You are on page 1of 106

Γνωστική Ψυχολογία

Αντίληψη - Μνήμη

Αντίληψη

Αντίληψη είναι η γνωστική διεργασία που μας επιτρέπει να


έχουμε μία εικόνα του εξωτερικού αλλά και του
εσωτερικού περιβάλλοντος.

Η αντίληψη αποτελεί κρίσιμη και αναγκαία προϋπόθεση


για οποιαδήποτε γνωστική διεργασία.

Η αντίληψη είναι ιστορικά το πρώτο πεδίο έρευνας της


πειραματικής ψυχολογίας.
Τι χρειαζόμαστε για μία αντίληψη;

1. Ερέθισμα

2. Αποτύπωση ερεθίσματος

3. Επεξεργασία αποτύπωσης

Ερέθισμα

Η δημιουργία της αντίληψης προϋποθέτει την ύπαρξη ενός


φυσικού ερεθίσματος.

Τα φυσικά ερεθίσματα μπορεί να έχουν διαφορετικούς


τύπους ενέργειας (φωτοχημική, μηχανική).

Τα βασικά χαρακτηριστικά των φυσικών ερεθισμάτων είναι


συνήθως σταθερά.
Αποτύπωση ερεθίσματος

Το αντιληπτικό σύστημα πρέπει να διαθέτει ειδικευμένα


κέντρα που να αποτυπώνουν το εισερχόμενο ερέθισμα.

Τα ειδικευμένα κέντρα είναι τα αισθητήρια όργανα.

Η αποτύπωση του ερεθίσματος περιλαμβάνει την


ενεργοποίηση του αισθητηρίου οργάνου, και τη μετατροπή
του σε ηλεκτρικό σήμα.

Επεξεργασία αποτύπωσης
Ο εγκέφαλος πρέπει να έχει κέντρα τα οποία
επεξεργάζονται το ηλεκτρικό σήμα των αισθητηρίων
οργάνων και τα μετατρέπουν σε αντιλήψεις.

Κάθε αισθητήριο όργανο αποστέλλει τις ηλεκτρικές ώσεις


από τον ερεθισμό του σε συγκεκριμένα σημεία στον
εγκέφαλο, που είναι εξειδικευμένα για την ανάλυση ΜΟΝΟ
αυτών των σημάτων.

Ο ακριβής τρόπος με τον οποίο ο εγκέφαλος μετατρέπει τα


ηλεκτρικά σήματα σε αντιλήψεις είναι ένα από τα
μεγαλύτερα αναπάντητα ερωτήματα της γνωστικής
ψυχολογίας.
Αντιληπτική διεργασία

Φυσικό Αισθητήριο Ηλεκτρικά Εγκεφαλική


ερέθισμα όργανο σήματα επεξεργασία

Κωδικοποίηση

Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει


το αντιληπτικό μας σύστημα, είναι η κωδικοποίηση
(encoding) των πληροφοριών που περιέχουν τα
ερεθίσματα του περιβάλλοντος.

Για να φτάσουμε στο σημείο, το φως που προέρχεται από


ένα αντικείμενο του περιβάλλοντος, να γίνει αντιληπτό
από το σύστημά μας (σαν μία καρέκλα π.χ.), χρειάζεται να
υποστεί μία σειρά «μετατροπών».
Κωδικοποίηση

Το αντιληπτικό μας σύστημα πραγματοποιεί δύο βασικά


είδη κωδικοποίησης:

Α. μετασχηματισμός του φυσικού ερεθισμού σε ηλεκτρικό


σήμα (transduction)

Β. μετατροπή του ηλεκτρικού σήματος σε αντιληπτική


εμπειρία

Κωδικοποίηση
Το αντιληπτικό μας σύστημα, και συγκεκριμένα τα
αισθητήρια όργανα, ερεθίζονται από φυσικά ερεθίσματα
του περιβάλλοντος.

Η φυσική ενέργεια μετασχηματίζεται από τα αισθητήρια


όργανα σε ηλεκτρικές ώσεις. Υπεύθυνοι για το
μετασχηματισμό αυτό, είναι οι αισθητηριακοί υποδοχείς.

Οι υποδοχείς, είναι ειδικά κύτταρα των αισθητηρίων


οργάνων, που ερεθίζονται από συγκεκριμένο τύπο
φυσικής ενέργειας.
Κωδικοποίηση
Το δεύτερο στάδιο κωδικοποίησης αφορά στην
«ερμηνεία» από τον εγκέφαλο, των ηλεκτρικών σημάτων
που δέχεται από τους αισθητηριακούς υποδοχείς.

Ο ακριβής τρόπος με τον οποίο συντελείται αυτή η


διεργασία, είναι ίσως το μεγαλύτερο άλυτο ερώτημα της
Ψυχολογίας σήμερα.

Το πρόβλημα αυτό είναι γνωστό ως: «πρόβλημα


πνεύματος-σώματος»
Mind/body problem

Κωδικοποίηση
Ένα ηλεκτρικό σήμα που φτάνει στον εγκέφαλό μας,
μπορεί να δημιουργήσει πληθώρα αντιλήψεων:

Οσμή
Χρώμα
Αντικείμενο
Ζέστη
Μελωδία
Λέξη
Κωδικοποίηση

Το αντιληπτικό μας σύστημα πρέπει να έχει ένα τρόπο να


κωδικοποιεί αυτά τα σήματα σε αντιληπτικές εμπειρίες.
Τα κυριότερα προβλήματα αυτής της διαδικασίας είναι:

Α. αισθητηριακή ιδιότητα

Β. ένταση

Γ. ποιότητα

Κωδικοποίηση
Ένα πρώτο βήμα για την αντιληπτική ολοκλήρωση είναι
να κωδικοποιήσει το σύστημα την αισθητηριακή ιδιότητα
του σήματος (όραση, ακοή, γεύση, κλπ.).

Αυτό το είδος κωδικοποίησης φαίνεται να είναι δυνατό,


χάρη στις ξεχωριστές νευρωνικές οδούς που ακολουθούν
τα σήματα από διαφορετικές αισθήσεις.

Έτσι, ένα σήμα που ακολουθεί την οπτική νευρωνική οδό,


και φθάνει στον οπτικό φλοιό του εγκεφάλου,
κωδικοποιείται ως οπτική πληροφορία.
Κωδικοποίηση
Ένα διαφορετικό είδος κωδικοποίησης αφορά την ένταση
του ερεθισμού.
Κάποιοι ήχοι για παράδειγμα είναι πιο δυνατοί από
άλλους.

Η αντιληπτική ένταση του ερεθισμού, φαίνεται να


καθορίζεται κυρίως από τη συχνότητα εκφόρτισης των
νευρώνων, και από τον αριθμό των νευρώνων που
εκφορτίζονται.

Όσο πιο υψηλή η συχνότητα εκφόρτισης τόσο πιο έντονο


είναι το ερέθισμα.

Κωδικοποίηση

Το δυσκολότερο ίσως είδος κωδικοποίησης είναι η


διάκριση της ποιότητας των ερεθισμάτων που ανήκουν
στην ίδια αισθητηριακή κατηγορία.

Έτσι, ένα ηλεκτρικό σήμα που φτάνει στον οπτικό φλοιό,


μπορεί να μας δώσει την αντίληψη μιας κόκκινης ή μιας
κίτρινης επιφάνειας.
Κωδικοποίηση

Για κάποιες αντιλήψεις (π.χ. χρωματική αντίληψη) η


κωδικοποίηση αυτή επιτυγχάνεται διότι κάποια ποιοτικά
χαρακτηριστικά του ερεθίσματος, σχετίζονται με τη
δραστηριότητα συγκεκριμένων νευρωνικών ομάδων, που
αντιδρούν επιλεκτικά σε κάποια ερεθίσματα.

Ωστόσο, αυτή η εξήγηση δεν είναι επαρκής για όλες τις


αντιλήψεις. Η αντίληψη των ουδέτερων χρωμάτων για
παράδειγμα δεν περιλαμβάνει διαφορετικά ποιοτικά
χαρακτηριστικά του φυσικού ερεθισμού.

Φύση αντιληπτικών δεδομένων


Υπάρχουν τρεις ξεχωριστές κατηγορίες αντιληπτικών
δεδομένων:

1. Το φυσικό/εξωτερικό ερέθισμα
(distal stimulus)

2. Η αισθητήρια αποτύπωση
(proximal stimulus)

3. Αντίληψη
(percept)
Το εξωτερικό ερέθισμα
Το εξωτερικό ερέθισμα είναι το φυσικό/πραγματικό
αντικείμενο του εξωτερικού περιβάλλοντος.

Το εξωτερικό ερέθισμα μπορεί να μετρηθεί με τη χρήση


φυσικών κλιμάκων μέτρησης (ύψος, βάρος κλπ.)

Η ακριβής αποτύπωση του εξωτερικού ερεθίσματος είναι


εξελικτικά κρίσιμος στόχος της αντιληπτικής
διεργασίας.

Ο όρος εξωτερικό ερέθισμα, αναφέρεται στο αντικείμενο


και όχι στην ενέργεια που στέλνει στο αισθητήριο
όργανο.

Αισθητήρια αποτύπωση
Η αισθητήρια αποτύπωση είναι η «εσωτερική εικόνα» που
σχηματίζεται στα αισθητήρια συστήματα από τον ερεθισμό
του εξωτερικού ερεθίσματος.
Η αισθητήρια αποτύπωση διαφέρει τόσο ποιοτικά όσο και
ποσοτικά από το εξωτερικό ερέθισμα.
Για αυτό, η άποψη ότι η αισθητήρια αποτύπωση είναι μία
μικρογραφία του εξωτερικού ερεθίσματος, είναι
ανακριβής.
Η αισθητήρια αποτύπωση είναι ΕΥΜΕΤΑΒΛΗΤΗ.
Παράγοντες όπως η απόσταση, ο φωτισμός, η γωνία
θέασης, αλλάζουν την αισθητήρια αποτύπωση.
Η αισθητήρια αποτύπωση είναι η «πηγή δεδομένων» του
αντιληπτικού μας συστήματος, και ΟΧΙ το εξωτερικό
ερέθισμα.
Αντίληψη
Το τελικό προϊόν της αντιληπτικής διεργασίας είναι η
αντίληψη, δηλαδή η υποκειμενική μας εικόνα για το
περιβάλλον.

Η αντίληψη έχει κάποια χαρακτηριστικά που είναι πολύ


σημαντικό να τα έχει υπόψιν του ο ερευνητής.

1. Είναι «πιστή» στο εξωτερικό περιβάλλον


2. Είναι προϊόν της αντιληπτικής διεργασίας
3. Έχει σταθερότητα
4. Κάνει λάθη

Πιστότητα στο εξωτερικό


αντικείμενο
Η μόνη εξωτερική πληροφορία του αντιληπτικού
συστήματος είναι η αισθητήρια αποτύπωση.

Η αντίληψη όμως είναι πιο κοντά στο εξωτερικό


αντικείμενο παρά στην αισθητήρια αποτύπωση.

Αυτό είναι λογικό διότι στόχος της αντίληψης είναι η


αναπαράσταση του πραγματικού «εξωτερικού» κόσμου.

Πώς όμως μετατρέπεται η πληροφορία της αισθητήριας


αποτύπωσης σε αναπαραστάσεις του εξωτερικού
αντικειμένου;
Προϊόν αντιληπτικής διεργασίας
Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της αντίληψης εξαρτώνται
από τις διεργασίες του συστήματος, και όχι από τα
χαρακτηριστικά του εξωτερικού ερεθίσματος.
Τα χρώματα που βλέπουμε ΔΕΝ αποτελούν μέρος των
εξωτερικών αντικειμένων.
Ο υπέροχος χρωματικός κόσμος που αντιλαμβανόμαστε
είναι άμεσο προϊόν του αντιληπτικού μας συστήματος!
Εάν είχαμε διαφορετικό αντιληπτικό σύστημα, ίσως να μη
βλέπαμε καθόλου χρώματα, ή να βλέπαμε διαφορετικά
χρώματα.
Το γεγονός αυτό έχει οδηγήσει στη διατύπωση του
φιλοσοφικού ερωτήματος «εάν ο εξωτερικός κόσμος
είναι πραγματικός».

