You are on page 1of 133

5140_3

http://digital.lib.auth.gr/record/140889

The physical item is part of Aristotle University of Thessaloniki Libary Collection.


This digital representation of the original is made available to the public, under the
Creative Commons Attribution-ShareAlike 4.0 International License.
8 ΙΑ ΤΕΥΧΟΣ Ρ’-ΡΒ'
ΙΟΥΛΙΟΣ—ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ

βΤΙΊΟΓΗΜΟΝΙΚΟΝ
eeoxoriKON cyrrpxMMx

6ΚΔΙΔΟΜ6ΝΟΝ ΚΑΤΑ ΜΗΝΑ


--------
■ ^ ---------- ---
--

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Γρηγορίου Παπαμιχαήλ, Θέατρον


. νήσων.............. ..................... 354—362

καί Εκκλησία : Β' Τα θεάματα τής Νέαι συγγραφαί καί μελέται, Α!
χριστιανικής άρχαιότητος (μετά συνε­ Κριτική: R. Sobm, Kirchen-
χείας).................. 257—322 geschichte im Grundriss (κρίαις
Robert Μ. Gardiner, Ή Παγ­ Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου) 363
Π

κόσμιος Σννέλενοις τον Χριστιανισμού —365. Π. Γ. Ζερλέντου, Ιστορικοί


καί ή εν ’Αμερική προς την -θρη­ ερευναι περί τής !Εκκλησίας των νή­
σκευτικήν ενότητα κίνησις.,. .323—349
Α.

σων τής Ανατολικής Μεσογείου θαλάσ­


* Αρχιμανδρίτου Χρυσοστόμου Α. σης τόμ. Α τ. Α (κρίαις Χρυσοστό­
Παπαδοπ ούλου, Χα&ηγητοϋ του μου Παπαδοπούλαν .............. 36#—367
Πανεπιστημίου, 1 Αλεξανδρινό, Ση­ —Β' Βιβλιογραφία: Μνημείο-
μειώματα : ΚΔ\ Χρονολογία των κατα λόγια—Τέχνη, 'Αρχαιολογία, Παιδαγω­
τους τελευταίους αιώνας Πατριάρχων γική, Λαογραφία.....................368 — 380
'Αλεξάνδρειάς......................... 350—351 Επιστημονικοί ειδήσεις: Επι­
Δημοσ&ένους Χαβιαρα, Μελέται στημονικόν Ίωβιλαΐον. Μνημόσυνα
περί τής νήσου Σύμης : Α\ *Η Σύμη (Γεώργιος Δ. Παχτικος f). Θέατρον
εν τή εκκλησιαστική διοικήσει καί ή καί Κλήρος (Έπιοτολή X. Ν. Καλλι­
Ροδίων Μητρόπολις τής επαρχίας των νίκου)]................ 381-^386

ΕΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ
Έκ τοΰ Πατριαρχικόν Τυπογραφείου
------- .-------

1915
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ

ΤΩΝ

ΚΟΣΜΩΝ”
.

ΤΙ Μ AT ΑΙ ΦΡ. 3
Π
Α.
ΘΕΑΤΡΟΝ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

Β' ΤΑ ΘΕΑΜΑΤΑ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΟΣ

Κατά τους πρώτους χρόνους τής έμφανίσεως αυτοϋ 6


Χριστιανισμός διετέθη εύλόγως κατά των δημοσίων θεαμάτων
τής εποχής εκείνης. Έμφανισθείς ως θρησκεία ύψίστης άγνό-
τητος τοΰ ανθρωπίνου ,3ίου και ως αληθώς ανθρωπιστική διδα­
σκαλία, δεν ήδύνατο ν’ άνεχθή θεάματα, άτινα ύπεμίμνησκον
τον μόλις καταλυθέντα εθνισμόν μετά των άπανθρώπων αύτοΰ
έθίμων καί τής άνηθίκου μυθολογίας του, καί, ως έκ τούτου,
έκλόνιζον αυτά τής χριστιανικής θρησκείας τά θεμέλια καί
έσκανδάλιζον καί διέφθειρον την χριστιανικήν κοινωνίαν.
Τά θεάματα των αρχαίων ήσαν ποικίλα, δύνανται όμως
νά διακριθώσιν εις τρεις κυρίως κατηγορίας : τάς μονομαχίας
τον Κίρκον, τά σκηνικά καί τάς 'Ιπποδρομίας.
Ή γένεσις των μονομαχικών αγώνων δφείλεται εις τήν
Ρώμην. "Ινα οί Ρωμαίοι, ως κατ’ έξοχήν πολεμικός καί κατα­
.

κτητικός λαός, έθίζωνται εις τήν έν τοΐς πολέμοις άνδρείαν
καί ψυχραιμίαν καί είς τήν άδεά αιματοχυσίαν καί τήν σκλη­
ρότητα των μαχών, οι τά τής πολιτείας ιθύνοντες έπενόησαν
Π

τούς αγώνας τών μονομάχων, κατά τους οποίους αιχμάλωτοι,


έγκληματίαι ή δούλοι ύποπεσόντες είς τήν δυσμένειαν τών
Α.

κυρίων των, είτε καί απλώς έξ οκνηρίας άποφεύγοντες τήν


έργασίαν, διηγωνίζοντο έν τφ Άμφιθεάτρψ ενώπιον απείρου
θεατών πλήθους είτε προς άλλήλους, είτε πρός άγρια θηρία,
“ ‘£ημΑ. Φάοοζ ,, ιόμ» ΙΔ' ι*νχ. ^Ιονλίος-Σειχτέμβοιος) 1915 17
258 Γρηγορίοο Παπαμιχαήλ

ταύρους καί λέοντας, μέχρις έξοντώσεως. Αί μονομαχίαι αύται


διεξήγοντο ώς έξης:
Κατά την έναρξιν τού άγώνος οί μονομάχοι είσήρχοντο
εις το Άμφιθέατρον μετά πομπής επιβλητικής' προηγούντο
οι σαλπιγκταί, μετ’ αυτούς δ’ ήκολούθουν οί ιερείς όδηγοΰν-
τες τον προς θυσίαν ταύρον καί διάφορα δπλα φέροντες. Άνοι-
γομένης είτα τής κιγκλιδωτής θύρας τού σταδίου είσήρχετο
είς αύτο ό έπιστάτης κρατών σκήπτρον καί ηγούμενος δύο συμ­
μετρικούς εκατέρωθεν αυτού τεταγμένων στοίχων έξ είκοσι καί
πέντε έν έκάστω μονομάχων καί ισαρίθμων Σαμνιτών, Θρα­
κών καί Γάλλων τούτων οί μέν πρώτοι ήσαν προωρισμένοι
είς μονομαχίαν άνά δύο, οί δέ δεύτεροι είς πάλην συνολικήν
πάντων είτα είπετο δμάς μονομάχων έφιππων. Δευτέραν ομάδα
άπετέλουν οί μορμίλονες, οί σεκούτορες καί οί παρμάται1,
τρίτην δέ οί θηριομάχοίή γυμνοί ουτοι καί απεχθείς καί είς
αυτούς τούς λοιπούς μονομάχους, διότι ήσαν διάφοροι έγκλη-
.

ματίαι, φονεΐς, παραχαράκται, λησταί καί κλέπται, προωρι-
σμένοι είς πάλην μετά τών άγριων θηρίων. Έκαστη δμάς
ήγωνίζετο κατ’ ιδίαν έν τώ Άμφιθεάτρφ.
Π

"Αμα τή είσόδω τών πρώτων, αί σάλπιγγες ήχουν, οί


δε μονομάχοι ζητωκραυγάζοντες υπέρ τού αύτοκράτορος άνε-
Α.

κραζον το γνωστόν «morituri te salutant»! Μετά τούτο έφώρ-


μων κατ' άλλήλων λυσσωδώς διά τών ξιφών των, κλαγγαί
ήκούοντο συγκρουομένων οπλών καί ασπίδων, νέφη δέ κονιορ-
τού ύψούντο έκ τού έδάφους τής παλαίστρας. Σύν τή εμφα­
νίσει τού προύτου άρματος, ιαχή ένθουσιασμοΰ άντήχει άπο
τών στομάτων χιλιάδων θεατών άπ' άκρου είς άκρον τοδ
’Αμφιθεάτρου," δταν δ’ ό νικητής μονομάχος μετά τήν ήτταν
τού άντιπάλου στρεφόμενος προς τδ πλήθος ήρώτα άν ήθελε
νά φεισθή τής ζωής τού ήττηθέντος ή νά τον φονεύση, ο
άλαλαγμδς τών θεατών καθίστατο έκφρονέστερος. 'Οσάκις ό* *)

4) Είδη μονομάχων.
*) «Bestiarii».
θέατρον καί ’Εκκλησία 259

.2χλος διέκρινε μονομάχον έλάχιστα πρόθυμον εις τον άγώνα,


μανιώδης κατεκραύγαζεν άπαιτών όπως τον έξαναγκάσωσιν εις
τήν πάλην διά δαρμών, και οΰτω δ’ άποφεύγοντα, νά ρίψωσιν
αυτόν είς τήν πυράν. Τδ αίμα έχύνετο κατά ρύακας πλατείς
έν τώ Άμφιθεάτρω ένεκα τοϋ πλήθους των μονομάχων, μετά
οέ τδ πέρας τοϋ θεάματος, ενώ άφ' ένδς άγρίως άνευφημοΰντο
οι νικηταί, δώρων άξιούμενοι και στεφάνων, καί δή καί—κατά
τον Τερτυλλιανόν3—έρωτικών άπδ μέρους δεσποινών άμοιβών,
as ετέρου οι μαυριτανοί δούλοι έκαθάριζον τδ έδαφος άπδ
των αιμάτων, καί έξεκόμιζον κατά δεκάδας τά πτώματα τών
αονευθέντων. Εννοείται, ότι σκληροτέραν εικόνα παρουσίαζον
αί θηριομαχίαι, κατά τάς οποίας είτε κατάδικοι έπάλαιον μετά
θηρίων, είτε μόνον θηρία ήγωνίζοντο πρδς άλληλα μέχρι σπα­
ραγμού καί έξοντώσεως ύπδ τά άπληστα τών χιλιάδων θεα­
τών ομματα. Ό τοϋ θηρίου ύπερισχύσας, διασχίζων τήν κοι­
λίαν τοϋ ήττηθέντος καί άποσπών τήν καρδίαν του έπεδεί-
.

κνυεν αυτήν θριαμβευτικώς εις τδν μαινόμενον όχλον, ένφ εξ
άλλου κύνες ήρεθισμένοι μετά λύσοης έδίωκον άρκτους, έλά-
φοι, φέρουσαι έπί τών κεράτων καιομένους ρητινώδεις στεφά­
Π

νους, έν άνεκφράατοις οδύναις έπήδων καί ώρμων τή δε κα-


κεισε θραύουσαι τήν κεφαλ.ήν εις τούς τοίχους, καί πλεΐστα
Α.

άλλα ζφα κατεβασανίζοντο μέχρις ου άποκαμόντα έξέπνεον.


Καί τδ αιμοχαρές καί σκληρόν πλήθος, μή άρκούμενον εις
ταΰτα, έζήτει διαρκώς περισσότερα τοιαϋτα θεάματα. «Στρέψον
ίο βλέμμα σου πρδς τάς πόλεις—έγραφεν ό Κυπριανός πρδς
τον Δονάτον— θά εΰρης τήν θορυβώδη πολυανθρωπίαν των
οίκτροτέραν πάσης έρημου. Παρασκευάζονται έκεΐ αγώνες μο­
νομάχων, ίνα διά τοϋ αίματος παρασχεθή τέρψις ε£ς αι­
μοδιψείς δφθαλμούς. Φονεύουσι τδν άνθρωπον πρδς ηδονήν
τοϋ ανθρώπου’ ό φόνος κατέστη έθος, τέχνη καί έπιστήμη· οι
άνθρωποι ού μόνον κακοποιοΰσιν, άλλα καί διδάσκουσι τήν*)

*) De spectaculis.
260 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ

κακούργίαν. Τί δύναται νά ήνε άπανθρωπότερον καί σκληρότε-


ρον; Διδάσκουσι πώς νά φονεύωσι, καί οί φονεΐς καθίστανται,
ένδοξοι διότι φονεύουσι. Τί είνε ταΰτα; είπέ μοι. Πόθεν προ­
έρχεται τό δτι παρέχουσιν εαυτούς είς τά θηρία έκεΐνοι, τούς
όποιους ούδείς κατεδίκασεν είς τούτο ;. . Αγωνίζονται προς
τά θηρία ούχί δι’ έγκλημα, άλλ’ έκ πάθους. Πατέρες βλέπουσι
τον όλεθρόν των τέκνων των* αδελφός μετ’ αδελφής κάθηνται
έν τώ Άμφιθεάτρψ· αυτή ή μήτηρ—δπερ μάλλον άξιοθρήνη-
τον—αυτή ή μήτηρ αγοράζει δι1 έαυτήν θέσιν διά τό θέαμα,
καί πληρώνει διά τούς μέλλοντας θρήνους καί τήν άπόγνωσινΑ
"Ετερον είδος δημοσίων θεαμάτων τής χριστιανικής άρχαι-
ότητος ήσαν τά σκηνικά, άντιστοιχοΰντα προς δ,τι νυν νοοΰ-
μεν ως θέατρον. Τού θεάτρου πατρίς ήτο ή άρχαία Ελλάς,
είνε δέ πασίγνωστον οποίων υψηλών θρησκευτικών, ηθικών,
άτομικών, οικογενειακών, κοινωνικών καί πατριωτικών διδαγ­
μάτων άπήχησις έγίνετο έν τή σκηνή τών κλασικών χρόνων.
.

Έν τούτοις καί ή ελληνική σκηνή μετεμφυτευθεΐσα είς τήν
ρωμαϊκήν κοινωνίαν διεφθάρη επί τοσοΰτον, ώστε δεν ήδύνατο
πλέον νά γεννήση υψηλά καί εύγενή αισθήματα έν τοΐς θεα-
Π

ταϊς. Διά νά συγκινηθώσιν οί Έλληνες έθεώρουν επαρκή τά


άπό τής σκηνής έργα, καί διά τούτο έμενον έν τοΐς ορίοις
Α.

τής φαντασιώσεώς των ένφ οί Ρωμαίοι διά νά συγκινηθώσι


κατέφευγον είς τά αγροίκα θεάματα· έπρεπε νά βλέπωσιν αί­
ματα καί ν’ άκούωσιν άγριας καί άπέλπιδας κραυγάς μονο­
μάχων θνησκόντων. Οί "Ελληνες ήσαν λεπτόρεκτα πνεύματα,*)

*) Ad Donatum 7.—'Ο Προκόπιος, άναφέρων τήν ύπά τοΰ αΰτοκράτορο;


τοΰ Βυζαντίου ’Αναστασίου κατάργησιν τών έξαγριουσών καί διαφθειρουσών τού;
Βήμους θηριομαχιών, γράφει '■ «Πρότερον γάρ θέας τινάς απάνθρωπους ήγον αΐ πό­
λεις- άνδρες γάρ δυστυχείς έν μέσψ 9ήμς> παρεδίδοντο τοΐς θηρίοις, θεατάς έχον-
τες τούς τό συγγενές τής φϋαεως κεκτημένους' καί ήδετό τις, οΰκ οίδ' όπως, άνήρ
άνδρα διασπώμενον θεωρών, καί μηδέ γή τό σώμα κρυπτόμενον, άλλ' ώσπερ άντί
τάφου τάς τών θηρίων πληροΰντα γαστέρας» (Προκοπίου σοφιστον Γάζης, Πα­
νηγυρικός εις τόν αΰτοκρ. ’Αναστάσιον [Villoison Anecdota Oraeca τ. II σ. 40],
παρά Κ. Σά&α, Ιστορικόν Δοκίμιον περί τοΰ θεάτρου καί τής μουσικής τών Βυ.
ζαντινών. Έν Βενετίφ, Τϋποις τοΰ Φοίνικος 1878 σ. τλα').
θέατρον καί ’Εκκλησία 261

κατ’ εξοχήν λεπταίσθητοι καί άβροήθεις, διό καί έπεζήτουν


αυγκίνησιν καθαρώς καλαισθητικήν, άναπαύουσαν άπο τοΰ τρό­
μου, διότι έγνώριζον καί ήσθάνοντο δτι ό άνθρωπος δεν ού-
ναται να ύποστή έπί μακρόν τήν φρίκην. Άπ’ έναντίας, οι
Ρωμαίοι άπηξίουν τούς μικρούς φόβους τής ελληνικής τρα-
γφδίας καί τούς έμμελεΐς σχετλιασμούς τοΰ Φιλοκτήτου καί τοΰ
Οϊδίποδος, έπροτίμων δέ τα βίαια συναισθήματα, τούς αγώνας
τοΰ Κίρκου, τάς αίματοβαφείς παλαίστρας, τά απάνθρωπα
πλήγματα, έδαφος δονούμενον ύπο τούς φρικτοτέρους σφαδα-
σμούς των θνησκόντων, συλλ,ήβδην αγώνας ούχί φανταστικούς
άλλα πραγματικούς, όδύνας φυσικάς, νεκρούς άληθινούς καί
αληθινά πτώματα.6 Ή τοιαύτη διαστροφή τών αισθητικών
συγκινήσεων ήγαγεν εις τήν παρακμήν τοΰ θεάτρου, διότι
οί έθισθέντες εις τήν άπο τοΰ αίματος ίσχυράν αυγκίνησιν δεν
δύνανται να αίσθανθώσι τέρψιν έκ τής ροής απλών δακρύων,
τών υλικών συγκινήσεων καταπνιξασών τήν τών ηθικών συγ­
.

κινήσεων όρεξιν11.
Τούτου ενεκα, κατά τήν έμφάνισιν τοΰ Χριστιανισμού τδ
δράμα διετέλει έν παρακμή χείρονι τής τών λοιπών ειδών τής
Π

ποιήσεως. Κατά τον Σιέρρ7, το δράμα προϊόντος τοΰ χρόνου


εξεφυλίσθη, περιέστη εις απλήν άσκησιν απαγγελίας καί, τέ­
Α.

λος, άφ’ ενός έξετοπίσθη υπό τής σκανδαλώδους καί αίσχράς


μιμητικής («παντομίμας»), άφ’ ετέρου δ’ έγένετο κατάφορτον
ρητορείας, ήτις ήτο τότε τοΰ συρμοΰ. Υποδείγματα τοΰ ρωμαϊ­
κού τούτου ψευδοδραματισμοΰ ύπόκεινται αί τραγψδίαι τοΰ Σε-
νέκα (ούχί τοΰ φιλοσόφου). Εις τοιοΰτον βαθμόν είχε λησμο-
νηθή έν Ρώμη τό θέατρον, ώστε ήγνοοΰντο καθ’ ολοκληρίαν*)

5) Πρ6λ. Σαιμμάρχου Γιραρδίνου, Μαθήματα ϊραματολογίας (μετάφρ. Άγγ.


Βλάχου έν «Βιβλιοθ. Μαρασλή») τ. Α' σ. 11, 14, 303.—Βρ6λ· καί Ιερού Αυγου­
στίνου, De catechizandis rudibus έν έκδ. Gaume τ. β' σ. 474.
*) Σαιμμ. Γιραρδίνου Ινθ’ άν. σ. 413.
’) 'Ιστορία τής παγκοσμίου φιλολογίας (κατά μετάφρ. εις τό ρωσ.) 1867 έκΒ·
J ο. 116 (παρά Α. Αέμηεδεφ, Έκκληοιαστικοϊστορικαί πραγματεΐαι, 5κί. β,
Πετρούπολις, 1903 σ. 251).
262 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ

καί αυτοί οι θεατρικοί δροι (ϋέατρον, τραγωδία, κωμωδία,


σκηνή) μέχρι καί αύτοΰ τοΰ Θεοδωρίχου, δστις, προβαίνων
είς τήν κατάργησιν τοΰ «άσπλάγχνου καί βαρβάρου έθίμου»
των θηριομαχιών τοΰ ’Αμφιθεάτρου καί είς τήν άνασύστασιν
τοΰ θεάτρου, έν έδίκτφ, συνταχθέντι ύπδ τοΰ Κασσιοδώρου,
έθεώρησεν έπάναγκες να έπεξηγήση διά μακρών τήν σημα­
σίαν τών δρων τούτων8. Ούτως, ούχί μόνον ούδέν αισθητικόν
στοιχεΐον ένεΐχε τδ δράμα τής έποχής εκείνης, άλλ’ έν τοΐ:
σκηνικοΐς καθόλου έργοις έδέσποζε κυριώτατα ό άναγνος σαρ­
κικός έρως καί άλλαι κακίαι, χάρις είς τήν υπό τών Ρω­
μαίων αύτοκρατόρων ύποστήριξιν τών διεφθαρμένων μίμων καί
δρχηστών. Οι Ρωμαίοι έδείχθησαν τοιουτοτρόπως άμουσότεροι
καί αυτών τών βαρβάρων ’Αρμενίων καί Ίσπαλιτών, οίτινες
μετ’ εξαιρετικής προθυμίας ένεκολπώθησαν τό κλασικόν ελλη­
νικόν θέατρον0. «Τό θέατρον ήτο σχολεΐον ακολασίας καί ηθι­
κής διαφθοράς διά τε τούς ηθοποιούς καί διά τούς θεατάς-
.

Έν τοΐς θεάτροις έγίνοντο άφηγήσεις ιστοριών περί άπατη-·

e) Cassiodori variartini IV, 51 (παρά Κ. Σάϋα ένθ’ άν. σ. κ:)', -τλθ'). —


Κ. Rrillllbacher, 'Ιστορία τής Βυζαντινής Λογοτεχνίας (μετάφρ. Γ. Σωτηριά-
Π

δον έν «Βιβλ. Μαρασλή» Άθήναι 1900) τ. Β’ σ. 484.—Έν αϋτψ ακόμη τπ μεοω


λατινιαμψ ή λέξις «θέατρον», ώς καί ή αντίστοιχος αυτή λατινική «spectacillum«-
Α.

ήτο άγνωστος, συγγραφείς δέ τινες μεταχειρίζονται αυτήν έν τή έννοια τής ‘αγο­


ράς» (forum, locus publicus). Καί μετά τόν θεοδωρΐχον δέ πάλιν άπώλετο ή ση-
μασία τοΰ θεάτρου, μεταπεσοϋσα είς τήν έννοιαν τοΰ «λουτροΰ» ή παντός αρχαίου
ερειπίου (Gregorovius, Storia di Roma τ. 3 σ. 569, 610, 634, παρά Κ. Σά&α
κ.,', υδ.”, υε'). Αυτός δ Δάντης μεταχειρίζεται τόν δρον «κωμιρδία» έν τή έννοια
τής «οπτασίας» (αΰτ. υΤ ). Ή Δύσις έλαβε κατόπιν τά πρώτα θυμελικά σπέρματα
εκ τοΰ Βυζαντίου διά τών Σταυροφόρων, άνεγεννήθη δ’ έκε'ί ή σκηνή όταν οί μετά
τήν άλωσιν "Ελληνες πρόσφυγες πρώτους έδίδαξαν τά θεατρικά τούς Ιταλούς, οι-
τινες τήν πρώτην δημοσίαν παράστααιν τοΰ νεωτέρου των δράματος όφείλουσιν εις
τήν φιλομουσίαν τοΰ φιλελληνικωτάτου Πάπα Λέοντος I' (πρβλ. αΰτ. σ. ιΟ\ υδ :
υΓ', υζ').
°) Έκ τοΰ θεάτρου τούτου τόσον οί βάρβαροι έκεΐνοι ένεθουαίων, ώστε γεν-
ναίως άντήμειβον τούς ήθοποιούς «καί πρό τών ποδών πεσόντες καί κυλινδούμε-
νοι πάσας ήφίεσαν φωνάς μήποτε αυτούς άποστερήσαι τοιαύτης μακαριότητοί
καί ηδονής (Ενναπίον, 'Η μετά Δέξιππον Ιστορία 54, έν hud. Dindorfii
Historic! Graeci minores I σ. 246—7.—Πλοντάρχον Κράσσος, 33, παρά Ζ·
Σάϋ-α λγ' — λδ').
θέατρον καί ’Εκκλησία 263

θέντων συζύγων, περί μοιχείας, περί ραδιουργιών καί δολο­


πλοκιών έρωτολήπτων, καί άναπαριστώντο σκηναί έκ δημο­
σίων οίκων. 'Επί τής σκηνής παρουσιάζοντο μόνον άνήθικοι
γυναίκες καί θηλυπρεπείς άνδρες. Κατεκυλίετο εις τον βόρβο­
ρον παν δ,τι έθεωρείτο άξιον σεβασμού, κατεγελάτο ή αρετή
καί κατεχλευάζοντο οί θεοί»111. Ό ηθοποιός κατέστη άντιπρό-
σωπος πάσης δεισιδαιμονίας, μώμος τών ηρωικών κατορθωμά­
των, άναπαραστάτης φόνων, διδάσκαλος τής πορνείας, τής φι-
λαργυρίας καί τής άνηθικότητος, καί όμως οί πάντες έθαύμα-
ζον αυτόν. Τά θέατρα μετεβλήθησαν είς παραδόσεις, ένθα
ήκούοντο επονείδιστοι νύκτιαι πράξεις καί οί άκροαταί έτέρ-
ποντο άκούοντες βδελυρούς λόγους11. Έπί τής σκηνής ένεφα-
νίζοντο καί γυμναί λουόμεναι γυναίκες καί έχορεύοντο ηδυ­
παθείς χοροί. Κατά τον Κυπριανόν1’2, σύγχρονον τής έποχής
έκείνης, αί αηδείς περί φόνων καί αιμομιξιών παραδόσεις
παριστάνοντο έν τοΐς σκηνικοΐς θεάμασι μετά ζωηρότητος
.

ώσεί πραγματικά γεγονότα, ίνα μή άπολεσθή ή περί αυτών
μνήμη έν τοΐς ,έπιγιγνομένοις.. . . «Τών έν τοΐς κωμικοίς θε-
άμασι παρισταμένων οί μέν έπαναλαμβάνουσι τάς έκ τού
Π

ιδιωτικού αυτών βίου γνωστάς άκολασίας, οί δέ διδάσκονται


πώς δύνανται νά καταστώσιν ακόλαστοι. Βλέποντες την μοι­
Α.

χείαν διδάσκονται την μοιχείαν ή έμφανής συνεπίνευσις είς


τό κακόν διατίθησι προς την άνηθικότητα, ή δέ τυχόν έγκρα-
τής γυνή, ή είς τό θέαμα προσελθοΰσα, έξέρχεται έξ αυτού
άναιδής. Ήλίκον σκάνδαλον—άνακράζει έπί τούτιμ ο Κυπρι­
ανός—έν ταΐς χειρονομίαις τών κωμωδών ! Όπόσος διά τά
ήθη λοιμός ! Πόση διά την διαφθοράν τροφή ! . .. Οί άνδρες
μεταβάλλονται είς γυναίκας, ούτως ώστε ή δλη τιμή καί
ισχύς τού φύλου άτιμάζεται διά τής θέας θηλυπρεπούς σώ-

,0) Schmidt, Die biirgerliche Gesellschaft in der altromischen Welt κλ.


Leipzig 1857 a. 81—83 (παρά Αέμπεδεφ ένθ’ άν. σ. 251).
**) Τατιανον, Λόγος κατά 'Ελλήνων.
1J) Ad Donatum 8.
264 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ

ματος, οστις δέ έπιτυχέσεερον μεταμορφοΰται εις γυναίκα,


τόσω περισσότερον καί άρέσκει. . . Ό τοιοϋτος άνθρωπος διε­
γείρει τάς αισθήσεις, ύποκνίζει τδ πάθος καί άποναρκοΐ καί
τήν νηφαλιωτέραν συνείδησιν άγαθής καρδίας· ή θωπεύουσα
άκολασία κέκτηται δύναμιν τοσαύτην, ώστε ύπδ τήν εξωτερι­
κήν τέρψιν να παρασκευάζω απώλειαν. Άναπαριστώσι τήν
άναίσχυντον Άφροδίτην, τον παράφορον "Αρην, παριστώσιν
έπ’ ίσης τον Δία.. . πώς μετά τών κεραυνών του φλέγεται
ύπδ τοΰ πάθους τοΰ γήινου έρωτος. Καί δύναται λοιπόν ο
ταΰτα πάντα θεωρών να ήνε άνθρωπος τίμιος καί σώφρων;
Οί δυστυχείς! θεοποιοΰσι καί αυτά τά πάθη!»
Μέχρι τοσούτου είχεν άτιμασθή ή θυμέλη, ώστε έβδελύτ-
τοντο αύτήν καί αυτοί οί ένθερμοι θαυμασταί καί προστάται
τοΰ οίχομένου ελληνισμού13.
Τρίτον είδος θεαμάτων άπετελουν αί ίπποδρομίαι. Άπό
.
τής δ' ιδία εκατονταετηρίδας έν τφ Ιπποδρόμιο είχον συγκεν-

τρωθή τά λείψανα τών παλαιών ελληνικών θεωριών καί δή οί
ύπδ τδ όνομα ϋν μελικοί ή σκηνικοί γνωριζόμενοι όρχησταί,
μίμοι, τραγιρδοί καί αύληταί, οίτινες έντελώς αύτδν έξεβάκχευ-
Π

σαν14. Έν αύτφ έπομπεύθησαν καί έκρεουργήθησαν κληρικοί,


οίτινες διά τοΰτο ήξιώθησαν ύπδ τής Εκκλησίας τοΰ μαρτυρι­
Α.

κού στεφάνου1ί;, έστήνοντο άνδριάντες, στήλαι καί εικόνες είς


τιμήν μισητών τή Εκκλησία ήνιόχων, τραγψδών καί κωμψ*
δών, καί μιμάδων έτι, όρχηστρίδων καί αύλητρίδων11’, χάριν
αυτών έκόπτοντο ίδια «θεωρικά» νομίσματα είς πληρωμήν έν
τφ ταμείω τοΰ Ίπποδρόμου είτε τοΰ θεωρικοΰ εισιτηρίου, είτε
τών έν αύτφ διαιτωμένων εταιρών, ώς εικάζει ο Κ. Σάθας1'.
**) Πρβλ. Κ. Σά&αν λδ'.
,4) Κ. Σά&α σ. ροζ'-ροη'.
'*) Αυτόθι σ. τπα\
1β) Αΰτ. οπε', τμη'. Πρ6λ. Βασιλικά LIV, λζ’ «Έν δημοσίαις ατοαΐς ή πλη·
σΐον βασιλικών εικόνων, ή έν επισήμοις τόποις τϊ)ς πόλεως οϋ δει μίμων, ή ήνι­
όχων, ή ορχηστών, ή έτέρων προσώπων άσεμνων εικόνας άνατίθεσθαι, αλλά έν τ*Τς
εϊσόδοις τοΰ Ιππικού, ή τοΐς προσκηνίοις τοΰ θεάτρου».
*7) σπτ’—σπζ’. Τά νομίσματα ταΰτα έλέγοντο «καυκία»· ή όνομασία αΟτη δι*
θέατρον καί 'Εκκλησία 265

Γνωστοί δ’ είνε οί έν τφ Ιπποδρόμου γενόμενοι αιματηρότα­


τοι διαπληκτισμοί μεταξύ των αντιπάλων μερίδων των Πρα­
σίνων καί των Βενέτων, μεταβαλόντες αυτόν εις θηριώδες σφα-
γεΐον. Τοσοϋτον είχε ριζωθή ό θεσμός ούτος των Ιπποδρομιών
παρά τοΐς Βυζαντινοΐς, ώστε ό 'Ιππόδρομος ού μόνον κατήντησε
τόπος πάσης δημοσίας καί έπισήμου συναθροίσεως, άλλα καί
αύτή ή Εκκλησία ήναγκάσθη νά συμβιβασθή καί να συνδεθή
προς αυτόν συν τφ χρόνω είς βαθμόν ώστε καί νά έπηρεασθή έκ
των έν αύτφ έθίμων. Ουτω π. χ. οί ίπποτρόφοι μετέβαινον κατά
την παραμονήν τών άγώνων είς τον ναόν δπως δεηθώσιν
υπέρ τής νίκης τών ίππων των, κατά το έθος τών έν
ταίς Καλάνδαις τελουμένων, ως θά ίδωμεν έν τοις περαι­
τέρω. Έξ άλλου το προσωπικόν τοϋ Ίπποδρόμου έλάμβανε
μέρος καί έν τή λειτουργία τοΰ ναοΰ τής τοϋ Θεοΰ Σοφίας18,
όθεν καί έν τή μουσική αύτοϋ σχολή φέρονται μορφωθέντες
οί πρώτοι τής Εκκλησίας μελφδοί19. Έν τφ Ίπποδρόμιρ ποτέ
.

έ λαός έλιτάνευσε καί άνέπεμψεν υμνους είς τον Θεόν κατ’
άξίωσιν τοϋ αυτοκρ. Θεοδοσίου, μάτην προσπαθήσαντος νά σύρη
τό πλήθος άπό τοϋ θεάματος τοΰ Ίπποδρόμου είς τον ναόν,
Π

ίνα δεηθή προς αποτροπήν τοΰ δριμυτάτου χειμώνος (τοΰ 423)20.


Έν γένει δ’ ό λαός ήτο μανιωδώς άφωσιωμένος είς τον Ιππό­
Α.

την πρός τός έταίρας σχέσιν άπέκτησεν αισχρόν σημασίαν. Έπΐ ένός έξ αυτών
άνεγνώσθη τό όνομα τής διαβόητου Άντιοχίδος μιμάδος ΜαργαριτοΟς (Margarita),
κερί ής 6 λόγος έν τοις έφεξής.
'*) Πρ6λ. Κ. Σά&αν σε".
1β) Αΰτ. σμη'—σμθ'.
ao) «Ώς ίέ πεπληρωμένου άνδρών τοΰ 'Ιπποδρόμου έπέτεινεν 6 χειμών, πολ-
λοΰ νιφετοΰ καταρραγέντος, τότε δή τήν έιτυτοΰ γνώμην δ βασιλεύς οΕαν είχε
περί τό θεΙον δήλην καβίστα τφ δήμιρ προσφωνήσας διό τών κηρΰκων «άλλα
πολλψ κρεϊααον, Ιφη, καταφρονήσαντας της θέας κοινή πάντας λιτανεΰσαι θεόν-
όπως αβλαβείς τούς έπικειμένους χειμώνας φυλαχθείημεν». Καί οδπω πόν ήρετο
ϊπος καί σύν χαρα μεγίστη έν τφ Ιπποδρόμφ λιτανεϋοντες ύμνους έκ συμφωνίας
πίντες άνέπεμπον τφ θεφ· καί όλη μέν ή πόλις μία έκκλησία έγένετο, βασιλεύς
•ίέ μέσος εξήρχετο τών ύμνων έν Ιδιωτικφ σχήματι πορευόμενος» (Σωκράτονς
ίΕκκλ. Ίστορ. Ζ', 22).
266 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ

δρομον, ώστε ή φωνή τής Εκκλησίας άπεδεικνύετο ανίσχυ­


ρος δπως άποσπάση αύτόν έκεΐθεν'21.

