You are on page 1of 66

Περί στίξεως

840 π. Χ, Μωαβιτική Λίθος ή Στήλη του Μεσά

5ο αιώνα π. Χ.αρχαίο θέατρο

Αριστοφάνης- Ευρυπίδης : η στιγμή-τελεία (.), που σηματοδοτούσε το τέλος περιόδων, η


μεσοστιγμή (•) που οριοθετούσε ένα μικρότερο τμήμα λόγων (κῶλον), και η υποστιγμή (.), ο
προάγγελος της τελείας

Αριστοφάνης ο Βυζάντιος: Κατάφερε να εφαρμόσει τόνους και πνεύματα, για να διαχωρίσει


ομόγραφους τύπους και παράλληλα, προσέθεσε σημεία στίξης

εξέλιξη της τυπογραφίας τον 15ο αιώνα

iocundus

quaes o
ti
«Σήμερα έκανα εξαντλητική δουλειά. Το
πρωί έβγαλα ένα κόμμα από το κείμενό
μου και το βράδυ το ξανάβαλα.»
Τζωρτζ Όργουελ
Ανεβαίνω στην Αθήνα. Για κακή μου τύχη ήταν η Ριγούλα εκεί. Του Χαρούλη.
Με είδε. Τώρα τι να κάνω. Πήγε η Ριγούλα το είπε στον Χαρούλη. Βάζω ένα
τελεία
(.) μαντίλι. Ε, αυτοί, αυτοί ήσανε. Αυτοί ξεσηκώσανε τον Νίκο μας. Τέλος
πάντων.
Θανάσης Βαλτινός, Ορθοκωστά

κ. = κύριος, Π.Δ. = Παλαιά Διαθήκη, 480 π.Χ. = προ Χριστού.


κ.τ.λ.
κ.λπ.
(Α = Ανατολή)

13.831.010
(1821)
αρκτικόλεξα

Γράφονται με όλα τα γράμματα κεφαλαία και χωρίς τελείες, άσχετα αν το αρκτικόλεξο σχηματίζεται μόνο από τα αρχικά
τελεία γράμματα των συστατικών του λέξεων ή και από άλλα γράμματα πλην των αρχικών: ΔΕΗ, ΥΠΕΧΩΔΕ, ΠΑΣΟΚ, ΕΛΚΕΠΑ κ.ο.κ.
(.)
Εξαιρέσεις:
α) Όταν η προσθήκη και άλλων γραμμάτων στο αρκτικόλεξο, πέραν των αρχικών, δεν γίνεται απλώς και μόνο για λόγους
ευφωνίας (δηλαδή για την «ομαλότερη» προφορά του αρκτικολέξου, όπως φερειπείν έγινε στα προαναφερόμενα
παραδείγματα ΥΠΕΧΩΔΕ, ΠΑΣΟΚ, ΕΛΚΕΠΑ), αλλά για τη διάκριση νεοσχηματιζόμενου αρκτικολέξου από όμοιο
προϋφιστάμενο, τότε τα πρόσθετα «διακριτικά» γράμματα γράφονται μικρά. Στην εξαίρεση αυτή εμπίπτουν πολλά
αρκτικόλεξα που χρησιμοποιούνται πολύ συχνά στα ενωσιακά έγγραφα, όπως: ΕΤΕπ (Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, για
διάκριση από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος), ΕταΕ (Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων για διάκριση από την Ευρωπαϊκή
Τράπεζα Επενδύσεων και την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος), ΕνΔΤΚ (εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή, για
διάκριση από τον εθνικό δείκτη τιμών καταναλωτή), ΑΕγχΠ (ακαθάριστο εγχώριο προϊόν, για διάκριση από το ακαθάριστο
εθνικό προϊόν) κ.ο.κ.
β) Γράφονται με μικρό γράμμα τα στοιχεία του αρκτικολέξου τα οποία αντιστοιχούν σε αρχικό άρθρου (ΤτΕ: Τράπεζα της
Ελλάδος, ΣτΕ: Συμβούλιο της Επικρατείας κ.ο.κ.).
γ) Γράφονται με μικρά γράμματα (πλην, ενδεχομένως, του κεφαλαίου αρχικού) τα αρκτικόλεξα που περιλαμβάνουν δύο
ή περισσότερες συλλαβές από κάποια συστατική τους λέξη. Στην κατηγορία αυτή εντάσσονται κυρίως τα αρκτικόλεξα με
πρώτο συστατικό/συνθετικό το «Ευρ» (Ευρατόμ, Ευρωπόλ κ.ο.κ.).
δ) Γράφονται με μικρά γράμματα (πλην, ενδεχομένως, του κεφαλαίου αρχικού) τα αρκτικόλεξα που έχουν ενταχθεί στο
ελληνικό λεξιλόγιο ως ουσιαστικά ξένης προέλευσης, χωρίς ενίοτε ο μέσος χρήστης της γλώσσας να συνειδητοποιεί το
γεγονός ότι οι λέξεις αυτές σχηματίστηκαν αρχικά ως αρκτικόλεξα (λέιζερ, ραντάρ, Μπενελούξ, Ναζί, Γκεστάπο κ.ο.κ.).
ε) Τα αρκτικόλεξα νόμων, επιστημονικών περιοδικών και συναφών έργων, όπως και τα αρκτικόλεξα δικαστικών σωμάτων,
γράφονται σύμφωνα με την καθιερωμένη στην ιδιόλεκτο του σχετικού κλάδου γραφή τους (π.χ. ΕισΝΑΚ: Εισαγωγικός νόμος
Αστικού Κώδικα, ΕΕυρΚ: Επιθεώρηση Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ΝοΒ: Νομικό Βήμα, ΕλλΔνη: Ελληνική Δικαιοσύνη, ΕφΑθ:
Εφετείο Αθηνών κ.ο.κ.).
τελεία Πιστεύω ότι η όλη διαδικασία θα έχει ολοκληρωθεί το αργότερο έως τις
(.)
08.30’.

Η απόσταση που πρέπει να καλύψουμε δεν είναι πάνω από 200 μ.

Στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές, στις 20 Σεπτεμβρίου 2015, ψήφισαν


5.566.295 Έλληνες και Ελληνίδες.