Σταθερότητα
Η αντίληψη αναπαριστά με εξαιρετική ακρίβεια το
εξωτερικό περιβάλλον.
Αυτό είναι αξιοσημείωτο δεδομένης της ΑΣΤΑΘΕΙΑΣ της
αισθητήριας αποτύπωσης.
Η ικανότητα της αντίληψης να διατηρεί σταθερή την
αναπαράσταση του εξωτερικού αντικειμένου, παρά τις
όποιες αλλαγές στην αισθητήρια αποτύπωση ονομάζεται
«αντιληπτική σταθερότητα».
Χάρη στην αντιληπτική σταθερότητα οι επιφάνειες
διατηρούν το χρώμα τους ανεξάρτητα από τις αλλαγές στο
φωτισμό, τα αντικείμενα διατηρούν το μέγεθός τους
ανεξάρτητα από την απόσταση του παρατηρητή από αυτά,
το σχήμα τους ανεξάρτητα από την γωνία παρατήρησης,
κλπ.
Λάθη
Η αντίληψή μας υποπίπτει σε λάθη.

Τα λάθη της αντίληψης είναι οι ανακριβείς


αναπαραστάσεις χαρακτηριστικών του εξωτερικού
αντικειμένου.

Τα λάθη αυτά δεν είναι τυχαία αλλά συστηματικά.

Τα λάθη της αντίληψης είναι τριών ειδών:


Α. ανεπάρκεια αισθητήριας πληροφορίας
Β. αποτυχία σταθερότητας
Γ. αντιληπτικές πλάνες

Ανεπάρκεια αισθητήριας
πληροφορίας
Το σύστημά μας είναι δυνατόν να αποτυπώσει μία
λανθασμένη εικόνα του περιβάλλοντος όταν οι
αισθητήριες πληροφορίες είναι ανεπαρκείς.

Τέτοιες περιπτώσεις μπορεί να έχουμε π.χ. όταν οι


συνθήκες θέασης είναι φτωχές (πολύ χαμηλός φωτισμός),
ή όταν έχουμε πολύ υψηλή παρουσία αντιληπτικού
θορύβου.

Τα λάθη αυτού του τύπου μας ενδιαφέρουν διότι μπορούν


να μας βοηθήσουν να κατασκευάσουμε πιο «φιλικά στη
χρήση» περιβάλλοντα δραστηριότητας.
Αποτυχία σταθερότητας

Αποτυχία σταθερότητας είναι η αδυναμία του αντιληπτικού


συστήματος να διατηρήσει σταθερή την αντίληψη ενός
αντικειμένου όταν αλλάζει η αισθητήριά του αποτύπωση.

Τα λάθη αυτά προκύπτουν σχεδόν πάντα όταν οι αλλαγές


της αισθητήριας αποτύπωσης είναι σχετικά μεγάλες.

Παραδείγματα τέτοιων λαθών είναι να μας φαίνονται οι


επιφάνειες λίγο πιο σκούρες όταν χαμηλώνει ο φωτισμός,
ή τα αντικείμενα λίγο μικρότερα όταν απομακρύνονται.

Αντιληπτικές πλάνες
Οι αντιληπτικές πλάνες είναι λάθη που γίνονται από το
αντιληπτικό μας σύστημα παρότι οι αισθητήριες
πληροφορίες θεωρητικά είναι επαρκείς για ορθή
αναπαράσταση του εξωτερικού αντικειμένου.

Το μέγεθος των λαθών αυτών μπορεί να είναι από πολύ


μικρό (Ponzo illusion), μέχρι πολύ μεγάλο (Anderson’s
checkerboard illusion).

Οι αντιληπτικές πλάνες είναι δυνατόν να επηρεάζονται από


μαθησιακούς παράγοντες (muller-lyer illusion), είτε όχι
(simultaneous lightness contrast).
Αντιληπτικές πλάνες
Οι πλάνες είναι συστηματικές όχι τυχαίες.
Κάτω από τις ίδιες συνθήκες θα παραχθούν τα ίδια
αντιληπτικά φαινόμενα.
Τι σημαίνει αυτό;
Υπάρχουν μηχανισμοί στη λειτουργία της αντίληψης που
είναι υπεύθυνες για τη δημιουργία των πλανών.
Θεωρητική επίπτωση:
Αν ανακαλύψουμε τους παράγοντες που δημιουργούν τις
πλάνες, τότε θα έχουμε ανακαλύψει μηχανισμούς της
αντιληπτικής διεργασίας.
Αντιληπτικές πλάνες
Οι πλάνες παρατηρούνται παρά την επάρκεια
αντιληπτικών δεδομένων.
Τι σημαίνει αυτό;
Ότι η ύπαρξη των πλανών εξυπηρετεί σκοπούς του
αντιληπτικού συστήματος.
Με ποιο τρόπο;
Πιθανώς εξοικονομώντας υπολογιστική δύναμη.

Αντιληπτικές πλάνες

Με δεδομένο ότι οι πλάνες αποτελούν αναπόσπαστο


κομμάτι της λειτουργίας της αντίληψης, οι θεωρίες πρέπει
να έχουν μηχανισμούς που να τις ερμηνεύουν.

Θεωρίες που ερμηνεύουν καλά την αντιληπτική


σταθερότητα αλλά όχι τις πλάνες δεν μπορεί να είναι
καλές αντιληπτικές θεωρίες.
Τα ερωτήματα της αντίληψης.

Οι μελετητές της αντίληψης καλούνται να απαντήσουν


δύο βασικά ερωτήματα:

Ποια είναι τα φαινόμενα της αντίληψης;


Ποια είναι τα αίτια των φαινομένων αυτών;

Kurt Koffka (1935): why do things look like they do?

Βασικές Θεωρίες
1. Στρουκτουραλισμός

2. Γκεστάλτ

3. Οικολογική θεωρία

4. Γνωστική θεωρία

5. Υπολογιστική θεωρία

6. Βιολογική θεωρία
Στρουκτουραλισμός

Ο στρουκτουραλισμός (structuralism) θεωρεί ότι η


αντίληψη είναι το άθροισμα των αισθητήριων
ερεθισμών.

Οι περισσότεροι ερευνητές σήμερα δε δέχονται την άποψη


των στρουκτουραλιστών.

Γκεστάλτ
Η Γκεστάλτ θεωρία (Gestalt), αναπτύχθηκε ως αντίδραση
στους Στρουκτουραλιστές.

Ιδρυτές της Γκεστάλτ σχολής είναι ο Max Wertheimer, o


Kurt Koffka, και ο Wolfgang Kohler.

Η θεωρία αυτή υποστηρίζει ότι η αντίληψη είναι το


αποτέλεσμα εφαρμογής εγγενών οργανωτικών αρχών
του εγκεφάλου στα αισθητηριακά ερεθίσματα.

Οι οργανωτικές αρχές είναι: εγγύτητα, ομοιότητα, κοινός


προσανατολισμός, καλή συνέχεια, κλπ.
Γκεστάλτ

εγγύτητα ομοιότητα

καλή κλειστότητα
συνέχεια

Οικολογική θεωρία

Η οικολογική θεωρία του J.J. Gibson υποστηρίζει ότι οι


αισθητήριες πληροφορίες είναι επαρκείς για το
σχηματισμό αντίληψης.

Συνεπώς δε χρειάζεται κανενός είδους γνωστικής


επεξεργασίας των αισθητηριακών ερεθισμάτων (direct
perception).
Γνωστική θεωρία
Σύμφωνα με τη γνωστική θεωρία, η αισθητήρια
πληροφορία είναι ανεπαρκής για σωστή αντίληψη.

Για να φτάσει ο οργανισμός στην αντίληψη χρειάζεται να


«ερμηνεύσει» τα αισθητηριακά δεδομένα με τη χρήση
ανώτερων γνωστικών λειτουργιών.

Σημαντικό ρόλο στην αντίληψη διαδραματίζουν η


εμπειρία, η μάθηση και η μνήμη.

Ο θεμελιωτής της γνωστικής θεωρίας είναι ο Helmholtz.

Υπολογιστική θεωρία
Η υπολογιστική θεωρία (computational theory) έχει τις
ρίζες της στη θεωρία του Helmholtz.

Ωστόσο παρομοιάζει το αντιληπτικό σύστημα με τον Η/Υ,


και υποστηρίζει ότι το τελικό αντιληπτικό προϊόν είναι
αποτέλεσμα διαδοχικών «μετατροπών» του
αισθητήριου ερεθισμού, με τη χρήση μαθηματικών
αλγορίθμων.

Ένας από τους θεμελιωτές της υπολογιστικής θεωρίας


στην οπτική αντίληψη είναι ο David Marr.
Βιολογική θεωρία

Η βιολογική θεωρία (biological reductionism) υποστηρίζει


ότι η αντίληψη είναι το άμεσο προϊόν φυσιολογικών
γεγονότων του κεντρικού νευρικού συστήματος.

Για να κατανοήσουμε λοιπόν την αντίληψη, χρειάζεται να


κατανοήσουμε τις φυσιολογικές διεργασίες του
εγκεφάλου.

Ο θεμελιωτής των βιολογικών θεωριών στην αντίληψη


ήταν ο Ewald Hering.

Βασικοί μηχανισμοί όρασης

Αμφιβληστροειδής

Φακός

Ωχρά κηλίδα
Ίριδα

Οπτικό νεύρο
Κόρη

Κερατοειδής

Τυφλό σημείο
Προς οπτικό
φλοιό
Σχέση οπτικής γωνίας και
μεγέθους/απόστασης
Οπτική γωνία είναι η γωνία που σχηματίζεται από τις
πλευρές ενός αντικειμένου, με κορυφή το μάτι μας.
Όσο το μέγεθος ενός αντικειμένου μεγαλώνει, αυξάνεται η
οπτική του γωνία

Σχέση οπτικής γωνίας και


μεγέθους/απόστασης
Όσο η απόσταση ενός αντικειμένου από τον παρατηρητή
μεγαλώνει, μειώνεται η οπτική του γωνία
Αντίληψη μεγέθους

Τα θεωρητικά προβλήματα

1. Σταθερότητα μεγέθους (size constancy)

2. Πλάνες μεγέθους (size illusions)


Σταθερότητα μεγέθους

Αν και η αντίληψη μεγέθους ενός αντικειμένου πρέπει να


βασίζεται στο μέγεθος της αμφιβληστροειδικής εικόνας
(ή στην οπτική γωνία του αντικειμένου), ωστόσο το
μέγεθος των αντικειμένων παραμένει σχετικά σταθερό,
παρά τις μεγάλες αλλαγές στην οπτική τους γωνία.

Πείραμα στην τάξη

Πλάνες μεγέθους

Σε πολλές περιπτώσεις το μέγεθος δύο ίσων αντικειμένων


που βρίσκονται σε ίση απόσταση από τον παρατηρητή
(άρα σχηματίζουν την ίδια οπτική γωνία), φαίνεται να
είναι διαφορετικό.

Υπάρχουν δύο πολύ γνωστές πλάνες μεγέθους:


Α. Η πλάνη του Muller-Lyer
B. Η πλάνη του Ponzo
Muller-Lyer illusion

Οι δύο γραμμές έχουν το ίδιο μέγεθος αλλά φαίνονται


διαφορετικού μεγέθους.