Παρεκτδς δμως των κυριωτάτων τούτων δημοσίων θεα­


μάτων έν τφ βίψ των τότε χριστιανών ήσαν έρριζωμέναι καί-
άλλαι τινές έορταί καί πανηγύρεις πολύ μέν το θεαματικόν
έχουσαι, πολλά δ' ένέχουσαι τα άνάρμοστα προς την χριστι­
ανικήν ηθικήν καί ευπρέπειαν διά τόν έν αύταΐς φόρτον ποι­
κίλων έθνικών εθίμων καί διά τον στενόν αυτών προς τό θέα-
τρον σύνδεσμον. Τοιαΰται δημόσιαι θεαματικαί τελεταί ήσαν
ό Γάμος, αί Καλάνδαι, τά Συμπόσια, αί ’Απόκρεω, τά Βοτά
καί Βρουμάλια, 6 Μαϊονμάς καί τά ’Ολύμπια.
Κατά τήν περιγραφήν ιδία τοΰ άγ. Ίωάννου τοΰ Χρυσο­
στόμου, ή τελετή τοΰ Γάμου είχε μεταβληθή εις αυτόχρημα
θεατρικήν πομπήν, άφοΰ εν τών κυριωτάτων αυτής στοιχείων
ήσαν καί οί σκηνικοί. Μετά τήν τέλεσιν τοΰ μυστηρίου ή.
.
νύμφη έπομπεύετο υπό τών οικείων τοΰ νυμφίου της άνά τήν

άγοράν καί τάς κυριωτέρας οδούς μετ’ ακολουθίας πολυαρί­
θμων συγγενών καί φίλων ευωχούμενων, απάντων δέ προεπο-
Π

ρεύοντο μίμοι ψάλλοντες έπιθαλάμια καί παριστώντες δια­


φόρους αίσχράς κωμωδίας προς τον γάμον σχετιζομένας.
Α.

Κατά τήν πομπήν ταύτην, οί άποτελοΰντες αυτήν έμεθύ-


σκοντο μέχρι τοσούτου, ώστε ήδον άσματα πορνικά, ελεγον
αισχρολογίας, έχόρευον άσεμνους χορούς καί τόσον έθορύβουν
διά τών συνοδευόντων αυτούς συριγγών τών μουσικών καί τών
άγροίκων κραυγών, ώστε, ώς λέγει ό άγιος Χρυσόστομος, καί
οί έν ταις οίκίαις οντες καί υπνω βαθεΐ βαπτιζόμενοι, διεγει-

21) Τον "Ιππόδρομον κατήργησεν δ Ιουστίνος τψ 520.—Εις τήν σχετικήν πρός


τόν "Ιππόδρομον φιλολογίαν προσθετέον καί τά έξής έργα: A. Rambaud, Lc
sport et l'hippodrome a Constantinople έν «Revue des deux Mondes» 1 Αϋγ.
1871. Tli. Ouspenskij, Die Parteien des Zircus und die Demen in Kon-
stantinopel έν «Βυζ Χρονικοΐς» (Πετρουπόλεως) 1 [1894] σ. 1—16 (Πρβλ. «Byz.
Zeitschrift» 4 [1895] σ. 208. Σπ. II. Λάμπρου, ΟΙ γυμναστικοί αγώνες παρά
τοίς Βυζαντινοΐς (έν τψ πανηγ. τεϋχει «’Ολυμπιακοί αγώνες έν Άθήναις”, Άθή-
ναι 1896 σ. 56—63).
θέατρον καί Έκκληαία 267

ρόμενοι καί άνωθεν των δρυφάκτων κατακύπτοντες έθεώντο


ταύτην τήν κωμψδίαν. «Μή μοι λεγέτω τις —έπανελάμβανεν
έπιτιμητικώς ό Χρυσόστομος, περί των τοιούτων γαμήλιων λά­
λων πομπών—, μή μοι λεγέτω τις, δτι έθος έστίν δπου αμαρ­
τία τολμάται, έθους μή μνησθής, κατάλυσον ...
Αί Καλάνδαι ήσαν καθαρώς ρωμαϊκή εορτή αγόμενη τήν
α' εκάστου έτους, ήτοι κατ’ άρχάς μέν τήν α' Μαρτίου, είτα
δέ τήν α' Ίανουαρίου. Ή εορτή αΰτη ήτο πάνδημος καθ’ όσον
πάντες οί Ρωμαίοι, άδιακρίτως φύλου καί ήλικίας, πλούσιοι καί
πτωχοί, έλεύθεροι, δούλοι καί δεσμώται, εώρταζον αυτήν ήδελ-
φωμένοι έν εύωχίαις καί πομπαϊς, απανταχού δ’ έξεχύνετο
κοινή φαιδρότης καί γέλως, αϊρομένης πάσης κοινωνικής άνι-
σότητος καί πάσης έργασίας καί άσχολαας άνακοπτομένης.
Ή εορτή διήρκει έπί πενθήμερον’23. Καί καθ’ δΑην μέν
τήν παραμονήν τής α' τού έτους έξετίθεντο έν τή αγορά τα
έκλεκτοτερα των έδωδίμων, έκομίζοντο βοσκήματα καί πτηνά,
.

δλοι δέ ζωηρώς συνωθοΰντο έν αυτή προς έφοδιασμόν τής
καθ’ άπάσας τάς έορτασίμους ήμέρας έτοιμης τραπέζης, ήτις
έπρεπε νά έπαρκέση εί'ς τε τούς οικείους πάντας καί είς τούς
Π

ξενιζομένους, ως καί είς τά προς τούς συγγενείς καί τούς


φίλους άμοιβαίως έναλλασσόμενα δώρα. Άπο τής εσπέρας δ’ οι
Α.

ζωηρότεροι, άγρυπνοΰντες, περιήρχοντο τάς οδούς καθ’ ομάδας


αδοντες βακχικά άσματα, συρίζοντες, χορεύοντες καί πατα-
γοΰντες, προσέτι δέ θυροκοποΰντες τάς οικίας καί άφυπνίζοντες
τούς κοιμωμένους, προς ούς άπέτεινον διάφορα έπίκαιρα σκώμ­
ματα. "Αμα δέ τή έπιτολή τής α' Ίανουαρίου ό κόσμος κατε-
γίνετο είς τήν έόρτιον διά κλάδων καί άνθινων στεφάνων δια-
κόσμησιν τών οικιών καί τών θυρών, οί ιπποκόμοι μετέβαινον
έν πομπή είς τά ιερά προς προσφοράν ίκετηρίων θυσιών ύπέρ
τής νίκης τών διά τάς ιπποδρομίας προωρισμένων ίππων, οί-* *

”) τ. III σ. 195 εκδ. Montfaucon, καί άλλχ.


,3) Διά Νεαρας τοΰ ΊουστινιανοΟ, περί ής κατωτέρω, ώρίσθησαν μετέπειτα
*ϊ{ έπτά αί ήμέραι τών Καλανδών.
268 Γρηγορίοο Παπαμιχαήλ

θεράποντες τής ακολουθίας των διένεμον νομίσματα είς τον


όχλον, διά χρημάτων έπ’ ίσης έφιλοδώρουν καί οί άρχοντες
καί οι της άνωτέρας κοινωνικής τάξεως, οί πλεΐστοι δέ των
εορταστών έπεδίδοντο είς πάτους δι’ δλης τής ημέρας καί τής
νυκτός, διότι ό πάτος ήν, κατ’ αυτούς, «τής εορτής το κεφά-
λαιον». Ή ευωχία έξηκολούθει καί κατά την έπιοΰσαν ημέ­
ραν, ή δέ τρίτη ήτο άφιερωμένη είς θεάματα ιπποδρομικά,
μεθ’ ά οί ζωηρότεροι συνέχιζον την παντοιότροπον ευωχίαν
μέχρι του πέρατος τοΰ πενθημέρου'21. Έάν δέ κρίνωμεν έκ ιε
των σχετικών ειδήσεων τοΰ έπισκόπου Άμασείας ’Αστεριού καί
έκ Νεαράς τίνος τοΰ Ιουστινιανού, δί ής ούτος άνασυνίστα τάς
Καλάνδας, άπαραίτητον στοιχεΐον τοΰ έορτασμοΰ αυτών ήτο
καί ή από σκηνής καί θυμέλης ήδυπάθεια. «Δημόται γάρ
άγύρται καί οί τής ορχήστρας θαυματοποιοί είς τάξεις καί
συστήματα εαυτούς καταμερίσαντες έκάστην οικίαν δόλιχό-
δρομοΰσιν. . Είς τούς αύλητάς, τούς μίμους, τούς άρχη-
.

στάς, τάς εταίρας καί τούς θηριομάχους οί εύπορώτεροι διένε­
μον χρήματα διά νά διασκεδάζωσι τά πλήθη, έγίνοντο δέ καί
θεατρικαί παραστάσεις προσωπιδοφόρων, ών μετιΐχον καί οί
Π

στρατιώται προς διακωμώόησιν των άξιωματικών των'20. «Τάς


δέ προόδους αυτών (τών Καλανδών)—λέγει ό Ιουστινιανός έν
Α.

τή προμνημονευθείση Νεαρά2',—επτά τάς πάσας είναι ρίουλό-


μεθα· εί γάρ τούτο έπινενόηται διά το τάς θέας προς ψυχα­
γωγίαν άγειν τοΰ δήμου· αύται δέ ήμϊν ορίζονται είς τε ιππο­
δρομίαν, είς τε τάς τών θηρίων θέας τε καί άναιρέσεις, καί

,4) Λιβανίον, "Εκφρασις Καλανδών τ. IV α. 1053—1054, καί Είς τάς Κ*·


λάνδας τ. I οελ. 257 — 260 έκδ. Reinke (παρά Κ. Σά&α σ. ξθ' — ογ').
**) 'Αστεριού, Λόγος Κατηχητικός τής έορτής τών Καλανδών σ. 72 (παρά
JT. Σά&α ογ").
’*) «· . . . μανθάνουσι γάρ (οί ατρατιώταιΊ. . . επιτηδεύματα σκηνικών, εκλυ-
σιν καί μαλακίαν ηθών, παιδιάν κατά τών νόμων καί τής άρχής, ής έτάχθησαν
«ρύλακες· τήν γάρ μεγίστην αρχήν κωμψδοΟσι καί βιασύρουαιν.. .» (iv Combefis,
Auctuarium τ. II, σ. 66-78, αύτόθι, οδ'.).
,7) Αύτοκρατόρων. . . ΝεαραΙ Διατάξεις Parisiis 1558. Νεαρά Ιουστινιανού
ΡΕ, ο. 268 (παρά JT. Σά&α σπβ" — οπγ").
θέατρον καί ’Εκκλησία 269'

χας έπί σκηνής τε καί θυμέλης ήδυπαθείας* ούδενός τούτων


ο ήμέτερος άποστερηθήσεται δήμος· άλλ’ έσται μέν αύτώ
πρόοδος ή πρωτίστη καθ' ήν παραλήψεται τήν ύπατείαν καί
ταύτης κτήσεται τά σύμβολα, καλάνδαις Ίανουαρίαις· μετ'
έκείνην δέ δευτέραν άξει τήν θέαν τήν των άμιλλητηρίων
ίππων, ήν δή Μάππαν προσαγορεύουσι· καί τρίτην τήν τοΰ κα-
λουμένου θεάτρου κυνηγίαν, ού δίς, άλλα προσάπαξ τελεσθη-
σομένην μετ’ έκείνην τήν τοΰ λεγομένου μονημερίου, ένθα
πολλής ήδυπαθείας έμπλήσει τον δήμον τό τε καλούμενον
πάγκαρπον θεώμενον, καί θηρίοις προσμαχομένους άνθρώπους^.
καί εύδοκιμοΰντας τή τόλμη καί πρός γε άναιρούμενα τά θη­
ρία' καί πέμπτην ποιήσει πρόοδον τήν έπί τό θέατρον άγου- ■
σαν, ήν δή πόρνας καλοΰσιν, ένθα τοΐς έπί σκηνής γελωτο- ■
ποιοΐς έσται χώρα, τραγωδοΐς τε καί τοΐς έπί τής θυμέλης χο-
ροΐς· θεάμασί γε παντοδαποΐς καί άκούσμασιν άνεψγμένον έστί
τό θέατρον...».
.

Ό Χρυσόστομος αύστηρώς έπέκρινε τάς Καλάνδας δι’
ειδικών περί αυτών ομιλιών (Λόγος εις τάς Καλάνδας Migne
48, 953 έξ.).
Π

’Άλλην θεαματικήν εορτήν άπετέλουν τά καλούμενα Συμ­


πόσια, τά όποια έσχετίζοντο καί πρός τάς Καλάνδας, αλλά
Α.

καί πρός άλλας τοΰ αύτοΰ χαρακτήρος έθνικάς έορτάς, κα-


λουμένας Κλήσεις καί Κλητόριά1*. Εις τί συνίσταντο ταΰτα
μανθάνομεν παρά τοΰ Μεγ. Βασιλείου, περιγράφοντος τά έν
Καππαδοκία τελούμενα. «Ευθύς άρχομένης τής ήμέρας κοσμοΰ-
σιν εαυτών τά συμπόσια τάπησι ποικίλοις καί άνθίνοις
παραπετάσμασι, σπουδήν τε καί έπιμέλειαν είς τήν τών έκ-
πωμάτων παρασκευήν έπιδείκνυνται, ψυκτήρας καί κρατήρας
καί φιάλας, ώσπερ πομπή τινι καί πανηγύρει διατιθέντες, ως
άν τό τών αγγείων διάφορον τον κόρον αύτοΐς ύποκλέπτη, καί
ή τών έκπωμάτων μεταλλαγή καί μετάβασις ικανήν αύτοΐς

ίβ) Πρβλ. περί αυτών Κ. Σά&αν σ. οΓ'—οΟ'.


270 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ

εις το πίνειν διατριβήν έμποιή· συμποσίαρχοι δέ τινες καί


έπί τούτοις καί άρχιοινοχόοι καί άρχιτρίκλινοι· καί τάξις έν
αταξία καί διάθεσις έν άκόσμφ πράγματι έπινενόηται, ϊν’ ώσπερ
ταΐς άρχαΐς ταΐς έξωθεν έκ των δορυφορούντων ή σεμνότης
συναύξεται, οΰτω καί τή μέθιη οίον βασιλίδι τινί θεραπείαν
περιστήσαντες, το έπονείδιστον αυτής τψ υπερβάλλοντι τής
σπουδής περιστέλλωσι· στέφανοι έπί τούτοις καί άνθη καί θυ­
μιάματα, καί μυρίαι τινές έξωθεν θυμηδίαι πλείονα την ασχο­
λίαν τοίς άπολλυμένοις παρασκευάζουσιν είτα πόρρω προϊόν­
τος του πόθου, άμιλλαι περί τοϋ πλείονος, φιλονεικίαι καί
αγωνίσματα, άλλήλους ύπερβάλλεσθαι φιλοτιμουμένων κατά
την μέθην'29..». «’Από τοσούτων κακών, άνόρες όμοΰ καί γυ­
ναίκες κοινούς συστησάμενοι χορούς, δαίμονι οίνηρώ τάς ψυ-
χάς παραδόντες άλλήλους ταΐς άκίσι των παθών άντετίτρω-
σκον γέλωτες παρ’ άμφοτέρων, άσματα αισχρά, σχήματα πορ­
νικά έρεθίζοντα προς ασέλγειαν. . .»30. Αί γυναίκες μάλιστα
.

ήσαν άναιδεστέραι τών άνδρών, διότι ήσχημόνουν υπό τής μέ­
θης, κατεσχηματίζοντο προς έκλυσιν, μέλη ήδον τεθρυμμένα,
έσόβουν τάς κόμας, έσυρον τούς χιτώνας καί συγχρόνως έπαι-
Π

ζον διά τών ποδών, «όφθαλμψ άσελγεΐ, γέλωτι έκκεχυμένω


προς δρχησιν εκμανείσαι, πάσαν νέων ακολασίαν έφ' έαυτάς
Α.

προσκαλούμεναι. . .Τά συμπόσια ταΰτα ενιαχού έτελοϋντο


μετά χορών έν αύτοΐς τοΐς ίεροΐς τόποις51, ένθα οί έκ τών
συμποσιαζόντων παροινότεροι διά λάγνων ύβρεων έφώρμων
κατά τών εις προσκύνησιν έρχομένων ευλαβών γυναικών.
Αί θεαματικαί αύται πανηγύρεις βαθμηδόν καί κατ’ ολί­
γον έξηφανίσθησαν άφοΰ μετεβίβασαν πάντα συλλήβδην τά εύ­
θυμα αυτών έθιμα εις τάς Άπόκρεω, αί όποΐαι, ένφ το κατ’* 8

ae) 'Ομιλία ιί’ κατά μεθυόντων ("Απαντα άγ. Βασιλείου έκί. Gamier, τ· 2 σ.
228, παρά Κ Σά&α σ. π').
8°) τ. 3 σ. 123, 128-129 (αύτ.).
“*) «εν τοΐς προ τής πόλεως μαρτυρίοις» (Βασίλ.), «έν αύτοΐς τοΐς γενεαίοις
τδν μακαρίων μαρτύρων καί εις αυτούς τούς ιερούς τόπους» (καν. ξγ' καί με
Καρθαγ.).
θέατρον καί 'Εκκλησία 271

,άρχάς έσήμαινον απλώς τάς προ της νηστείας των Χριστου­


γέννων και τής τοΰ Πάσχα τελευταίας ημέρας τής κρεωφα-
γίας, κατόπιν μετεβλήθησαν εις |3ακχικάς έορτάς καί πομπάς,
ών κύριον μέν χαρακτηριστικόν γνώρισμα ήτο ή προσωπιδοφορία,
• καθ’ άς δέ όιωργανοΰντο διάφορα παίγνια καί ήδοντο διάφορα
«δαιμονικά» άσματα, «ήγουν τραγούδια», καί άφθονος έχύνετο
εις τον Βάκχον σπονδή32. Ανάλογά τινα θεάματα ήσαν καί
τά Βοτά καί Βρουμάλια.
Ό Μ(άουμάς·\ ό καί άλλως καλούμενος «Βρυτών πανή-
γυρις», ήτο νυκτερινή σκηνική εορτή άφιερωμένη μέν εις τον
Διόνυσον καί την ’Αφροδίτην, ίδρυθεΐσα δ’ επί Κομμόδου καί
διδόμενη έν Αντιόχεια χάριν των είς αυτήν άφικνουμένων ξέ­
νων άνά τριετίαν κατά μήνα Μάϊον, διαρκοΰσα δ’ επί τριάκοντα
«τερπνάς παννυχίδας». Κατά τον παρέχοντα τάς περί τοΰ
Μαϊουμά πληροφορίας Μαλάλαν31, ή πανήγυρις αΰτη έκα-
λεΐτο καί εορτή των ’Οργίων, έτελοϋντο άρα κατ’ αυτήν ποι-
.

κίλαι άσχημοσύναι, αίτινες ήνάγκασαν κατόπιν βυζαντινούς τι-
νας αύτοκράτορας νά καταργήσωσιν αυτήν έπανειλημμένως,
κατά τοσοΰτο μάλλον, καθ’ δσον διεδόθη καί είς άλλας έπαρ-
Π

χίας τοΰ Κράτους. Ή έπανειλημμένη κατάργησις ώφείλετο είς


την επίμονον τών άστών προς άνασύστασιν τής εορτής παρά-
Α.

κλησιν, είς ήν ένέδιδον οί αύτοκράτορες υπό τον δρον δπως


τηρήται κατ' αυτήν ή προσήκουσα εύσχημοσύνη, τήν οποίαν
όμως δεν κατώρθουν οί έορτασταί νά άσκώσιν. 'Ως «Βρυτών
πανήγυρις» παρίστα ασελγή κόρδακα, περιγραφόμενον υπό τοΰ
Προκοπίου ως εξής: «άρρενες γάρ παΐδες, ώσπερ τήν ιδίαν είς
γυναίκας άμειβόμενοι φύσιν, γυναίκες ήθελον είναι τώ σχήματι,
καί διεκλώντο τοϊς μέλεσιν, αντί γλώττης κινοΰντες τήν χεΐρα

as) Θεόδωρόν τον Στονδίτον, Κατηχήσεις μεταγλωττισθεΐσαι είς τήν άπλήν


φράσιν, Ένετί^σι 1770 σ. 103 (πρβλ. Κ. Σά&αν σ. πδ'—πε').
”) Περί τής παραγωγής τής ονομασίας ταότης ΐδε Κ. Σά&αν, σ. ήθ σημ.
.2 καί 3.
“) σ. 284—285 (έκδ. Βόννης).
272 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ

καί δήμον όλον προς άσελγή θέαν έκμαίνοντες* δθεν έκκαιό--


μενοι πρδς έ'ριν άνθρωποι καί μανίαν, έμερίζοντο τφ μίσεο-
καί κατ’ άλλήλων ώθοΰντο»35
37. *Ό δέ Σύρος χρονογράφος Ίω·
σουέ δ Στυλίτης άναφέρει περί τοΰ Μαϊουμά τα άκόλουθα:
«την νύκτα τής Παρασκευής προς τδ Σάββατον έχόρευον εις.
τδ θέατρον τδ λεγόμενον Τριμάριον αναρίθμητοι λαμπάδες έ-
καίοντο χάριν τής έθνικής τελετής τοποθετημέναι έπί τής θυ-
ρας τοΰ Τριμαρίου μέχρι τής πύλης τής λεγομένης Κιφής*
παρόμοιοι φανοί ϊσταντο κατά γής, έπί τών υψωμάτων, των
στοών καί παντδς εξέχοντας τόπου, ως καί έν τφ ποταμψ,
καί έπί τών δχθών αύτοΰ· έπί επτά ημέρας συνεσωρεύοντο έν
τφ θεάτριμ φοροΰντες χιτώνας καί τιάρας, άζωνοι, καί έξερχό-
μενοι μετά λαμπάδων καί θυμιατηρίων διήρχοντο τάς νύκτας
αδοντες καί κραυγάζοντες»3*5. Την πανήγυριν ταύτην κατήρ-
γησεν όριστικώς ό αύτοκράτωρ ’Αναστάσιος, έντεΰθεν δέ καί
έν τοΐς μετέπειτα χρόνοις ή σημασία τοΰ Μαϊουμά έξέπεσεν
.

εις δήλωσιν άλλης έννοιας37.
Τά δ’ ’Ολύμπια ήσαν αΰτοί οί Ελληνικοί ’Ολυμπιακοί
αγώνες εις 'Ασίαν έξ Ελλάδος ύπδ τών Ήλείων (Πισατών)
Π

παραχωρηθέντες αντί χρημάτων έκ τοΰ κληροδοτήματος τοΰ


λακκοπλούτου γερουσιαστοΰ Άντιοχέως Σωσιβίου έπί αύτοκρά-
Α.

τορος Κλαυδίου ή Κομμόδου38. Δεν έτήρησαν δμως διαρκώς


καί έν ’Ασία οί άγώνες ούτοι τδ σεμνόν, αυστηρόν καί Αρχαι­
οπρεπές μεγαλεΐον τής κλασικής Πανελληνίου εορτής, διότι
διεφθάρησαν ύπδ τής χυδαίας τών Άσιατών πομπομανίας καί
θεατρομανίας. Ό Διοκλητιανός πρδς τέλεσιν αυτών ϊδρυσεν
ίδιον στάδιον έν τφ προαστείω τής Δάφνης, ένθα τδ ιερόν
τοΰ Δαφναίου ’Απόλλωνος, παντοιοτρόπως δέ προσεπάθησε να-

35) σ. 40—41 (παρά Κ. Σά·Θ·α σ. τλβ',).


■10) Chronique de Josue le Stylite, 1876 σ. XXVI, XXVIII,· XL (αύτόβι
β. ίλη').
3Τ) Πρβλ. Κ. Σά&αν σ. ρ'.
3β) Πρβλ. Κ. Σά&αν σ. ρ'—ργ'.
θέατρον καί ’Εκκλησία 273

ένισχύση τούς έν αύτώ τελούμενους δλυμπιακούς άγώνας δπως


8ι’ αύτών τόνωση τον απέναντι τοΰ όλονέν θριαμ^εύοντος Χρι­
στιανισμού ύποχωροΰντα Εθνισμόν. Και κατ’ άρχάς μέν τα
Άντιοχικά ταύτα ’Ολύμπια έτήρουν όπωςδήποτε χαρακτήρα
τινα σεμνοπρεπή, ώς περιλαμβάνοντα παντοίους μουσικούς,
Ακροαματικούς καί ιππικούς άγώνας των εύγενεστέρων νέων
καί νεανίδων, οΰτω δέ διεκρίνετο ή έν τω δλυμπιακψ σταδίω
άσκουμένη παιγνική τέχνη ώς οΰκ «άτιμοποιός», οί*δ’ άγω-
νισταί έχωρίζοντο ρητώς άπδ τών θυμελικών33’ καθ’ δλην
μάλιστα την διάρκειαν τών ’Ολυμπιακών αγώνων οί έν τή
πόλει μίμοι καί αί πόρναι άπηλαύνοντο'39
40. Ούχ ήττον, κατά
τάς χριστιανικάς μαρτυρίας, τάς άπελαυνομένας εταίρας άντι-
καθίστων αί μετά τοΰ δήμου έν τή ιερά Δάφνη συναγελα-
ζόμεναι «νομάδες γυναίκες»'11, έκ τών κατ’ αύτών δ’ έπι-
6έσεων τών χριστιανών συγγραφέων μαρτυρεΐται δτι δεν ήσαν
δλως ακίνδυνοι καί οί άγώνες ούτοι, οϊτινες σύν τψ χρόνψ
.

ουνεχύθησαν προς τόν Ιππόδρομον'12. Περί τού έν τοις όλυμ-
πίοις άγώνος 6 Βασίλειος Σελεύκειας έγραψεν ειδικόν λόγον
(«Είς τά ’Ολύμπια»), έν φ λέγει σύν άλλοις καί ταύτα : «Δι-
Π

ώκειν υποκρίνεται πόρνας, καί καθαρότητος δήθεν άμφιέννυ-


ται σχήμα, ου σωφροσύνην ποθών, βραδυτέραν δέ οδόν τού
Α.

θήλεως κατά τής άρρενος έπιμαίνεται φύσεως, καί άπερ ή


φύσις προσέταξε, ταύτα τοίς απάντων δμμασιν άναιδώς θεατρί-
ζει* τέρψις άσεμνος καί σεμνότητος όλεθρος, καί κατήγοροι
τών έκεΐ πράξεων οί θρησκεύοντες έν οίκείοις γράμμασι στη-
λιτεύοντες ά πράττειν αύτών θεός ούκ αίσχύνεται.. .»η.

39) Ονλπιανός, έν Βασιλικοϊς, έκδ· Heimbach IV σ. 434 (παρά 2Γ. Σά-d-a.


Ρθ'-ρι').
40) Αιβάνιος περί του Πλέθρου σ. 271 (αΰτ. ρς').
*') Παλλάόιος περί τοΰ βίου Ίω. Χρυσοστόμου 1680 σ. 145—146, 210.
4*) Ειδικήν περί τών αγώνων τούτων πραγματείαν έγραψεν δ Χρυσόστομος
Α. Παπαδοπούλας συνεκδοθεισαν έν ταΐς «Ίστορικαϊς Μελέταις» βϋτοϋ (Έν Ίερο-
οολύμοις 1906, σ. 146—160): Οί έν ’Αντιόχεια ’Ολυμπιακοί άγώνες.
4>) Parisiis 1622 σ. 147—148 (παρά Κ. ΣάΦα ρζ').
η *ΕημΧ. Φάοος ιp τομ. ΙΑ' τβνχ» Q (*Ιονλιος·Σεπτεμβριος) 1915 18
274 Γρηγορίοι) Παπαμιχαήλ

Πάντα τά δημόσια ταΰτα θεάματα, αί έορταί καί αί πομ-


παί ήσαν προσφιλή ού μόνον είς τους εθνικούς, άλλα και εις
τούς χριστιανούς τής έποχής εκείνης. Τά θεάματα ό ρωμαϊκός
λαός έθεώρει τόσον άπαραίτητα, δσον καί τον άρτον «άρτον καί
θεάματα» παρά των αρχόντων διαρκώς καί έμμόνως έζήτει.
Τό δέ πάθος τούτο ύπέθαλπε καί ικανοποιεί πάντοτε ή έξου-
σία, τόσον δ’ ό λαός είς αυτά ήτο είθισμένος, ώστε δεν ήδυ-
νήθησαν νά τά περιορίσωσι φιλανθρωπότεροί τινες αύτοκράτο-
ρες. Ενίοτε ταΰτα ήσαν μεγαλοπρεπέστατα καί μακράς διάρ­
κειας· άναφέρεται, οτι ό Τραϊανός μετά την τού Δουνάβεως
έκστρατ^ίαν παρέσχεν είς τον λαόν θεάματα διαρκέσαντα επί
τετράμηνον, κατ' αυτά δέ έμονομάχησαν 10.000 άνθρωποι!
Μόνη ή δήλωσις περί τελέσεως τοιούτων άγώνων ήρκει ν’ ανα­
στάτωση πάσας τάς κοινωνικάς τάξεις. 'Από νυκτός ήδϊ]
έ'σπευδον είς τό Άμφιθέατρον πρός έξασφάλισιν θέσεων, κατ’
αυτήν δέ τήν ήμέραν τού θεάματος ή πάσα πόλις εύρίσκετο
.

έν κινήσει, πατρίκιοι δ’ έφ’ αμαξών καί φορείων, ματρώναι ευ-
γενεΐς έπί ιδιότυπων φορητών εδράνων, νέοι έφιπποι, κύριοι
καί δούλοι, παιδία καί γέροντες, πλούσιοι καί πτωχοί, καί
Π

ασθενείς έτι καί άνάπηροι έν σπουδή έπλήρουν τάς οδούς καί


διηυθύνοντο πρός τό Άμφιθέατρον πάσαν έργασίαν άφήνοντες
Α.

καί άδιαφοροΰντες πρός πάσαν κακοκαιρίαν. Τής τοιαύτης μα­


νίας αιτία δέν ήτο μόνη ή από τής σκληρότητας τών αιμα­
τηρών άγώνων ήδονή, άλλά καί ή από τής μεγαλοπρεπέστα­
της σκηνοθεσίας αυτών τέρψις. Ό ύπό τά βλέμματα τών φι-
λοθεαμόνων έκτεινόμενος παμμέγιστος περίβολος τού Κίρκου,
αί άνά τάς πολυαρίθμους άμφιθεατρικώς διατεθειμένας κερκί­
δας καθήμεναι έν αίμοδιψεΐ περιεργεία καί ανυπομονησία μυ­
ριάδες τών θεατών, τά πολυάριθμα καί πρός άλληλα διά στε­
φάνων καί συμπλεγμάτων έκ ρόδων συνδεδεμένα υψηλά άνθο-
στόλιστα τριποδικά θυμιατήρια, έξ ών άνεδίδοντο ευωδών Θυ­
μιαμάτων πυκναί τολύπαι, τά φέροντα κορωνίδας έκ συμπλεγ­
μάτων ποικίλων πολεμικών τροπαίων προπύλαια, οί πολύτιμοι
θέατρον καί 'Εκκλησία 275

-κροσσωτοί τάπητες, οί νωχελώς επί των έρεισινώτων των εδρά­


νων, των προς τάς δεξαμενάς άναβαθμών καί των προς τδν
Ινίρκον πρανών έπεστρωμένοι, οί έκ γιγαντιαίων λεόντειων στο­
μάτων πίδακες, ή πληθώρα των τήδε κάκεΐσε κατεσπαρμένων
αγαλμάτων, αί ποικίλαι έπιβλητικαι τελεται καί θυσίαι, ή πα­
ρουσία ιερέων καί θυτών πολυαρίθμων, ή άπδ της παρουσίας
του Ιναίσαρος, της καισαρικής αυλής καί τών λοιπών μεγι­
στάνων πολυτέλεια, — πάντα ταΰτα προσέδιοον εις τά θεάματα
πολυτελεστάτην παράστασιν καί ήσκουν ζωηράν γοητείαν,εύ-
αρέστως θωπεύουσαν πάσαν δρασιν καί πλουσίαν παρέχουσαν
ϊΐς την φαντασίαν τροφήν.
Εντεύθεν ουδέν το παράδοξον, δτι καί οί χριστιανοί
συνωθοϋντο εις τε τους τοιούτους αγώνας, εις τά θέατρα, εις
τάς ιπποδρομίας καί καθόλου εις πάσαν πομπήν καί εορτήν
θεαματικήν. Ό Τερτυλλιανός γράφει, δτι τοιαύτη ήτο ή άπδ
τών θεαμάτων τούτων τέρψις, ώστε συνέτρεχον εις αυτά μετά
.

τών άνοήτων καί οί σοφώτατοι τών χριστιανών, ό δέ Κυ­
πριανός μαρτυρεί, δτι τινές έξ αυτών παντελώς έλησμόνουν
καί τήν θέσιν καί την θρησκείαν των. Ουδείς βεβαίως ν' άρ-
Π

νηθή δύναται, δτι πάντοτε σπουδαίον μέρος τοΰ βίου τούτου


άποτελοΰσιν αί θρησκευτικαί καί κοσμικαί πανηγύρεις, καί προ
Α.

