You are on page 1of 20

Β. ΕΙΔΙΚΑ.

ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗ ΤΗΣ ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΥ


ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΜΕΣΑ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ .

1. ΟΙ ΛΟΓΟΙ ΠΟΥ ΚΑΘΙΣΤΟΥΝ ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΤΗ ΡΥΘΜΙΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ


1.1. Εισαγωγικά: H ρυθμιστική παρέμβαση στη λειτουργία των τραπεζών έχει ως κύρια
δικαιολογητική βάση τη διασφάλιση της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος, η
οποία μπορεί να τεθεί σε αμφισβήτηση λόγω της ταυτόχρονης ή αλυσιδωτής ανάκλησης
της άδειας περισσοτέρων τραπεζών. Η εξάντληση της καθαρής θέσης μιας τράπεζας και η
περιέλευσή της σε αφερεγγυότητα δεν έχει αρνητικές συνέπειες μόνον για τους καταθέτες
και τις υπόλοιπες κατηγορίες πιστωτών της. Μια βασική ιδιαιτερότητα που διαφοροποιεί
την τραπεζική αγορά μέσα στο οικονομικό σύστημα συνίσταται στον κίνδυνο η
περιέλευση σε αφερεγγυότητα μιας και μόνον τράπεζας να οδηγήσει σε
αποσταθεροποίηση του τραπεζικού συστήματος στο σύνολό του.
Όπως διαπιστώθηκε και πρόσφατα ότι μπορεί να συμβεί ως συνέπεια της διεθνούς
χρηματοπιστωτικής κρίσης της περιόδου 2007-2009, οι επιπτώσεις στον πραγματικό
τομέα της οικονομίας είναι δυσμενείς λόγω μείωσης ή/και διακοπής της τραπεζικής
χρηματοδότησης νοικοκυριών και επιχειρήσεων και μείωσης της συνολικής
ζήτησης. Το ενδεχόμενο επέλευσης μιας τέτοιας εξέλιξης, η οποία συνιστά «αρνητική
εξωτερικότητα», είναι εκείνο που δικαιολογεί τη ρυθμιστική παρέμβαση.

1.2. Οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθενται οι τράπεζες

Εισαγωγικές παρατηρήσεις:

Οι τράπεζες εκτίθενται σε τρεις κατηγορίες κινδύνων:


(α) Στην πρώτη κατηγορία εντάσσονται οι χρηματοπιστωτικής φύσεως κίνδυνοι, οι οποίοι
διακρίνονται περαιτέρω σε δυο υπο-κατηγορίες:

• τους κινδύνους που απορρέουν από τους μετασχηματισμούς στους οποίους προβαίνουν οι τράπεζες,
όπου εντάσσονται ο πιστωτικός κίνδυνος, ο κίνδυνος ρευστότητας, και ο κίνδυνος εισοδήματος
επιτοκίου,

•τους κινδύνους αγοράς.


(β) Στη δεύτερη κατηγορία εντάσσεται ο λειτουργικός κίνδυνος.
(γ) Τέλος, στην τρίτη κατηγορία εντάσσονται οι κίνδυνοι που εκδηλώνονται ειδικά στα συστήματα
πληρωμών και διακανονισμού

ΠΡΩΤΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ:

Α) Πιστωτικός κίνδυνος
(α) Ως πιστωτικός κίνδυνος ορίζεται, κατ’ αρχήν, η πιθανότητα επέλευσης ζημιών σε μια τράπεζα που
απορρέουν είτε από την αδυναμία ενός δανειολήπτη να προβεί σε εκπλήρωση των υποχρεώσεων που
απορρέουν από τη δανειακή του σύμβαση είτε από τη μείωση της πιστοληπτικής του ικανότητας (αν
είναι επιχείρηση) σε τέτοιο βαθμό, ώστε να τίθεται σε αμφισβήτηση η αποπληρωμή των δανειακών
του υποχρεώσεων.
Η έκθεση των τραπεζών στον πιστωτικό κίνδυνο απορρέει από τη βασική τους λειτουργία, η οποία
συνίσταται στο μετασχηματισμό που αφορά την κατανομή του κινδύνου χρηματοδότησης σύμφωνα
με τα προαναφερθέντα. Για κάθε άνοιγμα, οι τράπεζες υπολογίζουν, στο πλαίσιο της διαχείρισης του
εν λόγω κινδύνου, συγκεκριμένες παραμέτρους του, όπως:
• την πιθανότητα αδυναμίας εκπλήρωσης υποχρέωσης του δανειολήπτη (“probability ofdefault” -
“PD”),

• τη ζημιά σε περίπτωση αδυναμίας εκπλήρωσης υποχρέωσης του δανειολήπτη (“loss given default” -
“LGD”), η οποία αφορά στον υπολογισμό της μέσης ζημιάς ανά απαίτηση που αναμένει ότι θα
υποστεί η τράπεζα (συνάρτηση και των ληφθεισών εξασφαλίσεων), αν αυτός δεν είναι σε θέση να
εκπληρώσει τις ανειλημμένες υποχρεώσεις του (η έννοια περιλαμβάνει στο εύρος της τις ζημιές
κεφαλαίου, διαφυγόντων κερδών(υπό τη μορφή τόκων) και λειτουργικών εξόδων),

• τη συνολική έκθεση έναντι του δανειολήπτη (“exposure atdefault” - “EAD”), και

• την εναπομένουσα διάρκεια μέχρι τη λήξη της δανειακής σύμβασης (“maturity” –“ M”)

(β) Η έκθεση των τραπεζών στον πιστωτικό κίνδυνο δεν προκύπτει μόνον από τα δάνεια και τις
πιστώσεις που χορηγούν, αλλά από το σύνολο των απαιτήσεών τους είτε αυτές είναι εντός
ισολογισμού, είτε αφορούν στοιχεία εκτός ισολογισμού (π.χ. εγγυητικές επιστολές ή θέσεις σε εξω-
χρηματιστηριακά παράγωγα μέσα).
Στο πλαίσιο αυτό, ιδιαίτερη σημασία έχει ο πιστωτικός κίνδυνος στον οποίο εκτίθενται από την
κατοχή ανοικτών θέσεων σε διαπραγματεύσιμους χρεωστικούς τίτλους, μετοχές και παράγωγα
χρηματοπιστωτικά μέσα επί αυτών, οι οποίες διακρατούνται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών.

(γ) Ειδική διάσταση του πιστωτικού κινδύνου συνιστά ο κίνδυνος χώρας, ο οποίος αφορά την
πιθανότητα η επέλευση αρνητικών και συνήθως απρόβλεπτων οικονομικών, πολιτικών ή κοινωνικών
συνθηκών σε ένα κράτος να μην επιτρέψει στους οφειλέτες να εξοφλήσουν τις ληξιπρόθεσμες
οφειλές τους, εκφρασμένες σε ένα αλλοδαπό νόμισμα, σύμφωνα με τους προβλεπόμενους
συμβατικούς όρους.
Η σημαντικότερη και συχνότερη μορφή εμφάνισης αυτού του κινδύνου είναι ο έμμεσος κίνδυνος
χώρας ή κίνδυνος μεταφοράς (“transfer risk”), ο οποίος συνίσταται στην πιθανότητα μείωσης της
ικανότητας ή επιθυμίας ενός οφειλέτη να εξασφαλίσει συνάλλαγμα για να εξοφλήσει το χρέος του
που είναι εκφρασμένο σε ξένο νόμισμα.

Β) Κίνδυνος ρευστότητας:

Ρευστότητα είναι η ικανότητα χρηματοδότησης της αύξησης των στοιχείων του ενεργητικού και της
κάλυψης των υποχρεώσεων όταν αυτές λήγουν.
Ο κίνδυνος ρευστότητας αφορά την πιθανότητα να εξαντληθεί η θέση ρευστότητας της τράπεζας μετά
από μια απρόβλεπτη αύξηση των αναγκών ρευστότητάς της. Ο κίνδυνος αυτός είναι απόρροια του
μετασχηματισμού ληκτοτήτων. Ο κίνδυνος ρευστότητας έχει δύο εκφάνσεις:
(α) H πρώτη είναι ο κίνδυνος ρευστότητας παθητικού (“funding (or liability) liquidity risk”), ο
οποίος συνίσταται στο ενδεχόμενο επέλευσης ζημιών λόγω της αδυναμίας μιας τράπεζας εξεύρεσης
δανειακών κεφαλαίων χωρίς εξασφαλίσεις, σε ένα αποδεκτό κόστος για την αναχρηματοδότησή της.
Παραδείγματα αυτής της έκφανσηςείναι:
• μια εκτεταμένη και ταχεία απόσυρση καταθέσεων,
• μια κρίση στη διατραπεζική αγορά, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η άντληση κεφαλαίων από
αυτήν,
και
• η αδυναμία έκδοσης χρεωστικών τίτλων στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου.

