You are on page 1of 20

Ο Ι Κ Ο Ι Ν Ω Ν Ι Κ Ε Σ Α Ν Α ΠΑ ΡΑΣΤΑΣΕ ΙΣ

Σε τι διαφέρει η επιστημονική σκέψη από την πρακτική σκέψη


ή ο επιστημονικός λόγος από τον καθημερινό λόγο

Σε τι διαφέρει ο επιστήµονας σοφός από


τον πρακτικό σοφό, τον µέσο άνθρωπο ή τον κοινό νου; Τόσο η επιστηµονική
όσο και η πρακτική σκέψη σκοπό έχουν να ελέγξουν το φυσικό και κοινωνικό
περιβάλλον, τον υλικό και τον ιδεατό κόσµο. Και τα δύο κοινωνικά υποκείµενα
αποβλέπουν στην κατανόηση, την ερµηνεία και την πρόβλεψη όλων αυτών που
υπάρχουν και συµβαίνουν γύρω τους. Η διαφορά τους έγκειται στον τρόπο
που ακολουθούν για να επιτευχθεί ο κοινός τους στόχος, στις αποδόσεις στις
οποίες προβαίνουν για να εξηγήσουν τη σχέση αιτίου-αιτιατού, στη δυνατότητα
γενίκευσης των συµπερασµάτων που βγάζουν και στη χωρο-χρονική τους ισχύ.
Ο άνθρωπος, σύµφωνα µε τον Moscovici (), είναι µία σκεπτόµενη
µηχανή που επεξεργάζεται τις πληροφορίες που φθάνουν σ’ αυτόν από τον
έξω κόσµο και έτσι κατασκευάζει τις γνώσεις του. Αυτή η µηχανή αναπαράγει
τον τρόπο σκέψης του αδαούς, του ανθρώπου που «χαρακτηρίζεται ως “ο άν-
θρωπος του δρόµου”, ο “κύριος καθένας”, ούτε πολύ έξυπνος, ούτε πολύ χαζός,
ούτε πολύ µορφωµένος, ούτε πολύ αµόρφωτος. Εσείς κι εγώ, για παράδειγµα…»
(σ. ), στην προσπάθειά µας να κατανοήσουµε και να ερµηνεύσουµε το χα-
ρακτήρα ή τη συµπεριφορά κάποιου. Αυτή η µηχανή περιέχει άρρητες ή απλοϊ-
κές θεωρίες (σκέψεις, πεποιθήσεις, ιδέες, προκαταλήψεις, στερεότυπα...) που
αντιτίθενται στις επιστηµονικές. Ο απλοϊκός σοφός, όταν θέλει να κρίνει τον
εαυτό του ή τους άλλους, όταν βρίσκεται αντιµέτωπος µε ένα σύνολο καταστά-
σεων, γεγονότων, πράξεων ή συµπεριφορών που προσπαθεί να καταλάβει και
να εξηγήσει, προβαίνει σε επαγωγές και αποδίδει το αιτιατό είτε σε εσωτερικά
είτε σε εξωτερικά αίτια, είτε στις προδιαθέσεις είτε στο κοινωνικό πλαίσιο, είτε
στο άτοµο είτε στις συνθήκες. Βέβαια, η ερµηνεία µε εξωτερικά ή εσωτερικά
αίτια εξαρτάται από το εάν το αιτιατό αφορά εµάς τους ίδιους ή τους άλλους,
ενώ ταυτόχρονα οι αυτο-αποδόσεις και οι ετερο-αποδόσεις είναι συνάρτηση
του κοινωνικά αποδεκτού ή όχι αιτιατού, της κοινωνικά επιθυµητής ή ανεπιθύ-
µητης φύσης της συµπεριφοράς. Μία επιτυχία την αποδίδουµε σε ενδογενείς
παράγοντες, όταν αυτή αφορά εµάς τους ίδιους (π.χ. η προσπάθεια που κα-
ταβάλαµε) και σε εξωγενείς, όταν αφορά τους άλλους (π.χ. τον ευνόησαν οι
συνθήκες). Το αντίστροφο ισχύει για την αποτυχία.
Ο Moscovici (ό.π.) εντοπίζει τρεις διαφορές µεταξύ του απλοϊκού σοφού
και του επιστήµονα σοφού. Οι διαφορές αυτές δεν σχετίζονται µε την προσπά-
1
22 Ε Π Ι Σ Τ Η Μ Ο Ν Ι Κ Ο Σ Λ Ο ΓΟ Σ Π Ε Ρ Ι Κ Ο Ι Ν Ω Ν Ι Κ Ω Ν
Α Ν Α Π Α ΡΑ Σ ΤΑ Σ Ε Ω Ν Κ Α Ι Ι ∆ Ε Ο Λ Ο Γ Ι Ω Ν

θεια του µεν και του δε να κατανοήσει τον περιβάλλοντα κόσµο, ούτε ακόµη
στην παρουσία ή απουσία πανεπιστηµιακών διπλωµάτων. Οι διαφορές αφο-
ρούν κοινωνιοψυχολογικούς µηχανισµούς, όπως είναι η στεγανότητα στην
πληροφορία, η συµπεριφορική κυριαρχία και η προσωποκρατία, τους οποίους
παρουσιάζουµε παρακάτω.
Η στεγανότητα στην πληροφορία χαρακτηρίζει τον µέσο άνθρωπο ο οποίος
αντιστέκεται σε οποιαδήποτε πληροφορία προέρχεται από τον «άλλο» και σε
οποιαδήποτε επίδραση ενδέχεται να του ασκήσει. Στην καθηµερινή του ζωή, το
άτοµο ψάχνει τις πληροφορίες που επαληθεύουν τις απόψεις του και παραµε-
ρίζει ή αγνοεί εκείνες που τείνουν να τις αποσταθεροποιήσουν. Χρησιµοποιεί
την προκατασκευασµένη εικόνα του και τις ήδη διαµορφωµένες αποδείξεις
που διαθέτει, για να ενδυναµώσει τα στερεότυπά του. Έτσι, πολύ συχνά οδηγεί-
ται σε εσφαλµένα συµπεράσµατα. Όταν έχει στη διάθεσή του µία πληροφορία,
σχηµατίζει µία γνώµη. Εάν αλλάξουν οι πληροφορίες που διαθέτει, δεν είναι
εύκολο να αλλάξει και η γνώµη του, διότι στο µεταξύ κατασκεύασε µια ερµη-
νεία ή εξήγηση στηριζόµενο σε αυτές, κάνοντας διάφορους συσχετισµούς µε
τα γεγονότα. Για παράδειγµα, ένας αναγραµµατισµός (λειτυοργία ή ευατός) που
έγινε µία φορά συνεχίζει να επαναλαµβάνεται..., σαν η εσφαλµένη ορθογραφία
να αφήνει ένα άσβηστο ίχνος στη µνήµη. «Οι άνθρωποι, ως “απλοϊκοί σοφοί”
έχουν µια τάση να ανθίστανται στα γεγονότα και στις γνώσεις που δεν συµβιβάζο-
νται µε τις άρρητες θεωρίες τους. Τείνουν να αποκλείουν τέτοιες πληροφορίες και,
ταυτόχρονα, τους δίνουν ελάχιστη σηµασία. Λες και υπάρχει µια γενική αρχή που
ενεργοποιείται: κάθε πεποίθηση, πίστη ή θεωρία κατακρατεί τις πληροφορίες που
την επαληθεύουν και ξεφορτώνεται εκείνες που την ακυρώνουν» (Moscovici,
ό.π., σ. -).
Η κυριαρχία του συµπεριφορισµού παραπέµπει στην προσπάθεια που κατα-
βάλουν οι άνθρωποι για να οδηγήσουν τους άλλους γύρω τους να υιοθετή-
σουν συµπεριφορές που επιβεβαιώνουν τις ιδέες που έχουν γι’ αυτούς: «…η
πραγµατικότητα αντανακλά την εικόνα που έχει ο άνθρωπος γι’ αυτήν την πραγ-
µατικότητα» (στο ίδιο, σ. ). Ο προσλαµβανόµενος ως καλός µαθητής γίνεται
πράγµατι καλός (και αλλοίµονο στον κακό µαθητή!), ενώ αυτός που προσλαµ-
βάνεται ως παρεκκλίνων οδηγείται σε παρεκκλίνουσες συµπεριφορές.

. Οι εκπαιδευτικοί οφείλουν να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί κατά τη διδασκαλία µαθηµάτων


για να µην παρουσιάζουν λανθασµένες πληροφορίες. Εάν τα παιδιά µάθουν κάτι λάθος, είναι
δύσκολο να το αντικαταστήσουν µε το σωστό, διότι εν τω µεταξύ το έχουν αρθρώσει µε τις προ-
ϋπάρχουσες γνώσεις και έχουν κατασκευάσει ερµηνευτικά και προβλεπτικά σχήµατα.
2
Ε Ι Σ Α ΓΩ Γ Η 23

Η προσωποκρατία συνίσταται στην υπερεκτίµηση της ατοµικής ευθύνης


στην έκβαση της συµπεριφοράς. Ο απλοϊκός σοφός, στην προσπάθειά του
να εξηγήσει τη συµπεριφορά του άλλου, αποδίδει τα αίτια της συµπεριφοράς
είτε στις προδιαθέσεις του ατόµου είτε στις περιστάσεις κάτω από τις οποίες
εµφανίζεται η συγκεκριµένη συµπεριφορά. Έχει παρατηρηθεί, ωστόσο, ότι
τα άτοµα δείχνουν µια ιδιαίτερη προτίµηση στις εσωτερικές αποδώσεις, στις
προδιαθέσεις, στα ψυχολογικά χαρακτηριστικά, στην προσωπικότητα και στην
ιδιοσυγκρασία ως αίτια της συµπεριφοράς (βλ. θεµελιώδες σφάλµα του Ross,
), χωρίς να λαµβάνουν υπόψη τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εξελίσ-
σεται η συγκεκριµένη συµπεριφορά.
Στο πλαίσιο αυτό, ο απλοϊκός σοφός είναι ένας κακός σοφός, εφόσον «εί-
ναι αδιάβλητος στην πληροφορία, περιορίζεται στο να επαληθεύει τις θεωρίες
του (…) και εξηγεί οτιδήποτε παρατηρεί βασιζόµενος σε προσωπικές αιτίες» (στο
ίδιο, σ. ). Οι Moscovici και Hewstone () αναφέρονται στη διάκριση
της επιστηµονικής και αναπαραστασιακής σκέψης, οι οποίες αφορούν την
επιστηµονική δραστηριότητα και τη δραστηριότητα του πρακτικού ανθρώπου
αντίστοιχα. Ο Πίνακας  συνοψίζει τα χαρακτηριστικά του τρόπου σκέψης του
απλοϊκού και του επιστήµονα σοφού. Αυτές οι δύο µορφές σκέψης διατηρούν
µια διαλεκτική σχέση µεταξύ τους και έχουν διαφορές και οµοιότητες.
Ο «αδαής» σοφός σκέφτεται αποσπασµατικά, αντιστέκεται στις καινού-
ριες πληροφορίες, βασίζεται σε προσωπικές εµπειρίες ή εµπειρίες που του
έχουν αφηγηθεί άλλοι, προτείνει κανόνες για να ικανοποιηθούν οι ανάγκες της
στιγµής, επηρεάζεται από προηγούµενες στάσεις και κοινωνικά στερεότυπα,
βασίζεται σε δοξασίες, ενδιαφέρεται και επιλέγει τις πληροφορίες που ενδυ-
ναµώνουν τις απόψεις του, υπερεκτιµά τις ενδογενείς αποδόσεις έναντι των
εξωγενών στην ερµηνεία των φαινόµενων και των συµπεριφορών. Αντίθετα,
ο «επαγγελµατίας» σοφός στοχάζεται, σκέφτεται επαγωγικά, ορίζει υποθέ-
σεις και χρησιµοποιεί επεξεργασµένες µεθόδους για την αναζήτηση της «ορ-
θής» απάντησης, ενώ διατυπώνει κριτήρια για να έλεγχό της. Τα ερευνητικά
του ερωτήµατα στηρίζονται στην παρατήρηση και χρησιµοποιεί ένα σύστηµα
επεξεργασµένων εννοιών. Τα ευρήµατά του διαρκούν περισσότερο µέσα στο
χώρο και το χρόνο, για περισσότερες και ευρύτερες κοινωνικές οµάδες, ενώ
προσπαθεί να λαµβάνει απόσταση από τον εαυτό του ή από οποιοδήποτε συµ-
φέρον ή όφελος.

