Professional Documents
Culture Documents
Β
Β
Εισαγωγικές παρατηρήσεις:
• τους κινδύνους που απορρέουν από τους μετασχηματισμούς στους οποίους προβαίνουν οι τράπεζες,
όπου εντάσσονται ο πιστωτικός κίνδυνος, ο κίνδυνος ρευστότητας, και ο κίνδυνος εισοδήματος
επιτοκίου,
ΠΡΩΤΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ:
Α) Πιστωτικός κίνδυνος
(α) Ως πιστωτικός κίνδυνος ορίζεται, κατ’ αρχήν, η πιθανότητα επέλευσης ζημιών σε μια τράπεζα που
απορρέουν είτε από την αδυναμία ενός δανειολήπτη να προβεί σε εκπλήρωση των υποχρεώσεων που
απορρέουν από τη δανειακή του σύμβαση είτε από τη μείωση της πιστοληπτικής του ικανότητας (αν
είναι επιχείρηση) σε τέτοιο βαθμό, ώστε να τίθεται σε αμφισβήτηση η αποπληρωμή των δανειακών
του υποχρεώσεων.
Η έκθεση των τραπεζών στον πιστωτικό κίνδυνο απορρέει από τη βασική τους λειτουργία, η οποία
συνίσταται στο μετασχηματισμό που αφορά την κατανομή του κινδύνου χρηματοδότησης σύμφωνα
με τα προαναφερθέντα. Για κάθε άνοιγμα, οι τράπεζες υπολογίζουν, στο πλαίσιο της διαχείρισης του
εν λόγω κινδύνου, συγκεκριμένες παραμέτρους του, όπως:
• την πιθανότητα αδυναμίας εκπλήρωσης υποχρέωσης του δανειολήπτη (“probability ofdefault” -
“PD”),
• τη ζημιά σε περίπτωση αδυναμίας εκπλήρωσης υποχρέωσης του δανειολήπτη (“loss given default” -
“LGD”), η οποία αφορά στον υπολογισμό της μέσης ζημιάς ανά απαίτηση που αναμένει ότι θα
υποστεί η τράπεζα (συνάρτηση και των ληφθεισών εξασφαλίσεων), αν αυτός δεν είναι σε θέση να
εκπληρώσει τις ανειλημμένες υποχρεώσεις του (η έννοια περιλαμβάνει στο εύρος της τις ζημιές
κεφαλαίου, διαφυγόντων κερδών(υπό τη μορφή τόκων) και λειτουργικών εξόδων),
• την εναπομένουσα διάρκεια μέχρι τη λήξη της δανειακής σύμβασης (“maturity” –“ M”)
(β) Η έκθεση των τραπεζών στον πιστωτικό κίνδυνο δεν προκύπτει μόνον από τα δάνεια και τις
πιστώσεις που χορηγούν, αλλά από το σύνολο των απαιτήσεών τους είτε αυτές είναι εντός
ισολογισμού, είτε αφορούν στοιχεία εκτός ισολογισμού (π.χ. εγγυητικές επιστολές ή θέσεις σε εξω-
χρηματιστηριακά παράγωγα μέσα).
Στο πλαίσιο αυτό, ιδιαίτερη σημασία έχει ο πιστωτικός κίνδυνος στον οποίο εκτίθενται από την
κατοχή ανοικτών θέσεων σε διαπραγματεύσιμους χρεωστικούς τίτλους, μετοχές και παράγωγα
χρηματοπιστωτικά μέσα επί αυτών, οι οποίες διακρατούνται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών.
(γ) Ειδική διάσταση του πιστωτικού κινδύνου συνιστά ο κίνδυνος χώρας, ο οποίος αφορά την
πιθανότητα η επέλευση αρνητικών και συνήθως απρόβλεπτων οικονομικών, πολιτικών ή κοινωνικών
συνθηκών σε ένα κράτος να μην επιτρέψει στους οφειλέτες να εξοφλήσουν τις ληξιπρόθεσμες
οφειλές τους, εκφρασμένες σε ένα αλλοδαπό νόμισμα, σύμφωνα με τους προβλεπόμενους
συμβατικούς όρους.
Η σημαντικότερη και συχνότερη μορφή εμφάνισης αυτού του κινδύνου είναι ο έμμεσος κίνδυνος
χώρας ή κίνδυνος μεταφοράς (“transfer risk”), ο οποίος συνίσταται στην πιθανότητα μείωσης της
ικανότητας ή επιθυμίας ενός οφειλέτη να εξασφαλίσει συνάλλαγμα για να εξοφλήσει το χρέος του
που είναι εκφρασμένο σε ξένο νόμισμα.
Β) Κίνδυνος ρευστότητας:
Ρευστότητα είναι η ικανότητα χρηματοδότησης της αύξησης των στοιχείων του ενεργητικού και της
κάλυψης των υποχρεώσεων όταν αυτές λήγουν.
