You are on page 1of 10

ΘΑΝΑΤΙΚΗ ΠΟΙΝΗ

Πρόλογος
Η επιβολή της θανατικής ποινής εξακολουθεί να απασχολεί την ανθρωπότητα παρά το
γεγονός ότι σε πολλές χώρες του κόσμου έχει καταργηθεί, αφού θεωρήθηκε παρωχημένος
τρόπος απονομής δικαιοσύνης, ένδειξη πνευματικού σκοταδισμού, που έρχεται σε αντίθεση με
τα ανθρώπινα δικαιώματα. Πρώτη φορά το 1774 ο Τσεζάρε Μπεκαρία, στο έργο του Δοκίμιο
περί εγκλημάτων και ποινών, έκανε λόγο για την κατάργησή της. Ως διαφωτιστής αντιτάχθηκε
στη θανατική ποινή και μίλησε για το σωφρονιστικό χαρακτήρα που πρέπει να έχουν οι
ποινές. Η διόγκωση όμως της εγκληματικότητας προκάλεσε έντονους προβληματισμούς σχετικά
με την αναγκαιότητα της επαναφοράς της, ως μέσου πάταξης των φαινομένων κοινωνικής
παθογένειας.

Επιχειρήματα κατά της θανατικής ποινής:


 Η θανατική ποινή, όσο κι αν λειτουργεί εκφοβιστικά, δεν αποτελεί σε όλες τις
περιπτώσεις ικανό αποτρεπτικό παράγοντα για σημαίνοντα εγκλήματα, καθώς αυτά
είτε τελούνται από ανθρώπους που βρίσκονται σε κατάσταση ισχυρής συναισθηματικής
φόρτισης (εν βρασμώ ψυχής), οπότε δεν λαμβάνουν καν υπόψη τους τις πιθανές
συνέπειες των πράξεών τους, είτε από άτομα που τελούν το έγκλημα έχοντας ήδη
αποδεχτεί το ενδεχόμενο του θανάτου τους. Άνθρωποι που επιχειρούν τρομοκρατικές
ενέργειες ή πολιτικά εγκλήματα, είναι ήδη αποφασισμένοι να θυσιάσουν ακόμη και τη
ζωή τους, ενώ δεν είναι απίθανο να θεωρούν τη θανάτωσή τους ως μέσο επικύρωσης και
προσωπικής αναγνώρισης.
 Η πολιτεία προκειμένου να επιβάλει τη θανατική ποινή αναγκάζει κάποιον πολίτη
(υπάλληλο) να επωμιστεί το βάρος της εκτέλεσής της. Στην περίπτωση αυτή ακόμη και η
επίγνωση πως πρόκειται για μια νόμιμα επιβεβλημένη ποινή δεν απαλλάσσει τον
εκτελούντα από τις τύψεις κι από το γενικότερο προσωπικό κόστος. Αν, μάλιστα,
πρόκειται για μια επαναλαμβανόμενη δραστηριότητα τότε ο ίδιος και όσοι εμπλέκονται
σ’ αυτή τη διαδικασία εξωθούνται σε μια απευαισθητοποίηση που τους φέρνει στα όρια
της αποκτήνωσης.
 Η θανατική ποινή είναι απολύτως ανήκεστη, γεγονός που δημιουργεί εύλογες
αντιδράσεις, καθώς υπάρχει πάντοτε το ενδεχόμενο να επιβληθεί σε κάποιον πολίτη που
δεν έχει διαπράξει το έγκλημα που του καταλογίζουν.
 Με τη θανατική ποινή αναιρείται πλήρως η έννοια του σωφρονισμού, καθώς δεν
παρέχεται καμία δυνατότητα μετάνοιας και ηθικής αναμόρφωσης στο δράστη. Η ποινή,
έτσι, λειτουργεί περισσότερο ως εκδίκηση.
 Η πολιτεία, όχι μόνο δεν αποδέχεται τυχόν δική της ευθύνη για την εξώθηση ενός
πολίτη της σ’ ένα ακραίο έγκλημα, αλλά συνάμα είναι σαν να παραδέχεται πως δεν
είναι σε θέση ή ακόμη περισσότερο πως θεωρεί ότι δεν αξίζει καν να επιδιώξει μέσω
μιας διαφορετικής ποινής (π.χ. ισόβια κάθειρξη) την αναμόρφωσή του. Χρησιμοποιεί τη
θανατική ποινή για να απαλλάξει τη πολιτεία από τον πολίτη που διαπράττει ένα
ειδεχθές έγκλημα.
 Η θανατική ποινή συνιστά μέγιστη παραβίαση ενός θεμελιώδους ανθρώπινου
δικαιώματος. Αποτελεί, συνάμα, μια διάπραξη φόνου, που επιβάλλεται από την ίδια την
πολιτεία, γεγονός που εγείρει το ερώτημα, αν η πολιτεία έχει τη δικαιοδοσία να αφαιρεί
τη ζωή ενός πολίτη.Το ερώτημα αυτό, άλλωστε, μπορεί να σχετιστεί και με τη
γενικότερη έννοια του εγκλήματος, υπό την έννοια πως η θανατική ποινή επιβάλλεται
από μια πολιτεία (κυβέρνηση), η οποία ενδεχομένως με τις λανθασμένες πολιτικές της να
επιφέρει ψυχική οδύνη ή ακόμη και να εξωθεί στην αυτοχειρία πολίτες της, χωρίς ποτέ
να λογοδοτεί για τα εγκλήματα αυτά. Δημιουργείται, έτσι, μια ανισότητα ανάμεσα στο
προφανές έγκλημα που διαπράττει ένας πολίτης και στα πλείστα αφανή εγκλήματα
που διαπράττει η πολιτεία με λάθη ή παραλείψεις της.
 Μια πολιτεία που προχωρά στην καταπάτηση ενός εγγενούς και αναφαίρετου
δικαιώματος των πολιτών της, θέτει αυτομάτως υπό αίρεση την ίδια της την υπόσταση
και αξία ως θεσμού που υπάρχει για να προστατεύει και να υπερασπίζεται τα θεμελιώδη
δικαιώματα των μελών της.
 Η επιβολή της θανατικής ποινής βασίζεται κάθε φορά σε μια δικαστική απόφαση, η
οποία όπως όλες οι ανθρώπινες αποφάσεις ενέχει το στοιχείο της υποκειμενικότητας, και
είναι άρα ευάλωτη σε παράγοντες όπως είναι ο κοινωνικός ή φυλετικός ρατσισμός.
 Η θανατική ποινή μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέσο άσκησης πολιτικών
πιέσεων και επιβολής, λαμβάνοντας τη μορφή εκκαθάρισης αντίπαλης ή εν γένει
διαφωνούσας πολιτικής παράταξης.
 Η επίγνωση ότι ένα είδος εγκλήματος επισύρει τη θανατική ποινή σε μια πολιτεία, όπως
για παράδειγμα ο βιασμός, είναι πιθανό να εξωθήσει τον εγκληματία σε πράξεις
μεγαλύτερης βιαιότητας (π.χ. διάπραξη φόνου), προκειμένου να καλύψει το διαπραχθέν
έγκλημα.
 Η θανατική ποινή, πέρα από το ίδιο το γεγονός της θανάτωσης, συνιστά συνολικά μια
εξαιρετικά σκληρή τιμωρία, καθώς υποβάλλει τον τιμωρηθέντα σ’ έναν εξουθενωτικό
ψυχικό βασανισμό από τη στιγμή που θα του γνωστοποιηθεί πως επίκειται η εκτέλεσή
του.
 Η επιβολή της θανατικής ποινής μοιάζει ως η εύκολη λύση σε σχέση με όσα θα έπρεπε
προληπτικά να εφαρμόζει μια πολιτεία προκειμένου να καλλιεργήσει επαρκώς και να
διαφυλάξει τους πολίτες της από την καταφυγή σε βίαια εγκλήματα.