πάντων τδ τοσοΰτον ατενώς πρδς ταύτας συνόεδεμένον θέα­


τρο'/1'1, άλλ’ ή τότε κοινωνία κυριολεκτικώς έμαίνετο επί τοΐς
θεάμασι καί ήτο ικανή ν’ αμελήση καί τών ίερωτάτων. Πολλοί
έξερχόμενοι τοϋ ναοϋ έσπευδον εις τά θεάματα, αυτά κρατούν­
τες έτι τά τίμια Δώρα, τά οποία, διδόμενα είς αυτούς πρδς
χρήσιν κατ’ οίκον, ή έλησμόνουν, ή δεν εΰρισκον ευκαιρίαν
νά κομίσωσιν ο'ίκαδε!45 Καί αν ταΰτα συνέβαινον κατά τδν
γ αιώνα, οπότε οί χριστιανοί, ζώηράν αισθανόμενοι πρός τε
τον εθνισμόν καί τά ακάθαρτα αύτοΰ ήθη αποστροφήν, μετ
ξιδιασμένης έπιμελείας προσεπάθουν ν’ άπέχωσι τών τοιούτων

“) Κ. 2ά&ας, λγ'.
“) [Κυπριανού], De spectaculis.
276 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ

συνηθειών, έκαστος δύναται νά φαντασθή την κατάστασιν κατά',


τήν μετέπειτα έποχήν, οπότε ό μέν χριστιανισμός έξηπλώθη
καί ένισχύθη, ό δ’ εθνισμός έξασθενήσας δεν έθεωρεΐτο πλέον
έχθρος έπικίνδυνος. «Ό κάτοικος της Κωνσταντινουπόλεως καί
τής ’Αντιόχειας, των δύο τούτων ανατολικών πρωτευουσών,
χριστιανός κατά πάντα τάλλα διατελών καί έτοιμος ών προς,
υπεράσπισιν τοΰ Χριστιανισμού, ένεφανίζετο ώς γνήσιος έθνικος
κατά τάς ημέρας τών άγώνων τοΰ Κίρκου· τό προς τήν τέρόιν
πάθος ήγεν αυτόν εις λήθην πάντων τών θρησκευτικών κα­
θηκόντων» 'ίΒ. Ουδέ διάκρισιν ήμερων πολλάκις οί χριστιανοί
έποίουν —λέγει ό άγ. Ιωάννης Χρυσόστομος—, καθότι καί
κατ’ αΰτάς τής νηστείας τάς ήμέρας εσπευδον προς τά θέατρα,
πληροΰντες τάς οδούς κραυγών καί θορύβουί7.

Τά είδη ταϋτα τών δημοσίων θεαμάτων οί άρχαιοι πατέρες


τής Έκκλ,ησίας κατέκρινον μετά πολλής τής δριμύτητος, διά
.

πυκνών κηρυγμάτων καί συγγραφών παριστώντες τήν άπ’ αυ­
τών βλάβην καί προσπαθοΰντες ν’ άποτρέπωσι τούς χριστιανούς
από τής εις αύτά φοιτήσεως. Ό σπουδαιότερος, φυσικώς, λό­
Π

γος διά τον όποιον κατεδίκαζον αυτά ήτο κυρίως ή είδωλο-


λατρική αυτών προέλευσις καί ύφή· πάντα τά έν αύτοΐς τε­
Α.

λούμενα καί έμφανιζόμενα ύπεμίμνησκον τήν λατρείαν τοΰ εθνι­


σμού μετά τής άκρας άπανθρωπίας καί τής έσχάτης ακολα­
σίας συνδεομένην καί τό κατά τών χριστιανών μίσος έν άκρα-
τήτψ μανία ύπεκκαίουσανί8. «Ποιον θέαμα—λέγεται έν τή έπ'
δνόματι τοΰ Κυπριανού φερομένη περί θεαμάτων πραγμα-
τείφ19— είνε άνευ ειδώλου; Ποιος δ’ άγων άνευ θυσίας;...* 47
4ί) Broglie, L’eglise de l’empire Romain au IV siecle. II Parlie, Paris,
1859 σ. 141.
47) Πρός τούς καταλείψαντας τήν εκκλησίαν καί αύτομολήσαντας πρός τάς
Ιπποδρομίας καί τά θέατρα (Migne 56, 264).
4β) Έπιθι πρό πάντων τό του Τερτυλλιανον De spectaculis. — Πρ6λ. καί
Kotvaιαντίνου ΙΓαλλινόίου,θέατρον καί'Εκκλησία, «Πάνταινος* τ.Β' σ. 436 - 437.
4β) De spectaculis. Περί τού αογγραφέως αυτής έπιθι Γ. Δέρβου Χριστικνι-
κήν Γραμματολογίαν τ. III σελ. 263.
θέατρον καί ’Εκκλησία 277

“Ή εϊδωλολατρεία εΐνε ή μήτηρ πάντων των θεαμάτων. Ούτως


ο πονηρός διάβολος, γινώσκων δτι ή εϊδωλολατρεία καθ’ έαυ-
τήν δεν δύναται να φανή αποτρόπαια, συνεδύασεν αυτήν μετά
τών θεαμάτων, ϊνα χάριν τής ηδονής έκβιάση την προς ταΰτα
αγάπην». Πράγματι δέ δ,τε Κίρκος, αί Ίπποδρομίαι και τό
θέατρον άμεσον εΐχον μετά τής εϊδωλολατρείας σχέσιν και
ήσαν κατάμεστα συμβόλων εϊδωλολατρικών. Ή αρχή τοΰ Κίρ-
κου άνήγετο εις τήν Κίρκην, ήτο δ’ ουτος άφιερωμένος είς τον
Ήλιον.Έν τψ μέσω αυτού ύψοϋτο ή θυμέλη, υπέρ τήν οποίαν
έτοποθετεϊτο ή άπεικόνισις τοΰ άκτινοβολοϋντος Ήλιου. Κύκλψ
αυτού ήσαν διατεθειμέναι αί άπεικονίσεις και τά άγάλματα
διαφόρων θεών, έν οίς διεκρίνοντο οί δίδυμοι υίοϊ τού Διος—
Κύκνου Κάστωρ και Πολυδεύκης και διάφοροι δελφΐνες άφιε-
ρωμένοι είς τον Ποσειδώνα. Προ κιόνων φερόντων ονόματα
θεών ήσαν τοποθετημένα τρία θυσιαστήρια άφιερωμένα εϊς τρεις
ρωμαϊκάς θεότητας. Αί Ίπποδρομίαι ήσαν καθιερωμέναι εΐδι-
.

-κώς είς τον Κάστορα και τον ΙΙολυδεύκην καί είς τον Ποσει-
δώνα. Τά τέθριππα άρματα ήσαν αφιερώματα εϊς τον Ήλιον,
•οί δέ δίφροι είς τήν Σελήνην. Εϊς τον ’Άρην καί είς άλλους
Π

άΐεούς άφιεροΰντο οί ηνίοχοι μετά των ποικιλόχρωμων στολών


των. Ή σκηνή δέ τού θεάτρου προστάτας αυτής είχε τήν
Α.

Άφροόίτην καί τον Βάκχον, τούτου δ’ ένεκα καί έθεωρειτο


sacrarium Veneris—ιερόν τής ’Αφροδίτης. Καί είνε μέν αλη­
θές ότι από τού δ' αίώνος καί έφεξής τά δημόσια θεάματα
άπέβαλον τον αύστηρώς είδωλολατρικόν αυτών χαρακτήρα,
διότι αί έν αυτοΐς θυσίαι είς τούς θεούς άπηγορεύθησαν, τά
άγάλματα αυτών ήρθησαν καί δέν έγίνετο πλέον έπίκλησις
αυτών, άλλ’ έν τή σκηνή ή μυθολογία έξηκολούθει νά οργι-
άζη έν τή τραγψδία καί τή μιμητική, διότι ήτο συχνή ακόμη
ή ύπόδυσις τών προσώπων διαφόρων θεών καί ή τών πράξεων
αυτών μίμησις. Ό έκ τών άρχαιοτέρων έκκλησ. συγγραφέων
άμειλικτότερος πολέμιος τών τοιούτων θεαμάτων Τερτυλλιανός,
ευρίσκει δτι εινε άδύνατον νά συμβιβασθώσι προς τά διά πάσης
278 Γρηγορίοο Παπαμιχαήλ

πικρίας, θυμοΰ, οργής, κραυγής καί βλασφημίας (Έφεσ. lr


31) ταράσσοντα καί άνακυκώντα τδν νοϋν καί την ψυχήν του
άνθρώπου θεάματα ταΰτα αί άρεταί τής ταπεινοφροσύνης, τής
πραότητος, τής μακροθυμίας, τής άλλήλων ανοχής, τής ένότη-
τος τοϋ πνεύματος καί τοϋ συνδέσμου τής ειρήνης (δ' 2, 3),
Ή τέρψις καί ή ηδονή συνδυάζονται προς τδ πάθος, τδ οποίοι
συνεπάγεται άντιζηλίας, έκ τούτων δέ προέρχονται αί έριδες!
αί διαμάχαι, ή δργή, ή μανία, ή πικρία καί θλΐψις καί ί
έσμδς των λοιπών παθών, άτινα ουδέν κοινδν πρδς την ήμε--
τέραν θρησκείαν έχουσι.
Τούτου ένεκα οι έκκλησιαστικοί Πατέρες καί συγγραφείς,
έθεώρουν αυτά έπιβλαβέστατα εις τους χριστιανούς. Μερικώτε-
ρον, τάς έν τώ Κίρκω μονομαχίας καί θηριομαχίας έχαρα-
κτήριζον ως θεάματα τδ μεν άγοντα εις διαμάχας καί έριδας,
τδ δέ άναστατοΰντα πάσαν ηθικήν έν τώ άνθρωπο) ιδέαν, άφυ-
πνιζοντα καί τρέφοντα άγρια ένστικτα διά τής έν αύτοΐς σκλη·-
.

ρότητος καί μανιώδους παραφοράς, διαφθείροντα τήν συνείδη-
σιν, έθιζοντα εις άγρίαν αίμοδιψίαν κλ. «"Οταν άπαγορεύψα:
είς ημάς νά παραδιδώμεθα εις μανίαν —λέγει 6 Τερτυλλια-
Π

νδς— συγχρόνως άπαγορεύονται ήμΐν καί τά παντοΐα θεά­


ματα, ένθα κυριώτατα πρυτανεύει ή μανία. Έμβλέψατε εις.
Α.

τδν λαόν, τδν έκφρόνως σπεύδοντα πρδς τδ μέρος, ένθα τδ


θέαμα θά δοθή· έμβλέψατε είς αύτδν έν τίνι άναστατώσει, τα'
ραχή, παραφροσύνη, διατελεΐ, άνυπομόνως καραδοκών τίς θά
ήνε ό νικητής . . . "Εκαστος φλυαρεί τάς άδολεσχίας του ...
καί έπαναλαμβάνει είς τδν γείτονά του ο,τι είδεν ήδη ούτος.. .·
*Επειτα άρχίζουσι νά έρεθίζωνται, νά έκμαίνωνται, νά έρίζωσι,
νά πράττωσι πάν δ,τι αύστηρώς άπαγορεύεται είς τούς μαθη-
τάς τοϋ θεοΰ τής ειρήνης. Πόσας ούτοι έκστομίζουσιν άράς,
πόσας ύβρεις έκσφενδονίζουσι κατά τοΰ πλησίον των δλως άδί-·
κως, πόσους έπαίνους καί έπιδοκιμασίας άναξιοπρεπεΐς ττροφέ-·
ρουσιν! ’Αλλά τίνα ώφέλειαν δύνανται οί θεαταί νά προσδο'
κώσι δι’ εαυτούς, δταν ήνε έκφρονες; θλίβονται διά τά άτυ-
θέατρον καί ’Εκκλησία 279

χήματα των άλλων, χαίρουσιν έπ’ ίσης διά των άλλων τήν
ευτυχίαν ο,τι έπιθυμοΰσι καί ο,τι ορκίζονται δεν άφορα είς
αυτούς. Ή προσωποληψία εϊνε ματαία καί τδ μίσος άδικον.
Έάν παραφορά τις καί θορυβώδης πράξις ήνε έπιτετραμμένη
εις τούς χριστιανούς, αυτή Ιπιτρέπεται καί έν τω Κίρκω, άλλ'
όταν πανταχοΰ ήνε άπηγορευμένη, απαγορεύεται καί αυτόθι’0».
«Εκείνος οστις εθηκεν έαυτφ καθήκον τήν τιθάσσευσιν παρα­
φορών ανθρώπων, ούτος έπιδοκιμάζει τούς άθλητάς, όταν έν
τώ θεάματι καταφέρωσι κατ' άλλήλων πληγάς αίματηράς. Ό
φρίττων οσάκις βλέπη πτώμα ανθρώπου τον συνήθη άποθανόν-
τος θάνατον, ούτος έν τω Άμφιθεάτρω τέρπεται χορτάζων τα
βλέμματά του έκ τής θέας σώματος, τα μέλη του οποίου κατα­
τεμαχισμένα πλέουσιν έν τφ έξ αυτού ρεύσαντι αίματι. Οί από
καθήκοντος δφείλοντες να παρίστανται έν τψ Άμφιθεάτρω
προς τιμωρίαν των άνθρωποφονέων‘,ι, αυτοί ούτοι άγουσιν είς
τον φόνον τον άθλιον δοϋλον τύπτοντες αυτόν διά τής μάστι­
.

γος. Ό θέλων καί άπαιτών δπως πας φονεύς τιμωρήται διά
σπαραγμού υπό λέοντος, ούτος παρακαλει δπως άπελευθερωθή
ό μονομάχος είς αμοιβήν τής νίκης του· δταν δ’ άποθάνη,
Π

συλλυπεΐται καί συμπάσχει, καίτοι αυτός έχρησίμευσεν ως όρ-


γανον τού θανάτου του καί ούδεμίαν προς αυτόν έδειξε φιλαν­
Α.

θρωπίαν». «Προς τιμωρίαν τού ανθρώπου τρέφεται άγριον Θη­


ρών. ίνα όσο) τό δυνατόν άγριώτερον έκμανή πρό των θεατών...
ούτως έν ταΐς τέρψεσι συναριθμεΐται καί ό θάνατός τινων, ίνα
διά τού αιματηρού θεάματος διδαχθή ο άνθρωπος τήν σκλη­
ρότητα, ώσεί μή ήρκει είς αυτόν ή ιδία εαυτού μανία, ώστε
νά μή διδαχθή ταύτην καί δημοσία»"2. «Ό μεθ’ ήδονής θεω­
ρών τήν ανθρωποκτονίαν —λνέγει ό Λακτάντιος63— βέβηλοι τήν
συνείδησίν του καί έν ή έτι περιπτώσει ό φονευθείς άνθρωπος

so) De spectaculis XVI.


,|) Εννοεί τούς ίικαστάς.
5Ι) [Κυπριανόν], De spectaculis.
**) Divinae Institutiones VI, 20.
280 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ .

ήτο όντως άξιος θανάτου καί κατά τούς νόμους κατεδικάσθη.


Ό τοιοΰτος θεατής είνε σχεδόν τόσον ένοχος, δσον καί έάν
ήτο συμμέτοχος φόνων μυστικώς τελουμένων. Καί οί τοιούτοι
άποκαλοΰσι θεάματα τούς άγώνας έκείνους, καθ’ ούς χύνεται
αίμα. Τόσον είνε κενοί αισθημάτων φιλανθρωπίας, ώστε νομί-
ζουσιν δτι παίζουσι καί διασκεδάζουσι θανατοΰντες άλλους άν-
θρώπους. Άναντιρρήτως ούτοι είνε ένοχώτεροι έκείνων, έκ τοδ
αίματος των οποίων τέρπονται. Θά ήθελον νά μοί ελεγέ τις
άν κέκτηνται αίσθημα οίκτου καί δικαιοσύνης δσοι ού μόνον
έπιτρέπουσι τήν εις θάνατον προσαγωγήν άνθρώπων ίκετευ-
όντων τον έλεόν των, άλλα καί, μή ικανοποιούμενοι έκ των
πληγών των καί τοΰ έξ αυτών ρέοντος αίματος, άπαιτοϋαι
τήν μέχρι θανάτου βάσανον αυτών ίνα δέ μή τις διασωθή,
προσποιούμενος τον νεκρόν, κραυγάζουσιν όπως σφαγώσιν οί
χαμαί κείμενοι καί πλήρεις πληγών ταλαίπωροι ούτοι. ’Οργί­
ζονται, οσάκις οί μονομάχοι έπί μακρδν άγωνίζονται χωρίς
.

νά θανατωθώσιν, ούσεί δ' άτονοΰντες έκ τής δίψης τοΰ αίματος»
κραυγάζουσιν όπως προσαχθώσιν ισχυρότεροι μονομάχοι. Το
σκληρόν τούτο έθος άφαιρεΐ παν άνθρωπισμοΰ αίσθημα. Ό
Π

προς αυτό έθιζόμενος δεν φείδεται καί αυτών τών άθ^)ων, με-
γάλην δέ θά αίσθανθή χαράν έάν προς όλους τούς άνθρώπους
Α.

προσενεχθώσιν ως προς κακούργους. Οί θέλοντες νά βαδίζωσι


τήν οδόν τής δικαιοσύνης, όφείλουσι παντί σθένει ν’ άποφεύ-
γωσι τά τοιαΰτα δημόσια θεάματα».
Δεν είνε όλιγώτερον δριμεΐαι καί αί περί τοΰ 'Ιπποδρό­
μου κρίσεις τών Πατέρων, διότι καί ή άπ' αυτών βλάβη ήτο
ούχ ήττον μεγάλη καί ισχυρά. Έν ταΐς διά τό φιλοθέαμον
τούτο πάθος μομφαΐς τών Πατέρων οί από τών ιπποδρομικών
θεαμάτων τερπόμενοι κατσκρίνονται ως κακώς διαθβτοντες τον
πολύτιμον χρόνον των, τον όποιον ήδύναντο νά χρησιμοποιή-
σωσι κάλλιον, διότι οΰδεμίαν ωφέλειαν έξ αύτών θά προσεπο-
ρίζοντο. Ό Κυπριανός (;) άπορεΐ πώς τόσον κενόν καί μά-
ταιον πράγμα —όποιον ό διαγωνισμός ίππων— δύναται νά κι-
θέατρον καί Εκκλησία 281

■νήση το ένδιαφέρον άνθρώπου λογικού, καί μάλιστα χριστια­


νού. «Όπόση κενότης έν τοΐς τοιούτοις άγώσι ! Νά έρίζωσι
περί χρωμάτων, νά φιλονεικώσι περί δρομής αρμάτων, νά έπι-
διώκωσι τιμάς, νά χαίρωσιν έπί τψ δτι ό ίππος εινε ταχύς,
νά άδημονώσιν δταν ήνε δκνηρός, νά ύπολογίζωσι την ήλι-
κίαν τοΰ ζώου κατά τά έτη των υπάτων, νά σπουδάζωσι την
ηλικίαν του, νά όρίζωσι την καταγωγήν του, νά μνημονεύωσι
των πάππων καί τών προπάππων του ! Ή, ίνα κάλλιον είπω,
πόσον άποτρόπαιον καί άτιμον εινε νά άκούη τις τον άπδ μνή­
μης παρατάσσοντα δλην τήν γενεάν του ίππείου γένους καί
άλανθάστως καί ταχύτατα άφηγούμενον πάντα ταΰτα; Άλλ’
ερώτησον αυτόν περί τών προπατόρων τοΰ Χρίστου· τούτους α­
γνοεί, άλλά καί μέγα βάρος θά ήτο δι’ αυτόν ή τοιαύτη γνώ-
σις·'1. Χαρακτηριστικώτατα είνε δσα λέγει καί ό Μ. Βασί­
λειος· «ήδη δέ τινες τών ίππομανούντων, καί κατ’ δναρ ύπέρ
τών ίππων μάχονται, άρματα μεταζευγνύντες καί ήνιόχους
.

μετατιθέντες, καί δλως τής μεθημερινής αφροσύνης ούδ’ έν
ταϊς καθ’ ύπνον φαντασίαις άφίστανται»ΛΓ'. Καί ό Χρυσόστο­
μος εινε άριστοτεχνικώτατος έν τή περιγραφή τής πρός τάς
Π

ιπποδρομίας μανίας τών Κωνσταντινουπολιτών, άλλά καί δρι-


μύτερος έν ταΐς έπικρίσεσί του. Ή πάσα πόλις—κατά τήν περι­
Α.

γραφήν του— μεθίστατο προς τον Ιππόδρομον, καί οίκίαι καί


άγοραί εις τήν «παράνομον θεωρίαν» έκινοΰντο. Έπλήρουν δ'
έν αύτώ «καί τά ύπερφα, καί οικίας, καί δώματα, καί κρη­
μνούς, καί μυρίους ετέρους καταλαμβάνουσι τόπους· καί ούτε
πενία, ούτε άσχολία, ούτε ασθένεια σώματος, ού ποδών άρρω-
οτία, ούκ άλλο ουδέν τών τοιούτων έπέχει τήν άκάθεκτον μα­
νίαν άλλ’ άνθρωποι γεγηρακότες νέων άκμαζόντων σφοδρό-
ΐερον έκεΐ πρέχουσι, τήν πολιάν καταισχύνοντες, τήν ήλικίαν
παραδειγματίζοντες, τό γήρας αυτό καταγέλαστον ποιοϋντες».
Έχει «ήλιον γυμνή δεχόμενοι τή κεφαλή, καί πατούμενοι

Μ) [Κυπριανόν], De spectaculis.
“) 'Ομιλία ιϊς τήν Έξαήμβρον ί'.
282 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ

καί ώθούμενοι, καί μετά πολλής πιεζόμενοι τής σφοδρότατος,,


καί μυρία ετερα πάσχοντες δεινά, καθάπερ έν λειμώνι τρυ-
φώντες οΰτω διάκεινται»'76. «Έν ταΐς ίπποδρομίαις ταύταις
—λέγει άλλαχοΰ ό αυτός— ούκ όρόφου έπικειμένου τοΰ τον
ύετόν στέγοντος, οί πλείους, πολλών όμβρων καταφερομένων,
καί ανέμου τό ύδωρ είς τάς όψεις ριπίζοντας, έστήκασι μαινό-
μενοι, καί ψύχους, καί υετοϋ, καί πηλοΰ, καί μήκους όδοΰ
καταφρονοΰντες, καί ούδέν αυτούς ούτε οίκοι κατέχει, ούτε έκεΐ
κωλύει διαβήναι»*57. 58Τί
* δέ έπραττον οι μετά τόσου «τόνου»
τρέχοντες «επί τήν σατανικήν θεωρίαν τής ιπποδρομίας» ; Πολ-
λάκις προς άλλήλους διαπληκτιζόμενοι έλεγον «ότι ό μέν των
ίππων ού καλώς έδραμεν, ό δέ ύποσκελισθείς κατέπεσε, καί
έ μέν τούτω τψ ήνιόχψ εαυτόν προσνέμει, 6 δέ τψ έτέρψ.. .ν'".
Τόση ήτο ή προς τούς ιππικούς αγώνας μανία, ώστε πολλοί-
άφέντες τον ναόν, ηύτομόλουν προς τήν θεωρίαν τών άμιλλη-
τηρίων ίππων καί έξεβακχεύοντο ούτως, ώστε δλην τήν πά­
.

λιν έπλήρουν βοής καί άτακτων κραυγώνΓ'·'. Έπί τή τοιαύτν).
διαγωγή τών χριστιανών θλιβόμενος ό Χρυσόστομος έλέγχει
αυτούς ότι ούτε τών συμβουλών του μιμνήσκονται, ούτε τών
Π

έν τψ ναώ φρικτών μυστηρίων, αλλά «καθάπερ αιχμάλωτοι γι­


νόμενοι υπό τών τοΰ διαβόλου παγίδων, έκεΐ διημερεύουσιν...,
Α.

είς αισχύνην προκείμενοι καί Ίουδαίοις καί Έλλησι καί τοΐζ


τά ήμέτερα διασύρουσι βουλομένοις ... Πώς λοιπόν —έρωτα—
έπιστομίσειν δυνησόμεθα ή "Ελληνας ή Ίουδαίουο; ΙΙώς δε
έναγαγεΐν αυτούς ίσχύσομεν καί πείσομεν μετατάξασθαι εϊζ-
τήν ευσέβειαν, όταν όρώσι τούς μεθ’ ήμών τεταγμένους είς τά-
όλέθρια έκεΐνα καί πάσης λύμης γέμοντα θέατρα συμφυρομέ-·
νοις αύτοΐς»;60

se) Migae, 54, 660. Περί Άννης λόγος δ’.


57) 'Ομιλία νη' είς Ίωάννην, Migae 59, 320.
58) Ορός τούς είς τάς Ιπποδρομίας άπελθόντας, Migne 48, 1045 — 46.
5β) Πρός τούς καταλείψαντας τήν έκκληαίαν καί αΰτομολήσαντας πρός τάς
πποδρομίας καί τά θέατρα- αύτ. 56, 263.
•°) Πρός τούς είς τάς Ιπποδρομίας άπελθόντας αότ. 48, 1046.
θέατρον καί 'Εκκλησία 28$·

Αύστηροτέραν καί καυστικωτέραν γλώσσαν μεταχειρίζον­


ται οί Πατέρες προκειμένου περί ΰεάτρων, διότι τό είδος τοΰτο
των θεαμάτων ήτο τό προσφιλέστερον είς τον λαόν, περισσό­
τερον δ’ άρα έσκανδάλιζε καί προσείλκυε τούς χριστιανούς,
ευρίσκοντας έν άυτφ άφθονωτέρας τέρψεως άφορμάς. Ό λαός
ήτο είς άκρον φιλοθέατρος, διά μεγάλης δέ συμπάθειας περι­
έβαλλε τούς ηθοποιούς λόγο) της ίσχυράς δυνάμεως, ήν ήσκει
το θέατρον επ’ αυτόν, ως ό μόνος έναπομείνας καί περισωθείς
δεσμός, ό συνέχων το χριστιανικόν παρόν προς το άρχαϊον
έθνικόν παρελθόν61. Τόσον ‘ισχυρός ήτο ό προς την σκηνήν
έρως, ώστε μόνον μεγάλη καί κοινή δυστυχία ήτο δυνατόν ν’
άποσπάση το πλήθος έκ των θεάτρων, πάσα δ’ άποχή από των
θεατρικών θεαμάτων ήτο έκδήλωσις βαθέος πένθους. "Οταν ό
Ίουλιανός έξωργισμένος κατά τών Άντιοχέων είχεν άποσυρθή
είς Ταρσόν, ό Λιβάνιος προέτρεψε τον λαόν ν' άπόσχη τών
θεάτρων είς έκδήλωσιν θλίψεως61. "Οτε δ’ ό Θεοδόσιος Α'
.

ήπείλησε τήν ’Αντιόχειαν διά δεινής συμφοράς έπϊ τή ανα­
τροπή τών βασιλικών αγαλμάτων, ό λαός αυθόρμητος έσπευσεν
έκ τών θεάτρων είς τον ναόν, ό δέ ’Ιωάννης Χρυσόστομος
Π

έδράξατο τής ευθέτου ταύτης ευκαιρίας όπως μετά πικρίας


υπόμνηση τούς άλλοτε άκάρπους κατά τής θεατρομανίας του
Α.

λόγους καί έλέγξη αυτόν ότι έπρεπε νά έπέλθη τοιαύτη


συμφορά διά νά άποχωρισθή από τής προσφιλούς του σκηνής.
Εννοείται, οτι φιλοθεατροτέρα του άπλοΰ λαού ήτο ή λογία
τάξις, ή εν τή ελληνική παιδεία καί ταίς έλληνικαΐς παρα-
δόσεσιν άνατραφείσα, έτι δέ φανατικώτεροι τοΰ θεάτρου δπαδοί
άπεδείκνυντο δσοι τών λογίων ήσαν καί συγγραφείς θεατρικών
έργων. Καίτοι δύο είχον παρέλθει έκατονταετηρίδες από τοΰ

6|) Κ. Σά&α σ. τί—τια'.


*') «Είς άχθηδόνα κοινήν σχηματίσωμεν τό άστο, καί μιμηοάσθω πένθος οι­
κίας όλη ή πόλις’ κλείσωμεν βράχον χρόνον τό θέατρον καί δεηθώμεν τών όρχη-
οτών τουτωνί καί τών μίμων μεταδοοναι καί τοΐς άστογείτοσι τών παρ’ αυτών
αγαθών» τ. Α' σ. 500, 501 (παρά Κ. Σάϋ-q ήε').
- 284 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ

οριστικού τοΰ Χριστιανισμού θριάμβου, δμως ύπήρχον ακόμη


παιδαγωγοί διδάσκοντες τα άρχαΐα δράματα, οι δέ δικηγόροι
καί οι σοφισταί δεν έδίσταζον καί να ύπεραμύνωνται των έξη-
χρειωμένων μίμων κατά τρόπον τοιοΰτον, ώστε έθετον έν άμφι-
βόλιρ τον εαυτών χριστιανισμόν63. Έκ τίνος κανόνος τής έν
Τρούλλψ συνόδου πληροφορούμεθα μάλιστα δτι οί τούς πολι­
τικούς διδάσκοντες νόμους άνήγοντο καθ' ελληνικά έθιμα έπί
θεάτρων καί κατά την ώραν τής διδασκαλίας έφόρουν στολάς
θεατρικάς6ί.
Ό κατά τού θεάτρου δμως πόλεμος των άρχαίων Πατέ­
ρων δεν εΐχεν ως λόγον μόνην την άπ’ αυτού θρησκευτικήν
καί ηθικήν τών χριστιανών λύμην, άλλα καί τούς αγρίως θεα­
ματικούς τού Νέρωνος διωγμούς, ιδία δέ τά ύπ’ αυτού μετά
την πυρκαϊάν τής Ρώμης'»’ τψ 64 έ'τει κατά τών χριστιανών
τερατουργηθέντα καί τάς συχνάς άπδ τής σκηνής διακωμω­
δήσεις καί σατύρας τών ίερωτέρων τής χριστιανικής πίστεως
.

μυστηρίων. ’Ιδού πώς περιγράφει ό Ρενάν έν τφ «’Αντίχριστο)»
αυτού66 τήν φρικώδη σκηνικήν παράστασιν τής νυκτδς τής 1
Αύγουστου τοΰ έτους έκείνου :
Π

«Έκ τών καταδίκων άλλοι μέν περικαλυφθέντες δέρματα


ζώων έξεσφενδονίσθησαν έν τη παλαίστρφ καί κατεσπαράχθη-
Α.

σαν ύπο κυνών, έτεροι έσταυρώθησαν, καί άλλοι ένδεδυμένοι


χιτώνας βεβαμμένους έν έλαίψ, πίσση καί ρητίνη προσεδέθη-
σαν εις πασσάλους διά νά φωτίσωσι δίκην πυρσών τήν νυκτε-

,3) Παραδείγματα: Προκόπιος ό Γαζαΐος καί ό ένθερμος ΰπέρμαχος τοΰ θεά­


τρου Χοροίκιος (Πρβλ. Κ. Σά&αν να’). 'Γινές μάλιστα τών σοφιστών συνέγραφον
κωμψδίας πρός διακωμψδησιν αΰτοδ του Χριστιανισμού, ώς δ σοφώτατος Γαζαΐος
σοφιστής Γέσσιος. (Διήγησις θαυμάτων τών άγ. Κύρου καί Ίωάννου παρά Mail,
Spicilegium Romanum, III σ. 303 έξ·, Ιδε Κ. Σά&αν νβνγ).
w) ”Ιδε τόν οα’ κανόνα έπιβάλλοντα άφορισμόν τοΐς τοιοΰτοις.
Οο) 'Ιστορικοί τινες άμφισβητοϋσι τήν εις τόν Νέρωνα άπόδοαιν τής πυρκαίίς
τής Ρώμης (Πρβλ. Rudolf von Delius, Nero έν «Die Zukunft» 4 Όκτ.
1913. "Ιδε καί «Έκκλησ. Φάρον» τ. ΙΓ' [1914] σ. 660-662).
60) Mrn. Renan, L’Antechrist σ. 164—174. Τό απόσπασμα παραλαμβάνο-
- μεν προχείροις έκ τής παρά τφ .Χ. Σά&α μεταφράσεως σ. λθ' —μα’.
Θέατρον καί Έκκληοία 285 '

ρινήν εορτήν. Ό Νέρων προσέφερεν υπέρ τοϋ θεάματος τους -


ωραίους αύτοΰ κήπους κειμένους πέραν τοΰ Τιβέρεως, δπου νΰν
ή πλατεία καί ή έκκλησία τοΰ αγίου Πέτρου■ ένταϋθα έκειτο
το ύπδ τοΰ ' Καλλιγούλα καί τοΰ Άδριανοΰ κτισθέν θέατρον,
ή αυτή δε θέσις πολλάκις έγένετο μάρτυς νυκτερινών σφαγών
έν αυτή περιπατών δ Καλλιγούλας ύπδ τήν λάμψιν τών πυρ­
σών είδεν άποκεφαλιζομένους υπάτους, γερουσιαστάς καί Ρωμαίας
δέσποινας. Ή ιδέα τής άντικαταστάσεως τών λυχνιών δι’ αν­
θρωπίνων σωμάτων έμβεβαμμένων είς εύφλέκτους ύλας πιθα­
νώς έπεκροτήθη ως ευφυής· ή πυρπόλησις ήτο μέν καί πρό-
τερον γνωστή ως κολαστήριον, διότι τοιοΰτος ήτο ό δνσφυ-
ρητος χιτών (tunica molesta), δι’ ού έτιμωροΰντο οί πυρπολι-
σταί, ουδέποτε δμως έφηρμόσθη καί ως σύστημα φωτισμοΰ.
Έν τή λάμψει τών άποτροπαίων τούτων πυρσών ό Νέρων, ό
έφευρέτης τών νυκτερινών ιπποδρομιών, έπαρουσιάζετο έν τή
σκηνή, ότέ μέν άναμεμιγμένος μετά τοΰ συρφετοΰ έν στολή
.

ίπποκόμου (jockey), ότέ δέ οδηγών τδ άρμα αύτοΰ καί έπι-
ζητών χειροκροτήσεις. Έν τούτοις έδηλώθησαν σημεΐά τινα
συμπάθειας· αυτοί μάλιστα οί πιστεύοντες είς τήν ένοχήν τών
Π

χριστιανών καί όμολογοΰντες δτι ήξιζον μεγαλειτέρων βασά­


νων έφρικίασαν έπί τφ άπανθρώπφ έκείνορ θεάματι· οί φρόνι­
Α.