Ο κίνδυνος ρευστότητας αφορά την πιθανότητα να εξαντληθεί η θέση ρευστότητας της τράπεζας μετά
από μια απρόβλεπτη αύξηση των αναγκών ρευστότητάς της. Ο κίνδυνος αυτός είναι απόρροια του
μετασχηματισμού ληκτοτήτων. Ο κίνδυνος ρευστότητας έχει δύο εκφάνσεις:
(α) H πρώτη είναι ο κίνδυνος ρευστότητας παθητικού (“funding (or liability) liquidity risk”), ο
οποίος συνίσταται στο ενδεχόμενο επέλευσης ζημιών λόγω της αδυναμίας μιας τράπεζας εξεύρεσης
δανειακών κεφαλαίων χωρίς εξασφαλίσεις, σε ένα αποδεκτό κόστος για την αναχρηματοδότησή της.
Παραδείγματα αυτής της έκφανσηςείναι:
• μια εκτεταμένη και ταχεία απόσυρση καταθέσεων,
• μια κρίση στη διατραπεζική αγορά, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η άντληση κεφαλαίων από
αυτήν,
και
• η αδυναμία έκδοσης χρεωστικών τίτλων στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου.
(β) Η δεύτερη έκφανση είναι ο κίνδυνος ρευστότητας ενεργητικού (“asset or market liquidity risk”),
δηλαδή ο κίνδυνος επέλευσης ζημιών από την έλλειψη ικανότητας ρευστοποίησης στοιχείων του
ενεργητικού σε τιμές που δεν αποκλίνουν υπερβολικά από την αξία τους, ώστε να καλυφθούν
ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις. Η μείωση της αξίας των στοιχείων ενεργητικού λόγω των περικοπών
των τιμών τους (“haircuts”), ή, στην πιο ακραία περίπτωση, η πλήρης αδυναμία ρευστοποίησής τους,
η οποία παρατηρήθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης στις διεθνείς αγορές είναι ορισμένα
χαρακτηριστικά παραδείγματα.
Δ) Κίνδυνος θέσης:
Ως κίνδυνος θέσης ορίζεται η πιθανότητα της επέλευσης ζημιών από την κατοχή ανοικτών θέσεων σε
χρεωστικούς τίτλους, μετοχές και παράγωγα μέσα επί αυτών των αξιών (ή επί συναλλάγματος) λόγω
της μεταβολής διαφόρων αγοραίων παραμέτρων, στην έκταση που οι θέσεις αυτές λαμβάνονται με
σκοπό την επαναπώληση των στοιχείων ή την κερδοσκοπία. Από συστηματική άποψη, το
περιεχόμενο του κινδύνου που απορρέει από θέσεις σε πρωτογενή μέσα είναι σκόπιμο να
παρουσιαστεί χωριστά από εκείνο του κινδύνου από θέσεις σε παράγωγα μέσα
(Ι) Κίνδυνος θέσης από ανοικτές θέσεις σεχρεωστικούς τίτλους και μετοχές:
Σύμφωνα με την κρατούσα προσέγγιση των «συστατικών στοιχείων» (“building-blocks approach”), ο
κίνδυνος θέσης που απορρέει από την κατοχή ανοικτών θέσεων σε διαπραγματεύσιμους χρεωστικούς
τίτλους και μετοχές αναλύεται σε δύο συνιστώσες: τον ειδικό και τον γενικό.
(α) Ειδικός κίνδυνος: ως ειδικός κίνδυνος θέσης ορίζεται η πιθανότητα της επέλευσης ζημιών λόγω
μιας αρνητικής μεταβολής της τιμής ενός χρεογράφου κυρίως εξ αιτίας παραγόντων που σχετίζονται
με τον εκδότη του (ή στην περίπτωση των παραγώγων χρηματοπιστωτικών μέσων μιας αρνητικής
μεταβολής της αγοραίας αξίας του για λόγους που οφείλονται στον εκδότη του υποκείμενου τίτλου).
Στην έννοια αυτής της συνιστώσας του κινδύνου θέσης εμπίπτουν:
• ο «μη συστηματικός κίνδυνος» του χρεογράφου, όπως αυτός ορίζεται στη χρηματοοικονομική
θεωρία, δηλαδή ως διαφορά ανάμεσα στην απόδοση ενός χρεογράφου σε σχέση με την απόδοση
της αγοράς,
• ο κίνδυνος μιας αρνητικής μεταβολής της τιμής του χρεογράφου εξ αιτίας ενός εξαιρετικού
περιστατικού (“event risk”), περιλαμβανομένης και της πτώχευσης του εκδότη (“default risk”),
• ο κίνδυνος από την αδυναμία ρευστοποίησης μιας ανοικτής θέσης στην αγορά, και
• ο κίνδυνος εκτέλεσης (“execution risk”) σε συναλλαγές αρμπιτράζ.