Επιχειρήματα υπέρ της θανατικής ποινής:


 Ορισμένα εγκλήματα με τη βιαιότητα που τα διακρίνει, τον ψυχρό και υπολογισμένο
τρόπο με τον οποίο έχουν εκτελεστεί και την έκταση που έχουν λάβει (κατά συρροή
δολοφονίες, πολλαπλά θύματα), υποδηλώνουν πως ο δράστης έχει συνειδητά θέσει
εαυτόν εκτός κοινωνικού συνόλου, και πως είναι απίθανη η όποια μεταστροφή ή
αναμόρφωσή του. Ενώ, συνάμα, προκαλούν τέτοια αποστροφή και αναστάτωση στους
υπόλοιπους πολίτες, ώστε η θανάτωση του εγκληματία να εμφανίζεται ως κοινωνικό
αίτημα.
 Η θανατική ποινή μπορεί να αποτελέσει ένα πιο αποτελεσματικό φόβητρο, σε σχέση με
την ισόβια κάθειρξη, για ορισμένους πιθανούς εγκληματίες. Η επίγνωση πως η
δολοφονία ενός ανθρώπου επισύρει αντίστοιχη τιμωρία, συνιστά μεγαλύτερο φόβητρο
από το ενδεχόμενο ισόβιας κάθειρξης, η οποία σε χώρες όπως είναι η Ελλάδα
αντιστοιχεί σε φυλάκιση 16-20 ετών ή και λιγότερο.
 Η πολιτεία, όπως λαμβάνει κάθε άλλο μέσο για την προστασία των πολιτών
της, νομιμοποιείται να προχωρήσει ακόμη και στην αφαίρεση μιας ανθρώπινης
ζωής, εφόσον με αυτό τον τρόπο κριθεί πως διαφυλάσσεται η ασφάλεια του λοιπού
κοινωνικού συνόλου. Πρόκειται, άλλωστε, για την ίδια πηγή εξουσίας που
νομιμοποιείται να λάβει αποφάσεις ακόμη και για τη διενέργεια πολεμικών πράξεων, αν
αυτό συνιστά επωφελή κίνηση για τα εθνικά συμφέροντα.
 Το ενδεχόμενο να επιβληθεί λανθασμένα η θανατική ποινή σ’ έναν πολίτη που είναι
αθώος για το έγκλημα που του αποδίδεται, δεν μπορεί να οδηγεί στην πλήρη κατάργηση
της ποινής αυτής. Καλεί, ωστόσο, σε απόλυτη βεβαιότητα των αρχών προτού φτάσουν
στην επιβολή της. Άλλωστε, το ότι η θανατική ποινή προκαλεί ανεπανόρθωτη ζημία,
ισχύει εξίσου και για την ισόβια κάθειρξη, εφόσον σε περίπτωση λανθασμένης
επιβολής η πολιτεία δεν μπορεί να επανορθώσει για τη στέρηση όλων αυτών των
δημιουργικών χρόνων από τη ζωή ενός ανθρώπου.
 Η παραβίαση θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων με την επιβολή της θανατικής
ποινής, λαμβάνει τη δέουσα απάντηση από το γεγονός πως μια τέτοια ποινή
επιβάλλεται μόνο σε άτομα που δε δίστασαν να καταστρατηγήσουν τα αντίστοιχα
δικαιώματα συνανθρώπων τους. Ο πολίτης που επιθυμεί να γίνονται σεβαστά τα
δικαιώματά του οφείλει το δίχως άλλο να σέβεται εξίσου και τα δικαιώματα των άλλων.