μοι έπεθύμουν νά έφαρμοσθή κατ’ αυτών δ,τι άπήτει ή κοινή


σωτηρία, νά καθαρισθή δηλονότι ή πόλις έκ τών έπικινδύνων
τούτων άνθρώπων, ούχί δμως καί νά γείνωσι θύματα τής θη­
ριωδίας ένδς άνθρώπου τοσοΰτοι ένοχοι.
Γυναίκες, μάλιστα δέ παρθένοι, διά τών φοβερών αύτών
βασάνων έτερψαν τούς θεατάς. Έπί Νέρωνος είσήχθη ή έξις
δπως οί κατάδικοι διαδραματίζωσιν έν τφ άμφιθεάτριρ μυθολο­
γικά πρόσωπα έπιφέροντα τδν θάνατον τοΰ ήθοποιοΰ. Τά φρι-
κώδη ταΰτα δράματα, τών οποίων ό μηχανισμός τοσοΰτον γι-
γαντιαίως έτελειοποιήθη, ήγνοοΰντο πρότερον ή εύαισθησία τών
Ελλήνων θά έξανίστατο έπί τφ άκούσματι άποπείρας προτιθε-
μένης τήν έφαρμογήν τής θηριωδίας έν τή αισθητική, τήν
286 Γρηγορίοι) Παπαμιχαήλ

συνένωσιν τής τέχνης προς την κόλασιν. Ό δυστυχής είσήγετο


έν τή σκηνή πολυτελώς έστολισμένος ώς θεός ή ήρως προω-
ρισμένος είς θάνατον, διά δέ τής βασάνου αύτοΰ παρίστα τρα­
γικήν τινα σκηνήν έξ εκείνων τάς οποίας έξεικόνισαν και διε-
δραμάτισαν οί γλύπται καί οι ποιηταί· άλλοτε μέν παρίστα
τον Ήρακλήν μαινόμενον ή καιόμενον επί τής Οίτης ή άνα-
σπώντα μετά τοΰ δέρματος τον δηλητηριώδη χιτώνα, τον
Όρφέα ύπ’ άρκτου κρεουργούμενον, τον Δαίδαλον άπδ τοΰ ου­
ρανού έκσφενδονιζόμενον καί υπό θηρίου κατατρωγόμενον, την
Πασιφάην έκπνέουσαν έν ταϊς άγκάλαις τοΰ ταύρου, τον ’Άτ-
τιν αίμάσσοντα- άλλοτε δέ άπετέλουν άποτροπαίους σειράς
προσωπιδοφόρων, οί μέν άνδρες μετημφιεσμένοι εις ιερείς τοΰ
Κρόνου φέροντας έπώμιον τήν έρυθράν χλαμύδα, αί δέ γυναί­
κες εις Εερείας τής Δήμητρος έχούσας προμετωπίους κωδωνί-
σκους· άλλοτε πάλιν παρίστων δράματα τών οποίων ό ήρως
πραγματικώς έθανατοΰτο, ώς ο Λαυρεόλος, ή τραγικά κατορ­
.

θώματα ώς το τοΰ Μουκίου Σκαιβόλα· έν τέλει δέ εισερχό­
μενος τις μετημφιεσμένος εις Έρμήν ήγγιζε το μέτωπον τών
καταδίκων διά σιδηράς πεπυρακτωμένης ράβδου προς βεβαίωσιν
Π

τοΰ θανάτου, συγχρόνως δέ ύπηρέται προσωπιδοφόροι παρι-


στώντες τον Πλούτωνα ή τον "Ορκον έσυρον τούς νεκρούς από
Α.

τών ποδών καί σφυροκοπούντες αυτούς άπετελείουν δ,τε έσπά-


ραττεν έ'τι.
Αί πλέον σεβάσμιαι χριστιαναί δέσποιναι έλαβον μέρος
είς τοιοϋτο θηριώδες θέατρον, παραστήσασαι άλλαι μέν τάς Δα­
ναΐδας, άλλαι δέ τήν Δίρκην.
Ουτω ένεκαινιάσθη τό παράδοξον ποίημα τοΰ χριστιανι­
κού μαρτυρίου, ή άμφιθεατρική αΰτη έποποιΐα, ή μέλλουσα νά
διαρκέση έ'τι έπί διακόσια πεντήκοντα έτη, καί δθεν θέλουσι
προέλθει ό έξευγενισμός τής γυναικός καί ή έλευθερία τοΰ
δούλου».
Πρός τήν σκληρότητα τών θεατρισμών τούτων ήμιλλήθη καθ’
δλην τήν μέχρι τοΰ τελικοΰ θριάμβου τοΰ Χριστιανισμού περίο-
θέατρον καί 'Εκκλησία 287

gov ή δξύτης τοΰ άνευλαβεστάτου σκώμματος, ή διαπόμπευσις


τών τής χριστιανικής πίστεως άπδ τής σκηνής του θεάτρου καί
ή σάτυρα αυτών τών τρομερών έν τοΐς διωγμοΐς μαρτυρίων τών
χριστιανών, ών τδ κατά τοΰ θεάτρου μίσος τούτου ενεκεν έτι
περισσότερον ένετείνετο. Ούτως ηθοποιοί μετημφιεσμένοι είς
επισκόπους έσατύριζον τδ χριστιανικδν [ίάπτισμα, άλλοι παρι-
στώντες τούς μάρτυρας έκδερομένους, διά τών άπαισίων κραυ­
γών των έθεάτριζον τάς βασάνους των. Τοσαύτη δ’ ήτο τής
έσχάτης ταύιης άσπλαγχνίας καί ρδελυρίας ή έντασις, ώστε
ΐπ αυτής τής σκηνής καί διαρκούντων τών αθλίων τούτων
παραστάσεων ενίοτε συνήρχοντο εις εαυτούς οί εύαισθητότεροι
τών κωμωδών καί μίμων, εις εκπληξιν δέ τών καγχαζόντων
θεατών αίφνης άνεκήρυττον εαυτούς χριστιανούς, όμόφρονας
δήλα δή εκείνων, τούς οποίους τόσον έμπαθώς ένέπαιζον, έσα­
τύριζον καί καθύβριζον. Τδ χριστιανικδν μαρτυρολόγιον αρι­
θμεί ικανούς προσηλύτους έκ τοΰ αΐσχροΰ τούτου ομίλου τών
.

μίμων καί τών μιμάδων τής θυμέλης, ών τινες ήσαν έν ταΐς
διασημοτάταις τότε έπί κάλλει καί τέχνη, άμα δέ καί δια­
φθορά. Τοιοΰτοι ήσαν π. χ. οί μάρτυρες Πορφύριος ό Έφέσιος
Π

(270)π;, Γελάσιος ό Ήλιοπολίτης (297)<;R, Άρδαλίων ό Μίμος


(298)°°, Πορφύριος ό άπδ Μίμων (362)7", Γενέσιος ό Ρωμαίος
Α.

καί Φιλήμων ό Αιγύπτιος71. Έκ τών μιμάδων άναφέρεται


προσηλυτισθείσα διά τοΰ άπλοΰ κηρύγματος ύπδ τοΰ έπισκό-
που Εδέσσης Νόννου ή διάσημος Άντιοχίς μιμάς Πελαγία, ή

·’) 4 Νοεμβρίου' ουτος άνήκων είς τήν «αίσχράν καί κατηγορημένην τέχνην»...
—κατά τόν συναξαριστήν— «μίαν φοράν ΰποκριθείς τό άγιον βάπτισμα... έβαπτί-
σΟη από ένα άλλον μίμον ύποκρινόμενον ψευδως ότι είναι επίσκοπος» Νικοδή­
μου Συναξαριστής, Α' σ. 226 Ικδ. Βενετίας, παρά 2Γ. Σά&α μδ*,).
°") Έμαρτύρησε καί ουτος διότι έν τψ ίιποκρίνεαθαι έμπαικτικώς τόν βαπτι-
ζόμενυν χριστιανόν «άνελθών τοΰ βουττίου... οΰκέτι ήνέσχετο θεατρίααι, λέγων ότι
χριστιανός εΐμι' είδον γάρ δόξαν φοβεράν εις τό βοΰττιν, καί χριστιανός άποθνή-
σκω* (Πασχ. Χρον. σ. 314, Βόννης, καί Μαλαλάς σ. 314—315, αυτόθι)' 27 Φεβρ.
*') 14 Απριλίου.
,0) 15 Σεπτ.
7Ι) 14 Σεπτ. Πρβλ. Κ. Σά&αν Ινθ’ άνωτ. σ. μζ',.
288 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ

υπό τό σκηνικήν όνομα πασίγνωστος τότε Μαργαριτώ72.


Τά γεγονότα ταϋτα ήσαν τότε σφόδρα αξιοσημείωτα, δι­
καίως δ’ οί Πατέρες έτόνιζον την μεγάλην των σημασίαν ώς
καταδεικνύοντα την δύναμιν της χριστιανικής θρησκείας, ίσχύ-
ουσαν να έπανάγη εις τον κόσμιον καί ηθικόν χριστιανικόν
βίον καί αυτά τά τής έσχατης ηθικής υποστάθμης καί μονο-
νουχί άπελπιστικώς πωρωθέντα όντα. Ιδού π. χ. τί λέγει
περί τής τελευταίας ταυτης μιμάδος ό Χρυσόστομος : «... καί
γάρ αΰτη ή πόρνη ποτέ παρ’ ήμΐν ήν, τά πρωτεία έπί τής
σκηνής εχουσα, καί πολύ τό όνομα αυτής πανταχοΰ, ούκ έν
τή πόλει τή ήμετέρα μόνον, αλλά καί μέχρι Κιλίκων καί
Καππαδοκών καί πολλάς μέν Ικένωσεν οικίας, καί πολλούς
εϊλεν δρφανούς· πολλοί δέ αυτήν καί εις γοητείαν διέβαλον,
ώς ού τοΰ σώματος μόνον, αλλά καί τοΐς φαρμάκοις εκείνα
τά δίκτυα πλέκουσαν είλέ ποτέ καί βασιλίδος άδελφον αύτη
ή πόρνη· καί γάρ πολλή ήν αυτής ή τυραννίς· άλλ’ άθρόον
.

ούκ οίδ’ όπως, μάλλον δέ οίδα σαφώς· βουληθεΐσα γάρ καί
μεταμεληθεΐσα, καί τοΰ Θεού τήν χάριν έπισπασαμένη, κατε-
φρόνησεν απάντων έκείνων, καί ρίψασα τοΰ διαβόλου τάς μαγ­
Π

γανείας, πρός τον ουρανόν άνέδραμε, καίτοι γε ούδέν αίσχρό-


τερον αυτής ήν, ότι έπί τής σκηνής ήν’ άλλ’ όμως ύστερον
Α.

πολλάς παρήλασε τή τής' έγκρατείας υπερβολή, καί σάκκον


περιθεμένη πάντα τον χρόνον ούτως ήσκεΐτο. Ταυτης ένεκα
καί ύπαρχος ήνωχλήθη, καί στρατιώται ώπλίσθησαν, καί μετά-·

Τι) Τό έπεισόδιον τοδ προσηλυτισμού της μιμάδος ταυτης άναφέρουσι πάντες


σχεδόν οί κοσμικοί καί εκκλησιαστικοί συγγραφείς, έν δέ τψ Συναξαρίψ σημείου-
ται αΟτη ώς Πελαγία «ή άπό έταιρίδων» (8 Όκτωβρ.)- Νικοδήμου Άγιοριι-
τον, Συναξαριστής. Έν Ζακΰνβφ φωξη", σ. 134. Τόν βίον αυτής συνέγραψεν i
τής ’Εκκλησίας 'Ηλιουπόλεως διάκονος Ιάκωβος, έκ των τής ακολουθίας τοΰ 'Επι­
σκόπου Νόννου, μάρτυς αύτόπτης τής μετανοίας τής Πελαγίας. Ό βίος οΰτος
έξεδόθη ΰπά Migne έν τόμ. Πατρολ. 116, 907. Περί αυτής ΐδε καί Μητροπ.
Μόσχας Φιλαρέτου, AI άσκήτριαι τής Άνατολ. Εκκλησίας (ρωσ.). Κατ’ αυτόν ή άγία
Πελαγία έτελεΰτησε τφ 461. Πρβλ. καί H. Usenet, Legenden der h. Pelagiv
Bonne 1879, καί Άρχιεπ. Σέργιου, Πλήρες Μηνολόγιον τής ’Ανατολής, τόμ· II:
Ή Αγία 'Ανατολή (έν Βλαδιμήρφ, 1901) σελ. 418 (ρωσ.).
θέατρον καί Εκκλησία 289

στήσαι αυτήν προς τήν σκηνήν ούκ ί'σχυσχν, ουδ’ έξαγαγεΐν


ιών ύποδεξαμένων αυτήν παρθένων’ αΰτη μυστηρίων καταξι-
ωθεΐσα των απορρήτων καί τής χάριτος αξίαν έπιδειξαμένη
σπουδήν, ουτω τον βίον κατέλυσεν άπαντα άπονιψαμένη διά
τής χάριτος καί μετά το βάπτιαμα πολλήν έπιδειξαμένη τήν
φιλοσοφίαν- ούοέ γάρ ψιλής δψεως μετέδωκε τοΐς ποτέ έρα-
σταΐς έπί τοΰτο έλθοΰσιν, άποκλείσασα έαυτήν καί έτη πολλά
καθάπερ έν δεσμωτηρίω διατελέσασα»73. Ή δέ μιμάς-έταίρα
Μαργαριτώ - Πελαγία έζη έπί Θεοδοσίου τοϋ Β' (408— 450),
ήτο δ’ ή «πρώτη των μιμάδων» κατά τον χρονογρ. Θεοφάνη7'
καί προσηλυτίσθη7·' υπό τοϋ Νόννου'ϋ τώ 435. Τδ γεγονδς τοϋ
προσηλυτισμού τής διαβόητου Μαργαριτοΰς έθεωρήθη δικαίως
ώς σπουδαιότατον ύπδ των τότε χριστιανών, οϊτινες «έώρτασαν»
έπ’ αύτψ· επειδή δέ φαίνεται δτι καί μετά τδ βάπτισμα τήν
χριστιανήν Πελαγίαν έτάραττε κατά καιρούς ή άνάμνησις τής
μιμάδος Μαργαριτοΰς, πρδς μείζονα ασφάλειαν έσπευσε νά έγ-
.

κλεισθή ώς Πελάγιος έν ίεροσολυμιτική μονή, ένθα μόνον μετά
τον θάνατόν της έγνώσθη τδ φΰλόν της77.
Οι άνωτέρω έκτεθέντες λόγοι ήσαν βεβαίως πλέον ή έπαρ-
Π

κεΐς δπως δεινή έπέλθη ή κατά τής σκηνής καί των θυμελι-
κών καθόλου των άρχαίων τής Εκκλησίας Πατέρων καταφορά.
Α.

Οϋτω π. χ. δ Κυπριανός (;) αύστηρότατατα απαγορεύει τήν εις

,3) "Απαντα (έκδ. Βενεδικτίνων) τ. VII σ. 665 — 666 (παρά Κ. Σάϋ-q ριδ,—
ριε).
7<) 5925. «Prima mimarum» κατά ’Αναστάσιον τόν Βιβλιοθηκάριον, «πρώτη
των πρωτοχοριστιών τής όρχήστυος» κατά ’Ιάκωβον τόν Ήλιοπολίτην (κατά πα­
λαιόν λατιν. μετάφρ.: prima mimarum Antiochiae, ipsaque est prima choreu-
triarum pantomimarum), κατ’ άλλο Συναξάριον «ταΐς όρχήστραις καί ταϊς θεα-
τροκοπίαις σχολάζουαα καί παλλακευομένη τή πόλει», κατά Συμ. Μεταφρ. «πρώτη
τών έν τή πόλει Μαινάδων . . . πόρνη», «πρώτη των μαινάδων» παρά Νικ. Καλλί-
στιρ καί «πόρνη .. . άπό ίταιρίδων» έν τψ Βασιλ. Μαρτυρολ. (παρά Κ. Σά&α.
ο. ια'—ιβ').
,5) 'Γά τοΟ προσηλυτισμού αυτής λίαν ενδιαφέροντα ίδε παρά Κ. Σάϋ-α σ.
ριί” - ριη', ένθα καί ή σχετική φιλολογία τών πηγών.
,β) Τίς ήτο δ Νόννος ουτος πρβλ. αυτόθι σ. ριθ .
“) 'Εορτάζεται τή 8 ’Οκτωβρίου.
** ' Ε****Χ Φάοος τόμ. IΛ' τ«νχ. ο -oft (9Ιον?.ιος·Σε7ΐτρ/ι{ϊ(>ιο*:1 1915 19
290 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ

τά θέατρα φοίτησιν των χριστιανών. «Δεν επιτρέπεται, λέγω,


εις τούς πιστούς χριστιανούς, δεν επιτρέπεται όλως ούτε νά
παρίστανται εις τά θεάματα (ταΰτα), ούτε νά ήνε μετ’ εκείνων,
τούς οποίους ή Ελλάς πανταχοϋ έκπέμπει προς τέρψιν της
ακοής, διδάσκουσα αυτούς διαφόρους τέχνας κενάς»78. Τούτο
δε διότι γεννώσιν εϊς τήν ψυχήν κενότητα καί ματαιότητα.
Λίαν παραστατικά εινε όσα λέγει περί των αυλητών - κωμω-
δών «ιδού έξ αυτών τις μιμείται τον πολεμικόν τής σάλπιγγας
ήχον άλλος, εϊς τον αυλόν έμφυσών, Ιξάγει έξ αυτού θλιβε­
ρούς ήχους· έκεϊνος δέ, συγκρατήσας έν τοΐς πνεύμοσι μετά
κόπου τήν άναπνοήν καί άνταγωνιζόμενος προς τήν καλήν καί
ήχηράν άνθρωπίνην φωνήν, εναλλάσσει τό άνοιγμα τού οργάνου,
καί, ότέ μέν συγκρατών τήν πνοήν, ότέ δ’ εισπνέουν αυτήν καί
είτα έξαπολύων εις τον αέρα δι’ ώρισμένων οπών τού οργάνου,
καί κατόπιν διακόπτων τον ήχον εις ώρισμένον φθόγγον, αχά­
ριστος προς τον Τεχνίτην, τον χαρίσαντα αύτώ τήν γλώσσαν,
.

προσπαθεί νά όμιλή διά τών δακτύλων! Τί δέ νά είπω περί
τών ανωφελών προσπαθειών, περί τών μεγάλων παραφορών
τού τραγικού λόγου, περί τής έντάσεως τών νεύρων κατά τήν
Π

στιγμήν τής κραυγής ; Καί άν άκόμη ταΰτα δεν ήσαν αφιε­


ρωμένα εις τά είδωλα, οι χριστιανοί δεν ώφειλον νά έπισκε-
Α.

πτωνται τά θεάματα ταΰτα, ούτε νά βλέπωσιν αυτά, διότι, καί


Ιν ή έτι περιπτώσει δεν ένυπήρχεν έν αύτοΐς άμεσον έγκλημα,
άλλ’ όμως μεγίστην καί όλως άπρεπή έγκλείουσι διά τούς πι­
στούς κενότητα...»7'·’. Τήν αυτήν κενότητα, μικροπρέπειαν καί
ματαιότητα τονίζει καί ό Τερτυλλιανός, χαρακτηρίζουν τό θέα-
τρον ως τόπον συγκεντρώσεως προς ματαιόδοξους έπιδείξεις,
διότι οί θεαταί, άνδρες καί γυναίκες, προσερχόμενοι εις αυτό
μετά πολυτελών αμφιέσεων καί κοσμημάτων συνάπτουσι συνο­
μιλίας μή διακρινομένας έπί σεμνότητι, άναλόγους, δήλον ότι,
προς τά όρώμενα, καί ύπο μιας πάντες ιδέας κατέχονται : είσερ-

,e) De spectaculis.
7·) Αυτόθι.
βίατρον καί ’Εκκλησία 291

■χόμενοι εις το θέατρον νά ίδωσι τούς άλλους καί νά έπιδεί-


ξο)3ΐν εαυτούς.
Τό έπικινδυνότερον δμως είνε, δτι το θέατρον, διεγεΐρον
•χαί ύπεκκαΐον τα πάθη, άγει εις τήν άναισχυντίαν καί την
διαφθοράν. Εις τούτο έπιμένει ιδιαιτέρως ο Τερτυλλιανός, διά
ζωηρότατων χρωμάτων διαζωγραφών τήν άνηθικότητα τού θεά­
τρου τής έποχής έκείνης (γ' αιών). «Είνε πιθανόν —έρωτα
•ο Τ.— δτι χριστιανός φυγάς (διότι δεν είνε χριστιανός ό φοι-
πων εις τα θέατρα) όντως σκέπτεται περί τού θεού εις τοιαύ-
την ώραν καί είς μέρος τοιούτο, δπου ούδέν υπομιμνήσκει εις
αυτόν τήν παρουσίαν του ; Διετάχθημεν ν’ άπέχωμεν πάσης
ακαθαρσίας, πρέπει άρα δι’ ημάς νά ήνε κλειστόν καί τό θέα­
τρον, τό όποιον αποτελεί, ούτως είπεΐν, έδραν αναισχυντίας,
ένθα ούδέν έτερον διδάσκεται εί μή δ,τι ούδαμοΰ έπιδοκιμάζε-
ται. Το μέγιστον τού θεάτρου γόητρον έγκειται συνήθως έν τή
παραστάσει παντοίων αναισχυντιών. Τά αίσχη ταΰτα παριστα
.

επί τής σκηνής Τοσκανός διά των ασέμνων τού σώματός του
■κινήσεων, ή κωμωδός είς γυναίκα μετημφιεσμένος διά των
[Ιίελυρών αυτού άκοσμιών, είς ας ήσκησεν έκ παίδων το σώμά
Π

του, παρέχων είς τούς άλλους παράδειγμα άναιδείας»80. «Δύο


•θεοστυγεΐς θεότητες, ή ’Αφροδίτη καί ό Βάκχος, προεδρεύουσι
Α.

καί των πράξεων τού θεάτρου καί τού δλου θεάτρου, έπιτη-
ροΰσαι καί τό βδελυρόν των χειρονομιών καί τό αισχρόν τών
Λοιπών τού σώματος κινήσεων, έφ' αίς, ως τά πολλά, οί μίμοι
διακρίνονται έν τή κωμωδία. Οί τελευταίοι ούτοι έν τφ άθλίψ
των έπαγγέλματι θεωρούσιν ώσεί δόξαν των νά θυσιάζωαι τήν
ουνϊίδησίν των είς τήν Άφροδίτην καί είς τον Βάκχον, παρι-
οτώντες ή φρικτήν διαφθοράν, ή χυδαιοτάτην φιληδονίαν»81.
«Τί δέ έντεύθεν προκύπτει; ’Ιδού τί. 'Εκείνος δστις ήσχύνετο
να ϋπεγείρη μικρόν τήν έσθήτα ϊνα θεραπεύση ανάγκην, · οΰτος
ΐν τώ θεάτρψ γίνεται τόσον αναιδής, θύστε άνευ ούδεμιάς έν-

,0) De spectaculis XVII.


“) Αύτ. IX.
292 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ

τροπής ένώπιον δλου τοΰ πλήθους άπογυμνοΐ τοιαΰτα τοΰ σώ-


ματος μέλη, τά οποία θά έπρεπε περισσότερον νά καλύπτη.
Ό ένώπιον τής θυγατρός του μή τολμών νά έκστομίαη άπρεπή
τινα λόγον, οδηγεί αυτήν εις την κωμφδίαν διά ν' άκούση τάς:
άχρειοτέρας λέξεις καί νά ϊ'δη παντός είδους άκοσμους μορφα­
σμούς». Έν τή κωμωδία —κατά τον αυτόν Τερτυλλιανόν—
πολλάκις παριστώντο πράγματα, τά όποια ούτε νά λεγθώσιν
είνε δυνατόν. Δεν έξαιρεΤ δμως καί την τραγωδίαν. Ή κω·
μψδία —λέγει— είνε, ούτως είπεΐν, σχολή άκαθαρσίας, άλλ’ ή
τραγφδία διδάσκει την σκληρότητα, την ασέβειαν καί την βαρ­
βαρότητα. Έστέ πεπεισμένοι, δτι ή περί έπονειδίστου πράξεως
άφήγησις είνε επ' ίσης τόσον επικίνδυνος δσον καί αυτή ή
πράξις». «Έκτος τούτου —λέγει ό αυτός περιγράφων το εις
τά θέατρα φοιτών κοινόν καί τά ήθη του— γνωσταί άναιδεΐς
γυναίκες, άτιμάζουσαι τό σώμα αυτών ένώπιον τοΰ κοινού,
καθίστανται έν τώ θεάτρω τοσοΟτον άνύποιστοι, ο'ιστε έπιδει-
.

κνύουσαι έν άλλοις μέρεσι τήν αναισχυντίαν των εις μόνου:
τούς άνδρας, ένταΰθα άποκαλύπτουσιν αυτήν ένώπιον καί άλλων
γυναικών, άπό τών όποιων πάντοτε προσπαθοΰσι νά άποκρύ-
Π

πτωνται. Ένταΰθα αύται έμφανίζονται προ δλου τοΰ κόσμου,


ένώπιον ανθρώπων πάσης ήλικίας, κλήσεως καί αξίας. Δημό­
Α.

σιος κήρυξ άνευφημεΐ τάς πόρνας ταύτας εις έπήκοον έκείνων,


οί όποιοι κάλλιστα τάς γνωρίζουσιν. ’Ιδού, λέγει, τό θεωρεΐον
..τής δεινός- διά νά ίδη τις αυτήν, πρέπει νά θυσιάση τά πάντα,
διότι έχει τά δείνα καί δείνα προσόντα... Άλλ’ άποσιωπήσω-
μεν πάσας τάς παρομοίας βδελυρίας, αϊτινες πρέπει νά ταφώ'
σιν ύπό άδιείσδυτον σκότος, διά νά μή βεβηλώσωσι καί τή?
ήμέρας τό φώς. Διατί νά βλέπωμεν δ,τι είνε άπηγορευμενον
νά πράττωμεν ; Διατί πράγματα, τά οποία βεβηλοΰσι τον άν­
θρωπον τελούμενα, δεν δύνανται νά βεβηλώσιν όρώμενα και
-άκουόμενα, άφοΰ οί δφθαλμοί καί τά ώτα είνε, δύναταί τις εΐ-
πεΐν, τά πρόθυρα τής ήμετέρας ψυχής»;...82.
"') ΑΟτ. XVII.
θέατρον καί Έκκληαία 293

Καί ό συγγραφεύς τής έπ’ δνόματι τού Κυπριανού φερο-


jisvvjs «περί θεαμάτων» πραγματείας εις τήν ηθικήν κατη­
γορίαν των κωμυμδιών καί τραγωδιών άνήγε καί οίονδήποτε
άλλο θέαμα παριστώμενον άπο τής σκηνής, διότι πάντα άνε-
ξαιρέτως τά θεάματα, κατ’ αυτόν, άγουσιν είς τήν αύτήν ήθι-
γ.ψ διαφθοράν. «... Έντρέπομαι—λέγει — καί νά μεταδώσω δ,τι
εκεί (έπί τής σκηνής) λέγεται καί πράττεται: τάς άπο των
μύθων στροφάς, τάς πονηριάς των μοιχών, των γυναικών τήν
αναίδειαν, τά γελωτοποιά παίγνια τών άποτροπαίων σχοινοβα­
τών, αυτούς έτι τούς σεβαστού; πατέρας τών οικογενειών τδ
μεν άποκαρουμένους, το δέ ήδυπάθειαν έκδηλοΰντας, έν παντί
άποβλακωθέντας, έν παντί αναιδείς. Καίτοι δέ οί άχρεΐοι (κω-
μωδοί), μηδαμώς προσέχοντες είτε εις καταγωγήν, είτε εις
αξίωμα, ούδενός φείδονται έν τοΐς λόγοις των, έν τούτοις οί
πάντες σπεύδουσιν εις τδ θέαμα. Εύρίσκουσιν ήδονήν είς τδ
νά βλέπωσι τήν κοινήν άσχημίαν. Συνέρχονται είς τον οίκον
.

τούτον τής δημοσίας αναισχυντίας, είς τδ διδασκαλεΐον τούτο
τής ακολασίας, ίνα καί κρύφα πράττωσιν δ,τι δηιιοσίφ διδά­
σκεται· έν μέσω αυτών τών νόμων διδάσκονται δ,τι ύπδ τών
Π

νόμων άπαγορεύεται. Όποιον αίσχος έν αύτοΐς τοΐς παλαί-


σμασιν! Άνήρ κεΐται ύπδ άνδρα, άναιδώς ένηγκαλισμένοι καί
Α.

προς άλλήλους συμπεπλεγμένοι. ΙΙροσέχουσι τις θά νικήση,


άλλα προ παντδς ή αιδώς ήττήθη. Ιδού γυμνός τις ένώπιόν
σου πηδά' έτερος μετ’ έντεταμένης προσπάθειας άναρρίπτει
σφαίραν χαλκίνην τούτο δεν είνε δόξα, άλλ’ άνοια». «Καί
έκεΐναι έτι αί γυναίκες, ών ή δυστυχία κατέστησεν αυτάς δού­
λας είς τήν ακολασίαν, έν δημοσίψ τόπψ άποκρύπτουσι τήν
διαφθοράν των καί μόνον κρύφα παραδίδονται είς τήν σαρκικήν
ήδονήν αίσχύνονται νά έπιδείξωσιν έαυτάς έμφανώς καί έκεΐ-
ναι, αϊτινες άπώλεσαν τήν αιδώ των. Καί δμως παρόμοιον αίσ-
χρόν θέαμα έκτυλίσσεται πρδ τών δφθαλμών πάντων, οί δέ
παρέχοντες τούτο ύπερακοντίζουσι καί αυτών τών άτιμων γυ­
ναικών τήν φαυλότητα. Έπεχείρησαν μάλιστα πώς νά δια-
294 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ

πράξωσι τήν μοιχείαν πρώτων δφθαλμών των άλλων!» «Τού­


του ένεκα —έπιλέγει— οι χριστιανοί δφείλουσι ν’ άποφεύγωχ'
τα τόσον κενά, ολέθρια καί άσεβή θεάματα ταΰτα· πρέπει νχ
τηρώσιν άπ’ αυτών τήν δρασιν καί τήν άκοήν. Ταχέως ίΒι-
ζόμεθα είς ο,τι βλέπομεν καί άκούομεν ό νους τοΰ ανθρώ­
που καθ’ εαυτόν είνε έπιρρεπής είς τήν κακίαν τί δέ θχ
πράξχ) αφ’ έαυτοΰ, έάν εχγ] ένώπιόν του τα ολισθηρά υποδείγ­
ματα τής φύσεως των αίσθήσεων, ήτις προθύμως παραδίδεται
είς τήν διαφθοράν;... Τί πράτει έν τοΐς θεάμασι τούτοι: ό
πιστεύων χριστιανός, είς όν δεν έπιτρέπεται ούδ’ ό περί ακο­
λασίας λογισμός;... Έθιζόμενος είς τό όράν, έθίζεται καί είς.
τό πράττειν».
Ό Λακτάντιος θεωρεί τό θέατρον έπιβλαβέστερον καί
αυτών τών μονομαχικών άγώνων. Καί δεν ποιείται μέν εκτενή
περί αύτοΰ λόγον,, ως δεν ένδιατρίβει είδικώς καί περί τα
καθόλου θεάματα, άλλα
.
καί δσα ολίγα λέγει παρεμπιπτόν­

τως περί θεάτρου άρκοΰσι να χαρακτηρίσωσι τήν σκηνήν,
«Δεν γνωρίζω — λέγει—άν ή από τοΰ θεάτρου διαφθορά δεν
ήνε μείζων τής άπό τών παλαιστικών θεαμάτων. Ή κωμω­
Π

δία ώς έπί τό πλεΐστον παρουσιάζει μάλλον διεφθαρμένα;


νεαράς κόρας ύπό τοΰ σκανδάλου άλωθείσας, ή έγγάμους γυ­
Α.

ναίκας παραδιδομένας είς τον έρωτα. Όσω περισσοτέρα είνε


ή τέχνη καί τό θέλγητρον, μεθ’ ών οι ποιηταί περιγράφουν
τάς ατασθαλίας ταύτας, τόσο) βαθύτερον αί γνώμαί το>ν έρρι-
ζοϋνται έν τή διανοία καί τόσο) ίσχυρότερον αί πλάναι των·
έναποτυποΰνται έν τή μνήμη. Αί τραγψδίαι ουδέν περιέχουν
πλήν πατροκτονιών καί μοιχειών κακών άρχόντων. Αί αναιδείς
σωματικαί κινήσεις τών ηθοποιών μόνον φιληδονίαν προκα-
λοϋσιν. Άναπαριστώντες υποθετικάς μοιχείας, διδάσκουσι τήν
έμπράγματον αύτών έφαρμογήν. Όποιας έντυπώσεις εμποι-
οΰσιν αί ρυπαραί αύται παραστάσεις είς τον νοΰν τών νεαρών
άνθρώπων, όταν βλέπωσιν δτι δλος ό κόσμος είνε έκεΐ πα-
■ρών άνευ τύψεων συνειδήσεως! Ή επιθυμία, είσερχομένη διί
Θέατρον καί ’Εκκλησία 295

των δφθαλμών μάλλον ή διά των λοιπών αισθήσεων, έξάπτε-


ται έν ταΐς καρδίας αυτών. Έπιδοκιμάζουσι βδελυρότητας,
έπ’ αύταΐς γελώντες· μετά τοϋτο οί νεανίσκοι, ών ή άθωότης
δεν πρέπει νά διαφθείρηται, καί οί γέροντες, οίτινες δεν είνε
πλέον εις θέσιν νά άμαρτήσωσιν, έπιστρέφουσιν οίκαδε περισ­
σότερον διεφθαρμένοι ή δτε διηυθύνοντο προς το θέατρον.
Λέον άρα ν’ άποφεύγηται παν είδος θεάματος, ίνα μή γεν-
νώσι ταύτα εις την ψυχήν άτακτους ταραχάς καί ίνα μή τής
φιληδονίας τά θέλγητρα άπάγωσιν άπο του Θεοΰ καί τών
καλών πράξεων»Κ3.
Δεν διαφέρουσι τών αυστηρών τούτων έπικρίσεων δσα
καί οί μεταγενέστεροι ΙΙατέρες, του δ' καί ε αίώνος, λέγουσι
περί τοΰ θεάτρου, διότι, ώς καί έν τοΐς όπισθεν έλέχθη, τούτο
έξηκολούθει έτι νά διατηρή καί τον ςίδωλολατρικον χαρα­
κτήρα καί, ιδία, τήν άπο τής άνηθικότητος γοητείαν. Τί
έτελεΐτο καί τότε έπί τής σκηνής, καί οποίον αΰτη ήσκει επί
.

τής κοινωνίας γόητρον, μανθάνομεν παρά τού Μ. Βασιλείου.
«Είσί τινες πόλεις—λέγει ό μέγας Πατήρ—παντοδαποίς θε-
άμασι θαυματοποιών άπο βαθέος όρθρου μέχρις εσπέρας αυτής
Π

έστιώσαι τάς όψεις. Καί μέντοι καί μελών τινων κεκλασμέ-


νων καί διεφθαρμένων καί παντάπασι πολλήν άκολασίαν ταΐς
Α.

