lyon, Fletcher & Barnes, 2002).
12
Τα κριτήρια διάγνωσης των Μαθησιακών Δυσκολιών
13
κοινή αντιμετώπιση των αποτελεσμάτων της αξιολόγησης (Kavale &
Forness, 2000).
Αντίστοιχα, παράγοντες που αποδεδειγμένα επηρεάζουν τις
Μαθησιακές Δυσκολίες, όπως η φωνολογική επίγνωση, δεν
αξιολογούνται από τις δοκιμασίες του δείκτη νοημοσύνης. Αντίθετα, οι
δοκιμασίες του δείκτη νοημοσύνης περιλαμβάνουν στοιχεία που
επηρεάζονται από τη φτωχή αναγνωστική ικανότητα (π.χ. λεξιλόγιο), με
αποτέλεσμα να επηρεάζεται το μέγεθος της απόκλισης (Siegel
&Himel,1998).
Επίσης, υπάρχει συσχέτιση του δείκτη νοημοσύνης με το
κοινωνικο – οικονομικό επίπεδο. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως ένα
μεγάλο ποσοστό μαθητών με Μαθησιακές Δυσκολίες, εξαιτίας των
κριτηρίων αποκλεισμού (άλλες μειονεξίες, κοινωνικο – οικονομικές
διαφορές, ακατάλληλη διδασκαλία) πιθανά να μη δέχονται ορθή
διάγνωση. Για παράδειγμα, η μέθοδος προσδιορισμού της απόκλισης,
οδήγησε σε υπερδιάγνωση Μαθησιακών Δυσκολιών σε μαθητές με
υψηλό δείκτη νοημοσύνης και υποδιάγνωση σε παιδιά με χαμηλό
(Sternberg & Grigorenko, 2002). Παράλληλα έχουν αναπτυχθεί διεθνώς
πολλές διαδικασίες διάγνωσης των Μαθησιακών Δυσκολιών, οι οποίες
έχουν απορροφήσει σημαντικούς πόρους, χρόνο και προσοχή. Όμως, η
αδυναμία συμφωνίας, η αναποτελεσματικότητα έγκυρης διάγνωσης των
Μαθησιακών Δυσκολιών και η απώλεια σημαντικού χρόνου, κρίσιμου
για την αποτελεσματική εκπαιδευτική παρέμβαση, οδήγησε ήδη από το
1983 (Ysseldyke, Thurlow, Graden, Wesson, Algozzine, & Deno, 1983)
στην επισήμανση της αναγκαιότητας αλλαγής προσανατολισμού.
Στην ερευνητική βιβλιογραφία επισημαίνεται ότι τα δύο βασικά
κριτήρια του λειτουργικού ορισμού των Μαθησιακών Δυσκολιών, το
κριτήριο της απόκλισης ανάμεσα στην νοητική ικανότητα και τη
μαθησιακή επίδοση (Stanovich, 2005) και το κριτήριο αποκλεισμού
άλλων αιτίων (Mercer & Pullen, 2005) έχουν προκαλέσει τις ανησυχίες
πολλών ερευνητών και τη βαθμιαία υιοθέτηση νέων εναλλακτικών
προσεγγίσεων των Μαθησιακών Δυσκολιών. Ως απάντηση στη χρήση
του κριτηρίου της απόκλισης εμφανίστηκαν εναλλακτικές μέθοδοι
προσδιορισμού των Μαθησιακών Δυσκολιών.
Οι κατηγορίες τέτοιων μεθόδων προσδιορισμού είναι τρεις:
1. Η χρήση τύπων απόκλισης που προκύπτει από τη χρήση ψυχομετρικών
δοκιμασιών.
Τέτοιου είδους τύποι είναι:
Α. Απόκλιση μεταξύ ακουστικής και αναγνωστικής κατανόησης (Joshi,
2003).
Β. Απόκλιση ανάμεσα στην πραγματική και στην αναμενόμενη επίδοση,
με βάση την ηλικία ή την τάξη (Fletcher και συν., 1994).
14
Γ. Ενδοατομικές διαφορές σε ορισμένες γνωστικές δεξιότητες (Kavale &
Forness, 2000).
15
ΠΙΝΑΚΑΣ 1: Οι μύθοι για τις Μαθησιακές Δυσκολίες και η
ανασκευή τους
Μύθος Ανασκευή
Οι Μαθησιακές Δυσκολίες δεν Οι Μαθησιακές Δυσκολίες είναι
αποτελούν ειδική εκπαιδευτική πραγματικές και δεν αποτελούν
ανάγκη. δημιούργημα των επιστημόνων.
Πρόσφατες έρευνες ανέδειξαν και
νευρολογικής φύσης διαφορές στη
λειτουργία του εγκεφάλου των ατόμων
με Μαθησιακές Δυσκολίες.
Οι μαθητές με Μαθησιακές Εξ’ ορισμού οι μαθητές με Μαθησιακές
Δυσκολίες έχουν χαμηλή Δυσκολίες έχουν τουλάχιστον
νοημοσύνη. «φυσιολογική» νοημοσύνη. Κάποια από
τα παιδιά αυτά έχουν υψηλή νοημοσύνη,
ενώ άλλα βρίσκονται στο κατώτερο όριο
του «φυσιολογικού».
Οι μαθητές με Μαθησιακές Οι μαθητές με Μαθησιακές Δυσκολίες
Δυσκολίες δεν μπορούν να όπως έχει δείξει η διδακτική πρακτική
μάθουν. μπορούν όχι μόνο να μάθουν, αλλά και
να προχωρήσουν σε ακαδημαϊκές
σπουδές. Μόνο προαπαιτούμενο, είναι
να εκπαιδευθούν με βάση τις ιδιαίτερες
ανάγκες τους, ώστε να παρακάμψουν
προβλήματα που αντιμετωπίζουν.
Οι Μαθησιακές Δυσκολίες Οι Μαθησιακές Δυσκολίες είναι
είναι αποτέλεσμα ανεπαρκούς πρόβλημα που υπάρχει κατά τη γέννηση
διδασκαλίας. του ανθρώπου. Δεν μπορεί να
δημιουργηθεί από την ακατάλληλη
διδασκαλία. Είναι όμως δυνατό, η
κατάλληλη προσαρμογή της
διδασκαλίας να διευκολύνει τη μάθηση
και να αξιοποιήσει τις δυνατότητες του
μαθητή με Μαθησιακές Δυσκολίες.
Οι μαθητές με Μαθησιακές Η εικόνα του μαθητή με Μαθησιακές
Δυσκολίες είναι απλά Δυσκολίες που είναι ανενεργός και
τεμπέληδες. τεμπέλης δεν είναι ακριβής. Τα παιδιά
αυτά χρειάζονται περισσότερο χρόνο για
16
να ολοκληρώσουν εργασίες. Επίσης,
στην προσπάθειά τους να αποφύγουν
μια νέα αποτυχία, δεν εμπλέκονται
εύκολα σε ακαδημαϊκά έργα.
Οι μαθητές με Μαθησιακές Τα σύγχρονα ερευνητικά δεδομένα
Δυσκολίες αντιμετωπίζουν αναδεικνύουν την ύπαρξη σημαντικών
προβλήματα μόνο στα κοινωνικο – συναισθηματικών
μαθήματα του σχολείου. προβλημάτων στους μαθητές με
Μαθησιακές Δυσκολίες που είτε
προκαλούνται από την
επαναλαμβανόμενη αποτυχία είτε από
προβλήματα σε γνωστικές λειτουργίες.
Οι Μαθησιακές Δυσκολίες Οι Μαθησιακές Δυσκολίες είναι δια
ξεπερνιούνται με τον καιρό. βίου πρόβλημα. Εμφανίζονται με
διαφορετικό τρόπο και ένταση σε κάθε
ηλικία, όμως δεν εξαφανίζονται με το
χρόνο.
Οι Μαθησιακές Δυσκολίες Οι Μαθησιακές Δυσκολίες αποτελούν
θεραπεύονται. διαρκή και μόνιμη συνθήκη. Υπάρχουν
προγράμματα που διευκολύνουν και
βελτιώνουν τη μάθηση αυτών των
μαθητών. Παρ’ όλα αυτά οι διάφορες
μέθοδοι θεραπείας που προτάθηκαν
κατά καιρούς, στερούνται ερευνητικής
τεκμηρίωσης.
17
Ο ρόλος της οικογένειας
18
ανάπτυξη του παιδιού ή να το υπερπροστατεύουν μειώνοντας υπερβολικά τις
απαιτήσεις τους ή ακόμη, να προσπαθούν να καλύψουν την απόρριψη με
υπερβολικά θετικά σχόλια. Σε αυτό ιδιαίτερα το σημείο ο ρόλος της
εκπαιδευτικού είναι εξαιρετικά σημαντικός. Η παροχή αντικειμενικών
πληροφοριών και η διακριτική αλλά σταθερή υποστήριξη, μπορεί να
διευκολύνει τους γονείς στην επιλογή κατάλληλων υπηρεσιών και στη λήψη
ορθών εκπαιδευτικών αποφάσεων.
19
ΠΙΝΑΚΑΣ 2: Κακές και καλές πρακτικές προσέγγισης των
γονέων ( Simpson, 1990)
ΟΧΙ ΝΑΙ
20
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΠΑΙΔΙΩΝ ΚΑΙ ΕΦΗΒΩΝ ΜΕ
ΜΑΘΗΣΙΑΚΕΣ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ
21
Αντίληψη
22
Τέλος, οι μαθητές αυτοί δεν μπορούν να αναγνωρίσουν ένα
σύμβολο ή αντικείμενο από κάποιο μέρος του (πρόβλημα οπτικής
ολοκλήρωσης) με αποτέλεσμα να δυσκολεύονται να κατανοήσουν κυρίως
μαθηματικές έννοιες ανώτερου (αφαιρετικού) επιπέδου (Bley & Thorton,
1995).
Οι μαθητές με προβλήματα στην οπτική μνήμη, παρουσιάζουν
δυσκολίες στην αποθήκευση και ανάκληση των πληροφοριών που
προσλαμβάνονται οπτικά. Οι δυσκολίες αυτές αφορούν και στην ακρίβεια και
στην ταχύτητα της μνήμης των οπτικών ερεθισμάτων και είναι εντονότερη
στους μαθητές των μικρότερων τάξεων του δημοτικού από ότι σε μαθητές
μεγαλύτερων τάξεων (Willows, Corcos, & Kershner, 1993). Είναι εμφανές,
ότι η δυσκολία των μαθητών αυτών να διαχωρίζουν οπτικά στοιχεία
σχημάτων, ακολουθιών αντικειμένων, γραμμάτων και αριθμών, παίζει
σημαντικό και αρνητικό ρόλο στη σχολική τους ζωή και μάθηση. Οι μαθητές
με προβλήματα οπτικής ακολουθίας έχουν δυσκολίες στην αντίληψη
ακολουθιών αντικειμένων, συμβόλων ή γεγονότων που παρουσιάζονται ή
αναπαρίστανται οπτικά. Έτσι δεν μπορούν να επιλέξουν ένα κομμάτι που
λείπει από μια σειρά συμβόλων, αντιμεταθέτουν γράμματα μέσα σε λέξεις και
αριθμητικά ψηφία σε πολυψήφιους αριθμούς (Bley & Thorton, 1995).
Αν και τα προβλήματα της οπτικής επεξεργασίας δεν βρίσκονται πια
στο κέντρο των ερευνητικών μελετών για τις Μαθησιακές Δυσκολίες, εφόσον
η προσοχή έχει μετατοπιστεί στις γλωσσικές δεξιότητες (Chall, 1996), οι
εκπαιδευτικοί και ιδιαίτερα οι νηπιαγωγοί και οι δασκάλες των πρώτων
τάξεων του δημοτικού, θα πρέπει να προσέχουν τις απαιτήσεις των σχολικών
εργασιών σε οπτική επεξεργασία και να τις απλουστεύουν για μαθητές που
δεν μπορούν να ανταποκριθούν σε αυτές.
23
Γλώσσα
24
Εκτός από την υπόθεση του φωνολογικού ελλείμματος, που
εξακολουθεί και σήμερα να κυριαρχεί στην ερμηνεία των Μαθησιακών
Δυσκολιών στο γραπτό λόγο, την τελευταία δεκαετία διατυπώθηκε και η
υπόθεση του διπλού ελλείμματος (Wolf & Bowers, 2000, 1999). Σύμφωνα με
αυτή, οι Μαθησιακές Δυσκολίες στην ανάγνωση και γραφή δεν έχουν ως
μοναδικό πυρήνα τους το φωνολογικό έλλειμμα, αλλά και ένα δεύτερο
έλλειμμα στην ικανότητα για αυτόματη ονομασία οπτικών συμβόλων, το
οποίο λειτουργεί ανεξάρτητα από το πρώτο. Άμεση συνέπεια είναι η
κατηγοριοποίηση των μαθητών σε τρεις ομάδες:
α) μαθητές με έλλειμμα φωνολογικής επίγνωσης,
β) μαθητές με χαμηλή ταχύτητα ονομασίας οπτικών συμβόλων
και γ) μαθητές με διπλό έλλειμμα στη φωνολογική επίγνωση και στην
ταχύτητα ονομασίας συμβόλων.
Από τις ομάδες αυτές, η τρίτη εμφανίζει τις πιο σοβαρές δυσκολίες, ενώ
η δεύτερη τις λιγότερο έντονες. Οι μαθητές με χαμηλή ικανότητα για
αυτόματη ονομασία, χρειάζονται σημαντικά περισσότερο χρόνο από τους
τυπικούς συμμαθητές τους για να ονομάσουν οικεία οπτικά ερεθίσματα που
γνωρίζουν καλά, όπως χρώματα, αντικείμενα, αριθμούς και γράμματα, χωρίς
να σημειώνουν λάθη στα ονόματα που λένε. Η χαμηλή επίδοσή τους, που
αφορά μόνο σε ταχύτητα και όχι σε ακρίβεια, συσχετίζεται αρνητικά με την
αναγνωστική και ορθογραφική τους ικανότητα (Lovett και συν., 2000) και
μπορεί να λειτουργήσει και ως προβλεπτικός δείκτης των δύο τελευταίων
ικανοτήτων (Holopainen, Ahonen, & Lyytiner, 2001).
Προβλήματα στις δεξιότητες φωνολογικής επεξεργασίας οδηγούν άμεσα
στη χαμηλή αποκωδικοποίηση, ελλείμματα στην ικανότητα για αυτόματη
ονομασία συνδέονται στενά με δυσκολίες στην ευχέρεια (Penninghton και συν.,
2001), ενώ το φτωχό λεξιλόγιο και η αδυναμία κατανόησης του προφορικού
λόγου, επηρεάζουν αρνητικά την αναγνωστική κατανόηση (Oakhill, Cain, &
Bryant,2003).
Γενικότερα, η εμφάνιση σοβαρών Μαθησιακών Δυσκολιών στην
ανάγνωση έχει συνδεθεί από πληθώρα ερευνητών με την ύπαρξη
προβλημάτων στον προφορικό λόγο, αναγνωρίζοντας την κοινή δομική βάση
μεταξύ προφορικού και γραπτού λόγου. Επίσης φαίνεται πως διαφορετικές
αναγνωστικές δεξιότητες μπορεί να επηρεάζονται από διαφορετικές
γλωσσικές δεξιότητες. Ακόμη, υπάρχουν έμμεσοι τρόποι αλληλεπίδρασης
μεταξύ του προφορικού λόγου, της αποκωδικοποίησης και της ευχέρειας
(Bishop & Snowling, 2004).
Συστατικά μέρη του προφορικού λόγου, όπως η ανάπτυξη του λεξιλογίου
και η γνώση/κατανόηση της σύνταξης είναι πολύ σημαντικοί παράγοντες για
την ανάπτυξη της αναγνωστικής ικανότητας. Οι μαθητές με Μαθησιακές
Δυσκολίες έχουν πολύ χαμηλές επιδόσεις στο λεξιλόγιο και στη γνώση του
συντακτικού, ενώ σύμφωνα με έρευνες των Bishop και Adams (1990) η
25
επίγνωση της σύνταξης είναι ισχυρός προβλεπτικός δείκτης των Μαθησιακών
Δυσκολιών στην ανάγνωση.