(β) Η δεύτερη έκφανση είναι ο κίνδυνος ρευστότητας ενεργητικού (“asset or market liquidity risk”),
δηλαδή ο κίνδυνος επέλευσης ζημιών από την έλλειψη ικανότητας ρευστοποίησης στοιχείων του
ενεργητικού σε τιμές που δεν αποκλίνουν υπερβολικά από την αξία τους, ώστε να καλυφθούν
ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις. Η μείωση της αξίας των στοιχείων ενεργητικού λόγω των περικοπών
των τιμών τους (“haircuts”), ή, στην πιο ακραία περίπτωση, η πλήρης αδυναμία ρευστοποίησής τους,
η οποία παρατηρήθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης στις διεθνείς αγορές είναι ορισμένα
χαρακτηριστικά παραδείγματα.

Γ) Κίνδυνος εισοδήματος επιτοκίων:

Ο κίνδυνος εισοδήματος επιτοκίων (“income risk”) συνίσταται στην πιθανότητα να μειωθούν τα


καθαρά έσοδα επιτοκίων της τράπεζας (“interest income”) μετά από μια μη αναμενόμενη μεταβολή
του επιπέδου των ονομαστικών επιτοκίων. Οι εμπορικές τράπεζες είναι ευάλωτες σε αυτόν τον
κίνδυνο λόγω της δομής του χαρτοφυλακίου τους, διότι κατά κανόνα τα στοιχεία του ενεργητικού του
ισολογισμού τους έχουν μακρύτερη διάρκεια απ’ ό,τι τα στοιχεία του παθητικού και, ως εκ τούτου,
μικρότερη ευαισθησία σε αυξομειώσεις των επιτοκίων. Όσο μεγαλύτερο είναι το βραχυχρόνιο
«άνοιγμα ανατιμολόγησης» (“repricing gap”, ο λόγος της διαφοράς στοιχείων του ενεργητικού και
στοιχείων του παθητικού, που ανατιμολογούνται σε ένα χρόνο προς ίδια κεφάλαια) και όσο
εντονότερη είναι η διακύμανση των επιτοκίων, τόσο αυξάνει η ευαισθησία των τραπεζών σε αυτόν
τον κίνδυνο (και, επομένως, τόσο μεγαλύτερη είναι η μείωση (αύξηση) του αναμενόμενου
μελλοντικού εισοδήματος σε περίπτωση αυξήσεως (μειώσεως) των επιτοκίων).

Δ) Κίνδυνος θέσης:

Ως κίνδυνος θέσης ορίζεται η πιθανότητα της επέλευσης ζημιών από την κατοχή ανοικτών θέσεων σε
χρεωστικούς τίτλους, μετοχές και παράγωγα μέσα επί αυτών των αξιών (ή επί συναλλάγματος) λόγω
της μεταβολής διαφόρων αγοραίων παραμέτρων, στην έκταση που οι θέσεις αυτές λαμβάνονται με
σκοπό την επαναπώληση των στοιχείων ή την κερδοσκοπία. Από συστηματική άποψη, το
περιεχόμενο του κινδύνου που απορρέει από θέσεις σε πρωτογενή μέσα είναι σκόπιμο να
παρουσιαστεί χωριστά από εκείνο του κινδύνου από θέσεις σε παράγωγα μέσα

(Ι) Κίνδυνος θέσης από ανοικτές θέσεις σεχρεωστικούς τίτλους και μετοχές:
Σύμφωνα με την κρατούσα προσέγγιση των «συστατικών στοιχείων» (“building-blocks approach”), ο
κίνδυνος θέσης που απορρέει από την κατοχή ανοικτών θέσεων σε διαπραγματεύσιμους χρεωστικούς
τίτλους και μετοχές αναλύεται σε δύο συνιστώσες: τον ειδικό και τον γενικό.
(α) Ειδικός κίνδυνος: ως ειδικός κίνδυνος θέσης ορίζεται η πιθανότητα της επέλευσης ζημιών λόγω
μιας αρνητικής μεταβολής της τιμής ενός χρεογράφου κυρίως εξ αιτίας παραγόντων που σχετίζονται
με τον εκδότη του (ή στην περίπτωση των παραγώγων χρηματοπιστωτικών μέσων μιας αρνητικής
μεταβολής της αγοραίας αξίας του για λόγους που οφείλονται στον εκδότη του υποκείμενου τίτλου).
Στην έννοια αυτής της συνιστώσας του κινδύνου θέσης εμπίπτουν:
• ο «μη συστηματικός κίνδυνος» του χρεογράφου, όπως αυτός ορίζεται στη χρηματοοικονομική
θεωρία, δηλαδή ως διαφορά ανάμεσα στην απόδοση ενός χρεογράφου σε σχέση με την απόδοση
της αγοράς,
• ο κίνδυνος μιας αρνητικής μεταβολής της τιμής του χρεογράφου εξ αιτίας ενός εξαιρετικού
περιστατικού (“event risk”), περιλαμβανομένης και της πτώχευσης του εκδότη (“default risk”),
• ο κίνδυνος από την αδυναμία ρευστοποίησης μιας ανοικτής θέσης στην αγορά, και
• ο κίνδυνος εκτέλεσης (“execution risk”) σε συναλλαγές αρμπιτράζ.

(β) Γενικός κίνδυνος: ως γενικός κίνδυνος θέσης ορίζεται «ο κίνδυνος (της επέλευσης) ζημιών που
προκαλείται εξ αιτίας αρνητικών μεταβολών στο επίπεδο των τιμών». Η συνιστώσα αυτή του
κινδύνου θέσης αφορά την πιθανότητα επέλευσης ζημιών από ανοικτές θέσεις σε
διαπραγματεύσιμους χρεωστικούς τίτλους και μετοχές λόγω μιας απρόοπτης μεταβολής της
παρούσας αξίας τους, η οποία οφείλεται:
• είτε σε (δυσμενή) μεταβολή στο επίπεδο των ονομαστικών επιτοκίων (στην περίπτωση των
χρεωστικών τίτλων),
• είτε σε μια έντονη διακύμανση των τιμών στις αγορές όπου λαμβάνει χώρα η διαπραγμάτευση
μετοχών που δεν οφείλεται σε ειδικά χαρακτηριστικά των εκδοτών τους.

(ΙΙ) Κίνδυνος θέσης από ανοικτές θέσεις σε παράγωγα μέσα


Η προσέγγιση των συστατικών στοιχείων χρησιμοποιείται και για τα παράγωγα μέσα του
χαρτοφυλακίου συναλλαγών:
(α) Ο ειδικός κίνδυνος θέσης είναι προϊόν μιας απρόοπτης μεταβολής στην αγοραία αξία του
παραγώγου μέσου για λόγους που οφείλονται στον εκδότη του υποκείμενου τίτλου.
(β) Αντίθετα, ο γενικός κίνδυνος θέσης από ανοικτές θέσεις σε παράγωγα μέσα ή χαρτοφυλάκια
παράγωγων μέσων έχει διάφορες μορφές, οι οποίες από συστηματική άποψη μπορούν να
ομαδοποιηθούν σε δύο κατηγορίες:
(i) Στην πρώτη κατηγορία εντάσσονται εκείνες οι μορφές του κινδύνου αγοράς που απορρέουν από
ανοικτές θέσεις σε όλες τις κατηγορίες παραγώγων μέσων, είτε αυτά βασίζονται σε προθεσμιακές
πράξεις είτε βασίζονται σε δικαίωμα προαίρεσης, όπως ο κίνδυνος δέλτα (ή απόλυτης τιμής),
ο κίνδυνος ρό (ή προεξοφλητικού επιτοκίου),
ο κίνδυνος βάσης (“basis risk”) και ο κίνδυνος ανοίγματος (“spread risk”).
(ii) Στη δεύτερη κατηγορία εντάσσονται οι μορφές του κινδύνου αγοράς που απορρέουν
αποκλειστικά και μόνον από ανοικτές θέσεις σε παράγωγα μέσα με δικαίωμα προαίρεσης, όπως ο
κίνδυνος γάμα (ή κυρτότητας), ο κίνδυνος βέγκα (ή μεταβλητότητας), και ο κίνδυνος θήτα (ή
χρονικής παρέλευσης).
Η αγοραία αξία των παραγώγων μέσων με δικαίωμα προαίρεσης δεν επηρεάζεται συνεπώς μόνον από
την μεταβολή της τιμής των υποκείμενων μέσων και του επιπέδου των επιτοκίων της αγοράς (όπως
συμβαίνει στην περίπτωση των παραγώγων μέσων που βασίζονται σε προθεσμιακές πράξεις) αλλά
και από άλλες παραμέτρους, όπως η μεταβλητότητα των αποδόσεων των υποκείμενων μέσων και η
πάροδος του χρόνου.