(β) Γενικός κίνδυνος: ως γενικός κίνδυνος θέσης ορίζεται «ο κίνδυνος (της επέλευσης) ζημιών που
προκαλείται εξ αιτίας αρνητικών μεταβολών στο επίπεδο των τιμών». Η συνιστώσα αυτή του
κινδύνου θέσης αφορά την πιθανότητα επέλευσης ζημιών από ανοικτές θέσεις σε
διαπραγματεύσιμους χρεωστικούς τίτλους και μετοχές λόγω μιας απρόοπτης μεταβολής της
παρούσας αξίας τους, η οποία οφείλεται:
• είτε σε (δυσμενή) μεταβολή στο επίπεδο των ονομαστικών επιτοκίων (στην περίπτωση των
χρεωστικών τίτλων),
• είτε σε μια έντονη διακύμανση των τιμών στις αγορές όπου λαμβάνει χώρα η διαπραγμάτευση
μετοχών που δεν οφείλεται σε ειδικά χαρακτηριστικά των εκδοτών τους.
Ε) Συναλλαγματικός κίνδυνος:
Ο εν λόγω κίνδυνος συνίσταται στο ενδεχόμενο επέλευσης ζημιών από ανοικτές θέσεις σε βασικά
εμπορεύματα που κατέχει μια τράπεζα στο χαρτοφυλάκιό της, λόγω της μεταβολής της τιμής των εν
λόγω μέσων.
ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ:
Ο πανικός αποτελεί μια μορφή αστοχίας της τραπεζικής αγοράς (“market failure”), στο βαθμό
που κατά την εξέλιξή του ακόμη και οι φερέγγυες τράπεζες ενδέχεται να αντιμετωπίσουν έντονη
εξάντληση της ρευστότητας, η οποία με τη σειρά της μπορεί να τις οδηγήσει σε αφερεγγυότητα.
Υπάρχουν αρκετά υποδείγματα τα οποία ερμηνεύουν τους τραπεζικούς πανικούς. Σύμφωνα με
όλα, οι πανικοί προκαλούνται από ελλιπή πληροφόρηση των καταθετών σχετικά με την
ποιότητα του χαρτοφυλακίου, των στοιχείων ενεργητικού και τη βιωσιμότητα των
τραπεζών. Το γεγονός αυτό καθιστά τους καταθέτες αδύναμους να διακρίνουν μεταξύ
«φερέγγυων» και «αφερέγγυων» τραπεζών, και κάτω από ορισμένες συνθήκες, τους ωθεί να
αποσύρουν μαζικά τις αποταμιεύσεις τους από το τραπεζικό σύστημα. Ανάλογα με το οικονομικό
γεγονός το οποίο θεωρείται ότι ωθεί τους καταθέτες να απαιτήσουν άμεση μετατροπή των
καταθέσεών τους σε ρευστό χρήμα, τα υποδείγματα των τραπεζικών πανικών μπορούν να
κατηγοριοποιηθούν σε δύο θεωρίες:
• «μη θεμελιώδη»,
• «θεμελιώδη» θεωρία.
Η μη θεμελιώδης θεωρία
Η «μη θεμελιώδης» θεωρία πρεσβεύει ότι οι τραπεζικοί πανικοί προκαλούνται από τυχαίες
αναλήψεις κεφαλαίων μεγάλης κλίμακας από το τραπεζικό σύστημα. Σύμφωνα με «την υπόθεση
της ηλιακής κηλίδας» ή «της τυχαίας ανάληψης» (“sunspot theory”), οι πανικοί μπορεί να
προκληθούν εξαιτίας «οποιουδήποτε συμβάντος το οποίο μπορεί να οδηγήσει τους καταθέτες να
προβούν σε αθρόα ανάληψη καταθέσεων, όπως μια αρνητική έκθεση, μια αρνητική κυβερνητική
πρόβλεψη ή ακόμη και μια ηλιακή κηλίδα».
Η θεμελιώδης θεωρία
Αντίθετα, σύμφωνα με τη «θεμελιώδη θεωρία», οι τραπεζικοί πανικοί προκαλούνται από κάθε
οικονομικό περιστατικό, το οποίο μπορεί να ωθήσει τους καταθέτες να αλλάξουν τις εκτιμήσεις
τους σχετικά με την επικινδυνότητα του χαρτοφυλακίου της τράπεζας στην οποία έχουν
εμπιστευτεί τις αποταμιεύσεις τους. Ο Gorton (1988) εκθέτει τρεις διαφορετικές εκδοχές της
θεμελιώδους θεωρίας:
• την υπόθεση της ύφεσης (“recession theory:),
• την εποχιακή υπόθεση (“seasonal theory”),
• την υπόθεση της «πτώχευσης» (“failure theory”).
Όπως έχει ήδη αναφερθεί στην προηγούμενη υπο-ενότητα της παρούσας μελέτης, η
αναγκαιότητα της ρυθμιστικής παρέμβασης στο τραπεζικό σύστημα αποσκοπεί στη διασφάλιση
της σταθερότητάς του και την ανακοπή κρίσεων που απορρέουν από τον κίνδυνο της
ταυτόχρονης ή αλυσιδωτής ανάκλησης της άδειας λειτουργίας περισσοτέρων τραπεζών. Η
διασφάλιση της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος, με την αποτροπή της επέλευσης των
προαναφερθεισών αρνητικών αλυσιδωτών αντιδράσεων μεταξύ τραπεζών, καθιστά αναγκαία
την υιοθέτηση διαφόρων προληπτικών μέτρων, καθώς και παρεμβατικών και
προστατευτικών πολιτικών.