Ponzo illusion

Οι δύο γραμμές έχουν το ίδιο μέγεθος αλλά φαίνονται


διαφορετικού μεγέθους.
Θεωρίες αντίληψης μεγέθους

1. Θεωρίες υπολογισμού της απόστασης


(indirect perception, top/down theories, cue theories)

2. Θεωρία του Γκίμπσον


(direct perception, ecological theory)

Υπολογισμός της απόστασης


Οι θεωρίες αυτές διατυπώθηκαν για πρώτη φορά από τον
Helmholtz.

O Helmholtz πίστευε ότι η αντίληψη του μεγέθους πρέπει


να εμπεριέχει τον υπολογισμό της απόστασης του
αντικειμένου από τον παρατηρητή, όπως συμβαίνει
στην εξίσωση της «οπτικής»
S = K (Va X D)

Όπου: S είναι το μέγεθος του αντικειμένου, Va είναι η


οπτική γωνία, D η απόσταση από τον παρατηρητή, και
Κ είναι μία σταθερά.
Υπολογισμός της απόστασης

Σε αντιληπτικούς όρους η παραπάνω εξίσωση


μεταφράζεται ως εξής:
Αντιλαμβανόμενο μέγεθος = Κ (αμφιβλ.μέγεθος Χ
αντιλαμβανόμενη απόσταση)
Από αυτή την εξίσωση προκύπτει ότι το μέγεθος που
φαίνεται να έχει ένα αντικείμενο αυξάνεται όσο αυξάνει
η υποκειμενική του απόσταση από τον παρατηρητή, και
όσο αυξάνει το μέγεθός του στον αμφιβληστροειδή.
Ο Helmholtz υποστήριξε ότι το μεν μέγεθος του ειδώλου
είναι γνωστό, ενώ η απόσταση υπολογίζεται βάσει της
εμπειρίας και της μνήμης του οργανισμού.

Εφαρμογή στη σταθερότητα

Σύμφωνα με τη θεωρία του Helmholtz, το σύστημά μας


είναι σε θέση να αντιλαμβάνεται σταθερό το μέγεθος
ενός αντικειμένου, όταν η απόστασή του από εμάς
αλλάζει, διότι υπολογίζει την απόσταση και
«διορθώνει» το μέγεθος του αμφιβληστροειδή.
Για να υπολογίσει την απόσταση, το σύστημα χρησιμοποιεί
μία σειρά ενδείξεων βάθους.
Οι ενδείξεις βάθους αποτελούνται τόσο από μηχανισμούς
της όρασης όσο και από στοιχεία της εικόνας που λόγω
της εμπειρίας μας υποδηλώνουν διάφορες αποστάσεις
του παρατηρητή από τα αντικείμενα του
περιβάλλοντος, και χωρίζονται σε διοφθαλμικές και
μονοφθαλμικές
Διοφθαλμικές ενδείξεις

Α. διοφθαλμική διαφορά
Binocular disparity
Τα δύο μάτια μας, λαμβάνουν μία ελαφρά διαφορετική
εικόνα το ένα από το άλλο.
Demo
Η ένωση των δύο αυτών εικόνων στον εγκέφαλο, μας
δίνει τη στερεοσκοπική όραση.

Μονοφθαλμικές ενδείξεις
Α. Σχετικό μέγεθος
Αντικείμενα μεγαλύτερου μεγέθους, τα αντιλαμβανόμαστε
πιο κοντά από παρόμοια αντικείμενα μικρότερου
μεγέθους.
Μονοφθαλμικές ενδείξεις
Β. Επικάλυψη
Αντικείμενα τα οποία επικαλύπτουν άλλα αντικείμενα,
θεωρούνται πιο κοντά στον παρατηρητή.

Μονοφθαλμικές ενδείξεις
Γ. ύψος στον ορίζοντα
Αντικείμενα τα οποία είναι υψηλότερα στον ορίζοντα,
τείνουν να φαίνονται μακριά.
Μονοφθαλμικές ενδείξεις
Δ. Γραμμική προοπτική
Γραμμές που συγκλίνουν φαίνονται να απομακρύνονται
από τον παρατηρητή.

Εφαρμογή στη σταθερότητα


O Boring (1941) θέλησε να ελέγξει αν η αντίληψη
μεγέθους εξαρτάται από τον υπολογισμό της
απόστασης με τη χρήση των ενδείξεων βάθους.
Τοποθέτησε τα υποκείμενά του στη γωνία που σχημάτιζαν
δύο διάδρομοι. Τα υποκείμενα έπρεπε να
προσαρμόζουν το μέγεθος ενός δίσκου που βρισκόταν
σε σταθερή απόσταση (στον ένα διάδρομο) ώστε να
φαίνονται ίσοι με δίσκους διαφόρων μεγεθών που
παρουσιαζόταν σε διάφορες αποστάσεις στον άλλο
διάδρομο.
Ο Boring μετέβαλλε τις συνθήκες θέασης των
υποκειμένων, ώστε να έχουν διαφορετικά είδη
ενδείξεων που μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν.
Εφαρμογή στη σταθερότητα
Μέγεθος
μεταβαλλόμενου δίσκου
(αντιλαμβανόμενο)

διοφθαλμικά

μονοφθαλμικά

Από οπή

Κάλυμμα τοίχων

Απόσταση σταθερού δίσκου (σταθερή οπτική γωνία)

Το δωμάτιο του Ames


Πλάνη του Ames

Δωμάτιο του Ames


Για αυτό το αντιληπτικό λάθος η ερμηνεία της θεωρίας του
συνυπολογισμού της απόστασης, είναι ότι η μόνη
ένδειξη βάθους που μπορεί να χρησιμοποιηθεί από το
σύστημα είναι το αμφιβληστροειδικό μέγεθος.

Συνεπώς, το αντικείμενο με τη μεγαλύτερη οπτική γωνία


θα φαίνεται και μεγαλύτερο σε μέγεθος.
Δηλαδή, η απόσταση υπολογίζεται λάθος, και αυτό έχει
σαν συνέπεια το λάθος υπολογισμό και του μεγέθους
των αντικειμένων.

Παρόμοια ερμηνεία έχουμε και σε περιπτώσεις όπου


«συγκρούονται» ενδείξεις βάθους.
Σύγκρουση ενδείξεων

Εφαρμογή στις πλάνες

Ο Helmholtz χρησιμοποίησε τον υπολογισμό της


απόστασης για να ερμηνεύσει και τις πλάνες μεγέθους.

Σύμφωνα με τη θεωρία, οι ενδείξεις βάθους


χρησιμοποιούνται από το σύστημα ακόμη και σε
περιπτώσεις δισδιάστατων εικόνων, όπου δεν υπάρχει
πραγματικά η τρίτη διάσταση (π.χ. φωτογραφίες).

Έτσι, οι πλάνες μεγέθους θεωρούνται αποτέλεσμα της


«λανθασμένης» ερμηνείας της απόστασης που κάνει το
οπτικό μας σύστημα.
Πλάνη του Ponzo

Στην πλάνη αυτή, το οπτικό σύστημα θεωρεί τη σύγκλιση


των δύο κάθετων γραμμών, ως ένδειξη προοπτικής που
υποδηλώνει ότι το σημείο σύγκλισης είναι πιο μακριά
μας.
Έτσι, οι δύο οριζόντιες γραμμές θεωρούνται ότι είναι σε
διαφορετική απόσταση από τον παρατηρητή.
Ανάμεσα σε δύο αντικείμενα με ίσο αμφιβληστροειδικό
μέγεθος, μεγαλύτερο θα φαίνεται εκείνο που είναι πιο
μακριά από τον παρατηρητή.
Άρα η επάνω γραμμή θα φαίνεται πιο μεγάλη από την
κάτω.

Εφαρμογή του τύπου


Για την κάτω γραμμή ο τύπος δίνει:
Αντ.μέγεθος=οπτική γωνία Χ αντ. Απόσταση=
=α Χ β

Για την πάνω γραμμή ο τύπος δίνει:


Αντ. Μέγεθος=οπτική γωνία Χ αντ. Απόσταση=
=α Χ (β+γ)

Συνεπώς η πάνω γραμμή φαίνεται μεγαλύτερη από την


κάτω.
Πλάνη του Ponzo

Υπάρχουν δύο βασικά εμπειρικά δεδομένα που στηρίζουν


την ερμηνεία της πλάνης του Ponzo από τη θεωρία του
συνυπολογισμού της απόστασης.

1. Μελέτες με παιδιά έχουν δείξει ότι είναι λιγότερο


ευαίσθητα στην πλάνη από ότι είναι οι ενήλικες.
2. Αν η πλάνη παρουσιαστεί σε ένα πιο ρεαλιστικό
πλαίσιο, τότε η διαφορά μεταξύ των γραμμών
μεγαλώνει.

Πλάνη του Ponzo


Πλάνη του Ponzo

Πλάνη του Muller-Lyer

O Gregory έχει προτείνει ότι στην πλάνη αυτή, οι δύο


γραμμές παραπέμπουν αντίστοιχα σε εσωτερική και
εξωτερική γωνία.

Συνεπώς η γραμμή που φαίνεται να είναι εσωτερική


γωνία, θεωρείται πιο απομακρυσμένη από τη γραμμή
που φαίνεται να είναι εξωτερική γωνία.

Έτσι η πρώτη γραμμή φαίνεται μεγαλύτερη από τη


δεύτερη.
Πλάνη του Muller-Lyer

Πλάνη του Muller-Lyer

Οι εμπειρικές ενδείξεις φαίνεται να μη στηρίζουν την


εξήγηση της πλάνης από τη θεωρία για δύο λόγους.

Πρώτον, σε μελέτες με παιδιά, έχει βρεθεί ότι η πλάνη


είναι μεγαλύτερη από ότι σε ενηλίκους.

Δεύτερον, υπάρχουν παραλλαγές της πλάνης όπου η


διαφορά μεταξύ των γραμμών διατηρείται αλλά είναι
δύσκολη ή αδύνατη η τρισδιάστατη ερμηνεία τους.
Πλάνη του Muller-Lyer

Συμπερασματικά
Οι θεωρίες του υπολογισμού της απόστασης, εξηγούν το
φαινόμενο της αντιληπτικής σταθερότητας του
μεγέθους, βάσει των «ασυνείδητων» υπολογισμών της
απόστασης που πραγματοποιεί το αντιληπτικό μας
σύστημα.

Πολλές από τις πλάνες μεγέθους επίσης έχουν εξηγηθεί


βάσει της ίδιας θεωρίας.

Η θεωρία αυτή παρότι έχει δεχθεί ισχυρή κριτική (κυρίως


από τον Gibson) φαίνεται να είναι κυρίαρχη στην
εξήγηση των φαινομένων της αντίληψης μεγέθους
σήμερα.
Οικολογική θεωρία του Gibson

1904-1979

Οικολογική θεωρία του Gibson

Ο Γκίμπσον είναι ο μοναδικός θεωρητικός της αντίληψης


που δεν δέχεται τη θέση ότι υπάρχει απώλεια ποιοτικών
δεδομένων στην απεικόνιση του κόσμου στον
αμφιβληστροειδή.

Σύμφωνα με την κυρίαρχη γνωστική θεωρία, ο κόσμος


είναι τρισδιάστατος, το είδωλο δισδιάστατο, και η
αντίληψη τρισδιάστατη.
Οικολογική θεωρία του Gibson

Η απώλεια της τρίτης διάστασης εξηγείται λόγω της


δισδιάστατης επιφάνειας του αμφιβληστροειδούς.

Το ζητούμενο λοιπόν είναι πώς από τις δύο διαστάσεις


φτάνουμε στην τρισδιάστατη αντίληψη.

Η απάντηση των γνωστικών είναι:


μέσω της χρήσης ενδείξεων βάθους.

Οικολογική θεωρία του Gibson

Ένα από τα προβλήματα που αναφέρει ο Γκίμπσον σε


σχέση με τη γνωστική προσέγγιση είναι ότι δεν έχει
προβλεψιμότητα.

