Professional Documents
Culture Documents
Nemertes Kaouri (Ptde)
Nemertes Kaouri (Ptde)
ΚΑΟΥΡΗ ΧΡΙΣΤΙΝΑ
ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
∆ηµάκος Ιωάννης,
Επίκουρος Καθηγητής Σχολικής Ψυχολογίας ΠΤ∆Ε Πανεπιστηµίου Πατρών,
επιβλέπων.
Πόρποδας Κωνσταντίνος,
Ομότιμος Καθηγητής Ψυχολογίας ΠΤ∆Ε Πανεπιστηµίου Πατρών, µέλος της
τριµελούς συµβουλευτικής επιτροπής.
Καμαριανός Ιωάννης,
Αναπληρωτής Καθηγητής Κοινωνιολογίας ΠΤ∆Ε Πανεπιστηµίου Πατρών,
µέλος της τριµελούς συµβουλευτικής επιτροπής.
Βεργίδης Δημήτριος,
Καθηγητής Επιμόρφωσης και Εκπαιδευτικής Πολιτικής ΠΤ∆Ε
Πανεπιστηµίου Πατρών, µέλος της επταμελούς εξεταστικής επιτροπής.
Βασιλόπουλος Στέφανος,
Αναπληρωτής Καθηγητής Συμβουλευτικής και Σχεσιοδυναμικής
Παιδαγωγικής ΠΤ∆Ε Πανεπιστηµίου Πατρών, µέλος της επταμελούς
εξεταστικής επιτροπής.
Παναγιωτοπούλου Πετρούλα,
Επίκουρη Καθηγήτρια Κοινωνικής Διαπολιτισμικής Ψυχολογίας ΠΤ∆Ε
Πανεπιστηµίου Πατρών, µέλος της επταμελούς εξεταστικής επιτροπής.
Πούλου Μαρία,
Επίκουρη Καθηγήτρια Σχολικής Ψυχολογίας ΤΕΕΑΠΗ Πανεπιστηµίου
Πατρών, µέλος της επταμελούς εξεταστικής επιτροπής.
2
…………………………………………..
Χριστίνα Καούρη
Ψυχολόγος – Εγκληματολόγος, ΒSc.
Ανακριτικός Ψυχολόγος, MSc.
3
Στην αγαπημένη μου μητέρα,
Τριαντάφυλλη
4
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
Η αγάπη μου για την έρευνα αποτέλεσε το κίνητρο για την εκπόνηση της
διδακτορικής μου διατριβής, μια μοναδική εμπειρία γεμάτη γνώση, προκλήσεις και
εύρος συναισθημάτων. Ολοκληρώνοντας αυτή τη μακροχρόνια διαδρομή, αισθάνομαι
την ανάγκη να ευχαριστήσω ορισμένους ανθρώπους των οποίων η συμβολή ήταν
πραγματικά πολύτιμη.
Εκφράζω τη μεγάλη μου ευγνωμοσύνη και εκτίμηση, και τον αμέριστο σεβασμό μου
στον επιβλέποντα καθηγητή μου, Επίκουρο Καθηγητή κ. Δημάκο Ιωάννη για την
επιστημονική και προσωπική υποστήριξη που μου έδειξε, καθώς επίσης για την
αδιάκοπη συμπαράσταση και καθοδήγησή του καθ’ όλη τη πορεία σχεδιασμού και
διεξαγωγής της διδακτορικής μου διατριβής. Αισθάνομαι πολύ ευτυχής που στήριξε
τη πρόταση μου για τη παρούσα μελέτη και με ενθάρρυνε να καταπιαστώ με νέες
μεθόδους στατιστικής ανάλυσης για τη καλύτερη επεξεργασία των δεδομένων μου.
Ήταν πάντα πρόθυμος να βοηθήσει με τις επιστηµονικές του γνώσεις για την επιτυχή
αντιµετώπιση των διαφόρων προκλήσεων που προέκυπταν. Οι πολύτιμες υποδείξεις
του όλα αυτά τα χρόνια ήταν καθοριστικές για την ακαδημαϊκή μου πορεία.
5
Κατά τη διάρκεια αυτής της πορείας αλλά και στα παράλληλα επαγγελματικά μου
βήματα στην Εκπαίδευση Ενηλίκων, η στήριξη του Καθηγητή κ. Βεργίδη Δημήτριου
ήταν πολύτιμη. Τον ευχαριστώ θερμά για τη τιμή που μου έκανε να συμμετέχει στην
επταμελή εξεταστική επιτροπή, για τη σχολαστική εξέταση της διατριβής και για τις
γόνιμες συζητήσεις που ακολούθησαν. Ακόμα ευχαριστώ τον Αναπληρωτή Καθηγητή
κ. Βασιλόπουλο Στέφανο, την Επίκουρη Καθηγήτρια κ. Παναγιωτοπούλου Πέννυ και
την Επίκουρη Καθηγήτρια κ. Πούλου Μαρία για τη συμμετοχή τους στην αξιολόγηση
της διατριβής ως μέλοι της επταμελούς εξεταστικής επιτροπής και για τον πολύτιμο
χρόνο που διέθεσαν για την μελέτη του τελικού κειμένου.
Ένα μεγάλο ευχαριστώ στους Καθηγητές του ΠΤΔΕ του Πανεπιστημίου Πατρών, κ.
Καραντζή Ιωάννη, κ. Διακογιώργη Κλεοπάτρα, κ. Παναγιωτοπούλου Πέννυ, κ.
Φτερνιάτη Άννα και κ. Δελλή Ιωάννη με τους οποίους είχα την τιμή να συνεργαστώ
τα τελευταία χρόνια, για την εν γένει βοήθεια τους, την ηθική και υλική υποστήριξή
τους.
Τέλος, ιδιαίτερες ευχαριστίες οφείλω στους διευθυντές των σχολείων και τους
εκπαιδευτικούς που βοήθησαν στην υλοποίηση της έρευνας και κυρίως στους ίδιους
τους μαθητές που συμμετείχαν και μοιράστηκαν τις εμπειρίες και τα συναισθήματα
τους μαζί μου. Η συνεργασία μου με όλα τα μέλη της σχολικής κοινότητας ήταν
άψογη, και τους ευχαριστώ από καρδιάς για την υπομονή που επέδειξαν κατά την
χορήγηση των διαφόρων εργαλείων μέτρησης.
Κλείνοντας, νιώθω ευγνωμοσύνη για τους γονείς μου, Γεώργιο και Τριαντάφυλλη
Καούρη, για τον αδερφό μου Γεράσιμο και τους στενούς μου φίλους για την αγάπη,
την αμέριστη κατανόηση και συμπαράστασή τους σε όλη την πορεία μου μέχρι
σήμερα.
Χριστίνα Καούρη
Πάτρα, Σεπτέμβριος 2016
6
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: ........................................................................................................20
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ .........................................................................20
1.1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ................................................................................................21
1.1.1. Ο όρος ‘Σχολικός Εκφοβισμός ή Bullying’ και οι διάφορες μορφές του
21
1.1.2. Λόγοι εμφάνισης του φαινομένου........................................................26
1.1.3. Το οικολογικό μοντέλο ανάπτυξης του Bronfenbrenner.......................31
1.2. ΤΟ ΠΡΟΦΙΛ ΤΟΥ ΘΥΤΗ ‘BULLY’ .........................................................35
1.2.1. Διαφορές μεταξύ των δύο φύλων ........................................................35
1.2.2. Θεωρίες που ερμηνεύουν τη συμπεριφορά του δράστη........................36
1.2.3. Προσωπικά Χαρακτηριστικά των Θυτών ............................................43
1.2.4. Διάκριση ‘Σχολικού Εκφοβισμού’ και Παραβατικής Συμπεριφοράς....48
1.2.5. Ο κύκλος της βίας ...............................................................................49
1.2.6. Νομικό Πλαίσιο στην Ελλάδα .............................................................52
1.3. ΠΙΘΑΝΑ ΘΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ‘BULLYING’..................................................54
1.3.1. Χαρακτηριστικά των θυμάτων – Παράγοντες Επικινδυνότητας ...........54
1.3.2. Η εθνικότητα – παράγοντας θυματοποίησης ........................................57
1.3.3. Διαφορετικοί Χειρισμοί από τα Θύματα ..............................................58
1.3.4. Κατηγοριοποίηση Θυμάτων ................................................................60
1.4. ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΕΣ .......................................................................................63
1.4.1. Συμμετοχικοί Ρόλοι .............................................................................64
1.5. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ................................................................68
1.5.1. Διεθνή Δεδομένα.................................................................................68
1.5.2. Ελληνικά Δεδομένα.............................................................................69
1.6. ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ .................................................................77
1.6.1. Η Οικογένεια του Θύτη .......................................................................77
1.6.2. Η Οικογένεια του Θύματος .................................................................85
1.6.3. Τέσσερα διαφορετικά προφίλ οικογενειών (περιβάλλον/ανατροφή) των
παιδιών που εμπλέκονται σε περιστατικά εκφοβισμού ......................................88
1.6.4. Ρόλος γονέων στην πρόληψη του φαινομένου .....................................90
1.7. ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ ...............................................93
1.7.1. Ο ρόλος του Εκπαιδευτικού ................................................................94
1.7.2. Παθητική στάση Εκπαιδευτικών σε Περιστατικά Εκφοβισμού ............98
1.7.3. Εικόνα Σημερινών Σχολείων ............................................................. 100
1.7.4. Θεωρίες Κοινωνικού Κεφαλαίου και Συλλογικής Αποτελεσματικότητας
στο πλαίσιο του σχολείου ............................................................................... 102
7
1.7.5. Μεταβαλλόμενα Σχολικά Πλαίσια και κατά πόσο παραμένουν σταθεροί
οι Ρόλοι Θύτης και Θύμα (από το δημοτικό στο γυμνάσιο) ............................. 103
1.7.6. Απαραίτητοι Χειρισμοί Μελών Σχολικής Κοινότητας ....................... 104
1.8. ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ ........................................................ 108
1.8.1. Έγκαιρες Προειδοποιητικές Ενδείξεις ............................................... 109
1.8.2. Το Olweus Bulling Prevention Program ............................................ 109
1.8.3. Παρεμβάσεις και νόμος στην Μεγάλη Βρετανία................................ 111
1.8.4. Πρόγραμμα Πρόληψης στη Φιλανδία ................................................ 113
1.8.5. Πρόγραμμα Παρέμβασης στην Αμερική............................................ 114
1.8.6. Προσεγγίσεις από Ιταλικά σχολεία .................................................... 115
1.8.7. Προσπάθειες Παρέμβασης στην Ελλάδα ........................................... 115
1.8.8. Παρέμβαση σε επίπεδο οικογένειας................................................... 119
1.9. ΣΚΟΠΟΣ ΠΑΡΟΥΣΑΣ ΕΡΕΥΝΑΣ – ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΣΤΟΧΟΙ ................ 122
8
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ...................................................................................................... 159
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ............................................................................................... 159
3.1. Α΄ Φάση Έρευνας ........................................................................................ 160
3.1.1. Ανάλυση Αξιοπιστίας Συστοιχίας 17 Κλιμάκων .................................... 160
3.1.2. ANOVA Φύλο Χ Ηλικία ....................................................................... 161
3.1.3 Πολλαπλή Παλινδρόμηση ...................................................................... 162
3.2. Β΄ Φάση Έρευνας ........................................................................................ 164
3.2.1. Ανάλυση Αξιοπιστίας (2η μέτρηση)....................................................... 164
3.2.2. 2η Μελέτη (σε 40% του δείγματος, 332 μαθητές) .................................. 166
3.2.2.1. ANOVA Φύλο Χ Ηλικία ................................................................ 166
3.2.2.2. Πολλαπλές Παλινδρομήσεις για Θύτη και Θύμα ............................ 167
3.2.3. 3η Μελέτη (στο υπόλοιπο 60% του δείγματος, 488 μαθητές) ................. 170
3.2.3.1. Πολλαπλή Παλινδρόμηση για τον Παρατηρητή.............................. 171
3.2.4. Διερευνητική Παραγοντική Ανάλυση (σε όλο το δείγμα, 820 μαθητές) . 172
3.3. Γ΄ Φάση Έρευνας ........................................................................................ 185
3.3.1. Ανάλυση Αξιοπιστίας (τελική μέτρηση) ................................................ 185
3.3.2. 4η μελέτη (1056 μαθητές) ...................................................................... 186
3.3.2.1. ANOVA Φύλο Χ Ηλικία για Θύτη ................................................. 186
3.3.2.2. Πολλαπλή Παλινδρόμηση για τον Θύτη ........................................ 188
3.3.2.3. ANOVA Φύλο Χ Ηλικία για Θύμα................................................. 189
3.3.2.4. Πολλαπλή Παλινδρόμηση για το Θύμα ......................................... 190
3.3.3. Διερευνητική Παραγοντική Ανάλυση (σε τυχαίο 40% του δείγματος 1056
) ...................................................................................................................... 191
3.3.4. Πολλαπλές Παλινδρομήσεις για τους 4 Τύπους Θυτών ......................... 198
3.4 Επιβεβαιωτική Παραγοντική Ανάλυση ......................................................... 202
(σε όλο το δείγμα της Γ΄Φάσης, 1056 μαθητές) .................................................. 202
3.4.1. Μοντέλο Μέτρησης (measurement model) για τον Θύτη....................... 203
3.4.2. Μοντέλα Δομικών Εξισώσεων (SEM)................................................... 207
3.4.2.1. Μοντέλο Δομικών Εξισώσεων για Physical Bully (Pure Bully) ...... 207
3.4.2.2. Μοντέλο Δομικών Εξισώσεων για Relational Bully ....................... 212
3.4.2.3. Μοντέλο Δομικών Εξισώσεων για τον Vandal ............................... 216
3.4.2.4. Μοντέλο Δομικών Εξισώσεων I για Verbal Bully .......................... 220
3.4.2.5. Μοντέλο Δομικών Εξισώσεων II για Verbal Bully ......................... 224
3.4.3. Επιβεβαιωτική Παραγοντική Ανάλυση για το Victim ............................ 227
3.4.3.1. Μοντέλο Μέτρησης (measurement model) για Σχολικές Εμπειρίες 228
3.4.3.2. Μοντέλα Δομικών Εξισώσεων (SEM) για το Victim ...................... 230
3.4.3.3. Μοντέλο Δομικών Εξισώσεων (SEM) Ι για το Victim .................... 231
3.4.3.4. Μοντέλο Δομικών Εξισώσεων (SEM) II για το Victim................... 234
3.4.4.1. Μοντέλο Δομικών Εξισώσεων (SEM) Ι για τον Bystander ............. 238
3.4.4.2. Μοντέλο Δομικών Εξισώσεων (SEM) ΙI για τον Bystander ............ 242
9
4.3.1.3. Απουσία Φιλο-κοινωνικών Δεξιοτήτων .......................................... 256
4.3.1.4. Οξυθυμία και Ευερεθιστότητα........................................................ 258
4.3.2. Προσωπικά Χαρακτηριστικά των Θυμάτων .......................................... 259
4.3.2.1. Χαμηλή αυτοεκτίμηση – Άγχος – Αρνητική Στάση στη Βία ........... 259
4.3.3. Προσωπικά Χαρακτηριστικά των Παρατηρητών ................................... 261
4.4. ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ............................................................ 264
4.4.1. Ο Ρόλος της Οικογένειας στον Εκφοβισμό ............................................ 264
4.4.2. Ο Ρόλος της Οικογένειας στη Θυματοποίηση........................................ 268
4.5. ΣΧΟΛΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ....................................................................... 271
4.5.1. Σχολείο και Εκφοβισμός ....................................................................... 271
4.5.1.1. Απουσία Φόβου Τιμωρίας .............................................................. 271
4.5.1.2. Κακές Σχολικές Επιδόσεις .............................................................. 272
4.5.2. Σχολείο και Θυματοποίηση ................................................................... 273
4.5.2.1. Άσχημο Σχολικό Κλίμα .................................................................. 274
4.6. ΜΟΡΦΕΣ ΕΝΔΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΒΙΑΣ............................................................ 278
4.6.1. Το προφίλ του Θύτη Σωματικού Εκφοβισμού (pure bully) .................... 279
4.6.2. Το προφίλ του Θύτη Λεκτικού Εκφοβισμού (verbal bully) .................... 282
4.6.3. Το προφίλ του Θύτη Έμμεσου Εκφοβισμού (relational bully) ............... 286
4.6.4. Το προφίλ του Βανδαλιστή (Vandal) ..................................................... 290
4.7. ΤΟ ΠΡΟΦΙΛ ΤΟΥ ΘΥΜΑΤΟΣ................................................................... 294
4.8. ΤΟ ΠΡΟΦΙΛ ΤΟΥ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗ ............................................................ 299
4.9. ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΕΣ ΠΡΟΕΚΤΑΣΕΙΣ........................................................... 302
4.9.1. Προτάσεις για Αποτελεσματικό Πρόγραμμα Παρέμβασης .................... 304
4.9.2. Εκπαίδευση σε Στρατηγικές Επίλυσης Συγκρούσεων ............................ 308
4.9.3. Εφαρμογή Οικοσυστημικής Προσέγγισης ............................................. 316
4.10. Περιορισμοί της Παρούσας Έρευνας και Προτάσεις .................................. 320
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.................................................................................................... 327
10
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΣΧΗΜΑΤΩΝ
11
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΓΡΑΦΗΜΑΤΩΝ
12
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΙΝΑΚΩΝ
13
Πίνακας 13. Βασικά Περιγραφικά Στατιστικά, αριθμός ερωτήσεων 186
και Συντελεστές Cronbach’s α για Κλίμακα (Γ’ Φάση
Πιλοτικής έρευνας)
Πίνακας 14. Μέσοι Όροι και Τυπικές Αποκλίσεις ανά Φύλο και 187
Ηλικία για τον Θύτη
Πίνακας 15. Μέσοι Όροι και Τυπικές Αποκλίσεις ανά Φύλο και 190
Ηλικία για το Θύμα
Πίνακας 16. Ανάλυση των Κυρίων Αξόνων με ορθογώνια 192
περιστροφή των αξόνων με τη μέθοδο Varimax (11
περιστροφές). Μοντέλο 4-Παραγόντων για τον Θύτη
Εκφοβιστικής Συμπεριφοράς στο σχολείο
Πίνακας 17. Ανάλυση των Κυρίων Αξόνων με ορθογώνια 195
περιστροφή των αξόνων με τη μέθοδο Varimax (6
περιστροφές). Μοντέλο 4-Παραγόντων για τις Σχολικές
Εμπειρίες του μαθητή στο σχολείο
Πίνακας 18. Ανάλυση των Κυρίων Αξόνων με ορθογώνια 197
περιστροφή των αξόνων με τη μέθοδο Varimax (3
περιστροφές). Μοντέλο 2-Παραγόντων για τις Φιλο-
κοινωνικές Δεξιότητες του μαθητή
Πίνακας 19. Δείκτες Καλής Προσαρμογής (Fit Indices) Μοντέλου 206
Μέτρησης των Θυτών Εκφοβιστικής Συμπεριφοράς
Πίνακας 20. Δείκτες Καλής Προσαρμογής (Fit Indices) Δομικού 211
Μοντέλου Θύτη Σωματικής Βίας
Πίνακας 21. Δείκτες Καλής Προσαρμογής (Fit Indices) Δομικού 215
Μοντέλου Θύτη Πλάγιου Εκφοβισμού
Πίνακας 22. Δείκτες Καλής Προσαρμογής (Fit Indices) Δομικού 219
Μοντέλου Βανδαλιστή
Πίνακας 23. Δείκτες Καλής Προσαρμογής (Fit Indices) Δομικού 223
Μοντέλου Ι Θύτη Λεκτικού Εκφοβισμού
Πίνακας 24. Δείκτες Καλής Προσαρμογής (Fit Indices) Δομικού 226
Μοντέλου ΙΙ Θύτη Λεκτικού Εκφοβισμού
Πίνακας 25. Δείκτες Καλής Προσαρμογής (Fit Indices) Μοντέλου 230
Μέτρησης Σχολικών Εμπειριών
Πίνακας 26. Δείκτες Καλής Προσαρμογής (Fit Indices) Δομικού 232
Μοντέλου Ι Θύματος Σχολικού Εκφοβισμού
Πίνακας 27. Δείκτες Καλής Προσαρμογής (Fit Indices) Δομικού 237
Μοντέλου ΙΙ Θύματος Σχολικού Εκφοβισμού
Πίνακας 28. Δείκτες Καλής Προσαρμογής (Fit Indices) Δομικού 240
Μοντέλου Ι Παρατηρητή Σχολικού Εκφοβισμού
Πίνακας 29. Δείκτες Καλής Προσαρμογής (Fit Indices) Δομικού 245
Μοντέλου ΙΙ Παρατηρητή Σχολικού Εκφοβισμού
14
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΩΝ
Διάγραμμα 1. Γραφική Αναπαράσταση Μοντέλου μέτρησης 205
(measurement model) με τέσσερις παράγοντες και 24
στοιχεία (standardized solution)
Διάγραμμα 2. Γραφική Αναπαράσταση Δομικού Μοντέλου (SEM) για 210
τη διερεύνηση της σχέσης μεταξύ Χαρακτηριστικών της
Προσωπικότητας του Μαθητή και τη πρόκληση
Σωματικής Βίας (physical bully) (standardized
coefficients)
Διάγραμμα 3. Γραφική Αναπαράσταση Δομικού Μοντέλου (SEM) για 214
τη διερεύνηση της σχέσης μεταξύ Παρατήρησης Βίας,
Χαρακτηριστικών της Προσωπικότητας του Μαθητή
και τη πρόκληση Έμμεσου Εκφοβισμού (relational
bully) (standardized coefficients)
Διάγραμμα 4. Γραφική Αναπαράσταση Δομικού Μοντέλου (SEM) για 218
τη διερεύνηση της σχέσης μεταξύ Χαρακτηριστικών της
Προσωπικότητας του Μαθητή και τη πρόκληση
Βανδαλισμού (vandalism) (standardized coefficients)
Διάγραμμα 5. Γραφική Αναπαράσταση Δομικού Μοντέλου (SEM) για 222
τη διερεύνηση της σχέσης μεταξύ παρατήρησης Βίας,
Χαρακτηριστικών της Προσωπικότητας του Μαθητή
και τη πρόκληση Λεκτικού Εκφοβισμού (verbal)
(standardized coefficients)
Διάγραμμα 6. Γραφική Αναπαράσταση Δομικού Μοντέλου (SEM) για 225
τη διερεύνηση της σχέσης μεταξύ Οικογενειακών
Παραγόντων του Μαθητή και τη πρόκληση Λεκτικού
Εκφοβισμού (verbal) (standardized coefficients)
Διάγραμμα 7. Γραφική Αναπαράσταση Μοντέλου (measurement 229
model) με τέσσερις παράγοντες και 28 στοιχεία
(standardized solution) για τις Σχολικές Εμπειρίες
Διάγραμμα 8. Γραφική Αναπαράσταση Δομικού Μοντέλου Ι (SEM Ι) 233
για τη διερεύνηση της σχέσης μεταξύ Οικογενειακών
Παραγόντων, Προσωπικών Χαρακτηριστικών του
Μαθητή και τη Θυματοποίησης του στο σχολείο
(victim) (standardized coefficients)
Διάγραμμα 9. Γραφική Αναπαράσταση Δομικού Μοντέλου ΙI (SEM 236
ΙI) για τη διερεύνηση της σχέσης μεταξύ Σχολικών
Παραγόντων και της Θυματοποίησης στο σχολείο
(victim) (standardized coefficients)
Διάγραμμα 10. Γραφική Αναπαράσταση Δομικού Μοντέλου Ι (SEM Ι) 241
για τη διερεύνηση της σχέσης μεταξύ Προσωπικών
Χαρακτηριστικών του Μαθητή, του Ρόλου που υιοθετεί
σε περιστατικά εκφοβισμού και της Παρατήρησης
Ενδοσχολικής Βίας (bystander) (standardized
coefficients)
Διάγραμμα 11. Γραφική Αναπαράσταση Δομικού Μοντέλου ΙΙ (SEM 244
ΙΙ) για τη διερεύνηση της σχέσης μεταξύ Σχολικών
Εμπειριών και της Παρατήρησης Ενδοσχολικής Βίας
(bystander) (standardized coefficients)
15
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
16
Λεκτικών Επιθέσεων’, ο ‘Θύτης Έμμεσων Επιθέσεων’ και ο ‘Θύτης - Βανδαλιστής’.
Από τις αυτοαναφορές των μαθητών προκύπτει ότι η στάση των θυτών επηρεάζεται
από μια μακιαβελλική τάση να κυριαρχήσουν στις διαπροσωπικές τους σχέσεις,
καθώς ωφελούνται από τις ενέργειες τους (Andreou, 2004. Bandura, 1986).
Επιπρόσθετα, οι σχέσεις μεταξύ μαθητών, γονέων και εκπαιδευτικών επιδρούν στις
στάσεις των ίδιων των μαθητών απέναντι στη βία (Swearer et al., 2010). Συνεπώς, τα
διάφορα προγράμματα παρέμβασης και πρόληψης της ενδοσχολικής βίας δεν
μπορούν να αντιμετωπίσουν θύτες και θύματα αποκομμένα από το περιβάλλον μέσα
στο οποίο ζουν, αλλά να διερευνήσουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους μέσα από
μία οικολογική προσέγγιση (Bronfenbrenner,1979). Απαιτείται ένας πολύ-επίπεδος
σχεδιασμός σε συνεργασία με τα οικογενειακά, σχολικά, φιλικά, κοινωνικά δίκτυα
στα οποία κινούνται και με τα οποία αλληλεπιδρούν οι μαθητές. Οι πολλαπλές
αξιολογήσεις των προγραμμάτων καθιστούν σαφές ότι μια αποτελεσματική
παρέμβαση προϋποθέτει συνεργασία και ενδυνάμωση όλων των μελών της σχολικής
κοινότητας, ευαισθητοποίηση των γονέων, καλλιέργεια δεξιοτήτων επικοινωνίας,
κριτικού αναστοχασμού, ενσυναισθητικής κατανόησης, κοινωνικής ευαισθησίας και
αποδοχής της διαφορετικότητας με στόχο την αναμόρφωση του σχολικού κλίματος
(Mishna, 2008. Rigby, 2011. Τριλίβα και συν., 2012).
17
ABSTRACT
The present doctoral thesis investigated individual, familial, and school factors
affecting students’ bullying behaviour and victimisation, with the aim to suggest a
psychological profile of Bullies, Victims and Bystanders of violent incidents at
schools. The study was conducted in three (3) phases (1st Phase: Pilot, 2nd Phase:
Exploratory and 3rd Phase: Confirmatory). 2076 middle-school students (gymnasium)
students attending various randomly selected schools in the prefecture of Achaia
(Region of Western Greece) participated in the study. The students completed a
battery of scales (measurement tools used at the final phase included 186 questions
which were divided into 16 adapted scales) exploring the role students adopt at school
bullying incidents, their personality characteristics, family and school experiences.
Psychometric analyses confirmed the reliability and the the construct validity of the
scales. Further statistical analyses indicated that Bullies: (1) rationally choose to be
aggressive, (2) have a positive attitude towards violence, (3) seem to be nervous, (4)
lack prosocial skills, (5) experience family arguments (6) have no academic interest,
and (7) seem to lack authority at home. Therefore, they choose to adopt a violent,
dominant role at school. With regards to the Victims, analyses revealed: (1) low self-
esteem, (2) self-perceived anxiety and (3) fear of punishment. They also reported (4)
no support from classmates, (5) bad experiences with teachers and presented
themselves as experiencing (6) indifference (low expectations) from their parents (7)
and family conflicts. Finally, Bystanders: (1) adopted participating roles (bully or
victim), (2) identified negative school climate, while exhibiting (3) high levels of
generalized self-efficacy and (4) conflict resolution strategies. Confirmatory Factor
Analyses were employed to test various structural equation models separately for
Bullies, Victims, and Bystanders. Results showed high fit indices and confirmed
positive and negative significant associations between personal, family, school factors
and bullying behaviour, victimization and observation of school violence. Further,
the analyses highlighted different types of bullying such as: the ‘Physical - Pure
Bully’, the ‘Verbal Bully’, the ‘Relational Bully’ and the ‘Vandal’. According to
students’ self-reports, bullies employed a Machiavellian strategy for dealing with
peers and attempt to dominate in their interpersonal relations, as their behaviour
yielded valued outcomes (Andreou, 2004. Bandura, 1986). Furthermore, students’
relationships with parents and teachers seemed to affect their stance towards violence
18
(Swearer et al., 2010). As a consequence, intervention and prevention programs
should not deal with bullies or victims without taking into account the environment
they live in. It is important to explore students’ significant characteristics based on an
ecological approach (Bronfenbrenner, 1979). A multi-level planning could focus on
the collaboration within family, school, peer and social networks, with which students
interact. Multiple program evaluations make it clear that an effective intervention
requires cooperation and reinforcement of all members of the school community,
raising parents’ awareness, and trainings focusing on the development of
communication skills, critical reflection, empathetic understanding, social awareness,
and acceptance of diversity in order to reform the school climate (Mishna, 2008.
Rigby, 2011. Triliva et al., 2012).
19
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1:
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ
20
1.1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ο όρος ‘bullying’ παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στη διεθνή επιστημονική ορολογία
από τον Νορβηγό Olweus (1978), για να περιγράψει τις διαδικασίες παρενόχλησης
και συστηματικής θυματοποίησης παιδιών και εφήβων από τους συνομηλίκους τους.
Βασική προϋπόθεση είναι η επανάληψη αυτών των ενεργειών με σταθερή συχνότητα
και η μεθόδευση τους προς τους πιο αδύναμους μαθητές. Το πρόβλημα της σχολικής
επιθετικότητας παρατηρείται όλο και περισσότερο στις σύγχρονες κοινωνίες και σε
πολλές χώρες του κόσμου (Burke & Herbert, 1996. Clarke & Kiselica, 1997.
O’Moore, Kirkham & Smith, 1997. Smith & Shu, 1998).
Αποτελεί εσκεμμένη πράξη, που συνήθως επαναλαμβάνεται και διαρκεί για αρκετό
χρονικό διάστημα. Κατά τη διάρκεια της πράξης, ο θύτης που υπερτερεί σε
σωματική, συναισθηματική ή και γνωστική δύναμη από το θύμα έχει πρόθεση να
πλήξει σοβαρά ή να δυσαρεστήσει το άλλο άτομο με σκοπό την υποταγή του. Έτσι,
αναπτύσσεται ανισορροπία δύναμης μέσα από την οποία ο μαθητής - θύμα είναι
ανήμπορος να αμυνθεί ή να αντιδράσει, με αποτέλεσμα να εντείνεται η ανισότητα
(Olweus, 1993). “Ο όρος ‘bullying’ δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί όταν δύο άτομα
ίσης δύναμης (σωματικής ή ψυχικής) απλά φιλονικούν ή εμπλέκονται σε συνεχή
διαμάχη” (Olweus, 1993, σ. 280).
21
Ο Dan Olweus (1993) υποστηρίζει ότι ένας μαθητής εκφοβίζεται ή θυματοποιείται
μόνο όταν είναι εκτεθειμένος κατ’ επανάληψη και για μεγάλη χρονική διάρκεια στις
αρνητικές ενέργειες των συμμαθητών του/του συμμαθητή του. Η έννοια «Αρνητική
ενέργεια» περιλαμβάνει κάθε σκόπιμη πρόκληση, όταν κάποιος, από πρόθεση,
βλάπτει ή προσπαθεί να βλάψει ή να ταλαιπωρήσει κάποιον άλλο και μπορεί να
πραγματοποιηθεί με πολλούς τρόπους.
*
Ένα νέο φαινόμενο, κοινό μεταξύ των μαθητών γυμνασίων και λυκείων είναι ο ‘ηλεκτρονικός
εκφοβισμός’. Τα τελευταία όπλα των εφήβων περιλαμβάνουν την αποστολή προσωπικού υλικού,
κακόβουλων μηνυμάτων προς φίλους και αρνητικών σχολίων στα blogs. Οι θύτες αντλούν τη δύναμή
τους και από τη δημοσιότητα και από την ανωνυμία. Τα θύματα είναι εξαιρετικά ευάλωτα επειδή το
ακροατήριο μπορεί να είναι τεράστιο. Η νέα τεχνολογία επιτρέπει στους χρήστες να διαδώσουν
εικόνες και videos των θυμάτων, να προκαλούν πόνο χωρίς να βλέπουν το αντίκτυπο των ενεργειών
τους. Καθώς φαίνεται οδηγούμαστε σε ένα βαθύτερο επίπεδο κακίας, που συνδυάζεται με την εφηβική
22
διαδικτύου (κακόβουλα sms, κλήσεις, e-mail, chat με απειλητικό περιεχόμενο),
καθώς και τον βανδαλισμό (Οlweus, 1991. Rigby, 1998).
Πέρα από τον παραπάνω ορισμό του Olweus (1993), που είναι και ο πιο
διαδεδομένος, έχουν γίνει και περεταίρω προσπάθειες κατανόησης του φαινομένου.
Σύμφωνα με το διαγνωστικό σύστημα DSM-V (American Psychiatric Association,
2013), ο εκφοβισμός είναι ένα από τα 15 κριτήρια διάγνωσης της Διαταραχής της
Διαγωγής (τρία ή περισσότερα χρειάζονται για μια τέτοια διάγνωση). Ο εκφοβισμός
(bullying) ανήκει στην κατηγορία ‘Επιθετικότητα απέναντι σε ανθρώπους ή ζώα’, και
ομαδοποιείται με τις ‘απειλές’ και την ‘τρομοκράτηση’.
ανωριμότητα και παρόρμηση. Οι θύτες είναι κυρίως κορίτσια που τείνουν να αποφεύγουν την άμεση
αντιπαράθεση και να προτιμούν αυτή τη μορφή εκφοβισμού (Turkel, 2007).
23
δυνατότερο παιδί να πιέζει το αδύναμο, δ) δεν προκαλείται από το θύμα, ε)
επαναλαμβάνεται από τα ίδια παιδιά για μεγάλη χρονική διάρκεια. Η Besag (1989)
προσθέτει στα παραπάνω πως ο θύτες έχουν τη πρόθεση να προξενήσουν δυστυχία
για το δικό τους καλό και για τη δική τους ευχαρίστηση.
Ακόμα, οι Elinoff, Chafouleas & Sassu (2004) διακρίνουν τρεις διαστάσεις της
σχολικής βίας: είναι μια μορφή επιθετικής συμπεριφοράς που 1) παρατηρείται
περισσότερο όταν δεν υπάρχει προκλητική συμπεριφορά από τη πλευρά του θύματος
(προληπτική συμπεριφορά δράστη – proactive), παρά σαν αντίδραση σε επίθεση του
θύματος (αντιδραστική συμπεριφορά δράστη - reactive), 2) μπορεί να είναι άμεση
(ξυλοδαρμοί, απειλές - direct) και έμμεση (διάδοση φημών, κοινωνική απομόνωση -
indirect), και 3) ο θύτης και/ή το θύμα μπορεί να είναι ένα άτομο (individual) ή
ομάδα ανθρώπων (group).
Σύμφωνα με τη Σώκου (2003) οι ορισμοί της σχολικής βίας και του εκφοβισμού δεν
είναι απόλυτοι, αλλά επηρεάζονται από το πολιτισμικό πλαίσιο και τις εκάστοτε
κοινωνικές, πολιτικές και ιστορικές συνθήκες. Παρατηρείται ανακολουθία στην
οριοθέτηση του φαινομένου, καθώς οι Βορειο-Αμερικανοί και οι Άγγλοι ερευνητές
χρησιμοποιούν τον όρο ‘σκόπιμη απειλή’ (intentional threatening and intimidation)
και επικεντρώνονται στις διαδικασίες θυματοποίησης, οι Σκανδιναβοί συσχετίζουν
το bullying με το mobbing που είναι η επαναλαμβανόμενη, διαρκής και μεθοδική
24
ψυχολογική παρενόχληση και καταδίωξη από μια ομάδα ατόμων, ενώ οι
Μεσογειακές χώρες δεν έχουν συγκεκριμένο όρο για το ‘bullying’, με αποτέλεσμα να
χρησιμοποιούν περιφραστικούς όρους π.χ. ‘κάποιος που δεν έχει τάξη και πειθαρχία’
(Kalliotis, 2000).
Το πρόβλημα που προκύπτει από το γεγονός ότι δεν είναι δυνατό να αποδοθεί πιστά ο
όρος ‘bullying’ σε πολλές γλώσσες, είναι ότι τα ερευνητικά δεδομένα που
προέρχονται από διαφορετικά πολιτισμικά πλαίσια δεν μπορούν να είναι συγκρίσιμα.
Επιπρόσθετα είναι ιδιαίτερα δύσκολο να καθοριστεί η φύση και το μέγεθος του
προβλήματος, εφόσον δεν υπάρχει σαφής διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο
πείραγμα και στο κακόβουλο πείραγμα ή στο πραγματικό τσακωμό, δύσκολα
διακρίνεται η αθώα απειλή από το συστηματικό εκφοβισμό, το τυχαίο χτύπημα στο
παιχνίδι από την επιθυμία για πρόκληση πόνου (Ανδρέου & Smith, 2002).
25
1.1.2. Λόγοι εμφάνισης του φαινομένου
Όσον αφορά τους παράγοντες που οδηγούν στην εκδήλωση βίας στο σχολείο είναι
τόσο κοινωνικής προέλευσης όσο και ιδιοσυγκρασιακής. Συνήθως τα αίτια είναι ο
κοινωνικός αποκλεισμός και η κοινωνική ανισότητα, η φτώχεια, ο υπερπληθυσμός και
ο συνωστισμός, η ματαίωση, η διαφορετικότητα, αλλά και η ελλιπής καλλιέργεια, οι
ελλιπώς αναπτυγμένες επικοινωνιακές ικανότητες, η επιρροή των μέσων μαζικής
ενημέρωσης και οι κοινωνικές νόρμες (Αρτινοπούλου, 2001. Μπεζέ, 1998).
Επίσης, η εφηβεία ως στάδιο ανάπτυξης και απαρτίωσης της ταυτότητας του ατόμου,
χαρακτηρίζεται από αντιδράσεις όπως εχθρική στάση προς τους άλλους, εναντίωση
προς κάθε μορφή εξουσίας, έλλειψη αυτοπεποίθησης ή αίσθημα παντοδυναμίας. Η
βία είναι για τους έφηβους μέσο με το οποίο επιζητούν να προκαλέσουν την προσοχή,
να αυτοπροσδιοριστούν, να γίνουν αποδεκτοί από την ομάδα των συνομιλήκων και
να πείσουν τους ίδιους και τους άλλους ότι μπορούν να καταφέρουν κάτι (Clarke &
Kiselica, 1997).
26
προβλήματα όπως το διαζύγιο, η παθητική συμπεριφορά γονέων και η αλλαγή
κατοικίας σε σύντομο χρονικό διάστημα (Olweus, 1993).
Καθώς δίνεται μεγάλη σημασία από τους εκπαιδευτικούς και την οικογένεια στην
ακαδημαϊκή επιτυχία, ο μαθητής που αποτυγχάνει στο να έχει καλές σχολικές
επιδόσεις, νοιώθει ανεπαρκής, με αποτέλεσμα να οργανώνει αρνητική ταυτότητα και
να οδηγείται στην προσχώρηση στη συμμορία και σε εκδηλώσεις εκφοβισμού
απέναντι στους μαθητές με καλή σχολική επίδοση. Η απουσία συμμετοχής σε
σχολικές δραστηριότητες, η έλλειψη εξωσχολικών δραστηριοτήτων για την εκτόνωση
του άγχους, η έλλειψη ζωτικού χώρου και το κλειστό προς την κοινότητα σχολείο και
σχολικό κλίμα ενισχύουν βίαιες συμπεριφορές (Νικολάου, 2004).
Καθοριστικός ρόλο, επίσης, παίζει το λανθασμένο σύστημα αξιών και κανόνων στο
γενικότερο πλαίσιο των φίλων ή της ομάδας που ανήκει ο θύτης. Η ένταξη σε μια
ομάδα μέσω της πίεσης που ασκεί, οδηγεί στην απώθηση οποιωνδήποτε ενοχών·
λειτουργεί ως άλλοθι σε περίπτωση που κάποιος θέλει να δικαιολογήσει μια πράξη,
επειδή η ευθύνη του ατόμου μειώνεται στο πλαίσιο της ομάδας, καθώς ισχύει η
27
ανωνυμία των θυτών και των θυμάτων (Νικολάου, 2004). Η συμπεριφορά της
πλειοψηφίας των συμμαθητών στη τάξη δεν επηρεάζει τόσο όσο επιδρά η
συμπεριφορά των δημοφιλών εφήβων που θέτουν τους κανόνες στη τάξη και είναι
υπεύθυνοι για την αξιολόγηση μιας συμπεριφοράς ως αποδεκτής ή απορριπτέας
(popularity-norm effect). Επομένως πολλοί μαθητές μιμούνται αρνητικές
συμπεριφορές που υιοθετούν τα μέλη της δημοφιλούς κλίκας, επηρεάζεται η κρίση
τους για το καλό και το κακό για να γίνουν πιο αποδεκτοί από το πλαίσιο των
δημοφιλών φίλων στο σχολείο (Dijkstra, Lindenberg & Veenstra, 2008).
Τότε η έννοια της σχολικής επιθετικότητας συναρτάται με αυτή του ρατσισμού και
αντιμετωπίζεται από τους μελετητές ως μια διακριτή υποκατηγορία (racist bullying),
που παραπέμπει σύμφωνα με τον ορισμό του DfES (2006) σε μια αρνητική
συμπεριφορά που καθιστά ένα άτομο περιθωριοποιημένο και αδύναμο εξαιτίας της
εθνικότητας, του χρώματος ή του θρησκεύματος του. Επομένως, οι αλλοδαποί
μαθητές βιώνουν μια ασυμβατότητα του πολιτισμικού τους κεφαλαίου με τη
κουλτούρα του σχολείου, το σχολείο τους ασκεί κατά τους Bourdieu & Passeron
(1977) «συμβολική βία»: επιβεβαιώνει την αδυναμία τους, ενισχύει τη ματαίωση, και
τους οδηγεί στη βία και κατ’ επέκταση στη σχολική και κοινωνικο-οικονομική
αποτυχία (Μανιάτης, 2010).
28
τη σχολική κοινότητα, σε αντίθεση με αυτούς που έχουν υψηλό κοινωνικό επίπεδο
και είναι λιγότερο ευαίσθητοι σε προσβολές τρίτων. Μια κοινωνία που κυριαρχεί η
ανισότητα οδηγείται σε υψηλά επίπεδα εχθρικών συμπεριφορών. Η κοινωνική
απόρριψη οδηγεί παιδιά χαμηλόμισθων και μικρομεσαίων οικογενειών σε
προσαρμογή, συμμόρφωση (conformity), δεν αντιδρούν και δεν αναφέρουν το
περιστατικό σε κανένα, ενώ παιδιά της κυρίαρχης τάξης τείνουν με μεγαλύτερη
ευκολία να γίνουν επιθετικά όταν δεχτούν απειλές, και έτσι υπερασπίζονται τη
κοινωνική τους θέση και μαζί τα προνόμια της.
Ακόμα, η εμπλοκή μαθητών στον ρόλο του θύτη σχετίζεται με αυξημένη συχνότητα
διαταραχών των Αξόνων I (CD, ODD, ADHD) και II (Διαταραχές Προσωπικότητας)
του DSM-IV (Coolidge, DenBoer, & Segal, 2004). Συγκεκριμένα, oι Bacchini,
Affuso & Trotta (2008) παρουσιάζουν για πρώτη φορά την Διαταραχή
Ελλειμματικής Προσοχής – Υπερκινητικότητα (ADHD) ως παράγοντα
επικινδυνότητας για πρόκληση εκφοβιστικών συμπεριφορών αλλά και για
θυματοποίηση. Η κατάσταση αυτή περιγράφει παιδιά που έχουν πρόβλημα διάσπασης
της προσοχής τους και σωματικής υπερδραστηριότητας. Η ADHD συχνά ονομάζεται
και "υπερκινητική διαταραχή". Τα παιδιά αυτά δυσκολεύονται να αναπτύξουν
διαπροσωπικές σχέσεις, βιώνουν συχνά την απόρριψη των συμμαθητών και κατά
συνέπεια εμφανίζουν συνυπάρχοντα εναντιωματικά προβλήματα, όπως
επιθετικότητα, δεν ανταποκρίνονται στην πειθαρχία και έχουν ξεσπάσματα θυμού.
29
Οι παραπάνω μελετητές παρατήρησαν ότι τα αγόρια με συμπτώματα ADHD
συνδέονται σε μεγαλύτερο ποσοστό με τον ρόλο του θύτη επιθετικών συμπεριφορών,
ενώ για τα κορίτσια με ADHD υπάρχει αυξημένη πιθανότητα να υιοθετήσουν τον
ρόλο του θύματος. Θύτες και θύματα εμφανίζουν χαρακτηριστικά στοιχεία της
ADHD όπως δυσκολία ρύθμισης των συναισθημάτων και ανικανότητα στην επίλυση
προβλημάτων. Συγκεκριμένα οι θύτες συσχετίζονται με την ADHD όταν εκδηλώνουν
παρορμητική συμπεριφορά, απώλεια ελέγχου, μειωμένη ενσυναίσθηση και έχουν
επιθετικές αντιδράσεις, ενώ τα θύματα συσχετίζονται όταν εμφανίζουν διάσπαση
προσοχής, και κατά συνέπεια είναι ανεπαρκείς στις απαιτήσεις του σχολείου, ενώ
παράλληλα εκδηλώνουν μειωμένη αυτοεκτίμηση. Επίσης, η έρευνα υποστηρίζει ότι
τα συμπτώματα της ADHD από μόνα τους δεν οδηγούν σε κοινωνική απόρριψη, μόνο
σε περιπτώσεις που η ADHD συμβάλει στη δημιουργία θυτών ή θυμάτων
εκφοβιστικών συμπεριφορών.
30
1.1.3. Το οικολογικό μοντέλο ανάπτυξης του Bronfenbrenner
Ο Urie Bronfenbrenner (1979) έκανε λόγο για τέσσερα είδη οικολογικών δομών, οι
οποίες φωλιάζουν η μία μέσα στην άλλη, διαμορφώνονται και αναπροσαρμόζονται
κατά τη διάρκεια της ζωής του παιδιού και αποτελούν τα πλαίσια όπου συντελούνται
οι αναπτυξιακές μεταβολές (Δημητρίου - Χατζηνεοφύτου, 2001). Πρόκειται, για ένα
συστημικό, δυναμικό πλαίσιο, το οποίο παρέχει πλούσια ερεθίσματα και ευνοϊκές
συνθήκες για μια ιδανική εξέλιξη (γνωστική, ψυχολογική, συναισθηματική, κ.λπ.) του
νεαρού ατόμου ή αντίθετα, ακόμα και η ελλειμματική ή προβληματική σύσταση ενός
και μόνο άξονα του πλαισίου μπορεί να περιχαρακώσει το άτομο και να μην του
επιτρέψει να καλλιεργήσει όλες του τις δυνατότητες.
31
μικροσύστημα αποτελείται από γονείς – κηδεμόνες, αδέλφια, δασκάλους,
στενούς συγγενείς και γείτονες, συνομήλικους – συμμαθητές, τον γιατρό του
παιδιού και φυσικά στοιχεία όπως: το σπίτι, το σχολείο και ο χώρος του
ιατρείου, η εκκλησία. Οι αλληλεπιδράσεις μέσα στο μικροσύστημα είναι
αμφίδρομες, από το παιδί και προς το παιδί, είναι πιο δυνατές και έχουν
μεγαλύτερη επίδραση σε αυτό (Paquette & Ryan, 2001).
32
ένα παιδί στο σπίτι του, μπορεί να επηρεαστεί από το γεγονός ότι ο πατέρας
του έχασε τη δουλειά του και το κακό οικονομικό κλίμα που δημιουργήθηκε
και αύξησε το οικογενειακό stress.
33
Κοινωνία ΜΜΕ
Πολιτισμός
(αξίες, νόμοι, Οικογένεια Δάσκαλοι
έθιμα) Φίλοι Γειτονιά
Το άτομο
(φύλο,
ηλικία)
Χρόνος Ζωής
34
1.2. ΤΟ ΠΡΟΦΙΛ ΤΟΥ ΘΥΤΗ ‘BULLY’
Οι ‘bullies’ (θύτες) μπορεί να είναι και αγόρια και κορίτσια με τη διαφορά ότι, όπως
δείχνουν και σχετικές έρευνες, τα αγόρια χρησιμοποιούν περισσότερο την σωματική
τους δύναμη, ενώ τα κορίτσια πιο διακριτικούς τρόπους όπως το να διαδώσουν
ανυπόστατα μια κατηγορία ή να περιθωριοποιούν άλλα παιδιά. Σύμφωνα με την
Andreou (2004) τα αγόρια παρουσιάζουν υψηλά ποσοστά Μακιαβελλισμού,
θεωρούν ότι οι άλλοι μαθητές είναι αναξιόπιστοι και εκμεταλλεύσιμοι, και
επιδιώκουν την επιτυχία του σκοπού τους χωρίς να δεσμεύονται από ηθικές αρχές.
Ταυτόχρονα παρατηρείται υψηλό ποσοστό αυτοεκτίμησης (self-efficacy) όσον αφορά
τις επιθετικές ενέργειες. O Bandura (1977) όρισε την «αυτεπάρκεια» ως μια
υποκειμενική εκτίμηση που κάνει το άτομο, όσον αφορά τη δυνατότητά του να
οργανώσει και να εκτελέσει μια σειρά ενεργειών για την αποτελεσματική επίτευξη
ενός έργου ή την αντιμετώπιση μιας κατάστασης. Τα αγόρια καλλιεργούν σαδιστικές
συμπεριφορές, επιδιώκουν σκληρές επιθέσεις, και με αυτό τον τρόπο γίνονται
περισσότερο αποδεκτοί από τους συνομηλίκους, αντιθέτως τα κορίτσια παραπλανούν
και εκμεταλλεύονται με πλάγια μέσα τα θύματα τους.
Ο Rigby (1996) επισημαίνει ότι πολλές φορές υπάρχει θετική ανταπόκριση των
συνομηλίκων απέναντι στα αγόρια-δράστες, στάση που ενισχύεται από τα κοινωνικά
στερεότυπα του Δυτικού πολιτισμού που υποστηρίζουν τον νταή ‘macho’ μαθητή. Η
επιθετική συμπεριφορά ενός αγοριού πολλές φορές εντυπωσιάζει, γίνεται αντιληπτή
ως ένδειξη γενναιότητας και κυριαρχίας, με αποτέλεσμα όχι μόνο να κρίνεται ως
ανεκτή αλλά και να ενθαρρύνεται από τον περίγυρο (Theory of Violence as Learned
Behaviour). Έτσι, ο θύτης επιλέγει ορθολογιστικά να είναι βίαιος, καθώς ωφελείται
από τις ενέργειές του, αποκτά δύναμη και κυριαρχεί στις διαπροσωπικές του σχέσεις
(Rational Choice Theory of Violence) (Casella, 2002).
35
τους και να έχουν οικεία συμπεριφορά. Οι παραπάνω παραδοχές επηρεάζουν
ιδιαίτερα τις μητέρες, οι οποίες τιμωρούν τα κορίτσια επειδή γίνονται επιθετικά
περισσότερο από ότι τιμωρούν τα αγόρια. Όταν η φυσική έκφραση της
επιθετικότητας είναι μη επιτρεπτή για τα κορίτσια, αυτά επιλέγουν να την εμφανίζουν
με άλλες μορφές. Εσωτερικεύουν τον θυμό τους και πληγώνουν συναισθηματικά τους
άλλους. Όταν οι σχέσεις γίνονται όπλα, η φιλία μετατρέπεται σε φορέα του θυμού και
οι πιο στενές φιλίες παγιδεύονται σε καταχρηστικές σχέσεις (Turkel, 2007).
†
Edwin Sutherland (1883-1950): έγινε γνωστός για τη θεωρία του περί «διαφορικού συγχρωτισμού»
(differential association). Ο ίδιος επηρεάστηκε κυρίως από τη θεωρία της συμβολικής αλληλεπίδρασης
του G. H. Mead.
‡
Ο C. Lombroso, επηρεασμένος από τη θεωρία του Δαρβίνου για τη γραμμική εξέλιξη των ειδών,
δημοσίευσε το 1876 το σύγγραμμά του «Ο εγκληματίας άνθρωπος». Κατά τη θεωρία του, οι
εγκληματίες είναι άτομα τα οποία «δεν ακολούθησαν όλη την εξελικτική διαδικασία και έμειναν σε
βιολογικά προγενέστερα στάδια». Γι' αυτό παρουσιάζουν συμπεριφορές αντικοινωνικές σε αντίθεση με
τους «κανονικούς» ανθρώπους.
36
μια βίαιη αντιμετώπιση όταν υπερτερούν χαρακτηρισμοί που είναι ευνοϊκοί προς την
παραβίαση και ανάλογα με τη συχνότητα, τη διάρκεια, την ένταση και τη συνέπεια
των επαφών που έχει με παραβατικές και μη παραβατικές ομάδες (Χάιδου, 1996).
Έτσι, τα παιδιά - bullies παρατηρούν και αφομοιώνουν λανθασμένες αξίες, στάσεις
και συμπεριφορές ατόμων του στενού τους γονεϊκού και εκπαιδευτικού
περιβάλλοντος, με αποτέλεσμα να βιώνουν μια ανεπιτυχή κοινωνικοποίηση
(Κατσιγαράκη, 2004).
Σύμφωνα με τη Θεωρία του Νου (theory of mind - TOM, Shakoor et al, 2012.
Sutton, Smith & Swettenham, 1999), οι μαθητές αιτιολογούν τις νοητικές
καταστάσεις (συμπεριλαμβανομένων των πεποιθήσεων, των επιθυμιών και των
προθέσεων) για τους ίδιους και για τους άλλους, και χρησιμοποιούν τη γνώση για να
37
προβλέπουν και να κατανοούν τη συμπεριφορά. Επομένως, οι θύτες δεν
αντιμετωπίζονται ως ανεπαρκείς σε κοινωνικές δεξιότητες και ικανότητες, αντιθέτως
αντιλαμβάνονται τα κοινωνικά δρώμενα με μεγάλη ακρίβεια και χρησιμοποιούν αυτή
τη γνώση για δικό τους όφελος. Οι bullies δεν στερούνται φιλο-κοινωνικών
δεξιοτήτων, όπως φαίνεται έχουν περισσότερα εφόδια για να «διαβάζουν» τα δυνατά
και αδύνατα σημεία των άλλων και να καταλαβαίνουν τα συναισθήματα των
συμμαθητών τους, ενώ επιλέγουν ως στόχο τα παιδιά εκείνα που ανέχονται τη
θυματοποίηση και πιθανόν να μη λάβουν υποστήριξη από τους συμμαθητές τους
(Salmivalli et al., 1996).
Σύμφωνα με τους Hirschi & Cottfredson (1994), οι ‘bullies’ οι οποίοι βιώνουν μια
διαταραγμένη παιδική ηλικία, έχουν τη τάση να βλέπουν όλα τα γεγονότα υπό την
οπτική γωνία της απόρριψης και της εγκατάλειψης. Η μητρική αποστέρηση συνήθως
οδηγεί τα παιδιά στην επιθετικότητα (ως ένα τρόπο άμυνας) και ο τρόπος που
επιλέγουν να αντιδράσουν στηρίζεται στις πρώτες συναισθηματικές τους εμπειρίες,
με επακόλουθο να αντιδρούν με τον ίδιο τρόπο που ανταποκρίνονταν στη μητέρα
τους, και στα λοιπά άτομα του κοινωνικού τους περιβάλλοντος (Κατσιγαράκη, 2004).
38
εξατομικευμένη, για τον λόγο ότι τα παρεκκλίνοντα άτομα μιμούνται τη συμπεριφορά
της κοινωνικής ομάδας με την οποία συναναστρέφονται «διαφορική οργάνωση της
ομάδας» και, επομένως ακολουθούν κοινωνικές νόρμες, ανεξαρτήτως εάν
προέρχονται από μια παρεκκλίνουσα υποκουλτούρα. Σύμφωνα με τον Φαρσεδάκη
(1985), βασική αιτία του διαφορικού συγχρωτισμού είναι η πολιτιστική σύγκρουση.
39
διάφοροι μηχανισμοί μεθόδευσης του κομφορμιστικού τρόπου ζωής και
συμμόρφωσης βάσει των κοινωνικών επιταγών είτε με τη μορφή των επιδοκιμασιών
(ως ανταμοιβές για την επιδοκιμασία) και των κυρώσεων (ποινές όταν δεν
συμμορφώνεται το άτομο) ή ως επιβαλλόμενος εξωτερικός εξαναγκασμός. Όλοι οι
άνθρωποι είμαστε εν δυνάμει ικανοί, για να διαπράττουμε παρεκκλίνουσες ενέργειες
σύμφωνα με τον Hirschi (1969), αλλά η ύπαρξη δυνατών δεσμών με την κοινωνία
είναι αυτή που μας εμποδίζει να εκδηλώσουμε τέτοιου είδους συμπεριφορές.
Οι Woods & White (2005) κάνουν μια πρώτη προσπάθεια σύνδεσης της θεωρίας του
Eysenck (1964) περί διαφορετικών επιπέδων εγρήγορσης και της εκφοβιστικής
συμπεριφοράς. Υποστηρίζουν πως τα χαμηλά επίπεδα εγρήγορσης συνδέονται με
κάποια χαρακτηριστικά προσωπικότητας και προβλήματα συμπεριφοράς όπως
παρορμητικότητα, εξωτερίκευση, διάσπαση προσοχής, αλλά υπάρχει και μεγάλη
συσχέτιση με αντικοινωνικές ή παραβατικές συμπεριφορές, υπόθεση που
επιβεβαιώνεται από τα ευρήματα τους που συσχετίζουν την εκφοβιστική δράση των
θυτών με χαμηλά επίπεδα εγρήγορσης.
40
Με σκοπό να αιτιολογήσουν περεταίρω τα αποτελέσματά τους, επικαλούνται τη
θεωρία «Αναζήτησης & Διέγερσης Συναισθημάτων» του Zuckerman (1994), και
επισημαίνουν πως οι μαθητές που υποφέρουν από χαμηλά επίπεδα εγρήγορσης,
αναζητούν ερεθίσματα, συχνά με τη μορφή βίαιης συμπεριφοράς, έτσι ώστε να
αυξήσουν τα φυσικά τους επίπεδα. Τα χαμηλά επίπεδα εγρήγορσης επίσης παρέχουν
τη δυνατότητα στους θύτες να ελέγχουν τη συμπεριφορά τους, να ενεργούν με
στρατηγική και να χειρίζονται με εξυπνάδα τα θύματα ειδικά στη περίπτωση του
έμμεσου εκφοβισμού. Αντίθετα τα θύματα βρέθηκαν να έχουν υψηλά επίπεδα
εγρήγορσης, που τους οδηγούν σε αποφυγή προκλητικών καταστάσεων και πιθανής
τιμωρίας. Το υψηλό επίπεδο εγρήγορσης συσχετίζεται με αγχώδεις διαταραχές,
συναισθηματικά προβλήματα, ντροπαλότητα και καθώς φαίνεται τα θύματα κάνουν
μια υποσυνείδητη προσπάθεια να μειώσουν την ανησυχία που τους διακατέχει.
Πολλές μετέπειτα μελέτες έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η βίαιη συμπεριφορά
των παιδιών είναι αποτέλεσμα της χαμηλής εποπτείας ή της έλλειψης αυτής από τους
γονείς η τους νόμιμους κηδεμόνες τους (Warr, 2005). Η «Γενική Θεωρία της
Έντασης» (General Strain Theory) υποστηρίζει ότι όταν τα παιδιά είναι εκτεθειμένα
σε στρεσογόνες καταστάσεις όπως η απώλεια γονέων, η σωματική κακοποίηση, η
κατάθλιψη ή άσχημα βιώματα μέσα από την οικογένεια πολύ πιθανότατα είναι να
αναπτύξουν τα ίδια εγκληματικές ή βίαιες συμπεριφορές (Agnew, 2014).
41
Ο Agnew (1992) οικοδόμησε τη «γενική θεωρία της έντασης» - GST (general strain
theory) εστιάζοντας στις αρνητικές διαπροσωπικές σχέσεις. Οι σχέσεις αυτές
αποτρέπουν έναν μαθητή από το να εκπληρώσει ένα επιδιωκόμενο στόχο ή του
αφαιρούν κάτι που εκτιμά και κατέχει ή και επιβάλλουν σε αυτόν μία ανεπιθύμητη
συμπεριφορά. Η ανεπιθύμητη συμπεριφορά μπορεί να είναι, για έναν έφηβο, η
φοίτηση στο σχολείο ή η παραμονή στο οικογενειακό περιβάλλον - γεγονότα που
δημιουργούν ένταση και ως εκ τούτου «σκασιαρχείο» και φυγή από την οικογενειακή
εστία. Αυτή η διέξοδος, όπως έδειξαν ερευνητικά δεδομένα, ανακουφίζει κάπως τους
ανήλικους, ενώ οι νομοταγείς ανήλικοι διακατέχονται περισσότερο από αρνητικά
συναισθήματα.
Η παραπάνω θεωρία μελετήθηκε από τους Aseltine et al., (2000) οι οποίο εξέτασαν
δεδομένα τριών διαφορετικών μελετών στο κέντρο της Βοστώνης στην
Μασαχουσέτη. Το αποτέλεσμα από την παραπάνω έρευνα ανέδειξε τη σχέση μεταξύ
επιθετικότητας και στεγοσογόνων καταστάσεων, η οποία ήταν αυξημένη. Πολλοί από
τους μαθητές είχαν βιώσει τέτοιες καταστάσεις πίεσης και άγχους ενώ ανέπτυξαν
αρνητικά συναισθήματα (μίσος, φόβος, ανασφάλεια κα.) εξαιτίας της ανησυχίας που
βίωναν και τα εξέφρασαν μέσω επιθετικών συμπεριφορών (Broidy, 2001).
42
1.2.3. Προσωπικά Χαρακτηριστικά των Θυτών
Παρόλο που οι θύτες τις περισσότερες φορές είναι παιδιά που δείχνουν σκληρά,
δυνατά και δημοφιλή, υπάρχουν και περιπτώσεις που ένα παιδί, ακριβώς επειδή
υστερεί σε κοινωνικές δεξιότητες και νιώθει ανασφαλές, προσπαθεί να καλύψει
αυτό το κενό κάνοντας άλλα παιδιά να νιώθουν αδύναμα και λιγότερο ενδιαφέροντα.