Το σύνολο αυτών των μέσων υλοποίησης του αιτήματος για διασφάλιση της σταθερότητας του
τραπεζικού συστήματος συνθέτει το καλούμενο «προστατευτικό δίχτυ» του τραπεζικού
συστήματος (“bank safety net”), στο οποίο κάθε ένα έχει ειδικό ρόλο στην ανακοπή της
εξέλιξης κρίσεων, σύμφωνα με όσα θα αναφερθούν διεξοδικότερα κατωτέρω.
Εκτός από τα κατωτέρω αναφερόμενα, στο προστατευτικό δίχτυ εντάσσεται και η εξουδετέρωση
από τις νομισματικές αρχές κάθε τάσης από το αποταμιευτικό κοινό για εξαιρετική ζήτηση
μετατροπής των καταθέσεων σε μετρητά κατά τη διάρκεια περιόδων κρίσης. Το εν λόγω μέτρο
είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την άσκηση της νομισματικής πολιτικής και αποτελεί έκφανση της
στενής σχέσης που υφίσταται μεταξύ της λειτουργίας του τραπεζικού και του νομισματικού
συστήματος.
• προϋποθέσεις αναφορικά τόσο με τα μέλη της διοίκησης όσο και με τους μετόχους,
• σύμπτωση καταστατικής έδρας και κεντρικής διοίκησης στον ίδιο γεωγραφικό τόπο.
ΜΕΣΑ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗΣ:
Η υλοποίηση του αιτήματος για μικρο-προληπτική ρυθμιστική παρέμβαση στη λειτουργία των
τραπεζών επιδιώκεται με την καθιέρωση (κυρίως):
• κανόνων κεφαλαιακής επάρκειας για κάλυψη των τραπεζών έναντι της έκθεσής τους στους
κινδύνους που αναλαμβάνουν με τη δραστηριότητά τους, με την καθιέρωση συντελεστών
κεφαλαιακής επάρκειας (“capital adequacy ratios”),
• κανόνων αναφορικά με το σχηματισμό προβλέψεων έναντι αναμενόμενων κινδύνων,
• κανόνων διαφοροποιήσεως του χαρτοφυλακίου (κανόνων δηλαδή για τα καλούμενα «μεγάλα
χρηματοδοτικά ανοίγματα»),
• συντελεστή μόχλευσης (“leverage ratio”),
• συντελεστών ρευστότητας (“liquidity ratios”),
• κανόνων αναφορικά με την οργάνωση και τις λειτουργίες των μονάδων διαχείρισης κινδύνων
των τραπεζών, και
• κανόνων μέσω των οποίων επιβάλλονται περιορισμοί αναφορικά με τις ειδικές συμμετοχές των
τραπεζών σε άλλες επιχειρήσεις, κυρίως εκτός του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
- Μακροπροληπτικές πολιτικές:
(α) Η πρώτη είναι η «χρονική διάσταση» (“time-dimension”), δηλαδή η εξέλιξη του συστημικού
κινδύνου σε βάθος χρόνου. Στο πλαίσιο αυτό, με τις μακρο-προληπτικές πολιτικές επιδιώκεται η
ενίσχυση της ανθεκτικότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε περιόδους οικονομικής
ύφεσης με περιορισμό της «προκυκλικότητας» (“procyclicality”), η οποία μπορεί να οδηγήσει σε
μεγέθυνση του συστημικού κινδύνου λόγω αλληλεπιδράσεων που αναπτύσσονται:
• είτε εντός του χρηματοπιστωτικού συστήματος,
• είτε μεταξύ του χρηματοπιστωτικού συστήματος και του πραγματικού τομέα της οικονομίας.
Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, σκοπός είναι “to lean against the financial cycle”.
Συγκεκριμένα, στη διάρκεια της ανοδικής φάσης του οικονομικού κύκλου υπάρχει, κατά κανόνα,
μεγάλη πιστωτική επέκταση (με την αύξηση της χορήγησης δανείων και πιστώσεων), σημαντική
αύξηση της τιμής των ακινήτων, των χρεογράφων και άλλων περιουσιακών στοιχείων, σημαντική
μόχλευση των τραπεζών
και των αγορών χρήματος και κεφαλαίου, καθώς και ετεροχρονισμός των ληκτοτήτων (“maturity
mismatches”) μεταξύ στοιχείων ενεργητικού και παθητικού του ισολογισμού των τραπεζών. Αν
το χρηματοπιστωτικό σύστημα δεν είναι κατάλληλα θωρακισμένο, τότε στη νκαθοδική φάση του
οικονομικού κύκλου μπορεί να ανακύψουν προβλήματα στους φορείς παροχής
χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, τα οποία μπορεί να οξυνθούν λόγω της ανάγκης απομόχλευσής
τους (“deleveraging”). Η κατάσταση αυτή οδηγεί, συνήθως, σε περιορισμό της δυνατότητας
χορήγησης δανείων και πιστώσεων, με αρνητικές επιπτώσεις στον πραγματικό τομέα της
οικονομίας. Η εμπειρία έχει αποδείξει ότι οι αστοχίες που οφείλονται στην πιστωτική επέκταση
γεννώνται κατά τη διάρκεια της ανοδικής φάσης του οικονομικού κύκλου, αλλά γίνονται
εμφανείς κατά τη διάρκεια της καθοδικής του πορείας, ιδίως δε σε περιόδους ύφεσης.