Βάσει της τελευταίας ενημέρωσης που είχαμε από το λογιστήριο της


επιχείρησης, τα δεδουλευμένα που οφείλονται στους εργαζομένους
ανέρχονται στο ποσό των 12.125 €.
«Πίνοντας το τσάι, συζητάγαµε µε τον Χριστόφορο τις δύο πρώτες πράξεις, σαν θεατές που συζητάνε στο
αναψυκτήριο του θεάτρου (ενώ ο Αλέκος δεν έλεγε τίποτα, λες και βρισκότανε κάπου στα παρασκήνια και
περίµενε να πέσει η τελευταία αυλαία για να υποκλιθεί µπροστά στο κοινό, που θα χειροκροτούσε
ενθουσιασµένο – ή µάλλον όχι, εµένα µου πέρασε τότε αυτή η σκέψη, ο Αλέκος µου εξήγησε αργότερα πως δε
τελεία
θα πήγαινε καν στην πρεµιέρα αν παιζότανε ποτέ το έργο του, την έβρισκε τελείως παράλογη αυτή τη συνήθεια
(.)
να χειροκροτάνε τον συγγραφέα τη βραδιά της επίσηµης πρεµιέρας, τι νόηµα είχε κι αν είχε νόηµα, γιατί δεν
τον καλούσαν στη σκηνή και κάθε βράδυ ή µάλλον απόγευµα και βράδυ και το κυριότερο δεν του άρεσε του
Αλέκου όλη αυτή η ιστορία, δεν µπορούσε να φανταστεί τον εαυτό του να βγαίνει στη σκηνή και να
υποκλίνεται, φορώντας µάλιστα και το σκούρο κοστούµι του ή έστω κι ένα πουκάµισο µε ανοιχτό γιακά κι
ανασκουµπωµένα τα µανίκια, τι σηµασία έχει, έστω και προλεταριακή, δεν του άρεσαν καθόλου όλα αυτά) και
συζητάγαµε λοιπόν µε τον Χριστόφορο και συµφωνούσαµε και µάλιστα ο Χριστόφορος υπερθεµάτιζε θυµάµαι
κι έλεγε πως η «Σιωπή», ως τη δεύτερη πράξη τουλάχιστον, είναι ένα έργο που του λείπει η πολιτική σαφήνεια,
δεν ξέρεις αν στρέφεται εναντίον του ιταλικού φασισµού ή του γερµανικού ναζισµού, δεν ξέρεις αν οι ήρωές
του είναι οργανωµένοι στο Κόµµα ή στο ΕΑΜ ή έστω και στον ΕΔΕΣ, αντιλαµβάνεσαι µόνο ότι ζούνε κάτω από
ξένη κατοχή, ή µάλλον ούτε κι αυτό, µα απλώς και µόνο κάτω από καθεστώς αστυνοµοκρατίας, πράγµα που δεν
είναι καθόλου αρκετό για να χαρακτηρίσουµε το έργο αντιστασιακό, έλεγε ο Χριστόφορος, κι εγώ συµφωνούσα
µαζί του, υπερθεµατίζοντας και βουτώντας το παξιµάδι µου στο τσάι, να µαλακώσει µια στάλα, που ήταν ίδιο
πέτρα και σαν άρχισα θυµάµαι να µασάω, θυµήθηκα πως είχα έρθει εδώ, στο σπίτι του Αλέκου, όχι για να τον
δω, µα για να ελέγξω την απορία του, µα αποδείχτηκε πως ο έλεγχος εκείνος ήτανε τελείως περιττός και
άχρηστος, γιατί η γραµµή της Οργάνωσης (που εγώ αγνοούσα) ήταν να εγγράψουµε όσο το δυνατόν
περισσότερους σπουδαστές στο συσσίτιο, να φάνε τα τρόφιµα, δεδοµένου ότι έτσι κι αλλιώς θα µας τα
παίρνανε οι Γερµανοί, µα εγώ το σκέφτηκα και το ζύγισα από χίλιες µεριές και πήγα τελικά να του κάνω έλεγχο
και όταν µου άνοιξε ο Αλέκος και µπήκα στο πρώτο δωµάτιο, άρχισα να περιεργάζοµαι τον χώρο, σα να τον
έβλεπα για πρώτη φορά.» [Αρης Αλεξάνδρου, Κιβώτιο]
Η τελεία ανταποκρίνεται σε σταμάτημα ή κατέβασμα της φωνής. Σημειώνεται στο τέλος μιας
περιόδου και δείχνει πως ό,τι ειπώθηκε έχει ακέραιο νόημα.
τελεία
(.) Η τελεία χρησιμοποιείται και για να δείξει μια συντομογραφία.

Τελείες σημειώνονται συχνά και σε αριθμούς μεγάλους, ύστερα από κάθε τρία ψηφία
μετρώντας από δεξιά.

Η τελεία του τέλους δε σημειώνεται σε τίτλους βιβλίων, σ’ επιγραφές και σ’ επικεφαλίδες.

Όταν η τελευταία λέξη της περιόδου είναι συντομογραφία που λήγει με τελεία, δεν μπαίνει και
δεύτερη τελεία.

Μετά την τελεία, όταν αυτή χρησιμοποιείται ως σημείο στίξης (δηλαδή για να δηλώσει το τέλος
της περιόδου), αφήνουμε απλό και όχι διπλό διάστημα.

Στις υποσημειώσεις βάζουμε πάντοτε τελεία, εκτός αν αποτελούνται μόνο από μία ή
περισσότερες διαδικτυακές ή ηλεκτρονικές διευθύνσεις.
άνω
Επιμένω σ’ αυτό· δεν μπορούσε να με γελάσει· όλες μου οι αισθήσεις ήταν
τελεία ή
άνω οπλισμένες, και τα έβλεπα όσα μου συνέβαιναν με μάτι οξύτερο από κάθε άλλη
στιγµή
(·) φορά στη ζωή μου.
Ο Εξώστης, Νίκος Καχτίτσης

Αυτός δεν ήτανε άνθρωπος· ήτανε θεριό, δράκος, του βουνού στοιχειό. Μάνα
ανθρώπου δεν τον έκαμε· άνοιξε η γη κι ατόφιο τον ξετίναξε, σα να τη χτύπησε
βροντή.

Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο· καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο· το


μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή.

Ασκητική, Νίκος Καζαντζάκης


άνω
τελεία ή
άνω Η άνω τελεία χρησιμεύει για να σημειώνουμε μικρότερη διακοπή απ’ ό,τι με την
στιγµή
(·) τελεία και μεγαλύτερη απ’ ό,τι με το κόμμα. Η άνω τελεία δε σηματοδοτεί το
τέλος περιόδου, αλλά ημιπεριόδου.

Στο εσωτερικό μιας φράσης χωρίζει δύο μέρη της που σχετίζονται μεταξύ τους,
αλλά και που έχουν διαφορές, ιδίως όταν το δεύτερο επεξηγεί το πρώτο ή
έρχεται σε αντίθεση μαζί του.

Στα ελληνικά, πριν από την άνω τελεία δεν πρέπει να υπάρχει διάστημα.

Μετά την άνω τελεία αρχίζουμε με μικρό γράμμα.


Το μόνο που μπορώ να σου πω είναι κάλλιο πέντε και στο χέρι…

Θα ήθελα να σε παρακαλέσω να… μα καλύτερα όχι τώρα, όταν συναντηθούμε και πάλι.
αποσιωπητικά
(…)
Μην τολμήσεις να μου ξαναμιλήσεις με αυτόν τον τρόπο, γιατί…

Η Επιτροπή κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια για να αποτρέψει την εξέλιξη αυτήν, αλλά δυστυχώς…

Ο έφηβος… των ογδόντα τριών ετών σκύβει βαθιά μέσα του και μιλά για όλα.