Δεν αποκλείεται κάποιοι θύτες να είχαν υπάρξει θύματα του “bullying” στο παρελθόν
ή να αναπαράγουν ένα πρότυπο επιθετικής συμπεριφοράς, φυσικής ή λεκτικής, μέσα
από την οικογένεια (Smith et.al., 1999). Οι Kaloyirou & Lindsay (2008) ανακάλυψαν
πως οι θύτες που ήταν μάρτυρες σωματικής κακοποίησης στο σπίτι είχαν άσχημη
εικόνα για τον εαυτό τους και χαμηλή αυτοεκτίμηση. Οι κακοποιημένες μητέρες
περίμεναν από τους γιούς τους να τις στηρίξουν και να γεμίσουν το κενό στη σχέση
με τους συζυγούς τους. Τα παιδιά ανίκανα να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των
μανάδων τους, ένιωθαν απογοητευμένα από τον εαυτό τους.
Οι Woods & Wolke (2004) παρουσιάζουν διαφορετικό προφίλ για τον ‘εμφανή’ θύτη
(pure bully) και για τον θύτη που χρησιμοποιεί πλάγια μέσα (relational bully). Τα
ευρήματα της έρευνας τους υποστηρίζουν 1) ότι οι μαθητές της πρωτοβάθμιας
εκπαίδευσης είναι δράστες άμεσων επιθετικών συμπεριφορών, ενώ οι μαθητές της
δευτεροβάθμιας υιοθετούν έμμεσες μορφές εκφοβισμού, 2) οι έμμεσοι θύτες
εμφανίζουν υψηλή ακαδημαϊκή απόδοση, κοινωνικές δεξιότητες, εξυπνάδα,
σωματική και ψυχική υγεία και επιθυμία παρακολούθησης μαθημάτων, ενώ καμία
συσχέτιση δεν υπάρχει μεταξύ του εμφανή θύτη και της μειωμένης σχολικής
43
απόδοσης. Σε αντιπαράθεση, τα ευρήματα της Andreou (2006) συνδέουν την άμεση
επιθετικότητα του εμφανή δράστη με την έλλειψη κοινωνικών δεξιοτήτων. Ομοίως με
τους Woods & Wolke, η Andreou συνδέει τη σχετική επιθετική συμπεριφορά με τη
κοινωνική νοημοσύνη και τις ανεπτυγμένες γνωστικές ικανότητες. Ο έμμεσος θύτης
κατανοεί βαθιά τις ανθρώπινες σχέσεις, προβλέπει τις αντιδράσεις και τα
συναισθήματα των άλλων.
44
την άσπλαχνη διάσταση (uncaring) αυτών των χαρακτηριστικών, σύνδεση που
επιβεβαιώνουν και οι Barhight, Hubbard & Hyde (2013). Οι τελευταίοι ερευνητές
παρατήρησαν πως η πλειοψηφία των παιδιών που συμμετείχαν στην έρευνα ανήκουν
στην ομάδα απαθών παιδιών, που δεν συγκινούνται με τα περιστατικά βίας και δεν
επιλέγουν να σταματήσουν τη δράση του θύτη.
Η έρευνα για τους dropouts (παιδιά που εγκαταλείπουν το σχολικό πλαίσιο εξαιτίας
δυσκολίας προσαρμογής και προβλημάτων επιθετικής συμπεριφοράς) αναδεικνύει
ως παράγοντες επικυνδυνότητας: το χαμηλό επίπεδο αυτοεκτίμησης των μαθητών,
όπως ακόμα τις χαμηλές προσδοκίες, το συγκρουσιακό οικογενειακό περιβάλλον, την
έλλειψη επικοινωνίας με τους γονείς αλλά και τους πολύ ανεκτικούς γονείς σε
συνδυασμό με τους μη υποστηρικτικούς εκπαιδευτικούς. Τα τελευταία χρόνια, έξι
εκατομμύρια νέοι εγκαταλείπουν το σχολείο κάθε χρόνο στην Ευρώπη, περίπου 14%
όλων των μαθητών, με μεγάλο κοινωνικό κόστος (Eurostat, 2011). Τα παιδιά που
χαρακτηρίζονται dropouts βιώνουν άσχημα το κλίμα στο σχολείο και στο σπίτι,
νιώθουν αποκλεισμένοι, δεν εμπιστεύονται συμμαθητές και εκπαιδευτικούς, δεν
45
χτίζουν σχέσεις εμπιστοσύνης και πιστεύουν πως δεν ανήκουν κάπου με αποτέλεσμα
να απομακρυνθούν από την εκπαιδευτική διαδικασία (Lund, 2014).
Η παρατήρηση των θηλυκών θυτών από την Besag (2006) επικεντρώνεται στις
στενές, δυνατές φιλίες μεταξύ κοριτσιών που ξαφνικά μετατρέπονται σε ρευστές,
εύθραυστες σχέσεις. Συχνά, φίλες που στήριζαν η μία την άλλη, διαχωρίζονται σε
θύτη και θύμα, εφόσον αποφασίζεται κάποιο μέλος της ίδιας ομάδας να γίνει ο
στόχος. Ο εκφοβισμός μεταξύ κοριτσιών παίρνει κυρίως έμμεσες μορφές, όπως
αποκλεισμός της φίλης από τη συμμετοχή της σε δραστηριότητες της ομάδας,
διαρροή ψευδών φημών, αποστολή κακόβουλων μηνυμάτων μέσω κινητών
τηλεφώνων με σκοπό να προκληθούν σοβαρές συναισθηματικές βλάβες στο θύμα,
και να μετατρέψουν τη ζωή της σε εφιάλτη. Οι συγκρούσεις είναι συχνές και έχουν
μεγάλη διάρκεια, καθώς τα κορίτσια – θύτες γνωρίζουν πολύ καλά τον στόχο τους,
έχουν εκμαιεύσει εμπιστευτικές πληροφορίες όταν διατηρούσαν στενούς φιλικούς
δεσμούς με το θύμα και έχουν επίσης πρόσβαση στη διεύθυνση, στο e-mail, και στο
τηλέφωνο του θύματος. Τα συνήθη αίτια σύγκρουσης μεταξύ κοριτσιών είναι η ζήλια
(ειδικά όταν εισέρχεται μία καινούργια φίλη σε μια δυάδα), η καχυποψία, η
απογοήτευση και ο θυμός.
46
προβλήματα, όπως κατάθλιψη, εμμονές, δεν έχουν υπόληψη για την ανθρώπινη ζωή,
είναι αποξενωμένοι από οικογένεια και φίλους, προειδοποιούν ότι θα κάνουν κακό,
και έχουν πρόσβαση σε όπλα. Έχουν δεξιότητες αλλά δεν έχουν κίνητρα για μάθηση,
υπήρξαν θύματα λεκτικής βίας, και χαρακτηρίζονται από τους δασκάλους ως
ντροπαλοί, ήσυχοι, απαρατήρητοι, ‘αφανείς’. Συμπερασματικά, η βίαιη συμπεριφορά
τους φαίνεται πως είναι η αντίδραση στην ανωνυμία που βίωναν, ενώ το μοναδικό
τους κίνητρο είναι η εκδίκηση (Bender et al., 2001).
Οι πρώτες έρευνες συνδέουν τους θύτες που πυροβολούν στο σχολείο (14 υποθέσεις)
με τη χαμηλή αυτοεκτίμηση, με διαταραχές προσωπικότητας (αντικοινωνική,
ναρκισσιστική, παρανοϊκή), και τους παρουσιάζουν ως μοναχικά άτομα που βιώνουν
κατάθλιψη, γοητεύονται από τη βία ή τα όπλα (McGee & Debernardo, 1999), δεν
μπορούν να ελέγξουν τον θυμό τους και οδηγούνται συχνά στην αυτοκτονία μετά από
τους πυροβολισμούς (Verlinden, Hersen & Thomas, 2000).
Οι Dukes, Stein & Zane (2010) σκιαγραφούν το προφίλ των shooters (μαθητών που
πυροβολούν στο σχολικό χώρο) και περιγράφουν τις ενέργειες τους ως οργανωμένες,
ενώ επισημαίνουν πως έχουν έντονο ενδιαφέρον/εξοικείωση με τα όπλα και στη
πλειοψηφία τους έχουν βιώσει έμμεση/σχετική επιθετικότητα εκτός σχολικού
πλαισίου και χρόνια απόρριψη. Η έρευνα του FBI για τους πυροβολισμούς στα
σχολεία των Ηνωμένων Πολιτειών εστίασε σε απειλητικές δηλώσεις των δραστών σε
συνομηλίκους τους πριν δράσουν. Πολλά περιστατικά αποτράπησαν επειδή οι
μαθητές ήταν ενημερωμένοι από τους δράστες για τις προθέσεις τους. Οι ερευνητές
του FBI επιβεβαιώνουν τη πρότερη θυματοποίηση των δραστών, η οποία δεν
αντιμετωπίστηκε (δεν αναζήτησαν ούτε έλαβαν στήριξη) (Eliot et al., 2010).
Ακόμα, ο Langman (2009) παρουσιάζει για πρώτη φορά τυπολογία (προφίλ) των
shooters στο σχολικό χώρο, εξετάζοντας 10 διαφορετικές υποθέσεις. Η
κατηγοριοποίηση του ανέδειξε τρεις τύπους: τραυματισμένοι (3), ψυχωσικοί (5) και
ψυχοπαθείς (2). Αυτοί που είχαν βιώσει κάποιο τραύμα προέρχονταν από διαλυμένα
οικογενειακά περιβάλλοντα με γονείς παραβάτες (παράνομη χρήση όπλων) ή χρήστες
ουσιών. Όλοι ήσαν σωματικά κακοποιημένοι και δύο είχαν κακοποιηθεί σεξουαλικά
εκτός σπιτιού. Ακόμα, όλοι είχαν στήριξη από τους συνομηλίκους τους στις
επιθέσεις. Ο δεύτερος τύπος αναδεικνύει άτομα με ψυχωσική συνδρομή
47
(σχιζοφρένεια παρανοϊκού τύπου), οπτικο-ακουστικές ψευδαισθήσεις και
αποδιοργανωμένη σκέψη, δεν έπαιρναν φαρμακευτική αγωγή και δεν είχαν ιστορικό
κακοποίησης (μεγάλωσαν σε προστατευτικές οικογένειες). Ο τρίτος τύπος
ψυχοπαθούς που πυροβολεί περιλαμβάνει χαρακτηριστικά ναρκισσιστικής
διαταραχής (επιδιώκει αναγνώριση/διασημότητα μέσα από ΜΜΕ), στέρηση
ενσυναίσθησης, απουσία ευσυνειδησίας και σαδιστική συμπεριφορά, στοιχεία που
επιβεβαιώνει και η μελέτη του FBI (O’Toole, 2000).
Άξια αναφοράς είναι και η διάκριση που κάνει ο Chan (2006) για τους ‘Κατά
συρροή Θύτες’ (serial bullies), οι οποίοι θεωρούνται πιο επικίνδυνοι όχι μόνο
εξαιτίας των συχνών και επίμονων επιθέσεων τους αλλά κυρίως εξαιτίας του μεγάλου
αριθμού των θυμάτων – στόχων τους. Ο αριθμός των θυμάτων των αγοριών ‘κατά
συρροή θυτών’ διακυμαίνεται από 2-15 θύματα, ενώ τα κορίτσια έχουν 2-4 θύματα.
Στην πλειοψηφία οι κατά συρροή θύτες είναι μαθητές όλων των ηλικιών, και
επιχειρούν σωματικές επιθέσεις (σπρωξίματα, κλωτσιές, πάλη, κλοπή προσωπικών
αντικειμένων). Ο Chan επιπρόσθετα αναφέρεται στη ‘πολλαπλή θυματοποίηση’
(multiple victimization) όπου το θύμα κάνει αναφορά για περισσότερο από ένα θύτες.
Είτε ενεργούν ανεξάρτητα και τυχαίνει να στοχεύουν στο ίδιο άτομο ή σχετίζονταν
ως μέλη της ίδιας ομάδας (gang).
48
των άλλων και αποτελεί μια από τις αιτίες της αποκλίνουσας ή εγκληματικής
συμπεριφοράς΄΄ (Πλάτεκ, 1998, σελ. 24). Οι επιθετικοί ‘bullies’ από την άλλη πλευρά,
έχουν υψηλά επίπεδα αυτοπεποίθησης και πιστεύουν στις ικανότητες τους.
Κανένας ερευνητής δεν μπορεί να ισχυριστεί άμεση συσχέτιση των εγκληματιών και
των ‘bullies’, αλλά πολλοί θεωρούν ότι ο σχολικός εκφοβισμός είναι ένα
προγενέστερο στάδιο σε μια αναπτυξιακή αλληλουχία που οδηγεί στην
παραβατικότητα. Οι ‘bullies’ τείνουν να είναι νεότεροι και οι παραβάτες μεγαλύτεροι
ηλικιακά, επίσης παρατηρείται παιδιά αυταρχικών γονέων να οδηγούνται σε
εκφοβιστικές συμπεριφορές, ενώ παιδιά μη-υποστηρικτικών γονέων να
μετατρέπονται σε μελλοντικούς εγκληματίες. Οι δύο έννοιες κάποιες φορές
συγκλίνουν επειδή έχουν το ίδιο θεωρητικό υπόβαθρο (προσωπικότητες με
αντικοινωνική συμπεριφορά) (Baldry & Farrington, 2000).
49
χαμηλή ανοχή στη ματαίωση, τη μη ανοχή στην κριτική, την αντικοινωνική
συμπεριφορά και τις επιφανειακές σχέσεις. Στο μικρό ποσοστό νοσηρότητας του
πληθυσμού από την ψυχοπαθητική διαταραχή προσωπικότητας (περίπου 4%),
αποδίδεται ένα ασυνήθιστα μεγάλο ποσοστό της εγκληματικότητας (περίπου 80%).
Το βιολογικό υπόβαθρο των ψυχικών νόσων και των συμπεριφορών που
χαρακτηρίζουν το έγκλημα δεν λειτουργούν ανεξάρτητα από το κοινωνικό
περιβάλλον μέσα στο οποίο εκδηλώνονται και αναπτύσσονται. Το έγκλημα είναι
μάλλον ένα κοινωνικό παράγωγο με γενετικά καθορισμένους κώδικες συμπεριφοράς,
οι οποίοι επεξηγούν την ιστορικά τεκμηριωμένη ροπή του ανθρώπου προς την
παραβατικότητα (Γιωτάκος & Τσιλιάκου, 2008).
Οι μαθητές που έχουν προσδιοριστεί από τους συνομηλίκους τους μέχρι την ηλικία
των 8 ετών ως δράστες εκφοβισμού, είναι έξι φορές πιο πιθανό (60%) να
καταδικαστούν για κάποιο έγκλημα μέχρι την ηλικία των 24 χρόνων και πέντε φορές
πιο πιθανό (50%) να έχουν επιβαρυμένο ποινικό μητρώο μέχρι τα 30 τους χρόνια
συγκριτικά με τους μαθητές που δεν χαρακτηρίστηκαν θύτες (Olweus, 1991). Ο
Farrington (1995, στους Woods & White, 2005) οριοθέτησε αυτό ως ‘αντικοινωνική
τάση’, ένα γνώρισμα που παραμένει σταθερό χαρακτηριστικό από την παιδική ηλικία
μέχρι την ενήλικη ζωή.
50
ΕΚΦΟΒΙΣΜΟΣ
Εξαναγκασμός
Πειράγματα
Παρενόχληση
Σωματική Επίθεση
Απειλές
Ταπείνωση
ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ /
ΓΥΜΝΑΣΙΟ
ΕΝΔΟ- ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗ
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΒΙΑ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗ
ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗ ΣΩΜΑΤΙΚΗ/
ΑΝΗΛΙΚΟΥ ΛΕΚΤΙΚΗ
ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ
ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗ
ΜΙΣΟΥΣ
ΕΝΗΛΙΚΕΣ ΛΥΚΕΙΟ
51
1.2.6. Νομικό Πλαίσιο στην Ελλάδα
Στο νομοθετικό εκπαιδευτικό πλαίσιο δεν υπάρχουν σαφείς αναφορές για τις
αρμοδιότητες των παραγόντων της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Τα γενικότερα
καθήκοντα και υποχρεώσεις σχολικών συμβούλων, διευθυντών σχολικών μονάδων
και εκπαιδευτικών απέναντι σε περιστατικά σχολικής βίας ορίζονται σε διάφορους
νόμους και άρθρα που βρίσκονται διάσπαρτα σε διάφορα προεδρικά διατάγματα και
υπουργικές αποφάσεις (Γραίκος, Μαρκάδας & Τάρη, 2013).
Τον Απρίλιο του 2015, ειδική διάταξη ήρθε να καλύψει το νομικό κενό που υπήρχε
σε περιπτώσεις σχολικού εκφοβισμού. Με το άρθρο 8 του νόμου 4322/2015
τροποποιήθηκε το άρθρο 312 του Ποινικού Κώδικα «Πρόκληση βλάβης με συνεχή
σκληρή συμπεριφορά» που αφορά ανήλικους και ανάγονται σε αξιόποινες πράξεις η
επιθετική συμπεριφορά και ο εκφοβισμός, προβλέποντας ποινή φυλάκισης έξι μηνών
για όποιον «με συνεχή σκληρή συμπεριφορά προκαλεί σε κάποιο τρίτο πρόσωπο
σωματική κάκωση ή άλλη βλάβη της σωματικής ή ψυχικής υγείας». Με την ίδια
ποινή φυλάκισης έξι μηνών θα τιμωρείται επίσης όποιος κακόβουλα παραμέλησε τις
υποχρεώσεις του και δεν απέτρεψε ως όφειλε κάποιο περιστατικό σχολικής βίας που
οδήγησε σε σωματική ή ψυχική βλάβη του παθόντα. Αν το θύμα δεν έχει
συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του ή δεν μπορεί να υπερασπίσει τον
εαυτό του και ο δράστης το έχει στην επιμέλεια ή στην προστασία του ή ανήκει στο
σπίτι του δράστη ή έχει μαζί του σχέση εργασίας ή υπηρεσίας ή που του το έχει
αφήσει στην εξουσία του ο υπόχρεος για την επιμέλεια του επιβάλλεται φυλάκιση
τουλάχιστον έξι μηνών.
Ανεξάρτητα και πέρα από τη διαδικασία επιβολής ποινών, όπως ορίζεται κατά τη
σχολική νομοθεσία, η γενική συνέλευση της μαθητικής κοινότητας στην οποία ανήκει
ο μαθητής συνέρχεται έκτακτα με πρωτοβουλία του συμβουλίου της κοινότητας,
συζητάει το θέμα και εισηγείται τον τρόπο αντιμετώπισής του στο σύλλογο των
καθηγητών που έχει και την ευθύνη της τελικής απόφασης. Ο μαθητής,
παραπεμπόμενος για παράπτωμα στο σύλλογο των καθηγητών, έχει δικαίωμα της
απολογίας. Εν συνεχεία, το Υπουργείο Πολιτισμού, Παιδείας και Θρησκευμάτων, με
την εγκύκλιο Γ2/6563/21-11-1996, έχει απαγορεύσει την ομαδική αποβολή, καθώς
52
και την αποβολή όλων των μαθητών που εμπλέκονται εκ περιτροπής. Μάλιστα, ορίζει
ότι θα πρέπει να διαπιστώνεται επιμελώς το μέγεθος της συμμετοχής κάθε μαθητή
στην παραβατική πράξη, προκειμένου να επιβάλλονται ανάλογου μεγέθους ποινές
(Σπυρόπουλος, 2010).
53
1.3. ΠΙΘΑΝΑ ΘΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ‘BULLYING’
Δεν υπάρχουν συγκεκριμένοι λόγοι που ορισμένα παιδιά γίνονται εύκολος στόχος
από τους συμμαθητές τους, συνήθως όμως είναι παιδιά που δείχνουν με διάφορους
τρόπους να διαφέρουν από τα υπόλοιπα. Βασικό στοιχείο της θυματοποίησης
αποτελεί η απόκλιση από κάποιον κοινά αποδεκτό μέσο όρο χαρακτηριστικών και
συμπεριφορών. Γι’ αυτόν τον λόγο συχνά θυματοποιούνται παιδιά που έχουν
διαφορετική εμφάνιση (φοράνε διαφορετικά ρούχα), είναι παχύσαρκα, έχουν
διαφορετικό χρώμα δέρματος, ανεπτυγμένη μαθητική κουλτούρα, παιδιά άλλης
εθνικότητας, θρησκείας ή παιδιά με κάποια σωματική αναπηρία. Όσον αφορά στην
καταγωγή του θύματος παρατηρούμε έντονα φαινόμενα ρατσισμού (Olweus, 1993).
Ακόμα, σύμφωνα με τους Saarento, Garandeau & Salmivalli (2015), οι μαθητές που
έχουν χαμηλή κοινωνικο-οικονομική θέση υπάρχει μεγαλύτερη πιθανότητα να
θυματοποιηθούν σωματικά (σωματικές επιθέσεις), ενώ όσοι έχουν μια υψηλή
κοινωνικο-οικονομική θέση μπορεί να βιώσουν λεκτικό ή έμμεσο εκφοβισμό.
Τα παιδιά - θύματα μπορεί όμως και να μην διαφέρουν εξωτερικά αλλά να έχουν μια
«εκμεταλλεύσιμη αδυναμία». Συνήθως είναι εσωστρεφή, ευαίσθητα, ανασφαλή,
παθητικά, δεν προκαλούν με τη συμπεριφορά τους και σπάνια αμύνονται ή
αντεπιτίθενται ακόμα κι όταν δέχονται προσβλητικά σχόλια. Με αποτέλεσμα, να
υποτάσσονται στα θελήματα των άλλων και να μην είναι αποδεχτά από την παρέα
των συνομηλίκων τους. Συμπερασματικά είναι πιο πολλές οι φορές που ένα ήσυχο
και διακριτικό παιδί στοχοποιείται, ακριβώς επειδή δίνει την εντύπωση ότι δεν μπορεί
να υπερασπιστεί τον εαυτό του (Πανούσης, 2006).
54
Διαχρονικές έρευνες όπως αυτή των Due et al. (2005) με δεδομένα από 28 χώρες
καταδεικνύουν ότι η χρόνια θυματοποίηση συνδέεται με σωματικά συμπτώματα
(κεφαλαλγίες, κοιλιακά άλγη, μυικούς πόνους στη πλάτη, ιλλίγκους) αλλά και
ψυχολογικά προβλήματα, όπως την οξυθυμία, την υπερβολική αναστολή, τη
μοναξιά, τη κατάθλιψη, το αίσθημα του αβοήθητου ή του ριγμένου, αϋπνίες και
πρωινή αδιαθεσία. Τα παιδιά που θυματοποιούνται τείνουν να αναπτύσσουν χαμηλή
αυτοεκτίμηση, να βλέπουν τους εαυτούς τους σαν αποτυχημένους και να ντρέπονται.
Αυτό αυξάνει την απομόνωσή τους από τους άλλους καθώς και την πιθανότητα να
ξαναγίνουν θύματα (Carney & Merrell, 2001. Grant, 2001). Οι Lund et al. (2009)
μελέτησαν 9.507 Δανούς άνδρες γεννημένους το 1953 και τεκμηρίωσαν πως τα
θύματα εκφοβιστικών συμπεριφορών στο σχολείο παρουσίασαν συμπτώματα
κατάθλιψης από την παιδική τους ηλικία που διατηρήθηκαν μέχρι τη μέση ηλικία.
Η έρευνα των Skues, Cunningham & Pokharel (2005) στηρίζει τις υποθέσεις τους ότι
τα θύματα εκφοβισμού συνηθίζουν να αναφέρουν χαμηλά επίπεδα αυτοεκτίμησης,
νιώθουν λιγότερο συνδεδεμένοι με τους συμμαθητές τους, με τους καθηγητές και με
το σχολείο, ταυτόχρονα δεν έχουν κίνητρο θετικής σχολικής απόδοσης.
Δυσκολεύονται να συνδεθούν με τους συμμαθητές επειδή τους θεωρούν παθητικούς
παρατηρητές του εκφοβισμού, χωρίς καμία διάθεση να βοηθήσουν, δεν συνδέονται με
τους καθηγητές και αγανακτούν μαζί τους επειδή ενώ είναι παρόντες στο συμβάν, δεν
παρεμβαίνουν ή σε περίπτωση που παρέμβουν λανθασμένα, χειροτερεύουν τη θέση
του θύματος. Ο φόβος της περαιτέρω θυματοποίησης τους αποτρέπει από το σχολείο,
55
με αποτέλεσμα την αποσύνδεση τους από το σχολικό σύστημα. Οι ερευνητές ωστόσο
σημειώνουν πως παραμένει άγνωστο εάν ο εκφοβισμός οδηγεί στην μείωση της
αυτοεκτίμησης των θυμάτων ή εάν οι θύτες στοχεύουν σε μαθητές με χαμηλή
αυτοεκτίμηση.
Οι Craig, Pepler & Blais (2007) αναφέρουν ότι οι μαθητές που θυματοποιούνται είναι
1,3 με 3,4 φορές πιο πιθανό να παραπονεθούν ότι υποφέρουν από πονοκεφάλους και
1,3 με 3,3 φορές να αναφέρουν κοιλιακά άλγη από ότι οι υπόλοιποι μαθητές που δεν
έχουν πέσει θύμα εκφοβισμού. Αναφέρονται επιπλέον σε ψυχοσωματικά
συμπτώματα, αϋπνίες (1,3 με 5,2 φορές πιο πιθανό να παραπονεθούν από τα μη-
θύματα), βρέξιμο του κρεβατιού (1,2 με 2,4 φορές πιο πιθανό), συμπτώματα
κατάθλιψης (1,6 με 6,8 φορές) και σε απέχθεια και αποφυγή του σχολείου. Σύμφωνα
με τους ερευνητές, τα θύματα αντιδρούν σε επιθέσεις με σκοπό τον εκφοβισμό 1)
συναισθηματικά (είτε υποχωρητικά ή επιθετικά), 2) με στρατηγικές επίλυσης του
προβλήματος (ενεργή διεκδικητική συμπεριφορά ή αποφυγή), 3) εκδικητικά, 4) με
τεχνικές επίλυσης συγκρούσεων (αναζητούν στήριξη/προστασία από κάποιον
ενήλικα).
Οι Beran & Lupart (2009) ανέπτυξαν ένα μοντέλο που υποστηρίζει ότι οι μαθητές
που παρενοχλούνται είναι πιθανό να έχουν άσχημες σχολικές επιδόσεις, όταν
δυσκολεύονται να αναπτύξουν φιλικές σχέσεις με τους συμμαθητές τους και όταν
στερούνται φιλο-κοινωνικών δεξιοτήτων. Επίσης στις περιπτώσεις που τα θύματα
πάσχουν από διαταραχές συμπεριφοράς, και πρόβλημα υπερκινητικότητας, μειώνεται
η σχολική τους απόδοση. Δεν υπάρχει άμεση συσχέτιση μεταξύ θυματοποίησης και
χαμηλής σχολικής επίδοσης, μόνο έμμεση αν συνυπάρχουν οι παραπάνω παράγοντες.
Σύμφωνα με τη θεωρία του Eccle (Eccles’ Expectancy Value Theory, Eccles et al.,
1983) η ακαδημαϊκή επιτυχία επηρεάζεται από την εικόνα που έχει ο μαθητής για τις
δυνατότητες του. Η άσχημη εμπειρία της παρενόχλησης καταργεί την αίσθηση ότι
είναι ικανός να αναπτύξει διαπροσωπικές σχέσεις, δεν νιώθει αποδεκτός από τον
περίγυρο και κατ’ επέκταση ενισχύεται η αίσθηση ότι δεν μπορεί να πετύχει
ακαδημαϊκά, αποθαρρύνεται και αναπτύσσει μια δυσαρέσκεια για το σχολείο.
56
Υπάρχουν ακόμα μελέτες που εστιάζουν στη διαπίστωση ότι τα θύματα σχολικής
βίας στερούνται κοινωνικές δεξιότητες, δηλαδή συγκεκριμένες συμπεριφορές ώστε
να κριθούν κοινωνικά ικανοί να αναπτύξουν για παράδειγμα και να διατηρήσουν
φιλίες εύκολα, να επιλύσουν τα δύσκολα κοινωνικά προβλήματα διακριτικά, να
διευκολύνουν τις καθημερινές κοινωνικές αλληλεπιδράσεις τους. Οι Fox & Boulton
(2005) κρίνουν πως η ευαισθησία των θυμάτων (‘δείχνει τρομαγμένος’, ‘στέκεται με
τέτοιο τρόπο που δείχνει αδύναμος’, ‘φαίνεται δυστυχισμένος’, ‘κλαίει όταν του
επιτίθενται’, μιλάει πολύ σιωπηρά’), η μη-διεκδικητική συμπεριφορά, η εκδήλωση
άγχους, και η απόσυρση αποτελούν εσωτερικευμένα προβλήματα και ταυτόχρονα
παράγοντες επικινδυνότητας, εφόσον προμηνύουν περεταίρω θυματοποίηση.
57
πιστεύοντας πως είναι ανθυγιεινοί και προκείμενοι προς τη παραβατικότητα. Η
είσοδος τους στην ελληνική κοινωνία θεωρήθηκε ότι προκάλεσε δυσμενείς συνθήκες
στη χώρα. Οι απόψεις των μαθητών είναι πως τα εγκλήματα διαπράττονται από
αλλοδαπούς, πως οι ξένοι είναι φτηνό εργατικό δυναμικό με αποτέλεσμα να
αναλαμβάνουν πολλές δουλειές και να οδηγούν στην ανεργία τους ντόπιους, ενώ
παράλληλα θεωρούνται φορείς μολύνσεων.
Οι Salmivalli et al. (1996) εξέτασαν τον τρόπο που τα θύματα (573 Φινλανδοί
μαθητές, ηλικίας μεταξύ 12 και 13 ετών) διαχειρίστηκαν τη θυματοποίηση τους, και
διαπίστωσαν ότι τα θύματα που νιώθουν αβοήθητα, ανίσχυρα και οδηγούνται σε
αντεπίθεση, ενισχύουν ή προκαλούν εκφοβιστικές συμπεριφορές, ενώ τα θύματα που
παραμένουν αδιάφορα (συμπεριφέρονται σαν να μην τους ενδιαφέρει) και δείχνουν
ότι έχουν στήριξη, εξαλείφουν με την αντιμετώπιση τους τέτοια φαινόμενα.
Οι Unnever & Cornell (2004) υποστηρίζουν ότι το ποσοστό των μαθητών που
αναφέρουν πως έπεσαν θύματα εκφοβισμού αυξάνεται με τη συχνότητα της
58
θυματοποίησης. Οι μαθητές είναι απρόθυμοι να αναφέρουν ένα ή δύο περιστατικά
εκφοβισμού, αντιθέτως τα παιδιά που έχουν υποστεί χρόνια θυματοποίηση αναζητούν
βοήθεια και αποφασίζουν πιο εύκολα να κάνουν αναφορά όταν το σχολικό σύστημα
δεν ανέχεται τέτοια περιστατικά. Εάν και οι μελετητές υποθέτουν, στηριζόμενοι σε
παλιές έρευνες, ότι τα θύματα σωματικής επίθεσης πιθανότατα να αναζητήσουν πιο
εύκολα βοήθεια από τα θύματα κοινωνικού αποκλεισμού, τα αποτελέσματά τους δεν
υποστήριξαν τη παραπάνω υπόθεση, δεν βρήκαν δηλαδή συσχέτιση μεταξύ του τύπου
εκφοβισμού και της απόφασης να γίνει αναφορά.
Σύμφωνα με την έρευνα της Φραντζή (2010), τα κορίτσια φαίνεται ότι αναγνωρίζουν
με πολύ διαφορετικό τρόπο τα συναισθήματά τους σε σχέση με τα αγόρια.
Συγκεκριμένα, αισθάνονται πολύ συχνότερα προσβεβλημένες από συμπεριφορές
τρίτων και δυσκολεύονται να απευθύνονται στην εκάστοτε μορφή εξουσίας, οπότε
και υιοθετούν μια πιο παθητική στάση αποδοχής της ενόχλησης, εσωτερικεύοντας
την προσβολή και το θυμό, σύμφωνα με το στερεοτυπική «γυναικεία» καρτερικότητα.
Από την άλλη, τα αγόρια φαίνεται να υιοθετούν μια πιο επιθετική συμπεριφορά
αντιμετώπισης και δράσης σε ένα καυγά (κλωτσιές - βρισιές), αλλά κυρίως να
δηλώνουν «άτρωτοι» από τη συμπεριφορά των άλλων. Η Φραντζή ερμηνεύει τη
συμπεριφορά των αγοριών είτε ως αδιαφορία, στο πλαίσιο μιας αγορίστικής
59
καθημερινότητας, ή σαν μια άρνηση να αισθανθούν άσχημα και ευάλωτοι εξαιτίας
κάποιου συμμαθητή. Ως εκ τούτου, αναγνωρίζουν ως παρενόχληση μόνο πολύ
σημαντικές προσβολές και επιθέσεις οι οποίες ή πρέπει να αντιμετωπιστούν με
αντεπίθεση ή πρέπει να παραπεμφθούν στη διεύθυνση, για να υπάρχει μια διευθέτηση
- λύση «κύρους». Είναι σημαντικό ότι και τα δύο φύλα δεν επιθυμούν την εμπλοκή –
παρέμβαση των γονιών σε αυτά που βιώνουν στο σχολείο.
Πολλοί ερευνητές (Ανδρέου & Smith, 2002. Smith et al., 2004) κατηγοριοποιούν τα
θύματα σε επιθετικά και μη επιθετικά (παθητικά). Τα παθητικά θύματα υποχωρούν
στον εκφοβισμό και δείχνουν ότι υποφέρουν, κλαίνε εύκολα, είναι αγχώδη και
ενισχύουν τους δράστες εγκαταλείποντας εύκολα τις διεξόδους για άμυνα. Αυτή η
υποχωρητική συμπεριφορά σηματοδοτεί την ανικανότητα τους να υπερασπιστούν
επαρκώς τον εαυτό τους. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν και θύματα που αντιδρούν
επιθετικά και προκαλούν τον δράστη με μαζοχιστική επιμονή. Πολλές φορές το θύμα
γίνεται φορτικό, δεν αποφεύγει τον δράστη, αντιθέτως επιδιώκει την παρέα του, και
αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να εκνευρίζει τον δράστη. Τα θύματα αυτά μετατρέπονται
σε θύτες καθώς αναζητούν τον ανταγωνισμό και τη σύγκρουση. Χαρακτηριστικά
αυτής της υποκατηγορίας ‘θύμα-θύτης’ είναι ο χαμηλός βαθμός κοινωνικής
αποδοχής από το σχολικό περιβάλλον, η απουσία στρατηγικών επίλυσης
προβλημάτων και η αρνητική αυτοεκτίμηση. Τέλος, στην ομάδα αυτή έχουν
παρατηρηθεί υψηλά επίπεδα νευρωτισμού, κατάθλιψης αλλά και ψυχωσικών
διαταραχών (Georgiou & Stavrinides, 2008).
Οι Postigo et al. (2012) εστιάζουν στο προφίλ των θυμάτων – θυτών παρουσιάζοντας
τα παιδιά αυτά ως πιο διαταραγμένα (troubled) από τους θύτες ή τα θύματα, καθώς
όπως δείχνουν οι μελέτες τείνουν να υποφέρουν ψυχοκοινωνικά για περισσότερα
χρόνια. Όπως αναφέρουν οι ερευνητές τα θύματα – θύτες στρέφουν τον θυμό τους
προς τους ίδιους, υποφέρουν από ευερεθιστότητα – άγχος και κατάθλιψη,
απομονώνονται από τη παρέα συνομηλίκων και συχνά εκδηλώνουν αυτοκτονικό
ιδεασμό (Cook et al, 2010). Η βιβλιογραφία χαρακτηρίζει αυτά τα παιδιά ως μαθητές
που στερούνται φιλο-κοινωνικές δεξιότητες, δεν έχουν αυτοέλεγχο ή συναισθηματική
αυτορρύθμιση, δεν έχουν δεξιότητες επίλυσης συγκρούσεων ενώ όπως φαίνεται
60
παραμένουν σε αυτό τον ρόλο περισσότερο από τα απλά θύματα εφόσον δεν μπορούν
εύκολα να ξεφύγουν από τον φαύλο κύκλο εκφοβισμού - θυματοποίησης. Ακόμα, το
άσχημο – κακοποιητικό οικογενειακό και σχολικό κλίμα που βιώνουν, τους προτρέπει
να χρησιμοποιούν τη βία ως στρατηγική ενσωμάτωσης στο σύστημα και
αντιμετώπισης της θυματοποίησης τους.
Ο Chan (2006) στηρίζει το προφίλ των παθητικών – ευαίσθητων θυμάτων, που έχουν
αδυναμίες και αδυνατούν να προφυλάξουν τον εαυτό τους στο μοντέλο των Πέντε
Μεγάλων Παραγόντων της προσωπικότητας (Big 5 Model) του Costa and McCrae
(1992): εξωστρέφεια (extraversion), συμπαθητικότητα (agreeableness), ευσυνειδησία
(conscientiousness), συναισθηματική σταθερότητα (neuroticism) και ευαισθησία στην
εμπειρία (openness to experience). Σύμφωνα με το παραπάνω μοντέλο, τα ευαίσθητα
θύματα είναι υποχωρητικά, ευσυνείδητα, επιφυλακτικά, ανήσυχα και έχουν δυσκολία
να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τη κατάσταση.
61
Στη Φινλανδία, οι Salmivalli, Karhunen και Lagerspetz (1996), χρησιμοποιώντας τις
αναφορές των θυμάτων και των συνομηλίκων τους σε μια έρευνα παιδιών ηλικίας 12-
13 ετών διαπίστωσαν ότι η “ανημπόρια/αδυναμία αντίδρασης” και η
“αντεπιθετικότητα” στα κορίτσια «θύματα» ήταν συμπεριφορές που συνδέθηκαν με
την έναρξη ή τη συνέχιση του εκφοβισμού, ενώ για τα αγόρια θύματα μόνο η
“αντεπιθετικότητα” συνδέθηκε με αυτό. Ακόμα, το παθητικό - υποτακτικό θύμα
χαρακτηρίστηκε ως αγχωτική προσωπικότητα που παράλληλα είχε και σωματική
αδυναμία, ενώ το προκλητικό θύμα χαρακτηρίστηκε από ευερεθιστότητα και
ανταγωνιστική - επιθετική συμπεριφορά.
62
1.4. ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΕΣ
63
1.4.1. Συμμετοχικοί Ρόλοι
Η έρευνα των Salmivalli et al (1996) είναι μια πρώτη προσπάθεια σκιαγράφησης των
διαφορετικών ρόλων που αναλαμβάνουν οι παρατηρητές σε περιστατικά εκφοβισμού.
Αρχικά διακρίνονται οι αρχηγοί (ringleaders): αυτοί που οργανώνουν μια ομάδα
θυτών και ξεκινούν τον εκφοβισμό, οι ακόλουθοι (followers): αυτοί που συμμετέχουν
στον εκφοβισμό αφού έχει ξεκινήσει από κάποιους άλλους, οι ενισχυτές (reinforcers):
αυτοί που δεν συμμετέχουν ενεργά, αλλά ενισχύουν εκφοβιστικές συμπεριφορές
περισσότερο με την παθητική τους στάση, γελούν καθώς παρακολουθούν το
περιστατικό ή ενθαρρύνουν να συνεχιστεί ο εκφοβισμός, οι ξένοι (outsiders): αυτοί
που δεν ανακατεύονται καθόλου, οι υπερασπιστές (defenders): που βοηθούν το θύμα,
αναζητούν συμπαράσταση ή επεμβαίνουν και ζητούν από τους θύτες να
σταματήσουν, και τα θύματα.
Οι συμπεριφορές αυτές εξαρτώνται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τη θέση που κατέχει ο
μαθητής στην ομάδα των συνομηλίκων του και το βαθμό αποδοχής που εξασφαλίζει
υιοθετώντας κάποια από τις παραπάνω στάσεις (Ανδρέου, 2011). Η πλειοψηφία των
παρατηρητών είναι ενισχυτές του φαινομένου καθώς επιτρέπουν από αδιαφορία να
εκτυλίσσονται τέτοια περιστατικά ή φοβούνται να τα αποτρέψουν. Οι αμέτοχοι
παρατηρητές, καθώς δείχνουν οι μελέτες και στο εξωτερικό και στην Ελλάδα,
συνήθως δεν έχουν απέναντι σε αυτά τα φαινόμενα την ηθική στάση ενός ενήλικα:
δεν αξιολογούν πάντα ως αρνητική και ως μη αποδεκτή την εκδήλωση σχολικής βίας,
και κάποιες φορές μάλιστα τους προκαλούν ευχαρίστηση τέτοια συμβάντα (Kerbs &
Jolley, 2007). Οι Έλληνες μαθητές έχουν την ίδια έλλειψη αντίδρασης με τους
μαθητές άλλων χωρών: δεν αντιδρούν διότι δεν θεωρούν ότι γίνεται κάτι κακό, δεν
αντιδρούν διότι το διασκεδάζουν οι ίδιοι, δεν αντιδρούν διότι «του/της άξιζε», φράση
που λένε για το πρόσωπο που υπέστη βία. Οι Gini et al. (2008) αναφέρονται σε έναν
μηχανισμό ‘κατηγορίας του θύματος’ που υιοθετούν οι ενισχυτές, μια διαδικασία
μετατόπισης της ευθύνης από τον θύτη στο θύμα για όλα όσα του συμβαίνουν. Τα
θύματα σύμφωνα με τους ενισχυτές προκαλούν τους θύτες με τη συμπεριφορά τους,
περισσότερο σε περιπτώσεις άμεσου εκφοβισμού (σωματικού ή λεκτικού).
64
τον εκφοβισμό, παρακολουθούν, και δεν βοηθούν το θύμα, παραμένουν παθητικοί,
ουδέτεροι, αποδέχονται σιωπηλά την όλη κατάσταση γιατί θεωρούν πως το να
μιλήσουν και να αξιολογήσουν την πράξη, θα είναι «κάρφωμα» του δράστη. Ακόμα
μπορεί να φοβούνται μήπως πληγωθούν και οι ίδιοι, μήπως γίνουν οι νέοι στόχοι του
θύτη, ή μήπως κάνουν κάτι που θα χειροτερέψει τα πράγματα. Ειδικά μαθητές που
δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλείς διστάζουν να αναμειχθούν και να υπερασπιστούν το
θύμα, εθελοτυφλούν συνειδητά, ώστε να εξασφαλίσουν μεγαλύτερη αποδοχή από τον
κοινωνικό τους περίγυρο. Τα συναισθήματα που νιώθουν είναι ενοχή και
ανικανότητα να βοηθήσουν, ανασφάλεια και απουσία ελέγχου (Sullivan, 2001).
Οι McLaughlin, Arnold & Boyd (2005) πέρα από την κατηγοριοποίηση που έκαναν,
ερεύνησαν τους παράγοντες που επηρέασαν τον τρόπο σκέψης και τη στάση των
παρατηρητών:
Α) Οι παρατηρητές που προτίμησαν να ζητήσουν τη βοήθεια κάποιου εκπαιδευτικού
θεωρούν πως οι καθηγητές είναι πιο αρμόδιοι και κατάλληλοι να διαχειριστούν τέτοια
ζητήματα ώστε να υπάρξει ένα θετικό αποτέλεσμα. Επίσης υπάρχουν αυτοί που
πιστεύουν πως δεν είναι σωστή και δίκαια η συμπεριφορά του θύτη, και για αυτό τον
λόγο, ο δράστης πρέπει να τιμωρηθεί από τον δάσκαλο. Πολλοί πιστεύουν πως δεν
65
μπορούν οι ίδιοι να αντιδράσουν, φοβούνται ακόμα και για τη δική τους ασφάλεια,
και αναζητούν στήριξη στους δασκάλους ώστε να μην επεκταθεί η εκφοβιστική
δράση.
Β) Οι παρατηρητές που αγνόησαν το περιστατικό, είτε δεν επιθυμούν να
ανακατευτούν ή έχουν ως κίνητρο την αυτοπροστασία.
Γ) Αυτοί που επιλέγουν να υποστηρίξουν τα θύματα, έχουν ενσυναίσθηση, θεωρούν
πως είναι ηθική τους υποχρέωση να βοηθήσουν, δεν θα θέλανε να έρθουν ποτέ στη
θέση του θύματος και κάποιοι στηρίζουν άτομα του ίδιου φύλου, ως ένδειξη
αλληλεγγύης. Υπάρχουν και αυτοί που υπήρξαν θύματα στο παρελθόν και
συμπάσχουν και κάποιοι που θεωρούν τη παροχή βοήθειας χρέος τους ως μέλη της
ίδιας ομάδας φίλων.
Δ) Οι παρατηρητές που στηρίζουν τον δράστη, συνήθως υποστηρίζουν φιλικά τους
πρόσωπα, επηρεάζονται εύκολα από άλλους, δεν θέλουν να πάνε κόντρα στον δράστη
αλλά και οι περισσότεροι δεν είναι ξεκάθαροι στις απαντήσεις τους σύμφωνα με τους
λόγους που τους οδήγησαν σε μια τέτοια στάση.
66
όσους μας έχουν ανάγκη) παίζουν καθοριστικό ρόλο στην εκδήλωση φιλοκοινωνικών
συμπεριφορών αλλά μπορεί να μην λειτουργήσουν όταν ο κονφορμισμός είναι
ισχυρότερος. Οι παρατηρητές σε ένα περιστατικό βίας συνήθως κοιτάζουν τι κάνουν
οι άλλοι που βρίσκονται γύρω τους και φροντίζουν να κάνουν το ίδιο για να μην
θεωρηθούν ότι παρεκκλίνουν από την ομάδα.
Οι Salmivalli et al. (1996) αναφέρουν πως μόνο το 4,5% των αγοριών και το 30,1%
των κοριτσιών είναι πιθανό να βοηθήσει τον συμμαθητή που θυματοποιείται. Η
υπεροχή των κοριτσιών μπορεί να θεωρηθεί ως χαρακτηριστική στάση φύλου,
εφόσον στη συνείδηση των κοριτσιών υπάρχει έντονη η αξία των διαπροσωπικών
σχέσεων, της ομαδικής ταυτότητας ενώ παράλληλα επιδιώκουν την αρμονία
(Ανδρέου, 2011). Αντίθετα τα αγόρια θεωρούν την επιθετικότητα ένα νόμιμο τρόπο
για την απόκτηση εξουσίας και είναι πιθανό να μην έχουν τόσο ανεπτυγμένες
ικανότητες ενσυναίσθησης όσο τα κορίτσια (Εrwin. 1993). Διαφορές παρατηρούνται
και με βάση την ηλικία. Τα μεγαλύτερα παιδιά υιοθετούν πιο δύσκολα το ρόλο του
υπερασπιστή, καθώς η συμπάθεια για το θύμα μειώνεται σταδιακά με την ηλικία
(Craig, Henderson & Murphy, 2000).
67
1.5. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΩΝ
Τα φαινόμενα σχολικής βίας έχουν παρατηρηθεί παγκοσμίως εδώ και πολλά χρόνια.
Όπως προκύπτει από τα διεθνή δεδομένα 1 στα 7 παιδιά υπόκεινται σε κάποια μορφή
εκφοβισμού (Olweus, 1991,1993,1994). Σύμφωνα με έρευνα του World Health
Organization Health Behavior in School-Aged Children εκτιμήθηκε ότι στις Η.Π.Α.
στις τάξεις του γυμνασίου 1.600.000 παιδιά πέφτουν θύματα και 1.700.000 παιδιά
ασκούν εκφοβισμό τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα (Nansel et al., 2001). Μια
συγκριτική έρευνα σε 40 χώρες ανέδειξε ότι 26% των εφήβων εμπλέκονται στον
σχολικό εκφοβισμό: 12,6% υιοθετούν τον ρόλο του θύματος, 10,7% τον ρόλο του
θύτη και 3,6% παρουσιάζονται ως θύτες – θύματα (Craig et al., 2009)
Στην Μεγάλη Βρετανία αξιολογήθηκε ότι 27% των μαθητών δημοτικής εκπαίδευσης
έχουν υπάρξει θύματα σχολικής βίας, ενώ το ποσοστό έπεσε στο 10% αναφορικά με
τους μαθητές του γυμνασίου και λυκείου (Whitney & Smith, 1993). Στην Ιρλανδία,
τα ποσοστά θυματοποίησης αλλάζουν και παρατηρείται ένα 13% μαθητών
πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και ένα 5% μαθητών δευτεροβάθμιας (O‘Moore, 2000).
Σε μεσογειακές χώρες, όπως η Πορτογαλία (20%) και η Ιταλία (41%) συναντάμε
πολύ μεγάλα ποσοστά θυματοποίησης μαθητών δημοτικών σχολείων (Sapouna,
2008).
Υπάρχουν πολιτισμικές διαφορές όσον αφορά τη συσχέτιση της σχολικής βίας με την
ηλικία, το φύλο και τη κοινωνική στήριξη. Σε κατά βάση κολλεκτιβιστικές κοινωνίες
όπως η Κίνα, τα παιδιά τείνουν να παρουσιάσουν περισσότερο συνεργατικές
συμπεριφορές, και λιγότερο συγκρουσιακές σε σχέση με ατομικιστικούς πολιτισμούς
όπως η Μεγάλη Βρετανία, ο Καναδάς, και οι ΗΠΑ. Συνεπώς, η συστολή μπορεί να
συνδέεται με την απόρριψη από τους συνομηλίκους στον Καναδά, και αντίθετα να
συνδέεται με τη δημοτικότητα στην Κίνα. Άλλες πολιτισμικές μεταβλητές που
προσδιορίζονται ως σημαντικοί προάγγελοι κοινωνικών συμπεριφορών είναι η ανοχή
της διαφορετικότητας, η αποδοχή της άνισης κατανομής του πλούτου και ο βαθμός
ελέγχου της συμπεριφοράς σύμφωνα με τους κανόνες. Οι πολιτισμοί διατηρούν
68
επίσης διαφορετική στάση απέναντι στο φύλο και την ηλικία, έτσι ώστε κάποιες
εκφοβιστικές συμπεριφορές να θεωρηθούν αποδεκτές για ένα φύλο αλλά όχι για το
άλλο, ή σε μια ηλικία αλλά όχι σε κάποια άλλη. Μπορούν επίσης να υπάρξουν
διαφορές στο ρόλο της οικογένειας και, επομένως, στην προθυμία των παιδιών να
ζητήσουν βοήθεια και υποστήριξη από άτομα που δεν ανήκουν στη οικογένεια, π.χ.
από τους δασκάλους (Eslea et al., 2003).
69
καταγραφεί η διαχείριση του φαινομένου παρά να αποδοθεί η πραγματική του
έκταση. Οι υπεύθυνοι των σχολικών μονάδων συνήθιζαν να εμποδίζουν τη
δημοσιοποίηση των περιστατικών βίας επειδή όπως εκτιμούσαν θα διασυρόταν το
σχολείο και θα εξέθεταν τους εκπαιδευτικούς, επομένως ο σκοτεινός αριθμός των
περιστατικών ήταν υψηλός (Αρτινοπούλου, 2001). Σταδιακά στις αρχές της δεκαετίας
του 2000 αυξάνεται το ερευνητικό ενδιαφέρον στην Ελλάδα και η χώρα για πρώτη
φορά συμμετέχει σε Ευρωπαϊκές δράσεις και συμπράξεις για την αντιμετώπιση του
ζητήματος. Οι σύγχρονοι μελετητές αντιλαμβάνονται τέτοιου είδους φαινόμενα ως
πολυπαραγοντικά και σύνθετα (Ματσόπουλος, 2009. Παπάζογλου, 2014), ενώ
ταυτόχρονα προσκαλούν την επιστημονική κοινότητα να διερευνήσει τον σχολικό
εκφοβισμό ως ψυχοκοινωνικό φαινόμενο με πολύ βαθιές ρίζες και διαστάσεις
(Ματσόπουλος, 2009).
Για την ελληνική πραγματικότητα, ενώ δεν υπάρχουν ακόμα επίσημα στοιχεία για
την έκταση του συγκεκριμένου φαινομένου, επιδημιολογικές έρευνες έχουν δείξει ότι
το φαινόμενο του σχολικού εκφοβισμού είναι ένα ζήτημα που πλήττει συστηματικά
τουλάχιστον 1 στα 10 παιδιά (10-15% των μαθητών) (Δεληγιάννη-Κουϊμτζή, 2005.
Sapouna, 2008. Τσιάντης, 2010). Η εμπειρία βίας στο σχολικό χώρο δεν περιορίζεται
σε μειοψηφίες. Τα είδη εκφοβισμού που αναπτύσσονται πιο συχνά είναι ο λεκτικός
(διάδοσης φημών), η σεξουαλική παρενόχληση, η σωματική βία και ο κοινωνικός
αποκλεισμός (Boulton, Kαρέλλου, Λανίτη, Μανούσου & Λεμονή, 2001). H Mπεζέ
(1998) διαπίστωσε σε έρευνα που διεξήχθη το 1984, ότι σε πιο μικρές ηλικίες
μεγαλύτερο ποσοστό ασκεί σωματική βία, ενώ όσο αυξάνει η ηλικία αυξάνεται η
λεκτική και μειώνεται η σωματική βία.
Μπορεί επίσης να αναφερθεί ότι η πλειοψηφία των ερευνών που αφορούν στην
Ελλάδα, υποστηρίζουν σαφώς τη διαφοροποίηση των φύλων, με περισσότερο τα
αγόρια να συμμετέχουν σε βίαια περιστατικά σε σχέση με τα κορίτσια, σε όλες τις
ηλικίες. Η αναλογία εμπλοκής των αγοριών σε σχέση με τα κορίτσια σε περιστατικά
βίας είναι 3 προς 1 και τέτοια περιστατικά εκδηλώνονται με μεγαλύτερη συχνότητα
στο δημοτικό και γυμνάσιο, ενώ μειώνονται στο λύκειο (Δεληγιάννη, Τσιλέμου,
Αλιμήσης, 2011). Επιπλέον το σχολικό κλίμα, όπως απεικονίζεται από την ποιότητα
των σχέσεων μεταξύ των δασκάλων σχετίζεται και αυτό με τη βία και το φαινόμενο
συνήθως παρουσιάζεται στις αστικές περιοχές, ενώ οι σχολικές μονάδες που έχουν
70
υψηλά ακαδημαϊκά αποτελέσματα παρουσιάζουν χαμηλότερα επίπεδα σχολικής βίας
(Βοulton et al., 2001. Mπεζέ, 1991. Πετρόπουλος & Παπαστυλιανού, 2001. Φακιολάς
& Αρμενάκης 1995. Χαντζή, Χουντουμάδη & Πατεράκη, 2001).
Η πρώτη έρευνα στην Ελλάδα που αφορούσε συγκεκριμένα στον εκφοβισμό στο
χώρο του σχολείου, χρονολογείται το 1990 (Andreou, 1990 στο Andreou, 2000) και
ακολούθησε η μελέτη του Καλλιώτη (Kalliotis, 2000), όπου έδειξε ότι το 30% των
μαθητών (11-12 ετών) πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ανατολική Αττική είχαν
πέσει θύματα βίας κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς. Επίσης
παρατήρησε ότι οι εκδηλώσεις βίας λαμβάνουν χώρα στο προαύλιο όπου παίζουν τα
παιδιά την ώρα του διαλλείματος και πως η μειοψηφία των θυμάτων αναφέρουν το
περιστατικό στους γονείς, ενώ ακόμα λιγότεροι ζητούν τη βοήθεια των δασκάλων. Η
Andreou (2000) δέκα χρόνια μετά υποστηρίζει ότι το 47,5 % των παιδιών ηλικίας 8 –
12 ετών συμμετείχαν σε περιστατικά θυματοποίησης ως θύματα ή/και δράστες. Τα
ποσοστά αυτά είναι ανάλογα με εκείνα που προκύπτουν από τα ευρήματα της
διεθνούς επιστημονικής βιβλιογραφίας.
71
Η μελέτη των Boulton et al. (2001) απευθύνθηκε επίσης σε 664 μαθητές δημοτικών
σχολείων στην ευρύτερη περιοχή της Αθήνας. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της
έρευνας, 79% των μαθητών αναφέρουν περιπτώσεις λεκτικής βίας, 67.6%
περιπτώσεις σωματικής βίας και 45% περιπτώσεις κοινωνικού αποκλεισμού και
συναισθηματικής βίας. Όσον αφορά τα ποσοστά των θυτών, και αυτά ήταν υψηλά
(75% λεκτική και σωματική βία) και μικρότερα για περιπτώσεις συναισθηματικής
βίας (48%). Οι στάσεις που εξέφρασαν οι μαθητές (ιδιαίτερα τα κορίτσια, και παιδιά
μικρότερης ηλικίας) ήταν γενικά κατά της επιθετικής συμπεριφοράς.
72
συνεντεύξεις) σε μαθητές δημοτικού και σε εκπαιδευτικούς. Ο εκφοβισμός
περιγράφεται από τους μαθητές ως αποτέλεσμα ατομικών χαρακτηριστικών ή
ψυχολογικών παραγόντων που σχετίζονται με προβλήματα στην οικογένεια ή με
ρατσιστικές συμπεριφορές - υβριστικά σχόλια. Οι μαθητές εντοπίζουν ότι
παρατηρείται πιο συχνά στα διαλείμματα και σε σημεία που δεν ελέγχονται από τους
εκπαιδευτικούς, ενώ διατυπώνουν αρνητικές απόψεις για το σχολείο, παρουσιάζοντας
τους δασκάλους ως αδύναμους και ανίκανους να προστατέψουν τα θύματα, με
αποτέλεσμα να μην αναζητούν τη βοήθεια τους. Δεν εμπλέκουν τους γονείς συχνά
μόνο όταν έχουν αποτύχει όλες οι προσπάθειες τους να διαχειριστούν το πρόβλημα,
επειδή φοβούνται τη κοροιδία των συμμαθητών τους ή την αντίδραση των γονέων.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η στάση των εκπαιδευτικών, οι οποίοι εστιάζουν στις
επιπτώσεις που μπορεί να έχει μια πράξη στη σωματική υγεία των παιδιών. Τονίζουν
τους τραυματισμούς γιατί φοβούνται ότι θα προκαλέσουν αναζήτηση των ευθυνών
τους. Οι εκπαιδευτικοί εστιάζουν και στο ρόλο της οικογένειας στη πρόκληση του
φαινομένου πέρα από τα ψυχοπαθολογικά χαρακτηριστικά των μαθητών και
παραδέχονται ότι δυσκολεύονται να διαχειριστούν τα περιστατικά ενώ παράλληλα
βιώνουν ματαίωση λόγω της ανύπαρκτης υποστήριξης από το εκπαιδευτικό σύστημα
και της έλλειψης συνεργασίας με την οικογένεια (Ασημόπουλος και συν., 2008).
Σύμφωνα με εκτενή μελέτη του Γκότοβου (1996) σε ένα δείγμα 2.545 μαθητών
γυμνασίου-λυκείου ηλικίας 12-16 ετών, διαπιστώθηκε ότι 1 στους 4 μαθητές είναι
θύμα ξυλοδαρμού κατά τη διαδρομή από το σχολείο στο σπίτι ή στις σχολικές
εγκαταστάσεις, ενώ το 52% ανέφερε συχνά ή μερικές φορές, ότι υπήρξαν μάρτυρες
επιθέσεων σε μαθητές που ήταν πιο αδύναμοι συγκριτικά με τους ίδιους που
απάντησαν στη μελέτη, και τέλος, το 57% ανέφερε ανάμειξη των ιδίων σε
73
περιστατικά σωματικής βίας (πάλη) με άλλους μαθητές. 35 % των μαθητών κρίνει ότι
οι μαθητές πρέπει να εκπαιδευθούν σε αμυντικές μεθόδους για να προστατευτούν.
Και σε αυτή την έρευνα παρατηρήθηκε το φαινόμενο, τα αγόρια να βιώνουν
εντονότερα τη βία συγκριτικά με τα κορίτσια, και οι νεότεροι σε ηλικία μαθητές να
θυματοποιούνταν συχνότερα και ευκολότερα από τους παλαιότερους και
μεγαλύτερους. Οι Ψάλτη και Γαβριηλίδου (1995) επεσήμαναν την έλλειψη
συνεργασίας σχολείου – οικογένειας που παρατηρείται στην ελληνική
πραγματικότητα και ανέδειξαν για πρώτη φορά την ανάγκη για βελτίωση των
σχέσεων ανάμεσα στους γονείς και τους εκπαιδευτικούς για την αντιμετώπιση αλλά
και τη πρόληψη του φαινομένου.
Μετά από μια δεκαετία, ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι μελέτες των Kokkinos &
Panayiotou (2004) στην Κύπρο και του Δημάκου (2005) στην Ελλάδα. Οι πρώτοι
μελέτησαν τη σύνδεση ανάμεσα στα συμπτώματα της Εναντιωματικής Προκλητικής
Διαταραχής (ODD - Oppositional Defiant Disorder) και της Διαταραχής της
Διαγωγής (CD – Conduct Disorder) κατά DSM-IV και στην εκδήλωση εκφοβισμού
σε νεαρούς εφήβους, και υποστήριξαν τη σχέση του θύτη με την CD και του θύματος
με την ODD, ενώ η μελέτη του Δημάκου (2005) επικεντρώθηκε στο κατά πόσο οι
οικογενειακές εμπειρίες, συμπεριφορές και σχέσεις συμβάλλουν στην επιθετική
συμπεριφορά μαθητών που δεν ζούσαν σε μεγάλα αστικά κέντρα. Συγκεκριμένα, η
έρευνα του Δημάκου τονίζει ότι η έλλειψη οικογενειακής φροντίδας μπορεί να
οδηγήσει το θυμωμένο παιδί σε βίαιες συμπεριφορές στο σχολείο. Από τα
αποτελέσματα επίσης προκύπτει ότι όσο οι μαθητές μεγαλώνουν τόσο πιο επιθετικοί
γίνονται σε αντίθεση με άλλες έρευνες (Pateraki & Houndoumadi, 2001) που
παρατήρησαν αντίστροφη σχέση ανάμεσα στην επιθετικότητα και την ηλικία των
μαθητών.
74
κακοποίηση, ξυλοδαρμοί, απειλές και βανδαλιστικές ενέργειες. Πιο συγκεκριμένα,
ένα ποσοστό 80% περίπου των μαθητών της Κρήτης δήλωσαν ότι έχουν γίνει
μάρτυρες περιστατικών βίας στα σχολεία τους, 77,5% στην Θεσσαλονίκη και στην
Αθήνα 71,8%. Σε γενικές γραμμές, το 60% των μαθητών της χώρας έχουν αντιληφθεί
τη διάπραξη βίαιων περιστατικών μέσα και γύρω από τα σχολεία τους, ένα ποσοστό
23,2% έχουν συμμετάσχει σε βίαια γεγονότα και το 11,6% έχουν πέσει θύματα
βίαιων συμπεριφορών.