Μέσα υλοποίησης
Για την ικανοποίηση του αιτήματος που συνίσταται στην αντιμετώπιση των δύο διαστάσεων του
συστημικού κινδύνου υιοθετείται ένα μίγμα πολιτικών. Ειδικότερα:
(α) Κατ’ αρχήν, είναι αναγκαία η καθιέρωση θεσμών και διαδικασιών για τη διασφάλιση της
μακρο-προληπτικής επίβλεψης των χρηματοπιστωτικών συστημάτων και των υποδομών τους
(“macro-prudential financial oversight”),ώστε να είναι δυνατός ο εντοπισμός, η μέτρηση και η
αξιολόγηση του συστημικού κινδύνου.
(β) Επιπλέον, κρίνεται απαραίτητη η υιοθέτηση μέτρων μακρο-προληπτικής ρυθμιστικής
παρέμβασης στο χρηματοπιστωτικό σύστημα (“macro-prudential financial regulation”), τα οποία:
• έχουν ως αποδέκτες τις τράπεζες ή/και άλλες κατηγορίες φορέων παροχής χρηματοπιστωτικών
υπηρεσιών, και τις αγορές χρήματος και κεφαλαίου, και
• διαφοροποιούνται ανάλογα με τη διάσταση του συστημικού κινδύνου τον οποίο καλούνται να
αντιμετωπίσουν(βλέπε σχετικά αμέσως κατωτέρω, υπό (ΙΙ) και (ΙΙΙ), αντίστοιχα).
(γ) Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι η επίβλεψη των συστημάτων πληρωμών και διακανονισμού
έχει καθιερωθεί πλέον ως απαραίτητο μέσο για την αντιμετώπιση της διατομεακής διάστασης του
συστημικού κινδύνου.
(γ) Στην ίδια κατηγορία εντάσσονται, επίσης, και άλλα προληπτικά μέτρα τα οποία:
• είτε επηρεάζουν την τιμολόγηση των υπηρεσιών που παρέχονται από τις τράπεζες (“price-based
prudential tools”), όπως η καθιέρωση, κατά τη διάρκεια της ανοδικής φάσης του οικονομικού
κύκλου, αυστηρότερων συντελεστών στάθμισης, κατά τον υπολογισμό του συντελεστή
κεφαλαιακής επάρκειας, σε συγκεκριμένα ανοίγματά τους (π.χ. δάνεια σε ξένα νομίσματα,
στεγαστικά δάνεια, ή δάνεια για την αγορά κινητών αξιών και θέσεων σε παράγωγα μέσα),
• είτε επηρεάζουν την ποσότητα των παρεχομένων υπηρεσιών (“quantity-based prudential tools”),
όπως η διαχρονική διαφοροποίηση (“time-variation”), ανάλογα με τη φάση του οικονομικού
κύκλου, των συντελεστών ύψος δανείου προς αξία του ακινήτου (“loan-to-value”) στα
στεγαστικά δάνεια, και ύψος χρέους προς εισόδημα του δανειολήπτη (“debt-to-income”) στα
στεγαστικά και τα καταναλωτικά δάνεια.
(δ) Τέλος, η αντιμετώπιση της χρονικής διάστασης του συστημικού κινδύνου, και ειδικότερα ο
περιορισμός της προκυκλικότητας που προκαλείται λόγω μόχλευσης στις αγορές χρήματος και
κεφαλαίου, κρίνεται ότι μπορεί να επιτευχθεί με την ενδυνάμωση, κατά τη διάρκεια της
ανοδικής φάσης του οικονομικού κύκλου, των κανόνων μέσωτων οποίων επιβάλλονται
απαιτήσεις περιθωρίων ασφάλισης (“margins”) και η περικοπή της ονομαστικής αξίας
(“haircutting”) κινητών αξιών και παραγώγων χρηματοπιστωτικών μέσων.
Στα μέσα υλοποίησης του αιτήματος για αντιμετώπιση της διατομεακής διάστασης του
συστημικού κινδύνου εντάσσονται τα ακόλουθα μέτρα μακρο-προληπτικής ρυθμιστικής
παρέμβασης:
(α) Κατ’ αρχήν επιδιώκεται η κατάλληλη διαμόρφωση συγκεκριμένων μέτρων μικρο-
προληπτικής ρυθμιστικής παρέμβασης στη λειτουργία των τραπεζών (όπως, π.χ., ορισμένοι από
τους κανόνες που καθιερώνονται, στο πλαίσιο των κανόνων κεφαλαιακής επάρκειας, για την
κάλυψη των τραπεζών έναντι της έκθεσής τους στον πιστωτικό κίνδυνο από συγκεκριμένα
στοιχεία του χαρτοφυλακίου τους), ώστε να καθίσταται δυνατή η αντιμετώπιση και της
διατομεακής διάστασης του συστημικού κινδύνου.
