You are on page 1of 69

Προαγωγή Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων

Πρωτότυπο διδακτικό υλικό

Θεραπευτικές παρεμβάσεις για την παιδική εκμετάλλευση και


κακοποίηση-Μετατραυματικό άγχος. Παιδική μετανάστευση και
κοινωνικός αποκλεισμός.

Ευστράτιος Παπάνης, Μόνιμος Επίκουρος καθηγητής Πανεπιστημίου Αιγαίου


Ειρήνη Καραμπάση, Υπ. Δρ. Πανεπιστημίου Αιγαίου, Εκπαιδευτικός Π.Ε.

Μάθημα 1ο: Θεραπευτικές παρεμβάσεις για την παιδική


εκμετάλλευση και κακοποίηση-Μετατραυματικό άγχος.

1. Η κακοποίηση-παραμέληση των παιδιών1

Η κακοποίηση-παραμέληση των παιδιών είναι ένα φαινόμενο το οποίο εξακολουθεί να


εμφανίζεται στις σύγχρονες κοινωνίες, παρά τη βελτίωση των οικονομικών συνθηκών
και την πρόοδο της παιδαγωγικής σκέψης. Αναφέρεται σε σωματικές και ψυχολογικές

1
Παπάνης, Ε. (2007). Αυτοεκτίμηση και σχολική προσαρμογή κακοποιημένων – παραμελημένων
παιδιών. Διαθέσιμο στο:
http://epapanis.blogspot.com/search/label/%CE%B1%CF%85%CF%84%CE%BF%CE%B5%CE%BA%CF%
84%CE%AF%CE%BC%CE%B7%CF%83%CE%B7

1
Προαγωγή Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων

κακώσεις και στερήσεις με υπαιτιότητα των ενηλίκων που έχουν αναλάβει την
κηδεμονία ενός παιδιού, οι οποίες επηρεάζουν ποικιλοτρόπως την ομαλή εξέλιξη της
προσωπικότητας του σε κοινωνικο - συναισθηματικό και γνωστικό επίπεδο.
(Αγάθωνος-Γεωργοπούλου, 1998).

Μορφές κακοποίησης

 Παραμέληση

Όλες οι κατηγορίες παραμέλησης είναι ουσιαστικά μια εσκεμμένη ή ακούσια αποτυχία


των γονιών να παρέχουν όλα αυτά που χρειάζονται για την υγιή ανάπτυξη και την
ανατροφή του παιδιού. (Counselling Abused children, Rutter and Smerroff) Η παιδική
παραμέληση είναι η πιο κοινή μορφή κακοποίησης και επηρεάζει σχεδόν το 3% των
παιδιών και το 70% των αναφερόμενων περιπτώσεων κακοποίησης.
(Sedlak&Broadhurst,1996) Έρευνες κλινικών περιπτώσεων δείχνουν ότι ο αριθμός της
παιδικής παραμέλησης αυξήθηκε σχεδόν 100% από το 1986 μέχρι το 1993, με τη
συναισθηματική κακοποίηση να παρουσιάζει την μεγαλύτερη αύξηση. (Wolfea, D and
Hildyarda)

 Σωματική κακοποίηση

Ως σωματική κακοποίηση χαρακτηρίζεται ο εκ προθέσεως τραυματισμός ενός παιδιού


από κάποιον που έχει αναλάβει την φροντίδα του.(Knutson, 1978) Η σωματική
κακοποίηση γίνεται αντιληπτή από μώλωπες, σπασμένα κόκαλα, εγκαύματα,
σχισίματα, ακόμη και από τον θάνατο. Όλα τα παραπάνω μπορούν να προκληθούν από
ξυλοδαρμό, ή άλλες μορφές βίας που ασκούνται προς το παιδί. Πολλοί, αν όχι οι
περισσότεροι γονείς, που κακοποιούν τα παιδιά τους, έχουν ανατραφεί σε ένα
περιβάλλον μέσα στο οποίο ασκείτο κάποια μορφή βίας. Η σωματική βία εμφανίζεται
σε όλες τις κοινωνικοοικονομικές τάξεις, αλλά συσχετίζεται με τη φτώχεια.

 Σεξουαλική κακοποίηση και εκμετάλλευση

Ως σεξουαλική κακοποίηση εννοείται η προσβολή της γενετήσιας ελευθερίας του


παιδιού από ενήλικες ή μεγαλύτερα παιδιά και περιλαμβάνει συμπεριφορές όπως το
άγγιγμα, το φίλημα, το χαΐδεμα , το άγγιγμα των γεννητικών οργάνων με τα χέρια και
κανονική σεξουαλική πράξη.(Stovall, 1981)

2
Προαγωγή Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων

Το κοινωνικό προφίλ των παιδεραστών

Ανδρας, οικογενειάρχης, ετεροφυλόφιλος. Αυτό είναι το βασικό προφίλ των


παιδεραστών, όπως σκιαγραφείται από επιστημονικές μελέτες. Στη χώρα μας, η μόνη
ανάλογη έρευνα έχει πραγματοποιηθεί από τον ψυχίατρο και πρόεδρο της Ελληνικής
Εταιρείας Μελέτης και Πρόληψης Σεξουαλικής Κακοποίησης κ. Ορέστη Γιωτάκο, σε
δείγμα 37 κρατουμένων της Φυλακής Τρίπολης, καταδικασμένων για σεξουαλική
κακοποίηση ανηλίκου. Ο μέσος όρος ηλικίας τους ήταν 42,3 έτη, το 46% ήταν έγγαμοι
και το 57% με σταθερή εργασία. Η μέση ηλικία των θυμάτων ήταν τα 10,4 έτη. Μόνο
το 22% ήταν άτομα άγνωστα στο θύμα. Πάνω από πέντε θύματα είχε το 19% του
δείγματος. Πολλαπλή κακοποίηση με το ίδιο θύμα διαπράχθηκε από το 54%, ενώ, για
κάμψη της αντίστασης, το 32% χρησιμοποίησε ψυχολογική βία και το 57% σωματική.

Το 22% των δραστών ανέφερε σεξουαλική κακοποίηση κατά τη διάρκεια της παιδικής
τους ηλικίας, ενώ το 32% ότι οι γονείς τους χτυπούσαν ο ένας τον άλλο. Το 62% είχε
ιστορικό χρήσης ψυχιατρικής αγωγής. Μόνο το 2% αποδέχονταν πλήρως την πράξη
για την οποία είχαν καταδικαστεί. Ο μέσος όρος επιβληθείσης ποινής ήταν 17,2 - 22,8
έτη.

 Ψυχολογική κακοποίηση ή παραμέληση

Η ψυχολογική παραμέληση αναφέρεται στην συστηματική αδιαφορία των ενηλίκων


προς τις ανάγκες του παιδιού και περιλαμβάνει μια ποικιλία από συμπεριφορές όπως
πλημμελής επικοινωνία με το παιδί, στέρηση ασφαλούς περιβάλλοντος ανάπτυξη,
αφοσίωση στην σταδιοδρομία ή άλλα ενδιαφέροντα. Χαρακτηριστικές είναι οι
περιπτώσεις ψυχωσικών ή νευρωσικών, οι οποίοι είτε αδυνατούν να
συνειδητοποιήσουν την ύπαρξη και τον κόσμο του παιδιού, είτε είναι απορροφημένοι
σε ναρκισσιστικές ενασχολήσεις. Η ψυχολογική κακοποίηση από την άλλη πλευρά
συνεπάγεται την απόρριψη ή τον εκφοβισμό του παιδιού από τον γονιό. Η χρόνια
προφορική κακοποίηση διαβρώνει την αυτοπεποίθηση του παιδιού. Οι περιορισμοί και
η υπερβολική βία είναι επίσης μια μορφή συναισθηματικού εκφοβισμού. Πολλές φορές
όλα τα προαναφερθέντα είδη κακοποίησης συνυπάρχουν (πολλαπλή κακοποίηση).
(Higgins& McCabe, 1998)

Ψυχολογική βία

3
Προαγωγή Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων

H ψυχολογική κακοποίηση περιλαμβάνει πράξεις, παραλείψεις και συμπεριφορές οι


οποίες εμπεριέχουν συστηματική απόρριψη, εκφοβισμό, απομόνωση, εκμετάλλευση,
υποτίμηση, αποθάρρυνση, παραμέληση.

Αυτό το είδος βίας, είναι δύσκολο να εντοπισθεί και να διαγνωσθεί από τους
επαγγελματίες, γιατί απαιτεί ικανό χρονικό διάστημα για να αναπτυχθεί καλή
επικοινωνία και σχέση εμπιστοσύνης με το παιδί.

Η συνεργασία μεταξύ επαγγελματιών Υγείας, Κοινωνικών Λειτουργών,


Εκπαιδευτικών και άλλων επαγγελματιών, διευκολύνει τη διαμόρφωση ξεκάθαρης
εικόνας για την κατάσταση του παιδιού υπό εξέταση. (Οδηγός για την Αναγνώριση και
Αντιμετώπιση της Κακοποίησης και Παραμέλησης του Παιδιού, Ινστιτούτο Υγείας του
Παιδιού, Αθήνα 1988 )

Ενδείξεις Ψυχολογικής Βίας

(α)Έλλειψη επαίνου και ενθάρρυνσης.

(β)Έλλειψη άνεσης και αγάπης.

(γ)Έλλειψη σύνδεσης.

(δ)Έλλειψη κατάλληλου ερεθίσματος.

(ε)Έλλειψη συνεχούς φροντίδας.

(στ)Κάποια παιδιά μπορούν να μετατραπούν σε «δούλους του σπιτιού» με το να


υποχρεωθούν να κάνουν πολλές δουλειές στο σπίτι ακατάλληλες για την ηλικία και τη
θέση τους.

(ζ)Η υπερπροστατευτική και κτητική συμπεριφορά ενός γονέα που δεν επιτρέπει στο
παιδί να έχει φυσιολογική επαφή και δραστηριότητα με τους φίλους του.

(η) Ανάμειξη σε έντονη οικογενειακή διαμάχη. Η παρακολούθηση σκηνών βίας μεταξύ


των φροντιστών συνήθως επηρεάζει δυσμενώς τη συναισθηματική ανάπτυξη ενός
παιδιού. (Οδηγός για την Αναγνώριση και Αντιμετώπιση της Κακοποίησης και
Παραμέλησης του Παιδιού, Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού, Αθήνα 1988 )

Σύνδρομο του αμέτοχου θεατή

Ως «σύνδρομο του αμέτοχου θεατή» ορίζεται η έκθεση του παιδιού για μακρό χρονικό
διάστημα σε διάφορες μορφές ενδοοικογενειακής βίας χωρίς το ίδιο να υφίσταται
4
Προαγωγή Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων

σωματικές κακώσεις. Η βία μεταξύ των συζύγων είναι η χαρακτηριστικότερη μορφή


ενώ άλλες μορφές είναι η κακοποίηση- σωματική-σεξουαλική -άλλου αδελφού μέσα
στην οικογένεια ή η βία εναντίον του παππού ή της γιαγιάς. Η λεκτική βία (βρισιές,
απειλές) είναι από τις πιο χαρακτηριστικές μορφές του συνδρόμου του αμέτοχου θεατή.
(Οδηγός για την Αναγνώριση και Αντιμετώπιση της Κακοποίησης και Παραμέλησης
του Παιδιού, Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού, Αθήνα 1988 )

Επιπτώσεις της κακοποίησης

Τα κακοποιημένα παιδιά συνήθως είναι ανίκανα να δημοσιοποιήσουν την κατάσταση


εξαιτίας των απειλών που υφίσταται ή της αγάπης τους προς την οικογένεια στις
περιπτώσεις αυτές το ψυχολογικό άγχος που βιώνουν εκδηλώνεται με μη λεκτικούς
τρόπους επικοινωνίας και μέσω της συμβολοποίησης στο παιχνίδι, π.χ καταστροφή
παιχνιδιών, βία προς ζώα, αυτοθυματοποίηση.

Τα κακοποιημένα παιδιά αναπτύσσουν ανασφαλή προσκόλληση προς τους κηδεμόνες


τους, οι οποίοι δεν μπορούν να δράσουν ως πρότυπα συμπεριφοράς. Το γεγονός αυτό
συνεπάγεται τεράστια ελλείμματα στη σταθερότητα της συναισθηματικής ανάπτυξης,
στην αυτοεκτίμηση, στην ισορροπία του εγώ, στον έλεγχο των παρορμήσεων, στη
διαχείριση της επιθετικότητας, στην επικοινωνία με συνομηλίκους και στις τάσεις
αυτοκαταστροφής.(Kendall-Tackett, Williams, & finkelhor, 1993, Allen & Tranowsky,
1989) Τα κακοποιημένα παιδιά εσωτερικεύουν τον κόσμο ως ένα επικίνδυνο βίωμα
όπου η ατομική δράση αναστέλλεται από θέληση των ισχυρότερων ενηλίκων.
(Galambus, 1984) Όσον αφορά τον γνωστικό τομέα διαπιστώνεται ελαττωματική
γλωσσική εξέλιξη και χαμηλή σχολική επίδοση.(Perez& Widom, 1994, Green, 1981)

Μερικές φορές τα συναισθήματα αυτά εκδηλώνονται είτε μέσω της καθήλωσης σε


προγενέστερα αναπτυξιακά στάδια (είτε μέσω της εναγώνιας προσπάθειας
προσέλκυσης της προσοχής άλλων σημαντικών ενηλίκων όπως δασκάλων, συγγενών
κτλ).Τα παιδιά που βιώνουν σεξουαλική κακοποίηση υποφέρουν από έλλειψη στοργής
ή επίβλεψη που τα αφήνει εκτεθειμένα στις περίπλοκές ερωτικές κρούσεις του δράστη.
Το παραμελημένο παιδί γίνεται αγχώδες ή απαθές απέναντι σε μια ζωή κατά την οποία
οι βασικές ανάγκες δεν ικανοποιούνται. Μια γενική επίπτωση της κακοποίησης του
παιδιού είναι η αναπτυξιακή στερέωση ή το ‘πάγωμα΄. Το παιδί που τραβάει τη
προσοχή του συμβούλου εξαιτίας των δυσκολιών του μέσα στην τάξη ή γενικότερα της

5
Προαγωγή Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων

κακής κοινωνικής προσαρμογής που παρουσιάζει, είναι πιθανόν να είναι ένα


κακοποιημένο παιδί.(Counselling Abuse Cildren..Internet)

Οι ψυχολογικές επιπτώσεις της κακοποίησης-παραμέλησης συσχετίζονται με διάφορες


νοσηρές συμπεριφορές ακόμα και κατά την ενηλικίωση όπως απομονωτισμός, άγχος
σεξουαλική δυσλειτουργία, διαταραχής ύπνου, ανεξέλεγκτη έκφραση θυμού, αντοχή
στην κακοποίηση, αλλοίωση της αυτοαντίληψης, κατάθλιψη εμμονές ιδέες,
ψυχοσωματικά συμπτώματα και μετατραυματικό σύνδρομο.(Kendall-Ticket,
Williams, & Finkelhor, 1993, Betchman et al, 1992, (Neuamann et al, 1996). Η
δυσκολία σύναψης, ισορροπημένων διαπροσωπικών σχέσεων, οφείλεται στη
γενικευμένη έλλειψη εμπιστοσύνης, στην διαστρέβλωση της αυτονομίας και στην
ανικανότητα οικοδόμησης σταθερών και μακροχρόνιων σχέσεων.

Έρευνες παρακολούθησης της συμπεριφοράς αποκαλύπτουν πως τα κακοποιημένα


παιδιά συμπεριφέρονται πιο επιθετικά κατά τη διάρκεια των αλληλοεπιδράσεων με
τους γονείς συμπεριλαμβανομένου χτυπήματος, φωνών και τάση καταστροφής
(Bousha and Lahey).

Επιπτώσεις παραμέλησης

Οι Eckenrode, Laird, and Doris (1993) κατέληξαν μετά από έρευνα πως η παραμέληση
ανεξάρτητα από το αν συμβαίνει ταυτόχρονα με άλλες μορφές κακοποίησης ή μόνη
της, συσχετίζεται με χαμηλές επιδόσεις σε τεστ νοημοσύνης.

Παράλληλα, οι Wodarski, Kurz, Gaudin, and Howring (1990), βρήκαν πως τα παιδιά
που υπέστησαν σωματική παραμέληση σημείωσαν χαμηλές σχολικές επιδόσεις.
Αξιοσημείωτο όμως είναι, πως οι επιδόσεις των παραμελημένων παιδιών είναι ακόμη
πιο χαμηλές από αυτές των κακοποιημένων παιδιών. Από την εμπειρική έρευνα
υποστηρίζεται ότι τα κακοποιημένα και τα παραμελημένα παιδιά διαφέρουν από τα
φυσιολογικά στα τυποποιημένα τεστ μαθηματικών, ενώ επί προσθέτους τα
παραμελημένα παιδιά σημειώνουν χαμηλή επίδοση και σε γλωσσικά θέματα όπως η
ανάγνωση.

Τα παραμελημένα παιδιά που βρίσκονται στη σχολική τους ζωή πάσχουν από
απομονωτισμό προβληματικές φιλίες και είναι ελάχιστα δημοφιλή ανάμεσα στους
συμμαθητές τους. Το νοσηρό κλίμα της οικογένειας τους δεν εκδηλώνεται ανάμεσα με

6
Προαγωγή Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων

επιθετικότητα και βία, αλλά με αναστολή των κοινωνικών δεξιοτήτων τους. (Erickson
and Erickson) Αποφεύγουν τις σχέσεις με φίλους (Kaufman& Cicchetti, 1989) και
έχουν λιγότερους φίλους με τους οποίους παίζουν. (Bolger, Patterson, & Kupersmidt,
1998).

Συγκεφαλαιώντας τα κακοποιημένα και παραμελημένα παιδιά υποφέρουν από υψηλά


επίπεδα άγχους και από δυσλειτουργία του ‘εγώ’.(Leifer, Shapiro, Kassem, & Lang
1993 and Reyone) Αυτό προέρχεται είτε από τη σταδιακή διαμόρφωση ενός
υπερτροφικού και άκαμπτου επιτιμητικού υπερεγώ είτε από την άρση των κοινωνικών
αναστολών, ως αποτέλεσμα ενός απαιτητικού ‘id’. Επιπλέον η συχνή σχολική αποτυχία
ενισχύει την ηττοπαθή συμπεριφορά και αποτελεί πλήγμα στο αυτοσυναίσθημα με
περαιτέρω επιπτώσεις στην εργασιακή αυτοεκτίμηση. (Eckenrode; Obiakor 1992 and
Reyone,Frick, 1993 ) Τα κακοποιημένα παιδιά έχουν αυξημένες πιθανότητες να
μετατραπούν σε κακοποιητές κατά την ενηλικίωση τους.(Kaufan&Zigler, 1987)
Γενικότερα, οι ενοχές που δημιουργούνται επειδή πιστεύουν πως είναι υπεύθυνα για
τη βίαιη συμπεριφορά των γονιών τους οδηγούν σε αδόκιμους τρόπους προσαρμογής
η οποία στρέφεται γύρω από την έννοια της εσωτερικευμένης
επιθετικότητας.(Wallach, 1993, Terr, 1981, Hetherton;Wallach and Wallerstein)

2. Η παιδική κακοποίηση στην οικογένεια2

Η ενδο – οικογενειακή βία και συγκεκριμένα η κακοποίηση του παιδιού, εμφανίζεται


διαχρονικά από τους αρχαίους χρόνους έως και σήμερα. Παλαιότερα αποτελούσε μέσο
κοινωνικοποίησης και ενδυνάμωσης του παιδιού, ενώ οι πρώτες τάσεις ιατρικοποίησης
του φαινομένου στο δυτικό κόσμο εμφανίστηκαν περίπου μετά τον Β΄ Παγκόσμιο
Πόλεμο. Επίσης, η παιδική κακοποίηση αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες απειλές για
την βιοψυχοκοινωνική υγεία του παιδιού και συμβαίνει στο άμεσο οικογενειακό
περιβάλλον συχνότερα από όσο θεωρούμε. (Σταυριανάκη, Κυριακοπούλου, Ρίγκα &
Νικολαΐδης, 2008).

2
Πιλήσης, Θ. (2007). Η κακοποίηση του παιδιού στην οικογένεια; Μια μορφή παραβίασης των
δικαιωμάτων του παιδιού. Διαθέσιμο στο http://epapanis.blogspot.com/2008/12/blog-post.html

7
Προαγωγή Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων

Η βία στην ελληνική οικογένεια και ιδιαίτερα ενάντια στο παιδί εκφράζεται κυρίως
από τον έναν ή/και από τους δύο γονείς που χρησιμοποιούν κάποια/ες μορφές
κακοποίησης. Στην Ελλάδα, η πρώτη δημόσια αναφορά για το πρόβλημα της παιδικής
κακοποίησης έγινε από τον παιδίατρο Σπύρο Δοξιάδη το 1976. (Doxiadis, 1989).

Έκτοτε, πραγματοποιήθηκαν αρκετές μελέτες στην χώρα μας για την σωματική,
συναισθηματική και σεξουαλική κακοποίηση του παιδιού, όπως και για την
παραμέληση. (Μουζακίτης, 1989. Agathonos – Georgopoulou & Browne, 1997.
Χατζηφωτίου & συν., 2003. Τσιάντης & Διαρεμέ, 2004). Τα αποτελέσματα των
ερευνών ανεβάζουν τα θύματα σε πολλές χιλιάδες ετησίως και ιδιαίτερα τα ποσοστά
των σεξουαλικά κακοποιημένων παιδιών είναι πολύ μεγαλύτερα, διότι αρκετές φορές
η κακοποίηση μένει κρυφή ή αποφεύγεται για λόγους αντεκδίκησης του δράστη ή για
να αποφευχθεί ο κοινωνικός στιγματισμός του κακοποιημένου παιδιού. Ακόμα η
έλλειψη ποιοτικών δομών αλλά και η απροθυμία του ιατρικού προσωπικού να εμπλακεί
σε περιπτώσεις ενδο – οικογενειακής βίας, συμβάλλουν στα χαμηλά ποσοστά των
αποτελεσμάτων. (Αγάθωνος – Γεωργοπούλου & Μαραγκός, 1995. Ζαφείρης, Ζαφείρη
& Μουζακίτης, 1999).

Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, η κακοποίηση και η παραμέληση του


παιδιού, περιλαμβάνει όλες τις μορφές σωματικής ή/και συναισθηματικής κακής
μεταχείρισης, σεξουαλικής παραβίασης, παραμέλησης ή παραμελημένης θεραπευτικής
αντιμετώπισης, ή εκμετάλλευσης για εμπορικούς ή άλλους σκοπούς, η οποία καταλήγει
σε πραγματική ή εν δυνάμει βλάβη που αφορά στην υγεία, την επιβίωση, την ανάπτυξη
ή την αξιοπρέπεια του παιδιού, στο πλαίσιο μιας σχέσης εμπιστοσύνης, ευθύνης ή
δύναμης. (W.H.O., 1999).

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (Π.Ο.Υ.) αναφέρει ότι η διαπροσωπική βία το 2020


θα ανέλθει από τη 19η θέση στη 12η θέση στη λίστα των 30 πιο σημαντικών και συχνών
αιτιών θανάτου. (W.H.O., 2001). Επίσης, εκτιμά ότι 40.000.000 παιδιά στον κόσμο
γίνονται θύματα βίας. (W.H.O., 1999).

Τα αίτια

Ο Μαδιανός (2006), αναφέρει ότι οι παράγοντες που σχετίζονται με την οικογενειακή


βία είναι οι εξής:

8
Προαγωγή Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων

Ατομικοί παράγοντες: Γάμος σε νεαρή ηλικία, υπερβολική κατανάλωση


οινοπνευματωδών, κατάθλιψη, διαταραχή προσωπικότητας, χαμηλό εισόδημα,
εμπειρίες βίας ή κακοποίησης κατά την παιδική ηλικία.

Παράγοντες διαπροσωπικών σχέσεων: Συζυγικές συγκρούσεις, συζυγική ανισορροπία,


ανδροκρατική οικογένεια, οικονομικό στρες, φτωχή λειτουργικότητα της οικογένειας.

Περιβαλλοντικοί παράγοντες: Αδύναμοι κοινοτικοί δεσμοί, φτώχεια και ανομία


φύλων, ανύπαρκτο Κοινοτικό υποστηρικτικό σύστημα.

Κοινωνικοί παράγοντες: Η βία είναι αποδεκτή κοινωνικά, παραδοσιακοί ρόλοι,


κοινωνική απενσωμάτωση,

Οι αιτίες, της παιδικής κακοποίησης, εντοπίζονται στη δυσλειτουργία του γονεϊκού


ρόλου, στην ανάληψη καθηκόντων σε νεαρή ηλικία (ανεπιθύμητη κύηση), στην εκτός
γάμου μητρότητα, στο χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, στη γέννηση παιδιού με ειδικές
ανάγκες, στην ψυχοπαθολογία γονέων, και στο ότι οι γονείς που κακοποιούν έχουν και
οι ίδιοι βιώσει την κακοποίηση από τους γονείς τους, ως παιδιά. Ένας άλλος
παράγοντας που κρύβεται πίσω από την παιδική κακοποίηση είναι η άποψη ότι η
σωματική τιμωρία είναι ο κατάλληλος τρόπος πειθαρχίας των παιδιών. Ακόμα ως αίτια
εκλαμβάνονται η φτώχεια, η ανεργία και το υπερβολικό άγχος που απορρέει από τους
δύο αυτούς κοινωνικούς παράγοντες. (Λεβιδιώτη – Λέκκου, 1996. Thio, 2003). Στους
παράγοντες, μπορούν ακόμα να προστεθούν και οι πολιτικές που ενισχύουν την
ανισότητα, μειώνουν την αξία του παιδιού και καταπατούν τα δικαιώματά του.