Ε) Συναλλαγματικός κίνδυνος:

Ο συναλλαγματικός κίνδυνος (ή κίνδυνος τιμών συναλλάγματος) αφορά την πιθανότητα να επέλθει


μείωση των εισοδημάτων ή/και της αξίας του κεφαλαίου μιας τράπεζας λόγω απρόβλεπτης
δυσμενούς μεταβολής στη συναλλαγματική ισοτιμία αλλοδαπών (σε σχέση με το νόμισμα στο οποίο
η τράπεζα τηρεί τις οικονομικές της καταστάσεις και υποβάλλει στοιχεία) νομισμάτων στα οποία
είναι εκφρασμένα στοιχεία τόσο του ισολογισμού της όσο και στοιχεία εκτός ισολογισμού (σε
λογαριασμούς τάξεως).
Σε ένα καθεστώς κυμαινόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών, όπως αυτό το οποίο ισχύει στη διεθνή
οικονομία από το 1971, ο κίνδυνος από την κατοχή ανοικτών συναλλαγματικών θέσεων αποτελεί
προϊόν της διακύμανσης των ονομαστικών συναλλαγματικών ισοτιμιών των νομισμάτων. Λόγω
μάλιστα της συχνότητας και της έντασης των διακυμάνσεων, οι εποπτικές αρχές δεν ενδιαφέρονται
μόνο για την πιθανότητα επέλευσης ζημιών αλλά και για την ένταση με την οποία πλήττεται το
χαρτοφυλάκιο των ανοικτών θέσεων των τραπεζών σε περίπτωση επέλευσής τους, η οποία αποτελεί
συνάρτηση τριών (3) παραγόντων:
• της μεταβλητότητας των συναλλαγματικών ισοτιμιών,
• της πιθανής συσχέτισης μεταξύ ζευγών νομισμάτων,
• της διάρκειας διακράτησης των ανοικτών συναλλαγματικών θέσεων.

Ζ) Κίνδυνος από ανοικτές θέσεις σε βασικά εμπορεύματα

Ο εν λόγω κίνδυνος συνίσταται στο ενδεχόμενο επέλευσης ζημιών από ανοικτές θέσεις σε βασικά
εμπορεύματα που κατέχει μια τράπεζα στο χαρτοφυλάκιό της, λόγω της μεταβολής της τιμής των εν
λόγω μέσων.

ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ:

Λειτουργικός κίνδυνος: Ο λειτουργικός κίνδυνος αφορά το ενδεχόμενο επέλευσης ζημιών, οι οποίες


οφείλονται:
• είτε σε ακατάλληλες ή εσφαλμένες εσωτερικές διαδικασίες, συστήματα ή σε ανθρώπινο παράγοντα,
• είτε σε εξωτερικά αίτια.
Στην έννοιά του συμπεριλαμβάνεται ο νομικός κίνδυνος, όχι, όμως, και ο κίνδυνος στρατηγικής και
φήμης.
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Kokkola:
“This definition has a broader focus and, in addition to technology, also includes organizational
aspects and other relevant factors. It creates an awareness that operational failures are not caused
solely by the malfunctioning of technical components and can also be the result of errors, fraud,
inaccessibility of key staff, unavailability of external stakeholders, etc.”

1.3. ΟΙ ΔΙΑΥΛΟΙ ΜΕΤΑΔΟΣΗΣ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ :

Οι δίαυλοι μετάδοσης προβλημάτων μεταξύ τραπεζών κατατάσσονται σε δύο (2) κατηγορίες:


(α) Ο πληροφοριακός δίαυλος
Ο πρώτος δίαυλος είναι πληροφοριακός και συνίσταται στην εκδήλωση πανικών είτε σε μια
τράπεζα (οπότε στην αγγλική ορολογία χρησιμοποιείται ο όρος “run on the bank”) είτε στο
σύνολο του τραπεζικού συστήματος (στην κυριολεξία “panic”).
Τραπεζικός πανικός καλείται το περιστατικό κατά το οποίο οι καταθέτες ζητούν εξόφληση των
απαιτήσεών τους σε μετρητά σε τέτοια έκταση, ώστε το τραπεζικό σύστημα να μην είναι σε θέση
να ανταποκριθεί παρά μόνον αν προβεί είτε σε αναστολή της μετατρεψιμότητας των καταθέσεων
είτε σε έκδοση πιστοποιητικών χρέους από ιδρύματα συμψηφισμού (“clearing houses”).

(β) Ο πραγματικός δίαυλος


Ο δεύτερος δίαυλος μετάδοσης προβλημάτων είναι πραγματικός και αφορά τη μετάδοση
προβλημάτων από ένα τμήμα της αγοράς σε ένα άλλο με την εκδήλωση συστημικού
κινδύνου. Ως «συστημικός κίνδυνος» ορίζεται ο κίνδυνος:
• να επέλθει δυσλειτουργία στην παροχή (ή/και αδυναμία παροχής) χρηματοπιστωτικών
υπηρεσιών λόγω της εξασθένισης ενός τομέα ή του συνόλου του χρηματοπιστωτικού
συστήματος,
• με αποτέλεσμα το ενδεχόμενο επέλευσης σοβαρών αρνητικών επιπτώσεων στον πραγματικό
τομέα της οικονομίας.

Ο συστημικός κίνδυνος έχει δύο διαστάσεις:


• η πρώτη είναι η «χρονική διάσταση» (“time-dimension”), δηλαδή η εξέλιξη του συστημικού
κινδύνου σε βάθος χρόνου, και
• η δεύτερη διάσταση είναι η «διατομεακή» (“cross-sectional dimension”), δηλαδή η κατανομή
του κινδύνου στο χρηματοπιστωτικό σύστημα σε κάθε δεδομένο χρονικό σημείο.

Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΠΑΝΙΚΩΝ:

Ο πανικός αποτελεί μια μορφή αστοχίας της τραπεζικής αγοράς (“market failure”), στο βαθμό
που κατά την εξέλιξή του ακόμη και οι φερέγγυες τράπεζες ενδέχεται να αντιμετωπίσουν έντονη
εξάντληση της ρευστότητας, η οποία με τη σειρά της μπορεί να τις οδηγήσει σε αφερεγγυότητα.
Υπάρχουν αρκετά υποδείγματα τα οποία ερμηνεύουν τους τραπεζικούς πανικούς. Σύμφωνα με
όλα, οι πανικοί προκαλούνται από ελλιπή πληροφόρηση των καταθετών σχετικά με την
ποιότητα του χαρτοφυλακίου, των στοιχείων ενεργητικού και τη βιωσιμότητα των
τραπεζών. Το γεγονός αυτό καθιστά τους καταθέτες αδύναμους να διακρίνουν μεταξύ
«φερέγγυων» και «αφερέγγυων» τραπεζών, και κάτω από ορισμένες συνθήκες, τους ωθεί να
αποσύρουν μαζικά τις αποταμιεύσεις τους από το τραπεζικό σύστημα. Ανάλογα με το οικονομικό
γεγονός το οποίο θεωρείται ότι ωθεί τους καταθέτες να απαιτήσουν άμεση μετατροπή των
καταθέσεών τους σε ρευστό χρήμα, τα υποδείγματα των τραπεζικών πανικών μπορούν να
κατηγοριοποιηθούν σε δύο θεωρίες:
• «μη θεμελιώδη»,
• «θεμελιώδη» θεωρία.

Η μη θεμελιώδης θεωρία
Η «μη θεμελιώδης» θεωρία πρεσβεύει ότι οι τραπεζικοί πανικοί προκαλούνται από τυχαίες
αναλήψεις κεφαλαίων μεγάλης κλίμακας από το τραπεζικό σύστημα. Σύμφωνα με «την υπόθεση
της ηλιακής κηλίδας» ή «της τυχαίας ανάληψης» (“sunspot theory”), οι πανικοί μπορεί να
προκληθούν εξαιτίας «οποιουδήποτε συμβάντος το οποίο μπορεί να οδηγήσει τους καταθέτες να
προβούν σε αθρόα ανάληψη καταθέσεων, όπως μια αρνητική έκθεση, μια αρνητική κυβερνητική
πρόβλεψη ή ακόμη και μια ηλιακή κηλίδα».