(β) Στην ίδια κατηγορία εντάσσονται, επίσης, τα μέτρα για την ενδυνάμωση των υποδομών σε
σχέση με τα εξω-χρηματιστηριακά παράγωγα μέσα, κυρίως δε η επιβολή της υποχρέωσης για
εκκαθάριση των συναφών συναλλαγών μέσω κεντρικών αντισυμβαλλομένων και η υποχρέωση
καταγραφής όλων των συναλλαγών αυτών.
(γ) Τέλος, η αντιμετώπιση της διατομεακής διάστασης του συστημικού κίνδυνου κρίνεται
πρόσφατα ότι μπορεί να επιτευχθεί και με την καθιέρωση περιορισμών στο εύρος των υπηρεσιών
που επιτρέπεται να παρέχονται από συστημικά σημαντικούς φορείς παροχής χρηματοπιστωτικών
υπηρεσιών (ειδικά δε τράπεζες).
(α) Βασικό μέσο υλοποίησης αυτού του στόχου είναι η υιοθέτηση μηχανισμών υπαγωγής των
προβληματικών τραπεζών σε καθεστώς εξυγίανσης. Το φάσμα των μέτρων εξυγίανσης που
λαμβάνονται στο πλαίσιο της παρεμβατικής πολιτικής των αρμοδίων αρχών ποικίλλει ακόμα και
μεταξύ κρατών τα οποία βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης. Ενδεικτικά
αναφέρονται:
• η αντικατάσταση της τραπεζικής διοίκησης και ο διορισμός επιτρόπου,
• η υποχρέωση απορρόφησης αφερέγγυας τράπεζας από μια υγιή, και
• η υποχρέωση αύξησης των ιδίων κεφαλαίων της.
(β) Ειδική αναφορά πρέπει να γίνει και στην καθιέρωση κανόνων αναφορικά με τη «διευθέτηση»
(“resolution”) των «συστημικά σημαντικών» τραπεζών (και άλλων κατηγοριών φορέων παροχής
χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών) που εκτίθενται σε αφερεγγυότητα, βάσει των οποίων να
καθίσταται δυνατή η (εν μέρει ή εν όλω) αναστολή της λειτουργίας τους, χωρίς:
• ούτε να τίθεται σε διακινδύνευση η σταθερότητα του τραπεζικού (και εν γένει του
χρηματοπιστωτικού) συστήματος,
• ούτε να είναι αναγκαία η κρατική παρέμβαση για τη διάσωσή τους, με την επίκληση του
επιχειρήματος ότι είναι συστημικά σημαντικές.
Στην έσχατη περίπτωση της αδυναμίας διάσωσης μιας αφερέγγυας τράπεζας ενεργοποιούνται οι
ειδικές διαδικασίες τραπεζικής εκκαθάρισης, οι οποίες έπονται της ανάκλησης της άδειας
λειτουργίας της. Στόχος αυτής της παρέμβασης, από την άποψη της διασφάλισης της
σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος, δεν είναι η προστασία και συλλογική ικανοποίηση
των πιστωτών της (κυρίαρχο αίτημα από την άποψη των διατάξεων του εταιρικού πτωχευτικού
δικαίου), αλλά η ελαχιστοποίηση των ζημιών που θα μπορούσαν να επέλθουν από τη συνέχιση
της λειτουργίας της:
• στο σύστημα εγγύησης καταθέσεων,
ή/και
• στους φορολογούμενους.
ΕΓΓΥΗΣΗ ΚΑΤΑΘΕΣΕΩΝ
Οι συμβολές του θεσμού της εγγύησης καταθέσεων
Η ύπαρξη ενός συστήματος εγγύησης των τραπεζικών καταθέσεων κρίνεται καταρχήν
απαραίτητη για την προστασία των μικροκαταθετών. Στην έννοια του μικροκαταθέτη υπάγονται
εκείνες οι κατηγορίες αποταμιευτών, οι οποίοι λόγω περιορισμένων γνώσεων διαθέτουν χαμηλό
επίπεδο πληροφόρησης για να είναι σε θέση να προβαίνουν σε αξιολόγηση της
φερεγγυότητας των τραπεζών στις οποίες εμπιστεύονται τις καταθέσεις τους. Για αυτήν την
κατηγορία αποταμιευτών ο τραπεζικός λογαριασμός αντιπροσωπεύει συνήθως σημαντικό
ποσοστό της συνολικής τους αποταμίευσης, ενώ δεν μπορεί κανείς να αξιώσει να επιβάλλουν με
τη συμπεριφορά τους ως επενδυτών την απαιτούμενη «πειθαρχία της αγοράς».