Όσον αφορά στη γνώση της μορφολογίας, ο ρόλος της επίγνωσής της
στην αναγνωστική επίδοση έχει τεκμηριωθεί ερευνητικά και έχει ερμηνευθεί
είτε με βάση τη δυνατότητα που παρέχει στη διεύρυνση του λεξιλογίου είτε με
βάση τη συμμετοχή στην ορθογραφία, είτε ως βασική βοήθεια στην ανάγνωση
πολυσύλλαβων λέξεων (Berninger, Abbott, Billingsley & Nagy, 2001).
Επίσης, στο σημασιολογικό μέρος τους λόγου, υπάρχει ένας σημαντικός
αριθμός μαθητών με Μαθησιακές Δυσκολίες στην ανάγνωση και κυρίως στην
κατανόηση. Αυτοί οι μαθητές, φαίνεται να αντιμετωπίζουν συνολικά
προβλήματα γλωσσικής επεξεργασίας, συμπεριλαμβανομένων των
προβλημάτων στη σημασιολογία. Η σημασία του λεξιλογίου γίνεται
περισσότερο σαφής μετά τη Γ’ τάξη του δημοτικού, ενώ ιδιαίτερα τα παιδιά
με Μαθησιακές Δυσκολίες αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα λεξιλογίου,
που επηρεάζουν είτε την κατανόηση είτε την αποκωδικοποίηση.
Μνήμη
26
Σύμφωνα με το πολυδομικό μοντέλο της μνήμης, οι πληροφορίες
φτάνουν από το περιβάλλον στους αισθητηριακούς καταγραφείς (αυτί, μάτι
κλπ.) όπου είναι διαθέσιμες για ελάχιστο χρονικό διάστημα. Με τη βοήθεια
της προσοχής, κάποιες από αυτές ισχυροποιούνται, ενώ οι υπόλοιπες
ξεχνιούνται. Οι ισχυροποιημένες πληροφορίες οδηγούνται στο πρώτο μέρος
του μνημονικού συστήματος, στη βραχύχρονη μνήμη. Σε αυτή, ένα
περιορισμένο ποσό πληροφορίας (6 – 9 μέρη) αποθηκεύεται για περιορισμένο
χρόνο (συνήθως λιγότερο από 20 δευτερόλεπτα). Εδώ γίνεται η πρώτη
επεξεργασία της πληροφορίας με τη χρήση της στρατηγικής της εσωτερικής
επανάληψης, ώστε να ισχυροποιηθεί το ερέθισμα και να επιμηκυνθεί ο χρόνος
παραμονής του στη βραχύχρονη μνήμη (π.χ. όταν θέλουμε να συγκρατήσουμε
έναν τηλεφωνικό αριθμό και δεν μπορούμε να τον σημειώσουμε κάπου, τον
επαναλαμβάνουμε σαν ποίημα συνεχώς).
Στη συνέχεια και αφού υποπέσουν σε λήθη τα στοιχεία των
πληροφοριών που δεν ενισχύθηκαν, τα ερεθίσματα – πληροφορίες
κωδικοποιούνται και αποθηκεύονται σε σημασιολογικά (νοητικά) σχήματα
στη μακρόχρονη μνήμη. Σε αυτή, που είναι η μνήμη μεγαλύτερης διάρκειας
γίνεται η μόνιμη αποθήκευση των στοιχείων της πληροφορίας. Η νέα
πληροφορία ενσωματώνεται στην ήδη υπάρχουσα γνώση, είτε
συμπληρώνοντας και επικαιροποιώντας την, είτε καταργώντας την εφόσον
θεωρήθηκε λανθασμένη. Στην περίπτωση που η νέα πληροφορία μετά την
επεξεργασία που θα υποστεί, βρεθεί πως δεν είναι ακριβής και ορθή,
υποπίπτει σε λήθη. Αντίθετα, αν δεν υπάρχει προϋπάρχουσα γνώση, η νέα
πληροφορία εγκαθίσταται ως νέα γνώση. Για την οργάνωση της πληροφορίας
στη μακρόχρονη μνήμη χρησιμοποιούνται οργανωτικές στρατηγικές.
Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι μαθητές με Μαθησιακές
Δυσκολίες στη μνημονική τους ικανότητα είναι σημαντικές, γιατί σχετίζονται
(σε συνδυασμό με αυτές της φωνολογικής επίγνωσης) με την ανάγνωση και
την ορθογραφία, καθώς και τα γλωσσικά προβλήματα (Swanson, 1994 ). Οι
μνημονικές δυσκολίες των μαθητών με Μαθησιακές Δυσκολίες εκτείνονται
σε ολόκληρο το μνημονικό μηχανισμό. Στη βραχύχρονη μνήμη, σύμφωνα με
ερευνητικά δεδομένα, οι μαθητές με Μαθησιακές Δυσκολίες έχουν χαμηλή
επίδοση σε έργα που απαιτούν γλωσσική επεξεργασία και ιδίως όταν το
χρονικό διάστημα μεταξύ της παρουσίασης του ερεθίσματος και της
ανάκλησης είναι μεγάλο. Έτσι, τα προβλήματα μακρόχρονης μνήμης
οφείλονται στην αναποτελεσματική χρήση του φωνολογικού κώδικα μαζί με
την περιορισμένη χωρητικότητα της βραχύχρονης μνήμης και τη φτωχή
χρήση στρατηγικών εσωτερικής επανάληψης και οργάνωσης (Swanson,
Cooney & McNamara, 2004).
Επίσης, οι μαθητές με Μαθησιακές Δυσκολίες δεν έχουν διακριτές
λειτουργικές δυσκολίες στη μακρόχρονη μνήμη (Sousa, 2001). Αν και η
χωρητικότητά της είναι απεριόριστη, η έλλειψη αποτελεσματικών
στρατηγικών οργάνωσης, αλλά και η επιφανειακή επεξεργασία των
27
σημασιολογικών αναπαραστάσεων, οδηγούν σε σημαντικό περιορισμό της
(Wong, 1982). Σε αυτές τις δυσκολίες πρέπει να προστεθούν η έλλειψη
δεξιοτήτων αυτό – ελέγχου στην επιλογή νύξεων και η κινητοποίηση της
αποθήκευσης ή της ανάκλησης, καθώς και η λιγότερο εξαντλητική αναζήτηση
της πληροφορίας που επίσης οδηγούν στη δυσκολία χειρισμού της. Η
Swanson (1987, 1984) θεωρεί πως τα προβλήματα μακρόχρονης μνήμης των
μαθητών με Μαθησιακές Δυσκολίες αναδύονται από την αποτυχία τους να
ενσωματώσουν τα οπτικά και γλωσσικά μνημονικά ίχνη ενός οπτικά
παρουσιασμένου ερεθίσματος τη στιγμή της αποθήκευσης. Η άποψη αυτή
υποστηρίζει ακόμη περισσότερο την εμπλοκή των προβλημάτων
επεξεργασίας του φωνολογικού κώδικα στη μνημονική δυσκολία των
μαθητών με Μαθησιακές Δυσκολίες.
Η εργαζόμενη μνήμη ήταν το τελευταίο μέρος του μνημονικού
μηχανισμού που ενσωματώθηκε σε αυτόν. Εκεί φαίνεται να υπάρχουν τα
μεγαλύτερα και σημαντικότερα προβλήματα στο μνημονικό μηχανισμό των
μαθητών με Μαθησιακές Δυσκολίες (Oakhill & Yuill, 1996). Πρώτον, έχουν
γενικά μικρότερη ικανότητα εργαζόμενης μνήμης και αυτή η δυσκολία δεν
είναι εντοπισμένη στο πεδίο που έχουν τη μαθησιακή δυσκολία (π.χ.
ανάγνωση ή μαθηματικά), αλλά είναι γενικευμένη.
Δεύτερον, έχουν δυσκολίες με την ακολουθία ανάκλησης φωνημάτων,
γραμμάτων, πραγματικών λέξεων και ψευδο – λέξεων που σχετίζονται με την
ανάγνωση. Ακόμη, τα προβλήματα στην εκτελεστική επεξεργασία ανάκλησης
σχετίζονται με την παρακολούθηση της πορείας της γενικής μνημονικής
διεργασίας. Τέλος, οι περιορισμοί που προκύπτουν από τη χρήση,
παρακολούθηση και έλεγχο των οργανωτικών στρατηγικών, έχουν σημαντικό
αντίκτυπο στην προσπάθεια ανάκλησης των πληροφοριών κατά την
ενεργοποίηση της εργαζόμενης μνήμης.
Πολλοί επιστήμονες θεωρούν ότι τα προβλήματα εργαζόμενης μνήμης
είναι διπλής όψης. Βασίζονται τόσο στην αδυναμία κωδικοποίησης της
πληροφορίας, ώστε αυτή να αποθηκευτεί αποτελεσματικά, όσο και στα
μειωμένα κίνητρα που έχουν οι μαθητές με Μαθησιακές Δυσκολίες για μια
τόσο απαιτητική νοητική προσπάθεια (O’Shaughnessy & Swanson, 1998 ).
28
Προσοχή και συγκέντρωση
29
Οι παράγοντες που έχουν προταθεί ως αιτίες των προβλημάτων προσοχής
και συγκέντρωσης των μαθητών με Μαθησιακές Δυσκολίες είναι κυρίως η
αργή επεξεργασία των πληροφοριών που οδηγεί στη διάσπαση, η έλλειψη και
η ανεπαρκής εφαρμογή στρατηγικών, καθώς επίσης και η έλλειψη κινήτρων
και ενδιαφέροντος για τα έργα που τους δίνονται να εργαστούν (Bender,
1985). Ακόμη, ως αιτίες των προβλημάτων προσοχής προτάθηκαν το
παρορμητικό γνωστικό στυλ των μαθητών με Μαθησιακές Δυσκολίες και η
φτωχή χρήση γλωσσικών διαμεσολαβητικών διεργασιών που βοηθούν την
προσοχή (Smith, 2004). Δηλαδή, η αδυναμία των μαθητών αυτών να ελέγξουν
τον τρόπο αντίδρασής τους στο ακαδημαϊκό έργο και να επεξεργαστούν
αρκετά πριν απαντήσουν, καθώς και η ελλειμματική τους ικανότητα να
«ονομάζουν» (χρησιμοποιούν γλωσσικές ετικέτες) κάθε αντικείμενο,
δυσκολεύουν την προσπάθεια τους για συγκέντρωση και προσοχή.
Η προσοχή αλληλεπιδρά έντονα με τη μνημονική ικανότητα και μαζί
επηρεάζουν σημαντικά την επίδοση σε όλα τα ακαδημαϊκά έργα. Η κυριότερη
συνεισφορά στα προβλήματα επίδοσης των παιδιών με Μαθησιακές
Δυσκολίες είναι η αρνητική επιρροή που έχουν τα προβλήματα προσοχής στη
χρήση στρατηγικών επίλυσης προβλημάτων. Η επίδραση αυτή επηρεάζει
σημαντικά και δυσκολεύει τη στρατηγική προσέγγιση των ακαδημαϊκών
έργων από τους μαθητές με Μαθησιακές Δυσκολίες (Smith, 2004).
Μεταγνώση
30
Προβλήματα αναγνώρισης των απαιτήσεων του έργου και του
σχεδιασμού του
31
περιστασιακής γνώσης, δεν έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν ούτε τις
στρατηγικές που γνωρίζουν με ευέλικτο τρόπο. Ακόμη και όταν γνωρίζουν την
κατάλληλη στρατηγική, εξαιτίας των προβλημάτων μεταγνωστικής γνώσης δεν
μπορούν να την εφαρμόσουν αποτελεσματικά και να την τροποποιήσουν
κατάλληλα, εφόσον υπάρχει ανάγκη.
32
παθητικά το έργο με το οποίο ενεπλάκησαν. Αυτή η διαδικασία μη ενεργής
παρακολούθησης του γνωστικού έργου είναι μια συνηθισμένη και
επαναλαμβανόμενη διαδικασία στην καθημερινή σχολική πρακτική (Μπότσας
& Παντελιάδου, 2003˙ Wong, 1985).
33
Δ δεν μπορεί να διακρίνει τους ακριβείς στόχους
του έργου
Δ δεν μπορεί να προετοιμάσει και να συντονίσει
τις γνωστικές πηγές που έχει για να τις
Γνώση στόχων χρησιμοποιήσει στην εμπλοκή του με το έργο
και σχεδιασμόςΔ δεν σχεδιάζει τις ενέργειες που θα χρειασθεί να
έργου κάνει κατά την επεξεργασία του γνωστικού
έργου
Δ δεν ενεργοποιεί την προηγούμενη γνώση που
είναι απαραίτητη για την επεξεργασία του
έργου είτε γιατί δεν την κατέχει είτε γιατί δεν
έχει τις στρατηγικές για να το κάνει
Έ έχει περιορισμένο ρεπερτόριο στρατηγικών
Χ χρησιμοποιεί συνήθως στρατηγικές
«επιφανειακής» επεξεργασίας που δεν
Επιλογή ταιριάζουν στην ηλικία και στη γνωστική του
και χρήση εμπειρία
στρατηγικών Χ χρησιμοποιεί τις όποιες στρατηγικές κατέχει
με άκαμπτο και αναποτελεσματικό τρόπο
Δ δεν προσαρμόζει τη χρήση των στρατηγικών
στην περίσταση που βρίσκεται και δεν έχει τη
δυνατότητα να αντικαταστήσει μια
αναποτελεσματική στρατηγική με μια άλλη
που θα είναι αποτελεσματική
Δ δεν αυτο-εξετάζεται ως προς την επιτυχία της
εμπλοκής του με ένα γνωστικό έργο
ΠαρακολούθησηΔ δεν παρακολουθεί ενεργητικά την πορεία του
και διορθωτικός έργου το οποίο επεξεργάζεται
έλεγχος Δ δεν χρησιμοποιεί αποτελεσματικά και σύνθετα
κριτήρια ορθότητας για να κρίνει την πορεία
της επεξεργασίας του γνωστικού έργου
Δ δεν αντιλαμβάνεται πως έκανε κάποιο λάθος
και συνεχίζει το έργο με το οποίο έχει εμπλακεί
μέχρι το τέλος
Α αν αντιληφθεί πως υπάρχει λάθος είτε σταματά
και παραιτείται είτε συνεχίζει μέχρι το τέλος
την επεξεργασία γνωρίζοντας πως δεν είναι
σωστή η λύση που δίνει
Ο μπορεί να αντιληφθεί πως υπάρχει πρόβλημα
στ στην επεξεργασία του έργου, να προσπαθήσει
να το διορθώσει, αλλά οι στρατηγικές που
χρχρησιμοποιεί να μην είναι οι κατάλληλες
Αξιολόγηση τωνΔ δεν αναστοχάζεται μετά το τέλος της
34
αποτελεσμάτων εμπλοκής με ένα γνωστικό έργο
Δ δεν αξιολογεί την αποτελεσματικότητα της
επεξεργασίας του έργου
Δ δεν μπορεί να πει μετά το τέλος της εμπλοκής
του με το γνωστικό έργο αν η λύση του ήταν
επιτυχημένη ή όχι, ακόμη και όταν τα έχει
καταφέρει καλά
Αυτορρύθμιση
Κίνητρα
35
άμεσες, στην επίδοση είναι σημαντικές και μεγάλης αξίας. Από αυτές τις
επιδράσεις προέκυψε η δόμηση της εικόνας του παθητικού μαθητή, η οποία
περιλάμβανε τους μαθητές με Μαθησιακές Δυσκολίες που δεν κινητοποιούνταν,
ώστε να χρησιμοποιήσουν αποτελεσματικά στρατηγικές και άλλες γνωστικές
πηγές και να έχουν επιτυχημένη επίδοση.
Σύμφωνα με τα ερευνητικά δεδομένα, οι μαθητές με Μαθησιακές Δυσκολίες
δεν εμφανίζουν ισχυρά κίνητρα και υιοθετούν συνήθως μορφές μάθησης που είναι
παθητικές. Η στάση προς τη μάθηση που διακρίνει αυτούς τους μαθητές είναι η
«μαθημένη αβοηθησία». Η επαναλαμβανόμενη σχολική αποτυχία που βιώνουν οι
μαθητές με Μαθησιακές Δυσκολίες, τους κάνει να πιστεύουν πως δεν έχουν
ικανότητες και η όποια προσπάθειά τους είναι μάταιη και αποτυχημένη. Συνέπεια
αυτής της στάσης είναι η συνεχής προσπάθειά τους να αποφύγουν την εμπλοκή με
γνωστικά έργα, έτσι ώστε να μην αντιμετωπίσουν μια νέα αποτυχία. Όμως αυτό
τους αποστερεί από ευκαιρίες μάθησης και νέας γνώσης, επιβεβαιώνοντας και
ισχυροποιώντας τις πεποιθήσεις χαμηλών κινήτρων, ματαίωσης και αρνητικών
συναισθημάτων.