Επίλογος
Η θανατική ποινή αποκαλύπτει το σκληρό πρόσωπο μιας κοινωνίας, η οποία αδυνατώντας να
δράσει ουσιαστικά και καίρια σε σχέση με την πρόληψη βίαιων εγκλημάτων καταφεύγει σε μια
εκ των υστέρων εκδικητική ποινή. Όχι μόνο αναιρεί κάθε πρόθεση συμμόρφωσης από μέρους
της πολιτείας, αλλά κι έρχεται ως λανθασμένη απάντηση σ’ ένα πρόβλημα που απαιτεί πολύ
πιο έγκαιρες και ανθρωποκεντρικές παρεμβάσεις.
ΚΡΙΤΗΡΙΟ
ΚΕΙΜΕΝΟ Ι
Ο θεόδωρος Π. Λιανός είναι Ομότιμος καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, συγγραφέας
βιβλίων με αντικείμενο τις οικονομικές σπουδές και αρθρογράφος. Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα από άρθρο
– παρέμβασή του με αφορμή την κατάθεση στο εθνικό μας Κοινοβούλιο πρότασης εξήντα ενός βουλευτών για
επαναφορά της θανατικής ποινής (1997)

Εξήντα ένα μέλη του εθνικού μας Κοινοβουλίου κατέθεσαν πρόταση επαναφοράς της
θανατικής ποινής. […] Τα κύρια επιχειρήματα υπέρ της επαναφοράς της θανατικής ποινής
είναι τα εξής:
Πρώτον, η επιβολή και εκτέλεση της θανατικής ποινής θα έχει αποτρεπτικές συνέπειες. Αυτό
δεν σημαίνει ότι θα σταματήσουν οι δολοφονίες, αλλά είναι αναμενόμενο ότι θα μειωθούν. Στη
Γαλλία, στο διάστημα 1970-1980, προ της κατάργησης της θανατικής ποινής, έγιναν πέντε
δολοφονίες ανηλίκων, ενώ μετά την κατάργηση, στο διάστημα 1984-1993, οι δολοφονίες
ανηλίκων αυξήθηκαν σε 84, δηλ. αυξήθηκαν κατά δεκαεφτά φορές!
Δεύτερον, είναι γνωστή η περίπτωση του Τζακ Άμποτ, συγγραφέα του έργου In the Belly of
the Beast και δολοφόνου δύο ανθρώπων, του δεύτερου δύο εβδομάδες μετά την έξοδό του από
τη φυλακή όπου είχε εγκλεισθεί για τον πρώτο φόνο. Αποδεικνύεται, επομένως, ότι οι
δολοφόνοι που δεν εκτελέστηκαν μετά την καταδίκη τους επανέλαβαν το έγκλημα μέσα στη
φυλακή ή έξω.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν σοβαρά επιχειρήματα για την κατάργηση της θανατικής
ποινής. […]
Ένα επιχείρημα υπέρ της μη επαναφοράς της θανατικής ποινής είναι ότι η θεσμοθέτηση του
θανάτου αποτελεί αδιανόητη, για την εποχή μας, προσβολή του πολιτισμού. […] Μια
απάντηση στο επιχείρημα αυτό είναι ότι η κοινωνία οφείλει να προστατεύει τα μέλη της, ακόμη
και όταν αυτό απαιτεί τον θάνατο ορισμένων και κυρίως, όταν οι εγκληματίες, ηθικοί και
φυσικοί αυτουργοί, είναι σε πλήρη γνώση του τι κάνουν, σχεδιάζουν και εκτελούν εν ψυχρώ
τις εγκληματικές πράξεις τους σε βάρος ανύποπτων, αδύναμων, ανήλικων και απροστάτευτων
ατόμων.
[…] Θα ήθελα κάποιος από εκείνους που υποστηρίζουν τη μη επαναφορά να εξηγήσει με
λεπτομέρεια γιατί η κοινωνία μας πρέπει να σέβεται τη ζωή στυγερών φονιάδων, όταν οι ίδιοι
δολοφονούν εν ψυχρώ αθώα, αδύναμα και ανυποψίαστα μέλη της.