Τα συστήματα εγγύησης καταθέσεων επιτελούν, όμως, μια διπλή λειτουργία και ως μηχανισμοί
ανακοπής τραπεζικών κρίσεων με στόχο τη συμβολή στη διασφάλιση της σταθερότητας του
τραπεζικού συστήματος. Στη βάση της ιδιαιτερότητας που χαρακτηρίζει την τραπεζική αγορά
ευρίσκεται η ελλιπής πληροφόρηση των καταθετών, σχετικά με την παρούσα αξία του τραπεζικού
χαρτοφυλακίου επενδύσεων που δεν τους επιτρέπει να διακρίνουν μεταξύ υγιών και
προβληματικών τραπεζών. Ο πανικός που ενδέχεται να προκληθεί ανάμεσα στους καταθέτες από
περισσότερες αιτίες, αποτελεί, όπως ήδη έχουμε αναφέρει, ένα περιστατικό, στην εξέλιξη του
οποίου το σύνολο των καταθετών στο τραπεζικό σύστημα προβαίνει σε εκτεταμένη μετατροπή
των καταθέσεών τους σε ρευστό χρήμα. Σε συνθήκες, πάντως, μαζικής ανάληψης καταθέσεων
ακόμα και η πλέον φερέγγυα τράπεζα δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί στη ζήτηση μετατροπής
των καταθέσεων σε ρευστό χρήμα παρά μόνο είτε αν δανειστεί στην αγορά χρήματος και
κεφαλαίων ή από την Κεντρική Τράπεζα με σχετικά υψηλά επιτόκια, είτε αν ρευστοποιήσει
στοιχεία του ενεργητικού της σε ασύμφορα χαμηλές τιμές.
(β) H δεύτερη συμβολή των συστημάτων εγγύησης καταθέσεων στη διατήρηση της
σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος έγκειται στην ανακοπή της εξέλιξης συνθηκών
πανικού στο σύνολο του τραπεζικού συστήματος, με την ανάληψη καταθέσεων αδιακρίτως από
περισσότερες τράπεζες με αποτέλεσμα την εξάντληση της καθαρής τους θέσης.
Αυτό επιτυγχάνεται με την εγγύηση της κάλυψης των καταθετών σε όλες τις τράπεζες και την
αποτροπή της μετατροπής υγιών τραπεζών σε προβληματικές λόγω αντικειμενικής αδυναμίας
ικανοποίησης της εκτεταμένης ζήτησης για μετατροπή των καταθέσεων σε ρευστά.
- Έκθεση στον ηθικό κίνδυνο (“moral hazard”) ως προς την επικινδυνότητα του
χαρτοφυλακίου
Η πρώτη αρνητική παρενέργεια συνίσταται στο γεγονός ότι η συμμετοχή σε ένα σύστημα
εγγύησης καταθέσεων δημιουργεί στις τράπεζες το κίνητρο ανάληψης υψηλότερων κινδύνων
από εκείνους στους οποίους θα εκτίθεντο αν οι καταθέτες ήσαν ανασφάλιστοι. Η
συμπεριφορά αυτή των τραπεζών, που είναι γνωστή ως έκθεση στον ηθικό κίνδυνο, είναι
ορθολογική αντίδραση στη συμπεριφορά των ασφαλισμένων καταθετών που δεν
αποβλέπουν στην προστασία που τους παρέχεται από την τράπεζα, αλλά σε εκείνη την
οποία τους προσφέρει ο φορέας. Η παρατήρηση αυτή ισχύει και για τους ανασφάλιστους
καταθέτες που εκτιμούν ότι πρόκειται να αποζημιωθούν από το φορέα εκ των υστέρων όταν
ενεργοποιηθεί η διαδικασία καταβολής. Η πλημμελής αυτή πειθαρχία που ασκούν οι
καταθέτες στην αγορά οφείλεται στο γεγονός ότι οι καταθέτες, που είτε είναι ρητά
ασφαλισμένοι είτε προσδοκούν ότι θα αποζημιωθούν πλήρως εκ των υστέρων αν ανακληθεί η
άδεια της τράπεζάς τους, δεν έχουν κίνητρο να παρακολουθούν την εξέλιξη της
χρηματοοικονομικής της κατάστασης.
Οι καταθέτες αυτοί δεν πρόκειται, λοιπόν, να απαιτήσουν (όπως θα συνέβαινε σε μια αγορά
χωρίς εγγύηση καταθέσεων) υψηλότερα επιτόκια από μια τράπεζα, η φερεγγυότητα της
οποίας είναι σχετικά χαμηλότερη. Η τάση για ανάληψη εξαιρετικών επιχειρηματικών
κινδύνων από μια τράπεζα που συμμετέχει (και μάλιστα ακριβώς λόγω αυτής της
συμμετοχής) σε σύστημα εγγύησης καταθέσεων επιτείνεται σε περίπτωση που δεν
προβλέπεται σύνδεση του ύψους των καταβαλλομένων ασφαλίστρων με την επικινδυνότητα
των επενδυτικών αποφάσεων. Η έλλειψη κυμαινόμενων ασφαλίστρων καθιστά ευχερή την
παρουσίαση στην αγορά κάθε επενδυτικής πρότασης ως εξίσου ασφαλούς και αυξάνει την
έκθεση μιας τράπεζας σε αφερεγγυότητα λόγω της μεγαλύτερης έκθεσής της στον πιστωτικό
κίνδυνο.