Επίσης, ένα ακόμα στοιχείο της έρευνας, που υποδηλώνει την έκταση που λαμβάνει
και που μπορεί να οδηγήσει η ξενοφοβία στην Ελλάδα σήμερα, είναι ότι, το 29,4%
των μαθητών υπήρξαν μάρτυρες βίαιων γεγονότων ανάμεσα σε Έλληνες και
αλλοδαπούς μαθητές. Το συγκεκριμένο ποσοστό μάλιστα εκτοξεύεται στη
Θεσσαλονίκη (58,2%) τη στιγμή που στην Αθήνα δεν ξεπερνά το 39%. Το γεγονός
έχει αρχίσει πλέον να προβληματίζει, καθώς θεωρείται σήμερα περισσότερο από ποτέ
ως σοβαρό φαινόμενο «διαπολιτισμικής σύγκρουσης» που οφείλεται στη δυσχέρεια
προσαρμογής ενός μέρους των αλλοδαπών μαθητών και που πρέπει να
αντιμετωπιστεί άμεσα, ώστε να μη διογκωθεί και εξελιχθεί σε ρατσισμό. Ένα
αξιοσημείωτο συμπέρασμα που συνάχθηκε από την ανάλυση των ερωτηματολογίων,
είναι, ότι όσο μεγαλύτερη είναι η βαθμολογία των μαθητών τόσο λιγότερο
εμπλέκονται ως θύματα και ως θύτες σε βιαιότητες. Ακόμα διαπιστώθηκε ότι όσο
προχωρούν οι σχολικές τάξεις και, συνεπώς, μεγαλώνει η ηλικία των παιδιών οι
σωματικές προσβολές δείχνουν να μειώνονται ενώ η λεκτική και η ψυχολογική-
κοινωνική διάσταση του ‘bullying’ παραμένουν σταθερές.
Επιπλέον, αξιοσημείωτη είναι η μελέτη των Smith, Nika και Papasideri (2004) που
προσπάθησαν να λάβουν υπ’ όψιν τον παράγοντα ‘οικογένεια’ στην εκδήλωση
σχολικής βίας, και ερεύνησαν τα οικογενειακά βιώματα μαθητών που δεν ζουν σε
μεγάλα αστικά κέντρα. Στην μελέτη συμμετείχαν μαθητές και οι γονείς τους, οι
οποίοι απάντησαν σε ερωτηματολόγια σχετικά με τη βία, τις μεταξύ τους σχέσεις, τις
απόψεις τους για τη βία, αλλά και την σωματική τιμωρία. Οι ερευνητές στηρίχτηκαν
στην παραδοχή πως οι μαθητές με θετικές οικογενειακές εμπειρίες (και απουσία ενδο-
οικογενειακών προβλημάτων) θα είχαν μικρότερα ποσοστά επιθετικής και
παραβατικής συμπεριφοράς. Από τα αποτελέσματα προέκυψε σημαντική σχέση
75
μεταξύ της επιθετικής συμπεριφοράς των παιδιών στο σχολείο και την τιμωρία τους
(σωματική) από τους γονείς τους στο σπίτι.
Στην έρευνα των Ψάλτη και Κωνσταντίνου (2007), 1843 μαθητές/ήτριες Γυμνασίων
και Λυκείων όλης της χώρας συμπλήρωσαν το Ερωτηματολόγιο «Η Ζωή στο
Σχολείο». Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι ένα ποσοστό πάνω από 10% των
μαθητών/τριών της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης έχουν βιώσει μια μορφή λεκτικού
εκφοβισμού σε συστηματική βάση, ενώ ο αριθμός των μαθητών/τριών που φοβούνται
ότι θα πέσουν θύματα εκφοβισμού αυξάνεται σημαντικά (35%). Τα περιστατικά
εκφοβισμού συμβαίνουν σε ποικίλους χώρους στο σχολείο (π.χ. αυλή, στο δρόμο
επιστροφής από το σχολείο στο σπίτι) και τις περισσότερες φορές, ούτε οι θύτες ούτε
τα θύματα αποκαλύπτουν ή μιλούν για αυτό το ζήτημα. Γενικά, από τα δεδομένα
προκύπτει ότι η εμπλοκή σε περιστατικά εκφοβισμού παρατηρείται συχνότερα στα
αγόρια και συνδέεται με την ανάπτυξη της ανδρικής ταυτότητας, ενώ το φαινόμενο
φαίνεται να συνδέεται μόνο μερικώς με την εθνο-πολιτισμική προέλευση.
Στην έρευνα της Sapouna (2008) σε 1758 μαθητές ηλικίας 10-14 ετών στην ευρύτερη
περιοχή της Θεσσαλονίκης, διαπιστώθηκε ότι 25% των θυμάτων δέχτηκαν την
επίθεση στο μάθημα της γυμναστικής. Σύμφωνα με τη μελέτη του ΕΚΚΕ
‘Μεγαλώνοντας στην Αθήνα – Ποιότητα ζωής παιδιών και εφήβων’ (Κοτταρίδη,
2006) οι μαθητές του δημοτικού δηλώνουν ότι έχουν υποστεί βία σε μεγαλύτερα
ποσοστά (37% στη σωματική βία) από ότι οι μαθητές του γυμνασίου/λυκείου (11%).
Από την άλλη πλευρά, σύμφωνα με τη Ψάλτη (2009) το φαινόμενο του σχολικού
εκφοβισμού όχι μόνο δεν μειώνεται καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν, αλλά
μετασχηματίζεται και παίρνει πιο έμμεσες μορφές.
76
1.6. ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ
77
οικογένειες χαμηλού εισοδήματος έχουν λιγότερη πρόσβαση σε μέσα, όπως
εκπαίδευση, με παρεπόμενες συνέπειες τη φτωχή ακαδημαϊκή επίδοση, τα
προβλήματα στο σχολείο και τα εργασιακά αδιέξοδα (Smith et al., 2004).
Ακόμα, είναι άξιο αναφοράς ότι η υπερβολικά τιμωρητική στάση των γονιών με
σκοπό την αναμόρφωση και την πειθαρχία των παιδιών λανθασμένα ερμηνεύεται από
το παιδί ως φυσιολογική συμπεριφορά, εφόσον είναι μια μορφή κακοποίησης.
Υπάρχουν χώρες όπως η Σουηδία, η Φινλανδία, η Νορβηγία, η Ελλάδα (νόμος
3500/06), η Κύπρος, η Κροατία, η Λετονία και η Αυστρία που έχουν απαγορεύσει με
νόμο τη χρήση φυσικής τιμωρίας, με αποτέλεσμα να ελαττωθεί κατά πολύ το
ποσοστό σωματικής κακοποίησης. Από την άλλη πλευρά, σε χώρες όπως η Μεγάλη
Βρετανία, η Γαλλία, το Βέλγιο και η Αμερική, μια τέτοια συμπεριφορά όχι μόνο δεν
θεωρείται παράνομη αλλά είναι και ευρέως αποδεκτή πρακτική, ανεκτή από την
κοινωνία. Οι Smith, Nika & Papasideri (2004) επιβεβαιώνουν τους παραπάνω
ισχυρισμούς. Τα αποτελέσματα της έρευνάς τους υποστηρίζουν ότι οι μητέρες που
επιλέγουν να τιμωρήσουν τα παιδιά τους σωματικά, γίνονται αυτόματα αρνητικά
78
πρότυπα, καθώς τα παιδιά τους, ιδιαίτερα τα αγόρια επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό
και υιοθετούν παρόμοια συμπεριφορά θύτη.
79
μεγαλώνουν τα παιδιά τους σε ένα περιβάλλον όπου η ανισορροπία δύναμης και η
ανισότητα θα ενισχύσει την επιθετικότητα των παιδιών.
Σημαντική είναι η έρευνα των Corvo & Williams (2000), οι οποίοι μελέτησαν τα
χαρακτηριστικά των οικογενειών των μαθητών δημόσιων σχολείων της Νέας
Υόρκης οι οποίοι μετέφεραν αιχμηρά αντικείμενα, μαχαίρια, και όπλα στον χώρο του
σχολείου. Διερευνήθηκαν οι σχέσεις με τους γονείς τους, και το 79% ανέφερε ότι ζει
μόνο με την μητέρα ή τη μητριά, το 18% ζει με τον πατέρα ή τον πατριό. Μόνο το
40% ενημερώνει τους γονείς για τις εξωσχολικές τους δραστηριότητες. 22% των
θυτών έχουν δει τον πατέρα ή το πατριό τους μεθυσμένο, 28% έχουν δει τη μητέρα ή
τη μητριά μεθυσμένη, 26% ανέφεραν σωματική κακοποίηση από τους γονείς τους και
επίσης 26% έχουν γονείς που κάποια στιγμή έχουν εκτίσει ποινή φυλάκισης. Η
πλειοψηφία (84%) πιστεύουν ότι η οικογένεια τους θα τους υπερασπιστεί αν
εμπλακούν σε καβγά στο χώρο του σχολείου.
Έρευνα του Αραβανή (1984 στο Ζαφειριάδης, 2002) ισχυρίζεται ότι 63,89% των
μαθητών με προβλήματα δυσπροσαρμοστίας προέρχονται από προβληματικό
οικογενειακό περιβάλλον, ενώ το 74,9% από οικογένειες με περιορισμένες
οικονομικές δυνατότητες.
80
συμπεριφοράς (37,9%), είχαν περισσότερες πιθανότητες να εμπλακούν σε
παραβατική συμπεριφορά.
Άλλη μια ιστορική έρευνα που μελέτησε την επίδραση του οικογενειακού
περιβάλλοντος στην παραβατικότητα των ανηλίκων είναι εκείνη των McCord,
McCord & Zola (1959), κατά τους οποίους η συμπεριφορά (αδιαφορία / αυστηρή
πειθαρχία) και η προσωπικότητα των γονέων προσδιορίζουν σε μεγάλο βαθμό την
παραπτωματική συμπεριφορά των παιδιών τους, καθώς διαπιστώνουν ότι παιδιά που
έχουν γονείς με παραβατικό παρελθόν έχουν περισσότερες πιθανότητες να
επιδοθούν και τα ίδια σε επιθετικές ενέργειες.
Οι Glueck & Glueck (1940) μελέτησαν 500 παραβατικά και 500 μη παραβατικά
αγόρια για 10 χρόνια στη Βοστόνη και κατέληξαν πως το οικογενειακό περιβάλλον
των ανηλίκων παραβατών παρουσιάζει μεγαλύτερα ποσοστά πνευματικής
καθυστέρησης, συναισθηματικών διαταραχών, συγκρούσεων μεταξύ των γονέων,
αλκοολισμού και εγκληματικότητας. Επισημαίνεται η έλλειψη στοργής προς τα
παιδιά, ειδικά όσον αφορά τους πατέρες, η έλλειψη των κατάλληλων συνθηκών
διαβίωσης, η απουσία οικογενειακής σταθερότητας και ασφάλειας για την ανάπτυξη
των παιδιών. Επιπλέον, στο 70% των περιπτώσεων των παραβατικών ανηλίκων οι
γονείς τους καταφεύγουν σε αναποτελεσματικές πρακτικές για να επιτύχουν την
πειθάρχησή τους, όπως εσφαλμένα και αυστηρά μέτρα, ενώ η παντελής απουσία
επίβλεψης είναι πολύ πιο συχνή στους παραβατικούς ανηλίκους παρά στους μη
παραβατικούς.
81
Απόρριψη από άτομα
φροντίδας και από
συνομηλίκους
Ειδικές Εκπαιδευτικές
Ανάγκες
Σχήμα 3. Σχέση μεταξύ ποιότητας της γονικής φροντίδας και της προοδευτικής
ανάπτυξης αντικοινωνικής συμπεριφοράς του παιδιού
(Προσαρμογή από την Αγάθωνος-Γεωργοπούλου, 2004).
82
Μεγάλος αριθμός μελετών (Αγάθωνος-Γεωργοπούλου, 2004) επιβεβαιώνει πως η
θυματοποίηση κατά την παιδική ηλικία (κακοποίηση/παραμέληση γονέα) είναι
προδιαθεσικός παράγοντας για τη μετέπειτα εκδήλωση παραβατικής (55%) ή ακόμα
και εγκληματικής συμπεριφοράς (96%) από παιδιά και εφήβους κάτω των 18 χρόνων.
Στη Μεγάλη Βρετανία, 526 παιδιά και έφηβοι (10-18 ετών) διέπραξαν
ανθρωποκτονίες ή βίαια σεξουαλικά αδικήματα στο χρονικό διάστημα 1979-1997
και οι παράγοντες επικινδυνότητας που εντοπίστηκαν στο ιστορικό των ανήλικων
δραστών περιλαμβάνουν:
Από την άλλη πλευρά, υπάρχει και το μεγάλο ποσοστό των κακοποιημένων ή
παραμελημένων παιδιών που μπορεί να ζουν σε αντίξοες συνθήκες αλλά
εξελίσσονται φυσιολογικά και μαθαίνουν να επιβιώνουν και να ξεπερνούν τις
αρνητικές εμπειρίες χωρίς να υιοθετήσουν βίαιες συμπεριφορές. Η έννοια της
83
«Ψυχικής Ανθεκτικότητας» εξαρτάται από την ηλικία του παιδιού, την αυτάρκεια,
την αυτοκυριαρχία, τις κοινωνικές δεξιότητες και από την ικανότητα του να εκτιμά
ένα πρόβλημα, να αναζητά τη λύση του χωρίς να εμπλέκεται συναισθηματικά
(Αγάθωνος-Γεωργοπούλου, 2004).
Αξιοσημείωτη είναι και η έρευνα του Chan (2006) όπου οι μαθητές ονοματίζουν τους
θύτες στο σχολείο και επισημαίνουν ότι σε πολλές περιπτώσεις ανήκουν στην ίδια
οικογένεια (π.χ. είναι αδέρφια). Ο Chan ερμήνευσε τα ευρήματα του βασισμένος στη
Θεωρία Εξαναγκασμού του Patterson (1982). Σύμφωνα με τη θεωρία
εξαναγκασμού, οι γονείς μπορούν ακούσια να ενισχύσουν τις επιθετικές
συμπεριφορές των παιδιών τους, επιπλήττοντας, και φωνάζοντας όταν
συμπεριφέρεται απρεπώς το παιδί. Επειδή ο γονέας αποτυγχάνει να πειθαρχήσει το
παιδί επαρκώς, το παιδί δεν συμμορφώνεται, και ενισχύεται η αντικοινωνική
συμπεριφορά του. Η αρνητική ενίσχυση εμφανίζεται όταν οι απωθητικές
συμπεριφορές δεν έχουν δυσμενείς συνέπειες. Ο Patterson (1982) υπέθεσε ότι οι
ανάρμοστες οικογενειακές αλληλεπιδράσεις, και η ανεκτική στάση των γονέων
απέναντι σε συγκρούσεις μεταξύ αδερφών, θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην
ανάπτυξη επιθετικών συμπεριφορών σε άτομα που ανήκουν στην ίδια οικογένεια.
Συμπερασματικά, η ποιότητα των σχέσεων που έχουν αναπτυχθεί σε ένα
δυσλειτουργικό οικογενειακό πλαίσιο επηρεάζει το βαθμό εκδήλωσης επιθετικών
συμπεριφορών.
84
μαθητές με τους οποίους συνυπάρχει στο χώρο του σχολείου. Η ταυτότητα των
ελληνικών σχολείων έχει μετατραπεί σε πολυπολιτισμική, καθώς πολλά παιδιά
οικονομικών μεταναστών φοιτούν στα σχολεία της χώρας την τελευταία
δεκαπενταετία. Πολλά από αυτά τα παιδιά έχουν μαθησιακές δυσκολίες αναφορικά
με την ελληνική γλώσσα και δυσανασχετούν με τις σχολικές τους επιδόσεις. Έχουν
επίσης καταγραφεί βίαια επεισόδια ανάμεσα σε Έλληνες και παιδιά μεταναστών
(Houndoumadi, Pateraki & Doanidou, 2003).
Η καθημερινότητα του μαθητή που επιλέγει τον ρόλο του θύματος είναι αβάσταχτη
με νυχτερινούς εφιάλτες, σωματικά συμπτώματα και μπορεί να οδηγήσει σε χρόνιες
καταστάσεις άγχους ή και κατάθλιψης, καθώς μεγαλώνει. Η οικογένεια του θύματος
πρέπει να του εμφυσήσει την απαραίτητη εμπιστοσύνη και περηφάνια στον εαυτό του
και στην διαφορετικότητα του, και να τον υποστηρίζει να βρει τη δύναμη να αγνοεί
τον ‘bully’, δίνοντας του σαφές μήνυμα πως δεν είναι και τόσο ευάλωτος όσο τον
θεωρεί. Η οικογένεια πρέπει να συμβουλεύει το παιδί να είναι σε επαγρύπνηση και να
έχει αυτοπεποίθηση ώστε να μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Κανείς δεν είναι
υποχρεωμένος να υφίσταται την απομόνωση, τον εξευτελισμό, τη βία και την
υποτίμηση από τους άλλους. Επιπλέον, μπορεί να τον βοηθήσει να αποκτήσει
85
διαπροσωπικές δεξιότητες ώστε να διευρύνει τον κύκλο του, να κάνει δικούς του
φίλους και παρέες (όπου ο ένας θα προσέχει τον άλλο), και να συνειδητοποιήσει ότι
πρέπει να ζητάει βοήθεια από έναν δάσκαλο ή άλλον ενήλικα όταν τη χρειαστεί. Οι
δράστες δεν επιθυμούν να υπάρχουν μαρτυρίες ενώ το περιστατικό πρέπει να
καταγραφεί άμεσα (Swearer et.al., 2001).
Έρευνα που αφορά συμμορίες ανηλίκων (12-18 ετών) σε σχολεία της Botswana
(Malete, 2007) ισχυρίζεται ότι η αστικοποίηση, τα υψηλά ποσοστά ανεργίας και
86
φτώχειας, όπως και τα αυξημένα ποσοστά θνησιμότητας (εξαιτίας του ιού του
HIV/AIDS) έπληξαν την παραδοσιακή δομή της οικογένειας, με αποτέλεσμα την
αύξηση μονογονεικών οικογενειών και του ποσοστού των ορφανών παιδιών που
μεγαλώνουν με συγγενείς. Αυτές οι αλλαγές επηρέασαν την ανατροφή των παιδιών,
τα παιδιά μεγαλώνουν με την αντίληψη ότι είναι αγένεια να εκφράζουν τη προσωπική
τους άποψη στους ενήλικες. Η περιορισμένη εμπλοκή των παιδιών στην επίλυση
προβλημάτων ή την λήψη αποφάσεων για θέματα που τους αφορούν, τους οδηγεί
στην εσωτερίκευση των σκέψεων και των συναισθημάτων τους.
Ενδιαφέρουσα είναι και η μελέτη των Holt, Kaufman και Finkelhor (2008) που
διαπιστώνουν ότι τα παιδιά που εκφοβίζουν αλλά και αυτά που εκφοβίζονται είναι
πολύ πιθανόν να εκτίθενται σε αρνητική γονική συμπεριφορά. Τα θύματα είναι
περισσότερο πιθανόν στο οικογενειακό τους περιβάλλον να αντιμετωπίζουν υψηλά
επίπεδα κριτικής, κακοποίηση και ελαστικότητα σε κανόνες ενώ οι θύτες
αντιμετωπίζουν κυρίως έλλειψη επιτήρησης, κακοποίηση και εκτίθενται σε
καταστάσεις ενδοοικογενειακής βίας. Πρόσφατα, οι Lereya, Samara & Wolke (2013)
επίσης συνδέουν τη θυματοποίηση αλλά και το θύμα-θύτη με άσχημη συμπεριφορά
των γονέων, αναφερόμενοι σε κακοποιητική συμπεριφορά και παραμέληση με
αποτέλεσμα τα θύματα να εκδηλώνουν άγχος και κατάθλιψη.
87
επιθέσεις. Όλα αυτά υπονομεύουν το αίσθημα αγάπης και σεβασμού προς το παιδί
(Turkel, 2007).
Η στενή σχέση πατέρα - παιδιού (σχέση αγάπης και σεβασμού) έχει αποδειχθεί ότι
συμβάλει στην ευτυχία του παιδιού και στην ικανοποίηση που νιώθει για τη ζωή του.
Πρόσφατες έρευνες έχουν δείξει ότι τα παιδιά που έχουν αναπτύξει καλές σχέσεις με
τους πατέρες τους τείνουν να είναι ψυχολογικά ευπροσάρμοστα, να έχουν καλές
σχολικές επιδόσεις, δεν εμφανίζουν αντικοινωνικές συμπεριφορές και εμπλέκονται σε
επιτυχημένες διαπροσωπικές σχέσεις. Η ενεργή συμμετοχή του πατέρα στην
ανατροφή του παιδιού συνδέεται επίσης θετικά με τη διανοητική του ανάπτυξη, τις
κοινωνικές δεξιότητες, και την απόκτηση ενσυναίσθησης. Όταν τα παιδιά και οι
έφηβοι αισθάνονται κοντά στους πατέρες τους, τους θαυμάζουν και αναζητούν την
ηθική στήριξη, τη βοήθεια τους και τη συμβουλή τους. Η υποστήριξη του πατέρα
προστατεύει τα παιδιά από περαιτέρω θυματοποίηση τους από τους συμμαθητές.
Αντίθετα, η απουσία του πατέρα είναι ένας παράγοντας που συμβάλλει στη μείωση
της ευημερίας και της ακαδημαϊκή επίτευξης των παιδιών αυτών που μεγαλώνουν
μόνο με τις μητέρες τους (Flouri & Buchanan, 2002).
Ο Duncan (2004) συνδέει τη θυματοποίηση του παιδιού με τη στάση και το ρόλο της
μητέρας αναφορικά με την ανάπτυξη της αυτονομίας του αγοριού και το «δέσιμο»
(connectedness) που θα αναπτύξει με το κορίτσι. Αγόρια με υπερπροστατευτικές
μητέρες είναι πολύ πιθανόν να γίνουν θύματα εκφοβισμού λόγω της ελλιπής
καλλιέργειας δεξιοτήτων επίλυσης συγκρούσεων ενώ τα κορίτσια, τα οποία
αντιμετωπίζουν συναισθηματική κακοποίηση και εχθρική συμπεριφορά από τις
μητέρες τους είναι πιθανόν να θυματοποιηθούν λόγω συναισθηματικής ανασφάλειας
και έλλειψης επικοινωνιακών δεξιοτήτων.
88
θυτών, β) των παιδιών θυμάτων, γ) των παιδιών θυτών και θυμάτων και από την
πλευρά δ) των γονέων.
Τα θύματα που είναι και θύτες αναφέρουν επίσης υπεροχή του πατέρα σε σχέση με τη
μητέρα αλλά θεωρούν πως είναι πιο δυνατοί συγκριτικά με αυτούς που
προσδιορίζονται ως μόνο θύτες ή μόνο θύματα. Παρουσιάζουν τους γονείς τους ως
λιγότερο ελεγκτικούς και ζεστούς και τους εαυτούς τους ως παραμελημένα παιδιά
που βιώνουν εκρήξεις θυμού και περισσότερες βίαιες συμπεριφορές από τους γονείς
συγκριτικά με τις δύο παραπάνω κατηγορίες παιδιών.
Οι ίδιοι οι γονείς σπάνια δίνουν την ακριβή εικόνα που έχουν για την οικογένεια τους
και τον τρόπο που ανατρέφουν τα παιδιά τους. Ο Olweus (1980) διεξήγαγε
συνεντεύξεις με γονείς αγοριών θυτών, οι οποίοι παραδέχονται μεγάλη ανοχή
απέναντι σε βίαιες συμπεριφορές των παιδιών τους, αυστηρή πειθαρχία και
αυταρχικές μεθόδους ανατροφής ενώ ο ίδιος παρατήρησε μεγάλη αρνητική
προδιάθεση απέναντι στα παιδιά τους. Οι γονείς αγοριών θυμάτων μιλάνε για
υπερπροστασία των παιδιών τους, και στενή σχέση παιδιού-μητέρας.
89
Συμπερασματικά, οι Stevens et al. (2002) ερευνούν τις αντιλήψεις όλων των
εμπλεκομένων και διακρίνουν ότι τα παιδιά παρουσιάζουν μια πιο αρνητική εικόνα
της οικογενειακής τους κατάστασης συγκριτικά με τους γονείς τους και όπως
υποστηρίζουν οι ερευνητές, η άποψη των παιδιών φαίνεται να πλησιάζει πιο πολύ στη
πραγματικότητα. Τα παιδιά αναφέρουν λιγότερο συναισθηματικό δέσιμο με τους
γονείς τους. Επίσης θεωρούν ότι δεν τους έχει δοθεί η ευκαιρία να εκφράσουν άνετα
τα συναισθήματα και τις απόψεις τους. Η έρευνά όσον αφορά τα παιδιά επίσης
αποκαλύπτει την έλλειψη οργάνωσης, ελέγχου και πειθαρχίας στην οικογένεια και τη
μειωμένη εμπλοκή των γονέων με τον κοινωνικό περίγυρο. Επιπρόσθετα
καταγράφονται εκδηλώσεις θυμού και επιθετικότητας μέσα στην οικογένεια. Τέλος,
είναι αξιοσημείωτο ότι δεν βρέθηκαν διαφορές στις αναφορές των γονέων σχετικά με
την ανατροφή των παιδιών τους ανεξάρτητα σε ποια κατηγορία ανήκουν τα παιδιά.
90
μοιραστούν τις ιδέες τους για το πώς το σχολείο μπορεί να ενθαρρύνει την
οικογενειακή συμμετοχή, να καλωσορίσει όλες τις οικογένειες, και να τις
συμπεριλάβει με διάφορους τρόπους στην εκπαίδευση των παιδιών τους. Τέλος, οι
γονείς μπορούν να εμπλακούν σε ομάδες πρόληψης βίας που ήδη έχουν συντονιστεί
στην κοινότητά τους με στόχο την εξασφάλιση της ασφάλειας των παιδιών τους
(Dwyer, Osher & Warger, 1998).
91
κατάλληλα όρια, ενώ η έλλειψη ορίων είναι ένας από τους ισχυρότερους
καθοριστικούς παράγοντες της αντικοινωνικής συμπεριφοράς. Σύμφωνα με
τον Bandura (1986), οι πιθανές αντικοινωνικές συμπεριφορές δεν θα
αποτραπούν εάν οι γονείς δεν παρακολουθούν τις ενέργειες των παιδιών τους
κατά τη διάρκεια του ελεύθερου χρόνου τους, καθώς υπάρχει η πιθανότητα τα
παιδιά να επιλέξουν αντικοινωνικούς φίλους που θα ενισχύσουν αρνητικές
συμπεριφορές. Οι Idsoe et al. (2008) μελέτησαν όλες τις παραπάνω
διαδικασίες, εξετάζοντας 2.083 Νορβηγούς μαθητές γυμνασίου και βρήκαν
πολύ ισχυρή συσχέτιση του σχολικού εκφοβισμού και της επιβολής κανόνων
από τους γονείς.
92
1.7. ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ
Η οικογένεια δεν είναι απαραίτητα μόνο αυτή που καθορίζει πόσο αποτελεσματικές
είναι οι κρίσιμες διαδικασίες του δεσμού, των κανονισμών και της αυτονομίας στην
ενίσχυση της κοινωνικοποίησης των παιδιών. Το σχολείο και συγκεκριμένα οι
εκπαιδευτικοί μπορούν να παίξουν τον ίδιο σημαντικό ρόλο (Idsoe et al., 2008):
Ενίσχυση της Αυτονομίας των Παιδιών από Δασκάλους: Όπως και στη
περίπτωση των γονέων, αναμένεται ότι και οι δάσκαλοι θα προσπαθήσουν να
υποστηρίξουν την ανάπτυξη της αυτονομίας των παιδιών. Στο σχολικό
93
πλαίσιο, η διαδικασία της αυτονόμησης λαμβάνει τη μορφή ρύθμισης
ευκαιριών ώστε οι μαθητές να συμμετέχουν ενεργά στη λήψη αποφάσεων,
πρωτοβουλιών, και στη διαχείριση του εαυτού. Εάν ο δάσκαλος δεν ενισχύσει
την αυτονόμηση, θα πριμοδοτηθούν εκφοβιστικές συμπεριφορές.
Ο ρόλος του εκπαιδευτικού είναι πολύ ουσιώδης, αφού αποτελεί έναν «σημαντικό
άλλο» για τον μαθητή, ένα παράδειγμα μίμησης γι’ αυτόν. Γι’ αυτό τον λόγο, ο ίδιος
οφείλει να παρεμβαίνει όταν αντιληφθεί ότι ένας μαθητής βρίσκεται σε κίνδυνο.
94
Η θεωρία δεσμού ή προσκόλλησης του Bowlby (1982) θέλει την ποιότητα της
σχέσης με τους δασκάλους να επηρεάζει την ψυχο-συναισθηματική εξέλιξη του
παιδιού, τόσο σε ενδο-ατομικό επίπεδο (αυτοεκτίμηση, ρύθμιση συναισθήματος) όσο
και σε διαπροσωπικό επίπεδο (σχέσεις με συμμαθητές, κοινωνικό περίγυρο). Οι
εκπαιδευτικοί μπορούν να λειτουργήσουν και ως υποκατάστατο μιας σχέσης γονεϊκού
δεσμού, ως ασφαλής βάση για τη καλύτερη ένταξη των παιδιών στο σχολικό
περιβάλλον.
Σύμφωνα με τον Rogers (1957) για να αναπτυχθεί ένα άτομο χρειάζεται η σχέση που
θα δημιουργηθεί μεταξύ του μαθητή και του δασκάλου, να χαρακτηρίζεται από
συνοχή και σταθερότητα, από αποδοχή και θετική αντιμετώπιση “χωρίς όρους”, και
τέλος από ικανότητα μεταβίβασης της ενσυναίσθησης από τον εκπαιδευτικό προς τον
βοηθούμενο μαθητή. Η αποδοχή αποτελεί τη βάση της ενσυναίσθησης και είναι
στενά συνδεδεμένη με την μη επικριτική στάση του εκπαιδευτικού σε σχέση με τις
ενέργειες και τα κίνητρα του μαθητή (Rogers, 1961, 1967). Είναι σημαντικό ο
εκπαιδευτικός να αποδεχτεί το μαθητή του, ακόμα και αν αυτός είναι “νταής”,
αυθάδης, βίαιος, θα πρέπει όμως να αποφευχθεί η σύγχυση και η χρησιμοποίηση της
αποδοχής και της κατανόησης που συνοδεύουν την ενσυναίσθηση, ως τρόπου
“συγχώρεσης” της παραβατικής ή αρνητικής συμπεριφοράς του μαθητή (Bohart &
Todd, 1988).
Ο διαχωρισμός των παιδιών με βάση την επίδοσή τους στα σχολικά μαθήματα
παίζει σημαντικό ρόλο στην ψυχολογία του παιδιού που αυτομάτως θα αισθανθεί
ανάξιο ή αναλόγως θα εντάξει τον εαυτό του στην ελίτ ομάδα του σχολείου
(Ζαφειριάδης, 2002). Οι διαφορετικές σχολικές επιδόσεις μπορεί να μην είναι παρά
95
το αποτέλεσμα της έως τότε συνολικής διαμόρφωσης της προσωπικότητά των
μαθητών μέσα σε διαφοροποιημένα, δηλαδή κοινωνικο - οικονομικά προσδιορισμένα
οικογενειακά περιβάλλοντα. Τις περισσότερες φορές πίσω από τους μαθητές που
«δεν παίρνουν τα γράμματα» βρίσκονται γονείς από κατώτερα κοινωνικοοικονομικά
και μορφωτικά στρώματα, με χαμηλές προσδοκίες, άγνοια και γονείς ανεπαρκείς και
αδιάφοροι. Επισκέπτονται αραιά το σχολείο για να ενημερωθούν για τη φοίτηση των
παιδιών τους, δεν είναι ευχαριστημένοι και δεν έχουν ιδιαίτερες απαιτήσεις από τη
σχολική επίδοση των παιδιών τους, θεωρούν τη παρατήρηση του εκπαιδευτικού ως
αρνητική κριτική και συχνά σταματούν να έχουν επαφή με το σχολείο. Παράλληλα
πρέπει να επισημάνουμε, ότι η καλλιέργεια ενός μαθητή από τα ανώτερα κοινωνικο-
οικονομικά στρώματα είναι κατά βάση κοντινή με τη σχολική παιδεία, δηλαδή είναι
ήδη εφοδιασμένος με μια γενική προδιάθεση στη μάθηση.
Πολλές φορές οι εκπαιδευτικοί επικεντρώνουν τον ρόλο τους όχι στην με κάθε τρόπο
προσπάθεια παροχής βασικών εφοδίων σε όλους τους μαθητές αλλά στο διαχωρισμό
των μαθητών σε «καλούς» και «κακούς» (Ζαφειριάδης, 2002). Η σχολική
βαθμολογία αποτελεί ‘δείκτη αυτοαξίας’ για τον μαθητή. Το σχολείο δηλώνει ότι ο
‘κακός’ μαθητής είναι και ο ‘προβληματικός’ και προσπαθεί να ελέγξει τη δύσκολη
συμπεριφορά του εφαρμόζοντας ιδιαίτερα αυταρχικές τακτικές. Αυτό έχει ως
αποτέλεσμα οι ‘κακοί μαθητές’ να εισπράττουν την αυστηρότητα των καθηγητών ως
απειλή και να αντιδρούν με βασικούς μηχανισμούς άμυνας, περισσότερη άρνηση για
την εκπαιδευτική διαδικασία και απομόνωση. Ταυτόχρονα, αποδέχονται ότι έχουν
περιορισμένες δυνατότητες, συρρικνώνεται η αυτοεκτίμηση τους καθώς βιώνουν την
απόρριψη και από τους συμμαθητές τους με αποτέλεσμα να αντιλαμβάνονται το
σχολικό περιβάλλον ως εχθρικό και να αποξενώνονται. Αναζητούν λοιπόν, μια ομάδα
συνομηλίκων που θα είναι θετικά προκείμενοι προς την επιθετική συμπεριφορά, και
στην ομάδα αυτή βρίσκουν ταυτότητα και αλληλεγγύη, έτσι χρησιμοποιούν την
απόκλιση ως μηχανισμό κοινωνικής καταξίωσης.
Από την άλλη πλευρά, οι ‘καλοί’ μαθητές δέχονται συνεχή στήριξη και επιβράβευση
από τους καθηγητές τους, οι οποίοι ταυτόχρονα δείχνουν υπομονή, κατανόηση και
μπορεί να παραβλέπουν προβλήματα απειθαρχίας. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα οι
καλοί να ανταποκρίνονται με μεγαλύτερο ζήλο για μάθηση, εφόσον υπάρχουν
κίνητρα από το σχολικό περιβάλλον. Παράλληλα είναι δημοφιλείς στους συμμαθητές
96
τους και έχουν υψηλότερη αυτοαντίληψη. Το αποτέλεσμα είναι το σχολείο να
διαιωνίζει τις κοινωνικές ανισότητες που υπάρχουν μεταξύ των μαθητών (Baker,
1998).
Ο Baker (1998) επισημαίνει τον διττό ρόλο της σχολικής κοινότητας. Το σχολείο
παρουσιάζεται είτε ως παράγοντας επικινδυνότητας, πρόκλησης περιστατικών βίας
ή ως προστατευτικός παράγοντας, ρυθμιστικός για τα παιδιά που κινδυνεύουν να
πέσουν θύματα εκφοβισμού. Απέναντι στην πραγματικότητα της διαφοροποίησης των
μαθητών, το σχολείο ορθώνεται ισοπεδωτικό, άκαμπτο, με τις δικές του αξίες,
πρακτικές, απαιτήσεις, ζητάει από ένα ανομοιογενές μαθητικό σύνολο τις ίδιες
επιδόσεις, και ικανότητες. Αγνοεί τις μορφωτικές ανισότητες, βραβεύει τη μορφωτική
κληρονομιά, μεταμορφώνει τις μη ευνοημένες καταστάσεις (μαθητές από λαϊκά
στρώματα, υποβαθμισμένες περιοχές) σε ασχετοσύνη. Το ίδιο το σχολικό σύστημα
αποδίδει λανθασμένα τη διαφοροποίηση των παιδιών στις σχολικές επιδόσεις στις
ελλείψεις τους ή στα πλεονεκτήματά τους και όχι στη δική του ανικανότητα να
προσφέρει στον κάθε μαθητή ότι χρειάζεται.
Οι Scott et al. (2001) μιλάνε για ένα ‘Κύκλο Ακαδημαϊκής και Κοινωνικής
Αποτυχίας’. Παρατηρούν ότι οι εκπαιδευτικοί δίνουν λιγότερη προσοχή στους
μαθητές με προβλήματα συμπεριφοράς, δεν είναι απαιτητικοί, δεν αφιερώνουν χρόνο
να επεξηγήσουν και να απαντήσουν σε τυχόν προβληματισμούς/δυσκολίες, με
αποτέλεσμα οι μαθητές να έχουν χαμηλές σχολικές επιδόσεις, να αποφεύγουν
οποιονδήποτε και οτιδήποτε σχετίζεται με το σχολείο, να αντιμετωπίζουν την ανεργία
και να καταπιάνονται με παράνομες δραστηριότητες που συχνά τους οδηγούν και σε
φυλάκιση. Οι Glueck & Glueck (1940) διαπίστωσαν ότι διπλάσιο ποσοστό ανηλίκων
με παραβατική συμπεριφορά απ’ ότι η ομάδα ελέγχου βρίσκονταν τουλάχιστον δύο
τάξεις χαμηλότερα από εκείνη που θα έπρεπε να βρίσκονται με βάση την ηλικία τους.
Επίσης το 64% του δείγματος έκανε αδικαιολόγητες απουσίες και είχαν ως
χαρακτηριστικό τις χαμηλές σχολικές επιδόσεις.
97
1.7.2. Παθητική στάση Εκπαιδευτικών σε Περιστατικά Εκφοβισμού
Ο Boulton (1997) ήταν ο πρώτος που διερεύνησε τις απόψεις των εκπαιδευτικών για
τον εκφοβισμό και τόνισε πως δεν αντιλαμβάνονται τις έμμεσες μορφές σχολικής
επιθετικότητας, ενώ το 87% των δασκάλων ανέφεραν ότι χρειάζονται περισσότερη
εκπαίδευση καθώς δεν εμπιστεύονται την ικανότητα τους να παρέμβουν
αποτελεσματικά (ανεξάρτητα από τα χρόνια προϋπηρεσίας).
Η μελέτη των Bauman & Del Rio (2005) σε καθηγητές και δασκάλους των ΗΠΑ και
της Μεγάλης Βρετανίας στηρίζει την άποψη ότι οι εκπαιδευτικοί έχουν
υπερεκτιμήσει την ικανότητα τους να αντιληφτούν τα περιστατικά εκφοβισμού
στο σχολείο τους αλλά και να επέμβουν. Η πλειοψηφία των μαθητών θεωρούν πως οι
εκπαιδευτικοί δεν έχουν συνειδητοποιήσει την σοβαρότητα της κατάστασης. Ένας
98
στους τέσσερις δασκάλους δεν αντιλαμβάνεται την κοροϊδία, τα πειράγματα, τον
κοινωνικό αποκλεισμό, την επιδιωκόμενη απομάκρυνση των φίλων, και τη διαρροή
κακοηθών και ψευδών φημών ως εκφοβισμό. Εφόσον δυσκολεύονται να διακρίνουν
τις διάφορες μορφές βίας που εκδηλώνονται στον σχολικό χώρο, συχνά
αντιμετωπίζουν σοβαρές καταστάσεις παθητικά και φαίνονται ανεπαρκείς στην
οποιαδήποτε παρέμβαση τους.
Μεγάλο ποσοστό εκπαιδευτικών και των δύο χωρών παρουσίασαν τον θύτη ως παιδί
με χαμηλή αυτοεκτίμηση και έστρεψαν τα προγράμματα παρέμβασης που
συμμετείχαν προς τη κατεύθυνση ενίσχυσης της εικόνας των θυτών. Όμως, τα
δεδομένα της έρευνας των Bauman & Del Rio (2005) αντικρούουν τις παραδοχές
των δασκάλων, υποστηρίζοντας πως οι θύτες έχουν πολύ υψηλή αυτοπεποίθηση,
είναι δημοφιλή παιδιά ως προς τους συνομηλίκους και αισθάνονται ότι οι
συμπεριφορές τους είναι αποδεκτές από το σχολικό σύστημα. Πολλές έρευνες
ενισχύουν τη θεώρηση πως η ενσυναισθητική κατανόηση των εκπαιδευτικών παίζει
σημαντικό ρόλο στις ερμηνείες που δίνουν για τις επιθετικές συμπεριφορές αλλά και
στη πιθανότητα μεσολάβησής τους. Εφόσον οι εκπαιδευτικοί εξοπλιστούν με σωστή
πληροφόρηση, και κατανόηση του σημαντικού ρόλου τους στη προστασία του
μαθητή, θα μπορέσουν να συμβάλλουν στην αντιμετώπιση του προβλήματος.
Ομοίως, οι Craig, Henderson & Murphy (2000) εξετάζουν την τοποθέτηση Καναδών
εκπαιδευτικών απέναντι στο σχολικό εκφοβισμό και τα ευρήματά τους έδειξαν πως οι
δάσκαλοι δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν και να αντιδράσουν στον συναισθηματικό
πόνο και στη ψυχολογική θυματοποίηση, σε αντίθεση με την άμεση ευαισθητοποίηση
και παρέμβασή τους σε εκδηλώσεις σωματικής βίας. Οι μαθητές αναφέρουν ότι οι
καθηγητές τους επεμβαίνουν σε κάποιο περιστατικό ‘σχεδόν ποτέ’ ή ‘μια φορά στο
τόσο’. Σημαντικό ρόλο στην αναγνώριση και αντιμετώπιση του προβλήματος είναι οι
παραδοχές των καθηγητών. Αυτοί που τείνουν να διαπαιδαγωγούν βασισμένοι σε
‘στερεότυπες ανδρικές αξίες’ όπως η ανεξαρτησία, η δύναμη, η ανταγωνιστικότητα,
η διεκδικητική συμπεριφορά καλλιεργούν τον εκφοβισμό, εφόσον δεν τον διακρίνουν
και αρνούνται να αντιδράσουν. Αντίθετα, απαραίτητοι γίνονται οι εκπαιδευτικοί με
έντονη ενσυναίσθηση, που επιθεωρούν συχνότερα τους χώρους π.χ. το προαύλιο,
παρατηρούν, συμπάσχουν με τα θύματα, αντιλαμβάνονται και τις έμμεσες μορφές
99
εκφοβισμού, κατανοούν τη σοβαρότητα της κατάστασης, επιμορφώνονται και
ανταποκρίνονται άμεσα και σωστά.
Η εικόνα των σημερινών σχολείων ενισχύεται από τον συνωστισμό πολλών μαθητών
σε μία τάξη, την ελλιπή επιτήρηση στη διάρκεια των διαλλειμάτων, τον μεγάλο
όγκο διδακτέας ύλης (που απαιτεί ανεπτυγμένες γνωστικές και οργανωτικές
ικανότητες, δεξιότητες διαχείρισης χρόνου), και την απομάκρυνση μεγάλου
ποσοστού μαθητών από τη διαδικασία της μάθησης (78% των μαθητών που
προσαρμόζονται δύσκολα έχουν άτακτη φοίτηση, Ζαφειριάδης, 2002). Παράλληλα
μερικοί εκπαιδευτικοί επιλέγουν να αντιμετωπίσουν τη βίαιη συμπεριφορά των
μαθητών, είτε με σωματική τιμωρία είτε με επίπληξη, προσβολές, σαρκαστικά σχόλια
και πολλές φορές με αποβολή από τα μαθήματα, που στοχεύουν στη πειθαρχία του
παιδιού. Όλες αυτές οι τακτικές οδηγούν τον μαθητή να αναπτύξει συναισθήματα
θυμού, μίσους και να αποξενωθεί από τη μαθησιακή διαδικασία, συχνά επίσης
100
εμπλέκεται σε βανδαλισμούς προς τη σχολική περιουσία. Η βία στα σχολεία
αντανακλά μια αποτυχημένη σχολική κοινότητα (Hyman & Perone, 1998).
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η μελέτη των James et al. (2008) σε 2.300 μέλη σχολικών
κοινοτήτων. Οι ερευνητές αναφέρουν ότι το 30% των μαθητών επικαλούνται πως
είναι θύματα εκφοβισμού από τους καθηγητές τους (συμπεριφορές που θεωρούνται
από τους καθηγητές ως αποδεκτές πειθαρχικές μέθοδοι), και το 28,2% των μαθητών
παραδέχονται ότι εκφοβίζουν τους καθηγητές τους (κατά κύριο λόγο, τους
παρενοχλούν σεξουαλικά). Αυτή η αμφίδρομη σχέση έχει αντίκτυπο στην εικόνα που
έχουν οι μαθητές για τους καθηγητές-πρότυπα. Στη περίπτωση που οι μαθητές
παρακολουθούν τους καθηγητές τους να γελοιοποιούνται από συμμαθητές τους ή και
οι ίδιοι μπορούν να τους εκμεταλλευτούν, δεν πιστεύουν στην ικανότητα των
καθηγητών να αντιμετωπίσουν τη βία μεταξύ συμμαθητών και δεν μπορούν να
στηριχτούν στους καθηγητές για βοήθεια εάν πέσουν θύματα εκφοβισμού. Αλλά και
στη περίπτωση που οι καθηγητές απειλούν, αγνοούν, σχολιάζουν αρνητικά και
ταπεινώνουν μαθητές μπροστά σε όλη την τάξη, χάνουν αυτόματα τον σεβασμό των
μαθητών τους και τους παραδειγματίζουν ώστε να συμπεριφέρονται με τον ίδιο
προσβλητικό τρόπο. Συνεπώς, και στις δύο περιπτώσεις η παρέμβαση των καθηγητών
είναι ανεπιτυχής.
Οι Hope & Bierman (1998) επισημαίνουν ότι τα σχολεία στις αγροτικές περιοχές της
Αμερικής παρουσιάζουν ελλείψεις συγκριτικά με αυτά που λειτουργούν σε αστικές
περιοχές. Μειονεκτούν στο ότι έχουν λιγότερα κονδύλια (έξοδα), περιορισμένη
διδακτέα ύλη, κακοπληρωμένους και λιγότερο εκπαιδευμένους εκπαιδευτικούς,
παρόλα αυτά πλεονεκτούν σε σχέση με τα αστικά κέντρα στο ότι έχουν χαμηλά
ποσοστά σχολικής βίας. Προβλήματα όπως περιστατικά εκφοβισμού, μαθητές με
διαταραχή διασπαστικής συμπεριφοράς και αρνητική επιρροή από συμμαθητές που
υποστηρίζουν βίαιες συμπεριφορές, καθηγητές με δυσκολία διαχείρισης της τάξης,
καταγράφονται σε σχολεία αστικών περιοχών με μεγαλύτερη συχνότητα και
σοβαρότητα συγκριτικά με αυτά των αγροτικών περιοχών. Οι μαθητές των σχολείων
αστικών περιοχών που εκδηλώνουν εκφοβιστική συμπεριφορά οδηγούνται σε
μετέπειτα ακαδημαϊκή αποτυχία και υιοθετούν παραβατική συμπεριφορά ως
ενήλικες. Ενώ οι μαθητές των σχολείων αγροτικών περιοχών που εκδηλώνουν
101
προβλήματα βίαιης συμπεριφοράς υπάρχει μεγαλύτερη πιθανότητα να
δημιουργήσουν δυσλειτουργικές οικογένειες, εξασκώντας ενδο-οικογενειακή βία.
102
σχολείο τους, διαπραγματεύονται ανοιχτά θέματα που αφορούν τους μαθητές και
εργάζονται συνεργατικά με άλλους φορείς με σκοπό να τους προστατέψουν από
περεταίρω θυματοποίηση (Sapouna, 2010).
Η έρευνα της Sapouna (2010) είναι η πρώτη που αποδεικνύει ότι τα χαμηλά επίπεδα
συλλογικής αποτελεσματικότητας στα σχολικά δίκτυα οδηγούν σε συχνότερη
θυματοποίηση. Οι τάξεις με υψηλά επίπεδα συλλογικής αποτελεσματικότητας
χαρακτηρίζονται από αμοιβαία εμπιστοσύνη και μηχανισμούς άτυπου κοινωνικού
ελέγχου, και αποδεικνύεται πως παρουσιάζουν λιγότερα κρούσματα θυματοποίησης
αλλά οι θύτες συνεχίζουν να στοχεύουν πάρα το γεγονός ότι μειώθηκε το ποσοστό
των πιθανών στόχων.
Ο ρόλος θύτης και ο ρόλος θύμα χαρακτηρίζονται από τη συχνότητα της δράσης ή
της θυματοποίησης αντίστοιχα (όταν συμβαίνει μερικές φορές, μία ή περισσότερες
φορές την εβδομάδα, σε επαναλαμβανόμενη, συστηματική βάση, για ένα διάστημα -
το λιγότερο - τριών μηνών). Στη διάρκεια του δημοτικού σχολείου, δεν παρατηρείται
σταθερότητα στον ρόλο του θύματος, αντίθετα ο ρόλος του θύτη είναι πιο σταθερός
(μεγάλο ποσοστό των παιδιών παραμένουν στο ρόλο του θύτη πάνω από τέσσερις
μήνες). Στη διάρκεια του γυμνασίου, δύο στους τρεις θύτες και δύο στα τρία θύματα
διατηρούν τον ρόλο τους για περίοδο τουλάχιστον ενός χρόνου (ρόλοι εδραιωμένοι),
ακόμα και εάν οι καθηγητές ή το ευρύτερο πλαίσιο της τάξης αλλάξει. Ένα στα πέντε
θύματα κατά τη διάρκεια του δημοτικού παραμένει θύμα όταν φοιτά στο γυμνάσιο,
ενώ ένας στους τρεις θύτες του δημοτικού παραμένει θύτης όταν φοιτά στο γυμνάσιο.
Έτσι, μόνο ο ρόλος του θύτη στο δημοτικό αποτελεί παράγοντα επικινδυνότητας ως
προς τη διατήρηση του ρόλου του και στο γυμνάσιο (Schäfer et al., 2005).
103
γρήγορα διαλύονται από το θύμα το οποίο επιλέγει να συναναστραφεί με κάποιο
ισότιμο συμμαθητή (νέα δυάδα), γεγονός που εξηγεί τον ασταθή ρόλο του θύματος
στο δημοτικό. Αντίθετα κατά τη διάρκεια του γυμνασίου δομούνται ιεραρχίες
μεταξύ των συμμαθητών. Όσο πιο δομημένη είναι η κοινωνική συγκρότηση της
τάξης, τόσο πιο μεγάλη είναι η πιθανότητα τα θύματα να τοποθετηθούν στο τέρμα της
ιεραρχίας. Η κοινωνική ταξινόμηση υποδεικνύει τους πιο αδύναμους μαθητές και έτσι
διευκολύνει το κυνήγι εξουσίας του θύτη καθοδηγώντας τον προς τους προφανείς
εύκολους στόχους. Σε αυτό το ιεραρχικό σύστημα, τα θύματα δεν μπορούν να
στηριχτούν στους συμμαθητές τους, μάλιστα παρατηρείται έντονη απόρριψη των
θυμάτων από τους συμμαθητές, αντιθέτως στο δημοτικό σχολείο οι συμμαθητές
απορρίπτουν τους θύτες και όχι τα θύματα. Εάν έχει κάποιος μαθητής απορριφτεί
από τους συμμαθητές του στο δημοτικό, υπάρχει αυξημένος κίνδυνος να συνεχίσει να
βιώνει απόρριψη για τα επόμενα έξι χρόνια της ζωής του. Συμπερασματικά, ο βαθμός
ιεραρχικής δόμησης που επικρατεί στην τάξη ενός δημοτικού σχολείου μπορεί να
ρυθμίσει τον βαθμό σταθερότητας του ρόλου του θύματος αλλά δεν επηρεάζει το
βαθμό σταθερότητας του ρόλου του θύτη (Schäfer et al., 2005).
Κάποιες πρακτικές αντιμετώπισης της σχολικής βίας σε χώρες του εξωτερικού όπου
το φαινόμενο έχει λάβει μεγάλες διαστάσεις (μαζικές ανθρωποκτονίες από πρόθεση)
συμπεριελάμβαναν τη χρήση ανιχνευτών μεταλλικών αντικειμένων, αυξημένη
αστυνομική παρουσία στο σχολικό χώρο (μυστικοί πράκτορες), σωματικές έρευνες σε
μαθητές, χρήση ειδικών ταυτοτήτων για τα μέλη της σχολικής κοινότητας. Όλες
αυτές οι τακτικές είναι περισσότερο πρακτικές επιβολής του νόμου, παρά
εκπαιδευτικές τεχνικές και αποδείχτηκαν αναποτελεσματικές για τη μείωση του
φαινομένου. Αντίθετα, προκάλεσαν δυσπιστία στους μαθητές, άρνηση, άγχος και
εκδικητική διάθεση (Hyman & Perone, 1998).
104
εκπαιδευτικό σύστημα καλείται να εξαλείψει το φαινόμενο, μέσω της κατάλληλης
χρήσης μεθόδων και τεχνικών (δραματοποίηση, θεατρικό παιχνίδι, σχηματικές
αναπαραστάσεις, προσομοίωση ρόλων, γνωστική ασυμφωνία, επίλυση προβλημάτων
και χρήση μεταφορών). Οι τεχνικές είναι κυρίως, βιωματικές και ενεργητικές,
καλλιεργούν χαρακτηριστικά, όπως η ομαδικότητα, η συνεργασία και η ανάδειξη της
προσωπικότητας και αποβλέπουν στην παροχή κινήτρων, στην ενίσχυση της
αυτοεκτίμησης του μαθητή και στην οικοδόμηση ενσυναίσθησης (Dautenhahn,
Woods & Kaouri, 2007. Weare & Gray, 2000).
105
εκφοβισμού, πόσο συχνά, και πού, β) τη δημιουργία ενός ασφαλούς χώρου
επανδρωμένο με συμβούλους, και δασκάλους ή καθηγητές όπου ο μαθητής μπορεί να
καταγγείλει κάποιο περιστατικό και να ζητήσει βοήθεια, γ) την ενίσχυση των
επιτηρήσεων κατά τη διάρκεια των διαλλειμάτων, δ) την ενδυνάμωση της κοινωνικής
υπόστασης του θύματος, εκπαιδεύοντας το να αποκτήσει βασικές κοινωνικές
δεξιότητες, όπως τρόπους πρόσκλησης ενός συμμαθητή να συμμετέχει σε παιχνίδι ή
τρόπους να εισχωρήσει στο παιχνίδι των άλλων. Ακόμα, ο εκπαιδευτικός μπορεί να
‘ωθήσει’ το θύμα στην απόκτηση νέων φίλων, ζευγαρώνοντας με τυχαίο τρόπο τους
μαθητές της τάξης και παροτρύνοντας τους να συνεργαστούν ως δυάδες σε
δραστηριότητες. Πολλές φορές ο εκπαιδευτικός αλλάζει ακόμα και τις θέσεις των
μαθητών ώστε να ενθαρρύνει νέες σχέσεις, ε) την επιμόρφωση μεγαλύτερων μαθητών
εθελοντών να επιτηρούν και να βοηθούν μικρότερους μαθητές, ώστε να δημιουργηθεί
ένα δίκτυο αλληλο-υποστήριξης, στ) την εκμάθηση δεξιοτήτων επιβολής προς τον
επίδοξο θύτη (το θύμα πρέπει να μάθει να παραμένει ψύχραιμο, να στέκεται άκαμπτο,
σκληρό και να κοιτάζει το θύτη στα μάτια, να συμπεριφέρεται με επιβλητικό τρόπο
ακόμα και όταν δέχεται τη προκλητική συμπεριφορά, ώστε να μην δείξει στον δράστη
ότι αναστατώθηκε, π.χ. να αρνηθεί αυστηρά και με δύναμη εάν δεν θέλει να κάνει
κάτι που του λένε να κάνει, και να διαφύγει από την κατάσταση εάν αρχίζει να
θυμώνει. Ο θύτης πρέπει να καταλάβει ότι το θύμα δεν είναι ‘εύκολος στόχος’ αλλά,
και το θύμα δεν πρέπει να συγχέει την επιβολή με την επιθετικότητα (Wright, 2003).
106
προς τον παρατηρητή εάν δεν αναζητήσει τρόπους να βοηθήσει τον θύτη ή
αποφασίσει να πάει με το μέρος του θύτη, τέλος, η) ο εκπαιδευτικός χτίζει δεσμούς
μεταξύ των παρατηρητών και των πιθανών θυμάτων (επιδιώκει φιλίες μεταξύ
μεγαλύτερων και μικρότερων παιδιών με σκοπό τη προστασία των πιο μικρών)
(Wright, 2003).
Τα βήματα δράσης των μαθητών για την πρόληψη του φαινόμενου του σχολικού
εκφοβισμού πρέπει να είναι τα ακόλουθα: α) συζήτηση με φίλους, μοίρασμα των
ενοχλητικών σκέψεων και των συναισθημάτων που αντιμετωπίζουν, ενθάρρυνση να
αναζητήσουν βοήθεια από κάποιον ενήλικα που εμπιστεύονται (τον σχολικό
ψυχολόγο ή τον εκπαιδευτικό), ενημέρωση των γονέων για οποιαδήποτε ανησυχία, β)
συντονισμός μαθητικών οργανώσεων για την καταπολέμηση της βίας και επαφές με
κοινοτικές ομάδες για την υποστήριξη δραστηριοτήτων που βοηθούν τους νέους να
σκεφτούν τους τρόπους να αποτραπεί η σχολική και η κοινοτική βία, γ) ενεργή
συμμετοχή σε προγράμματα πρόληψης βίας που διοργανώνει το σχολείο με σκοπό
την απόκτηση κοινωνικών δεξιοτήτων και εφαρμογή των νέων δεξιοτήτων στο σπίτι,
στη γειτονιά, στη κοινότητα, δ) εθελοντική εργασία ως σύμβουλοι, μέντορες για τους
νεότερους μαθητές ή/και παροχή ιδιαίτερων μαθημάτων σε αδύναμους συνομηλίκους
(Dwyer, Osher & Warger, 1998).
107
1.8. ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ
108
1.8.1. Έγκαιρες Προειδοποιητικές Ενδείξεις
109
Πιο συγκεκριμένα, ο Olweus (1993) πρότεινε ένα σύνθετο πρόγραμμα που
περιλαμβάνει τρία στάδια: 1. Στάδιο διαμεσολάβησης σε επίπεδο σχολείου: όπου
εκπαιδεύεται το διδακτικό προσωπικό. Οι καθηγητές διεξάγουν έρευνα μεταξύ των
μαθητών (ανώνυμα ερωτηματολόγια) για να διαπιστώσουν την φύση και την διάδοση
του προβλήματος, ενεργοποιείται ένα σύστημα επίβλεψης κατά τη διάρκεια των
διαλειμμάτων, και διοργανώνονται σχολικές «συνελεύσεις» για την συζήτηση του
θέματος. 2. Στάδιο διαμεσολάβησης σε επίπεδο τάξης: οι καθηγητές αναπτύσσουν
διαλεκτική σχέση με τους μαθητές (διδασκαλία “εναλλακτικών τρόπων αντίδρασης”
σε μαθητές – θύτες με ασκήσεις ‘role-playing’§ και σχετικές εργασίες) με σκοπό τη
θέσπιση κανόνων κατά του εκφοβισμού. Επίσης, συγκαλούν συχνές συναντήσεις με
τους γονείς (parent-teacher conference days) με σκοπό να καταδειχθεί η
σημαντικότητα της ανάμειξής τους για την επιτυχία του προγράμματος και να
ενθαρρυνθεί η υποστήριξη του προγράμματος από τους γονείς. 3. Στάδιο
διαμεσολάβησης σε ατομικό επίπεδο, κατά το οποίο αναλύονται προσωπικά
βιώματα και εμπειρίες βίας από τους μαθητές θύτες/θύματα.
O Olweus (2005) επισημαίνει την επιτυχία του πρώτου ‘First Bergen Project’, αλλά
ταυτόχρονα αξιολογεί το αμέσως επόμενο πρόγραμμα παρέμβασης (New Bergen
Project) και παραδέχεται πως το δεύτερο είχε λιγότερη επίδραση από το πρώτο
πρόγραμμα (μείωση περιστατικών της τάξης του 21% - 38%) αλλά τονίζει πως η
§
Μέσα από τα παιχνίδια ρόλων, τα θύματα ενθαρρύνονται να εκφράσουν τα συναισθήματα πόνου,
οργής, αγανάκτησης, ενώ οι θύτες τους παρακολουθούν, αντιλαμβάνονται το μέγεθος της ζημιάς που
προκάλεσαν και προσπαθούν να ηρεμήσουν τα θύματα.
110
δεύτερη αξιολόγηση έγινε άμεσα σε διάστημα λιγότερο των έξι μηνών και αυτό δεν
είναι αντιπροσωπευτικό διάστημα εξέτασης της επιτυχίας ενός προγράμματος.
Σύμφωνα με τους Colvin et al. (1998) μία αδυναμία της παρέμβασης του Olweus,
ήταν η περιορισμένη εστίαση στην εκπαίδευση των θυτών σε φιλο-κοινωνικές
δεξιότητες. Ο σχολικός εκφοβισμός είναι μια αντικοινωνική συμπεριφορά και πρέπει
να αντικατασταθεί από φιλο-κοινωνικές συμπεριφορές, σεβασμό για τα ατομικά
δικαιώματα και εκδήλωση ενδιαφέροντος. Τα παιδιά που είναι επιρρεπή σε χρόνια
θυματοποίηση πιθανότατα εκδηλώνουν συμπεριφορές κοινωνικής απόσυρσης και
είναι σαφές ότι θα ωφεληθούν από την εκπαίδευση κοινωνικών δεξιοτήτων (SST
social skills training) ειδικά από την διδασκαλία μεθόδων επίλυσης ψυχικών
συγκρούσεων (conflict resolution) και επίλυσης διαπροσωπικών προβλημάτων (social
problem solving) (Fox & Boulton, 2005). Η εκπαίδευση σε κοινωνικές δεξιότητες
(π.χ. μαθαίνω να μοιράζομαι, να διεκδικώ, να απαιτώ και να αρνούμαι, να επιλύω
συναισθηματικές συγκρούσεις, να συμπάσχω, να μπαίνω στη θέση του άλλου, να
βρίσκω λύσεις σε προβλήματα) είναι απαραίτητη σε οποιοδήποτε πρόγραμμα
παρέμβασης ενάντια στον εκφοβισμό. Οι μαθητές πρέπει να μάθουν να αναγνωρίζουν
τα φυσικά σημάδια διέγερσης θυμού και να παράγουν εναλλακτικούς, θετικούς
τρόπους διαχείρισης (anger management). Η γνώση των τρόπων επίλυσης των
συγκρούσεων θα δώσει στους μαθητές ένα αναπτυξιακό πλεονέκτημα και θα φέρει
μελλοντικές ακαδημαϊκές και επαγγελματικές επιτυχίες, καθώς θα βελτιωθεί η
ποιότητα των σχέσεων με τους φίλους, τους συνεργάτες, την οικογένεια, και γενικά
θα ενισχυθεί η μακρόχρονη ευτυχία τους.