ψυχαΐς έντικτόντων έπί πλεΐστον άκούοντες οϋκ έμπίπλανται.


Καί τούς τοιούτους δήμους πολλοί μακαρίζουσιν, ότι τάς
κατ’ άγοράν έμπορίας, ή τάς έκ τών τεχνών προς το ζήν
επίνοιας καταλιμπάνοντες, διά ραθυμίας πάσης καί ηδονής
τον τεταγμένον έαυτοίς τής ζωής χρόνον διαπερώσιν, ούκ
είόότες, ότι όρχήστρα εύθηνουμένη θεάμασιν άκολάστοις, κοι­
νόν καί δημόσιον διδασκαλεΐον άσελγείας τοΐς συγκαθημένοις
έστί, καί τά παναρμόνια τών αυλών μέλη καί άσματα πορ­
νικά, έγκαθεζόμενα ταΐς τών άκουόντων ψυχαΐς, ούδέν έτε­
ρον ή πάντας άσχημονεΐν άναπείθει, τά τών κιθαριστών

,3) Divinae institutiones VI, 20.


296 Γρηγορίου ΙΙαπαμιχαήλ

ή τά των αυλητών κρούματα μιμευμένους»81. «Μήτε δέ θε­


ωριών έθνικσΐς άθροίσμασι παράβαλλε», συνεβούλευε καί ο
'Ιεροσολύμων Κύριλλος85.
Δριμύτερον δμως πάντων καί συχνότερον έκαυτηρίαζε
τά θέατρα καί τούς εκ τών χριστιανών εις αυτά φοιτώντας
ο βαθύτερος καί παρατηρητικώτερος τών Πατέρων άγ. ’Ιωάν­
νης Χρυσόστομος ως τε ΙΙρεσβύτερος έν ’Αντιόχεια καί ώς
Πατριάρχης έν ΚΠόλει. Ή ’Αντιόχεια κατά την έποχήν
εκείνην ήρίθμει 200.000 κατοίκους, ίσαρίθμως ανήκοντας
εις τον έθνισμόν καί εις τον Χριστιανισμόν, ούσα δέ τό μέγι-
στον καί το κράτιστον κέντρον τού πολιτισμού έν Συρία86,
εθεωρεΐτο ώς μητρόπολις τής ’Ανατολής, άντιπροσωπεύουσα έν
αυτή τάς 'Αθήνας, καί ώς έγκαλλώπισμα τού έθνισμού”7. Ή
συμβίωσις αΰτη τών έθνικών καί τών χριστιανών έν μεγα-
λοπόλει άφθονούση μεγαλοπρεπών καί πολυτελών κέντρων
παντοειδών θεαμάτων καί τέρψεων τόσον έξq)κείoυ άμφοτέ-
.

ρους προς άλλήλους, ώστε άδιαφόρως οι μεν έθνικοί έφοίτων
καί εις τούς χριστιανικούς ναούς καί συνεπεκρότουν χριστιανούς
ρήτορας, πολλοί δ’ έξ αυτών καί έκαυχώντο έπί τώ δτι ήρί-
Π

e‘) Όμιλ. εις τήν Έξαήμερον δ'.


85) Τοΰ έν άγ. Ιΐατρός ήμών Κυρίλλου ’Αρχιεπ. 'Ιεροσολύμων τά σωζόμενα,
Α.

Οπό Διοννσίου Κλεόπα, ’Έκδ- Φωτίου Άλεξανδρίδου έν Ίεροσολύμοις, Τύποις


Π. Τάφου, 1867 τ. α" σ. 181.
8β) Περί -υρίας γράφει ή έπί αύτοκρ. Κωνσταντίνου συνταχθείσα «’Εξήγησις
όλου του κόσμου» τά άκόλουθα:r «έχεις τοίνυν ’Αντιόχειαν μέ,ν πασι τερπνοϊς περισ-
σεύουσαν, τά δέ πάντα διατί; έπεί έκεΐ ό αΰτοκράτωρ έζεται, άναγκαίον εστι
πάντα δι’ αυτόν. Ιδού δμοίως ή Λαοδικία καί Τύρος καί Βηρυτός καί Καισαρεία·
άλλά Λαοδικία πέμπει ταΐς άλλαις πόλεσιν ηνιόχους κρατίατους’ Τυρός καί Βηρυ
τός ΰποκριτάς· Καισάρεια παντομίμους" ‘Ηλιούπολις χοραύλας- μάλιστα ότι αί
άπό Λιβάνου Μοϋσαι αΰτοϊς έμπνέουσι τήν θειότητα του λέγειν. Ενίοτε δέ καί
Γάζη έχει πολλούς ακροαματικούς· λέγεται δ’ έχειν αυτήν καί παμμαχαρίους
Άσκαλον, άθλητάς, παλαιατάς. Κασταβετία καλωπέτας (Vetus orbis descriptio
1628 σ. 14 —16, παρά Κ. Σάύλα λζ’ϋ).
*7) Πρβλ. Χουοοοτόμου Δ. Παπαδοπούλαν, Ό άγιος ’Ιωάννης Χρυσόστομος!
Αλεξάνδρεια 1903 σ. 3 -4. - Τοΰ αΰτοΰ, "Ιστορικά! μελέται, Έν Ίεροσολύμοις
1906 σ. 146—147.—Κ. Σάύλα, Ίστορ. Δοκίμιον κλ. σ. ήε" — ήζ\ Ό Ίωάινης Χρυ­
σόστομος έχαρακτήριζε τήν ’Αντιόχειαν ώς «κορυφήν καί κεφαλήν τών έπί γϊί
ανθρώπων άπάντων» (έκδ. Βενετ. τ. Β' σ. 23).
θέατρον καί ’Εκκλησία 297

θμουν έν τοΐς προγόνοις και τοΐς οίκείοις των ένδοξους χρι­


στιανούς, έκ των χριστιανών δ’ ούκ ολίγοι έξηκολούθουν έθνι-
κδν βίον ζώντες καί τά των έθνικών έν γένει πράττοντες,
καί συνεσπούδαζον μετ’ αυτών έν ταΐς αύταΐς σχολαΐς τών
αυτών άκροώμενοι διδασκάλων.
Τδ σχετικώς ευγενέστερον τών έν ’Αντιόχεια δημοσίων
θεαμάτων ήσαν, ως έν τοΐς όπισθεν είδομεν, οί ’Ολυμπιακοί
άγώνες, πλήν αυτών όμως οί Άντιοχεΐς συνετήρουν τέσσαρα
μεγάλα θέατρα, τά τοΰ Διονύσου, τοΰ ’Ολυμπίου Διός, τδ
«ΙΙρόμηκες» καί τδ ΙΙλέθρον, έτελοΰντο δ’ έκεΐ τά Διονύσια
καί άλλαι έθνικαί έορταί88. Εύνόητον, δτι τά έπί τής σκηνής
τελούμενα ήσαν άρρήκτως συνδεδεμένα προς τάς είδωλολατρι-
κάς παραδόσεις τής έθνικής μυθολογίας καί άνηθικώτατα,
έφοίτων δ’ εις αυτά άθρόοι καί οί χριστιανοί μετ’ απληστίας
τοσαύτης, ώστε πολλάκις καταλείποντες τον ναδν εσπευδον εις
αυτά μετά βοής καί θορύβου, έν αύτοΐς δέ κατεδαπάνων τδν
.

περισσότερον τής ημέρας χρόνον. Τί δ’ έτελεΐτο έν τώ θεάτρψ,
μανθάνομεν έκ τών άριστοτεχνικών λεπτομερειών Ίωάννου τοΰ
Χρυσοστόμου, μη άποδυσπετοΰντος καί πρδ τής σκανδαλωδώς
Π

πραγματιστικής έν τφ κηρύγματι περιγραφής τών έν αύτφ γυ­


μνοτήτων, τδ μέν ίνα περισσοτέραν προκαλέση τήν άηδίαν, τδ
Α.

δέ ίνα λάβη άφορμήν πρδς έντονωτέρας μομφάς καί έπιτιμή-


σεις. «Τί δέ καί ό πάταγος; ο θόρυβος; αί σατανικαί κραυ-
γαί καί τά διαβολικά σχήματα; Ό μέν γάρ όπισθεν έχει κό­
μην νέος ών καί τήν φύσιν έκθηλύνων καί τφ βλέμματι καί

") Ό Λιβάνιος έν τφ Άντιοχικφ επαινεί τούς συμπολίτας του έπί τί, πολυ-
τελεϊ ταΰτη θεατρική φιλομουσίφ («Μ,ούοαιςτε ιερά πολυτελώς οίκοδομεϊσθε»), άλλ
έζ άλλου διά τήν κατάχρησιν άλλαχοΟ έκφράζει δυσφορίαν («Πολύς [δ Διόνυσος)
παρ' ήμΐν βακχεύει») τ. Α’ σ. 280 έκδ. Reiske. Έν δέ τή ϋροχοπίον Ίατορίφ
άναφέρεται (τ. Α’ σ. 87, Βόννης) δτι δ Σαρακηνός Άλαμούνδαρος πολιορκών
μετά τοΰ Χοσρόου τήν 'Αντιόχειαν έλεγε περί αυτής «οΰ γάρ άλλου οΰδενός τφ
ταύτης δήμιρ δτι μή πανηγύρεών τε καί τρυφής μέλει καί τής έν θεάτροις άεΐ
πρός άλλήλους φιλονεικίας» (παρά Κ. Σά&α ήε'„). — Πρβλ. καί Γ. Μιατριώτον,
Ελληνικήν Γραμματολογίαν τ· Α ( Δθήναι 1894) σ. 697.
298 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ

τφ σχήματι καί τοΐς ίματίοις καί πάσιν απλώς, εις εικόνα-


κόρης απαλής έκβήναι φιλονεικεΐ. ’Άλλος δέ Τις γεγηρακώς.
υπ’ έναντίας τάς τρίχας ξηρω περιελών καί έζωσμένος τάς
πλευράς, προ των τριχών έκτέμνων την αιδώ, προς το ραπί-
ζεσθαι έτοιμος έστηκε, πάντα λέγειν καί ποιείν παρεσκευα-
σμένος. Αι δέ γυναίκες γυμνή τή κεφαλή άπερυθριασμέναι-
πρός δήμον έστήκασι διαλεγόμεναι, τοσαύτην μελέτην αναι­
σχυντίας ποιούμεναι καί πάσαν ίταμότητα καί ασέλγειαν εις
τάς τών άκουόντων έκχέουσαι ψυχάς· καί μία σπουδή πάσαν
έκ βάθρου άνασπάσαι τήν σωφροσύνην, καταισχΰναι την φύσιν,·
έμπλήσαι του πονηρού δαίμονος τήν έπιθυμίαν καί γάρ καί
ρήματα αισχρά αυτόθι καί σχήματα καταγέλαστα καί κουρά
τοιαύτη καί βάδισις όμοια καί στολή καί μελών διάκλασις καί
οφθαλμών έκστροφαί καί σύριγγες καί αυλοί καί δράματα καί
υποθέσεις καί πάντα απλώς τής έσχάτης άσελγείας άνάμεστα*3.
Πολλάκις έπί τής σκηνής παρουσιάζοντο γυμναί γυναίκες νη-
.

χόμεναι «άπαντας μετά πολλής άποπνίγουσαι τής αισχύνης»'Λ
Πάντα συλλήβδην τά θεατρικά θεάματα καί άσματα & μηδέν
έτερον άλλ’ ή άτοπους έρωτας έχουσι» καί «έκεΐ πράγματα
Π

βλέπεις αισχρά καί ρήματα άκούεις αισχρότερα»91. Ό Χρυσό­


στομος καί τήν έπί θεάτρου ευτραπελίαν έτι έθεώρει αίσχράν
Α.

καί ίδιαν μόνον τών μίμων, τών γελωτοποιών, τών κορδάκων,·


τών ορχηστών καί τών πορνών γυναικών92. ’Αλλά καί τών
άρχαίων δραμάτων ή παράστασις κακώς έπέδρα επί τών θεα­
τών «πάσης κάκεΐνα παραπληξίας μεστά- παιδεύει τον δήμον
συνεχώς άνηλεή τινα έχειν καί άπάνθρωπον τρόπον καί γυ­
μνάζει όράν ανθρώπους σπαραττομένους καί αίμα καταρρέον
καί θηρίων ωμότητα πάντα συγχέουσαν»93.

ββ) Εις Ματθαίον ίμιλία λζ' (Migne 57, 426).


°°) Αυτόθι σ. 79 — 80. Τί παρίστων αΐ νηχόμεναι γυναίκες εξηγεί 6 Κ. Σα·
#ας έ/ σελ. ξ·ι·
!") "Ομιλία ι πρός θεοοαλ. Α' (62, 42b).
**) Όμιλ. ιζ' πρός Έφεα. (62, 119. 120).
β3) Ομιλ. ι6’ εϊς Α' Κορ. (61, 102. 103).
θέατρον καί Εκκλησία 299

Τούτου ένεκα δ Χρυσόστομος άποκαλεΐ τά θέατρα «σα­


τανικήν πανήγυριν και θεωρίαν καί πομπήν», «διαβόλου χωρίον
καί θέατρον» καί «βάραθρον τής πονηριάς». Καί δμως εις
τά τοιαΰτα θεάματα οί χριστιανοί μετά σπουδής έτρεχον, «έκεΐ
δέ έκ μέσης ημέρας έρχόμενοι, υπό λαμπάσι καί λύχνοις άνα-
χωροΰσιν»0', άπήρχοντο δ’ οί'καδε «μαλακώτεροι καί πυρέσ-
σοντες» έκ τής διεγέρσεως τών παθών, άφοΰ έναπέθετον ταίς
ψυχαΐς «δφθαλμών περιστροφάς, καί χειρών περιδονήσεις, καί
ποδών κύκλους καί πάνταν τών έν τή διαστροφή του κινη-
θέντος σώματος φανέντων ειδώλων τούς τύπους1·1’. «'Όταν
ίόη: ώσπερ σώματος τύπο) γυναίκας φαινομένας, όταν καί θεά­
ματα, καί άσματα, μηδέν έτερον άλλ’ ή έρωτας άτοπους έχοντα,
ή δείνα, φησί, τον δείνα έφίλησε καί ούκ επέτυχε καί άπήγ-
ξατο, καί είς μητέρας τούς άτοπους έρωτας έκκυλισθέντας,
όταν καί δι’ άκοής ταΰτα όέχη, καί διά γυναικών καί διά
τύπων, ήδη δέ καί διά γεροντικών άνόρών —καί γάρ πολλοί,
.

προσωπεία περιθέντες έαυτοΐς, έκεΐ γυναικίζονται—, πόθεν,
είπέ μοι, δυνήση σωφρονήσαι λοιπόν, έκείνων τών διηγημάτων,
εκείνων τών θεαμάτων, έκείνων τών ακουσμάτων κατεχόντων
Π

σου την ψυχήν, καί δνείρων τοιούτων διαδεχομένων λοιπόν ;


Ηέφυκε γάρ, ως τά πολλά, τοιαΰτα φαντασιοΰσθαι ή ψυχή,
Α.

οία έν ήμέρα βούλεται καί έπιθυμεί Εντεύθεν οί θεαταί


καθίστανται άναίσχυντοι καί έπιρρεπείς είς μίμησιν τών έκεΐ
τελουμένων. «Πώς ιταμούς καί άναισχύντους κατασκευάζουσι
τούς τών τοιούτων θεωρούς! πόσους έργάζονται μοιχούς οί τά
τοιαΰτα τής μοιχείας ύποκρινόμενοι δράματα; Ούδέν γάρ πορ-
νικώτερον, ούδέ ίταμώτερον δφθαλμοΰ, τοιαΰτα βλέπειν άνεχο-
μένου. Σύ δέ έν αγορά ούκ αν έλοιο γυναίκα γυμνουμένην
ίδεΐν μάλλον δέ ούδέ έν οικία, άλλ' ΰβριν τό πράγμα καλείς'

Μ) Όμιλ. νη’ εις Ίωάννην (59, 322).


β0) Όμιλ. ιε' πρός Άντιοχεΐς" ιζ' είς Ματθ. ν.δ’ είς Πράξεις" λη είς Ματ­
θαίον κλ.
’°) Όμιλ. είς θεσσαλ. Α'. Πρ6λ· καί Όμιλ. είς Ματθ. λη'.
300 Γρηγορίου ΙΙαπαμιχαήλ

επί δέ τό θέατρον άναβαίνεις, ί'να τό κοινόν τών άνδρών ένυ-


βρίσης γένος, καί τούς σαυτοΰ αισχύνης δφθαλμούς ; Μή γάρ
δή τούτο εί'πης, ότι πόρνη έστίν ή γυμνουμένη, άλλ' δτι ή
αυτή φύσις καί το σώμα το αυτό το τής πόρνης καί το τής
ελευθέρας. Εί γάρ ούδέν άτοπον τούτο, τίνος έ'νεκεν επ’ αγο­
ράς άν ί'δης τούτο γινόμενον καί αυτός άποπηδας καί την
ασχημονούσαν ελαύνεις ; "Οταν διηρημένοι ώμεν, τότε άτοπον
τό τοιούτον δταν δέ συνηγμένοι καί πάντες όμού καθήμενοι,
ούκ έτι ομοίως αισχρόν; Άλλα γέλως ταύτα καί όνειδος, καί
έσχατης παραπληξίας ρήματα. Καί βέλτιον πηλψ καί βορβόρψ
τήν όψιν άναχρώσαι πάσαν, ή τοιαύτην θεωρήσαι παρανο­
μίαν»9'. «Γέλως, αίσχρότης έκεΐ, πομπή διαβολική, διάχυσις,
άνάλωμα χρόνου καί δαπάνη ήμερων περιττή, έπιθυμίας άτο­
που κατασκευή, μοιχείας μελέτη, πορνείας γυμνάσιον, ακολα­
σίας διδασκαλεΐον, προτροπή αισχρότητας, γέλωτος ύπόθεσις,
άσχημοσύνν^ς παραδείγματα»". «Έκεϊθεν ό μέν νέος, άναλαβών
.

τινα των σατανικών άσμάτων μέλη, δσα Ι'σχυσε τή μνήμη
-καταθέσθαι, συνεχώς επί τής οικίας αδει· ό δέ πρεσβύτης,
τούτο μέν ού ποιεί, τών δέ έκεΐσε λεγομένων ρημάτων με-
Π

μνηται πάντων»99.
Ή φοίτησις τών χριστιανών εις τα θέατρα συνεπήγε με-
Α.

γάλην άνωμαλίαν καί είς τον οικογενειακόν οκιτών βίον, διότι


πολλοί, ένώ δέν έμερίμνων νά όδηγώσι τά τέκνα των είς τον
ναόν, έν τούτοις δέν άπηξίουν νά άγωσιν αυτά μεθ’ εαυτών εις
τά σκηνικά θεάματα. Τούτους άδιστάκτως ό Χρυσόστομος
άποκαλεΐ «παιδοκτόνους». «Γέροντες πολιάς κατήσχυνον, καί
νέοι τήν νεότητα κατεκρήμνιζον, καί πατέρες παίδας άνήγον,
έκ προοιμίων τήν άπειρόκακον ηλικίαν είς τά τής πονηριάς
.Ιμβιβάζοντες βάραθρα, ώστε ουκ άν τις άμαρτάνοι παιδοκτόνους

8Τ) Όμιλ. εις Ματθαίον <:’.


,β) Όμίλ. είς Πράξεις μβ'.
Ομιλ. είς Πράξεις ι'.
θέατρον καί Έκκληοία 301

αντί πατέρων τούς τοιούτους άποκαλών»,nn. Όποια ο’ άναστά-


τωοις έπηκολούθει καί εις τάς συζυγικάς σχέσεις έκ τού από
των της σκηνής γυναίων σκανδαλισμοΰ, είνε εύνόητον. «Τού
θεάτρου λυθέντος, το είδωλον εκείνης εναπόκειται' σου τη ψυ­
χή, τα ρήματα, τά σχήματα, τα βλέμματα, ή βάδισις, 6 ρυ­
θμός, τα μέλη τα πορνικά, καί μυρία τραύματα λαβών άνα-
χωρεϊς. Ούκ εντεύθεν οίκων άνατροπαί, ούκ έντεύθεν γάμων
διαιρέσεις; ούκ ένΐεύθεν σωφροσύνης άπώλεια; ούκ έντεύθεν
πόλεμοι καί μάχαι; ούκ έντεύθεν άηδίαι λόγον ούκ έχουσαι;
Έπειδάν γάρ, έμπλησθείς ταύτης, άπέλθης, γενόμενος αιχμά­
λωτος, καί ή γυνή σου αηδέστερα φαίνεται, καί τά παιδία
φορτικώτερα, καί οί οίκέται έπαχθεϊς, καί ή οικία περιττή,
καί αί συνήθεις φροντίδες ένοχλεΐν δοκούσι προς την οικονο­
μίαν των δεόντων πραγμάτων, καί έκαστος προσιών φορτικός
καί έπαχθής. Το δε αίτιον, ούκ άνέρχη μόνος εις την οικίαν,
άλλα την πόρνην έχων μετά σεαυτοΰ ού φανερώς καί δήλως
.

άνιοΰσαν, καί τφ συνειδότι έγκαθημένην, καί άνάπτουσαν ένδον
την βαβυλωνίαν κάμινον, μάλλον δή πολλφ χαλεπωτέραν ού
γάρ στυππίον καί νάφθα καί πίσσα, αλλά τά είρημένα τροφή
Π

γίνεται, καί πάντα άνω καί κάτω. Καί καθάπερ οί πυρέτ-


τοντες, ούδέν έχοντες έγκαλεΐν τοΐς διακονουμένοις, διά την
Α.

τού νοσήματος κακίαν δυσάρεστοι προς πάντας είσί, αιτία δια-


κρουόμενοι, καί ιατρούς κακίζοντες, καί προς τούς οικείους
άγανακτοϋντες, καί κατά των διακονούντων λυττώντες· οΰτω δή
καί οί την χαλεπήν νόσον ταύτην νοσοΰντες άλλοιοΰσι, δυσχε-
ραίνουσι, πάντοτε έκείνην βλέποντες. ’Ώ χαλεπών πραγμάτων!
Λύκος μέν καί λέων, καί τά λοιπά θηρία τοξευόμενα φεύγει
την κυνηγέτην άνθρωπος δέ ό λογιώτατος τρωθείς, περιδιώ-
κει την τρώσασαν, ώστε πολλφ χαλεπώτερον βέλος βαλεΐν
καί ένηδυπαθεΐν τφ τραύματι· δπερ δή πάντων πικρότατον καί
την νόσον άνίατον έργάζεται. Ό γάρ μη μισών το έλκος,
10°) Προς τούς καταλείψαντας τήν έκκληοίαν καί αϋτομολήσαντας προς
τάς ιπποδρομίας καί τά θέατρα ρ6, 266).
302 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ

μηδέ άπαλλαγήναι βουλόμενος, πώς αν επιζητήσειε τον ιατρόν;...


Πώς έπιβήση τών πρόθυρων έκείνων τών ιερών; Πώς αψει
τής ουρανίας τραπέζης;. . «,Π1. Τήν βαθεΐαν ψυχολογίαν τοϋ
οΰτω παρασυρθέντος συζύγου ό Χρυσόστομος έπαναλαμβάνει
συχνάκις, διότι ή το ο μόνος κατάλληλος να γνωρίζη πόση
φθορά προσγίνεται είς τον οικογενειακόν βίον. «"Οταν γάρ
υπό τής έκεΐ θεωρίας διαχυθής καί, χαυνότερος γενόμενος και
ασελγέστερος καί σωφροσύνης άπάσης έχθρός, έπανελθών Ιδης
την γυναίκα τήν ιδίαν, άηδέστερον όψη πάντως, οία αν ή.
'Γπό γάρ τής έν τοΐς θεάτροις έμπρησθείς έπιθυμίας καί υπό
τής ξένης εκείνης θεωρίας άλούς, τής γεγοητευμένης, τήν
σώφρονα καί κοσμίαν καί τοΰ βίου παντός κοινωνον άτιμάζεις
καί υβρίζεις, μυρίοις περιβάλλουν όνείδεσιν, ούδέν εχων όλως
Ιγκαλέσαι. ’Λλλ' αίσχυνόμενος το πάθος είπειν καζτό τραύμα
δεΐξαι, όπερ έκεΐθεν λαβών έπανήλθες, έτέρας πλέκεις προφά­
σεις, άφοομάς
.
ζητών άπεχθείας αλόγους, καί τών μέν οίκοι

πάντων ύπερορών, προς δέ τήν μιαράν καί άκάθαρτον κεχηνώς
έκείνην έπιθυμίαν, παρ’ ής το τραύμα έδέξω. Καί τήν ήχήν
τής φωνής εχων έγκαθημένην τή ψυχή έναυλον, καί το σχή­
Π

μα, καί τό βλέμμα, καί τά κινήματα, καί πάντα τής πορνείας


τά είδωλα, ούδέν μεθ’ ήδονής όρας τών έπί τής οικίας»102.
Α.

’Αλλά το αμάρτημα έπιτείνεται έτι μάλλον έκ τοϋ ότι


οί τοιοΰτοι θέλουσι νά καλώνται χριστιανοί. Συμβιβάζεται όμως
πρός τήν ύψηλήν τών χριστιανών κλήσιν τό τοιοΰτον^αίσχρόν
καί διαβολικόν θέατρον; Ένω έχομεν —λέγει ό Χρυσόστο­
μος— νά παλαίσωμεν προς τάς αοράτους πονηράς δυνάμεις,
καί, έπί τον ουρανόν κεκλημένοι, δέον νά νήφωμεν, ήμεΐς γε-
λώμεν καί τρυφώμεν καί θρυπτόμεθα διηνεκώς, πράττοντες όσα
προσιδιάζουσι ταΐς επί σκηνής πορνευομέναις γυναιςί καί τοΐς
είς τοΰτο έξηυρημένοις άνδράσι, μετά δέ τοΰτο ούκ άπαξιοΰ-
μεν νά προσερχώμεθα καί είς τά φρικτά μυστήρια. «Ού δέ-

101) Αυτόθι χ 267.


ίοϊ) Όμιλ. γ' εις Δαυίδ καί Σαούλ.
θέατρον καί Εκκλησία 303

δο'.κας, άνθρωπε, τοΐς αύτοΐς δφθαλμοΐς και τήν κλίνην την


|πί τής ορχήστρας [ίλέπων, ένθα τα μυσαρά τελείται τοΐς μοι­
χείας δράματα, καί τήν τράπεζαν ταύτην τήν ίεράν, ένθα τα
φρικτά τελείται μυστήρια ; Ταΐς αύταΐς άκοαΐς πόρνης άκούων
αίσχρολογούσης, καί προφήτου καί άποστόλου σε μυσταγω-
γοΰντος; Τή αύτή καρδία τα δηλητήρια δεχόμενος φάρμακα,
καί τήν θυσίαν τήν φρικτήν καί αγίαν;»11)3. Επόμενον ήτο
δτι ο περί τα θέατρα σπουδάζων δεν ήδύνατο να συμβιβάση
τήν διαγωγήν του προς τάς απαιτήσεις τής θρησκείας, συγ-
καταστρέφων οΰτω καί τδ εργον τής Εκκλησίας. «Καί τήν
έκκλησίαν γάρ αυτήν άηδέστερον δψη καί ρημάτων άπεχθώς
ακούσει των περί σωφροσύνης καί των περί σεμνότητος. Ού-
κέτι γάρ εσται σοι διδασκαλία, άλλα κατηγορία τα λεγόμενα,
καί εις άπόγνωσιν κατά μικρόν ύποσυρείς τέλεον εαυτόν άπορ-
ρήξεις τής κοινωφελούς ταύτης διδασκαλίας»101. «"Απερ οίκο-
δομοΰμεν ένταΰθα έκεΐ καταστρέφεται* καί ού τοΰτο μόνον,
.

αλλά καί έτέρας ακαθαρσίας ανάγκη αυτούς άναπεπλήσθαι» 10λ
Ό χριστιανός, έθιζόμενος εις τα θεατρικά, μετέφερε τήν περί
τά κάλλη των γυναικών περιέργειαν καί εις αυτόν τον ναόν.
Π

Πολλούς τοιούτους συλλαμβάνουν επ' αύτοφώρω κατά τήν διάρ­


κειαν τής έν τω ναψ διδασκαλίας ό θείος Πατήρ, άνεκραύ-
Α.

γαζεν έν άγανακτήσει: «Τί ποιείς, άνθρωπε; κάλλη γυναικών


περίεργάζη ; καί ού φρίττεις ούτως ένυβρίζων είς τον ναόν
του Θεού ; ΙΙορνεΐον είναι σοι δοκεΐ ή εκκλησία, καί τής άγο-
ράς άτιμοτέρα ; Έν άγορα μέν δέδοικας καί αισχύνη φανήναι
γυναίκα περιεργαζόμενος· έν δέ τώ ναώ τοΰ Θεού, αυτού τού
θεού διαλεγομένου σοι καί άπειλοΰντος υπέρ τούτων πορνεύεις
Χαί μοιχεύεις κατ’ αυτόν τον καιρόν, καθ’ ον ακούεις μή
ταΰτα ποιεΐν; Καί οϋ φρίττεις, ουδέ έξέστηκας ; Ταΰτα υμάς
τά θέατρα διδάσκει τής άσελγείας, ό λοιμός ό δυσκατάλυτος,

'°3) Αύτόθι.
|ϋ<) Αύτ.
105) Όμιλ. κδ’ είς Πράξεις.
S04 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ

τά δηλητήρια φάρμακα, αί χαλεπαί των άναπεπτωκότων πη-


γαί, ή μεθ’ ηδονής των ακολάστων απώλεια»100. Τόσον μεγά-
λην ό Χρυσόστομος έθεώρει την άπό των θεάτρων βλάβην,
ώστε καί τά δεσμωτήρια αυτά άποφαίνεται πολύ κρείττονα
έκείνων. «Οί έν τοΐς δεσμωτηρίοις —λέγει— πολλφ μείζονα
καρποϋνται των από θεάτρου καταβαινόντων. Οί μέν γάρ έκεΐ-
θεν άναστάντες φλέγονται υπό τής επιθυμίας καιόμενοι' όταν
γάρ ί'δωσι τάς άνεπτερωμένας έκείνας έπί τής σκαμ/ής γυναί­
κας καί μυρία λάβωσιν έκεϊθεν τραύματα, θαλάσσης κυμαι-
νούσης ουδέν άμυνον διακείσονται, τού τύπου τών όψεων, των
σχημάτων, τών ρημάτων, τής βαδίσεως, τών άλλων πάντων
προ τών οφθαλμών ίσταμένων καί την ψυχήν αυτοΐς πολιορ-
κούντων. Οί δ’ έκ τού δεσμωτηρίου έξελθόντες ουδέν ύποστή-
σονται τοιοΰτον αλλά πολλήν καρπώσονται την γαλήνην καί
αταραξίαν»10'. «Θέλεις—έπανέρχεται έπί το αυτό θέμα καί
άλλαχοΰ ό αυτός Πατήρ— θέλεις τά δεσμωτήρια καί τά θέατρα
.

άνεξετάσωμεν; Ό μέν γάρ θλίψεως, ό δέ ηδονής τόπος. Φέρε
ούν ίδωμεν τά έξ έκατέρων συμβαίνοντα. Έκεΐ φιλοσοφία πολλή·
ένθα γάρ άθυμία, καί φιλοσοφία πάντως. Ό προ τούτου πλου-
Π

τών, ό μεγάλα φυσών, καί τοΰ τυχόντος άνέξεται διαλεγομε-


νου προς αυτόν, τού φόβου καί τής άθυμίας, καθάπερ πυρός τί­
Α.

νος σφοδροτέρου έπιπεσόντος αυτού τή ψυχή, καί μαλλάττον-


τος τό σκληρόν τότε ταπεινός γίνεται' τότε σκυθρωπός· τότε
τής μεταβολής αισθάνεται τής βιωτικής, τότε καρτερεί ττρός
πάντα. Έν δέ τψ θεάτρω πάντα τά έναντία, γέλως, αίσχρο-
της, πομπή διαβολική, διάχυσις, άνάλωμα χρόνου, καί δαπάνη
ημερών περιττή, επιθυμίας άτοπου κατασκευή, μοιχείας με­
λέτη, πορνείας γυμνάσιον, ακολασίας διόασκαλεΐον, προτροπή
αίσχρότητος, γέλωτος ύπόθεσις, άσχημοσύνης παραδείγματα.
Άλλ' ού τό δεσμωτήριον τοιοΰτον άλλ’ έκεΐ ταπεινοφροσύνη,
παράκλησις, φιλοσοφίας προτροπή, υπεροψία τών βιωτικών...·
|0‘) Όμιλ. ογ' εις Ματθαίον.
1U7) Όμιλ. ξ' εις 'Ιωάνναν.
Θέατρο-/ καί Έκκληοία 305

Έβουλόμην συντυχείν άνθρώπω άπο θεάτρου κατιόντι, καί


άλλω άπο δεσμωτηρίου έξιόντι, καί είδες άν τοΰ μέν την ψυ­
χήν έπτοημένην, τεθορυβημένην, δεδεμένην όντως· του δέ άνει-
μένην, λελυμένην, έπτερωμένην δ μέν γάρ άπο τοΰ θεάτρου
αναχωρεί, ταίς όψεσι των εκεί γυναικών προσδεθείς, παντδς
σιδήρου χαλεπώτερα φέρων δεσμά. . . Μεγάλα κακά τά θέα­
τρα παρασκευάζει ταίς πόλεσι, μεγάλα, καί ουδέ τούτο ί'σμεν
δτι μεγάλα»108.
Ταΰτα ύπ’ δψιν εχων ό ζηλωτής Πατήρ καί βλέπων μή
διορθούμενον τό κακόν, πάσης έπελαμβάνετο αφορμής όπως
έπανέρχηται Ιπί τό αυτό θέμα καί έντονώτερον παριστα τήν
από των θεάτρων βλάβην «τί ποιήσω; ίδοΰ καθ’ έκάστην
ημέραν διαρρήγνυμι βοών, άπόστητε τών θεάτρων»109. Παρ’
ολας όμως αύτοΰ τάς προτροπάς καί τάς παραινέσεις, οι φιλο-
θεάμονες ού μόνον δέν διωρθοΰντο, άλλα καί έδυσχέραινον,
διότι οί λόγοι τοΰ ’Επισκόπου έτεινον εις αυτήν τήν κατάλυ-
.