Παρατηρεί ότι σε δοκιμασίες αντίληψης βάθους σε


πιλότους, καμία δεν ήταν ικανή να προβλέψει την
επιτυχία ή αποτυχία του ατόμου στην ικανότητα να
πιλοτάρει.

Επιπλέον, εξάσκηση στην αντίληψη βάθους δεν οδηγεί σε


αυξημένη πτητική ικανότητα.
Οικολογική θεωρία του Gibson

Ο Γκίμπσον προτείνει ότι ο οπτικός κόσμος είναι


δισδιάστατος και όχι τρισδιάστατος. Συνεπώς δε
χάνεται καμία πληροφορία στον αμφιβληστροειδή.

Σε ένα τέτοιο κόσμο, ιδιαίτερη σημασία έχουν οι σχέσεις


των επιφανειών με το έδαφος και το φόντο τους.

Ωστόσο αμέσως προκύπτει ένα ερώτημα: εάν η αντίληψη


αντικειμένων δεν εμπεριέχει το βάθος, τότε πώς
μπορούμε να αντιληφθούμε σωστά τα μεγέθη των
αντικειμένων;

Οικολογική θεωρία του Gibson

Ο Γκίμπσον θεωρεί ότι υπάρχουν παράγοντες στο είδωλό


μας οι οποίοι δεν αλλάζουν με την απόστασή μας από
το αντικείμενο.
Ως εκ τούτου μας πληροφορούν απευθείας για το μέγεθος
του αντικειμένου.
Εκτός από την «αμεταβλητότητά» τους (invariance) οι
παράγοντες αυτοί γίνονται άμεσα αντιληπτοί, χωρίς την
παρέμβαση του ανώτερου γνωστικού μας συστήματος.

Από αυτή την ιδιότητα των αμετάβλητων παραγόντων του


αμφιβληστροειδούς προκύπτει ο όρος «άμεση
αντίληψη» (direct perception).
Οικολογική θεωρία του Gibson

Υπάρχουν δύο βασικοί παράγοντες στην αντίληψη του


μεγέθους:

Α. Πυκνότητα των στοιχείων του εδάφους


(texture gradients)

B. Αναλογικό ύψος στον ορίζοντα


(horizon ratio principle)

Οικολογική θεωρία του Gibson


Α. Πυκνότητα των στοιχείων του εδάφους

Τα στοιχεία που συνιστούν το έδαφος φαίνεται να


πυκνώνουν όσο μεγαλώνει η απόσταση από τον
παρατηρητή.
Το μέγεθος ενός αντικειμένου ορίζεται από το ποσοστό
των στοιχείων του εδάφους που καλύπτει.

Σημειώστε ότι διαταράξεις της πυκνότητας των στοιχείων


του εδάφους ερμηνεύονται από το αντιληπτικό μας
σύστημα σαν κλίσεις του εδάφους, π.χ. σκαλοπάτια.
Οικολογική θεωρία του Gibson

Β. Αναλογικό ύψος στον ορίζοντα


Το σημείο όπου ο ορίζοντας τέμνει ένα αντικείμενο είναι
περίπου ίσο με το ύψος των ματιών του παρατηρητή.

Χρησιμοποιώντας αυτόν τον παράγοντα μπορούμε να


αντιληφθούμε με ακρίβεια το μέγεθος μακρινών
αντικειμένων.

Απαραίτητη προϋπόθεση είναι να βρισκόμαστε σε σχετικά


επίπεδο έδαφος.

Οικολογική θεωρία του Gibson


Εκτός αυτών των δύο παραγόντων, ο Γκίμπσον έδωσε
ιδιαίτερη έμφαση στο ρόλο του «κινούμενου»
παρατηρητή.
Ο ρόλος της κίνησης στην αντίληψη μεγέθους είναι
σημαντικός.
Για παράδειγμα τα αντικείμενα που βρίσκονται μακριά μας,
φαίνεται να διαγράφουν συντομότερες τροχιές στον
αμφιβληστροειδή ενός παρατηρητή που κινεί το κεφάλι
του δεξιά και αριστερά.
Ο Γκίμπσον υποστήριζε (όχι άδικα) ότι η καθιερωμένη
εξέταση της αντίληψης μέσα στο εργαστήριο με
καθηλωμένα υποκείμενα, είναι για αυτό το λόγο
παραπλανητική μέθοδος μελέτης.
Χρωματική αντίληψη

Φυσικά χαρακτηριστικά του φωτός


Τα αστρικά αντικείμενα, εκπέμπουν ηλεκτρομαγνητικά
κύματα.
Ένα τμήμα αυτών των κυμάτων μπορούμε να το
αντιληφθούμε ως φως.
Το ορατό σε εμάς φως έχει μήκος κύματος από 400 –
700νμ περίπου (1νμ είναι το ένα δισεκατομμυριοστό του μέτρου).
Χρώμα και μήκος κύματος
Κάθε επιφάνεια, ανάλογα με το χρώμα της, αντανακλά
περιορισμένο φάσμα του φωτός (επιλεκτική
ανακλαστικότητα)

Ανακλαστικότητες
για μπλε, πράσινες
και κόκκινες
επιφάνειες.
Επίσης φαίνονται οι
ανακλαστικότητες
των ουδέτερων
χρωμάτων.

Μήκος κύματος και χρώμα

Αν το αντιληπτικό μας σύστημα είχε κάποιο τρόπο να


γνωρίζει το μήκος κύματος φωτός που φτάνει στο μάτι
μας, θα μπορούσε να κωδικοποιήσει και το χρώμα της
επιφάνειας.
Τριχρωματική όραση

O Thomas Young (φυσικός,


φυσιολόγος, γιατρός,
αιγυπτιολόγος), πρότεινε ότι η
χρωματική αντίληψη βασίζεται στη
λειτουργία τριών διαφορετικών
τύπων φωτοϋποδοχέων.
Αυτοί, υποτίθεται ότι αντιδρούσαν
επιλεκτικά σε ιώδες, πράσινο και
κόκκινο φάσμα φωτός.
Thomas Young
1773-1829

Τριχρωματική όραση
Ο Helmholtz, συστηματοποίησε τις
ιδέες του Young σε αυτό που
γνωρίζουμε σήμερα ως τριχρωματική
θεωρία.
Η τριχρωματική θεωρία υποστηρίζει
την ύπαρξη τριών τύπων κωνίων που
αντιδρούν επιλεκτικά σε διαφορετικά
μήκη φωτός.
Ο Helmholtz έδειξε πειραματικά ότι οι
Hermann Ludwig άνθρωποι μπορούν να
Ferdinand von χρησιμοποιήσουν φώτα με τρία
Helmholtz διαφορετικά μήκη κύματος, ώστε να
1821-1894 «συνθέσουν» όλα τα χρώματα.
Τριχρωματική όραση
Σήμερα γνωρίζουμε ότι πράγματι, οι
φωτοϋποδοχείς του αμφιβληστροειδή,
αντιδρούν επιλεκτικά σε ορισμένα
μήκη κύματος φωτός.
Οι ιδέες των Young-Helmholtz
επιβεβαιώθηκαν δεκαετίες αργότερα
από τη φυσιολογική μελέτη του
αμφιβληστροειδούς.

Hermann Ludwig
Ferdinand von
Helmholtz
1821-1894

Κωνία και ραβδία

Το μάτι μας έχει δύο είδη


φωτοϋποδοχέων:
Τα κωνία και τα ραβδία.
Τα κωνία είναι κυρίως
υπεύθυνα για τη
χρωματική όραση.
Είναι λιγότερα από τα
ραβδία, και έχουν μεγάλη
συγκέντρωση στο κέντρο
του αμφιβληστροειδή
χιτώνα.
Κωνία και ραβδία
Διαφορετικά κωνία
αντιδρούν με διαφορετικό
τρόπο στα μήκη κύματος
του φωτός.
Έτσι, έχουμε κωνία που
αντιδρούν έντονα στα:
μικρά μήκη (S ή «μπλε),
στα μεσαία (M ή
«πράσινα»)
και στα μακρά (L ή
«κόκκινα»)

Κωνία και ραβδία

Αντιδράσεις των τριών τύπων κωνίων, και των ραβδίων


στα διαφορετικά μήκη κύματος φωτός.
Για κάθε μήκος κύματος υπάρχει ένας μοναδικός
συνδυασμός αντιδράσεων των υποδοχέων.
Πόσα χρώματα διακρίνουμε;
Πώς θα κάνατε το πείραμα;
Ξεκινάμε από ένα μήκος κύματος φωτός (400nm) και το
αυξάνουμε σταδιακά έως ότου ο παρατηρητής διακρίνει
κάποια χρωματική διαφορά (χρωματική ευαισθησία).
Διακρίνουμε περίπου 150 αποχρώσεις.
Ωστόσο τα χρώματα διαφέρουν εκτός από την
απόχρωσή τους (που αντιστοιχεί στο μήκος κύματος),
και στη φωτεινότητα (ποσότητα φωτός), και στον
κορεσμό (περιεκτικότητα σε λευκό).
Αν συνδυαστούν όλες οι παράμετροι, μπορούμε να
αντιληφθούμε περίπου 7.000.000 χρώματα!

Αναπαράσταση χρωμάτων

Μπορούμε γραφικά να αναπαραστήσουμε τη σχέση των


χρωμάτων με βάση το μήκος κύματος φωτός. Συνήθως
αυτή η αναπαράσταση περιλαμβάνει μερικά «βασικά»
μόνο χρώματα (Hurvich).
Αναπαράσταση χρωμάτων

Δισδιάστατη αναπαράσταση των χρωμάτων με βάση την


απόχρωση και τον κορεσμό τους.

Αναπαράσταση χρωμάτων

Τρισδιάστατη αναπαράσταση των χρωμάτων με βάση


όλα τους τα χαρακτηριστικά (απόχρωση, κορεσμός,
φωτεινότητα).
Αχρωματοψία
Η τριχρωματική θεωρία
«προέβλεψε» κάποιες φυσιολογικές
λειτουργίες του οπτικού μας
συστήματος.
Μία από αυτές είναι η
«αχρωματοψία» (color blindness).
Τα άτομα που πάσχουν από
αχρωματοψία, δυσκολεύονται να
αντιληφθούν κάποιες διαφορές
ανάμεσα στα χρώματα.
John Dalton Ο πρώτος που περιέγραψε την
1766-1844 αχρωματοψία ήταν ο Dalton
(Extraordinary facts relating to the
vision of colours, 1798).

Αχρωματοψία
Η αχρωματοψία μπορεί να προκληθεί από
μία σειρά παραγόντων, αν και οι πιο
συνηθισμένες μορφές οφείλονται σε
γονιδιακού τύπου προβλήματα.
Οι περισσότεροι τύποι αχρωματοψίας
αφορούν στην έλλειψη ενός από τα τρία
είδη κωνίων (μακρά, μεσαία, βραχέα).
Υπάρχουν σπανιότερες περιπτώσεις
ανθρώπων που πάσχουν από
«μονοχρωματισμό», δηλαδή λείπουν δύο
είδη κωνίων.
Ακόμη σπανιότερη είναι η «ολοκληρωτική
John Dalton αχρωματοψία», όπου όλα τα κωνία
1766-1844 λείπουν.
Αχρωματοψία

Πρωτανοπία
Λείπουν τα
«μακρά» κωνία

Δευτερανοπία Τριτανοπία
Λείπουν τα Λείπουν τα
«μεσαία» κωνία «βραχέα» κωνία

κανονικά

Αχρωματοψία
Για τη διάγνωση της αχρωματοψίας
χρησιμοποιείται το τεστ Ισιχάρα, που
αναπτύχθηκε από τον Ιάπωνα γιατρό
Shinobu Ishihara.
Πρόκειται για κάρτες που έχουν αριθμούς
διαφόρων αποχρώσεων σε διάφορα πλαίσια.
Άτομα που δεν διακρίνουν τους αριθμούς
(25, 45, 6) πιθανώς πάσχουν από
Shinobu Ishihara αχρωματοψία.
1879-1963
Θεωρία αντιθετικών διεργασιών
Ο Hering ήταν ο μεγάλος θεωρητικός
αντίπαλος του Helmholtz.