Η απαρχή του ενδιαφέροντος απέναντι στο φαινόμενο του εκφοβισμού στην Αγγλία
χρονολογείται στο 1989, μετά την αφύπνιση που προκάλεσε η Νορβηγική καμπάνια
παρέμβασης κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980. Από το 1991 – 1994 το
Υπουργείο Παιδείας και Επιστημών της Μεγάλης Βρετανίας χρηματοδότησε ένα
μεγάλο πρόγραμμα παρέμβασης σε 23 σχολεία στη περιοχή του Sheffield, που
οδήγησε στην έκδοση του Πρώτου Οδηγού με στόχο τη πρόληψη που ονομάστηκε
‘Μην υποφέρεται στη σιωπή: Ένα πακέτο αντιμετώπισης εκφοβιστικών συμπεριφορών
111
για τα σχολεία’. Τα σχολεία τότε είχαν επικεντρωθεί στην επιτήρηση του προαυλίου,
στον εμπλουτισμό της διδακτέας ύλης με παιχνίδια ρόλων, βίντεο, λογοτεχνία, και
στη συγκρότηση τακτικών ομάδων επίλυσης προβλημάτων (quality circles) με στόχο
την αναγνώριση, τη διαχείριση του προβλήματος και την αξιολόγηση της λύσης που
δόθηκε (Samara & Smith, 2008).
Το Νοέμβριο του 1999, ψηφίστηκε νόμος (DfEE Circular 10/99) που υποχρεώνει τα
σχολεία της Μεγάλης Βρετανίας να εφαρμόσουν κάποιο πρόγραμμα παρέμβασης με
στόχο τη μείωση εκφοβιστικών συμπεριφορών. Η διορθωμένη επανέκδοση του
Πρώτου Οδηγού (2002) αποτέλεσε τη βάση των παρεμβάσεων για τη πλειοψηφία των
σχολείων. Μέσα στη τελευταία δεκαετία αυξήθηκαν οι παρεμβάσεις που στηρίζονται
στη βοήθεια από τους συμμαθητές, τα σχολεία επικεντρώθηκαν στην ενίσχυση της
αυτοεκτίμησης, των κινήτρων, της ενσυναίσθησης, των κοινωνικών δεξιοτήτων και
στη διαχείριση συναισθημάτων, ενώ οι ομάδες (bully courts) μειώθηκαν αισθητά.
Από το 2002 πολλά σχολεία αντιλήφθηκαν την αξία της εμπλοκής των γονέων. Το
2007, το υπουργείο χορήγησε ένα νέο οδηγό με τίτλο ‘Ασφαλής Μάθηση’. Συνοπτικά,
με το πέρασμα του χρόνου καταγράφεται μια μικρή πτώση του αριθμού των
περιστατικών σχολικής βίας (Samara & Smith, 2008).
112
υπέδειξε ότι η παρέμβαση επέτυχε να μειώσει τις συναισθηματικές δυσκολίες των
μαθητών που χρήζουν στήριξης από το σχολικό περιβάλλον, άποψη που δεν
ενστερνίστηκαν οι γονείς των μαθητών.
113
καθώς αυτοί είναι που είτε θα επιβραβεύσουν τις αρνητικές ενέργειες, είτε θα
αποδοκιμάσουν και θα επιχειρήσουν να σταματήσουν τους θύτες (Salmivalli et al.,
2010b). Οι Kärnä et al. (2013) επισημαίνουν ότι ο εκφοβισμός και η θυματοποίηση
μειώνονται αποτελεσματικά στο δημοτικό σχολείο, ενώ ευρήματα των Ttofi &
Farrington (2011) παρουσιάζουν σταθερή αύξηση της αποτελεσματικότητας των
προγραμμάτων καθώς οι μαθητές μεγαλώνουν και φοιτούν στο γυμνάσιο.
114
1.8.6. Προσεγγίσεις από Ιταλικά σχολεία
115
φιλοκοινωνικές δεξιότητες ώστε να τους ενθαρρύνουν να αναλάβουν δράση και
αίσθημα υπευθυνότητας απέναντι σε βίαιες συμπεριφορές.
Η Εταιρεία Ψυχοκοινωνικής Υγείας του Παιδιού και του Εφήβου, ως μέλος του
Δικτύου κατά της βίας στο σχολείο, εφάρμοσε δύο προγράμματα πρόληψης και
παρέμβασης: το «Stop στην Ενδοσχολική Βία» για το δημοτικό και το «ΚΑΤΑ-
νοώντας τον σχολικό εκφοβισμό», που αφορά μαθητές γυμνασίου. Επιμέρους στόχοι
και των δύο προγραμμάτων αποτέλεσαν η αύξηση των γνώσεων σχετικά με το
φαινόμενο και η ευαισθητοποίηση των εμπλεκόμενων. Ωστόσο, το δεύτερο
πρόγραμμα στόχευε μεταξύ άλλων και στη βελτίωση των διαπροσωπικών σχέσεων,
την ενίσχυση της αυτογνωσίας και την καλλιέργεια της ενσυναίσθησης.
116
Το πρόγραμμα πρόληψης «Second Step» δημιουργήθηκε με σκοπό τη μείωση της
επιθετικότητας παιδιών όλων των σχολικών βαθμίδων, μέσω δράσεων που
αναπτύσσουν την φιλο-κοινωνική τους συμπεριφορά. Η έμφαση του προγράμματος
αυτού δίνεται στην καλλιέργεια της ενσυναίσθησης των μαθητών, των μεθόδων
επίλυσης προβλημάτων και των στρατηγικών διαχείρισης συναισθημάτων. Ανάλογο
πρόγραμμα είναι και το «PATHS», το οποίο προώθησε μέσω εναλλακτικών τρόπων
σκέψης, τη συναισθηματική και κοινωνική επάρκεια των παιδιών. Συγκεκριμένα
αποτελείται από μία επιμορφωτική εκπαίδευση, έξι τόμους μαθημάτων, φωτογραφίες,
αφίσες, Feeling Faces και επιπλέον υλικό. Τα μαθήματα περιλαμβάνουν πέντε
εννοιολογικούς τομείς: αυτοέλεγχο, συναισθηματική κατανόηση, θετική
αυτοαντίληψη, διαπροσωπικές σχέσεις και διαπροσωπικές δεξιότητες επίλυσης
προβλημάτων. Η ανάπτυξη καθεμιάς από αυτές τις περιοχές συντελείται σε στάδια ή
φάσεις, όπου τίθενται διάφοροι υποστόχοι, όπως εκμάθηση διαχωρισμού των
συναισθημάτων και των συμπεριφορών και μείωση του ποσοστού πειράγματος. Καθ’
όλη τη διάρκεια των μαθημάτων, σημαντική είναι η ενδυνάμωση των δυναμικών
σχέσεων μεταξύ της γνωστικο-συναισθηματικής κατανόησης και των πραγματικών
καταστάσεων της ζωής. Και τα δύο αυτά προγράμματα αποσκοπούν στην προώθηση
της ασφάλειας στο χώρο του σχολείου, έχοντας στο επίκεντρό τους την ανάπτυξη
κοινωνικών, συναισθηματικών και συμπεριφορικών δεξιοτήτων των μαθητών
(Μπογιατζόγλου, Βίλλη & Γαλάνη, 2012).
117
κουλτούρα, οργάνωση του σχολείου), ακόμα σύμφωνα με τους ερευνητές το
πρόγραμμα είχε έμμεση επίδραση στη μείωση βίαιων συμπεριφορών στο σχολείο.
118
1.8.8. Παρέμβαση σε επίπεδο οικογένειας
119
σύμβουλος θα επέμβει όταν το παιδί διακόπτει μια συζυγική συζήτηση, εμποδίζοντας
την προσπάθεια του παιδιού να ανακατευτεί. Ο γονέας θα μπορούσε επίσης να
διαπραγματευτεί τους κανόνες του σπιτιού, τις συνέπειες, και τις ανταμοιβές. Αυτά τα
όρια δίνουν στο παιδί-θύτη μια αίσθηση ασφάλειας και το βοηθούν να αισθανθεί
λιγότερο την ανάγκη να εξωτερικεύσει με βίαιο τρόπο την απογοήτευση του σε
άλλους. Ακόμα, ο σύμβουλος διαμορφώνει έναν προσωρινό συνασπισμό με τη
μητέρα επειδή οι θύτες θεωρούν πως οι πατέρες τους έχουν περισσότερη δύναμη από
τις μητέρες τους, οι οποίες κρίνονται υποχωρητικές. Αυτή η κίνηση θα ενδυναμώσει
τη μητέρα στα μάτια του πατέρα, της οικογένειας, και του παιδιού. Ο σύμβουλος
τελικά επανασυνδέεται με τον πατέρα για να αποκαταστήσει τα συναισθήματα της
υποστήριξης και της εμπιστοσύνης.
Στο 2ο στάδιο ο σύμβουλος βλέπει τον γονέα και το παιδί - θύτη χωριστά. Θα
χρησιμοποιήσει τεχνικές αφηγηματικής θεραπείας (narrative theory), όπως
εξωτερικευμένες ερωτήσεις που βοηθούν τον ερωτώμενο να διαχωριστεί από το
πρόβλημα. Η εξωτερίκευση του προβλήματος μπορεί να αλλάξει την εικόνα του
παιδιού που στιγματίζεται ως το ‘προβληματικό παιδί’ και κατά συνέπεια η
οικογένεια μπορεί να συνεργαστεί να αντιμετωπιστεί η επιθετική συμπεριφορά του.
Επίσης, το παιδί γίνεται λιγότερο αμυντικό και αντιδραστικό επειδή έχει ένα
πρόβλημα που όλη η οικογένεια προσπαθεί να υπερνικήσει από κοινού. Οι ερωτήσεις
το βοηθούν να αναγνωρίσει τις στιγμές που προσπάθησε να ελέγξει τον θυμό και τη
βίαιη συμπεριφορά του, διαδικασία που ενδυναμώνει το παιδί εσωτερικά, ώστε να
μπορέσει να βρει τη λύση στο πρόβλημα.
120
έχουν προσωπική ευθύνη στην εμπλοκή και την αντιμετώπιση περιστατικών σχολικής
επιθετικότητας. Βασικός στόχος θα πρέπει να είναι η αλλαγή του σχολικού κλίματος,
με τρόπο που σταδιακά να περιορίζεται η αναπαραγωγή φαινομένων βίας και
συμπεριφορών εκφοβισμού. Παρόλα αυτά η αποτελεσματικότητα αυτών των
προγραμμάτων αμφισβητείται. Οι έφηβοι, όντας μεγαλύτεροι ηλικιακά σε σχέση με
τα παιδιά του δημοτικού, έχουν πιο εδραιωμένες πεποιθήσεις και συμπεριφορές, με
αποτέλεσμα να είναι πιο ανθεκτικοί σε παρεμβάσεις που μειώνουν την επιθετικότητα.
Αυτό που φαίνεται να λειτουργεί περισσότερο σε προγράμματα πρόληψης της
επιθετικότητας στην εφηβεία, είναι δράσεις που σχετίζονται με αλλαγές στη δομή του
εαυτού και με την προώθηση της ιδέας ότι οι άνθρωποι έχουν τη δυνατότητα να
αλλάξουν (Yeager, Trzesniewski & Dweck, 2013).
121
1.9. ΣΚΟΠΟΣ ΠΑΡΟΥΣΑΣ ΕΡΕΥΝΑΣ – ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΣΤΟΧΟΙ
122
Στα παιδιά – θύτες παρατηρούνται αυξημένα ποσοστά μελλοντικής παραβατικής
συμπεριφοράς, εφόσον συχνά χαρακτηρίζονται από αδυναμία τήρησης ορίων,
ευερεθιστότητα, διογκωμένη αυτοεικόνα, έντονο παρορμητισμό,
αυτοαποτελεσματικότητα απέναντι στη βία, ανυπακοή σε κοινωνικούς κανόνες
συμπεριφοράς, μειωμένη ικανότητα αυτοελέγχου, και απόλυτη έλλειψη
ενσυναίσθησης (Γεωργούλας, 2000. Φαρσεδάκης, 1996).
123
Γ) Η διερεύνηση του παράγοντα οικογένεια στην πρόκληση και πρόληψη του
φαινομένου. Συγκεκριμένα, πως οι άσχημες εμπειρίες που έχουν βιώσει οι μαθητές
στο σπίτι, οι ενδοοικογενειακές συγκρούσεις, η στάση και οι προσδοκίες των γονέων
για τη πορεία των παιδιών τους επιδρούν στο ρόλο που υιοθετεί ένας μαθητής σε
περιστατικά σχολικού εκφοβισμού. Η ποιότητα των σχέσεων και της επικοινωνίας
επηρεάζεται από τις απαιτήσεις και τις προσδοκίες των γονέων, επομένως κάποια
παιδιά επιλέγουν να γίνουν βίαια στο σχολείο και κάποια άλλα τείνουν να
θυματοποιούνται χωρίς αντίδραση στη βία.
Από τις έρευνες έχει διαπιστωθεί πως εάν οι εκπαιδευτικοί δεν αναγνωρίζουν όλες τις
μορφές του εκφοβισμού, δεν δύνανται να παρέμβουν σε αυτές. Ακόμα πολλοί
μαθητές θύτες ή θύματα διστάζουν να αναφέρουν τα περιστατικά βίας, εξαιτίας του
φόβου τους ότι δεν θα προστατευτούν από το προσωπικό του σχολείου και επομένως
υποστούν περεταίρω θυματοποίηση (Craig, Henderson & Murphy, 2000).
124
Ε) Η ανάδειξη διαφορετικών μορφών ενδοσχολικής βίας όπως έχουν διαχωριστεί
από πολλούς ερευνητές σε σωματικό, λεκτικό, και έμμεσο ψυχολογικό-
συναισθηματικό εκφοβισμό (Ανδρέου, 2011) και η μελέτη διαφορετικών μοντέλων
σύμφωνα με τη κατηγοριοποίηση που θα προκύψει, με στόχο την ανάδειξη του πιο
κατάλληλου μοντέλου που θα περιγράψει και θα ερμηνεύσει το κίνητρο και τη
συμπεριφορά του θύτη σωματικών επιθέσεων σε αντιπαραβολή με το μοντέλο για τον
θύτη λεκτικών επιθέσεων και το μοντέλο για τον θύτη έμμεσων επιθέσεων.
ΣΤ) Ο έλεγχος ξεχωριστών μοντέλων για τον Θύτη, το Θύμα και τον Παρατηρητή με
βασικό στόχο να διαμορφωθεί το ψυχολογικό προφίλ των εμπλεκόμενων σε
περιστατικά ενδοσχολικής βίας. Τα μοντέλα που θα αναδειχτούν θα επιβεβαιώσουν
θετικές και αρνητικές επιδράσεις ανάμεσα σε προσωπικούς, οικογενειακούς,
σχολικούς παράγοντες και στη βίαιη συμπεριφορά στο σχολείο, στη θυματοποίηση
και στη παρατήρηση βίας.
125
Η εμφάνιση κρουσμάτων βίας μεταξύ των μαθητών στο σχολικό περιβάλλον, είτε
πρόκειται για περιστατικά μικρής συχνότητας είτε μεγάλης, δεν αφήνει περιθώρια για
εφησυχασμό. Οι μεμονωμένες και αποσπασματικές αντιδράσεις των εκπαιδευτικών
σε κάποια μόνο περιστατικά ακραίας βίας δεν είναι δυνατόν να αναστρέψουν τέτοιες
καταστάσεις και να εμφυσήσουν στους μαθητές αξίες και στάσεις αναφορικά με τα
ανθρώπινα δικαιώματα και τον σεβασμό ως προς τον συμμαθητή. Είναι, πλέον,
επιτακτική η ανάγκη θέσπισης ενός σαφούς πλαισίου πρόληψης και αντιμετώπισης
του φαινομένου του σχολικού εκφοβισμού, το οποίο θα υποστηρίζεται και θα
τροφοδοτείται συστηματικά από εκπαιδευτικές πολιτικές και καλές πρακτικές.
126
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2:
ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ
127
2.1. Συμμετέχοντες
Το δείγμα της έρευνας αποτελούν μαθητές και μαθήτριες που φοιτούσαν σε τυχαία
επιλεγμένα γυμνάσια του Νομού Αχαΐας. Τα σχολεία που συμμετείχαν στην έρευνα
είναι γυμνάσια διότι μας ενδιαφέρει ο γενικός μαθητικός πληθυσμός της
συγκεκριμένης ηλικιακής ομάδας. Για λόγους αξιοπιστίας των αποτελεσμάτων, ο
ελάχιστος απαιτούμενος αριθμός μαθητών σύμφωνα με τον αρχικό σχεδιασμό για τη
διεξαγωγή της Α’ Φάσης της πιλοτικής έρευνας είναι 160 μαθητές, της Β’ Φάσης
είναι 500 άτομα και της Γ΄ Φάσης είναι 800 άτομα. Στην Α’ Φάση έρευνας
(πιλοτική) συμμετείχαν τελικά 200 μαθητές, στη Β΄ φάση (διερευνητική)
συμπλήρωσαν τα εργαλεία 820 μαθητές, και στη Γ΄ Φάση (επιβεβαιωτική)
συμμετείχαν 1056 μαθητές διαφορετικών γυμνασίων της Αχαΐας.
128
(25%), στη Β΄ Φάση το δείγμα αποτελούσαν 255 μαθητές Α΄ Τάξης (31,2%), 256
μαθητές Β΄ Τάξης (31,5%) και 309 μαθητές Γ΄ Τάξης (37,7%) και στη Γ΄ Φάση
συμμετείχαν 367 μαθητές Α΄ Τάξης (34,8%), 353 μαθητές Β΄ Τάξης (33,4%) και 336
μαθητές Γ΄ Τάξης (31,8%).
2.2. Υλικά
2.2.1. Α΄ Φάση
129
οικογένειας και τέλος Δ) το ρόλο του σχολείου και των εκπαιδευτικών (προσδοκίες –
εμπειρίες), και για αυτό το λόγο επιλέχτηκαν στη συγκεκριμένη έρευνα ως τα πιο
κατάλληλα υλικά να διερευνήσουν ταυτόχρονα προσωπικούς, σχολικούς και
οικογενειακούς παράγοντες που επηρεάζουν το φαινόμενο του σχολικού εκφοβισμού.
Σχήμα 4. Αρχική Κατασκευή: Ενότητες και Συστοιχίες Κλιμάκων (αριθμός ερωτήσεων ανά κλίμακα)
ENOTHTA Α΄
130
2.2.1.1. Ενότητα 1η (Συστοιχία Κλιμάκων): Ρόλος Μαθητή σε περιστατικά
εκφοβισμού
131
2.2.1.2. Ενότητα 2η (Συστοιχία Κλιμάκων): Στοιχεία Προσωπικότητας Μαθητή
132
Κλίμακα 8. Αποδοχή/Απόρριψη Βίαιων Συμπεριφορών. Η όγδοη κλίμακα
περιελάμβανε 8 ερωτήσεις που αφορούσαν την αυτοαναφορές των μαθητών σχετικά
με τον βαθμό αποδοχής ή απόρριψης εκφοβιστικών συμπεριφορών, σε μια 4βαθμη
κλίμακα, από το 1 (καθόλου κακό) έως το 4 (πολύ κακό). Παραδείγματα αυτών των
ερωτήσεων είναι: «Αν δω ή έχω δει τα παρακάτω στο σχολείο, νομίζω ότι είναι
….:μαθητές να μαλώνουν και να τσακώνονται μεταξύ τους, μαθητές να ενοχλούν
κάποιο καθηγητή, μαθητές να παρακολουθούν κάποιον, να τον κακοποιούν, να τον
απειλούν ή να τον χτυπούν».
133
2.2.1.3. Ενότητα 3η (Συστοιχία Κλιμάκων): O ρόλος της Οικογένειας
134
τους σε συμπεριφορές των παιδιών σε μια 5βαθμη κλίμακα, από το 1 (ασήμαντο) έως
το 5 (πολύ σημαντικό). Παραδείγματα αυτών των ερωτήσεων είναι: «Νομίζω πως για
τους γονείς μου είναι....ότι βοηθώ τους άλλους, όταν έχουν προβλήματα ή βρίσκονται
σε δύσκολη θέση, το να κάνω πράγματα από μόνος μου με αυτοπεποίθηση, ότι
συμπεριφέρομαι με τρόπο που να μην ντροπιάζει τους γονείς μου».
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι οι ερωτήσεις 9.15 (οι καθηγητές μου δεν έχουν
υπομονή αν κάποιος μαθητής δεν καταλάβει το μάθημα αμέσως), 9.23 (οι καθηγητές
μας χάνουν γρήγορα την υπομονή τους), 9.24 (οι καθηγητές μας παραπονιούνται για
εμάς), 9.25 (οι καθηγητές μας είναι κακοδιάθετοι) και 9.26 (νιώθω ότι οι καθηγητές
μου με μεταχειρίζονται με άδικο τρόπο) που αφορούσαν αρνητικές σχολικές
εμπειρίες κωδικοποιήθηκαν αντίστροφα (όπου 1 = Πολύ Συχνά/Πάρα πολύ και 5 =
Ποτέ/Καθόλου).
135
Κλίμακα 14. Φόβος της Τιμωρίας. Η δέκατη-τέταρτη κλίμακα περιελάμβανε
7 ερωτήσεις, όπου οι μαθητές καλούνταν να αναφέρουν το βαθμό φοβίας τους σε
διαφορετικές τιμωρίες στο σχολείο, σε μια 5βαθμη κλίμακα, από το 1 (καθόλου) έως
το 5 (πάρα πολύ). Παραδείγματα αυτών των ερωτήσεων είναι: «Πόσο πολύ φοβάσαι
τις ακόλουθες τιμωρίες; Να πάω στον διευθυντή, αναφορά στους γονείς μου,
αποβολή από το σχολείο».
2.2.2. Β΄Φάση
136
Φάση σε 820 μαθητές, ώστε να διερευνηθούν οι ψυχομετρικές ιδιότητες της
συστοιχίας κλιμάκων που χρησιμοποιήσαμε και στις δύο φάσεις. Οι πίνακες 1 και 4
(σελ.160, 165) στο Κεφάλαιο 3: Αποτελέσματα παρουσιάζουν αναλυτικά τα βασικά
περιγραφικά στατιστικά, τον αριθμό ερωτήσεων και τους Συντελεστές α του
Cronbach για κάθε κλίμακα στη πιλοτική Φάση και στη διερευνητική Φάση της
έρευνας.
2.2.3. Γ΄Φάση
137
διερευνούσαν ξεκάθαρα βίαιη συμπεριφορά, αλλά πιθανή αδιαφορία του μαθητή
όπως ‘πόσο συχνά ξέχασες τις εργασίες για το σπίτι;’, ‘πόσο συχνά δεν πήγες στο
μάθημα γιατί δεν ήθελες να πας;’, ‘πόσο συχνά έκανες άλλα πράγματα στο μάθημα
(όπως διαβάζεις κόμικς, παίζεις παιχνίδια);’. Οι 24 ερωτήσεις που επιλέχτηκαν
εξετάζουν κατά πόσο ο έφηβος – μαθητής υιοθετεί εμφανή (άμεση) ή πλάγια
(έμμεση) εκφοβιστική συμπεριφορά απέναντι στους συμμαθητές του.
Στο σύνολο των ερωτήσεων για κάθε ενότητα, οι ερωτήσεις που αφαιρέθηκαν δεν
φόρτισαν στους παράγοντες που υπέδειξε η ανάλυση κυρίων αξόνων. Είναι
σημαντικό να σημειωθεί ότι αφαιρέθηκαν όλες οι ερωτήσεις που διερευνούσαν
πιθανή βίαιη συμπεριφορά μαθητών προς εκπαιδευτικούς εφόσον κυρίαρχο
ενδιαφέρον της συγκεκριμένης έρευνας είναι η βίαιη συμπεριφορά προς τους
συμμαθητές, όχι η βία προς άλλα πρόσωπα. Επίσης, σύμφωνα με τον Olweus (1993)
ο θύτης εκφοβιστικής συμπεριφοράς είναι μόνο ο μαθητής που υπερτερεί σε
138
σωματική, συναισθηματική ή και γνωστική δύναμη από το θύμα και έχει πρόθεση να
πλήξει σοβαρά ή να δυσαρεστήσει το άλλο άτομο με σκοπό την υποταγή του. Έτσι,
αναπτύσσεται ανισορροπία δύναμης μέσα από την οποία ο μαθητής - θύμα είναι
ανήμπορος να αμυνθεί ή να αντιδράσει, με αποτέλεσμα να εντείνεται η ανισότητα
(Olweus, 1993). Η σχέση μαθητή – εκπαιδευτικού δεν εμπεριέχει ανισορροπία
δύναμης, με υπεροχή του μαθητή, οπότε περιοριστήκαμε σε ερωτήματα που αφορούν
τη βία προς τους συνομηλίκους συμμαθητές.
139
γενικευμένης διάστασης της αυτοαποτελεσματικότητας που χαρακτηρίστηκε
“General Self Efficacy” ή «γενική αυτοαποτελεσματικότητα» (Chen, Gully & Eden,
2001, 2004. Chen, Gully, Whiteman & Kilcullen, 2000. Gardner & Pierce, 1998). Για
το λόγο αυτό, χρησιμοποιήθηκε η ελληνική έκδοση της Κλίμακας Γενικής
Αυτοαποτελεσματικότητας των Chen, Gully & Eden (2001).
Σχήμα 5. Τελική Κατασκευή: Ενότητες και Διασκευασμένες Συστοιχίες Κλιμάκων (αριθμός ερωτήσεων
ανά κλίμακα)
ENOTHTA Α΄
ENOTHTA Β΄
140
Η γενική αυτοαποτελεσματικότητα προήλθε από την έννοια της
αυτοαποτελεσματικότητας του Bandura, είναι όμως μια πιο εύπλαστη και σχετική με
την εργασία πεποίθηση, μια σχετικά σταθερή, σαν γνώρισμα, γενικευμένη πεποίθηση
επάρκειας και αναφέρεται στην πίστη κάποιου για τη συνολική ικανότητά του να
πετύχει τις απαιτούμενες επιδόσεις σε μια ποικιλία διαφορετικών συνθηκών και
καταστάσεων (Chen, et al., 2001, 2004).
141
Ο Coopersmith περιγράφει την έννοια του εαυτού μέσα από το μοντέλο του 1967,
όπου την παρουσιάζει ως ενιαία και αδιάσπαστη. Το μοντέλο αυτό αξιολογείται
ακριβέστερα με το συνδυασμό της εκτίμησης του ατόμου για τον εαυτό του μέσω
ερωτήσεων, που καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα περιεχομένου (σχετικά με την
οικογένεια, το σχολείο, τους φίλους, το ίδιο το άτομο). Το ερωτηματολόγιο του
Coopersmith είχε ευρεία χρήση, τόσο ερευνητική, όσο και κλινική. Το άθροισμα από
τις τιμές των απαντήσεων στις ερωτήσεις της κλίμακας αποτελεί και το δείκτη αυτο-
εκτίμησης του ατόμου, από όπου προέρχεται και η ονομασία του μοντέλου.
Η θεωρία του Coopersmith έχει ένα υψηλό βαθμό αξιοπιστίας γιατί χρησιμοποίησε τη
μέθοδο της παρατήρησης σε ελεγχόμενες καταστάσεις, και μετά από 40 χρόνια είναι
ακόμα ένα από τα πιο διαδεδομένα εργαλεία για την αξιολόγηση της αυτοεκτίμησης
σε παιδιά και ενήλικες, εφόσον διεύρυνε τη κατανόηση για τη σχέση ανάμεσα στην
αυτοεκτίμηση και τη συμπεριφορά.
142
2.3. Διαδικασία Δειγματοληψίας
Μετά από σχετική αίτηση της ερευνητικής ομάδας και θετική γνωμοδότηση από
το Τμήμα Ερευνών, Τεκμηρίωσης και Εκπαιδευτικής Τεχνολογίας του
Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, το Υπουργείο Παιδείας ενέκρινε τη διεξαγωγή της
συγκεκριμένης έρευνας στα σχολεία και εφόσον οι διευθυντές έλαβαν την άδεια από
το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο και τη Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης,
επετράπη η είσοδος στα σχολεία.
Κανένα απολύτως προσωπικό στοιχείο των μαθητών δεν ήταν απαραίτητο για την
διεξαγωγή της έρευνας. Δεν καταγράφονται τα ονόματα των μαθητών (ούτε τα
αρχικά των ονομάτων). Για λόγους καταγραφής των δημογραφικών χαρακτηριστικών
του δείγματος καταγράφηκαν μόνο η ηλικία και το φύλο των μαθητών. Για την
ταυτοποίηση των στοιχείων σημειώνεται ένας μοναδικός αριθμητικός κωδικός για
κάθε μαθητή, o οποίος δεν έχει καμία σχέση και δεν παραπέμπει με οποιονδήποτε
τρόπο σε κάποιο προσωπικό τους στοιχείο. Κάθε αναφορά αποτελεσμάτων θα
γίνεται ομαδικά και θα αφορά στα συγκεντρωτικά ή στατιστικά χαρακτηριστικά των
μαθητών. Αποκλείεται αναφορά σε ατομικές εκτιμήσεις.
143
2.5. Στατιστικές Αναλύσεις
144
Υi = β0 + β1Χ1i + β2Χ2i + …….+ βκΧκi + εi για i = 1,2….,n
Στο υπόδειγμα της πολλαπλής παλινδρόμησης κάθε ένας από τους συντελεστές β
αποκαλύπτει τη μερική μεταβολή της εξαρτημένης μεταβλητής Υ. Επί παραδείγματι,
ο συντελεστής β1 δείχνει τη μεταβολή της εξαρτημένης μεταβλητής Υ όταν η
ανεξάρτητη μεταβλητή Χ1 μεταβληθεί κατά μία μονάδα και όλες οι άλλες
ανεξάρτητες μεταβλητές παραμείνουν σταθερές. Όμως για να μπορέσει να
λειτουργήσει και να εφαρμοστεί το εν λόγω υπόδειγμα θα πρέπει να εισαγάγουμε
άλλη μία υπόθεση. Οι κ ανεξάρτητες μεταβλητές (Χ1, Χ2,,,,,,,ΧΚ) θα πρέπει να είναι
γραμμικά ανεξάρτητες. Αυτό σημαίνει ότι καμία από αυτές δεν πρέπει να είναι
γραμμικός συνδυασμός οποιασδήποτε άλλης ή άλλων από τις υπόλοιπες ανεξάρτητες
μεταβλητές. Παραβίαση της υπόθεσης αυτής προκαλεί το πρόβλημα της
πολυσυγγραμμικότητας που αλλοιώνει την αξιοπιστία των αποτελεσμάτων της
παλινδρόμησης.
145
Απαραίτητη είναι η διεξαγωγή στατιστικών ελέγχων προκειμένου να διαπιστώσουμε
την αξιοπιστία της εκτιμηθείσας μορφής του θεωρητικού υποδείγματος. Στη
προσπάθεια μας να διερευνήσουμε τους παράγοντες που επηρεάζουν την επιθετική
συμπεριφορά μαθητών, κύριος στόχος των τριών φάσεων της έρευνας ήταν να
εντοπίσουμε κάποιους κοινούς άξονες που παίζουν σημαντικό ρόλο σύμφωνα με τις
αυτοαναφορές των θυτών. Τα αποτελέσματα και από τις τρεις μελέτες θα
σκιαγραφήσουν το προφίλ του θύτη και του θύματος εστιάζοντας στην
προσωπικότητά του και τις σχέσεις του στην οικογένεια και το σχολείο.
146
μαζί οι ερωτήσεις να αποτελέσουν τους δείκτες της έννοιας προς μέτρηση και έτσι να
συμπεριληφθούν στο ερωτηματολόγιο.
Η παραγοντική ανάλυση διαιρεί την διακύμανση κάθε ερωτήματος σε δύο μέρη: (α)
την κοινή διακύμανση (common variance) η οποία σχετίζεται με τις λανθάνουσες
μεταβλητές και είναι εκείνη η διακύμανση των ερωτημάτων που είναι κοινή στις
ερωτήσεις και (β) την μοναδική διακύμανση (unique variance) που αποτελεί
συνδυασμό αξιόπιστης διακύμανσης που οφείλεται στο χαρακτηριστικό που μετριέται
και διακύμανσης σφάλματος μέτρησης του ερωτήματος (π.χ., κούραση του
συμμετέχοντα, βιασύνη, θυμός με τη συμπεριφορά του ερευνητή, προσωπικά
προβλήματα, απουσία ενδιαφέροντος για συμπλήρωση ερωτηματολογίων κτλ.). Το
πρόβλημα που πηγάζει από τη χρήση της PCA είναι ότι αυτή στηρίζεται στην χρήση
της συνολικής διακύμανσης των απαντήσεων των ερωτημάτων και όχι στη χρήση
μόνο της κοινής διακύμανσης (common variance) (Floyd & Widaman, 1995). Με
δεδομένο ότι η συνολική διακύμανση των απαντήσεων ενός ερωτήματος αποτελείται
από το σύνολο της κοινής διακύμανσης και της μοναδικής διακύμανσης, η χρήση της
PCA οδηγεί τους ερευνητές να στηριχθούν όχι στην κοινή διακύμανση των
ερωτημάτων μόνο αλλά στη συνολική διακύμανση που περιλαμβάνει και τη μοναδική
147
διακύμανση για την οποία δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πόσο μεγάλη είναι στα
δεδομένα μας στο στάδιο της επιλογής των ερωτημάτων. Έτσι η κατάλληλη μέθοδος
καθορισμού των παραγοντικών φορτίσεων των ερωτημάτων των υποψηφίων για να
συμπεριληφθούν στο ερωτηματολόγιο είναι η μέθοδος ΕFA (Principal Axis
Factoring) με τη χρήση της μεθόδου περιστροφής αξόνων «Direct Oblimin», η οποία
παράγει συσχετισμένους παράγοντες (Floyd & Widaman, 1995). Η Direct Oblimin
δίνει υψηλότερες τιμές στο ποσοστό της πληροφορίας που επεξηγεί ο κάθε
παράγοντας αλλά δυσκολεύει την ερμηνεία τους (Κατσής, Σιδερίδης και Εμβαλωτής,
2010).
148
περισσότερο περίπλοκα φαινόμενα. Οι παρατηρούμενες συσχετίσεις μεταξύ
των μεταβλητών προκύπτουν από τους κοινούς υποκείμενους παράγοντες.
οι μεταβλητές θα πρέπει να καλύπτουν ικανοποιητικά το υπό μελέτη πεδίο
έρευνας. Αν δεν έχουν μετρηθεί επαρκώς οι διαστάσεις αυτές είναι
δυσκολότερο (έως αδύνατον) να αποκαλυφθούν πιθανοί γενεσιουργοί
παράγοντες.
ο αριθμός των μεταβλητών θα πρέπει να είναι αρκετά μεγάλος ώστε να
περιλαμβάνονται τουλάχιστον 3 μεταβλητές σε κάθε παράγοντα (άλλοι
προτείνουν και 6 μεταβλητές ανά παράγοντα).
το μέγεθος του δείγματος θα πρέπει να είναι τουλάχιστον ίσο το τριπλάσιο του
αριθμού των μεταβλητών. Ιδανικά το δείγμα θα πρέπει να περιλαμβάνει
περισσότερα από 200 άτομα για να θεωρηθεί ικανοποιητικό.
Για κάθε μεταβλητή υπολογίζεται ένας δείκτης της σχέσης της μεταβλητής με τον
κάθε παράγοντα (παρόμοιος αλλά όχι ακριβώς ίδιος με το γνωστό συντελεστή
συσχέτισης). Οι δείκτες αυτοί (αν υψωθούν στο τετράγωνο) δείχνουν την διακύμανση
που μοιράζεται η κάθε μεταβλητή με τον κάθε παράγοντα, και ονομάζονται structural
coefficients ή factor loadings. Ικανοποιητικά loadings θεωρούνται αυτά που είναι
μεγαλύτερα του .4. Σε ένα σετ μεταβλητών η κάθε μεταβλητή θεωρείται ότι
προκύπτει από τον γραμμικό συνδυασμό κάποιων μη παρατηρήσιμων κοινών
παραγόντων (communality) και κάποιου παράγοντα που αφορά μόνο τη μεταβλητή
(uniqueness) (variable x = communality + uniqueness). Όταν επιλέξουμε να
συμπεριλάβουμε στην ανάλυση και την μοναδική διακύμανση και τη διακύμανση
149
σφάλματος (unique and error variance), τότε διεξάγουμε ανάλυση κύριων
συνιστωσών (principal components analysis). Όταν χρησιμοποιούμε μόνο την κοινή
διακύμανση τότε διεξάγουμε πραγματική ανάλυση παραγόντων (factor analysis).
150
Oblique rotation (non-orthogonal, oblique solution). Επιτρέπει τους
παράγοντες να συσχετίζονται. Στην επιστήμη της ψυχολογίας συνήθως επιλέγουμε
αυτή τη μέθοδο περιστροφής, καθώς συνήθως αναμένουμε τους παράγοντες που θα
προκύψουν να παρουσιάζουν κάποιο βαθμό συσχέτισης.
Η εξαγωγή των παραγόντων έγινε σε όλο το δείγμα της Β΄ Φάσης της έρευνας (820
μαθητές) με την Ανάλυση των κυρίως αξόνων (Principal Axis Factoring) και
χρησιμοποιήθηκε ορθογώνια περιστροφή των αξόνων (varimax rotation), διαδικασία
η οποία μεγιστοποιεί τη διακύμανση και είναι η πιο ευρέως χρησιμοποιούμενη στην
ψυχολογική έρευνα (Αλεξόπουλος, 2004). Το κριτήριο για τον αριθμό των
παραγόντων που θα ερμήνευαν το σύνολο των μεταβλητών ήταν η τιμή των ιδιοτιμών
(eigenvalues) να είναι μεγαλύτερη της μονάδας.
151
Πριν από την παραγοντική ανάλυση εξετάστηκε αν ο πίνακας συσχετίσεων των
μεταβλητών ήταν κατάλληλος για να χρησιμοποιηθεί η συγκεκριμένη στατιστική
τεχνική. Χρησιμοποιήθηκαν δυο έλεγχοι: το τεστ σφαιρικότητας του Bartlett
(Bartlett’s Test of Sphericity, 1954), στο οποίο εξετάζεται εάν οι υποκλίμακες είναι
ανεξάρτητες μεταξύ τους και το κριτήριο ΚΜΟ (Kaiser-Meyer-Olkin Measure of
Sampling Adequacy, Kaiser, 1974), το οποίο εξετάζει την επάρκεια του δείγματος.
152
ερωτήσεων για τον μαθητή - παρατηρητή οι 12 φόρτισαν σε 2 παράγοντες: την
«παρατήρηση βίας προς συμμαθητές», και την «παρατήρηση βίας προς σχολικό
χώρο/καθηγητές». Στο σύνολο 28 ερωτήσεων για τις σχολικές εμπειρίες οι 27
φόρτισαν σε 4 παράγοντες: τις «καλές πρακτικές καθηγητών», την «άσχημη
αντιμετώπιση καθηγητών», τα «καλά συναισθήματα για το σχολείο», και την «καλή
σχέση με τους συμμαθητές/αλτρουισμός». Στο σύνολο 19 ερωτήσεων για τις
φιλοκοινωνικές δεξιότητες οι 18 φόρτισαν σε 2 παράγοντες: την «ενσυναίσθηση», και
την «καλή επαφή με την οικογένεια». Στο σύνολο 9 ερωτήσεων για τις οικογενειακές
εμπειρίες, η ανάλυση κυρίων αξόνων υπέδειξε 2 παράγοντες: την «επιδοκιμασία
γονέων», και την «αποδοκιμασία γονέων», τέλος στο σύνολο 9 ερωτήσεων για τις
προσδοκίες εκπαιδευτικών, η ανάλυση υπέδειξε 2 παράγοντες: την «επιδοκιμασία
εκπαιδευτικών», και την «αποδοκιμασία εκπαιδευτικών».
CFA)
Με βάση μια μήτρα συσχέτισης (correlation matrix) που περιλαμβάνει τις συσχετίσεις
μεταξύ των μεταβλητών, τα δεδομένα ομαδοποιούνται σε παράγοντες (factors), οι
οποίοι μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την ερμηνεία της σχέσης μεταξύ των
δεδομένων. Η επιλογή του αριθμού των παραγόντων που περιγράφουν καλύτερα τη
σχέση των μεταβλητών, καθώς και η ερμηνεία του νοήματος τους χαρακτηρίζονται
από υποκειμενικότητα.
153
Η επιβεβαιωτική ανάλυση παραγότων (Confirmatory Factor Analysis), η οποία
διεξήχθη με τη χρήση LISREL (Jöreskog & Sörbom, 1993), επιπρόσθετα στοχεύει
στο να ελέγξει την επάρκεια μιας θεωρητικής πρόβλεψης σχετικά με τον αριθμό των
παραγόντων που βρίσκονται πίσω από ένα σύνολο μεταβλητών, και να υποστηρίξει
προβλέψεις σχετικά με το ποιές μεταβλητές ‘προκαλούνται’ από ποιούς παράγοντες
(causation).
Στη συνέχεια, χρησιμοποιείται μια στατιστική μέθοδος που συνήθως είναι η μέθοδος
της μέγιστης πιθανοφάνειας (maximum likelihood) (Bentler, 1993) ή την μέθοδο των
154
γενικευμένων ελαχίστων τετραγώνων (generalized least squares). Επομένως, μια
κατηγορία δεικτών αξιολογεί το βαθμό εφαρμογής του δομικού μοντέλου στο
συγκεκριμένο δείγμα.
Στόχος της εφαρμογής της επιβεβαιωτικής ανάλυσης παραγόντων στα δεδομένα μιας
έρευνας είναι να βρεθεί το μοντέλο που περιγράφει με τον πιο κατάλληλο αλλά και
οικονομικό τρόπο τη δομή των πραγματικών δεδομένων. Άρα, ένα μοντέλο θα πρέπει
όχι μόνο να έχει τους κατάλληλους στατιστικούς δείκτες εφαρμογής (π.χ., υψηλό
Συγκριτικό Δείκτη Προσαρμογής, μη σημαντικό χ2 ), αλλά και να ερμηνεύει τα
δεδομένα με συνοπτικό τρόπο, χρησιμοποιώντας τον ελάχιστο αριθμό παραμέτρων
(μεταβλητές, παράγοντες, διανύσματα). Συχνά, ο ερευνητής καταλήγει σε δύο
μοντέλα που φαίνεται να προβλέπουν το ίδιο καλά τη δομή των πραγματικών
δεδομένων, αλλά διαφέρουν στον αριθμό των παραμέτρων που εμπλέκουν στις
δομικές εξισώσεις. Ως γενική αρχή, θεωρείται ότι, ανάμεσα σε δύο μοντέλα που
155
έχουν το ίδιο καλούς στατιστικούς δείκτες, προτιμότερο είναι εκείνο που
χρησιμοποιεί τις λιγότερες παραμέτρους για να ερμηνεύσει τη δομή των δεδομένων.
156
Γενικότερα, χρειάζεται η ταυτόχρονη χρήση πολλών δεικτών που συγκλίνουν στη
καλή προσαρμογή ενός μοντέλου προκειμένου να το αποδεχτούμε (Ζαφειρόπουλος,
2012).
Τέλος, σύμφωνα με τον Tanaka (1987), ο εμπειρικός κανόνας που ορίζει ότι ο
αριθμός των υποκειμένων και ο αριθμός των μεταβλητών που περιλαμβάνει το
μοντέλο πρέπει να έχουν αναλογία 10:1, εφαρμόζεται στη πολλαπλή παλινδρόμηση,
και θα μπορούσε να εφαρμοστεί με ασφάλεια και στα μοντέλα δομικών εξισώσεων.
Επομένως σε δείγμα 300 ατόμων μπορούμε με ασφάλεια να ελέγξουμε ένα SEM που
περιλαμβάνει 30 μεταβλητές. Συνήθως στην έρευνα της ανθρώπινης συμπεριφοράς,
τα μοντέλα που ελέγχονται είναι σύνθετα και περιλαμβάνουν πολλές μεταβλητές.
157
σχολικό εκφοβισμό και επιβεβαιώνουν την εγκυρότητα εννοιολογικής κατασκευής
των ερωτηματολογίων. Μετά επιλέχθηκε μεγαλύτερο δείγμα (1056 μαθητές) στη Γ΄
Φάση της Έρευνας για να διεξαχθεί η επιβεβαιωτική ανάλυση παραγόντων
(Confirmatory Factor Analysis), με τη χρήση LISREL (Jöreskog & Sörbom, 1993).
Οι επιβεβαιωτικές παραγοντικές αναλύσεις εφαρμόστηκαν με στόχο να ελέγξουν και
να ισχυροποιήσουν τις επιδράσεις προσωπικών, οικογενειακών και σχολικών
παραγόντων έτσι ώστε να διαμορφωθεί το ψυχολογικό προφίλ του μαθητή Θύτη, του
μαθητή Θύματος και του Παρατηρητή εκφοβιστικών συμπεριφορών.
158
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3:
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ
159
3.1. Α΄ Φάση Έρευνας
Οι συντελεστές άλφα του Cronbach υπολογίστηκαν ξεχωριστά για κάθε κλίμακα της
συστοιχίας (17 κλίμακες) που χρησιμοποιήθηκαν στη Α’ Φάση της Πιλοτικής
Έρευνας (200 μαθητές). Οι δείκτες εσωτερικής συνοχής και βασικά περιγραφικά
στατιστικά (μέσοι όροι και τυπικές αποκλίσεις για κάθε κλίμακα της συστοιχίας)
παρουσιάζονται στον Πίνακα 1. Οι συντελεστές Άλφα ήταν όλοι ικανοποιητικά
υψηλοί (>0.7). Οι δείκτες κυμαίνονται από ένα υψηλό α = .930 για την κλίμακα όπου
ο μαθητής αυτοπροσδιορίζεται ως θύτης σχολικής βίας, έως το χαμηλότερο δείκτη α
= .703 για την κλίμακα όπου ο μαθητής αναφέρει κατά πόσο αναλαμβάνει
πρωτοβουλίες μέσα στην οικογένεια.
Πίνακας 1. Βασικά Περιγραφικά Στατιστικά, αριθμός ερωτήσεων και Συντελεστές Cronbach’s α για
κάθε Κλίμακα (Α’ Φάση Πιλοτικής έρευνας)
Αριθμός
Ερωτήσεω M SD a
ν
Ο μαθητής ως θύτης 37 1.87 0.56 .930
Ο μαθητής ως θύμα 10 1.87 0.61 .796
Ο μαθητής ως παρατηρητής βίας 15 2.62 0.73 .827
Οξυθυμία και ευερεθιστότητα του 6 2.63 0.91 .800
μαθητή
Αυτο-αποτελεσματικότητα ως θύτης 12 2.09 0.82 .878
Ενδο-οικογενειακές συγκρούσεις 8 1.74 0.66 .725
Δεξιότητες επίλυσης συγκρούσεων 5 3.33 0.92 .744
Αποδοχή ή απόρριψη βίαιων 8 3.01 0.79 .806
συμπεριφορών
Σχολικές εμπειρίες και προσδοκίες 28 3.20 0.59 .871
160
Ανάληψη πρωτοβουλιών σε 7 3.26 0.84 .703
ενδοοικογενειακές συμπεριφορές
Απόδοση μαθητή στα μαθήματα 5 3.87 0.80 .707
Αποδοχή κοινωνικών κανόνων 9 4.00 0.71 .800
συμπεριφοράς
Φιλο-κοινωνικές δεξιότητες 19 3.62 0.64 .860
Φόβος της τιμωρίας 7 2.90 0.92 .766
Οικογενειακές εμπειρίες 9 3.50 1.12 .757
Προσδοκίες εκπαιδευτικών 9 3.18 1.11 .775
Προσδοκίες γονέων 7 4.00 0.84 .830
Ο πίνακας 2 παρουσιάζει μέσους όρους και τυπικές αποκλίσεις ανά φύλο και ηλικία
των απαντήσεων των μαθητών όσον αφορά τη δική τους επιθετική – βίαιη
συμπεριφορά. Ανάλυση της διακύμανσης διπλής κατεύθυνσης (ANOVA Φύλο Χ
Ηλικία) έδειξε στατιστικώς σημαντικές επιδράσεις μόνο του παράγοντα τάξη. Δεν
βρέθηκαν επιδράσεις του παράγοντα φύλο, και δεν υπήρχε στατιστικά σημαντική
αλληλεπίδραση ανάμεσα στο φύλο και την τάξη.
Πίνακας 2. Μέσοι Όροι και Τυπικές Αποκλίσεις ανά Φύλο και Ηλικία για τον Θύτη
Post-hoc συγκρίσεις μεταξύ των τάξεων (με το κριτήριο Tukey’s HSD) έδειξαν
στατιστικά σημαντικές διαφορές ανάμεσα στη Τρίτη και στις άλλες δύο τάξεις.
Συγκεκριμένα, η μεγαλύτερη διαφορά βρέθηκε ανάμεσα στην Τρίτη και την Πρώτη
τάξη (p = .001) και υπήρχε διαφορά ανάμεσα στην Τρίτη και 2η τάξη (p = .004). Το
γράφημα τονίζει την αύξηση επιθετικών συμπεριφορών καθώς οι μαθητές φοιτούν σε
μεγαλύτερες τάξεις του γυμνασίου (βλ. γράφημα 1).
161
Γράφημα 1. Αύξηση Επιθετικής συμπεριφοράς στις μεγαλύτερες τάξεις του γυμνασίου
162
95% CI[.38, .54]. Τα αποτελέσματα των αναλύσεων της πολλαπλής παλινδρόμησης
παρουσιάζονται στον Πίνακα 3.
Πίνακας 3. Αναλύσεις Πολλαπλής Παλινδρόμησης: Ποιοι Παράγοντες επηρεάζουν την εκτίμηση του
μαθητή ως θύτη επιθετικών συμπεριφορών
Μεταβλητή B SE B β ΔR2 F
Βήμα 1
Αυτο-αποτελεσματικότητα ως θύτης .458 .039 .679 .457 134.87
Βήμα 2
Αυτο-αποτελεσματικότητα ως θύτης .428 .039 .634
Φιλο-κοινωνικές Δεξιότητες -.194 .049 -.224 .048 15.393
Βήμα 3
Αυτο-αποτελεσματικότητα ως θύτης .334 .043 .495
Φιλο-κοινωνικές Δεξιότητες -.204 .047 -.236
Παρατηρητής Βίας .199 .048 .262 .050 17.590
Βήμα 4
Αυτο-αποτελεσματικότητα ως θύτης .330 .042 .489
Φιλο-κοινωνικές Δεξιότητες -.134 .052 -.155
Παρατηρητής Βίας .215 .047 .282
Απόδοση μαθητή στα μαθήματα -.117 .042 -.167 .021 7.811
Βήμα 5
Αυτο-αποτελεσματικότητα ως θύτης .324 .042 .480
Φιλο-κοινωνικές Δεξιότητες -.126 .052 -.145
Παρατηρητής Βίας .205 .046 .269
Απόδοση μαθητή στα μαθήματα -.108 .041 -.154
Φόβος Τιμωρίας -.073 .032 -.121 .014 5.212
Βήμα 6
Αυτο-αποτελεσματικότητα ως θύτης .290 .044 .429
Φιλο-κοινωνικές Δεξιότητες -.119 .051 -.138
Παρατηρητής Βίας .182 .047 .239
Απόδοση μαθητή στα μαθήματα -.098 .041 -.140
Φόβος Τιμωρίας -.086 .032 -.142
Ευερεθιστότητα .080 .038 .130 .012 4.477
163
3.2. Β΄ Φάση Έρευνας
164
Πίνακας 4.
Βασικά Περιγραφικά Στατιστικά, αριθμός ερωτήσεων και Συντελεστές Cronbach’s α για κάθε κλίμακα
(Β’ Φάση έρευνας)
Αριθμός
Ερωτήσεω M SD a
ν
Ο μαθητής ως θύτης 37 1.75 0.59 .946
Ο μαθητής ως θύμα 10 1.88 0.67 .833
Ο μαθητής ως παρατηρητής βίας 15 2.61 0.83 .906
Οξυθυμία και ευερεθιστότητα του 6 2.49 0.92 .824
μαθητή
Αυτο-αποτελεσματικότητα ως θύτης 12 1.94 0.81 .893
Ενδο-οικογενειακές συγκρούσεις 8 1.64 0.69 .803
Δεξιότητες επίλυσης συγκρούσεων 5 3.23 1.03 .804
Αποδοχή ή απόρριψη βίαιων 8 2.97 0.95 .864
συμπεριφορών
Σχολικές εμπειρίες και προσδοκίες 28 3.25 0.71 .911
Ανάληψη πρωτοβουλιών σε 7 3.35 1.05 .807
ενδοοικογενειακές συμπεριφορές
Απόδοση μαθητή στα μαθήματα 5 3.68 0.85 .750
Αποδοχή κοινωνικών κανόνων 9 3.90 0.86 .871
συμπεριφοράς
Φιλο-κοινωνικές δεξιότητες 19 3.69 0.76 .902
Φόβος της τιμωρίας 7 2.76 1.06 .824
Οικογενειακές εμπειρίες 9 3.52 0.97 .587
Προσδοκίες εκπαιδευτικών 9 3.29 0.97 .590
Προσδοκίες γονέων 7 3.88 0.96 .870
165
3.2.2. 2η Μελέτη (σε 40% του δείγματος, 332 μαθητές)
Στη δεύτερη μελέτη (Dimakos & Kaouri, 2012) επιλέχτηκαν τυχαία 332 έφηβοι
μαθητές γυμνασίων από τους 820 που συμμετείχαν στην Β΄ Φάση της έρευνας (158
αγόρια and 174 κορίτσια). Οι μαθητές φοιτούσαν και στις τρεις τάξεις του
γυμνασίου και η ηλικία τους κυμαίνεται από 12 έως 16 ετών (M = 13.55 years, sd =
.98).
Ο πίνακας 5 παρουσιάζει μέσους όρους και τυπικές αποκλίσεις ανά φύλο και ηλικία
των απαντήσεων των μαθητών όσον αφορά τη δική τους επιθετική – βίαιη
συμπεριφορά. Ανάλυση της διακύμανσης διπλής κατεύθυνσης (ANOVA Φύλο Χ
Ηλικία) έδειξε στατιστικώς σημαντικές επιδράσεις και των δύο παραγόντων.
Συγκεκριμένα η επίδραση του παράγοντα Φύλο ήταν F1,326 = 37.263, p = .0002, n2 =
.103, ενώ η επίδραση του παράγοντα Τάξη ήταν F2,326 = 8.825, p < .0001, n2 = .051.
Δεν βρέθηκε στατιστικά σημαντική αλληλεπίδραση ανάμεσα στο φύλο και την τάξη
(p > .05).
Πίνακας 5. Μέσοι Όροι και Τυπικές Αποκλίσεις ανά Φύλο και Ηλικία για τον Θύτη
Post-hoc συγκρίσεις μεταξύ των τάξεων (με το κριτήριο Tukey’s HSD) έδειξαν
στατιστικά σημαντικές διαφορές ανάμεσα στη Τρίτη και τη Πρώτη Τάξη (p = .0001). Τα
αποτελέσματα τονίζουν ότι τα αγόρια ήταν πιο βίαια από τα κορίτσια και την αύξηση
επιθετικών συμπεριφορών καθώς οι μαθητές φοιτούν σε μεγαλύτερες τάξεις του
γυμνασίου (βλ. γράφημα 2). Επιπρόσθετα, είναι άξιο αναφοράς ότι και στη πρώτη
μελέτη που έγιναν post hoc συγκρίσεις μεταξύ των τάξεων, τα αποτελέσματα
υπέδειξαν ότι οι μαθητές που φοιτούν σε μεγαλύτερες τάξεις είναι πιο βίαιοι από
αυτούς που φοιτούν σε μικρότερες τάξεις (βλ. γράφημα 1), αποτέλεσμα που
επιβεβαιώνεται και από τη δεύτερη μελέτη.
166
Γράφημα 2. Αύξηση Επιθετικής συμπεριφοράς στις μεγαλύτερες τάξεις του γυμνασίου και τα αγόρια
επιδεικνύουν πιο βίαιη συμπεριφορά από τα κορίτσια
167
είχαν στατιστική σημαντική συνεισφορά στη διακύμανση της εξαρτημένης
μεταβλητής. (R2 = .658, F5,326 = 125.63, p < .0001).
(1) Αυτεπάρκεια σχετικά με επιθετικές συμπεριφορές: b = .393, 95% CI = [.33, .45], t326
= 12.616, p < .0001, R2 = .582;
(2) Παρατήρηση βίας: b = .144, 95% CI = [.09, .20], t326 = 5.576, p < .0001, ΔR2 =
.039, R2 = .621;
(3) Ηλικία των Μαθητών: b = .077, 95% CI = [.04, .12], t326 = 3.585, p < .0001, ΔR2 =
.015, R2 = .636;
(4) Αυτονομία στο σπίτι (ανάληψη πρωτοβουλιών), b = -.067, 95% CI = [-.11, -.03],
t326 = -3.422, p < .001, ΔR2 = .012, R2 = .648 (το αρνητικό πρόσημο υποδηλώνει
απουσία αυτονομίας στην οικογένεια);
(5) Ενδο-οικογενειακές συγκρούσεις, b = .112, 95% CI = [.04, .18], t326 = 3.132, p <
.002, ΔR2 = .010, R2 = .658.
Πίνακας 6. Μέσοι Όροι και Τυπικές Αποκλίσεις ανά Φύλο και Ηλικία για το Θύμα
1η Τάξη 2η Τάξη 3η Τάξη
Αγόρια 1.99 (1.06) 1.95 (.58) 1.89 (.69)
Κορίτσια 1.69 (.63) 1.73 (.60) 1.96 (.58)
168
Από την παλινδρομική ανάλυση προέκυψε πως 7 παράγοντες προέβλεπαν τη
θυματοποίηση των μαθητών, δηλαδή είχαν στατιστική σημαντική συνεισφορά στη
διακύμανση της εξαρτημένης μεταβλητής. (F7,324 = 34.446, p < .0001, R2 = .427).
169
3.2.3. 3η Μελέτη (στο υπόλοιπο 60% του δείγματος, 488 μαθητές)
170
4)Ευερεθιστότητα (R2 = .621) (1η μελέτη)
5)Οικογενειακές Διενέξεις (R2 = .633) (2η μελέτη)
6)Απουσία Φόβου Τιμωρίας (R2 = .643) (1η μελέτη)
Επιπλέον, εξετάσαμε ποιοι παράγοντες επηρεάζουν τον παρατηρητή βίας μέσα από
τις αυτό-αναφορές των μαθητών. Η παλινδρομική ανάλυση για το ρόλο του
παρατηρητή βίας ανέδειξε τέσσερις παράγοντες που ερμηνεύουν περίπου 43% της
διακύμανσης της εξαρτημένης μεταβλητής (ο μαθητής ως παρατηρητής βίας):
171
3.2.4. Διερευνητική Παραγοντική Ανάλυση (σε όλο το δείγμα, 820 μαθητές)
Η εξαγωγή των παραγόντων έγινε σε όλο το δείγμα της Β΄ Φάσης της έρευνας (820
μαθητές) με την Ανάλυση των κυρίως αξόνων (Principal Axis Factoring) και
χρησιμοποιήθηκε ορθογώνια περιστροφή των αξόνων (varimax rotation), διαδικασία
η οποία μεγιστοποιεί τη διακύμανση και είναι η πιο ευρέως χρησιμοποιούμενη στην
ψυχολογική έρευνα (Αλεξόπουλος, 2004). Το κριτήριο για τον αριθμό των
παραγόντων που θα ερμήνευαν το σύνολο των μεταβλητών ήταν η τιμή των ιδιοτιμών
(eigenvalues) να είναι μεγαλύτερη της μονάδας.
172
«σωματικός εκφοβισμός», «λεκτικός εκφοβισμός», «βίαιη συμπεριφορά στη τάξη» και
«κοινωνικός αποκλεισμός – έμμεσος εκφοβισμός», και ερμηνεύουν το 54% της
συνολικής διακύμανσης. Αναλυτικά οι φορτίσεις όλων των μεταβλητών και το
μοντέλο 4 παραγόντων για τον θύτη παρατίθενται στον Πίνακα 7.
Πίνακας 7. Ανάλυση των Κυρίων Αξόνων με ορθογώνια περιστροφή των αξόνων με τη μέθοδο Varimax
(11 περιστροφές). Μοντέλο 4-Παραγόντων για τον Θύτη Εκφοβιστικής Συμπεριφοράς στο σχολείο
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ
F1 F2 F3 F4
ΣΩΜΑΤΙΚΟΣ ΛΕΚΤΙΚΟΣ ΒΙΑΙΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ
ΕΚΦΟΒΙΣΜΟΣ ΕΚΦΟΒΙΣΜΟΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟ
ΟΡΑ ΣΤΗ Σ- ΕΜΜΕΣΟΣ
ΤΑΞΗ ΕΚΦΟΒΙΣΜΟΣ
Σωματικός Καβγάς ,513
Κοροϊδία ,464
173
Παραφύλαξη για ,548
Επίθεση/Απειλή
Προσβολές ,532
Απειλή Καθηγητή
174
Γράφημα 3. Scree Plot για του εξαχθέντες παράγοντες για τον Θύτη Εκφοβιστικής Συμπεριφοράς
Η διερευνητική παραγοντική ανάλυση δεν υπέδειξε πάνω από ένα παράγοντα για τον
μαθητή - θύμα, όμως βοήθησε στις αλλαγές που έγιναν μετέπειτα στη κλίμακα,
εφόσον κάποιες ερωτήσεις δεν φόρτισαν στον παράγοντα (π.χ ερώτηση 2.8 πόσο
συχνά δεν σε έχουν αφήσει να εργαστείς με ησυχία στη διάρκεια του μαθήματος),
επομένως αφαιρέθηκαν στην επόμενη φάση της έρευνας. Αναλυτικά οι φορτίσεις
όλων των ερωτήσεων της κλίμακας υπέδειξαν επιπλέον ότι πρέπει να γίνουν και
κάποιες αλλαγές στη διατύπωση κάποιων ερωτημάτων για να γίνουν πιο κατανοητές
από τους μαθητές στην επόμενη φάση. Συγκεκριμένα, η ερώτηση 2.2 πόσο συχνά
έχουν ασκήσει πίεση πάνω σου; ήταν δυσνόητη για τους μαθητές και μετατράπηκε σε
ψυχολογική πίεση, για να γίνει νοηματικά πιο συγκεκριμένη. Ακόμα, η ερώτηση 2.7
πόσο συχνά σε έχουν κάνει να θυμώσεις, σου έχουν ρίξει αντικείμενα ή σου έχουν
φωνάξει κατά τη διάρκεια του μαθήματος; διαιρέθηκε σε τρεις ξεχωριστές ερωτήσεις-
μεταβλητές, γιατί νοηματικά διερευνούσαμε τρεις διαφορετικές συμπεριφορές που
υπάρχει πιθανότητα να έχει υποστεί ο μαθητής.