Οι μορφές παιδικής κακοποίησης

Τα είδη της κακοποίησης, διακρίνονται σε σωματική, συναισθηματική, σεξουαλική


κακοποίηση και παραμέληση. Αναλυτικότερα, η σωματική κακοποίηση, περιλαμβάνει
κλωτσιές, μπουνιές, ξύλο, τράνταγμα του παιδιού ή του βρέφους, εγκαύματα
προκαλούμενα από τσιγάρο και καυτό σίδερο, ρίξιμο αντικειμένων, δάγκωμα, έως και
πιο ακραίες μορφές όπως πρόκληση ασφυξίας ή άλλες μορφές που μπορούν να
οδηγήσουν στον θάνατο. Τα παιδιά παρουσιάζουν μώλωπες, εγκαύματα, κακώσεις,
εσωτερικά τραύματα, τάσεις φυγής, απομόνωση και μακροπρόθεσμα περιορισμένη
σωματική και νοητική ανάπτυξη. (Πρεκατέ & Γιωτάκος, 2005).

9
Προαγωγή Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων

Η Miller (1990), διαχωρίζει τη σωματική βία ως ήπια και σοβαρή. Διευκρινίζει, ότι ως
ήπια βία χαρακτηρίζεται η απειλή χτυπήματος ή πέταγμα αντικειμένου, το πέταγμα
αντικειμένου στο άτομο, το χαστούκι, το σπρώξιμο. Ως σοβαρή βία χαρακτηρίζεται η
απειλή χτυπήματος με όπλο ή μαχαίρι, οι κλωτσιές, τα δαγκώματα και οι γροθιές.

Η συναισθηματική κακοποίηση είναι ένα άλλο είδος κακοποίησης, το οποίο


ανιχνεύεται πιο δύσκολα και συνοδεύει συνήθως την σωματική ή την σεξουαλική
κακοποίηση, θέτοντας σε κίνδυνο την συναισθηματική υγεία του ατόμου. Οι γονείς
δημιουργούν στο παιδί την αίσθηση ότι δεν αξίζει της προσοχής και της αγάπης τους.
Επίσης προσβάλλουν το παιδί και απευθύνονται σε αυτό με υβριστικούς
χαρακτηρισμούς, το υποτιμούν, το εξευτελίζουν, το απειλούν και το απομονώνουν από
κοινωνικές δραστηριότητες. Τα συναισθηματικά κακοποιημένα παιδιά, παρουσιάζουν
ανασφάλεια, απόσυρση, χαμηλή αυτοεκτίμηση και στοιχεία νεύρωσης. (Πρεκατέ &
Γιωτάκος, 2005. Καφφές, Τριανταφύλλου & Γιωτάκος, 2006).

Η σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών, χαρακτηρίζεται από σωματική, λεκτική και


οπτική βία και περιλαμβάνει σεξουαλικά αγγίγματα, διείσδυση, έκθεση των παιδιών σε
σεξουαλικές δραστηριότητες που δεν συνάδουν με την ηλικία και ανάπτυξή τους,
καθώς και έκθεση των παιδιών σε πορνογραφικές ταινίες ή φωτογραφίες. (Cupit –
Swenson & Ezzell, 2000). Τα παιδιά που έχουν κακοποιηθεί σεξουαλικά,
παρουσιάζουν προβλήματα νευρικότητας, ύπνου, διατροφής, επιθετική συμπεριφορά,
σχολική αποτυχία, συναισθήματα ντροπής και αυτοενοχοποίησης, διαφόρων μορφών
φοβίες και τάση για παραβατικότητα. (Aisnscough & Kay, 2000). Ωστόσο, στις μελέτες
για την παιδική σεξουαλική κακοποίηση οι ορισμοί και τα ηλικιακά όρια ποικίλουν.
Κάποιοι ορισμοί περιλαμβάνουν μόνο την αιμομιξία ενώ άλλοι και την κακοποίηση
εκτός οικογένειας. (Miller, 1990).

Αναφορικά με την παραμέληση, χαρακτηρίζεται ως η χρόνια αποτυχία των γονέων να


προσφέρουν και να προστατέψουν το παιδί τους από φυσικό κίνδυνο. (Αγάθωνος –
Γεωργοπούλου, 1991). Οι τύποι της παραμέλησης είναι: Α. Σωματική παραμέληση, η
οποία περιλαμβάνει την έλλειψη επαρκούς τροφής, ενδυμασίας και στέγης, έλλειψη
καθαριότητας και προσωπικής υγιεινής. Β. Εκπαιδευτική παραμέληση, χαρακτηρίζεται
η αποτυχία του γονέα να εγγράψει το παιδί του στην υποχρεωτική εκπαίδευση ή εάν
χρειάζεται να του παρέχει ειδική αγωγή. Γ. Συναισθηματική παραμέληση, η άρνηση
ψυχολογικής φροντίδας, η έκθεση του παιδιού σε συζυγική βία, η λεκτική κακοποίηση,

10
Προαγωγή Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων

η απομόνωση. Δ. Ιατρική παραμέληση, οι κηδεμόνες αρνούνται την παροχή ιατρικής


φροντίδας για το παιδί (Πρεκατέ και Γιωτάκος, 2005).

Οι συνέπειες

Οι συνέπειες της άσκησης βίας στα παιδιά είναι πολυδιάστατες και πολυποίκιλες.
Συγκεκριμένα τα παιδιά είναι πιθανόν να παρουσιάσουν ψυχολογικές διαταραχές, να
νιώσουν απόρριψη και ενοχές, να διαπράξουν αξιόποινες πράξεις, αλλά ακόμα και να
εγκαταλείψουν την οικογένειά τους. (Παπαϊωάννου, 1996. Ζαφείρης, Ζαφείρη &
Μουζακίτης, 1999). Τα παιδιά που έχουν κακοποιηθεί μπορεί να παρουσιάσουν
χαμηλή αυτοεκτίμηση, αντιδραστική σεξουαλική δραστηριότητα, ανικανότητα να
αγαπήσουν ή να εμπιστευτούν, αυτοτραυματισμό και αυτοκαταστροφική
συμπεριφορά. (Πρεκατέ & Γιωτάκος, 2005).

Ακόμα κάποιες μακροπρόθεσμες κυρίως επιπτώσεις εντοπίζονται στην έλλειψη


συναίσθησης, στις μαθησιακές δυσκολίες, στη δυσκολία στο λόγο και σε προβλήματα
στη συμπεριφορά. (Αγάθωνος – Γεωργοπούλου, 1993). Άλλες σοβαρές συνέπειες είναι
οι διαταραχές ύπνου, τροφής, η επιθετικότητα, η υπέρμετρη παθητικότητα, διαφόρων
μορφών φοβίες, μετατραυματικό στρες, κατάθλιψη, ξεσπάσματα οργής και δυσκολία
συγκέντρωσης. (Jaffle et al., 1986).

Η αντιμετώπιση του φαινομένου με βάση τα δικαιώματα του παιδιού

Αναμφίβολο είναι το γεγονός ότι τα παιδιά αποτελούν την πιο ευάλωτη κοινωνική
ομάδα του πληθυσμού με αποτέλεσμα να υφίστανται διαφόρων ειδών διακρίσεις,
κακομεταχείριση και παραμέληση. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι είναι ανήμπορα να
αντιδράσουν στις κοινωνικές ανισότητες και να υπερασπιστούν τα δικαιώματά τους.
(Καλλινικάκη, 2006).

«Η διεθνής Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, υπογράφτηκε στη Νέα Υόρκη
στις 26 Ιανουαρίου 1990. Στην Ελλάδα κυρώθηκε με νόμο 2101/1992. Έκτοτε αποτελεί
εσωτερικό ελληνικό δίκαιο αυξημένης τυπικής ισχύος, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ.
Ι του Συντάγματος». (Παπαρρηγόπουλος, 2006: 237). Με την επικύρωση των
δικαιωμάτων του παιδιού, το παιδί πλέον δεν θεωρείται περιουσία κανενός, αλλά
άνθρωπος με συναισθήματα, προσωπικότητα, εμπειρίες και ανάγκες. (Λουμάκου &
Μπεζέ, 2006).

11
Προαγωγή Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων

Ωστόσο δημιουργούνται κάποια προβλήματα στην προσπάθεια να ορίσουμε τα


ανθρώπινα δικαιώματα και το υποκείμενό τους. Εξάλλου το υποκείμενο αποτελεί
μέρος διαφόρων συστημάτων και υποσυστημάτων. (Νόβα – Καλτσούνη, 1996). Τα
προβλήματα εντοπίζονται κυρίως στο γεγονός ότι δεν ορίζονται έννοιες όπως το
οικογενειακό περιβάλλον αλλά και η έννοια του παιδιού που δεν είναι αντιληπτή
παγκοσμίως το ίδιο. Βέβαια, η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Παιδιού, δίνει
σύγχρονο κοινωνικό περιεχόμενο στην ταυτότητα του παιδιού, διότι το θεωρεί πλέον
μέρος την κοινωνίας και όχι άτομο σε αναμονή. (Λουμάκου & Μπεζέ, 2006)

Ιδιαίτερα σημαντικό είναι, να εκπαιδευτούν τα παιδιά στα δικαιώματά τους, αλλά και
να αναπτύξουν τις απαιτούμενες κοινωνικές δεξιότητες και τη συναισθηματική
νοημοσύνη, ώστε να μπορούν να προστατευτούν από το κοινωνικό φαινόμενο της βίας,
αλλά και να μην χρησιμοποιούν καμία μορφή βίας στις ανθρώπινες, διαπροσωπικές και
επικοινωνιακές τους σχέσεις.

Συνεπώς απαραίτητη είναι η εκμάθηση κοινωνικών δεξιοτήτων και συναισθηματικής


νοημοσύνης στο χώρο του σχολείου, μέσα από ολοκληρωμένα και εξειδικευμένα
προγράμματα πρόληψης της βίας. Κοινωνικές δεξιότητες, ονομάζονται οι διακριτές,
μαθημένες συμπεριφορές που επιδεικνύει ένα άτομο για να επιτύχει ένα στόχο.
Συγκεκριμένα τα παιδιά πρέπει να μάθουν: α. ένα εύρος κοινωνικών δεξιοτήτων
απαραίτητων για την αλληλεπίδραση με τους άλλους και β. να μάθουν να σχετίζονται
σε ένα εύρος κοινωνικών καταστάσεων με τρόπο αποδεκτό από τους άλλους. (Sheridan
& Walker, 1999).

Τα προγράμματα πρόληψης της βίας οφείλουν να προάγουν και την ανάπτυξη της
συναισθηματικής νοημοσύνης των παιδιών, ώστε να προλαμβάνονται τυχόν βίαιες
συμπεριφορές. Οι διαστάσεις της συναισθηματικής νοημοσύνης είναι, η αυτογνωσία,
η σωστή λήψη αποφάσεων και η ικανότητα προσφοράς και δημιουργίας. (Τριλίβα &
Ρούσση, 2000)

Στο επίπεδο της νομοθεσίας, η Στρατίκη (2007: 226), χαρακτηριστικά αναφέρει: «Η


ισχύουσα νομοθεσία κάθε χώρας για την ενδο - οικογενειακή βία, αφενός καθρεπτίζει
την αναγνώριση της ύπαρξής της και αφετέρου την ευαισθητοποίηση της κοινωνίας
στο φαινόμενο αυτό». Στην Ελλάδα, τον Οκτώβριο του 2006, τροποποιήθηκε και
ψηφίσθηκε στο ελληνικό κοινοβούλιο ο νόμος, «Για την Αντιμετώπιση της Ενδο –
οικογενειακής Βίας». Ωστόσο, στην ετήσια έκθεσή της η Διεθνής Αμνηστία

12
Προαγωγή Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων

αναφέρεται στις παραλείψεις του νόμου 3500/2006 και συγκεκριμένα στην παράληψη
αναφοράς στο σύνθετο πρόβλημα της «βίας κατά των γυναικών» και στα ανθρώπινα
δικαιώματα, στον ανεπαρκή ορισμό της «βίας μεταξύ των μελών της οικογένειας».
Επίσης, η Διεθνής Αμνηστία αναφέρει ότι ο νόμος παραλείπει να αναφερθεί στην ολική
αντιμετώπιση του προβλήματος και στην εκπαίδευση όλων των επαγγελματιών που
σχετίζονται με το πρόβλημα και προχωρεί σε συστάσεις σε συγκεκριμένα άρθρα του
νόμου. (Στρατίκη, 2007).

Για την αντιμετώπιση του φαινομένου, οι κοινωνικοί λειτουργοί, οι κοινωνιολόγοι, οι


ψυχολόγοι, οι παιδαγωγοί, οι ψυχοθεραπευτές και οι υπόλοιποι επιστήμονες υγείας και
κοινωνικοί επιστήμονες, χρειάζεται να κατανοήσουν τις δομές και τις πρακτικές της
παιδικής προστασίας, τα συναισθήματα ενοχής και ντροπής που νιώθουν τα παιδιά –
θύματα ενδο – οικογενειακής βίας, την ανάγκη τους να μιλήσουν για την κακοποίηση
αλλά παράλληλα και την δυσκολία τους να απευθυνθούν σε κάποιον ειδικό, εθελοντή
ή οργάνωση. (Χατζηφωτίου, 2005).

Οι ειδικοί επιστήμονες ψυχικής υγείας χρειάζεται να αξιολογούν κατάλληλα τις


περιπτώσεις κακοποίησης και έπειτα από την εκτενή αξιολόγηση να παρέχουν
φροντίδα για τα κακοποιημένα παιδιά. Μέσω των ψυχοκοινωνικών και θεραπευτικών
παρεμβάσεων, χρειάζεται τα παιδιά να αρχίζουν να αποκτούν μια αίσθηση ασφάλειας
και εμπιστοσύνης. Ακόμα οι παρεμβάσεις οφείλουν να εστιάζουν και στην οικογένεια,
με την υποστήριξη, τη συμβουλευτική και εκπαίδευση των γονέων, αλλά και τη
διαχείριση του θυμού. (Πρεκατέ και Γιωτάκος, 2005).

Βιβλιογραφία

Αγάθωνος – Γεωργοπούλου, Ε. (1991). Κακοποίηση, παραμέληση παιδιών. Ινστιτούτο


Υγείας του Παιδιού, Αθήνα: Γρηγόρη.

Αγάθωνος – Γεωργοπούλου, Ε. (1993). Οικογένεια, Παιδική Προστασία, Κοινωνική


Πολιτική. Αθήνα: Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού.

Αγάθωνος – Γεωργοπούλου, Ε. & Μαραγκός, Χ. (1995). Η κακοποίηση των παιδιών


μέσα στην οικογένεια ως πρόβλημα υγείας. Στο: Ι. Κυριακόπουλος, Ε. Γεωργούση, Β.
Μαργαριτίδου & Χ. Συμεωνίδου (επιμ.), Υγεία, Κοινωνική Προστασία και Οικογένεια.
Αθήνα: Κέντρο Κοινωνικών Επιστημών της Υγείας, Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας.

13
Προαγωγή Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων

Ζαφείρης, Α., Ζαφείρη, Ε. & Μουζακίτης, Χ. (1999). Οικογενειακή Θεραπεία: Θεωρία


και πρακτικές εφαρμογές, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Καλλινικάκη, Θ. (2006). Δικαίωμα ταυτότητας παιδιών σε αναδοχή και υιοθεσία. Στο:


Μ. Λουμάκου & Λ. Μπεζέ (επιμ.), Το παιδί και τα δικαιώματά του (σελ. 161 – 175).
Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Κανδυλάκη, Α. (2001). Η Συμβουλευτική στην Κοινωνική Εργασία: Δεξιότητες


Επικοινωνίας και Τεχνικές Παρέμβασης, Αθήνα: Σύγχρονες Ακαδημαϊκές και
Επιστημονικές Εκδόσεις.

Καφφές, Α., Τριανταφύλλου, Θ. & Γιωτάκος, Ο. (2006). Πρακτικός Οδηγός για Ειδικές
Καταστάσεις. Στο: Ο. Γιωτάκος & Θ. Τριανταφύλλου (επιμ.), Ψυχολογική Στήριξη από
το Τηλέφωνο (σελ. 175 – 244). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Λεβιδιώτη – Λέκκου, Ε. (1996). Εποπτεία στην Πράξη της Κοινωνικής Εργασίας:


Εισαγωγικές Σκέψεις, Θέσεις και Ασκήσεις, Αθήνα: Έλλην.

Λουμάκου, Μ. & Μπεζέ, Λ. (2006). Προβλήματα και προοπτικές της Σύμβασης για τα
Δικαιώματα του Παιδιού. Στο: Μ. Λουμάκου & Λ. Μπεζέ (επιμ.), Το παιδί και τα
δικαιώματά του (σελ. 17 – 23). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Μαδιανός, Μ. (2006). Κοινοτική Ψυχιατρική και Κοινοτική Ψυχική Υγιεινή. Αθήνα:


Καστανιώτη.

Μουζακίτης, Χ. (1989). Συζυγική Βία – Αιτιολογία – Επιπτώσεις – Παρέμβαση.


Κοινωνική Εργασία, 16, 217 – 227.

Μουσούρου, Λ. (2006). Κοινωνιολογία της Σύγχρονης Οικογένειας. Αθήνα:


Gutenberg.

Νόβα – Καλτσούνη, Χ. (1996). Εκπαίδευση στα ανθρώπινα δικαιώματα ως μια


ιδιαίτερη μορφή κοινωνικοποίησης. Στο: Εκπαίδευση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα,
Πρακτικά Ημερίδας της Διεθνούς Αμνηστίας, 27 Νοεμβρίου 1993 (σελ. 139 – 146).
Αθήνα: Σάκκουλας.

Οικονόμου, Μ.Π. & Χριστοδούλου, Γ.Ν. (2005). Η λειτουργία της οικογένειας και η
πρόληψη των ψυχικών διαταραχών. Στο: Β.Π. Κονταξάκης, Μ.Ι. Χαβάκη – Κονταξάκη
& Γ.Ν. Χριστοδούλου (επιμ.), Προληπτική Ψυχιατρική και Ψυχική Υγιεινή (σελ. 141
– 146). Αθήνα: ΒΗΤΑ Medical Arts.

14
Προαγωγή Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων

Παπαϊωάννου, Κ. (1996). Βία στην οικογένεια. Κοινωνική Εργασία, 44, 239 -248.

Παπαρρηγόπουλος, Ξ. (2006). Η διεθνής Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού:


Σύντομη κριτική αποτίμηση. Στο Μ. Λουμάκου & Λ. Μπεζέ (επιμ.), Το παιδί και τα
δικαιώματά του (σελ. 237- 243). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Πρεκατέ, Β. & Γιωτάκος, Ο. (2005). Οδηγός Εκπαιδευτικών και Γονέων για την
Ανίχνευση της Παιδικής Κακοποίησης. Αθήνα: ΒΗΤΑ Medical Arts.

Σταυριανάκη, Μ., Κυριακοπούλου, Α., Ρίγκα, Α. & Νικολαΐδης, Γ. (2008).


Μεθοδολογία Delphi: Μια ποιοτική προσέγγιση του φαινομένου της βίας κατά
ανηλίκων. Κοινωνική Εργασία, 89, 7 -28.

Στρατίκη, Λ. (2007). Εμπειρίες γυναικών θυμάτων οικογενειακής βίας και οι


επιπτώσεις στη ζωή τους – Μια ποιοτική μελέτη. Κοινωνική Εργασία, 88, 215 – 229.

Τριλίβα, Σ. & Ρούσση, Π. (2000). Οι διαστάσεις της συναισθηματικής νοημοσύνης.


Στο: Α. Καλαντζή – Αζίζι & Η. Μπεζεβέγκη (επιμ.), Θέματα
Επιμόρφωσης/Ευαισθητοποίησης Στελεχών Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων
(σελ. 201 – 214). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Τσιάντης, Ι. & Διαρεμέ, Σ. Π. (2004). Σωματική κακοποίηση του παιδιού. Κέντρο


Πληροφόρησης για την Ψυχική Υγεία του Παιδιού και του Εφήβου, Αθήνα.
Αναρτήθηκε το 2008 από www.childmentalhealth.gr/index.php .

Χατζηφωτίου, Σ., Ανουσάκη, Ε. & Παναγιωτοπούλου, Π. (2003). Παιδική κακοποίηση


στην Ελλάδα και μοντέλα παρέμβασης. Κοινωνική Εργασία, 72, 211 – 225.

Χατζηφωτίου, Σ. (2005). Ενδοοικογενειακή βία κατά των γυναικών και παιδιών:


Διαπιστώσεις και προκλήσεις για την Κοινωνική Εργασία. Θεσσαλονίκη: Τζιόλα.

Agathonos – Georgopoulou, H. & Browne, K. (1997). The prediction of child


maltreatment in Greek families. Child Abuse and Neglect, 21, 721 – 735.

Ainscough, C. & Kay, T. (2000). Surviving Childhood Sexual Abuse: Practical Self –
Help for Adults Who Were Sexually Abused as Children. USA: Fisher Books.

Cupit – Swenson, C. & Ezzell, C.E. (2000). Child Abuse, Encyclopedia of Stress, 1,
438 – 442.

15
Προαγωγή Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων

Doxiadis, S. (1989). Children, society and ethics. Child Abuse and Neglect, 13, 11 –
17.

Herbert, M. (1997). Ψυχολογική Φροντίδα του Παιδιού και της Οικογένειάς του (μτρφ.
Σκαρβέλη, Γ.). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Jaffle, P., Wolf, D., Wilson, S. & Zak, L. (1986). Similarities in Behavioural and Social
Maladjustment Among Child Victims and Witnesses to Family Violence. American
Journal of Orthopsychiatry, 56, 142 – 146.

Miller, B.A. (1990). The interrelationships between alcohol and drugs and family
violence. In: M. De La Rosa, E.Y. Lambert & B. Gropper (eds). Drugs and Violence:
Causes Correlates and Consequences (pp. 177 – 207). National Institute on Drug Abuse,
Research Monograph.

Minuchin, S. (2000). Οικογένειες και Οικογενειακή Θεραπεία (μτφρ.


Αναγνωστόπουλος, Φ. & συν.). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Sheridan, S.M. & Walker, D. (1999). Social Skills in Context: Considerations for
Assessment, Intervention and Generalization. In: C.R. Reynolds & T.B. Gutkin (eds).
The Handbook of School Psychology (pp. 686 – 708). New York: Wiley.

Thio, A. (2003). Παρεκκλίνουσα Συμπεριφορά (μτφρ. Μπαρπάτση, Μ.). Αθήνα:


Έλλην.

World Health Organization, (1999). Report of the Consultation on Child Abuse


Prevention. Geneva: W.H.O.

World Health Organization, (2001). Prevention of Child Abuse and Neglect: Making
the Links between Human Rights and Public Health. Geneva: W.H.O.

16
Προαγωγή Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων

Μάθημα 2ο: Θεραπευτικές παρεμβάσεις για την παιδική εκμετάλλευση και


κακοποίηση-Μετατραυματικό άγχος. (συνέχεια)

1. Μετατραυματικό άγχος και σεξουαλική κακοποίηση

Η σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών αποτελεί ένα σημαντικό κοινωνικό πρόβλημα


διεθνώς. Σε μία μετα-ανάλυση 217 δημοσιεύσεων από διάφορες χώρες, που
δημοσιεύτηκαν μεταξύ 1980 και 2008, εκτιμάται ότι ο επιπολασμός της σεξουαλικής
κακοποίησης, πριν από την ηλικία των 18 ετών, ήταν 18% μεταξύ των γυναικών και
7,6% μεταξύ των ανδρών (Stoltenborgh, Van IJzendoorn, Euser, & Bakermans-
Kranenburg, 2011). Η πλειοψηφία των δημοσιευμένων μελετών επικεντρώθηκε στην
αναγνώριση των μακροχρόνιων συμπτωμάτων της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών
σύμφωνα με αναδρομικές μελέτες που βασίζονται σε δείγματα ενηλίκων. Τα
αποτελέσματα δείχνουν κατηγορηματικά ότι η σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών
συνδέεται με πολλαπλές μακροπρόθεσμες συνέπειες. Πράγματι, σύμφωνα με τις
ανασκοπήσεις της επιστημονικής βιβλιογραφίας, η σεξουαλική κακοποίηση κατά την
παιδική ηλικία δεν αποτελεί έναν συγκεκριμένο παράγοντα κινδύνου για ένα φάσμα
ψυχολογικών διαταραχών, συμπεριλαμβανομένης της κατάθλιψης, ιδεοληψιών
αυτοκτονίας, διαταραχών άγχους και της διαταραχής μετατραυματικού στρες (PTSD)
καθώς και των επικίνδυνων σεξουαλικών συμπεριφορών (Maniglio, 2009 · Walsh,
Fortier, & DiLillo, 2010 · Zink, Klesges, Stevens, & Decker, 2009). Η συσχέτιση

17
Προαγωγή Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων

μεταξύ της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών και των αρνητικών αποτελεσμάτων


εξακολουθεί να υφίσταται ακόμη και μετά τον έλεγχο άλλων δυσμενών παραγόντων
στην παιδική ηλικία, όπως η σωματική κακοποίηση, η προβληματική προσκόλληση
γονέα-παιδιού και το ιστορικό της χρήσης παράνομων ναρκωτικών (Fergusson, Boden,
& Horwood, 2008; Fergusson, Horwood, & Woodward, 2000).