Η θεμελιώδης θεωρία
Αντίθετα, σύμφωνα με τη «θεμελιώδη θεωρία», οι τραπεζικοί πανικοί προκαλούνται από κάθε
οικονομικό περιστατικό, το οποίο μπορεί να ωθήσει τους καταθέτες να αλλάξουν τις εκτιμήσεις
τους σχετικά με την επικινδυνότητα του χαρτοφυλακίου της τράπεζας στην οποία έχουν
εμπιστευτεί τις αποταμιεύσεις τους. Ο Gorton (1988) εκθέτει τρεις διαφορετικές εκδοχές της
θεμελιώδους θεωρίας:
• την υπόθεση της ύφεσης (“recession theory:),
• την εποχιακή υπόθεση (“seasonal theory”),
• την υπόθεση της «πτώχευσης» (“failure theory”).

(α) Το υπόδειγμα της ύφεσης


Οι υποστηρικτές αυτής της θεωρίας εκτιμούν ότι οι καταθέτες σπεύδουν να αποσύρουν τις
καταθέσεις τους από το τραπεζικό σύστημα λόγω πληροφοριών σχετικά με επικείμενη
περιέλευση της οικονομίας σε ύφεση. Όταν μια μεταβλητή που αποτελεί ασφαλή ένδειξη για την
έναρξη ύφεσης λάβει μια κρίσιμη τιμή οι καταθέτες ζητούν μετατροπή των καταθέσεών τους σε
ρευστό χρήμα.

(β) Το υπόδειγμα των εποχιακών διακυμάνσεων


Η εν λόγω προσέγγιση εντοπίζει ως γενεσιουργό αιτία των πανικών την εκδήλωση αρνητικών
συνθηκών στην αγορά, όπως η πτώχευση εμπορικών επιχειρήσεων, η σημαντική πτώση της τιμής
των μετοχών εισηγμένων επιχειρήσεων, ή η διατήρηση των επιτοκίων της κεντρικής τράπεζας σε
σχετικά υψηλό επίπεδο.
(γ) To υπόδειγμα της «πτώχευσης»
Σύμφωνα με αυτό το θεωρητικό υπόδειγμα, τραπεζικός πανικός προκαλείται από την ανάκληση
της άδειας λειτουργίας μιας, συνήθως όχι όμως υποχρεωτικά, μεγάλης τράπεζας. Η έλλειψη
πληροφόρησης στην αγορά σχετικά με την πραγματική παρούσα αξία του χαρτοφυλακίου των
τραπεζών δεν επιτρέπει τη διαμόρφωση ορθών εκτιμήσεων σχετικά με το βαθμό στον οποίο
άλλες τράπεζες είναι εκτεθειμένες στην αφερέγγυα τράπεζα, ενώ οι καταθέτες ενδέχεται, επίσης,
να εκτιμούν ότι τράπεζες «ομοειδείς» με εκείνη που κατέστη αφερέγγυα είναι εκτεθειμένες σε
παρόμοιους κινδύνους. Η αδυναμία, συνεπώς, των καταθετών να διακρίνουν αν η ανάκληση της
άδειας λειτουργίας της τράπεζας οφείλεται σε ειδικούς λόγους, ή σε παράγοντες που αφορούν
όλες τις τράπεζες (προϊόν της ασύμμετρης πληροφόρησης), σε συνδυασμό με την αξίωση
απόδοσης της πλήρους ονομαστικής αξίας της απαιτήσεως αν προλάβουν να αναλάβουν τις
καταθέσεις τους, αν δεν υπάρχει αξιόπιστο σύστημα εγγύησης καταθέσεων, οδηγεί σε πανικό.

2. ΜΕΣΑ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΗΣ ΡΥΘΜΙΣΤΙΚΗΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ

Όπως έχει ήδη αναφερθεί στην προηγούμενη υπο-ενότητα της παρούσας μελέτης, η
αναγκαιότητα της ρυθμιστικής παρέμβασης στο τραπεζικό σύστημα αποσκοπεί στη διασφάλιση
της σταθερότητάς του και την ανακοπή κρίσεων που απορρέουν από τον κίνδυνο της
ταυτόχρονης ή αλυσιδωτής ανάκλησης της άδειας λειτουργίας περισσοτέρων τραπεζών. Η
διασφάλιση της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος, με την αποτροπή της επέλευσης των
προαναφερθεισών αρνητικών αλυσιδωτών αντιδράσεων μεταξύ τραπεζών, καθιστά αναγκαία
την υιοθέτηση διαφόρων προληπτικών μέτρων, καθώς και παρεμβατικών και
προστατευτικών πολιτικών.

Το σύνολο αυτών των μέσων υλοποίησης του αιτήματος για διασφάλιση της σταθερότητας του
τραπεζικού συστήματος συνθέτει το καλούμενο «προστατευτικό δίχτυ» του τραπεζικού
συστήματος (“bank safety net”), στο οποίο κάθε ένα έχει ειδικό ρόλο στην ανακοπή της
εξέλιξης κρίσεων, σύμφωνα με όσα θα αναφερθούν διεξοδικότερα κατωτέρω.
Εκτός από τα κατωτέρω αναφερόμενα, στο προστατευτικό δίχτυ εντάσσεται και η εξουδετέρωση
από τις νομισματικές αρχές κάθε τάσης από το αποταμιευτικό κοινό για εξαιρετική ζήτηση
μετατροπής των καταθέσεων σε μετρητά κατά τη διάρκεια περιόδων κρίσης. Το εν λόγω μέτρο
είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την άσκηση της νομισματικής πολιτικής και αποτελεί έκφανση της
στενής σχέσης που υφίσταται μεταξύ της λειτουργίας του τραπεζικού και του νομισματικού
συστήματος.

Α) Χορήγηση άδειας λειτουργίας τραπεζών:


Το πρώτο συστατικό στοιχείο του «προστατευτικού διχτυού» συνίσταται στην καθιέρωση
συγκεκριμένων προϋποθέσεων, η πλήρωση των οποίων αποτελεί conditio sine qua non για την
ανάληψη τραπεζικής δραστηριότητας. Οι σχετικοί διοικητικοί κανόνες αποσκοπούν στην
εξασφάλιση της συνετής και χρηστής διοίκησης των τραπεζών, ώστε να περιορίζονται τα κίνητρα
για ανάληψη εξαιρετικά επικίνδυνων δραστηριοτήτων. Στο πλαίσιο αυτό, οι εποπτικές αρχές
έχουν τη δυνατότητα να επιβάλλουν τα ακόλουθα μέτρα:
• καταβολή ελαχίστου αρχικού κεφαλαίου,

• συγκεκριμένη διάρθρωση της εσωτερικής οργάνωσης,

• προϋποθέσεις αναφορικά τόσο με τα μέλη της διοίκησης όσο και με τους μετόχους,

• διαφάνεια στη δομή σύνθετων ομίλων,

• σύμπτωση καταστατικής έδρας και κεντρικής διοίκησης στον ίδιο γεωγραφικό τόπο.

Β)ΜΕΤΡΑ ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗΣ ΡΥΘΜΙΣΤΙΚΗΣ, ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΚΑΙ


ΕΠΙΒΛΕΨΗΣ:

- Μικροπροληπτική ρυθμιστική παρέμβαση στη λειτουργία των τραπεζών:

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ: Μέσω της μικρο-προληπτικής ρυθμιστικής παρέμβασης (“micro-prudential


regulation”) στη λειτουργία των τραπεζών επιδιώκεται ο περιορισμός της έκθεσής τους είτε σε
αφερεγγυότητα είτε στον κίνδυνο ρευστότητας (ο οποίος, υπό προϋποθέσεις, μπορεί να
οδηγήσει σε αφερεγγυότητα):
• τόσο με τον περιορισμό της έκθεσής τους στις διάφορες κατηγορίες των χρηματοπιστωτικής
φύσης κινδύνων όσο και των υπολοίπων κινδύνων στους οποίους εκτίθενται με τη δραστηριότητά
τους,
• όσο και με την ενίσχυση της ικανότητάς τους να απορροφούν ζημίες σε περίπτωση επέλευσης
αυτών των κινδύνων.
Η εν λόγω ρυθμιστική παρέμβαση πλαισιώνεται από τη μικρο-προληπτική εποπτεία (“micro-
prudential supervision”) των τραπεζών από τις αρμόδιες προς τούτο αρχές (είτε από την κεντρική
τράπεζα -δηλαδή τη νομισματική αρχή, είτε από άλλες ανεξάρτητες διοικητικές αρχές, ώστε
αυτές να αξιολογούν το χαρτοφυλάκιο των τραπεζών και να διαπιστώνουν τη συμμόρφωσή τους
προς το εκάστοτε ισχύον ρυθμιστικό πλαίσιο, με στόχο την πρόληψη της έκθεσής τους σε
εξαιρετικό, μη διαχειρίσιμο, επίπεδο κινδύνων.