175
συμμαθητές. Αναλυτικά οι φορτίσεις όλων των μεταβλητών και το μοντέλο 2
παραγόντων για τον παρατηρητή βίας παρατίθενται στον Πίνακα 8.
Πίνακας 8. Ανάλυση των Κυρίων Αξόνων με ορθογώνια περιστροφή των αξόνων με τη μέθοδο Varimax
(5 περιστροφές). Μοντέλο 2-Παραγόντων για τον Παρατηρητή Εκφοβιστικής Συμπεριφοράς στο σχολείο
176
Παρατήρηση Όπλων στο σχολείο
Παρατήρηση Μαθητών να
Παραμονεύουν άλλους να τους
Χτυπήσουν
Γράφημα 4. Scree Plot για τους εξαχθέντες παράγοντες για τον Παρατηρητή βίας
Η κλίμακα για τις σχολικές εμπειρίες περιελάμβανε 28 ερωτήσεις, από τις οποίες οι
27 φόρτισαν σε 4 παράγοντες: τις «καλές πρακτικές καθηγητών», την «άσχημη
αντιμετώπιση καθηγητών», τα «καλά συναισθήματα μαθητών για το σχολείο», και την
«αποδοχή /στήριξη από τους συμμαθητές». Αναλυτικά οι φορτίσεις όλων των
μεταβλητών και το μοντέλο 4 παραγόντων για τις σχολικές εμπειρίες του μαθητή
παρατίθενται στον Πίνακα 9.
177
Πίνακας 9. Ανάλυση των Κυρίων Αξόνων με ορθογώνια περιστροφή των αξόνων με τη μέθοδο Varimax
(6 περιστροφές). Μοντέλο 4-Παραγόντων για τις Σχολικές Εμπειρίες του μαθητή στο σχολείο
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ
F1 F2 F3 F4
ΚΑΛΕΣ ΑΣΧΗΜΗ ΘΕΤΙΚΑ ΑΠΟΔΟΧΗ/
ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ ΣΤΗΡΙΞΗ ΑΠΟ
ΚΑΘΗΓΗΤΩΝ ΣΗ ΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΜΜΑΘΗΤΕΣ
ΚΑΘΗΓΗΤΩΝ ΣΧΟΛΕΙΟ
Όμορφα συναισθήματα στη ,501
τάξη
178
Εκπαιδευτικά Μέσα ,753
(παραδείγματα/γραφικά)
Βοήθεια συμμαθητών σε
μαθητή που δυσκολεύεται
να κατανοήσει το μάθημα
Γράφημα 5. Scree Plot για τους εξαχθέντες παράγοντες για τις Σχολικές Εμπειρίες
179
Στο σύνολο 19 ερωτήσεων για τη κλίμακα που αφορά στις φιλο-κοινωνικές
Δεξιότητες του μαθητή οι 18 φόρτισαν σε 2 παράγοντες: την «ενσυναίσθηση», και την
«καλή επαφή με την οικογένεια». Η ερώτηση που δεν φόρτισε σε κανένα παράγοντα
(ο ελεύθερος χρόνος μου είναι βαρετός) αφαιρέθηκε μετέπειτα από το την κλίμακα,
όπως ακόμα ερωτήσεις (ικανοποίηση γονέων/καθηγητών για σχολικές επιδόσεις) που
δεν συνάδουν νοηματικά με το περιεχόμενο της κλίμακας, εφόσον όπως αποδείχτηκε
δεν διερευνούν δεξιότητες του μαθητή. Αναλυτικά οι φορτίσεις όλων των
μεταβλητών και το μοντέλο 2 παραγόντων για τις Φιλο-κοινωνικές δεξιότητες του
μαθητή παρατίθενται στον Πίνακα 10.
Πίνακας 10. Ανάλυση των Κυρίων Αξόνων με ορθογώνια περιστροφή των αξόνων με τη μέθοδο
Varimax (4 περιστροφές). Μοντέλο 2-Παραγόντων για τις Φιλο-κοινωνικές Δεξιότητες του μαθητή
180
Ικανοποίηση καθηγητών για σχολικές ,423
επιδόσεις
Γράφημα 6. Scree Plot για τους εξαχθέντες παράγοντες για τις Φιλο-κοινωνικές Δεξιότητες
181
Το πλήθος των παραγόντων που θα χρησιμοποιηθούν βρέθηκε µε χρήση του Scree-
Plot (Γράφημα 7) και επιβεβαιώθηκε και µε το κριτήριο του Kaiser. Αρχικά το
Bartlett’s Test of Sphericity είχε τιμή χ2 = 2443, df = 36, p ≤ 0,0001. Εξαιτίας του
μεγάλου μεγέθους του δείγματος η τιμή του Bartlett μπορεί να θεωρηθεί υπερβολική,
για το λόγο αυτό καλύτερος δείκτης είναι το κριτήριο του Kaiser, του οποίου η τιμή
είναι ΚΜΟ = 0,861.
Πίνακας 11. Ανάλυση των Κυρίων Αξόνων με ορθογώνια περιστροφή των αξόνων με τη μέθοδο
Varimax (3 περιστροφές). Μοντέλο 2-Παραγόντων για τις Οικογενειακές Εμπειρίες του μαθητή
182
Γράφημα 7. Scree Plot για τους εξαχθέντες παράγοντες για τις Οικογενειακές Εμπειρίες
Πίνακας 12. Ανάλυση των Κυρίων Αξόνων με ορθογώνια περιστροφή των αξόνων με τη μέθοδο
Varimax. Μοντέλο 2-Παραγόντων για τις Προσδοκίες Εκπαιδευτικών
183
Διαμαρτυρία καθηγητών για ανεπαρκές -,737
διάβασμα
Γράφημα 8. Scree Plot για τους εξαχθέντες παράγοντες για τις Προσδοκίες Εκπαιδευτικών
184
3.3. Γ΄ Φάση Έρευνας
185
Πίνακας 13. Βασικά Περιγραφικά Στατιστικά, αριθμός ερωτήσεων και Συντελεστές Cronbach’s α για
Κλίμακα (Γ’ Φάση Πιλοτικής έρευνας)
Αριθμός
Ερωτήσεω M SD a
ν
Ο μαθητής ως θύτης 24 1.71 0.54 .917
Ο μαθητής ως θύμα 10 2.05 0.71 .837
Ο μαθητής ως παρατηρητής βίας 10 2.53 0.75 .84
Οξυθυμία και ευερεθιστότητα του 6 2.40 0.86 .81
μαθητή
Γενική Αυτό-αποτελεσματικότητα 8 3.56 0.64 .84
Αυτο-αποτελεσματικότητα ως θύτης 12 1.94 0.77 .89
Ενδο-οικογενειακές συγκρούσεις 8 1.72 0.65 .79
Δεξιότητες επίλυσης συγκρούσεων 5 3.30 0.90 .75
Αποδοχή ή απόρριψη βίαιων 7 1.59 0.67 .86
συμπεριφορών
Σχολικές εμπειρίες και προσδοκίες 28 3.35 0.70 .921
Ανάληψη πρωτοβουλιών σε 6 3.47 0.82 .73
ενδοοικογενειακές συμπεριφορές
Αποδοχή κοινωνικών κανόνων 9 3.98 0.75 .854
συμπεριφοράς
Φιλο-κοινωνικές δεξιότητες 15 3.88 0.68 .876
Φόβος της τιμωρίας 7 3.30 1.20 .91
Προσδοκίες γονέων 6 3.95 0.87 .86
Αυτοεκτίμηση 25 15.9 4.76 .79
Στη τελική φάση της έρευνας συμμετείχαν 1056 έφηβοι μαθητές γυμνασίων (526
αγόρια και 530 κορίτσια). Οι μαθητές φοιτούσαν και στις 3 τάξεις του γυμνασίου
και η ηλικία τους κυμαίνεται από 11 έως 17 ετών (M = 13.44 years, sd = 1.025).
186
Ο πίνακας 14 παρουσιάζει μέσους όρους και τυπικές αποκλίσεις ανά φύλο και ηλικία
των απαντήσεων των μαθητών σε 24 ερωτήματα που αφορούσαν τη δική τους
επιθετική – βίαιη συμπεριφορά. Ανάλυση της διακύμανσης διπλής κατεύθυνσης
(ANOVA Φύλο Χ Ηλικία) έδειξε στατιστικώς σημαντικές επιδράσεις και των δύο
παραγόντων. Συγκεκριμένα η επίδραση του παράγοντα Φύλο ήταν F1,269 = 81.524, p
< .0001, n2 = .072, ενώ η επίδραση του παράγοντα Τάξη ήταν F2,269 = 36.084, p <
.0001, n2 = .064. Δεν βρέθηκε στατιστικά σημαντική αλληλεπίδραση ανάμεσα στο
φύλο και την τάξη (p > .05).
Πίνακας 14. Μέσοι Όροι και Τυπικές Αποκλίσεις ανά Φύλο και Ηλικία για τον Θύτη
Post-hoc συγκρίσεις μεταξύ των τάξεων (με το κριτήριο Tukey’s HSD) έδειξαν
στατιστικά σημαντικές διαφορές ανάμεσα σε όλες τις τάξεις, συγκεκριμένα ανάμεσα στη
Τρίτη και τη Πρώτη Τάξη (p < .0001), στη Τρίτη και τη Δεύτερη Τάξη (p < .0001) και
στη Πρώτη και τη Δεύτερη Τάξη (p < .0001). Τα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν και στη
Γ΄ Φάση της έρευνας ότι τα αγόρια ήταν πιο βίαια από τα κορίτσια, και γενικά όσοι
φοιτούν στη Δευτέρα Γυμνασίου είναι πιο βίαιοι από αυτούς που φοιτούν στη Πρώτη,
ενώ όσοι φοιτούν στη Τρίτη είναι ακόμα πιο βίαιοι από αυτούς πού φοιτούν στη
Δευτέρα (βλ. γράφημα 9), Παρατηρείται για ακόμα μια φορά βαθμιαία αύξηση
επιθετικής συμπεριφοράς καθώς προάγονται οι μαθητές σε μεγαλύτερες τάξεις του
γυμνασίου, αποτέλεσμα που επιβεβαιώνεται και από όλες τις μελέτες και στις τρεις
φάσεις της έρευνας.
187
Γράφημα 9. Αύξηση Επιθετικής συμπεριφοράς στις μεγαλύτερες τάξεις του γυμνασίου και τα αγόρια
επιδεικνύουν πιο βίαιη συμπεριφορά από τα κορίτσια
188
Οι έξι ανεξάρτητοι παράγοντες που επεξηγούσαν συνολικά ποσοστό 56% της
διακύμανσης της εξαρτημένης μεταβλητής (αυτοαντίληψης των μαθητών ως θύτες)
ήταν:
189
Πίνακας 15. Μέσοι Όροι και Τυπικές Αποκλίσεις ανά Φύλο και Ηλικία για το Θύμα
190
(3) Ο μαθητής ως Θύτης b = .239, 95% CI = [.16, .33], t1044 = 5.618, p < .0001, ΔR2 =
.050, R2 = .386;
(4) Ευερεθιστότητα, Νευρικότητα του μαθητή, b = .084, 95% CI = [.03, .13], t1044 =
3.313, p = .001, ΔR2 = .0308, R2 = .393;
(5) Φόβος της Τιμωρίας, b = .057 0, 95% CI = [.03, .09], t1044 = 3.912, p < .0005, ΔR2
= .006, R2 = .400;
(6) Ενδο-οικογενειακές συγκρούσεις, b = .086, 95% CI = [.02, .15], t1044 = 2.665, p =
.008, ΔR2 = .006, R2 = .405;
(7) Δεξιότητες Επίλυσης Συγκρούσεων, b = .051, 95% CI = [.01, .09], t1044 = 2.631, p
=.009, ΔR2 = .003, R2 = .408;
(8) Σχολικές εμπειρίες και προσδοκίες εκπαιδευτικών, b = -.063, 95% CI = [-.12, -.01],
t1044 = -2.132, p < .04, ΔR2 = .003, R2 = .411 (το αρνητικό πρόσημο υποδηλώνει
άσχημες σχολικές εμπειρίες και χαμηλές προσδοκίες από τους εκπαιδευτικούς).
3.3.3. Διερευνητική Παραγοντική Ανάλυση (σε τυχαίο 40% του δείγματος 1056 )
191
σφαιρικότητας του Bartlett) (Bartlett, 1954), και το κριτήριο ΚΜΟ (Kaiser-Meyer-
Olkin Measure of Sampling Adequacy, KMO. Kaiser, 1974), το οποίο εξετάζει την
επάρκεια του δείγματος.
Πίνακας 16. Ανάλυση των Κυρίων Αξόνων με ορθογώνια περιστροφή των αξόνων με τη μέθοδο
Varimax (11 περιστροφές). Μοντέλο 4-Παραγόντων για τον Θύτη Εκφοβιστικής Συμπεριφοράς στο
σχολείο
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ
F1 F2 F3 F4
ΛΕΚΤΙΚΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΣΩΜΑΤΙΚΟΣ ΒΑΝΔΑΛΙΣΜΟΣ
ΕΚΦΟΒΙΣΜΟΣ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ ΕΚΦΟΒΙΣΜΟΣ
- ΕΜΜΕΣΟΣ
ΕΚΦΟΒΙΣΜΟΣ
Σωματικός Καβγάς
,672
Φωνές, Εξαγρίωση στο
Μάθημα ,321
Σκόπιμη Κλωτσιά
,521
Graffiti χωρίς άδεια
,541
192
Κοροϊδία
,527
Σκόπιμη Καταστροφή
,410
Σχολικών Αντικειμένων
Παρενόχληση Εργασιών
,630
Συμμαθητών
Παρεμπόδιση Απάντησης
,616
Μαθητή
Παρεμπόδιση Δημιουργίας
,694
Φιλίας με τη Παρέα
Οι διαφορές με το μοντέλο 4-παραγόντων για τον μαθητή - Θύτη στη Β΄ Φάση, είναι
ότι όλες οι ερωτήσεις που φόρτισαν στον νέο παράγοντα «βανδαλισμός», είχαν
φορτίσει στο προηγούμενο μοντέλο στον παράγοντα «σωματικός εκφοβισμός», ακόμα
η ερώτηση ‘αδιαφορία για διάλογο’ είχε φορτίσει στο προηγούμενο μοντέλο στον
παράγοντα «λεκτικός εκφοβισμός», ενώ στο μοντέλο της Γ΄ Φάσης φόρτισε στον
παράγοντα «κοινωνικός αποκλεισμός – πλάγιος εκφοβισμός».
193
Γράφημα 11. Scree Plot για τους εξαχθέντες παράγοντες για τον Θύτη Εκφοβιστικών Συμπεριφορών
Η διερευνητική παραγοντική ανάλυση δεν υπέδειξε πάνω από ένα παράγοντα για τον
μαθητή – θύμα. Επιπρόσθετα, ενώ στη Β΄ Βάση η PAF για τον παρατηρητή είχε
υποδείξει την «παρατήρηση βίας προς συμμαθητές», και την «παρατήρηση βίας προς
σχολικό χώρο/καθηγητές», ερωτήσεις που δεν αφορούσαν τη βία προς συμμαθητές
αφαιρέθηκαν στη Γ’ Φάση της έρευνας, με αποτέλεσμα η νέα PAF να υποδείξει μόνο
ένα παράγοντα για τον μαθητή – παρατηρητή.
194
Πίνακας 17. Ανάλυση των Κυρίων Αξόνων με ορθογώνια περιστροφή των αξόνων με τη μέθοδο
Varimax (6 περιστροφές). Μοντέλο 4-Παραγόντων για τις Σχολικές Εμπειρίες του μαθητή στο σχολείο
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ
F1 F4 F2 F3
ΚΑΛΕΣ ΑΠΟΔΟΧΗ/ ΑΣΧΗΜΗ ΘΕΤΙΚΑ
ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΣΤΗΡΙΞΗ ΑΠΟ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤ
ΚΑΘΗΓΗΤΩΝ ΣΥΜΜΑΘΗΤΕΣ ΚΑΘΗΓΗΤΩΝ Α ΓΙΑ ΤΟ
ΣΧΟΛΕΙΟ
Όμορφα συναισθήματα στη
τάξη ,449
Φιλική Διάθεση και
Βοήθεια Καθηγητών ,670
Μεγάλη Προσπάθεια
Καθηγητών να διδάξουν ,727
Ικανότητα καλής
Επεξήγησης Μαθήματος
από καθηγητές ,809
Ικανότητα Εμπλουτισμού
μαθήματος (πιο ζωντανό) ,755
Ανυπομονησία Καθηγητών
σε δυσκολία κατανόησης
μαθήματος ,455
Καινοτομία κάθε
,563
195
μαθήματος
Εκπαιδευτικά Μέσα
(παραδείγματα/γραφικά) ,769
Ομαδική εργασία
,519
Διευκρινιστικές Οδηγίες για
Τεστ ,566
Ανοιχτές απαντήσεις
καθηγητών σε ερωτήσεις ,601
Δημιουργία Όμορφου
κλίματος μάθησης ,716
Δικαιολογημένοι βαθμοί
καθηγητών ,555
Απουσία υπομονής
καθηγητών ,709
Ενεργή συμμετοχή
συμμαθητών στο μάθημα ,387
Βοήθεια συμμαθητών σε
μαθητή που δυσκολεύεται
να κατανοήσει το μάθημα ,303
Γράφημα 12. Scree Plot για τους εξαχθέντες παράγοντες για τις Σχολικές Εμπειρίες στη Γ΄Φάση
196
Οι 15 ερωτήσεις για τη κλίμακα που αφορά στις φιλο-κοινωνικές Δεξιότητες
φόρτισαν σε 2 παράγοντες: την «ενσυναίσθηση (empathy)», και την «καλή επαφή με
την οικογένεια», ενώ το ίδιο μοντέλο προέκυψε και στη Β΄ Φάση. Αναλυτικά οι
φορτίσεις όλων των μεταβλητών και το μοντέλο 2 παραγόντων για τις Φιλο-
κοινωνικές δεξιότητες του μαθητή παρατίθενται στον Πίνακα 18.
Πίνακας 18. Ανάλυση των Κυρίων Αξόνων με ορθογώνια περιστροφή των αξόνων με τη μέθοδο
Varimax (3 περιστροφές). Μοντέλο 2-Παραγόντων για τις Φιλο-κοινωνικές Δεξιότητες του μαθητή
Αναγνώριση/Επιβράβευση καλής
συμπεριφοράς άλλων ,598
197
Υποστήριξη φίλων
,794
Ενασχόληση με χόμπυ
,526
Παρέα με άλλους στον ελεύθερο χρόνο
,453
Γράφημα 13. Scree Plot για τους εξαχθέντες παράγοντες για τις Φιλο-κοινωνικές Δεξιότητες
198
παρατηρητής βίας, Οξυθυμία και ευερεθιστότητα του μαθητή, Γενική Αυτο-
αποτελεσματικότητα, Αυτο-αποτελεσματικότητα ως θύτης, Ενδο-οικογενειακές
συγκρούσεις, Δεξιότητες επίλυσης συγκρούσεων, Αποδοχή ή απόρριψη βίαιων
συμπεριφορών, Σχολικές εμπειρίες και προσδοκίες, Ανάληψη πρωτοβουλιών σε
ενδοοικογενειακές συμπεριφορές, Αποδοχή κοινωνικών κανόνων συμπεριφοράς, Φιλο-
κοινωνικές δεξιότητες, Φόβος της τιμωρίας, Προσδοκίες γονέων, Αυτοεκτίμηση) όπως
ακόμα και η ηλικία των μαθητών (15ος παράγοντας) χρησιμοποιήθηκαν ως
ανεξάρτητες μεταβλητές.
Αρχικά, από την ανάλυση για τον Θύτη Σωματικού Εκφοβισμού προέκυψε πως 4
παράγοντες (από τους 15 παράγοντες) είχαν στατιστική σημαντική συνεισφορά στη
διακύμανση της εξαρτημένης μεταβλητής. (R2 = .407, F4,1048 = 180.126, p < .0001).
Οι τέσσερις ανεξάρτητοι παράγοντες που επεξηγούσαν συνολικά ποσοστό 41% της
διακύμανσης της εξαρτημένης μεταβλητής (αυτοαντίληψης των μαθητών ως θύτες
σωματικού εκφοβισμού) ήταν:
Ακόμα, από την ανάλυση για τον Θύτη Λεκτικού Εκφοβισμού προέκυψε πως 7
παράγοντες (από τους 15 παράγοντες) είχαν στατιστική σημαντική συνεισφορά στη
διακύμανση της εξαρτημένης μεταβλητής. (R2 = .495, F7,1045 = 146.394, p < .0001).
Οι επτά ανεξάρτητοι παράγοντες που επεξηγούσαν συνολικά ποσοστό 50% της
199
διακύμανσης της εξαρτημένης μεταβλητής (αυτοαντίληψης των μαθητών ως θύτες
λεκτικού εκφοβισμού) ήταν:
200
(3) Αποδοχή κοινωνικών κανόνων συμπεριφοράς: b = -.092, 95% CI = [- .13, - .05],
t1047 = - 4.163, p < .0001, ΔR2 = .015, R2 = .348; (το αρνητικό πρόσημο υποδηλώνει
απόρριψη κοινωνικών κανόνων συμπεριφοράς από τον έφηβο, δυσκολία
συμμόρφωσης στις κοινωνικές νόρμες (no conformity);
(4) Οξυθυμία και Ευερεθιστότητα του μαθητή: b = .100, 95% CI = [.06, .14], t1047=
4.653, p < .0001, ΔR2 = .013, R2 = .361;
(5) Αποδοχή βίαιων συμπεριφορών,: b = .080, 95% CI = [.03, .14], t1047= 2.927, p <
.01, ΔR2 = .005, R2 = .366;
Βανδαλιστής (vandal)
Τέλος, από την παλινδρομική ανάλυση για τον Βανδαλιστή, προέκυψε ότι 6
παράγοντες (από τους 15 παράγοντες) είχαν στατιστική σημαντική συνεισφορά στη
διακύμανση της εξαρτημένης μεταβλητής (R2 = .277, F6,1046 = 66.840, p < .0001):
201
3.4 Επιβεβαιωτική Παραγοντική Ανάλυση
202
3.4.1. Μοντέλο Μέτρησης (measurement model) για τον Θύτη
Ο έλεγχος της προσαρμογής της κλίμακας στον πιο πάνω διαχωρισμό έγινε με τη
χρήση ενός, ευρέως προτεινόμενου, αριθμού δεικτών προσαρμογής,
συμπεριλαμβανομένων των Goodness of Fit Index (GFI), Normed Fit Index (NFI),
Non-Normed Fit Index (NNFI: Bentler & Bonett, 1980), Comparative Fit Index (CFI:
Bentler, 1990) και Root-Mean Squared Error of Approximation (RMSEA: Steiger,
1990), συνοδευόμενος από το διάστημα εμπιστοσύνης του (90% CI). Υποστηρίζεται
ότι το CFI και το RMSEA είναι οι πιο χρήσιμοι δείκτες (Thompson, 2000, σελ. 270-
271). Παρόλα αυτά χρειάζεται η ταυτόχρονη χρήση πολλών δεικτών που συγκλίνουν
στη καλή προσαρμογή ενός μοντέλου προκειμένου να αποδεχτούμε ένα μοντέλο.
203
Ο δείκτης x2 αξιολογεί τη διαφορά ανάμεσα στον υποτιθέμενο πίνακα
συνδιακυμάνσεων και τον πίνακα συνδιακυμάνσεων του δείγματος όπου το
στατιστικώς σημαντικό αποτέλεσμα σημαίνει μία μη ικανοποιητική προσαρμογή του
μοντέλου. Όμως σε μεγάλα δείγματα, αυτός ο δείκτης αποτελεί ένα πολύ
συντηρητικό δείκτη προσαρμογής του μοντέλου (Byrne, 2006). Τιμές των NNFI και
CFI μικρότερες του .90 δεν αντανακλούν ικανοποιητική προσαρμογή του μοντέλου
στα δεδομένα ενώ σύμφωνα με τους Hu & Bentler (1999) τιμές μεγαλύτερες ή ίσες
του .95 αντανακλούν πάρα πολύ καλή προσαρμογή του μοντέλου. Τιμές του RMSEA
μικρότερες ή ίσες του .05 αντανακλούν καλή προσαρμογή του μοντέλου (Hu &
Bentler, 1999), ενώ τιμές του .08 αντανακλούν ικανοποιητική προσαρμογή (Browne
& Cudeck, 1993) με την τιμή του .10 να αποτελεί το μέγιστο επιτρεπτό όριο (Byrne,
2000).
Για την εξέταση της στατιστικής σημαντικότητας των παραμέτρων του μοντέλου
δηλ. των παραγοντικών φορτίσεων ανά ερώτηση εξετάστηκε το πηλίκο της
αστάθμητης παραγοντικής φόρτισης (unstandardized factor loading) προς το τυπικό
σφάλμα (standard error), το οποίο όταν είναι μεγαλύτερο ή ίσο της τιμής του 1.96
αντανακλά στατιστική σημαντικότητα της παραμέτρου σε επίπεδο p < .05. Με άλλα
λόγια, μια τέτοια τιμή σημαίνει ότι η τιμή της παραγοντικής φόρτισης είναι
στατιστικώς διαφορετική του μηδενός.
204
Διάγραμμα 1. Γραφική Αναπαράσταση Μοντέλου μέτρησης (measurement model) με τέσσερις
παράγοντες και 24 στοιχεία (standardized solution)
205
Πίνακας 19. Δείκτες Καλής Προσαρμογής (Fit Indices) Μοντέλου Μέτρησης των Θυτών Εκφοβιστικής
Συμπεριφοράς
GFI = 0.90 (καλή προσαρμογή) GFI ≥ 0,8 : Τιμές κοντά στη μονάδα,
κυρίως μεγαλύτερες του 0,9 δείχνουν
καλή προσαρμογή.
NNFI = 0.96 (καλή προσαρμογή) NΝFI ≥ 0,9 : επιθυμητό άνω του 0.9
RMSEA = 0.069 < 0.08 (καλή RMSEA ≤ 0,08: υποστηρίζεται ότι είναι
προσαρμογή) και 90% διάστημα μαζί με to CFI οι πιο χρήσιμοι δείκτες.
εμπιστοσύνης για το RMSEA Δεν χρησιμοποιεί σύγκριση με το
(0.065 ; 0.072) (καλή προσαρμογή) μηδενικό μοντέλο και καλό είναι να
παρουσιάζεται και το 90% διάστημα
εμπιστοσύνης για το RMSEA.
206
3.4.2. Μοντέλα Δομικών Εξισώσεων (SEM)
207
(Διάγραμμα 2) περιλαμβάνει συνδυασμένα μετρικά μοντέλα (measurement models)
και μοντέλα διαδρομών (path models). Συγκεκριμένα το μετρικό μοντέλο
περιλαμβάνει τους ακόλουθους παράγοντες:
αρχικά, o μη παρατηρούμενος παράγοντας (latent variable) οξυθυμία-
ευερεθιστότητα μαθητή (badtemper) συνοδεύεται από έξι παρατηρούμενες
μεταβλητές (R4.1 – R4.6)
δεύτερον, o μη παρατηρούμενος παράγοντας (latent variable) αυτό-
αποτελεσματικότητα απέναντι στη βία (seV) συνοδεύεται από δώδεκα
παρατηρούμενες μεταβλητές (R6.1 – R6.12)
τρίτον, o μη παρατηρούμενος παράγοντας (latent variable) αποδοχή βίαιων
συμπεριφορών (approveV) συνοδεύεται από επτά παρατηρούμενες μεταβλητές
(R9.1 – R9.7)
τέλος, o μη παρατηρούμενος παράγοντας (latent variable) στρατηγικές
επίλυσης συγκρούσεων (CRS) συνοδεύεται από πέντε παρατηρούμενες
μεταβλητές (R8.1 – R8.5).
Το μοντέλο διαδρομών διαρθρώνεται ως εξής: τέσσερις διαδρομές καθορίστηκαν
ανάμεσα στις τέσσερις μη παρατηρούμενες μεταβλητές, F1 – F4 και την εξαρτημένη
μη παρατηρούμενη μεταβλητή (criterion latent variable) σωματικός εκφοβισμός
(physical) που συνοδεύεται από τέσσερα παρατηρούμενα στοιχεία (R1.1, R1.3,
R1.7, R1.12).
208
συσχετίσεων του δομικού μοντέλου. Πρόκειται για συντελεστές προσδιορισμού R2
μοντέλων παλινδρόμησης και υπολογίζονται για κάθε ενδογενή δομική μεταβλητή. Ο
συντελεστής εκφράζει το ποσοστό ερμηνείας της ενδογενούς αυτής μεταβλητής από
όλες τις δομικές μεταβλητές που επιδρούν σε αυτή (Ζαφειρόπουλος, 2012, σελ. 88-
89). Με τον έλεγχο του δομικού μοντέλου, θα διατηρηθούν μόνο οι στατιστικά
σημαντικές επιδράσεις και οι αντίστοιχες διαδρομές.
Μελετώντας τους δείκτες προσαρμογής του SEM που εμφανίζονται στον Πίνακα 20,
μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η προσαρμογή του Μοντέλου Δομικών Εξισώσεων
για τον Pure Bully είναι πολύ καλή (CFI = .96; RMSEA = .060). Ακόμα, από την
αξιολόγηση των αποτελεσμάτων παρατηρούμε θετικούς και στατιστικά σημαντικούς
συντελεστές – άμεσες επιδράσεις (standardized path coefficients) ανάμεσα στην
οξυθυμία μαθητή (badtemper) και στην εξαρτημένη μεταβλητή του σωματικού
εκφοβισμού (physical) (β = .12) και ανάμεσα στην αυτοαποτελεσματικότητα απέναντι
στη βία (seV) και στην εξαρτημένη μεταβλητή (physical) (β = .69). Παρατηρούμε ότι
δεν επαληθεύεται η προβλεπόμενη διαδρομή – υπόθεση ανάμεσα στην αποδοχή βίας
(approveV) και στην εξαρτημένη μεταβλητή (physical), καθώς η τιμή του συντελεστή
t δεν είναι μεγαλύτερη από 1.96 (απόλυτη τιμή) για τη συγκεκριμένη διαδρομή (t= -
0.09).
Από την άλλη πλευρά υπάρχει στατιστικά σημαντική αρνητική επίδραση ανάμεσα
στις στρατηγικές επίλυσης συγκρούσεων (CRS) και στην εξαρτημένη μεταβλητή
(physical) (β = - .08), δηλαδή οι μαθητές που ασκούν σωματικό εκφοβισμό
επηρεάζονται και από την απουσία στρατηγικών επίλυσης συγκρούσεων. Επομένως,
τα τρία από τα τέσσερα παρατηρούμενα στοιχεία μαζί ερμηνεύουν το 64% της
διακύμανσης της εξαρτημένης μη παρατηρούμενης μεταβλητής (criterion latent
variable) σωματικός εκφοβισμός (physical).
Δομικές Εξισώσεις
physical= 0.12*badtempe + 0.69*seV - 0.081*CRS - 0.0040*approveV,
(0.046) (0.062) (0.035) (0.044)
t-τιμές 2.58 11.15 -2.29 -0.089
209
Διάγραμμα 2. Γραφική Αναπαράσταση Δομικού Μοντέλου (SEM) για τη διερεύνηση της σχέσης μεταξύ
Χαρακτηριστικών της Προσωπικότητας του Μαθητή και τη πρόκληση Σωματικής Βίας (physical bully)
(standardized coefficients)
210
Πίνακας 20. Δείκτες Καλής Προσαρμογής (Fit Indices) Δομικού Μοντέλου Θύτη Σωματικής Βίας
GFI = 0.88 (καλή προσαρμογή) GFI ≥ 0,8 : Τιμές κοντά στη μονάδα,
κυρίως μεγαλύτερες του 0,9 δείχνουν
καλή προσαρμογή.
NNFI = 0.96 (καλή προσαρμογή) NΝFI ≥ 0,9 : επιθυμητό άνω του 0.9
RMSEA = 0.060 < 0.08 (καλή RMSEA ≤ 0,08: υποστηρίζεται ότι είναι
προσαρμογή) και 90% διάστημα μαζί με to CFI οι πιο χρήσιμοι δείκτες.
εμπιστοσύνης για το RMSEA Δεν χρησιμοποιεί σύγκριση με το
(0.057 ; 0.062) (καλή προσαρμογή) μηδενικό μοντέλο και καλό είναι να
παρουσιάζεται και το 90% διάστημα
εμπιστοσύνης για το RMSEA.
211
3.4.2.2. Μοντέλο Δομικών Εξισώσεων για Relational Bully
Μελετώντας τους δείκτες προσαρμογής του SEM που εμφανίζονται στον Πίνακα 21,
μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η προσαρμογή του Μοντέλου Δομικών Εξισώσεων
για τον Relational Bully είναι πολύ καλή (CFI = .97; RMSEA = .049). Ακόμα, από
212
την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων παρατηρούμε θετικούς και στατιστικά
σημαντικούς συντελεστές – άμεσες επιδράσεις (standardized path coefficients)
ανάμεσα στην παρατήρηση βίας στο σχολείο (bystander) και στην εξαρτημένη
μεταβλητή του έμμεσου εκφοβισμού (relational) (β = .21), ανάμεσα στην οξυθυμία
μαθητή (badtemper) και στην εξαρτημένη μεταβλητή (relational) (β = .11), ανάμεσα
στην αυτοαποτελεσματικότητα απέναντι στη βία (seV) και στον πλάγιο εκφοβισμό
(relational) (β = .41). Παρατηρούμε ότι δεν επαληθεύεται η προβλεπόμενη διαδρομή
– υπόθεση ανάμεσα στην αποδοχή βίας (approveV) και στην εξαρτημένη μεταβλητή
(relational), καθώς η τιμή του συντελεστή t δεν είναι μεγαλύτερη από 1.96 (απόλυτη
τιμή) για τη συγκεκριμένη διαδρομή (t= 1.51).
Από την άλλη πλευρά υπάρχει στατιστικά σημαντική αρνητική επίδραση ανάμεσα
στην κοινωνική συμμόρφωση (conformity) και στην εξαρτημένη μεταβλητή
(relational) (β = - .08), δηλαδή οι μαθητές που ασκούν έμμεσο εκφοβισμό
επηρεάζονται και από τη τάση τους να απορρίπτουν κοινωνικούς κανόνες
συμπεριφοράς. Επομένως, τα τέσσερα από τα πέντε παρατηρούμενα στοιχεία μαζί
ερμηνεύουν το 64% της διακύμανσης της εξαρτημένης μη παρατηρούμενης
μεταβλητής (criterion latent variable) έμμεσος-πλάγιος εκφοβισμός (relational).
Δομικές Εξισώσεις
relational= 0.21*bystander+ 0.11*badtemper+ 0.41*seV + 0.067*approveV - 0.11*conformity,
(0.036) (0.049) (0.060) (0.044) (0.038)
t-τιμές 5.85 2.28 6.80 1.51 -2.80
213
Διάγραμμα 3. Γραφική Αναπαράσταση Δομικού Μοντέλου (SEM) για τη διερεύνηση της σχέσης μεταξύ
Παρατήρησης Βίας, Χαρακτηριστικών της Προσωπικότητας του Μαθητή και τη πρόκληση Έμμεσου
Εκφοβισμού (relational bully) (standardized coefficients)
214
Πίνακας 21. Δείκτες Καλής Προσαρμογής (Fit Indices) Δομικού Μοντέλου Θύτη Πλάγιου Εκφοβισμού
215
3.4.2.3. Μοντέλο Δομικών Εξισώσεων για τον Vandal
216
Μελετώντας τους δείκτες προσαρμογής του SEM που εμφανίζονται στον Πίνακα 22,
μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η προσαρμογή του Μοντέλου Δομικών Εξισώσεων
για τον Vandal είναι πολύ καλή (CFI = .95; RMSEA = .058). Ακόμα, από την
αξιολόγηση των αποτελεσμάτων παρατηρούμε θετικούς και στατιστικά σημαντικούς
συντελεστές – άμεσες επιδράσεις (standardized path coefficients) ανάμεσα στην
αυτοαποτελεσματικότητα απέναντι στη βία (seV) και στον βανδαλισμό (vandalism) (β
= .47) και σε αντίθεση με τα προηγούμενα μοντέλα, παρατηρούμε ότι επαληθεύεται
η προβλεπόμενη διαδρομή – υπόθεση ανάμεσα στην αποδοχή βίας (approveV) και
στην εξαρτημένη μεταβλητή (vandalism) (β = .12).
Από την άλλη πλευρά, είναι πολύ ενδιαφέρον ότι υπάρχει στατιστικά σημαντική
αρνητική επίδραση ανάμεσα στην γενική αυτοαποτελεσματικότητα (se) και στην
εξαρτημένη μεταβλητή (vandalism) (β = -.09), δηλαδή οι μαθητές που ασκούν
βανδαλισμό δεν έχουν γενικευμένη πεποίθηση επάρκειας ή πίστης για τη συνολική
ικανότητά τους να πετύχουν τις απαιτούμενες επιδόσεις σε μια ποικιλία διαφορετικών
συνθηκών και καταστάσεων.
Επομένως, τα τρία από τα έξι παρατηρούμενα στοιχεία μαζί ερμηνεύουν το 47% της
διακύμανσης της εξαρτημένης μη παρατηρούμενης μεταβλητής (criterion latent
variable) βανδαλισμός (vandalism).
Δομικές Εξισώσεις
vandalis= 0.075*bystander+ 0.11*badtemper – 0.087*se+ 0.47*seV + 0.12*approveV - 0.054*fearpunish,
(0.041) (0.057) (0.037) (0.073) (0.050) (0.036)
t-τιμές 1.81 1.92 -2.34 6.35 2.38 -1.51
Errorvar.= 0.53, R² = 0.47
(0.087)
6.08
217
Διάγραμμα 4. Γραφική Αναπαράσταση Δομικού Μοντέλου (SEM) για τη διερεύνηση της σχέσης μεταξύ
Χαρακτηριστικών της Προσωπικότητας του Μαθητή και τη πρόκληση Βανδαλισμού (vandalism)
(standardized coefficients)
218
Πίνακας 22. Δείκτες Καλής Προσαρμογής (Fit Indices) Δομικού Μοντέλου Βανδαλιστή
219
3.4.2.4. Μοντέλο Δομικών Εξισώσεων I για Verbal Bully
Μελετώντας τους δείκτες προσαρμογής του SEM που εμφανίζονται στον Πίνακα 23,
μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η προσαρμογή του Μοντέλου Δομικών Εξισώσεων Ι
για τον Verbal Bully είναι πολύ καλή (CFI = .95; RMSEA = .049). Ακόμα, από την
220
αξιολόγηση των αποτελεσμάτων παρατηρούμε θετικούς και στατιστικά σημαντικούς
συντελεστές – άμεσες επιδράσεις (standardized path coefficients) ανάμεσα στην
παρατήρηση βίας στο σχολείο (bystander) και στην εξαρτημένη μεταβλητή του
λεκτικού εκφοβισμού (verbal) (β = .13), ανάμεσα στην οξυθυμία μαθητή (badtemper)
και στην εξαρτημένη μεταβλητή (verbal) (β = .34), ανάμεσα στην
αυτοαποτελεσματικότητα απέναντι στη βία (seV) και στον λεκτικό εκφοβισμό (verbal)
(β = .38) και τέλος ανάμεσα στην αποδοχή βίας (approveV) και στην εξαρτημένη
μεταβλητή (verbal) (β = .08).
Δομικές Εξισώσεις
verbal= 0.13*bystander+ 0.34*badtemper+ 0.38*seV + 0.080*approveV+ 0.039*selfesteem,
(0.030) (0.047) (0.051) (0.037) (0.030)
t-τιμές 4.45 7.27 7.52 2.20 1.30
Errorvar.= 0.42, R² = 0.58
(0.047)
8.96
221
Διάγραμμα 5. Γραφική Αναπαράσταση Δομικού Μοντέλου (SEM) για τη διερεύνηση της σχέσης μεταξύ
παρατήρησης Βίας, Χαρακτηριστικών της Προσωπικότητας του Μαθητή και τη πρόκληση Λεκτικού
Εκφοβισμού (verbal) (standardized coefficients)
222
Πίνακας 23. Δείκτες Καλής Προσαρμογής (Fit Indices) Δομικού Μοντέλου Ι Θύτη Λεκτικού Εκφοβισμού
223
3.4.2.5. Μοντέλο Δομικών Εξισώσεων II για Verbal Bully
Μελετώντας τους δείκτες προσαρμογής του SEM που εμφανίζονται στον Πίνακα 24,
μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η προσαρμογή του Μοντέλου Δομικών Εξισώσεων
ΙΙ για τον Verbal Bully είναι πολύ καλή (CFI = .94; RMSEA = .075). Ακόμα, από
την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων παρατηρούμε θετικό και στατιστικά σημαντικό
συντελεστή – άμεση επίδραση (standardized path coefficients) ανάμεσα στις
ενδοοικογενειακές συγκρούσεις (Fargument) και στην εξαρτημένη μεταβλητή του
λεκτικού εκφοβισμού (verbal) (β = .46). Επίσης υπάρχει αρνητικός και στατιστικά
σημαντικός συντελεστής – άμεση επίδραση (standardized path coefficients) ανάμεσα
στην αυτονομία στο σπίτι (autonomy) και στην εξαρτημένη μεταβλητή (verbal) (β = -
.20), δηλαδή οι μαθητές που ασκούν λεκτικό εκφοβισμό επηρεάζονται και από την
απουσία αυτονομίας στο σπίτι εξαιτίας της στάσης των γονέων, οι οποίοι δεν τους
αφήνουν να αναλάβουν πρωτοβουλίες. Επομένως, τα δύο παρατηρούμενα στοιχεία
224
μαζί ερμηνεύουν το 35% της διακύμανσης της εξαρτημένης μη παρατηρούμενης
μεταβλητής (criterion latent variable) λεκτικός εκφοβισμός (verbal).
Δομικές Εξισώσεις
Verbal2 = 0.46*Fargum - 0.20*autonomy, Errorvar.= 0.65, R² = 0.35
(0.047) (0.043) (0.072)
t-τιμές 9.70 - 4.78 8.95
Διάγραμμα 6. Γραφική Αναπαράσταση Δομικού Μοντέλου (SEM) για τη διερεύνηση της σχέσης μεταξύ
Οικογενειακών Παραγόντων του Μαθητή και τη πρόκληση Λεκτικού Εκφοβισμού (verbal) (standardized
coefficients)
225
Πίνακας 24. Δείκτες Καλής Προσαρμογής (Fit Indices) Δομικού Μοντέλου ΙΙ Θύτη Λεκτικού
Εκφοβισμού
226
3.4.3. Επιβεβαιωτική Παραγοντική Ανάλυση για το Victim
227
3.4.3.1. Μοντέλο Μέτρησης (measurement model) για Σχολικές Εμπειρίες
228
Διάγραμμα 7. Γραφική Αναπαράσταση Μοντέλου μέτρησης (measurement model) με τέσσερις
παράγοντες και 28 στοιχεία (standardized solution) για τις Σχολικές Εμπειρίες
229
Πίνακας 25. Δείκτες Καλής Προσαρμογής (Fit Indices) Μοντέλου Μέτρησης Σχολικών Εμπειριών
Στο πλαίσιο της CFA ελέγχθηκαν δύο ξεχωριστά Μοντέλα Δομικών Εξισώσεων, με
τους δείκτες προσαρμογής τους να είναι πολύ υψηλοί. Συγκεκριμένα, το Δομικό
Μοντέλο Ι (CFI = .90; RMSEA= 0.062) διερευνά τη σχέση μεταξύ χαρακτηριστικών
της προσωπικότητας των μαθητών, κάποιων οικογενειακών παραγόντων και της
Θυματοποίησης, ενώ το Δομικό Μοντέλο ΙΙ (CFI = .95; RMSEA = .066) διερεύνησε
τη σχέση μεταξύ σχολικών παραγόντων και Θυματοποίησης με στόχο να
επιβεβαιώσουν τις θετικές και αρνητικές επιδράσεις προσωπικών, οικογενειακών και
σχολικών παραγόντων στον μαθητή που αυτοπροσδιορίζεται ως θύμα.
230
3.4.3.3. Μοντέλο Δομικών Εξισώσεων (SEM) Ι για το Victim
Μελετώντας τους δείκτες προσαρμογής του SEM που εμφανίζονται στον Πίνακα 26,
μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η προσαρμογή του Μοντέλου Δομικών Εξισώσεων Ι
για το Victim είναι πολύ καλή (CFI = .90; RMSEA = .062). Ακόμα, από την
αξιολόγηση των αποτελεσμάτων παρατηρούμε θετικούς και στατιστικά σημαντικούς
συντελεστές – άμεσες επιδράσεις (standardized path coefficients) ανάμεσα στις
οικογενειακές συγκρούσεις (Farguments) και στην εξαρτημένη μεταβλητή της
θυματοποίησης (victim) (β = .12), ανάμεσα στο άγχος-νευρικότητα μαθητή (anxiety)
και στην εξαρτημένη μεταβλητή (victim) (β = .27), όπως ακόμα επαληθεύεται η
231
αρνητική σχέση (επίδραση) ανάμεσα στην αυτοεκτίμηση (low self-esteem) και στην
εξαρτημένη μεταβλητή (verbal) (β = - .31). Επομένως, και τα τρία παρατηρούμενα
στοιχεία μαζί ερμηνεύουν το 32% της διακύμανσης της εξαρτημένης μη
παρατηρούμενης μεταβλητής (criterion latent variable) θυματοποίησης (victim).
Δομικές Εξισώσεις
victim= 0.27*anxiety+ 0.12*Farguments - 0.31*selfesteem, Errorvar.= 0.68, R² = 0.32
(0.042) (0.041) (0.041) (0.077)
t-τιμές 6.53 2.96 - 7.62 8.75
Πίνακας 26. Δείκτες Καλής Προσαρμογής (Fit Indices) Δομικού Μοντέλου Ι Θύματος Σχολικού
Εκφοβισμού
232
Διάγραμμα 8. Γραφική Αναπαράσταση Δομικού Μοντέλου Ι (SEM Ι) για τη διερεύνηση της σχέσης
μεταξύ Οικογενειακών Παραγόντων, Προσωπικών Χαρακτηριστικών του Μαθητή και τη Θυματοποίησης
του στο σχολείο (victim) (standardized coefficients)
233
3.4.3.4. Μοντέλο Δομικών Εξισώσεων (SEM) II για το Victim
Στο Δομικό Μοντέλο ΙΙ για το Θύμα (βλ. Διάγραμμα 9) μελετάται η επίδραση όλων
των στοιχείων που αφορούν στην ενότητα «Ο ρόλος του Σχολείου και των
Εκπαιδευτικών – Κλίμακες 10 και 14» όπως: α) Καλές Πρακτικές Καθηγητών
(skilledT), β) Στήριξη από Συμμαθητές (peersupport), γ) Συμπεριφορά/Αντιμετώπιση
των Εκπαιδευτικών απέναντι στους μαθητές (teacherbehaviour), δ) Αγάπη για το
σχολείο (loveschool) και ε) φόβος τιμωρίας (fearpunish), στη Θυματοποίηση του
μαθητή ‘victim’.
234
συνοδεύεται από δέκα παρατηρούμενα στοιχεία (R2.1, R2.2, R2.3, R2.4, R2.5, R2.6,
R2.7, R2.8, R2.9, R2.10).
Μελετώντας τους δείκτες προσαρμογής του SEM που εμφανίζονται στον Πίνακα 27,
μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η προσαρμογή του Μοντέλου Δομικών Εξισώσεων
ΙΙ για το Victim είναι πολύ καλή (CFI = .95; RMSEA = .066). Αναλυτικά, από την
αξιολόγηση των αποτελεσμάτων παρατηρούμε αρνητικούς και στατιστικά
σημαντικούς συντελεστές – άμεσες επιδράσεις (standardized path coefficients)
ανάμεσα στη στήριξη συμμαθητών (no peer support) και στην εξαρτημένη μεταβλητή
της θυματοποίησης (victim) (β = - .34), ανάμεσα στη συμπεριφορά των εκπαιδευτικών
(badTeacherBehaviour) και στην εξαρτημένη μεταβλητή (victim) (β = - 0.20), όπως
ακόμα επαληθεύεται η θετική σχέση (επίδραση) ανάμεσα στον φόβο τιμωρίας
(fearpunishment) και στην εξαρτημένη μεταβλητή (victim) (β = .12).
Από την άλλη πλευρά, παρατηρούμε ότι δεν επαληθεύεται η προβλεπόμενη διαδρομή
– υπόθεση ανάμεσα στις καλές πρακτικές καθηγητών (skilledT) και στην εξαρτημένη
μεταβλητή (victim), καθώς η τιμή του συντελεστή t δεν είναι μεγαλύτερη από 1.96
(απόλυτη τιμή) για τη συγκεκριμένη διαδρομή (t= -.17), ούτε η διαδρομή ανάμεσα
στην αγάπη για το σχολείο (loveschool) και στην εξαρτημένη μεταβλητή (victim) (t= -
.79) . Επομένως, τα τρία από τα πέντε παρατηρούμενα στοιχεία μαζί ερμηνεύουν το
17% της διακύμανσης της εξαρτημένης μη παρατηρούμενης μεταβλητής (criterion
latent variable) θυματοποίησης (victim).
Δομικές Εξισώσεις
victim= - 0.0090*skilledT - 0.34*peersupport - 0.20*TeachBeh, - 0.41*lovesch+ 0.12*fearpunish
(0.052) (0.049) (0.042) (0.053) (0.034)
t-τιμές -0.17 -6.99 - 4.76 - 0.79 3.43
235
Διάγραμμα 9. Γραφική Αναπαράσταση Δομικού Μοντέλου ΙI (SEM ΙI) για τη διερεύνηση της σχέσης
μεταξύ Σχολικών Παραγόντων και της Θυματοποίησης στο σχολείο (victim) (standardized coefficients)
236
Πίνακας 27. Δείκτες Καλής Προσαρμογής (Fit Indices) Δομικού Μοντέλου ΙΙ Θύματος Σχολικού
Εκφοβισμού
237
3.4.4. Μοντέλα Δομικών Εξισώσεων (SEM) για τον Bystander
Μετά τα δομικά μοντέλα των θυτών και θυμάτων έγινε μια προσπάθεια να
σκιαγραφηθεί και το προφίλ των μαθητών που αυτό-προσδιορίζονται ως παρατηρητές
ενδοσχολικής βίας. Από τις πολλαπλές παλινδρομικές αναλύσεις στη Β΄ και στη Γ΄
Φάση της έρευνας προέκυψαν κάποιοι κοινοί παράγοντες που ερμήνευαν τους
μαθητές – παρατηρητές. Οι μαθητές-παρατηρητές δηλώνουν και θύτες και θύματα,
έχουν στρατηγικές επίλυσης συγκρούσεων και βιώνουν Αρνητικές Σχολικές εμπειρίες.
Στη Γ΄ Φάση προκύπτει ένας νέος σημαντικός παράγοντας που δεν υπήρχε στην
προηγούμενη φάση, η γενική αυτοαποτελεσματικότητα που ερμηνεύει μεγάλο ποσοστό
της διακύμανσης της εξαρτημένης μεταβλητής, ενώ στη Β΄ Φάση προέκυψε ότι οι
παρατηρητές έχουν Φιλο-κοινωνικές δεξιότητες (ενσυναίσθηση), παράγοντας που δεν
προέκυψε στη τελική Φάση της έρευνας.
Στο πλαίσιο της CFA ελέγχθηκαν δύο ξεχωριστά Μοντέλα Δομικών Εξισώσεων, με
τους δείκτες προσαρμογής τους να είναι πολύ υψηλοί. Συγκεκριμένα, το Δομικό
Μοντέλο Ι (CFI = .94; RMSEA = .055) διερευνά τη σχέση μεταξύ χαρακτηριστικών-
στοιχείων της προσωπικότητας των μαθητών, του ρόλου που υιοθετούν σε
περιστατικά ενδοσχολικής βίας και του ρόλου του παρατηρητή, ενώ το Δομικό
Μοντέλο ΙΙ (CFI = .96; RMSEA = .061) διερευνά τη σχέση μεταξύ σχολικών
παραγόντων και Παρατήρησης, με στόχο να επιβεβαιώσουν τις θετικές και αρνητικές
επιδράσεις προσωπικών και σχολικών παραγόντων στον μαθητή που
αυτοπροσδιορίζεται ως παρατηρητής.
Στο Δομικό Μοντέλο Ι για τον Παρατηρητή (βλ. Διάγραμμα 10) μελετάται η
επίδραση του ρόλου που υιοθετούν οι μαθητές σε περιστατικά ενδοσχολικής βίας
όπως α) Θύτης, β) Θύμα και στοιχείων προσωπικότητας του μαθητή: γ) τη γενική
αυτοαποτελεσματικότητα του μαθητή, δ) τις στρατηγικές επίλυσης συγκρούσεων και
ε) την ενσυναίσθηση (που προέκυψε από την EFA για τις Φιλοκοινωνικές
δεξιότητες), στον παράγοντα Παρατηρητής ‘bystander’.
238
Συγκεκριμένα το μετρικό μοντέλο περιλαμβάνει τους ακόλουθους παράγοντες:
αρχικά, o μη παρατηρούμενος παράγοντας (latent variable) θύτης (bully)
συνοδεύεται από εικοσιτέσσερις παρατηρούμενες μεταβλητές (R1.1 – R1.24)
δεύτερον, o μη παρατηρούμενος παράγοντας (latent variable) θύμα (victim)
συνοδεύεται από δέκα παρατηρούμενες μεταβλητές (R2.1 – R2.10)
τρίτον, o μη παρατηρούμενος παράγοντας (latent variable) γενική αυτό-
αποτελεσματικότητα (Generalized Self-efficacy) συνοδεύεται από οκτώ
παρατηρούμενες μεταβλητές (R5.1 – R5.8)
τέταρτον, o μη παρατηρούμενος παράγοντας (latent variable) δεξιότητες
επίλυσης συγκρούσεων (CRS) συνοδεύεται από πέντε παρατηρούμενες
μεταβλητές (R8.1 – R8.5).
τέλος, o μη παρατηρούμενος παράγοντας (latent variable) ενσυναίσθηση
(empathy) συνοδεύεται από οκτώ παρατηρούμενες μεταβλητές (R13.8 –
R13.15).
Μελετώντας τους δείκτες προσαρμογής του SEM που εμφανίζονται στον Πίνακα 28,
μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η προσαρμογή του Μοντέλου Δομικών Εξισώσεων Ι
για τον Bystander είναι πολύ καλή (CFI = .94; RMSEA = .055). Ακόμα, από την
αξιολόγηση των αποτελεσμάτων παρατηρούμε θετικούς και στατιστικά σημαντικούς
συντελεστές – άμεσες επιδράσεις (standardized path coefficients) ανάμεσα στον Θύτη
(bully) και στην εξαρτημένη μεταβλητή της παρατήρησης (bystander) (β = .27),
ανάμεσα στη θυματοποίηση (victim) και στην εξαρτημένη μεταβλητή (bystander) (β =
.45), όπως ακόμα επαληθεύεται η θετική σχέση (επίδραση) ανάμεσα στην γενική
αυτοαποτελεσματικότητα (self-efficacy) και στην εξαρτημένη μεταβλητή (bystander)
(β = .14), αλλά και η θετική σχέση μεταξύ δεξιοτήτων επίλυσης συγκρούσεων (CRS)
και του παρατηρητή (β= .09).
239
Από την άλλη πλευρά, παρατηρούμε ότι δεν επαληθεύεται η προβλεπόμενη διαδρομή
– υπόθεση ανάμεσα στην ενσυναίσθηση (empathy) και στην εξαρτημένη μεταβλητή
(bystander), καθώς η τιμή του συντελεστή t δεν είναι μεγαλύτερη από 1.96 (απόλυτη
τιμή) για τη συγκεκριμένη διαδρομή (t= .57),
Δομικές Εξισώσεις
bystander= 0.27*bully+ 0.45*victim + 0.14*selfefficacy+ 0.087*CRS +0.021*empathy,
(0.036) (0.040) (0.034) (0.038) (0.037)
t-τιμές 7.54 11.16 4.07 2.29 0.57
Errorvar.= 0.61, R² = 0.39
(0.064)
9.48
Πίνακας 28. Δείκτες Καλής Προσαρμογής (Fit Indices) Δομικού Μοντέλου Ι Παρατηρητή Σχολικού
Εκφοβισμού
240
Διάγραμμα 10. Γραφική Αναπαράσταση Δομικού Μοντέλου Ι (SEM Ι) για τη διερεύνηση της σχέσης
μεταξύ Προσωπικών Χαρακτηριστικών του Μαθητή, του Ρόλου που υιοθετεί σε περιστατικά εκφοβισμού
και της Παρατήρησης Ενδοσχολικής Βίας (bystander) (standardized coefficients)
241
3.4.4.2. Μοντέλο Δομικών Εξισώσεων (SEM) ΙI για τον Bystander
Στο Δομικό Μοντέλο ΙI για τον Παρατηρητή (βλ. Διάγραμμα 11) μελετάται η
επίδραση στοιχείων που αφορούν στη κλίμακα «Σχολικές Εμπειρίες» όπως
προέκυψαν από την EFA: α) Καλές Πρακτικές Καθηγητών (skilledT), β) Στήριξη από
Συμμαθητές (peersupport), γ) Συμπεριφορά/Αντιμετώπιση των Εκπαιδευτικών
απέναντι στους μαθητές (teacherbehaviour), και δ) Αγάπη για το σχολείο
(loveschool), στον παράγοντα Παρατηρητής ‘bystander’.
Μελετώντας τους δείκτες προσαρμογής του SEM που εμφανίζονται στον Πίνακα 29,
μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η προσαρμογή του Μοντέλου Δομικών Εξισώσεων
ΙI για τον Bystander είναι πολύ καλή (CFI = .96; RMSEA = .061). Αναλυτικά, από
την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων παρατηρούμε αρνητικούς και στατιστικά
242
σημαντικούς συντελεστές – άμεσες επιδράσεις (standardized path coefficients)
ανάμεσα στη στήριξη συμμαθητών (no peer support) και στην εξαρτημένη μεταβλητή
της παρατήρησης (bystander) (β = -.10), και ανάμεσα στη συμπεριφορά των
εκπαιδευτικών (badTeacherBehaviour) και στην εξαρτημένη μεταβλητή (bystander)
(β = - 0.35).
Από την άλλη πλευρά, παρατηρούμε ότι δεν επαληθεύεται η προβλεπόμενη διαδρομή
– υπόθεση ανάμεσα στις καλές πρακτικές καθηγητών (skilledT) και στην εξαρτημένη
μεταβλητή (bystander), καθώς η τιμή του συντελεστή t δεν είναι μεγαλύτερη από 1.96
(απόλυτη τιμή) για τη συγκεκριμένη διαδρομή (t= -.89), ούτε η διαδρομή ανάμεσα
στην αγάπη για το σχολείο (loveschool) και στην παρατήρηση (t= .38) . Επομένως, τα
δύο από τα τέσσερα παρατηρούμενα στοιχεία μαζί ερμηνεύουν το 15% της
διακύμανσης της εξαρτημένης μη παρατηρούμενης μεταβλητής (criterion latent
variable) παρατήρησης (bystander).
Δομικές Εξισώσεις
bystander= - 0.046*skilledT - 0.10*peersupport - 0.35*TeachBeh, + 0.20*lovesch, Errorvar.= 0.85,
(0.052) (0.046) (0.045) (0.052) (0.087)
t-τιμές -0.89 -2.21 - 7.95 0.38 9.80
R² = 0.15
243
Διάγραμμα 11. Γραφική Αναπαράσταση Δομικού Μοντέλου ΙΙ (SEM ΙΙ) για τη διερεύνηση της σχέσης
μεταξύ Σχολικών Εμπειριών και της Παρατήρησης Ενδοσχολικής Βίας (bystander) (standardized
coefficients)
244
Πίνακας 29. Δείκτες Καλής Προσαρμογής (Fit Indices) Δομικού Μοντέλου ΙΙ Παρατηρητή Σχολικού
Εκφοβισμού
245
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4:
ΣΥΖΗΤΗΣΗ
246
4.1. ΣΥΖΗΤΗΣΗ
247
et al., 2009. Bronfenbrenner, 1979. Hong & Espelage, 2012), σημαντική είναι η
διερεύνηση του ρόλου της σχολικής κοινότητας στην εκδήλωση του φαινομένου,
αλλά και στην αντιμετώπιση του, όπως ακόμα η συσχέτιση της θυματοποίησης και
του εκφοβισμού με τον παράγοντα οικογένεια αλλά και με το λανθασμένο σύστημα
αξιών και κανόνων στο γενικότερο πλαίσιο των φίλων και κατά πόσο επηρεάζουν
στην πρόκληση και πρόληψη του φαινομένου.
248
4.2. Διαφορές φύλου και σχολικής τάξης στον εκφοβισμό
Από τη πιλοτική έρευνα δεν προέκυψε επίδραση του παράγοντα φύλο αλλά υπήρχε
αύξηση επιθετικών συμπεριφορών καθώς οι μαθητές φοιτούν σε μεγαλύτερες τάξεις
του γυμνασίου. Στη δεύτερη φάση της έρευνας, επιβεβαιώθηκαν οι παραπάνω
διαπιστώσεις αναφορικά με τη τάξη, καθώς τα νέα αποτελέσματα ανέδειξαν ότι οι
μαθητές που φοιτούν σε μεγαλύτερες τάξεις είναι πιο βίαιοι από αυτούς που φοιτούν
σε μικρότερες τάξεις σύμφωνα με τις αυτοαναφορές τους. Αναφορικά με τον
παράγοντα φύλο, τα αγόρια φαίνεται πως είναι πιο βίαια από τα κορίτσια στη δεύτερη
φάση της έρευνας. Στη τελική φάση της έρευνας (Γ΄ φάση) τα αποτελέσματα
επιβεβαιώνουν την επίδραση του παράγοντα φύλο (τα αγόρια υιοθετούν περισσότερο
τον ρόλο του θύτη εκφοβιστικών συμπεριφορών από τα κορίτσια) και την επίδραση
του παράγοντα τάξη, εξαιτίας της βαθμιαίας αύξησης επιθετικής συμπεριφοράς
καθώς οι μαθητές προάγονται σε μεγαλύτερες τάξεις του γυμνασίου.