Παρά τη διάδοση των μελετών για το θέμα αυτό τα τελευταία 30 χρόνια, η γνώση μας
για τις βραχυπρόθεσμες συνέπειες, όσον αφορά την σεξουαλική κακοποίηση των νέων,
παραμένει περιορισμένη. Οι διαθέσιμες μελέτες υπογραμμίζουν τα αρνητικά
επακόλουθα που σχετίζονται με το ιστορικό σεξουαλικής κακοποίησης των εφήβων.
Πράγματι, οι έφηβοι που προσήλθαν, μετά την αποκάλυψη, σε κέντρα παρέμβασης και
θεραπείας παρουσίαζαν υψηλά επίπεδα ψυχολογικής δυσφορίας (Brabant, Hébert, &
Chagnon, 2012, Daigneault, Hébert, & Tourigny, 2006). Μελέτες υπογραμμίζουν την
ύπαρξη σημαντικών συμπτωμάτων διάσπασης (Hébert, Paradis, & Brabant) και
εξωτερικών προβλημάτων συμπεριφοράς (διαταραχή συμπεριφοράς, κατάχρηση
ναρκωτικών, παραβατικότητα) (Fergusson et al., 2008), καθώς και επικίνδυνες
σεξουαλικές συμπεριφορές (Fernet, Hébert, Gascon, & Lacelle, 2012) σε σεξουαλικά
κακοποιημένους εφήβους. Η έρευνα δείχνει επίσης ότι κατά τη διάρκεια της εφηβείας
τα θύματα της σεξουαλικής κακοποίησης παρουσιάζουν σημαντικό κίνδυνο όσον
αφορά τις ιδεοληψίες αυτοκτονίας ή απόπειρες αυτοκτονίας (Brabant κ.ά., 2012,
Martin, Bergen, Richardson, Roeger, & Allison, 2004) καθώς και την θυματοποίηση
στο πλαίσιο των ρομαντικών τους σχέσεων (Hébert, Daigneault, & Van Camp, 2012,
Hébert, Lavoie, Vitaro, McDuff, & Tremblay, 2008).

Εκτός από τις ποικίλες συνέπειες που σχετίζονται με τη σεξουαλική κακοποίηση


παιδιών, το μετατραυματικό άγχος φαίνεται να είναι ένας από τους αστερισμούς των
συμπτωμάτων που εμφανίζονται συχνότερα στα θύματα σεξουαλικής κακοποίησης
(Paolucci, Genuis & Violato, 2001). Τα διαγνωστικά κριτήρια της διαταραχής
μετατραυματικού στρες ορίζονται από τα συμπτώματα της εισβολής, την αποφυγή των
ερεθισμάτων που σχετίζονται με το τραύμα και την υπερδιέγερση. Σύμφωνα με μια
ανασκόπηση μελετών που δημοσιεύτηκαν μεταξύ 2000 και 2011, σχετικά με τη
μετατραυματική αγχώδη διαταραχή κατά την εφηβεία, το 57% των εφήβων που έζησαν
σεξουαλικό τραύμα είχαν μετατραυματικό άγχος (Nooner et al., 2012). Στην
πραγματικότητα, μία από τις πρώτες ανασκοπήσεις των εμπειρικών μελετών καταλήγει
στο συμπέρασμα ότι το μετατραυματικό άγχος αποτελεί μία από τις δύο τυπικές

18
Προαγωγή Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων

εκδηλώσεις που παρατηρούνται μεταξύ των νεαρών θυμάτων σεξουαλικής


κακοποίησης σε σύγκριση με άλλους κλινικούς πληθυσμούς (Kendall-Tackett,
Williams & Finkelhor , 1993).

Ωστόσο, ένα από τα ευρήματα, που εξακολουθεί να προβληματίζει τους ερευνητές


σχετίζεται με τη μεγάλη ποικιλία των προφίλ των θυμάτων-παιδιών που έχουν δεχθεί
σεξουαλική κακοποίηση και τον εντοπισμό πιθανών παραγόντων κινδύνου και
προστασίας. Οι κλινικοί ψυχολόγοι και οι εργαζόμενοι στην παιδική πρόνοια
ασχολούνται με ένα ευρύ φάσμα περιπτώσεων που καταδεικνύουν καταστάσεις που
μπορεί να ποικίλλουν από ένα και μόνο χαμόγελο μέχρι την πλήρη επαφή, που
περιλαμβάνει έναν ξένο, ένα γνωστό ενήλικα, ένα στενό μέλος της οικογένειας ή έναν
φροντιστή. Οι παράγοντες που σχετίζονται με τη σεξουαλική κακοποίηση που βίωσαν
μπορεί να επηρεάσουν την παρουσία και την ένταση των συμπτωμάτων του
μετατραυματικού άγχους. Πράγματι, τα χαρακτηριστικά του τραυματικού γεγονότος
(διάρκεια, σοβαρότητα και σχέση με τον δράστη) φαίνεται να παίζουν σημαντικό ρόλο
όσον αφορά την ένταση των συμπτωμάτων του μετατραυματικού άγχους (Molnar,
Buka, & Kessler, 2001). Έτσι, η χρόνια σεξουαλική κακοποίηση, η πολύ σοβαρή (με
διείσδυση ή απόπειρα διείσδυσης) ή αυτή που συνοδεύεται από την άσκηση δύναμης,
συνδέεται με μεγαλύτερα συμπτώματα μετατραυματικού άγχους (Boney-McCoy &
Finkelhor, 1995, Wolfe, Sas & Wekerle, 1994).

Πρόκειται λοιπόν για την αντιμετώπιση πολύ διαφορετικών καταστάσεων σεξουαλικής


κακοποίησης, από άτομα που δεν διαθέτουν τις ίδιες προσωπικές ικανότητες για να
αντιμετωπίσουν το τραύμα και τα οποία δεν επωφελούνται με τον ίδιο τρόπο από το
ίδιο το οικογενειακό περιβάλλον ή από το οικογενειακό δίκτυο για να αντιμετωπίσουν
την εν λόγω κατάσταση. Όσον αφορά τους προσωπικούς παράγοντες, ένα υψηλό
επίπεδο ανθεκτικότητας μπορεί να λειτουργήσει ως προστατευτικός παράγοντας όσον
αφορά την ψυχολογική δυσφορία και τα συμπτώματα του μετατραυματικού άγχους.
Ενώ έχουν προταθεί διάφοροι ορισμοί για την ανθεκτικότητα, συνήθως νοείται ως η
ικανότητα αντιμετώπισης των αντιξοοτήτων (Connor & Davidson, 2003).

Επιπλέον, η υποστηρικτική στάση του γονέα μπορεί να χρησιμεύσει ως μέσο


αποκατάστασης των αρνητικών αποτελεσμάτων μετά την αποκάλυψη και να
διαδραματίσει κρίσιμο ρόλο στον τρόπο με τον οποίο τα θύματα αντιμετωπίζουν τη
σεξουαλική κακοποίηση τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα (Elliot &

19
Προαγωγή Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων

Carnes, 2001, Lovett, 2004, Rosenthal, Feiring, & Taska, 2003). Οι Thériault, Cyr και
Wright (2003) αντιπαραβάλλουν την προγνωστική αξία τόσο της γενικής μητρικής
υποστήριξης όσο και της συγκεκριμένης μητρικής υποστηρικτικής αντίδρασης
αναφορικά με την αποκάλυψη. Σύμφωνα με την έρευνα τους, η γενική μητρική στήριξη
συνέβαλε στην καλύτερη πρόβλεψη των αποτελεσμάτων από ότι συγκεκριμένες
μητρικές υποστηρικτικές αντιδράσεις κατά την αποκάλυψη (δηλ. εμπιστοσύνη στο
παιδί, ανάληψη δράσης για προστασία από περαιτέρω κακοποίηση και πρόσκληση
κατάλληλων υπηρεσιών για την ανάκτηση της ψυχικής υγείας του παιδιού). Οι λίγες
διαθέσιμες μελέτες παρακολούθησης υποδηλώνουν ότι η έλλειψη κοινωνικής
υποστήριξης κατά την αρχική αξιολόγηση συμβάλλει στην αύξηση της εσωτερίκευσης
των συμπτωμάτων σε σεξουαλικά κακοποιημένους εφήβους, έξι μήνες αργότερα (Bal,
De Bourdeaudhuij, Crombez, & Van Oost, 2005). Επιπλέον, οι νέοι που αναφέρουν
υψηλό επίπεδο υποστήριξης από τους φροντιστές, αρχικά αναφέρουν υψηλότερη
αυτοεκτίμηση και λιγότερη κατάθλιψη ένα χρόνο αργότερα (Rosenthal et al., 2003).

Τα αδέλφια αποτελούν επίσης σημαντική πηγή βοήθειας και συναισθηματικής


υποστήριξης. Οι θετικές σχέσεις με τα αδέλφια μπορούν να προωθήσουν στρατηγικές
ρύθμισης των συναισθημάτων που με τη σειρά τους μειώνουν τον κίνδυνο ανάπτυξης
εσωτερικών ή εξωτερικών προβλημάτων συμπεριφοράς (Buist, Deković, & Prinzie,
2013). Ο Jenkins (1992) διαπίστωσε ότι η στενή σχέση με έναν αδελφό έδρασε ως
προστατευτικός παράγοντας για τα παιδιά από λιγότερο αρμονικά σπίτια. Σύμφωνα με
άλλες μελέτες, οι νέοι, που διατηρούν υποστηρικτικές σχέσεις με τα αδέλφια τους,
παρουσιάζουν λιγότερα καταθλιπτικά συμπτώματα (Gass, Jenkins, & Dunn, 2007).
Επιπλέον, οι νέοι που ανήκουν σε συγκρουσιακές οικογένειες έλαβαν στήριξη από τα
αδέλφια τους σχετικά με την προσαρμογή (Caya & Liem, 1998) . Σύμφωνα με μια
πρόσφατη μετα-ανάλυση 34 μελετών, η αδερφική εγγύτητα και η περιορισμένη
σύγκρουση με τα αδέρφια συνδέονται με χαμηλότερα εσωτερικευμένα και εξωτερικά
προβλήματα συμπεριφοράς (Buist et al., 2013).

Από μια οίκο-συστημική άποψη, εκτός των προσωπικών και οικογενειακών


παραγόντων, οι διάφοροι πόροι που βρίσκονται έξω από το οικογενειακό περιβάλλον
(συμμαθητές, σημαντικοί ενήλικες, κοινότητα κλπ.) μπορούν να λειτουργήσουν ως
προστατευτικοί παράγοντες για τους νέους που αντιμετωπίζουν δυσμενή γεγονότα
(Haskett, Nears , Sabourin Ward & McPherson, 2006). Οι συμμαθητές μπορούν να
προσφέρουν σημαντική υποστήριξη στα θύματα, δεδομένου του αυξανόμενου

20
Προαγωγή Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων

σημαντικού τους ρόλου στην εφηβεία. Σε σύγκριση με τα παιδιά, οι έφηβοι - θύματα


σεξουαλικής κακοποίησης μπορεί να είναι πιο επιρρεπείς στην επίδειξη εμπιστοσύνης
στους συνομηλίκους τους. Στην πραγματικότητα, σε μια μελέτη σε εφήβους, ο πιο
κοινός αποδέκτης της αποκάλυψης της σεξουαλικής κακοποίησης ήταν ένας φίλος και
σχεδόν το 40% είχε αποκαλυφθεί μόνο σε κάποιον ομότιμο, ίδιας ηλικίας και σε
κανένα άλλο άτομο (Priebe & Svedin, 2008). Η συναισθηματική υποστήριξη που
πηγάζει από τις σχέσεις με σημαντικούς συνομηλίκους μπορεί να αποτρέψει τα
συναισθήματα δυσφορίας. Επιπλέον, οι έφηβοι με ασφαλή προσκόλληση στους
συμμαθητές τους είναι λιγότερο καταθλιπτικοί και ανήσυχοι (Nelis & Rae, 2009). Οι
νέοι που ανήκουν σε συγκρουσιακές οικογένειες συνήθως στρέφονται σε συμμαθητές
για συναισθηματική υποστήριξη, ειδικά εάν η σεξουαλική κακοποίηση περιλαμβάνει
ένα μέλος της οικογένειας και η συναισθηματική υποστήριξη δεν είναι διαθέσιμη στο
οικογενειακό περιβάλλον. Ωστόσο, μία μελέτη υποδηλώνει ότι η υποστήριξη από
ομότιμους δεν είναι αναγκαστικά ωφέλιμη και στην πραγματικότητα μπορεί να
σχετίζεται με συμπτώματα μετατραυματικού άγχους και αρνητική αυτο-αντίληψη
(Feiring, Taska & Lewis, 1998).

Βιβλιογραφία

Bal S, De Bourdeaudhuij I, Crombez G, Van Oost P. Predictors of trauma


symptomatology in sexually abused adolescents. Journal of Interpersonal Violence.
2005;20(11):1390–1405.

Boney-McCoy S, Finkelhor D. Prior victimization: A risk factor for child sexual abuse
and for PTSD-related symptomatology among sexually abused youth. Child Abuse &
Neglect. 1995;19(12):1401–1421.

Brabant M-E, Hébert M, Chagnon F. Les symptômes dépressifs, les idéations et les
tentatives suicidaires chez les adolescents ayant vécu une agression sexuelle. In: Hébert
M, Cyr M, Tourigny M, editors. L’agression sexuelle envers les enfants, Tome II.
Québec, QC: Presses de l’Université du Québec; 2012. pp. 55–89.

Buist KL, Deković M, Prinzie P. Sibling relationship quality and psychopathology of


children and adolescents: A meta-analysis. Clinical Psychology Review.
2013;33(1):97–106.

21
Προαγωγή Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων

Caya ML, Liem JH. The role of sibling support in high-conflict families. American
Journal of Orthopsychiatry. 1998;68(2):327–333.

Connor KM, Davidson JRT. Development of a new resilience scale: The Connor-
Davidson Resilience Scale (CD-RISC) Depression and Anxiety. 2003;18(2):76–82.

Daigneault I, Hébert M, Tourigny M. Attributions and coping in sexually abused


adolescents referred for group treatment. Journal of Child Sexual Abuse.
2006;15(3):35–59.

Elliot AN, Carnes CN. Reactions of non-offending parents to the sexual abuse of the
children: A review of the literature. Child Mistreatment. 2001;6(4):314–331.

Feiring C, Taska L, Lewis M. The role of shame and attributional style in children’s
and adolescents’ adaptation to sexual abuse. Child Maltreatment. 1998;3(2):129–142.

Fernet M, Hébert M, Gascon S, Lacelle C. Agression sexuelle et comportements


sexuels à risque à l’adolescence. In: Hébert M, Cyr M, Tourigny M, editors. L’agression
sexuelle envers les enfants, Tome II. Québec, QC: Presses de l’Université du Québec;
2012. pp. 131–170.

Fergusson DM, Boden JM, Horwood LJ. Exposure to childhood sexual and physical
abuse and adjustment in early adulthood. Child Abuse & Neglect. 2008;32(6):607–619.

Fergusson DM, Horwood LJ, Woodward LJ. The stability of child abuse reports: A
longitudinal study of the reporting behaviour of young adults. Psychological Medicine.
2000;30(3):529–544.

Gass K, Jenkins J, Dunn J. Are sibling relationships protective? A longitudinal study.


Journal of Child Psychology and Psychiatry. 2007;48(2):167–175.

Haskett ME, Nears K, Sabourin Ward C, McPherson AV. Diversity in adjustment of


maltreated children: Factors associated with resilient functioning. Clinical Psychology
Review. 2006;26(6):796–812.

Hébert M, Daigneault I, Van Camp T. Agression sexuelle et risque de revictimisation


à l’adolescence: Modèles conceptuels et défis liés à la prévention. In: Hébert M, Cyr
M, Tourigny M, editors. L’agression sexuelle envers les enfants, Tome II. Québec, QC:
Presses de l’Université du Québec; 2012. pp. 171–223.

22
Προαγωγή Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων

Hébert M, Lavoie F, Vitaro F, McDuff P, Tremblay RE. Association of child sexual


abuse and dating victimization with mental health disorder in a sample of adolescent
girls. Journal of Traumatic Stress. 2008;21(2):181–189.

Hébert M, Paradis A, Brabant M-E. Symptom clusters in sexually abused teenage girls
in preparation.

Jenkins J. Sibling relationships in disharmonious homes: Potential difficulties and


protective effects. In: Boer F, Dunn J, editors. Children’s sibling relationships:
Developmental and clinical issues. Hillsdale, NJ, England: Lawrence Erlbaum
Associates, Inc; 1992. pp. 125–138.

Kendall-Tackett KA, Williams LM, Finkelhor D. Impact of sexual abuse on children:


A review and synthesis of recent empirical studies. Psychological Bulletin.
1993;113(1):164–180.

Maniglio R. The impact of child sexual abuse on health: a systematic review of reviews.
Clinical Psychology Review. 2009;29(7):647–657.

Martin G, Bergen HA, Richardson AS, Roeger L, Allison S. Sexual abuse and
suicidality: Gender differences in a large community sample of adolescents. Child
Abuse & Neglect. 2004;28(5):491–503.

Molnar BE, Buka SL, Kessler RC. Child sexual abuse and subsequent
psychopathology: Results from the National Comorbidity Survey. American Journal of
Public Health. 2001;91(5):753–760.

Nelis SM, Rae G. Peer attachment in adolescents. Journal of Adolescence.


2009;32:443–447.

Nooner KB, Linares LO, Batinjane J, Kramer RA, Silva R, Cloitre M. Factors related
to posttraumatic stress disorder in adolescence. Trauma, Violence, & Abuse.
2012;13(3):153–166.

Paolucci EO, Genuis ML, Violato C. A meta-analysis of the published research on the
effects of child sexual abuse. Journal of Psychology. 2001;135(1):17–36.

Priebe G, Svedin CG. Child sexual abuse is largely hidden from the adult society – An
epidemiological study of adolescents’ disclosures. Child Abuse & Neglect.
2008;32:1095–1108.

23
Προαγωγή Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων

Rosenthal S, Feiring C, Taska L. Emotional support and adjustment over a year’s time
following sexual abuse discovery. Child Abuse & Neglect. 2003;27(6):641–661.

Stoltenborgh M, Van IJzendoorn MH, Euser EM, Bakermans-Kranenburg MJ. A global


perspective on child sexual abuse: Meta-analysis of prevalence around the world. Child
Maltreatment. 2011;16(2):79–101.

Thériault C, Cyr M, Wright J. Facteurs contextuels associés aux symptômes


d’adolescentes victimes d’agression sexuelle intrafamiliale [Contextual factors
associated with the symptoms in teenagers victims of intrafamilial sexual aggression]
Child Abuse & Neglect. 2003;27(11):1291–1309.

Walsh K, Fortier MA, DiLillo D. Adult coping with childhood sexual abuse: A
theoretical and empirical review. Aggression and Violent Behaviour. 2010;15(1):1–13.

Wolfe DA, Sas L, Wekerle C. Factors associated with the development of posttraumatic
stress disorder among child victims of sexual abuse. Child Abuse & Neglect.
1994;18(1):37–50.

Zink T, Klesges L, Stevens S, Decker P. The development of a sexual abuse severity


score: Characteristics of childhood sexual abuse associated with trauma
symptomatology, somatization, and alcohol abuse. Journal of Interpersonal Violence.
2009;24(3):537–546.

2. Γνωστική – Συμπεριφοριστική Θεραπεία επικεντρωμένη στο Τραύμα


(Trauma-Focused Cognitive Behavioral Therapy - TF-CBT) και παιδική
σεξουαλική κακοποίηση

Η γνωστική συμπεριφοριστική θεραπεία που επικεντρώνεται στο τραύμα (TF-CBT)


αποτελεί μια τεκμηριωμένη προσέγγιση θεραπείας που έχει αποδειχθεί ότι μπορεί να
βοηθήσει τα παιδιά, τους εφήβους και τους φροντιστές τους να ξεπεράσουν τις
τραυματικές τους δυσκολίες. Έχει σχεδιαστεί ώστε να μειώνει τις αρνητικές
συναισθηματικές και συμπεριφοριστικές αποκρίσεις που έπονται της παιδικής
σεξουαλικής κακοποίησης, της ενδοοικογενειακή βίας, των τραυματικών απωλειών
και άλλων τραυματικών γεγονότων.

24
Προαγωγή Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων

Η θεραπεία, η οποία βασίζεται στις μαθησιακές και γνωστικές θεωρίες, αντιμετωπίζει


τις διαστρεβλωμένες πεποιθήσεις και τους συσχετισμούς αναφορικά με την
κακοποίηση και παρέχει ένα υποστηρικτικό περιβάλλον στο οποίο τα παιδιά
ενθαρρύνονται να μιλούν για την τραυματική τους εμπειρία. Το TF-CBT βοηθά επίσης
τους γονείς να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τις δικές τους συναισθηματικές
δυσκολίες και να αναπτύξουν δεξιότητες ώστε να υποστηρίζουν τα παιδιά τους.

Τόσο σε άμεση όσο και σε μακροπρόθεσμη βάση μετά την έκθεση στο τραύμα, τα
παιδιά αντιμετωπίζουν σοβαρό κίνδυνο ανάπτυξης σημαντικών συναισθηματικών
δυσκολιών καθώς και δυσκολιών συμπεριφοράς (Berliner & Elliott, 2002; Briere &
Elliott, 2003; Chadwick Center, 2004). Για παράδειγμα, τα θύματα της σεξουαλικής
κακοποίησης βιώνουν:

 Δυσπροσάρμοστες ή μη χρήσιμες πεποιθήσεις και αποδόσεις που σχετίζονται


με την κακοποίηση, συμπεριλαμβανομένων:

○ Αίσθηση ενοχής για το ρόλο τους στην κακοποίηση

○ Θυμό στους γονείς επειδή δεν γνωρίζουν για την κακοποίηση

○ Αίσθημα αδυναμίας

○ Μια αίσθηση ότι είναι κατά κάποιο τρόπο "φθαρμένα αγαθά"

○ Φόβο ότι οι άνθρωποι θα τους μεταχειριστούν διαφορετικά λόγω της κακοποίησης

 Εκτέλεση συμπεριφορών, όπως η συμμετοχή σε ακατάλληλες ηλικιακά


σεξουαλικές συμπεριφορές
 Διαταραχές ψυχικής υγείας, συμπεριλαμβανομένων της μείζονος κατάθλιψης
 Συμπτώματα διαταραχής μετατραυματικού στρες (PTSD), τα οποία
χαρακτηρίζονται από:

○ Διεισδυτικές και επανεμφανιζόμενες σκέψεις της τραυματικής εμπειρίας

○ Αποφυγή υπενθυμίσεων του τραύματος (συχνά μέρη, άνθρωποι, ήχοι, μυρωδιές)

○ Συναισθηματικό μούδιασμα

○ Ευερεθιστότητα

○ Πρόβλημα στον ύπνο ή στη συγκέντρωση

25
Προαγωγή Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων

○ Φυσική και συναισθηματική υπερδιέγερση

(συχνά χαρακτηρίζεται από συναισθηματική ταλάντευση ή ταχεία επιτάχυνση του


θυμού ή κλάμα που είναι δυσανάλογο με το ερέθισμα)

Αυτά τα συμπτώματα μπορεί να επηρεάσουν την καθημερινή ζωή του παιδιού, τη


συμπεριφορά, τις σχολικές επιδόσεις, την προσοχή, την αυτο-αντίληψη και τη
συναισθηματική του λειτουργία. Η εν λόγω θεραπεία βοηθά τα παιδιά να
επεξεργάζονται τις τραυματικές τους αναμνήσεις, να ξεπεράσουν τις προβληματικές
σκέψεις και συμπεριφορές και να αναπτύξουν μια αποτελεσματική αντιμετώπιση και
διαπροσωπικές δεξιότητες.

Αναγνωρίζοντας τη σημασία της γονικής υποστήριξης στη διαδικασία ανάκαμψης του


παιδιού, η TF-CBT περιλαμβάνει στοιχεία θεραπείας για γονείς (ή φροντιστές) που
δείχνουν συγκατάβαση και κατανόηση. Οι συνεδρίες της θεραπείας χωρίζονται σε
προσωπικές συναντήσεις με τα παιδιά και των παιδιών με γονείς, με περίπου ίσο
χρονικό διάστημα και για τους δύο. Η εμπλοκή των γονέων συντελεί στη διαχείριση
του στρες, στην απόκτηση δεξιοτήτων διαχείρισης της συμπεριφοράς και γονική;
μέριμνας και στην απόκτηση δεξιοτήτων επικοινωνίας. Με τον τρόπο αυτό, οι γονείς
μπορούν να αντιμετωπίσουν καλύτερα τις δικές τους συναισθηματικές δυσκολίες που
συνδέονται με το τραύμα του παιδιού, υποστηρίζοντας ταυτόχρονα και το δικό τους
παιδί πιο αποτελεσματικά.

Η γνωστική – συμπεριφοριστική Θεραπεία επικεντρωμένη στο τραύμα (TF-CBT)


ενσωματώνει πολλές καθιερωμένες θεραπευτικές προσεγγίσεις:

 Γνωστική θεραπεία, η οποία στοχεύει στην αλλαγή της συμπεριφοράς


αντιμετωπίζοντας τις σκέψεις ενός ατόμου ή τις αντιλήψεις του, ιδιαίτερα των
διαστρεβλωμένων προτύπων σκέψης ή των άσκοπων προβολών
 Θεραπεία συμπεριφοράς, η οποία επικεντρώνεται στην τροποποίηση συνήθων
αποκρίσεων (π.χ. θυμός, φόβος) σε εντοπισμένες καταστάσεις ή ερεθίσματα
 Οικογενειακή θεραπεία, η οποία εξετάζει τα πρότυπα των αλληλεπιδράσεων
μεταξύ των μελών της οικογένειας για τον εντοπισμό και την αντιμετώπιση των
προβλημάτων

Η TF-CBT είναι συνήθως μια βραχυπρόθεσμη θεραπεία που παρέχεται σε 12 έως 18


συνεδρίες των 50 έως 90 λεπτών, ανάλογα με τις ανάγκες της θεραπείας. Η παρέμβαση

26
Προαγωγή Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων

παρέχεται συνήθως σε εξωτερικές εγκαταστάσεις ψυχικής υγείας, αλλά έχει


χρησιμοποιηθεί και στο νοσοκομείο, στο σπίτι, στο σχολείο και στην κοινότητα. Η
θεραπεία περιλαμβάνει μεμονωμένες συνεδρίες με το παιδί και τον γονέα (ή τον
φροντιστή) ξεχωριστά και κοινές συνεδρίες με το παιδί και τον γονέα μαζί. Κάθε
μεμονωμένη συνεδρία έχει σχεδιαστεί για να οικοδομήσει τη θεραπευτική σχέση
παρέχοντας παράλληλα εκπαίδευση, δεξιότητες και ένα ασφαλές περιβάλλον για την
αντιμετώπιση και επεξεργασία τραυματικών αναμνήσεων. Οι κοινές συνεδρίες γονέων
έχουν σχεδιαστεί για να βοηθούν τους γονείς και τα παιδιά να ασκούν και να
χρησιμοποιούν τις δεξιότητες που έμαθαν. Επιπλέον, βοηθούν τα παιδιά να μοιραστούν
την αφήγησή των τραυματικών τους εμπειριών, ενώ ταυτόχρονα ενθαρρύνουν μια πιο
αποτελεσματική επικοινωνία γονέα-παιδιού σχετικά με την κακοποίηση και άλλα
συναφή ζητήματα.