Θ. Π. Λιανός, ΤΟ ΒΗΜΑ, 30/11/1997, διασκευή


ΚΕΙΜΕΝΟ ΙΙ
Ο Κωστής Παπαϊωάννου διετέλεσε πρόεδρος του Ελληνικού Τμήματος της Διεθνούς Αμνηστίας. Το παρακάτω
άρθρο δημοσιεύθηκε στον Τύπο ως απάντηση στο προηγούμενο άρθρο (Κείμενο Ι) του Θ.Π. Λιανού, στο
πλαίσιο της δημόσιας συζήτησης που προκάλεσε η κατάθεση στο εθνικό μας Κοινοβούλιο πρότασης εξήντα
ενός βουλευτών για την επαναφορά της θανατικής ποινής (1997).

Ο διάλογος για την επαναφορά της θανατικής ποινής ενδεχομένως παρουσιάζει ενδιαφέρον,
αν κρίνει κανείς και από άρθρο του κ. Θ. Π. Λιανού στο «Βήμα» της 30ης Νοεμβρίου. Το
άρθρο αυτό τελείωνε με τη φράση «θα ήθελα κάποιος που υποστηρίζει τη μη επαναφορά να
εξηγήσει γιατί η κοινωνία μας πρέπει να σέβεται τη ζωή στυγερών φονιάδων».

Το ερώτημα αυτό βρίσκεται στην καρδιά του προβληματισμού για τη θανατική ποινή.
Υπάρχουν κοινωνίες που σέβονται την ανθρώπινη ζωή και άλλες που την περιφρονούν. Κατά
πάσα πιθανότητα όλοι μας επιλέγουμε τις πρώτες. Η θεώρηση όμως της ανθρώπινης ζωής ως
υπέρτατης αξίας δεν μπορεί παρά να αφορά εξίσου τον άγιο και τον δολοφόνο, ειδάλλως ήδη
παζαρεύουμε την αξία της ζωής. Αν δεχόμαστε πως το δικαίωμα στη ζωή είναι το ύψιστο
δικαίωμα, τότε πώς θα επιτρέψουμε σε οποιαδήποτε κοινωνία να εξαιρέσει από αυτό τους
δολοφόνους; […]

Ο αντίλογος που ακούγεται συχνά είναι πως δεν έχουμε καμία υποχρέωση να σεβαστούμε τη
ζωή κάποιου που δεν σέβεται άλλες ζωές. Συνειδητοποιούν άραγε όσοι το λένε ότι ουσιαστικά
προτρέπουν μια ολόκληρη κοινωνία να εξισωθεί με τον χειρότερο εγκληματία, να δράσει με τα
δικά του κριτήρια περί σημαντικού και ασήμαντου; Συνειδητοποιούν ότι περιγράφουν μορφές
κοινωνικής οργάνωσης από τις οποίες η ανθρωπότητα προσπαθεί να ξεφύγει;

Τελικά, ας δούμε και το ισχυρότερο επιχείρημα υπέρ της θανατικής ποινής, όπως τουλάχιστον
διατυπώνεται από τους υποστηρικτές της: η θανατική ποινή καταπολεμά την εγκληματικότητα.
Ξεχνούν βέβαια πως αυτό δεν έχει αποδειχτεί σε καμία απολύτως αξιόπιστη μελέτη. Αντίθετα,
οι κυβερνήσεις που κατεξοχήν χάνουν τη μάχη με την εγκληματικότητα καταφεύγουν στην
εύκολη λύση της θανατικής ποινής (π.χ. Κίνα, ΗΠΑ, Ρωσία). Ο ΟΗΕ διαπίστωσε επισήμως το
1988 την αποτυχία όσων μελετών προσπάθησαν να αποδείξουν πως οι εκτελέσεις είναι πιο
αποτρεπτικές από τα ισόβια δεσμά. Σε καμία χώρα δεν πιστοποιήθηκε σχέση ανάμεσα στη
θανατική ποινή και στη μείωση της εγκληματικότητας.

[…] Απαντώντας και πάλι στο ερώτημα με το οποίο ξεκίνησε αυτό το κείμενο: δεν μπορεί μια
κοινωνία να σκοτώνει ανθρώπους, για να τους δείξει ότι είναι κακό να σκοτώνουν.