Φιλιατρά: εκ πρώτης όψεως… Παρίσι

«Η μεγάλη ιδέα που μπορεί να σχηματίσει ο ποιητής για τον εαυτό του απ’ την αγάπη και το
θαυμασμό του πλήθους, καθώς και η διάθεσή του να διατηρήσει και να επαυξήσει αυτό το
θαυμασμό, μπορεί να τον κάνει κάποτε να φουσκώσει ως τη γελοιότητα, να στρεβλώσει το χαρακτήρα
του, να πιστέψει πως είναι ο εκπρόσωπος του λαού του ή της χώρας του ή του κόσμου, και, το
χειρότερο, αυτό το φούσκωμα, αυτή η αυταρέσκεια να περάσει στο ύφος του, στην ποίηση,
περιβλημένο τάχα την δικαιωμένη αντικειμενική έπαρση των δυνάμεων που αντιπροσωπεύει […]. Αν
γλύτωσα κάπως εγώ απ’ αυτό τον κίνδυνο, είναι γιατί αρκετά νωρίς απόχτησα την καλλιτεχνική
πονηρία να βάζω τους τρίτους να μιλάνε». (Γ. Σεφέρης)
αποσιωπητικά
(…) Αποφάσισα να μη λέω τη γνώμη μου και να εκτελώ πιστά όσα μου παράγγελνε. Η
κριτική, ε, η κριτική θα γινόταν αργότερα· το αιώνιο...
Στρατής Τσίρκας, Αριάγνη

Πότιζε συ τη γλάστρα
κι άσε να κλαίω επειδή...
Κική Δημουλά, Μαύρη γραβάτα

Εκείνη του Aυγούστου — Aύγουστος ήταν; — η βραδυά…


Μόλις θυμούμαι πια τα μάτια· ήσαν, θαρρώ, μαβιά…
A ναι, μαβιά· ένα σαπφείρινο μαβί.
Κ.Π. Καβάφης, Μακρυά
αποσιωπητικά
(…)
αποσιωπητικά α. Για να δηλώσουμε ότι μια φράση έμεινε ατελείωτη, ανολοκλήρωτη. Η εν
(…)
λόγω ελλειπτικότητα μπορεί να οφείλεται είτε στο ότι ο παραλειφθείς λόγος
μπορεί να εννοηθεί εύκολα από τον αναγνώστη είτε στο ότι ο γράφων
βρίσκεται σε αμηχανία, διστάζει ή νιώθει συναισθηματική φόρτιση.

β. Για να δηλώσουμε κάτι απροσδόκητο ή μη αναμενόμενο, ώστε ο


αναγνώστης να το προσέξει περισσότερο.

γ. Όταν παραλείπουμε τμήμα ενός κειμένου που προέρχεται από άλλο


συγγραφέα ή πηγή και παρατίθεται σε εισαγωγικά. Στην περίπτωση αυτήν
κλείνουμε τα αποσιωπητικά (τις τρεις σημειούμενες τελείες) σε αγκύλες,
αφήνοντας διάστημα πριν και μετά από αυτές.
κόµµα
(,)

ἤξεις, ἀφήξεις, οὐ θνήξεις ἐν πολέμω


= θα φθάσεις, θα επιστρέψεις, δεν θα πεθάνεις στον πόλεμο

ἤξεις, ἀφήξεις οὐ, θνήξεις ἐν πολέμω


=θα φθάσεις, δεν θα επιστρέψεις, θα πεθάνεις στον πόλεμο
κόµµα
(,)
κόµµα
(,)

Καλά, θα πάμε.

Καλά θα πάμε
κόµµα
(,) Γέροι, γυναίκες, παιδόπουλα, όσοι δεν παίζουν με τ’ άρματα, βρίσκονται όλοι
εδώ.
Μιχαήλ Περάνθης, Σουλιώτες

Αίφνης ονειροδίαιτο, τρελά γενναίο, καλλονό, νόθο παιδί αγνώστων


παραγόντων.
Κική Δημουλά, Το τελευταίο σώμα μου
κόµµα Ακούω κούφια τα τουφέκια,
(,) ακούω σμίξιμο σπαθιών,
ακούω ξύλα, ακούω πελέκια,
ακούω τρίξιμο δοντιών.
Δ. Σολωμός, Ύμνος εις την Ελευθερίαν

Αίνιγμα δανείστηκα, αίνιγμα επέστρεψα.


Κική Δημουλά, Άφησα να μην ξέρω
Εκείνη, μας είπε ο Στέργιος σοβαρά και με συλλογή, ήταν η μεγαλύτερη τρομάρα μου.
Μα κι εκείνη, καθώς άκουσα, την έχεις αρραβωνιασμένη.

κόµµα
(,) Με αργά, βαριά, κουρασμένα βήματα. (Ένα ωραίο άσπρο τριαντάφυλλο.)

Άρχισε μια βροχή, κατακλυσμός.


Ο λυμπος, το ψηλότερο βουνό της Ελλάδας, ήταν κατοικία των θεών.
Πήγε περίπατο με τη θεία του, την αδερφή του πατέρα του.

Πήρα το γράμμα σου, αγαπητέ μου Κώστα, και χαίρομαι που είσαι καλά.
Μάλιστα, κύριε, ήμουν εκεί.

Ναι, θα φύγω. / Όχι, δε θέλω.

Δεν πρέπει να ξεκινήσουμε, γιατί ο καιρός άρχισε να χαλά.


Αν θέλεις, έλα. / Αν νομίζεις πως αυτό θα ωφελήσει, γράψε του αμέσως.
Όταν χάθηκε ο πατέρας, φρόντισε για όλα εκείνος.
Ό
Μίλησε για την πατρίδα του, που μας ήταν άγνωστη.
Ο αδερφός μου, που ξέρεις πόσο σε αγαπάει, χρειάζεται τώρα τη βοήθειά σου.
κόµµα
(,) Πέταξαν τα ροδάκινα, που είχαν σαπίσει.
Πέταξαν τα ροδάκινα που είχαν σαπίσει

Αυτό ποτέ δεν το άκουσα, πως βουλευτής παραιτήθηκε της αποζημίωσής του.

Έγραψε πως φτάνει σε δύο μέρες. / Είναι βέβαιο πως θα χιονίσει.


Δε μου είπες αν γύρισε ο πατέρας. / Φοβάμαι μήπως βρούμε δυσκολίες.