Γενικά, οι στόχοι της TF-CBT είναι:

 Μείωση των αρνητικών συναισθηματικών και συμπεριφοριστικών αποκρίσεων


των παιδιών στο τραύμα
 Διόρθωση των ακατάλληλων ή μη χρήσιμων πεποιθήσεων και αποδόσεων που
σχετίζονται με την τραυματική εμπειρία (π.χ. μια πεποίθηση ότι το παιδί είναι)
υπεύθυνο για την κακοποίηση)
 Παροχή υποστήριξης και ικανοτήτων στους γονείς ώστε να αντιμετωπίσουν
αποτελεσματικά τις δικές τους συναισθηματικές δυσκολίες
 Παροχή δεξιοτήτων στους γονείς ώστε να ανταποκριθούν καλύτερα και να
υποστηρίξουν τα παιδιά τους

Τα κυριότερα συστατικά του πρωτοκόλλου TF-CBT μπορούν να συνοψιστούν στη


λέξη "PRACTICE":

P – (Psychoeducation and parenting Skills) Ψυχοπαιδαγωγική και δεξιότητες γονικής


μέριμνας -Συζήτηση και εκπαίδευση για την κακοποίηση των παιδιών γενικά και για
τις τυπικές συναισθηματικές και συμπεριφορικές αποκρίσεις σχετικά με την
σεξουαλική κακοποίηση. Εκπαίδευση των γονιών για την ανάπτυξη στρατηγικών
διαχείρισης της συμπεριφοράς του παιδιού και αποδοτικής επικοινωνίας

R – (Relaxation techniques) Τεχνικές χαλάρωσης-Διδασκαλία μεθόδων χαλάρωσης,


όπως εστιασμένη αναπνοή, προοδευτική χαλάρωση των μυών και οπτική φαντασία

27
Προαγωγή Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων

Α – (Affective expression and regulation) Συναισθηματική έκφραση και ρύθμιση -


Βοηθώντας το παιδί και τον γονέα να διαχειριστούν τις συναισθηματικές αντιδράσεις
σε κάθε υπενθύμιση της κακοποίησης, βελτιώνοντας την ικανότητά τους να εντοπίζουν
και να εκφράζουν συναισθήματα και να συμμετέχουν σε δραστηριότητες αυτό-
θεραπείας

C – (Cognitive coping and processing) Γνωστική αντιμετώπιση και επεξεργασία -


Βοηθώντας το παιδί και τον γονέα να καταλάβουν τη σχέση μεταξύ σκέψεων,
συναισθημάτων, και συμπεριφορών. Διερεύνηση και διόρθωση ανακριβών αποδόσεων
που σχετίζονται με γεγονότα της καθημερινής ζωής

T – (Trauma narrative and processing) Αφηγηματικό Τραύμα και επεξεργασία -


Σταδιακές ασκήσεις έκθεσης, συμπεριλαμβανομένης της λεκτικής, γραπτής ή
συμβολικής μνείας των γεγονότων κακοποίησης και επεξεργασία ανακριβών και / ή
μη χρήσιμων σκέψεων σχετικά με την κακοποίηση

I – (In vivo exposure) Έκθεση in vivo - Σταδιακή έκθεση σε υπενθυμίσεις τραυμάτων


στο περιβάλλον του παιδιού (για παράδειγμα, υπόγειο, σκοτάδι, σχολείο), έτσι ώστε το
παιδί να μάθει να ελέγχει τις συναισθηματικές του αντιδράσεις

C – (Conjoint parent/child sessions) Συνδεδεμένες γονικές / παιδικές συνεδρίες-


Οικογενειακή εργασία για την ενίσχυση της επικοινωνίας και τη δημιουργία ευκαιριών
για θεραπευτική συζήτηση σχετικά με την κακομεταχείριση και για να μοιραστεί το
παιδί την αφήγηση του τραύματός του

E – (Enhancing personal safety and future growth) Βελτίωση της προσωπικής


ασφάλειας και της μελλοντικής ανάπτυξης - Εκπαίδευση και κατάρτιση σε προσωπικό
επίπεδο των δεξιοτήτων ασφάλειας, των διαπροσωπικών σχέσεων και της υγιούς
σεξουαλικότητας και ενθάρρυνση στη χρήση νέων δεξιοτήτων στη διαχείριση των
μελλοντικών παραγόντων άγχους και υπενθυμίσεων των τραυμάτων

Βιβλιογραφία

Berliner, L., & Elliott, D. M. (2002). Sexual abuse of children. In J. E. B. Myers, L.


Berliner, J. Briere, C. T. Hendrix, C. Jenny, & T. A. Reid (Eds.), The APSAC handbook
on child maltreatment (pp.5578). Thousand Oaks, CA: Sage Publications.

28
Προαγωγή Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων

Briere, J., & Elliott, D. M. (2003). Prevalence and psychological sequelae of self-
reported childhood physical and sexual abuse in a general population sample of men
and women. Child Abuse & Neglect, 27, 1205-1222.

Chadwick Center. (2004). Closing the quality chasm in child abuse treatment:
Identifying and disseminating best practices. San Diego, CA: Author.

Child Welfare Information Gateway. (2012). Trauma-focused cognitive behavioral


therapy for children affected by sexual abuse or trauma. Washington, DC: U.S.
Department of Health and Human Services, Children’s Bureau.

29
Προαγωγή Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων

3’ Μέρος: Παιδική μετανάστευση και κοινωνικός αποκλεισμός

1. Κοινωνικός Αποκλεισμός3

Tο δέκατο ένατο αιώνα ο εκσυγχρονισμός και η εκβιομηχάνιση κατέληξαν σε ένα νέο


είδος φτώχειας, που επέφερε σημαντικές αλλαγές στην εργατική τάξη. Οι κοινωνικές
εντάσεις άρχισαν να απειλούν την κοινωνική τάξη, ενώ άρχισαν να θεσμοθετούνται
νέα μέτρα, όπως η εργοστασιακή νομοθεσία, η κοινωνική ασφάλιση και η
θεσμοθέτηση των βιομηχανικών σχέσεων, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι εν λόγω
κοινωνικές εντάσεις. Τα μέτρα αυτά αποτέλεσαν τις αρχές της ίδρυσης του κράτους
πρόνοιας. O όρος κοινωνικός αποκλεισμός χρησιμοποιήθηκε στην αρχή της δεκαετίας
του 70 για να αναφερθεί στα άτομα εκείνα που δεν προστατεύονταν από το κράτος
πρόνοιας και θεωρούνταν κοινωνικά παρείσακτα. Οι κοινωνικά αποκλεισμένοι
αποτελούσαν τα άτομα με βιολογικές και ψυχολογικές αναπηρίες, τους ηλικιωμένους,
τους χρήστες ναρκωτικών, τους εγκληματίες, τους αυτοκτονικούς κτλ.

Στις δεκαετίες του ’70 και ’80, η παγκοσμιοποίηση και η νέα τάση προς την
ιδιωτικοποίηση και τη μείωση παροχής των κρατικών υπηρεσιών, καθώς και η
απορρύθμιση της αγοράς εργασίας οδήγησαν σε αύξηση της μακροχρόνιας ανεργίας,
καθώς και αστάθεια των κοινωνικών σχέσεων. Αναγνωρίστηκε ότι η απασχόληση δεν
σχετιζόταν μόνο με το εισόδημα, αλλά και με την απόκτηση κοινωνικών δικτύων και
με την αίσθηση της αυταξίας. Οι άνεργοι αποκλείονταν από τη συμμετοχή στις
φυσιολογικές δραστηριότητες της κοινωνίας.

Κοινωνικός αποκλεισμός είναι η συσσώρευση αθροιστικών διαδικασιών με διαδοχικές


ανακολουθίες του οικονομικού, του πολιτικού και κοινωνικού ιστού, που
απομακρύνουν σταδιακά άτομα, ομάδες, κοινότητες και περιοχές οδηγώντας τα σε
δυσμενή θέση σε σύγκριση με τα κέντρα εξουσίας, τους πόρους και τις επικρατούσες
αξίες.

Το Παρατηρητήριο των Ευρωπαϊκών Επιτροπών για τις Εθνικές Πολιτικές συνδέει τον
κοινωνικό αποκλεισμό με τα κοινωνικά δικαιώματα των πολιτών, με ένα συγκεκριμένο

3
Παπάνης, Ε., Γιαβρίμης, Π., Ρουμελιώτου, Μ. (2007). Κοινωνικός Αποκλεισμός. Διαθέσιμο στο:
http://epapanis.blogspot.com/2007/09/blog-post_8436.html

30
Προαγωγή Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων

βασικό βιοτικό επίπεδο και με τη συμμετοχή σε σημαντικές κοινωνικές και


επαγγελματικές ευκαιρίες της κοινωνίας.

Το Κέντρο Ανάλυσης του Κοινωνικού Αποκλεισμού στη Μ. Βρετανία κάνει


διαχωρισμό ανάμεσα στον εκούσιο και ακούσιο αποκλεισμό (Βurchardt et al., 1999).
Διάφοροι μελετητές έχουν κατά καιρούς ορίσει τον κοινωνικό αποκλεισμό:

Ο Le Grand θεωρεί ότι ένα άτομο είναι κοινωνικά αποκλεισμένο, εάν α) είναι κάτοικος
μίας περιοχής, αλλά β) για λόγους που είναι πέρα από τον έλεγχό του δεν μπορεί να
συμμετέχει στις συνήθεις δραστηριότητες της συγκεκριμένης κοινωνίας, αν και γ) θα
ήθελε να συμμετέχει.

Ο Βarry (1998) περιόρισε τον παραπάνω ορισμό, υποστηρίζοντας ότι, αν και συχνά
ορισμένα άτομα ή ομάδες εθελουσίως προκρίνουν να μη συμμετέχουν, εντούτοις η
απόφαση αυτή είναι αποκύημα μιας λανθάνουσας εντύπωσης ότι η συμμετοχή τους δεν
θα εκτιμηθεί από τους υπόλοιπους ανθρώπους. Επομένως, αποκλεισμός υφίσταται
μόνο, εάν η κοινωνία πραγματικά αρνείται τη συμμετοχή.

Ο Amartia Sen διευρύνει την έννοια της φτώχειας εισάγοντας την έννοια της
δυνατότητας. Συνδυάζει την έλλειψη εισοδημάτων με απουσία δυνατοτήτων να
αποκτήσει ένα άτομο εισοδήματα ή να συμμετάσχει σε δραστηριότητες, που θα του
προσφέρουν δυνατότητες για κοινωνική ενσωμάτωση.

Ο Burchardt (2000) υποστηρίζει ότι ένα άτομο είναι κοινωνικά αποκλεισμένο, εάν δεν
συμμετέχει σε λογικό βαθμό σε συγκεκριμένες δραστηριότητες της κοινότητάς του και
αυτό οφείλεται σε αίτια που είναι πέρα από τον έλεγχό του, αν και θα ήθελε να
συμμετέχει. Σε σχετική εμπειρική έρευνα, οι Burchardt et al. διέγνωσαν πέντε είδη
δραστηριοτήτων, στις οποίες οφείλει να συμμετέχει κάθε άτομο: στην κατανάλωση,
στην αποταμίευση, στην παραγωγή, στην πολιτική δραστηριοποίηση και στην
κοινωνική δράση.

Ο Atkinson (1998) προτείνει κάποιες διαστάσεις του κοινωνικού αποκλεισμού.


Συγκεκριμένα θεωρεί ότι πρόκειται για έναν πολυδιάστατο όρο – ο κοινωνικός
αποκλεισμός περιλαμβάνει πολύ περισσότερες πτυχές από μια απλή
χρηματοοικονομική θεώρηση. Ο αποκλεισμός μπορεί να περιγραφεί καλύτερα, όταν
συμπεριληφθούν όλες οι διαστάσεις αυτές και κυρίως οι σχέσεις μεταξύ τους. Είναι
έννοια αλληλεπιδραστική – παραδοσιακά ο κοινωνικός αποκλεισμός αναφερόταν ως

31
Προαγωγή Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων

κατάσταση, που περιέγραφε την απομόνωση των νοικοκυριών και την ανικανότητα
πρόσβασής τους σε πόρους. Σταδιακά όμως έγινε αντιληπτό ότι μια τέτοια
ατομικιστική προσέγγιση δεν λάμβανε υπόψη την αδυναμία της κοινότητας να
παράσχει επιλογές και δυνατότητες στα νοικοκυριά που κινδύνευαν. Η Αγγλοσαξονική
Σχολή, επηρεασμένη από το φιλελευθερισμό, θεωρεί ότι η φτώχεια είναι αποτέλεσμα
ατομικής ευθύνης και μέλημα της κοινωνικής πολιτικής είναι να δώσει ίσες ευκαιρίες
στον κάθε πολίτη, για να επιβιώσει σε μια ανταγωνιστική κοινωνία. Αντίθετα, η
Γαλλική Σχολή θεωρεί ότι ο κοινωνικός αποκλεισμός είναι η διαδικασία απόσπασης
από την κοινωνική ιεραρχία και σκοπός της κοινωνικής πολιτικής είναι η κοινωνική
ενσωμάτωση.

Ο κοινωνικός αποκλεισμός βασίζεται στη σχετικότητα (relativity) – την ιδέα ότι ο


αποκλεισμός μπορεί να διαγνωσθεί συγκρίνοντας τις συνθήκες μερικών ατόμων (ή
ομάδων) σε σχέση με άλλα σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο. Οι άνθρωποι μπορεί
ακόμα να αποκλείονται από τη δράση ορισμένων φορέων. Τα χαρακτηριστικά του
αποκλεισμού μπορεί να γίνουν εμφανή μόνο με την πάροδο του χρόνου, ως μια
συσσωρευμένη αντίδραση. Έμφαση δίνεται όχι μόνο στα αποτελέσματα της φτώχειας
και στις πιθανότητές της, αλλά και στην έλλειψη προοπτικών για το μέλλον. Ο
κοινωνικός αποκλεισμός νοείται ως διαδικασία και όχι ως στατικό αποτέλεσμα.
Έμφαση επομένως δίνεται στην άρση των αιτίων του και όχι στην ενίσχυση ορισμένων
κοινωνικών ομάδων. Η έρευνα πρέπει να αποτυπώνει τις διεξόδους από τη φτώχεια και
τις αιτίες που οδηγούν σε αυτή.

Οι Χτούρης, Ζήση, Παπάνης και Ρόντος (2004) προτείνουν την αναγνώριση των
σύνθετων (ανταγωνιστικών) διαδικασιών, στις οποίες εγκλωβίζεται το άτομο στη
διάρκεια της κοινωνικοποίησής του, της εκπαιδευτικής διαδικασίας ή της
ενσωμάτωσής του στην αγορά εργασίας. Οι διαδικασίες αυτές έχουν σχέση με: α) τις
αντιθέσεις ανάμεσα στην προσπάθεια κοινωνικής ανέλιξης της συνολικής οικογένειας
και τις ατομικές προσπάθειες, β) την αντίθεση ανάμεσα στην οικογενειακή οργάνωση
παραγωγής και την αδιαφάνεια του τραπεζικού συστήματος, την έλλειψη υποδομών
και την απουσία συστημάτων στήριξης των επιχειρήσεων, γ) τις δυσκολίες πρόσβασης
και επικοινωνίας, της εσωστρέφειας του οικογενειακού θεσμού, δ) την αντίθεση
ανάμεσα στις δυσλειτουργίες των δημόσιων θεσμών και την ισχυρή παρεμβατική τους
λειτουργία, καθώς και το συγκεντρωτικό τρόπο οργάνωσης.

32
Προαγωγή Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων

Σύμφωνα με τον Levitas (1999), υπάρχουν τρεις προσεγγίσεις του κοινωνικού


αποκλεισμού:

α) η ολιστική προσέγγιση (integrationist), κατά την οποία η απασχόληση θεωρείται ως


η βασική δύναμη ενσωμάτωσης μέσω του εισοδήματος, της αίσθησης ταυτότητας και
αυταξίας, που προσφέρει η εργασία, και των δικτύων.

β) η προσέγγιση της φτώχειας (poverty), κατά την οποία τα αίτια του αποκλεισμού
συσχετίζονται με χαμηλό εισόδημα και την έλλειψη υλικών πόρων.

γ) η προσέγγιση των χαμηλών στρωμάτων (underclass), η οποία θεωρεί ότι οι


αποκλεισμένοι παρεκκλίνουν από τις ηθικές και πολιτισμικές νόρμες της κοινωνίας,
χαρακτηρίζονται από μία «κουλτούρα φτώχειας» ή «εξάρτησης» και ευθύνονται για
την κατάσταση φτώχειας, στην οποία βρίσκονται, καθώς και τη μετάδοσή της από
γενιά σε γενιά.

Σύμφωνα με το Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την Κοινωνική Ενσωμάτωση (ΕΣΔΕΝ), ως


κοινωνικά αποκλεισμένοι θεωρούνται: α) οι δικαιούχοι ΕΚΑΣ, β) οι υπερήλικες
ανασφάλιστοι, γ) οι ανάπηροι, δ) οι πολύτεκνοι χαμηλών εισοδημάτων, ε) οι τσιγγάνοι,
στ) οι μειονοτικές ομάδες, ζ) οι άνεργοι με ιδιαίτερα προβλήματα και η) κάθε άλλη
κοινωνική ομάδα που στη φάση ανάπτυξης των κοινωνικοασφαλιστικών δομών δεν
είχε γεωγραφικά, θεσμικά και χρονικά τη δυνατότητα κοινωνικής ενσωμάτωσης.

Οι προϋποθέσεις άσκησης επιτυχούς κοινωνικής πολιτικής είναι: η επαρκής


χρηματοδότηση, οι διαρθρωτικές αλλαγές, η καινοτομία, οι στοχευμένες παρεμβάσεις
και οι υπηρεσίες υψηλής ποιοτικής στάθμης.

Οι δείκτες κοινωνικού αποκλεισμού μπορούν να κατανεμηθούν με δύο τρόπους: είτε


ανάλογα με τους τομείς από τους οποίους αποκλείονται τα άτομα ή οι ομάδες (κάθετος
αποκλεισμός) είτε αναφορικά με τη μορφολογία και διάρθρωση της κοινωνίας, δηλαδή
με τις λεγόμενες «ευάλωτες ομάδες» (οριζόντιος αποκλεισμός):

1) παιδιά – νέοι – ηλικιωμένοι (ηλικιακές κατηγορίες)

2) γυναίκες (φύλο)

3) Άτομα εκτός εκπαιδευτικής διαδικασίας

4) Α.μ.Ε.Α.

33
Προαγωγή Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων

5) εθνικές μειονότητες

6) μετανάστες/παλιννοστούντες

7) μονογονεϊκές οικογένειες

8) κάτοικοι υπαίθρου – γεωγραφικά αποκλεισμένοι

9) άνεργοι

10) τσιγγάνοι

11) ανήλικοι παραβάτες

1.1 Κοινωνικός Αποκλεισμός και Μετανάστες

Εκείνοι που είναι σε θέση να μεταναστεύουν δεν είναι συνήθως οι περισσότερο


αποκλεισμένοι ή οι φτωχότεροι μιας περιοχής, αλλά εκείνοι που έχουν λάβει κάποια
εκπαίδευση ή κατάρτιση, διαθέτουν δεξιότητες που χρησιμοποιούν στη χώρα τους και
πολύ συχνά διατηρούν επαφές με άλλους μετανάστες (μεταναστευτικά δίκτυα).
Παρόλα αυτά, από μία διεθνή σκοπιά και από την πλευρά της χώρας υποδοχής,
θεωρούνται φτωχοί και συχνά αποκλεισμένοι. Όταν φτάνουν για πρώτη φορά σε μια
χώρα, είναι πιθανόν να βρίσκονται σε μία πρώιμη κατάσταση (όσον αφορά το επίπεδο
ζωής της χώρας υποδοχής) και σχεδόν πάντα είναι αποκλεισμένοι, καθώς δεν
γνωρίζουν τη γλώσσα, τα ήθη και έθιμα, τους σχετικούς μηχανισμούς και τους
πολιτισμικούς κώδικες. Η νομιμοποίησή τους οδήγησε στην εξομάλυνση της θέσης
τους στην οικονομία και αναδείχθηκε έτσι η οικοκή τους συνεισφορά. Παράλληλα,
μειώθηκαν οι κίνδυνοι περαιτέρω περιθωριοποίησης. Επιτακτική είναι η ανάγκη για
δημιουργία μητρώου μεταναστών.

Η Ελλάδα από παραδοσιακή χώρα αποστολής μεταναστών μετατρέπεται σε χώρα


υποδοχής μεταναστών, κυρίως από το 1990 και μετά, με την κατάρρευση των χωρών
του υπαρκτού σοσιαλισμού. Η Ελλάδα δέχεται χιλιάδες μετανάστες, στην πλειοψηφία
τους «παράνομους», χωρίς να είναι έτοιμη για κάτι τέτοιο και δίχως να διαθέτει το
κατάλληλο εκείνο θεσμικό πλαίσιο, για να αντιμετωπίσει το φαινόμενο.

Οι περισσότερες έρευνες που πραγματοποιήθηκαν για τη μετανάστευση στην Ελλάδα,


προσπάθησαν να καλύψουν κενά των ερευνητικών υποδομών της πολιτείας, κυρίως σε

34
Προαγωγή Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων

θέματα σχετικά με τις άμεσες επιπτώσεις της εγκατάστασης και απασχόλησης των
μεταναστών στη χώρα με έμφαση πάντοτε στις οικονομικές, κοινωνικές και άλλες
επιπτώσεις που προκαλούν (Νιτσιάκος, 2003).

Ενδεικτικές έρευνες που ασχολούνται με τις συνθήκες διαβίωσης και απασχόλησης


των μεταναστών στην Ελλάδα είναι οι έρευνες του Ιωσηφίδη Θ. για τους Αλβανούς,
τους Αιγύπτιους και τις Φιλιππινέζες στην Αθήνα και του Λαμπριανίδη Λ. για τους
Αλβανούς στη Θεσσαλονίκη. Πιο συγκεκριμένα, ο Ιωσηφίδης συνδέει την
τμηματοποιημένη ελληνική αγορά εργασίας, την κυριαρχία των μικρών
οικογενειακών, αλλά και των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, καθώς και την ύπαρξη
ενός διευρυμένου ανεπίσημου τομέα, με τη θέση και το ρόλο των μεταναστών στην
ελληνική αγορά εργασίας (Ιωσηφίδης, 2001). Θεωρεί ότι οι παράγοντες που
επηρεάζουν την ένταξη του μεταναστευτικού δυναμικού στο δευτερεύοντα τομέα είναι
κυρίως εθνοτικοί, ηλικιακοί και φύλου και συγκρίνει και συσχετίζει παράγοντες, όπως
την εθνικότητα, το εκπαιδευτικό επίπεδο, την ηλικία, το εισόδημα, τη νομική τους
κατάσταση και τον τύπο απασχόλησης. Η έρευνά του καταλήγει στο συμπέρασμα ότι
το μεταναστευτικό δυναμικό είναι ένα ευέλικτο, περιφερειακό εργατικό δυναμικό, το
οποίο εργάζεται σε συνθήκες, όπου οι γηγενείς εργαζόμενοι δεν αποδέχονται,
ενισχύοντας έτσι την υπόθεση εργασίας ότι τελικά η απασχόληση των μεταναστών έχει
περιορισμένες επιπτώσεις στην απασχόληση των Ελλήνων εργαζομένων (Ιωσηφίδης,
2001).

Τις οικονομικές επιπτώσεις των μεταναστών στους μισθούς και στην απασχόληση των
Ελλήνων αναλύει ο Ιωακείμογλου Η. στο «Οι μετανάστες και η απασχόληση»
συμφωνώντας με την παραπάνω άποψη ότι δηλαδή η υποκατάσταση των αυτόχθονων
εργαζομένων από μετανάστες είναι περιορισμένη και αφορά κυρίως τους
εργαζόμενους στους ίδιους ή σε παρόμοιους τομείς, έχοντας παρόμοιες συνθήκες
εργασίας με τους μετανάστες κι ότι, αντιθέτως, οι μετανάστες δημιουργούν θέσεις
εργασίας για το ημεδαπό εργατικό δυναμικό (Ιωακείμογλου, 2001). Ο Ιωακείμογλου
διερεύνησε μεταξύ άλλων παραγόντων που επηρεάζουν την ένταξη των μεταναστών
στην ελληνική αγορά εργασίας και την παλαιότητα ή αλλιώς τα χρόνια παραμονής των
μεταναστών στη χώρα υποδοχής. Έτσι, κατέληξε στα συμπεράσματα ότι πρώτον οι
παλαιότεροι μετανάστες καταλαμβάνουν καλύτερες θέσεις εργασίας από τους
νεοεισελθόντες, γεγονός που επισημαίνει και ο Λαμπριανίδης στην έρευνά του
(Λαμπριανίδης & Λυμπεράκη, 2001) και ότι οι μισθοί των παλαιών μεταναστών

35
Προαγωγή Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων

επηρεάζονται σημαντικά από τους μισθούς των νεοεισερχομένων μεταναστών


(Ιωακείμογλου, 2001).