ΜΕΣΑ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗΣ:

Η υλοποίηση του αιτήματος για μικρο-προληπτική ρυθμιστική παρέμβαση στη λειτουργία των
τραπεζών επιδιώκεται με την καθιέρωση (κυρίως):
• κανόνων κεφαλαιακής επάρκειας για κάλυψη των τραπεζών έναντι της έκθεσής τους στους
κινδύνους που αναλαμβάνουν με τη δραστηριότητά τους, με την καθιέρωση συντελεστών
κεφαλαιακής επάρκειας (“capital adequacy ratios”),
• κανόνων αναφορικά με το σχηματισμό προβλέψεων έναντι αναμενόμενων κινδύνων,
• κανόνων διαφοροποιήσεως του χαρτοφυλακίου (κανόνων δηλαδή για τα καλούμενα «μεγάλα
χρηματοδοτικά ανοίγματα»),
• συντελεστή μόχλευσης (“leverage ratio”),
• συντελεστών ρευστότητας (“liquidity ratios”),
• κανόνων αναφορικά με την οργάνωση και τις λειτουργίες των μονάδων διαχείρισης κινδύνων
των τραπεζών, και
• κανόνων μέσω των οποίων επιβάλλονται περιορισμοί αναφορικά με τις ειδικές συμμετοχές των
τραπεζών σε άλλες επιχειρήσεις, κυρίως εκτός του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

- Μακροπροληπτικές πολιτικές:

Με τον όρο «μακρο-προληπτικές πολιτικές του χρηματοπιστωτικού συστήματος» (“financial


macro- prudential policies”) ορίζεται το σύνολο των πολιτικών (κυρίως προληπτικού χαρακτήρα)
που υιοθετούνται και εφαρμόζονται για τον περιορισμό της έκθεσης του χρηματοπιστωτικού
συστήματος στο «συστημικό κίνδυνο», ο οποίος απορρέει από παράγοντες που δεν αφορούν
μεμονωμένους φορείς παροχής χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών ή μεμονωμένες αγορές και
συστήματα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, αλλά έχουν γενικότερο χαρακτήρα.
Μέσω των μακρο-προληπτικών πολιτικών επιδιώκεται η αντιμετώπιση των δύο διαστάσεων με
τις οποίες εκδηλώνεται ο συστημικός κίνδυνος:

(α) Η πρώτη είναι η «χρονική διάσταση» (“time-dimension”), δηλαδή η εξέλιξη του συστημικού
κινδύνου σε βάθος χρόνου. Στο πλαίσιο αυτό, με τις μακρο-προληπτικές πολιτικές επιδιώκεται η
ενίσχυση της ανθεκτικότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε περιόδους οικονομικής
ύφεσης με περιορισμό της «προκυκλικότητας» (“procyclicality”), η οποία μπορεί να οδηγήσει σε
μεγέθυνση του συστημικού κινδύνου λόγω αλληλεπιδράσεων που αναπτύσσονται:
• είτε εντός του χρηματοπιστωτικού συστήματος,
• είτε μεταξύ του χρηματοπιστωτικού συστήματος και του πραγματικού τομέα της οικονομίας.
Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, σκοπός είναι “to lean against the financial cycle”.
Συγκεκριμένα, στη διάρκεια της ανοδικής φάσης του οικονομικού κύκλου υπάρχει, κατά κανόνα,
μεγάλη πιστωτική επέκταση (με την αύξηση της χορήγησης δανείων και πιστώσεων), σημαντική
αύξηση της τιμής των ακινήτων, των χρεογράφων και άλλων περιουσιακών στοιχείων, σημαντική
μόχλευση των τραπεζών
και των αγορών χρήματος και κεφαλαίου, καθώς και ετεροχρονισμός των ληκτοτήτων (“maturity
mismatches”) μεταξύ στοιχείων ενεργητικού και παθητικού του ισολογισμού των τραπεζών. Αν
το χρηματοπιστωτικό σύστημα δεν είναι κατάλληλα θωρακισμένο, τότε στη νκαθοδική φάση του
οικονομικού κύκλου μπορεί να ανακύψουν προβλήματα στους φορείς παροχής
χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, τα οποία μπορεί να οξυνθούν λόγω της ανάγκης απομόχλευσής
τους (“deleveraging”). Η κατάσταση αυτή οδηγεί, συνήθως, σε περιορισμό της δυνατότητας
χορήγησης δανείων και πιστώσεων, με αρνητικές επιπτώσεις στον πραγματικό τομέα της
οικονομίας. Η εμπειρία έχει αποδείξει ότι οι αστοχίες που οφείλονται στην πιστωτική επέκταση
γεννώνται κατά τη διάρκεια της ανοδικής φάσης του οικονομικού κύκλου, αλλά γίνονται
εμφανείς κατά τη διάρκεια της καθοδικής του πορείας, ιδίως δε σε περιόδους ύφεσης.

(β) Η δεύτερη διάσταση είναι η «διατομεακή» (“cross-sectional dimension”), δηλαδή η κατανομή


του κινδύνου στο χρηματοπιστωτικό σύστημα σε κάθε δεδομένο χρονικό σημείο. Στην περίπτωση
αυτή, στόχος των μακρο-προληπτικών πολιτικών είναι ο περιορισμός της συγκέντρωσης
(“concentration”) του συστημικού κινδύνου, η οποία μπορεί να προκύψει:
• είτε λόγω της ταυτόχρονης έκθεσης περισσοτέρων φορέων παροχής χρηματοπιστωτικών
υπηρεσιών σε κινδύνους από ομοειδή ανοίγματα,
• είτε λόγω της διασυνδεσιμότητας (“interconnectedness”) αυτών των φορέων (και της μετάδοσης
προβλημάτων μεταξύ τους), ιδίως αν αυτοί είναι «συστημικά σημαντικοί» (“systemically
important”).

Μέσα υλοποίησης
Για την ικανοποίηση του αιτήματος που συνίσταται στην αντιμετώπιση των δύο διαστάσεων του
συστημικού κινδύνου υιοθετείται ένα μίγμα πολιτικών. Ειδικότερα:
(α) Κατ’ αρχήν, είναι αναγκαία η καθιέρωση θεσμών και διαδικασιών για τη διασφάλιση της
μακρο-προληπτικής επίβλεψης των χρηματοπιστωτικών συστημάτων και των υποδομών τους
(“macro-prudential financial oversight”),ώστε να είναι δυνατός ο εντοπισμός, η μέτρηση και η
αξιολόγηση του συστημικού κινδύνου.
(β) Επιπλέον, κρίνεται απαραίτητη η υιοθέτηση μέτρων μακρο-προληπτικής ρυθμιστικής
παρέμβασης στο χρηματοπιστωτικό σύστημα (“macro-prudential financial regulation”), τα οποία:
• έχουν ως αποδέκτες τις τράπεζες ή/και άλλες κατηγορίες φορέων παροχής χρηματοπιστωτικών
υπηρεσιών, και τις αγορές χρήματος και κεφαλαίου, και
• διαφοροποιούνται ανάλογα με τη διάσταση του συστημικού κινδύνου τον οποίο καλούνται να
αντιμετωπίσουν(βλέπε σχετικά αμέσως κατωτέρω, υπό (ΙΙ) και (ΙΙΙ), αντίστοιχα).
(γ) Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι η επίβλεψη των συστημάτων πληρωμών και διακανονισμού
έχει καθιερωθεί πλέον ως απαραίτητο μέσο για την αντιμετώπιση της διατομεακής διάστασης του
συστημικού κινδύνου.

(ΙΙ) Μέτρα μακρο-προληπτικής ρυθμιστικής παρέμβασης


(α) Για την αντιμετώπιση της χρονικής διάστασης του συστημικού κινδύνου και ειδικά του
προβλήματος της προκυκλικότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος με τη χρήση μέτρων
μακρο-προληπτικής ρυθμιστικής παρέμβασης, κρίνεται, κατ’ αρχήν, αναγκαία η καθιέρωση
κανόνων μέσω των οποίων επιβάλλεται στις τράπεζες (και άλλες κατηγορίες φορέων παροχής
χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών) η υποχρέωση να διαμορφώνουν:
•κεφαλαιακά αποθέματα για λόγους συντήρησης (“capital conservation buffers”),
• αντικυκλικά (κεφαλαιακά) αποθέματα (“countercyclical buffers”), και
• δυναμικές προβλέψεις.

(β) Το δεύτερο μέτρο, επικουρικής φύσεως, συνίσταται στην κατάλληλη διαμόρφωση


συγκεκριμένων μέτρων μικρο-προληπτικής ρυθμιστικής παρέμβασης στη λειτουργία των
τραπεζών, όπως, π.χ., η επιβολή στις τράπεζες της υποχρέωσης να τηρούν συντελεστή μόχλευσης
και συντελεστές ρευστότητας, ώστε να καθίσταται δυνατή και η αντιμετώπιση της χρονικής
διάστασης του συστημικού κινδύνου.