σιν τοΰ θεάτρου. «Τί οΰν; —παριστα ό Χρυσόστομος τούς τοι-
ούτους ένισταμένους—· άποκλείσομεν τήν ορχήστραν, φησί, καί
τψ λόγω τψ σώ άνατραπήσεται;... Είθε καθελεΐν δυνατόν ήν,
Π

μάλλον δέ, άν έθέλητε, τό ήμέτερον μέρος καθήρηται καί


κατέσκαπται- πλήν άλλ’ ουδέ τοΰτο κελεύω· τά έστώτα ποιή­
Α.

σατε άκυρα, οπερ μεΐζόν έστιν έγκώμιον τοΰ καθελείν ...».


Πολλοί ήρχισαν μάλιστα νά γογγύζωσιν όταν ό ιερός Πατήρ
ήγόρευε κατά τών θεαμάτων καί τών Καλανδών καί «κατεγί-
νωσκον τών λεγομένων ώς καινήν τινα καί παράδοξον
συνήθειαν είσαγόντων τψ βίψ», οί δέ τολμηρότεροι καί Ιγκατε-
λίμπανον τήν εκκλησίαν «χλευάζοντες καί διακωμψδοΰντες καί
λέγοντες: άπόστηθι συμβουλεύουν, παΰσαι παραινών ού βού­
λονται' σοι προσέχεμ/, μηδέν κοινόν έ'χε προς αυτούς». Τάς
διαθέσεις τών άδιορθώτων τούτων ήρξαντο εκμεταλλευόμενοι
καί οί άντίπαλοι τοΰ Χρυσοστόμου, οίτινες έκ πνεύματος άντι-* 10

108) ‘Ομιλ. μβ' εις τάς Πράξεις.


10°) ‘Ομιλ. ζ εις Ματθαίον.
*ΕμηΧ, Φάοος ,, τόμ. ΙΑ' τενχ. ο'-ο/Γ (Ιούλιος-Σεπτέμβριος) 1915 20
306 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ

πολιτεύσεως ύπεστήριζον μάλιστα τούς σκηνικούς κατά τρόπον


σκανδαλωδέστατον110. Έν τούτοις ό ιεράρχης μηδαμώς ταΰτα
λαμβάνων ύπ’ δψιν, άπ’ εναντίας δέ διά πολλοστήν φοράν άπο-
τρέπων άπδ των θεάτρων111 καί παρακαλών τούς λοιπούς χρι­
στιανούς ν’ άφέλκωσιν έκεΐθεν τούς έμμένονταςιη, ήναγκάσθη
επί τέλους ν’ άπειλήση την έσχάτην των εκκλησιαστικών ποι­
νών, τον άπδ της ’Εκκλησίας άφορισμόν, κατά τών δυσήνιων
καί παρηκοων. «Διά τούτο προλέγω καί λαμπρά ροώ τη φωνή,
δτι εί τις μετά την παραίνεσιν ταύτην καί διδασκαλίαν επί την
παράνομον τών θεάτρων αύτομολήσειε λύμην, οΰ δέξομαι αυ­
τόν είσω τουτονί τών περιβόλων, ού μεταδώσω μυστηρίων, ούκ
άφήσω τής ίεράς άψασθαι τραπέζης· άλλ’ όύσπερ οί ποιμένες
τά ψώρας εμπεπλησμένα πρόβατα τών ύγιαινόντων άπείργου-
σιν, ώστε μή μεταδούναι τοίς λοιποΐς τής νόσου, οΰτω δή
έργάσομαι κάγώ»Πί.
Ού μόνον δέ αυτούς τούς ενόχους ήπείλει ν’ άπελάση τής
.

’Εκκλησίας, αλλά καί τούς άλλους πιστούς προέτρεπε νά μή
κοινωνώσι μετ’ εκείνων. «Τούτο δέ ποιήσατε — έλεγε προς τούς
τελευταίους άποτεινόμενος — · μήτε λόγου μετάδοτε, μήτε εις
Π

οικίαν δέξησθε, μήτε τραπέζης κοινωνήσητε, μήτε εισόδου, μήτε


εξόδου, μήτε αγοράς. Καί καθάπερ οί κυνηγοί τά δυσάλωτα
Α.

τών θηρίων ούκ έξ ένδς μέρους, άλλά πάντοθεν έλαύνοντες, εις


την σαγήνην έμβάλλουσιν, οΰτω δή καί ήμεΐς τούς έκθηριω-
θέντας συνελάσωμεν, καί ταχέως εις τά δίκτυα τής σωτηρίας
έμβαλοΰμεν, ήμεΐς έντεΰθεν, υμείς έκεΐθεν. .»m. Ή απειλή
όντως άπεδείχθη λίαν δραστική, διότι πράγματι οί άγαν
δυστροποΰντες μετενόησαν καί έν τή μετανοία έδειξαν μεγί-

"°) Hαλλάδίος περί βίου καί πολιτείας Ίωάννου τοδ Χρυσοστόμου, Parisiis,
1680 α. 138, 143 (παρά 2Γ. Σά-d-a ο. 'ο — ία ).
Π1) Όμιλ. α εις Ίωάννην.
11!) Όμιλ. γ' εις Σαούλ καί Δαυίδ.
1|3) Πρός τούς καταλείψαντας τήν εκκλησίαν καί αΰτομολήααντας πρός τί{
Ιπποδρομίας καί τά θέατρα (56, 268).
lu) Αυτόθι.
θέατρον καί ’Εκκλησία 307

αιην άθυμίαν καί ταραχήν έπί τοΐς ήμαρτημένοις. Τούτο


•παρατηρήσας ό δεξιός ποιμήν, έν τώ έπομένω κηρύγματι
ήπιωιέραν μετεχειρίσθη τήν γλώσσαν. «Σφόδρα καθηψάμην
υμών πρώην περί θεάτρων καί ιπποδρομίας διαλεχθείς, διά
τούτο χαίρω καί ευφραίνομαι. ΙΙολύν γάρ ορώ τον καρπόν άπδ
■τής λύπης βλαστάνοντα. Έπεί καί τα φάρμακα τα διορθοϋντα
τα έλκη πρότερον δάκνει τα τραύματα. Εί μία διάλεξις ού­
τως έδακε καί εις τοσαύτην αγωνίαν κατέστησεν, ως καί
άθυμείν,καί θορυβεΐσθαι καί ταράττεσθαι, εύδηλον δτι δεο­
τέρα καί τρίτη προσγινομένη πάσης απαλλάξει τής άρρω-
οτίας:>.

’Απέναντι τής μεγάλης ταύτης αυστηρότητος, μεθ' ής


■/.ατεδίκαζον τα δημοσία θεάματα καί προ πάντων το θέατρον
οι ΙΙατέρες τής ’Εκκλησίας, τινές των χριστιανών διετύπουν
Ινστάσεις, προδιδούσας έν τισι μέν πνεύμα σοφιστικόν, ως τά
πολλά δ’ άγνοιαν τού
.
πνεύματος τής χριστιανικής θρησκείας

καί ιδίως τών συνθηκών τού τότε βίου. Βεβαίως, τάς ένστά-
σεις ταύτας δέν έξέφραζον κατ’ αυτήν τού κηρύγματος τήν
διάρκειαν, άλλ’ έπήγον ως σχόλια κατά τάς μετ’ άλλήλων
Π

άναστροφάς, συζητήσεις καί κοινολογίας, αί όποΐαι κατέφθα-


μέχρι τών ώτων τών διδασκάλων, πολλάς δ’, έξ άλλου?
Α.

νον

έπενόουν αυτοί οί Πατέρες ως ένδεχομένας, Γνα παμμερέστερον


οιαπραγματευθώσι τδ θέμα, εύρύτερον αύτο άναπτύξωσι καί
έπί μάλλον έπιρρώσωσι τάς γνώμας των.
Ουτω π. χ. οί έρασταί τών θεαμάτων άντέτασσον τδ
επιχείρημα δτι ούδαμοΰ τής άγ. Γραφής άπαγορεύεται ή εις
ί* θεάματα φοίτησις. ΙΙοΰ τής άγ. Γραφής—έλεγον —γέγρα-
πται περί τούτου ; Πού άπαγορεύεται; Μη τοι ό Ήλίας δέν
παρουσιάζεται ως διφρηλάτης τοΰ ’Ισραήλ, καί αυτός δ’ δ
Δαυίδ δέν έχόρευεν ένώπιον τής Κιβωτού ; Δέν άναγινώσκο-
μεν δ' έν αυτή περί ψαλτηρίου καί σαλπίγγων, περί τυμ­
πάνων καί αυλών, περί κιθάρας καί χορών; Καί ο ’Από­
308 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ

στολος δε, όταν προτρέπη ήμάς ν’ άνθιστάμεθα προς τά πνευ­


ματικά της πονηριάς, δεν προτείνει τά όπλα, άτινα συνήθωο
μεταχειρίζονται ο'ί μονομάχοι118, οσάκις δ’ άρύεται παραοεί-
γματα έκ των αγώνων, δεν άναφέρει μεταξύ των έπάθλων
τούς στεφάνους, μή τοι δέ και αύτοΰ τού «σταδίου» δεν γί.
νεται μνεία έν τη άγ. Γραφή11'1; Διατί λοιπδν δεν ετατρεπε-
ται είς τον χριστιανόν νά ήνε θεατής πράγματος άναφερο-
μενού έν τη άγ. Γραφή; «Άλλ’ έγώ είς τοιούτους άνθρωπο»;
θ' άπήντων—λέγει ό Κυπριανός (;)—δτι καλλίτερον θά ψα
νά μή έγίνωσκον τήν άγ. Γραφήν, παρά νά έννοώσιν αυτήν
κατ’ αυτόν τον τρόπον διότι αί έκφράσεις καί τά παραδεί­
γματα, τά όποια άναφέρονται παρά τώ Άποστόλο) προς προ­
τροπήν έν τη ευαγγελική άρετη, μεταστρέφονται κατ’ αυτών
έπί υπερασπίσει κακιών, ένψ έν τη άγ. Γραφή εΰρηνται ούχί
προς ύποστήριξιν των θεαμάτων, άλλ’ ίνα δι’ αυτών ή ψυχή
διαθερμανθη έπί μάλλον προς πράγματα ωφέλιμα διά τής
.
υπομνήσεως παρομοίων τάσεων παρά τοΐς έθνικοΐς προς ανω­

φελή πράγματα. Αί έκφράσεις καί τά άντικείμενα, τά kh
τού ’Αποστόλου υποδεικνυόμενα, δέον νά κεντρίζωσι προ:
τήν αρετήν έπί έπιτυχία τών θείων έπάθλων, διότι διά το
Π

έπαχθές τών κόπων καί τών ασθενειών δύναταί τις νά έττιτύχΉ


Α.

δφέλη αιώνια. Έκ τοΰ δτι δ’ ό Ήλίας παρουσιάζεται k


άρματηλάτης τοΰ 'Ισραήλ οϋδαμώς ένισχύεται ή είς τού;
Κίρκους φοίτησις, διότι εκείνος έν ούόενί Κίρκω ήγωνίοθϊμ
Καί τό δτι ό Δαυίδ έχόρευσε προ προσώπου Θεοΰ ούδαμώ;
δικαιολογεί τούς πιστούς χριστιανούς, τούς παρόντας έν τώ
θεάτρψ, διότι έκείνος δεν έξετράπη είς αναιδείς κινήσεις το»
σώματος, ό δέ χορός του δεν ήτο έμπαθής ελληνικός χορό:.
Διά δέ τών ψαλτήρων, τών σαλπίγγων, τών αυλών καί τών
κιθαρών ό Δαυίδ έξύμνει τον Θεόν καί ούχί τά είδωλα:.
Έκ τοΰ δτι δ’ ή άγ. Γραφή δέν άπαγορεύει ρητώς τά θΐ·115

115) Έφεσ. Γ', 12-17.


n") Α' Κορ. θ', 24-27.
θέατρ&ν καί ’Εκκλησία 309

άματα, δεν έπεται καί ότι επιτρέπονται ταΰτα. «Φειδομένη


τής αϊοοΰς ή άγ. Γραφή, διά τούτου ιδίως απαγορεύει τι έκτου
2τι εντελώς περί αυτού σιωπά. Δι’ δ,τι δ’ έκεϊ σιωπάται,
ΰμιλεΐ, αντί των εντολών, 6 νους καί ή αυστηρά μελέτη τοΰ
πράγματος»"".
Τινές όμως τών χριστιανών, τών περισσότερον τών λοι­
πών προσκειμένων είς τδ γράμμα, άπήτουν καί ρητάς ενδεί­
ξεις εκ τής άγ. Γραφής περί τοΰ μή επιτρεπτού τών θεαμά­
των, φαίνεται δ’ δτι καί ούτοι έπρεπε νά λαμβάνωνται ΰπ’
δψιν, αφού ήναγκάζετο, φέρ’ είπεϊν, ό Τερτυλλιανος νά πείθή
■καί τούτους δι’ ών άπήτουν μέσων. Είνε αληθές —γράφει—
δτι δεν εύρίσκομεν ρητήν άπαγόρευσιν τής έπισκέψεως τοΰ
Κέρκου, τού θεάτρου, τών καλαϊσμάτων, όμοίαν προς την ρη­
τήν άπαγόρευσιν τού φόνου, τής προσκυνήσεως τών ειδώλων,
τής κλοπής, τής μοιχείας. Άπαντώμεν δμως άρκοΰσαν προς
τούτο άπαγόρευσιν έν τή αρχή τού πρώτου ψαλμού τού Δαυίδ:
«Μακάριος άνήρ ος ούκ έπορεύθη
.
έν βουλή ασεβών, καί έν

οδω αμαρτωλών ούκ έστη, καί επί καθέδρα λοιμών ούκ έκά-
ίισε». Καίτοι ό προφήτης Δαυίδ ενταύθα φαίνεται λαλών κυ­
ρίως περί τοΰ δικαίου άνδρός, τού μή μετέχοντος τής άσε—
Π

βοΰς βουλής τών Ιουδαίων, τών διαρκώς έξανισταμένων κατά


Α.

του Κυρίου αύτών, έν τούτοις ή άγ. Γραφή περιλαμβάνει κολ­


λάς έννοιας. Διά τούτο τά λόγια τού Δαυίδ δύνανται ν’ άνα-
φέρωνται άπ’ εύθείας είς την άπαγόρευσιν τής έπισκέψεως
τών Θεαμάτων. ’Όντως δέ, μήτοι ή «βουλή ασεβών» δεν αρμό­
ζει είς την έν τοΐς θεάμασι συνέλευσιν τών έθνικών; Έντεΰ-
θεν ό Τερτ. προβαίνει καί είς μερικωτέρας έρμηνείας δλων
τών λέξεων τοΰ προσαχθέντος έδαφίου. Ό λόγος τοΰ Δαυίδ
—λέγει— μεγάλην έχει σχέσιν προς τά θεάματα. Έν τψ
άμφιθεάτρψ είνε κατεσκευασμέναι «οδοί» ή δίοδοι διά νά βλέ-
πωαιν οί θεαταί- «οδοί» δ’ δνομάζονται αί πολυάριθμοι βα—

“') De spectaculis.
310 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ

θμίδες, αί χωρίζουσαι τον λαόν από των πατρικίων· οί τόποι


δέ ένθα πολυτελώς άνακλίνονται οί γερουσιασταί, ονομάζονται
«καθέδραι». Οΰτω, κατά τον Τερτ., την γενικήν ιδέαν τού
προφήτου δύναταί τις να έφαρμόση καί είς περίπτωσιν μερι­
κήν, οϊα εΐνε ή ασεβής έν τοΐς θεάμασι συνέλευσις»118.
Άλλ’ έάν δ,τι έποίησεν ό Θεδς ήνε καλόν —άντέλεγον
άλλοι σοφιστικώς—, καί τα θεάματα, ως παρ' αϋτοΰ τοΐς άν-
θρώποις δεδωρημένα, εϊνε καλά, δεν υπάρχει δ’ άρα άποχρών
λόγος προς άπαγόρευσιν αυτών. "Ο,τι σχετίζεται προς τά θεά­
ματα είνε έργον τοΰ Θεοΰ, οίον ό Κίρκος, οί λέοντες, ή οω·
ματική αλκή, τδ τερπνόν τής φωνής, οί λίθοι, τά μάρμαρα,
οί κίονες. Διατί λοιπόν ν’ άποφεύγωμεν δ,τι αυτός ό Θεός δεν
μισεί; Τήν ένστασιν ταύτην ό αυτός Τερτυλλιανος χαρακτη­
ρίζει ως «κενήν πρόφασιν, καίπερ υπό πολλών προβάλλομε-
νην». Βεβαίως, πάντα δσα έποίησεν ό Θεός είνε άγαθά, οά·
νανται δμως νά γείνωσι καί κακά, άναλόγως τής υπό τού
.
άνθρώπου χρήσεώς των. «Τόσα κακά έργα, καί ύπ’ αυτών των

έθνικών κατακρινόμενα, δεν γίνονται διά τών αυτών πραγμά­
των άτινα έποίησεν ό Θεός ; Έάν θέλητε νά διαπράξητε οί­
Π

νον, δύνασθε νά έκλέξητε προς τοϋτο ή το ξίφος, ή τό δη·.


λητήριον, ή τήν μαγείαν. ’Αλλά καί τό ξίφος καί τά δηλη­
Α.

τηριώδη χόρτα καί οί πονηροί άγγελοι δεν είνε ποιήματα


του Θεοΰ ; Καί φρονείτε, έν τούτοις, δτι ό Θεός έποίησε ταΰτα
έπί φόνω ανθρώπων; Έξ ίσου τίς έποίησε τον χρυσόν, τόν
άργυρον, τον χαλκόν, τον έλεφαντόδοντα, τό δένδρον καί πάντα
τά άλλα πράγματα, έξ ών κατασκευάζονται τά είδωλα, τίς 5»
παρήγαγε τά μέταλλα, εί μή Εκείνος, "Οστις έποίησε καί τήν
γήν ; ’Αλλά διά τοΰτο λοιπόν έδωκεν ήμΐν τήν ΰπαρξιν, ’.’να
οί άνθρωποι αυτά άντ’ Εκείνου θεοποιώσιν; "Οσα πράγμα·*
χρησιμοποιούνται προς ΰβριν τοΰ Θεοΰ υπό τοΰ Αυτοΰ εποιγ

ul) De spectaculis III—IV.


θέατρον καί Έκκληοία 311

θησαν, άλλ’ ή προς έξύβρισιν Αύτοϋ χρήσίς των δεν είνε πλέον
τού Θεοΰ έργον»11'1.
Εις τήν αυτήν κατηγορίαν ανάγεται καί ή άντίρρησις
άλλων, ήν ούτοι έβάσιζον επί ψευδούς συλλογισμού: δ,τι ού
κοινοί τον Θεόν, ού κοινοί καί τον άνθρωπον. Ού κοινοΰσι
τον Θεόν τα θεάματα, αφού τα βλέπη έκ τού ύψους των ού-
ρανών άρα ούδέ τον άνθρωπον μολύνουσι. ΙΙρό τίνος —λέγει
ό Τερτ.— ήκουσα ανθρώπου συλλογιζομένου κατά τον εξής
τρόπον: ού μόνον ό ήλιος, άλλα καί αύτός ό Θεός βλέπει τήν
κωμωδίαν, τών μονομάχων τα παλαίσματα καί τούς λοιπούς
αγώνας· έκ τούτου όμως ούδαμώς μολύνονται. Άλλ’ εάν ό
θεός δεν έβλεπε τα εγκλήματα καί τάς επονείδιστους ήμών
πράξεις, 'ίσως δεν θά ύπεκείμεθα καί εις τήν αυστηρότητα
τής κρίσεως αύτοΰ. Άλλ’ οίμοι! Βλέπει αύτά· δεν δύναται να
μή βλέπη τάς ληστείας ήμών καί τάς άπάτας, τάς μοιχείας,
τάς αδικίας, τά θεάματα- διά τούτο καί δεν πρέπει νά παρι-
.
στάμεθα είς τά τελευταία ταϋτα, ίνα μή μάς ίδη ό τά πάνθ'

ορών».
'Αλλά τί τό κακόν περιέχει ή θεωρία π. χ. τών μονο­
μαχιών έν τω Άμφιθεάτρω, αφού οί έν αύταίς θανατούμενοι
Π

είνε οί κάκιστοι τών άνθρώπων, δικαίως δ’ εις τοιαύτην κατα­


Α.

δικάζονται ποινήν; — άντέλεγον άλλοι. «"Οτι οί κακοποιοί πρέ­


πει νά τιμωρώνται —άπαντά ο αύτός Τερτ.—, τίς δύναται νά
άμιρισβητήση, εί μή αύτοί ούτοι οί κακούργοι; Είμαι σύμφω­
νος είς τούτο, άλλά ομολογήσατε καί ότι δεν επιτρέπεται είς
άνθρωπον άγαθον νά περιεργάζηται τήν θανάτωσιν άνθρώπου
κακού· μάλλον οφείλει ούτος νά θλίβηται, έπί τω ότι όμοιος
αύτώ άνθρωπος ήτύχησε νά διαπράξη έγκλημα, άξιον αύστη-
ράς τιμωρίας. Άλλ’ έκτος τούτου δύναται τις νά βεβαιώση,
ότι μόνον ένοχοι παραδίδονται είς βοράν τών θηρίων; Δεν
συμβαίνει ώστε καί αθώοι νά καταδικασθώσιν ή έκ κακίας

"*) Αΰτ. II.


312 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ

των δικαστών, ή έξ άμελείας τοΰ δικηγόρου, ή κατ’ άδικον


διαδικασίαν ; Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι μεταξύ των μονομά­
χων ύπάρ/ουσι καί αθώοι άνθρωποι, προσαγόμενοι εις θάνατον
προς τέρψιν τοΰ όχλου».
Περίεργον δικαιολογίαν προύβαλλον όσοι τό θέατρον έκ-
λαμβάνοντες ώς διδασκαλεΐον «καλής συμπεριφοράς», έκ κα-
θαρώς κοσμικών λόγων άνεκάλυπτον έν αύτώ μαθήματα «εύ-
γενών τρόπων κοινωνικής αναστροφής», διά τούτο δέ καί έδυσ-
χέραινον διά τήν αυστηρότητα τής άπαγορεύσεως τής εις
αυτό φοιτήσεως. «Ημείς οί χριστιανοί —άπήντα ό αυτός συγ-
γραφεύς— οφείλομεν ν’ άποστρεφώμεθα τήν κοσμικήν ταύτην
Ιπιστήμην, ή οποία εινε αφροσύνη ενώπιον τού θεού.. . Καί
πώς δύνασαι νά ένθουσιας επί επιστήμη, έπινοηθείση ύπο των
αργόσχολων Ελλήνων, ϊνα παραποιής ή χρωματίζης το σώμα
σου μεταποιών αυτό εις ξόανον, ώσεί διά νά μεταβάλης εκείνο
τό . σώμα, τό όποιον έδώρησεν ήμΐν ό Θεός;»
Λογικωτέραν καί σοβαρωτέραν
.δικαιολογίαν προύβαλλον

όσοι τών φιλοθεαμόνων άντέλεγον, ότι άποβλέπουσι μόνον εις
τήν μετά χρηστότητας τέρψιν. Ούτοι έφρόνουν, ότι δεν προσ­
βάλλει τήν θρησκείαν τέρψις παρεχόμενη είς τήν όρασιν καί
Π

τήν ακοήν. Δεν είνε δυνατόν νά καθυβρίζηται ό Θεός διά τέρ­


Α.

ψεως, καθ’ ήν ό άνθρωπος τηρεί τόν φόβον τοΰ Θεού καί


τόν πρός αυτόν όφειλόμενον σεβασμόν. Τήν ιδέαν όμως ταύ­
την ό Τερτυλλιανός χαρακτηρίζει ώς δουλείαν δυσί κυρίοις,
φρονών ότι τά θεάματα εινε έργα τοΰ Σατανά. «Εισερχόμενοι
είς τήν κολυμβήθραν τοΰ βαπτίσματος—άντέλεγεν ούτος—,
βμολογοΰμεν τήν χριστιανικήν πίστιν, συγχρόνως δέ πανηγυ-
ρικώς ύπισχνούμεθα ότι θ’ άποταχθώμεν τφ Σατανά καί
πάσι τοΐς εργοις αύτοΰ. Ποΰ δέ περισσότερον κυριαρχεί ο διά­
βολος μετά τών συνεργών αύτοΰ, εί μή έν τή είδωλολατρεία;
Δέν είνε ένταΰθα ό θρόνος τοΰ. άκαθάρτου πνεύματος καί ή
έδρα τής άσεβείας; Πάντα τά τών θεαμάτων βασίζονται έπί
θέατρον καί Εκκλησία 313

-χγ)ς είδωλολατρείας» ι'2η. Καί έν ή δ’ άν περιπτώσει ύποτεθή,


•3X1 έν τώ θεάτρω παρίστανται θεάματα τερπνά, άλλα σεμνά
καί μή άτιμα, καί πάλιν —κατά τον αυτόν—δεν είνε άκίν-
δυνος ή έν αύτοΐς παρουσία· «ένθυμοΰ — συμβουλεύει ό Τ.—■
όχι συνήθως τό δηλητήριον μίγνυται ούχί μετά τής πικρίας,
άλλα μετά ήδέων και εύγενών υγρών. Ούτω πάντοτε ό διά­
βολος πράττει· τό Οανατηφόρον του δηλητήριον υποκρύπτει
sic τά τερπνότερα καί εύγευστότερα εδέσματα· πρέσεχε ούχί
τόσον εις τήν τέρψιν, όσον εις τον έξ άπαντος μετ’ αύτής
αυνδεοεμένον κίνδυνον»1 **.
Μάλλον εμπεριστατωμένους επιμένει εις τήν άναίρεσειν
τής ένστάσεως ταύτης ο Χρυσόστομος. Κατ’ αυτόν, μόνον
τέρψιν δύναται ν’ άπο/.αύση ό θαμών των θεάτρων, καί ταύ-
την βραχεΐαν, διότι διαρκεΐ μόνον έπ’ έλάχιστον χρόνον μετά
τό θέαμα όμως άμέσως επακολουθεί ή βλάβη, καί βλάβη
δεινή. «Έν τφ θεάτρω, άγαπητέ, των κιθαρωδών καί τραγω­
.
δών μέχρι τής τέρψεως ο καρπός, καί τής ήμέρας παραδρα-

μούσης παρήλθεν ή τέρψις. Καί είθε ήν ή τέρψις μόνον καί
μή βλάβη μετά τής τέρψεως· άλλ’ δμως άπεισιν έκείθεν οί-
καδε έκαστος, καθάπερ άπό τίνος λύμης άναμαξάμενος πολλά
Π

των αυτόθι»122. «Μή γάρ μοι τούτο είπης—λέγει ό αυτός


Α.

αλλαχού—, ότι ηδονήν έχει ή θεωρία’ άλλ’ εί μή μετά τής


ηδονής καί βλάβην έχει τούτο με δίδαξον». Άλλ’ ούτε ηδο­
νήν κάν έχεις ό χάριν τών ιπποδρομιών «καταλιπών τήν μη­
τέρα, καί τούς προφήτας άτιμάσας, καί είς τον Θεόν έξυβρί-
οας, καί μετά τού διαβόλου χορεύσας, καί βλασφημούντων
άκούσας καί λοιδορουμένων, καί τον καιρόν άναλώσας είκή
•καί μάτην, καί μηδέν οίκαδε έχων άπενεγκεΐν, μήτε σωμα­
τικόν, μήτε πνευματικόν κέρδος έκείθεν»'23. «’Αλλά τό χα-

iao) Αΰτ. I, II.


m) XXVII.
,Μ) Όμιλ. ι' εΙς τάς Πράξεις.
,Μ) Περί νΑννης λόγ. ε' (54, 661).
314 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ

λεπώτερον—ό αυτός προστίθησιν άλλαχοΰ—εκείνο εστιν, οτι


καί τέρψιν τήν τοιαύτην πανωλεθρίαν καλοΰσι, και τό πέλα­
γος τής απώλειας ηδονής ευριπον όνομάζουσιν»,54. Είς δέ τον
άντισχυρισμόν ότι οόδεμία από τοΰ θεάτρου κακία, ότι ο' αρα
δύναταί τις νά παραμείνη άνεπηρέαστος από των έπί τής
σκηνής τελουμένων, ό αυτός Πατήρ πλήρης άγανακτήσεως
και ψυχολογικώτατα άνατέμνων τήν φύσιν τήν άνθρωπίνην,
άντεπάγεται διά ραγδαίων έρωτημάτων: «Μοιχείας έγένου
πεπληρωμένος, και έρωτας ποία κακία; ή ούκ ήκουσας τον
Χρίστου λέγοντοο, ό έμβλέψας γυναικί προς το έπιϋυμψαι,
ηδη έμοίχευοεν αυτήν; Τί οΰν, εάν μή έμβλέψω, φησί, προς
τό έπιθυμήσαι; Και πώς δυνήσει με πεϊσαι; 6 γάρ του θεω-
ρήσαι μή κρατών, άλλά τοσαύτην σπουδήν ύπερ τοΰ τοιον-
του τιθέμενος, πώς μετά τό θεωρήσαι δυνήσει μένειν ακηλίδω­
τος ; Μή γάρ λίθος σοι τό σώμα; μή γάρ σίδηρος; Σάρκα
περίκεισαι, σάρκα άνθρωπίνην, ήτις χαλεπώτερον υπό τής επι­
.
θυμίας άνάπτεται. Καί τί λέγω τό θέατρον; Έν αγορά πολ-

λάκις εάν άπαντήσωμεν γυναικί, θορυβούμεθα- σΰ δέ άνω
καθήμενος, όπου τοσαύτη προς άσχημοσύνην παράκλησις, ορών
γυναίκα πόρνην γυμνή τή κεφαλή μετά πολλής τής αναι­
Π

σχυντίας είσιοΰσαν, χρυσά περιβεβλημένην ίμάτια, μαλακιζο-


Α.

μένην, θρυπτομένην, άσματα αδουσαν πορνικά, κατακεκλα-


σμένα μέλη, αισχρά προϊεμένην ρήματα, ασχημονούσαν τοι-
αΰτα, άπερ ό θεωρήσας άν είς έννοιαν λάβης, κάτω κόπτεις,
τολμάς είπεΐν ώςουδέν πάσχεις ανθρώπινον; Μή γάρ λί­
θος σοι τό σώμα; Μή γάρ σίδηρος; Μή γάρ τών μεγάλων
καί γενναίων άνδρών εκείνων, οί από ψιλής όψεως κατηνε-
χθησαν, φιλοσοφώτερος ει; Ουκ ήκουσας τί φησι Σολομών:
Περιπατήσει τις επ’ άνιέράκων πνρός, τους δε πόδας ον
κατακαύσει; "Αποδώσει τις πϋρ έν κόλπω, τά δέ ίμάτια ον
κατακαύσει; Ούτως ό είσιών είς γυναίκα άλλοτρίαν[1’. Ει
,14) Όμιλ. ζ είς Ματθαίον.
1ϊ4) Παροιμ. <τλ 27—29.
θέατρον καί ’Εκκλησία 315·

γάρ και μή συνεπλάκης τή πόρνη, άλλα τή έπιθυμία συν-


εγένου, και τή γνώμη την αμαρτίαν ε'ϊργάσω. . .»ι-':. Και
αλλαχού έκφραστικώτατα: «εύκολώτερον άν τις το Αίγαΐον
καί Τυρρηνικόν παραδράμοι πέλαγος μετά άσφαλείας, η την
των θεάτρων θεωρίαν»12'.—Άμεσώτατα προς την έν λόγιρ
ένστασιν συνδέεται καί ή πρόφασις, δτι ή απλή των σκηνι­
κών θεωρία δεν σημαίνει καί ένοχον μετά τής πόρνης σχέ-
σιν. «ωίή γάρ, έπειδή μή έμίγης τή πόρνη, καθαρός είναι
νομίσης τής αμαρτίας—άντεπάγεται ό Χρυσόστομος—’ τή.
γάρ προθυμία το παν άπήρτισας. Εί μεν γάρ υπό επιθυμίας
κατέχη, μείζονα την φλόγα άνήψας. Εί δέ ουδέν πάσχεις προς
τά δρώμενα, μείζονος εί άξιος κατηγορίας, έτέροις σκάνδαλον
γινόμενος»1”-8. «. ..Πώς δυνήσονται λέγειν δτι ού προς επι­
θυμίαν είδον; οπού καί ρήματα διακεκλασμένα, καί άσματα
πορνικά, καί φωνή πολλήν ηδονήν έχουσα, καί οφθαλμών
υπογραφαί, καί έντρίμματα παρειάς, καί στολή περιεργότε-
ρον συγκειμένη, καί σχήμα γοητείας γέμον, καί
. έτεραι πολ-

λαί μαγγανεΐαι προς απάτην καί δέλεαρ τών όρώντων κατε-
σκευασμέναι, καί ραθυμία ψυχής τών θεωμένων, καί πολλή ή
διάχυσις καί ή παρά του τόπου προς ασέλγειαν παράκλησις,
Π

κ-αί ή τών φθασάντων καί ή τών μετά ταΰτα άκουσμάτων, ή τών


Α.

διά συριγγών, ή διά τών αυλών καί τών άλλων τών τοιού-
των μελωδία καταγοητεύουσα καί το στερρόν τής διανοίας κατα-
μαλάττουσα, καί ταΐς τών πορνών έπιβουλαΐς προευτρεπίζουσα
τάς τών καθημένων ψυχάς καί ευάλωτους ποιούσα»'-λ
Ό αυτός Πατήρ καί άλλην σοφιστικήν ένστασιν αναιρεί
άλλαχοΰ, καί ταύτην συγγενή προς τάς αμέσως προηγουμέ-
νας. "Οτι, δήλα δή, ούδείς άπό τού θεάτρου ύφίσταται πραγ­
ματικός κίνδυνος, διότι τά επί τής σκηνής παριστώμενα δεν

liCl Πρός τούς καταλείψαντας τήν εκκλησίαν κλ. (56, 2G6—7).


”") Όμα. ζ εις Ματθ. (57, 80).
,s") ΑΟτ.
12β) Όμ·.λ. γ’ εις Δαυίδ.
316 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ

είνε πράξεις πραγματικαί, άλλ’ απλώς μίμησις καί ύπόκρισις.