36
Προσανατολισμός στον στόχο
Αυτο-αποτελεσματικότητα
37
ολοκλήρωση ενός έργου, είτε την αναζήτηση εξωτερικής ενίσχυσης και την
εξάρτηση από άλλους.
Συμπεριφορά
38
δυσκολία χρήσης της γλώσσας σε κοινωνικές περιστάσεις, έλλειψη
ευαισθησίας σε κοινωνικές νύξεις και δυσκολία προσαρμογής σε
διαφορετικές κοινωνικές περιστάσεις.
Σχετικά με τις νύξεις, η δυσκολία τους αφορά και στην ερμηνεία των
οπτικών νύξεων, αλλά ιδιαίτερα στην ερμηνεία των ακουστικών νύξεων. Οι
λανθασμένες ερμηνείες των κοινωνικών πληροφοριών μπορεί να προκύπτουν
από:
προβλήματα προσοχής, καθώς και οπτικής και ακουστικής διάκρισης
που επηρεάζουν άμεσα την αναγνώριση και κατανόηση των μη
γλωσσικών στοιχείων
προβλήματα κωδικοποίησης εισερχομένων πληροφοριών, επεξεργασίας
κατά την αποθήκευση, αποκωδικοποίησης και σύνδεσης με
προηγούμενες πληροφορίες
την επιλογή λανθασμένης αντίδρασης σε περιστάσεις κοινωνικής
επικοινωνίας.
Το σύνολο των αδυναμιών των παιδιών και εφήβων με Μαθησιακές
Δυσκολίες που προαναφέρθηκαν, τους ωθεί σε συμπεριφορές μη αποδεκτές και
πολλές φορές ανεξήγητες. Μάλιστα, όταν βρεθούν σε δύσκολη κατάσταση, όχι
μόνο δεν μπορούν να αντιδράσουν κατάλληλα, αλλά ούτε και να υπερασπιστούν
τον εαυτό τους ή να ξεφύγουν λέγοντας ακόμη και ψέματα για να
δικαιολογηθούν. Επίσης, μία άλλη σοβαρή συνέπεια των δυσκολιών που
αντιμετωπίζουν οι μαθητές με Μαθησιακές Δυσκολίες στις κοινωνικές τους
αλληλεπιδράσεις και της αδυναμίας τους να αντιληφθούν και να ερμηνεύσουν
ορθά τις κοινωνικές συμπεριφορές των άλλων, είναι ότι μένουν πολύ συχνά
μόνοι και χωρίς φιλίες. Όχι μόνο στην αρχή της σχολικής χρονιάς έχουν
λιγότερες αμοιβαίες φιλίες σε σχέση με τους υπόλοιπους συμμαθητές τους, αλλά
και στο τέλος του ακαδημαϊκού έτους είναι περισσότερο απομονωμένοι.
Ακόμα ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ποιότητα των φιλικών σχέσεων. Οι
μαθητές με Μαθησιακές Δυσκολίες αντιλαμβάνονται ως φίλους τους
συνομηλίκους τους που απλά γνωρίζουν και απογοητεύονται και θυμώνουν, όταν
εκείνοι δεν ανταποκρίνονται στις προσδοκίες τους.
Στην πραγματικότητα, ο κύκλος των φίλων τους αποτελείται συνήθως από
συμμαθητές που έχουν επίσης Μαθησιακές Δυσκολίες ή με παιδιά μικρότερης
ηλικίας. Επίσης, οι επαφές τους με φίλους είναι λίγες, χαλαρές και όχι σταθερές.
Όλα τα παραπάνω κοινωνικά χαρακτηριστικά των μαθητών με Μαθησιακές
Δυσκολίες συμβάλλουν στη διαμόρφωση μιας χαμηλής κοινωνικής θέσης σε
σχέση με τους συνομηλίκους τους. Η κοινωνική αποδοχή από τους συμμαθητές
τους είναι από τις καλύτερα διερευνημένες περιοχές στο πεδίο της κοινωνικής
ανάπτυξης. Σύμφωνα με τα ερευνητικά δεδομένα, τόσο στην πρωτοβάθμια όσο
και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, οι μαθητές με Μαθησιακές Δυσκολίες
βιώνουν είτε κοινωνική απομόνωση, είτε κοινωνική απόρριψη από τους
συμμαθητές τους. Συγκεκριμένα, το ποσοστό των μαθητών με Μαθησιακές
39
Δυσκολίες που απορρίπτεται από τους συμμαθητές του είναι τριπλάσιο από
εκείνο των τυπικών συνομηλίκων τους.
Η σημαντική κοινωνική απομόνωση των μαθητών αυτών τροφοδοτεί την
καθημερινή διδακτική πρακτική με προβλήματα. Επειδή η μάθηση βασίζεται
στην αλληλεπίδραση των μαθητών στην ομάδα, η μαθησιακή πορεία όσων έχουν
Μαθησιακές Δυσκολίες επηρεάζεται αρνητικά λόγω της μικρής κοινωνικής τους
αποδοχής. Μάλιστα, αυτή η κοινωνική απομόνωση έχει μακροχρόνιες
επιπτώσεις, είτε γιατί οδηγεί τους μαθητές αυτούς στο να παρατήσουν το
σχολείο, είτε γιατί έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση προβλημάτων κοινωνικής
προσαρμογής και την ανάπτυξη αρνητικών συναισθημάτων. Επίσης, σύμφωνα με
ερευνητικά πορίσματα, η αποδοχή των μαθητών με Μαθησιακές Δυσκολίες έχει
σχέση με το διδακτικό περιβάλλον και τον τρόπο ένταξης στο σχολείο. Αυτό
πρακτικά σημαίνει ότι κάθε περίπτωση μαθητή με Μαθησιακές Δυσκολίες είναι
ξεχωριστή ως προς τις κοινωνικές του δεξιότητες και πρέπει με πολύ μεγάλη
προσοχή να ορίζονται οι προσαρμογές του διδακτικού περιβάλλοντος που
συμβάλλουν στην ομαλή ένταξη του μαθητή στην τάξη.
Συναισθηματική εξέλιξη
Άγχος
Το άγχος είναι ένα στοιχείο που εμφανίζεται συχνά, κυρίως στην εφηβική
ηλικία. Οι βιολογικές αλλαγές που συντελούνται σ’ αυτή την περίοδο είναι
τεράστιες και προκαλούν άγχος. Ακόμη, οι αλλαγές στις σχέσεις με τους άλλους
και ιδιαίτερα με το άλλο φύλο, αλλά και η μετάβαση από ένα πιο «ζεστό»
ακαδημαϊκό περιβάλλον, όπως είναι το δημοτικό, σε ένα πιο απαιτητικό, όπως
αυτό του γυμνασίου, είναι πρόσθετοι παράγοντες αύξησης του επιπέδου του
άγχους. Οι περισσότεροι από τους τυπικούς εφήβους εύκολα ή δύσκολα
καταφέρνουν να ανταπεξέλθουν σ’ αυτές τις σημαντικές αλλαγές και να
αυτορρυθμίσουν τη συμπεριφορά τους. Η χρήση σύνθετων γνωστικών
διεργασιών, στρατηγικών και κοινωνικών δεξιοτήτων, τους επιτρέπει να
ξεπεράσουν τις δυσκολίες και να προσαρμόσουν το επίπεδο άγχους τους στο
επιθυμητό.
40
Οι έφηβοι με Μαθησιακές Δυσκολίες δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν
εύκολα σε τέτοιες καταστάσεις. Αν και η έρευνα δεν έδειξε να αντιμετωπίζουν
υψηλότερα επίπεδα άγχους κατά περίσταση από τους τυπικούς συνομηλίκους
τους, βιώνουν υψηλότερο γενικό άγχος (ως χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς
τους) (Margalit & Shulman, 1986). Το υψηλό άγχος των εφήβων με Μαθησιακές
Δυσκολίες που τείνει να θεωρείται χαρακτηριστικό τους, μπορεί να αποδοθεί σε
προβλήματα ελλειμματικής γνωστικής επεξεργασίας που τους οδηγεί σε
δυσκολίες αναγνώρισης ότι αντιμετωπίζουν ένα πραγματικό πρόβλημα.
Οι επιλογές που κάνουν σε σχέση με το άγχος οι έφηβοι με Μαθησιακές
Δυσκολίες είναι είτε να μη μιλούν σε κανέναν είτε να αρνούνται την ύπαρξη του
προβλήματος που αντιμετωπίζουν. Αυτή η άρνηση συνδέεται με ακόμη
υψηλότερο άγχος ή άλλα συναισθηματικά προβλήματα και με σωματικές
αντιδράσεις.
Η ιδιαίτερη περίπτωση κατά την οποία το επίπεδο άγχους σε συγκεκριμένη
περίσταση όχι μόνο των εφήβων αλλά και των παιδιών με Μαθησιακές
Δυσκολίες είναι σημαντικά μεγαλύτερο από αυτό των τυπικών συμμαθητών τους,
είναι αυτό του άγχους εξέτασης. Οι χαμηλές ακαδημαϊκές τους δεξιότητες, ο
προσανατολισμός τους στην αποφυγή της χαμηλής επίδοσης, άρα και εμπλοκής
με έργα, σε συνδυασμό με την αδυναμία τους να ξεφύγουν, εκτινάσσει το
επίπεδο άγχους εξέτασης στα ύψη.
41
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΣΤΗ ΣΧΟΛΙΚΗ ΜΑΘΗΣΗ
42
ελλιπή φωνολογική επεξεργασία και ιδιαίτερα στη δυσκολία χειρισμού των
φωνημάτων (όπως η ανάλυση, αφαίρεση και η παραγωγή ομοιοκαταληξίας)
43
αναφέρεται στη βιβλιογραφία ότι η πλειοψηφία των μαθητών με Μαθησιακές
Δυσκολίες στην ανάγνωση σε όλες τις γλώσσες και ηλικίες αντιμετωπίζουν
σημαντικές δυσκολίες στην ταχύτητα αποκωδικοποίησης των λέξεων.
Δυσκολίες στην αναγνωστική κατανόηση
Η αναγνωστική κατανόηση είναι μια δεξιότητα με κεντρικό ρόλο στη
ζωή του ανθρώπου, γι’ αυτό έχει σημαντική θέση σε όλα τα εκπαιδευτικά
προγράμματα. Στη διάρκειά της ο αναγνώστης προσπαθεί να δομήσει μια
νοητική αναπαράσταση του κειμένου συνδυάζοντας ό,τι γνωρίζει, με τις ιδέες
που παρουσιάζει ο συγγραφέας.
Οι μαθητές με Μαθησιακές Δυσκολίες, αντιμετωπίζουν σημαντικά
προβλήματα σε όλες τις παραπάνω δεξιότητες, με αποτέλεσμα να έχουν
ελλειμματική κατανόηση. Οι δυσκολίες αυτές εντοπίζονται σε βασικές
δεξιότητες όπου οι μαθητές με Μαθησιακές Δυσκολίες αντιμετωπίζουν
περιορισμούς, όπως αυτές της συγκέντρωσης και της μνήμης. Η αναγνωστική
αποκωδικοποίηση ως ακρίβεια και η ευχέρεια έχουν σημαντική συνεισφορά στην
αδυναμία αυτών των παιδιών να κατανοήσουν το κείμενο που έχουν μπροστά
τους, ενώ βαρύνουσα σημασία έχει το περιορισμένο λεξιλόγιο, η φτωχή και
ανοργάνωτη γνώση υποβάθρου, καθώς και η έλλειψη γνώσεων συντακτικού.
Επίσης, τα ελλείμματα σε όλο το φάσμα της μεταγνώσης δεν επιτρέπουν
στους μαθητές με Μαθησιακές Δυσκολίες να μεταβούν από την κυριολεκτική
κατανόηση (την κατανόηση των πληροφοριών που παρουσιάζονται άμεσα στο
κείμενο και με σαφήνεια) στη συμπερασματική. Οι μαθητές δε σχεδιάζουν την
προσπάθειά τους για να κατανοήσουν ένα κείμενο και δεν κατανοούν τις
διαφορές των σκοπών της ανάγνωσης. Αδυνατούν να παρακολουθήσουν ενεργά
την πορεία της κατανόησής τους και να παρέμβουν αποτελεσματικά όταν
υπάρξει νοηματικό χάσμα. Γνωρίζουν λίγες γνωστικές και μεταγνωστικές
στρατηγικές και όταν τις χρησιμοποιούν το κάνουν με άκαμπτο και
αναποτελεσματικό τρόπο. Αυτό ουσιαστικά οδηγεί σε προβλήματα επεξεργασίας
που δεν τους επιτρέπουν να αναγνωρίσουν τη λογική δομή του κειμένου, το
οποίο αντιλαμβάνονται αποσπασματικά και χωρίς συνοχή. Συνέπεια αυτού είναι
η αδυναμία των μαθητών αυτών να αναγνωρίζουν τις σημαντικές πληροφορίες
από τις λεπτομέρειες και να συσχετίζουν τη νέα γνώση με την ήδη υπάρχουσα.
Τέλος, η αναγνωστική λειτουργία των μαθητών με Μαθησιακές
Δυσκολίες περιορίζεται στην αποκωδικοποίηση του κειμένου. Δεν
αναστοχάζονται και δεν αξιολογούν τα αποτελέσματα της προσπάθειάς τους.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αδυναμία τους να εκτιμήσουν αν ολοκληρώθηκε η
αναγνωστική τους προσπάθεια, αν ήταν επιτυχημένη και αν προστέθηκε νέα
γνώση σε όσα γνώριζαν μέχρι εκείνη τη στιγμή.
Τα σημαντικά προβλήματα χρήσης της γνώσης υποβάθρου, της
αποκωδικοποίησης και της ευχέρειας ανάγνωσης, του λεξιλογίου και της χρήση
των στρατηγικών, καθώς και η δυσκολία διαφοροποίησης μεταξύ κοινών
κειμενικών δομών, οδηγούν σε ελλειμματική αναγνωστική κατανόηση. Οι
δυσκολίες κατανόησης ιδιαίτερα στις τελευταίες τάξεις του δημοτικού και στη
44
δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι σημαντικές και διευρύνουν τα γενικότερα
προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μαθητές με Μαθησιακές Δυσκολίες στο
σχολείο.
ΠΙΝΑΚΑΣ 5: Μαθησιακές Δυσκολίες στην ανάγνωση
ΕΛΛΕΙΜΜΑ Ο μαθητής...
Ευχέρεια δδδιαβάζει αργά και δυσκολεύεται
(σιωπηρή ή φωναχτή ανάγνωση)
δυδυσκολεύεται στον χειρισμό
φωνημάτων
κκάνει συχνά αντιμεταθέσεις,
αντικαταστάσεις, παραλείψεις,
Αναγνωστικής προσθέσεις γραμμάτων, συλλαβών
αποκωδικοποίησης δυδυσκολεύεται στην αποκωδικοποίηση
συμπλεγμάτων, δίψηφων, συνδυασμών
αναντικαθιστά παρόμοιες φωνητικά
Αποκωδικοποίηση λέξεις (π.χ. «δένω» αντί «μένω»)
κκ κάνει λάθη αποκωδικοποίησης
άγνωστων λέξεων ή ψευδολέξεων
δυδυσκολεύεται στην κατανόηση
πληροφοριών που παρουσιάζονται
άμεσα και με σαφήνεια στο κείμενο
Άμεση κατανόησηδυδυσκολεύεται στην εξαγωγή
Αναγνωστικής συμπεράσματος
κατανόησης δεδεν διακρίνει τις σημαντικές από τις
ασήμαντες πληροφορίες
Έμμεση που δυδυσκολεύεται στην οργάνωση
προκύπτει από πληροφοριών που παρέχονται σε ένα
το κείμενο κείμενο
δεδεν χρησιμοποιεί αποτελεσματικά
στρατηγικές για την κατανόηση
δυδυσκολεύεται να εντοπίσει την
κεντρική ιδέα
δυδυσκολεύεται να διακρίνει τις
πληροφορίες που δεν ταιριάζουν
νοηματικά με το περιεχόμενο
Έμμεση που αδαδυνατεί να σχηματίσει προβλέψεις
προκύπτει από και υποθέσεις σχετικά με το
προηγούμενη περιεχόμενο
γνώση αδαδυνατεί να συσχετίσει τη νέα γνώση
με την ήδη υπάρχουσα
45
Μαθησιακές Δυσκολίες στην παραγωγή γραπτού λόγου
46
έχέχει κακή στάση σώματος κατά τη γραφή
παπαρουσιάζει δυναμίες στο κράτημα του
αντικειμένου γραφής (κράτημα, δύναμη, θέση
χεριού και χαρτιού)
47
δεν δίνει ενδιαφέροντα τίτλο
δεν
48
συνδυασμούς μεταξύ του θέματος που είχανε σκοπό να γράψουν και του τελικού
αποτελέσματος (Troia, 2006).