(γ) Στην ίδια κατηγορία εντάσσονται, επίσης, και άλλα προληπτικά μέτρα τα οποία:
• είτε επηρεάζουν την τιμολόγηση των υπηρεσιών που παρέχονται από τις τράπεζες (“price-based
prudential tools”), όπως η καθιέρωση, κατά τη διάρκεια της ανοδικής φάσης του οικονομικού
κύκλου, αυστηρότερων συντελεστών στάθμισης, κατά τον υπολογισμό του συντελεστή
κεφαλαιακής επάρκειας, σε συγκεκριμένα ανοίγματά τους (π.χ. δάνεια σε ξένα νομίσματα,
στεγαστικά δάνεια, ή δάνεια για την αγορά κινητών αξιών και θέσεων σε παράγωγα μέσα),
• είτε επηρεάζουν την ποσότητα των παρεχομένων υπηρεσιών (“quantity-based prudential tools”),
όπως η διαχρονική διαφοροποίηση (“time-variation”), ανάλογα με τη φάση του οικονομικού
κύκλου, των συντελεστών ύψος δανείου προς αξία του ακινήτου (“loan-to-value”) στα
στεγαστικά δάνεια, και ύψος χρέους προς εισόδημα του δανειολήπτη (“debt-to-income”) στα
στεγαστικά και τα καταναλωτικά δάνεια.

(δ) Τέλος, η αντιμετώπιση της χρονικής διάστασης του συστημικού κινδύνου, και ειδικότερα ο
περιορισμός της προκυκλικότητας που προκαλείται λόγω μόχλευσης στις αγορές χρήματος και
κεφαλαίου, κρίνεται ότι μπορεί να επιτευχθεί με την ενδυνάμωση, κατά τη διάρκεια της
ανοδικής φάσης του οικονομικού κύκλου, των κανόνων μέσωτων οποίων επιβάλλονται
απαιτήσεις περιθωρίων ασφάλισης (“margins”) και η περικοπή της ονομαστικής αξίας
(“haircutting”) κινητών αξιών και παραγώγων χρηματοπιστωτικών μέσων.

(ΙΙΙ) Μέτρα μακρο-προληπτικής ρυθμιστικής παρέμβασης για την αντιμετώπιση της


διατομεακής διάστασης του συστημικού κινδύνου

Στα μέσα υλοποίησης του αιτήματος για αντιμετώπιση της διατομεακής διάστασης του
συστημικού κινδύνου εντάσσονται τα ακόλουθα μέτρα μακρο-προληπτικής ρυθμιστικής
παρέμβασης:
(α) Κατ’ αρχήν επιδιώκεται η κατάλληλη διαμόρφωση συγκεκριμένων μέτρων μικρο-
προληπτικής ρυθμιστικής παρέμβασης στη λειτουργία των τραπεζών (όπως, π.χ., ορισμένοι από
τους κανόνες που καθιερώνονται, στο πλαίσιο των κανόνων κεφαλαιακής επάρκειας, για την
κάλυψη των τραπεζών έναντι της έκθεσής τους στον πιστωτικό κίνδυνο από συγκεκριμένα
στοιχεία του χαρτοφυλακίου τους), ώστε να καθίσταται δυνατή η αντιμετώπιση και της
διατομεακής διάστασης του συστημικού κινδύνου.
(β) Στην ίδια κατηγορία εντάσσονται, επίσης, τα μέτρα για την ενδυνάμωση των υποδομών σε
σχέση με τα εξω-χρηματιστηριακά παράγωγα μέσα, κυρίως δε η επιβολή της υποχρέωσης για
εκκαθάριση των συναφών συναλλαγών μέσω κεντρικών αντισυμβαλλομένων και η υποχρέωση
καταγραφής όλων των συναλλαγών αυτών.
(γ) Τέλος, η αντιμετώπιση της διατομεακής διάστασης του συστημικού κίνδυνου κρίνεται
πρόσφατα ότι μπορεί να επιτευχθεί και με την καθιέρωση περιορισμών στο εύρος των υπηρεσιών
που επιτρέπεται να παρέχονται από συστημικά σημαντικούς φορείς παροχής χρηματοπιστωτικών
υπηρεσιών (ειδικά δε τράπεζες).

ΠΑΡΕΜΒΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ : ΕΞΥΓΙΑΝΣΗ, ΔΙΕΥΘΕΤΗΣΗ ΚΑΙ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ


«ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΩΝ» ΤΡΑΠΕΖΩΝ:

Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, η ειδοποιός διαφορά του τραπεζικού τομέα από τους


υπόλοιπους τομείς του χρηματοπιστωτικού συστήματος (και άλλους κλάδους της οικονομίας), η
οποία καθιστά απαραίτητη τη λήψη μέτρων για τη μικρο-προληπτική και μακρο-προληπτική
ρυθμιστική παρέμβαση στη λειτουργία των τραπεζών, συνίσταται στο γεγονός ότι η περιέλευση
μιας και μόνον τράπεζας σε αφερεγγυότητα μπορεί, κάτω από τη συνδρομή συγκεκριμένων
προϋποθέσεων που αφορούν τη συμπεριφορά των καταθετών, την οικονομική συγκυρία, τη
χρηματοοικονομική διάρθρωση των τραπεζών και την ανάμειξη του Δημοσίου στο τραπεζικό
σύστημα, να οδηγήσει σε περιέλευση και άλλων τραπεζών σε κατάσταση αφερεγγυότητας
(μέσω διαφόρων διαύλων) και, συνεπώς, σε αποσταθεροποίηση του τραπεζικού συστήματος, με
σοβαρά αρνητικές επιπτώσεις για τη λειτουργία του πραγματικού τομέα της οικονομίας. Στο
πλαίσιο αυτό, κρίνεται απαραίτητη και η ύπαρξη παρεμβατικών πολιτικών, με τις οποίες
επιδιώκεται όχι η πρόληψη της έκθεσης μιας τράπεζας σε αφερεγγυότητα (καθήκον της μικρο-
προληπτικής εποπτείας και της προληπτικής ρυθμιστικής παρέμβασης) αλλά η πρόληψη της
εξάντλησης της καθαρής θέσης μιας τράπεζας που έχει μεν εκτεθεί σε αφερεγγυότητα, αλλά δεν
έχει ακόμα καταστεί αφερέγγυα.

(α) Βασικό μέσο υλοποίησης αυτού του στόχου είναι η υιοθέτηση μηχανισμών υπαγωγής των
προβληματικών τραπεζών σε καθεστώς εξυγίανσης. Το φάσμα των μέτρων εξυγίανσης που
λαμβάνονται στο πλαίσιο της παρεμβατικής πολιτικής των αρμοδίων αρχών ποικίλλει ακόμα και
μεταξύ κρατών τα οποία βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης. Ενδεικτικά
αναφέρονται:
• η αντικατάσταση της τραπεζικής διοίκησης και ο διορισμός επιτρόπου,
• η υποχρέωση απορρόφησης αφερέγγυας τράπεζας από μια υγιή, και
• η υποχρέωση αύξησης των ιδίων κεφαλαίων της.

(β) Ειδική αναφορά πρέπει να γίνει και στην καθιέρωση κανόνων αναφορικά με τη «διευθέτηση»
(“resolution”) των «συστημικά σημαντικών» τραπεζών (και άλλων κατηγοριών φορέων παροχής
χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών) που εκτίθενται σε αφερεγγυότητα, βάσει των οποίων να
καθίσταται δυνατή η (εν μέρει ή εν όλω) αναστολή της λειτουργίας τους, χωρίς:
• ούτε να τίθεται σε διακινδύνευση η σταθερότητα του τραπεζικού (και εν γένει του
χρηματοπιστωτικού) συστήματος,
• ούτε να είναι αναγκαία η κρατική παρέμβαση για τη διάσωσή τους, με την επίκληση του
επιχειρήματος ότι είναι συστημικά σημαντικές.
Στην έσχατη περίπτωση της αδυναμίας διάσωσης μιας αφερέγγυας τράπεζας ενεργοποιούνται οι
ειδικές διαδικασίες τραπεζικής εκκαθάρισης, οι οποίες έπονται της ανάκλησης της άδειας
λειτουργίας της. Στόχος αυτής της παρέμβασης, από την άποψη της διασφάλισης της
σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος, δεν είναι η προστασία και συλλογική ικανοποίηση
των πιστωτών της (κυρίαρχο αίτημα από την άποψη των διατάξεων του εταιρικού πτωχευτικού
δικαίου), αλλά η ελαχιστοποίηση των ζημιών που θα μπορούσαν να επέλθουν από τη συνέχιση
της λειτουργίας της:
• στο σύστημα εγγύησης καταθέσεων,
ή/και
• στους φορολογούμενους.