Θ’ άρπαζα θα έδιωχνα θ’ ανέβαζα


θα ποδοπατούσα θα φοβέριζα θα σκόρπιζα θα νόμιζα
θα γκρέμιζα και σε τρεις μέρες θα ξανάχτιζα
θα με τρέμαν οι στερήσεις.
Κική Δημουλά, Η ταχεία ανάρρωση της απληστίας
Η μύτη του μάλιστα είχε μεγάλα χάλια, γδαρμένη, πρησμένη, σκεπασμένη

κόµµα
κομμάτια αίμα πηχτό. Ή κουτρουβάλα είχε πάρει ο ερίφης, ή ξύλο γερό είχε
(,) πέσει, μπερντάχι, με σύστημα, πάνω χέρι - κάτω χέρι, του αλατιού τον είχαν
κανωμένο. […]
Εξάλλου, ο άνθρωπος είχε πια τα πιο φιλειρηνικά αισθήματα. Ξεδίπλωσε το
στράτσο, τράβηξε δυο χταποδάκια που ήταν μέσα, τα καμάρωσε κι εδήλωσε
πως έχει κάθε δικαίωμα να τα μαγειρέψει και να τα φάει ποτίζοντάς τα με
μπόλικον κράσο, ένεκα που το χταπόδι χωρίς ένα πρώτο κρασί δε μαγειρεύεται,
και δίχως ένα δεύτερο δε χωνεύεται.
Μ. Καραγάτσης, Τα χταποδάκια
1. Μέσα στην πρόταση:
Όμοιους χωρίζουμε τους όρους, όταν τους παραθέτουμε ασύνδετους.
Τη μετοχική πρόταση τη χωρίζουμε με κόμματα μόνο όταν μπαίνει σαν επεξήγηση ή όταν είναι μεγάλη.
Και τα ρήματα που έχουν το ίδιο υποκείμενο, όταν είναι ασύνδετα, χωρίζονται με κόμμα
κόµµα
(,) Στην απαρίθμηση επιθέτων μπρος από ένα ουσιαστικό το κόμμα μπαίνει και πριν από το τελευταίο επίθετο,
όταν αυτό προσδιορίζει το ουσιαστικό ακριβώς όπως και τ’ άλλα.
Με κόμμα χωρίζουμε την παράθεση και κάθε είδος επεξήγηση.
Την κλητική
Ένα μόριο ή ένα βεβαιωτικό (ή αρνητικό) επίρρημα στην αρχή της περιόδου, που χρησιμεύει για να τη
συνδέσει με τα προηγούμενα.

2. Μέσα στην περίοδο:


Μπορούμε να χωρίζουμε από τις κύριες τις επιρρηματικές δευτερεύουσες προτάσεις
Χωρίζουμε πάντοτε τις προσθετικές αναφορικές προτάσεις, που δεν είναι απαραίτητο συμπλήρωμα της κύριας
Δεν τις χωρίζουμε, όταν αποτελούν αναγκαίο προσδιορισμό στον όρο που προσδιορίζουν
Η ίδια αναφορική πρόταση έχει διαφορετικό νόημα σε μια φράση ως προσθετική από ό,τι ως αναγκαίος
προσδιορισμός
Τις ειδικές, τις πλάγιες ερωτηματικές και τις ενδοιαστικές προτάσεις δεν τις χωρίζουμε από τις κύριες
Μόνο όταν μια τέτοια πρόταση είναι επεξηγηματική, παίρνει κόμμα
Χωρίζουμε με κόμμα και τις παρένθετες προτάσεις
Στην αφήγηση μπαίνουν κόμματα στη θέση των εισαγωγικών ή μέσα στην αφήγηση σε λόγια που δεν ανήκουν
σ’ αυτή.
Χωρίζουμε με κόμμα τις ισοδύναμες προτάσεις, κύριες ή δευτερεύουσες, όταν είναι ασύνδετες.
Όταν η σύνδεση είναι συμπλεκτική ή διαχωριστική, δε χρειάζεται συνήθως κόμμα.
Δε χρειάζεται συνήθως κόμμα πρόταση που εισάγεται με το παρά σα δεύτερος όρος σύγκρισης (εκτός αν είναι
πολύ μεγάλη).
κόµµα
(,)
Σε διάφορες ωστόσο περιστάσεις μπαίνει κόμμα και πριν από το και.
Αυτό γίνεται:

α) όταν μεσολαβεί δευτερεύουσα πρόταση:

β) όταν το και ενώνει όλα τα προηγούμενα με τα παρακάτω ή τα ενώνει με


διαφορετικό τρόπο:

Μα την άλλη μέρα σηκώθηκε φουρτούνα κι έπνιξε τα εκατό καράβια και χάθηκε το
χρυσάφι, και ο γεροβασιλιάς έμεινε φτωχός με τις δυο του έμορφες κόρες άπροικες.
Πηνελόπη Δέλτα, Τρεις βασιλοπούλες
υποδιαστολή
(,)

ό,τι
δεκαδικοί αριθμοί

*δεν θεωρείται σημείο στίξης, αλλά τονικό σημάδι


Είμαι έτοιμη; Να σφίξω καλά τη δειλία μου
μην πλημμυρίσει λόγια και τούτη η απόφασή μου.
Κική Δημουλά, Γόπα στα χείλη φουγάρων
ερωτηµατικό
(;) Θέλεις να σέρνεσαι πάντα ορφανή,
μονάχη σου, έρημη τη νύχτα να ‘σαι,
να ‘χης κρεβάτι σου λιθάρια, γη;
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Η αγράμπελη

Έπιασε κουβέντα:
— Τραυματίας είσαι;
— Ναι... Μικροπράματα...
— Ήσουνα στο μέτωπο;
— Ήμουν.
Αγγελλος Τερζάκης, Απρίλης

Με ρώτησε γιατί δεν τον περίμενα. / Δεν έμαθα που πήγε.


ερωτηµατικό
(;) Το ερωτηματικό σημειώνεται στο τέλος μιας ερωτηματικής φράσης.

Σε σειρά από ερωτήσεις σημειώνεται το ερωτηματικό μόνο στην τελευταία,


όταν οι ερωτήσεις απαιτούν την ίδια απάντηση.

Δε σημειώνεται ερωτηματικό στην πλάγια ερώτηση.

Όταν οι ερωτήσεις είναι χωριστές, σημειώνεται ερωτηματικό στην καθεμιά.

?
Ο ποιητής μένει ενεός. Τι συμφορά!
Κ.Π. Καβάφης, Ο Δαρείος
θαυµαστικό
(!)

Ο Aπόλλων εξηγήθηκε με λόγου του, στην Δάφνη!


Χρησμό δεν ήθελε να δώσει (σκοτισθήκαμε!),
σκοπό δεν τόχε να μιλήσει μαντικώς, αν πρώτα
δεν καθαρίζονταν το εν Δάφνη τέμενός του.
Τον ενοχλούσαν, δήλωσεν, οι γειτονεύοντες νεκροί.
Κ.Π. Καβάφης, Εις τα περίχωρα της Αντιοχείας