249
Σύμφωνα με τις μελέτες αναφορικά με το φύλο τα αγόρια τείνουν να αναμειχθούν
στον εκφοβισμό ως θύματα και ως θύτες περισσότερο από τα κορίτσια. (Boulton &
Underwood, 1992. Grus, 2002. Olweus, 1993). Στη πλειοψηφία τους τα αγόρια
επιλέγουν να ασκήσουν άμεση ή έμμεση βία σε άλλα αγόρια (80%) και κορίτσια
(60%) (Olweus, 1993) ενώ τα κορίτσια δεν επιλέγουν να επιτεθούν σε αγόρια αλλά
τείνουν να εκφοβίζουν άλλα κορίτσια (Rolider, 2000). Αναφορικά με τα θύματα, οι
Whitney & Smith (1993) δεν βρήκαν καμία σημαντική διαφορά φύλου, αλλά τα
αγόρια ανέφεραν τη συμμετοχή στον εκφοβισμό περισσότερο από τα κορίτσια. Σε
έρευνες που στηρίζονται σε αυτοαναφορές, αγόρια και κορίτσια είναι εξίσου πιθανό
να αναφέρουν ότι θυματοποιήθηκαν (Rolider, 2000).
Όσον αφορά στην ηλικία, διαπιστώνεται από αυτοαναφορές των εφήβων σε έρευνες
ότι, όσο μεγαλώνουν, η θυματοποίηση μειώνεται σε σχέση με αυτή που ανέφεραν ότι
βίωναν στην αρχή της εφηβείας (Zimmer-Gembeck et al., 2013). Οι Volk et al. (2012)
επίσης διαπίστωσαν ότι τα φαινόμενα επιθετικότητας και θυματοποίησης τείνουν να
κορυφώνονται στην ηλικία των 14 ή 15 ετών, όταν δηλαδή τα περισσότερα παιδιά
βρίσκονται στο μέσο περίπου της εφηβικής περιόδου.
Οι θύτες μπορούν εύκολα να ανιχνευθούν σε κάθε τάξη από την έκτη εβδομάδα του
σχολικού έτους και οι περισσότερες μελέτες διερευνούν την εμφάνιση του
250
φαινομένου στις τάξεις από Δ΄ δημοτικού έως Γ΄ Γυμνασίου (Rolider, 2000).
Συνήθως, η θυματοποίηση αρχίζει ως πειράγματα και ταπεινώσεις από νεότερους
θύτες ενώ, αργότερα, εκδηλώνονται περισσότερο φυσικές-σωματικές παρενοχλήσεις
όσο οι θύτες γίνονται μεγαλύτεροι (Rolider, 2000).
Από την άλλη πλευρά, η Berger (2007), στη γενική εκτίμηση για το ρόλο της ηλικίας
δείχνει ότι όσο αυξάνεται η ηλικία των παιδιών, μειώνεται η άσκηση επιθετικής
συμπεριφοράς και εκφοβισμού. Αναφορικά με το φύλο και σύμφωνα με τα
παραπάνω, η Berger (2007) διαπίστωσε πως τα αγόρια εμπλέκονται περισσότερο σε
περιστατικά τόσο ως δράστες όσο και ως θύματα σε σχέση με τα κορίτσια. Οι
Baxendale, Cross & Johnston (2012) επεκτείνοντας τα παραπάνω σημεία,
διευκρινίζουν ότι ο ρόλος του φύλου και της ηλικίας γίνεται καλύτερα αντιληπτός,
όταν γίνεται λόγος για συγκεκριμένες μορφές θυματοποίησης, καθώς έτσι
διαπιστώνονται και αποσαφηνίζονται επιμέρους διαφορές.
251
4.3. ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΜΑΘΗΤΗ
252
Η σύνδεση θυτών με την αυτοαποτελεσματικότητα για πράξεις επιθετικότητας, με τις
προσδοκίες που έχουν για επιβράβευση και πρόκληση πόνου, καθώς και με την αξία
που αποδίδουν τόσο στην επιβράβευση όσο και στην πρόκληση πόνου, βασίζεται στις
έρευνες του Bandura (1978, 1986). Ο Bandura (1986) υποστηρίζει, πως οι εκτιμήσεις
που κάνει το άτομο για το πόσο αποτελεσματική μπορεί να είναι η συμπεριφορά του,
προκειμένου να πετύχει ένα στόχο, η αξία που αποδίδει σ’ αυτό το στόχο, καθώς και
οι υπολογισμοί που κάνει, σχετικά με τις πιθανές συνέπειες που θα επισύρει μια
συμπεριφορά που επιλέγει, το οδηγούν στην απόφαση να λειτουργεί με
συγκεκριμένους τρόπους και να απορρίπτει συμπεριφορές που θεωρεί πως θα το
οδηγήσουν σε δυσάρεστες εμπειρίες. Έτσι, εκφοβιστικές συμπεριφορές συνδέονται
με πεποιθήσεις που αφορούν την αποτελεσματικότητα της επιθετικότητας, ως τρόπο
επιβολής και κατάκτησης υλικών ή άλλων στόχων.
Σύμφωνα με την Ανδρέου (2011), «ο άνθρωπος είναι λύκος για τον άνθρωπο». Η
μακιαβελλική αυτή τάση συνδέεται με το εγωιστικό, ιδιοτελές και ωφελιμιστικό
άτομο που αδιαφορεί για τα άλλα άτομα εφόσον δεν του είναι χρήσιμα και προσπαθεί
δια της βίας και του εξαναγκασμού να προωθήσει και να προστατέψει τα συμφέροντα
του. Ο κυνισμός του Machiavelli (1515/1952) ανάγει σε ιδεολογία την επιβολή της
κυριαρχίας με κάθε μέσο και τρόπο και δίνει άλλοθι σε κάθε καταχρηστική
συμπεριφορά. Η Andreou (2004) στη τοποθέτηση της για την εκφοβιστική
συμπεριφορά επισήμανε ότι ειδικά τα αγόρια χαρακτηρίζονται από υψηλό βαθμό
Μακιαβελλισμού (εξελιγμένο και ψυχρό γνωστικό σύστημα «cold cognition»),
δηλαδή την πεποίθηση πως η επίτευξη ενός σημαντικού στόχου προϋποθέτει την
επιδέξια χρησιμοποίηση ή ακόμα και στη συστηματική εκμετάλλευση των άλλων. Η
253
μακιαβελλική προσωπικότητα ερμηνεύει κάθε κατάσταση με βάση τη ψυχρή λογική
και προσεγγίζει κάθε διαπροσωπική σχέση με βάση το ερώτημα «Τί μπορεί να βγει
από αυτό;» και ταυτόχρονα συντηρεί την αντίληψη πως όλοι ενεργούν με τον ίδιο
τρόπο και το πιο σημαντικό είναι ο θύτης να ενεργήσει κατά τρόπο πιο αποδοτικό
από τους άλλους.
254
εκφοβιστικών συμπεριφορών, που ενισχύουν περισσότερο τη θέση υπέρ της βίας, όχι
μόνο στους εμπλεκόμενους μαθητές, αλλά και σε ολόκληρη τη σχολική ομάδα
(Andreou & Metallidou, 2004).
Οι έρευνες των Ηymel et al. (2005) και Menesini et al. (2003) κατέδειξαν ότι οι θύτες
εκφοβιστικών συμπεριφορών είχαν υψηλότερα επίπεδα ηθικής αποδέσμευσης σε
σχέση με τα υπόλοιπα παιδιά και τα θύματα είχαν τα χαμηλότερα επίπεδα ηθικής
αποδέσμευσης. Παρόμοια, η Gini (2006) σε έρευνα που έγινε στην Ιταλία σε 581
παιδιά δημοτικού σχολείου, διαπίστωσε ότι η ηθική αποδέσμευση των θυτών και των
παρατηρητών - ενισχυτών ήταν μεγαλύτερη σε σχέση με τα παιδιά θύματα ή τα
παιδιά υπερασπιστές των θυμάτων. Πιο πρόσφατη έρευνα των Barchia και Bussey
(2011) επιβεβαιώνει ότι οι μηχανισμοί της ηθικής αποδέσμευσης δεν σχετίζονται με
την προστασία και την υπεράσπιση των θυμάτων εκφοβισμού συνομηλίκων.
Επιπρόσθετα, οι Thornberg & Jungert (2013) διαχωρίζουν τα αγόρια από τα κορίτσια
255
και επιβεβαιώνουν πως οι έφηβες εκδηλώνουν σε μικρότερο βαθμό ηθική
αποδέσμευση συγκριτικά με τους έφηβους, αποτέλεσμα που ερμηνεύεται και από τα
πιο υψηλά επίπεδα ηθικής ευαισθησίας (ενσυναίσθηση, συμπόνοια, ενοχή) των
κοριτσιών. Ακόμα, οι Robson and Witenberg (2013) συνδέουν δύο μηχανισμούς
ηθικής αποδέσμευσης, την ηθική δικαιοσύνη και τη διάχυση ευθύνης με τη θετική
στάση απέναντι στη βία και τους αναδεικνύουν ως προκλητικούς παράγοντες για τον
εκφοβισμό.
Ο Randall (1997) αναφέρει πως η πλειοψηφία των θυτών δεν έχουν απόλυτη
επίγνωση των συνεπειών που έχουν οι πράξεις τους για τα θύματα. Χωρίς
ευαισθησίες και ενσυναίσθηση επιδοκιμάζουν τη βία ως τη πιο αποτελεσματική
στρατηγική για επίτευξη στόχων ή επίλυση προβλημάτων (Smith & Sharp, 1994).
Ομοίως, οι Crick et al. (2001) αποδίδουν τις συμπεριφορές των θυτών στην
ανικανότητα τους να επιλύουν τις διαφορές τους με κοινωνικά αποδεκτούς τρόπους
και στην έλλειψη φιλο-κοινωνικών δεξιοτήτων.
256
Στη μελέτη των Gini et al. (2007) τα αγόρια – θύτες είχαν χαμηλή βαθμολογία σε
τεστ που μετρούσε την ενσυναίσθηση. Ακόμα, τα ευρήματα της Andreou (2006)
συνδέουν την άμεση επιθετικότητα του εμφανή δράστη με την έλλειψη
χαρακτηριστικών φιλο-κοινωνικής συμπεριφοράς (δεν εκδηλώνουν ενδιαφέρον για
τον συμμαθητή – αλτρουισμό). Αντίθετα, ο έμμεσος θύτης κατανοεί βαθιά τις
ανθρώπινες σχέσεις, προβλέπει τις αντιδράσεις και τα συναισθήματα των άλλων.
Οι Caravita, Di Blasio & Salmvalli (2009) διαχώρισαν την γνωστική από την
συναισθηματική ενσυναίσθηση. Συγκεκριμένα, επισημαίνουν πως τα παιδιά με
επιθετική συμπεριφορά μπορεί να έχουν γνωστική ενσυναίσθηση, δηλαδή να
μπορούν να αναγνωρίζουν τα συναισθήματα των άλλων αλλά δεν συμπάσχουν,
αδυνατούν ή δεν επιθυμούν να μοιραστούν αυτά τα συναισθήματα. Επομένως, ένας
μαθητής με υψηλή γνωστική ενσυναίσθηση εκμεταλλεύεται την αντίληψη που έχει,
με σκοπό να χειραγωγήσει τους συμμαθητές του.
Σημαντική είναι και η διαπίστωση του Sutton (2003) πως τα επιθετικά παιδιά, ειδικά
αυτά που πρωτοστατούν σε επιθετικές καταστάσεις έχουν ικανότητα αναγνώρισης
και κατανόησης των συναισθημάτων. Παρ’ όλα αυτά, οι θύτες μπορεί να μην
μπορούν ή να μην επιθυμούν να μοιραστούν τα δικά τους συναισθήματα. Σύμφωνα
με τα δικά του αποτελέσματα, η γνωστική ενσυναίσθηση συνδέεται θετικά με την
εκφοβιστική συμπεριφορά, ενώ η συναισθηματική ενσυναίσθηση έχει αρνητική
σύνδεση με τον εκφοβισμό.
257
4.3.1.4. Οξυθυμία και Ευερεθιστότητα
Οι μαθητές που εμφανίζονται συχνά να χάνουν τον έλεγχο και να αντιδρούν επιθετικά
σε συμπεριφορές των συμμαθητών τους συχνά περιγράφονται ως αγχώδεις,
παρορμητικοί και οξύθυμοι (Ando, Asakura & Simons-Morton, 2005. Espelage,
Bosworth & Simon, 2001). Η παρούσα μελέτη αναδεικνύει την «οξυθυμία -
ευερεθιστότητα» ως έναν ακόμα σημαντικό παράγοντα που ερμηνεύει τον μαθητή –
Θύτη σχολικής βίας. Από τη βιβλιογραφία προκύπτει πως αυτοί οι μαθητές – θύτες
που είναι ευέξαπτοι και γίνονται γρήγορα έξω φρενών συνήθως είναι ταυτόχρονα
‘προκλητικά θύματα’ τα οποία πήραν τον ρόλο του θύτη. Ακόμα υπάρχει μεγάλη
πιθανότητα να χαρακτηριστούν υπερκινητικοί μαθητές. Συμπεριφορές όπως νευρικές
κινήσεις (fidgeting) θα μπορούσαν να ενοχλήσουν τους συμμαθητές και να
προκαλέσουν μια επίθεση (Beran & Lupart, 2009).
Στην αναπτυξιακή θεωρία και έρευνα, η εμφυτή ροπή του παιδιού προς την
επιθετικότητα έχει περιγραφεί από την μία πλευρά με όρους νευρο-ψυχολογικών
ελλειμμάτων. Συγκεκριμένα παιδιά με χαρακτηριστικά απροσεξίας,
υπερκινητικότητας και παρορμητικότητας της ΔΕΠΥ φαίνεται πως διατρέχουν
αυξημένο κίνδυνο να αναπτύξουν επιθετικές και άλλες αντικοινωνικές συμπεριφορές
(Moffit & Henry, 1991). Από την άλλη πλευρά η βία από παιδιά και εφήβους έχει
περιγραφεί με όρους ιδιοσυγκρασιακών χαρακτηριστικών. Δηλαδή παιδιά με υψηλό
βαθμό παρορμητικότητας-ανυπακοής που εκδηλώνουν εναντιωματικότητα,
ευερεθιστότητα και σταθερή αποτυχία για συμμόρφωση, διατρέχουν υψηλό κίνδυνο
να αναπτύξουν επιθετικά πρότυπα συμπεριφοράς (Bates, Petit, Dodge & Ridge,
1998).
258
σύνδεση ανάμεσα στον άμεσο εκφοβισμό και στην υπερκινητικότητα. Ομοίως, οι
Bacchini, Affuso & Trotta (2008) παρατήρησαν ότι μαθητές με συμπτώματα ΔΕΠΥ
είναι πιο πιθανό να υιοθετήσουν τον ρόλο του θύτη εάν είναι αγόρια και το ρόλο του
θύματος εάν είναι κορίτσια.
259
Σύμφωνα με τους Stapinski et al (2014) τα παιδιά που εκφοβίζονται επανειλημμένα
στο σχολείο, βρέθηκαν 2 με 3 φορές πιο επιρρεπή να αναπτύξουν αγχώδη διαταραχή,
αγοραφοβία, κρίσεις πανικού και στην μετέπειτα ενήλικη ζωή. Πιο συγκεκριμένα, τα
θύματα νιώθουν έντονη την αίσθηση της κοινωνικής μειονεξίας και ανεπάρκειας στο
να χειριστούν δύσκολες καταστάσεις, πολλές φορές βιώνουν συναισθήματα
κατωτερότητας, αρνητικές σκέψεις για τους φίλους τους και τη δημοτικότητα τους,
αρνητικό εσωτερικό διάλογο και έντονη αρνητική αυτοκριτική (Hansen et al. 2012.
Τσιάντης, 2008).
260
συμπεριφορά (χαμηλή αυτοεκτίμηση) και την εκδήλωση άγχους αποτελούν
εσωτερικευμένα προβλήματα και παράγοντες επικινδυνότητας για περεταίρω
θυματοποίηση (Fox & Boulton, 2005).
Οι Baly, Cornell & Lovegrove (2014) σε αντίθεση με τις περισσότερες μελέτες που
ερευνούν τον εκφοβισμό και τη θυματοποίηση σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή,
επέλεξαν να διερευνήσουν αν οι ίδιοι 382 μαθητές συνέχιζαν να θυματοποιούνται
κατά τη διάρκεια τριών ετών. Οι ερευνητές διαπίστωσαν πως η χρόνια θυματοποίηση
στο γυμνάσιο επηρεάζει την ένταξη του παιδιού στο σχολείο (απουσίες, πειθαρχικά
μέτρα, εγκατάλειψη του σχολείου), καθώς τα θύματα έχουν αρνητική αντίληψη του
σχολικού κλίματος, άσχημες επιδόσεις στα μαθήματα και υιοθετούν επικίνδυνες
συμπεριφορές επειδή βιώνουν το σχολείο ως ένα εχθρικό πλαίσιο που τους προκαλεί
άσχημα συναισθήματα και ανασφάλεια. Σύμφωνα με τη θεωρία του Eccles
(Expectancy Value Theory, Eccles et al., 1983) η άσχημη εμπειρία της
θυματοποίησης ενισχύει την αίσθηση που έχει το θύμα ότι δεν μπορεί να αναπτύξει
φιλικές σχέσεις ή να πετύχει ακαδημαϊκά, επομένως αποθαρρύνεται και αναπτύσσει
μια δυσαρέσκεια για το σχολείο με αποτέλεσμα να αποσύρεται.
Οι παριστάμενοι που βοηθούν τον δράστη ή επιλέγουν να γίνουν και οι ίδιοι θύτες
φαίνεται πως διαθέτουν παρόμοιες με αυτόν μακιαβελλικές πεποιθήσεις,
αυτοαποτελεσματικότητα να καταφύγουν σε επιθετικές πράξεις, προσδοκίες ότι αυτές
οι πράξεις θα αποφέρουν επιβράβευση καθώς ωφελούνται από τις ενέργειες τους,
αποκτούν δύναμη και κυριαρχούν στις διαπροσωπικές τους σχέσεις (Andreou, 2004.
Bandura, 1986. Casella, 2002). Η μελέτη των Kerbs & Jolley (2007) υποδεικνύει ότι
261
το 70% του δείγματος των μαθητών που συμμετείχαν σε 30 συνεντεύξεις
αναφέρθηκαν σε ευχάριστες εμπειρίες που συνδέονται με τη σχολική βία,
παρουσιάζοντας τα περιστατικά αυτά ως απολαυστικά ή αλλιώς διασκεδαστικά.
Οι πιο γνωστές έρευνες του θεμελιωτή της θεωρίας κοινωνικής μάθησης Albert
Bandura (1986) επικεντρώνονται στην μάθηση επιθετικών συμπεριφορών μέσω της
παρατήρησης και μίμησης προτύπων (γονέων, συνομηλίκων, προσώπων των ΜΜΕ
και της ευρύτερης κοινωνίας). Ο παρατηρητής ακολουθεί συγκεκριμένες διεργασίες:
α) διαδικασία παρακολούθησης, όπου το πρότυπο αποσπά τη προσοχή του ατόμου, β)
τη διαδικασία διατήρησης, συγκράτησης των ερεθισμάτων για να είναι δυνατή η
ανάκληση και η χρήση τους, γ) τη διαδικασία κινητικής αναπαραγωγής, επανάληψης
μαθημένης συμπεριφοράς και δ) τη διαδικασία ενίσχυσης (Ανδρέου, 2011).
Η πλειοψηφία (75%) των παρατηρητών ενισχύουν τον θύτη με την παθητική τους
στάση, φοβούνται να βοηθήσουν το θύμα εκφοβιστικών συμπεριφορών, μήπως
συμβεί και στους ίδιους, γι’ αυτό και ανησυχούν ότι αν πάρουν θέση, θα κάνουν τα
πράγματα χειρότερα. Πολλοί συνήθως κοιτάζουν τι κάνουν οι άλλοι που βρίσκονται
γύρω τους και φροντίζουν να κάνουν το ίδιο για να μην θεωρηθούν περίεργοι, χαζοί,
διαφορετικοί (O’Connell et al., 1999).
Οι Caplan & Hay (1989) προσπαθούν να ερμηνεύσουν αυτή τη παθητική στάση και
διαπίστωσαν πως η κυρίαρχη άποψη των παιδιών ήταν πως η προσφορά βοήθειας δεν
ήταν δική τους υπόθεση. Τα περισσότερα παιδιά υιοθετούν τον ρόλο του ουδέτερου –
παρατηρητή, θεωρούν πως ο δάσκαλος θα έπρεπε να κάνει κάτι και όχι τα ίδια τα
παιδιά. Οι ερευνητές αναφέρονται σε συμμόρφωση των παρατηρητών με τις νόρμες
των ενηλίκων που υπαγορεύουν ότι υπάρχουν αρμόδια άτομα για να επέμβουν.
Από την άλλη πλευρά, τα παιδιά που παρεμβαίνουν για να βοηθήσουν το θύμα έχουν
ξεκάθαρη άποψη κατά του εκφοβισμού και της βίας, υψηλό βαθμό ενσυναίσθησης
και αλληλεγγύης, εμπιστοσύνη στον εαυτό τους και στους ενήλικες, ενώ συνάμα
πιστεύουν ότι η παρέμβασή τους μπορεί να βοηθήσει, κάτι που βασίζεται σε
προηγούμενες εμπειρίες τους (Salmivalli, 2010).
262
Επομένως, η παραπτωματική συμπεριφορά που ενισχύεται θετικά είναι πολύ πιθανό
να επαναληφθεί (προσομοίωση), ενώ εάν η επιθετική συμπεριφορά αντιμετωπιστεί με
επαναλαμβανόμενη τιμωρία είναι πιο πιθανό να μειωθεί (Malete, 2007). Οι
McLaughlin, Arnold, & Boyd (2005) διερεύνησαν τους παράγοντες που επηρεάζουν
τη στάση Άγγλων μαθητών παρατηρητών ενδοσχολικής βίας και ανέφεραν δύο κύρια
κίνητρα που επηρέασαν τη συμπεριφορά τους. Αυτοί που είχαν κίνητρο την
αυτοπροστασία προτίμησαν να είναι αμέτοχοι, και όσοι επέλεξαν να στηρίξουν τον
θύτη, προσδοκούσαν να διαμορφώσουν φιλική σχέση με τον θύτη.
263
4.4. ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
Στην παρούσα μελέτη, ο ρόλος της οικογένειας φαίνεται πως είναι πολύ σημαντικός
στην πρόκληση του φαινομένου του σχολικού εκφοβισμού. Συγκεκριμένα,
παράγοντες όπως ενδοοικογενειακές συγκρούσεις και απουσία αυτονομίας στο
σπίτι (οι μαθητές δεν αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες σε ενδο-οικογενειακές
συμπεριφορές χωρίς τη παρότρυνση των γονιών τους) επιδρούν στο ρόλο του θύτη
που υιοθετεί ένας μαθητής σε περιστατικά σχολικού εκφοβισμού. Ο μαθητής που
βιώνει συγκρουσιακές ενδοοικογενειακές σχέσεις και δεν έχει λόγο και πρωτοβουλία
στο σπίτι, επιλέγει να λάβει επιθετική δράση στο σχολείο (Καούρη & Δημάκος,
2011).
264
Συναισθηματική παραμέληση, 10) Έλλειψη παροχής ασφάλειας, 11) Απρόβλεπτη
συμπεριφορά των γονιών μεταξύ υπερβολικής αυστηρότητας και υπερβολικής
επιείκειας, 12) Έλλειψη ηθικών αναστολών, 13) Αφαίρεση από το παιδί της ευθύνης
για τον έλεγχο της δικής του ζωής, και 14) Έλλειψη καθοδήγησης και επιτήρησης
των παιδιών (Γεωργίου, 2000. Eysenck, 2013. Καραβόλτσου, 2013).
Είναι εμφανές από τα ερευνητικά πορίσματα ότι τα παιδιά που εκφοβίζουν είναι πολύ
πιθανό να εκτίθενται σε αρνητική γονική συμπεριφορά. Πολλές φορές γονείς που
εκδηλώνουν και οι ίδιοι επιθετικότητα στις διαπροσωπικές τους σχέσεις ή
επιβραβεύουν παραβατικές συμπεριφορές (π.χ. καυχιούνται ότι κλέβουν στην
εφορία), υπάρχει μεγάλη πιθανότητα το παιδί να τους μιμηθεί και να υιοθετήσει τη
στάση τους (Lereya, Samara & Wolke, 2013). Από την άλλη πλευρά υπάρχουν και οι
περιπτώσεις παιδιά που έχουν διαπαιδαγωγηθεί σε αυστηρά πειθαρχημένα
περιβάλλοντα να παρουσιάσουν επιθετική συμπεριφορά ως μια εκτόνωση ή
εξωτερίκευση έντονου στρες που βιώνουν ή από επιθυμία να ξεχωρίζουν (Rigby et
al., 1999).
Στα παιδιά που ανατρέφονται από γονείς που είναι αντικοινωνικοί, οι πιθανότητες να
αναπτύξουν αντικοινωνική πορεία αυξάνεται σχεδόν σε τετραπλάσιο βαθμό
(Bohman, 1996. Moffit, 1990). Ακόμα, παιδιά και έφηβοι που μεγαλώνουν σε
μονογονεϊκές οικογένειες διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να αναπτύξουν ένα
επιθετικό και αντικοινωνικό τρόπο ζωής (Loeber & Hay, 1997). Ο χωρισμός ή το
διαζύγιο μπορούν από μόνα τους να προκαλέσουν συστημική αποδυνάμωση
(διάσπαση της δομικής λειτουργίας της οικογένειας): η έξαρση της επιθετικότητας
του παιδιού στο σπίτι είναι ένα συνηθισμένο επακόλουθο της αποχώρησης του
πατέρα (Hetherington, Cox & Cox, 1975). Η επιθετικότητα του παιδιού μπορεί να
αναπτύσσεται εξαιτίας του κενού που δημιουργεί η αποχώρηση του πατέρα και της
συνακόλουθης αποδυνάμωσης της μητέρας. Μια μελέτη που διενεργήθηκε στη
Γερμανία έδειξε ότι σε σπίτια όπου, το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας, οι γονείς
έλειπαν στη δουλειά, τα παιδιά εμπλέκονταν συχνότερα σε βίαια επεισόδια (Funk,
1996). Η γονική έλλειψη διαθεσιμότητας εξαιτίας κούρασης ή κατάθλιψης έχει,
παρομοίως, συνδεθεί με υψηλότερα ποσοστά επιθετικής παιδικής συμπεριφοράς
(Omer, 2000).
265
Εκτός της γονικής απουσίας, η ασυνέπεια των γονέων είναι άλλος ένας προκλητικός
παράγοντας επιθετικών συμπεριφορών. Σύμφωνα με τον Patterson, Reid & Dishion
(1992), η καλύτερη εναλλακτική στην χαοτική τιμωρητικότητα δεν είναι η άνευ όρων
αποδοχή, αλλά η συνεπής πειθαρχία. Τα συνεπή μηνύματα, στάσεις και πρακτικές
πειθαρχίας μεταφέρουν στο παιδί την εμπειρία ότι οι γονείς είναι συνεχώς «εκεί», και
ότι μπορεί να τους εμπιστευτεί ότι θα εξομαλύνουν τις διαφορές τους.
Στις παρατηρήσεις της θεωρίας του Patterson για τον εξαναγκασμό (Patterson, Reid
& Dishion, 1992), είναι ξεκάθαρο ότι η γονική υποχωρητικότητα, όχι μόνο αυξάνει
τις απαιτήσεις του παιδιού, αλλά και τις πιθανότητες που έχουν, είτε ο γονιός, είτε το
παιδί, να εκδηλώσουν υψηλότερα επίπεδα επιθετικότητας εκ των υστέρων. Βαθμιαία
το παιδί γίνεται περισσότερο σίγουρο για την ισχύ του και προσανατολίζεται
περισσότερο σε αυτή, ενώ ο γονιός καταλήγει ολοένα και πιο απελπισμένος και
αβοήθητος. Επίσης υπάρχει μια βαθμιαία εξοικείωση με την επιθετικότητα, και τέλος
περιορίζεται η αλληλεπίδραση του γονιού με το παιδί σε σημείο που το μόνο που
απομένει από τη σχέση είναι η σύγκρουση.
Τις περισσότερες φορές, η πρόκληση πόνου έχει ως αφορμή τον βιωμένο πόνο. Όταν
δεν έχει χτιστεί σχέση εκτίμησης με την οικογένεια, όταν το παιδί έχει βιώσει
ψυχολογική ένταση, η γονική στάση γίνεται απόμακρη, εξουσιαστική και κάποιες
266
φορές μπορεί και κακοποιητική. Οι Moon et al. (2010) παρουσιάζουν τη κατάσταση
στη Κορέα στηριζόμενοι στη ‘Γενική Θεωρία της Έντασης’. Συγκεκριμένα
ισχυρίζονται πως οι νέοι που βιώνουν στρεσογόνες καταστάσεις στο σπίτι
(θυματοποίηση, υψηλές προσδοκίες για ακαδημαϊκή επιτυχία και μετέπειτα καλή
εξέλιξη), αναπτύσσουν συγκρουσιακή σχέση με τους γονείς τους, έχουν χαμηλό
αυτοέλεγχο και επιλέγουν να συναναστραφούν παιδιά με παρόμοια βιώματα, με
αποτέλεσμα να υιοθετήσουν εκφοβιστική συμπεριφορά στο σχολείο. Η
συγκρουσιακή σχέση με τους γονείς αντανακλά τις αντιλήψεις των νέων Κορεατών
ότι δεν μπορούν να επικοινωνήσουν καλά με τους γονείς τους και ότι οι γονείς τους
εμπλέκονται περισσότερο από το φυσιολογικό στη προσωπική τους ζωή, και αποτελεί
προκλητικό παράγοντα εκφοβιστικής συμπεριφοράς στο σχολείο.
267
4.4.2. Ο Ρόλος της Οικογένειας στη Θυματοποίηση
Η ποιότητα των σχέσεων και της επικοινωνίας επηρεάζεται από τις απαιτήσεις και τις
προσδοκίες των γονέων, επομένως κάποια παιδιά επιλέγουν να γίνουν βίαια στο
σχολείο και κάποια άλλα τείνουν να θυματοποιούνται χωρίς αντίδραση στη βία. Από
την ανάλυση σε όλες τις φάσεις της παρούσας έρευνας προέκυψαν παράγοντες, όπως
οι ενδοοικογενειακές διενέξεις και η αδιαφορία από τους γονείς (απουσία
προσδοκιών) που επεξηγούσαν σε μεγάλο βαθμό τη θυματοποίηση των μαθητών. Οι
συχνοί καβγάδες μεταξύ των μελών μιας οικογένειας και όχι μόνο των γονέων μπορεί
να οδηγήσουν κάποιους μαθητές στη θυματοποίηση τους από τους συμμαθητές τους.
Μάλιστα, όπως έχει ήδη επισημανθεί, όσο λιγότερη είναι η στήριξη από το
οικογενειακό περιβάλλον, τόσο μεγαλύτερη αδυναμία εκδηλώνουν στις
συναναστροφές με τους συνομηλίκους (Δημάκος, 2005).
Συγκεκριμένα, τα παιδιά τα οποία γίνονται εύκολος στόχος είναι αυτά που η πίστη
τους στην αντιμετώπιση δύσκολων καταστάσεων και την ικανότητά τους να
επικοινωνούν τη δυσαρέσκεια ή άρνηση τους είναι μειωμένη. Η Duncan (2004)
παρατηρεί ότι στην περίπτωση των αγοριών θυμάτων υπάρχει μία ιδιαίτερα στενή-
συναισθηματική σχέση με τη μητέρα, μία σχέση υπερπροστασίας που δεν ευνοεί την
ενδυνάμωση και ανεξαρτησία του παιδιού, ενώ η σχέση με τον πατέρα είτε είναι
απούσα είτε είναι αποδυναμωμένη ή περιορίζεται στην άσκηση κριτικής. Επομένως,
το παιδί δεν αισθάνεται αυτόνομο και ικανό να αντιμετωπίσει με αυτοπεποίθηση
ενδεχόμενες προκλήσεις στις αλληλεπιδράσεις του με άλλα παιδιά., τη στιγμή που η
συναισθηματική εμπλοκή με τη μητέρα και η απουσία ενεργητικής καθοδήγησης και
εκμάθησης από τον πατέρα δεν το οδηγούν να αναπτύξει επικοινωνιακές δεξιότητες
και συναισθηματικές βάσεις ασφάλειας.
Στη περίπτωση των κοριτσιών θυμάτων, η σχέση με τη μητέρα ενέχει το στοιχείο της
απόρριψης και της μειωμένης συναισθηματικής επαφής. Η επικοινωνία και η
λειτουργικότητα στην οικογένεια είναι αδυνατισμένη και ανεπαρκής, τα
συναισθήματα δεν εκφράζονται ανοιχτά και το παιδί αισθάνεται αδύναμο να
διαχειριστεί και να επικοινωνήσει τα δικά του δύσκολα συναισθήματα, με
αποτέλεσμα, υιοθετώντας μία στάση σιωπής, να καθίσταται εύκολος στόχος
εκφοβιστικών συμπεριφορών (Duncan, 2004).
268
Ακόμα, υπάρχουν ερευνητές που υποστηρίζουν πως οι συγκρούσεις μέσα στην
οικογένεια επηρεάζουν και τη θυματοποίηση και τον εκφοβισμό σε μεγάλο βαθμό.
Συγκεκριμένα οι Baldry & Farrington (2005) συνδέουν το παιδί που βιώνει ένα
έντονα συγκρουσιακό και ταυτόχρονα τιμωρητικό οικογενειακό περιβάλλον με τη
θυματοποίηση του στο σχολείο, ενώ από την άλλη πλευρά η έλλειψη γονικής
φροντίδας και ζεστασιάς σε συνδυασμό με τις συγκρούσεις στο σπίτι οδηγούν το
παιδί σε ρόλο θύτη εκφοβιστικών συμπεριφορών.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η θέση του Olweus (1993), ο οποίος υποστηρίζει πως τα
θύματα ενδοσχολικής βίας προέρχονται από οικογένειες που χαρακτηρίζονται από
υπερπροστατευτικές συμπεριφορές από τη πλευρά της μητέρας και υπερβολική
συναισθηματική απόσταση από τη πλευρά του πατέρα. Επιπλέον, οι Flouri &
Buchanan (2002) απέδειξαν πως η εμπλοκή του πατέρα στη ζωή της οικογένειας
μπορεί να λειτουργήσει ως προστατευτικός παράγοντας ενάντια στη θυματοποίηση
του παιδιού. Οι έρευνες των Bowers, Smith & Binney (1992) και των Berdondini &
Smith (1996) παρατηρούν μια υπερβολικά στενή σχέση των θυμάτων με τις
οικογένειες τους, που ενδεχομένως οδηγεί σε υπερβολική ταύτιση και απώλεια της
ατομικότητας. Ομοίως, η Georgiou (2008) επισημαίνει πως τα παιδιά – θύματα στην
Κύπρο υποφέρουν από την υπερπροστατευτικότητα της μητέρας τους, χωρίς όμως να
μπορούμε να συμπεράνουμε εάν η υπερπροστατευτικότητα εκδηλώνεται εξαιτίας
269
κάποιας ευαλωτότητας του παιδιού που το καθιστά εύκολο θύμα ή εάν προηγείται της
θυματοποίησης.
270
4.5. ΣΧΟΛΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
271
αρκετά χρήματα και δίνουν την αίσθηση πως το σχολείο μετατρέπεται σε φρούριο
(Breunlin et al., 2002).
Πέρα από τα παραπάνω ακραία μέτρα, οι αποβολές είναι η πιο δημοφιλή τιμωρία
παγκοσμίως, παρ’ όλα αυτά αμφισβητείται η αποτελεσματικότητα της, εφόσον η
πλειοψηφία των μαθητών που αποβάλλονται συνεχίζουν να συμπεριφέρονται με τον
ίδιο προκλητικό τρόπο (Breunlin et al., 2002). Η συγκεκριμένη μέθοδος τιμώρησης
απομονώνει και απομακρύνει ήδη περιθωριοποιημένους μαθητές, τους οδηγεί σε
ακαδημαϊκή αποτυχία και πιθανή εγκατάλειψη του σχολείου. Επομένως οι θύτες
ενδοσχολικής βίας δεν φοβούνται μήπως τιμωρηθούν, γιατί δεν τους ενδιαφέρει να
παραμείνουν στο σχολικό πλαίσιο (Breunlin et al., 2002).
272
εκπαιδευτικούς. Συγκεκριμένα αποφεύγουν το διάβασμα, δεν παρακολουθούν
συστηματικά τα μαθήματα, ενισχύοντας έτσι τη πιθανότητα να έχουν χαμηλή
βαθμολογία ή να αποτύχουν στις εξετάσεις. Αυτός ο κύκλος της ανεπιθύμητης
συμπεριφοράς από τους μαθητές, της τιμωρίας με αποβολές, του εκνευρισμού και της
απομάκρυνσης των μαθητών από τη μαθησιακή διαδικασία συνήθως οδηγεί σε
ακαδημαϊκή και κοινωνική αποτυχία. Οι περισσότεροι μαθητές που παρατάνε το
σχολείο (drop-outs), έχουν χαμηλές σχολικές επιδόσεις, καταπιάνονται με παράνομες
δραστηριότητες και στη πλειοψηφία τους αποτυγχάνουν προσωπικά και κοινωνικά
στην ενήλικη ζωή τους (Scott et al., 2002).
Από την άλλη πλευρά οι Baldry & Farrington (1998) δεν βρήκαν στατιστικά
σημαντική διαφορά στην ακαδημαϊκή απόδοση των θυτών συγκριτικά με μαθητές
που δεν ήταν θύτες εκφοβιστικών συμπεριφορών. Ακόμα, τα ευρήματα των Woods &
Wolke (2004) αντικρούουν την θεώρηση πως η καλή σχολική επίδοση οδηγεί τους
μαθητές να καταπιαστούν σε σωματικές επιθέσεις. Οι ερευνητές δεν παρατήρησαν
κάποια σχέση μεταξύ άμεσης εκφοβιστικής συμπεριφοράς και πτώσης στις επιδόσεις
στα μαθήματα του σχολείου. Είναι αξιοσημείωτο ότι εάν οι μαθητές είχαν καλή
βαθμολογία στα μαθήματα στην ηλικία των 8-9 ετών, ήταν πιο πιθανό στην ηλικία
των 10-11 ετών να εκφοβίσουν τους συμμαθητές τους έμμεσα, δηλαδή να τους
αποκλείσουν κοινωνικά.
273
ως τον πιο σημαντικό προκλητικό σχολικό παράγοντα (κοινός στη δεύτερη και τρίτη
φάση της έρευνας) σύμφωνα με τις αυτοαναφορές των θυμάτων. Η μη υποστηρικτική
στάση των εκπαιδευτικών στους μαθητές - θύματα, σε συνδυασμό με τον φόβο
τιμωρίας που παραδέχονται πως βιώνουν τα θύματα, επιδρούν στη παθητική στάση
τους απέναντι στον εκφοβισμό και τους αποτρέπουν - απομακρύνουν από τη σχολική
κοινότητα.
Από τις έρευνες έχει διαπιστωθεί πως εάν οι εκπαιδευτικοί δεν αναγνωρίζουν όλες τις
μορφές του εκφοβισμού, δεν δύνανται να παρέμβουν σε αυτές. Ακόμα πολλοί
μαθητές θύματα διστάζουν να αναφέρουν τα περιστατικά βίας, εξαιτίας του φόβου
τους ότι δεν θα προστατευτούν από το προσωπικό του σχολείου και επομένως
υποστούν περαιτέρω θυματοποίηση (Craig, Henderson & Murphy, 2000).
274
σχολικό περιβάλλον και την αποξένωση αλλά και με την αύξηση σωματικής και
λεκτικής επιθετικότητας στο σχολείο. Από τη άλλη πλευρά, τα ευρήματα τους δεν
υποστηρίζουν πως το μέγεθος του σχολείου ή της τάξης συνεισφέρουν στην αύξηση
του εκφοβισμού (καμία επίδραση) όπως μπορεί να επηρεάζει το σχολικό κλίμα.
Το σχολικό κλίμα περιγράφει τη ποιότητα και τη μορφή των σχέσεων στο σχολείο
όπως αυτές διαμορφώνονται από κανόνες, στερεότυπα, αξίες, οργανωτικά πλαίσια
διαφορετικά για κάθε σχολείο. Είναι πολύ σημαντικός παράγοντας καθώς
περιλαμβάνει την αλληλεπίδραση μαθητών με τους εκπαιδευτικούς και την ανάγκη
τους ή την άρνηση τους να αναζητήσουν στήριξη από το προσωπικό του σχολείου.
Ακόμα συνδέεται με τα αξιακά συστήματα και τη συμπεριφορά των
εκπαιδευτικών/διευθυντών απέναντι στους μαθητές και με τη θετική ή αρνητική
στάση που υιοθετούν οι μαθητές απέναντι στη βία ή αλλιώς το βαθμό που
εμπλέκονται σε επικίνδυνες συμπεριφορές (Klein, Cornell & Konold, 2012).
275
σύγχρονες παιδαγωγικές μεθόδους, όπως τη μαθητοκεντρική προσέγγιση, η οποία θα
αποτελούσε και αφόρμηση για ουσιαστική επικοινωνία μεταξύ εκπαιδευτικών και
μαθητών (Hong & Eamon, 2011).
276
ματαίωσης που βιώνουν τα τελευταία χρόνια σε επαγγελματικό, οικονομικό και
προσωπικό επίπεδο (Παπαστυλιανού & Πολυχρονόπουλος, 2007).
Στην Αγγλία, 40% των εκπαιδευτικών εγκαταλείπουν το επάγγελμα τους μετά από
πέντε χρόνια εργασίας καθώς αντιμετωπίζουν δυσκολίες διαχείρισης των
ενοχλητικών μαθητών και αδυνατούν να επιβάλλουν πειθαρχία στη τάξη, με
αποτέλεσμα πολλοί μαθητές να απουσιάζουν συχνά ή να εγκαταλείψουν με τη σειρά
τους το σχολείο. Όσοι εκπαιδευτικοί επιλέγουν να εγκαταλείψουν το επάγγελμα τους
έχουν χάσει τον έλεγχο των μαθητών, νιώθουν απογοήτευση και ενοχή που δεν
κατάφεραν να κρατήσουν ισορροπίες στη τάξη και να δημιουργήσουν το κατάλληλο
κλίμα ώστε να εξαλειφθούν οι προβληματικές συμπεριφορές (Haydn, 2014).
277
4.6. ΜΟΡΦΕΣ ΕΝΔΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΒΙΑΣ
Αν και υπάρχει μια σειρά από διαφορετικές τυπολογίες του σχολικού εκφοβισμού, οι
κύριες παραδοσιακές μορφές σύμφωνα και με τους ερευνητές περιλαμβάνουν: τις
σωματικές επιθέσεις (χτυπήματα, κλωτσιές, τσιμπίματα), τη λεκτική βία (βρίσιμο,
χλευασμός, απειλή) και την έμμεση ή ψυχολογική – συναισθηματική επιθετικότητα
(κοινωνικός αποκλεισμός, διάδοση άσχημων φημών) (Ανδρέου, 2011. Boulton et al.,
2001. Olweus, 1993. Smith & Sharp, 1994. Ψάλτη, Κασάπη & Δεληγιάννη –
Κουϊμτζή, 2012. Wolke et al., 2001). Οι άμεσες μορφές εκφοβισμού (λεκτικός,
σωματικός) αναγνωρίζονται πιο εύκολα, ενώ οι έμμεσες (κοινωνικός αποκλεισμός)
χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής και παρατήρησης εκ μέρους των εκπαιδευτικών και των
γονέων (Stavrinides, Georgiou & Theofanous, 2010).
278
επομένως σκιαγραφεί επαρκώς το προφίλ του έφηβου μαθητή – θύτη εκφοβιστικής
συμπεριφοράς στο σχολείο.
Ο σωματικός εκφοβισμός αποτελεί την πιο άμεση μορφή εκδήλωσης του φαινομένου
και συνδέεται άμεσα με τη μυϊκή δύναμη ή τη σωματική διάπλαση του θύτη. Αφορά
την άσκηση φυσικής βίας, χτυπήματα, τσιμπίματα, δαγκωνιές, τρικλοποδιές,
γρονθοκοπήματα. Σύμφωνα με τα ευρήματα του Νορβηγού Olweus (2001), τα αγόρια
εμπλέκονται περισσότερο σε άμεσες σωματικές επιθέσεις συγκριτικά με τα κορίτσια.
Αναφορικά με την ηλικία, η Mπεζέ (1998) υποστηρίζει ότι σε πιο μικρές ηλικίες
μεγαλύτερο ποσοστό ασκεί σωματική βία, ενώ όσο αυξάνει η ηλικία αυξάνεται η
λεκτική και μειώνεται η σωματική βία. Ομοίως, η μελέτη του ΕΚΚΕ (Κοτταρίδη,
2006) αναδεικνύει τους μαθητές του δημοτικού να δηλώνουν ότι έχουν υποστεί
σωματική βία σε μεγαλύτερα ποσοστά από ότι οι μαθητές του γυμνασίου/λυκείου.
Από την άλλη πλευρά υπάρχουν ερευνητές που υποστηρίζουν πως συχνά
εκδηλώνεται από μεγαλύτερης ηλικίας μαθητές σε μαθητές μικρότερων τάξεων με
σπρωξίματα στους διαδρόμους και τις σκάλες του σχολείου, εγκλεισμούς σε
τουαλέτες και αποθηκευτικούς χώρους ώστε να θύματα να υπακούσουν στις
επιθυμίες των θυτών παρά τη θέληση τους (Leach, 1997. Smith & Sharp, 1994).
Σύμφωνα με τους Aslund et al. (2009) τα αγόρια με χαμηλή κοινωνική θέση και με
εμπειρίες που τους έφεραν σε δύσκολη θέση, εμφάνισαν βίαιη συμπεριφορά
(σωματικές επιθέσεις), πράγμα που επίσης παρατηρήθηκε από κορίτσια με υψηλή
κοινωνική θέση που επίσης είχαν βιώσει ντροπιαστικές εμπειρίες.
279
Μετέπειτα, στο πλαίσιο της επιβεβαιωτικής παραγοντικής ανάλυσης μελετήθηκε η
επίδραση των παραπάνω στοιχείων της προσωπικότητας του μαθητή στην άσκηση
σωματικής βίας από τον ‘pure bully’. Οι δείκτες προσαρμογής του δομικού μοντέλου
εξισώσεων έδειξαν πολύ καλή προσαρμογή του μοντέλου. Στη προσπάθεια
σκιαγράφησης του προφίλ του σωματικού θύτη όπως προέκυψε από την αξιολόγηση
των αποτελεσμάτων παρατηρούνται άμεσες επιδράσεις: της οξυθυμίας του μαθητή,
της αυτοαποτελεσματικότητας απέναντι στη βία και της αποδοχής της βίας στην
άσκηση σωματικής επιθετικότητας. Επίσης οι μαθητές που ασκούν σωματική βία στο
σχολείο επηρεάζονται και από την απουσία στρατηγικών επίλυσης συγκρούσεων.
Επομένως, το δομικό μοντέλο επιβεβαιώνει όλα τα χαρακτηριστικά της
προσωπικότητας των μαθητών θυτών σωματικής επιθετικότητας, όπως προέκυψαν
και από την ανάλυση παλινδρόμησης.
Σύμφωνα με την έρευνα των Junoven, Graham & Schuster (2003) στην Αμερική, τα
παιδιά που χαρακτηρίστηκαν ‘pure bullies’ δεν δήλωσαν πως βιώνουν άγχος,
κατάθλιψη ή μοναχικότητα, αντίθετα χαρακτηρίστηκαν από τους εκπαιδευτικούς ως
τα πιο δημοφιλή. Όπως και άλλες μελέτες στην Ιρλανδία και στη Φινλανδία
υποστηρίζουν πως οι θύτες σωματικών επιθέσεων έχουν υψηλή αυτοπεποίθηση και
καλή αυτοεικόνα (Kaukiainen et al., 2002. Pollastri, Cardemil & O'Donnell, 2010).
Από την άλλη πλευρά, μπορούμε να υποθέσουμε πως στις αυτοαναφορές τους οι
μαθητές – pure bullies μπορεί να είναι πιο διστακτικοί να παραδεχτούν τις
ανασφάλειες τους. Όμως, οι Mynard & Joseph (1997) υποστηρίζουν πως οι θύτες
σωματικών επιθέσεων όταν έπρεπε να συμπληρώσουν ερωτηματολόγιο
προσωπικότητας με ανιχνευτές ψεύδους, έδειξαν τα χαμηλότερα επίπεδα ψεύδους
συγκριτικά με τα υπόλοιπα παιδιά που δεν είχαν συμμετοχικό ρόλο στον εκφοβισμό.
280
μελετητές προσπαθούν να ερμηνεύσουν το προφίλ των θυτών σωματικών επιθέσεων
και υποστηρίζουν πως τα χαμηλά επίπεδα εγρήγορσης σύμφωνα με την ερμηνεία της
θεωρίας «Αναζήτησης & Διέγερσης Συναισθημάτων» του Zuckerman (1994),
βοηθούν τους pure bullies να ελέγξουν τα συναισθήματα τους και να οργανώσουν πιο
αποτελεσματικά την παραβατική συμπεριφορά τους, να ενεργήσουν με στρατηγική
και να χειριστούν με εξυπνάδα τα θύματα (Woods & White, 2005). Ακόμα, σύμφωνα
με τη παραπάνω θεώρηση οι θύτες αναζητούν ερεθίσματα μέσα από την άμεση βία
και την αντικοινωνική συμπεριφορά για να ανακτήσουν τα επίπεδα εγρήγορσης στο
βαθμό που εκείνοι εκτιμούν πως υπολείπονται (Eysenck, 1964).
281
Συμπερασματικά, οι περισσότεροι μελετητές παρουσιάζουν τους θύτες σωματικών
επιθέσεων ως παιδιά σκληρά, δολοπλόκα που εκλογικεύουν την άγρια συμπεριφορά
τους και δεν νιώθουν συμπόνια για τα θύματα τους (Sourander et al., 2007).
Επομένως γίνεται ξεκάθαρη η ανάγκη εκπαίδευσης αυτών των θυτών σε φιλο-
κοινωνικές δεξιότητες όπως είναι η ενσυναίσθηση και σε δεξιότητες επίλυσης
συγκρούσεων.
H λεκτική μορφή σχολικής επιθετικότητας αποτελεί και αυτή μια άμεση μορφή
εκφοβισμού, εφόσον περιλαμβάνει τη χρήση υβριστικών ή περιπαικτικών
εκφράσεων, παρατσούκλια, απειλές, αγενή ρατσιστικά, σεξιστικά ή ομοφοβικά
σχόλια και ειρωνεία ή άλλου είδους κοροϊδευτικές - σαρκαστικές εκφράσεις που
απευθύνονται σκόπιμα από τον θύτη για να πληγωθεί το θύμα (Farrington, 1993.
Smith & Sharp, 1994). Συχνά οι λέξεις που χρησιμοποιούνται υπογραμμίζουν μια
ιδιαιτερότητα του θύματος, που δεν έχει σημασία εάν είναι πραγματική ή φανταστική.
Εφόσον η επίθεση είναι προφορική και οι θύτες στη πλειοψηφία τους αρνούνται ότι
έπραξαν κάτι άσχημο, είναι δύσκολο να αναγνωριστεί και να αντιμετωπιστεί από
τους εκπαιδευτικούς εάν δεν υπάρξουν μαρτυρίες από τους παρευρισκόμενους
συμμαθητές (Van Niekerk, 1993).
282
αγόρια περισσότερο σε σκηνές φυσικής ή μικτής (λεκτικής και φυσικής)
επιθετικότητας.
283
απρόκλητες. Στόχος τους είναι η επιβολή της εξουσίας (κάποιος πιο ισχυρός
χρησιμοποιεί το λόγο για να υποτάξει τον πιο αδύναμο) με κάθε τίμημα, η
αποσταθεροποίηση του θύματος και η πλήρη υποταγή του (Ανδρέου, 2011).
Η λεκτική μορφή σχολικού εκφοβισμού είναι γρήγορη και άμεση, ενώ οι επιπτώσεις
μπορεί να είναι πιο καταστροφικές από τη σωματική μορφή διότι τα θύματα πονάνε
ψυχικά αλλά δεν υφίστανται ορατά σημάδια. Συγκεκριμένα, ο λεκτικός εκφοβισμός
υποσκάπτει την αυτοπεποίθηση του παιδιού που τον βιώνει, το θύμα χάνει την
εμπιστοσύνη του προς τους άλλους και δυσκολεύεται να δημιουργήσει φιλίες. Οι
θύτες λεκτικής βίας δεν σκέπτονται αν θα προσβάλλουν το θύμα, σαρκάζονται και
εκφράζονται με τέτοιο τρόπο που δεν δείχνουν κανένα ίχνος σεβασμού στο άτομο
που θυματοποιείται, συνήθως στοχοποιούν παιδιά διαφορετικής εθνικής προέλευσης
ή οικονομικής κατάστασης με στόχο να επιδείξουν ισχύ και να επιβληθούν (Clarke,
2007). Ο Κικέρωνας γράφει στο Da oratore το 55 π.Χ. πως τίποτα δεν είναι ανώτερο
από τη δύναμη του λόγου, καθώς μπορεί να κυριαρχήσει στο νου των ανθρώπων, να
τους οδηγήσει εκεί που θέλει και να τους αποσπάσει αυτό που επιθυμεί. Έτσι ο λόγος
μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να βασανίζει, και όχι για να υποστηρίξει με στόχο να
απομονώσει (Ανδρέου, 2011).
Κατά τη πρώτη εφηβική ηλικία, η χρήση λεκτικής αλλά και σωματικής βίας
θεωρείται ο ασφαλέστερος τρόπος για να διασφαλίσουν οι θύτες την κυριαρχία τους
στην ομάδα των συνομηλίκων τους, καθώς η ζωή τους μέσα και έξω από το σχολείο
χαρακτηρίζεται από συνεχείς προσπάθειες αντιμετώπισης ζητημάτων ταυτότητας και
σχέσεων κυριαρχίας (Harris & Petrie, 2004). Οι σωματικές επιθέσεις μειώνονται μετά
τα 15 έτη, ενώ αυξάνεται η λεκτική βία, γεγονός που σχετίζεται με τη βαθμιαία
κατάκτηση πιο περίπλοκων γνωστικών εργαλείων και διαφορετικής εσωτερίκευσης
των κανόνων των κοινωνικών συνδιαλλαγών (Ανδρέου, 2011). Τα τελευταία χρόνια ο
κακοποιητικός λόγος χρησιμοποιείται με ιδιαίτερα αποτελεσματικό τρόπο μέσω νέων
τεχνολογιών, εφόσον οι θύτες προτιμούν να στείλουν απειλητικά γραπτά μηνύματα
και να παρενοχλήσουν λεκτικά στα chatrooms του διαδικτύου (Campbell, 2005).
284
οικογενειακές συγκρούσεις, εφόσον προέκυψε θετική επίδραση του παράγοντα.
Επίσης, τα αποτελέσματα αναδεικνύουν αρνητική επίδραση και του παράγοντα
‘αυτονομία στο σπίτι’, δηλαδή επιρροή του λεκτικού εκφοβισμού στο σχολείο και
από την απουσία αυτονομίας στο σπίτι. Συμπερασματικά, οι θύτες λεκτικού
εκφοβισμού έχουν γονείς που δεν τους αφήνουν να αναλάβουν πρωτοβουλίες στο
σπίτι και ταυτόχρονα βιώνουν διαπληκτισμούς στο οικογενειακό τους περιβάλλον.
285
των παιδιών τους, επιπλήττοντας, προσβάλλοντας και φωνάζοντας όταν
συμπεριφέρονται απρεπώς τα παιδιά.
Η Ψάλτη (2009) διαπιστώνει πως το φαινόμενο του σχολικού εκφοβισμού όχι μόνο
δεν μειώνεται καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν, αλλά μετασχηματίζεται και παίρνει πιο
έμμεσες μορφές. Σύμφωνα με τους Olweus (1993) και Rollider (2000) οι μεγαλύτεροι
286
μαθητές υφίστανται περισσότερο έμμεσο εκφοβισμό, ενώ οι νεότεροι
θυματοποιούνται άμεσα. Στο Ισραήλ, το 36% των μαθητών ανέφεραν ότι έγιναν
θύματα έμμεσου εκφοβισμού (τους μποϋκόταραν και τους απέκλειαν από ομάδες
δραστηριοτήτων) τουλάχιστον μια φορά τον μήνα (Rolider, Lapidot & Levy, 2000).
Η μελέτη των Boulton et al. (2001) αναφέρει σε ποσοστό 45% περιπτώσεις
κοινωνικού αποκλεισμού και συναισθηματικής βίας. Ο θύτης σχετικής επιθετικότητας
(relational bullying) περιγράφεται συχνά ως ο μαθητής που χρησιμοποιεί τη σχέση
του με το θύμα ως όπλο. Ενώ τα αγόρια εκφοβίζουν συχνά ξένους, τα κορίτσια
επιτίθενται μέσα σε φιλικά δίκτυα. (Simmons, 2002).
Σύμφωνα με τους Woods & Wolke (2004) περισσότερο οι μαθητές και οι μαθήτριες
της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης υιοθετούν πλάγια μέσα για να εκφοβίσουν, και
όπως περιγράφουν οι ερευνητές, οι έμμεσοι θύτες έχουν κοινωνικές δεξιότητες,
εξυπνάδα, σωματική και ψυχική υγεία και καλή ή ακόμα και υψηλή απόδοση στα
μαθήματα. Παρόμοια, η Andreou (2006) συνδέει τη σχετική επιθετική συμπεριφορά
με τη κοινωνική νοημοσύνη και τις ανεπτυγμένες γνωστικές ικανότητες, εφόσον
υποστηρίζει πως ο έμμεσος θύτης κατανοεί βαθιά τις ανθρώπινες σχέσεις, προβλέπει
τις αντιδράσεις και τα συναισθήματα των άλλων.
287
διαφορετικών ηλικιών αναγνωρίζουν και μπορούν να διακρίνουν τις διαφορετικές
μορφές εκφοβισμού. Τα αγόρια και τα κορίτσια ηλικίας 14 ετών ήταν ικανά να
αναγνωρίσουν και να κατανοήσουν όλες τις μορφές του εκφοβισμού, άμεσες και
έμμεσες, σε αντίθεση με τα μικρότερα σε ηλικία παιδιά τα οποία ορίζουν τον
εκφοβισμό με πιο απλοϊκό τρόπο και δεν μπορούσαν να κάνουν σαφή διάκριση
ανάμεσα σε διαφορετικές μορφές εκφοβισμού (Smith et al., 2002). Από την άλλη
πλευρά, οι Mishna et al. (2006) διερεύνησαν μέσα από συνεντεύξεις τις αντιλήψεις
μαθητών, γονέων και δασκάλων και το μεγαλύτερο ποσοστό διέκρινε τον άμεσο από
τον έμμεσο εκφοβισμό, γεγονός που δείχνει ότι πλέον και οι πιο έμμεσες μορφές είναι
αναγνωρίσιμες.
Ομοίως στη μελέτη της η Besag (2006) περιγράφει αναλυτικά την αυτεπάρκεια και
την οξυθυμία των κοριτσιών που μετατρέπουν στενές φιλίες σε συγκρουσιακές
σχέσεις. Συχνά, αποφασίζουν κάποιο μέλος της ομάδας τους να γίνει ο στόχος
αποκλεισμού και μετατρέψουν τη ζωή της σε εφιάλτη. Σύμφωνα με την ερευνήτρια,
οι θηλυκοί θύτες γνωρίζουν πολύ καλά τον στόχο τους και η έμμεση επιθετικότητα
τους μπορεί να θεωρηθεί οργανωμένη ενέργεια, εφόσον χρησιμοποιούν εμπιστευτικές
πληροφορίες που έχουν εκμαιεύσει από το θύμα όταν διατηρούσαν φιλική σχέση. Τα
288
κορίτσια αυτά παρουσιάζονται από την ερευνήτρια ως Μακιαβελλικοί τύποι,
ζηλεύουν, είναι θυμωμένες, καχύποπτες και επιλέγουν συνειδητά να σπάσουν δυάδες
κοριτσιών που έχουν αναπτύξει δυνατή φιλία ή να αποκόψουν ένα καινούριο μέλος
που έχει κερδίσει την εύνοια κοντινού τους προσώπου.
289
4.6.4. Το προφίλ του Βανδαλιστή (Vandal)
Μορφή σχολικής βίας που σχετίζεται με την ιδιοκτησία θεωρείται και ο βανδαλισμός
στο σχολείο όπως και η σκόπιμη καταστροφή/απόσπαση αντικειμένων των μελών της
σχολικής κοινότητας (Τσιάντης & Ασημόπουλος, 2010). Το σχολείο αντιμετωπίζει σε
πολλές ευρωπαϊκές χώρες και στις Η.Π.Α. μαθητές που καταπιάνονται με graffiti
χωρίς άδεια, άλλους που σκόπιμα καταστρέφουν αντικείμενα του σχολείου (θρανία,
καρέκλες) αλλά και προσωπικά αντικείμενα, και αυτούς που ρίχνουν βαριά
αντικείμενα. Πιο συγκεκριμένα, παρατηρούνται συμπεριφορές όπως καταστροφή
βρυσών, καταστροφή ηλεκτρικών διακοπτών, γράψιμο τοίχων, τοποθέτηση κόλλας
στις κλειδαριές αιθουσών του σχολείου, καταστροφή ηλεκτρικών πινάκων, ρήψη
κροτίδων και φωτοβολίδων στο προαύλιο και στο περιβάλλοντα χώρο (Βεργίδης,
Παναγιωτόπουλος & Μωυσίδου, 2014). Οι παραπάνω συμπεριφορές περιγράφουν τις
καταστροφικές ενέργειες των βανδαλιστών (Οlweus, 1991. Rigby, 1998).
290
Στη παρούσα έρευνα, οι πρώτες αναλύσεις (παλινδρομική ανάλυση) περιγράφουν τον
Βανδαλιστή ως ένας μαθητή που έχει αυτοαπαοτελεσματικότητα σχετικά με
επιθετικές συμπεριφορές, οξυθυμία και ευερεθιστότητα, θετική στάση απέναντι στις
βίαιες συμπεριφορές (αποδοχή), είναι και παρατηρητής βίας, ενώ δεν φοβάται τη
τιμωρία από τους εκπαιδευτικούς ή τους διευθυντές στο σχολείο. Είναι αξιοσημείωτο
ότι απουσιάζει η γενική αυτοαποτελεσματικότητα. Ο βανδαλιστής δεν έχει τη
πεποίθηση ότι επαρκεί, ότι μπορεί να πετύχει τους στόχους που έχει βάλει για τον
εαυτό του, ότι μπορεί να αποδώσει ικανοποιητικά στο σχολείο (Chen et al., 2001.
2004).