Δύο φαινομενολογικές παρατηρήσεις


τον οδήγησαν στη διατύπωση της
θεωρίας των «αντιθετικών
διεργασιών» (opponent processes
theory).

Ewald Hering Η πρώτη αφορά το χρώμα των μετα-


1834-1918 εικόνων, και η δεύτερη αφορά την
νοερή αναπαράσταση χρωμάτων.

Νοερή αναπαράσταση χρωμάτων


Φανταστείτε ένα κόκκινο χρώμα.

Τώρα ένα μπλε.

Τώρα ένα κόκκινο/μπλε.

Τώρα ένα κόκκινο/πράσινο.

Ο Hering παρατήρησε ότι είναι αδύνατον να


φανταστούμε χρώματα που περιέχουν δύο «αντίθετα»
(πράσινο-κόκκινο, μπλε-κίτρινο).

Γιατί;
Μετα-εικόνες (afterimages)

Εστιάστε στο σταυρό και αποφύγετε να κουνάτε τα μάτια


σας.

Μετα-εικόνες (afterimages)

+
Μετα-εικόνες (afterimages)

Ο Hering παρατήρησε ότι το χρώμα της μετα-εικόνας


είναι πάντα το «συμπληρωματικό-αντίθετο» του αρχικού
χρώματος.

Συνεπώς η κωδικοποίηση του χρώματος γίνεται σε ζεύγη


και όχι από τους τρεις τύπους κωνίων.

Θεωρία αντιθετικών διεργασιών


Ο Hering πρότεινε ότι υπάρχουν τρεις μηχανισμοί για έξι
βασικά χρώματα που λειτουργούν σε ζεύγη:
Κόκκινο – πράσινο
Μπλε – κίτρινο
Λευκό – μαύρο

Υπέθεσε ότι για κάθε μηχανισμό, η ύπαρξη μιας χημικής


ουσίας, σηματοδοτούσε ένα χρώμα (κόκκινο), ενώ η
απουσία της ίδιας ουσίας σηματοδοτούσε το «αντίθετο»
χρώμα (πράσινο).
Ο συνδυασμός της λειτουργίας αυτών των μηχανισμών
μπορεί να κωδικοποιήσει και όλα τα υπόλοιπα χρώματα.
Θεωρία αντιθετικών διεργασιών

Υποθετικές αντιδράσεις των δύο χρωματικών


αντιθετικών μηχανισμών του Hering.

Θεωρία αντιθετικών διεργασιών


Με αυτό το μοντέλο, ο Hering κατάφερε να ερμηνεύσει
τόσο τις μετα-εικόνες, όσο και την αδυναμία να
φανταστούμε συνδυασμούς αντιθετικών χρωμάτων.

Εφόσον το πράσινο και το κόκκινο επεξεργάζονται από


τον ίδιο μηχανισμό, δεν μπορούμε να φανταστούμε
συνδυασμούς των δύο χρωμάτων.

Για τις μετα-εικόνες η ερμηνεία βασίζεται στην εξοικίωση


(habituation), του νευρώνα. Ο «κόκκινος-πράσινος»
νευρώνας, εξοικοιώνεται στο συνεχές μακρό μήκος
κύματος. Συνεπώς, όταν θα ερεθιστεί από όλα τα μήκη
(λευκό πλαίσιο), θα κωδικοποιήσει το αντίθετο χρώμα.
Θεωρία αντιθετικών διεργασιών
Η θεωρία των αντιθετικών διεργασιών δε συνάντησε
αποδοχή για περίπου μισό αιώνα.
Τη δεκαετία του ‘50 μελέτες επιβεβαίωσαν την ύπαρξη
νευρώνων που λειτουργούν με «αντιθετικό» τρόπο,
όπως είχε προβλέψει ο Hering (Svaetichin, 1956,
DeValois, 1960).

Σήμερα οι περισσότεροι ερευνητές αποδέχονται ότι μία


πρώτη κωδικοποίηση χρώματος γίνεται με βάση την
τριχρωματική θεωρία σε επίπεδο αμφιβληστροειδούς,
και μία δεύτερη κωδικοποίηση γίνεται από νευρώνες
τύπου «κόκκινο-πράσινο, μπλε-κίτρινο» σε ανώτερες
περιοχές (LGN).

Αντιληπτική σταθερότητα
χρώματος.
Το χρώμα που αντιλαμβανόμαστε εξαρτάται σε μεγάλο
βαθμό από το μήκος κύματος φωτός που ερεθίζει τον
αμφιβληστροειδή μας.
Ωστόσο το μήκος κύματος φωτός μπορεί να διαφέρει
δραματικά ανάλογα με την πηγή του.
Το ηλιακό φως περιέχει εξίσου όλα τα μήκη κύματος.
Το τεχνητό φως ωστόσο, είναι συνήθως «πλουσιότερο»
σε μεσαία και μακρά μήκη κύματος.
Αυτό σημαίνει ότι μία κίτρινη επιφάνεια στο φως του
ήλιου, μπορεί να αντανακλά το ίδιο φως με μία μπλε
επιφάνεια κάτω από τεχνητό φως.
Ωστόσο, οι μπλε επιφάνειες εξακολουθούν να φαίνονται
μπλε ακόμη και σε τεχνητό φως.
Αντιληπτική σταθερότητα
χρώματος.
Ποσοστό
ακτινοβολίας

Ηλιακό φως Τεχνητό φως

Το μήκος κύματος φωτός που φτάνει στο μάτι μας


εξαρτάται όχι μόνο από το χρώμα της επιφάνειας, αλλά
και από το μήκος κύματος του φωτισμού.

Αντιληπτική σταθερότητα
χρώματος.

Το μήλο φαίνεται κόκκινο επειδή αντανακλά κυρίως


μακρό μήκος κύματος φωτός.
Αντιληπτική σταθερότητα
χρώματος.

Το μήλο στη φωτογραφία φαίνεται μωβ.


Εκπέμπει κυρίως βραχύ κύμα φωτός (μπλε).

Αντιληπτική σταθερότητα
χρώματος.

Το μήλο φαίνεται κόκκινο,παρότι εκπέμπει κυρίως βραχύ


κύμα φωτός (μπλε).
Αντιληπτική σταθερότητα
χρώματος.

Αν το χρώμα του μήλου βασίζεται στο μήκος κύματος


φωτός που αντανακλά, τότε γιατί τα δύο μήλα έχουν
διαφορετικό χρώμα;

Αντιληπτική σταθερότητα
χρώματος.
Οι δύο θεωρίες της χρωματικής αντίληψης, δεν
προσφέρουν ικανοποιητική ερμηνεία στο φαινόμενο της
αντιληπτικής σταθερότητας χρώματος.
Υπάρχουν ωστόσο κάποιοι παράγοντες που θεωρούμε
ότι συμβάλλουν στο φαινόμενο της αντιληπτικής
σταθερότητας χρώματος.

Οι τρεις κυριότεροι φαίνεται ότι είναι:


Προσαρμογή (adaptation)
Πλαίσιο
Μνήμη χρώματος (memory color).
Χρωματική προσαρμογή
Η χρωματική προσαρμογή αναφέρεται στην ιδιότητα των
υποδοχέων να «προσαρμόζονται» (δηλαδή να αντιδρούν
λιγότερο), σε συνεχόμενους ερεθισμούς του ίδιου μήκους
κύματος φωτός.

Ας υποθέσουμε ότι μπαίνετε σε ένα χώρο με τεχνητό


φως, όπου η κυρίαρχη ακτινοβολία έχει μακρό μήκος
κύματος.

Η προσαρμογή του ματιού στο μακρό αυτό μήκος


κύματος, έχει σαν αποτέλεσμα σχετική αντιληπτική
σταθερότητα.

Πλαίσιο
Η αντιληπτική σταθερότητα ευνοείται από την ύπαρξη
ενός σύνθετου πλαισίου στην οπτική εικόνα.

Εάν δούμε μία επιφάνεια σε απομόνωση από το πλαίσιό


της, τότε δεν θα έχουμε αντιληπτική σταθερότητα.

Αυτό σημαίνει ότι το σύστημα υπολογίζει με κάποιον


τρόπο τη σχέση μεταξύ των κυμάτων του φωτός που
εκπέμπουν όλες οι επιφάνειες στο οπτικό μας πεδίο.

Ακόμη δεν έχει προταθεί μία ικανοποιητική υπολογιστική


θεωρία που να ερμηνεύει τον τρόπο με τον οποίο γίνεται
αυτό.
Μνήμη για χρώμα
Ο Hering πρότεινε ότι συνυπεύθυνος παράγοντας για
την αντιληπτική σταθερότητα είναι ένας μηχανισμός του
ανώτερου γνωστικού μας συστήματος, η μνήμη για
χρώμα (color memory).

Η ιδέα είναι ότι για συγκεκριμένα αντικείμενα με


χαρακτηριστικό χρώμα (π.χ. μήλα) το ανώτερο γνωστικό
σύστημα επεμβαίνει και «διορθώνει» το αισθητηριακό
εισιόν του οπτικού μας συστήματος.

Πώς θα μελετούσατε πειραματικά την ύπαρξη της


μνήμης για χρώμα;

Μνήμη για χρώμα


Delk & Fillenbaum (1965)
Χρωματική ταύτιση για διάφορα ερεθίσματα αντικειμένων
(καρδιά, μήλο, μπανάνα, κλπ.)
Όλα τα ερεθίσματα είχαν το ίδιο χρώμα
Τα ερεθίσματα με χαρακτηριστικό κόκκινο χρώμα,
ταυτίστηκαν ως πιο κόκκινα από ότι άλλα αντικείμενα.

White & Montgomery (1976)


Χρωματικές ταυτίσεις μετα-εικόνων από ερεθίσματα με
χαρακτηριστικό χρώμα και μη χαρακτηριστικό χρώμα.
Οι μετα-εικόνες των ερεθισμάτων με χαρακτηριστικό
χρώμα κρίθηκαν πιο έντονες από ότι εκείνες από
ερεθίσματα με μη χαρακτηριστικό χρώμα.
Χρωματικές πλάνες

Τα τετράγωνα στο κέντρο έχουν το ίδιο χρώμα

Χρωματικές πλάνες

Τα τετράγωνα στο κέντρο έχουν το ίδιο χρώμα


Χρωματικές πλάνες

Τα τετράγωνα στο κέντρο των τριών πλευρών έχουν το


ίδιο χρώμα

Χρωματικές πλάνες
Μια διαδεδομένη ερμηνεία των χρωματικών πλανών
βασίζεται στην ύπαρξη νευρώνων που έχουν
διαφορετικές αντιδράσεις στο κέντρο και την περιφέρειά
τους (center on-surround off, center off-surround on
cells).
Ένας νευρώνας τύπου (Υ+Β-)
ερεθίζεται έντονα από το
τετράγωνο στα δεξιά, αλλά όχι
από το τετράγωνο στα αριστερά.
Αυτή η διαφορά στην αντίδραση
του νευρώνα είναι σύμφωνη με
την αντιληπτική μας εμπειρία.
Περίληψη
Η κωδικοποίηση του χρώματος μιας επιφάνειας φαίνεται
να γίνεται χάρη σε νευρώνες που αντιδρούν επιλεκτικά
σε διαφορετικά μήκη κύματος φωτός.

Η χρωματική σταθερότητα φαίνεται να στηρίζεται στον


μηχανισμό της προσαρμογής, αλλά και σε ανώτερους
γνωστικούς παράγοντες που υπολογίζουν το χρώμα του
πλαισίου, καθώς και στη μνήμη για χρώμα.