Είναι επίσης σημαντικό να σημειωθεί πως οι μαθητές με Μαθησιακές
Δυσκολίες έχουν περιορισμένες μεταγνωστικές δεξιότητες. Αντιμετωπίζουν
προβλήματα στην επιλογή και εφαρμογή των στρατηγικών που αφορούν στην
παραγωγή κειμένου και υποτιμούν τη σημασία τους. Σε μεγάλο βαθμό αδυνατούν να
θέσουν στόχους πριν από την ενασχόληση με το γράψιμο, να ρυθμίσουν τη διαδικασία
που ακολουθούν κατά τη συγγραφή, να ελέγξουν το κείμενό τους και να εκτιμήσουν
την απόδοσή τους, με αποτέλεσμα το χαμηλό επίπεδο γραπτής έκφρασης και την
αδυναμία παραγωγής εποικοδομητικής ανατροφοδότησης που θα μπορούσε να
βελτιώσει τις δεξιότητές τους (Troia, 2006).
49
εργαζόταν,
β. δεν μπορεί να τελειώσει ένα πρόβλημα σε μια σελίδα αν και ο χώρος είναι
ικανοποιητικός
γ. έχει δυσκολίες διαχωρισμού οπτικά «παρόμοιων» ψηφίων (π.χ. το 6 με το 9, το 23 με
το 32) και φαίνεται να αντιμετωπίζει τους αριθμούς ως απλές εικόνες χωρίς όμως με
τον αναγκαίο προσανατολισμό τους στο επίπεδο. Είναι όμως πολύ πιθανό η αντιστροφή
των αριθμών να οφείλεται σε αδυναμία της φωνολογικής κωδικοποίησης των αριθμών
κι όχι στην οπτική αντίληψη (Αγαλιώτης, 2000
δ. δυσκολεύεται στην αντιγραφή απλών σχημάτων,
ε. δυσκολεύεται στη γραφή σε ευθεία γραμμή ή στη σχεδίαση μικρών ευθειών χωρίς τη
χρήση κανόνα,
στ. συγχέει τις έννοιες του «πριν» και του «μετά» με αποτέλεσμα να παρουσιάζει
δυσκολίες στην αντίληψη του χρόνου και στην αρίθμηση
η. παρουσιάζει δυσκολίες προσδιορισμού της ώρας από αναλογικό ρολόι λόγω αργού
προσδιορισμού των δεικτών του και μη κατανόησης των όρων παρά κα και,
θ. παρουσιάζει δυσκολίες στην «κατεύθυνση» των μαθηματικών πράξεων π.χ. το πάνω
και κάτω, τη στοίχιση των ψηφίων, το δεξιά και αριστερά
ι.τοποθετεί λανθασμένα την υποδιαστολή της στους δεκαδικούς αριθμούς
κ. δυσκολεύεται στη χρήση της αριθμογραμμής
5. Οπτικο-Κινητικά: Ο μαθητής
α.γράφει τους αριθμούς εξαιρετικά αργά και πολλές φορές λάθος στη μορφή τους
β. δυσκολεύεται στη γραφή των αριθμών σε περιορισμένο και συγκεκριμένο χώρο (π.χ.
γράφει πολύ μεγάλα τα ψηφία) αφού αδυνατεί να συντονίσει μάτι και χέρι, όπως επίσης
να χρωματίσει εντός συγκεκριμένων πλαισίων
50
γ.καθυστερεί στην εκτέλεση των εργασιών λόγω ελλιπούς οπτικο-κινητικού
συντονισμού με άμεσο αντίκτυπο στη μνημονική επιβάρυνση, το συναισθηματικό του
κόσμο και την προσοχή του
6. Η μνήμη: Ο μαθητής
α.δυσκολεύεται στη συγκράτηση δεδομένων και πληροφοριών που μόλις διαχειρίστηκε
(βραχύχρονη μνήμη)
β.σε περιπτώσεις προβλημάτων με περισσότερες πράξεις της μιας πράξεις δε
σχηματίζει την ακριβή νοητική αναπαράσταση του προβλήματος
γ. δυσκολεύεται στην αντιγραφή από τον πίνακα, δε συγκρατεί πολλές πληροφορίες
αλλά συνεχώς ελέγχει και κοιτά ώστε να είναι σίγουρος για την ορθότητα των
ενεργειών του
δ.δεν κατακτά την αυτοματοποιημένη χρήση δεδομένων (π.χ. ανάκληση των
αποτελεσμάτων των πράξεων)
δ.ξεχνά τα στάδια-βήματα των αλγορίθμων των πράξεων (βραχύχρονη μνήμη,
μακροπρόθεσμη μνήμη και μνήμη ακολουθιών)
ε. ενώ κατέχει την πρόσθεση, πιθανόν να δυσκολεύεται να την ανακαλέσει κατά την
εκτέλεση ενός πολλαπλασιασμού ή την αφαίρεση κατά την εκτέλεση μιας διαίρεσης
(μακροπρόθεσμη μνήμη)
στ.ξεχνά τη σημασία των αριθμητικών συμβόλων (βραχύχρονη μνήμη και
μακροπρόθεσμη μνήμη)
ζ.συναντά δυσκολίες όσον αφορά τη χρονική σειρά των γεγονότων (μνήμη
ακολουθιών)
η. δυσκολεύεται στην έναρξη της αρίθμησης, με αύξουσα ή φθίνουσα κατεύθυνση, από
έναν τυχαίο αριθμό (μνήμη ακολουθιών) αλλά ξεκινά την αρίθμηση από την αρχή της
κλίμακας, το 1.
θ. δεν ολοκληρώνει όλες τις απαιτούμενες διαδικασίες σε θέματα που διεκπεραιώνονται
μέσω πολλαπλών και συνεχόμενων βημάτων (μνήμη ακολουθιών)
7. Η προσοχή: Ο μαθητής
α. παρουσιάζει δυσκολίες στην εστίαση της προσοχής του στα απαιτούμενα βήματα
ολοκλήρωσης των αλγορίθμου των πράξεων
β. δυσκολεύεται στην εστίαση της προσοχής του στις οδηγίες του εκπ/κού
γ. κάνει λάθη απροσεξίας
51
γ.αδυναμία εκτέλεσης εντολών οι οποίες περιέχουν μαθηματικούς όρους
(προσληπτικός λόγος)
δ.δυσκολία στο σχηματισμό της αναγκαίας νοητικής αναπαράστασης ενός
προβλήματος ή κατάστασης που του δίνεται λεκτικά (προσληπτικός λόγος)
9. Ανάγνωση-Γραφή: Ο μαθητής
α. δεν κατανοεί το λεξιλόγιο των προβλημάτων και δε συνδέει τους αριθμητικούς
όρους με το περιεχόμενό τους
β. παράγει λανθασμένα αποτελέσματα λόγω δυσκολιών στην ανάγνωση και τη γραφή
των αριθμών και των συμβόλων
γ.παρουσιάζει αρκετές φορές αντιστροφές στη γραφή των μονοψήφιων και
πολυψήφιων αριθμών γεγονός που είναι πολύ πιθανό να οφείλεται στο ότι ο μαθητής
έχει απομνημονεύσει μόνο τα οπτικο-χωρικά χαρακτηριστικά των ψηφίων χωρίς όμως
την αναγκαία σύνδεση ανάμεσα στη μορφή των αριθμών και την ακουστική τους
ταυτότητα
52
β απαντά ή εκφράζεται παρορμητικά, χωρίς προηγούμενη επεξεργασία, μέσω λεκτικών
συλλογισμών
γ. μοιάζει να μην εστιάζεται στις λεπτομέρειες ενός προβλήματος
δ. δεν ολοκληρώνει μια εργασία στον προβλεπόμενο χρόνο
ε. ξεκινά την ενασχόλησή του με ένα πρόβλημα το οποίο πολύ συχνά εγκαταλείπει για
να ασχοληθεί με ένα άλλο
στ. παρουσιάζεται με χαμηλό αυτοσυναίσθημα σε ό, τι αφορά τα μαθηματικά
ζ. αποθαρρύνεται πολύ εύκολα σε κάποια δυσκολία και δεν εμμένει στην επίλυση
η. εμφανίζεται σε ένταση όταν καλείται να ασχοληθεί με τα μαθηματικά και πολλές
φορές προσπαθεί να τα αποφύγει για να μειώσει την έντασή του αυτή
53
αναπτυξιακά τους χαρακτηριστικά, περιγράφονται ως ασαφή και δε φαίνεται να
υπάρχει συσχέτιση με τις Μαθησιακές Δυσκολίες στην ανάγνωση.
Επίσης, στο πλαίσιο ψυχολογικών θεωριών γνωστικής επεξεργασίας που
εστιάζουν σε διάφορα αντιληπτικά ελλείμματα, οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι
μαθητές με Μαθησιακές Δυσκολίες στα μαθηματικά περιγράφονται ως ελλείμματα
οπτικής και ακουστικής αντίληψης, μνήμης, προσοχής, προσληπτικού και εκφραστικού
λόγου και αδυναμίες αφηρημένου συλλογισμού (Μercer & Pullen, 2005).
Πίνακας7: Προβλήματα των μαθητών με Μαθησιακές
Δυσκολίες στα μαθηματικά
ΕΛΛΕΙΜΜΑ Ο μαθητής …
Δ δεν ολοκληρώνει τις ασκήσεις
μιας σελίδας
μορφής - πλαισίου «πηδάει» γραμμές όταν εκτελεί
Οπτικής μια άσκηση
αντίληψης ιδιαβάζει λάθος πολυψήφιους
αριθμούς
ααπεικονίζει καθρεπτικά
αριθμητικά ψηφία (π.χ. 6 αντί 9)
ααντιστρέφει τη σειρά των
διάκρισης ψηφίων πολυψήφιων αριθμών
κατά την αντιγραφή τους
δδεν διακρίνει σωστά τα
νομίσματα
δδεν διακρίνει σωστά τους
δείκτες του ρολογιού
δδυσκολεύεται στην ερμηνεία και
το χειρισμό μαθηματικών
συμβόλων (π.χ. x αντί για +)
δδυσκολεύεται να γράψει τους
αριθμούς πάνω στη γραμμή του
τετραδίου
χωρικής οργάνωσης δδυσκολεύεται στη διάκριση του
«πριν» και «μετά» σε χωρικές
ακολουθίες
δδυσκολεύεται στη διάκριση του
«δεξιά» και «αριστερά»
δδυσκολεύεται στη διάκριση των
54
μεγεθών των σχημάτων
δδυσκολεύεται να γράψει
κλασματικούς αριθμούς
μμεταφέρει κρατούμενα σε λάθος
στήλες στην εκτέλεση πράξεων
δδυσκολεύεται στη χρήση της
αριθμητικής γραμμής
δδυσκολεύεται στη σύγκριση
πολυψήφιων αριθμών
δδυσκολεύεται στην κατασκευή
και ερμηνεία γραφημάτων
Ακουστικής δδυσκολεύεται στις προφορικές
αντίληψης ασκήσεις
δδυσκολεύεται στην επίλυση
προβλημάτων που
παρουσιάζονται μόνο προφορικά
σσυγχέει όρους που μοιάζουν
φωνολογικά (π.χ. τριακοστός και
τετρακοσιοστός)
Λεπτής γγράφει δραματικά αργά
κινητικότητας κκάνει λάθη κατά τη γραφή των
αριθμών
δδυσκολεύεται να προσαρμόσει
το μέγεθος των ψηφίων που
γράφει στο διαθέσιμο χώρο
βραχύχρονης δδυσκολεύεται στη συγκράτηση
νέων μαθηματικών δεδομένων
ξξεχνά τα βήματα ενός
αλγόριθμου
δδυσκολεύεται στην ανάκληση
μακρόχρονης μαθηματικών δεδομένων
Μνήμης ξξεχνά τα βήματα ενός
αλγόριθμου
δδυσκολεύεται να λέει την ώρα
εργαζόμενης δδυσκολεύεται στην επίλυση
προβλημάτων & ασκήσεων με
πολλά βήματα
55
προσληπτικού δδυσκολεύεται στην κατανόηση
των μαθηματικών όρων (συν,
υπόλοιπο, κρατούμενο κ.τ.λ.)
δδυσκολεύεται να εκφράσει
Λόγου
προφορικά και με τη χρήση
εκφραστικού μαθηματικών όρων αυτό που
σκέφτεται
δδυσκολεύεται στην προφορική
περιγραφή των βημάτων ενός
αλγόριθμου / στρατηγικής που
ακολουθεί
Δ δυσκολεύεται στην κατανόηση
μαθηματικών συμβόλων (π.χ.
Αφαιρετικού συλλογισμού =, <, >)
δ δυσκολεύεται στην επίλυση
προφορικών προβλημάτων
δ δυσκολεύεται στη σύγκριση
μεγεθών και ποσοτήτων
δ δυσκολεύεται να μετατρέψει
γλωσσικές ή αριθμητικές
πληροφορίες σε εξισώσεις
56
αριθμών προϋποθέτει υψηλού επιπέδου ανάπτυξη και εσωτερίκευση της δεξιότητας για
ταξινόμηση.
Επίσης, οι μαθητές αυτοί μπορεί στην πρωτοσχολική ηλικία να έχουν
δυσκολίες διάκρισης και χωροχρονικής οργάνωσης. Συγκεκριμένα έχουν αδυναμίες σε
έννοιες της ποσότητας (λίγο/πολύ), της χρονικής ακολουθίας (πριν/ μετά) και στη
χρήση διατακτικών αριθμών. Αργότερα κατακτούν τις παραπάνω έννοιες, αλλά συχνά
συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν δυσκολίες στη σειροθέτηση και στην ακολουθία
σύνθετων διαδικασιών, όπως η εφαρμογή ενός αλγόριθμου ή η επίλυση ενός
προβλήματος με πολλά βήματα. Ακόμη, συχνά δυσκολεύονται στην κατανόηση της
έννοιας της διατήρησης, δηλαδή της κατανόησης ότι η ποσότητα ενός αντικειμένου ή ο
αριθμός των στοιχείων ενός συνόλου παραμένει ίδιος ανεξάρτητα από τη χωρική του
οργάνωση και μάλιστα στις μεγαλύτερες τάξεις του δημοτικού μπορεί να εμφανίζουν
αδυναμίες στην κατανόηση ισοτήτων ή εφαρμογών της αντιμεταθετικής ιδιότητας.
Σε σειρά πειραμάτων που πραγματοποιήθηκαν από τον Geary και τους
συνεργάτες του ( 1999) βρέθηκε πως οι μαθητές της Α΄ και της Β΄ τάξης του δημοτικού
με Μαθησιακές Δυσκολίες στα μαθηματικά σημείωναν συστηματικά λάθη που
σχετίζονταν με τη διάταξη των αντικειμένων ενός συνόλου προς μέτρηση.
Συγκεκριμένα, δήλωναν πως τα αντικείμενα έπρεπε να απαριθμούνται διατεταγμένα σε
σειρά και προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Επίσης, με βάση τα δεδομένα αυτών
των ερευνών φάνηκε ότι οι μαθητές ακόμη και της Β΄ δημοτικού κάνουν λάθη στην
απαρίθμηση λόγω προβλημάτων στην εργαζόμενη μνήμη.
Σχετικά με την ανάπτυξη των αριθμητικών δεξιοτήτων, τα περισσότερα
προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μαθητές με Μαθησιακές Δυσκολίες στα
μαθηματικά αφορούν στη μετάβασή τους από την εφαρμογή απλών στρατηγικών
αριθμητικών υπολογισμών σε πιο σύνθετες στρατηγικές, καθώς και στην ικανότητα για
αυτόματη ανάκληση των βασικών αριθμητικών δεδομένων (Cirino και συν., 2007).
