Professional Documents
Culture Documents
Από τον:
Ντεμίρη Γεώργιο
(U194N0356)
Εισαγωγή....................................................................................................................................... 3
Συμπεριληπτικό σχολείο................................................................................................................ 5
Συμπεράσματα............................................................................................................................... 7
Βιβλιογραφία................................................................................................................................. 9
Βιβλία....................................................................................................................................................9
e- Books................................................................................................................................................9
Άρθρα από επιστημονικά περιοδικά......................................................................................................9
Νόμοι..................................................................................................................................................10
Διαδίκτυο............................................................................................................................................10
2
Εισαγωγή
Από τις αρχές ήδη του 20ου αιώνα, ξεκίνησε να εξαπλώνεται στην Ευρώπη
μια αναζήτηση για αποτελεσματική αριθμητική αποτίμηση της εξυπνάδας του
ατόμου. Παράλληλα συνέτρεξαν προσπάθειες να αναγνωριστούν και να μελετηθούν
τα προβλήματα που κρατούν σε χαμηλό επίπεδο τις διάφορες ικανότητες των παιδιών
(Riddell, 2006). Οι έρευνες, που έγιναν σε αυτή την κατεύθυνση, κυρίως από
ψυχολόγους και άλλους γιατρούς, εστίασαν σε δύο βασικά ερωτήματα: Τι είναι
ικανός να μάθει ο μαθητής αλλά και με ποιο τρόπο θα επιτευχθεί αποτελεσματικά
αυτή η μάθηση (Χρηστάκης, κ.α, χ.χ)
Η ιατρική σκοπιά από την οποία αρχικά θεωρήθηκε το αντικείμενο,
περιθωριοποίησε και στιγμάτισε όλα εκείνα τα άτομα που οι αντιληπτικές και
αισθητηριακές τους ικανότητες δεν ταυτίζονταν με εκείνες των τυπικών ατόμων. Έτσι
η πρώτη αντιμετώπιση των ατόμων με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες ήταν η αποκοπή
τους από το κοινωνικό σύνολο και η ιδρυματοποίηση σε άσυλα (Στασινός, 2016).
Ωστόσο, πλέον έχει γίνει αποδεκτό, ότι η αντιμετώπιση της αναπηρίας δεν
βασίζεται αποκλειστικά στην ιατρική επιστήμη, αλλά απαιτεί μία περισσότερο
εκπαιδευτική προσέγγιση (Ευρωπαϊκός Φορέας Ειδικής Αγωγής, 2003). Διεθνείς
οργανισμοί και φορείς υποστήριξαν σθεναρά, τις τελευταίες δεκαετίες, το βασικό
δικαίωμα του ανθρώπου για πρόσβαση στην παιδεία. Το αποτέλεσμα ήταν η
εμφάνιση και εξέλιξη μιας νέας μορφής εκπαίδευσης, που αναφέρεται στους μαθητές
ανεξαρτήτως των δυνατοτήτων τους. Η νέα συμπεριληπτική μέθοδος ανοίγει πλέον
τις πόρτες του σχολείου σε όλους, τόσο στους τυπικούς μαθητές, όσο και στους
πρώην αποκλεισμένους μαθητές καθιστώντας το έτσι ένα σχολείο για όλους
(Στασινός, 2013).
3
καθώς παρατηρείται, ότι οι μαθησιακές διαταραχές είναι πολύπλοκες, δεν οφείλονται
αποκλειστικά σε έναν παράγοντα και σχεδόν ποτέ δεν είναι αυθύπαρκτες
(Αναγνωστόπουλος, 2001).
Η ειδική εκπαίδευση έχει διττή υπόσταση. Από τη μία προσαρμόζει την
διδασκαλία, ώστε να ανταποκρίνεται στις ανάγκες όλων των μαθητών ανεξαιρέτως. Ο
δεύτερος ρόλος της ειδικής εκπαίδευσης είναι παρεμβατικός. Οι τρεις τυπικές μορφές
είναι η πρόληψη, η θεραπεία και η αντιστάθμιση (Στασινός, 2013). Εξασφαλίζεται
έτσι η συμμετοχή στη μάθηση, των ατόμων που χρήζουν ειδικής εκπαίδευσης,
πράγμα απαραίτητο για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και άσκηση των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων. Άλλωστε η δυνατότητα πρόσβασης στην εκπαίδευση είναι το πρώτο
στάδιο, όπου παρατηρείται η εξίσωση των ευκαιριών. Η δήλωση αυτή της UNESCO,
υπογράφηκε το 1994 στη Σαλαμάνκα από εκπροσώπους 92 κυβερνήσεων. Οι
κυβερνήσεις δεσμεύτηκαν να συμπεριλάβουν μη τυπικούς μαθητές στα κανονικά
σχολεία (UNESCO, 1994).