Αν και η χρωματική αντίληψη θεωρείται μία από τις


πλέον ερμηνεύσιμες αντιληπτικές λειτουργίες, ακόμη δεν
υπάρχει μία θεωρία που να ερμηνεύει όλα τα φαινόμενα
αντιληπτικής σταθερότητας και πλανών.

Τι είναι η μνήμη;

Περιεχόμενο
Λειτουργίες
Δομές
Ιστορική αναδρομή

Πλάτων
Λείο κερί που χαράσσεται με την εμπειρία

Αριστοτέλης
Οργάνωση μνημών σε ζεύγη πληροφοριών συνδεδεμένα από
εμπειρία του ατόμου

William James
Πρωταρχική και Δευτερεύουσα μνήμη

Εμπειρικές μελέτες

Hermann Ebbinghaus

Alfred Binet

Sir Frederick Bartlett


Hermann Ebbinghaus

O Ebbinghaus ήταν ο πρώτος που


πραγματοποίησε εμπειρικές έρευνες στη
μνήμη.
Χρησιμοποίησε την πειραματική μέθοδο
επηρεασμένος από τις μελέτες του Tichener
στην αντίληψη.
1850-1909 Μνήμη είναι η ικανότητα του ανθρώπου να
επαναφέρει στη συνείδησή του παρελθούσες
εμπειρίες.
Έμφαση στη συνδετική οργάνωση της
μνήμης.
1885 Memory. A contribution to experimental psychology.

Μεθοδολογία
Ο Hermann Ebbinghaus ουσιαστικά δημιούργησε τη μεθοδολογία
για την έρευνα της μνήμης. Τα σημαντικότερα σημεία αυτής της
μεθοδολογίας είναι:
Χρήση ενδοσκοπικής μεθόδου
Χρήση ψευδολέξεων ως ερεθίσματα για αποφυγή εννοιολογικών
συνειρμών
Χρήση κριτηρίου μάθησης
Δύο μετρήσεις:
Εξοικονόμισης και Διατήρησης

Διαφορά επαναλήψεων που απαιτούνται Διατήρηση πληροφοριών σε


για να φθάσει κανείς το κριτήριο διαφορετικά χρονικά διαστήματα μετά
μάθησης για μία λίστα λέξεων σε δύο την ικανοποίηση του κριτηρίου
χρονικά διαστήματα. μάθησης.
Ευρήματα

Τα κυριότερα ευρήματά του επαληθεύθηκαν αργότερα από άλλους


μελετητές της μνήμης.

Μήκος καταλόγου και ταχύτητα μάθησης


Καμπύλη της λήθης
Σχέση επανάληψης και μάθησης
Σχέση νοήματος και ταχύτητας απομνημόνευσης
Κατανεμημένη και μαζική επανάληψη
Άμεσο μνημονικό πεδίο

Μήκος καταλόγου και ταχύτητα μάθησης


Όσο μεγαλύτερη είναι η λίστα λέξεων που πρέπει να μάθει κανείς,
τόσο περισσότερες επαναλήψεις απαιτούνται για την ικανοποίηση
του κριτηρίου μάθησης. Η σχέση δεν είναι γραμμική αλλά
λογαριθμική.
Αριθμός επαναλήψεων

Αριθμός συλλαβών
Καμπύλη λήθης (forgetting curve)
Όσο μεγαλύτερο είναι το διάστημα που μεσολαβεί από τη
μάθηση, τόσο λιγότερα στοιχεία διατηρούνται στη μνήμη.
Ποσοστό ανάκλησης

Ημέρες που μεσολαβούν

Καμπύλη λήθης (forgetting curve)


Παρατηρήστε ότι η απώλεια πληροφοριών είναι πιο έντονη το
πρώτο διάστημα.
Ποσοστό ανάκλησης

Ημέρες που μεσολαβούν


Επανάληψη και μάθηση
“the longer a person studies, the longer he retains”

Όσες περισσότερες επαναλήψεις


γίνονται στη διάρκεια της
Εξοικονόμιση τη μέρα 2

μάθησης, τόσο μεγαλύτερη


εξοικονόμιση παρατηρείται στις
επόμενες ημέρες.
Άρα η επανάληψη βοηθά στη
διατήρηση του μαθημένου υλικού
για περισσότερο χρόνο.

Αριθμός επαναλήψεων τη
μέρα 1

Νόημα και ταχύτητα απομνημόνευσης

Υλικό που έχει κάποιο νόημα, το μαθαίνουμε πιο γρήγορα, σε


σχέση με υλικό που δεν έχει νόημα (ψευδολέξεις).
Το υλικό με νόημα χρειάζεται λιγότερες επαναλήψεις.
Κατανεμημένη και μαζική επανάληψη

Υλικό το οποίο έχει υποστεί μαζική επανάληψη (πολλές


επαναλήψεις σε σύντομο χρονικό διάστημα) διατηρείται λιγότερο
χρόνο στη μνήμη μας, σε σχέση με υλικό που έχει υποστεί
κατανεμημένη επανάληψη (ίδιος αριθμός επαναλήψεων αλλά σε
μεγαλύτερο χρονικό διάστημα).

Άμεσο μνημονικό πεδίο

Παρότι ο Miller πιστώνεται συνήθως με την ανακάλυψη του


άμεσου μνημονικού πεδίου, ο Ebbinghaus είχε παρατηρήσει ότι το
υλικό που μπορούμε να μάθουμε με μία μόνο ανάγνωση,
περιορίζεται στα 6-8 στοιχεία.
Οι έρευνες του Miller αργότερα (1960) επιβεβαίωσαν αυτή την
παρατήρηση.
Αποτίμηση

Οι έρευνες του Ebbinghaus θεμελίωσαν το πεδίο της Μνήμης. Στα


θετικά σημεία που αναγνωρίζονται είναι:
Ανάπτυξη μεθοδολογίας για τη μελέτη ανώτερης γνωστικής
λειτουργίας
Ανάπτυξη στατιστικών εργαλείων για την αποτίμηση των
αποτελεσμάτων.

Τα κυριότερα σημεία κριτικής που έχει δεχθεί η έρευνα του


Ebbinghaus είναι:
Χρήση κυρίως φτωχών σημασιολογικά ερεθισμάτων
Προσκόλληση στην μελέτη της σχέσης Μνήμης/Μάθησης μέσω
της επανάληψης.

Alfred Binet
Binet-Simon IQ test (1908, 1911)
Ο Binet έχει συνδεθεί κυρίως με την εργασία
του στις κλίμακες μέτρησης νοημοσύνης που
ανέλαβε για το υπουργείο παιδείας της Γαλλίας.
Ωστόσο, έκανε μερικές σημαντικές ανακαλύψεις
για τη μνήμη.

1857-1911
Μεθοδολογία: Χρήση υλικού με νόημα, μέτρηση άμεσης και
καθυστερημένης ανάκλησης.
Ευρήματα: Φαινόμενο της «κατά σειρά θέσης», είδη λαθών στην
άμεση και καθυστερημένη ανάκληση, υπεροχή νοήματος έναντι
λέξεων, φαινόμενο σημαντικότητας (importance effect).
Sir Frederick Bartlett
Πρώτος καθηγητής πειραματικής ψυχολογίας
στο πανεπιστήμιο του Cambridge.
O Bartlett ενδιαφερόταν για τη μνήμη σύνθετων
πληροφοριών. Χρησιμοποίησε πολύπλοκα
ερεθίσματα στις μελέτες του (ιστορίες, εικόνες).
Δύο ειδών πειραματικοί χειρισμοί:
Γραμμική αναπαραγωγή (το ένα υποκείμενο λέει
1886-1969 την ιστορία στο επόμενο, κ.ο.κ.)
Επαναλαμβανόμενη αναπαραγωγή (το ίδιο
υποκείμενο ξαναλέει την ιστορία σε διαφορετικά
χρονικά σημεία.
Και στις δύο περιπτώσεις μετράμε τις αλλαγές
που προκύπτουν από την αρχική ιστορία.

War of the gosts


One night two young men from Egulac went down to the river to hunt seals and while they were
there it became foggy and calm. Then they heard war-cries, and they thought: "Maybe this is a
war-party". They escaped to the shore, and hid behind a log. Now canoes came up, and they heard
the noise of paddles, and saw one canoe coming up to them. There were five men in the canoe,
and they said:
"What do you think? We wish to take you along. We are going up the river to make war on the
people."
One of the young men said,"I have no arrows."
"Arrows are in the canoe," they said.
"I will not go along. I might be killed. My relatives do not know where I have gone. But you," he
said, turning to the other, "may go with them."
So one of the young men went, but the other returned home.
And the warriors went on up the river to a town on the other side of Kalama. The people came
down to the water and they began to fight, and many were killed. But presently the young man
heard one of the warriors say, "Quick, let us go home: that Indian has been hit." Now he thought:
"Oh, they are ghosts." He did not feel sick, but they said he had been shot.
So the canoes went back to Egulac and the young man went ashore to his house and made a fire.
And he told everybody and said: "Behold I accompanied the ghosts, and we went to fight. Many of
our fellows were killed, and many of those who attacked us were killed. They said I was hit, and I
did not feel sick."
He told it all, and then he became quiet. When the sun rose he fell down. Something black came
out of his mouth. His face became contorted. The people jumped up and cried.
He was dead.
Sir Frederick Bartlett

Ευρήματα
O Bartlett βρήκε ότι τα υποκείμενά του δυσκολευόταν πολύ να
θυμηθούν ακριβώς την αρχική ιστορία παρά τον επαρκή αριθμό
επαναλήψεων.

Η αναπαραγόμενη ιστορία: είχε μικρότερο μέγεθος και δεν


περιείχε λεπτομέρειες.

Η δομή και το γενικό νόημα της ιστορίας ωστόσο παρέμεναν πιστά


στην αρχική ιστορία. Τα λάθη που γινόταν φαίνεται να
επικεντρώνονται σε σημεία της ιστορίας όπου το νόημα δεν ήταν
ξεκάθαρο.

Sir Frederick Bartlett


Η μνήμη είναι μία διαρκής διαδικασία ενεργητικής ανακατασκευής
και όχι παθητική αναπαραγωγή. Η ανακατασκευή επηρεάζεται από
το γνωστικό σχήμα του υποκειμένου.
Θεωρία του σχήματος
Σχήμα = σύνθεση γνώσης για γεγονότα και αντικείμενα
Νέα ερεθίσματα ενεργοποιούν σχήματα με παρόμοια
χαρακτηριστικά
Στα σχήματα επιδρούν: πολιτισμικές καταβολές, στερεότυπα και
συναισθήματα
Η σύνθεση του σχήματος έχει χαλαρή μορφή.
Γιατί;
Για να μπορεί να αφομοιώνει καινούρια στοιχεία (σύνδεση με
ενορατική μάθηση).
Αποτίμηση

Αλλαγή μεθοδολογίας μελέτης της μνήμης με χρήση σύνθετου


υλικού.
Χρήση ποιοτικών μεθόδων ανάλυσης δεδομένων.
Αναδομικός και ενεργητικός χαρακτήρας της μνήμης.
Επίδραση στη γνωστική θεωρία του Neisser.

Μνήμη όχι πάντα αναδομική.


Χαλαρός ορισμός του σχήματος.
Μνήμη ως ενιαίο δομικά σύστημα.

Λειτουργίες και μηχανισμοί της μνήμης

Κωδικοποίηση (encoding)

Αποθήκευση (storage)

Ανάσυρση (retrieval)

Επανάληψη (repetition, rehearsal)

Συνένωση (chuncking)

Οργάνωση (organization)

Λήθη (forgetting)
Στάδια μνήμης

Η μνήμη μας για να λειτουργήσει σωστά, πρέπει να


εκτελεί τρεις βασικές λειτουργίες:

1.Κωδικοποίηση πληροφοριών.

2. Αποθήκευση πληροφοριών.