«Μή τούτο εΐ'πτ^ς, ότι ύπόκρισις έστι τα γινόμενα. Ή γάρ ύπό-
κρισις αυτή πολλούς είργάσατο μοιχούς, καί πολλάς άνέτρε-
ψεν οικίας... Τί λέγεις; Ύπόκρισις τα γινόμενα; Δι’ αύτό
μέν ουν τούτο μυρίων αν είεν έκεϊνοι θανάτων άξιοι, ότι ά
φεύγειν οί νόμοι κελεύουσιν άπαντες, ταϋτα μιμείσθαι έσπου-
όάκασιν εκείνοι. Ει γάρ αυτό κακόν, καί ή μίμησις τούτου
κακόν»130.
Ούτως αναπολόγητοι καταστάντες οί παντοιοτρόπους όι-
καιολογίας καί προφάσεις προβάλλοντες ύπέρ της εις τα θεά­
ματα φοιτήσεως, οίονεί έν άπογνώσει άνέκραζον : «Τί ουν,
άποκλείσομεν την ορχήστραν καί τω λόγοι τω σώ τα πάντα
άνατραπήσεται;» Ιναί «τί ουν κελεύεις ποιεΐν; τα όργ| κατα-
λαμβάνειν καί μοναχούς γίνεσθαι;» Καί εις μέν το πρώτον
ό αυτός ΙΙατήρ άπαντα: «Χΰν μέν ούν τα πάντα άνατέτραπται.
ΙΙόθεν γάρ οί τοίς γάμοις έπιβουλεύοντες ; είπε μοι- ούκ από
τής σκηνής ταύτης; Πόθεν
.
οί τούς θαλάμους διορύττοντες;

ούκ από τής ορχήστρας εκείνης; Ούκ εντεύθεν οί άνορες
ταΐς γυναιξί φορτικοί; Ούκ εντεύθεν τοίς άνόράσιν αί γυναίκες
Π

εύκαταφρόνητοι; Ούκ εντεύθεν οί πλείους μοιχοί; "Ωστε ο τά


πάντα άνατρέπων ό προς τό θέατρον βαδίζων έστίν, έ τυραν­
Α.

νίδα χαλεπήν έπειαάγων . .. Καί τίς μοιχός, φησίν, άπο των


θεαμάτων τούτων γέγονε; Τίς γάρ ού μοιχός; Καί είγε όνο-
μ,αστί νύν είπεΐν, έδειξα αν όσους άνδρας άπέσχισαν γυναικών,
όσους έλαβον αιχμαλώτους αί πόρναι έκεΐναι, τούς μέν άπ' αυ­
τής άναστήσασαι τής εύνής, τούς δέ ούδέ την αρχήν άφείσαι
όμιλήσαι γάμφ»131. Εις δέ τό δεύτερον, μίαν ηθικήν διά πάντας,
μοναχούς τε καί λαϊκούς, κηρύττων ύφισταμένην, δηλοϊ ότι δέν
πωλύει μέν τήν τέρψιν, θέλει δ’ όμως ν’ άπολαύη τις αύτής
μετά σωφροσύνης καί ούχί μετ’αισχύνης καί κατηγορίας. «Διά
γάρ τούτο—λέγει—στένω, ότι μόνοις έκείνοις (τοίς μο-13

13°) Όμιλ. ζ" ίϊς Ματθαίον.


,") Όμιλ. λη' *ΐς Ματθαίον.
θέατρον καί Εκκλησία 317

ναχοϊς) ή γ ε ί σ θ ε ά ρ μ ό ζ ε ι ν κοσμιότητα καί σ ω φ ρ ο­


θόνην καίτοι γε ό Χριστός κοινούς τούς νόμους
εθηκε... Ούδέ κωλύω γαμεΐν, ουδέ εμποδίζω τέρπεσθαι·
άλλα μετά σωφροσύνης τούτο βούλομαι γίνεσθαι, ού μετά αι­
σχύνης καί κατηγορίας καί μυρίων εγκλημάτων. Ού νομο­
θετώ τά όρη καταλαμβάνειν καί τάς έρημίας, αλλά χρηστόν
είναι καί έπιεική καί σώφρονα, μέσην οίκοϋντα την πόλιν»1’1'2».

Τπεγραμμισαμεν σκοπίμως τάς τελευταίας εκφράσεις τού


άγ. Χρυσοστόμου θέλοντες νά έπιστήσωμεν την προσοχήν εις
τό κεφάλαιον τού ζητήματος —περί ού έν έπομένψ κεφαλαίο)
είδικώτερος έσται ό λόγος—, ότι ή χριστιανική θρησκεία δεν
άπαγορεύει τήν «μετά σωφροσύνης τέρψιν», ότι δέ, συνεπώς,
ή κατά τού θεάτρου τής έποχής έκείνης καταφορά, προ πάν­
των τού Χρυσοστόμου, βάσιν είχε τήν από τής τότε σκηνής
«μετ' αισχύνης καί κατηγορίας» παρεχομένην τέρψιν. Τήν
επίμονον ταύτην τού θείου Πατρός
.
«αντιθεατρικήν σταυροφο­

ρίαν» ό Κ. Σάθας έν τή πολλάκις μνημονευθείση ένταύθα
συγγραφή αυτού άδίκως χαρακτηρίζει ώς προϊόν υπερβολικού
ασκητικού φανατισμού, τον οποίον σχετίζει προς τό τότε κρά­
Π

τησαν δυσμενές κατά παντός ελληνικού πνεύμα, εις τούτο δ'


άντιπαραθέτει τήν συμπαθώς άνεκτικήν απέναντι τού θεάτρου
Α.

στάσιν των τριών Καππαδοκών Πατέρων Βασιλείου τού Μεγά­


λου, Γρηγορίου τού Ναζιανζηνοΰ καί Γρηγορίου τού Νύσσης,
έν μέσω τω τούς πάντας τότε καταλαβόντι άντιθυμελικφ πυ-
ρετώ133. * Ούτως ό μέν Χύσσης Γρηγόριος έντελώς περί θεά­
τρου σιωπά, έπικρίνει δέ μόνον τά μετ’ ορχηστών τελούμενα
έν Καππαδοκία έθνικά συμπόσια· ό δέ Ναζιανζηνος μετά περι-
φρονήσεως μέν, έν παρόδφ δ’ όμως λαλεΐ περί τής σκηνής,
καί ό Μ. Βασίλειος ένιαχοΰ μόνον καταδεικνύει εις τούς Καπ-
παδόκας τά όλέθρια αποτελέσματα τής έν άλλαις πόλεσι θεα­

133) "Ομιλ. ζ' εις Ματθαίον.


,33) σ. λ·.
318 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ

τρικής διαφθοράς. Τήν τοιαύτην στάσιν των Καππαδοκών Πα­


τέρων δυσκολεύεται να έξηγήση ό πολυμαθής [ίυζαντινολόγος,
φαίνεται δ’ άποκλίνων μάλλον είς τδ νά παραδεχθή ως έλα-
τήριον αυτής τήν αγνήν αυτών φιλομουσίαν, «παράξενον» δέ
ούτως ή άλλως χαρακτηρίζει τήν παρά τώ λ.αω μορφωθείσαν
καί μέχρις ημών διασωθεΐσαν παράδοσιν, καθ’ ήν 6 σοφός τής
Καισαρείας ιεράρχης εξυμνείται έν τή πρώτη έκάστου έτους
ώς «αγράμματος ραψωδός» καταβαίνων έκ Καισαρείας μετά
του συμβόλου τών Όμηριδών (τής χλωράς ράβδου) καί ψάλ­
λουν το αλφαβητάρι13,1. "Ο,τι όμως ακριβώς αποκρούει διαρ­
ρήδην ο Κ. Σάθας, λέγων : «τα υπό τοΰ μεγάλου Βασιλείου
λεγάμενα οτι ή Καππαδοκία ήν άπηλλαγμένη τής τότε θεα­
τρικής διαφθοράς ούτε κατά γράμμα πρέπει νά πιστευθώσιν,
άφοϋ αυτός ούτος επικρίνει άλνλ^αχού τά μετ’ ορχηστών τελού­
μενα έν Καππαδοκία έθνικά όργια»13‘, τούτο, άπ’έναντίας, όφεί-
λομεν νά παραδεχθώμεν. Αυτός ούτος ο Σάθας χαρακτηρίζει
.
τούς Ιναππαδόκας ώς «αυστηρούς» τά ήθη13", έάν δ’ ό Μέγας

Βασίλειος μνημονεύη μόνον τών οργίων τών ορχηστών, τούτο
σημαίνει οτι όντως τά σκηνικά θεάματα εν Καισαρεία καί
καθόλου έν Καππαδοκία δεν ήσαν τόσον ποικίλα καί πλού­
Π

σια, οσον έν τοίς άλΑοις κέντροις τού κράτους. Αυτός, νομί-


Α.

ζομεν, εινε ό κύριος λόγος, οι’ ον οι Καππαδόκαι ΙΙατέρες


δεν ένδιάτρίβουσι λ^επτομ’ερέστερον περί τάς θεατρικάς ασχή­
μιας, ώς μή έχοντες προς τούτο άφορμάς τοσοΰτον πυκνάς,
οσας ειχεν ό πρεσβύτερος τής 'Αντιόχειας καί έπίσκοπος Κων­
σταντινουπόλεως Ιωάννης, ό, ώς κατ’ έξοχήν συστηματικός
ίεροκήρυξ έν τοΐς κυριωτάτοις κέντροις τού τότε πολιτισμού,
καθ' έκάστην έκ τής άνυποίστου θεατρομανίας τού ποιμνίου του
συχνοτάτας λαμβάνων τάς άφορμάς προς καταστηλπτευσιν τής
αδυναμίας ταύτης. Ούδ’ εύρίσκομεν ήπιώτερον πρός το θέατρον* 136

,Μ) σ. λζ'—λη'.
’”) σ. λζ·.
136) σ. λς·'.
θέατρον καί Έκκληοία 319

διακειμενους τον ΙΙηλουσιώτην 'Ισίδωρον καί τον ασκητήν Νεί-


40ν, άμφοτέρους μαθητάς καί οπαδούς τού Χρυσοστόμου, έκ
χοΰ ότι άμφότεροι δεν κατέστησαν συστηματικόν τό άντιθρη-
σκευτικόν κήρυγμα ύφ’ ο πνεύμα ήσκει αύτδ ό διδάσκαλός
των. διότι υπό διαφόρους συνθήκας έκάτερος των ΙΙατέρων
τούτων έγραψε. Καί ο πρώτος καταφέρεται κατά του τότε
θεάτρου εν ταίς έπιστολαίς του, άποκλίνων δ’ ύπέρ τής έξαγνί-
σεως τής τότε ητιμωμενης σκηνής οια τής αναστασεως τής
παλαιάς τραγωδίας, απλώς πιστοποιεί τήν ύφισταμένην σκηνι­
κήν διαφθοράν καί τό δυνατόν τής ύπάρξεως τέρψεως σεμνής
καί ακίνδυνου137, καί ό δεύτερος δέ ονομάζει το θέατρον «δαι­
μόνων μηχάνημα» καί τήν εις αυτό φοίτησιν «όλεθρον έσχα­
τον καί βλάβην ψυχής δεινήν»· «άναβαίνων εις θέατρα καί
δι’ ώτων καί οφθαλμών υπό τής αίσχράς καταγοητευόμενος
καί πολιορκούμενος έπιθυμίας άπηρτισμένος μοιχός υπάρχεις,
καν Οέλης, καν μή θέλης»Κ1\ Ούδ’ήτο δυνατόν νά διάκεινται
οί αρχαίοι έκκλησιαστικοί Πατέρες
.
καί συγγραφείς συμπαθώς

προς τήν τότε σκηνήν, διότι, ώς δρθώς φρονεί ό Krumbacher
έν άντιθέσει προς τον Κ. Σάθαν, καθ’ δλην σχεδόν τήν περί­
οδον τής μέσης ελληνικής Ιστορίας, προ πάντων δε κατά
Π

τούς πρώτους χριστιανικούς αιώνας, δραματική ποίησις έν τή


Α.

αυστηρά τής λέξεως έννοια δεν υπήρχε, δεν ήδύνατο δ’ άρα


νά ύπάρχη καί Θέατρον σοβαρόν καί συστηματικόν προς δη­
μοσίαν δραμάτων παράστασιν. Άντ’ αυτού έκράτει ο μίμος
καί ή ελαφρά παντομίμα καί αι χυδαΐαι τέρψεις τού Ιππο­
δρόμου καί τών κοινών ωδείων, άντάξιαι τής αγροίκου φιλη-
δονίας τών κατοίκων τών τότε μεγαλουπόλεων139.

,9<) 'Ισιδώρου ΙΙηλονσιώτον Έπιστολαί βιβλ. V, έπιστ- 71, 77, 143. Πρβλ.
επισι. 185—187 πρός Άρποκράν καί Ελλήνων παισί* καί Βιβλ. Γ" έπ. 336
(παρα Κ. Σά&α πς^).
,3β) Του έν άγίοις πατρός ήμών Νείλου τοΰ άσκητοΰ επιστολών βιβλία Δ, Ro-
niac 1663 σ. 144 (πρός Κόνωνα), 264 (Κωνσταντίνψ κόμητι), 261 (Νικαρέτφ 2l-
λεντιαρίψ) [παρά Κ, Σά&α σ. πη].
w) Πρβλ. Κ. Krumbacher Βυζαντ. Λογοτεχνία τ. Β' σ. 480—481, 483-
320 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ

Ή έσχατη αΰτη διαφθορά της σκηνής κατά τους χρό­


νους τούτους προύκάλει την αηδίαν καί αυτών των θιασω­
τών τοϋ έθνισμοΰ, οίος ήτο δ αύτοκράτωρ Ίουλιανός110. Λίων
<5 Χρυσόστομος άπεκάλει τούς σκηνικούς «καθάρματα», ό ξ'
Αίλιος 'Αριστείδης «άνδραποδώδεις», «παρασήμους» καί «κί­
βδηλους», άξιους θανατικής καταδίκης141.
Είς μήκος μέγα το κεφάλαιον τούτο θά έξετείνετο, εάν
ήθέλομεν παρακολουθήσει λεπτομερώς την μέχρι τής άλώσεως
τής Κωνσταντινουπόλεως θέσιν τής σκηνής έν τφ Βυζαντινώ
Κρατεί καί την άπέναντι τοϋ θεάτρου στάσιν τής ’Εκκλησίας
καθ’ δλην την περίοδον ταύτην. ΓΙαραπέμποντες τούς βουλο­
μένους νά γνωρίσωσι πλείονα εις το αληθώς μνημειώδες καί
μοναδικόν, άλλά καί σφόδρα άκατάστατον καί άκρως δύσχρη-

— Τό ζήτημα τής ΰπάρξεως ή μή παρά τοϊς Βυζαντινοϊς Θεάτρου ό Γ. Μιστοί-


ώτης άποκαλεϊ «πολυθρύλητον», έν τη εξετάσει 5' αυτού διατυποϊ τήν γνώμην
ότι **8έν δύναταί τις ευκόλως νά διϊσχυριαθή,
. 6τΙ ή δραματική πυίηαις τίλεον

έξέλιπε» παρά τοϊς Βυζαντινοϊς, οτι 6’ όμως, άφ’ Ιτέροο, τό Θέατρον τότε *εύρί-
οκετο έν οίκτρά θέσει». Ώς μαρτυρίας περί τού βυζαντινού θεάτρου προσάγίΐ
τήν έν τοϊς γνωστοΐς ήμΐν ήδη θεάτροις τής 'Αντιόχειας διδασκαλίαν αρχαίων
τραγωδιών καί κωμψδιών, έξ ών δ Λιβάνιος (Περί τής εαυτού τύχης ο. 9, καί
Π

Υπέρ ορχήσ. σ. 375) ονομάζει τήν Πασιφάη-/ τοΰ Αλκαίου καί τινας κωμωδία;
τού Άριστοφάνους καί τού Μενάνδρου. Έπ’ ίσης ό τραγικός Τιμόθεος έποίησε
τραγωδίαν τό «Χρυσαργύριον», έπαχθέστατον κεφαλικόν φόρον, κλ. Έν τούτοι; ό
Α.

αυτός Μιστριώτης όμολογεΐ, ότι έν γένει «τά κατά τούς βυζαντινούς χρόνους ποι-
ηθέντα δράματα είχον μικράν δραματικήν αξίαν», καί ότι ή κατ’ αυτών κατα­
φορά τών χριστιανών συγγραφέων, πρό πάντων δέ τού Χρυσοστόμου, «δεν έ/επο
έν ταϊς προλήψεσιν αυτών ούδ’ έν τή άγαν αΰστηρότητι τού Χρυσοστόμου και
των Πατέρων τής ’Εκκλησίας, άλλ' έν αϋτοΐς τοϊς πράγμασι». Τά πράγματα
8έ ταύτα ήσαν τά μέν τά θέματα τής έλληνικής μυθολογίας, τό δέ ή απροκάλυ­
πτος βωμολοχία τής κωμψδίας καθόλου καί ή ακολασία τών μ.ίμων καί τών μι-
μάδων. Καί δ ΛΙιστριώτης άρα κατ’ ουσίαν καταντά εις τό συμπέρασμα, οτι
θέατρον σοβαρόν παρά τοϊς Βυζαντινοϊς δέν ύπηρχεν, αφού, ώς ό αυτός λέγει,
*δέν ήτο δυνατόν νά παραχθώσι γενναιότερα έργα», διότι πρώτον μέν τό ελλη­
νικόν πνεύμα είχε γηράσει, δεύτερον δέ ή σύνθεσις τού Ρωμαϊκού κράτους ι='
έπέτρεπε τήν άνάπτυξιν τού θεάτρου καί τρίτον, ή κοινωνία, ή Πολιτεία και ή
’Εκκλησία άπηνώς κατεδίωξαν τά θέατρον ώς φορέα τής εθνικής θρησκείας **'■
στοιχείο-/ διαφθοράς. ’Ίδε Γ. Μιατριώτου Γραμματολογίαν τ. Α' (σελ. 697—700).
,411) Πρβλ. Κ. Σάϋ-α σ. λδλ,. “Ιδε καί σημ. 89 τοΰ κεφαλαίου τούτου.]
,41) Αυτόθι σ. λδύ·
Θέατρον καί 'Εκκλησία 321

οτον, όυστυχώς, από επιστημονικής έπόψεως, σύγγραμμα τού


Κ. -άθα1'2 περί τού θεάτρου των βυζαντινών, σημειούμεν εν­
ταύθα γενικώς, ότι καί το θέατρον κατ’ ανάγκην οεν εμεινεν
ολως ξένον προς τάς παντοίας θρησκευτικάς καί πολιτικάς
π=ριπετείας τοϋ βυζαντινού βίου, ότέ μεν καταοιωκόμενον, δτέ
δε προστατευομενον ΰπο τούτων η έκείνων τών πολιτικών
παραγόντωνΜζ πάντοτε δ’ όμως πολεμούμενον ΰπο της Εκκλη­
σίας ύπό την άνήθικον αυτού όψιν καί παράστασιν1' ζ καίτοι,
ώς έκ τής έξελίξεως τών ηθών τής βυζαντινής ζωής, έπήρχετο
χαί συμβιβασμός ενίοτε μέν ακίνδυνος, άλλοτε όμως καί έπι-
χίνδυνος μεταξύ Θεάτρου καί Εκκλησίας11', μέχρι τοσούτου
|4>) Καί ό if. Krumbacher άναγνιυρίζει τό σύγγραμμα τούτο τού Σάθα ώς
«λογιότητος ύπέρμεστον βιβλίον- ('Ιστορία τ?,; Βυζαντινή; Λογοτεχνίας [μετάφρ.
Γ. λιοτηριάδου έν «Βιβλιοθ Μαρασλή». ’Αθήναι 1900], τόμ. Β' σ. 480), τήν χρη-
οιμοποίησιν όμως τοϋ "θησαυρού- τούτου όρθώς χαρακτηρίζει ώς «άχάριστον
εργασίαν ένεκα τής έλλείφεως οικονομίας τινός καί σαφήνειας καί κριτικής»
(αυτόθι σ. 486).
Μ3) Κατά τής θεατρικής σκηνής καί τών ηθοποιών φέρονται λαβόντες μέτρα
οΐ αΰτοκράτορες του Βυζαντίου
.
Άρκάδιος καί Όνώριος, Λέων και Ζήνων, ’Ιου­

στινιανός καί ’Ιουστίνος Β’, υπέρ τοϋ θεάτρου δέ καθόλου είργάσθησαν οί αϋτοκρ.
’Αναστάσιος (θεωρούμενος ώς δ κατ’ έξοχήν άνιδρυτής τοϋ θεάτρου), οί είκονομά-
χοι, ή Μακεδονική δυναστεία, έν μέρει οί Κομνηνοί καί πληοέστερον οί Παλαι-
Π

ολόγοι.
Ι44) ’Ιδίως κατά τήν περίοδον τής είκονομαχίας.
|4") Οϋτω π χ., πρός τελεσφόρον άντίδρασιν κατά τής έπεισαγωγής θεατρικών
Α.

μεθόδων καί πομπών ίιπό χριστιανικόν τύπον εις τήν λατρείαν από μέρους τών Ά-
ρειανών («θάλεια»), τών Άπολλιναριστών καί τών Γνωστικών, οΰ μόνον έκρίθη φρό­
νιμον να κατασιγααθή πρός καιρόν ή κατά τοϋ θεάτρου καταφορά, αλλά καί έγέ-
νετο ανάγκη νά γείνη χρήσις τών αυτών όπλων πρός καταπολέμησιν τών αιρετι­
κών. Ή Άθηναΐς—Εύδοκία π. χ. έδραματούργησε τά μαρτύριον τών άγιων Κυ­
πριανού καί Ίουατίνης, ό Σελεύκειας Βασίλειος τόν βίον τής μεγαλομάρτυρος θέ-
κλης, ό Έφραίμ καί ό ίερομ Μεθόδιος πολεμοϋσι τούς Γνωστικούς Βαρδησανίτας
καί Ούαλεντιανούς διά δραματουργημάτων έπ" ίση; χριστιανικών, Μεθόδιος ό Γΐατ-
τάρων έν τφ διά τών οικείων τοΐς πολεμίοις βελών κατ αύτών άγώνί του θεω­
ρείται διά τών δραμάτων του δημιουργός τοϋ χριστιανικού θεάτρου («Περί αύτε-
ξουσίου». «Συμπόσιον τών δέκα ΙΙαρθένων ή περί αγνείας»)' κατά τοϋ Αρειανι­
σμού, διά τής «θαλείας» άναδείξαντος τήν λατρείαν σχεδόν εντελώς σκηνικήν,
άντιπαρετάχθησαν διά τής 'Αντιθαλείας αί αύταί μέθοδοι, καθ άς εϊσήχθησαν ικανά
θεατρικά στοιχεία εις τήν ορθόδοξον λατρείαν- ή άρειανή λειτουργία ήτο μονονουχί
αντιγραφή τοϋ άλεξανδρινοΰ έθνικοϋ θεάτρου, ή δ’ αιγυπτιακή μητρόπολις ήτο εις
άκρον θεατρομανής, έάν κρίνωμεν έκ τών πληροφοριών τοϋ επιτιμητοϋ τοϋ ΰπερ-

11 ‘ΚηηΙ. Φάαοί ,, τόμ. //.(* τενχ. "~ΊΙ' (Ίοΰλΐοζ-^ΓΓττεπ/ϊηιη·;) 191 21


322 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ : θέατρον καί 'Εκκλησία

πολλάκις προβαίνων, ώστε το μεν νά έκχριστιανισθή το θέατρον,


το δέ νά παρατηρηθώ και έπίδρασίς τις του πρώτου έπί την
δευτέραν*’6. Ή έπιστημονική πιστοποίησις τοΰ γεγονότος τού­
του δεΐται βεβαίως πολλής της προσοχής καί λεπτολογία:,
καίτοι ή κατάστασις των βυζαντινών ερευνών δεν επιτρέπει
ούδ’ έν τψ παρόντι οριστικάς αποφάνσεις, έφ’ δσον πλεΐστα
σημεία καί περίοδοι δλαι της Μέσης Ιστορίας τοΰ ’Έθνους
ημών άπομένουσιν έτι ανεξακρίβωτοι, ως έκ της μή δημοσι-
εύσεως τών έν ταΐς Βιβλιοθήκαις είσέτι έναποκειμένων βυζαν­
τινών μνημείων. Άλλ’ ητο επόμενον δτι μετά τον τελικόν
θρίαμβον τοΰ Χριστιανισμού καί την διάδοσιν καί έμπέδωαιν
της χριστιανικής θρησκείας καί τον βαθμηδόν καταρτισμόν
φωτεινοτέρας χριστιανικής συνειδήσεως, οί από της άρχαιοτέ-
ρας σκηνής κίνδυνοι ήμβλύνθησαν καί περιωρίσθησαν, ώς Εε
θά ίδωμεν, δεν ητο δυνατόν νά τηρή προς τό Θέατρον ή ’Εκ­
κλησία την άμείλικτον εκείνην στάσιν, την οποίαν έπέβαλλον
εις αυτήν ή άφθαστος σκληρότης καί άπανθρωπία τοΰ Κίρκου,
.

τό ματαιόσχολου καί ταραχώδες τοΰ 'Ιπποδρόμου, καί το ει·
δωλολατρικόν καί άκρως άσεμνον τής θυμέλης μεθ’ όλου τον
εσμοΰ τών ακοσμιών καί τών έκτροπων τών διαφόρων φθορο­
Π

ποιών έθνικών εορτών καί πανηγύρεων.


Α.

βολικού πράς τά θεάματα πάθους τών Αλεςανδρέων Δίονος τοΰ Χρυσοστόμου {Προ?..
Κ. Σά&α σ. ρ'.β'—ριδ”). Εις αντιπερισπασμόν πατά τών μέτρων τοΰ ΊουλιανοΟ
δραματουργοΰνται έπ’ 'ίσης χριστιανικά θεάματα" ό Χυνέσιος συνέγραψε τραγωδία;
καί κωμωδίας. ‘Ο ’Ιωάννης Δαμασκηνός, ένφ άιρ’ ένάς συνέθετε κατά τοΰ Οεάτροιι
τά 'Ιερά Παράλληλα αύτοΰ, έν οίς συνήγαγε μαρτυρίας αρχαιότερων Πατέρων
κατά του θεάτρου, ήναγκάοθη νά γράψη καί εκκλησιαστικά δράματα πράς ριζικοί-
τέραν καταπολέμησιν τών αιρετικών δοξασιών τών αντιπάλων. Τό . αύτό έπροφ
κατόπιν καί ό Χτέιρανος ό Χαβόαΐτης (790) διά τής τραγφδίας «ό θάνατο; τον
Χριστού», καί άλλοι. Μνηστέον ενταύθα καί τοΰ δράματος «Χριστός πάσχων» κα­
κώς άποδιδομένου εις τάν θεολόγον Ι'ρηγόριον, πιθανώτατα δ’ άναγομένου εί; τόν
ια — ιβ αί. Ιΐρβ?.· Κ. Ktuaibacher, "Ιστορία τής Βυζ. Λογοτ. τ. Β σ· ΰί)1-
700. ’Έπιθι καί Γ. Μιστριώτον Γραμματολογίαν έν σ. 700—702.
,4β) "Ο Κ. Σάϋ·ας ισχυρίζεται καί προσπαθεί διά μακρών ν’ άποδείξϊ) ότι =κί
τοΰ Μαρκιανοΰ τοσοΰτον συγχέεται ή εκκλησία πρός τό θέατρον «ώστε δύσκολον
νά δρισθή τις συνεχώνευσε τάν έτερον» (σ. ηα' ές·). Έν γένει έπιθι τάν αυτόν έν
σελ. ροη', ρπδ', αΤ', σζ'—σθ', σλα', αμη', τιγ', τοζ'—τοη', καί αλλαχού. Ίδε και
ί\ Μιστριώτην ένθ’ άν. σ. 703—701.
Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΙΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ
ΚΑΙ Η ΕΝ ΑΜΕΡΙΚΗ
ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΘΡΗΣ ΚΕΓΤΙΚΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ ΚΙΝΗΣΙΣ

τπο
ROBERT Μ. GARDINER

\Σ. γ. Δ. Ευχαρίστως δημοσιεύομεν ενταύθα τό άρθρον τούτο τού άςιοτίμου


·/.. R. Gardiner, άνδρός έν τή θρησκεία πάνυ ζηλωτοΰ, Γραμματέως της
Conference, περί ής τόν λόγον έν αύτφ ποιείται. Ό συγγραφεύς άπέστε'.λεν ήμΐν
τό χειρόγραφον αυτού γαλλιστί, ημείς δέ μετεγλωττίσαμεν αυτό εις τήν ελληνικήν).

Έν άρθρο) αΰτοϋ, δημοσιευθέντι έν τψ «Political Quar­


terly» (Δεκ. 1914) υπό τον τίτλον «Ό πόλεμος καί ή ’Εκ­
κλησία», ό σοφός ’Αγγλικανός ’Επίσκοπος τοϋ Lincoln Σεβ.
Ε. L. Hicks εκφράζεται ώς εξής: «Πάντα σχεδόν τά ευρω­
παϊκά έθνη εΐνε άναμεμιγμένα εις τήν σύγκρουσιν ταύτην.
Δύναταίτις να είπη, δτι ουδέποτε ό Χριστιανισμός παρέσχε θέαμα
τόσον άποτρόπαιον καί συγχρόνως τόσον άξιόμεμπτον, άγεται
■δ' εις τόν πειρασμόν να κηρύξη τήν πτώσιν τής ’Εκκλησίας,
.
τήν χρεωκοπίαν τοΰ Ευαγγελίου, καί τήν αδυναμίαν τοϋ

χριστιανικού κόσμου εις τό ν’ άπαντήση εις τάς αντιλογίας
των εχθρών αύτοΰ»1.
Π

Οί'μοι! Πόσον οι σκληροί ουτοι λόγοι εφαρμόζονται έπί


τής πραγματικότητας, πόσον δέ πόνον προξενεί ή άπήχησίς
Α.

των εις τάς χριστιανικάς ψυχάς, αί οποΐαι δεν θέλουσι να δια-


ψεύδωσι τήν άλήθειαν. νΗδη οί έχθροί τής χριστιανικής άπο-
καλύψεως άφήνουσι θριάμβου κραυγάς καί διακηρύττουσιν δτι
U Oxford Pamphlets (1914—1915), XII σ. 4.
324 Robert M. Gardiner

ό Χριστιανισμός άπέτυχεν εν τή αποστολή του, οτι είνε Ορη.·


σκεία θνησιγενής καί άπεστερημένη πάσης κοινωνική; έπι-
δράσεως. Οι μάλλον πεπολιτισμένοι λαοί καί οί μάλλον οια·
τεθραμμενοι διά του γάλακτος του 'χριστιανικού πολιτισμού
όρμώσι κατ’ άλλήλων εις φρικτάς άνθρο)ποσφαγάς επί των
πεδίων των μαχών, αί δέ Χριστιανικαί Έκκλησίαι, οί τέσσα-
ρες κλάδοι του Χριστιανισμού, ή ’Ορθοδοξία, ό Ρωμαϊκός Κα-
τολικισμός, δ Άγγλικανισμδς καί δ Προτεσταντισμό;, ούδέν
επραξαν προς πρόληψιν έκείνου, το δποΐον διστάζομεν να
άποκαλέσωμεν καταστροφήν του χριστιανικού πολιτισμού. Αί
Έκκλησίαι του Χρίστου, αίτινες φιλοδοξοΰσι ν’ άσκώσιν εν
τοΐς κόλποις τοΰ ανθρωπίνου γένους Αποστολήν ειρήνης κάι
δικαιοσύνης, δεν ύψωσαν τήν φωνήν των ϊνα καταόικάσωσιν
ενα πόλεμον φρικώδη, τεκμηριοϋντα οπισθοδρόμησιν εις τήν
έθνικήν βαρβαρότητα, φθείροντα τάς ζωτικάς τοΰ Χριστιανι­
σμού δυνάμεις, καί μή ύπαγορευθέντα, τουλάχιστον παρ’ έκεί-
.
νοις οϊτινες τον προύκάλεσαν, ύπδ τού πόθου τοΰ να προστε-

θώσι νέαι σελίδες είς τήν ιστορίαν τής θρησκευτικής καί πο­
λιτικής προόδου καί να εύρυνθώσι τα δρια τής έπί τής Γης
βασιλείας τοΰ Χριστοΰ. Έσιώπησαν προ τής εξάψεως των πα­
Π

θών καί τοΰ πολιτικού μίσους: τδ θέαμα τών κατάφωρων


Α.

άδικιών, αί δποΐαι καθ’ έκάστην διαπράττονται καί αί δποΐαι


στοιχίζουσι τήν ζωήν τόσων εκατομμυρίων αθώων θυμάτων,
δεν τάς συνεκίνησεν. Ή θεία μάστιξ άπλοΰται έπί αγρών
έσπαρμένων ύπδ χριστιανών γεωργών, αί δέ χριστιανικαί Έκ-
κλησίαι θεωροΰσιν έν σιωπή τάς καταστροφάς ταύτας χωρίς
ν’ άκουσθώσι λόγοι ειρήνης.
Τίς δ λόγος τής έλλείψεως ένεργείας έν τώ άγωνι κατά
τοΰ σατανικού πνεύματος, τδ δποΐον κατασπείρει διαιρέσεις
καί διχονοίας, προσπαθεί νά θολούση τάς πηγάς τής αγάπης·
τοΰ Χριστού διά τής ουνάμεως τοΰ μίσους καί, έρεθίζον κατ’
άλλήλων τούς χριστιανικούς λαούς, έπιβραδύνει τήν τελικήν

τοΰ Χριστοΰ νίκην; Λεν οφείλονται βεβαίως είς τήν έπίορασιν


'Η παγκόσμιος συνέ νεύσις του Χριστιανισμού 325

γοΰ χριστιανικού ιδεώδους τά ερείπια ταΰτα, αι ερημώσεις


καί αι έκατόμβαι του διεξαγόμενου πολέμου. Τδ χριστιανικόν
ιδεώδες είνε ιδεώδες ειρήνης, αγάπης και αδελφότητος: ή
αρχαία Εκκλησία, ή οποία παρουσιάζεται ήμΐν έν τοΐς μνη-
μείοις των άποστολικών χρόνων, ήτο μία «αδελφότης», έμπε-
ποτισμένη υπό τής διττή; άγάπης προς τον Θεόν καί πρός
τόν πλησίον. Ή αγάπη αΰτη, ένοΰσα πάντας τους μαθητάς
ιού Χριστού εις εν μόνον μυστικόν σώμα, συνέπνιγε τά σπέρ­
ματα τής διχονοίας έν τοΐς κόλποις τής Χριστιανωσύνης, ήτις,
περιφρονουμένη ΰπό τής ψευδούς επιστήμης τών εθνικών φι­
λοσόφων καί καταβασανιζομένη υπό τού δεσποτισμού τής Ρω­
μαϊκής αυτοκρατορίας, ώςυνε τά πνευματικά αυτής δπλα διά
την ειρηνικήν κατάκτησιν ολοκλήρου τού κόσμου. Ούδέν είνε
συγκινητικώτερον τών εκφράσεων τού Κλήμεντος Ρώμης προς
εςαψιν τού πνεύματος τούτου τής άγάπης, τό όποιον ήνου
πρός τον Χριστόν τους μαθητάς αυτού, μετεποίει τήν πρωτό­
γονον Χριστιανωσύνην εις μίαν,
.
ούτως είπεΐν, οικογένειαν,

συνθέτουσα τάς άρετάς καί τούς ενωτικού; πόθους τού Σωτή-
ρος καί κωλύουσα τήν έκκόλαψιν σχισμάτων καί έσωτερικών
Π

διαφωνιών έν τή καροία τής ’Εκκλησίας: «Τόν δεσμόν τής


άγάπης τού Θεού τις δύναται έξηγήσασθαι; Το μεγαλεΐον τής
Α.