3
24 Ε Π Ι Σ Τ Η Μ Ο Ν Ι Κ Ο Σ Λ Ο ΓΟ Σ Π Ε Ρ Ι Κ Ο Ι Ν Ω Ν Ι Κ Ω Ν
Α Ν Α Π Α ΡΑ Σ ΤΑ Σ Ε Ω Ν Κ Α Ι Ι ∆ Ε Ο Λ Ο Γ Ι Ω Ν

Πίνακας 
∆ιάκριση ανάµεσα στη σκέψη του απλοϊκού σοφού και του επιστήµονα σοφού

Αναπαραστασιακή ή πρακτική σκέψη Επιστηµονική σκέψη


Προφορική ή φυσική σκέψη Γραπτή ή τυπική σκέψη
• Αποσπασµατική • Συστηµατική
• Στεγανή στις πληροφορίες • Ανοιχτή στις πληροφορίες
• Βασίζεται σε προσωπικές εµπειρίες • ∆ιατυπώνει κριτήρια για να ελέγξει
υποθέσεις
• Βασίζεται σε δοξασίες • Βασίζεται σε ερευνητικά δεδοµένα
• Αυτοσχεδιάζει • Χρησιµοποιεί επεξεργασµένες µεθό-
δους
• Οι κανόνες βγαίνουν για να ικανοποι- • Η περιγραφή της βασίζεται στην πα-
ήσουν ανάγκες της στιγµής ρατήρηση
• Επηρεάζεται από προηγούµενες στά- • Στοχάζεται και χρησιµοποιεί ένα σύ-
σεις και στερεότυπα στηµα επεξεργασµένων εννοιών
• Ενδιαφέρεται και συγκρατεί τις πλη- • Λαµβάνει απόσταση από οποιοδήπο-
ροφορίες που ενδυναµώνουν τις θέ- τε συµφέρον
σεις της
• Αποδίδει τις αιτίες µιας συµπεριφο- • Λαµβάνει υπόψη τις κοινωνικές συν-
ράς στις προδιαθέσεις των ατόµων θήκες
• Τα συµπεράσµατά της είναι περιορι- • Τα συµπεράσµατά της διαρκούν πε-
σµένα και εφήµερα ρισσότερο µέσα στο χώρο και το χρό-
νο και για µεγάλες οµάδες ατόµων

Ωστόσο, τόσο η πρακτική όσο και η επιστηµονική σκέψη διακατέχονται από την
υποκειµενικότητα των ατόµων. Θα αναφέρουµε τέσσερα ενδεικτικά επιχειρή-
µατα τα οποία ενδυναµώνουν αυτή τη θέση.

. Το πρώτο επιχείρηµα αφορά την άσκηση της επιστήµης ως ανθρώπινης


δραστηριότητας. Μπορούµε να φανταστούµε ένα άτοµο ή µία οµάδα ατόµων
να ορίζονται ανεξάρτητα από αυτό που παράγουν σε επίπεδο γνώσεων,
αξιών ή κοινωνικών αναπαραστάσεων; Σε τελευταία ανάλυση, η αναπα-
ράσταση που έχουµε για τον εαυτό µας, τους άλλους και το αντικείµενο, σε
ένα συγκεκριµένο ιστορικοκοινωνικό πλαίσιο, καθορίζει και τις ερευνητι-
κές µας επιλογές. Πρόταση ελεγµένη και πειραµατικά, όπως θα δούµε και
στο δεύτερο κεφάλαιο [βλ. αναπαράσταση του εαυτού, του άλλου και του
έργου (Abric, )]. Θα έπρεπε να ήµασταν κάτι παραπάνω από «άνθρω-
4
Ε Ι Σ Α ΓΩ Γ Η 25

ποι» για να µπορέσουµε να αντισταθούµε σε όλες αυτές τις επιρροές που


δεχόµαστε και ασκούµε στις αλληλεπιδράσεις µας και οι οποίες αφορούν
τα κυρίαρχα συστήµατα ιδεών ή αναπαραστάσεων. Έτσι, η θεµατολογία για
παράδειγµα της κοινωνικής ψυχολογίας (ή κάποιας άλλης επιστήµης) φαί-
νεται ότι επηρεάζεται από τους προβληµατισµούς της εκάστοτε ιστορικής
εποχής, του κάθε ανθρώπου ή της κάθε κοινωνικής οµάδας ξεχωριστά.
Ο Deconchy () αναφέρει ότι «…η επιστηµονική έρευνα είναι µια
ανθρώπινη δραστηριότητα, ενταγµένη και αρθρωµένη σε ένα σύνολο άλλων
δραστηριοτήτων. Για το λόγο αυτό, όπως γίνεται και µε όλες τις άλλες ανθρώ-
πινες δραστηριότητες, καταλήγει σε εγχειρήµατα χωροχρονικά προσδιορισµέ-
να. Άλλαξαν οι καιροί, όπου σκεφτόµασταν (ή πιστεύαµε) ότι “η Επιστήµη”
αποσκοπούσε στην εγκαθίδρυση µιας Απόλυτης Γνώσης, ανακαλύπτοντας,
στο βάθος των πραγµάτων, αιώνια εγγεγραµµένες αλήθειες. Επειδή η επιστη-
µονική έρευνα –σε όποιον τοµέα κι αν ασκείται–, εφαρµόζεται σε µια δεδοµέ-
νη κοινωνία, επειδή εγγράφεται σε ένα χώρο εξουσίας, στον οποίο η ίδια είναι
υποταγµένη, σε ένα χώρο εξουσίας, στη σύνταξη τού οποίου συµµετέχει και
αυτή, επειδή γίνεται µεσολαβητής (στο επίπεδο των γνώσεων που παράγει,
καθώς και στην ενδεχόµενη εφαρµογή τους) των θεσµών, είναι προφανές ότι,
όπως όλες οι ανθρώπινες δραστηριότητες, φέρει τη σφραγίδα αυτού που θα
µπορούσαµε γενικά να ονοµάσουµε “ιδεολογία”». Και συνεχίζει ο ίδιος συγ-
γραφέας υποστηρίζοντας ότι «υπό αυτήν την οπτική γωνία, η κοινωνική ψυχο-
λογία δεν µπορεί να εκτυλιχθεί –όπως και οι άλλες επιστηµονικές δραστηριό-
τητες– σε ένα φόντο αχρονολόγητης Απολυτότητας και σε ένα χώρο θαυµάσια
προστατευµένο από την ιστορικότητα, τις ιδεολογικές εµπλοκές, και του παι-
χνιδιού των οικονοµικο-πολιτικών λειτουργιών και στρατηγικών» (σ. ).

. Το δεύτερο επιχείρηµα αφορά την επιστηµονική «αντικειµενικότητα» ή


τη σχέση της ιδεολογίας µε την επιστήµη. Για τη σχέση της επιστήµης –ιδιαί-
τερα των κοινωνικών επιστηµών– µε την ιδεολογία οι απόψεις διίστανται.
Η επιστήµη πρέπει να είναι ουδέτερη ιδεολογικά για τους µεν, ενώ για τους
δε συνδέεται µε την πρόοδο, την εξέλιξη, την ελευθερία ενός λαού ή µιας
τάξης και οφείλει να εµπλέκεται ιδεολογικά. Από τη µια, λοιπόν, το «δόγµα»
της ουδετερότητας και από την άλλη η ιδεολογική σκοπιµότητα. Ο ίδιος δι-
χασµός απόψεων ισχύει και για τη σχέση της κοινωνικής ψυχολογίας µε την
ιδεολογία. Υπάρχουν αυτοί οι οποίοι θεωρούν ότι η κοινωνική ψυχολογία,
ως επιστηµονικός κλάδος, οφείλει να εγχειρηµατοποιήσει «ουδέτερες»
ιδεολογικά αναλύσεις θεµάτων, και αυτοί οι οποίοι πιστεύουν ότι οι κοινω-
νιοψυχολογικές προσεγγίσεις που δεν εσωτερικεύουν µια ιδεολογική ανά-
5
26 Ε Π Ι Σ Τ Η Μ Ο Ν Ι Κ Ο Σ Λ Ο ΓΟ Σ Π Ε Ρ Ι Κ Ο Ι Ν Ω Ν Ι Κ Ω Ν
Α Ν Α Π Α ΡΑ Σ ΤΑ Σ Ε Ω Ν Κ Α Ι Ι ∆ Ε Ο Λ Ο Γ Ι Ω Ν

λυση των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων χάνουν από το γεγονός ότι αυτές


οι αλληλεπιδράσεις διαδραµατίζονται σε ιστορικές συνθήκες που πρέπει
να ελεγχθούν ή καλύτερα να αναχθούν (Deconchy, ). Στις δύο αυτές
απόψεις της ιδεολογικής ουδετερότητας και του ιστορικού αναγωγισµού,
θα πρέπει να καταθέσουµε και µια τρίτη η οποία αµφισβητεί τόσο την πρώτη
όσο και τη δεύτερη, προτείνοντας την έννοια της σύγκρουσης µεταξύ του
ερευνητή, της επιστήµης, των ιστορικοκοινωνικών συνθηκών και των θε-
µάτων τα οποία «προσπαθεί» ή «οφείλει» να κατανοήσει.