3. Ανάπλαση (ανάσυρση) πληροφοριών.

Κωδικοποίηση

Κωδικοποίηση είναι η λειτουργία η οποία μετατρέπει


φυσικά ερεθίσματα του περιβάλλοντος σε νοητικές
αναπαραστάσεις έτσι ώστε να είναι αποθηκεύσιμες.

Υπάρχουν διάφορα είδη κωδικοποιήσεων:

1. Φωνολογική κωδικοποίηση
2. Σημασιολογική κωδικοποίηση
3. Οπτική κωδικοποίηση
Φωνολογική Κωδικοποίηση

Όταν χρησιμοποιούμε τον ήχο μιας λέξης για να την


καταχωρήσουμε στη μνήμη μας, έχουμε φωνολογική
κωδικοποίηση.
Δηλαδή μεταφράζουμε τα ψηφία της λέξης στον ήχο
στον οποίο αντιστοιχούν.

Σημασιολογική Κωδικοποίηση

Όταν χρησιμοποιούμε το νόημα μιας λέξης για να την


αποθηκεύσουμε, τότε έχουμε σημασιολογική
κωδικοποίηση.
Όλων των ειδών οι πληροφορίες είναι δυνατόν να
κωδικοποιηθούν σημασιολογικά.
Οπτική Κωδικοποίηση

Όταν χρησιμοποιούμε την εικόνα μιας λέξης για να την


αποθηκεύσουμε, τότε έχουμε οπτική κωδικοποίηση.

Κωδικοποίηση

Και τα τρία είδη κωδικοποίησης είναι δυνατό να


χρησιμοποιηθούν από το μνημονικό μας σύστημα για να
αποθηκεύσουν πληροφορίες.
Το ποιο είδος κώδικα θα επιλεχθεί κάθε φορά είναι
συνάρτηση διαφόρων παραγόντων όπως το είδος και η
μορφή της πληροφορίας.
Αποθήκευση

Το επόμενο στάδιο λειτουργίας της μνήμης μετά την


κωδικοποίηση είναι η αποθήκευση.
Τα ερωτήματα που θα μας απασχολήσουν σε σχέση με
την αποθήκευση είναι:
η χωρητικότητα,
η τοποθεσία,
η οργάνωση κλπ.

Ανάσυρση

Για να χρησιμοποιήσουμε μία πληροφορία που έχουμε


αποθηκεύσει, πρέπει να την ανασύρουμε από τη μνήμη
μας.
Η διαδικασία με την οποία «φέρνουμε» μια
αποθηκευμένη πληροφορία στη συνείδησή μας ώστε να
τη χρησιμοποιήσουμε, ονομάζεται ανάσυρση.
Τα στάδια της μνήμης

Κωδικοποίηση
Σε περιπτώσεις που δε
μπορούμε να θυμηθούμε
κάτι, είναι πιθανό να
ευθύνεται κάποιο
Αποθήκευση πρόβλημα σε οποιοδήποτε
από τα στάδια λειτουργίας
της μνήμης μας

Ανάσυρση

Διαχωρισμοί της μνήμης

Η μνήμη έχει χωριστεί σε υποκατηγορίες ανάλογα:

1.Με τη διάρκεια παραμονής των πληροφοριών στη


μνήμη.

2. Με το είδος των αποθηκευμένων πληροφοριών.

3. Με το αν η ανάσυρση των πληροφοριών είναι


αυτόματη (ασυνείδητη) ή συνειδητή.
Διάρκεια παραμονής

Οι πληροφορίες που αποθηκεύονται στη μνήμη μας δεν


έχουν όλες την ίδια διάρκεια.
Ανάλογα με τη διάρκεια παραμονής των πληροφοριών,
έχουμε τρία είδη μνήμης:

1. Αισθητήρια καταγραφή
2. Βραχύχρονη ή εργαζόμενη μνήμη
3. Μακρόχρονη μνήμη

Αισθητήρια καταγραφή

Η αισθητήρια καταγραφή (ή μνήμη) συγκρατεί


πληροφορίες για ελάχιστο χρόνο (από χιλιοστά του
δευτερολέπτου έως 1-2 δευτερόλεπτα).
Πολλοί ερευνητές θεωρούν ότι είναι περισσότερο μία
αντιληπτική λειτουργία, παρά ένα είδος μνήμης.
Αισθητήρια καταγραφή

Η βραχύχρονη μνήμη συγκρατεί πληροφορίες για μερικά


δευτερόλεπτα έως και λίγα λεπτά.

Το πιο διαδεδομένο μοντέλο λειτουργίας της


βραχύχρονης μνήμης, είναι το μοντέλο της
«εργαζόμενης μνήμης» του Baddeley.

Η βραχύχρονη μνήμη είναι ιδιαίτερα σημαντική δομή,


διότι εμπλέκεται και στη χρήση των πληροφοριών που
ανασύρουμε από τη μνήμη μας.

Διαφορετικές πληροφορίες

Ανάλογα με το είδος των πληροφοριών που περιέχει, η


μνήμη χωρίζεται σε σημασιολογική και επεισοδική.

Σημασιολογική είναι η μνήμη για συγκεκριμένες


πληροφορίες.

Επεισοδική είναι η μνήμη για γεγονότα και περιστατικά.


Ποιότητα ανάσυρσης

Κάποιες πληροφορίες χρειάζεται να προσπαθήσουμε


συνειδητά για να τις θυμηθούμε. Κάποιες άλλες τις
θυμόμαστε με ένα αυτόματο τρόπο.

Η έκδηλη μνήμη αφορά σε πληροφορίες που θυμόμαστε


συνειδητά.

Η άδηλη μνήμη αναφέρεται σε πληροφορίες που


θυμόμαστε αυτόματα, και κυρίως σε δεξιότητες
(οδήγηση, δέσιμο παπουτσιού, κλπ).

Αισθητήρια καταγραφή

Ορισμός
Διάρκεια
Κωδικοποίηση
Τοποθεσία εγγραφής
Μηχανισμοί
Γενικά χαρακτηριστικά
Αισθητήρια καταγραφή
Τι είναι;
Το μνημονικό ίχνος που δημιουργείται από τον ερεθισμό
των αισθήσεων.
Σε τι χρησιμεύει;
Σύνδεση αισθήσεων στο χρόνο, αντίληψη κίνησης,
κατανόηση προφορικού λόγου
Πώς ξέρουμε ότι υπάρχει;
Segner (1740): φωτεινό σημείο σε κυκλική κίνηση μέσα
σε σκοτάδι. Σε διάρκειες περιστροφής έως 100χλδ
βλέπουμε κύκλο.

Πείραμα
Πώς θα τη μετρούσατε;
Sperling (1960)
Τρεις τετράδες ψηφίων/αριθμών
5, Α, 4, Ψ
Ι, 9, Τ, 1
Β, 3, Ρ, Ο
50χλδ
Μάσκα
Ελεύθερη ανάκληση
Δύο μέθοδοι

Ολική αναφορά:
Ανάκληση από όλες τις σειρές ερεθισμάτων
Μερική αναφορά:
Μετά τη μάσκα ακούγεται ένας από τρεις
προκαθορισμένους ήχους.
Τα υποκείμενα ανακαλούν τη σειρά στοιχείων που
αντιστοιχεί στον ήχο που ακούν.

Δύο αποτελέσματα

Ολική αναφορά:
4-5 στοιχεία
Μερική αναφορά:
3 στοιχεία
Πού έχουμε καλύτερη ανάκληση;
Πού οφείλεται η διαφορά;
Η «εικονική» μνήμη χάνεται στα 250 χλδ.
Χωρητικότητα

Πολύ μεγάλη
Περίπου το 70-80% του ερεθισμού.

Χρονική διάρκεια
Πώς θα μετρούσατε τη διάρκεια της αισθητήριας
καταγραφής;
Καθυστερημένη ανάκληση για διαφορετικά χρονικά όρια.
Οι περισσότερες έρευνες δείχνουν πολύ γρήγορη
εξαφάνιση του μνημονικού ίχνους από την αισθητήρια
καταγραφή.
Για οπτικές πληροφορίες, η απώλεια ολοκληρώνεται
μέχρι τα 2 δευτερόλεπτα,
Ενώ για ακουστικές πληροφορίες μέχρι τα 5-6
δευτερόλεπτα.
Κωδικοποίηση

Τι μορφή έχει η αποθηκευμένη πληροφορία στην


αισθητήρια μνήμη;

Neisser: εικονική και ακουστική μνήμη (iconic-echoic)

Όλες οι αισθήσεις φαίνεται να έχουν ένα μνημονικό


τμήμα.

Τοποθεσία αποθήκευσης

Δύο απόψεις:

Νευρώνες σε ανώτερα κέντρα του εγκεφάλου

Αισθητηριακοί υποδοχείς
Μηχανισμοί
Προσοχή

Η αισθητήρια μνήμη βασίζεται στην προσοχή για την


επιλογή των στοιχείων που θα αποθηκευτούν.

Πρόκειται για «προσυνειδητή» λειτουργία (πρβλ.


Treisman).

Μεγαλύτερη επεξεργασία απαιτεί τη συνειδητή εστίαση


της προσοχής.

Γενικά χαρακτηριστικά
Προκατηγορική
Αποθήκευση αντιληπτικών χαρακτηριστικών της
πληροφορίας

Φωτογραφική
Αποθηκεύουμε περισσότερα από όσα μπορούμε να
θυμηθούμε

Σύντομη
Ταχύτατη φθορά μνημονικού ίχνους
Βραχύχρονη Μνήμη
Η ΒΜ ή μνήμη εργασίας, συγκρατεί
πληροφορίες για μερικά δευτερόλεπτα.
Η ΒΜ λειτουργεί σαν «προθάλαμος» των
πληροφοριών που τελικά θα εισέλθουν στη
Μακρόχρονη μνήμη.
Η ΒΜ χρησιμεύει επίσης στην «ενεργοποίηση»
των πληροφοριών που θέλουμε να
χρησιμοποιήσουμε σε κάποιο έργο.

Κωδικοποίηση πληροφοριών
Η κωδικοποίηση των πληροφοριών στη ΒΜ
μπορεί να είναι είτε φωνολογική, είτε οπτική,
είτε σημασιολογική.
Οι έρευνες τείνουν να δείξουν ότι ο
περισσότερο ευνοούμενος κώδικας στη ΒΜ
είναι ο φωνολογικός.
Ωστόσο, σε περιπτώσεις οπτικού υλικού που
είναι δύσκολο να μεταφραστεί φωνολογικά,
υπερισχύει η οπτική κωδικοποίηση.
Φωνολογική κωδικοποίηση
Τις πρώτες έρευνες που έδειξαν την υπεροχή
της φωνολογικής κωδικοποίησης στη ΒΜ, τις
πραγματοποίησε ο Conrad (1964).
Στα πειράματα αυτά, τα υποκείμενα έβλεπαν
μία σειρά γραμμάτων (6 σύμφωνα) για 2-3
δευτ. και έπρεπε να τα ανακαλέσουν με τη
σειρά που τα είδαν.
Το κύριο εύρημα ήταν ότι τα λάθη που έκαναν
τα υποκείμενα ήταν λάθη ακουστικής και όχι
οπτικής σύγχισης.

Παράδειγμα
RLBKSJ
RLTKSJ

Εύκολο: R L T K S J
Δύσκολο: T B C G V E
Χωρητικότητα

Η βραχύχρονη μνήμη έχει περιορισμένη


χωρητικότητα.
Ο Ebbinghaus (1885) υπολόγισε τη
χωρητικότητα της ΒΜ σε επτά στοιχεία.
Ο Miller (1956) επιβεβαίωσε τις μελέτες
εκείνες και υπολόγισε τη χωρητικότητα της
ΒΜ σε 7±2 στοιχεία.