Οι τυπικοί μαθητές όταν αρχικά κάνουν προσθέσεις με δύο μονοψήφιους
προσθετέους (π.χ. 5 + 2) συνήθως μετρούν με τα δάχτυλα (στρατηγική απαρίθμησης
δακτύλων) ή μερικές φορές χωρίς αυτά απαριθμώντας φωναχτά (στρατηγική λεκτικής
απαρίθμησης). Ταυτόχρονα, με τη χρήση ή όχι των δακτύλων, μπορούν να εφαρμόσουν
και δύο άλλες στρατηγικές εύρεσης αθροισμάτων: α) τη στρατηγική της απαρίθμησης
όλων (π.χ. ο μαθητής μετρά από το 1 για να βρει το άθροισμα 5+2) και β) τη
στρατηγική συνέχισης της απαρίθμησης (π.χ. ο μαθητής για να βρει το άθροισμα 5 + 2,
απαριθμεί μετά το 5). Καθώς οι μαθητές υπολογίζουν με τις παραπάνω στρατηγικές τα
βασικά αριθμητικά δεδομένα με μεγάλη συχνότητα, οι αναπαραστάσεις των βασικών
αριθμητικών δεδομένων καταγράφονται στη μακρόχρονη μνήμη. Οι αναπαραστάσεις
αυτές επιτρέπουν στους μαθητές την αυτόματη ανάκλησή τους (αυτόματη απάντηση
του 7 στην ερώτηση «πόσο κάνει 5+2;»), καθώς και τη γρήγορη εύρεση αθροισμάτων
που αναλύονται σε μερικά αθροίσματα που μπορούν να ανακληθούν αυτόματα. Για
παράδειγμα ο μαθητής υπολογίζει γρήγορα το άθροισμα 5+6 γιατί αναλύει το 6 σε 5+1,
ώστε τελικά να ανακαλέσει αυτόματα το 5+5 προσθέτοντας 1.
Οι μαθητές με Μαθησιακές Δυσκολίες στα μαθηματικά χρησιμοποιούν όλες τις
παραπάνω στρατηγικές, αλλά επιμένουν στη χρήση στρατηγικών «επιφανειακής
57
επεξεργασίας», όπως για παράδειγμα στη στρατηγική μέτρησης με τα δάχτυλα και στη
στρατηγική της απαρίθμησης όλων. Ενώ οι τυπικοί μαθητές εφαρμόζουν ένα ευρύ
φάσμα στρατηγικών, του οποίου η σύνθεση σταδιακά μεταβαίνει από τις στρατηγικές
«επιφανειακής επεξεργασίας» σε στρατηγικές «βαθιάς επεξεργασίας», οι μαθητές με
Μαθηματικές Δυσκολίες αργοπορούν σε αυτή τη μετάβαση. Εξακολουθούν να
βασίζονται στην απαρίθμηση με τα δάχτυλα και μετά από τις πρώτες τάξεις του
δημοτικού, δύσκολα βελτιώνουν την αδυναμία τους στην ανάκληση των βασικών
αριθμητικών δεδομένων και σημειώνουν πολλά υπολογιστικά λάθη που αφορούν και
στην ακρίβεια και στην ταχύτητα κατά την εκτέλεση των πράξεων (Cirino και συν.,
2007). Επίσης, τυπικά λάθη κατά την εκτέλεση πράξεων, τα οποία αναφέρονται από τις
εκπαιδευτικούς ( Αγαλιώτης, 2000) προκύπτουν από σφάλματα στο «δανεισμό» κατά
την αφαίρεση, στο «κρατούμενο» κατά την πρόσθεση, καθώς και στη λειτουργία του
μηδενός.
Σχετικά με τη δεξιότητα για επίλυση προβλημάτων, οι μαθητές με Μαθησιακές
Δυσκολίες στα μαθηματικά έχουν πολλές φορές προβλήματα στην κατανόηση της
μαθηματικής γλώσσας και ιδιαίτερα όταν ταυτόχρονα αντιμετωπίζουν και Μαθησιακές
Δυσκολίες στην ανάγνωση. Κατά την επίλυση λεκτικών προβλημάτων, αυτοί οι
μαθητές δυσκολεύονται ιδιαίτερα στην κατανόηση του προβλήματος, στον εντοπισμό
της άσχετης πληροφορίας όταν αυτή υπάρχει, στον εντοπισμό του ζητούμενου όταν
αυτό παρουσιάζεται στην αρχή και όχι στο τέλος του προβλήματος και στην επιλογή
της σωστής πράξης. Μάλιστα, στην περίπτωση που η διαδικασία επίλυσης αποτελείται
από πολλά βήματα, συχνά χρειάζονται εξωτερική καθοδήγηση για να φτάσουν στο
σωστό αποτέλεσμα, ακόμη και αν γνωρίζουν τη λύση των μεμονωμένων στοιχείων του
προβλήματος.
Επιπρόσθετα, οι μαθητές με Μαθησιακές Δυσκολίες στα μαθηματικά
αντιμετωπίζουν έντονα προβλήματα στη γενίκευση. Για την επίλυση σύνθετων
προβλημάτων απαιτείται η αναγνώριση ομοιότητας των προβλημάτων με άλλα του
ίδιου είδους, ώστε να εφαρμοστεί μια συγκεκριμένη διαδικασία επίλυσης που ταιριάζει
και οι μαθητές αυτοί εμφανίζουν μεγάλη δυσκολία σε αυτή την κατηγοριοποίηση.
Εκτός από τα σύνθετα προβλήματα, η υποεπίδοσή τους είναι χαμηλή και στα
προβλήματα που σχετίζονται άμεσα με καταστάσεις της καθημερινής ζωής, τα οποία
δυσκολεύονται επίσης να κατηγοριοποιήσουν.
Μία άλλη πολύ σημαντική πλευρά της διαδικασίας επίλυσης προβλημάτων
είναι τα έντονα μεταγνωστικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μαθητές με
Μαθησιακές Δυσκολίες στα μαθηματικά. Αυτά σημειώνονται τόσο κατά τη διάρκεια
της επίλυσης με χαμηλή παρακολούθηση και αυτορρύθμιση, όσο και πριν ή μετά την
επίλυση κατά τη διάρκεια της λανθασμένης πρόβλεψης για το πιθανό αποτέλεσμα ή το
σχεδιασμό επίλυσης του προβλήματος, καθώς και στη μη ορθή αξιολόγηση του
αποτελέσματος. Ειδικά για την αξιολόγηση, έχει βρεθεί ότι οι μαθητές με Μαθησιακές
Δυσκολίες στα μαθηματικά παραλείπουν συστηματικά να ελέγξουν τα αποτελέσματα
στα οποία καταλήγουν, συχνά θεωρούν ως σωστή την πρώτη απάντηση που δίνουν
χωρίς να την επανεξετάσουν ή χρησιμοποιούν ακατάλληλα κριτήρια για την ορθότητα
των απαντήσεών τους.
58
Ένας άλλος τομέας των μαθηματικών όπου οι μαθητές με Μαθησιακές
Δυσκολίες αντιμετωπίζουν ιδιαίτερες δυσκολίες, είναι η κατασκευή και η ερμηνεία
γραφημάτων. Οι μαθητές με Μαθησιακές Δυσκολίες στα μαθηματικά συνήθως
ερμηνεύουν τα γραφήματα με βάση το μέγεθος των γραμμών, ράβδων κ.τ.λ. χωρίς να
προσέχουν τι αντιπροσωπεύουν οι άξονες και δυσκολεύονται στις συγκρίσεις των
μεταβλητών που παρουσιάζονται σε ένα γράφημα. Από τις δυσκολίες και τα γνωστικά
ελλείμματα των μαθητών με Μαθησιακές Δυσκολίες στα μαθηματικά που αναφέρονται
παραπάνω, εύκολα συμπεραίνουμε ότι η ανάπτυξη της μαθηματικής σκέψης αυτών των
μαθητών συναντά πολλά εμπόδια. Παρόλα αυτά, πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι η
τελευταία δεν επηρεάζεται μόνο από γνωστικούς παράγοντες, αλλά και από τις
προσφερόμενες εμπειρίες μάθησης που προετοιμάζει η εκπαιδευτικός.
ΟΡΙΣΜΟΙ ΔΥΣΛΕΞΙΑΣ
59
καθώς και των παρεμβατικών στρατηγικών αντιμετώπισής της. Η παραπάνω
κατάσταση είναι παράγωγο εμπλοκής περισσότερων του ενός επιστημονικού κλάδου.
Στα πλαίσια αυτού του ορισμού, πέρα από το γεγονός ότι υποστηρίζεται η
νευρολογική βάση της δυσλεξίας, επισημαίνεται η πιθανότητα ύπαρξης ελλειμμάτων
στην αριθμητική ικανότητα, στις δεξιότητες που σχετίζονται με τη μουσική, στην
κινητική λειτουργία και στις δεξιότητες οργάνωσης του ατόμου. Ακόμα τονίζεται, ότι
η δυσλεξία σχετίζεται ιδιαίτερα με τη μάθηση του γραπτού λόγου, αν και ο
προφορικός λόγος μπορεί να επηρεαστεί σε κάποιο βαθμό.
Η αμερικανική Εταιρία Δυσλεξίας Orton Society (που σήμερα είναι γνωστή
ως International Dyslexia Association), κάτω από το ειδικό βάρος των ευρημάτων για
ανεπάρκεια των δυσλεξικών στις φωνολογικές δεξιότητες, έδωσε τον παρακάτω
ορισμό:
‘Η δυσλεξία είναι μια νευρολογικής φύσεως, συχνά οικογενειακή διαταραχή,
που έχει σχέση με την κατάκτηση και την επεξεργασία του λόγου. Ποικίλλει ως προς
τον βαθμό σοβαρότητας, εκδηλώνεται με δυσκολίες στην πρόσληψη της γλώσσας
και την γλωσσική έκφραση, συμπεριλαμβανομένης της φωνολογικής επεξεργασίας,
με δυσκολία στην ανάγνωση, τη γραφή, την ορθογραφία και μερικές φορές την
αριθμητική. Η δυσλεξία δεν οφείλεται σε έλλειψη κινήτρων, σε αισθητηριακές
βλάβες, σε ακατάλληλη διδασκαλία ή σε απρόσφορες συνθήκες περιβάλλοντος,
ωστόσο μπορεί να συνυπάρχει με αυτές τις καταστάσεις. Αν και η δυσλεξία είναι ένα
πρόβλημα που το αντιμετωπίζουν τα άτομα σε όλη τους τη ζωή, κάποια δυσλεξικά
άτομα συχνά ανταποκρίνονται επιτυχώς στην έγκαιρη και κατάλληλη παρέμβαση.’
60
*Ο όρος ‘ιδιοσυστασιακή προέλευση’ χρησιμοποιείται συνήθως για χαρακτηριστικά
που αναπτύχθηκαν από την αλληλεπίδραση κληρονομικών και περιβαντολλογικών
παραγόντων. Γενικά υποδηλώνει τη συμβολή που έχουν κληρονομικοί παράγοντες ή
παράγοντες που σχετίζονται με τη γέννηση του παιδιού (προγεννητικοί, περιγεννητικοί)
στην εκδήλωση της δυσλεξίας.
ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΔΥΣΛΕΞΙΑΣ
Το χάος που έχει δημιουργηθεί γύρω από τον ακριβή ορισμό της δυσλεξίας,
δε θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστη την κατάσταση γύρω από τα αίτια που
προκαλούν το εν λόγω φαινόμενο. Η εμπλοκή της ιατρικής, της παιδαγωγικής και της
ψυχολογίας και σε αυτή την περίπτωση, είχε ως αποτέλεσμα την διατύπωση
διαφόρων θεωριών για την αιτιολογία της δυσλεξίας, πολλές από τις οποίες είναι
αντικρουόμενες. Συνεπώς, λόγω της επιστημονικής διένεξης η έρευνα σχετικά
με τα αίτια της δυσλεξίας βρίσκεται σε εξέλιξη.
Σύμφωνα με τον Rutter Μ. (1978), δύο είναι οι κύριες υποθέσεις που
σχηματίζουν τη θεμελίωση της έννοιας της δυσλεξίας. Η πρώτη, θεωρεί ότι η
δυσλεξία οφείλεται σε πολλά αίτια και περιέχει ποικιλία συνδρόμων, ενώ η δεύτερη
υποστηρίζει ότι η δυσλεξία οφείλεται σε έμφυτες βιολογικές «ανωμαλίες». Η
τελευταία αποτελεί την ιατρική προσέγγιση, που επικεντρώνεται στον εντοπισμό ενός
και μόνο παράγοντα που έχει σχέση με τη λειτουργία του ανθρώπινου εγκεφάλου.
Ο Κ. Δ. Πόρποδας (1997), χωρίζει αυτές τις δύο προοπτικές σε τέσσερις
κατηγορίες, που είναι οι παρακάτω:
α) Νευρολογικές υπολειτουργίες
β) Ελλιπής ημισφαιρική κυριαρχία
γ) Παράγοντες γενετικών ανωμαλιών
δ) Λειτουργικές ανωμαλίες στην αντιληπτική και γνωστική επεξεργασία
α) Νευρολογικές υπολειτουργίες
61
νευρικού τους συστήματος, περιλαμβανομένων και των πλευρικo-κροταφικών
περιοχών καθώς και των ινίο-κροταφικών περιοχών, όσο αφόρα την ανάγνωση. Η
αναγνωστική ικανότητα ήταν θετικά συνδεδεμένη με το μέγεθος της ενεργοποίησης της
αριστερής ινίο-κροταφικής περιοχής. Ενεργοποίηση της αριστερής και δεξιάς
εγκεφαλικής έλικας, του μετωπιαίου λοβού, κάτωθεν του κατώτερου μετωπιαίου
αυλακιού του εγκεφαλικού φλοιού, ήταν μεγαλύτερη σε γηραιότερους παρά σε
νεότερους δυσλεξικούς.
Εδώ και δύο δεκαετίες έχει αυξηθεί το ενδιαφέρον γύρω από τα αίτια της
δυσλεξίας λόγω της ανάπτυξης της συμπεριφοριακής όσο και της μοριακής γενετικής.
Μετά την περιγραφή του φαινόμενου της δυσλεξίας, Hallgren (1950) ήταν που ανέλαβε
την διεξαγωγή μιας επιδημιολογικής έρευνας, γενετικού χαρακτήρα, όπου
παρατηρήθηκαν διάφορα χαρακτηριστικά της δυσλεξίας, τα οποία επιβεβαιώθηκαν
ξανά από πιο πρόσφατες έρευνες.
Τα σημαντικότερα συμπεράσματα της έρευνας ήταν τα έξης:
62
Δυσλεξία-Όραση : Ο G.T.Pavlidis έχει αποδείξει ότι τα παιδιά με δυσλεξία
παρουσιάζουν ασυνήθιστες «οφθαλμολογικές κινήσεις», χαρακτηριστικό των οποίων
είναι η μεγάλη αστάθεια και η σύντομη διάρκεια συγκέντρωσης.
Οι δυσκολίες, που αφορούν την ορθότητα των κινήσεων των οφθαλμών των
δυσλεξικών παιδιών, κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης, πιθανόν να συνυφαίνονται με
ένα έλλειμμα σε επίπεδο ακολουθίας ή με μια δυσλειτουργία σε επίπεδο κινήσεων
των οφθαλμών ή να είναι το αποτέλεσμα μιας «ανώμαλης» ανάπτυξης του ατόμου σε
επίπεδο αναγνωστικό ή και ελλείμματος συστηματικής αναγνωστικής εμπειρίας.
Ο Rutter Μ. (1978) υποστηρίζει, ότι υπάρχει σχέση μεταξύ συγκεκριμένου τύπου
κίνησης των οφθαλμών και αναγνωστικής ικανότητας, η οποία όμως δεν είναι ακριβώς
σχέση αιτίου-αποτελέσματος, όπως προκύπτει από στοιχεία που έχουν έρθει στο φως
ύστερα από μελέτες.
Λειτουργίες επεξεργασίας πληροφοριών: Σε αυτό το σημείο, υποστηρίζεται
από τη μια ότι οι αναγνωστικές και ορθογραφικές δυσκολίες απορρέουν από μια
ελαττωματική λειτουργία του συστήματος της οπτικής αντίληψης, η οποία μπορεί να
επηρεάζει την επεξεργασία πληροφοριών, και από την άλλη ότι η ικανότητα του
παιδιού να αντιληφθεί τις λέξεις ως μορφολογικά σύνολα, επηρεάζεται από την
αντιληπτική αδυναμία.