. Το τρίτο επιχείρηµα αφορά τη σκοπιµότητα του ερευνητή. Προσπα-


θούµε να διδάξουµε στους φοιτητές µας ότι ο ρόλος της επιστήµης είναι
η ανακάλυψη της «αλήθειας», η προαγωγή των αξιών του πολιτισµού, η
παραγωγή ανθρώπινου δυναµικού ικανού να εκτιµά «λογικά» και «αντικει-
µενικά», να µάχεται για τα ιδεώδη της δηµοκρατίας, της ελευθερίας και της
ισότητας. Τα ιδεώδη αυτά κυριάρχησαν το λόγο, ενώ οι πράξεις αντιτίθε-
νται σ’ αυτόν. Ατοµικά συµφέροντα, φιλοδοξίες, φασιστικές ή εθνικιστικές
τάσεις, συµµαχίες µε τις κυρίαρχες δυνάµεις, αγώνας για δόξα και χρήµα
καθορίζουν αρκετές φορές τις ερευνητικές επιλογές των «δασκάλων της
γνώσης». Συχνά, η επιλογή µιας µεθοδολογίας µε αυστηρές και εξεζητηµέ-
νες τεχνικές συγκαλύπτει το επιστηµονικό κενό. Η ιδεολογική «ουδετερό-
τητα» που προσπαθούµε να διασφαλίσουµε µέσω της µεθοδολογίας δεν
υπάρχει. Η µεθοδολογική προσέγγιση του αντικειµένου είναι επίσης µια
ανθρώπινη επιλογή.

. Το τέταρτο, τέλος, επιχείρηµα αφορά την περιχαράκωση και τα όρια


του ερευνητή. Ο ερευνητής συχνά εξηγεί σύνθετα φαινόµενα µε απλά αίτια.
Σύµφωνα µε τον Moscovici (), ο ερευνητής έχει δύο πρόσωπα και
µοιάζει λίγο µε ένα παράξενο ζώο που είναι µισο-αλεπού, µισο-σκαντζόχοι-
ρος: «Η αλεπού ξέρει πολλά πράγµατα, αλλά ο σκαντζόχοιρος ξέρει µόνο ένα
σπουδαίο πράγµα» (σ. ). Ο ερευνητής-αλεπού, στο βαθµό που περιγρά-
φει, είναι εξερευνητικός, επιθετικός, συνδυάζει σκόρπια γεγονότα και έν-
νοιες, κάνει απάτες µε τις µεθόδους χωρίς τον παραµικρό ενδοιασµό. Όταν
όµως χρειαστεί να εξηγήσει το σύνολο των αποτελεσµάτων του, αυθόρµη-
τα, σαν τον σκαντζόχοιρο, κυλάει σαν µπάλα, τεντώνει τα αγκάθια του, αρ-
νούµενος οτιδήποτε δυσχεραίνει την οπτική του. Εξετάζει τα αποτελέσµατα
στο εσωτερικό µιας εξειδίκευσης και τα αποδίδει σε µια µοναδική αιτία. Τα
συσχετίζει µε ένα σύστηµα ιδεών αναγνωρισµένου κύρους, εξασφαλίζοντας
έτσι την εγκυρότητά τους.
6
Ε Ι Σ Α ΓΩ Γ Η 27

Τα παραπάνω επιχειρήµατα ενδυναµώνουν την ιδέα ότι δεν µπορούµε να


υποστηρίξουµε ότι η πρακτική σκέψη είναι υποκειµενική ενώ η επιστηµονική
αντικειµενική και ταυτίζεται µε την «Αλήθεια». Σε τελευταία ανάλυση, η επιστη-
µονική έρευνα είναι µια ανθρώπινη δραστηριότητα όπως είναι και η πρακτική
σκέψη. Ο Eco () αναφέρεται στον «ιδεολογικό µύθο της αντικειµενικότη-
τας» και στην «ψευδαίσθηση της αλήθειας» (σ. -). Η ιστορία, εξάλλου,
µας έχει διδάξει τόσο την περιορισµένη ισχύ αρκετών επιστηµονικών θεωριών
όσο και τη διαφορετική προσέγγιση και ερµηνεία των ίδιων φαινόµενων. Ας
δούµε, όµως, µερικά ενδεικτικά επιστηµονικά παραδείγµατα που φαίνεται να
ενισχύουν τον έλεγχο αυτής της υπόθεσης.

Α. Το πρώτο παράδειγµα εµπνέεται από το χώρο της κοινωνικής ψυχολογίας


και συγκεκριµένα από τη θεωρία των διαδικασιών κοινωνικής επιρροής. Το
γνωστό, πλέον, στο χώρο µας πειραµατικό υπόδειγµα του Asch () που
αφορά την εύρεση της ισότητας µιας γραµµής ερέθισµα µεταξύ τριών άνισων
προτεινόµενων γραµµών, όπου οι πειραµατικοί συνεργοί (πλειοψηφία) δίνουν
οµόφωνες εσφαλµένες απαντήσεις σε όλες τις δοκιµασίες και επηρεάζουν ένα
ανυποψίαστο άτοµο (µειοψηφία), επιδέχεται διπλή ερµηνεία. Η µία δίνεται από
τον ίδιο τον Asch που εξηγεί την αλλαγή των απαντήσεων του µειοψηφικού
ανυποψίαστου υποκειµένου, προς την κατεύθυνση των απαντήσεων της πλει-
οψηφίας των πειραµατικών συνεργών, ως αποτέλεσµα πλειοψηφικής επιρρο-
ής: οι πολλοί επηρεάζουν τους λίγους. Εξάλλου, τα φαινόµενα επιρροής που
µελέτησε ο Asch συνδέονται µε την κοινωνική συµµόρφωση, η οποία ορίζεται
ως η διαδικασία µέσω της οποίας ένα άτοµο αλλάζει τις απόψεις ή τη συµπε-
ριφορά του µε σκοπό να τις προσαρµόσει στις απόψεις ή τη συµπεριφορά της
οµάδας στην οποία ανήκει.

. Προς την ίδια κατεύθυνση, ο Παπαστάµου (), θέλοντας να συζητήσει τη σχέση της
κοινωνικής ψυχολογίας µε την ιδεολογία, αναφέρεται στην (ψευδ)αίσθηση της «αντικειµενι-
κότητας» της επιστήµης φέρνοντας ένα σύνολο παραδειγµάτων που ενισχύουν αυτή τη θέση.
Επίσης, το έργο του προαναφερόµενου συγγραφέα πάνω στην «Ψυχολογιοποίηση» (β),
και ιδιαίτερα τα κεφάλαια που αναφέρονται στο παρελθόν της ψυχολογιοποίησης, στην καθη-
µερινή, επιστηµονική και θεσµοθετηµένη ψυχολογιοποίηση καθώς και στην ψυχολογιοποίηση
των µειονοτήτων και της σύγκρουσης που δηµιουργούν, ενδυναµώνουν την επιχειρηµατολογία
που αναπτύσσουµε εδώ. Το ίδιο ισχύει και για την έρευνα που διεξήγαγε ο Doise () σε
άρθρα που δηµοσιεύτηκαν στο European Journal of Social Psychology κατά τη διάρκεια των επτά
χρόνων από την ίδρυσή του, µε γνώµονα τα τέσσερα επίπεδα κοινωνιοψυχολογικής ανάλυσης
που µας προτείνει ο ίδιος (ενδο-ατοµικό, διατοµικό, διοµαδικό ή κοινωνικής θέσης και ιδεολο-
γικό). Στην πλειοψηφία τους τα κοινωνιοψυχολογικά άρθρα που µελέτησε κάνουν περιοριστικές
ερµηνείες για την εξήγηση του υπό έρευνα φαινοµένου, ανάγοντάς το είτε σε ενδο-ατοµικές
είτε/και σε διατοµικές είτε/και σε ενδο-περιστασιακές συνθήκες, χωρίς να λαµβάνεται υπόψη
το αναπαραστασιακό ή ιδεολογικό πλαίσιο παραγωγής του.
7
28 Ε Π Ι Σ Τ Η Μ Ο Ν Ι Κ Ο Σ Λ Ο ΓΟ Σ Π Ε Ρ Ι Κ Ο Ι Ν Ω Ν Ι Κ Ω Ν
Α Ν Α Π Α ΡΑ Σ ΤΑ Σ Ε Ω Ν Κ Α Ι Ι ∆ Ε Ο Λ Ο Γ Ι Ω Ν

Μια άλλη ερµηνεία για το ίδιο φαινόµενο προτείνεται από τους Faucheux
και Moscovici (), οι οποίοι αλλάζουν το συµπέρασµα του Asch, σύµφω-
να µε το οποίο «η πλειοψηφία µπορεί να επηρεάσει τη µειοψηφία, ακόµα και
όταν εκφράζει απόψεις αντίθετες µε τη φυσική αντικειµενική πραγµατικότητα»,
και υποστηρίζουν ότι «η συνεκτική µειονότητα αλλάζει, κάτω από καθορισµέ-
νες συνθήκες, έναν πλειοψηφικό κανόνα» (σ.  και ). Από αριθµητική
άποψη οι πειραµατικοί συνεργοί αποτελούν µια πλειοψηφία, εάν σκεφτούµε,
όµως, µε όρους κοινωνικών κανόνων υποστηρίζουν µια µειονοτική θέση. Το
ανυποψίαστο άτοµο έχει στο µυαλό του έναν κοινωνικό κανόνα, προϊόν µάθη-
σης και εµπειρίας (ισότητα-ανισότητα µεταξύ δύο γραµµών), οι πειραµατικοί
συνεργοί όµως αµφισβητούν τα συνήθη σχήµατα και τους κανόνες εκτίµησης
του µήκους. Έχουµε, λοιπόν, έναν πλειονοτικό κανόνα ενάντια σε µία σταθερή
µειονότητα: η χωρίς αµφιβολία αντίληψη και η καθηµερινή µάθηση ενάντια στο
παράλογο µιας ολοφάνερα λανθασµένης εκτίµησης. «…Το φαινόµενο Asch (α)
δεν οφείλεται στην πίεση που ασκεί η πλειοψηφία αλλά στη σταθερότητα των
απαντήσεών της, και (β) η επιρροή που εκδηλώνεται έχει ως λειτουργία την αλλα-
γή ενός κυρίαρχου κανόνα, προκαλώντας στο άτοµο την ανάγκη να επιλέξει µετα-
ξύ εναλλακτικών όρων ή µεταξύ περισσοτέρων οµάδων», γράφουν οι Faucheux
και Moscovici (ό.π., σ. ). Στο πειραµατικό υπόδειγµα του Asch παρατηρεί-
ται µια πρώτη εκδήλωση µειονοτικής επιρροής.
Η επιρροή στο πείραµα του Asch ερµηνεύεται είτε ως κοινωνική συµµόρ-
φωση είτε ως κοινωνική αλλαγή ή καινοτοµία, σύµφωνα µε τη διάκριση του
«λειτουργικού» και «γενετικού» µοντέλου διαδικασιών κοινωνικής επιρροής
που προτείνεται από το Moscovici (). Το λειτουργικό µοντέλο είναι κοι-
νωνικο-πολιτικό συντηρητικό και επιστηµονικά λειτουργικό, καθώς επικεντρώ-
νεται στην αναπαραγωγή και διατήρηση των κοινωνικών σχέσεων και των
κυρίαρχων κοινωνικών κανόνων. Το γενετικό µοντέλο, από την άλλη, µπορεί
να χαρακτηρισθεί ως προοδευτικό στο κοινωνικο-πολιτικό επίπεδο και αλλη-
λεπιδρασιακό στο επιστηµονικό επίπεδο, εφόσον εστιάζεται στην κοινωνική
αλλαγή και την καινοτοµία.