Ο ερίφης υποχώρησε κανονικά κατά τον μπεζαχτά, όπου τον τραβούσε από το μανίκι ο
ταβερνιάρης αυταρχικότατα:
— Ήπιες το ούζο σου, Παναγιωτάκη; Πλέρωνε και στρίβε! Όχι ιστορίες στο μαγαζί μου!
Μ. Καραγάτσης, Τα χταποδάκια
Ήταν ένα λουλούδι εκεί! Συλλογίσου. Ένα λουλούδι είχε φυτρώσει εκεί μέσα στους
θαυµαστικό σαπρακιασμένους γεώσακους. Και μου φανερώθηκε έτσι ξαφνικά τούτη τη νύχτα που 'ναι
(!)
γιομάτη θάματα. Απόμεινα να το βλέπω σχεδόν τρομαγμένος. Τ' άγγισα με χτυποκάρδι, όπως
αγγίζεις ένα βρέφος στο μάγουλο. Είναι μια παπαρούνα. Μια τόση δα μεγάλη, καλοθρεμμένη
παπαρούνα, ανοιγμένη σαν μικρή βελουδένια φούχτα.
Αν μπορούσε να τη χαρεί κανένας μέσα στο φως του ήλιου, θα 'βλεπε πως ήταν άλικη, μ' ένα
μαύρο σταυρό στην καρδιά, με μια τούφα μαβιές βλεφαρίδες στη μέση. Είναι καλοθρεμμένο
λουλούδι, γεμάτο χαρά, χρώματα και γεροσύνη. Το τσουνί του είναι ντούρο και χνουδάτο. Έχει κι
έναν κόμπο που δεν άνοιξε ακόμα. Κάθεται κλεισμένος σφιχτά μέσα στην πράσινη φασκιά του και
περιμένει την ώρα του. Μα δεν θ' αργήσει ν' ανοίξει κι αυτός. Και θα 'ναι δυο λουλούδια τότες!
Δυο λουλούδια μέσα στο περιβόλι του Θανάτου. Αιστάνουμαι συγκινημένος ξαφνικά ως τα
κατάβαθα της ψυχής.
Στράτης Μυριβήλης, Η ζωή εν τάφω
Το θαυμαστικό σημειώνεται
θαυµαστικό
(!)
ύστερα από τα επιφωνήματα και από κάθε επιφωνηματική φράση που εκφράζει
θαυμασμό, χαρά, ελπίδα, φόβο, φρίκη, πάθος, ειρωνεία, ένα ξαφνικό συναίσθημα,
προσταγή.

για να υπογραμμιστεί η εντύπωση από κάτι απίστευτο ή ανόητο που ακούσαμε.

σε προτάσεις τύπου ερωτηματικού αλλά στην πραγματικότητα επιφωνηματικές.

Ύστερα από ερωτηματικό ή θαυμαστικό αρχίζουμε με κεφαλαίο γράμμα, εκτός αν η φράση


συνεχίζεται, π.χ. Τι κρίμα! Η Στέλλα έφυγε, αλλά Πού πήγες; με ρώτησε με αυστηρό ύφος.
Αχ! έκανε με ανακούφιση.
άνω και
κάτω
Καλώ τη στάχτη
τελεία με το συνθηματικό της όνομα: Όλα.
(:)
Κική Δημουλά, Απροσδοκίες

Να γίνεις ό,τι αναρωτιόμουν πέρυσι:


«ποιος ξέρει τ’ άλλο μου φθινόπωρο;».
Καιρός να γίνεις «τ’ άλλο μου φθινόπωρο».
Κική Δημουλά, Οι αποδημητικές «Καλημέρες»

Στα πρόσκαιρα ζωντανά σώματα τα δυο τούτα ρέματα παλεύουν: α) ο


ανήφορος, προς τη σύνθεση, προς τη ζωή, προς την αθανασία·
β) ο κατήφορος, προς την αποσύνθεση, προς την ύλη, προς το θάνατο.
Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική
Μόλις είδε τον Κώστα, ο καθηγητής τον ρώτησε: «Σε ψάχνουμε εδώ και μισή ώρα.
Μπορείς να μου πεις πού ήσουν;»
άνω και
κάτω
τελεία
(:) Το βιβλίο συνίσταται από τέσσερα κεφάλαια, που είναι τα εξής: Οι αντιμαχόμενες πλευρές,
Τα σχέδια και οι προετοιμασίες των αντιπάλων, Η μάχη του Κουρσκ, Τα επακόλουθα της
μάχης του Κουρσκ.

Είχε κι ένα νευρικό τικ: μισόκλεινε κάθε τόσο το μάτι του.

Δεν εργάστηκε σοβαρά ποτέ του. Και το αποτέλεσμα: δεν είδε μεγάλη προκοπή.

Να θυμάσαι αυτό που έλεγε συχνά ο πατέρας σου: το μήλο κάτω από τη μηλιά θα πέσει.

Επιμένω σ’ αυτό· δεν μπορούσε να με γελάσει· όλες μου οι αισθήσεις ήταν οπλισμένες, και
τα έβλεπα όσα μου συνέβαιναν με μάτι οξύτερο από κάθε άλλη φορά στη ζωή μου.
Νίκος Καχτίτσης, Ο Εξώστης
Η διπλή τελεία χρησιμοποιείται

άνω και α. μπροστά από τα λόγια κάποιου που τοποθετούνται εντός εισαγωγικών και
κάτω αναφέρονται κατά λέξη, δηλαδή όπως ακριβώς τα είπε
τελεία
(:)
β. μπροστά από όρους που απαριθμούνται ή επεξηγούν τα προηγούμενα ή είναι
αποτέλεσμα των προηγουμένων

γ. στο τέλος φράσης που προαναγγέλλει γνωμικό ή παροιμία.

Σε μερικά πρωτότυπα χρησιμοποιείται διπλή τελεία αντί τελείας για τη δήλωση


της ώρας (10:15).

Η λέξη που ακολουθεί τη διπλή τελεία γράφεται με κεφαλαίο αρχικό, όταν


μεταφέρουμε αυτολεξεί τα λόγια κάποιου ή όταν ακολουθεί νέα περίοδος και
μάλιστα εκτενής, και με μικρό όταν κάνουμε απαρίθμηση (ή εισάγουμε κατάλογο
στοιχείων), όταν επεξηγούμε κάτι ή όταν δηλώνουμε ένα επακόλουθο/
αποτέλεσμα.

Στα ελληνικά, πριν από τη διπλή τελεία δεν πρέπει να υπάρχει διάστημα.
Και τι φρικτή η μέρα που ενδίδεις,
(η μέρα που αφέθηκες κ’ ενδίδεις),
και φεύγεις οδοιπόρος για τα Σούσα,
παρένθεση
()
και πηαίνεις στον μονάρχην Aρταξέρξη
που ευνοϊκά σε βάζει στην αυλή του,
και σε προσφέρει σατραπείες και τέτοια.
Κ.Π. Καβάφης, Η Σατραπεία

Κι όλο χαρά και δύναμις, αίσθημα κι ωραιότης


πήγαν— όχι στα σπίτια των τιμίων οικογενειών τους
(όπου, άλλωστε, μήτε τους θέλαν πια):
σ’ ένα γνωστό τους, και λίαν ειδικό,
σπίτι της διαφθοράς πήγανε και ζητήσαν
δωμάτιον ύπνου, κι ακριβά πιοτά, και ξαναήπιαν.
Κ.Π. Καβάφης, Δύο νέοι, 23 έως 24 ετών

Ο Aπόλλων εξηγήθηκε με λόγου του, στην Δάφνη!


Χρησμό δεν ήθελε να δώσει (σκοτισθήκαμε!),
σκοπό δεν τόχε να μιλήσει μαντικώς, αν πρώτα
δεν καθαρίζονταν το εν Δάφνη τέμενός του.
Τον ενοχλούσαν, δήλωσεν, οι γειτονεύοντες νεκροί.
Κ.Π. Καβάφης, Εις τα περίχωρα της Αντιοχείας
παρένθεση
()
Η παρένθεση χρησιμεύει για να περικλείσει και ν’ απομονώσει λέξη ή φράση
ολόκληρη που επεξηγεί ή συμπληρώνει τα λεγόμενα αλλά και που μπορεί να
παραληφθεί.