Ελάττωμα στην ολοκληρωμένη επεξεργασία πληροφοριών: Έχει παρατηρηθεί,
ότι τα δυσλεξικά παιδιά παρουσιάζουν ένα βασικό και κεντρικό έλλειμμα στην
τήρηση της προβλεπόμενης ακολουθίας συμβόλων ή άλλων καταστάσεων
και ότι παρόμοια προβλήματα δυσλεξικών μπορεί να παρουσιάζονται με κινητικό
τρόπο μέσα από ακανόνιστη κίνηση των οφθαλμών τους. Η αποτυχία λοιπόν του
παιδιού να αναπαράγει τα γράμματα της λέξης στη σωστή σειρά και θέση θεωρήθηκε
υπεύθυνη για την αδυναμία του παιδιού στην επεξεργασία και ανάπλαση λέξεων.
ΤΥΠΟΙ ΔΥΣΛΕΞΙΑΣ
63
δυσλεξία, η φωνολογική δυσλεξία, η άμεση δυσλεξία και η συλλαβικού τύπου
δυσλεξία.
Α. Βαθιά δυσλεξία ( deep dyslexia ): Τα χαρακτηριστικά που παρουσιάζει ένα
άτομο με αυτού του τύπου δυσλεξία είναι τα παρακάτω:
1.Κάνουν οπτικά λάθη, δηλαδή τα λάθη που κάνει ο αναγνώστης θεωρώντας
ένα γράμμα ή μια λέξη για άλλη ( π.χ. ‘φ’ για ‘ψ’, κατσαρό-κάστανο)
2.Κάνουν παράγωγα λάθη (π.χ. οδηγώ-οδηγός )
3.Κάνουν σημασιολογικά λάθη στη ανάγνωση μεμονωμένων λέξεων
(π.χ. δέντρα αντί δάσος).
4.Με δυσκολία διαβάζουν αφηρημένες λέξεις.
64
Ειδική ή εξελικτική δυσλεξία ( specific or developmental dyslexia ): Η
ειδική δυσλεξία μπορεί να διακριθεί σε δύο τύπους με βάση τις δυσκολίες που
παρουσιάζει το δυσλεξικό άτομο : την ‘οπτική δυσλεξία’ και την ‘ακουστική
δυσλεξία’.
Οπτική δυσλεξία: Η οπτική δυσλεξία είναι η πλέον διαδεδομένη μορφή
δυσλεξίας. Υποτίθεται ότι χαρακτηρίζεται από ελλείμματα στην οπτική
αντίληψη, την οπτική διάκριση και την οπτική μνήμη. Το πρόβλημα των
ατόμων με οπτική δυσλεξία εκδηλώνεται ως δυσκολία στη μάθηση κυρίως
μέσω της οπτικής λειτουργίας. Βέβαια, η διαταραχή αυτή έχει να κάνει
ελάχιστα με την όραση και μόνο του ατόμου και αυτό έχει διαπιστωθεί από
τεστ που έγιναν σε παιδιά με οπτική δυσλεξία και έδειξαν ότι η οπτική τους
ικανότητα λειτουργεί σε φυσιολογικά επίπεδα.
Σε γενικές γραμμές, τα χαρακτηριστικά των ατόμων με οπτική δυσλεξία είναι:
1.Δυσκολία στη διάκριση σύνθετων σχεδίων.
2.Δυσκολία στην αντίληψη και αναπαραγωγή οπτικών ακολουθιών.
3.Αδεξιότητα στη γενική κινητικότητα.
4.Συγκεχυμένη κατανόηση των γραπτών συμβόλων.
5.Δυσκολία στη διάκριση λέξεων ή γραμμάτων που έχουν οπτική ομοιότητα ή
καθρεφτική αντιστοιχία.
6.Συνήθως αντιμετωπίζουν τις λέξεις σα να τις βλέπουν για πρώτη φορά.
7.Δυσκολία στην ανάγνωση των λέξεων ‘ολικά’.
Τις λέξεις τις επεξεργάζονται αναλυτικά χρησιμοποιώντας την ανάλυση και τη
σύνθεση, η οποία τους βοηθάει να διαβάσουν ακόμα και ψευδολέξεις. Ενδεικτικά
αναφέρεται, ότι αν για την ανάγνωση μιας πρότασης τριών σειρών ο κανονικός
αναγνώστης χρειάζεται περίπου τρία λεπτά της ώρας, ο μαθητής με οπτική δυσλεξία θα
χρειαστεί τουλάχιστο δεκαπέντε λεπτά.
65
γραφή-ορθογραφία είναι χαμηλή και μάλιστα κατώτερη από την αναγνωστική του
επίδοση. Επειδή το παιδί με ακουστική δυσλεξία δεν μπορεί να αναγνωρίζει μικρές
διαφορές μεταξύ ήχων, που αντιστοιχούν σε φωνήεντα ή σύμφωνα, δεν είναι κατ’
ακολουθία, σε θέση να συνδέει ειδικούς ήχους με τα αντίστοιχα γραπτά τους σύμβολα.
Αυτές οι δυσκολίες μπορούν να διαπιστωθούν, όταν ζητηθεί από ένα παιδί με
ακουστική δυσλεξία να γράψει ένα κείμενο, που θα του υπαγορεύει κάποιος. Τα άτομα
αυτά δεν είναι ποτέ σίγουρα ότι ακούν σωστά λέξεις ή φράσεις ενός κειμένου, γι' αυτό
αισθάνονται την ανάγκη για επανάληψη της υπαγόρευσης. Ενδεικτικά, αναφέρεται
ότι ένα παιδί με δυσλεξία αυτού του τύπου, στην καλύτερη περίπτωση χρειάζεται 3-5
λεπτά της ώρας για να γράψει καθ’ υπαγόρευση μια απλή πρόταση.
Τέλος, πρέπει να τονιστεί πως αμιγείς περιπτώσεις του καθενός από αυτούς
τους δυο τύπους της δυσλεξίας είναι σχεδόν αδύνατο να υπάρξουν. Το πιθανότερο
είναι ότι σε κάθε περίπτωση δυσλεξικού ατόμου ενυπάρχουν και οι δυο περιπτώσεις.
Η κατηγορία αυτή έχει ονομαστεί ‘μικτή δυσλεξία.
Η δυσλεξία είναι μια εφόρου ζωής πρόκληση, για το άτομο με την ειδική αυτή
διαταραχή, η οποία δεν εξαφανίζεται, αλλά οι δυσκολίες που προκαλεί μπορούν να
υπερνικηθούν μέσω διαφόρων στρατηγικών αντιμετώπισης. Σύμφωνα με
ερευνητικές μαρτυρίες, τα δυσλεξικά άτομα αντιπροσωπεύουν το 4-10% του
πληθυσμού (Hari R., Renvall H., 2001). Τα συμπτώματα που παρουσιάζει ένα
δυσλεξικό παιδί, γενικά, αφορούν την ανάγνωση, τη γραφή, την ορθογραφία της
γλώσσας, τη βραχυπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη μνήμη, το συντονισμό, τις δυσκολίες
στην οργάνωση, τις δυσκολίες στη διαδικασία πρόσληψης πληροφοριών, τις
φωνολογικές δυσκολίες (Peer L., Reid G., 2003).
Αξίζει να επισημανθεί ιδιαίτερα, ότι στη δυσλεξία δεν υπάρχει πρόβλημα
προφορικού λόγου. Έτσι, η δυσλεξία είναι ιδιαίτερα παραπλανητική, καθώς δεν
φαίνεται στην καθημερινή προφορική επικοινωνία, αφού οι δυσλεξικοί δεν
παρουσιάζουν προβλήματα λόγου και συχνά έχουν εξαιρετική λογική και ευφυΐα.
Μερικές φορές απλώς καθυστερεί η έναρξη της ομιλίας τους, η οποία όμως είναι
κανονική ως προς την προφορά. Τα δυσλεξικά παιδιά είναι φυσιολογικά παιδιά
και λειτουργικά σε ένα μεγάλο μέρος της καθημερινής τους ζωής (Αναστασίου Δ.,
1998).
Ο Κ. Δ. Πόρποδας (1997) διακρίνει σε τρεις κατηγορίες τα χαρακτηριστικά της
δυσλεξίας:
α)Ευδιάκριτα χαρακτηριστικά γενικής συμπεριφοράς.
β) Χαρακτηριστικά της ανάγνωσης
γ) Χαρακτηριστικά της γραφής - ορθογραφίας.
α. Τα ευδιάκριτα χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς του δυσλεξικού παιδιού
είναι τα εξής:
1. Δυσκολία στη διάκριση αριστερού - δεξιού.
2. Σύγχυση ως προς το κυρίαρχο χέρι - μάτι - πόδι.
66
3. Δυσκολίες στην αντίληψη των εννοιών της διαδοχής, σειράς και διεύθυνσης.
4. Ενδεχόμενη κινητική αδεξιότητα ή υπερκινητικότητα.
5. Αντίθεση μεταξύ της ικανότητας για την αντίληψη του χώρου και της δυσκολίας
στην αντίληψη και επεξεργασία του γραπτού λόγου.
6. Σύγχυση στην αντίληψη της έννοιας του χρόνου.
7. Δυσκολία στην επανάληψη πολυσύλλαβων λέξεων και αριθμών με αντίστροφη
σειρά.
8. Ενδεχόμενη οπτικό-αντιληπτική λειτουργική ανωμαλία που μπορεί να εκδηλωθεί
ως δυσκολία στη διάκριση μορφών και στην οπτική μνήμη.
9. Δυσκολία στην αντιστοιχία οπτικών και ακουστικών ερεθισμάτων.
β. Τα κυριότερα αναγνωστικά λάθη είναι:
1. Δυσκολία στη διάκριση διαφορετικών λέξεων, οι οποίες όμως περιλαμβάνουν τα ίδια
γράμματα ( π.χ. ΤΗΣ-ΣΤΗ).
2. Δυσκολία στην ανάγνωση και προφορά ασυνήθιστων λέξεων.
3. Λαθεμένη προφορά φωνηέντων.
4. Καθρεφτική ανάγνωση (π.χ. η λέξη «ΑΧ» διαβάζεται «ΧΑ»).
5. Παρεμβολή άσχετων φωνημάτων κατά την ανάγνωση των λέξεων.
6. Ενδεχόμενη αντικατάσταση μιας λέξης από άλλη με παρόμοια σημασία.
7. Αντικατάσταση μιας λέξης από άλλη με παρόμοια σημασία (π.χ. σκοτεινός -
μαύρος).
γ. Δυσκολίες στη γραφή και ορθογραφία
Συνήθως η γραφή των δυσλεξικών χαρακτηρίζεται από:
1. Ακαταστασία, με αποτέλεσμα οι λέξεις να είναι δυσανάγνωστες.
2. Ατελή ευθυγράμμιση των λέξεων πάνω στο χαρτί.
3. Γράμματα ή λέξεις γραμμένα καθρεφτικά.
4. Χρήση κεφαλαίων γραμμάτων ανάμεσα στα μικρά.
5. Παραλήψεις, επαναλήψεις και αντιμεταθέσεις γραμμάτων που αποτελούν
τη λέξη.
Επίσης, άλλες δυσκολίες που παρουσιάζουν τα δυσλεξικά παιδιά σε ένα άλλο
συμβολικό σύστημα, αυτό της αριθμητικής είναι οι παρακάτω:
1. Δυσκολίες στην εκμάθηση των πινάκων του πολλαπλασιασμού (ιδιαίτερα του
6χ,7χ, 8χ ).
2. Προβλήματα σε νοερούς αριθμητικούς υπολογισμούς, γι’ αυτό χρησιμοποιούν ως
αντισταθμιστική στρατηγική το μέτρημα με τα δάχτυλα ή σημειώσεις σε ένα χαρτί.
3. Σύγχυση των οπτικά όμοιων μαθηματικών συμβόλων π.χ.+ και χ, - και =, < και >.
4. Σύγχυση των οπτικά όμοιων αριθμών π.χ. 6 και 9, 16 με 61 ή 19 ή 91
Τέλος, στα χαρακτηριστικά συμπεριφοράς που συνήθως πλαισιώνουν παιδιά
με δυσλεξία συναντάει κανείς συχνά ορισμένα από τα παρακάτω (Κουράκης Ι.Ε.,
1997):
1.Προκαταβολικό άγχος για τη μάθηση που ελέγχεται με γραφή και ανάγνωση.
2.Τάση αποφυγής του γραψίματος.
3.Συχνή διάσπαση της προσοχής.
4.Συγκεχυμένη εικόνα αυτοαντίληψης.
67
5.Τάση χαμηλής αυτοεκτίμησης, ιδιαίτερα στο σχολικό χώρο.
6.Συχνά διαστήματα ονειροπόλησης.
7.Περίοδος συναισθηματικής μόνωσης.
8.Δυσκολία οπτικής και ακουστικής κωδικοποίησης ( εγγραφής ) στη μνήμη.
9. Τάση συναναστροφής με μικρότερους.
10. Δυσνόηση στην αντίληψη διαδοχής ( ταξινόμηση, σειροθέτηση :πρότερο, ύστερο)
11. Έντονη ενασχόληση με χειρωνακτικές/προσωπικές κατασκευές.
12. Έκφραση μέσω χειρονομιών ( δραστηριοποίηση μη λεκτικού), υπερκινητικότητα.
13. Ενδείξεις ικανοποιητικού έως υψηλού βαθμού νοημοσύνης.
14. Αυξημένη κρίση κατά τις περιγραφές και τις αφηγήσεις.
68
δυσκολεύονται στην απόκτηση μαθηματικών γνώσεων εξαιτίας των παρακάτω
παραγόντων.
1. Οπτική αντίληψη: Οι δυσλεξικοί μαθητές συγχέουν διάφορα σύμβολα των
μαθηματικών, όπως το σύμβολο της πρόσθεσής ‘+’ με το σύμβολο του
πολλαπλασιασμού ‘χ’ ή αυτό της πρόσθεσης ‘+’ με το σύμβολο της
διαίρεσης ‘ ÷’. Ακόμα μπερδεύουν και αριθμούς μεταξύ τους, όπως για
παράδειγμα το 3 με το 5 και το 6 με το 9. Επιπλέον, τα δυσλεξικά παιδιά
αισθάνονται αμήχανα και στην περίπτωση εκείνη, όπου τα παραδείγματα είναι
γραμμένα στην ίδια σελίδα και πολύ κοντά το ένα με το άλλο.
69
6.Γλώσσα των Μαθηματικών: Τα μαθηματικά έχουν το δικό τους λεξιλόγιο και αυτό
μπορεί να είναι η πηγή πολλών προβλημάτων. Λέξεις όπως ‘περίμετρος’, ‘υπολογισμός’,
‘ισούται’, αποτελούν μέρος της θεμελιώδους ορολογίας των μαθηματικών, αλλά είναι
άγνωστες στα παιδιά. Η ορολογία των μαθηματικών πρέπει να γίνει πλήρως κατανοητή
από τους μαθητές, πριν προχωρήσουν στο πρακτικό κομμάτι των μαθηματικών. Επίσης,
υπάρχουν πολλές λέξεις που περιγράφουν την ίδια διαδικασία. Για παράδειγμα,
‘πολλαπλασιασμός του 3 με το 4’, ‘3 φορές το 4’, ‘το γινόμενο των αριθμών 3, 4’,’3 επί
4’ είναι εκφράσεις ισοδύναμες. Ομοίως και οι ακόλουθες εκφράσεις : ‘πρόσθεση του 3
με το 4’, ‘αυξάνεται το 3 κατά 4’, ‘3 συν 4’, ‘το άθροισμα των αριθμών 3, 4’.
Επιπρόσθετα, στα μαθηματικά υπάρχει πληθώρα όρων που χρησιμοποιούνται στην
καθημερινή ζωή, με διαφορετική όμως έννοια από ότι στα μαθηματικά, και αυτό
δημιουργεί περισσότερη αναστάτωση στα παιδιά με δυσλεξία, και όχι μόνο, που
προσπαθούν να μάθουν μαθηματικά. Έτσι, ο μαθηματικός όρος ‘περιττός’ δηλώνει τους
αριθμούς 1,3,5,7,9…τους αριθμούς δηλαδή της μορφής 2κ+1, ενώ στην καθημερινότητα
χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει κάτι που δεν είναι απαραίτητο.