ΕΓΓΥΗΣΗ ΚΑΤΑΘΕΣΕΩΝ
Οι συμβολές του θεσμού της εγγύησης καταθέσεων
Η ύπαρξη ενός συστήματος εγγύησης των τραπεζικών καταθέσεων κρίνεται καταρχήν
απαραίτητη για την προστασία των μικροκαταθετών. Στην έννοια του μικροκαταθέτη υπάγονται
εκείνες οι κατηγορίες αποταμιευτών, οι οποίοι λόγω περιορισμένων γνώσεων διαθέτουν χαμηλό
επίπεδο πληροφόρησης για να είναι σε θέση να προβαίνουν σε αξιολόγηση της
φερεγγυότητας των τραπεζών στις οποίες εμπιστεύονται τις καταθέσεις τους. Για αυτήν την
κατηγορία αποταμιευτών ο τραπεζικός λογαριασμός αντιπροσωπεύει συνήθως σημαντικό
ποσοστό της συνολικής τους αποταμίευσης, ενώ δεν μπορεί κανείς να αξιώσει να επιβάλλουν με
τη συμπεριφορά τους ως επενδυτών την απαιτούμενη «πειθαρχία της αγοράς».
Τα συστήματα εγγύησης καταθέσεων επιτελούν, όμως, μια διπλή λειτουργία και ως μηχανισμοί
ανακοπής τραπεζικών κρίσεων με στόχο τη συμβολή στη διασφάλιση της σταθερότητας του
τραπεζικού συστήματος. Στη βάση της ιδιαιτερότητας που χαρακτηρίζει την τραπεζική αγορά
ευρίσκεται η ελλιπής πληροφόρηση των καταθετών, σχετικά με την παρούσα αξία του τραπεζικού
χαρτοφυλακίου επενδύσεων που δεν τους επιτρέπει να διακρίνουν μεταξύ υγιών και
προβληματικών τραπεζών. Ο πανικός που ενδέχεται να προκληθεί ανάμεσα στους καταθέτες από
περισσότερες αιτίες, αποτελεί, όπως ήδη έχουμε αναφέρει, ένα περιστατικό, στην εξέλιξη του
οποίου το σύνολο των καταθετών στο τραπεζικό σύστημα προβαίνει σε εκτεταμένη μετατροπή
των καταθέσεών τους σε ρευστό χρήμα. Σε συνθήκες, πάντως, μαζικής ανάληψης καταθέσεων
ακόμα και η πλέον φερέγγυα τράπεζα δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί στη ζήτηση μετατροπής
των καταθέσεων σε ρευστό χρήμα παρά μόνο είτε αν δανειστεί στην αγορά χρήματος και
κεφαλαίων ή από την Κεντρική Τράπεζα με σχετικά υψηλά επιτόκια, είτε αν ρευστοποιήσει
στοιχεία του ενεργητικού της σε ασύμφορα χαμηλές τιμές.

Με την καθιέρωση συστημάτων εγγύησης των τραπεζικών καταθέσεων επιδιώκεται η


αδρανοποίηση του κινήτρου των καταθετών για μαζική ανάληψη των καταθέσεών τους από
μεμονωμένες τράπεζες, ή, στην χειρότερη περίπτωση, από το σύνολο του τραπεζικού
συστήματος. Ειδικότερα:
(α) H πρώτη συμβολή συνίσταται στην αδρανοποίηση του κινήτρου των καταθετών για
εσπευσμένη ανάληψη των καταθέσεών τους από τράπεζες που είτε πράγματι αντιμετωπίζουν, είτε
απλά φημολογείται ότι αντιμετωπίζουν προβλήματα ρευστότητας ή/και φερεγγυότητας και για τις
οποίες αντιμετωπίζεται το ενδεχόμενο αναστολής της λειτουργίας τους. Η αδρανοποίηση
επέρχεται από το γεγονός ότι υπάρχει ένας φορέας ο οποίος, σε περίπτωση που η απαίτηση του
καταθέτη δεν είναι δυνατόν να ικανοποιηθεί από την τράπεζα, αναλαμβάνει εκείνος την
υποχρέωση καταβολής στον δικαιούχο του ισόποσου της κατάθεσής του (συνήθως μέχρι ενός
ορισμένου ανώτατου ποσού κάλυψης).
Αν δεν υπάρχει κατάλληλη μικρο-προληπτική εποπτεία και μια τράπεζα εκτεθεί ιδιαίτερα στους
κινδύνους που είναι συνυφασμένοι με τη λειτουργία της στην τραπεζική αγορά και τις αγορές
χρήματος και κεφαλαίων, χωρίς ταυτόχρονα να διαθέτει επαρκή ίδια κεφάλαια για την
απορρόφηση ζημιών, η επέλευση των κινδύνων αυτών ενδέχεται να οδηγήσει σε μείωση της
παρούσας αξίας του χαρτοφυλακίου της και, σε ακραία περίπτωση, να την καταστήσει μη
βιώσιμη επιχείρηση. Στην περίπτωση αυτή, η διασπορά ειδήσεων, ακόμα και αν αυτές είναι
ανυπόστατες, σχετικά με το ενδεχόμενο προσωρινής ή μόνιμης αναστολής της λειτουργίας της
τράπεζας, μπορεί να ωθήσει κάθε μεμονωμένο καταθέτη να σπεύσει να αναλάβει τις καταθέσεις
του από την εν λόγω τράπεζα. Η ύπαρξη, λοιπόν, ενός συστήματος εγγύησης των τραπεζικών
καταθέσεων αφαιρεί από τους καταθέτες το κίνητρο για την εκδήλωση πανικού ως
αποτέλεσμα της διασποράς ειδήσεων σχετικά με τη χρηματοοικονομική κατάσταση
μεμονωμένων τραπεζών.

(β) H δεύτερη συμβολή των συστημάτων εγγύησης καταθέσεων στη διατήρηση της
σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος έγκειται στην ανακοπή της εξέλιξης συνθηκών
πανικού στο σύνολο του τραπεζικού συστήματος, με την ανάληψη καταθέσεων αδιακρίτως από
περισσότερες τράπεζες με αποτέλεσμα την εξάντληση της καθαρής τους θέσης.
Αυτό επιτυγχάνεται με την εγγύηση της κάλυψης των καταθετών σε όλες τις τράπεζες και την
αποτροπή της μετατροπής υγιών τραπεζών σε προβληματικές λόγω αντικειμενικής αδυναμίας
ικανοποίησης της εκτεταμένης ζήτησης για μετατροπή των καταθέσεων σε ρευστά.

Τα προβλήματα από τη λειτουργία του θεσμού της εγγύησης καταθέσεων


Η προφανέστατα χρήσιμη συμβολή του θεσμού της εγγύησης καταθέσεων στη διατήρηση της
εμπιστοσύνης του κοινού στο τραπεζικό σύστημα δεν αναιρεί το γεγονός ότι η λειτουργία του
έχει ή ενδέχεται να έχει ορισμένες δυσμενείς επιπτώσεις.
— Έκθεση στον ηθικό κίνδυνο (“moral hazard”) ως προς την επικινδυνότητα του χαρτοφυλακίου
— Έκθεση στον ηθικό κίνδυνο ως προς την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων
— Διακριτική μεταχείριση των τραπεζών που αξιολογούνται ως “too big (to be left) to fail”

- Έκθεση στον ηθικό κίνδυνο (“moral hazard”) ως προς την επικινδυνότητα του
χαρτοφυλακίου
Η πρώτη αρνητική παρενέργεια συνίσταται στο γεγονός ότι η συμμετοχή σε ένα σύστημα
εγγύησης καταθέσεων δημιουργεί στις τράπεζες το κίνητρο ανάληψης υψηλότερων κινδύνων
από εκείνους στους οποίους θα εκτίθεντο αν οι καταθέτες ήσαν ανασφάλιστοι. Η
συμπεριφορά αυτή των τραπεζών, που είναι γνωστή ως έκθεση στον ηθικό κίνδυνο, είναι
ορθολογική αντίδραση στη συμπεριφορά των ασφαλισμένων καταθετών που δεν
αποβλέπουν στην προστασία που τους παρέχεται από την τράπεζα, αλλά σε εκείνη την
οποία τους προσφέρει ο φορέας. Η παρατήρηση αυτή ισχύει και για τους ανασφάλιστους
καταθέτες που εκτιμούν ότι πρόκειται να αποζημιωθούν από το φορέα εκ των υστέρων όταν
ενεργοποιηθεί η διαδικασία καταβολής. Η πλημμελής αυτή πειθαρχία που ασκούν οι
καταθέτες στην αγορά οφείλεται στο γεγονός ότι οι καταθέτες, που είτε είναι ρητά
ασφαλισμένοι είτε προσδοκούν ότι θα αποζημιωθούν πλήρως εκ των υστέρων αν ανακληθεί η
άδεια της τράπεζάς τους, δεν έχουν κίνητρο να παρακολουθούν την εξέλιξη της
χρηματοοικονομικής της κατάστασης.
Οι καταθέτες αυτοί δεν πρόκειται, λοιπόν, να απαιτήσουν (όπως θα συνέβαινε σε μια αγορά
χωρίς εγγύηση καταθέσεων) υψηλότερα επιτόκια από μια τράπεζα, η φερεγγυότητα της
οποίας είναι σχετικά χαμηλότερη. Η τάση για ανάληψη εξαιρετικών επιχειρηματικών
κινδύνων από μια τράπεζα που συμμετέχει (και μάλιστα ακριβώς λόγω αυτής της
συμμετοχής) σε σύστημα εγγύησης καταθέσεων επιτείνεται σε περίπτωση που δεν
προβλέπεται σύνδεση του ύψους των καταβαλλομένων ασφαλίστρων με την επικινδυνότητα
των επενδυτικών αποφάσεων. Η έλλειψη κυμαινόμενων ασφαλίστρων καθιστά ευχερή την
παρουσίαση στην αγορά κάθε επενδυτικής πρότασης ως εξίσου ασφαλούς και αυξάνει την
έκθεση μιας τράπεζας σε αφερεγγυότητα λόγω της μεγαλύτερης έκθεσής της στον πιστωτικό
κίνδυνο.