Την κατανομή της εργασίας των μεταναστών, όπως ήδη προαναφέρθηκε, βάσει της
εθνικότητας, του φύλου και της ηλικίας επισημαίνει και ο Ψημμένος Ι. στο «Νέα
Εργασία και Ανεπίσημοι Μετανάστες στη Μητροπολιτική Αθήνα» (Ψημμένος, 2001).
Η συγκεκριμένη έρευνα επικεντρώνεται στις διαδικασίες εκείνες που επηρεάζουν την
εργασία των μεταναστών και αναλύονται ορισμένοι από τους κοινωνικούς
μηχανισμούς παραγωγής και αναπαραγωγής της εργασίας και του χώρου στέγασης των
μεταναστών στην Αθήνα.

Παρόμοια συμπεράσματα προσφέρει και η ερευνητική δουλειά των Anderson και


Phizacklea(1997) και Campani (2000) για τις μετανάστριες και ιδιαίτερα για όσες
απασχολούνται ως οικιακοί βοηθοί, στη βιομηχανία του sex και στο χώρο της
ψυχαγωγίας (Ψημμένος, 2001). Η έρευνα της G. Campani με θέμα την οικιακή εργασία
και την πορνεία των μεταναστριών στην Ιταλία (Ψημμένος, 2001) η έρευνα της Chell
V. για την οικιακή εργασία Σομαλών και Φιλιππινέζων μεταναστριών στη Ρώμη (Chell,
1997), καθώς και η έρευνα της Lazaridi G. για τις Φιλιππινέζες και τις Αλβανίδες
μετανάστριες που εργάζονται στον ίδιο τομέα, επιβεβαιώνουν ότι οι μετανάστες έχουν
γένος, εθνικότητα, ταξική προέλευση (Ψημμένος, 2001). Η αγορά πολώνεται μεταξύ
των συνεχώς αυξανόμενων «λευκών» γυναικών σε καριέρες και των «εθνοτικών» σε
υπηρεσίες και είναι αναμφισβήτητο ότι μετανάστριες με συγκεκριμένες εθνικότητες
είναι περισσότερο μεταναστεύσιμες και πιο ειδικευμένες στις προσωπικές υπηρεσίες
από κάποιες άλλες (Campani, 2000). Οι παραπάνω ερευνήτριες, καθώς και η Μάρκοβα
Ε. σε έρευνά της για τις Βουλγάρες εργαζόμενες στην Αθήνα (Μάρκοβα, 2001),
μελέτησαν τις στρατηγικές που ακολουθεί κάθε εθνοτική ομάδα για την ενσωμάτωσή
της στην αγορά εργασίας των χωρών υποδοχής. Ο τρόπος με τον οποίο μετανάστευσαν,
τα δίκτυα εύρεσης εργασίας, η θέση και ο ρόλος τους μέσα στην οικογένεια, τα ατομικά
χαρακτηριστικά και τα μεταναστευτικά σχέδια της κάθε μιας είναι κάποιοι από τους
παράγοντες που επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο απορροφούνται και συμμετέχουν
στις προσωπικές υπηρεσίες. Αντίστοιχη είναι και η έρευνα της Πετρονώτη Μ., η οποία
μελέτησε τις Ερυθραίες μετανάστριες στην Αθήνα στον τομέα της οικιακής βοήθειας,
βλέποντας το πώς αντιλαμβάνονται οι ίδιες οι μετανάστριες τις εργασίες που κάνουν
σε σχέση με τις οικογενειακές πρακτικές και την ανύψωση της κοινωνικής τους θέσης,

36
Προαγωγή Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων

καθώς και τους παράγοντες που διαμορφώνουν τον τρόπο με τον οποίο επιλέγουν και
επιλέγονται στον τομέα της οικιακής εργασίας (Πετρονώτη, 1998).

1.2 Εκπαιδευτικός Αποκλεισμός και Μετανάστευση

Σύμφωνα με τα στοιχεία καταγραφής των ποσοτικών ερευνών, το κοινωνικό υπόβαθρο


είναι ο κύριος λόγος για τον οποίο οι νέοι μετανάστες και οι απόγονοι τους έχουν
υψηλότερο ποσοστό εγκατάλειψης από την ανώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση από
ό, τι οι έφηβοι από τον επικρατέστερο πλειοψηφικά πληθυσμό (Brekke και Fekjær,
προσεχής). Οι γονείς των μαθητών με μη - δυτικό υπόβαθρο έχουν συχνά χαμηλότερη
εκπαίδευση, χαμηλότερο εισόδημα και είναι πιο συχνά άνεργοι σε σύγκριση με τους
γονείς από τις δυτικές χώρες (Støren, 2005). Κατά τη σύγκριση των νέων ατόμων με
μεταναστευτικό υπόβαθρο με τους νέους χωρίς μεταναστευτικό, αλλά με το ίδιο
κοινωνικό υπόβαθρο, οι διαφορές που παρατηρούνται είναι μικρές. Επιπλέον, σε κάθε
κοινωνικό στρώμα υπάρχουν περισσότεροι νέοι με μεταναστευτικό υπόβαθρο από ό,
τι χωρίς μεταναστευτικό υπόβαθρο που συνεχίζουν στην ανώτερη εκπαίδευση (Støren,
2005: 82, 93).

Υπάρχουν τεράστιες διαφορές όσον αφορά τους βαθμούς, τα ποσοστά εγκατάλειψης


και τη διάρκεια της εκπαίδευσης μεταξύ μεταναστών από διαφορετικές χώρες
προέλευσης.

Ο κύριος λόγος ύπαρξης αυτών των διαφορών φαίνεται να είναι το γεγονός ότι οι
μετανάστες διαφορετικής προέλευσης έχουν διαφορετικά προ-μεταναστευτικά
υπόβαθρα και εκπαιδευτικά προφίλ (Modood, 2007). Στη Νορβηγία, οι Πακιστανοί και
οι Τούρκοι νέοι διαφεύγουν συχνότερα από το σχολείο και συχνότερα δεν λαμβάνουν
ανώτερη εκπαίδευση σε σχέση με τους νέους με ινδική και βιετναμέζικη προέλευση
(παρά την ίδια διάρκεια διαμονής) (Fekjær, 2007).

Κατ’ αυτό τον τρόπο, η τάξη και η εθνικότητα (εδώ με την έννοια της χώρας
προέλευσης, η οποία στην πραγματικότητα δεν έχει πάντα την ίδια εθνικότητα)
αλληλεπιδρούν στην παραγωγή ξεχωριστών προτύπων ένταξης και αποκλεισμού
(Fekjær, 2007, Modood, 2007).

Υπάρχουν διαφορές μεταξύ των πρώτων γενεών μεταναστών που έρχονται ως


πρόσφυγες και εκείνων που έρχονται για οικογενειακή επανένωση, καθώς και

37
Προαγωγή Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων

διαφορές μεταξύ εκείνων που προέρχονται από περιοχές πολέμου και εκείνων που δεν
έχουν τέτοιες εμπειρίες. Αυτό σχετίζεται με παράγοντες όπως το αν είχαν λάβει
οποιαδήποτε μορφή εκπαίδευσης πριν φθάσουν στη χώρα υποδοχής, εν μέρει στο
ζήτημα του βαθμού στον οποίο κάποιος έχει βιώσει τραύματα ή το αν έχει ή δεν έχει
κάποιο πρόσωπο με το οποίο θα μπορούσε να συσχετιστεί κατά την άφιξή του.

Η ποιοτική έρευνα μπορεί να δείξει πώς το ιστορικό μετανάστευσης επηρεάζει τις


μεταγενέστερες εκπαιδευτικές επιδόσεις, καθώς και τις εμπειρίες ένταξης και
αποκλεισμού. Υπάρχουν τεράστιες διαφορές στις εμπειρίες των νεαρών μεταναστών
που προέρχονται από τη νότια Σομαλία, οι οποίοι που δεν είχαν παρακολουθήσει ποτέ
το σχολείο εξαιτίας του πολέμου και μερικών νέων μεταναστών από άλλες χώρες (ή
άλλες περιοχές της Σομαλίας) που είχαν απλή πρόσβαση στη σχολική εκπαίδευση στη
χώρα προέλευσης πριν από την άφιξή τους στη Νορβηγία.

Αφού έφτασαν στη Νορβηγία, όλοι είχαν τοποθετηθεί σε μια αίθουσα υποδοχής για
ένα χρόνο και στη συνέχεια κατευθείαν στην ίδια τάξη βάσει της ηλικιακής τους
ομάδας. Για αυτούς που ήταν αναλφάβητοι, τα εμπόδια ήταν τεράστια: έπρεπε να
αρχίσουν να μαθαίνουν πώς να διαβάζουν και να γράφουν, ενώ οι συμμαθητές τους τα
έμαθαν ίσως οκτώ ή εννέα χρόνια νωρίτερα. Για εκείνους που είχαν πρόσβαση στη
σχολική εκπαίδευση στη χώρα καταγωγής, το πρώτο έτος ήταν δύσκολο, αλλά μετά
από λίγο κατάφεραν καλύτερα.

Σε πολλές περιπτώσεις, τα παιδιά μεταναστών έμαθαν τη νέα γλώσσα πιο γρήγορα από
ό, τι οι γονείς τους και στη συνέχεια υποστήριξαν τη μάθηση των γονιών. Κάποιοι
γονείς – μετανάστες που αντιμετωπίζουν εμπόδια στην εισαγωγή στην αγορά εργασίας
έχουν επιδιώξει επίσης την άνεση σε εθνικά δίκτυα που ενδέχεται να είναι
αντιπαραγωγικά για την ενεργό συμμετοχή και ως εκ τούτου να χρησιμεύουν ως κακά
πρότυπα για τα παιδιά τους.

Μεταξύ νεαρών ανδρών (μετανάστες ή μη) που δεν τα πάνε καλά στο σχολείο και
αισθάνονται στιγματισμένοι από τον δάσκαλο ή γενικότερα μόλις βαρεθούν το
σχολείο, οι «σκληροί τύποι», συχνά εμπνευσμένοι από το γκάνγκστερ ή άλλες υπο-
πολιτισμικές εικόνες, αποτελούν μια εναλλακτική πηγή σεβασμού και στάτους
(Fangen, 1998: 47; Moshuus, 2007; Sernhede, 2002; Vestel, 2004). Ένας νεαρός που
εγκαταλείπει το σχολείο και εντάσσεται σε μια εγκληματική συμμορία ή μια
υποκουλτούρα της νεολαίας, αποκλείεται από ένα περιβάλλον, δηλαδή το σχολείο,

38
Προαγωγή Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων

αλλά συμπεριλαμβάνεται σε άλλο περιβάλλον, δηλαδή τη συμμορία ή την


υποκουλτούρα.

Στο «Weight of the world», ο Bourdieu (2002: 61) γράφει για έναν νέο Μαροκινό
άντρα που έχει αναλφάβητους γονείς και που δύσκολα μπορεί να γράψει. Ο Bourdieu
υποστηρίζει ότι: «Όλα δείχνουν ότι η οργανωτική αρχή πίσω από την απόρριψη του
σχολείου και οι αόριστες αντιλήψεις που τον οδηγούν και σταδιακά τον παγιδεύουν, ο
ρόλος του "σκληρού", είναι η επιθυμία να αποφευχθεί η ταπείνωση που πρέπει να
διαβάσεις δυνατά μπροστά στους άλλους μαθητές». Σε περιπτώσεις όπως αυτή, ο αυτο-
αποκλεισμός έρχεται για να αποφευχθεί η ταπείνωση του να αποκλειστεί κάποιος από
τους άλλους.

Επιπλέον, η ξεχωριστή πολυπολιτισμική κοινότητα της ομότιμης ομάδας αποτελεί για


ορισμένους ένα εναλλακτικό περιβάλλον για ένταξη, αντί του σχολείου, όπου δεν
αισθάνονται άνετα. Θέλουν να συχνάζουν μαζί με τους φίλους τους, οι οποίοι μπορούν
να προέρχονται από πολλά διαφορετικά εθνικά υπόβαθρα. Όταν βρίσκονται μαζί,
έχουν τη δική τους γλώσσα που αντιπροσωπεύει ένα μείγμα όλων αυτών των
υποβάθρων, κάτι εντελώς διαφορετικό από την εκμάθηση της επικρατούσας γλώσσας
που μαθαίνουν στο σχολείο.

Συμπερασματικά, το υπόβαθρο της κατώτερης τάξης φαίνεται να είναι ο κύριος


παράγοντας που εξηγεί το υψηλότερο ποσοστό εγκατάλειψης και τους χαμηλότερους
βαθμούς των μεταναστών σε σύγκριση με τους μη μετανάστες. Αυτό μπορεί να
σχετίζεται τόσο με τη σημασία των προτύπων ρόλων, το βαθμό της γονικής
υποστήριξης και της παροχής κινήτρων. Οι υψηλές προσδοκίες των γονέων αποτελούν
ένας παράγοντας που ωθεί τους νέους μετανάστες στην καλή απόδοση. Για μερικούς
όμως, η προσδοκία ότι θα υπάρξουν διακρίσεις συμβάλλει στην έλλειψη κινήτρων για
την επιδίωξη περαιτέρω επιτευγμάτων.

Βιβλιογραφία

Bourdieu, Pierre (ed.) (2002) The Weight of the World. Social Suffering in
Contemporary Society. Cambridge: Polity Press

Brekke, Idunn (2008) Like muligheter? Betydningen av etnisk bakgrunn for


sysselsetting og inntekt (Equal Opportunities? The Meaning of Ethnic Background for

39
Προαγωγή Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων

Employment and Income), PhD-thesis, Department of Sociology and Human


Geography, University of Oslo

Fangen, Katrine (1998) ‘Right-Wing Skinheads: Nostalgia and Binary Oppositions’,


Young: Nordic Journal of Youth Research 6(3): 33–49

Fekjær, Silje Noack (2007) ‘New Differences, Old Explanations: Can Educational
Differences between Ethnic Groups in Norway be Explained by Social Background?’,
Ethnicities 7(3): 367–89

Modood, Tariq (2007) Multiculturalism: A Civic Idea. Cambridge: Polity

Moshuus, Geir (2007) ’Konge og taper — historien om Vat. Etnografi på gata og


kulturoversettelse’ (King and Looser — The History of Vat: Ethnography on the Street
and Cultural Translation’), in Øyvind Fuglerud and Thomas Hylland Eriksen (eds)
Grenser for kultur? Perspektiver fra norsk minoritetsforskning, pp. 188–208. Oslo: Pax
forlag

Sernhede, Ove (2002) AlieNation is My Nation: Hip hop och unga mäns utanförskap i
Det Nya Sverige (Hip Hop and Young Men’s Outsidership in the New Sweden).
Stockholm: Ordfront.

Støren, Liv Anne (2005) ’Ungdom med innvandrerbakgrunn i norsk utdanning — ser
vi en framtidig suksesshistorie?’ (’Youth with Immigrant Background in Norwegian
Education — Do we see a Future Success Story?’), in Utdanning 2005: Deltakelse og
kompetanse, pp. 70–97. Oslo: Statistics Norway

Vestel, Viggo (2004) A Community of Differences — Hybridization, Polular Culture


and the Meaning of Social Relations among Multicultural Youngsters in ‘Rudenga’,
East Side of Oslo. PhD dissertation,Report no. 15. Oslo: NOVA.

40
Προαγωγή Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων

1. Ασυνόδευτοι ανήλικοι αιτούντες άσυλο και ανθρώπινα δικαιώματα στην


Ελλάδα4

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Κατά τα τελευταία χρόνια, στην Ελλάδα, έχει διαπιστωθεί σημαντική αύξηση του
αριθμού των αλλοδαπών που εισέρχονται στη χώρα και ζητούν διεθνή προστασία.
Μεταξύ αυτών εμφανίζονται, ολοένα και συχνότερα, ανήλικοι, παιδιά ή έφηβοι, που
φθάνουν στη χώρα μόνοι τους, χωρίς την οικογένειά τους ή άλλον ενήλικα που να τους
συνοδεύει και να μεριμνά για αυτούς. Αυτά τα παιδιά που ζητούν διεθνή προστασία
είναι γνωστά στην προσφυγική ορολογία ως ασυνόδευτοι ανήλικοι .

Σύμφωνα με την Ύπατη Αρμοστεία του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες, ως ασυνόδευτος
ανήλικος αιτών άσυλο ορίζεται ένα πρόσωπο κάτω από την ηλικία των δεκαοκτώ ετών
(ή της ηλικίας ενηλικίωσης κατά το δίκαιο της χώρας ασύλου) το οποίο δεν
συνοδεύεται από τους γονείς του, από επίτροπο, ή από άλλο ενήλικο που σύμφωνα με
τον νόμο ή το έθιμο είναι υπεύθυνος για την επιμέλειά του και αιτείται να υπαχθεί στο
καθεστώς του πρόσφυγα στη χώρα ασύλου. Παρόμοια διατύπωση ακολουθεί και η
ελληνική νομοθεσία .

Η ειδική αυτή κατηγορία των παιδιών προσφύγων αντιμετωπίζει διπλές δυσχέρειες και
διπλά προβλήματα όταν ζητούν διεθνή προστασία από ένα κράτος. Καταρχήν, επειδή

4
Καραμπάση, Ε. (2015). Ασυνόδευτοι ανήλικοι αιτούντες άσυλο και ανθρώπινα δικαιώματα στην
Ελλάδα. Εργασία στα πλαίσια του μαθήματος «Κοινωνική συνοχή και ακραίες κοινωνικές ανισότητες.
Τοπικές εκφάνσεις παγκοσμιοποιημένων εξελίξεων», ΜΠΣ «Έρευνα για την Τοπική Κοινωνική
Ανάπτυξη και Συνοχή», τμήμα Κοινωνιολογίας, Πανεπιστημίου Αιγαίου.

41
Προαγωγή Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων

είναι παιδιά είναι εξίσου ευάλωτα και έχουν τις ίδιες ανάγκες με τα υπόλοιπα παιδιά.
Κατόπιν, ως πρόσφυγες, έχουν τις ίδιες ανάγκες και όμοιες εμπειρίες με τους άλλους
πρόσφυγες. Πρόκειται, ως εκ τούτου, για μια διπλά ευάλωτη κατηγορία προσφύγων
και αιτούντων άσυλο.

Αν και η κατηγορία αυτή παιδιών απασχολεί τη διεθνή κοινότητα από το ξεκίνημα της
λειτουργίας του συστήματος διεθνούς προστασίας, δεν υπήρχαν μέχρι σχετικά
πρόσφατα ειδικές διατάξεις για τα παιδιά πρόσφυγες. Η Σύμβαση της Γενεύης για το
Καθεστώς των Προσφύγων δεν περιλαμβάνει ειδική μνεία για τα παιδιά αλλά
εφαρμόζεται σε όλους τους πρόσφυγες, ανεξάρτητα από την ηλικία. Η υιοθέτηση, το
1989, από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του
Παιδιού αποτέλεσε την αφετηρία για μια νέα ενασχόληση με το ζήτημα των παιδιών
προσφύγων σε πολλές χώρες της Ευρώπης.

Σύμφωνα με πολλούς ερευνητές τα περισσότερα ασυνόδευτα παιδιά τελούν υπό ένα


ανθρωπιστικό καθεστώς εξαίρεσης του τύπου “αφημένα να παραμείνουν” (left to
remain) σε μία χώρα μέχρι να συμπληρώσουν το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας τους .

Και στην Ελλάδα, το θέμα της ειδικότερης προστασίας των ασυνόδευτων ανηλίκων
που ζητούν άσυλο εμφανίζεται ως χωριστό ζήτημα στην ελληνική νομοθετική και
προνοιακή πραγματικότητα σχετικά πρόσφατα, πολύ αποσπασματικά και των
υστέρων, αφού εμφανίστηκαν στη χώρα μας ανήλικοι που δεν συνοδεύονται από
ενήλικα. Καθοριστική σημασία στην αναγνώριση της ανάγκης ειδικής αντιμετώπισης
των παιδιών προσφύγων είχαν οι παρεμβάσεις Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων που
ασχολούνται με τα δικαιώματα των προσφύγων, με τα δικαιώματα του παιδιού ή εν
γένει με τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα διαβήματα της Ύπατης Αρμοστείας του Ο.Η.Ε
για τους Πρόσφυγες και τα πορίσματα του Συνηγόρου του Πολίτη. Παράλληλα, το
Ευρωπαϊκό Πρόγραµµα για τα Ασυνόδευτα Παιδιά (SCEP) με κοινή πρωτοβουλία
κάποιων µελών της ∆ιεθνούς Ένωσης Save the Children, της Ύπατης Αρµοστείας του
ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες και της UNICEF έχει υιοθετήσει κοινή πολιτική και
δεσµεύσεις για βέλτιστες πρακτικές σε εθνικό και ευρωπαϊκόεπίπεδα. Στο πλαίσιο
αυτής της διαδικασίας το πρόγραµµα έχει αναλάβει διαρκή δέσµευση για την ανάπτυξη
εταιρικών σχέσεων µε οργανώσεις που εργάζονται µε ασυνόδευτα παιδιά στις χώρες
της Ευρώπης.

42
Προαγωγή Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων

Ουσιαστικά θα επιχειρηθεί η προσέγγιση και διαπίστωση της κατάστασης (σε επίπεδο


νομοθεσίας και πρακτικής) που επικρατεί σε ό,τι αφορά τους ασυνόδευτους ανήλικους
που εισέρχονται στην Ελλάδα και υποβάλλουν αίτημα ασύλου ή χρήζουν διεθνούς
προστασίας. Στο πλαίσιο αυτό, γίνεται μια προσπάθεια συνολικής αποτίμησης του
θεσμικού πλαισίου της χώρας μας σχετικά με τον εντοπισμό, την προστασία και την
αρωγή των ασυνόδευτων παιδιών, ενώ, παράλληλα, εξετάζεται ο βαθμός τήρησης, από
πλευράς της ελληνικής Πολιτείας, των εθνικών και διεθνών υποχρεώσεών της για
πλαισίωση και προστασία των δικαιωμάτων των ασυνόδευτων ανηλίκων.

Τα θέματα που εξετάζονται είναι το νομικό καθεστώς και οι διαδικασίες πρόσβασης


στο άσυλο, η διαχείριση της ανηλικότητας από τις αρχές, ο διορισμός επιτρόπου, η
κράτηση και απέλαση, τα κέντρα κράτησης και φιλοξενίας για τους ασυνόδευτους
ανηλίκους. Όλα τα παραπάνω θέματα εξετάζονται σε σχέση με την προστασία του
ασυνόδευτου ανήλικου στο πλαίσιο του διεθνούς και εθνικού δικαίου, με κεντρικό
γνώμονα τη διασφάλιση των δικαιωμάτων του παιδιού σύμφωνα με την αρχή του
βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού και με τη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του
Παιδιού.

2. 1 Η έννοια του ασυνόδευτου ανήλικου και η προστασία του με βάση τη Σύμβαση


για τα δικαιώματα του παιδιού.

α. Χαρακτηριστικά των ασυνόδευτων ανηλίκων – προσφύγων

Τα βασικά χαρακτηριστικά που φέρουν οι ασυνόδευτοι ανήλικοι πρόσφυγες είναι τρία:


Η ανηλικότητα, η απουσία συνοδείας από μέλος της οικογένειας ή κάποιον ενήλικο και
η ιδιότητα του πρόσφυγα ή του αιτούντος άσυλο .

Σύμφωνα με την παράγραφο 10 του άρθρου 2 του Προεδρικού Διατάγματος 113/2013,


“ασυνόδευτος ανήλικος είναι το πρόσωπο ηλικίας κάτω των 18 ετών, το οποίο φθάνει
στην Ελλάδα, χωρίς να συνοδεύεται από ενήλικα υπεύθυνο για τη φροντίδα του,
σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία ή πρακτική και για όσο χρόνο κανένας υπεύθυνος
ενήλικος δεν ασκεί στην πράξη την επιμέλειά του, ή ο ανήλικος που εγκαταλείπεται
ασυνόδευτος μετά την είσοδό του στην Ελλάδα”. Στη διεθνή βιβλιογραφία

43
Προαγωγή Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων

χρησιμοποιούνται συνήθως οι όροι “Unaccompanied Minors” (UAMS) ή “Separated


Children”.

Σύμφωνα με τη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, “παιδί” είναι κάθε
ανθρώπινο ον μικρότερο των 18 ετών, εκτός αν η ενηλικίωση επέρχεται νωρίτερα
σύμφωνα με την ισχύουσα για το παιδί νομοθεσία». Επιπλέον, κάθε παιδί είναι
υποκείμενο και κάτοχος δικαιωμάτων, τα οποία πρέπει να είναι σεβαστά από όλες τις
συμβαλλόμενες χώρες.

Σύμφωνα πάλι με την παράγραφο 6 του άρθρου 2 του Προεδρικού Διατάγματος


113/2013, «Πρόσφυγας» είναι ο αλλοδαπός ή ο ανιθαγενής στο πρόσωπο του οποίου
πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 1Α της Σύμβασης της Γενεύης.
Σύμφωνα με το άρθρο 1Α της Σύμβασης της Γενεύης, πρόσφυγας είναι το άτομο που
“λόγω δικαιολογημένου φόβου δίωξης για λόγους δυγής, θρησκείας, εθνικότητας,
συμμετοχής σε ορισμένη κοινωνική ομάδα ή λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων,
βρίσκεται εκτός της χώρας της οποίας έχει την ιθαγένεια και δεν μπορεί, ή εξαιτίας
αυτού του φόβου, δεν επιθυμεί να απολαμβάνει της προστασίας της χώρας αυτής...”.
Θα πρέπει να επισημανθεί ότι “η αναγνώριση της προσφιγικής ιδιότητας έχει δηλωτικό
και όχι δημιουργικό χαρακτήρα. Δεν γίνεται δηλαδή κανείς πρόσφυγας εξαιτίας της
αναγνώρισης, αλλά αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας επειδή είναι” .

Σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 2 του Προεδρικού Διατάγματος 113/2013,


«Αιτών διεθνή προστασία» ή «αιτών άσυλο» ή «αιτών» είναι ο αλλοδαπός ή
ανιθαγενής, ο οποίος δηλώνει προφορικώς ή εγγράφως ενώπιον οποιασδήποτε
ελληνικής αρχής, στα σημεία εισόδου στην ελληνική επικράτεια ή εντός αυτής, ότι
ζητεί άσυλο ή επικουρική προστασία στη χώρα μας ή με οποιονδήποτε τρόπο ζητεί να
μην απελαθεί σε κάποια χώρα εκ φόβου δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας,
πολιτικών πεποιθήσεων ή συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, σύμφωνα με τη
Σύμβαση της Γενεύης ή επειδή κινδυνεύει να υποστεί σοβαρή βλάβη σύμφωνα με το
άρθρο 15 του π.δ. 96/2008 (Α΄ 152) και επί του αιτήματος του οποίου δεν έχει ληφθεί
ακόμη τελεσίδικη απόφαση.

β. Διεθνής Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού

44
Προαγωγή Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων

Τα ειδικότερα δικαιώματα των παιδιών, που ορίζει η Σύμβαση για τα Δικαιώματα του
Παιδιού, αναγνωρίζουν το νεαρό της ηλικίας τους και την εξάρτησή τους και είναι
θεμελιώδη για την προστασία, την ανάπτυξη και την επιβίωσή τους. Μεταξύ άλλων,
τα δικαιώματα αυτά είναι:

➔ Άρθρο 2: Αρχή της μη διάκρισης: “τα συμβαλλόμενα κράτη υποχρεούνται να


σέβονται τα δικαιώματα [...] χωρίς καμιά διάκριση φυλής, χρώματος, φύλου, γλώσσας,
θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων του παιδιού [...] ή οποιαδήποτε άλλης
κατάστασης”

➔ Άρθρο 3: Σε όλες τις αποφάσεις που αφορούν στα παιδιά [...] πρέπει να
λαμβάνεται πρωτίστως υπόψη το συμφέρον του παιδιού

➔ Άρθρο 6: Δικαίωμα στη ζωή, επιβίωση και ανάπτυξη

➔ Άρθρο 9: “Τα Συμβαλλόμενα Κράτη λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα [...] να


προστατεύσουν το παιδί από κάθε μορφή βίας, προσβολής ή βιαιοπραγιών σωματικών
ή πνευματικών, εγκατάλειψης ή παραμέλησης, κακής μεταχείρισης ή εκμετάλλευσης,
συμπεριλαμβανόμενης της σεξουαλικής βίας, κατά το χρόνο που βρίσκεται υπό την
επιμέλεια των γονέων του ή του ενός από τους δύο, του ή των νόμιμων εκπροσώπων
του ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου στο οποίο το έχουν εμπιστευθεί. Αυτά τα
προστατευτικά μέτρα θα πρέπει να περιλαμβάνουν, [...] στις περιπτώσεις κακής
μεταχείρισης του παιδιού που περιγράφονται πιο πάνω, και, όπου χρειάζεται, για
διαδικασίες δικαστικής παρέμβασης.

➔ Άρθρο 12: Συμμετοχή του παιδιού σε όλες τις ενέργειες που το αφορούν
(ανάλογα με την ηλικία του και το βαθμό ωριμότητάς του)

➔ Άρθρο 22: Τα Συμβαλλόμενα Κράτη παίρνουν τα κατάλληλα μέτρα


προκειμένου ένα παιδί, το οποίο επιζητεί να αποκτήσει το νομικό καθεστώς του
πρόσφυγα [...] ή να χαίρει της κατάλληλης προστασίας και ανθρωπιστικής βοηθείας,
που θα του επιτρέψουν να απολαμβάνει τα δικαιώματα [...] σχετικά με τα δικαιώματα
του ανθρώπου ή ανθρωπιστικού χαρακτήρα, στα οποία μετέχουν τα εν λόγω Κράτη.

➔ Άρθρο 27: Τα Συμβαλλόμενα Κράτη αναγνωρίζουν το δικαίωμα κάθε παιδιού


για ένα κατάλληλο επίπεδο ζωής που να επιτρέπει τη σωματική, πνευματική, ψυχική,
ηθική και κοινωνική ανάπτυξή του.

45
Προαγωγή Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων

➔ Άρθρο 37: Το δικαίωμα να μην κρατούνται ή να μην φυλακίζονται εκτός εάν


πρόκειται για έσχατο μέτρο

2. 2 Διεθνής προστασία – Άσυλο

α. Το Σύστημα Ασύλου στην Ελλάδα

Το σύστημα ασύλου στην Ελλάδα έχει επικριθεί πολλαπλώς για την αδυναμία παροχής
επαρκούς παρουσίας στους αιτούντες άσυλο αλλά και για τα χαμηλά ποσοστά
αναγνώρισης.

Η ουσιαστική νομοθετική ρύθμιση του ασύλου έγινε με Προεδρικά Διατάγματα από


την περίοδο 1999 και μετά έως και τον Ν.3907/2011 για το άσυλο.

Επιχειρώντας μια σύντομη ιστορική αναδρομή, θα μπορούσε να διαπιστωθεί ότι,


παρόλο που η Ελλάδα ενσωμάτωσε τις Ερωπαϊκές οδηγίες, το αποτέλεσμα και οι
πρακτικές κατακρίθηκαν ότι δεν ανταποκρίνονταν στο επίπεδο που είχε θέσει η Ε.Ε .
Αυτό ίσως να οφείλεται περισσότερο στην αδυναμία εφαρμογής της νομοθεσίας και
λιγότερο στο κανονιστικό πλαίσιο, καθώς το σύστημα ασύλου, έως και το 2011, έπασχε
από ελλιπείς εγκαταστάσεις φιλοξενίας, μακροχρόνια καθυστέρηση στην εξέταση
αιτημάτων σε Πρώτο αλλά και σε Δεύτερο Βαθμό, και εξαιρετικά μικρά ποσοστά
αναγνώρισης. Ο γραφεικρατικός χαρακτήρας του συστήματος, οι δυσκολίες στην
κατάθεση αιτημάτων και η ανασφάλεια τόσο στην αναγνώριση αλλά κυρίως για τον
χρόνο απάντησης, οδηγούν πολλούς στην αποφυγή κατάθεσης αιτήματος,
συμπεριλαμβανομένων και των ανηλίκων ασυνόδευτων, και στην αναζήτηση διεξόδων
προς άλλες χώρες – μέλη της Ε.Ε.

Η νομοθεσία, σύμφωνα με το Π.Δ. 220/2007 προέβλεπε ότι οι υπήκοοι τρίτων χωρών,


που εισέρχονται στην ελληνική επικράτεια με σκοπό να αιτηθούν άσυλο, πρέπει να
καταθέσουν το αίτημά τους στις Αστυνομικές Αρχές στα σημεία εισόδου (π.χ
Αεροδρόμια). Εφόσον παρέλθει το διάστημα των τεσσάρων εβδομάδων χωρίς
απάντηση, ο αιτών αποκτά το δικαίωμα να περάσει στην επικράτεια, και με το ατομικό
δελτίο αιτήσαντος πολιτικού ασύλου, “τη ροζ κάρτα”, τη βεβαίωση δηλαδή, ότι
κατατέθηκε το αίτημα, να εργαστεί προσωρινά έως την έκδοση απόφασης. Η όλη

46
Προαγωγή Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων

διαδικασία στηριζόταν εξαρχής στην προϋπόθεση ότι ο αιτών θα έχει εισέλθει νόμιμα
από σημεία συνοριακού ελέγχου, το οποίο συνήθως δεν συνέβαινε. Στην
πραγματικότητα οι αιτούντες άσυλο, ακολουθούσαν και ακολουθούν τις ίδιες
διαδρομές και χρησιμοποιούν τα ίδια μέσα με τους παράτυπα εισερχόμενους
μετανάστες.

Στις 31 Ιανουαρίου του 2009 η Ευρωπαϊκή επιτροπή οδήγησε την Ελλάδα ενώπιον του
Ευρωπαϊκού δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για παράβαση, που αφορούσε
την έλλειψη νομικών εγγυήσεων για ουσιαστική εξέταση αιτημάτων ασύλου. Όχι μόνο
οι αιτούντες άσυλο τίθεντο συνήθως υπό κράτηση αλλά οι αιτήσεις τους
απορρίπτονταν συστηματικά χωρίς κανονική εξέταση ή συνέντευξη . Καταδικαστική
υπήρξε και απόφαση του Ευρωπαϊκού δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στις 21
Ιανουαρίου του 2011, που έκρινε ότι στην υπόθεση επιστροφής ενός Αφγανού αιτούντα
άσυλου από το Βέλγιο στην Ελλάδα, βάσει Δουβλίνου ΙΙ, υπήρξε παραβίαση των
άρθρων 3 και 13 της Συνθήκης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καθώς το σύστημα ασύλου
της Ελλάδας αλλά και οι συνθήκες κράτησης του στερούσαν το δικαίωμα πραγματικής
προσφυγής .

Το 2011 ψηφίστηκε ο νέος νόμος ασύλου, Ν. 3907/2011, που προβλέπει την ίδρυση
υπηρεσίας Ασύλου και Υπηρεσίας Πρώτης Υποδοχής . Για την εξέταση αιτήματος
ασύλου οι διατάξεις (αρθρ. 24 & 25 του Ν. 1975/1991 και Π.Δ. 61/1999) προέβλεπαν
δύο ειδών διαδικασίες, την κανονική και την ταχύρρυθμη .

Η πρακτική εφαρμογή της νομοθεσίας ήρθε αντιμέτωπη με πολλά προβλήματα, όπως


η συστηματική σύλληψη και κράτηση, συνήθως στα σύνορα, ενόψει απέλασης, αφού
“στην Ελλάδα το να είσαι παράνομος μετανάστης αποτελεί σημαντικό λόγο για
σύλληψη και κράτηση ”. Πρακτικά το άσυλο συνδέθηκε με σύλληψη, κράτηση,
πιθανές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και κακές συνθήκες στα κέντρα
κράτησης. Για παράδειγμα από το 2007 έως και το 2009, μια σειρά από εκθέσεις Μη
Κυβερνητικών Οργανώσεων, αλλά και ανακοινώσεων από την Υ.Α. και την
Ευρωπαϊκή επιτροπή για την Πρόληψη Βασανιστηρίων έκρουαν των κώδωνα του
κινδύνου για τις πολιτικές του ασύλου αλλά και μεταχείρισης των παράτυπα
εισερχόμενων μεταναστών και προσφύγων στην Ελλάδα.

Η συνήθης πρακτική κυρίως στις συνοριακές περιοχές, όπου οι δυνατότητες κράτησης


είναι περιορισμένες, είναι η έκδοση απόφασης απέλασης, η οποία δίνεται στους

47
Προαγωγή Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων

αιτούντες άσυλο και στη συνέχεια η αποστολή τους στην Αθήνα για κατάθεση
αιτήματος ασύλου, που επί ντο πλείστον καταλήγει στη χορήγηση της ροζ κάρτας .
Συστηματικά “κρίσιμες εθνότητες” (crtitical nationalities), όπως ορίζονται από την
Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες, “συλλαμβάνονται για παράνομη
είσοδο συμπεριλαμβανομένων Αφγανών, Ιρακινών και Σομαλών” . Στις προτάσεις της
η Υ.Α. για την Παγκόσμια Ημέρα Προσφύγων 2010 αναφέρει ότι “παρότι ένας μεγάλος
αριθμός των παράτυπα εισερχομένων αλλοδαπών έχουν ανάγκη διεθνούς προστασίας
[...] αντιμετωπίζονται συλλήβδην ως “λαθρομετανάστες”: με την είσοδό τους,
κρατούνται (τις περισσότερες φορές σε απαράδεκτες συνθήκες) και εκδίδονται
εναντίον τους αποφάσεις απέλασης ”

Σε περίπτωση σύλληψης σε σημεία εισόδου, η διαδικασία που ακολουθείται για όλους


είναι αυτή της καταγραφής, ταυτοποίησης, νοσοκομειακής περίθαλψης, κράτησης και
έκδοσης εντολής διοικητικής απέλασης, εφόσον δεν έχει κατατεθεί αίτημα ασύλου.
Σύμφωνα με την έκθεση της Ύπατης Αρμοστείας (2010) οι μεθοριακές αρχές συχνά
αρνούνται να καταγράψουν τα αιτήματα ασύλου και απομακρύνουν όσους εισέρχονται
παράνομα. Σπάνια υπάρχει διερμηνεία ή άλλες μορφές αρωγής και είναι ελάχιστες οι
δομές που παρέχουν προστασία. Επιπλέον, “στα χερσαία και θαλάσσια σημεία
εισόδου, δεν υπάρχει εξειδικευμένο προσωπικό για να ανταποκριθεί στις ανάγκες των
ευάλωτων ομάδων όπως είναι τα ασυνόδευτα παιδιά και τα άτομα που έχουν υποστεί
ψυχολογικά ή σωματικά τραύματα” .

Μία από τις αιτίες, προφανώς, της απομάκρυνσης των “παράτυπων μεταναστών” είναι
το ζήτημα της ασφάλειας. Σύμφωνα με τη Γενική Διεύθυνση Επικοινωνίας (Directorate
General for Communication, May 2009), που αναπτύσσει το σκεπτικό για το
Ευρωπαϊκό Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο, αναφέρεται, ότι η
παράτυπη μετανάστευση “αυξάνει τις ανησυχίες χωρών μελών και των περιφερειών
σχετικά με την ασφάλεια και τα ανθρωπιστικά ζητήματα. Τα κράτη μέλη της Ε.Ε.
συνεπώς συνεργάζονται για να αποθαρρύνουν τους ανθρώπους από παράνομη είσοδο
στην Ε.Ε. και να συνάψουν συμφωνίες σχετικά με την επιστροφή εκείνων που ωστόσο
έρχονται ”. Άρα υπάρχει μια σημαντική σύνδεση μεταξύ ασφάλειας και παράτυπης
μετανάστευσης συνδεόμενης συνήθως με την τρομοκρατία και το λαθρεμπόριο . Στην
περίπτωση του προσφυγικού ζητήματος το θέμα της ασφάλειας έχει κεντρική σημασία
και μπορεί να ειδωθεί από δύο πλευρές. Η θετική του πλευρά αφορά την αποστολή
προσφύγων προς τις δυτικές χώρες, οι οποίες θεωρούνται ασφαλείς, ενώ αντίστοιχα η

48
Προαγωγή Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων

αρνητική πλευρά αφορά την ίδια πάλι αποστολή προσφύγων, η οποία θεωρείται ως
απειλή, αυτή τη φορά, για την ασφάλεια των αναπτυγμένων χωρών . Οι πρόσφυγες
λοιπόν, ως λαθραίοι περάτες των συνόρων, εκλαμβάνονται ως μια απειλή που μπορεί
να προέρχεται από την τρομοκρατία και την εγκληματικότητα, απειλή για τη δημόσια
υγεία, για τα κεκτημένα, την έννομη τάξη γενικότερα καθώς και για την κατάχρηση
της ανθρωπιστικής προστασίας που παρέχεται από το άσυλο .

β. ∆ιαδικασίες Ασύλου για τα Ασυνόδευτα Παιδιά

'Οσον αφορά τους ασυνόδευτους ανηλίκους πρόσφυγες που επιθυμούν να ζητήσουν


διεθνή προστασία, θα πρέπει να έχουν πρόσβαση στη διαδικασία ασύλου
αυτοπροσώπως ή δι' αντιπροσώπου, ανάλογα με την ηλικία και το βαθμό πνευματικής
ωριμότητας. Η εξέταση των αιτημάτων ασύλου θα πρέπει να γίνεται σύμφωνα με την
κανονική διαδικασία και κατά προτεραιότητα. Όσον αφορά τους ανηλίκους, η
προσωπική συνέντευξη πρέπει να διεξάγεται λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες
της παιδικής ηλικίας, την ωριμότητα, τις ψυχολογικές συνέπειες των τραυματικών
εμπειριών τους, ώστε να διασφαλίζεται το βέλτιστο τους συμφέρον .

Την ευθύνη για τα ασυνόδευτα παιδιά που έρχονται ως πρόσφυγες ή μετανάστες


επιμερίζονται διάφορες κρατικές υπηρεσίες:

➢ Η αστυνομία είναι υπεύθυνη για όλες σχεδόν τις πτυχές της μετανάστευσης και
του ασύλου, συμπεριλαμβανομένης της πρωτοβάθμιας κρίσης, επί των αιτημάτων
ασύλου καθώς και της απέλασης των μεταναστών. Το σύστημα αυτό στερείται
αμερόληπτης εποπτείας καθώς είναι δυνατόν η μόνη επαφή που να έχει ένα ασυνόδευτο
παιδί από τη στιγμή της εισόδου του μέχρι την απέλασή του να είναι μόνο με την
αστυνομία.

➢ Το Υπουργείο Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (Υπουργείο Υγείας) είναι


υπεύθυνο για την παροχή στέγης, δυνατότητας πρόσβασης στις ιατρικές υπηρεσίες
(συμπεριλαμβανομένων και των υπηρεσιών για τα θύματα κακοποίησης ή ένοπλων
συρράξεων) και για την εξασφάλιση επαρκούς επιπέδου διαβίωσης στους αιτούντες
άσυλο. Παράλληλα, υποστηρίζει τις περιφερειακές κοινωνικές υπηρεσίες και τις ΜΚΟ
κατά την παροχή αυτών των υπηρεσιών.

49
Προαγωγή Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων

➢ Οι Εισαγγελείς Ανηλίκων ή οι Εισαγγελείς Πρωτοδικών δρουν ως προσωρινοί


επίτροποι για όλα τα ασυνόδευτα παιδιά ανεξάρτητα από το αν έχουν ζητήσει άσυλο.

➢ Παράλληλα υπάρχουν διάφοροι άλλοι φορείς που είναι αρμόδιοι να


επιβλέπουν την προστασία των δικαιωμάτων των παιδιών στην Ελλάδα. Οι φορείς
αυτοί δεν διαδραματίζουν λειτουργικό ρόλο στο σύστημα προστασίας ανηλίκων ή
ρύθμισης της μετανάστευσης, αλλά λειτουργούν εποπτικά, για λογαριασμό των
παιδιών, στα πλαίσια των ευρύτερων αρμοδιοτήτων που διαθέτουν για τον έλεγχο του
σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Μεταξύ αυτών, συγκαταλέγονται ο
Συνήγορος του Πολίτη που είναι επιφορτισμένος με την προστασία των δικαιωμάτων
Eλλήνων και αλλοδαπών που βρίσκονται στη χώρα, και η Ελληνική Εθνική Επιτροπή
για τα Δικαιώματα που εξετάζει ζητήματα που αφορούν στην προστασία των
δικαιωμάτων του ανθρώπου, αναπτύσσει πρωτοβουλίες για την ευαισθητοποίηση των
πολιτών και αποτελεί συμβουλευτικό όργανο της Πολιτείας σε θέματα προστασίας των
ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

➢ Επιπλέον, πολλές ΜΚΟ όπως το Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες, το


Οικουμενικό Πρόγραμμα Προσφύγων, ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός και η ΑΡΣΙΣ,
παρέχουν υπηρεσίες που χρηματοδοτούνται από το Κράτος. Μεταξύ των υπηρεσιών
αυτών συμπεριλαμβάνεται η παροχή νομικών συμβουλών προς τους αιτούντες άσυλο
και η βοήθεια για την πρόσβαση των ασυνόδευτων παιδιών και των άλλων ομάδων
στις κοινωνικές υπηρεσίες. Όμως, γενικά οι οργανώσεις αυτές δεν διαθέτουν επαρκείς
πόρους και η πρόσβαση στις υπηρεσίες τους έξω από την Αθήνα είναι περιορισμένη.

Συνήθως, η πρώτη επαφή των ασυνόδευτων παιδιών με τις ελληνικές αρχές είναι με
την Ελληνική Αστυνομία, το Λιμενικό Σώμα, τις Υπηρεσίες Συνοριακής Φύλαξης ή
την Ακτοφυλακή . Οι αρχές θα πρέπει να αξιολογήσουν το κατά πόσον το παιδί είναι
ασυνόδευτο και, αν ναι, να εξασφαλίσουν άμεσα την εκπροσώπησή του από επίτροπο.
Όλες αυτές οι διαδικασίες εξακρίβωσης απαιτούν εξειδικευμένο προσωπικό που να
συνεργάζεται στενά με τις αρχές αρμόδιες για την εφαρμογή του νόμου. Επιπλέον,
αμέσως μετά τη σύλληψή τους τα παιδιά πρέπει να ενημερώνονται για το δικαίωμά
τους να ζητήσουν άσυλο και να τους τεθούν ερωτήσεις με σκοπό να εξακριβωθεί κατά
πόσον έχουν ανάγκη διεθνούς προστασίας.

Η πραγματικότητα είναι θλιβερή. Ούτε ένα από τα παιδιά με τα οποία μίλησε η Human
Rights Watch δεν υποβλήθηκε σε κανονική συνέντευξη μετά την άφιξή του. Τα παιδιά
50
Προαγωγή Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων

είπαν ότι, μετά την είσοδό τους στο ελληνικό έδαφος, καταγράφηκαν μόνο τα βασικά
στοιχεία της ταυτότητάς τους όπως το όνομα, το πατρώνυμο, η χώρα καταγωγής τους
και η ηλικία τους. Η διερμηνεία, όποτε υπήρχε, ήταν αυτοσχέδια και διεξαγόταν από
συμπατριώτες τους μετανάστες και όχι από διερμηνείς της αστυνομίας . Επιπλέον,
επειδή δεν υπάρχει συγκεκριμένη διαδικασία καθορισμού της ηλικίας η καταγραφή
των ασυνόδευτων ανηλίκων από την αστυνομία κατά τη σύλληψη τους μπορεί να είναι
λαθεμένη. Μ’ αυτόν τον τρόπο πολλοί ανήλικοι παρουσιάζονται ως ενήλικοι και δεν
δικαιούνται επομένως προστασία λόγω ανηλικότητας.

Τα ασυνόδευτα παιδιά που δεν ζητούν άσυλο δεν έχουν νόμιμο καθεστώς στην Ελλάδα.
Το ίδιο ισχύει για τα παιδιά των οποίων η αίτηση ασύλου απορρίφθηκε ή εκείνα που
βρέθηκαν για άλλους λόγους εκτός της διαδικασίας ασύλου. Τα παιδιά που στερούνται
νόμιμου καθεστώτος είναι δυνατόν να συλληφθούν και να απελαθούν κάτω από τις
ίδιες συνθήκες με τους ενήλικους μετανάστες. Το μόνο έγγραφο δηλαδή, που φέρουν
αυτοί που δεν έχουν υποβάλλει αίτημα ασύλου, δεν έχουν επομένως το ειδικό δελτίο
αιτήσαντος ασύλου αλλοδαπού (τη λεγόμενη ροζ κάρτα), είναι το υπηρεσιακό
σημείωμα από την αστυνομία, δηλαδή η διαταγή αναχώρησης από τη χώρα. Πρόκειται
για μια παράλογη κατάσταση, εφόσον αναγνωρίζεται μεν η ανάγκη προστασίας των
ασυνόδευτων ανηλίκων από το ελληνικό κράτος, ορίζεται υπεύθυνο επίτροπος και
φιλοξενούνται σε κέντρο υποδοχής μέχρι την ενηλικίωση τους, την ίδια στιγμή δε, τους
χορηγείται διοικητικό έγγραφο, σύμφωνα με το οποίο οφείλουν να εγκαταλείψουν τη
χώρα μέσα σε ένα μήνα .

Αυτό που συμβαίνει συνήθως στην πραγματικότητα είναι ότι οι αιτήσεις ασύλου
απορρίπτονται σε καθημερινή βάση χωρίς να προηγείται δίκαιη και εμπεριστατωμένη
αξιολόγηση. Σύμφωνα με Human Rights Watch (2008) πολύ λίγα παιδιά υποβάλλουν
αίτημα ασύλου , ακόμα και αν έχουν δικαιολογημένο φόβο δίωξης, συνήθως λόγω της
εμπειρίας κακομεταχείρισης και βίας στα χέρια των αστυνομικών και λόγω μειωμένης
πεποίθησης ότι θα αποκτήσουν το καθεστώς του πρόσφυγα στην Ελλάδα. Το 2007 η
Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων και της Απάνθρωπης ή
Ταπεινωτικής Συμπεριφοράς ή Τιμωρίας (CPT) ανέφερε πολυάριθμους ισχυρισμούς
κακοποίησης ατόμων, συμπεριλαμβανομένων και μεταναστών, που βρίσκονταν υπό
την επίβλεψη κρατικών λειτουργών και κατέληξε ότι “τα άτομα που τελούν υπό
καθεστώς στέρησης ελευθερίας από τις διωκτικές αρχές στην Ελλάδα, διατρέχουν
πραγματικό κίνδυνο να υποστούν κακομεταχείριση ”.

51
Προαγωγή Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων

Επιπρόσθετα, σύμφωνα με την έκθεση της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους
Πρόσφυγες τον Ιούνιο του 2014 ο τομέας της υποδοχής των αιτούντων άσυλο και των
ασυνόδευτων παιδιών (ανοιχτές δομές) χαρακτηρίζεται ακόμη από συστημικές
ανεπάρκειες, όπως το έλλειμμα στρατηγικού σχεδιασμού και αποτελεσματικού
συντονισμού των εμπλεκόμενων Αρχών. Η απουσία μέτρων ενταξιακής πολιτικής, σε
συνδυασμό με την οικονομική κρίση, περιορίζουν τη δυνατότητα των δικαιούχων
διεθνούς προστασίας για απόλαυση των δικαιωμάτων τους, ενώ δημιουργούνται
πρόσθετοι κίνδυνοι κοινωνικού αποκλεισμού και περιθωριοποίησης. Εξάλλου,
σημειώνεται η έξαρση της ρατσιστικής βίας (2013) κατά υπηκόων τρίτων χωρών, οι
οποίοι στοχοποιήθηκαν λόγω εθνικής ή εθνοτικής προέλευσης, χρώματος ή
θρησκευτικών πεποιθήσεων .