Κωστής Παπαϊωάννου, εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 07/1121997, διασκευή


ΚΕΙΜΕΝΟ ΙΙΙ
Ο Χρόνης Μίσσιος υπήρξε γνωστός για την αντιστασιακή και συγγραφική του δράση. Το κείμενο προέρχεται
από το αυτοβιογραφικό πεζογράφημα… Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς (1985)

Χρόνης Μίσσιος, … Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς


Δυο μήνες μετά την εκτέλεση του Μιχάλη, ακούμε απ’ το μεγάφωνο τα ονόματά μας –είμαστε
εκεί πέντε από την υπόθεσή μας. Εγώ έχω κλείσει τα δεκαεφτά και οι άλλοι είναι μέχρι τα
είκοσι πέντε. Η φυλακή τα ‘χασε, όλοι νομίσαμε πως μας παίρνουν για εκτέλεση, αλλά από το
μεγάφωνο και όλους μαζί … ήταν περίεργο. Εκτός κι αν άλλαξαν τακτική. Γιατί μέχρι τότε οι
κλώσσες ξέρεις τι μας κάνανε; Μας σκοτώνανε κάθε μέρα. Μόλις έκλεινε η φυλακή και
ετοιμαζόμασταν να φάμε, γκράγκα γκρούγκα οι σιδεριές, πλακώνανε τα καρακόλια. Ξέραμε ότι
έρχονται να πάρουν για εκτέλεση.
Άνοιγαν, που λες, το κελί απ’ το οποίο ήθελαν να πάρουν κάποιον, μας είχαν παστωμένους,
πέντ’ έξι σε κάθε κελί, που ήταν φτιαγμένο για έναν άνθρωπο, άσ’ τα, άνοιγαν, που λες, το
κελί, στέκονταν στην πόρτα, και μας κοιτάζανε. Όλοι τώρα είμαστε μελλοθάνατοι, ε; Και
ξέραμε ότι κάποιον από μας θα πάρουν. Κοιτάζανε που λες μια το χαρτί και μιας εμάς… Αυτή
η ιστορία μπορεί να κράταγε από πέντε λεπτά ως κι ένα τέταρτο. Ύστερα, αφού έκριναν πως
σιτέψαμε, λέγανε ας πούμε, «Γιώργο, έλα» - μας ήξεραν, βλέπεις, και με τα μικρά μας
ονόματα, οι χαμούρες. Τέλος, σηκωνόταν να πούμε ο Γιώργος, άφηνε το γράμμα του – όλοι
μας είχαμε ένα γράμμα έτοιμο για τους δικούς μας –αγκαλιαζόμασταν, φιλιόμασταν, και την
ώρα που έβγαινε από την πόρτα λέγανε «για στάσου μια στιγμή, α, λάθος, δεν είσαι συ, είναι ο
Παύλος…». Χαμούρες, σου λέω, εντελώς άνανδροι. Άλλες φορές πάλι, γράφανε σ’ ένα
χαρτάκι τα ονόματα αυτών που θα ‘παιρναν το βράδυ για εκτέλεση, το έδεναν σ’ ένα παγκάκι
και το ‘σερναν μέσα στο προαύλιο. Όλοι ήμασταν θανατηφόροι. Ε, άντε, να μη συρθείς από
πίσω να δεις αν είναι τ’ όνομά σου γραμμένο στο χαρτάκι… Εμείς φεύγαμε από το προαύλιο
και κλεινόμασταν στα κελιά μας. Κι όμως, αυτοί οι άνθρωποι είχαν παιδιά, φίλους, αγαπούσαν
ίσως κάποιους ανθρώπους… Τι να πεις…
Τέλος, που λες, μας φωνάζουν από το μεγάφωνο. Δεν είμαστε όλοι μαζί, είμαστε
σκορπισμένοι σε διάφορες αχτίνες – θα σου πω καμιάν άλλη φορά γι’ αυτές τις κωλοφυλακές
της Κέρκυρας, κάτεργο σκέτο –τέλος, αφήνω το γράμμα μου, πέντε αράδες όλο κι όλο, και
βγαίνω στο διάδρομο για το αρχιφυλακείο. Εκεί βρίσκω και τους άλλους. «Τι γίνεται, ρε
παιδιά;» Κι αυτοί δεν ξέρουν τίποτε. Τέλος, πάμε στο αρχιφυλακείο, όπου με παράτες και τα
τέτοια – να γυρίσουμε στους κόλπους της πατρίδας κ.λπ. –ναι, όλες οι κλώσσες, οι
ταγματασφαλίτες μας πουλάγανε αβέρτα πατριωτισμό και εθνικοφροσύνη…
[…] Τέλος αφού είπανε είπανε, εμείς τσιμουδιά, μας λένε ότι μας δώκανε χάρη κι ότι από
θάνατο κατεβήκαμε στα ισόβια. Δηλαδή από δω και πέρα δε θα περιμένουμε κάθε πρωί να μας
ρίξουνε, κατάλαβες; Δεν ξέρεις, ρε –εσύ βλέπεις σκοτώθηκες ελεύθερος – δεν ξέρεις, λέω, τι
στην τσέπη δηλαδή, να ‘σαι γεμάτος θάνατο κάθε μέρα, κάθε λεπτό, στον ξύπνιο, στον ύπνο,
στ’ όνειρο, παντού, γεμάτος, σου λέω… Καμιά προοπτική, κανένα όνειρο ή φαντασία, το
μυαλό σου, το αύριο, μελλοθάνατα όλα… Τέλος, πάει που λες κι αυτό, μεγάλο ξαλάφρωμα.
Γυρίσαμε στις αχτίνες μας, χαρές όλοι και τα ρέστα […]

Χρόνης Μίσσιος, … Καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς, εκδόσεις Γράμματα, 2015, σελ 28-30
ΘΕΜΑ 1ο
Α. Να παρουσιάσετε συνοπτικά σε ένα κείμενο 70-80 λέξεων τις απόψεις των δύο
αρθρογράφων (ΚΕΙΜΕΝΟ Ι και ΚΕΙΜΕΝΟ ΙΙ) σχετικά με την αποτελεσματικότητα της
θανατικής ποινής και το σεβασμό στην ανθρώπινη ζωή. Μον. 15

ΘΕΜΑ 2ο

Β1. Ι. Να επιλέξετε τη σωστή απάντηση.