- Έκθεση στον ηθικό κίνδυνο ως προς την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων
Η δεύτερη αρνητική παρενέργεια της εγγύησης των καταθέσεων αφορά στον ηθικό κίνδυνο
στον οποίο εκτίθενται οι τράπεζες που συμμετέχουν στο σύστημα ως προς το ύψος των ιδίων
κεφαλαίων τους. Καθώς οι ασφαλισμένοι καταθέτες δεν έχουν κίνητρο να ελέγχουν την
τράπεζά τους, εκείνη τείνει να μειώνει το λόγο ιδίων κεφαλαίων (που θεωρείται ότι
συμβάλλουν στην αύξηση της εμπιστοσύνης του κοινού) προς τα στοιχεία του ενεργητικού
της μειώνοντας ταυτόχρονα τα «αντισώματά» της για την απορρόφηση ζημιών σε περίπτωση
επέλευσης των κινδύνων. Στην περίπτωση αυτή ενδέχεται να λειτουργεί μάλιστα και ένας
ανατροφοδοτικός μηχανισμός. Όσο μικρότερη είναι η κεφαλαιακή βάση της τράπεζας, τόσο
μεγαλύτερη είναι η τάση για ανάληψη εκτεταμένων κινδύνων, καθώς τα κέρδη από την
πραγματοποίηση υψηλότερων αποδόσεων παραμένουν στους μετόχους, ενώ οι ζημίες
μετακυλίονται στο φορέα.
- Διακριτική μεταχείριση των τραπεζών που αξιολογούνται ως “too big (to be left) to
fail”
Μια επιπλέον ιδιαιτερότητα που χαρακτηρίζει τα συστήματα εγγύησης των τραπεζικών
καταθέσεων είναι ότι στην πράξη η μεταχείριση των ανασφάλιστων καταθετών στις μεγάλες
και τις μικρές τράπεζες είναι ανομοιόμορφη. Όσοι έχουν καταθέσεις στις μεγάλες τράπεζες,
το κόστος ανάκλησης της άδειας λειτουργίας των οποίων είναι οικονομικά, ίσως δε επίσης
και πολιτικά, απαγορευτικό, καθίστανται de facto ασφαλισμένοι για το σύνολο των
απαιτήσεών τους. Αντίθετα, οι καταθέτες των μικρών τραπεζών επωμίζονται πλήρως τις
ζημίες σε περίπτωση επέλευσης και εποπτικής ή δικαστικής αναγνώρισης της
αφερεγγυότητάς τους. Η συμπεριφορά αυτή του φορέα (και των διοικητικών αρχών με τις
οποίες συνεργάζεται σε περίπτωση κρίσης στο τραπεζικό σύστημα) οφείλεται στο γεγονός ότι
σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας μιας μεγάλης τράπεζας, ο κίνδυνος της
επέλευσης αλυσιδωτών αντιδράσεων στην τραπεζική αγορά είναι, συγκριτικά, αυξημένος. Ο
φορέας δεν επιθυμεί, επομένως, την επέλευση ζημιών στους ανασφάλιστους καταθέτες της
προβληματικής τράπεζας, φοβούμενος αρνητικές μακροοικονομικές επιπτώσεις ή δυσμενή
επίδραση στην ασφάλεια του συστήματος εν γένει. Οι μεγάλες τράπεζες που χαίρουν αυτής
της προνομιακής μεταχείρισης αναφέρονται στην αγγλική ορολογία ως “too big to fail”. Οι
συνέπειες από την ύπαρξή τους είναι δύο:
(α) Οι μικρότερες τράπεζες περιέρχονται σε συγκριτικά μειονεκτική θέση στον ανταγωνισμό
τους με τις μεγάλες που πληρούν τις προϋποθέσεις υπαγωγής τους στην έννοια των τραπεζών
που είναι “too big to fail”.
(β) H πειθαρχία της αγοράς έχει χαμηλότερη αποτελεσματικότητα εκεί που είναι περισσότερο
απαραίτητη, δηλαδή στις μεγάλες τράπεζες με χαμηλή κεφαλαιακή επάρκεια.
Tέλος, η παρέμβαση των νομισματικών αρχών με την ιδιότητα του τελικού αναχρηματοδοτικού
δανειστή (ή «δανειστή έσχατης προσφυγής», “lender of last resort”), απαιτείται για την
αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών ρευστότητας που ενδέχεται να αντιμετωπίσει μια φερέγγυα
τράπεζα, ώστε να αποφευχθεί η περιέλευσή της σε κατάσταση αφερεγγυότητας λόγω μιας
ενδεχόμενα εκτεταμένης, αλλά προσωρινού χαρακτήρα έκθεσής της στον κίνδυνο ρευστότητας.
Σύμφωνα με τη θεωρία πάντως, η φερεγγυότητα μιας τράπεζας αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση
για τη δυνατότητα προσφυγής της στον τελικό αναχρηματοδοτικό δανειστή.