- Έκθεση στον ηθικό κίνδυνο ως προς την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων
Η δεύτερη αρνητική παρενέργεια της εγγύησης των καταθέσεων αφορά στον ηθικό κίνδυνο
στον οποίο εκτίθενται οι τράπεζες που συμμετέχουν στο σύστημα ως προς το ύψος των ιδίων
κεφαλαίων τους. Καθώς οι ασφαλισμένοι καταθέτες δεν έχουν κίνητρο να ελέγχουν την
τράπεζά τους, εκείνη τείνει να μειώνει το λόγο ιδίων κεφαλαίων (που θεωρείται ότι
συμβάλλουν στην αύξηση της εμπιστοσύνης του κοινού) προς τα στοιχεία του ενεργητικού
της μειώνοντας ταυτόχρονα τα «αντισώματά» της για την απορρόφηση ζημιών σε περίπτωση
επέλευσης των κινδύνων. Στην περίπτωση αυτή ενδέχεται να λειτουργεί μάλιστα και ένας
ανατροφοδοτικός μηχανισμός. Όσο μικρότερη είναι η κεφαλαιακή βάση της τράπεζας, τόσο
μεγαλύτερη είναι η τάση για ανάληψη εκτεταμένων κινδύνων, καθώς τα κέρδη από την
πραγματοποίηση υψηλότερων αποδόσεων παραμένουν στους μετόχους, ενώ οι ζημίες
μετακυλίονται στο φορέα.

- Διακριτική μεταχείριση των τραπεζών που αξιολογούνται ως “too big (to be left) to
fail”
Μια επιπλέον ιδιαιτερότητα που χαρακτηρίζει τα συστήματα εγγύησης των τραπεζικών
καταθέσεων είναι ότι στην πράξη η μεταχείριση των ανασφάλιστων καταθετών στις μεγάλες
και τις μικρές τράπεζες είναι ανομοιόμορφη. Όσοι έχουν καταθέσεις στις μεγάλες τράπεζες,
το κόστος ανάκλησης της άδειας λειτουργίας των οποίων είναι οικονομικά, ίσως δε επίσης
και πολιτικά, απαγορευτικό, καθίστανται de facto ασφαλισμένοι για το σύνολο των
απαιτήσεών τους. Αντίθετα, οι καταθέτες των μικρών τραπεζών επωμίζονται πλήρως τις
ζημίες σε περίπτωση επέλευσης και εποπτικής ή δικαστικής αναγνώρισης της
αφερεγγυότητάς τους. Η συμπεριφορά αυτή του φορέα (και των διοικητικών αρχών με τις
οποίες συνεργάζεται σε περίπτωση κρίσης στο τραπεζικό σύστημα) οφείλεται στο γεγονός ότι
σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας μιας μεγάλης τράπεζας, ο κίνδυνος της
επέλευσης αλυσιδωτών αντιδράσεων στην τραπεζική αγορά είναι, συγκριτικά, αυξημένος. Ο
φορέας δεν επιθυμεί, επομένως, την επέλευση ζημιών στους ανασφάλιστους καταθέτες της
προβληματικής τράπεζας, φοβούμενος αρνητικές μακροοικονομικές επιπτώσεις ή δυσμενή
επίδραση στην ασφάλεια του συστήματος εν γένει. Οι μεγάλες τράπεζες που χαίρουν αυτής
της προνομιακής μεταχείρισης αναφέρονται στην αγγλική ορολογία ως “too big to fail”. Οι
συνέπειες από την ύπαρξή τους είναι δύο:
(α) Οι μικρότερες τράπεζες περιέρχονται σε συγκριτικά μειονεκτική θέση στον ανταγωνισμό
τους με τις μεγάλες που πληρούν τις προϋποθέσεις υπαγωγής τους στην έννοια των τραπεζών
που είναι “too big to fail”.
(β) H πειθαρχία της αγοράς έχει χαμηλότερη αποτελεσματικότητα εκεί που είναι περισσότερο
απαραίτητη, δηλαδή στις μεγάλες τράπεζες με χαμηλή κεφαλαιακή επάρκεια.

ΤΕΛΙΚΟΣ ΑΝΑΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΟΣ ΔΑΝΕΙΣΜΟΣ

Tέλος, η παρέμβαση των νομισματικών αρχών με την ιδιότητα του τελικού αναχρηματοδοτικού
δανειστή (ή «δανειστή έσχατης προσφυγής», “lender of last resort”), απαιτείται για την
αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών ρευστότητας που ενδέχεται να αντιμετωπίσει μια φερέγγυα
τράπεζα, ώστε να αποφευχθεί η περιέλευσή της σε κατάσταση αφερεγγυότητας λόγω μιας
ενδεχόμενα εκτεταμένης, αλλά προσωρινού χαρακτήρα έκθεσής της στον κίνδυνο ρευστότητας.
Σύμφωνα με τη θεωρία πάντως, η φερεγγυότητα μιας τράπεζας αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση
για τη δυνατότητα προσφυγής της στον τελικό αναχρηματοδοτικό δανειστή.

Επιπλέον, η εξουσία των κεντρικών τραπεζών να δρουν ως τελικοί αναχρηματοδοτικοί


δανειστές είναι δυνατό να θεμελιωθεί μόνον ερμηνευτικά. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι,
σύμφωνα με την αρχή της «εποικοδομητικής ασάφειας» (“constructive ambiguity”) αναφορικά με
τις προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν, ώστε να υπάρχει παρέμβαση της κεντρικής τράπεζας
με την ιδιότητα του τελικού αναχρηματοδοτικού δανειστή, σε κανένα κράτος δεν συναντάται
ρητή νομοθετική διάταξη που να χορηγεί σε κεντρική τράπεζα τέτοια αρμοδιότητα, καθώς μια
τέτοια ρύθμιση:
• θα έθετε από μόνη της σε μεγαλύτερη διακινδύνευση τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού
συστήματος λόγω μεγαλύτερης έκθεσης των τραπεζών στον ηθικό κίνδυνο (“moral hazard”) και,
συνεπώς, σε αφερεγγυότητα, και ως εκ τούτου
• θα καθιστούσε αναγκαία την καθιέρωση αυστηρότερων μέτρων προληπτικής εποπτείας, από
ό,τι απαιτείται ενγένει, για την πρόληψη της έκθεσης των τραπεζών στους κινδύνους που
αναλαμβάνουν με τη δραστηριότητά τους.
Επισημαίνεται ότι σε περιόδους κρίσης, εναλλακτικά προς την παρέμβαση των κεντρικών
τραπεζών με την ιδιότητα του τελικού αναχρηματοδοτικού δανειστή (“central bank money
solution”), υπάρχουν τρεις (3) επιπλέον δυνατότητες:
• η χορήγηση δανεισμού στην τράπεζα που αντιμετωπίζει προβλήματα ρευστότητας με
συντονισμένες ενέργειες του ιδιωτικού τραπεζικού τομέα (“private money solution”),
• η κρατική παρέμβαση για τη διάσωση τραπεζών, η ανάκληση της άδειας λειτουργίας των
οποίων κρίνεται ότι θα έχει σοβαρές συστημικές επιπτώσεις (“taxpayers money solution”),
και
• η λήψη έκτακτων μη συμβατικών νομισματικών μέτρων από την κεντρική τράπεζα

You might also like