Στην Ελλάδα η ειδική εκπαίδευση ξεκίνησε περίπου έναν αιώνα πριν, με
ιδιωτικές πρωτοβουλίες. Επίσημα καθιερώθηκε το 1981 όταν και ψηφίστηκε ο νόμος
«Περί ειδικής αγωγής, ειδικής επαγγελματικής εκπαιδεύσεως,…». Έκτοτε έγιναν
μεταρρυθμίσεις, ώσπου το 2008 ψηφίστηκε ο νόμος «Ειδική αγωγή και εκπαίδευση
ατόμων με αναπηρία ή ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες», όπου προέβλεπε δραστικές
αλλαγές στο εκπαιδευτικό σύστημα. Αυτός ο νέος νόμος δίνει μικρότερο βάρος στις
μαθησιακές δυσκολίες των ατόμων με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, ενώ η έμφαση
προσδίδεται στη δυνατότητα τους για συμμετοχή σε όλα τα σχολικά δρώμενα
(Στασινός, 2016).
4
Αντίθετα, η συμπεριληπτική εκπαίδευση (inclusion education) όπως
περιεγράφηκε από τον Bennett, είναι ένα ταξίδι μακριά από το διαχωρισμό
(Frederickson, 2015). Τα συμπεριληπτικά σχολεία, λοιπόν, αποτελούν μέτρο
καταπολέμησης κατά των διακρίσεων και αποτρέπουν τους κοινωνικούς
αποκλεισμούς (UNESCO, 1994).
Συγκριτικά η πολιτική της ένταξης, προσπαθεί να προσαρμόσει το μαθητή στο
ισχύον εκπαιδευτικό σύστημα, ενώ η συμπερίληψη αναδιοργανώνει και προσαρμόζει
το εκπαιδευτικό σύστημα πάνω στις ανάγκες του μαθητή (Χατζημανώλη, 2005).
Επομένως συμπερίληψη ορίζεται ως η διαδικασία για ενίσχυση του εκπαιδευτικού
συστήματος, ώστε να μπορεί να παρέχει ίσες ευκαιρίες μάθησης σε όλα τα παιδιά
(Sebba & Anscow, 1996).
Συμπεριληπτικό σχολείο
5
επιτυγχάνεται όπως ορίζει ο νόμος που αφορά την ειδική αγωγή του 2008. Έτσι οι
μαθητές με ΕΕΑ μπορούν να φοιτούν σε σχολική τάξη γενικού σχολείου, αν
πρόκειται για ήπια περίπτωση. Για δυσκολότερες περιπτώσεις, κρίνεται απαραίτητη η
παράλληλη στήριξη από ειδικούς εκπαιδευτικούς. Τέλος, όταν οι περιστάσεις το
απαιτούν, διαμορφώνονται ειδικά τμήματα ένταξης τα οποία στελεχώνονται από
κατάλληλους επιστήμονες (Ν.3699).
«Με την έννοια “ρόλος”, εννοούμε το σύνολο των προσδοκιών και της
αναμενόμενης συμπεριφοράς ενός ατόμου το οποίο κατέχει μια θέση μέσα σε μια
ομάδα» (Ντούσκας, 2007, σελ.1). Ο εκπαιδευτικός σε αυτό το σχολείο λοιπόν,
κατέχει έναν ρόλο κλειδί, καθώς είναι υπεύθυνος για όλους τους μαθητές της τάξης,
τυπικούς και μη. Η συνεισφορά του είναι σημαντική, τόσο για την αρχική απεικόνιση
του κλινικού προφίλ, όσο και για την ανατροφοδότηση, καθώς οι ικανότητες του
μαθητή εξελίσσονται. Ο εκπαιδευτικός, λοιπόν είναι ο πρώτος παρατηρητής των
ενδείξεων ότι κάποιος μαθητής χρήζει ειδικής εκπαίδευσης (Στασινός, 2016).