Ο Κ. Παπαϊωάννου (ΚΕΙΜΕΝΟ ΙΙ) υποστηρίζει:
α. Την προτεραιότητα της αξίας της ανθρώπινης ζωής έναντι των κοινωνικών σκοπιμοτήτων.
β. Την προτεραιότητα της κοινωνικής προστασίας έναντι της ανθρώπινης ζωής.
γ. Την προτεραιότητα της κοινωνικής προστασίας έναντι μόνο της ζωής των δολοφόνων.
Μον. 6

ΙΙ. Να σχολιάσετε την πειστικότητα / αποδεικτική αξία του συλλογισμού που διατυπώνει ο
Θ.Π. Λιανός στην τρίτη παράγραφο του ΚΕΙΜΕΝΟΥ Ι. Μον. 9
Β2. Τα ΚΕΙΜΕΝΑ Ι και ΙΙ είναι άρθρα που «διαλέγονται» μεταξύ τους. Να αιτιολογήσετε την
παραπάνω διαπίστωση με βάση τα χαρακτηριστικά και το περιεχόμενο των κειμένων. Μον. 15
Β3. Να αιτιολογήσετε τις παρακάτω εκφραστικές επιλογές των δύο αρθρογράφων (στα
ΚΕΙΜΕΝΑ Ι και ΙΙ) σε σχέση με τον στόχο τους και το επικοινωνιακό αποτέλεσμα σε κάθε
περίπτωση:
Θ. Λιανός: Λέξεις και φράσεις με συγκινησιακές υποδηλώσεις αρνητικές για τον θύτη και
θετικές για το θύμα («… σε πλήρη γνώση του τι κάνουν, σχεδιάζουν και εκτελούν εν ψυχρώ τις
εγκληματικές πράξεις τους σε βάρος ανύποπτων, αδύναμων, ανήλικων και απροστάτευτων
ατόμων… στυγερών φονιάδων… δολοφονούν εν ψυχρώ αθώα, αδύναμα και ανυποψίαστα
μέλη της»).
Κωστής Παπαϊωάννου: Ερωτήματα («Συνειδητοποιούν άραγε… Συνειδητοποιούν ότι
περιγράφουν … προσπαθεί να ξεφύγει;»). Μον. 10
ΘΕΜΑ 3ο
Να σχολιάσετε σε ένα κείμενο 100-200 λέξεων τη στάση των δεσμοφυλάκων απέναντι στους
πολιτικούς κρατούμενους – μελλοθανάτους και να προσπαθήσετε να την ερμηνεύσετε,
λαμβάνοντας υπόψη ότι, όπως αναφέρει ο αφηγητής, «αυτοί οι άνθρωποι είχαν παιδιά, φίλους,
αγαπούσαν ίσως κάποιους ανθρώπους…»(ΚΕΙΜΕΝΟ ΙΙΙ). Μον. 15
ΘΕΜΑ 4ο
Να συντάξετε ένα άρθρο 300 – 400 λέξεων με το οποίο θα προσπαθήσετε να απαντήσετε σε
ένα από τα δύο κείμενα που σας δόθηκαν, εκφράζοντας τεκμηριωμένα την άποψή σας για την
επιβολή της θανατικής ποινής. Μον. 30
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΘΕΜΑ 1ο
Α.
Στα δύο άρθρα εκφράζονται διαμετρικά αντίθετες απόψεις για τη θανατική ποινή. Ο Θ. Λιανός,
επικαλούμενος στατιστικά στοιχεία, υποστηρίζει την αποτελεσματικότητα της θανατικής
ποινής στην αποτροπή εγκλημάτων και θεωρεί δικαιολογημένη την αφαίρεση της ανθρώπινης
ζωής των εγκληματιών, με στόχο την προστασία των υπόλοιπων μελών της κοινωνίας.
Αντίθετα, ο Κ. Παπαϊωάννου αμφισβητεί την αποτελεσματικότητά της στην καταπολέμηση της
εγκληματικότητας, επικαλούμενος την απουσία πειστικών τεκμηρίων, και προτάσσει την
απόλυτη αξία της ανθρώπινης ζωής έναντι των κοινωνικών επιδιώξεων.
ΘΕΜΑ 2ο

Β1. Ι. Η σωστή απάντηση είναι το α. Ο Κ. Παπαϊωάννου υποστηρίζει την προτεραιότητα της