291
θυμό ειδικά όταν στοχοποιούνται και αποβάλλονται από τους εκπαιδευτικούς σε
συστηματκή βάση. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να αυξηθούν οι βανδαλισμοί στις
εγκαταστάσεις και τον εξοπλισμό του σχολείου, να κλιμακωθεί η ανάρμοστη
συμπεριφορά απέναντι στους εκπαιδευτικούς, και να οξυνθούν οι συγκρούσεις
μεταξύ ομάδων μαθητών. Αυτού του είδους η απομόνωση σε επίπεδο σχολικού
περιβάλλοντος οδηγεί τους βανδαλιστές στο να μην ανταποκρίνονται στα μαθήματά
τους ή σε οποιαδήποτε άλλα ερεθίσματα το σχολείο θα προσπαθήσει να τους δώσει,
με αποτέλεσμα να αποκοπούν από την εκπαιδευτική διαδικασία (Mayer, 2007).
Μετέπειτα η μελέτη του Sutton (1987) πρόσθεσε ένα ακόμα σημαντικό τύπο
βανδαλιστή, αυτόν που ενεργεί καταστροφικά με στόχο να ενισχυθεί η κυριαρχία του
και η δημοφιλία ανάμεσα στους συνομηλίκους του (peer status motivated vandalism).
Η δυναμική της ομάδας παίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της συμπεριφοράς
του. Συνήθως ο βανδαλιστής είναι ένα παιδί που δεν πιστεύει στον εαυτό του, νιώθει
ότι προσωπικά υπολείπεται σε δεξιότητες και δεν έχει τη δύναμη να ελέγξει τους
άλλους. Ακόμα, επηρεάζεται από τη συμπεριφορά των δημοφιλών εφήβων που
θέτουν τους κανόνες στη τάξη και είναι υπεύθυνοι για την αξιολόγηση μιας
συμπεριφοράς ως αποδεκτής ή απορριπτέας (popularity-norm effect). Έτσι, μιμείται
αρνητικές συμπεριφορές που υιοθετούν τα μέλη της δημοφιλούς κλίκας, υιοθετεί το
λανθασμένο σύστημα αξιών τους (δεν νιώθει ενοχικά) για να γίνει πιο αποδεκτός από
την παραβατική ομάδα (Dijkstra, Lindenberg & Veenstra, 2008).
292
σκασιαρχεία (μείωση περιστατικών της τάξης του 45% σε Αμερικάνικα σχολεία που
μελετήθηκαν μετά από 4 χρόνια χορήγησης του προγράμματος) και σε μια θετικότερη
στάση απέναντι στο σχολείο (Black & Jackson, 2007).
Τέλος, όπως περιγράφει συμπερασματικά η Ανδρέου (2011, σελ. 53) «η βία έχει τη
δύναμη να αλλάζει μορφές, να μετουσιώνεται από μπουνιές και κλωτσιές σε
διαστροφική σαγήνη και από ανοιχτές απειλές σε χτυπήματα κάτω από τη μέση, να
παραπλανά με τα κίνητρα της και να υποτάσσεται στις εκάστοτε διαθέσεις του χρήστη.
Γι’ αυτό το λόγο, όπως πολύ δικαιολογημένα παρατηρεί η Hirigoyen (1998), το θύμα
δεν είναι δυνατό να νικήσει ποτέ. Το πολύ πολύ να μάθει κάτι για τον εαυτό του».
293
4.7. ΤΟ ΠΡΟΦΙΛ ΤΟΥ ΘΥΜΑΤΟΣ
Εκτός από τα δομικά μοντέλα που προέκυψαν για τους διαφορετικούς τύπους θυτών,
σκιαγραφήθηκε και το προφίλ των μαθητών – θυμάτων ενδοσχολικής βίας. Οι πρώτες
αναλύσεις (παλινδρομικές) περιγράφουν το Θύμα ως ένας μαθητή που είναι γενικά
παρατηρητής βίας στο σχολείο, έχει άγχος - νευρικότητα, χαμηλή αυτοεκτίμηση και
φοβάται τη τιμωρία από τους εκπαιδευτικούς ή τους διευθυντές στο σχολείο.
Ενδιαφέρον έχει το αποτέλεσμα που παρουσιάζει ότι τα θύματα βιώνουν αρνητικές
σχολικές εμπειρίες και προσδοκίες εκπαιδευτικών (άσχημο σχολικό κλίμα). Στη
Τρίτη φάση παρατηρείται για πρώτη φορά και ο αυτοπροσδιορισμός των θυμάτων ως
Θύματα – Θύτες.
Πολλά όμως από τα θύματα επιλέγουν να γίνουν ταυτόχρονα και δράστες, όπως
προέκυψε και από τις αναλύσεις μας στη Τρίτη φάση της έρευνας. Το προφίλ των
Θυμάτων – Θυτών περιγράφει τα παιδιά αυτά ως πιο διαταραγμένα από τους θύτες ή
τα θύματα, καθώς στρέφουν τον θυμό τους προς τους ίδιους, υποφέρουν από
ευερεθιστότητα και κατάθλιψη, δεν έχουν αυτοέλεγχο ή συναισθηματική
αυτορρύθμιση, και απομονώνονται από τη παρέα συνομηλίκων (Cook et al, 2010.
Postigo et al., 2012). Συνήθως τα θύματα – θύτες έχουν χαμηλό βαθμό αποδοχής από
το σχολικό περιβάλλον (Andreou, 2000. Georgiou & Stavrinides, 2008. Mynard &
Joseph, 1997) παραμένουν σε αυτό τον ρόλο περισσότερο από τα απλά θύματα και
δυσλειτουργούν σε ακαδημαϊκό επίπεδο (Arseneault et al., 2006). Ενδιαφέρον έχει το
γεγονός πως πολλά θύματα – θύτες εμφανίζουν διαγνωσμένη ψυχοπαθολογία σε
μικρή ηλικία (παρουσιάζουν συμπτώματα ΔΕΠΥ, ψυχοκοινωνικές δυσκολίες,
294
μοναξιά), γίνονται πολύ επιθετικά και λιγότερο ικανά να συνάψουν φιλικές σχέσεις
(χαμηλή αυτοεκτίμηση στο κοινωνικό τομέα), επομένως δυσκολεύονται να
εξασφαλίσουν την υποστήριξη των παρατηρητών, των εκπαιδευτικών ή των γονέων.
Αντίθετα το άσχημο οικογενειακό και σχολικό κλίμα που βιώνουν, τους προτρέπει να
χρησιμοποιούν τη βία ως στρατηγική ενσωμάτωσης στο σύστημα και αντιμετώπισης
της θυματοποίησης τους (Kumpulainen et al., 2001. Salmivalli & Nieminen, 2002.
Shafer et al. 2004).
Η διερευνητική παραγοντική ανάλυση δεν υπέδειξε πάνω από ένα παράγοντα για το
μαθητή – θύμα, αλλά για τις σχολικές εμπειρίες προέκυψε ένα μοντέλο 4 –
παραγόντων (Β’ και Γ’ Φάσεις): α) Καλές Πρακτικές Καθηγητών, β) Στήριξη από
Συμμαθητές, γ) Συμπεριφορά/ Αντιμετώπιση των εκπαιδευτικών απέναντι στους
μαθητές και δ) Αγάπη για το Σχολείο (καλά συναισθήματα για το σχολείο), το οποίο
σκιαγραφεί επαρκώς τον παράγοντα Σχολικές Εμπειρίες και Προσδοκίες
Εκπαιδευτικών.
295
Τα αποτελέσματα του πρώτου δομικού μοντέλου για το θύμα υποστηρίζουν πως πέρα
από τη ψυχική ευαλωτότητα, είναι πολύ σημαντικό να αναζητήσουμε τη ρίζα της
θυματοποίησης στο κοινωνικό πλαίσιο (κοινωνικοί παράγοντες). Η βιβλιογραφία
υποστηρίζει τη δυσκολία των θυμάτων να βρουν υποστηρικτές συμμαθητές ή
εκπαιδευτικούς που θα σταθούν δίπλα τους και θα τα βοηθήσουν στη προσπάθεια
τους να αμυνθούν (Nansel et al., 2001. Veenstra et al., 2005). Συνήθως τα θύματα
διαφέρουν, δεν ταιριάζουν με τους υπόλοιπους, στερούνται βασικές κοινωνικές
δεξιότητες, όπως η συνεργατικότητα, η ικανότητα ανάπτυξης και διατήρησης φιλικών
σχέσεων (Randall, 2001. Tani et al., 2003). Σύμφωνα με τον Ryan (1971)
εκπαιδευτικοί και συμμαθητές συχνά επιρρίπτουν τις ευθύνες στο θύμα και
εκλογικεύουν τις καταχρηστικές συμπεριφορές, με αποτέλεσμα το θύμα να μην
μπορεί να αντισταθεί και να απομονωθεί. Τα περισσότερα θύματα είναι ενδοτικά και
παθητικά (Olweus, 1991, 1997), αποφεύγουν την επαφή με τον θύτη και παραμένουν
μόνοι εφόσον δεν έχουν εξασφαλίσει τις κατάλληλες συμμαχίες.
296
θα προστατευτούν από τους εκπαιδευτικούς ή τη διεύθυνση του σχολείου (Rigby &
Barnes, 2002).
297
(anxiety) του μαθητή με τη θυματοποίηση του και τα αποτελέσματα αναδεικνύουν
αρνητική επίδραση και του παράγοντα ‘αυτοεκτίμηση’, δηλαδή τα θύματα φαίνεται
πως έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση.
Η συγκρουσιακή διάθεση των γονέων των θυμάτων έχει γίνει αντιληπτή τα τελευταία
χρόνια και από τους εκπαιδευτικούς που παραπονιούνται καθημερινά για τις έντονες
λεκτικές επιθέσεις που δέχονται από θυμωμένους γονείς που τους κατηγορούν ότι δεν
υπερασπίζονται το παιδί τους σε περιστατικά βίας. Οι γονείς που προκαλούν τη
σύγκρουση με τον εκπαιδευτικό ή τον διευθυντή του σχολείου, γίνονται πολλές φορές
αγενείς, επικριτικοί, απαιτητικοί και απειλητικοί ενώ δεν αναγνωρίζουν προσωπική
ευθύνη για την χαμηλή αυτοεκτίμηση, το άγχος και τη παθητική στάση του παιδιού
τους. Οι ερευνητές περιγράφουν τους γονείς με συγκρουσιακή διάθεση ως αγχώδεις,
ανταγωνιστικούς, μοναχικούς, δεν επιδιώκουν να συναναστραφούν με άλλους γονείς,
δεν έχουν επιμορφωθεί σε στρατηγικές επίλυσης συγκρούσεων, ενώ με τη
συμπεριφορά τους υπερπροστατεύουν το παιδί τους (Evans & Thompson, 2016).
298
ιδέες, τα συναισθήματα και τα δικαιώματα τους. Η βία δεν αντιμετωπίζεται μόνο σε
ατομικό επίπεδο γιατί είναι ενσωματωμένη στη κουλτούρα του σχολείου και στις
σχέσεις εξουσίας σε αυτό. Η αντίσταση στη χειραγώγηση που επιβάλλεται από το
κοινωνικό πλαίσιο μπορεί να προέλθει μόνο μέσα από μια ηθική διαπαιδαγώγηση
βασισμένη στον αλληλοσεβασμό και στην αμοιβαία εμπιστοσύνη, αντί για το φόβο,
την αδιαφορία, τον πόνο και τον εξαναγκασμό (Ανδρέου, 2011).
Από τις επιβεβαιωτικές αναλύσεις για τον θύτη και το θύμα προέκυψε πως σε επίπεδο
μικροσυστήματος (social-ecological lens), οι γονείς, οι εκπαιδευτικοί και οι φίλοι
(προσδοκίες – εμπειρίες) επηρεάζουν όλους τους εμπλεκόμενους σε περιστατικά βίας
και τη στάση που υιοθετούν (θύτης ή θύμα). Στη Γ’ Φάση έγινε μια προσπάθεια να
σκιαγραφηθεί και το προφίλ των μαθητών που αυτό-προσδιορίζονται ως παρατηρητές
ενδοσχολικής βίας.
Η επιβεβαιωτική ανάλυση ανέδειξε δύο ξεχωριστά δομικά μοντέλα που έχουν πολύ
καλή προσαρμογή. Το πρώτο μοντέλο μελέτησε εάν ο παρατηρητής είναι και θύτης ή
θύμα, αλλά και τα στοιχεία της προσωπικότητας που σχετίζονται με τον παρατηρητή.
Από τα αποτελέσματα προκύπτει πως αυτός που παρατηρεί την ενδοσχολική βία
επιλέγει να εμπλακεί παίρνοντας και έναν πιο ενεργό ρόλο, να γίνει θύτης ή θύμα,
εφόσον επαληθεύτηκε η σύνδεση εκφοβισμού και παρατήρησης, αλλά και
θυματοποίησης και παρατήρησης. Η υπόθεση ότι ο παρατηρητής έχει ενσυναίσθηση
299
δεν επαληθεύτηκε. Από την άλλη πλευρά, ο παρατηρητής φαίνεται πως έχει γενική
αυτοαποτελεσματικότητα, πίστη στις ικανότητες του να αντιμετωπίζει
αποτελεσματικά τις καταστάσεις και επιβεβαιώνεται πως έχει δεξιότητες επίλυσης
συγκρούσεων. Δηλαδή ο παρατηρητής δηλώνει πως υιοθετεί στρατηγικές για να
επιλύσει μια σύγκρουση με αποτελεσματικό, κατευναστικό τρόπο (προσπαθεί να
ηρεμήσει τη κατάσταση με συζήτηση, μπαίνει στη θέση του άλλου για να ηρεμήσει
τη κατάσταση).
Πρόσφατα και οι Abbot & Cameron (2014) συνέδεσαν τους μαθητές που δεν είναι
αγχωτικοί ούτε προκατειλημμένοι, αλλά εκδηλώνουν αυτοαποτελεσματικότητα να
παρέμβουν σε ένα περιστατικό βίας, με την ηθική υποστήριξη στο θύμα και τη
κατηγορία του δράστη. Σύμφωνα με τους Cappadocia et al. (2012), οι παρατηρητές
κινητοποιούνται περισσότερο από το αίσθημα της κοινωνικής δικαιοσύνης ή του
κονφορμισμού. Η στάση που επιλέγουν να έχουν κυρίως τα κορίτσια επηρεάζεται
περισσότερο από προσωπικά χαρακτηριστικά όπως η κοινωνική
αυτοαποτελεσματικότητα τους (social self efficacy) ενώ των αγοριών επηρεάζεται
από την ενσυναίσθηση και τις αρνητικές στάσεις τους απέναντι στη βία. Η υπεροχή
των κοριτσιών στο ρόλο του υποστηρικτή θύματος τονίζεται από τους Salmivalli et
al. (1996), εφόσον στη συνείδηση των κοριτσιών υπάρχει έντονη η αξία της
αλληλεγγύης και της αρμονίας.
Εκτός από την επιρροή της γενικής αυτοαποτελεσματικότητας στη στάση που θα
υιοθετήσουν οι παρατηρητές, οι Pöyhönen, Juvonen & Salmivalli (2012) υποστήριξαν
πως η απόφαση των παρατηρητών να υπερασπιστούν το θύμα ή τον θύτη εξαρτάται
300
και από τα αποτελέσματα που προσδοκούν από τη στάση τους αλλά και την αξία που
προσδίδουν σε αυτά τα αποτελέσματα. Για παράδειγμα οι παρατηρητές
υπερασπίζονται το θύμα επειδή αξιολογούν ότι το θύμα θα νιώσει καλύτερα.
Επομένως, σύμφωνα με το μοντέλο της ‘συμβολικής αλληλεπίδρασης’, ενεργούν
σύμφωνα με τον τρόπο που ορίζουν μια κατάσταση (την αντιλαμβάνονται και την
ερμηνεύουν, αξιολογούν τα αποτελέσματα της) σε συνδυασμό με τη γενικευμένη
αποτελεσματικότητα τους.
Το δεύτερο δομικό μοντέλο για τον παρατηρητή διερευνά τη σχέση των σχολικών
εμπειριών (όπως προέκυψαν από την διερευνητική ανάλυση) με τη παρατήρηση βίας.
Η επιβεβαιωτική ανάλυση ανέδειξε την επίδραση δύο στοιχείων: οι παρατηρητές
δηλώνουν πως δεν υπάρχει στήριξη των συμμαθητών/ των φίλων στο σχολείο και
πως βιώνουν άσχημες συμπεριφορές από τους εκπαιδευτικούς, δηλαδή οι
καθηγητές δεν είναι υποστηρικτικοί απέναντι στους μαθητές στο σχολείο. Δεν
επαληθεύτηκαν οι υποθέσεις που αφορούν τις καλές πρακτικές καθηγητών και την
αγάπη για το σχολείο.
301
παραπονιούνται για τη συμπεριφορά των μαθητών στη τάξη. Ακόμα οι παρατηρητές
υποστηρίζουν έλλειψη στήριξης, αποδοχής, συμπάθειας και αλληλεγγύης από τους
συμμαθητές, καθώς δεν λειτουργούν ως ομάδα. Οι παραπάνω υποθέσεις - επιδράσεις
αναφορικά με τις αρνητικές σχολικές εμπειρίες και τους παρατηρητές
επιβεβαιώθηκαν και από το προφίλ των θυμάτων.
Με βάση τις αυτοαναφορές μαθητών όλων των τάξεων γυμνασίων που συμμετείχαν
στην έρευνα, εντοπίστηκαν παράγοντες που επηρεάζουν τον ρόλο που υιοθετούν οι
μαθητές σε περιστατικά βίας, αναδείχτηκαν οι βασικοί άξονες για τη διαμόρφωση του
ψυχολογικού προφίλ των εμπλεκόμενων, που καταδεικνύουν κάποιες νέες διαστάσεις
που θα μπορέσουν να δώσουν αφορμή για επιμέρους μελέτες, αλλά και ίσως για μία
νέα αντιμετώπιση του φαινομένου. Σκοπός είναι η ευαισθητοποίηση σε όλα τα
επίπεδα (προσωπικό, οικογενειακό, σχολικό, κοινωνικό), καθώς απαιτείται
συλλογική προσπάθεια για μια πιο αποτελεσματική παρέμβαση στο φαινόμενο
του σχολικού εκφοβισμού.
Στην Ελλάδα κρίνεται αναγκαίο ένα αποτελεσματικό εθνικό σχέδιο δράσης κατά του
σχολικού εκφοβισµού. Έχουν γίνει κάποιες αξιόλογες μεμονωμένες προσπάθειες για
ενημέρωση της εκπαιδευτικής κοινότητας (Εταιρεία Ψυχοκοινωνικής Υγείας του
Παιδιού και του Εφήβου) καθώς και εφαρμογή σχετικών προγραμμάτων σε κάποια
σχολεία σε μεγάλα αστικά κέντρα (Andreou, Didaskalou, & Vlachou, 2007, 2008.
Houndoumadi, Pateraki, & Doanidou, 2003. Tsiantis, 2006-2008).
302
αναφορές άλλων για τη γενικότερη βία στο σχολείο και (ε) γενικότερη αξιολόγηση
του κοινωνικού «κλίµατος» της τάξης και του σχολείου (Baldry & Farrington, 2007.
Farrington & Ttofi, 2009. Ferguson et al., 2007. Merrell et al., 2008. Ryan & Smith,
2009. Smith & Ananiadou, 2003. Smith, Schneider, Smith, & Ananiadou, 2004. Ttofi,
Farrington, & Baldry, 2008. Vreeman & Carroll, 2007).
Από τις αξιολογήσεις προέκυψε πως υπάρχουν πολλά προβλήματα που εμποδίζουν τη
διαμόρφωση ενός αποτελεσματικού εθνικού σχεδίου δράσης. Σύμφωνα με τον
Mishna (2008), η έρευνα σχετικά με την αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων
πρόληψης της σχολικής βίας παραμένει ελλιπής, ενώ όσα ευρήματα υπάρχουν
χαρακτηρίζονται από μερική ασάφεια και ασυνέπεια, εφόσον το φαινόμενο της
ενδοσχολικής βίας είναι πολύπλοκο.
Από την μία πλευρά ο Olweus (1994) αναφερόμενος στις 10 μελέτες που
στηρίχτηκαν στο OBPP σημείωσε μείωση των περιστατικών, αντίθετα ο Roland
(2000) ισχυρίστηκε αυξήσεις στα περιστατικά βίας μετά τις ίδιες παρεμβάσεις.
Παρόμοια, οι Smith et al. (2004) παρουσίασαν μια μετα-ανάλυση 14 προγραμμάτων
παρέμβασης από τα αποτελέσματα της οποίας δεν προέκυψαν οι επιθυμητές αλλαγές
στα επίπεδα θυματοποίησης και εκφοβισμού.
303
Μια άλλη σημαντική μετά-αναλυτική έρευνα για την αποτελεσματικότητα 16
προγραμμάτων παρέμβασης που τέθηκαν σε εφαρμογή τη περίοδο 1980-2004 σε
15.000 μαθητές σε Ευρώπη, Καναδά και Αμερική έγινε από τους Merrell et al (2008).
Τα ευρήματα έδειξαν πως οι προσπάθειες που έγιναν, προήγαγαν τις ικανότητες
κοινωνικοποίησης των μαθητών, την αυτοεκτίμηση, και την αποδοχή από τους
συμμαθητές. Επίσης, ενισχύθηκε η γνώση των εκπαιδευτικών για αποτελεσματικές
πρακτικές, όπως και το αίσθημα ότι μπορούν να αντιδράσουν αποτελεσματικά σε
περιπτώσεις συγκρούσεων των μαθητών, αλλά τα δεδομένα της μελέτης δεν
μπόρεσαν να υποστηρίξουν ότι μετά τη λειτουργία των προγραμμάτων μειώθηκε η
συμμετοχή των μαθητών σε περιστατικά εκφοβισμού είτε με το ρόλο του θύτη ή του
θύματος. Αν και οι προσπάθειες πρόληψης του φαινομένου του εκφοβισμού φάνηκαν
χρήσιμες στην διεύρυνση γνώσεων, στην ενημέρωση και στην προσωπική αντίληψη
ότι υπάρχει ικανότητα διαχείρισης του εκφοβισμού, θεωρείται δεδομένο ότι αυτές οι
παρεμβάσεις δεν μπόρεσαν να επηρεάσουν δραματικά την εμφάνιση των
πραγματικών συμπεριφορών που ενισχύουν τη βία ή τη θυματοποίηση.
304
Πολλά προγράμματα δεν συμπεριλαμβάνουν σημαντικούς άξονες όπως είναι η
ετερότητα σε πολλαπλές μορφές (εθνικότητα, αναπηρία, θρησκευτική πίστη,
σεξουαλικός προσανατολισμός). Τα στοιχεία αυτά είναι απαραίτητα για τον
σχεδιασμό σωστών προγραμμάτων παρέμβασης. Το πρόγραμμα παρέμβασης πρέπει
να είναι ευέλικτο ανάλογα με τις ανάγκες του κάθε σχολείου, θύτες και θύματα
πρέπει να υποστηρίζονται σε ατομικό επίπεδο από τη συμβουλευτική υπηρεσία της
σχολικής μονάδας και όταν κρίνεται απαραίτητο να παραπέμπονται σε κοινοτικές
υπηρεσίες (Γαλανάκη, 2010. Swearer, et al., 2010).
305
στη καλλιέργεια δεξιοτήτων επικοινωνίας, κριτικής σκέψης,
συνεργατικότητας, κοινωνικής ευαισθησίας και αποδοχής της
διαφορετικότητας και των πολλαπλών ταυτοτήτων του ατόμου (Mishna,
2008. Rigby, 2011. Τριλίβα και συν., 2012)
Σύμφωνα με τους Δεληγιάννη και συν. (2011) προτείνεται μια σειρά ενεργειών,
όπως:
Ειδικά καταρτισμένοι σχολικοί ψυχολόγοι-σύμβουλοι μπορούν να
παράσχουν ενημέρωση τόσο στα παιδιά και τους εκπαιδευτικούς, όσο και
στους γονείς με στόχο την ευαισθητοποίηση και κινητοποίηση τους για πιο
σωστή διαχείριση εκφοβιστικών συμπεριφορών.
Γονείς και σχολείο οφείλουν να συμπορεύονται, να συμβάλλουν στη τόνωση
της αυτοπεποίθησης των παιδιών-θυμάτων, να ενθαρρύνουν όλους τους
εμπλεκόμενους να καλλιεργήσουν έμφυτες κλίσεις και ταλέντα ή ακόμα να
συμμετέχουν σε ομαδικές δραστηριότητες, ώστε να ενισχυθεί το αίσθημα
αλληλεγγύης και συνεργασίας.
Σημαντικό ρόλο παίζει η διδασκαλία των εκπαιδευτικών με τη χρήση
βιωματικών μεθόδων (θεατρικό παιχνίδι, παιχνίδι ρόλων, προσομοιώσεις,
επίλυση προβλημάτων) με σκοπό οι μαθητές να αποκτήσουν φιλο-κοινωνικές
δεξιότητες, αυτοέλεγχο και πειθαρχία. Με αυτό τον τρόπο οι μαθητές
306
μαθαίνουν να εκφράζουν τον θυμό τους και τη δυσαρέσκεια τους χωρίς να
θίγουν τους άλλους, βιώνουν θετικά συναισθήματα και εκτονώνουν
σημαντικό μέρος του συναισθηματικού φορτίου τους, μαθαίνουν να
υπακούουν σε κανόνες και να σέβονται τους συμμαθητές τους, ώστε να
ενισχυθεί η βαθύτερη επικοινωνία μεταξύ τους.
307
την ύπαρξη της άλλης και για κάποιο χρονικό διάστημα είχε τις δικές της
δραστηριότητες. Στη δεύτερη φάση του πειράματος οι ερευνητές διοργάνωσαν
αθλητικούς αγώνες μεταξύ των δύο ομάδων. Σε αυτές τις συνθήκες ρεαλιστικές
σύγκρουσης η συμπεριφορά των μελών της κάθε ομάδας απέναντι στα μέλη της
άλλης ήταν εχθρική και συχνά επιθετική. Στην τρίτη φάση του πειράματος, οι
ερευνητές δημιούργησαν τέτοιες συνθήκες ώστε οι δύο ομάδες έπρεπε να ενώσουν τις
δυνάμεις τους για την επίτευξη ενός κοινού στόχου. Αυτά τα πειράματα έδειξαν ότι,
όταν διαμορφώνονται συνθήκες θετικής αλληλεξάρτησης, τότε επιτυγχάνεται μείωση
της προκατάληψης και των συγκρούσεων αλλά και αλλαγή των αρνητικών
στερεοτύπων.
308
οι σαφείς κανόνες λειτουργίας της τάξης και η εκπαίδευση στο να αψηφούν
ασήμαντες συμπεριφορές (αστείο – παιχνίδι),
ενώ ταυτόχρονα πρέπει να μην επιδεικνύουν επικριτική διάθεση με στόχο να
αναπτυχθεί μια πιο ζεστή σχέση - αλληλεπίδραση με σεβασμό από και προς
τους μαθητές.
Μέσα από τη βιβλιογραφία και τη παρούσα μελέτη για τον εκφοβισμό αναδείχτηκε ο
παράγοντας ‘θετικό κλίμα του σχολείου’ και η ανάγκη να βελτιωθούν οι ανθρώπινες
σχέσεις στο σχολείο ώστε να προκληθούν θετικά συναισθήματα σ’ όλους τους
εμπλεκόμενους στην εκπαιδευτική διαδικασία (Ματσόπουλος, 2009). Είναι πολύ
σημαντικό όλοι οι μαθητές να αισθάνονται ότι ανήκουν κάπου και ότι εντάσσονται
ομαλά στο σχολικό πλαίσιο (Mylonakou-Keke, 2015). Η αναμόρφωση του σχολικού
κλίματος πρέπει να περιλαμβάνει την επικοινωνία, την υπευθυνότητα και τον
σεβασμό στη διαφορετικότητα, με στόχο οι μαθητές να εκφράσουν τα συναισθήματα
τους και να ζητήσουν στήριξη από τον εκπαιδευτικό, ενώ από τη πλευρά του ο
309
εκπαιδευτικός πρέπει να βοηθήσει τους μαθητές να προσαρμοστούν και να
κοινωνικοποιηθούν (Μπαμπάλης, 2011). Η αξιοποίηση διαφόρων μορφών της
λογοτεχνίας, όχι στο περιοριστικό επίπεδο της αναγνωστικής προσέγγισης, αλλά στο
επίπεδο της μεθοδολογικά οργανωμένης συνεργατικής και βιωματικής αξιοποίησης,
μπορεί να είναι πολύ αποδοτική (Μυλωνάκου-Κεκέ, 2013).
Σε αντίθεση με την ποικιλία των προγραμμάτων στο εξωτερικό, στον ελλαδικό χώρο
τα προγράμματα παρέμβασης και πρόληψης που απευθύνονται σε γονείς είναι πολύ
λιγότερα. Αυτά τα προγράμματα παρέχονται κυρίως από τις Σχολές Γονέων, οι
οποίες πραγματοποιούνται από Δήμους, Κέντρα Πρόληψης και πιο οργανωμένα
πανελλαδικά από το Ίδρυμα Νεολαίας και Δια Βίου Μάθησης (ΙΝΕΔΙΒΙΜ, πρώην
ΙΔΕΚΕ). Το ΙΔΕΚΕ είχε ιδρύσει 54 Σχολές Γονέων από το 2004 μέχρι το 2015 που
προωθούσαν προγράμματα με διαφορετικές θεματικές ενότητες και απευθύνονταν σε
όλες τις σχολικές μονάδες κάθε νομού της χώρας. Σκοπός του έργου των Σχολών
Γονέων ήταν η στήριξη των γονέων ώστε να μπορούν να ανταποκριθούν με επιτυχία
στο σύνθετο και δύσκολο ρόλο τους όπως αυτός διαμορφώνεται στις σύγχρονες
κοινωνικοοικονομικές συνθήκες. Στόχοι του έργου ήταν να βελτιωθεί η επικοινωνία
μέσα στην οικογένεια, να καλλιεργηθούν οι δεξιότητες των γονέων, να ενισχυθεί η
συνεργασία τους με τους εκπαιδευτικούς και να αναπτυχθεί εμπιστοσύνη μεταξύ
οικογένειας και σχολείου, εξοικείωση με την εκπαιδευτική διαδικασία. Επίσης
310
λειτουργούσαν και σχολές γονέων που απευθύνονταν αποκλειστικά σε ευάλωτες
κοινωνικές ομάδες, δηλαδή συμμετείχαν κρατούμενοι, ρομά, μετανάστες κ.α.
(Καούρη & Δημάκος, 2011. Kaouri & Dimakos, 2012. Καούρη, 2012. Καούρη &
Δημάκος, 2014). Η ζήτηση και η συμμετοχή στη συγκεκριμένη δομή είχε αυξηθεί
πολύ τα τελευταία χρόνια αλλά τον Ιούνιο του 2015 διακόπηκε οριστικά το έργο
εφόσον δεν χρηματοδοτήθηκε από το Υπουργείο Παιδείας και το νέο ΕΣΠΑ 2015-
2020. Παρόλα αυτά, κρίνεται αναγκαίο οι δωρεάν σχολές γονέων του ΙΝΕΔΙΒΙΜ να
επαναλειτουργήσουν και να επεκταθούν. Συγκεκριμένα είναι σημαντικό να
σχεδιαστούν νέα προγράμματα που θα εστιάσουν στην αντιμετώπιση και τη πρόληψη
της ενδοσχολικής βίας (κατά τη διάρκεια του έτους 2015, οι Σχολές Γονέων ήταν η
μοναδική οργανωμένη δομή που παρείχε ημερίδες ενημέρωσης για το σχολικό
εκφοβισμό στα σχολεία σε όλους τους νομούς της χώρας).
311
1ο επίπεδο: Προγράμματα Διαμεσολάβησης Συμμαθητών (The student
discipline system: Peer mediation programs)
Για την ειρηνική επίλυση συγκρούσεων, είναι χρήσιμη η ύπαρξη ενός
εκπαιδευμένου σώματος συμμαθητών που θα ακούσουν και θα
διαμεσολαβήσουν για να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά το περιστατικό βίας
(peermediation). Αυτή η πρωτοβουλία είναι μια δομημένη διαδικασία με
σαφή όρια και εθελοντικό χαρακτήρα, αντικαθιστά το πειθαρχικό σύστημα
τιμωρίας, ενώ πρέπει να υποστηρίζεται και να εποπτεύεται από τους
εκπαιδευτικούς. Ερευνητικά αποτελέσματα δείχνουν ότι η επίσημη ύπαρξη
του θεσμού σε σχολεία έχει θετικά αποτελέσματα για τους διαμεσολαβητές
(μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, αυτοεκτίμηση, θετική στάση απέναντι στο
σχολείο και στους άλλους). Τα θετικά αποτελέσματα επεκτείνονται και στο
επίπεδο του σχολείου (ενδυνάμωση των συμμαθητών, μείωση των
προβλημάτων συμπεριφοράς, των αποβολών και των τιμωριών).
2ο επίπεδο: Εκπαίδευση στην επίλυση συγκρούσεων (Curriculum: Conflict
Resolution Training)
Επιμόρφωση δασκάλων και μαθητών σε θέματα όπως: κατανόηση των
συγκρούσεων, επικοινωνία, χειρισμός θυμού, συνεργασία, θετική στάση,
επίγνωση στερεότυπων και προκαταλήψεων, πολιτισμική διαφορετικότητα,
επίλυση συγκρούσεων και ειρηνευτικές διαδικασίες, τα οποία θίγονται αλλά
πρέπει να διδάσκονται πιο οργανωμένα. Με αφορμή τα περιστατικά που
προκύπτουν στο σχολείο, οι παραπάνω θεματικές μπορούν να ενταχτούν με τη
μορφή δομημένης συζήτησης στο υπάρχον πρόγραμμα διδασκαλίας.
3ο επίπεδο: Διαπαιδαγώγηση (Pedagogy)
Για να εμπεδώσουν τις στρατηγικές επίλυσης συγκρούσεων, οι μαθητές
μπορούν να εξασκήσουν τη νέα γνώση μέσα από συνεργατική μάθηση
(cooperative learning) και «θεωρητική αντιπαράθεση» (academic
controversy). Στη συνεργατική μάθηση οι μαθητές μοιράζονται κοινούς
στόχους, πληροφορίες και υλικά, επιμερίζουν την εργασία και ανταμείβονται
όλοι μαζί. H «θεωρητική αντιπαράθεση» (παιχνίδι ρόλων) μπορεί να
εφαρμοστεί σε οποιοδήποτε μάθημα, για να προαγάγει τη μάθηση και την
επίλυση συγκρούσεων: (α) ο δάσκαλος ορίζει ομάδες με τέσσερις μαθητές η
καθεμία, (β) χωρίζει την ομάδα σε δύο ζευγάρια και τους δίνει ένα θέμα προς
312
συζήτηση, ζητώντας τους να πάρουν αντίθετες θέσεις, και (γ) ζητεί από κάθε
ομάδα να βρει μια συναινετική λύση στο ζήτημα και να παρουσιάσει την
αναφορά της. Οι ομάδες πρέπει να περάσουν από τη θεωρία στην πράξη, ώστε
όχι μόνο να συζητήσουν το θέμα αλλά και να επιλύσουν τη σύγκρουση με
συνεργατικό τρόπο.
4ο επίπεδο: Το σχολείο και η κουλτούρα της κοινότητας (The school and
Community Culture)
H μετάβαση από την εξάσκηση της συνεργασίας και της επίλυσης
συγκρούσεων μέσα στο σχολείο στην κοινότητα και στην καθημερινή ζωή του
παιδιού είναι σημαντική ώστε το σχολικό πρόγραμμα να γίνει μάθημα ζωής
και να διαμορφώσει κοινωνική συνείδηση και στάση απέναντι στα
διαπροσωπικά και διαπολιτισμικά ζητήματα.
313
εντάσσεται σε ένα πλαίσιο θετικής αναπλαισίωσης και περιβάλλεται από τις αρχές
του σεβασμού, της ισότητας, των ίσων ευκαιριών, της ολιστικής προσέγγισης του
προβλήματος, της ενδυνάμωσης, του αυτοελέγχου και της αυτορρύθμισης
(Αρτινοπούλου 2010α, 2010b).
Σημαντική είναι και η μέθοδος «Δεν Κατηγορώ/No blame approach» (Maines &
Robinson, 1994) που βασίζεται στις αρχές τις μεθόδου του A.Pikas και έχει τα εξής
βασικά χαρακτηριστικά: αποφυγή επίρριψης ευθυνών, ενθάρρυνση της
ενσυναίσθησης, διάχυση της ευθύνης, επίλυση του προβλήματος. Συνοπτικά, η
μέθοδος αποτελείται από 7 στάδια:
1. Συζήτηση με το θύμα για τις επιδράσεις της βίας/εκφοβισμού
314
2. Διοργάνωση ομαδικής συνάντησης με τους εμπλεκόμενους και άλλους μαθητές
παρατηρητές - υποστηρικτές
3. Περιγραφή και ανάλυση του προβλήματος από τον συντονιστή
4. Διάχυση της ευθύνης. Αποφυγή τιμωρίας, συνεργασία για επίλυση του
προβλήματος
5. Καταιγισμός ιδεών για την επανόρθωση των επιπτώσεων
6. Λήξη συνάντησης. Ο συντονιστής τονίζει την κοινή ευθύνη των συμμετεχόντων
για την επίλυση του προβλήματος.
7. Συνάντηση ανατροφοδότησης.
315
χρονιάς, για να διαπιστωθεί αν υπήρξε μείωση των συγκρούσεων. Εκτός από
τη παρατήρηση, άλλοι τρόποι αξιολόγησης που μπορεί να χρησιμοποιήσει ο
εκπαιδευτικός είναι οι συνεντεύξεις με τους μαθητές και τους γονείς, καθώς
επίσης και το ημερολόγιο.
Στην Ελλάδα, όπως έχει εφαρμοστεί και σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη (Ολλανδία,
Σουηδία και Γερμανία) κάθε σχολική μονάδα πρέπει να διαμορφώσει μέτρα
πρόληψης αλλά και τρόπους ανάπτυξης ενός υποστηρικτικού σχολικού κλίματος που
δεν θα ευνοεί φαινόμενα επιθετικότητας (Αρτινοπούλου, 2001. Σώκου, 2002. Weare,
and Gray, 2000). Το φαινόμενο του εκφοβισμού θα μειωθεί αποτελεσματικά μόνο
όταν τα προγράμματα παρέμβασης στοχεύσουν σε προσωπικά, σχολικά,
οικογενειακά, κοινωνικά και φιλικά συστήματα στα οποία αναπτύσσονται σχέσεις
μεταξύ συμμαθητών, γονέων, εκπαιδευτικών, ανθρώπων της γειτονιάς και στάσεις
απέναντι σε φαινόμενα ενδο-σχολικής βίας (Swearer, et al., 2010).
316
Το σχολείο αποτελεί έναν κοινωνικό οργανισμό με συγκεκριμένες και ιεραρχικά
διαμορφωμένες σχέσεις, επομένως το φαινόμενο της σχολικής βίας συχνά
ερμηνεύεται ως αποτέλεσμα των ιεραρχικών και εξουσιαστικών δομών του σχολείου,
οι οποίες περιλαμβάνουν κανόνες, έλεγχο και πειθαρχικές πρακτικές. Υπάρχει
σύνδεση της αποτελεσματικής κοινωνικοποιητικής διαδιακασίας του σχολείου και
της βίας στο σχολείο, συγκεκριμένα η αδυναμία διαμόρφωσης κοινών δεσμών και
αξιών μεταξύ των ατόμων και η ανάπτυξη βίαιων συμπεριφορών σηματοδοτούν μια
αποτυχημένη σχολική κοινότητα (Μανιάτης, 2010).
317
επιθετικότητας (Barboza et al. 2009. Hong & Espelage, 2012). Έμφαση δίνεται στην
διερεύνηση των ατομικών χαρακτηριστικών του θύτη σε σχέση με τα πολλαπλά
κοινωνικά συστήματα στα οποία ανήκει. Πιο συγκεκριμένα, η οικολογική προσέγγιση
υποστηρίζει ότι το παιδί δε ζει απομονωμένο αλλά στο πλαίσιο ενός περιβάλλοντος,
μίας κοινωνίας που ασκεί ιδιαίτερη επίδραση πάνω του (Bronfenbrenner, 1979).
Το παιδί βρίσκεται το μεγαλύτερο τμήμα της ημέρας του στο μικροσύστημα, στο
σπίτι του ή το σπίτι των συγγενών και τη τάξη ή το σχολείο του. Σύμφωνα με την
οικολογική προσέγγιση απαραίτητη είναι η εστίαση στο μεσοσύστημα, δηλαδή στη
διάδραση ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα μικροσυστήματα στη επιρροή της
συμπεριφοράς, όπως για παράδειγμα στη κοινή συνεισφορά – συνεργασία σχολείου
και οικογένειας στην υγιή ψυχοκοινωνική ανάπτυξη του παιδιού. Ακόμα, απαραίτητη
είναι η επικέντρωση στις διάφορες μορφές παροχών όπως είναι τα σχέδια δράσεις, το
σχολικό κλίμα, τα υποστηρικτικά προγράμματα, τα επιμορφωτικά σεμινάρια των
εκπαιδευτικών και οι σχολές γονέων, που αποτελούν το εξωσύστημα. Επίσης,
σημαντική μεταβλητή του μακροσυστήματος (κοινωνικο-πολιτιστικό και νομοθετικό
πλαίσιο) είναι τα μέσα μαζικής ενημέρωσης που αντανακλούν αξιακά συστήματα της
εκάστοτε κοινωνίας. Τέλος, όλα τα παραπάνω επίπεδα αλληλοεξαρτώνται και
επηρεάζονται από τον χρόνο, εφόσον το χρονοσύστημα επιδρά στη συμπεριφορά και
στο πλαίσιο στο οποίο η συμπεριφορά διαδραματίζεται (π.χ. αλλαγές στη δομή της
οικογένειας εξαιτίας ενός διαζυγίου) (Barboza et al., 2009. Hong & Espelage, 2012).
318
Πρόσφατα το Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου (2015) πρότεινε μια
ολιστική προσέγγιση στη διαχείριση περιστατικών σχολικής βίας, σε επίπεδο
κρατικό, σε επίπεδο σχολείου, στο πλαίσιο της σχολικής τάξης, του μαθητικού
πληθυσμού, της εκπαιδευτικής κοινότητας, της οικογένειας και σε συνεργασία με
φορείς και τη τοπική κοινωνία. Σε κάθε επίπεδο προτείνονται συγκεκριμένες δράσεις
- μέτρα πρόληψης και αντιμετώπισης του σχολικού εκφοβισμού.
319
σχετικά με τις μεθόδους διδασκαλίας, τη συμπεριφορά μαθητών, αλλά και τη
συμπεριφορά συναδέλφων). Ακόμα οι εκπαιδευτικοί θα μπορούσαν να συνεργαστούν
με ειδικούς, γονείς/κηδεμόνες, και τη τοπική κοινωνία. Στο πλαίσιο της οικογένειας,
τα μέτρα αφορούν την ενημέρωση και συγκατάθεση των γονέων για τις διάφορες
δράσεις που σχεδιάζει το σχολείο κατά του εκφοβισμού, τις τακτικές συναντήσεις με
τους εκπαιδευτικούς για συζήτηση σχετικά με τη συμπεριφορά των παιδιών και τη
συμμετοχή τους σε Σχολές Γονέων. Τέλος, η συνεργασία με φορείς και τη τοπική
κοινωνία περιλαμβάνει τη παραπομπή περιστατικών σε επιστήμονες ψυχικής υγείας,
όταν κρίνεται αναγκαίο και τη συνεργασία με την αστυνομία, τις ιατρικές υπηρεσίες
και τις νομικές υπηρεσίες της κοινότητας με σκοπό την παροχή συμβουλευτικής και
βοήθειας στη διαχείριση περιστατικών σχολικής βίας (Κέντρο Ευρωπαϊκού
Συνταγματικού Δικαίου, 2015).
320
φαινόμενο σύμφωνα με τη βιβλιογραφία. Βασικός λόγος αποκλεισμού της έρευνας
στη πρωτοβάθμια εκπαίδευση ήταν η πολυπλοκότητα των εργαλείων που
χρησιμοποιήθηκαν στη παρούσα μελέτη. Κρίθηκε δύσκολο παιδιά του δημοτικού
σχολείου να ανταποκριθούν στα διάφορα ερωτήματα (δυσκολία στη κατανόηση των
ερωτήσεων - ανάγκη για διευκρινίσεις) στον απαιτούμενο χρόνο της μίας διδακτικής
ώρας.
Ακόμα, η αποκλειστική εξέταση της οπτικής των μαθητών συνιστά έναν σημαντικό
περιορισμό της παρούσας έρευνας. Εφόσον το φαινόμενο είναι πολυπαραγοντικό
είναι σημαντική η συγκέντρωση των απόψεων εκπαιδευτικών και γονέων, οι οποίοι
συνήθως έχουν διαφορετική οπτική για το φαινόμενο του σχολικού εκφοβισμού.
Όπως φάνηκε και στη βιβλιογραφική επισκόπηση οι αναφορές των μαθητών
διαφέρουν από την εικόνα που δείχνουν γονείς και εκπαιδευτικοί αναφορικά με τη
συχνότητα του φαινομένου του σχολικού εκφοβισμού, τις μεθόδους διαχείρισης που
χρησιμοποιούν και την ετοιμότητα που αισθάνονται να ανταποκριθούν στο ρόλο
τους.
Έρευνες στην εγκληματολογία και τη ψυχολογία (Ahmad & Smith, 1990. Lee &
Song, 2012) υποστηρίζουν πως η χρήση ανώνυμων αυτοαναφορών των μαθητών
είναι περισσότερο αξιόπιστη και έγκυρη από τις αναφορές εκπαιδευτικών ή γονέων οι
οποίες παρουσιάζονται ως αναξιόπιστες (invalid). Οι εκπαιδευτικοί τείνουν να
αποκρύπτουν τη πραγματική εικόνα στα σχολεία επειδή έτσι πιστεύουν πως με αυτό
τον τρόπο προστατεύουν τη φήμη τους και τη θέση τους, με αποτέλεσμα να
παρουσιάζουν μια ωραιοποιημένη εικόνα. Ειδικά στην Ασιατική κουλτούρα, οι
εκπαιδευτικοί επιλέγουν να μην καταγράφουν τα περιστατικά βίας αλλά να τα
αντιμετωπίζουν ανεπίσημα για να μην θιχτεί το κύρος τους ως εκπαιδευτικοί. Οι
Demaray et al. (2013) παρουσίασαν διαφοροποιημένες αντιλήψεις εκπαιδευτικών για
τον εκφοβισμό συγκριτικά με τους μαθητές και τους γονείς. Όπως είχαν προβλέψει οι
ερευνητές, οι εκπαιδευτικοί υποτίμησαν τα περιστατικά θυματοποίησης που οι
μαθητές ανέφεραν πως έχουν βιώσει. Αντίθετα οι γονείς συμφώνησαν περισσότερο
με τις αυτοαναφορές των μαθητών, αν και αυτοί υποτίμησαν σε κάποιο βαθμό τη
θυματοποίηση, αναφερόμενοι σε λιγότερα περιστατικά εκφοβισμού.
321
Επομένως, προκύπτουν νέα ερευνητικά ερωτήματα που μπορούν να απαντηθούν σε
μελλοντικές μελέτες:
1) Πώς ορίζουν τις διάφορες μορφές σχολικής βίας οι γονείς, οι εκπαιδευτικοί
και οι μαθητές;
2) Υπάρχει ταύτιση απόψεων και κοινή αντίληψη της πραγματικής διάστασης
του φαινομένου;
3) Σε ποιο βαθμό γονείς και εκπαιδευτικοί επηρεάζονται από τις παραδοχές τους
με αποτέλεσμα να ενισχύουν το φαινόμενο;
4) Είναι πολύ σημαντική η διερεύνηση των πεποιθήσεων γονέων και
εκπαιδευτικών και πιο συγκεκριμένα των παραδοχών τους που τους
εμποδίζουν να αναγνωρίσουν το πρόβλημα και επιλέγουν να αντισταθούν στη
συνεργασία για την αντιμετώπιση των περιστατικών.
Όπως φαίνεται και από τη βιβλιογραφία, εκπαιδευτικοί και διευθυντές που δεν
διαθέτουν ενσυναίσθηση και σεβασμό για τη διαφορετικότητα είναι αδύνατο να
παρέχουν κοινωνικοσυναισθηματική στήριξη στο θύμα, ενώ είναι πολύ πιθανό να
απαξιώσουν λεκτικά και να περιθωριοποιήσουν και οι ίδιοι παιδιά που διαφέρουν με
βάση λανθασμένες στερεοτυπικές αντιλήψεις περί διαφορετικότητας π.χ. ομοφοβικές
στάσεις, ρατσιστική συμπεριφορά (Campbell, 2004). Συμπερασματικά, κρίνεται
απαραίτητη η καταγραφή αυτών των στερεοτυπικών αντιλήψεων των εκπαιδευτικών
για μια πιο ολιστική αντιμετώπιση του φαινομένου.
Η παρούσα μελέτη δεν εστίασε στη σχέση σχολική βίας και μειονοτήτων, εφόσον ο
παράγοντας ‘εθνικότητα’ δεν συμπεριελήφθη στις αναλύσεις. Αλλοδαποί μαθητές
συχνά εμφανίζονται ως θύματα, αλλά και συχνά κατηγορούνται ως θύτες βίαιων
περιστατικών, ενώ κυριαρχεί ο λεκτικός εκφοβισμός σε περιστατικά μεταξύ γηγενών
και μεταναστών (Nikolaou & Samsari, 2016). Ποια όμως είναι η πραγματική εικόνα;
Τι μέτρα πρέπει να ληφθούν για να βοηθηθούν οι μαθητές των μειονοτήτων (οι αριθμοί
των οποίων αυξάνονται σταθερά) για να αντιμετωπίζουν τις δυσκολίες στην
προσαρμογή τους στο σχολείο; Μελλοντική μελέτη θα μπορούσε να απαντήσει στα
παραπάνω ερωτήματα. Προβλήματα που έχουν παρατηρηθεί μπορούν να οδηγήσουν
στην πιθανότητα διαπολιτισμικής σύγκρουσης και έξαρσης ρατσιστικών
συμπεριφορών. Τα σχολεία πρέπει να αναπτύξουν σε αντίθεση με την καταπιεστική
ομογενοποίηση που τα χαρακτηρίζει σήμερα, το σεβασμό της ετερογένειας και των
322
ίσων δυνατοτήτων των μαθητών, ελληνικής και μη ελληνικής προέλευσης (Σώκου,
2000).
Είναι ακόμα αξιοσημείωτο πως ο πιο συχνός τρόπος αξιολόγησης του σχολικού
εκφοβισμού στη σχετική επιστημονική βιβλιογραφία είναι η χρήση ερωτηματολογίων
αυτοαναφοράς (Ανδρέου, 2011). Για την εξέταση των ερευνητικών ερωτημάτων στη
παρούσα έρευνα χρησιμοποιήθηκε μόνο ποσοτική μεθοδολογία, ενώ υπάρχουν
μελέτες που χρησιμοποιούν έναν συνδυασμό ποσοτικής και ποιοτικής μεθοδολογίας.
Στην ποσοτική έρευνα, η παρουσίαση της δημογραφικής δομής του ερευνώμενου
πληθυσμού αποτελεί βασική αρχή, διότι τα δημογραφικά χαρακτηριστικά είναι οι
βασικές ανεξάρτητες μεταβλητές με τις οποίες, συσχετιζόμενες οι στάσεις και
αντιδράσεις των ερωτώμενων ως προς το ερευνώμενο αντικείμενο, καταδεικνύουν
την ύπαρξη ή μη κάποιας εξάρτησης από αυτές (Robson, 1993). Πολλές φορές
ερευνητές επιλέγουν να διεξάγουν προσωπικές ‘διερευνητικές’ συνεντεύξεις. Η
χρήση της ποιοτικής μεθόδου θεωρείται πως προσφέρει στον ερευνητή την
δυνατότητα να διερευνήσει σε βάθος τα ερωτήματά του και ενδεχομένως και να
ανακαλύψει κάποιες νέες προεκτάσεις του θέματος. Σκοπός επίσης είναι να αποφύγει
τυχόν παρεξηγήσεις ή παρανοήσεις των ερωτήσεων από την πλευρά των
συνεντευξιαζόμενων και να ζητήσει διευκρινήσεις σε τυχόν ασαφής απαντήσεις
(Judd, Smith & Kidder, 1991).
323
Επιπλέον, είναι πολύ σημαντικό να εστιάσουμε στο γεγονός ότι για να σχεδιαστεί ένα
ολιστικό σχέδιο παρέμβασης για τα σχολεία, το μέγεθος του δείγματος της έρευνας
πρέπει να είναι μεγάλο (όπως και στη παρούσα μελέτη το δείγμα συνολικά ήταν 2076
μαθητές γυμνασίων), εφόσον είναι απαραίτητη η συλλογή δεδομένων από
διαφορετικές σχολικές μονάδες. Επίσης είναι απαραίτητη η πολυπαραγοντική
μέθοδος ανάλυσης (multifacet perspective), έτσι ώστε να δομηθεί ένα προφίλ
βασιζόμενο σε δομικούς ατομικούς παράγοντες που συνδέονται με κοινωνικούς
παράγοντες, αλλά και για καλύτερη αντίληψη των σχέσεων και των επιρροών στα
διάφορα επίπεδα (Olweus, 2013).
Τέλος, με βάση την οικολογική προσέγγιση, η παρούσα έρευνα εστίασε στο άτομο
και στο μικροσύστημα του σχολείου και της οικογένειας και κατά πόσο επιδρούν στις
στάσεις των μαθητών απέναντι στη βία. Απαραίτητη είναι η περεταίρω διερεύνηση
των παραγόντων επικινδυνότητας και προστασίας του σχολικού εκφοβισμού αρχικά
σε επίπεδο μεσοσυστήματος, συγκεκριμένα πως η οικογένεια σε συνεργασία με το
σχολείο θα μειώσουν ή θα ενισχύσουν τις βίαιες συμπεριφορές; Σε επίπεδο
εξωσυστήματος ποια άλλα πλαίσια εκτός από το σχολικό κλίμα επηρεάζουν τον
εκφοβισμό; Σε επίπεδο μακροσυστήματος υπάρχει σχέση μεταξύ των τρεχουσών
324
επιρροών των ΜΜΕ (παρακολούθηση τηλεόρασης, ενασχόληση με ηλεκτρονικά
παιχνίδια) και του εκφοβισμού;
Εν κατακλείδι, η βία στα σχολεία δεν είναι αποκλειστικά πρόβλημα κάποιων ατόμων,
της οικογένειας ή του σχολείου, αλλά μια κοινωνική επιδημία που συντηρείται με την
ανοχή του κοινωνικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο ζουν, εκπαιδεύονται και
μεγαλώνουν τα παιδιά. Η επίθεση στη σκέψη είναι διαβρωτική και επιφέρει την
συνειδησιακή και αξιακή παρακμή. Παραφράζοντας τον μεγάλο Μάνο Χατζιδάκι
(1980) που μίλησε για το πρόσωπο του τέρατος και για τον φόβο μήπως συνηθίσουμε
τη φρίκη που το συνοδεύει: «Η μορφή του τέρατος είναι αποκρουστική. Όταν όμως το
πρόσωπο του τέρατος πάψει να μας τρομάζει, τότε πρέπει να φοβόμαστε… γιατί αυτό
σημαίνει ότι έχουμε αρχίσει να του μοιάζουμε». Το απόσπασμα του αναφερόταν στον
φασισμό αλλά μοιάζει να είχε μιλήσει για όλα όσα απασχολούν τη κοινωνία σήμερα:
την αυξανόμενη επιθετικότητα του μαθητή απέναντι στο συμμαθητή του, την επιβολή
της βίας στην ενήλικη ζωή, τον εθισμό σε εικόνες βίας που προκαλεί αδράνεια, τις
ηθικές εκπτώσεις και τη κυρίαρχη ανασφάλεια. Ο φασισμός, ο ρατσισμός, ο σχολικός
εκφοβισμός και κάθε αντικοινωνικό φαινόμενο συμπεριφοράς είναι η μεγεθυμένη
325
έκφραση - εκδήλωση του τέρατος που αναπτύσσεται όταν οι κοινωνικές συγκυρίες
ενισχύουν τη βάρβαρη παρουσία του.
326
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Abbott, N., & Cameron, L. (2014). What Makes a Young Assertive Bystander? The
Effect of Intergroup Contact, Empathy, Cultural Openness, and In-Group Bias on
Assertive Bystander Intervention Intentions. Journal of Social Issues, 70(1),
167–182.
Αγγελάκη, Χ., Γκολφινοπούλου, Γ., Διδάχου, Ε., Παπαδάκου, Ε., Ρήγα, Β. (2012).
4+1 Κλειδιά για την Αυτομόρφωση της Νηπιαγωγού. Αθήνα. OMEP.
Agnew, Robert. (1992). Foundation for a general strain theory of crime and
delinquency. Criminology. 30(1), 47-87.
Ahmad, Y., & Smith, P. K. (1990). Behavioural measures: Bullying in schools. Child
Psychology and Psychiatry, 12, 26-27.
Ahmed, E., & Braithwaite, J. (2005). Forgiveness, shaming, shame and bullying.
Australian And New Zealand Journal of Criminology, 38(3), 298-323.
Ahtola, A., Haataja, A., Kärnä, A., Poskiparta, E., & Salmivalli, C. (2012). For
children only? Effects of the KiVa antibullying program on teachers. Teaching
and Teacher Education, 28, 851-859.
Αθανασιάδου, Χ., & Ψάλτη, Α. (2011). Γνώσεις και απόψεις των εκπαιδευτικών
δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης για τον εκφοβισμό στο σχολείο. Hellenic Journal
of Psychology, 8, 66-95.
327
American Psychiatric Association. (2013). Diagnostic and statistical manual of
mental disorders (5th ed.). Washington, DC: Author.
Ανδρέου, Ε. (2006). Απόψεις και στάσεις των εκπαιδευτικών απέναντι στο πρόβλημα
του εκφοβισμού. Επιστημονική Επετηρίδα Παν/μίου Θεσσαλίας: Αλέξανδρος
Δελμούζος, 2, 73-88.
Andreou, E., & Metallidou, P. (2004). The relationship of academic and social
cognition to behaviour in bullying situations among Greek primary school
children. Educational Psychology, 24(1), 27–41.
Andreou, E., Didaskalou, E., & Vlachou, A. (2007). Evaluating the effectiveness of a
curriculum-based anti-bullying intervention program in Greek primary schools.
Educational Psychology, 27, 693 – 711.
328
Andreou, E., & Bonoti, F. (2010). Children’s Bullying Experiences Expressed
Through Drawings and Self-Reports. School Psychology International, 31(2),
164–177.
Arnett, J.J. (1995). Broad and Narrow Socialization: The Family in the Context of a
Cultural Theory. Journal of Marriage and Family, 57(3), 617-628.
Arsenault, L., Walsh, E., Trzesniewski, K., Newcombe, R., Caspi, A. and Moffitt, E.
(2006). Bullying victimization uniquely contributes to adjustment problems in
young children: A nationally representative cohort study, Pediatrics, 118, 130-
138.
Αρτινοπούλου Β. (2001) Βία στο σχολείο: Έρευνες και πολιτικές στην Ευρώπη.
Αθήνα: Μεταίχμιο.
Aseltine Jr, R. H., Gore, S., & Gordon, J. (2000). Life stress, anger and anxiety, and
delinquency: An empirical test of general strain theory. Journal of Health and
Social Behavior, 256-275.
Ασημόπουλος, Χ., Χατζηπέμος, Θ., Σουμάκη, Ε., Διαρεμέ, Σ., Γιαννακοπούλου, Δ.,
Τσιαντής, Ι. (2008). Το φαινόμενο του εκφοβισμού στο δημοτικό σχολείο.
Παιδί και έφηβος. Ψυχική Υγεία και Ψυχοπαθολογία, 10(1), 97-100.
Aslund, C., Starrin, B., Leppert, J., & Nilsson, K. W. (2009). Social status and
shaming experiences related to adolescent overt aggression at school. Aggressive
Behavior, 35(1), 1–13.
Bacchini, D., Affuso, G., & Trotta, T. (2008). Temperament, ADHD and peer
relations among schoolchildren: The mediating role of school bullying.
Aggressive Behavior, 34(5), 447–459.
Baker, J. (1998). Are we missing the forest for the trees? Considering the social
context of school violence. Journal of School Psychology, 36, 29 – 44.
329
Baldry, A. C., & Farrington, D. P. (1998). Parenting influences on bullying and
victimization. Legal and Criminological Psychology, 3, 237-254.
Baldry, A. C., & Farrington, D. (2005). Protective factors as moderators of risk fac-
tors in adolescence bullying. Social Psychology of Education, 8, 263-284.
Bandura, A. (1997). Self efficacy: The exercise of control. New York, NY: W. H.
Freeman & Company.
Barber, B. K. & Olsen, J. A. (2004). Assessing the transitions to middle and high
school. Journal of Adolescent Research, 19, 3–30.
Barboza, G. E., Schiamberg, L. B., Oehmke, J., Korzeniewski, S. J., Post, L. A., &
Heraux, C. G. (2009). Individual characteristics and the multiple contexts of
adolescent bullying: An ecological perspective. Journal of Youth and
Adolescence, 38(1), 101–121.
Barchia, K., & Bussey, K. (2011). Individual and collective social cognitive
influences on peer aggression: exploring the contribution of aggression efficacy,
moral disengagement, and collective efficacy. Aggressive Behavior, 37(2), 107-
120.
330
Barhight, L. R., Hubbard, J. A., & Hyde, C. T. (2013). Children’s Physiological and
Emotional Reactions to Witnessing Bullying Predict Bystander Intervention.
Child Development, 84(1), 375–390.
Bartlett, M. S. (1954). A note on the multiplying factors for various chi square
approximations. Journal of Royal Statistical Society, 16(Series B), 296-298.
Bates, J.E., Petit, G.S., Dodge, K.A. & Ridge, B. (1998). Interaction of temperamental
resistance to control and restrictive parenting in the development of externalizing
behavior. Developmental Psychology, 34, 982-995.
Bauman, S., & Del Rio, A. (2005). Knowledge and beliefs about bullying in schools:
Comparing pre-service teachers in the United States and the United Kingdom.
School Psychology International, 26, 428 – 442.
Baxendale, S., Cross, D., & Johnston, R. (2012). A review of the evidence on the
relationship between gender and adolescents’ involvement in violent behavior.
Aggression and Violent Behavior, 17, 297-310.
Bender, D.S., Dolan, R.T., Skodol, A.E., Sanislow, C.A., Dyck, I.R., McGlashan,
T.H., Shea, M.T., Zanarini, M.C., Oldham, J.M., Gunderson, J.G. (2001).
Treatment utilization by patients with personality disorders. American Journal of
Psychiatry,158 (2), 295–302.