2. 3 Η περιορισμένη προστασία των ασυνόδευτων ανηλίκων

α. Κράτηση και απέλαση

Όσον αφορά την κράτηση ασυνόδευτων ανηλίκων η ελληνική νομοθεσία δεν


απαγορεύει ούτε ρυθμίζει τη διοικητική κράτηση των ανηλίκων που εισέρχονται στην
Ελλάδα χωρίς νόμιμα έγγραφα. Έτσι, οι αρχές έχουν το δικαίωμα να θέτουν υπό
κράτηση τους ανηλίκους είτε μετά την άφιξή τους είτε όταν συλληφθούν χωρίς νόμιμα
έγγραφα, για διάστημα από λίγες ώρες μέχρι αρκετές ημέρες ή μήνες . Η κράτηση των
ασυνόδευτων ανηλίκων στηρίζεται στην ίδια νομική βάση με αυτή των ενηλίκων: οι
αρχές μπορούν να κρατήσουν έναν υπήκοο τρίτης χώρας χωρίς νόμιμα έγγραφα με
σκοπό να τον απελάσουν.

Σύμφωνα με τη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, αναφέρεται στο άρθρο 37


ότι « …Η …κράτηση ή φυλάκιση ενός παιδιού πρέπει να είναι σύμφωνη με το νόμο,
να μην αποτελεί παρά ένα έσχατο μέτρο και να είναι της μικρότερης δυνατής χρονικής
διάρκειας». Ενώ στην τέταρτη παράγραφο του ίδιου άρθρου τονίζεται ότι « Τα παιδιά
που στερούνται την ελευθερία τους …έχουν το δικαίωμα για ταχεία πρόσβαση σε
νομική ή σε άλλη κατάλληλη συμπαράσταση, καθώς και το δικαίωμα να αμφισβητούν
τη νομιμότητα της στέρησης της ελευθερίας τους ενώπιον ενός δικαστηρίου ή μιας
άλλης αρμόδιας, ανεξάρτητης και αμερόληπτης αρχής, και για τη λήψη μιας ταχείας

52
Προαγωγή Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων

απόφασης πάνω σ' αυτό το ζήτημα». Επιπρόσθετα, στη Διακήρυξη Καλών Πρακτικών
του Ευρωπαϊκού Προγράμματος για τα Ασυνόδευτα παιδιά (2009) στην παράγραφο Δ6
αναφέρονται οι εξαιρέσεις από τα μέτρα κράτησης των ανηλίκων ασυνόσευτων .

Επιπλέον, δεν απαγορεύεται ούτε η απέλαση των ασυνόδευτων ανηλίκων σύμφωνα με


το άρθρο 79 του ν. 3386/2005, ενώ απαγορεύεται στην περίπτωση που «οι γονείς ή
τα πρόσωπα που έχουν την επιμέλειά του διαμένουν νόμιμα στην Ελλάδα» ή στην
περίπτωση που «έχουν επιβληθεί αναμορφωτικά μέτρα με απόφαση του Δικαστηρίου
Ανηλίκων». Σύμφωνα πάλι με τη Διακήρυξη Καλών Πρακτικών του Ευρωπαϊκού
Προγράμματος για τα Ασυνόδευτα παιδιά (2009) στην παράγραφο Δ15 ορίζονται τα
πλαίσια σχετικά με την επιστροφή των ανηλίκων ασυνόδευτων στη χώρα καταγωγής,
τον επαναπατρισµό ή τη µετεγκατάσταση ή τη µεταφορά σε τρίτη χώρα . Όσον αφορά
την κράτηση, οι ανήλικοι ασυνόδευτοι διαμένουν συνήθως στους ίδιους χώρους με
τους ενήλικες και κάτω από τις ίδιες συνθήκες, χωρίς την παρουσία εξειδικευμένου
προσωπικού, κατά παράβαση της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού . Επίσης,
σύμφωνα την παράγραφο 1 του άρθρου 31 της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, τα
ασυνόδευτα παιδιά που δεν έχουν αιτηθεί άσυλο δεν διαθέτουν νόμιμο καθεστώς και
αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο επανειλημμένων κρατήσεων.

Επιπρόσθετα, βάσει του κανονισμού ∆ουβλίνο ΙΙ περί επαναπροώθησης, μεταξύ


αυτών που επιστρέφονται στην Ελλάδα, περιλαμβάνονται και οι ασυνόδευτοι ανήλικοι.
Η έκθεση του Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων ∆ικαιωµάτων (Human Rights Watch)
“Αφηµένα στη Μοίρα τους” (2008), υπογράµµισε ότι η πρακτική της
επαναπροώθησης, η απώθησή τους στα σύνορα και η επιστροφή τους στην Τουρκία
αποθαρρύνει τα παιδιά να ζητήσουν άσυλο κατά τον ίδιο τρόπο που αποθαρρύνει και
τους ενήλικους αιτούντες άσυλο στην Ελλάδα. Επίσης, δεν προβλέπεται πουθενά στο
ελληνικό ∆ίκαιο η υποχρέωση των αρχών να αξιολογούν το αν η απέλαση ενός
ασυνόδευτου παιδιού είναι προς το συµφέρον του ή αν µετά την επιστροφή του θα
απολαµβάνει την απαραίτητη φροντίδα. Τέλος, το ελληνοτουρκικό Πρωτόκολλο
Επανεισδοχής του 2001 δεν προβλέπει καµία εξαίρεση για τους ασυνόδευτους
ανήλικους .

Στην πράξη λοιπόν, οι αποφάσεις κράτησης και απέλασης εκδίδονται συνήθως εις
βάρος των ασυνόδευτων ανηλίκων, εφόσον δεν στηρίζονται στην ατομική ακρόαση,
δεν εξετάζαζεται αν το άτομο χρήζει διεθνούς προστασίας, δεν εξασφαλίζονται

53
Προαγωγή Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων

διαδικαστικές εγγυήσεις (έλλειψη διερμηνείας, νομικής συνδρομής) και δεν


λαμβάνονται υπόψη οι γενικές αρχές περί προστασίας της ανηλικότητας και των
ασυνόδευτων ανηλίκων γενικότερα .

β. Επιτροπεία και παραπομπή σε δομές υποδοχής

Όσον αφορά τη νομοθεσία, με την υιοθέτηση του Π.Δ. 113/2013 οι ειδικές ρυθμίσεις
για την επιτροπεία ασυνόδευτων ανηλίκων εν γένει περιέχονται στο άρθρο 11
παράγραφος 1 του εν λόγω Π.Δ. σύμφωνα με το οποίο « Οι αρμόδιες αρχές, όταν
υποβάλλεται αίτηση από ασυνόδευτους ανήλικους, ενεργούν σύμφωνα με την παρ. 1
του άρθρου 19 του π.δ. 220/2007, για το διορισμό επιτρόπου του ανηλίκου. Στον
επίτροπο ή στον ασκούντα τη σχετική πράξη επιτροπείας παρέχεται η ευκαιρία να
ενημερώνει τον ασυνόδευτο ανήλικο για τη σημασία και τις πιθανές συνέπειες της
προσωπικής συνέντευξης, καθώς και για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να
προετοιμασθεί για αυτή. Ο επίτροπος ή ο ασκών τη σχετική πράξη επιτροπείας καλείται
και δύναται να παρίσταται στην προσωπική συνέντευξη του ανηλίκου και να υποβάλλει
ερωτήσεις ή παρατηρήσεις προς διευκόλυνση της διαδικασίας ».

Ο διορισμός επιτρόπου ή συμβούλου διασφαλίζει την παροχή συμβουλών προς το


παιδί και την προστασία των συμφερόντων του καθώς και την εκπροσώπησή του στα
πλαίσια ικανοποίησης των αναγκών εκπαίδευσης, κοινωνικής ασφάλειας και
φροντίδας της υγείας, έκδοσης εγγράφων ταυτότητας κλπ .

Στην πραγματικότητα, όπως αποδεικνύεται, η εμπλοκή του εισαγγελέα ανηλίκων ως


ειδικού προσωρινού επιτρόπου περιοριζόταν στην απλή ενημέρωσή του από τις
αστυνομικές αρχές για την υποβολή του αιτήματος ασύλου. Επίσης, δεν διαπιστώθηκε
καμία περίπτωση κατά την οποία ο Επίτροπος συμμετείχε, έστω και τυπικά, στις
συνεντεύξεις στο πλαίσιο της εξέτασης του αιτήματος ασύλου .

Τέλος, σύμφωνα με τις εκθέσεις της Ύπατης Αρµοστείας του ΟΗΕ για τους
Πρόσφυγες και της µη κυβερνητικής οργάνωσης Human Rights Watch για τη
µεταχείριση των ασυνόδευτων ανήλικων στην Ελλάδα, αναφέρονται τα πρακτικά
προβλήµατα (υποστελεχωµένες Εισαγγελίες, ειδικά στις µεθοριακές περιοχές της
χώρας, µη οµοιόµορφη εφαρµογή των νοµικών διατάξεων της επιτροπείας, µη τήρηση
αρχείων για τους ασυνόδευτους ανήλικους για τους οποίους έχει ορισθεί προσωρινός

54
Προαγωγή Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων

επίτροπος, µη παρακολούθηση των περιπτώσεων των ασυνόδευτων ανήλικων για τους


οποίους έχει ορισθεί προσωρινός επίτροπος, µη προσήκουσα ενηµέρωση των
ασυνόδευτων ανηλίκων για τα δικαιώµατά τους όσον αφορά στους επιτρόπους που τα
εκπροσωπούν κλπ) που παρεµποδίζουν την αποτελεσµατική εφαρµογή του νόµου,
καθιστώντας τους ασυνόδευτους ανήλικους µια ιδιαίτερα ευάλωτη οµάδα, αφού είναι
νοµικά ανύπαρκτοι .

γ) Προβληματική (μη) καταγραφή της ανηλικότητας ή της (μη) συνοδείας

Όσον αφορά τη διαπίστωση της ανηλικότητας, θα πρέπει να βασίζεται α) στη δήλωση


του ίδιου του προσώπου, β) εαν υπάρχουν αμφιβολίες ως προς το αληθές της δήλωσης,
σε ψυχο-κοινωνική εκτίμηση από εξειδικευμένο προσωπικό και γ) σε εξειδικευμένες
ιατρικές εξετάσεις. Σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφοι 3-7 του Π.Δ 113/2013 οι
Αρμόδιες Αρχές Εξέτασης μπορούν να χρησιμοποιούν ιατρικές εξετάσεις για τον
προσδιορισμό της ηλικίας των ασυνόδευτων ανηλίκων. Στις περιπτώσεις που
χρησιμοποιούνται ιατρικές εξετάσεις, λαμβάνεται μέριμνα ώστε:

α. οι ασυνόδευτοι ανήλικοι να ενημερώνονται, πριν από την εξέταση της αίτησής τους
και σε γλώσσα την οποία κατανοούν, για τη δυνατότητα προσδιορισμού της ηλικίας
τους με ιατρική εξέταση, για τη μέθοδο της εξέτασης, τις ενδεχόμενες συνέπειες των
αποτελεσμάτων της ιατρικής εξέτασης στην εξέταση της αίτησης καθώς και τις
συνέπειες της άρνησής τους να υποβληθούν στην ιατρική εξέταση.

β. οι ασυνόδευτοι ανήλικοι ή οι επίτροποί τους να συναινούν στη διενέργεια εξέτασης


για τον προσδιορισμό της ηλικίας των συγκεκριμένων ανηλίκων.

γ. η απόφαση απόρριψης της αίτησης ασυνόδευτου ανηλίκου που αρνήθηκε να


υποβληθεί σε αυτή την ιατρική εξέταση να μη βασίζεται μόνο στην άρνηση αυτή και

δ. μέχρι την ολοκλήρωση της ιατρικής εξέτασης, το πρόσωπο που ισχυρίζεται ότι είναι
ανήλικο να έχει ανάλογη μεταχείριση ως ανήλικο.

Εφόσον από τη διαδικασία για τον προσδιορισμό της ηλικίας δεν προκύψει με
ασφάλεια ότι ο αιτών είναι ενήλικος, αυτός αντιμετωπίζεται ως ανήλικος. Στην
Έλλάδα, δεν συνηθίζονται οι εξετάσεις για την αξιολόγηση της ηλικίας, ούτε είναι
προσδιορισμένο το είδος τους.

55
Προαγωγή Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων

Οι συνθήκες που συνήθως επικρατούν στην Ελλάδα αφορούν προβληματικές


καταγραφές εφόσον ανήλικοι καταγράφονται συχνά ως ενήλικοι και παιδιά
ασυνόδευτα παρουσιάζονται ως συνοδευόμενα. Σε ό,τι αφορά την πρώτη κατηγορία
διαπιστώνονται περιπτώσεις κατά τις οποίες οι αρχές καταγράφουν τους ανηλίκους με
διαφορετική ηλικία από αυτή που δηλώνουν οι ίδιοι. Αυτό μπορεί να συμβεί είτε κατά
την αρχική καταγραφή του ανηλίκου είτε, σπανιότερα, σε μεταγενέστερα επίσημα
έγγραφα. Οι αρχές προβαίνουν συνήθως σε καταγραφή διαφορετικής από τη
δηλούμενη ηλικία όταν έχουν αμφιβολίες για την πραγματική ηλικία. Δεν αποκλείεται
η αλλαγή αυτή να οφείλεται σε δυσκολία επικοινωνίας ή άγνοια του
χρησιμοποιούμενου ημερολόγιου (κυρίως για τις περιπτώσεις Αφγανών). Δεν είναι
βέβαιο αν οι διαφοροποιήσεις αυτές αποσκοπούν στην εσκεμμένη τεχνητή μείωση του
αριθμού (και ως εκ τούτου και των υποχρεώσεων της Πολιτείας) των ασυνόδευτων
ανηλίκων ή αποτελούν απλή διοικητική ολιγωρία των αρχών. Επίσης δεν υπάρχουν
επαρκή στοιχεία για την έκτασή της .

Σημαντικότερο είναι το γεγονός πως αριθμός ασυνόδευτων ανηλίκων δεν


καταγράφονται ως ασυνόδευτοι αλλά ως συνοδευόμενοι από τρίτους. Τούτο συμβαίνει
σε ορισμένα σημεία εισόδου, όπως τη Λέσβο: αναφέρονται περιπτώσεις όπου οι αρχές
καταχωρούν τους ανηλίκους, στο υπηρεσιακό σημείωμα που τους χορηγείται, κατόπιν
της έκδοσης απόφασης απέλασης χωρίς κράτηση, ως συνοδευόμενους από (συνήθως
πολύ νεαρό) ενήλικα που (θεωρείται ότι) τους συνοδεύει. Ο ενήλικας αυτός συνήθως
είναι ομοεθνής τους και έχει φθάσει μαζί με τον ανήλικο χωρίς ωστόσο, σύμφωνα με
τη δήλωση του ανηλίκου, να έχει οποιαδήποτε συγγενική ή προσωπική σχέση με αυτό.

Σύμφωνα με τα παραπάνω, οι ασυνόδευτοι ανήλικοι έχουν να αντιμετωπίσουν μια


διπλή απειλή, εφόσον, με την καταγραφή τους ως ενήλικοι δεν καλύπτονται από τις
διεθνείς συμβάσεις και την εθνική νομοθεσία περί προστασίας και ανηλικότητας και
με την παρουσία τους ως συνοδευόμενοι δεν λαμβάνουν περαιτέρω ειδική προστασία.

2.4 Κέντρα κράτησης και κέντρα φιλοξενίας

α. Κέντρα κράτησης

56
Προαγωγή Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων

Σύμφωνα με τον Giorgio Agamben, η λειτουργία των κέντρων κράτησης θα


μπορούσε να παρομοιαστεί με εκείνη των στρατοπέδων, εφόσον αποτελούν τόπους
εγκλεισμού ανθρώπων, χωρίς δικαιώματα. Πολλοί ερευνητές βέβαια δεν συμφωνούν
μ' αυτό το χαρακτηρισμό, διότι ενέχει τον κίνδυνο αντιμετώπισης των ανθρώπων ως
υποκείμενα χωρίς ιδιότητες, στρατηγικές αντίστασης, πρακτικές λόγου και συλλογικές
αναπαραστάσεις .

Τα κέντρα πρώτης υποδοχής, μέσα στα πλαίσια της διαμορφούμενης προσφυγικής


συνθήκης ( Τρουμπέτα 2012) “αναμένεται να λειτουργήσουν ως τόποι αστυνομικής
επιτήρησης και καταγραφής προσωπικών δεδομένων, έκδοσης βιομετρικών
ταυτοτήτων , που θα περιορίζουν μια μελλοντική μετακίνηση των ανθρώπων αυτών” .
Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα τον μειωμένο αριθμό αιτήσεων ασύλου από την πλευρά των
προσφύγων, καθώς και των ανήλικων ασυνόδευτων, οι οποίοι προτιμούν να ζητήσουν
προστασία λόγω ανηλικότητας παρά προστασίας μέσω αίτησης ασύλου , όπως θα
αναδειχθεί πιο κάτω.

Σύμφωνα με το άρθρο 3 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του
Παιδιού, «Σε όλες τις αποφάσεις που αφορούν στα παιδιά, είτε αυτές λαμβάνονται από
δημοσίους ή ιδιωτικούς οργανισμούς κοινωνικής προστασίας είτε από τα δικαστήρια,
τις διοικητικές αρχές ή από τα νομοθετικά όργανα, πρέπει να λαμβάνεται πρωτίστως
υπόψη το συμφέρον του παιδιού».

Παρόλα αυτά, στην Ελλάδα, σύμφωνα με την έκθεση των Γιατρών Χωρίς Σύνορα
(2010), το σύστημα προστασίας των ασυνόδευτων ανηλίκων αποτυγχάνει να
ανταποκριθεί στις ανάγκες αυτής της ευάλωτης ομάδας. Οι διαδικασίες για την
εκτίμηση της ηλικίας και της ευαλωτότητας των ανηλίκων είναι ανεπαρκής. Υπάρχει
μεγάλη έλλειψη κατάλληλων χώρων στέγασης για ασυνόδευτους ανήλικους και το
σύστημα του νόμιμου επιτρόπου αποτυγχάνει να ανταποκριθεί στις αυξημένες ανάγκες
τους.

Οι προβλέψεις της Ελληνικής νομοθεσίας, όπως προαναφέρθηκε, δεν εξαιρούν τα


παιδιά που εισέρχονται στην Ελλάδα χωρίς νόμιμα έγγραφα από την πρακτική της
διοικητικής κράτησης. Οι ασυνόδευτοι ανήλικοι κρατούνται κατ’ αυτόν τον τρόπο για
αρκετές εβδομάδες σε κέντρα κράτησης όπου, οι συνθήκες δεν ανταποκρίνονται στις
στοιχειώδεις ανθρωπιστικές προδιαγραφές. Η παρατεταμένη κράτηση των

57
Προαγωγή Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων

ασυνόδευτων ανηλίκων είναι εν μέρει αποτέλεσμα της περιορισμένης χωρητικότητας


των ξενώνων για ασυνόδευτους ανηλίκους.

Στα κέντρα κράτησης δεν υπάρχει πρόβλεψη για την κάλυψη των αναγκών ευάλωτων
ομάδων (ασυνόδευτοι ανήλικοι, νήπια, έγκυες γυναίκες και άτομα με ειδικές ανάγκες)
με αποτέλεσμα οι ανήλικοι να κρατούνται συστηματικά σε απάνθρωπες και
εξευτελιστικές συνθήκες, συχνά στα ίδια κελιά με τους ενήλικες. Επιπλέον, η έλλειψη
διερμηνέων και νομικής συνδρομής οδηγεί στην ανεπαρκή αναγνώριση ευάλωτων
περιπτώσεων ανηλίκων, όπως θυμάτων σωματεμπορίας.

Πρέπει να σημειωθεί ότι πολλά παιδιά ισχυρίστηκαν ότι δεν ήθελαν να υποβάλουν
αίτηση ασύλου επειδή είχαν βιώσει κακομεταχείριση και βία στα χέρια των κρατικών
υπαλλήλων. Επιπλέον, λόγω όλων αυτών των άθλιων συνθηκών πολλοί ασυνόδευτοι
ανήλικοι αιτούντες άσυλο επιθυμούν να αναχωρήσουν για την Ιταλία ή για άλλες
χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης .

Εντούτοις, και οι ασυνόδευτοι ανήλικοι που δεν έχουν κάνει αίτημα ασύλου
φιλοξενούνται επίσης σε αυτούς τους ξενώνες. Οι εγκαταστάσεις αυτές βρίσκονται
συχνά σε απομακρυσμένες περιοχές με περιορισμένες για τους ανηλίκους δυνατότητες
ενσωμάτωσης. Οι περισσότεροι ανήλικοι εγκαταλείπουν τον ξενώνα μετά από μερικές
ημέρες ή εβδομάδες αποφασισμένοι να συνεχίσουν το ταξίδι τους. Πολλοί έχουν
συγγενείς σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες και μερικοί έχουν επαφές στην Ελλάδα. Λίγοι
μπορεί να επιστρέψουν στον ξενώνα όταν οι προσπάθειες τους να φύγουν από την
Ελλάδα ή να βρουν δουλειά αποτύχουν.

Οι συνθήκες διαβίωσης στα κέντρα κράτησης δεν ανταποκρίνονται στα εθνικά και
διεθνή πρότυπα. Στα κέντρα κράτησης, όπου οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα
πραγματοποίησαν την παρέμβασή τους, βασικά προβλήματα ήταν: ο μεγάλος
συνωστισμός, οι απαράδεκτες συνθήκες υγιεινής, η ελλιπής διανομή ειδών προσωπικής
υγιεινής και ρουχισμού, η απουσία πρόνοιας για την κατάλληλη στέγαση ευπαθών
ομάδων και ο ανεπαρκής προαυλισμός. H ιατρική φροντίδα στα κέντρα κράτησης ήταν
επίσης ανεπαρκής, ενώ δεν υπήρχε συστηματικός ιατρικός έλεγχος των
νεοεισερχομένων μεταναστών. Απουσίαζαν, επίσης, οι υπηρεσίες ψυχολογικής
υποστήριξης. Η έλλειψη διερμηνέων αποτελούσε ένα σημαντικό εμπόδιο για την
επικοινωνία μεταξύ των μεταναστών και του προσωπικού των κέντρων κράτησης.
Επιπλέον, οι νεοεισερχόμενοι δε λάμβαναν επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τη

58
Προαγωγή Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων

νομική τους κατάσταση, το σύστημα κράτησης και το δικαίωμα τους να κάνουν αίτημα
ασύλου

β. Κέντρα φιλοξενίας – Στελέχωση – Παροχή υπηρεσιών

Οι ασυνόδευτοι ανήλικοι αιτούντες άσυλο παραπέµπονται στα κέντρα υποδοχής που


υποδεικνύει το Υπουργείο Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης µε µέριµνα των
αστυνοµικών αρχών που εγγυώνται την ασφαλή µεταφορά τους.

Σύμφωνα με την Ύπατη Αρµοστεία ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (Ιανουάριος 2014), τα
Κέντρα Υποδοχής και Φιλοξενίας για ασυνόδευτους ανηλίκους στην Ελλάδα είναι τα
εξής :

1. Κέντρο Φιλοξενίας Ασυνόδευτων Ανηλίκων Αλλοδαπών Ανωγείων, Κρήτη

Φορέας: ‘Ίδρυμα Νεολαίας και Δια Βίου Μάθησης -ΙΝΕΔΙΒΙΜ

Χωρητικότητα: 25 άτομα

2. Κέντρο Φιλοξενίας Ασυνόδευτων Ανηλίκων Αλλοδαπών, Αγριά Βόλου

Φορέας: Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός

Χωρητικότητα: 48 άτομα

3. Λειτουργία Μονάδας Φιλοξενίας Ασυνόδευτων Ανήλικων Προσφύγων, Λέσβο

Φορέας: Κέντρο Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου

Χωρητικότητα: 40 άτομα

4. Κέντρο Φιλοξενίας Ασυνόδευτων Ανηλίκων, Μακρινίτσα Βόλου

Φορέας: ΑΡΣΙΣ – Κοινωνική Οργάνωση Υποστήριξης Νέων

Χωρητικότητα: 30 άτομα

5. Κέντρο Φιλοξενίας Ασυνόδευτων Ανηλίκων, Ωραιόκαστρο Θεσ/νίκης

Φορέας: ΑΡΣΙΣ – Κοινωνική Οργάνωση Υποστήριξης Νέων

χωρητικότητα: 30 άτομα

59
Προαγωγή Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων

6. Κέντρο Φιλοξενίας Ασυνόδευτων Ανηλίκων Αλλοδαπών ,Αθήνα

Φορέας: Σύλλογος Μερίμνης Ανηλίκων

Χωρητικότητα: 15 άτομα

7. Κέντρο Φιλοξενίας Ασυνόδευτων Αλλοδαπών, Αθήνα

Φορέας: Αποστολή της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών

Χωρητικότητα: 20 άτομα

8. Ξενώνας Υποδοχής και Στήριξης Ασυνόδευτων Κοριτσιών, Γυναικών και


Μονογονεϊκών Οικογενειών, Αθήνα

Φορέας: ‘Ίδρυμα Νεολαίας και Δια Βίου Μάθησης- ΙΝΕΔΙΒΙΜ

Χωρητικότητα: 70 άτομα

9. Ξενώνας φιλοξενίας ασυνόδευτων ανήλικων, Αλεξανδρούπολη

Φορέας: ΑΡΣΙΣ – Κοινωνική Οργάνωση Υποστήριξης Νέων

Χωρητικότητα: 22 άτομα

10. Διαμερίσματα σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Λέσβο- 25 διαμερίσματα

Φορέας: PRAKSIS

Χωρητικότητα: 98 άτομα

11. Εστία Προσφύγων - Ξενώνας Υποδοχής Μονογονεϊκών Οικογενειών και


Οικογενειών, Αθήνα

Φορέας: ΑΡΣΙΣ – Κοινωνική Οργάνωση Υποστήριξης Νέων

Χωρητικότητα: 48 άτομα και επιπλέον 10 σε δύο (2) κοινωνικά διαμερίσματα

12. Ξενώνας Υποδοχής Αιτούντων Άσυλο, Αθήνα

Φορέας: Γιατροί του Κόσμου και Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες

Χωρητικότητα: 70 άτομα

13. Ξενώνας Υποδοχής Αιτούντων Άσυλο και Οικογενειών, Αθήνα

Φορέας: Μ.Κ.Ο Νόστος

60
Προαγωγή Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων

Χωρητικότητα: 70 άτομα

15. Κέντρο Υποδοχής Αιτούντων Άσυλο Λαυρίου

Φορέας: Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός

Χωρητικότητα: 260 άτομα

16. Ξενώνας Φιλοξενίας Αιτούντων Άσυλο «Μέλλον», Αθήνα

Φορέας: Νόστος, Ίασις Εργοερευνητική και ΕΑΔΑΠ

Χωρητικότητα: 102 άτομα (60 ανήλικοι και 42 μονογονεϊκές)

17. ΣΤΕΓΗ PLUS - Ξενώνας Ασυνόδευτων Ανηλίκων, Αθήνα

Φορέας: Praksis και Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός

Χωρητικότητα: 40 ασυνόδευτοι ανήλικοι

18. ΣΤΕΓΗ PLUS - Ξενώνας Ασυνόδευτων Ανηλίκων και Αιτούντων Άσυλο, Πάτρα

Φορέας: Praksis και Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός

Χωρητικότητα: 70 άτομα (30 ασυνόδευτοι ανήλικοι και 40 κυρίως μονογονεϊκές)

19. Δομή Φιλοξενίας για Αιτούντες Άσυλο, Λέσβος

Φορέας: Ηλιακτίδα

Χωρητικότητα: 10 άτομα σε τρία (3) διαμερίσματα

Συνολικά αναφέρονται 1.078 θέσεις.