αξίας ανθρώπινης ζωής έναντι των κοινωνικών σκοπιμοτήτων.
ΙΙ. Έλεγχος αποδεικτικής αξίας συλλογισμού
Ο συλλογισμός είναι επαγωγικός. Ο συγγραφέας ξεκινά από τη συμπεριφορά ενός
συγκεκριμένου δολοφόνου, του Τζακ Άμποτ, και καταλήγει σε συμπέρασμα για τη
συμπεριφορά όλων των δολοφόνων. Ο συλλογισμός δεν είναι ορθός, γιατί καταλήγει σε μη
έγκυρο συμπέρασμα. Ειδικότερα, παίρνοντας ως βάση μία περίπτωση δολοφόνου (του Τζακ
Άμποτ) προβαίνει σε βεβιασμένη και επισφαλή γενίκευση που αφορά όλους τους δολοφόνους
(ατελής επαγωγή).
Β2. Διαλεγόμενα άρθρα
Τα δύο κείμενα είναι άρθρα που έχουν δημοσιευθεί στον Τύπο και πραγματεύονται ένα θέμα
της επικαιρότητας αξιοποιώντας την αναφορική λειτουργία της γλώσσας. Ο Θ. Λιανός εκκινεί
από την πρόταση 61 μελών του Κοινοβουλίου για επαναφορά της θανατικής ποινής, γεγονός
για το οποίο καταθέτει την άποψή του. Το άρθρο του Κ. Παπαϊωάννου έχει και αυτό επικαιρικό
χαρακτήρα και αποτελεί απάντηση στο άρθρο του Λιανού: ξεκινά από το ερώτημα που έθεσε
στον επίλογό του ο Θ. Λιανός, επιχειρεί να ανασκευάσει τα επιχειρήματά του και καταλήγει
απαντώντας σε αυτό το ερώτημα. Για τον λόγο αυτόν, υπάρχουν και συνεχείς αναφορές στον
Θ. Λιανό και το άρθρο του. Επιπλέον, η «κοντινή» ημερομηνία των δύο άρθρων επιβεβαιώνει
τη μεταξύ τους διαλογική σχέση.
Β3. Αιτιολόγηση εκφραστικών επιλογών
i. Χρησιμοποιώντας λέξεις και φράσεις με συγκινησιακές υποδηλώσεις αρνητικές για τον θύτη
και θετικές για το θύμα, ο Θ. Λιανός επιδιώκει να διεγείρει αισθήματα συμπάθειας και
συμπόνιας για τα θύματα των εγκληματικών πράξεων και αισθήματα απέχθειας και
αποστροφής για τους εγκληματίες. Με αυτόν τον τρόπο, επιδιώκει να πείσει τον αναγνώστη για
την επαναφορά της θανατικής ποινής.
ii. Χρησιμοποιώντας ερωτήματα ο Κ. Παπαϊωάννου απευθύνεται στο συναίσθημα του
αναγνώστη, επιδιώκοντας να τον προβληματίσει, να προκαλέσει ανησυχία για τους βαθύτερους
κινδύνους που εμπεριέχει η δικαιολόγηση της αφαίρεσης μιας ανθρώπινης ζωής και να τον
αποτρέψει από την υιοθέτηση θετικής στάσης απέναντι στην επαναφορά της θανατικής ποινής.
ΘΕΜΑ 3ο
Η στάση των δεσμοφυλάκων είναι ένα μείγμα κυνισμού και απανθρωπιάς. Εκμεταλλεύονται
τον ανθρώπινο φόβο των πολιτικών κρατούμενων μπροστά στην εκτέλεση, παίζουν με την
αγωνία τους, τους «σκοτώνουν κάθε μέρα». Εξευτελίζουν τους συνανθρώπους τους αντλώντας
ευχαρίστηση από αυτή τη συμπεριφορά. Επινοούν απίστευτα τεχνάσματα και καταρρακώνουν
την αξιοπρέπεια των κρατουμένων. Εάν λάβει κανείς υπόψη ότι οι δεσμοφύλακες ζούσαν και
έξω από τη φυλακή, είχαν δηλαδή μια φυσιολογική ζωή με τους αγαπημένους τους, τα παιδιά
και τους φίλους τους, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι:
•Έχουν αλλοτριωθεί. Γίνονται, δηλαδή, στη φυλακή ένας άλλος άνθρωπος, χωρίς πρόσωπο και
αισθήματα. Η στολή του δεσμοφύλακα έχει επιβληθεί στην ανθρώπινη ταυτότητά τους και έχει
δημιουργήσει ένα δεύτερο πρόσωπο που εμφανίζεται μόνο στη φυλακή και υποχωρεί μόλις
περνούν το κατώφλι της εξόδου από αυτήν.
• Είναι υποχείριοι της προπαγάνδας και θεωρούν τους κρατουμένους εχθρούς από τους οποίους
απειλούνται και όχι ανθρώπους με διαφορετικές, ενδεχομένως, απόψεις ή ιδέες.
ΘΕΜΑ 4ο
Πρόλογος Η συζήτηση που έχει προκαλέσει η πρόταση μελών του ελληνικού κοινοβουλίου
για την επαναφορά της θανατικής ποινής εμπλουτίζεται με την ενδιαφέρουσα αρθρογραφία