Σε αυτή την αναγνώριση, η συμπεριφορά του μαθητή είναι δείκτης. Η
συμπεριφορά αυτή παρατηρείται από τον έμπειρο εκπαιδευτικό, ο οποίος διενεργεί
μια διαδικασία αξιολόγησης με σκοπό να αποκαλύψει τις ικανότητες, αλλά και τις
αδυναμίες του μαθητή (Χρηστάκης, 2006). Η διαδικασία της αξιολόγησης δεν πρέπει
να αρκείται βέβαια, μόνο στην παρατήρηση της συμπεριφοράς. Θα πρέπει να
εξετάζονται και άλλες παράμετροι, όπως το ιστορικό εκπαίδευσης αλλά και η
οικογενειακή κατάσταση (Δράκος & Τσιναρέλης, 2010). Καμία περίεργη
συμπεριφορά δεν εμφανίζεται εν κενώ, αλλά συχνά υπάρχουν αίτια στο οικογενειακό
περιβάλλον (Στασινός, 2016).
Μόλις ο εκπαιδευτικός επιβεβαιώσει τις υποψίες του, απευθύνεται στον
διευθυντή του σχολείου και στον σχολικό σύμβουλο και μαζί δρομολογούν ένα
βραχυχρόνιο πρόγραμμα παρέμβασης. Αν το αποτέλεσμα δεν είναι το επιθυμητό,
ενημερώνονται οι γονείς του μαθητή και με τη συγκατάθεση τους παραπέμπεται σε
κάποιον διαγνωστικό φορέα (Στασινός, 2016).
Ωστόσο, το έργο του εκπαιδευτικού δεν ολοκληρώνεται στην αρχική
διάγνωση. Ενημερώνεται για το αποτέλεσμα της εξέτασης. Κατόπιν κατευθύνεται
από τις παρατηρήσεις του διαγνωστικού φορέα και μορφοποιεί το αναλυτικό
πρόγραμμα στηριζόμενος σε αυτές (Χρηστάκης, 2006).
Η διδασκαλία, αλλά και η συνεχής αξιολόγηση πρέπει να είναι
αποτελεσματικές και να οδηγούν το μαθητή μέσα από μια σταθερή τροχιά στο
επιθυμητό αποτέλεσμα, που είναι η μάθηση και η εξέλιξη βασικών δεξιοτήτων. Γι΄
αυτό το λόγο, ο εκπαιδευτικός της νέας εποχής, οφείλει να συνεργάζεται με τους
ειδικούς εκπαιδευτικούς του σχολείου αλλά και να έχει πρόσβαση σε
προσαρμοσμένο εκπαιδευτικό υλικό (Watkins, 2007). Προτερήματα επίσης που
βοηθούν προς αυτή την κατεύθυνση είναι η επιστημονική κατάρτιση του
εκπαιδευτικού (Στασινός, 2016), καθώς και το επίπεδο ανεκτικότητας και
συνεργασίας με το παιδί (Στασινός, 2009).
6
Θεσμικός διαγνωστικός φορέας
Συμπεράσματα
Μια κοινωνία ισότητας, σημαίνει μια κοινωνία χωρίς αποκλεισμούς και
διακρίσεις. Μια κοινωνία που προασπίζεται τα δικαιώματα του κάθε της μέλους. Και
ένα από τα βασικά δικαιώματα που έχουν τα μέλη της, είναι η ισότιμη πρόσβαση
στην εκπαίδευση. Το συμπεριληπτικό σχολείο της νέας εποχής είναι ο αρωγός για την
7
κατάκτηση αυτού του δικαιώματος. Μάλιστα η συνύπαρξη τυπικών και μη μαθητών,
που δρουν και συνεργάζονται στον ίδιο χώρο, θα διαμορφώσει τους αυριανούς
πολίτες, οι οποίοι θα είναι απελευθερωμένοι από τις προκαταλήψεις και διακρίσεις
του παρελθόντος απέναντι στους διαφορετικούς.
Στο συμπεριληπτικό σχολείο, πρωταγωνιστικό ρόλο κατέχει ο εκπαιδευτικός.