8. Άγχος: Γενικά, τα μαθηματικά προκαλούν άγχος σε όλους τους μαθητές, αλλά ακόμα
περισσότερο στους δυσλεξικούς. Χαρακτηριστικό των δυσλεξικών μαθητών είναι η
άρνησή τους να λύσουν μια άσκηση ή να απαντήσουν σε μια
ερώτηση, όταν την έχουν προδικάσει ως ‘πολύ δύσκολη’. Στα μαθηματικά,
ωστόσο, χρειάζεται προσπάθεια και ρίσκο για την επίλυση μιας άσκησης. Η
απροθυμία λοιπόν των δυσλεξικών μαθητών, που πηγάζει από το φόβος
πιθανής αποτυχίας, τους στερεί τη συμμέτοχή τους στις διαδικασίες μάθησης
των μαθηματικών.
O Miles, T.R. (1992) με τη σειρά του, αναφερόμενος στις δυσκολίες των δυσλεξικών
μαθητών στα μαθηματικά, επικεντρώνεται στα εξής σημεία:
70
i. Όλα ή περισσότερα δυσλεξικά παιδιά παρουσιάζουν δυσκολίες στα
μαθηματικά, οι οποίες σε κάποιο βαθμό μπορούν να αντιμετωπιστούν. Σε
ορισμένες περιπτώσεις ωστόσο μπορούν να υπερνικηθούν, και αυτά τα
δυσλεξικά άτομα να έχουν πολύ καλές επιδόσεις στα μαθηματικά.
ii. Το πιθανότερο είναι, οι δυσλεξικοί να έχουν προβλήματα με την άμεση
μνήμη τους, όταν ασχολούνται με αριθμητικές πράξεις. Για την
αντιμετώπιση του παραπάνω προβλήματος, καταφεύγουν σε
αντισταθμιστικές στρατηγικές. Για παράδειγμα κάνουν υπολογισμούς με τα
δάκτυλά τους ή κρατούν σημειώσεις.
iii. Οι δυσλεξικοί μαθητές δυσκολεύονται να μάθουν την προπαίδεια, και
απαγγέλλοντας την μπορεί να χάσουν τη σειρά των αριθμών και να
σαστίζουν.
iv. Ακόμα μπορεί οι δυσλεξικοί μαθητές να χάνουν τη θέση ή τη σειρά
αριθμών, όταν τους προσθέτουν κατά στήλες.
v. Οι δυσκολίες διάκρισης αριστερού-δεξιού που αντιμετωπίζουν τα
δυσλεξικά άτομα, μπορεί να επηρεάζουν την ακρίβεια των υπολογισμών
τους.
vi. Τα δυσλεξικά παιδιά κατανοούν καλύτερα τις βασικές αριθμητικές
έννοιες, όταν αυτές διδάσκονται με τη βοήθεια συγκεκριμένων
παραδειγμάτων. Σε διαφορετική περίπτωση, δεν μπορούν εύκολα να
κατανοήσουν τη σημειογραφική τους παρουσίαση.
Είναι πιθανό –παρόλο που δεν υπάρχουν αδιαμφισβήτητες αποδείξεις- πολλά
δυσλεξικά παιδιά να χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να μάθουν κάποια βασικά
σύμβολα και ακόμα και όταν έχουν αποκτήσει την απαιτούμενη γνώση, να
συνεχίζουν να είναι διστακτικά και να διακατέχονται από μια αβεβαιότητα για το αν
η εργασία που πρέπει να εκπονήσουν είναι πολύπλοκη.
71
Κάποια αντιπροσωπευτικά λάθη που διαπράττουν οι δυσλεξικοί μαθητές, λόγω
της δυσκολίας τους με τη συμβολική γλώσσα των μαθηματικών, είναι τα εξής:
δυσκολεύονται να αντιστοιχίσουν, για παράδειγμα, το σύμβολο του αριθμού ‘6’, στο
άκουσμα της λέξης ‘έξι’, μπερδεύουν τη σειρά εμφάνισης των αριθμών, παρουσιάζουν
δυσκολίες με τη γραφή όσων αριθμών μοιάζουν οπτικά μεταξύ τους. Κατ’ αυτό τον
τρόπο μπερδεύουν, για παράδειγμα, το 5 με το 8, το 6 με το 9. Ακόμα δυσκολεύονται
κατά την ανάγνωση και γραφή αριθμών που περιέχουν τα ίδια ψηφία, με αποτέλεσμα να
συγχέουν αυτούς τους αριθμούς μεταξύ τους, για παράδειγμα το 29 με το 92.
Ωστόσο, η σωστή θέση των αριθμών στα μαθηματικά, είναι πιο σημαντική για
έναν υπολογισμό, από την ορθογραφημένη γραφή μιας λέξης. Αυτό είναι λογικό, με την
έννοια ότι αν ένας δυσλεξικός μαθητής αντιστρέφοντας τη θέση των γραμμάτων, γράψει
τη λέξη ‘πιαδι’, ο δάσκαλος θα καταλάβει, ότι ο μαθητής εννοεί τη λέξη ‘παιδί’ και η
ροή του κειμένου δεν θα υποστεί κάποια αλλαγή. Σε έναν αριθμητικό υπολογισμό όμως,
που περιλαμβάνει τον αριθμό 29 (π.χ. 29+35), αν αντί του αριθμού 29 ο μαθητής βάλει
το 92, αν δηλαδή αλλάξει τη θέση των ψηφίων τους, τότε αυτόματα θα αλλάξει και η
αξία των ψηφίων μέσα στον αριθμό, όπως επίσης και το αποτέλεσμα του υπολογισμού
(92+35).
Παρατίθενται όλες οι δυσχερείς καταστάσεις που συναντά ένα δυσλεξικό παιδί
στις μαθηματικές έννοιες και δεξιότητες.
Βασικοί μηχανισμοί
1.Κατάκτηση της έννοιας της διατήρησης των μεγεθών [αριθμού,
ποσότητας, όγκου].
2.Κατανόηση της θεσιακής αξίας των ψηφίων.
3.Κατανόηση του νοήματος των αλγορίθμων σε σχέση με πραγματικές
ενέργειες.
Αποκωδικοποίηση γραπτού/προφορικού λόγου
1 Κατανόηση των ζητούμενων των προβλημάτων.
2. Κατανόηση οδηγιών εκπαιδευτικού.
3. Σύγχυση συμβόλων που μοιάζουν οπτικά [ π.χ. 6/9, +/χ ] , κατά την ανάγνωση
και τη γραφή.
4. Σύνδεση όρων με τα σύμβολά τους και συμβόλων με τα ονόματά τους.
Κατεύθυνση/ προσανατολισμός
1. Θέση αριθμών και άλλων συμβόλων στο χώρο.
2. Εργασία κατά τη σωστή κατεύθυνση [ δεξιά /αριστερά, πάνω / κάτω].
3. Χρησιμοποίηση οργάνων γεωμετρίας [ π.χ. μοιρογνωμονίου].
Οργάνωση εργασίας
1. Τήρηση αλγορίθμων [ απαράβατης σειράς ενεργειών ].
2. Τήρηση σχεδίου επίλυσης προβλήματος.
Μνήμη
1. Συγκράτηση αριθμητικών δεδομένων, και ειδικά των πινάκων του
πολλαπλασιασμού.
2. Συγκράτηση διαδικασιών και κανόνων.
72
3. Συγκράτηση πληροφοριών κατά την εκτέλεση πράξεων [ π.χ. κρατούμενα]
και την επίλυση λεκτικών προβλημάτων [ δεδομένα ]
ΔΥΣΑΡΙΘΜΗΣΙΑ
Ορισμός: Η δυσαριθμησία ως διακριτή έννοια εμφανίστηκε
σε ένα άρθρο του Αμερικανού R.Cohn, ο οποίος υπήρξε εισηγητής του όρου, στο
περιοδικό Archives of Neurology. Στο εν λόγω άρθρο η δυσαριθμησία περιγραφόταν
ως δυσλειτουργία του κεντρικού νευρικού συστήματος, που ήταν υπεύθυνη για την
ανεξήγητη δυσκολία, που παρουσίαζαν ορισμένα άτομα στην απόκτηση μαθηματικών
δεξιοτήτων Αγαλιώτης, Ι. (2000).
Η Αμερικανική Ψυχιατρική Ένωση, στην πρόσφατη έκδοση του
διαγνωστικού εγχειριδίου της (DSM-IV) , παραθέτει τα ακόλουθα διαγνωστικά
κριτήρια των‘Μαθηματικών Διαταραχών’ :
Η μαθηματική ικανότητα των ατόμων με μαθηματική διαταραχή, όπως
μετριέται από ατομικά εφαρμοσμένα τυποποιημένα τεστ, είναι σημαντικά χαμηλότερη
από την αναμενόμενη, αν λάβει κανείς υπόψη την χρονολογική ηλικία του ατόμου, τη
νοημοσύνη του, την κατάλληλη για την ηλικία του μόρφωση, και ο οποίος βιώνει
ουσιαστικά διάσπαση στην ακαδημαϊκή επίτευξη ή στις καθημερινές δραστηριότητες
που απαιτούν μαθηματικές ικανότητες (American Psychiatric Association, 1999).
O Butterworth B. (2003), σημειώνει πως από τη στιγμή που υπάρχουν
αρκετοί λόγοι για να είναι ένας μαθητής καλύτερος ή χειρότερος από έναν
συνομήλικό του μαθητή (για παράδειγμα αν έχει έναν εξαιρετικά καλό ή έναν
εξαιρετικά κακό δάσκαλο), τότε αυτά τα κριτήρια δεν μπορούν να διακρίνουν τις
δυσκολίες στις μαθηματικές δεξιότητες. Ο ίδιος συγγραφέας αναφέρει έναν πιο
βοηθητικό ορισμό, του τμήματος Εκπαίδευσης και Δεξιοτήτων ( Department of
Education and Skills, DfES):
‘Είναι μια κατάσταση που επηρεάζει την ικανότητα απόκτησης αριθμητικών
δεξιοτήτων. Ο μαθητής με δυσαριθμησία μπορεί να έχει δυσκολία στην κατανόηση
απλών αριθμητικών εννοιών, να στερείται της διαισθητικής αντίληψης των αριθμών
και να παρουσιάζει προβλήματα στην εκμάθηση αριθμητικών πράξεων και
διαδικασιών.’
Ο Butterworth αναφέρει, ότι η δυσαριθμησία μερικές φορές καλείται και
‘αριθμητική τύφλωση’ και ορίζεται ως η κατάσταση που επιδρά στην ικανότητα
απόκτησης μαθηματικών δεξιοτήτων. Επίσης, αναφέρει ότι όροι όπως ‘μαθηματική
δυσκολία’, ‘αριθμητική μαθησιακή δυσκολία’, ‘ψυχολογικές δυσκολίες στα
μαθηματικά’, που χρησιμοποιούνται από άλλους ερευνητές, στην ουσία περιγράφουν
παρόμοια κατάσταση με αυτή της δυσαριθμησίας.
Η θεωρητική μελέτη του θέματος δεν έχει καταλήξει έως τώρα στο αν η
δυσαριθμησία αποτελεί μια αυτόνομη μαθησιακή δυσκολία στο χώρο των
73
μαθηματικών ή αν πρόκειται για μια πτυχή των ειδικών μαθησιακών δυσκολιών στα
μαθηματικά. Η άποψη περί του αυτόνομου χαρακτήρα της δυσαριθμησίας σκιαγραφεί
τον όρο ως εξής: Η δυσαριθμησία αναφέρεται σε μια ομάδα διαταραχών απόκτησης
των μαθηματικών, σαφώς διακριτών από τις υπόλοιπες Μ.Δ. στα μαθηματικά, και οι
οποίες δεν αποδίδονται σε χαμηλή νοημοσύνη ή σε ακατάλληλη και ελλιπή σχολική
φοίτηση, αλλά σε προβλήματα του κεντρικού νευρικού συστήματος.
Η δυσαριθμησία επηρεάζει όλο το οικοδόμημα των μαθηματικών, από τις
προ-μαθηματικές έννοιες ως τη λύση των προβλημάτων. Τα παιδιά με δυσαριθμησία
παρουσιάζουν μια εμμονή στη χρήση συγκεκριμένων μαθηματικών προτύπων, μια
ακαμψία του γνωστικού τους προφίλ, π.χ. εμμένουν στη χρήση των αντικειμένων
στην εκτέλεση πράξεων και δεν προχωρούν στο εικονιστικό και συμβολιστικό
επίπεδο. Υπάρχουν ενδείξεις ότι οι μαθητές με δυσαριθμησία παρουσιάζουν
αδυναμίες στη βραχύχρονη μνήμη ιδιαίτερα για υλικό δοσμένο σε αυτούς οπτικά,
στην αποκωδικοποίηση μαθηματικών πληροφοριών επίσης οπτικά δοσμένων αλλά
φαίνεται να κατέχουν σε πολύ καλό επίπεδο λεκτικές ικανότητες.
Οι Ramaa και Gowramma (2002) στο Κ.Δ. Πόρποδας (2003) αναφέρουν πως
έχουν βρεθεί οι εξής παράγοντες που σχετίζονται με τη δυσαριθμησία:
α. Η καθυστέρηση της απόκτησης των εννοιών της διατήρησης, σειροθέτησης και της
ταξινόμησης
β. Η εμμονή του παιδιού στη χρήση των δακτύλων για την αρίθμηση και την εύρεση
αποτελεσμάτων που πολλές φορές κάνει κι εδώ λάθη
γ. Η αδυναμία του μαθητή να ανακαλέσει έννοιες που έχει ήδη διδαχτεί καθώς και
προαπαιτούμενες δεξιότητες και γνώσεις
δ. Η αδυναμία διατήρησης και ανάκλησης από τη μνήμη των αριθμών
ε. Η αργή επεξεργασία των πληροφοριών
στ. Το διαχρονικό στοιχείο που διέπει τη δυσαριθμησία κατά τη φοίτηση στο σχολείο
όσον αφορά τα λεκτικά προβλήματα μαθηματικών και τα οποία εμπεριέχουν στοιχεία
όπως αυτά της σύγκρισης, μετασχηματισμούς, εξίσωσης και συνδυασμού στοιχείων
ζ. Πολλά από τα παιδιά, που παρουσιάζουν δυσκολίες και στα γλωσσικά μαθήματα,
παρουσιάζουν ελλείμματα στην επεξεργασία των πληροφοριών, την προσοχή, στον
οπτικο-χωρικό σχεδιασμό, στην επεξεργασία ακουστικών ερεθισμάτων, στη μνήμη
καθώς και στον οπτικο-κινητικό συντονισμό
η. Εμφανίζουν υψηλά επίπεδα άγχους στην ενασχόλησή τους με τα μαθηματικά
74
Σύμφωνα με τον Newman R. (1997), τα χαρακτηριστικά των παιδιών με
δυσαριθμησία είναι:
α. Τα παιδιά με δυσαριθμησία παρουσιάζουν τουλάχιστον κανονική γλωσσική
ανάπτυξη (τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο) καθώς και ικανοποιητική
επίδοση σε αντικείμενα εκτός του χώρου των μαθηματικών
β. Παρουσιάζουν δυσκολίες στην κατανόηση των εννοιών του χρόνου και του
προσανατολισμού στο χώρο
γ. Δυσκολεύονται στην ανάκληση σειρών γεγονότων
δ.Παρουσιάζουν δυσκολίες στην ανάκληση των ονομάτων και τη χρήση των
χρημάτων
ε. Σημειώνουν παραλείψεις, αντιμεταθέσεις και αντικαταστάσεις κατά τη γραφή και
την ανάγνωση αριθμών
στ. Δεν κατακτούν το νοερό υπολογισμό των πράξεων
ζ. Αδυνατούν να κατανοήσουν και να ανακαλέσουν μαθηματικές έννοιες,
αλγόριθμους καθώς και στην απομνημόνευση αριθμητικών δεδομένων
η. Σχηματίζουν ασαφείς νοητικές αναπαραστάσεις και δεν επιτυγχάνουν στην
ανάπτυξη στρατηγικού σχεδιασμού.