στον Τύπο τόσο από την πλευρά των πολέμιων όσο και των υποστηρικτών αυτής της
πρότασης. Από τους τελευταίους ξεχωρίζει το άρθρο του Θ. Λιανού στο οποίο εκφράζονται
απόψεις που πρέπει να απαντηθούν από όσους, όπως και εγώ, θεωρούν την πρόταση των
Ελλήνων βουλευτών εσχάτη πλάνη, ατελέσφορη, άδικη, εκδικητική και επικίνδυνη, για τη
δημοκρατία μας.
Κύριο μέρος
Αναίρεση 1ου επιχειρήματος: Ο Θ. Λιανός υποστηρίζει την αποτελεσματικότητα της
θανατικής ποινής στη μείωση της εγκληματικότητας, επικαλούμενος κάποια στατιστικά
στοιχεία. Ωστόσο δεν υπάρχει επίσημη και αξιόπιστη έρευνα που να επιβεβαιώνει τη σχέση
θανατικής ποινής και περιορισμού του εγκλήματος. Όπου η ποινή αυτή εφαρμόστηκε, δεν
φαίνεται να οδήγησε σε αξιοσημείωτα αποτελέσματα που να στηρίζουν ένα τέτοιο ισχυρισμό.
Αντίθετα κοινωνίες στις οποίες εφαρμόζεται η θανατική ποινή δοκιμάζονται συχνά από
ιδιαίτερα σκληρά εγκλήματα, που δεν παρατηρούνται σε κοινωνίες οι οποίες έχουν καταργήσει
ή δεν εφαρμόζουν τη θανατική καταδίκη.
Αναίρεση 2ου επιχειρήματος: Κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει το δικαίωμα και την
πιθανότητα μεταμέλειας και επανόρθωσης του εγκληματία. Ούτε βέβαια να προδικάσει την
επανάληψη του εγκλήματος, σε περίπτωση που αυτός αποφύγει τη θανατική ποινή, κάτι το
οποίο υποστηρίζει αβάσιμα ο Θ. Λιανός στο άρθρο του, επικαλούμενος μια τέτοια περίπτωση.
Ακόμη και εάν υπάρχουν τέτοια παραδείγματα, κανείς δεν δικαιούται να εξάγει γενικά και
απόλυτα συμπεράσματα.
Αναίρεση 3ου επιχειρήματος: Είναι δικαιολογημένος ο πόνος και η οργή των οικείων του
θύματος προσώπων. Ωστόσο η ενδεχόμενη επιθυμία τους για όσο το δυνατό σκληρότερη ποινή
δεν μπορεί να αποτελέσει κανόνα για την κοινωνία. Η ποινή και η εκδίκηση είναι δύο
διαφορετικά πράγματα. Εξάλλου καμιά ποινή όσο σκληρή και αν είναι, δεν μπορεί να
υποκαταστήσει την ισορροπία στην ψυχή των ανθρώπων που επλήγησαν από το έγκλημα, παρά
μόνο η συγχώρεση και ο χρόνος.
Αναίρεση 4ου επιχειρήματος: Ιδιαίτερα παράδοξο και αδύναμο επιχείρημα του Θ. Λιανού
είναι η τελική θέση του ότι η Πολιτεία δικαιούται κατά περίπτωση να αφαιρεί μια ανθρώπινη
ζωή, για να προστατεύσει τη ζωή των άλλων πολιτών. Η ασφάλεια της ζωής των μελών μιας
κοινωνίας είναι, βέβαια ευθύνη της Πολιτείας. Για το σκοπό αυτόν, ωστόσο, διαθέτει άλλα, πιο
πολιτισμένα και αποτελεσματικά μέσα, όπως η αστυνόμευση, η επιβολή περιορισμών και
κάθειρξης σε όσους παρανομούν η θεωρούνται επικίνδυνοι για τη δημόσια ασφάλεια, οι θεσμοί
ελέγχου και κοινωνικοποίησής τους. Δεν είναι επαρκής για την προστασία της ζωής των
πολιτών η ισόβια κάθειρξη, ώστε να απαιτείται και η αφαίρεση ακόμη και της ζωής του
«επικίνδυνου» ατόμου; Δεν ανοίγει το δρόμο μια τέτοια άποψη για την εξόντωση ιδεολογικών,
θρησκευτικών η πολιτικών αντιπάλων; Δεν έρχεται αυτό σε σύγκρουση με την καθολική
αναγνώριση της ανθρώπινης ζωής ως υπέρτατης αξίας;
Επίλογος
Η κοινή λογική και ο ρεαλισμός επιβάλλουν να αντικρίσουμε κατάματα την πραγματικότητα,
να υπερβούμε τους δογματισμούς και τη συναισθηματική σύγχυση και να σκεφτούμε με
κριτήριο την κοινωνική πρόοδο και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Για αυτό, η δημοκρατική μας
πολιτεία δεν πρέπει να έχει τη θανατική ποινή στο οπλοστάσιο των κυρώσεων της.

You might also like