. Ο όρος «πλειοψηφία» (το αντίθετο της µειοψηφίας) ορίζεται αριθµητικά, ενώ ο όρος
πλειονότητα (το αντίθετο της µειονότητας) ορίζεται σε σχέση µε τους κυρίαρχους κοινωνικούς
κανόνες. Οι µελετητές των φαινοµένων της µειονοτικής επιρροής (βλ. ενδεικτικά Moscovici, ,
Παπαστάµου & Μιούνυ, , Παπαστάµου, α, β κ.ά.) υποχρεώθηκαν να κάνουν τη
διάκριση µεταξύ µειοψηφίας και µειονότητας, επισηµαίνοντας ότι αυτό που καθορίζει τη µειονό-
τητα δεν είναι τόσο ο αριθµός των µελών της αλλά η συµµετοχή της ή όχι στην εξουσία και στην
παραγωγή των κυρίαρχων κοινωνικών κανόνων. Η πλειονότητα είναι η κυρίαρχη κοινωνική οµάδα η
οποία συµµετέχει στην παραγωγή και διάδοση των κοινωνικών κανόνων και των θεσµοθετηµένων
δοµών, ενώ η µειονότητα τις υφίσταται (βλ. επίσης Μαντόγλου, α/).
8
Ε Ι Σ Α ΓΩ Γ Η 29

Β. Το παράδειγµα που µόλις αναφέραµε µπορεί να αρθρωθεί σε µια γενικότερη


αντίληψη περί κοινωνικής ψυχολογίας, η οποία αναδεικνύεται µε τη σύντοµη
ιστορική αναδροµή των γενικών θεωρητικών τάσεων που την περιχαράκωσαν
και των ειδικότερων θεµάτων που την απασχόλησαν και η οποία ενδυναµώνει
την υπόθεση της υποκειµενικότητας της επιστήµης. Με τον όρο «γενικές θεωρη-
τικές τάσεις» εννοούµε το πέρασµα από το ατοµικό στο κοινωνικό υποκείµενο
ή από τον βιολογικό αναγωγισµό στο συµπεριφορισµό και από τον τελευταίο
στην κοινωνική αλληλεπίδραση, ή ακόµη το πέρασµα από µια κοινωνική ψυχο-
λογία της ισορροπίας σε µια κοινωνική ψυχολογία της σύγκρουσης.
Η ευρωπαϊκή κοινωνική ψυχολογία –κυρίως γαλλικής προέλευσης– βρί-
σκει τις ρίζες της στην ψυχολογία των µαζών του ου αιώνα µε τους Tarde
() και Le Bon (), οι οποίοι αποδίδουν τη συµπεριφορά των µαζών,
αφενός, σε µια ψυχική διεργασία (εσωτερική αιτία) και, αφετέρου, στις ηγετι-
κές ή χαρισµατικές προσωπικότητες (εξωτερική αιτία). Η γαλλική κοινωνική
ψυχολογία αναπτύσσεται στη βάση ενός παράδοξου, σύµφωνα µε το οποίο το
άτοµο, όταν είναι µόνο του, φαίνεται να συµπεριφέρεται λογικά, ορθολογικά
και συµµορφωτικά, όταν όµως «παρασύρεται» στα κοινωνικά γρανάζια, τότε η
συµπεριφορά του γίνεται ανεξέλεγκτη, ανορθολογική και «οπισθοδροµική».
Την ίδια περίοδο, στην Αµερική, συναντάµε δύο ερευνητές που ασχολού-
νται µε θέµατα κοινωνικής ψυχολογίας. Τον κοινωνιολόγο Ross (), ο
οποίος επηρεάστηκε από τον Tarde, και τον ψυχολόγο Mc Dougal (), ο
οποίος επηρεάστηκε από τον Freud. Ο ένας προσπαθούσε να εξηγήσει την
ψυχολογική συµπεριφορά των ατόµων µέσω των νόµων της µίµησης, ενώ ο
άλλος µέσω των ενστίκτων και των νόµων της κληρονοµικότητας. Σ’ αυτόν τον
«επιστηµονικό» λόγο ασκήθηκε κριτική από αρκετούς επιστήµονες –κυρίως
κοινωνιολόγους– οι οποίοι αντιστάθηκαν στους βιολογικούς αναγωγισµούς
και στην επιχειρηµατολογία των ενστίκτων και προσδιόρισαν κοινωνικούς πα-
ράγοντες ερµηνείας της ανθρώπινης συµπεριφοράς. Ο Watson (), πατέ-
ρας του συµπεριφορισµού, αµφισβητώντας τον κληρονοµικό καθορισµό της
συµπεριφοράς, προτείνει παράγοντες όπως η εκπαίδευση και η παράδοση που
προσδιορίζουν το άτοµο και κατευθύνουν τη συµπεριφορά του. Ο Watson, ως
παραδοσιακός και «καθαρός» ψυχολόγος, δεν ενδιαφέρεται να εξηγήσει την

. Θέση η οποία µας βρίσκει καθ’ όλα αντίθετους, εφόσον η ιστορία µάς έχει διδάξει ότι η
αλλαγή προέρχεται από τα «ανορθολογικά» κοινωνικά υποκείµενα ή καλύτερα από αυτά που
χαρακτηρίζονται ως τέτοια. Η σύγχρονη ευρωπαϊκή κοινωνική ψυχολογία πρέπει να έχει ως
αντικείµενο µελέτης της την «ανορθολογική» δράση του κοινωνικού υποκειµένου, παρατηρεί
εύστοχα ο Moscovici ().
9
30 Ε Π Ι Σ Τ Η Μ Ο Ν Ι Κ Ο Σ Λ Ο ΓΟ Σ Π Ε Ρ Ι Κ Ο Ι Ν Ω Ν Ι Κ Ω Ν
Α Ν Α Π Α ΡΑ Σ ΤΑ Σ Ε Ω Ν Κ Α Ι Ι ∆ Ε Ο Λ Ο Γ Ι Ω Ν

κοινωνική ζωή, προετοιµάζει όµως καθοριστικά το έδαφος για µία νέα προ-
σέγγιση των σχέσεων µεταξύ ατόµου και κοινωνίας.
Επηρεασµένη η κοινωνική ψυχολογία από το γενικότερο κλίµα της ανάπτυ-
ξης της ψυχολογίας –της ψυχανάλυσης και του συµπεριφορισµού–, προσανα-
τολίζει, σε µία πρώτη φάση, τις θεωρίες της στον έλεγχο της συµπεριφοράς
και της προσαρµογής της στην κοινωνική τάξη. Σε µία χώρα και σε µια συ-
γκεκριµένη ιστορική περίοδο όπως είναι η Αµερική του πρώτου παγκοσµίου
πολέµου, µε τα κοινωνικά και οικονοµικά προβλήµατα που συσσωρεύει, µε
τη µαζική είσοδο των µεταναστών, οι κοινωνικοί επιστήµονες –των ψυχολό-
γων (και των κοινωνικών ψυχολόγων) συµπεριλαµβανοµένων– προσφέρουν
τις υπηρεσίες τους στο βιοµηχανικό κεφάλαιο. Ο συµπεριφοριστής Allport
() θα δώσει µία θεωρητική και µεθοδολογική διάσταση στην κοινωνική
ψυχολογία, εισάγοντάς την στο χώρο της µέτρησης και του πειραµατισµού. Οι
έρευνές του πάνω στην ανθρώπινη δράση αναδεικνύουν τον περιορισµό των
ακραίων συµπεριφορών και την τάση για συµµόρφωση. Ο Allport υποστηρί-
ζει ότι υπάρχει µια πρωταρχική και ασυνείδητη τάση να σκεφτόµαστε και να
κρίνουµε όπως οι άλλοι, να υποκύπτουµε ασυνείδητα στους τύπους και στους
κανόνες, και επισηµαίνει ότι ο µηχανισµός κοινωνικού ελέγχου εδρεύει στο
ίδιο το άτοµο.
Στις αρχές του ού αιώνα στην Αµερική, η κοινωνική γνώση στρέφεται
γύρω από τη συµµόρφωση, την κανονιστικότητα και την οµοιογένεια, που λει-
τουργούν ως αρχές που έχει εσωτερικεύσει το άτοµο και οι οποίες δεν του
επιτρέπουν να αποτολµήσει τη διαφοροποίηση. Μετά το δεύτερο παγκόσµιο
πόλεµο, οι θεωρίες των αµερικανών κοινωνικών ψυχολόγων, επηρεασµένες
από το κλίµα της κοινωνίας στην οποία ζουν –ύφεση οικονοµικών, ταξικών,
πολιτικών συγκρούσεων– προσδίδουν ιδιαίτερη σηµασία στην αρµονία, την
ισορροπία και την οµοιοµορφία. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου εµφανίζο-
νται θεωρίες όπως αυτές της γνωστικής ισορροπίας του Heider (), της
γνωστικής ασυµφωνίας και της κοινωνικής σύγκρισης του Festinger (,
, ), της ψυχολογικής αναδραστικότητας του Brehm (), της
κοινωνικής απόδοσης των Heider (), Jones και Davis () και Kelley
(), κ.ά. Όλες αυτές οι θεωρίες ασχολούνται µε την αποφυγή της σύ-
γκρουσης ή την επίλυσή της σε ένα πλαίσιο διατήρησης της ισορροπίας, της
συνοχής, της σταθερότητας, της διασφάλισης της κοινωνικής τάξης και των
εγκαθιδρυµένων κοινωνικών δοµών.
Οι κοινωνικοί ψυχολόγοι τις δεκαετίες του  και του , αντιµέτω-
ποι µε το ναζιστικό φαινόµενο και την επιρροή των µειονοτικών ενάντια στο
ρεύµα ή αντιδραστικών ιδεών, έστρεψαν την προσοχή τους στη µελέτη της κοι-
10
Ε Ι Σ Α ΓΩ Γ Η 31