Ό,τι περικλείεται στην παρένθεση μπορεί να δίνει μια επιπλέον πληροφορία ή


να λειτουργεί ως σχόλιο, κάποτε ειρωνικό.

Μέσα σε παρένθεση αναγράφονται συχνά οι παραπομπές.

Σε μια πρόταση εντός παρενθέσεως που αποτελεί επεξήγηση ή συνέχεια της


προηγούμενης η τελεία μπαίνει μετά την παρένθεση. Αν το κείμενο μέσα στην
παρένθεση αρχίζει με κεφαλαίο, η παρένθεση κλείνει μετά την τελεία.
αγκύλες
{zxcvbnm [xcvbnm (xcvbnm) cvbnm] dfghjk}
[] Η βασική χρήση της αγκύλης (ή ορθογώνιας παρένθεσης) στα ενωσιακά κείμενα
είναι όταν σε παρένθετο κείμενο όπου πρέπει να χρησιμοποιηθεί δεύτερη
παρένθεση· στην περίπτωση αυτή, ως πρώτη παρένθεση χρησιμοποιείται
η αγκύλη. Αν παραστεί ανάγκη, ως τρίτο επίπεδο παρενθέσεων μπορούν να
χρησιμοποιηθούν εξωτερικά οι αγκιστροειδείς αγκύλες (άγκιστρα {} ).

Χρησιμοποιούμε επίσης αγκύλες, όταν παραλείπουμε ηθελημένα μία


ή περισσότερες λέξεις κειμένου που παραθέτουμε στο κείμενό μας. Στην
περίπτωση αυτή μέσα στις αγκύλες βάζουμε αποσιωπητικά.

[…]
παύλα
(-)

– Ουχί, Άννα, είπεν ο γέρων. Ταύτην την υπέρτατην υπηρεσίαν οφείλεις εις τον
πατέρα σου· και βίας αν έχη ανάγκη η καρδιά σου, πρέπει να την βιάσης.
– Φίλτατε πάππε, είπεν η Άννα, και δάκρυ ανέβρυεν ήδη εις τον κανθόν του
οφθαλμού της, όταν βιάζης του ρόδου τον κάλυκα, τον μαραίνεις, δεν τον
ανοίγεις.
Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, Ο Αυθέντης του Μωρέως
παύλα
(-)
Θέλουν – μα δε βολεί να λησμονήσουν.
Λορέντζος Μαβίλης, Λήθη

Κατάκοπο το χέρι σου απ’ το βαρύ σινιάλιο,


– να καλείς τον άλλον να χρειάζεσαι,
κίνηση εξαντλητική ακόμα και για όνειρο
που κάνει πάντα τα στραβά
μάτια στις ταπεινώσεις.
Κική Δημουλά, Προπορεύσου
παύλα
(-)
Είδα τ’ άσπρο αρνάκι που γεννήθηκε μόλις προχτές – κάποιος θα θυμήθηκε πως
έκαμα μια καλή πράξη έναν καιρό.

Κατ’ επανάληψη λες, μ’ έπιασες να γράφω


συνδιάζω αντί συνδυάζω που σημαίνει
συν-δύο, βάζω το ένα δίπλα στο άλλο
τα δύο μαζί ενώνω – το ζω το αφήνουμε έξω
για μετά, αν πετύχει ο συνδυασμός.
Κική Δημουλά, Γράψε λάθος
Μπορούμε να τα βγάλουμε μ’ αυτούς,
παύλα
(-) οι Καππαδόκες; Γένεται ποτέ;
Είναι να μετρηθούμε τώρα με τες λεγεώνες;
Θεοί μεγάλοι, της Aσίας προστάται, βοηθήστε μας.—
Κ.Π. Καβάφης, Ο Δαρείος

Για τες θρησκευτικές μας δοξασίες —


ο κούφος Ιουλιανός είπεν «Aνέγνων, έγνων,
κατέγνων». Τάχατες μας εκμηδένισε
με το «κατέγνων» του, ο γελοιωδέστατος.
Κ.Π. Καβάφης, Ουκ έγνως
παύλα
(-)

Η παύλα σημειώνεται:

1.Στο διάλογο, για να δείξει την αλλαγή του προσώπου που μιλάει.
2. Για να φανεί μεγαλύτερη η αντίθεση των προηγούμενων με τ’ ακόλουθα
3. Για να δειχτεί απότομη αλλαγή ή ανακολουθία στη φράση
4. Ύστερα από την τελεία, για να γίνει μεγαλύτερο σταμάτημα.
Τι θα γίνει αν ο πληθυσμός της Γης αυξάνει -συμμετρικά ή ασύμμετρα, κατά τόπους,
αδιάφορο- με έναν ανάλογο ή έστω βραδύτερο ρυθμό;
διπλή
παύλα
(-) Η εργασία που αλλοτριώνει και απογοητεύει βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με τις
παραδοσιακές κοινωνίες όπου καθημερινά όλοι οι άνθρωποι, γυναίκες και άντρες,
ασκούσαν μια ποικιλία δραστηριοτήτων –καλλιέργειες, ψάρεμα, κυνήγι, υφαντουργία,
ράψιμο ρούχων, χτίσιμο σπιτιών, αγγειοπλαστική, κατασκευή εργαλείων, μαγείρεμα,
θεραπεία- που όλες τους αντιπροσώπευαν μια χρησιμότητα, απαιτούσαν μιαν
επιδεξιότητα και πρόσφεραν μια βαθιά ηθική ικανοποίηση.

Η σκέψη δε συμπτίπτει άμεσα με τη γλωσσική έκφραση. Το νόημα -όπως και η γλώσσα-


δε συνίσταται από μεμονωμένες λέξεις.

Καταδίκασε την -κατά τα άλλα θεμιτή- πολιτική του υπουργείου.

Ύστερα από πολύ -πόσο πολύ, άραγε;- καιρό υποδεχτήκαμε και πάλι τη μουσική
δωματίου στον χώρο τού Ηρωδείου.
διπλή
παύλα Η διπλή παύλα χρησιμοποιείται για να ενταχθούν στο κείμενο στοιχεία που
(-)
επεξηγούν ή συμπληρώνουν το μεταδιδόμενο νόημα, τα οποία θεωρούνται
πάντως αναγκαία για την πληρέστερη απόδοση του νοήματος.

για να απομονώσει από την υπόλοιπη πρόταση ομοειδή και διαδοχικά


επεξηγηματικά στοιχεία που θα μπορούσαν εναλλακτικά να εισαχθούν με λέξεις
ή φράσεις όπως: δηλαδή, για παράδειγμα κ.λπ.