Στα περισσότερα κέντρα η επιλογή ανηλίκων που πρόκειται να φιλοξενηθούν γίνεται


από την Διεύθυνση Κοινωνικής Αντίληψης και Αλληλεγγύης του Υπουργείου Υγείας
και Κοινωνικής Αλληλεγγύης ενώ τα έξοδα μεταφοράς των ανηλίκων προς το Κέντρο
καλύπτονται από τον προϋπολογισμό του προγράμματος. Για τις ανάγκες του
προγράμματος των εκάστοτε κέντρων απασχολούνται συνήθως: 1 Κοινωνικός
Λειτουργός, 1 Ψυχολόγος, 1 νηπιαγωγός, 1 δικηγόρος , 1 νομικός ειδικός σε θέματα
ανθρωπίνων δικαιωμάτων, 1 νοσηλευτής, 3 διερμηνείς, 1 μαγείρισσα, 1 καθαρίστρια,
1 φύλακας, 1 άτομο στην διαχείριση της αποθήκες τροφίμων, 1 υπεύθυνος
πληροφορικής/προγραμμάτων και 1 γραμματέας. Επιπλέον παρέχεται στους

61
Προαγωγή Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων

ασυνόδευτους ανηλίκους μια μηνιαία οικονομική ενίσχυση για την κάλυψη των
προσωπικών εξόδων, που ποικίλλει ανάλογα με το Κέντρο φιλοξενίας.

Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες της Ύπατης Αρμοστείας και του Συνηγόρου
του Πολίτη οι ανήλικοι ασυνόδευτοι έχουν δικαίωμα πρόσβασης στην υγεία, τη
στέγαση, την εκπαίδευση, την επαγγελματική κατάρτιση και απασχόληση και την
οικογενειακή συνένωση. Παρά τις προσπάθειες που γίνονται στα παραπάνω κέντρα για
την προσφορά παροχών στους ανήλικους ασυνόδευτους, εντούτοις εντοπίζονται
πολλά προβλήματα.

Σύμφωνα με μελέτη της Υ.Α. κύριο και κοινό πρόβλημα όλων των Κέντρων αποτελεί
η χρηματοδότηση, εφόσον δεν επιτρέπει μακροπρόθεσμο προγραμματισμό ενώ,
επιπλέον, δημιουργεί κενά ρευστότητας που επηρεάζουν την εύρυθμη λειτουργία των
Κέντρων, την ψυχολογία του προσωπικού και εν τέλει την ορθή παροχή των υπηρεσιών
από το ίδιο το Κέντρο. Η ανεπαρκής χρηματοδότηση οδηγεί σε υποστελέχωση των
Κέντρων με συνέπειες στην λειτουργία τους. Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι υπάρχει
ανάγκη διαρκούς εκπαίδευσης των στελεχών των Κέντρων και ενημέρωσής τους για
το σύνολο των νομοθετικών ρυθμίσεων για τουςανηλίκους, ώστε να μπορούν να
βοηθήσουν αποτελεσματικότερα στη διεκδίκηση των δικαιωμάτων της συγκεκριμένης
ομάδας.

Σε όλα τα Κέντρα διαπιστώνεται επίσης ότι τα προβλήματα της διαδικασίας ασύλου


(όχι μόνο η πολυετής αναμονή αλλά και η συχνά αρνητική έκβασή της) δημιουργεί
στους ανήλικους άγχος, νευρικότητα, καταθλιπτικά συναισθήματα και αίσθημα
ματαίωσης που τους αφαιρεί το κίνητρο για την όποια προσπάθεια ένταξης στην
ελληνική κοινωνία και τη συμμετοχή στις δραστηριότητες του Κέντρου. Η επιτροπεία
αποτελεί επίσης μείζον κοινό πρόβλημα λόγω των πολλών και πολυσχιδών συνεπειών
που έχει στην ζωή του ανήλικου και στα θέματα προστασίας και άσκησης των νόμιμων
δικαιωμάτων του.

Διαπιστώνεται ότι υπάρχει διαφοροποίηση στις συνθήκες λειτουργίας, τις παροχές, τις
υπηρεσίες, αλλά και την ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχει κάθε Κέντρο. Για
παράδειγμα ζητήματα όπως οι ώρες και η συχνότητα των μαθημάτων, η έμφαση ή όχι
στην εκπαίδευση και η νομική υποστήριξη ή όχι, αποτελούν θέματα που πρέπει να
τύχουν ίδιας αντιμετώπισης από πλευράς Κέντρων και εποπτεύοντος Υπουργείου γιατί
διαφορετικά δημιουργούνται ανισότητες μεταξύ των ανηλίκων.

62
Προαγωγή Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων

Τέλος διαπιστώνεται ότι υπάρχει διαρθρωτική διαφοροποίηση ανάμεσα στα Κέντρα


λόγω της τοποθεσίας τους: τα Κέντρα που βρίσκονται σε μεγάλες πόλεις έχουν και
παρέχουν ευκολότερη πρόσβαση σε δικαιώματα και υπηρεσίες λόγω της ύπαρξης
δομών και εξειδικευμένων υπηρεσιών που πλαισιώνουν τη λειτουργία του Κέντρου
(Διαπολιτισμικά Σχολεία, εξειδικευμένες υπηρεσίες υγείας, ευρύτερη νομική
υποστήριξη και κοινωνική πλαισίωση).

Αξίζει να σημειωθεί εδώ, η συμβολή των ΜΚΟ στη διαμόρφωση της πρότασης
εμπειρογνωμόνων που κατατέθηκε το Μάρτιο του 2010 και αφορούσε τα “Κέντρα
Πρώτης Υποδοχής (ΚΕΠΥ) των εισερχομένων στην Ελλάδα αλλοδαπών χωρίς
νόμιμες διατυπώσεις ”. Έμφαση δίνεται στην προστασία των ευάλωτων ομάδων,
περιλαμβανομένων και των ανηλίκων ασυνόδευτων, από ρατσιστικές ή άλλες
διακρίσεις. Προτείνεται μεταξύ άλλων ο διαχωρισμός και εντοπισμός (screening)
διαφορετικών κατηγοριών αλλοδαπών και προβλέπονται δύο ειδικές διαδικασίες (που
θα πρέπει να ολοκληρώνονται εντός των πρώτων 5 έως 10 ημερών μετά την άφιξη), τη
διαπίστωση εθνικότητας και ανηλικότητας. Θα μπορούσε λοιπόν να διαπιστωθεί, ότι
με την παραπάνω πρόταση οι εμπειρογνώμονες στοχεύουν στον έλεγχο της
εφαρμοσμένης κρατικής πολιτικής, στη βελτίωση των συνθηκών κράτησης και στην
ενθάρρυνση για την άσκηση του δικαιώματος όσον αφορά το αίτημα ασύλου .

Επίλογος

Συμπερασματικά, παρότι η ελληνική νοµοθεσία (στα πλαίσια του εθνικού και


διεθνούς δικαίου) εγγυάται στους ασυνόδευτους ανηλίκους τα δικαιώµατα που
διασφαλίζουν την προστασία του βέλτιστου συµφέροντός τους, η εφαρµογή της δεν
είναι ολοκληρωµένη ούτε συστηµατική µε αποτέλεσµα τη δηµιουργία σοβαρών
καταστάσεων που υπονοµεύουν την ύπαρξη αυτής της ευάλωτης οµάδας προσώπων
που ζουν στην Ελλάδα.

Καταρχήν, δεν είναι ικανοποιητικές οι συνθήκες της παράνοµης εισόδου και


υποδοχής των ασυνόδευτων ανηλίκων στην Ελλάδα. Δεν τηρούνται αξιόπιστα
αναλυτικά στατιστικά στοιχεία από τις αρµόδιες αρχές, κατηγοριοποιηµένα ανά
ηλικία, εθνικότητα και φύλο, εφόσον, δεν συνδυάζονται µε τα µέτρα προστασίας που
προβλέπουν οι σχετικές διατάξεις νόµου. Οι αστυνοµικές και οι λιµενικές αρχές είναι
αρµόδιες για την είσοδο στην Ελλάδα, αλλά αδυνατούν και δεν είναι εκπαιδευµένες

63
Προαγωγή Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων

για την εφαρµογή των µέτρων που απαιτεί η προστασία του βέλτιστου συµφέροντος
και της ευηµερίας των ασυνόδευτων ανηλίκων. Επιπλέον, δε υπάρχουν διερµηνείς
προκειµένου να διασφαλιστεί η επικοινωνία των ασυνόδευτων παιδιών µε τις αρχές
που είναι αρµόδιες να τους παρέχουν φροντίδα και αρωγή, διότι χωρίς την κατάλληλη
επικοινωνία µε τους ασυνόδευτους ανήλικους τίποτε δεν µπορεί να διαπιστωθεί.

Από την άλλη πλευρά, οι διαδικασίες για την εκτίμηση της ηλικίας και της
ευαλωτότητας των ανηλίκων είναι ανεπαρκείς, με αποτέλεσμα, όπως προαναφέρθηκε,
οι ανήλικοι να παρουσιάζονται ως ενήλικοι. Τα αιτήµατά τους για άσυλο δεν
εξετάζονται προσηκόντως, υπάρχει μεγάλη έλλειψη κατάλληλων χώρων στέγασης για
ασυνόδευτους ανήλικους και το σύστημα του νόμιμου επιτρόπου αποτυγχάνει να
ανταποκριθεί στις αυξημένες ανάγκες τους. Δεν υπάρχουν αρκετές δομές φιλοξενίας,
που να καλύπτουν το συνολικό αριθμό των ανηλίκων ασυνόδευτων και η παραµονή
τους σ' αυτά τα κέντρα υποδοχής δεν τους παρέχει τη δυνατότητα να απολαµβάνουν
όλα τα δικαιώµατά τους (όπως υγεία, πρόσβαση σε εκπαίδευση ή επαγγελµατική
κατάρτιση). Οι επίτροποι, όπου υπάρχουν, αδυνατούν να κατανοήσουν τον καίριο
ρόλο που διαδραµατίζουν για την προστασία των παιδιών µε τραυµατικά βιώµατα
λόγω των πολέµων, της εκµετάλλευσης και άλλων παραγόντων που παραβιάζουν τα
βασικά δικαιώµατά τους.

Θα πρέπει να σημειωθεί, όπως προαναφέρθηκε, ότι η ελληνική νομοθεσία δεν εξαιρεί


τους ασυνόδευτους ανήλικους από την κράτηση και την απέλαση. Το αποτέλεσμα
όλων των παραπάνω, είναι ανήλικοι να κρατούνται συστηματικά σε απάνθρωπες και
εξευτελιστικές συνθήκες, συχνά στα ίδια κελιά με τους ενήλικες. Πολλά παιδιά δεν
θέλουν να υποβάλουν αίτηση ασύλου επειδή έχουν βιώσει κακοµεταχείριση και βία
στα χέρια των κρατικών υπαλλήλων. Επιπλέον, λόγω όλων αυτών των άθλιων
συνθηκών πολλοί ασυνόδευτοι ανηλίκοι αιτούντες άσυλο επιθυμούν να
αναχωρήσουν για την Ιταλία ή για άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η αντιμετώπιση λοιπόν του θέματος των ασυνόδευτων ανηλίκων σχετίζεται με μια


σειρά από παραμέτρους συνυφασμένες με την ελληνική πραγματικότητα, ιδίως τις
γενικότερες δυσλειτουργίες της διαδικασίας ασύλου, τις αδυναμίες και τα κενά του
προνοιακού συστήματος στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τις διάφορες Ευρωπαϊκές
Εκθέσεις, οι προϋποθέσεις για μια συνολική λύση του θέματος περιλαμβάνουν
αλλαγές στην γενικότερη μεταναστευτική πολιτική, την διαδικασία ασύλου και, εν

64
Προαγωγή Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων

γένει, την κοινωνική πολιτική της χώρας. Προτείνονται διάφορα μέτρα και πρακτικές
για τη βελτίωση της παρούσας κατάστασης, κυρίως όσον αφορά τα προβλήματα των
στατιστικών καταγραφών, της πρόσβασης στη διαδικασία ασύλου, της κράτησης και
της απέλασης, της επιτροπείας, των συνθηκών διαμονής στα κέντρα κράτησης καθώς
και της μεταβατικής φροντίδας στις δομές φιλοξενίας.

Ο βασικότερος στόχος είναι η διασφάλιση των δικαιωμάτων των ασυνόδευτων


ανηλίκων με την “κατοχύρωση ενός προστατευτικού καθεστώτος της ανηλικότητας και
μιας σταθερής και δυναμικής υποδομής που θα τα εξασφαλίζει στο παρόν και θα θέτει
ισχυρές βάσεις για τη συνέχιση του ταξιδιού τους στη ζωή ”.

Βιβλιογραφία

1) Γιατροί χωρίς σύνορα, Έκθεση 2010“μετανάστες χωρίς έγγραφα, ζωές υπό


κράτηση”, διαθέσιμο στο http://xorissynora.msf.gr/2010/06/

2) Δημητροπούλου, Γ. και Παπαγεωργίου, Ι. (2008). Ασυνόδευτοι Ανήλικοι Αιτούντες


Άσυλο στην Ελλάδα, Μελέτη σχετικά με την αντιμετώπιση από την Πολιτεία των
αλλοδαπών ασυνόδευτων ανηλίκων που ζητούν άσυλο στην Ελλάδα.
http://hosting01.vivodinet.gr/unhcr/UAM_survey.pdf

3) Δημητριάδη,Αγγελική (2012), Διαδακτορική Διατριβή, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο


Θράκης (ΔΠΘ)), Διέλευση και μετανάστευση στην Ελλάδα

4) Έκθεση για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Ελλάδα το 2013


http://photos.state.gov/libraries/greece/38517/state_reports/Human_rights_greece_13_
EL.pdf http://www.state.gov/j/drl/rls/hrrpt/humanrightsreport/index.htm#wrapper

5) Έκθεση της ελληνικής Επιτροπής της Unicef (Μάρτιος 2012) . Η κατάσταση των
παιδιών στην Ελλάδα.

6) Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων και της Απάνθρωπης ή
Ταπεινωτικής Συμπεριφοράς ή Τιμωρίας (CPT), “Report to the Government of Greece
on the visit to Greece carried out by the European Committee for the Prevention of
Torture and Inhuman or Degrading Treatment or Punishment (CPT) from 20 to 27

65
Προαγωγή Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων

February 2007,” CPT/Inf (2008) 3, Στρασβούργο, 8 Φεβρουαρίου 2008,


http://www.cpt.coe.int/documents/grc/2008-03-inf-eng.pdf

7) Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου, (Άγουστος 2009) Πολιτικές για τις


ρυθμίσεις υποδοχής, επιστροφής και Ένταξης και Στατιστικά στοιχεία για τους
Ασυνόδευτους Ανηλίκους στην Ελλάδα, Αθήνα.

8) “Κέντρα Πρώτης Υποδοχής (ΚΕΠΥ) των εισερχομένων στην Ελλάδα αλλοδαπών


χωρίς νόμιμες διατυπώσεις”, Διαθέσιμο στο
https://docs.google.com/file/d/12eQQr5E9ahIAP5EU2VFKQ1wRgziszzbthnKlNxW_
mxCErkG_ZhD_gGRi33PG/edit?pli=1

9) Ριζάκος Σ. (ΑΙΤΗΜΑ), Dale Ι., Nising Β. Lindeman (NHC), Sylo Taraku


(NOAS).Έκθεση 2009. Ανεπιθύμητοι άνθρωποι: – παράνομες απελάσεις αιτούντων
άσυλο από την Ελλάδα.Αθήνα, Όσλο Οκτώβριος 2009

10) Τρουμπέτα, Σεβαστή, Το Προσφυγικό και Μεταναστευτικό Ζήτημα - Διαβάσεις


και Μελέτες συνόρων. Αθήνα: Παπαζήση 2012

11) Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες (2008). Προτάσεις για την
προστασία των ασυνόδευτων ανηλίκων που ζητούν άσυλο στην Ελλάδα. Αθήνα:
Γραφείο της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες.

12) Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες (2009α): Παρατηρήσεις σχετικά
με την Ελλάδα ως χώρα ασύλου. Αθήνα: Γραφείο της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ
για τους πρόσφυγες.

13) Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες (2009β): Εγχειρίδιο για τις
Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων σύμφωνα
με τη Σύμβαση του 1951 και το Πρωτόκολλο του 1967. Αθήνα: Γραφείο της Ύπατης
Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες.

14) Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (Ιούνιος 2014): Επίκαιρα
Ζητήματα Προσφυγικής Προστασίας. Αθήνα: Γραφείο της ΄Τπατης Αρμοστείας του
ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες .

15) Human Rights Watch (2008) «Αφημένα στη μοίρα τους. Η συστηματική αποτυχία
παροχής προστασίας στα ασυνόδευτα παιδιά στην Ελλάδα»
http://www.hrw.org/sites/default/files/reports/greece1208grweb.pdf

66
Προαγωγή Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων

16) Human Rights Watch (2010), World Report


http://www.hrw.org/sites/default/files/reports/wr2010.pdf

17) Human Rights Watch (2013)” Στον δρόμο της επιστροφής. Επαναπροωθήσεις
ασυνόδευτων ανηλίκων μεταναστών και ενηλίκων αιτούντων άσυλο με συνοπτικές
διαδικασίες από την Ιταλία στην Ελλάδα”
http://www.hrw.org/sites/default/files/reports/italy0113gr_sumandrecs.pdf

18) ProAsyl Report 2007,The truth may be bitter, but it must be told, The Situation of
Refugees in the Aegean and the Practices of the Greek Coast Guard.

19) Trubeta Sevasti. Reception Centers For Unaccompanied Minor Refugees: “Dead
Zones”, “Stopovers” And “Bridges”, Berlin 8-9/04/2010

Παράρτημα 1

Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα για τα Ασυνόδευτα Παιδιά -SCEP (2009). Διακήρυξη


Καλών Πρακτικών του Ευρωπαϊκού Προγράμματος για τα Ασυνόδευτα Παιδιά.
Αθήνα: Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες.

∆6. Εξαίρεση από το µέτρο της κράτησης

∆6.1 Ουδέποτε πρέπει να διατάσσεται η κράτηση των ασυνόδευτων παιδιών για λόγους
που αφορούν στο καθεστώς τους ως µεταναστών ή στην παράνοµη είσοδό τους στη
χώρα υποδοχής. Ο κανόνας αυτός περιλαµβάνει την προσωρινή άλλης µορφής
κράτηση, την κράτηση στα σύνορα ή σε διεθνείς ζώνες, τον περιορισµό της
προσωπικής ελευθερίας σε κέντρα κράτησης, σε κελιά των αστυνοµικών τµηµάτων,
σε φυλακές ή σε άλλα ειδικά κέντρα κράτησης νεαρών προσώπων. Επιβάλλεται ο
δικαστικός έλεγχος στις περιπτώσεις που κρίνεται ότι είναι προς το συµφέρον του
παιδιού ο περιορισµός του σε κλειστό κέντρο.

∆6.2 Οι αποφάσεις που διατάσσουν την κράτηση των ασυνόδευτων παιδιών και οι
διαδικασίες επανεξέτασης ή άσκησης προσφυγής κατά των αποφάσεων κράτησης για

67
Προαγωγή Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων

λόγους που δεν εµπίπτουν στο δίκαιο της µετανάστευσης πρέπει να υπάγονται στις
ίδιες δικαστικές διαδικασίες, πρότυπα και εγγυήσεις που ισχύουν για τα παιδιά που
είναι πολίτες της χώρας υποδοχής. Η απόφαση κράτησης πρέπει να στηρίζεται στην
ιδιαιτερότητα της κατάστασης που αφορά στο παιδί και όχι στο καθεστώς του ως
µετανάστη. Για παράδειγµα, πρέπει να εξεταστεί εάν το παιδί τέλεσε ένα σοβαρό
αδίκηµα ή εάν παρουσιάζει πρόβληµα πνευµατικής υγείας που επιβάλλεται να
αντιµετωπιστεί σε ασφαλές περιβάλλον κλπ. Η κράτηση πρέπει πάντα να διατάσσεται
ως έσχατο µέτρο και να είναι της µικρότερης δυνατής χρονικής διάρκειας.

Παράρτημα 2

Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα για τα Ασυνόδευτα Παιδιά -SCEP (2009). Διακήρυξη


Καλών Πρακτικών του Ευρωπαϊκού Προγράμματος για τα Ασυνόδευτα Παιδιά.
Αθήνα: Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες.

∆15.1 Κάθε απόφαση για τον επαναπατρισµό ή τη µετεγκατάσταση ενός ασυνόδευου


παιδιού, στο πλαίσιο οιασδήποτε µορφής επιστροφής, µεταφοράς (για παράδειγµα
δυνάµει του «Κανονισµού ∆ουβλίνο»), συµφωνιών ή οδηγιών επανεισόδου ή
µετεγκατάστασης, πρέπει να υιοθετείται µε γνώµονα το βέλτιστο συµφέρον του
παιδιού. Ουέποτε πρέπει να επαναπατρίζεται ή να µετεγκαθίσταται ένα ασυνόδευτο
παιδί επειδή δεν έχει δικαίωµα διαµονής στη χώρα υποδοχής ή επειδή η περίπτωσή του
υπάγεται σε διοικητική διαδικασία επιστροφής, µεταφοράς, επανεισόδου ή
µετεγκατάστασης. Σε κάθε περίπτωση ένα ασυνόδευτο παιδί µπορεί να
επαναπατρίζεται ή να µεταφέρεται ή να µετεγκαθίσταται σε τρίτη χώρα µόνον αφού
καθοριστεί ότι αυτή η ρύθµισηεξυπηρετεί το βέλτιστο συµφέρον του.

∆15.2 Ο βέλτιστος τρόπος εφαρµογής των ρυθµίσεων του επαναπατρισµού, της


µεταφοράς και της µετεγκατάστασης είναι η εκούσια συµµετοχή του παιδιού, εφόσον
διασφαλίζεται το βέλτιστο συµφέρον του. Τα παιδιά πρέπει να είναι πλήρως ενήµερα,
να αναζητάται η γνώµη τους και να λαµβάνονται υπόψη οι απόψεις τους σε όλα τα
στάδια της διαδικασίας. Σε αυτήν τη διαδικασία ιδιαίτερα σηµαντικά στοιχεία που
πρέπει να ληφθούν υπόψη είναι η διάρκεια της απουσίας του παιδιού από τη χώρα

68
Προαγωγή Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων

καταγωγής του ή οι δεσµοί του µε τη χώρα όπου προτείνεται να µετεγκατασταθεί ή να


µεταφερθεί και η ηλικία του.

∆15.3 Πριν την επιστροφή του ασυνόδευτου παιδιού στη χώρα καταγωγής του ή πριν
τη µετεγκατάστασή ή µεταφορά του σε τρίτη χώρα πρέπει να καθορίζεται το βέλτιστο
συµφέρον του. Η διαδικασία αυτή είναι πολυεπίπεδη και διεπιστηµονική και απαιτεί
τη συµµετοχή των ενδιαφερόµενων οργανώσεων.

∆15.5 Το ασυνόδευτο παιδί, για το οποίο έχει καθοριστεί ότι η επιστροφή, µεταφορά
ή µετεγκατάσταση εξυπηρετεί το βέλτιστο συµφέρον του, ταξιδεύει συνοδευόµενο από
πρόσωπο που εµπιστεύεται, για παράδειγµα από τον επίτροπο ή τον/την κοινωνικό
λειτουργό. Επιβάλλεται η υιοθέτηση και η εφαρµογή αποτελεσµατικών µηχανισµών
παρακολούθησης της περαιτέρω ευηµερίας του παιδιού.

∆15.8 Τα ασυνόδευτα παιδιά ουδέποτε πρέπει να επιστρέφονται στις «χώρες


διέλευσης», εκτός εάν έχουν αξιολογηθεί προσεκτικά (κατά τα οριζόµενα ανωτέρω) οι
συνέπειες της επιστροφής τους σε αυτές και είναι σαφές ότι αυτή εξυπηρετεί το
βέλτιστο συµφέρον τους. Ειδικότερα, είναι απαραίτητο να αποκλείεται ο κίνδυνος της
περαιτέρω επιστροφής στα σύνορα εδαφών όπου µπορεί να αντιµετωπίσουν διώξεις,
κακοποίηση ή κακοµεταχείριση.

69

You might also like