νωνικής επιρροής. Ενδιαφέρθηκαν να αντισταθούν στη ναζιστική προπαγάνδα


και να διαδώσουν δηµοκρατικές στάσεις. Τα µεγάλα προγράµµατα πάνω στην
αλλαγή στάσεων αρχίζουν µετά το δεύτερο παγκόσµιο πόλεµο, συσχετίζοντας
τα χαρακτηριστικά της πηγής του µηνύµατος και των δεκτών καθώς και τους
τρόπους επικοινωνίας για να προσδιορίσουν τις συνθήκες αλλαγής της στά-
σης. Έτσι, εµφανίζονται έρευνες όπως αυτές του Asch (), των Hovland,
Janis και Kelley () και του Kelman (, ) πάνω στην κοινωνική
συµµόρφωση.
Στο τέλος της δεκαετίας του , στη Γαλλία, αρχίζουν να οικοδοµού-
νται τα θεµέλια µιας κοινωνικής ψυχολογίας της σύγκρουσης. Ο Moscovici
και οι συνεργάτες του (Faucheux & Moscovici, , Moscovici, Lage &
Naffrechoux, , Moscovici & Ricateau, , Moscovici,  κ.ά.),
σε ένα κλίµα κοινωνικών αναβρασµών µε τα γεγονότα του Μάη του ’, επι-
σηµαίνουν τη δυνατότητα κοινωνικής αλλαγής που επέρχεται, όταν ενεργές
µειονότητες έρχονται σε ρήξη µε τους κυρίαρχους κοινωνικούς κανόνες και
υποστηρίζουν µε σθένος και σταθερότητα τις καινοτόµες απόψεις τους απο-
σκοπώντας στην επιρροή του πληθυσµού. Με τη µελέτη των διαδικασιών µει-
ονοτικής επιρροής, δηλαδή µε τη µελέτη των χαρακτηριστικών που πρέπει να
έχει η µειονότητα για να επηρεάσει, της συµπεριφοράς και των στρατηγικών
που πρέπει να υιοθετήσει για να επέλθει η κοινωνική αλλαγή, των αντιστά-
σεων που συναντά για να διαδώσει τους καινοτόµους κανόνες της, ασχολή-
θηκαν στη συνέχεια πολλοί κοινωνικοί ψυχολόγοι, κυρίως γαλλο-ελβετικής
παιδείας. Ενδεικτικά αναφέρουµε τους Moscovici (), Mugny (), Πα-
παστάµου & Μιούνυ (), Moscovici & Personnaz (, ), Mugny
& Carugati (), Παπαστάµου (β), Mugny & Pérez (, ,
), Moscovici & Mugny () κ.ά.

Γ. Ένα άλλο παράδειγµα που ενισχύει την περιορισµένη χωροχρονική ισχύ της
επιστηµονικής σκέψης είναι αυτό που συνδέεται µε τη µαρξιστική θεώρηση του
καθοριστικού ρόλου του οικονοµικού επιπέδου (εξωτερικές συνθήκες) στη

. Η µειονότητα αντιπαρατίθεται στην πλειονότητα και προσπαθεί να µετασχηµατίσει την


κοινωνιοψυχολογική πραγµατικότητα. Πώς, όµως, είναι δυνατόν ένα άτοµο, το οποίο δεν διαθέτει
ούτε δύναµη ούτε εξουσία ή κάποια κοινωνική θέση ούτε τις κατάλληλες αρµοδιότητες να µπορεί
να θεωρηθεί δυνητική πηγή καινοτοµίας; Για να ασκηθεί µια κοινωνική επιρροή πρέπει κανείς να
υπάρχει και να είναι ενεργός, υποστηρίζει ο Moscovici (). Οι ενεργές µειονότητες επιχειρούν
να επηρεάσουν για να διαδώσουν µια καινοτοµία. Προτείνουν, δηλαδή, µια εναλλαγή στον πλειο-
νοτικό κανόνα και προσπαθούν αυτός ο άλλος κανόνας να γίνει αποδεκτός από τον πλειοψηφικό
πληθυσµό.

11
32 Ε Π Ι Σ Τ Η Μ Ο Ν Ι Κ Ο Σ Λ Ο ΓΟ Σ Π Ε Ρ Ι Κ Ο Ι Ν Ω Ν Ι Κ Ω Ν
Α Ν Α Π Α ΡΑ Σ ΤΑ Σ Ε Ω Ν Κ Α Ι Ι ∆ Ε Ο Λ Ο Γ Ι Ω Ν

λειτουργία ενός βιο-ανθρωπο-κοινωνικού σχηµατισµού, που µας κληροδότη-


σε ο ος αιώνας. Αυτή η υπόθεση δεν ελέγχθηκε ποτέ, όπως επισηµαίνει ο
Χαραλάµπους (), απλά φυσικοποιήθηκε και επισφράγισε την πρόσληψη
και την ερµηνεία των κοινωνικών φαινόµενων. Η πρόταση του Μαρξ σύµφωνα
µε την οποία «Το τι είναι οι άνθρωποι δεν καθορίζεται από τη συνείδησή τους,
αλλά, αντίστροφα το κοινωνικό τους είναι καθορίζει τη συνείδησή τους» (,
σ. ), αµφισβητεί την αλληλεπίδραση µεταξύ εσωτερικών και εξωτερικών
παραγόντων, µεταξύ ψυχολογικών και κοινωνικών –συµπεριλαµβανοµένων
των οικονοµικών– «συµφερόντων». Θα µπορούσαµε ωστόσο να αναρωτη-
θούµε κατά πόσο τα οικονοµικά συµφέροντα µπορούν να υπάρξουν χωρίς
την εσωτερίκευση και τη µεταµόρφωσή τους σε αναπαραστάσεις και χωρίς
την ύπαρξη των κοινωνικών υποκειµένων που τις εκφράζουν, είτε σε επίπεδο
σκέψης είτε σε επίπεδο δράσης. Οι άνθρωποι δεν συγκρούονται αποκλειστι-
κά για εξωτερικά αντικείµενα και χωρίς να επενδύουν σε αυτά. Παλεύουν και
στρατεύονται µόνο όταν εµπλέκονται µέσα από τη µεταµόρφωση των εξωτερι-
κών συµφερόντων σε αναπαραστάσεις που εµπεριέχουν αρνητικές ή θετικές
στάσεις και καθορίζουν τις κοινωνιοψυχολογικές τους ταυτότητες. Το ίδιο θα
µπορούσαµε να αναρωτηθούµε κατά πόσο το «κοινωνικό είναι» καθορίζει τη
συνείδηση, στο βαθµό που δεν περιλαµβάνει τη συγκρουσιακή σχέση του ατό-
µου και της κοινωνίας, και ως εκ τούτου δεν πετυχαίνει να εξηγήσει ούτε την
αναπαραγωγή του κοινωνικού συστήµατος ούτε την κοινωνική αλλαγή που
είναι αποτέλεσµα της ανθρώπινης δράσης.
Εάν παραµείνουµε στο χώρο της οικονοµικής επιστήµης, θα µπορούσαµε
να αναφέρουµε επίσης τη διαφορετική πρόσληψη και ερµηνεία των οικονοµι-
κών φαινόµενων, ανάλογα µε το θεωρητικό ερµηνευτικό µοντέλο που υιοθε-
τείται: το µαρξιστικό ή το νεοφιλελεύθερο. Όπως µε τις διαδικασίες κοινωνικής
επιρροής, έτσι και µε την οικονοµική διάσταση, προτείνονται δύο διαµετρικά
αντίθετες προσεγγίσεις και ερµηνείες για να περιγράψουν, συχνά, το ίδιο φαι-
νόµενο.

∆. Το τελευταίο παράδειγµα αντλείται από το χώρο της πολιτικής επιστήµης


και της κοινωνιολογίας και αφορά τον επιστηµονικό λόγο που επικράτησε για
την εξήγηση της επιβολής του στρατιωτικού καθεστώτος της ης Απριλίου
στην Ελλάδα (Μαντόγλου, α/). Σύµφωνα µε µια πρώτη εξήγηση,
το στρατιωτικό καθεστώς ήταν ξενική κατοχή. Κινήθηκε στηριγµένο στη CΙΑ, το
Πεντάγωνο και τις ΗΠΑ που ήταν φορείς επιβολής της παγκόσµιας ηγεµονικής πο-
λιτικής του βορειοαµερικανικού ιµπεριαλισµού (Ψυρούκης, α, β). Η
δεύτερη εξήγηση προτείνεται από τον Poulantza (), ο οποίος επισηµαίνει
12
Ε Ι Σ Α ΓΩ Γ Η 33

ότι η µεταπρατική αστική τάξη, που συνδεόταν µε το ξένο βορειοαµερικανι-


κό κεφάλαιο, στήριξε το στρατιωτικό καθεστώς, το οποίο εξέφραζε τα συµ-
φέροντά της. Τέλος, η τρίτη εξήγηση αφορά τις διοµαδικές συγκρούσεις µέσα
στο κράτος και την κατοχύρωση του ρόλου των συνταγµαταρχών µέσα σε αυτό
(Μουζέλης, ).
∆εν αµφισβητούνται οι εξωτερικές επιδράσεις και οι συµµαχίες µε τάξεις άλ-
λων κοινωνιών στη συγκρότηση ενός πολιτικού καθεστώτος (κι αυτό, ιδιαίτερα
σε περιόδους όπου παρατηρείται έντονη η αλληλοδιείσδυση των κοινωνικών
σχηµατισµών). ∆εν αµφισβητείται, επίσης, ότι για την κατανόηση ενός πολιτικού
καθεστώτος θα πρέπει να εντοπίζονται οι κοινωνικές δυνάµεις που το στήρι-
ξαν. Η προσφυγή, όµως, σε µια κεντρική αρχή (τα ιµπεριαλιστικά κέντρα ή το
εφοπλιστικό κεφάλαιο) για την εξήγηση της επιβολής ενός καθεστώτος δείχνει
την υποτίµηση των κοινωνικών οµάδων των οργανωµένων έξω από το οικο-
νοµικό επίπεδο, στους κρατικούς µηχανισµούς, θεωρώντας τες δευτερεύουσας
σηµασίας, χωρίς δική τους βούληση και προσανατολισµό, «όντας ξενοκίνητες
και εξαρτήµατα».
Η µορφή του πολιτικού καθεστώτος της περιόδου - αναδύεται
µέσα από τη µελέτη της σύγκρουσης Στρατού – Κοινοβουλίου – Παλατιού (Μου-
ζέλης, ), από τη µια, και της συγκρότησης των κοινωνικών αντιπάλων στη
δεκαετία του , από την άλλη. Η χούντα των συνταγµαταρχών έκανε το
πραξικόπηµα για τον εαυτό της και όχι για τη µεταπρατική αστική τάξη και για τον
αµερικανικό ιµπεριαλισµό. Βέβαια, εντασσόταν στην προοπτική της κυρίαρχης
τάξης της Ελλάδας και του αµερικανικού ιµπεριαλισµού, που χωρίς τη βοήθειά
του ίσως οι αντικοµουνιστικές δυνάµεις, που συνεργάστηκαν µε τα γερµανικά
στρατεύµατα κατοχής, να µην επικρατούσαν στο τέλος της δεκαετίας του . Η
προοπτική όµως αυτή ήταν και δική της (αντικοµουνισµός, ΝΑΤΟϊσµός, κ.λπ.) και
µακροχρόνια έτεινε να κυριαρχήσει στην ελληνική κοινωνία, µέσα από τον έλεγ-
χο των µέσων διοίκησης και τον καθορισµό του ιστορικού προσανατολισµού.