τα στοιχεία πριν και μετά το παρενθετικό τμήμα τής πρότασης αποτελούν ενιαίο
σύνολο.
Αγια-Σοφιά
ενωτικό γερο-καπετάνιος
(-) θεια-Μαριγώ
κυρα-Μάρω (αλλά κυρ Νίκος)

Η γραμμή Ηρακλείου - Χανίων

λέξη-κλειδί (σύνθετα παραθετικά)

μαθήματά-μου
για να δηλώσουμε τον χωρισμό μιας λέξης στο τέλος της γραμμής σύμφωνα με τους κανόνες συλλαβισμού

για να δηλώσει το διάστημα μεταξύ δύο ορίων (π.χ. άτομα ηλικίας 25-45 ετών, μάζα 10-70 kg). Ωστόσο, στην περίπτωση
ενωτικό αυτή μπορεί να χρησιμοποιηθεί και παύλα μεσαίου μεγέθους. Αν, όπως στο δεύτερο από τα εντός παρενθέσεως
(-) παραδείγματα, το διάστημα μεταξύ των δύο ορίων συνοδεύεται από σύμβολο μονάδας μέτρησης (kg, °C κ.λπ.), τότε: αν
το σύμβολο είναι και για τους δύο αριθμούς το ίδιο, γράφεται μόνο μετά τον δεύτερο αριθμό και δεν αφήνονται
διαστήματα εκατέρωθεν του ενωτικού ή της παύλας (10-70 kg, 10-20 °C)· αν όμως το σύμβολο αλλάζει, τότε αφήνεται
διάστημα εκατέρωθεν του ενωτικού ή της παύλας (200 kW - 10 MW). Εκατέρωθεν διαστήματα πρέπει να αφήνονται
επίσης και όταν οι δύο αριθμοί προσδιορίζονται από λέξεις που δηλώνουν διαφορετικές τάξεις μεγέθους (π.χ. παιδιά
ηλικίας 10 μηνών - 2 ετών), αν και στην περίπτωση αυτή το καλύτερο είναι να χρησιμοποιείται η έκφραση από […] έως […]
(παιδιά ηλικίας από 10 μηνών έως 2 ετών)·

ειδικότερα, στην αναφορά σε περιόδους τουλάχιστον δύο πλήρων ετών (π.χ. 1989-1991, 2002-2004 κ.ο.κ.). Ωστόσο, και
στην περίπτωση αυτή μπορεί να χρησιμοποιηθεί και παύλα μεσαίου μεγέθους·

στην ονομασία χημικών ενώσεων (π.χ. εξε-5-όλη-2· πεντεν-1-ίνιο-5)·

στα παραθετικά πολυλεκτικά σύνθετα, όπου τα συνθετικά αποτελούν από κοινού μια ενιαία εννοιολογική οντότητα
(π.χ. απόφαση-πλαίσιο, παραγωγός-εξαγωγέας κ.ο.κ.). Ενωτικό βάζουμε και μεταξύ των δύο ονομάτων που
συναποτελούν το επώνυμο ενός προσώπου (π.χ. Μπενίτα Φερέρο-Βάλντνερ) (1).
Κατ’ εξαίρεση δεν χρησιμοποιούμε ενωτικό στο πολυλεκτικό παραθετικό σύνθετο κράτος μέλος, γιατί στην ενωσιακή
πρακτική έχει ιστορικά επικρατήσει η γραφή χωρίς ενωτικό·

σε περίπτωση διαζευκτικής αναφοράς μιας λέξης στον ενικό και τον πληθυντικό, οπότε δεν γράφουμε στον πληθυντικό τη
λέξη ολόκληρη αλλά μόνο τη διαφοροποιούμενη, σε σχέση με τον ενικό, κατάληξή της με ενωτικό. Αντίστοιχη είναι και η
διαζευκτική αναφορά στο αρσενικό και το θηλυκό γένος. Στις περιπτώσεις αυτές, η διάζευξη συνιστάται να δηλώνεται με
κάθετο και όχι με χρήση παρένθεσης.
Για τες θρησκευτικές μας δοξασίες —
ο κούφος Ιουλιανός είπεν «Aνέγνων, έγνων,
εισαγωγικά κατέγνων». Τάχατες μας εκμηδένισε
(«») με το «κατέγνων» του, ο γελοιωδέστατος.
Κ.Π. Καβάφης, Ουκ έγνως

Πες «στιγμή»,
που φωνάζει βοήθεια ότι πνίγεται,
μην τη σώζεις,
πες
«δεν άκουσα».
Κική Δημουλά, Η περιφραστική πέτρα

Εκεί που το είχε θετικό με τον «Δαρείο»


ν’ αναδειχθεί, και τους επικριτάς του,
τους φθονερούς, τελειωτικά ν’ αποστομώσει.
Κ.Π. Καβάφης, Ο Δαρείος
Γύρισε τα μάτια του ο Μελετίου θριαμβευτικά και κοίταξε την παρέα. «Τώρα θα σας δείξω
ένα φαινόμενο!» έλεγε η ματιά. «Προσοχή! Ο άνθρωπος που έρχεται από το μέτωπο».
Αγγ. Τερζάκης, Απρίλης
εισαγωγικά
(«»)
«Βλέπεις; μας ήρθε κι άλλος μουσαφίρης, που δεν περιμέναμε!» είπε ο πατέρας, σαν έφυγε
ο λήσταρχος. «Σ' άρεσε η βράκα του; Είδες πόσα κύματα γύρω τριγύρω;» Πολύ απορήσανε
όλοι στο σπίτι. Και τρομάξανε. «Παναγία μου Δέσποινά μου», είπε η θεία Διαλεχτή,
Μέλπω Αξιώτη, Δύσκολες νύχτες

Εδώ παρεμβαίνει ο εισπράκτωρ:


— Γιατί να πάρετε στο λαιμό σας τον άνθρωπο; Μπορεί να μη φταίει. Κάποιος άλλος
επιβάτης θα του έδωσε το ψεύτικο εικοσάδραχμο και θα το πήρε χωρίς να το καταλάβει. Με
την ίδια απροσεξία το έδωσε και σε σας. Αυτός δεν έχει Τράπεζα να «κόβει» νομίσματα...Η
γυναίκα πήρε τις είκοσι «γνήσιες» δραχμές χαρούμενη και ο συλλέκτης έβαλε στην τσέπη
του το νόμισμα.
Ε. Παπανούτσος, Το σχετικό και το απόλυτο

[…]
«zxcvbnm “xc ‘cvbn’ vbn” xcvbn»
εισαγωγικά
(«»)
«ασδφγ » << >>
“ ”
‘ ’
Τα εισαγωγικά χρησιμοποιούνται

1. Στην αρχή και στο τέλος των λόγων τρίτου προσώπου


2. Για να ξεχωρίσουν κάτι, ρητά, φράσεις ή λέξεις που δεν ανήκουν στη συνηθισμένη
γλώσσα
3. Σε τίτλους βιβλίων, θεατρικών έργων, εφημερίδων, σε ονόματα πλοίων, σ’ επιγραφές
κτλ.
4. Τα εισαγωγικά μπορούν να λειτουργήσουν επίσης ως ειρωνικό σχόλιο, ως ένδειξη
απαξίωσης ή ως ένδειξη πως η φράση ή η λέξη χρησιμοποιείται μεταφορικά.
Οι δρόµοι ήταν εγκαταλειµµένοι, άδειοι, νεκροί. (Κανείς µας δεν ήξερε γιατί
συνέβαινε αυτό· απλά το δεχόµασταν σαν πάντα να ήταν αλήθεια.)