Χαρακτηριστικά δυσαριθμησίας: Η δυσαριθμησία είναι μια συλλογή από
συμπτώματα μαθησιακών δυσκολιών, κυρίως σε ότι αφορά τις αριθμητικές
δεξιότητες. Η δυσαριθμησία είναι η δυσκολία του ατόμου να αντιλαμβάνεται τους
αριθμούς και τη σχέση των αριθμών μεταξύ τους, στην έκβαση και εκτίμηση μιας
αριθμητικής ενέργειας. Αναλυτικότερα ένα άτομο με δυσαριθμησία
παρουσιάζει δυσκολία Sharma, M. (2003):
Στην εκμάθηση αριθμητικών πράξεων με τον παραδοσιακό τρόπο, κυρίως
δε
με τις μεθόδους που στηρίζονται στη μέτρηση.
Στις συναλλαγές χρημάτων. Δηλαδή δυσκολεύονται στο χειρισμό ενός
βιβλιαρίου καταθέσεων τραπέζης, στο να δίνουν και να παίρνουν τα ρέστα, να
αφήνουν φιλοδώρημα.
Στην εκμάθηση αφηρημένων εννοιών του χρόνου και της κατεύθυνσης.
Δηλαδή, δυσκολεύονται με τα χρονοδιαγράμματα, να λένε την ώρα, ενώ δεν έχουν
αίσθηση του χρόνου.
Στην απόκτηση χωρικού προσανατολισμού. Δυσκολεύονται με τις
κατευθύνσεις, χάνονται εύκολα, δε διαβάζουν άνετα τους χάρτες, και
καταπιάνονται με μηχανικές διαδικασίες.
Στην εκμάθηση μουσικών οργάνων, στην ακολουθία οδηγιών σε κάποιο
άθλημα. Επίσης, χάνουν την αίσθηση του σκορ και των παιχτών, για παράδειγμα
όταν παίζουν χαρτιά ή επιτραπέζια παιχνίδια.
Στην ακολουθία διαδοχικών οδηγιών, στην οργάνωση πληροφοριών, στη
θύμηση συγκεκριμένων πράξεων και διαδικασιών για τη διεκπεραίωση ενός
μαθηματικού υπολογισμού.
Παρακάτω πίνακα, καταγράφονται τα ενδεικτικά σημάδια δυσαριθμησίας
ανά ηλικία.
75
Προσχολική ηλικία Σχολική ηλικία
1. Δυσκολία στην 1. Δυσκολία εκμάθησης βασικών
εκμάθηση μέτρησης. μαθηματικών πράξεων ( πρόσθεση,
2. Δυσκολία αναγνώρισης αφαίρεση, πολ/μό, διαίρεση).
τυπωμένων αριθμών. 2. Αδυναμία ανάπτυξης δεξιοτήτων
3.Δυσκολία αντιστοίχησης ενός επίλυσης προβλήματος.
αριθμού με αυτό που αντιπροσωπεύει στην 3. Αδύναμη μακροπρόθεσμη μνήμη,
καθημερινότητα. (π.χ. δεν συνδέουν τον ειδικά σε ότι αφορά τις μαθηματικές
αριθμό 3 με τη συλλογή 3 μολυβιών). λειτουργίες.
3.Αδύναμη μνήμη, ιδιαίτερα στη 4. Αδυναμία εξοικείωσης με το
συγκράτηση αριθμών. μαθηματικό λεξιλόγιο.
4.Δυσκολία στην οργάνωση 5. Αποφυγή παιχνιδιών
πραγμάτων σε μια λογική σειρά. Στρατηγικής.
Εφηβεία-Ενήλικες
1. Αδυναμία εκτίμησης κάποιου λογαριασμού (π.χ. το λογαριασμό στο σουπερ-
μαρκετ.).
2.Αδυναμία εκμάθησης μαθηματικών εννοιών, πέρα από τις μαθηματικές
πράξεις.
3. Αδυναμία χειρισμού ενός τραπεζικού λογαριασμού.
4. Δεν έχουν αίσθηση του χρόνου.
5. Δυσκολία εύρεσης διαφόρων προσεγγίσεων για ένα πρόβλημα.
ΣΧΕΣΗ ΔΥΣΛΕΞΙΑΣ-ΔΥΣΑΡΙΘΜΗΣΙΑΣ
76
Επιπλέον, τα παιδιά θα πρέπει να διδάσκονται στρατηγικές ‘προσοχής’. Έτσι,
για παράδειγμα, θα μπορούν να ξεχωρίζουν το σύμβολο του μείον από αυτό της
πρόσθεσης, όταν εμφανίζονται στην ίδια σελίδα ή να ξεχωρίζουν ποια στοιχεία ενός
προβλήματος είναι απαραίτητα για την επίλυση του και ποια από αυτά είναι περιττά.
Η ικανότητα του παιδιού να συγκεντρώνεται στο γραπτό του, το βοηθάει να εστιάζει
στις μαθηματικές λεπτομέρειες, που είναι πολύ σημαντικές.
Είναι σημαντικό να επισημαίνεται στα παιδιά η σημαντικότητα των
μαθηματικών στην καθημερινότητα όλων των ατόμων. Να εξηγεί, λοιπόν, ο
δάσκαλος, ότι τα μαθηματικά έχουν πολλές χρήσεις- ως βάση των επιστημών και της
τεχνολογίας, ως προϋπόθεση των αριθμητικών απαιτήσεων στο σπίτι και στην
εργασία, κι ακόμα ως ένα εργαλείο διαχείρισης στο εμπόριο ή στη βιομηχανία.
Επιπλέον, η διδασκαλία των μαθηματικών από τον δάσκαλο, είναι απαραίτητο να
περιλαμβάνει τα παρακάτω στοιχεία:
77
να εμφανίζονται διαταραχές στη λειτουργία αυτή. Με την πάροδο του χρόνου οι
δυσλειτουργίες παραμένουν και επηρεάζουν τη μαθησιακή επάρκεια.
78
ζωγραφική).
Ο ίδιος σε ό, τι αφορά τα κοινά χαρακτηριστικά των παιδιών με εξελικτικές
διαταραχές συντονισμού αναφέρει τα παρακάτω:
79
και εκτιμητέες από τους ενήλικες. Συχνά όταν το αδέξιο παιδί αποφεύγει λόγω της
δυσκολίας του μια δραστηριότητα, χαρακτηρίζεται «τεμπέλικο».
Υπερκινητικό σύνδρομο
1. Στο σπίτι
Δεν μπορεί να καθίσει ήσυχο, δεν μπορεί να συμμορφωθεί σε περιορισμούς και
απαγορεύσεις, προβάλλει υπερβολικές απαιτήσεις, έχει προβλήματα ύπνου, δείχνει
αδικαιολόγητη επιθετικότητα, γενικά είναι «μεγάλος μπελάς»
2.Στο σχολείο
Είναι πολύ φλύαρο, είναι ανήσυχο, εκνευρισμένο συνεχώς, δεν μπορεί να
συγκεντρωθεί, έχει μικρή διάρκεια προσοχής, δεν μπορεί να συμμορφωθεί σε
περιορισμούς και απαγορεύσεις και έχει χαμηλή σχολική επίδοση
3. Σχέσεις με άλλα παιδιά
Δεν μπορεί να κάνει φίλους, μαλώνει χωρίς να τον προκαλούν, δεν τα καταφέρνει
με χειρισμούς, είναι υπερβολικά εριστικό, αγνοεί τα δικαιώματα των άλλων,
απορρίπτεται από τους άλλους.
Διαγνωστικά κριτήρια σύμφωνα με το DSM-III-R:
Α. Μεγάλη δυσκολία προσοχής: πρέπει να υπάρχουν τουλάχιστον τρία από τα
παρακάτω συμπτώματα
1. Το παιδί συχνά δεν αποτελειώνει κάτι που αρχίζει
2. Συχνά δεν φαίνεται να προσέχει
3. Εύκολα διασπάται η προσοχή του
4. Δυσκολεύεται να συγκεντρωθεί στα μαθήματα ή όπου χρειάζεται διάρκεια
προσοχής
5. Δυσκολεύεται να προσηλωθεί σ’ ένα παιχνίδι
80
Β. Παρορμητικότητα: πρέπει να υπάρχουν τουλάχιστον τρία από τα παρακάτω
συμπτώματα
1. Συχνά δρα προτού σκεφτεί
2.Έντονες μεταπτώσεις από τη μια δραστηριότητα στην άλλη
3.Δυσκολεύεται να οργανώσει τις δραστηριότητές του
4.Δύσκολα κρατάει τη σειρά του σε ομαδικά παιχνίδια-δραστηριότητες
5.Χρειάζεται πολλή επίβλεψη
7.Συχνά δέχεται παρατηρήσεις στη διάρκεια του μαθήματος
Γ. Υπερκινητικότητα: πρέπει να υπάρχουν τουλάχιστον δύο από τα παρακάτω
συμπτώματα
1. Τρέχει εδώ κι εκεί, σκαρφαλώνει, βρίσκεται σε διαρκή κίνηση (σβούρα)
2. Δεν μπορεί να καθίσει στη θέση του χωρίς να κινείται συνέχεια (όταν του
ζητηθεί)
3. Δυσκολεύεται να καθίσει ήσυχο, συμπεριφέρεται σαν νευρόσπαστο
4. Κινείται υπερβολικά στη διάρκεια του ύπνου
5. Πάντοτε είναι «υπ’ ατμόν» ή δρα σαν να είναι «κουρδισμένο»
Στα διαγνωστικά κριτήρια του DSM-III-R περιλαμβάνονται η εμφάνιση της
συμπτωματολογίας πριν από τα εφτά χρόνια και η μεγάλη διάρκεια πάνω από έξη
μήνες. Μπορούμε να πούμε τελικά ότι η υπερκινητικότητα δεν αποτελεί ένα παροδικό
φαινόμενο, αλλά βασικό χαρακτηριστικό της προσωπικότητας του παιδιού που το
συνοδεύει για αρκετά χρόνια και καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την εξέλιξή του. Όλα τα
παιδιά με υπερκινητικότητα βρίσκονται σε επικινδυνότητα. Έχουν περισσότερες
πιθανότητες από τα άλλα παιδιά να παρουσιάσουν σχολικές ή μαθησιακές δυσκολίες,
συναισθηματικά προβλήματα κοινωνικής προσαρμογής. Τα προβλήματα αυτά μπορεί
να υπάρχουν ή να εμφανιστούν ακόμη και μετά την υποχώρηση της υπερκινητικότητας,
που συχνά παρατηρείται γύρω στα 10-12 χρόνια.
Η συχνότητα της διαταραχής είναι 3% περίπου με αναλογία αγόρια-κορίτσια
3:1. Από την παρακολούθηση εξελικτικά των χαρακτηριστικών πρέπει να
επισημάνουμε τα εξής: Στην προσχολική ηλικία κυριαρχεί μια γενικευμένη αδρή
κινητική υπερδραστηριότητα (συνεχές τρέξιμο, σκαρφάλωμα). Η δυσκολία της
προσοχής και η παρορμητικότητα στα παιδιά της ηλικίας αυτής φαίνονται από τη
συνεχή και ταχύτατη εναλλαγή δραστηριοτήτων. Σε παιδιά σχολικής ηλικίας είναι πιο
φανερή μια νευρικότητα και ανησυχία όπως η δυσκολία ολοκλήρωσης οδηγιών, ενώ η
παρορμητικότητα περνάει τώρα σε κοινωνικές κυρίως δραστηριότητες.
Χαρακτηριστικά υπερκινητικού συνδρόμου
Κλινική εικόνα
Αιτιολογία
Αντιμετώπιση
Έντονη, εμμένουσα υπερδραστηριότητα, διάσπαση, παρορμητικότητα, συναισθηματική
διέγερση, χαμηλή αντοχή σε αποτυχία, μικρή διάρκεια προσοχής, σε μερικές
περιπτώσεις αντικοινωνική συμπεριφορά.
81
Εμφανίζεται συνήθως νωρίς στη ζωή και οι μορφές συμπεριφοράς ενοχλούν γονείς και
δασκάλους.
Μπορεί να παρουσιαστούν ειδικές μαθησιακές δυσκολίες.
Κατά τα άλλα τα παιδιά είναι φυσιολογικά σωματικά και νοητικά. Παρόλο που
η υπερκινητικότητα υποχωρεί στην εφηβεία από πρόσφατα δεδομένα είναι γνωστό ότι
εξακολουθούν να υπάρχουν σχολικά και κοινωνικά προβλήματα. Βιολογικοί
παράγοντες είναι συχνοί παρόλο που συνήθως δεν υπάρχει πιθανό ιστορικό
εγκεφαλικής βλάβης.
Ψυχογενείς καταστάσεις παρέχουν έδαφος για την εκδήλωση της
υπερκινητικότητας. Δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα για το αν οι συναισθηματικοί
παράγοντες είναι πρωτογενείς ή δευτερογενείς. Υπάρχουν συχνά περισσότερο από ότι
στα άλλα παιδιά τα λεγόμενα ήπια νευρολογικά σημεία ( συγκινησιακή αδεξιότητα,
δυσκολία συντονισμού κ.ά.). Η φαρμακοθεραπεία προτιμάται περισσότερο ως
θεραπευτική προσέγγιση. Έχουν χρησιμοποιηθεί δύο τύποι φαρμάκων, τα διεγερτικά
(αμφεταμίνες) και τα ηρεμιστικά. Αξιολόγηση της αποτελεσματικότητάς τους είναι
δύσκολη διότι υπάρχουν λίγες ελεγμένες μελέτες. Εντούτοις τα διεγερτικά φαίνεται να
είναι πιο αποτελεσματικά. Έρευνες που αξιολόγησαν τα μακροχρόνια αποτελέσματα
των φαρμάκων στη μάθηση και στη μνήμη είναι ανεπαρκείς. Ψυχοθεραπείες για να
λυθούν υποσυνείδητες συγκρούσεις και να ενισχυθεί η αυτοεκτίμηση έχουν
χρησιμοποιηθεί. Η αξιολόγηση όμως των αποτελεσμάτων είναι δύσκολη προς το
παρόν. Υποστηρικτικά προγράμματα έδειξαν ότι μπορεί να είναι αποτελεσματικά, σαν
εναλλακτική λύση των φαρμάκων. Περιορισμός περιβαλλοντικών ερεθισμάτων έχει
δοκιμαστεί με αντιφατικά αποτελέσματα.
82
Σε επίπεδο σχολικής εκδήλωσης, διαπιστώνονται τα εξής:
- Δυσκολία στην γραμματικο- συντακτική δομή και κατ’ επέκταση στο
σχηματισμό προτάσεων.
- Δυσκολίες στις λειτουργικές λέξεις, όπως προθέσεις, σύνδεσμοι και
άρθρα, τις οποίες τα παιδιά χρησιμοποιούν με λάθος τρόπο, στην
υποτακτική σύνδεση. Πολλές φορές ο λόγος γίνεται τηλεγραφικός.
- Η ικανότητα της απομνημόνευσης είναι περιορισμένη.
- Παρουσιάζονται δυσκολίες στην κατανόηση και τη χρήση αντίθετων
εννοιών και στην επανάληψη καθημερινών στερεότυπων εκφράσεων.
- Υπάρχουν μετατοπίσεις και υποκαταστάσεις φθόγγων, οι οποίες μπορούν
να οδηγήσουν σε νεολεξίες.
Από την στιγμή που η δυσκολία αυτή υπάρχει σε όλες τις εκφάνσεις του
γραπτού και προφορικού λόγου (ακουστική επεξεργασία, ομιλία, κατανόηση,
έκφραση), επηρεάζει την επίδοση σε όλα τα μαθήματα (Μαρκοβίτης & Τζουριάδου
1991).
83
84
85
86
87
88
89
Στον πιο γνωστό παιδαγοκεντρικό ορισμό, ο Sammuel Kirk (1972)
αναφέρει:
« Παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες παρουσιάζουν κάποια διαταραχή σε μια ή
περισσότερες από τις βασικές διαδικασίες που αναφέρονται στη χρήση του γραπτού ή
προφορικού λόγου».
90
91
92
ΕΞΕΤΑΣΤΕΑ ΥΛΗ
93
4. ΟΙ ΜΥΘΟΙ ΓΙΑ ΤΙΣ ΜΑΘΗΣΙΑΚΕΣ ΚΑΙ Η ΑΝΑΣΚΕΥΗ
ΤΟΥΣ ΣΕΛ. 16-17
94
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
5. Mann, L. (1979). On the trail of process. New York, NJ: Grune &
Stratton
95
12.Swanson, H. L., Cooney, J. B. & McNamara, J. K. (2004). Learning
disabilities and memory. Στο B. Y. L. Wong (ed.) Learning about
learning disabilities (3rd ed.) (σελ. 41 – 92). San Diego, CA:
Elsevier.
96