Αναφέραµε αυτά τα εκτενή παραδείγµατα για να συζητήσουµε την κατασκευή


της «πραγµατικότητας» και της ερµηνείας της είτε αυτή αφορά τον επιστήµονα
σοφό είτε τον αδαή σοφό. Για την κατανόηση αυτής της κατασκευής πρέπει
να λαµβάνονται υπόψη οι κοινωνιοψυχολογικές ταυτότητες (κοινωνική τάξη,
φύλο, ηλικία, πολιτικές ή θρησκευτικές πεποιθήσεις κ.ά.) των κοινωνικών
υποκειµένων, η σκοπιµότητα αυτής της κατασκευής (σε τι χρησιµεύει) και το
κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο διαδραµατίζεται (ιστορικό, πολιτικό, κοινωνικό,
επιστηµονικό, οικονοµικό, θρησκευτικό ή άλλο). Από την άλλη, ο Moscovici,
συζητώντας τη διάκριση µεταξύ της σκέψης του επιστήµονα σοφού και του
13
34 Ε Π Ι Σ Τ Η Μ Ο Ν Ι Κ Ο Σ Λ Ο ΓΟ Σ Π Ε Ρ Ι Κ Ο Ι Ν Ω Ν Ι Κ Ω Ν
Α Ν Α Π Α ΡΑ Σ ΤΑ Σ Ε Ω Ν Κ Α Ι Ι ∆ Ε Ο Λ Ο Γ Ι Ω Ν

ερασιτέχνη σοφού, γράφει ότι: «Η πολλαπλότητα και η ποιοτική ανισότητα των


πηγών πληροφόρησης, σε σχέση µε τον αριθµό των πεδίων ενδιαφερόντων που
πρέπει να κατέχει ένα άτοµο για να επικοινωνήσει ή να συµπεριφερθεί, κάνουν
επισφαλείς τις σχέσεις µεταξύ των εκτιµήσεων. Υπό το φως αυτής της ποικι-
λοµορφίας, η διάκριση ανάµεσα στον µη καλλιεργηµένο άνθρωπο και σ’ αυτόν
που είναι καλλιεργηµένος, ο οποίος χρησιµοποιεί περισσότερο επιστηµονικούς
τρόπους σκέψης, χάνει την αξία της. Πράγµατι, αντιµέτωποι µε ορισµένα θέµατα,
όλοι οι άνθρωποι είναι µη καλλιεργηµένοι. Η σχολική, πανεπιστηµιακή µόρφωση
δηµιουργεί µια µεγαλύτερη ικανότητα κατανόησης των γνώσεων που κυκλοφο-
ρούν στην κοινωνία. Ωστόσο, πολύ συχνά, οι διαφορές γίνονται δυσδιάκριτες και,
οποιοδήποτε κι αν είναι το επίπεδο µόρφωσης, τα άτοµα είναι εφοδιασµένα µε
έναν πανοµοιότυπο εξοπλισµό για να επικοινωνήσουν ή να εκφέρουν µια γνώ-
µη». Έτσι παρατηρείται επανειληµµένα ότι, «εκτός από το λεξιλόγιο, το ύφος
σκέψης είναι το ίδιο, όποια κι αν είναι η κοινωνική οµάδα ή το επίπεδο µόρφωσης
του πληροφοριοδότη» (, σ. -). Για παράδειγµα, συναντιώνται
ένας µαθηµατικός, ένας πολιτικός µηχανικός, ένας οικοδόµος και ένας υπάλ-
ληλος γραφείου στο καφενείο και συζητούν για το ρατσισµό ή για το πρώτο
ταξίδι στο φεγγάρι ή για τον πόλεµο στον Κόλπο, ή για την τρέχουσα πολιτική
κατάσταση, ή για τις σχέσεις των δύο φύλων, για τη νόσο των χοίρων ή ακόµη
για την οικονοµική κρίση που διανύουµε. Τι είδους επιχειρήµατα φέρνουν ο κα-
θένας από αυτούς και σε τι θα διαφέρουν; Η µεγάλη ποικιλία των κοινωνικών
αντικειµένων και το σύνολο των πληροφοριών που τα αφορούν περιορίζουν
τη διάκριση µεταξύ του ειδικού και του µη ειδικού, του επιστήµονα και του
πρακτικού ανθρώπου. Αντιµέτωπο µε την πλειοψηφία των ζητηµάτων κάθε
άτοµο συµπεριφέρεται ως µη ειδικό, ως αδαής σοφός. Το θέµα περιπλέκεται
στο βαθµό που εµπλέκονται και «συµφέροντα». Ο καθένας από εµάς ανήκει
σε συγκεκριµένες οµάδες των οποίων τα συµφέρονται εκπροσωπεί και προ-
σπαθεί να διασφαλίσει είτε ως αδαής είτε ως ειδήµων. Έτσι, είτε πρόκειται για
επιστηµονική είτε για πρακτική σκέψη-αναπαραστάσεις, παρατηρούνται κοινές
διαδικασίες κατασκευής τους και αλληλόδραση στο περιεχόµενό τους, παρά
τις ιδιαιτερότητες που εντοπίστηκαν και συζητήθηκαν πιο πάνω.

Τι είναι, όµως, οι κοινωνικές αναπαραστάσεις. Καταρχάς, οι κοινωνικές ανα-


παραστάσεις αφορούν τον τρόπο µε τον οποίο εµείς, κοινωνικά υποκείµενα,
προσλαµβάνουµε τα γεγονότα της καθηµερινής ζωής, τα δεδοµένα του περι-
βάλλοντός µας, τις πληροφορίες που κυκλοφορούν, τα πρόσωπα του κοντινού
ή µακρινού µας περίγυρου. Με λίγα λόγια, είναι η αυθόρµητη, απλοϊκή γνώση,
που έχει τόσο µεγάλο ενδιαφέρον για τις κοινωνικές επιστήµες σήµερα, αυτό
14
Ε Ι Σ Α ΓΩ Γ Η 35

που συνηθίζουµε να ονοµάζουµε γνώση της κοινής γνώµης. Αυτή η γνώση συ-
ντίθεται από τις εµπειρίες µας, αλλά και από τις πληροφορίες, τις γνώσεις, τα
µοντέλα σκέψης που δεχόµαστε και µεταβιβάζουµε µέσω της παράδοσης, της
εκπαίδευσης και της κοινωνικής επικοινωνίας. Είναι µια κοινωνικά επεξεργα-
σµένη και διαδεδοµένη γνώση που στοχεύει στον έλεγχο του περιβάλλοντος,
στην κατανόηση, την εξήγηση και την πρόβλεψη των γεγονότων, των ιδεών ή
των συµπεριφορών. Συµµετέχει, δηλαδή, στην κοινωνική κατασκευή της πραγ-
µατικότητας και καθορίζει την πραγµατική ή συµβολική αλληλεπίδραση µεταξύ
των κοινωνικών υποκειµένων.
Οι κοινωνικές αναπαραστάσεις παρουσιάζονται ως µορφές σκέψης λίγο ή
πολύ πολύπλοκες. Σύµφωνα µε την Jodelet () είναι εικόνες που συµπυ-
κνώνουν ένα σύνολο σηµασιών, συστήµατα αναφοράς που µας επιτρέπουν να
ερµηνεύουµε αυτά που µας συµβαίνουν ή ακόµη να δίνουµε νόηµα στο ανα-
πάντεχο. Είναι θεωρίες που χρησιµεύουν στην ταξινόµηση των περιστάσεων,
των φαινοµένων, των ατόµων µε τα οποία συνδιαλεγόµαστε και µας βοηθούν
να τοποθετηθούµε απέναντι σε όλα αυτά. Με λίγα λόγια, είναι το προϊόν και
η διαδικασία µιας ψυχικής και κοινωνικής επεξεργασίας της καθηµερινής µας
πραγµατικότητας, ένας τρόπος ανάγνωσης και ερµηνείας της.
Στόχος του πρώτου µέρους του βιβλίου είναι να αναδείξει τον τρόπο µε τον
οποίο τα κοινωνικά υποκείµενα προσλαµβάνουν την κοινωνική πραγµατικότη-
τα µέσω των επικοινωνιών και των αλληλεπιδράσεων. Υπάρχει πραγµατικό-
τητα ή µήπως την κατασκευάζουµε; Ό,τι µας περιβάλλει είναι υπαρκτό ή δικό
µας δηµιούργηµα; Πώς παράγεται η σκέψη; Πώς παράγεται η γνώση; Οι άν-
θρωποι συµµετέχουν σ’ αυτές τις διαδικασίες και µε ποιον τρόπο; Ποιος είναι
ο ρόλος των θεσµών, των κυρίαρχων αξιών και ιδεών και ποιος ο ρόλος της
επικοινωνίας; Η θεωρία που απαντά στα παραπάνω ερωτήµατα είναι αυτή των
κοινωνικών αναπαραστάσεων, την oποία θα παρουσιάσουµε από τις απαρχές
της στο χώρο της κοινωνικής ψυχολογίας, µε το κλασικό πλέον έργο του Serge
Moscovici La psychanalyse son image et son public [Η ψυχανάλυση η εικόνα της
και το κοινό της] (/), µέχρι τη δυναµική της εξέλιξη σε θεωρητικό
και µεθοδολογικό επίπεδο.
Το έργο του Moscovici, Η ψυχανάλυση η εικόνα της και το κοινό της, γράφτη-
κε το  και επανακυκλοφόρησε το . Θεωρείται το πρώτο θεωρητικό
βιβλίο πάνω στις κοινωνικές αναπαραστάσεις, ένα από τα προνοµιακά αντικεί-

. Για την ελληνική έκδοση βλ. Serge Moscovici, «Η ψυχανάλυση, η εικόνα της και το κοινό
της», Αθήνα: Οδυσσέας, . Για µια σύντοµη παρουσίαση της θεωρίας των κοινωνικών ανα-
παραστάσεων βλ. Μαντόγλου (β).