Πειραματική διαδικασία

Προσέξτε τους αριθμούς που θα εμφανιστούν


και προσπαθείστε να τους θυμηθείτε με τη
σειρά που παρουσιάστηκαν.
4, 15, 28, 84, 35, 7, 27, 11, 37, 5

Ομαδοποίηση

Η σειρά των εξής ψηφίων:


253182128101940
είναι δύσκολο να συγκρατηθεί στη ΒΜ.
Ωστόσο, το ερώτημα είναι: τι σημαίνει ΈΝΑ
στοιχείο για τη μνήμη;
Οι πιο πάνω αριθμοί θα μπορούσαν να
παρουσιαστούν ως εξής:
25-3-1821, 28-10-1940
Ομαδοποίηση
Όταν χρειάζεται να αποθηκεύσουμε ένα υλικό,
χρησιμοποιούμε τη γνώση μας για να
οργανώσουμε το υλικό σε μεγαλύτερες ομάδες
που έχουν κάποιο νόημα. Με αυτό τον τρόπο
μπορούμε να αυξήσουμε των αριθμό των
στοιχείων που συγκρατεί η ΒΜ.
Τα 15 στοιχεία της σειράς:
253182128101940
Μετατρέπονται σε δύο

Ομαδοποίηση
Προφανώς, για να συντελεστεί οποιαδήποτε
ομαδοποίηση στοιχείων, θα πρέπει να
εφαρμόσουμε στο υλικό, γνώση που είναι
αποθηκευμένη στη Μακρόχρονη μνήμη.
Στο προηγούμενο παράδειγμα, η ομαδοποίηση
που κάνουμε δε θα ήταν δυνατή για ένα
πληθυσμό που δεν έχει την απαραίτητη
γνώση.
Συνεπώς η ομαδοποίηση του υλικού στη ΒΜ
μπορεί να διαφέρει από άτομο σε άτομο.
Ομαδοποίηση
Ένας παράγοντας που φαίνεται να
διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στην αύξηση της
χωρητικότητας της ΒΜ είναι η εξάσκηση.

Η βελτίωση της
χωρητικότητας μάλλον
οφείλεται σε
καλύτερες διαδικασίες
ομαδοποίησης που
αναπτύσσουν τα
υποκείμενα.

Διάρκεια
Οι πληροφορίες που διατηρούνται στη ΒΜ
χάνονται μετά την έλευση κάποιων
δευτερολέπτων.
Πώς θα μελετούσατε τη διάρκεια της ΒΜ;
Μεθοδολογικά ζητήματα
1. Το υλικό πρέπει να είναι άγνωστο στα
υποκείμενα, και να μην έχει κάποιο νόημα, για
να αποφευχθεί το ενδεχόμενο ανάκλησης από
τη Μακρόχρονη μνήμη.
2. Θα πρέπει να αυξάνεται το διάστημα που
περνάει από την αποθήκευση του υλικού μέχρι
την ανάκλησή του.
3. Θα πρέπει τα υποκείμενα να «εμποδιστούν»
να κάνουν επανάληψη του υλικού το διάστημα
που περιμένουν για να προβούν στην
ανάκληση.

Μεθοδολογικά ζητήματα
1. Το υλικό πρέπει να είναι άγνωστο στα
υποκείμενα, και να μην έχει κάποιο νόημα, για
να αποφευχθεί το ενδεχόμενο ανάκλησης από
τη Μακρόχρονη μνήμη.
Χρήση «άσημων» τριγραμμάτων:
Χξρ, γςπ, λμζ
Μεθοδολογικά ζητήματα
2. Θα πρέπει να αυξάνεται το διάστημα που
περνάει από την αποθήκευση του υλικού μέχρι
την ανάκλησή του.
Μετά τη μελέτη του υλικού, ζητάμε από τα
υποκείμενα την ανάκλησή του σε αυξανόμενα
χρονικά διαστήματα:
Πχ. 3sec,5sec,8sec, κλπ.

Μεθοδολογικά ζητήματα
3. Θα πρέπει τα υποκείμενα να «εμποδιστούν»
να κάνουν επανάληψη του υλικού το διάστημα
που περιμένουν για να προβούν στην
ανάκληση.
Στη διάρκεια «αναμονής» για ανάκληση,
ζητάμε από τα υποκείμενα να κάνουν ένα
παράλληλο έργο που εμποδίζει την
επανάληψη:
π.χ. μετρήστε φωναχτά ανά τρία προς τα
κάτω από τον αριθμό 1974.
Αποτελέσματα
Το ποσοστό του υλικού
που ανακαλούν σωστά
τα υποκείμενα,
μειώνεται με την αύξηση
του χρόνου αναμονής.
Μετά τα 15
δευτερόλεπτα η
ανάκληση είναι πολύ
χαμηλή.

Λήθη

Οι λόγοι για τους οποίους ξεχνάμε το υλικό


που είναι αποθηκευμένο στη ΒΜ είναι δύο:
1. Φθορά ίχνους λόγω χρόνου
2. Εκτόπιση παλαιών πληροφοριών από νέες.
Φθορά ίχνους

Λόγω της περιορισμένης χρονικής διάρκειας


της ΒΜ, ξεχνάμε τις αποθηκευμένες
πληροφορίες μετά από μερικά δευτερόλεπτα.

Εκτόπιση

Λόγω της περιορισμένης χωρητικότητας της


ΒΜ, κάθε νέο στοιχείο που εισέρχεται στη ΒΜ,
εκτοπίζει ένα παλαιό στοιχείο.
Ανάσυρση
Όταν θέλουμε να ανασύρουμε μία πληροφορία
από τη ΒΜ, χρησιμοποιούμε παράλληλη ή
σειριακή αναζήτηση;
Πώς θα κάνατε το πείραμα;
Παράδειγμα
Σας δίνονται τα ψηφία: 491
Τα κάτω ψηφία ήταν μέσα σε αυτά που είδατε;
2
9

Sternberg (1966)

Υλικό από ένα έως έξι ψηφία δίνεται για λίγα


δευτερόλεπτα.
Ακολουθεί το ψηφίο στόχος, και τα
υποκείμενα πρέπει να απαντήσουν όσο το
δυνατόν ταχύτερα, αν το ψηφίο ήταν στη
σειρά που μελέτησαν ή όχι.
Μετράμε το χρόνο αντίδρασης.
Sternberg (1966)
Χρόνος αντίδρασης
(χλδ) 650

500

350
1 2 3 4 5 6

Αριθμός στοιχείων στη ΒΜ

Για να ανασύρουμε πληροφορίες από τη ΒΜ


χρειάζεται να αναζητήσουμε σειριακά τα
στοιχεία που μας ενδιαφέρουν.

Δομές της ΒΜ

Μέχρι το 1974, οι περισσότεροι ερευνητές


θεωρούσαν ότι η ΒΜ είναι μία ενιαία δομή.
Το 1974, βασισμένοι σε μία σειρά
πειραματικών δεδομένων, οι Baddeley &
Hitch, πρότειναν ένα πολύ-δομικό μοντέλο για
τη ΒΜ, το οποίο ονόμασαν «εργαζόμενη
μνήμη».
Εργαζόμενη μνήμη

Το μοντέλο της εργαζόμενης μνήμης υποθέτει


την ύπαρξη δύο υποσυστημάτων στη
βραχύχρονη μνήμη.
Το πρώτο σύστημα είναι ο φωνολογικός
ρυθμιστής, και το δεύτερο είναι ο οπτικο-
χωρικός ρυθμιστής.

Εργαζόμενη μνήμη
Το φωνολογικό σύστημα είναι υπεύθυνο για
την επεξεργασία και διατήρηση λεκτικού
υλικού.
Το οπτικο-χωρικό σύστημα είναι υπεύθυνο για
οπτικό υλικό.
Την εποπτεία των δύο συστημάτων έχει ένας
κεντρικός επεξεργαστής.
Τα δύο συστήματα, λειτουργούν ανεξάρτητα
έως ένα βαθμό.
Εργαζόμενη μνήμη και σκέψη

Η εργαζόμενη μνήμη έχει κεντρικό ρόλο στην


επίλυση σύνθετων προβλημάτων και στην
κατανόηση της γλώσσας.
Παράδειγμα
Πολλαπλασιάστε νοερά το 35 με το 8.
Τι στοιχεία χρειάζεται να «συγκρατείτε» στη
μνήμη σας για να λύσετε το πρόβλημα;

Εργαζόμενη μνήμη και σκέψη


Γλώσσα
Όταν διαβάζετε ένα κείμενο, χρειάζεται να
συνδέσετε προτάσεις μεταξύ τους για να
βγάλετε ένα νόημα.
Η διεργασία αυτή φαίνεται να συντελείται
στην εργαζόμενη μνήμη.
Άτομα με μεγαλύτερη χωρητικότητα στην
εργαζόμενη μνήμη, είναι καλύτερα στην
κατανόηση κειμένου (Daneman & Carpender,
1980)
Μεταφορά από τη ΒΜ στη ΜΜ
Πώς περνάνε οι πληροφορίες από τη ΒΜ στη
ΜΜ;
Ο κύριος τρόπος με τον οποίο φαίνεται να
περνάνε οι πληροφορίες από τη ΒΜ στη ΜΜ
είναι η επανάληψή τους.
Πληροφορίες οι οποίες επαναλαμβάνονται ενώ
βρίσκονται στη ΒΜ, φαίνεται να περνάνε στη
ΜΜ και να αποθηκεύονται πιο μόνιμα.
Πληροφορίες που δεν επαναλαμβάνονται,
συνήθως «χάνονται» μετά από λίγα δεύτερα.

Είδη επανάληψης
Φαίνεται να υπάρχουν δύο είδη επανάληψης
που χρησιμοποιούμε στη ΒΜ.
1. Επανάληψη διατήρησης.
2. Επανάληψη επεξεργασίας.
Η επανάληψη διατήρησης έχει στόχο τη
διατήρηση των πληροφοριών στη ΒΜ.
Η επανάληψη επεξεργασίας έχει στόχο την
κωδικοποίηση των πληροφοριών για
αποθήκευσή τους στη ΜΜ.
Καμπύλη κατά σειρά θέσης

Σε ένα πείραμα «ελεύθερης ανάκλησης», τα


υποκείμενα μελετούν μία σειρά ερεθισμάτων
και στο τέλος προσπαθούν να θυμηθούν όσα
περισσότερα μπορούν, σε οποιαδήποτε σειρά
θέλουν.
Οι λέξεις του καταλόγου δεν έχουν σχέση
μεταξύ τους, και παρουσιάζονται η κάθε μία
χωριστά για 2 δευτερόλεπτα περίπου.

Καμπύλη κατά σειρά θέσης


Ποσοστό ανάκλησης
(%) 100

50

0
5 10 15 20 25 30

Θέση λέξης στον κατάλογο

Γιατί η ανάκληση των λέξεων επηρεάζεται από


τη θέση τους στον κατάλογο;
Καμπύλη κατά σειρά θέσης
Ποσοστό ανάκλησης
(%) 100

50

0
5 10 15 20 25 30

Θέση λέξης στον κατάλογο

Οι τελευταίες λέξεις βρίσκονται ακόμη στη ΒΜ,


ενώ οι πρώτες λέξεις έχουν προλάβει να
επαναληφθούν, και πέρασαν στη ΜΜ.

Ανακεφαλαίωση

1. Η ΒΜ έχει σύντομη διάρκεια και περιορισμένη


χωρητικότητα.
2. Η κωδικοποίηση είναι κυρίως φωνολογική και
κατά δεύτερο λόγο οπτική.
3. Η ΒΜ αποτελείται από διαφορετικές δομές που
είναι υπεύθυνες για συγκεκριμένου τύπου υλικό.
4. Η ΒΜ εμπλέκεται στην επίλυση προβλημάτων, και
στην κατανόηση της γλώσσας.
5. Μέσω της επανάληψης, το υλικό τής ΒΜ περνάει
στη ΜΜ.

You might also like