Τα χρώµατα της Γιορτής του Νέου Χρόνου –κόκκινα, κίτρινα, µαβιά, ασηµένια,
χρυσαφιά, βερντ, ντορτ– που εναλλάσσονταν µε ταχύ ρυθµό πάνω από το έδαφος,
τους είχαν µεθύσει.

Ο πύργος ορθωνόταν στην πλαγιά του βουνού – αυτήν που, καθώς ερχόµασταν από
την άλλη µεριά, δεν µπορούσαµε να δούµε.
το τελικό ν της αιτιατικής ενικού του θηλυκού γένους του οριστικού άρθρου
τελικό (τη[ν] / στη[ν]) και της προσωπικής αντωνυμίας (αυτή[ν], τη[ν]), καθώς και το

τελικό ν των αρνητικών επιρρημάτων δε(ν) και μη(ν) διατηρείται στον γραπτό
λόγο, μόνο όταν η επόμενη λέξη αρχίζει από φωνήεν ή από ένα από τα
παρακάτω: κ, π, τ, γκ, μπ, ντ, τσ, τζ, ξ, ψ, π.χ. Μίλησε με την κόρη του, αλλά
Παρακολουθούσε με προσοχή τη ροή του νερού. Αν και ήρθε αργά, τη δέχτηκαν
με χαρά, αλλά Όταν μιλούσε η Θάλεια δεν την άκουγε κανένας. Το τελικό ν της
αιτιατικής ενικού του αρσενικού γένους του οριστικού και του αόριστου άρθρου
(τον/στον, έναν), καθώς και της προσωπικής αντωνυμίας (αυτόν, τον)
διατηρείται στον γραπτό λόγο πάντοτε, στον προφορικό όμως λόγο προφέρεται
συνήθως μόνο στις περιπτώσεις που ακολουθούν φωνήεντα ή τα: κ, π, τ,
γκ, μπ, ντ, τσ, τζ, ξ, ψ, π.χ. O Σωτήρης χθες πήγε βόλτα με έναν συμμαθητή του
στον ζωολογικό κήπο. Αυτόν τον άνθρωπο δεν τον συνάντησε ποτέ.

(Γραμματική Χατζησαββίδη)
τελικό

Επέστρεφε

Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,


αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε
και παίρνε με-
όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,
κ’ επιθυμία παληά ξαναπερνά στο
αίμα·
όταν τα χείλη και το δέρμα
ενθυμούνται,
Όταν το πλοίο μπαίνει στο λιμάνι το πρώτο πράγμα που αντικρύζεις είναι ένα πελώριο
βουνό με μια σειρά από λευκά σπίτια στην ράχη του. Είναι έτσι τοποθετημένα που
φαντάζουν με ένα δράκο που λικνίζει την μέση του και τεντώνει τα μικροσκοπικά του
ποδαράκια στην προσπάθειά του να γευτεί τον αέρα. Ω! και από αέρα έχει μπόλικο αυτό
το νησί. Ο δράκος μου δεν θα πεινάσει. ‘Όταν δε νυχτώνει ο δράκος φωτίζεται και τα
μάτια του που λάμπουν έντονα κάτω από το φεγγάρι αντανακλούν το πάθος της
προσπάθειάς του για τροφή. Πολλές φορές σκέφτομαι ότι η τροφή αυτή είναι
πνευματικής φύσεως. Ίσως μία προσπάθεια να ενωθεί με τον Θεό.
Σου χαρίζουν ένα καταφύγιο όταν θες να κάψεις ή να παρακαλέσεις
την θάλασσα να ξεπλύνει τις αμαρτίες σου.

Σκέφτομαι πως αν ο Θεός είναι η θάλασσα και τα βράχια ο


διαμεσολαβητής μας, τότε ο δράκος που κοιτάει προς τα επάνω έχει
χάσει σίγουρα τον δρόμο του.
Κάθε καλοκαίρι ο δήμος τα βάφει για να τα δουν όμορφα οι επισκέπτες. Λευκό
τετράγωνο και μέσα γκρι. Τα παιδιά μπορούν να παίξουν κουτσό με τον κίνδυνο
πάντα να παραπατήσουν και να πέσουν στην θάλασσα. Δε βαριέσαι, ο Θεός θα
τους σώσει, είναι ακόμα αγνά από αμαρτίες.

Στα μισά αυτή της διαδρομής μεταξύ βουνού και θάλασσας, λαξευμένων
βράχων και ασβεστωμένων πεζοδρομίων με περιμένει πάντα εκείνη, άλλοτε με
κοτσίδες, άλλοτε με λιτά μαλλιά και τώρα με κότσο. Η φίλη μου, η μοναδική
συνταξιδιώτισσά μου.
Όταν δεν έχει πολύ διάθεση κάθεται δίπλα στον Άντελ, γιατί της αρέσει που δεν
μιλάνε πολύ. Τον βλέπει σαν ένα μεγάλο σοφό δέντρο που την ηρεμεί και όταν
βρίσκεται κοντά του νιώθει ότι πρόβλημα κι αν έχει ασήμαντο – μικρό. Του
Άντελ του το έχει πει αυτό, γι΄αυτό κι εκείνος όταν η Μαρία τον πλησιάζει
προτιμάει να αφήνει εκείνη να μιλήσει, κι εκείνος μιλάει ελάχιστα. Κυρίως την
ακούει.

Ο ντελ, όταν δεν παίζει με τα υπόλοιπα παιδιά επιλέγει να κάθεται μέσα στην
τάξη και να ζωγραφίζει. Τις ζωγραφιές του τις δείχνει μόνο στην Μαρία. Της
εξηγεί τι έχει ζωγραφίσει μόνο αν τον ρωτήσει και απαντάει μόνο στην ερώτηση
που του κάνει. Δεν λέει τίποτα περισσότερο.
Ά
Το κουδούνι χτύπησε και όλοι μπήκαν μέσα για την πρώτη ώρα του μαθήματος.
Πριν όμως το μάθημα ξεκινήσει η δασκάλα τους είπε ότι ήθελε να τους πει κάτι.

«Παιδιά, πρέπει όλοι σήμερα να αποχαιρετήσουμε την Μαρία, ένα έκτακτο


γεγονός αναγκάζει την οικογένειά της να φύγει για την Αθήνα. Η αγαπημένη μας
Μαρία θα συνεχίσει το σχολείο εκεί. Όταν εγκατασταθούν θα μας στείλει τη νέα
της διεύθυνση, όπου και θα μπορούμε να της στέλνουμε γράμματα με τα νέα
μας και τα νέα του σχολείου που τόσο αγαπάει. Κι εκείνη θα μας στέλνει τα δικά
της νέα. Πάρτε λίγο χρόνο να χαιρετηθείτε, καθώς οι γονείς της είναι έξω και την
περιμένουν στο αυτοκίνητο».
Διοργανικο Εγχειρίδιο Σύνταξης Κειμένων
h ps://publica ons.europa.eu/code/el/el-000100.htm
tt
ti
Η Κυρία Σιντορέ Και Η Γραμματική Σαν Παραμύθι -
Πάνος Μουζουράκης - Τα Σημεία Στίξης

https://www.youtube.com/watch?v=RAcdNhD3nZY

You might also like