15
36 Ε Π Ι Σ Τ Η Μ Ο Ν Ι Κ Ο Σ Λ Ο ΓΟ Σ Π Ε Ρ Ι Κ Ο Ι Ν Ω Ν Ι Κ Ω Ν
Α Ν Α Π Α ΡΑ Σ ΤΑ Σ Ε Ω Ν Κ Α Ι Ι ∆ Ε Ο Λ Ο Γ Ι Ω Ν

µενα της κοινωνικής ψυχολογίας. Το βιβλίο αυτό είναι χρήσιµο τόσο στους
φοιτητές των τµηµάτων ψυχολογίας, όσο και γενικότερα στους κοινωνικούς
επιστήµονες των οποίων τα ενδιαφέροντα ξεπερνούν τα στενά πλαίσια της
επιστήµης τους. Μέσα από την ανάλυση συνεντεύξεων, ερωτηµατολογίων και
άρθρων του Τύπου για το νεοσυσταθέν τότε αντικείµενο της ψυχανάλυσης,
εµφανίζονται διαφορετικές δυναµικές της κοινωνιοψυχολογικής επεξεργασί-
ας µιας αναπαράστασης, σύµφωνα µε τα ενδιαφέροντα της οµάδας που την
κατασκευάζει και τη διαδίδει.
Ένα άγνωστο φαινόµενο εµφανίζεται κάποια στιγµή στο κοινωνικό πεδίο
των υποκειµένων, αυτό της ψυχανάλυσης. Μια επικοινωνιακή διαδικασία ξεκι-
νάει γύρω από αυτό για να το καταστήσει διαυγές, κατανοητό, διαχειρίσιµο και
χρηστικό. Ο Moscovici ορίζει τη θεωρία των κοινωνικών αναπαραστάσεων,
µελετώντας τη διαδικασία µέσω της οποίας µια επιστηµονική θεωρία µετασχη-
µατίζεται σε σύστηµα ιδεών της κοινής γνώµης. Η ψυχανάλυση, νέα ακόµη
«θεωρία» τη δεκαετία του , αποτελεί το ερευνητικό του παράδειγµα. Σκο-
πός της έρευνάς του είναι η προσέγγιση του τρόπου µε τον οποίο η ψυχανά-
λυση –επιστηµονικός αναπαραστασιακός λόγος– γίνεται πρακτικός αναπαρα-
στασιακός λόγος στη διάθεση των ατόµων, πώς δηλαδή διαδίδεται µέσα σ’ ένα
συγκεκριµένο πολιτισµικό πλαίσιο, πώς ανακατασκευάζεται κατά τη διαδικασία
διάδοσής της και πώς ενσωµατώνεται σε ένα οικείο ερµηνευτικό σύστηµα που
αλλάζει την αντίληψη που έχουν οι άνθρωποι για τον εαυτό τους και το περι-
βάλλον τους. Μια επιστηµονική αναπαράσταση υφίσταται τροποποιήσεις –πε-
ριεχοµένου και δοµής– µέχρι να αποτελέσει πρακτική αναπαράσταση, που θα
επιβληθεί στα άτοµα και στις επικοινωνιακές τους σχέσεις.
Το βιβλίο Η ψυχανάλυση, η εικόνα της και το κοινό της, χωρίζεται σε δύο
µέρη. Στο πρώτο µέρος, µε τη χρήση συνεντεύξεων και ερωτηµατολογίων, ο
Moscovici προσεγγίζει τις γνώµες, απόψεις, στάσεις, πληροφορίες που έχουν
οι διάφορες κοινωνικές οµάδες για την ψυχανάλυση. Στο δεύτερο µέρος, µε-
λετά, µε τη µέθοδο της ανάλυσης περιεχοµένου, ένα σύνολο άρθρων (.
άρθρα) που δηµοσιεύτηκαν σε  εφηµερίδες και περιοδικά της περιόδου
Ιανουαρίου  – Ιουλίου  και τα οποία αναφέρονται άµεσα ή έµµεσα
στην ψυχανάλυση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, διερευνήθηκαν οι κοινωνικές αναπα-
ραστάσεις της ψυχανάλυσης τόσο των κοινωνικών υποκειµένων όσο και αυτές
που κυκλοφορούσαν στο γαλλικό Τύπο και οι οποίες συµµετείχαν στην κατα-
σκευή των αναπαραστάσεων των πρώτων. Τα κυριότερα στοιχεία του βιβλίου
αναφέρονται στη διαδικασία σχηµατισµού των κοινωνικών αναπαραστάσεων,
στις συνθήκες ανάδυσής τους, στο περιεχόµενο και την οργάνωσή του καθώς
και στα συστήµατα επικοινωνίας µέσω των οποίων «κυκλοφορούν» (διάδοση,
16
Ε Ι Σ Α ΓΩ Γ Η 37

µετάδοση, προπαγάνδα) και τις µορφές κοινωνικών απαντήσεων που οικοδο-


µούν (γνώµη, στάση, στερεότυπο). Το πρώτο κεφάλαιο του πρώτου µέρους
του βιβλίου θα επικεντρωθεί κυρίως στη θεωρία των κοινωνικών αναπαρα-
στάσεων, έτσι όπως έχει προταθεί από το δηµιουργό της, τον Serge Moscovici,
παρουσιάζοντας τα βασικότερα σηµεία της.
Στη συνέχεια, στο δεύτερο κεφάλαιο, θα αναφερθούµε σε δύο ερευνητι-
κές διαδροµές που ανέδειξε η θεωρία των κοινωνικών αναπαραστάσεων του
Moscovici τη δεκαετία του . H πρώτη αφορά τη θεωρία του κεντρικού πυ-
ρήνα και των περιφερειακών στοιχείων µιας κοινωνικής αναπαράστασης, που
προτάθηκε από την ερευνητική οµάδα της Aix-en-Provence (Abric, Flament,
Moliner κ.ά.), η οποία επικεντρώνεται στην εσωτερική οργάνωση του περιε-
χοµένου των κοινωνικών αναπαραστάσεων και στην εξέλιξή τους. Όσο για τη
δεύτερη, αυτή έχει προταθεί από τον Willem Doise και συνδέεται µε τη θεωρία
των οργανωτικών αρχών µιας κοινωνικής αναπαράστασης και τις διαφορετι-
κές τοποθετήσεις των κοινωνικών υποκειµένων ως προς αυτές, ανάλογα µε
την ταυτότητά τους. Η πρώτη θεωρία τονίζει τον συναινετικό χαρακτήρα ορι-
σµένων στοιχείων µιας αναπαράστασης, ενώ η δεύτερη δίνει έµφαση στις δι-
αφορές των κοινωνικών αναπαραστάσεων µεταξύ κοινωνικών υποκειµένων.
Ένα άλλο εξέχον ζήτηµα στο οποίο θα στρέψουµε την προσοχή µας στο ίδιο κε-
φάλαιο αφορά τον ορισµό ενός αναπαραστασιακού αντικειµένου και τον τρόπο
µε τον οποίο µπορούµε να το µελετήσουµε. Εδώ αναφερόµαστε σε επιστηµο-
λογικές και µεθοδολογικές παρατηρήσεις που συνδέονται µε το αναπαραστα-
σιακό αντικείµενο: ποιο θεωρείται σηµαντικό αντικείµενο αναπαράστασης που
αξίζει να µελετηθεί και ποιες οι κατάλληλες τεχνικές προσέγγισης.
Τέλος, στο τρίτο κεφάλαιο, θα συνδέσουµε τις κοινωνικές αναπαραστάσεις
µε άλλες µορφές σκέψεις, όπως είναι η κοινωνική µνήµη και η κοινωνική λήθη
η οποία αφορά ακούσια και λανθάνοντα περιεχόµενα του παρελθόντος. Την
τελευταία εικοσιπενταετία αρκετοί κοινωνικοί ψυχολόγοι ασχολήθηκαν µε την
κατασκευή του παρελθόντος στο παρόν, η οποία φαίνεται να υπακούει στις
ίδιες διαδικασίες και µηχανισµούς µε αυτούς της κατασκευής των κοινωνικών
αναπαραστάσεων (Μαντόγλου, α/, α). Η κοινωνική µνήµη,
στο πλαίσιο αυτό, αντιµετωπίζεται ως ένα σύνολο από κοινωνικές αναπαρα-
στάσεις του παρελθόντος.

Θα κλείσουµε αυτή την εισαγωγή διευκρινίζοντας τη σχέση των κοινωνικών


αναπαραστάσεων µε την κοινωνική ψυχολογία, τη σχέση του µέρους µε το
όλο. Γιατί οι κοινωνικές αναπαραστάσεις θεωρούνται ως ένα κατεξοχήν αντι-
κείµενο της κοινωνικής ψυχολογίας, όπως ήδη προαναφέρθηκε; Αυτό φαίνε-
17
38 Ε Π Ι Σ Τ Η Μ Ο Ν Ι Κ Ο Σ Λ Ο ΓΟ Σ Π Ε Ρ Ι Κ Ο Ι Ν Ω Ν Ι Κ Ω Ν
Α Ν Α Π Α ΡΑ Σ ΤΑ Σ Ε Ω Ν Κ Α Ι Ι ∆ Ε Ο Λ Ο Γ Ι Ω Ν