Η ποιότητα της κατάρτισης του, το μέγεθος της εμπειρίας του, η ευαισθησία και το
μεράκι του απέναντι στο έργο του είναι οι βασικοί παράγοντες, που θα καθορίσουν το
επίπεδο της επιτυχίας της εκπαίδευσης. Επιπρόσθετα η παρατηρητικότητα του είναι
αυτή που θα εντοπίσει αρχικά τα συμπτώματα και τις δυσκολίες ενός μαθητή που
διαφέρει από το γενικό πληθυσμό. Όσο πιο έγκαιρη η διάγνωση, τόσο πιο
αποτελεσματική η παρέμβαση.
Κρίνεται λοιπόν ωφέλιμο, οι εκπαιδευτικοί που απαρτίζουν τις σχολικές
μονάδες να βλέπουν τη συμπερίληψη, όχι ως μια δυσκολία στο επάγγελμα τους, αλλά
ως μια νέα πρόκληση. Κάτι τέτοιο μπορεί να επιτευχθεί μέσω της δια βίου μάθησης
και της συνεχούς ενημέρωσης των εκπαιδευτικών με προγράμματα, σεμινάρια,
ημερίδες και οτιδήποτε άλλο μπορεί να καταστήσει πραγματικότητα το «ένα σχολείο
για όλους».
8
Βιβλιογραφία
Βιβλία
Δράκος, Γ. & Τσιναρέλης, Γ. (2010). Ψυχοκοινωνικές παράμετροι των σχολικών
δυσκολιών. Αθήνα: Μ.Δ.Δ.Ε.
Στασινός, Δ., (2009). Ψυχολογία του Λόγου και της Γλώσσας: Ανάπτυξη και
Παθολογία, Δυσλεξία και Λογοθεραπεία. 1η Έκδοση. Αθήνα: Gutenberg
e- Books
Frederickson, N., Cline, T. (2015). Special Educational Needs, Inclusion and
Diversity. 3rd ed. Maidenhead, Berkshire, England : McGraw-Hill Education.
http://web.a.ebscohost.com/ehost/ebookviewer/ebook/bmxlYmtfXzExNzIwNTdfX0F
O0?sid=879a842a-701a-4b62-ae24-
c02e983e37a5@sessionmgr4008&vid=1&format=EB
9
Χατζημανώλη, Δ., (2005). Από την ένταξη-ενσωμάτωση στη συμπερίληψη. Ένας
επαναπροσδιορισμός της αντιμετώπισης των παιδιών με ειδικές εκπαιδευτικές
ανάγκες. Εκπαιδευτική κοινότητα. 72: 30-35
Νόμοι
Ν. 3699. Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση ατόμων με αναπηρία ή με ειδικές
εκπαιδευτικές ανάγκες. Εφημερίδα της Κυβέρνησης (ΦΕΚ 199/Α/2-10-2008)
Διαδίκτυο
Ευρωπαϊκός Φορέας Ειδικής Αγωγής (2003).Ειδική αγωγή στην Ευρώπη. Τόμος 1.
Θεματική έκδοση: Βρυξέλλες. Ανακτήθηκε από
https://www.european-agency.org/sites/default/files/special-needs-education-in-
europe_sne_europe_el.pdf
Ευρωπαϊκός Φορέας Ανάπτυξης της Ειδικής Αγωγής (2006). Ειδική αγωγή στην
Ευρώπη: Παροχές στη μετα- πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Τόμος 2. Θεματική Έκδοση:
Βρυξέλλες Ανακτήθηκε από
https://www.european-agency.org/sites/default/files/special-needs-education-in-
europe-volume-2-provision-in-post-primary-education_Thematic-EL.pdf
Χρηστάκης, Κ., Κρητικού, Α., Μαγκούτη, Ζ., Μπαλκίζας, Ν., Μπελεγράτη, Χρ.,
Υφαντή, Ε. (χ.χ)Προγράμματα και Στρατηγικές Διδασκαλίας για Παιδιά́ και Εφήβους
με Νοητική́ Υστέρηση. 3ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ειδικής Αγωγής με Διεθνή
Συμμετοχή. Ανακτήθηκε από http://users.sch.gr/nikbalki/files/Synedria/3syneae.pdf
UNESCO (1994). The Salamanca Statement and Framework for Action on Special
Needs Education. World Conference on Special Needs Education: Access and
10
Quality. Retrieved from
http://www.unesco.org/education/pdf/SALAMA_E.PDF
11