Bentler, P.M. & Bonett, D.G. (1980). Significance tests and goodness of fit in the
analysis of covariance structures. Psychological Bulletin, 88, 588–606.
Beran, T. & Lupart, J. (2009). The relationship between school achievement and peer
harassment in Canadian adolescents: The importance of mediating factors.
School Psychology International, 30, 75-91.
331
Βεργίδης, Δ., Παναγιωτόπουλος, Γ. Μωυσίδου, Ε. (2014). Η βία στο σχολικό
περιβάλλον. Μια διαδρομή στα σχολεία της Περιφερειακής Διεύθυνσης
Εκπαίδευσης Δυτικής Ελλάδας. Πάτρα: εκδ. Πελοπόννησος.
Berdondini, L. & Smith, P.K. (1996). Cohesion and power in the families of children
involved in bully/victim problems at school: An Italian replication. Journal of
Family Therapy, 18, 99–102.
Berndt. T. J. (1982). The features and effects of friendship in early adolescence. Child
Development, 53, 1447-1460.
Besag, V.E. (1989). Bullies and Victims in Schools: A Guide to Understanding and
management. Milton Keynes: Open University Press
Black, S. A., & Jackson, E. (2007). Using bullying incident density to evaluate the
Olweus Bullying Prevention Programme. School Psychology International, 28,
623-638.
Boulton, M. J., Καρέλλου, Ι., Λανίτη, Ι., Μανούσου, Β., & Λεμονή, Ο. (2001).
Επιθετικότητα και θυματοποίηση ανάμεσα στους μαθητές των ελληνικών
Δημοτικών σχολείων. Ψυχολογία, 8(1), 12-29.
332
Bourdieu, P. & Passeron, J-C. (1977). Reproduction in Education, Society and
Culture. London: Sage Publications
Bowers, L., Smith, P. K., & Binney, V. (1992). Cohesion and power in the families of
children involved in bully/victim problems at school. Journal of Family Therapy,
14, 371–387.
Bowlby, J. (1973). Separation: Anxiety and anger: Attachment and loss (Vol. 2). New
York: Basic Books.
Bright, R. M. (2005). It’s just a grade 8 girl thing: aggression in teenage girls. Gender
and education, 17, 93-101.
Browne, M.W. & Cudeck, R. (1993). Alternative ways of assessing model fit. In
Bollen, K.A. & Long, J.S. [Eds.] Testing structural equation models. Newbury
Park, CA: Sage, 136–162.
Brubacher, M. R., Fondacaro, M. R., Brank, E. M., Brown, V. E., & Miller, S. a.
(2009). Procedural justice in resolving family disputes: Implications for
childhood bullying. Psychology, Public Policy, and Law, 15(3), 149–167.
Burke, E. & Herbert D. (1996). Zero tolerance policy: combating violence in schools.
NASSP Bulletin, 80(579), 49-54.
Butler, J. L., & Lynn Platt, R. A. (2008). Bullying: A Family and School System
Treatment Model. The American Journal of Family Therapy, 36, 18–29.
333
Byrne, B. M. (2000). Structural equation modeling with AMOS: Basic concepts,
applications, and programming. Mahwah, NJ: Lawrence Erlbaum Associates.
Caplan, M.Z., & Hay, D.F. (1989). Preschooler’s responses to peers’ distress and
beliefs about bystander intervention. Journal of Child Psychology and
Psychiatry, 30, 231–242.
Caravita, S. C. S., Di Blasio, P., & Salmivalli, C. (2009). Unique and interactive
effects of empathy and social status on involvement in bullying. Social
Development, 18(1), 140–163.
Carbone-Lopez, K., Esbensen, F. A., & Brick, B. (2010). Correlates and consequences
of peer victimization: Gender differences in direct and indirect forms of bullying.
Youth Violence and Juvenile Justice, 8(4), 332-350.
Casella, R. (2002). Where Policy Meets the Pavement: Stages of Public Involvement
in the Prevention of School Violence. International Journal of Qualitative
Studies in Education, 15(3), 349-372.
Chen, G., Gully, S. M., & Eden, D. (2001). Validation of a new general self-efficacy
scale. Organizational Research Methods, 4, 62–83.
Chen, G., Gully, S. M., & Eden, D. (2004). General self-efficacy and self-esteem:
toward theoretical and empirical distinction between correlated self-evaluations.
Journal of organizational Behavior, 25, 375-395.
334
Chen, G., Gully, S. M., Whiteman, J. A., & Kilcullen, B. N. (2000). Examination of
relationships among trait-like individual differences, state-like individual
differences, and learning performance. Journal of Applied Psychology, 85, 835–
847.
Ciucci, E., & Baroncelli, A. (2014). The emotional core of bullying: Further
evidences of the role of callous-unemotional traits and empathy. Personality and
Individual Differences, 67, 69–74.
Cohen, S. (1973). Property destruction: Motives and meanings. In: e. Ward. ed.,
Vandalism, pp. 23-53. New York: Van Nostrand Reinhold.
Coleman, P. T., Deutsch, M., & Marcus, E. (Eds.) (2014). The Handbook of Conflict
Resolution: Theory and Practice. 3rd Edition, San Francisco: Jossey-Bass.
Translated into Japanese (2003), Polish (2006).
Colvin, G., Ph, D., Tobin, T., Beard, K., Hagan, S., & Sprague, J. (1998). The school
bully: Assessing the problem, developing interventions, and future research
directions. Journal of Behavioral Education, 8(3), 293–319.
Cook, C. R., Williams, K. R., Guerra, N. G., Kim, T. E., & Sadek, S. (2010).
Predictors of bullying and victimization in childhood and adolescence: A meta-
analytic investigation. School Psychology Quarterly, 25(2), 65–83.
Corvo, K., & Williams K. (2000). Substance abuse, parenting styles, and aggression:
an exploratory study of weapon carrying students. Journal of Alcohol & Drug
Education, 46, 1-13.
335
Costa, P. T. Jr., & McRae, R. R. (1992). Revised NEO Personality Inventory (NEO-
PI-R) and NEO Five-Factor Inventory (NEO-FFI) professional manual. Odessa,
Florida: Psychological Assessment Resources, Inc.
Craig, W. M., Henderson, K., & Murphy, J. G. (2000). Prospective teachers’ attitudes
toward bullying and victimization. School Psychology International, 21, 5–21.
Craig, W.M., Pepler, D. J., & Blais, J. (2007). Responding to bullying: What works?
International Journal of School Psychology, 28, 15-24.
Craig, W., Harel-Fisch, Y., Fogel-Grinvald, H., Dostaler, S., Hetland, J., Simons-
Morton, B., Molcho, M., Gaspar de Mato, M., Overpeck, M., Due,P., Pickett,W.,
HBSC Violence & Injuries Prevention Focus Group & HBSC Bullying Writing
Group (2009). A cross-national profile of bullying and victimization among
adolescents in 40 countries. International Journal of Public Health, 54(2), 216-
224.
Crick, N. R., & Bigbee, M. A. (1998). Relational and overt forms of peer
victimization: A multiinformant approach. Journal of Consulting and Clinical
Psychology, 66, 337–347.
Crick, N. R., Nelson, D. A., Morales, J. R., Cullerton-Sen, C., Casas, J. F., &
Hickman, S. E. (2001). Relational victimization in childhood and adolescence: I
hurt you through the grapevine. In J. Juvonen, & S. Graham (Eds.), Peer
harassment in school: The plight of the vulnerable and victimized (pp. 196–214).
New York: Guilford.
Currie, C. Roberts, C., Morgan, A. et al. (eds) (2004). Young People's Health in
Context: international report from the HBSC 2001/02 survey, (Health Policy for
Children and Adolescents, No.4). WHO Regional Office for Europe,
Copenhagen.
Dake, J. A., Price, J. H., Telljohann, S. K., & Funk, J. B. (2003). Teacher perceptions
and practices regarding school bullying prevention. Journal of School Health, 73,
347–355.
Dautenhahn, Κ., Woods, S. N. & Kaouri, C. (2007). Bullying behaviour, empathy and
imitation: An attempted synthesis. In C. L. Nehaniv and K. Dautenhahn (Eds.),
Imitation and Social Learning in Robots, Humans and Animals: Behavioural,
Social and Communicative Dimensions (pp. 323-339). Cambridge, UK:
Cambridge University Press.
336
Δεληγιάννη-Κουΐμτζή, B. (2005). Ταυτότητες φύλου, εθνικές ταυτότητες και σχολική
βία-ερευνώντας τη βία και τη θυματοποίηση στο σχολικό χώρο. Ενδιάμεση
έκθεση του προγράμματος Πυθαγόρας, Περίοδος 1/3/2004-31-3-2005.
Demaray, M. K., Malecki, C. K., Secord, S. M., & Lyell, K. M. (2013). Agreement
among students’, teachers', and parents' perceptions of victimization by bullying.
Children and Youth Services Review, 35(12), 2091–2100.
Department for Education and Skills (2006). Bullying Around Racism, Religion and
Culture, DfES.
Dijkstra, J. K., Lindenberg, S., & Veenstra, R. (2008). Beyond the class norm:
Bullying behavior of popular adolescents and its relation to peer acceptance and
rejection. Journal of Abnormal Child Psychology, 36(8), 1289–1299.
Δημάκος, Ι. Κ., & Κωνσταντινίδης, Κ. (2004) Πρόληψη της βίας με τη βελτίωση των
σχέσεων γονέων, εκπαιδευτικών και μαθητών. Ερευνητική εργασία που κρίθηκε
και ανακοινώθηκε στο 5ο Συνέδριο “Μάθηση και Εκπαίδευση στην Κοινωνία
της Γνώσης”, Αθήνα, 26 – 28 Νοεμβρίου 2004.
Dodge, K. A., Pettit, G. S., McClaskey, C. L., & Brown, M. M. (1986). Social
competence in children. Monographs of the Society for Research in Child
Development, 51, 1-85.
Due, P., Holstein, B. E., Lynch, J., Diderichsen, F., Gabhain, S. N., Scheidt, P., &
Currie, C. (2005). Bullying and symptoms among school-aged children:
International comparative cross sectional study in 28 countries. European
Journal of Public Health, 15(2), 128–132.
337
Dukes, R. L., Stein, J. A., & Zane, J. I. (2010). Gender differences in the relative
impact of physical and relational bullying on adolescent injury and weapon
carrying. Journal of School Psychology, 48(6), 511–532.
Duncan, R. D. (2004). The impact of family relationships on school bullies and their
victims. In. D. L. Espelage & S.M. Swearer (Eds.) Bullying in American schools:
A social-ecological perspective on prevention and intervention, 227-244.
Mahwah, NJ: Erlbaum
Dwyer, K., Osher, D. and Warger, C. (1998). Early warning, timely response: A guide
to safe schools. Washington, DC: U.S. Department of Education.
Eccles J. S., Adler, T. F., Futterman, R., Goff, S. B., Kaczala, C. M., Meece, J. L., &
Midgley, C. (1983). Expectancies, values, and academic behaviors. In J. T.
Spence (Ed.), Achievement and achievement motivation (75–146). San Francisco,
CA: W. H. Freeman.
Eliot, M., Cornell, D., Gregory, A., & Fan, X. (2010). Supportive school climate and
student willingness to seek help for bullying and threats of violence. Journal of
School Psychology, 48(6), 533–553.
Eslea, M., Menesini, E., Morita, Y., O’Moore, M., Mora-Merchan, J. A., Pereira, B.,
& Smith, P. K. (2003). Friendship and loneliness among bullies and victims:
Data from seven countries. Aggressive Behavior, 30(1), 71–83.
Espelage, D. L., Bosworth, K., & Simon, T. S. (2001). Short-term stability and change
of bullying in middle school students: An examination of demographic,
psychosocial, and environmental correlates. Violence and Victims, 16(4), 411-
426.
Espelage, D. L., Low, S., Rao, M. A., Hong, J. S., & Little, T. D. (2014). Family
violence, bullying, fighting, and substance use among adolescents: A
longitudinal mediational model. Journal of Research on Adolescence, 24(2),
337–349.
338
Evans, R. & Thompson M. (2016). Parents Who Bully the School.
Independent School, 75(3), 92-98.
Everitt, B. S., (1975). Multivariate analysis: the need for data and other problems.
British Journal of Psychiatry, 126, 237-240.
Eysenck, H. (1964). Crime and Personality. London: Routledge and Kegan Paul.
Ferguson, C. J., San Miguel, C., Kilburn, J. C., & Sanchez, P. (2007). The
effectiveness of school-based anti-bullying programs: A meta-analytic review.
Criminal Justice Review, 32, 401-414.
Flouri, E., & Buchanan, A. (2002). Life Satisfaction in Teenage Boys: The
Moderating Role of Father Involvement and Bullying. Aggressive Behavior,
28(2), 126–133.
Floyd, F. J., & Widaman, K. F. (1995). Factor analysis in the development and
refinement of clinical assessment instruments. Psychological Assessment, 7,
286–299.
Fox, C. L., & Boulton, M. J. (2005). The social skills problems of victims of bullying:
self, peer and teacher perceptions. The British Journal of Educational
Psychology, 75(Pt 2), 313–328.
Frey, K. S., Hirschstein, M. K., Edström, L. V., & Snell, J. L. (2009). Observed
reductions in school bullying, nonbullying aggression, and destructive bystander
behavior: A longitudinal evaluation. Journal of Educational Psychology, 101,
466–481.
339
Fuller, A. (1998). From Surviving to Thriving: Promoting Mental Health in Young
People. Camberwell, Victoria: Australian Council of Education Research Press.
Gardner, D. G., & Pierce, J. L. (1998). Self-esteem and self-efficacy within the
organizational context. Group and Organization Management, 23, 48-70.
Georgiou, S. N., Fousiani, K., Michaelides, M., & Stavrinides, P. (2013). Cultural
value orientation and authoritarian parenting as parameters of bullying and
victimization at school. International Journal of Psychology, 48(1), 69–78.
Gini G, Albiero P, Benelli B, and Altoè G. (2007). Does empathy predict adolescents'
bullying and defending behaviour? Aggressive Behavior, 33(5), 467 – 476.
Gini, G., Albiero, P., Benelli, B., & Altoe, G. (2008). Determinants of adolescents’
active defending and passive bystanding behavior in bullying. Journal of
Adolescence, 31(1), 93–105.
Gini, G., Pozzoli, T., Borghi, F., & Franzoni, L. (2008). The role of bystanders in
students’ perception of bullying and sense of safety. Journal of School
Psychology, 46(6), 617–638.
340
Giovazolias, Th., Kourkoutas, E., Mitsopoulou, E. & Georgiadi, M. (2010). The
relationship between perceived school climate and the prevalence of bullying
behavior in Greek schools: implications for preventive inclusive strategies.
Procedia Social and Behavioral Sciences, 5, 2208-2215.
Glueck, S. S. & Glueck, E. T. (1940). Juvenile Delinquents Grown up. New York:
The Commonwealth Fund.
Gottfredson, M. R., & Hirschi, T. (1990). A general theory of crime. Stanford, CA:
Stanford University Press.
Grasmick, H. G., Tittle, C. R., Bursik, R. J., & Arneklev, B. J. (1993). Testing the
core empirical implications of Gottfredson and Hirschi’s general theory of
crime. Journal of research in crime and delinquency, 30(1), 5-29.
Griffin, R. S., & Gross, A. M. (2004). Childhood bullying: Current empirical findings
and future directions for research. Aggression and Violent Behavior, 9, 379-400.
Habashy Hussein, M. (2013). The social and emotional skills of bullies, victims, and
bully-victims of Egyptian primary school children. International Journal of
Psychology, 48(5), 910–21.
Hansen, T. B., Steenberg, L. M., Palic, S., & Elklit, A. (2012). A review of
psychological factors related to bullying victimization in schools. Aggression
and Violent Behavior, 17(4), 383–387.
341
Hantzi, A. (2001). Xenophobia: the role of status of target groups and the relation of
Greece and countries of origin. Paper presented at the 8th Annual Convention of
Psychological Research, Alexandroupoli, Greece, May.
Harris S. & Petrie, G. (2003). Bullying: the bullies, the victims, the bystanders.
Scarecrow Press, Lanham, MD
Hazler, R.J. (1996). Breaking the Cycle of Violence: Interventions for Bullying and
Victimization. Washington, DC: Accelerated Development.
Hoffman, M. (2000). Empathy and moral development: Implications for caring and
justice. Cambridge: Cambridge University Press.
Holt, M. K., Kaufman Kantor, G., & Finkelhor, D. (2008). Parent/child concordance
about bullying involvement and family characteristics related to bullying and
peer victimization. Journal of School Violence, 8(1), 42-63
Hong, J. S., & Espelage, D. L. (2012). A review of research on bullying and peer
victimization in school: An ecological system analysis. Aggression and Violent
Behavior, 17(4), 311–322.
Hoover, J. H., & Oliver, R. O. (1996). The bullying prevention handbook: A guide for
principals, teachers, and counselors. Bloomington, IN: National Educational
Service.
342
Houndoumaki A. & Pateraki L. (2001). Bullying and bullies in Greek Elementary
Schools: Pupils Attitudes and teachers’ /parents’ awareness. Educational Review,
53, 19-26.
Ηοundoumadi, A., Pateraki, L., & Doanidou, M. (2003). Tackling violence in schools:
A report from Greece. In P.K. Smith (Eds.), Violence in schools: The response in
Europe (169-183). London: Brunner-Routledge.
Humphrey, N., Kalambouka, A., Wigelsworth, M., & Lendrum, A. (2010). Going for
goals: An evaluation of a short, social-emotional intervention for primary school
children. School Psychology International, 31(3), 250-270.
Hyman, I. A., & Perone, D. C. (1998). The other side of school violence: Educator
policies and practices that might contribute to student misbehavior. Journal of
School Psychology, 36, 7-27.
IBM Corp. (2013). IBM SPSS Statistics for Windows, Version 22.0. Armonk, NY:
IBM Corp.
Idsoe, T., Solli, E., & Cosmovici, E. M. (2008). Social psychological processes in
family and school: More evidence on their relative etiological significance for
bullying behavior. Aggressive Behavior, 34(5), 460–474.
James, D., Lawlor, M., Flynn, A. Henry, B. & Murphy, N. (2008). Bullying
Behaviour in Secondary Schools: What Roles do Teachers Play? Journal of
Child Abuse, 17, 160-173.
Jöreskog, K. & Sörbom, D. (1993). LISREL 8: Structural Equation Modeling with the
SIMPLIS Command Language. Chicago, IL: Scientific Software International
Inc.
Junoven, J., Graham, S. & Schuster, M. A. (2003). Bullying Among Young Ado-
lescents: The Strong, the Weak and the Troubled. Pediatrics, 112, 1231–37.
343
Kaiser, H. F. & Rice, J. (1974) Little jiffy, mark iv. Educational and Psychological
Measurement, 34(1), 111–117.
Kaouri, C. & Dimakos, I. (2012). Psychosocial support and counselling for Roma
families in Western Greece. In Proc. 14th CiCe Network Conference on “Creating
Communities: Local, National and Global’, May 24-26, 2012, University of
York, York, England, UK.
Καούρη, Χ. & Δημάκος Ι. (2012). Θύτες και Παρατηρητές Βίαιων Συμπεριφορών στο
Σχολείο. 4ο Πανελλήνιο Συνέδριο Συμβουλευτικής Ψυχολογίας ‘Ο ρόλος της
Συμβουλευτικής Ψυχολογίας σε συνθήκες κρίσεις’, Νοέμβριος 1-4,
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη.
344
Καούρη, Χ. & Δημάκος Ι. (2015). Σκιαγραφώντας το προφίλ των μαθητών‐ θυμάτων
ενδοσχολικής βίας: Μια επιβεβαιωτική παραγοντική ανάλυση (SEM). 1ο
Πανελλήνιο Συνέδριο Σχολικής Ψυχολογίας ‘Η Σχολική Ψυχολογία Σήμερα:
Από τη Θεωρία και την Έρευνα στη Πράξη’, Νοέμβριος 19-22, Φιλοσοφική
Σχολή, Εθνικό και Καποδιστριακό Παν/μιο Αθηνών, Αθήνα.
Kärnä, A., Voeten, M., Little, T. D., Alanen, E., Poskiparta, E.,&Salmivalli,C. (2013).
Effectiveness of the KiVa antibullying program: Grades 1–3and 7–9. Journal of
Educational Psychology, 105,535–551.
Κατσής, Α., Σιδερίδης, Γ., & Εμβαλωτής, Α. (2010). Στατιστικές Μέθοδοι στις
Κοινωνικές Επιστήμες. Αθήνα: Τόπος.
Kaukiainen, A., Salmivalli, C., Lagerspetz, K., Tamminen, M., Vauras, M., Mäki, H.,
& Poskiparta, E. (2002). Learning difficulties, social intelligence, and self-
concept: Connections to bully-victim problems. Scandinavian Journal of
Psychology, 43, 269-278.
Kerbs, J. J., & Jolley, J. M. (2007). The Joy of Violence: What about Violence is Fun
in Middle-School? American Journal of Criminal Justice, 32(1-2), 12–29.
Klein, J., Cornell, D., & Konold, T. (2012). Relationships between bullying, school
climate, and student risk behaviors. School Psychology Quarterly, 27(3), 154–
169.
345
Κοτταρίδη, Γ. (2006). Παραβατική συμπεριφορά μαθητών και επαφή με τη βία
Περιοδική Ενημερωτική Έκδοση της Γενικής Γραμματείας Έρευνας &
Τεχνολογίας, 21, Οκτώβριος 2006
Kumpulainen, K., Räsänen, E., & Puura, K. (2001). Psychiatric disorders and the use
of mental health services among children involved in bullying. Aggressive
Behavior, 27, 102-110.
Leach, J.J. (1997). Teachers and pupil perceptions of bullying behavior in model C
primary schools in the Pietermaritzburg area. Pietermaritzburg: University of
Natal.
Lee, C.-H., & Song, J. (2012). Functions of Parental Involvement and Effects of
School Climate on Bullying Behaviors Among South Korean Middle School
Students. Journal of Interpersonal Violence, 27(12), 2437–2464.
Lereya, S. T., Samara, M., & Wolke, D. (2013). Parenting behavior and the risk of
becoming a victim and a bully/victim: A meta-analysis study. Child Abuse and
Neglect, 37(12), 1091–1108.
346
Lisi, A. W. (2004). The personalization of the school environment: The relationship
of students' access to support from an adult with student adjustment outcomes
and experiences of school climate. Dissertation Abstracts International Section
A: Humanities and Social Sciences, 64(8-A)
Loeber, R. & Hay, D. (1997). Key issues in the development of aggression and
violence from childhood to early adulthood. Annual Review of Psychology, 48,
371-410.
Lovegrove, P. J., Henry, K. L., & Slater, M. D. (2012). Examination of the Predictors
of Latent Class Typologies of Bullying Involvement Among Middle School
Students. Journal of School Violence, 11(1), 75–93.
Lund, I. (2014). Dropping out of school as a meaningful action for adolescents with
social, emotional and behavioural difficulties. Journal of Research in Special
Educational Needs, 14(2), 96–104.
Lund, R., Nielsen, K. K., Hansen, D. H., Kriegbaum, M., Molbo, D., Due, P., &
Christensen, U. (2009). Exposure to bullying at school and depression in
adulthood: A study of Danish men born in 1953. European Journal of Public
Health, 19(1), 111–116.
Ma, X., Stewin, L. L., & Mah, D. L. (2001). Bullying in school: nature, effects and
remedies. Research Papers in Education, 16(3), 247–270.
Machiavelli, N. (1952). The prince. (L. Ricci & E. R. P. Vincent, Trans.). New York:
New American Library. (Original work published 1515)
Maliki, A. E., Asagwara, C. G., & Ibu, J. E. (2009). Bullying Problems among School
Children. Journal of Human Ecology, 25(3), 209–213.
Μανιάτης (2010). Σχολική βία και ετερότητα στην Ελλάδα. Η αναγκαιότητα της
διαπολιτισμικής εκπαίδευσης. Μέντορας, 12,118-138.
347
Μανιάτης (2014). Επικοινωνία και αλληλεπίδραση στην πολυπολιτισμική τάξη . στην
εκπαιδευτική διαδικασία. Επιμορφωτικό Υλικό. Πρόγραμμα ¨Εκπαίδευση
Αλλοδαπών και Παλιννοστούντων Μαθητών¨.
Martin, P. A., Daley, D., Hutchings, J., Jones, K., Eames, C., & Whitaker, C. J.
(2010). The Teacher-Pupil Observation Tool (T-POT): Development and Testing
of a New Classroom Observation Measure. School Psychology International,
31(3), 229–249.
Mastoras, N. (2001). Φοβού τους φτωχούς ξένους [Beware of the poor foreigners].
Daily newspaper ΤΑ ΝΕΑ March 21.
Mayer, J. E. (2007). Creating a safe and welcoming school. Paris: United Nations
Educational, Scientific and Cultural Organization, International Academy of
Education, International Bureau of Education.
McCord, W., McCord, J., and Zola, I.K. (1959). Origins of Crime: A New Evaluation
of the Cambridge-Somerville Youth Study. New York, NY: Cambridge
University Press.
McGee, J., & DeBernardo, C. (1999). The classroom avenger: A behavioral profile of
school based shootings. The Forensic Examiner, 8, 16−18
McLaughlin, C., Arnold, R., & Boyd, E. (2005). Bystanders in schools: What do they
do and what do they think? Factors influencing the behaviour of English students
as bystanders. Pastoral Care in Education, 23(2), 17–22.
Merrell, K. W., Gueldner, B. A., Ross, S. W., Isava, D. M. (2008). How effective are
school bullying intervention programs? A meta-analysis of intervention research.
- ProQuest. School Psychology Quaterly, 23(1), 26–43.
348
Milat, J. (2005). Education - theory training. Zagreb: Schoolbook.
Mishna F., Pepler D., Wiener J. (2006). Factors associated with perceptions and
responces to bullying situations by children, parents, teachers and principals.
Victims and Offenders, 91(3), 255-288.
Moon, B., Morash, M., & McCluskey, J. D. (2010). General Strain Theory and School
Bullying: An Empirical Test in South Korea. Crime & Delinquency, 58(6), 827–
855.
Μπεζέ, Λ. (1998). Βία στο σχολείο και βία του σχολείου. Τρεις παρανοήσεις και
πολλά ερωτηματικά. Στο ανθολόγιο: Μπεζέ, Λ. (επιμέλεια). Βία στο σχολείο…
Βία του σχολείου…(σελ. 61-77). Εργαστήριο Ψυχολογίας του Παιδιού. Αθήνα:
Ελληνικά Γράμματα.
Μπογιατζόγλου, Ν., Βίλλη, Μ., & Γαλάνη, Α. (2012). Το φαινόμενο του σχολικού
εκφοβισμού και προγράμματα πρόληψής του. e-Περιοδικό Επιστήμης &
Τεχνολογίας, 7(2), 15-23.
Murray-Harvey, R., & Slee, P. T. (2010). School and home relationships and their
impact on school bullying. School Psychology International, 31(3), 271–295.
349
Μυλωνάκου-Κεκέ, Η. (2013). Κοινωνική Παιδαγωγική: Θεωρητικές, Επιστημολογικές
και Μεθοδολογικές Διαστάσεις. Αθήνα: Διάδραση.
Mynard, H., & Joseph, S. (1997). Bully/victim problems and their association with
Eysenck’s personality dimensions in 8 to 13 year-olds. British Journal of
Educational Psychology, 67, 51–54.
Nansel, T. R., Overpeck, M., Pilla, R. S., Ruan, J., Simons-Morton, B., & Scheidt, P.
(2001). Bullying behaviors among U.S. youth: Prevalence and association with
psychosocial adjustment. Journal of the American Medical Association, 285,
2094–2100.
Neser, J., Ovens, M., Van der Merwe, E. & Moradi, R. (2002). Bullying in schools: a
general overview. Acta criminological, 15(5), 123–135.
O’Connell, P., Pepler, D. J., & Craig, W. (1999). Peer involvement in bullying:
Insights and challenges for intervention. Journal of Adolescence, 22, 437–452.
O’Moore, M., Kirkham, C., & Smith, M. (1997). Bullying behaviour in Irish schools:
A nationwide study. Irish Journal of Psychology, 18, 141-169.
O’Moore, Μ. (2000). Critical Issues for Teacher Training to Counter Bullying and
Victimisation in Ireland. Aggressive Behavior, 26(1), 99-111.
350
Olweus, D. (1980). Familial and temperamental determinants of aggressive behavior
in adolescent boys: A causal analysis. Developmental Psychology, 16, 644–660.
Olweus, D. (1991). Bully/Victim problems among school children: basic facts and
effects of a school based intervention program. In D.J. Pepler & Rubin (Eds.),
The development and treatment of childhood aggression (411-448). Hillsdale,
NJ: Erlbaum.
Olweus, D. (1993). Bullying at school – What we know & what we can do. New York:
Blackwell Press.
Olweus, D. (1994). Bullying at school: Long-term outcomes for the victims and an
effective school-based intervention program. In L.R. Huesmann (Ed.),
Aggressive Behavior: Current Perspectives (97-130). New York : Plenum.
Olweus, D. (2001). Olweus’ core program against bullying and antisocial behavior:
A teacher handbook. Bergen, Norway: Author.
Olweus, D. (2005). A useful evaluation design, and effects of the Olweus Bullying
Prevention Program. Psychology, Crime & Law. Special Issue: Working with
Aggression and Violence: Assessment, Prevention and Treatment, 11(4), 389–
402.
Omer, H. (2000). Γονική Παρουσία και ροπή στην επιθετικότητα: Ένα μοντέλο καλού
συνταιριάσματος (goodness-of-fit) για την εξέλιξη και στην πρόληψη της παιδικής
επιθετικότητας στην οικογένεια. Ανακτήθηκε από ιστοσελίδα:
http://docplayer.gr/357976-Perilipsi-haim-omer-ph-d-department-of-psychology-
tel-aviv-university.html
351
Oyserman, D., Coon, H. M., & Kemmelmeier, M. (2002). Rethinking individualism
and collectivism: Evaluation of theoretical assumptions and meta-analysis.
Psychological Bulletin, 128, 3–72.
Özbay, Ö., & Özcan, Y.Z. (2006). A test of Hirschi’s social bonding theory in the
high schools of Ankara, Turkey. International Journal of Offender Therapy and
Comparative Criminology, 50(6), 711-726
Πανούσης Γ. (2008). (Ενδο)σχολική βία: χωρίς όρια και χωρίς ορίζοντα; Συγκριτκή
και Διεθνής Εκπαιδευτική Επιθεώρηση, 10, 35-46.
Παπάζογλου, Ε. (2014). Εθνική στρατηγική για την αντιμετώπιση της σχολικής βίας.
Ανακτήθηκε 18 Σεπτεμβρίου 2014 από http://pdeamth.gr/paratiritiriovias
Pateraki, L., & Houndoumadi, A. (2001). Bullying among primary school children in
Athens, Greece. Educational Psychology, 21, 167 – 175.
Patterson, G.R. (1982). A social learning approach: III. Coercive family process.
Eugene, OR: Castalia.
Patterson, G.R., Dishion, T.J., & Bank, L. (1984). Family interaction: A process
model of deviancy training. Aggressive Behavior, 10, 253-267.
Patterson, G. R., Reid, J.B., & Dishion, T.J. (1992). Anti-social boys. Eugene, OR:
Castalia.
Περιστιάνης Ν., Παπαδόπουλος Α., Φελλάς Κ., Κουτσούλης Μ., Κόκκινου Κ.,
Ταβέλλη Χ., Παύλου Σ., Κοντού Χ., Σωτηρίου Ε., Ιακωβίδου Γ. (2007). Οι
352
Μονογονεϊκές Οικογένειες στην Κύπρο. Ιntercollege, Mediterranean Institute of
Gender Studies, Σύνδεσμος Κοινωνιολόγων Κύπρου, Παγκύπριος Σύνδεσμος
Μονογονεϊκών Οικογενειών & Φίλων.
Pollastri, A.R., Cardemil, E.V. & O'Donnell, E.H. (2010). Self-esteem in pure bullies
and bully/victims: a longitudinal analysis. Journal of Interpersonal Violence,
25(8),1489-1502
Postigo, S., González, R., Mateu, C., & Montoya, I. (2012). Predicting bullying:
{Maladjustment}, social skills and popularity. Educational Psychology, 32(5),
627–639.
Pöyhönen, V., Juvonen, J., & Salmivalli, C. (2012). Standing up for the victim, siding
with the bully or standing by? Bystander responses in bullying situations. Social
Development, 21,722–741
Pratt, T. C., & Cullen, F. T. (2000). The empirical status of Gottfredson and Hirschi’s
general theory of crime: A meta‐analysis. Criminology, 38(3), 931-964.
Prinstein, M. J., Cheah, C. S. L., & Guyer, A. E. (2005). Peer victimization, cue
interpretation, and internalizing symptoms: Preliminary concurrent and
longitudinal findings for children and adolescents. Journal of Clinical Child and
Adolescent Psychology, 34, 11-24.
Randall, P. (1997). Adult bullying: Perpetrators and victims. London, UK: Routledge.
353
Ράπτη, Μ. (1995). Αξιολόγηση και ψυχολογική βία στο σχολείο. Σύγχρονη
Εκπαίδευση, 82-83, 131–136.
Reid, P., Monsen, J., & Rivers, I. (2004). Psychology’s Contribution to Understanding
and Managing Bullying within Schools. Educational Psychology in Practice,
20(3), 241–258.
Rigby, K. (1996). Bullying in schools and what to do about it. Melbourne: Australian
Council for Educational Research.
Rigby, K. (2011). What can schools do about cases of bullying? Pastoral Care in
Education, 29, 273–285
Rigby, K., Slee, P.T. and Cunningham, R. (1999). Effects of parenting on the peer
relations of Australian adolescents.Journal of Social Psychology, 139, 387-88.
Rigby, K., & Barnes, A. (2002). To tell or not to tell: The victimized student’s
dilemma. Youth Studies Australia, 21, 33–36.
354
Rogers, C. R. (1961). On Becoming a person: A psychotherapists view of
psychotherapy. Houghton Mifflin.
Rogers, C. R., Stevens, B., Gendlin, E. T., Shlien, J. M., & Van Dusen, W.
(1967). Person to person: The problem of being human: A new trend in
psychology. Lafayette, CA: Real People Press.
Rolider, A., Lapidot, N. & Levy, R. (2001). The Bullying Phenomenon In Israeli
School Settings. Research report (160 p.). Submitted to the Ministry of
Education in Israel.
Ryan, W., & Smith, D. J. (2009). Antibullying programs in schools: How effective are
evaluation practices? Prevention Science, 10, 248-259.
Salmivalli, C. (2010). Bullying and the peer group: A review. Aggression and Violent
Behavior, 15(2), 112–120.
Salmivalli, C., Lagerspetz, K., Björkqvist, K., Österman, K., & Kaukiainen, A.
(1996). Bullying as a group process: Participant Roles and their relations to
social status within the group. Aggressive Behavior, 22, 1-15.
Salmivalli, C., Karhunen, J., & Lagerspetz, K. M. J. (1996). How do the victims
respond to bullying? Aggressive Behavior, 22(2), 99–109.
Salmivalli, C., Huttunen, A., & Lagerspetz, M. J. (1997). Peer networks and bullying
in schools. Scandinavian Journal of Psychology, 38, 305-312
Salmivalli, C., Kaukiainen, A., Kaistaniemi, L., and Lagerspetz, K. M. J. (1999). Self-
evaluated self-esteem, peer-evaluated self-esteem, and defensive egotism as
predictors of adolescents' participation in bullying situations. Personality and
Social Psychology Bulletin, 25, 1268-1278.
Salmivalli, C., & Nieminen, E. (2002). Proactive and reactive aggression in bullies,
victims, and bully–victims. Aggressive Behavior, 28, 30–44.
355
Salmivalli, C., Kärnä, A., & Poskiparta, E. (2010b). From peer putdowns to peer
support: A theoretical model and how it translated into a national anti-bullying
program. In S. R. Jimerson, S. M. Swearer, & D. L. Espelage (Eds.), Handbook
of bullying in schools: An international perspective (pp. 441– 454). New York:
Routledge.
Samara, M., & Smith, P. K. (2008). How schools tackle bullying, and the use of
whole school policies: changes over the last decade. Educational Psychology,
28(6), 663–676.
Sapouna, M. (2010). Collective efficacy in the school context: does it help explain
victimization and bullying among Greek primary and secondary school students?
Journal of Interpersonal Violence, 25(10), 1912–1927.
Schäfer, M., Korn, S., Smith, P. K., Hunter, S. C., Mora-Merchán, J. A., Singer, M.
M. and Van der Meulen, K. (2004). Lonely in the crowd: Recollections of
bullying. British Journal of Developmental Psychology, 22, 379–394.
Schäfer, M., Korn, S., Brodbeck, F.C., Wolke, D. & Schulz, H. (2005). Bullying roles
in changing contexts: The stability of victim and bully roles from primary to
secondary school. International Journal of Behavioral Development, 29(4), 323–
335.
Scott, S., Knapp, M. Henderson, J. et al. (2001). Financial cost of social exclusion:
follow up study of antisocial children into adulthood. BMJ, 323, 1–5.
Scott, T. M., Nelson, C. M., Liaupsin, C. J., Jolivette, K., Christie, C. A., & Riney, M.
(2002). Addressing the needs of at-risk and adjudicated youth through positive
behavior support: Effective prevention practices. Education & Treatment of
Children, 25, 532-551.
Shakoor, S., Jaffee, S. R., Bowes, L., Ouellet-Morin, I., Andreou, P., Happé, F.,
Moffitt, T. E. (2012). A prospective longitudinal study of children’s theory of
mind and adolescent involvement in bullying. Journal of Child Psychology and
Psychiatry, 53(3), 254–61.
356
Sherif, M. (1988). The Robbers cave experiment. Intergroup conflict and cooperation.
Middletown, Connecticut: Westleyan University Press
Sherman, L.W. (1993). Defiance, deterrence, and irrelevance: a theory of the criminal
sanction. Journal of research in Crime and Delinquency, 30 (4), 445-473.
Simmons, R. (2002). Odd girl out: The hidden culture of aggression in girls. New
York: Harcourt.
Skues, J. L., Cunningham, E. G., & Pokharel, T. (2005). The Influence of Bullying
Behaviours on Sense of School Connectedness, Motivation and Self-Esteem.
Australian Journal of Guidance and Counselling, 15(1), 17–26.
Smith P. & Sharp S., (1994). School Bullying, Insights and Perspectives. Routledge,
London and New York.
Smith, P. K., & Shu, S. (1998). Cross-national study of bullying: Final Comparative
report for England. Tokyo, Japan: Final Report to the Japanese Ministry of
Education.
Smith, P. K., Morita, J., Junger-Tas, D., Olweus, D., Catalano, R., & Slee, P. T. (Eds.)
(1999). The nature of school bullying: A cross-national perspective.
London:Routledge.
Smith, P. K., & Ananiadou, K. (2003). The nature of school bullying and the
effectiveness of school-based interventions. Journal of Applied Psychoanalytic
Studies, 5, 189-209.
Smith, J. D., Schneider, B., Smith, P. K., & Ananiadou, K. (2004). The effectiveness
of whole-school anti-bullying programs: A synthesis of evaluation research.
School Psychology Review, 33, 548-561.
Smith, P.K., Talamelli, L., Cowie, H., Naylor, P., & Chauhan, P. (2004). Profiles of
Non-Victims, Escaped Victims, Continuing Victims and New Victims of School
Bullying. British Journal of Educational Psychology, 74, 565–581.
Smith, P.K., Nika, V. & Papasideri, M. (2004), Bullying and violence in schools: An
international perspective and findings in Greece, Psychology, 11(2), 184-203.
357
Smith, P. K., Smith, C., Osborn, R., & Samara, M. (2008). A content analysis of
school anti-bullying policies: progress and limitations. Educational Psychology
in Practice, 24(1), 1–12.
Sourander, A., Jensen, P., Rönning, J. A., Elonheimo, H., Niemelä, S., Helenius, H.,
et al. (2007). Childhood bullies and victims and their risk of criminality in late
adolescence: The Finnish “From a Boy to a Man” study. Archives of Pediatrics
and Adolescent Medicine, 161, 546-552.
Soutter, A., & McKenzie, A. (2000). The use and effects of anti-bullying and anti-
harassment policies in Australian schools. School Psychology International,
21(1), 96-105.
Stapinski, L. A., Bowes, L., Wolke, D., Pearson, R. M., Mahedy, L., Button, K. S.,
Mahedy, L., Button, K.S., Lewis, G. & Araya, R. (2014). Peer victimization
during adolescence and risk for anxiety disorders in adulthood: A prospective
cohort study. Depression and Anxiety, 31(7), 574–582.
Stavrinides, P., Georgiou S. & Theofanous V. (2010). Bullying and empathy: a short
term longitudinal investigation. Educational Psychology, 30(7), 793–802
Stephenson, P., & Smith, D. (1989). Bullying in the junior school. In D. A. Tattum
(Ed.), Bullying in schools (pp. 45–57). Stoke-on-Trent: Trentham Books.
Stevens, V., De Bourdeaudhuij, I., & Van Oost, P. (2002). Relationship of the family
environment to children’s involvement in bully/victim problems at school.
Journal of Youth and Adolescence, 31(6), 419–428.
358
Sutton, J. (2003). ToM goes to school: Social cognition and social values in bullying.
In B. Repacholi, & V. Slaughter (Eds.), Individual differences in theory of mind
(pp. 99–120). New York and Hove, East Sussex: Psychology Press.
Sutton, J., Smith, P. K., & Swettenham, J. (1999). Bullying and “theory of mind”: A
critique of the “social skills deficit” view of anti-social behaviour. Social
Development, 8(1), 117-134.
Swearer, S., Song, S., Cary , P.T., Eagle, J.W., & Mickelson, W.T. (2001).
Psychosocial correlates in bullying and victimization: The relationship between
depression, anxiety, and bully/victim status. In R.A. Geffner and M. Loring
(Eds.) Bullying Behaviour: Current issues, research, and interventions.
Binghamton, NY: Haworth Maltreatment and Trauma Press/The Haworth Press
Swearer, S. M., Espelage, D. L., Vaillancourt, T., & Hymel, S. (2010). What can be
done about school bullying?: Linking research to educational practice.
Educational Researcher, 39(1), 38–47.
Σώκου, Κ. (2002). Το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Σχολείων Προαγωγής της Υγείας. Παιδί και
Έφηβος, 3.
Tanaka, J. S. (1987). "How big is big enough?": Sample size and goodness of fit in
structural equation models with latent variables. Child Development, 58, 134-
146.
Tani, F., Greenman, P. S., Schneider, B. H., & Fregoso, M. (2003). Bullying and the
Big Five: A Study of Childhood Personality and Participant Roles in Bullying
Incidents. School Psychology International, 24(2), 131–146.
359
Terr, L. (1991). Childhood trauma: An outline and overview. American Journal of
Psychiatry, 148, 10-20.
Thornberg, R. (2015). Distressed bullies, social positioning and odd victims: Young
people’s explanations of bullying. Children and Society, 29(1), 15–25.
Thornberg, R., & Jungert, T. (2013). Bystander behavior in bullying situations: Basic
moral sensitivity, moral disengagement and defender self-efficacy. Journal of
Adolescence, 36(3), 475–483.
Τριλίβα, Σ., Αναγνωστοπούλου, Τ., Μαρβάκης, Θ., & Παύλου, Μ. (2012). Σχέδιο
δράσης για την πρόληψη ή/και την καταπολέμηση του ρατσισμού και των
διακρίσεων κάθε είδους, την ανάδειξη της σημασίας της διαφορετικότητας και την
καταπολέμηση της βίας στα σχολεία: Πρότυπος Συμβουλευτικός Οδηγός για τους
Εκπαιδευτικούς. I-RED
Τσιάντης, Ι., (2008). Ενδοσχολική Βία. 11ο Πρόγραμμα Προαγωγής Ψυχικής Υγείας,
Αθήνα.
Τσιάντης, Ι. (2010). Δραστηριότητες στην τάξη για την πρόληψη του εκφοβισμού και
της βίας μεταξύ μαθητών – Εγχειρίδιο εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Αθήνα: Εταιρεία Ψυχοκοινωνικής Υγείας του Παιδιού και του Εφήβου
(Ε.Ψ.Υ.Π.Ε.)
360
Τσιάντης, Ι. & Ασηµόπουλος, Χ. (2010). Ενδοσχολική βία και εκφοβισµός στο
∆ηµοτικό Σχολείο: Το διακρατικό Πρόγραµµα «∆ΑΦΝΗ» της ΕΨΥΠΕ. Στο Άλ.
Γιωτοπούλου- Μαραγκοπούλου (δ/νση έκδοσης), Οµαδική βία και επιθετικότητα
στα σχολεία (σ. 111- 128). Αθήνα: Νοµική Βιβλιοθήκη.
Τσιώτρα, Σ., & Κυρίτση, Ι. (2010). Πρόγραμμα πρόληψης για την αντιμετώπιση της
ομαδικής βίας στα σχολεία από το ΚΕΘΕΑ. Στο: Α. Γιωτοπούλου –
Μαραγκοπούλου (Επιμ.), Ομαδική βία και επιθετικότητα στα σχολεία (σελ. 191-
194). Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.
Ttofi, M. M., & Farrington, D. P. (2008). Bullying: Short-term and long-term effects,
and the importance of Defiance Theory in explanation and prevention. Victims
and Offenders, 3, 289–312.
Ttofi, M.M. and Farrington, D.P. (2010). School bullying: risk factors, theories and
interventions. In Brookman, F., Maguire, M., Pierpoint, H. and Bennett, T.H.
(Eds), Handbook of Crime. Cullomption, Devon:Willan.
Turkel, A. R. (2007). Sugar and spice and puppy dogs’ tails: the psychodynamics of
bullying. The Journal of the American Academy of Psychoanalysis and Dynamic
Psychiatry, 35(2), 243–58.
Unnever, J. D., & Cornell, D. G. (2004). Middle school victims of bullying: Who
reports being bullied? Aggressive Behavior, 30(5), 373–388.
Van der Wal, M.F., De Wit, C.A.M., & Hirasing, R.A. (2003). Psychosocial health
among young victims and offenders of direct and indirect bullying. Pediatrics,
111, 1312–1317
Van Niekerk, A.S.L. (1993). The school bully. Education and Culture, 16, 35–36.
Veenstra, R., Lindenberg, S., Oldehinkel, A. J., Winter, A. F., Verhulst, F. C., &
Ormel, J. (2005). Bullying and victimization in elementary schools: A
comparison of bullies, bully/victims, and uninvolved preadolescents.
Developmental Psychology, 41, 672–682.
Velicer, W. F., & Jackson, D. N. (1990). Component analysis versus common factor
analysis: Some issues in selecting an appropriate procedure. Multivariate
Behavioral Research, 25, 1-28.
Verlinden, S., Hersen, M., & Thomas, J. (2000). Risk factors in school shootings.
Clinical Psychology Review, 29, 3−56.
361
Volk, A. A., Camilleri, J. A., Dane, A. V., & Marini, Z. A. (2012). Is adolescent
bullying an evolutionary adaptation? Aggressive Behavior, 38, 222-238.
Weare K. & Gray G., (2000). Προαγωγή της ψυχικής και συναισθηματικής υγείας στο
σχολείο. Ελληνικά Γράμματα. Αθήνα.
Wei, H. S., Williams, J. H., Chen, J. K., & Chang, H. Y. (2010). The effects of
individual characteristics, teacher practice, and school organizational factors on
students’ bullying: A multilevel analysis of public middle schools in Taiwan.
Children and Youth Services Review, 32(1), 137–143.
Whitney, I. & Smith, P. K. (1993). A survey of the nature and extent of bullying in
primary and secondary schools. Educational Research, 35, 34-39.
Williams, F., & Cornell, D. (2006). Student willingness to seek help for threats of
violence. Journal of School Violence, 5, 35– 49.
362
Wolfgang, M. & Ferracuti, F. (1967). The Subculture of Violence: Towards an
Integrated Theory in Criminology. London: Tavistock.
Wolke, D., Woods, S., Bloomfield, L. & Karstadt, L. (2000) The association between
direct and relational bullying and behaviour problems among primary school
children. Journal of Child Psychology and Psychiatry, 41, 989–1002.
Wolke, D., Woods, S., Stanford, K., & Schulz, H. (2001). Bullying and victimization
of primary school children in England and Germany: Prevalence and school
factors. The British Journal of Psychology, 92, 673–696.
Woods, S., & Wolke, D. (2004). Direct and relational bullying among primary school
children and academic achievement. Journal of School Psychology, 42, 135 –
155.
Woods, S., & White, E. (2005). The association between bullying behaviour, arousal
levels and behaviour problems. Journal of Adolescence, 28(3), 381–395.
Χαντζή Χ., Χουντουμάδη Α. & Πατεράκη Λ., (2000). Άσκηση βίας από μαθητές
προς μαθητές στο χώρο του δημοτικού σχολείου. Παιδί και Εφηβος 2(1), 97-
111.
363
Χατζηχρήστου, Χ. (2011γ) (Επιστ. Eπιµ.). Κοινωνική και συναισθηµατική αγωγή στο
σχολείο: Πρόγραµµα για την προαγωγή της ψυχικής υγείας και της µάθησης στη
σχολική κοινότητα. Εκπαιδευτικό υλικό ΙΙΙ: ∆ευτεροβάθµια εκπαίδευση. Αθήνα:
Τυπωθήτω
Ybrandt, H., & Armelius, K. (2010). Peer aggression and mental health problems:
Self-esteem as a mediator. School Psychology International, 31, 146–163.
Yeager, D., Trzesniewski, K., & Dweck, C. (2013). An implicit theories of personality
intervention reduces adolescent aggression in response to victimization and
exclusion. Child Development, 84(3), 970-988.
364
Zimmer-Gembeck, M. J., Pronk, R. E., Goodwin, B., Mastro, S., & Crick, N. R.
(2013). Connected and isolated victims of relational aggression: associations
with peer group status and differences between girls and boys. Sex Roles, 68,
363-377.
365
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α΄:
366
367
368
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β΄:
ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ
ΚΑΙ ΦΟΡΜΑ ΣΥΓΚΑΤΑΘΕΣΗΣ ΓΟΝΕΩΝ
369
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ UNIVERSITY OF PATRAS
ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ SCHOOL OF HUMANITIES AND
ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ SOCIAL SCIENCES
Αγαπητοί γονείς,
Με την επιστολή αυτή ζητάμε τη σύμφωνη γνώμη σας για τη συμμετοχή του
παιδιού σας σε μια έρευνα σχετικά με τον σχολικό εκφοβισμό και ειδικότερα την
πρόληψη του φαινομένου. Η σχολική επιθετικότητα, είναι ένα πρόβλημα
πολύπλοκο, και για την αντιμετώπισή του απαιτούνται σύνθετες μορφές
στρατηγικής παρέμβασης. Για το λόγο αυτό θα χορηγηθούν ανώνυμα
ερωτηματολόγια που αναζητούν την κρίση των μαθητών για τη κατάσταση που
βιώνουν τα παιδιά στα σχολεία σήμερα.
Με εκτίμηση,
-----------------------------------------------------------------------------------------------------
Συμφωνώ για τη συμμετοχή του παιδιού μου…………….
μαθητή/τριας της ...... τάξης του ............. Γυμνασίου στην εν λόγω
έρευνα
Υπογραφή
370
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ΄:
371
ΟΔΗΓΙΕΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ
ΣΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ
Δεν υπάρχει σωστή ή λάθος γνώμη ή απάντηση. Από σένα και μόνο
εξαρτάται τι θα απαντήσεις.
372
ENOTHTA Α΄
373
ΚΛΙΜΑΚΑ 1. ΑΥΤΟΑΝΤΙΛΗΨΗ ΤΟΥ ΜΑΘΗΤΗ ΩΣ ΘΥΤΗ (BULLY)
Πόσο συχνά έκανες το ίδιο ή αντέδρασες κατά τον ίδιο τρόπο όπως και στις
παρακάτω προτάσεις κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους (κατά τους τελευταίους 12
μήνες);
374
Συνέχεια…
375
Συνέχεια…
376
ΚΛΙΜΑΚΑ 2. ΑΥΤΟΑΝΤΙΛΗΨΗ ΤΟΥ ΜΑΘΗΤΗ ΩΣ ΘΥΜΑ
377
ΚΛΙΜΑΚΑ 3. ΑΥΤΟΑΝΤΙΛΗΨΗ ΤΟΥ ΜΑΘΗΤΗ ΩΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗ
378
ENOTHTA Β΄
379
ΚΛΙΜΑΚΑ 4. ΟΞΥΘΥΜΙΑ ΚΑΙ ΕΥΕΡΕΘΙΣΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΜΑΘΗΤΗ
(NERVOUSNESS – ANXIETY)
Μερικές Πολύ
Ποτέ Σπάνια Συχνά
φορές συχνά
4. Αισθάνομαι ενοχλημένος.
380
ΚΛΙΜΑΚΑ 5. ΑΥΤΟΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΜΑΘΗΤΗ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΒΙΑΙΕΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΕΣ
(SELF-EFFICACY TOWARDS VIOLENCE)
Μερικές Πολύ
Ποτέ Σπάνια Συχνά
φορές συχνά
1. Βρίζω …
4. Οι άλλοι με φοβούνται.
381
ΚΛΙΜΑΚΑ 7. ΔΕΞΙΟΤΗΤΕΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΩΝ
(CONFLICT RESOLUTION STRATEGIES)
382
ΚΛΙΜΑΚΑ 8. ΑΠΟΔΟΧΗ / ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΒΙΑΙΩΝ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΩΝ
383
ΚΛΙΜΑΚΑ 12. ΑΠΟΔΟΧΗ ΚOΙΝΩΝΙΚΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ
ΣΥΜΠEΡΙΦΟΡΑΣ
(CONFORMITY – SOCIAL NORMS)
Όταν περνώ τον καιρό μου μαζί με άλλους, Λίγο Αρκετά Πολύ
Καθόλου Σημαντι
σημαντι σημαντι σημαντι
για μένα είναι … σημαντικό κό
κό κό κό
6. να υποστηρίζω το δίκαιο
384
ΚΛΙΜΑΚΑ 13. ΦΙΛΟ-ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΔΕΞΙΟΤΗΤΕΣ
(PRO-SOCIAL SKILLS)
Μερικές Πολύ
Ποτέ Σπάνια Συχνά
φορές συχνά
385
Μερικές Πολύ
Ποτέ Σπάνια Συχνά
φορές συχνά
386
ENOTHTA Γ΄
387
ΚΛΙΜΑΚΑ 6. ΕΝΔΟ-ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΕΣ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ
Μερικές Πολύ
Ποτέ Σπάνια Συχνά
φορές συχνά
3. Λόγω καπνίσματος;
4. Λόγω αλκοόλ;
388
ΚΛΙΜΑΚΑ 10. ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ
Πόσο συχνά κάνεις τα παρακάτω χωρίς την παρότρυνση των γονιών σου;
Μερικές Πολύ
Ποτέ Σπάνια Συχνά
φορές συχνά
389
ΚΛΙΜΑΚΑ 15. ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ
Σχετ Πολύ
Οι γονείς μου Πολύ Σχετικ
ικά συχνά
σπάνια Σπάνια ά Συχνά
σπά /
/ ποτέ συχνά
νια πάντα
390
ΚΛΙΜΑΚΑ 17. ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ ΓΟΝΕΩΝ
391
ENOTHTA Δ΄
392
ΚΛΙΜΑΚΑ 9. ΣΧΟΛΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ
Πες μας πόσο συχνά βίωσες τις ακόλουθες εμπειρίες (τους τελευταίους 12 μήνες).
393
Συνέχεια..
Μερικές Πολύ
Ποτέ Σπάνια Συχνά
φορές συχνά
394
ΚΛΙΜΑΚΑ 11. ΑΠΟΔΟΣΗ ΜΑΘΗΤΗ ΣΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ
Ικανοποιη Πολύ
Φτωχή Επαρκής Καλή
τική καλή
395
ΚΛΙΜΑΚΑ 14. ΦΟΒΟΣ ΤΗΣ ΤΙΜΩΡΙΑΣ
Φοβάμαι τα ακόλουθα
Πάρα
Καθόλου Λίγο Αρκετά Πολύ
πολύ
1. Ποινολόγιο
2. Περισσότερη δουλειά
396
ΚΛΙΜΑΚΑ 16. ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ
9. … συμμετέχουν σε σχολικές
δραστηριότητες
397
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Δ΄:
398
ΟΔΗΓΙΕΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ
ΣΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ
Δεν υπάρχει σωστή ή λάθος γνώμη ή απάντηση. Από σένα και μόνο
εξαρτάται τι θα απαντήσεις. Τα ερωτηματολόγια είναι ανώνυμα. Κανείς δεν
μπορεί να ανακαλύψει τι απάντησες. Η γνώμη σου είναι σημαντική για μας,
γι’ αυτό σε παρακαλούμε να απαντήσεις στις ερωτήσεις προσεκτικά. Σε
περίπτωση που δεν γνωρίζεις τι πρέπει να κάνεις, μη διστάσεις να ζητήσεις τη
βοήθειά μας.
399
ENOTHTA Α΄
400
ΚΛΙΜΑΚΑ 1. ΑΥΤΟΑΝΤΙΛΗΨΗ ΤΟΥ ΜΑΘΗΤΗ ΩΣ ΘΥΤΗ (BULLY)
Πόσο συχνά έκανες το ίδιο ή αντέδρασες κατά τον ίδιο τρόπο όπως και στις
παρακάτω προτάσεις κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους (κατά τους τελευταίους 12
μήνες);
401
Συνέχεια…
402
ΚΛΙΜΑΚΑ 2. ΑΥΤΟΑΝΤΙΛΗΨΗ ΤΟΥ ΜΑΘΗΤΗ ΩΣ ΘΥΜΑ
403
ΚΛΙΜΑΚΑ 3. ΑΥΤΟΑΝΤΙΛΗΨΗ ΤΟΥ ΜΑΘΗΤΗ ΩΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗ
404
ENOTHTA Β΄
405
ΚΛΙΜΑΚΑ 4. ΟΞΥΘΥΜΙΑ ΚΑΙ ΕΥΕΡΕΘΙΣΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΜΑΘΗΤΗ
(NERVOUSNESS – ANXIETY)
Μερικές Πολύ
Πώς κρίνεις τον εαυτό σου; Ποτέ Σπάνια Συχνά
φορές συχνά
4. Αισθάνομαι ενοχλημένος.
406
ΚΛΙΜΑΚΑ 5. ΓΕΝΙΚΗ ΑΥΤΟΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
(GENERAL SELF-EFFICACY)
Ούτε
Πόσο ισχύουν τα παρακάτω για τον εαυτό Διαφωνώ συμφωνώ Συμφωνώ
Διαφωνώ Συμφωνώ
σου; απόλυτα ούτε απόλυτα
διαφωνώ
1. Mπορώ να πετύχω τους περισσότερους
από τους στόχους που έχω βάλει για τον
εαυτό μου.
2. Όταν αντιμετωπίζω δύσκολες εργασίες,
είμαι σίγουρος/η ότι θα τα καταφέρω να τις
ολοκληρώσω.
3. Γενικά πιστεύω ότι μπορώ να έχω
αποτελέσματα που είναι σημαντικά για μένα
(π.χ. να είμαι καλός μαθητής).
4. Μπορώ να πετύχω σε κάθε προσπάθεια
που έχω βάλει στο μυαλό μου.
5. Θα είμαι ικανός/ή να ξεπεράσω επιτυχώς
πολλές δοκιμασίες (δύσκολες καταστάσεις).
6. Είμαι σίγουρος ότι μπορώ να
πραγματοποιήσω αποτελεσματικά πολλές
διαφορετικές εργασίες.
7. Σε σύγκριση με άλλα άτομα, μπορώ να
κάνω τις περισσότερες εργασίες πολύ καλά.
8. Ακόμα και όταν τα πράγματα είναι
δύσκολα, μπορώ να τα καταφέρω.
407
ΚΛΙΜΑΚΑ 6. ΑΥΤΟΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΜΑΘΗΤΗ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΒΙΑΙΕΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΕΣ
(SELF-EFFICACY TOWARDS VIOLENCE)
Μερικές Πολύ
Ποτέ Σπάνια Συχνά
φορές συχνά
1. Βρίζω …
4. Οι άλλοι με φοβούνται.
408
ΚΛΙΜΑΚΑ 8. ΔΕΞΙΟΤΗΤΕΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΩΝ
(CONFLICT RESOLUTION STRATEGIES)
409
ΚΛΙΜΑΚΑ 9. ΑΠΟΔΟΧΗ / ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΒΙΑΙΩΝ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΩΝ
410
ΚΛΙΜΑΚΑ 12. ΑΠΟΔΟΧΗ ΚOΙΝΩΝΙΚΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ
ΣΥΜΠEΡΙΦΟΡΑΣ
(CONFORMITY – SOCIAL NORMS)
Όταν περνάς τον χρόνο σου μαζί με άλλους, Λίγο Αρκετά Πολύ
Καθόλου Σημαντι
σημαντι σημαντι σημαντι
πόσο σημαντικό είναι για σένα να … σημαντικό κό
κό κό κό
6. να υποστηρίζεις το δίκαιο
411
ΚΛΙΜΑΚΑ 13. ΦΙΛΟ-ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΔΕΞΙΟΤΗΤΕΣ
(PRO-SOCIAL SKILLS)
Μερικές Πολύ
Ποτέ Σπάνια Συχνά
φορές συχνά
412
ΚΛΙΜΑΚΑ 16. ΑΥΤΟΕΚΤΙΜΗΣΗ
(SELF-ESTEEM)
Σημείωσε με Χ την απάντησή σου
ΝΑΙ ΟΧΙ
Πόσο ισχύουν τα παρακάτω για τον εαυτό σου;
413
ENOTHTA Γ΄
414
ΚΛΙΜΑΚΑ 7. ΕΝΔΟ-ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΕΣ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ
Μερικές Πολύ
Ποτέ Σπάνια Συχνά
φορές συχνά
415
ΚΛΙΜΑΚΑ 11. ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ
Πόσο συχνά κάνεις τα παρακάτω χωρίς την παρότρυνση των γονιών σου;
416
ΚΛΙΜΑΚΑ 15. ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ ΓΟΝΕΩΝ
417
ENOTHTA Δ΄
418
ΚΛΙΜΑΚΑ 10. ΣΧΟΛΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ
Πες μας πόσο συχνά βίωσες τις ακόλουθες εμπειρίες (τους τελευταίους 12 μήνες).
419
Συνέχεια..
Μερικές Πολύ
Ποτέ Σπάνια Συχνά
φορές συχνά
420
ΚΛΙΜΑΚΑ 14. ΦΟΒΟΣ ΤΗΣ ΤΙΜΩΡΙΑΣ
1. Ποινολόγιο
4. Ωριαία αποβολή
5. Ημερήσια αποβολή
6. Πενταήμερη αποβολή
421