ται τόσο µέσα από τον ορισµό της κοινωνικής ψυχολογίας που µας προτείνει
ο Moscovici (), όσο και µέσα από τα τέσσερα επίπεδα ανάλυσης της κοι-
νωνιοψυχολογικής προσέγγισης της πραγµατικότητας που προτείνονται από
τον Doise ().
Σύµφωνα µε το Moscovici (, ) αντικείµενο της κοινωνικής ψυ-
χολογίας είναι τα φαινόµενα της ιδεολογίας και της επικοινωνίας. Τα πρώτα
συντίθενται από συστήµατα αναπαραστάσεων και στάσεων και τα δεύτερα υπο-
δηλώνουν τις ανταλλαγές µηνυµάτων, γλωσσικών και µη (εικόνες, χειρονο-
µίες κ.λπ.), µεταξύ ατόµων και οµάδων (, σ. -). Ένας άλλος ορισµός
της κοινωνικής ψυχολογίας που µας προτείνει ο ίδιος συγγραφέας είναι ότι
η κοινωνική ψυχολογία είναι η επιστήµη που µελετά την αλληλεπιδρασιακή ή
συγκρουσιακή σχέση ατόµου και κοινωνίας. Αυτή η αλληλεπιδρασιακή αντίλη-
ψη αµφισβητεί και επαναδιατυπώνει το παραδοσιακό συµπεριφορικό σχήµα
Ερέθισµα – Απάντηση, θεωρώντας ότι η κοινωνική αναπαράσταση καθορί-
ζει τόσο το Ερέθισµα όσο και την Απάντηση: Οργανισµός (= αναπαράσταση)
– Ερέθισµα – Οργανισµός (= αναπαράσταση) – Απάντηση (Moscovici, ,
σ. , Moscovici, , σ. , Jodelet, b, σ. ). Όπως αναφέρει χαρα-
κτηριστικά ο Παπαστάµου () «… η κοινωνική ψυχολογία αντιπροτείνει µια
“τριαδική” θεώρηση των πραγµάτων, κατά την οποία το υποκείµενο γίνεται δισυ-
πόστατο, προσθέτοντας στην παραδοσιακή ατοµικότητά του την κοινωνική του
φύση (καταλήγοντας έτσι στο σχήµα: κοινωνικό υποκείµενο – αντικείµενο – ατο-
µικό υποκείµενο) και παρεµβάλλοντας τον εαυτό του ανάµεσα στο άτοµο και την
κοινωνία (µεταβάλλοντας δηλαδή το κλασικό σχήµα ως εξής: άτοµο – κοινωνικό
υποκείµενο – κοινωνία, ή ψυχικό – κοινωνιοψυχολογικό – κοινωνικό). [...] είναι
πλέον σαφές ότι η κοινωνική ψυχολογία γίνεται τόπος διάρθρωσης του κοινωνι-
κού και του ψυχικού, ενώ το κοινωνικό υποκείµενο γίνεται ο τόπος διάρθρωσης
του ατόµου και της κοινωνίας» (σ. ).
Ο Moscovici () επισηµαίνει ότι οι άνθρωποι στην καθηµερινή τους
ζωή δεν είναι µόνο αυτές οι παθητικές µηχανές που υπακούουν σε µηχανι-
σµούς, καταγράφουν µηνύµατα και αντιδρούν στα εξωτερικά ερεθίσµατα,
όπως τα εµφανίζει µια κοινωνική ψυχολογία της ισορροπίας, περιορισµένη
στη συλλογή απόψεων και εικόνων. Αντίθετα, οι άνθρωποι κατέχουν τη φρε-
σκάδα της φαντασίας και την επιθυµία να δώσουν ένα νόηµα στην κοινωνία
και στο σύµπαν τους. Πώς µπορούµε να ζήσουµε εάν δεν δώσουµε κάποιο
νόηµα στο χώρο που µας περιβάλλει; ∆ίνουµε νόηµα στα πράγµατα και στα
πρόσωπα, προσπαθούµε να βρούµε µια συνοχή και µια σταθερότητα, έτσι
ώστε να δηµιουργήσουµε αναφορές που µας επιτρέπουν να εξελιχθούµε στο
χώρο µας. Το περιβάλλον µας είναι απέραντο, βρίθει από διαφορετικές εικό-
18
Ε Ι Σ Α ΓΩ Γ Η 39

νες και συντίθεται από αναρίθµητες καταστάσεις, άπειρα γεγονότα, πολλαπλά


άτοµα, αντικείµενα, συµπεριφορές, ιδέες και πρακτικές, δηλαδή από µια πλη-
θώρα ερεθισµάτων που προσπαθούµε να κατανοήσουµε, να ελέγξουµε και να
εξηγήσουµε. «Ο µόνος τρόπος, για µας, να κατανοήσουµε, να ελέγξουµε και να
εξηγήσουµε αυτό το περιβάλλον είναι να το απλοποιήσουµε, να το κάνουµε πιο
προβλέψιµο, πιο οικείο, µε µια λέξη να το ανοικοδοµήσουµε, και εποµένως να το
αναπαραστήσουµε, µε το δικό µας τρόπο, ανάλογα µε τις δικές µας αξίες, αρχές,
ιδέες και γνώσεις», γράφει ο Rateau (, σ. ).
Στόχος της κοινωνικής ψυχολογίας είναι η κατανόηση της πραγµατικότη-
τας µέσα από τη διάρθρωση των τεσσάρων κοινωνιοψυχολογικών επιπέδων
ανάλυσής της, προτείνει ο Doise (). Σύµφωνα µε τον συγγραφέα, «∆εν
µιλάµε για διαφορετικά επίπεδα της πραγµατικότητας, αλλά για επίπεδα ανάλυ-
σης. Πρόκειται για µοντέλα που κατασκευάστηκαν για να εξηγήσουν όψεις της
πραγµατικότητας, δεν θέλουµε επ’ ουδενί να πούµε πως η ίδια η πραγµατικότητα
δοµείται σε τέσσερα επίπεδα» (σ. ). Στο πρώτο επίπεδο, στο ενδο-ατοµικό,
«τα µοντέλα που χρησιµοποιούνται περιγράφουν τον τρόπο µε τον οποίο τα άτοµα
οργανώνουν την πρόσληψη, την αξιολόγηση του κοινωνικού τους περιβάλλοντος
και της συµπεριφοράς τους απέναντι σ’ αυτό το περιβάλλον… Σ’ αυτά τα µοντέλα
η αλληλεπίδραση ανάµεσα στο άτοµο και το κοινωνικό περιβάλλον δεν προσεγ-
γίζεται άµεσα, αντικείµενο των προτεινόµενων αναλύσεων είναι οι µηχανισµοί
οι οποίοι, στο επίπεδο του ατόµου, του επιτρέπουν να διοργανώνει τις εµπειρίες
του» (σ. ). Για παράδειγµα, οι έρευνες πάνω στη δηµιουργία των πρώτων
εντυπώσεων (για την προσωπικότητα κάποιου ατόµου) έχουν κοινό παρανο-
µαστή το γεγονός ότι αντιµετωπίζουν το άτοµο σαν µια υπολογιστική µηχανή,
η οποία προσλαµβάνει και επεξεργάζεται την πληροφορία, ακολουθώντας το
ένα ή το άλλο µαθηµατικό µοντέλο, χωρίς να επηρεάζεται ούτε στο ελάχιστο
από παράγοντες που υπερβαίνουν το αυστηρά ενδο-ατοµικό επίπεδο. Όλες οι
έρευνες που πριµοδοτούν την κοινωνική νόηση και αναφέρονται στην έννοια
της ισορροπίας (τη γνωστική ισορροπία ή την επίλυση της γνωστικής ασυµφω-
νίας του Festinger) εντάσσονται στο ενδο-ατοµικό επίπεδο. Οι θεωρίες αυτές
δοµούνται γύρω από την κοινή άποψη ότι το άτοµο έχει την τάση να ικανοποιεί
την «ανάγκη» διατήρησης, ανεύρεσης ή/και ανάκτησης µιας ισορροπίας, ανά-
µεσα σε όλα τα γνωστικά στοιχεία που είναι παρόντα στο κοινωνιογνωστικό
του πεδίο.
Το δεύτερο επίπεδο, το διατοµικό, εστιάζει στις διατοµικές διαδικασίες έτσι
όπως εξελίσσονται σε µια συγκεκριµένη περίσταση. Οι διάφορες θέσεις που
κατέχουν τα κοινωνικά υποκείµενα έξω από τη συγκεκριµένη περίσταση δεν
λαµβάνονται υπόψη. Χαρακτηριστικά παραδείγµατα είναι το σύνολο των πει-
19
40 Ε Π Ι Σ Τ Η Μ Ο Ν Ι Κ Ο Σ Λ Ο ΓΟ Σ Π Ε Ρ Ι Κ Ο Ι Ν Ω Ν Ι Κ Ω Ν
Α Ν Α Π Α ΡΑ Σ ΤΑ Σ Ε Ω Ν Κ Α Ι Ι ∆ Ε Ο Λ Ο Γ Ι Ω Ν

ραµατικών ερευνών και θεωρητικών µοντέλων που αναπτύχθηκαν γύρω από


τον τρόπο µε τον οποίο τα άτοµα εξηγούν τόσο τη δική τους συµπεριφορά όσο
και τη συµπεριφορά των άλλων, όπως είναι η θεωρία της κοινωνικής απόδο-
σης.
Το διοµαδικό επίπεδο ή της κοινωνικής θέσης, τρίτο επίπεδο, αναφέρεται
στις σχέσεις που αναπτύσσονται µεταξύ διαφόρων κοινωνικών οµάδων κα-
θώς και στις διαδικασίες και τους µηχανισµούς που διέπουν τις διοµαδικές
σχέσεις. Αυτό το επίπεδο λαµβάνει υπόψη την κοινωνική θέση των κοινω-
νικών υποκειµένων (ατόµων ή οµάδων), έξω από το συγκεκριµένο πλαίσιο
αλληλεπίδρασης που καλείται να ερµηνεύσει ο ερευνητής. Φαινόµενα όπως η
κοινωνική συµµόρφωση (ερµηνεία του φαινόµενου ανάλογα µε το αν το άτοµο
κατέχει υψηλή –ενδογενή αίτια– ή χαµηλή κοινωνική θέση –εξωγενή αίτια), η
επιτυχία ή η αποτυχία σε επίπεδο γνωστικών δεξιοτήτων ανάλογα µε το φύλο
του υποκειµένου, η ενδο-οµαδική ευνοιοκρατία, η οποία λειτουργεί στο βαθµό
που η ενδο-οµάδα υπερέχει πραγµατικά ή συµβολικά κ.ά., συνδέονται µε ερ-
µηνείες αυτού του επιπέδου.
Τέλος, το ιδεολογικό επίπεδο, το οποίο χαρακτηρίζεται και ως αναπαραστα-
σιακό, αναµειγνύει στην ερµηνεία των κοινωνιοψυχολογικών φαινόµενων µε
τους κοινωνικούς κανόνες, τα συστήµατα πεποιθήσεων, απόψεων και αξιών
που ισχύουν κάποια συγκεκριµένη στιγµή και σε συγκεκριµένες περιστάσεις.
Για παράδειγµα, ο Milgram () ερµηνεύει τα ευρήµατα του πειράµατός
του, σύµφωνα µε τα οποία άνθρωποι φθάνουν στο σηµείο να διοχετεύσουν
θανατηφόρα ηλεκτροσόκ στο συνάνθρωπό τους στο όνοµα της επιστήµης, λέ-
γοντας ότι «η ιδέα της επιστήµης και η αναγνώριση της χρησιµότητάς της ως νό-
µιµης κοινωνικής δραστηριότητας προσφέρουν στο πείραµα την αιτιολόγηση της
κυρίαρχης ιδεολογίας». Άλλες κοινωνιοψυχολογικές θεωρίες που εµπλέκουν
το τέταρτο επίπεδο ανάλυσης της κοινωνιοψυχολογικής πραγµατικότητας είναι
αυτές που συνδέονται µε τις διαδικασίες κοινωνικής επιρροής (Παπαστάµου &
Μιούνυ, ) και τις αντιστάσεις τους (βλ. ψυχολογιοποίηση, Παπαστάµου,
β) και ιδιαίτερα αυτές που εγγράφονται στο γενετικό µοντέλο.

20

You might also like