καλλονής αυτού τίς άρκετος έξειπεΐν; Το ύψος είς δ άνά-


γει ή αγάπη άνεκδιήγητόν έστιν. ’Αγάπη κολλά ήμάς τφ
‘θεώ. . . αγάπη σχίσμα ούκ έχει, αγάπη οϋ στασιάζει, αγάπη
πάντα ποιεί έν όμονοία» (Α' πρός Κορ. XLIX).
Ούχί λοιπόν ή διδασκαλία τού Χριστού έξαπέλυσεν έπί
τής χριστιανικής Ευρώπης τάς συμφοράς, αιτινες άπειλουσι νά
άγάγωσιν αυτήν είς τον έσχατον βαθμόν τής έξαντλήσεως. Ό παρών
πόλεμος είνε ή λογική συνέπεια τής λήθης τών εύαγγελικών
άρχών καί του νόμου τής χριστιανικής άγάπης. Είς τήν μείωσιν
τής ευεργετικής έπιρροής τοΰ Χριστού έπί τών ψυχών αντι­
στοιχεί πάντοτε αύξησις του κρατικού έγωϊσμοΰ καί τού έθνικού
μίσους. Μόνον ό Χριστός είνε ή μεγάλη ένωτική τής άνθρωπό-
326 Robert M. Gardiner

τητος δύναμις, μακράν δέ τοΰ Χριστού τδ διαβρωτικδν οξύ τών


άνθρωπίνων παθών κατατρώγει τάς ινας τούκοινωνικοΰ οργανισμού,
Αί χριστιανικά! Έκκλησίαι οΰτε τήν διδασκαλίαν έλη-
σμόνησαν, οΰτε τδ ιδεώδες τοΰ θείου Ίδρυτοΰ τοΰ Χριστιανέ
σμοΰ, άναντιρρήτως δέθά έπεθύμουν νά συντελέσωσιν είς τήν Ιξα-
σφάλισιν τών άγαθών διαρκοΰς ειρήνης διά τήν Ευρώπην. Άλλ’
οί μυστικοί αυτών πόθοι δεν κατέστη δυνατόν νά πραγματοποι-
ηθώσι. Πρδ μισών βαθέως έρριζωμένων εύρέθησαν άοπλοι, εστε-
ρημέναι τής επιρροής των, παραλελυμέναι τάς προσπάθειας
των. Ό Χριστιανισμός δεν είνε πλέον μία μεγάλη οικογένεια,
ής τα μέλη, ένώ άφ’ ένδς τηροΰσι τά ατομικά των χαρακτηρι­
στικά πρδ τών ποδών τοΰ Σταυροΰ, άφ’ ετέρου παρέχουσι προς
άλληλα άμοιβαίαν ύποστήριξιν, χεΐρα άρωγδν διά τδν θρίαμβον
τοΰ αγαθού κατά τοΰ κακοΰ. Αί χριστιανικαι Έκκλησίαι είνε
διηρημέναι, κεχωρισμέναι άπ’ άλλήλων άπδ αίώνων διά φρα-
γμών θεολογικών και φυλετικών αντινομιών: Ιξηντλήθησα; εις
.
άγώνας άκάρπους· ένίοτε ίστανται κατ’άλλήλων, πρόσωπον προς

πρόσωπον, χωρίς νά γνιυρίζωνται, χωρίς νά άνταλλάσσωσι χαιρε­
τισμόν, χωρίς νά ένώνωσι τάς προσπάθειας των, χωρίς νά συν-
Π

εργάζιυνται πρδς λύσιν τών μεγάλων προβλημάτων, έξ ών l·


ξαρτάται τδ μέλλον τής κοινωνίας, αύτδ τοΰ Χριστιανισμού το
Α.

μέλλον, καί—άλλοίμονον !—χωρίς νά συναρμονίζωσι τάς φωνάς


των είς μίαν κοινήν προσευχήν, τήν προσευχήν τοΰ Χριστού,
δστις φέρει επί τής γής τήν ειρήνην είς τούς άνθρώπους τής κα­
λής θελήσεως! Καί δεν είνε τοΰτο μόνον! Κατά τάς ήμέρας
ταυτας παριστάμεθα είς τήν έκκόλαψιν πολεμικών άναζωογονου-
σών τά παλαιά μίση, είς άντεγκλήσεις άμοιβαίας σβεννυούσας
τδν πυρσδν τής άγάπης τοΰ Χριστοΰ, είς διαμάχας περί δικαι­
οδοσίας έλάχιστα άρμονιζομένας πρδς τήν μεγαλοπρεπή ταπτί-
νωσιν τοΰ Χριστού, έλθόντος είς τήν γήν πρδς διακονίαν τών άλ­
λων: «ό Γίδς τοΰ άνθρώπου ουκ ήλθεν διακονηθήναι, άλλα St-
ακονήσαι» (Ματθ. κ', 28). Διατί λοιπδν νά έκπληττώμεθα Ιπΐ
τψ δτι δ Χριστιανισμδς φαίνεται άπολέσας τδ νεανικδν τοΰ Χρν
ΊΙ παγκόσμιος συνέλευσις τοο Χριστιανισμού 327

στού σφρίγος, έπί τφ ότι ή φωνή του δεν ακούεται ύψουμένη υ­


πέρ τον θόρυβον των ανθρωπίνων παθών, καί ή χειρ του δεν ά-
ποοεικνύεται τόσον ισχυρά προς χαλιναγώγησιν των μαζών, προς
6πόμ>ησιν τών αρχών τής αιώνιας δικαιοσύνης είς τούς ισχυ­
ρούς τής γής, όπως έμπνεύση είς την κοινωνίαν ορμήν τινα προς
το αγαθόν, όπως γεγονυία τή φωνή διακηρύξη δτι πόλεμος παρό­
μοιος προς τον νΰν καταφθείροντα την Ευρώπην είνε έγκλημα
κατά τού ύπο τοΰ Χριστού κηρυχθεντος νόμου τής αγάπης,
συγχρόνως δέ και ατυχέστατη παράβασις τής αρχής τής ανθρώ­
πινης αλληλεγγύης. Οίμοιί,.καί επ’ αυτών ετι τών άποστόλων
τού Χριστού πληροΰιαι δ τρομερός τού Σωτήρος λόγος: «ΙΙάσα
βασιλεία εφ’ έαυτήν μερισθεΐσα Ιρημούται» (Λουκ. ια', 17).
Δεν διστάζομεν νά περιγράψωμεν τά δεινά τα προκύπτοντα
εκ τής διασπάσεως τής θρησκευτικής ενότητος τού χριστιανικού
κόσμου· ούδείς θ’άπετόλμα νά διαμφισβητήση αυτά ή νά παραγνώ­
ριση την δύναμίν των. Άναλισκόμεναι ύπο διχονοιών καί Ιρίδων
εσωτερικών αί χριστιανικά!
.
Έκκλησίαι καταδαπανώσι συχνό­

τατα τάς καλλιτέρας των ένεργείας, τάς οποίας ώφειλον νά
χρησιμοποιώσι προς άναστολήν τού πνεύματος τής άπιστίας,
το όποιον κατακλύζει την νεωτέραν κοινωνίαν, ή καί προς
Π

διάοοσιν τού ευαγγελικού φωτός μεταξύ τών λιμναζόντων έν τή


Α.

σκοτία τού θανάτου. «Ούδεμία άμφιβολία—γράφει δ William


Carpenter, αγγλικανός Επίσκοπος Ripon—, δτι αί εσωτερικά!
διχόνοιαι τής Χριστιανωσύνης είνε πηγή πολυαρίθμων κακών.
Το πνεύμα τής διχονοίας ταράττει την γαλήνην τής χριστιανι­
κής εύσεβείας, ή πρόοδος τού Χριστιανισμού έπιβραδύνεται, τά
[ΐώη τών θρησκευτικών αιρέσεων περιάγουσιν εις κίνδυνον την
ειρήνην τοΰ χριστιανικού κόσμου. Ό άνθρωπος, ούτινος ή συνεί-
δησις είνε ήρεμος καί ή καρδία πλήρης εύσεβείας, πληρούται
άμηχανίας, χάνει την έμπιστοσύνην του* ή άμφιβολία διεισδύει
είζ την ψυχήν του κατά τάς ευσεβείς του μελετάς· αί διεκδι­
κήσεις τών άντιπάλων Εκκλησιών φθάνουσιν εις τάς άκοάς
ίου· άλλαι χριστιανικά! όμολογίαι τφ διακηρύττουσιν δτι δια­
328 Robert M. Gardiner

τελεί έν τή πλάνη· άποπειράται νά μεταβάλη δόγμα διότι ή


ψυχή του, υπό δέους καταληφθεΐσα, θέλει νά βεβαιωθή περί
τής σωτηρίας της. Αί έσωτερικαί διαιρέσεις τής χριστιανωσύνης
διακρατοΰσιν οΰτω έν άδημονία πνευματική τάς ψυχάς, τάς
άφωσιωμένας εις τον Χριστόν έν πραγματική εύσεβεία»ι.
Καί ο σοφός Επίσκοπος υπομιμνήσκει ότι ζήτημα κλειδών
έν τώ Σπηλαίο) τής Γεννήσεως του Χρίστου έν Βηθλεέμ κατε-
ληξεν είς τον Κριμαϊκόν πόλεμον, δστις έστοίχισε την θυσίαν
τής ζωής 500,000 ανθρώπων.
Οι ιεραπόστολοι έμολογοΰσιν έπ’ ίσης ότι οί λαοί, οί μη
λαβόντες τό φως του Ευαγγελίου, δεν δύνανται νά κερδηθώσιν
έν Χριστώ ένεκα των έσωτερικών τής Χριστιανωσύνης διαμαγών.
Εκατομμύρια ανθρώπων έν ταις χριστιανικαϊς χώραις ζώσι
κατά τρόπον τοιοΰτον, ώσεί μή υπήρχε Θεός καί δεν έμερίμνα
περί των ανθρωπίνων, διότι ή διαφορά των δογμάτων αποκρύπτει
από των οφθαλμών των την μίαν Εκκλησίαν, την ομολογούσαν
την αυτήν πίστιν καί. τον αυτόν Θεόν
. λατρεύουσαν. Βάσαι αί

χριστιανικαί Έκκλησίαι είνε υπεύθυνοι,—έκαστη οι’ έαυτήν—,
διά την έξασθένησιν τοϋ χριστιανικού πνεύματος καί την
Π

ταχεΐαν διάδοσιν τής θρησκευτικής αδιαφορίας2.


Λάβωμεν π. χ. ύπ’ οψιν τάς Ηνωμένας Πολιτείας, χώραν
Α.

έν ή ο Χριστιανισμός παρουσιάζει έντονον θρησκευτικήν ζωήν.


Έν τούτοις ούδείς δύναται ν' άρνηθή, ότι ή δραστηριότης τών
διαφόρων Εκκλησιών έν αυτή προσκρούει προς πολλά κωλύ­
ματα ένεκα τής π/,ηθώρας τών θρησκευτικών δογματικών αιρέ­
σεων (sectes).
Έν ταΐς Ήνωμέναις Γίολιτείαις ύφίστανται έξ διάφοροι
κλάδοι Άδβεντιστών, δεκατρείς Βαπτιστών, τέσσαρες τών
Freres de Plymouth, είκοσι καί εις Λουθηρανών, δώδεκα
Μεννωνιτών, δέκα καί επτά Μεθοδιστών καί δώδεκα Πρεσβυτε-

Μ Some thoughts on Christian Reunion, London 1895 σ. 5—6.


’) Prayer and Unity, by a Layman: Gardiner, Maine, U. S. A. 1913
o. 4—5.
Ή παγκόσμιος συνέλευσις τοϋ Χριστ’.αν.αμοΰ b29

ριανών. Ύπάρχουσιν έπ ίσης καί άλλαι διαιρέσεις και υποδιαι­


ρέσεις μικρών ’Εκκλησιών. Ό κατατεμαχισμός ούτος, ώς δια­
κηρύττει δ Watson Duncan, δεν έσχεν ώς άποτέλεσμα τού-
λά'/ιστόν εύρυτέραν τινά έςάπλωσιν τού Χριστιανισμού. ΙΙολλοΰ
γε καί δει. Άπ’ έναντίας, ούτος άπεδείχθη μοιραϊον πρόσκομμα
εις την άνάπτυξιν τού χριστιανικού βίου1.
Αφού λοιπόν εινε πανθομολογούμενον δτι τα θρησκευτικά
σ'/ίσματα σημαντικώς άνέστειλαν την χριστιανικήν δραστηριό­
τητα, δεν θά ήδύνατό τις ν’ άγαπήση αληθώς τον Ίησούν
Χριστόν καί την Εκκλησίαν αυτού εί μή ποθών την επάνοδον
της ειρήνης εις τούς κόλπους τής κατακερματισμένης Χριστια­
νοσύνης, καί εργαζόμενος ύπέρ τού μεγάλου τούτου έργ^-υ, τό
όποιον υπήρξε το όνειρον τόσων ψυχών εϋγενών, πνευματωδών
καί ζηλωτών τής δόξης τού Θεού.
ΙΙρέπει δέ νά όμολογηθή πραγματικώς, προς τιμήν τού
χριστιανικού ονόματος, ότι έν πάσαις ταΐς Έκκλησίαις, αίτινες
.
εκτείνονται παρά τούς πόδας τού θείου Εσταυρωμένου, ύπάρ-

χουσι ψυχαί προσευχόμεναι υπέρ τού μεγαλειώδους έργου
τούτου, ψυχαί, αίτινες έξαιτούνται παρά τού Θεού τήν πραγ-
μάτωσιν τού θερμού πόθου τού θείου αυτού Γίού: «ίνα πάντες
Π

έν ώσι, καθώς σύ, ΙΙάτερ, έν έμοί κάγού έν σοί» (Ίω. ιζ' 21).
Α.

Δυστυχώς ή έκφρασις αΰτη ενωσις τών - Εκκλησιών συχνάκις


εξετράπη τής αληθούς της έννοιας, έδωκεν αφορμήν εις παρε­
ξηγήσεις, παρώξυνε μάλλον τάς διαιρέσεις άντί νά τάς έξομα-
λύνη. ΙΙολλάκις ένόμισαν, ότι ή άποκατάστασις έκκλησιαστικής
ένότητος σημαίνει τήν εις τήν Εκκλησίαν εισαγωγήν καταθλι-
πτικής ομοιομορφίας. Ή ενωσις τών Εκκλησιών έξεθειάσθη
ύπό τών μελών χριστιανικής τίνος ’Εκκλησίας ώς ύποδούλωσις
πασών τών χριστιανικών Εκκλησιών εις μίαν μόνην ιεραρχίαν,
ώς άπορρόφησις αυτών υπέρ τής αποκλειστικής ώφελείας μιας
μόνης ’Εκκλησίας, ώς υπαγωγή απόλυτος πασών τών χριστια-

') Church Union, the Hope of Christianity: The Medodist Review,


October, 1914, σ. 683-684.
330 Robert M. Gardiner

νικών κοινοτήτων είς μίαν δύναμιν απόλυτον καί συγκεντρωτικήν,


Είνε αυτονόητον, ότι ή τοιαύτη εκδοχή τής ένώσεως τών
Εκκλησιών οΰτε προς τό πνεύμα τής χριστιανικής ϊλευθερίας,
περί ής ομιλεΐ ο Άπόστ. Παύλος, συμβιβάζεται, ούτε προς τά
σπουδαιότερα συμφέροντα του χριστιανικού κόσμου άνταποκρίνε-
ται. Ό Χριστός δεν ίδρυσε την Εκκλησίαν αυτού προς ίσο-
πέδωσιν πασών τών ατομικών διαφορών, όπως ρίψη, ΐνα ούτως
έκφρασθώ, εις τον αυτόν μύλον όλα αυτού τά τέκνα, όπως
έξαναγκάση αυτά να παραδεχθώσι τά αυτά ενδύματα, ν’ άκο-
λουθώσι την αυτήν οδόν, να όμιλώσι την αυτήν γλώσσαν, νά
εχωσι τάς αύτάς 'ιδέας καί νά καλύπτωσι τά χαρακτηριστικά
των διά τής αυτής προσωπίδος. Ή ένότης τού Χριστού δεν
καταργεί την διαφοράν τών ατομικών κινήσεων, ήτοι τό ομοιό­
μορφον δεν είνε ουσιώδης όρος τής έν πίστει ένότητος. Δυνά-
μεθα πάντες νά όμολογώμεν την αυτήν πίστιν, νά συναινώ-
μεν εις τούς αυτούς δογματικούς όρους, χωρίς διά τούτο νά
.
άκολουθώμεν την αυτήν άτραπόν εις τής ψυχής μας τάς

πτήσεις προς Εκείνον, οστις είνε πραγματικώς ή οδός, το φώς
καί ή ζωή τής άνακαινισθείσης άνθρωποτητος.
Π

Ένομίσαμεν άπαραιτήτους τάς εξηγήσεις ταύτας διά νά


μή άφήσωμεν ουδέ την έλαχίστην άμφιβολίαν ώς προς την
Α.

ειλικρίνειαν τής ήμετέρας προθέσεως έν τή ύφ’ ημών χρήσει τών


όρων 'Ενωοις ή ένότης τών "Εκκλησιών. Ό Σεβ. Chauncey Β-
Brewster, Επίσκοπος τής Αμερικανικής Επισκοπικής Εκκλη­
σίας, έσημείωσε καλώς την διαφοράν μεταξύ τών όρων ένότι/ς,
ενωοις, (unite, union) καί ομοιομορφία, (uniformite). 'Η
ένότης ένδιαφέρει τό ένιαΐον (singularity, unicite, oneness)' ή
ενωοις είνε τό άθροισμα πραγμάτων πολλών, άτινα δεν δύναταί
τις νά θεωρή ώς εν. Ή έ'νωσις εΐνέ τι έξωτερικόν, περ.ιστατικόν,
τυχαΐον. CF ένότης είνε εσωτερική καί ουσιώδης. Ή ενωοις
εΐνέ τι τεχνητόν ή ένότης είνε ζωτική δύναμις. Προσπά-
θειαι προς ενωσιν τού χριστιανικού κόσμου θά έχωσιν ώς απο­
τέλεσμα συμμαχίας καί ομοσπονδίας. Άλλ’ αί ομόσπονδοι Έκ-
Ή παγκόσμιος συνέ/,ευσις του Χριστιανισμού 331

κλησίαι δεν παύουσι νά ήνε άπ’ άλλήλων κεχωρισμέναι. Ή


ένότης, απ’ εναντίας, εϊνε σύνθεσις οργανική καί ζιυτική πολλών
μελών καί οργάνων έν τώ αύτώ δντι* ή δε χριστιανική ένοχης
θά ή το δυνατόν νά πραγματοποιηθή. εάν πάσαι αί Έκκλησίαι
ήδύναντο νά συγχωνευθώαιν είς ενα καί μόνον θειον όργανισμόν
■/ατά τρόπον τοιοΰτον, ώστε ή Εκκλησία ν’ άποβή πράγματί
τό σώμα τοΰ Χρίστου.
Ή ένότης οργανισμού τίνος είνε τό ένιαΤον (singularite)
έν τη ποικιλία, ένότης έν τή διαφορότητι. Τά μέλη του έ·
νιαίου τούτου δργανισμοΰ αναπτύσσονται έλευθέρως, ή δ’ ελευ­
θερία αΰτη πρέπει νά ήνε ενεργότερα καί δραστικωτέ^α, προ-
κειμενου περί οργανισμού, οστις, ώς ή Ίύκκλησία, σύγκειται εκ
προσώπων ζωντανών καί διακεκριμένων. Ή οργανική έ.ότης δεν
πρέπει νά συγχέηται μετά τής ομοιομορφίας, ήτις ύπάρχει όταν
τυραννική ισχύς άπαλείφη πάσας τάς διαφοράς διά νά έγκατα-
σιήση έν κοινωνικψ τινι όργανισμώ τήν ειρήνην τοΰ τάφου ή
.
καταθλιπτικήν μονοτονίαν. Κοινωνικός τι; οργανισμός δεν απο­

κλείει τήν διαφορότητα τών υπουργημάτων, τον αγώνα τών
γνωμών, τάς θρησκευτικάς ποικιλίας. Άλλα πάσαι αύται αί δι-
αφορότητες συγχωνεύονται έν τή αρμονική ένότητι τοΰ αυτού
Π

ιδεώδους1.
Α.

ΙΙολυγράφος ’Αμερικανός θεολόγος όμιλε! τήν γλώσσαν τής


αλήθειας ίσχυριζόμενος, δτι ή κατάθλιψις πάσης σκέψεως καί
πράςειυς άτομικής, ή έπιβολή σιγής έπί τών ψυχών προς συγ-
κράτησιν αύστηράς ομοιομορφίας, άποτελουσι συνεχή καταπά-
τησιν τής έλευθερίας καί ποικιλίας ταύτης, τάς οποίας θεωροΰσιν
ώς στοιχεία άναγκαΐα διά μίαν αληθή ζωτικήν ενότητα, καί ώς
σταθεράν πρόοδον. Ή οργή θαλάσσης άναστατωμένης ή τετα-
ραγμένης υπό τής τρικυμίας είνε πάντοτε προτιμοτέρα τής στά­
σιμου ηρεμίας γαληναίου ωκεανού, έν ω δεν υπάρχει ούτε κί-
νησις, ούτε ποικιλία, ούτε ζωή. Ή σύχχυσις χαρακτηρίζει
στρατόν έν πορεία- ή μονοτονία πρυτανεύει έν στρατιό άποκοι-
') The Catholic Ideal of the Church. New York, σ. 28-30.
332 Robert M. Gardiner

μημένω. Ή μονοτονία είνε συνώνυμος προς ληθαργίαν ή θάνα­


τον1.
Ή διδασκαλία αΰτη είνε γενικώς παραδεδεγμένη ύπδ τών
αρίστων θεολόγων της ’Αμερικάνικης Επισκοπικής ’Εκκλησία:,
τής οποίας ούδείς αγνοεί την θερμήν έπιθυμίαν όπως έπιτύχη
στενήν επικοινωνίαν μετά τών έν ’Ανατολή ορθοδόξων ’Εκκλη­
σιών, καί άποκαταστήση μετά τής χριστιανικής ’Ανατολής τάς
αδελφικά: έκείνας σχέσεις, αί όποΐαι από τοΰ ια' αίώνος δνσ.υ-
χώς διεκόπησαν. Ή ’Αμερικανική ’Επισκοπική Εκκλησία δεν
έχει ΰπ’ όψιν της μόνον μίαν ενότητα τής 'Εκκλησίας άνόργα-
νον, δ,τιδήλα δή όνομάζουσιν ενότητα σχέσεων καί καρδιών, μίαν
συνεργασίαν έν τοΐς έργοις τής αγάπης καί τής ηθικής άνορ-
θώσεως, φιλίαν εξωτερικήν μ ή θίγουσαν τά μύχια τής ψυχής.
Ύπάρχουσιν οί πιστεύοντες, ότι ή ένότ.ης τής ’Εκκλησίας = τταρ-
κώς τηρείται, όταν ιερείς ή πάστορες διαφόρων χριστιανικών
ομολογιών άνταλλάσσωσιν αμοιβαίας έπισκέψεις καί κηρύττωοι
.
τον θειον λόγον έν τοΐς ναοΐς άλλήλων. ΤΙ ένότης αύτη δεν Οα

ήδύνατο νά έκριζώση τά έκ τοΰ χωρισμού τών ’Εκκλησιών πα-
ραχθέντα κακά. Καί πάλιν θά έβλεπέ τις έν τω κοσμώ Εκκλη­
Π

σίας ή χριστιανικάς ομολογίας προσωποποιούσας διαφόρους αν­


τιλήψεις τοΰ Χριστιανισμού, κατά διαφόρους τρόπους οίκοοομοό-
Α.

σας τάς ψυχάς, έν τή χριστιανική διαπαιδαγωγήσει τών μελιών


των άκολουθούσας διαφόρους οδούς. 'Π μαρτυρία, τήν οποίαν ο-
φείλομεν νά προσφέρωμεν προς τον Χριστόν, πρέπει νά ήνε ο­
μόθυμος. 'Μ πίστις ημών πρέπει νά ήνε ή αυτή. Το πνεύμα τον
Χρίστου δέν ανέχεται άποσχίσεις, άντιφατικάς ωθήσεις έν τφ
μυστικψ του Σώματι. Έάν ή Εκκλησία τοΰ Χριστού ήνε
όντως μία, οφείλει νά πραγματοποιή τήν ενότητα ταύιην εν τή
διδασκαλία, τήν οποίαν άποόίδομεν είς τον Χριστόν.
"Ο,τι καλοΰσιν Όμοσπονδίαν τών ’Εκκλησιών είνε μέν α­
ναμφιβόλους αξιέπαινος προσπάθεια προς μείωσιν τών μοιραίων
συνεπειών τής θρησκευτικής άλλοτριώσεως, άλλα δέν θίγει αίι-
') Briggs, Church Unity. New York, 1909 σ. 374—375.
‘II παγχόομιος συνέλευοις του Χριστιαν^μοΰ

τήν τού κακού τήν ρ


πληγάς, τά; όποια:
τα σ/ίσματα καί αί
ώσιν τή; μεγάλης οί;
μονίαν τοΰ άσματος
τόν ουρανόν παρά πάντων των τήν αυτήν πίστιν όμολογούντων.

άντιθέσεις των θρησκευτικών πεποιθήσεων, ουδέ καν συμπνίγει τά


καταστρεπτικά σπέρματα τών θρησκευτικών ερίδων. 'Ομοσπονδία
θά ήτο δυνατή μεταξύ τών πολυαρίθμων προτεσταντικών άποχρώ-

καίτώ ρωμαϊκφ Κατολικισμψ-ίσως μάλιστα θά συνετέλει εις τήν


.
έπί μάλλον μεγέθυνσιν τής αβύσσου, τής χωριζούσης τάς χριστι-

ανικάς ομολογίας, παρέχουσα εις τον ομοσπονδον ΙΙροτεσταντι-
σμόν εναργέστερα χαρακτηριστικά, συνείδησιν έσωτερικωτέραν
τής αξίας καί δυνάμεώς του, πνεύμα εύσταθέστερον ανταγωνι­
Π

σμού έναντι τών Εκκλησιών, αίτινες καλλίτερον έτήρησαν τόν


Α.

θησαυρόν τής άρχαίας πίστεως.


Ίερεύς τής Αμερικανικής Επισκοπικής Εκκλησίας, ό
αίδ. Lefferd Haughwout, καλώς διεφώτισεν δτι 6 Προτεσταν­
τισμός έχει ανάγκην τού Κατόλικισμοΰ, ό Κατολικισμός τοΰ
Προτεσταντισμού, καί άμφότεροι τής 'Ορθοδοξίας. Δύναταί τις
νά έχη διαφόρους γνώμας ως προς τό έξοχον τής θρησκευτι­
κής διδασκαλίας τούτου ή εκείνου έκ τών τριών μεγάλων
κλάδων τού Χριστιανισμού, άλλα δεν θά ήδύνατο νά [Βεβαίωση
δτι ό εις έξ αυτών κατέχει το άνώτατον μονοπώλιον πάντων
τών στοιχείων, τά όποια άποτελοΰσι τό ιδεώδες τής χριστια­
νικής θρησκείας. Καί δυναταί τις νά ήνε έκ τών προτέρων
βΐβαιος, δτι άποκατάστασίς τις τής θρησκευτικής ένότητος,
334 Robert M. Gardiner

βασιζόμενη επί τής άπορρίψεως των διαφερόντων αλήθειας καί


θρησκευτικής πείρας στοιχείων, άτινα εΐνε κατεσπαρμένα έν
ταΐς διαφόροις χριστιανικαΐς όμολογίαις, δεν θά είχε την δό-
ναμιν νά διακρατηθή καί νά παγιωθή διά των αιώνων1.
Θά ήτο εΰκολον νά άποδείξωμεν, δτι ή ήμετέρα περί
τής οργανικής ένότητος τής Εκκλησίας άντίληψις, ή έσωτε-
ρική ημών πεποίθησις δτι ή ένότης αυτή δεν θά ήδύνατο νά
έξασφαλισθή διά προβληματικής τίνος ομοσπονδίας των χρι­
στιανικών ομολογιών, άνταποκρίνονται θαυμασίως προς την
έννοιαν τής θρησκευτικής ένότητος, οποίαν έξέθηκαν διάση­
μοι ορθόδοξοι θεολόγοι, ιδίως δ’ ό Μητροπολίτης Μόσχας Φι­
λάρετος, ό Πρωθιερεύς Σβιετλώφ, ό Κιρέγεφ, ό Γιάνυσιεφ.
Τολμώμεν μάλιστα νά είπωμεν, δτι ή έννοια αΰτη διετυπώβη
θαυμασίως ύπο τοϋ Φωτίου, καί δτι ό Φώτιος ήρύσθη αυτήν
έκ τής αρχαίας παράδόσεως τής Ελληνικής Εκκλησίας.
ΙΙράγματι δέ, ό Φώτιος παραδέχεται ενότητα Εκκλη­
σίας βασιζομενην επί τής κοινότητας τής πίστεως
. καί σαφώς

διακρινομένην από τής ομοιομορφίας έν τή λατρεία καί τή δι­
οικήσει: «Καί γάρ έστιν όντως κοινά πάσιν, άπαντα φυλάτ-
Π

τειν έπάναγκες, καί πρό γε τών άλλων τά περί πίστεως,


ένθα καί τό παρεγκλΐναι μικρόν, άμαρτεΐν έστιν αμαρτίαν την
Α.

προς θάνατον. Έστι καί ιδιαζόντως τισί παρεπόμενα, ών ή


παράβασις, οίς μέν έδόθη κατέχεσθαι, επιζήμιος· οίς ο' οΐι
παρείληπται, καί τό μή συντηρεϊν, άκατάκριτον. Καί τά μεν
οίκουμενικαΐς τυπωθέντα ψήφοις, πάσι προσήκει φυλάττεσθαι.
"Δ δε τις τών Πατέρων ιδίως έξέθετο, ή τοπική διωρίσατο
Σύνοδος, τών μέν φυλαττόντων την γνώμην ού παρίστησι δει-
σιδαίμονα, ού μή τοΐς γε μή παραδεξαμένοις τό παροράν επικίν­
δυνον »'ί.
Έν τοΐς λόγοις τούτοις ανακλάται τό πνεύμα τής αρχαίας

- *) A World Movement for Christian Unity : Gardiner, Maine, U. S. A.


1914, a. 14.
2) Έπ. β' Nix. Migne P. G. CII, 604.
ΊΙ παγκόαμιος συνέλίυαις τοΰ Χριστιανισμού 335

Ιν/.κλησίας, λόγοις ένός των μεγαλειτέρων πνευμάτων τοΰ


Ελληνισμού, έκείνου, δ στις μετά τον άγιον Ίωάννην τον Δα­
μασκηνόν είσέδυσε βαθύτατα εις τδ πνεύμα των Πατέρων καί
έτράφη εν ταΐς διδασκαλίαις αυτών. Καί δ Φώτιος είνε ή
άπήχησις τοΰ άγιου Ειρηναίου, λέγοντος: «Ή διαφωνία τής
νηστείας την ομόνοιαν τής πίστεως συνίστησι»1, καί τοΰ Σω-
ζομενοΰ λέγοντος περί των άρχαίων τής Εκκλησίας Διδασκά­
λων, δτι «ευηθες καί μάλα δικαίως ύπελαβον, έθών ένεκεν
άλλήλων χωρίζεσθαι, περί τα καίρια τής θρησκείας συμφω-
νοΰντες. Οϋ γάρ δή τάς αύτάς παραδόσεις περί πάντα όμοιας,
καν ομόδοξοι εΐεν, έν πάσαις ταΐς Έκκλησίαις εύρεϊν έστιν»-·
Ανάγκη λοιπόν να φέρωμεν τάς τοΰ Χριστοΰ Εκκλη­
σίας εϊς προσέγγισιν έσωτερικωτέραν’ πρέπει—ως λέγει ό
Σεβ. Anderson, Επίσκοπος τής Αμερικανικής Επισκοπικής
Εκκλησίας έν Σικάγω—πρέπει ούχί νά δημιουργήσωμεν την
ενότητα τής 'Εκκλησίας, διότι ή ένότης αυτή υπάρχει, άλλα
.
νά καταστήσωμεν την θείαν ταύτην ένότητα όρατωτέραν, φω-

τεινοτέραν. Ό Θεός είνε ό ποιων την ένότητα τής Εκκλη­
σίας, ό άνθρωπος οέ ποιεί την ένωσιν. Ή συνένωσις τής
Χριστιανωσύνης είνε το μέλλον έργον τής ’Εκκλησίας. <·<Ό
Π

Χριστός είνε ό ’Αρχηγός. Ή 'Εκκλησία είνε τό μυστικόν σώμα


Α.

τού Χριστοΰ. Οι χριστιανοί είνε ηνωμένοι έν Χριστώ έν λόγιο


μελών τοΰ μυστικοΰ αύτοΰ σώματος. Αυτή είνε ή ένότης, την
οποίαν ουοέν νά καταλύση θά ΐσχυεν. Είνε ή έν ένί μόνω Θεω
ένότης δι’ ένός βαπτίσματος· είνε ή ένότης τοΰ αύτοΰ οργα­
νισμού, τής αυτής διδασκαλίας, τής αυτής πείρας. Ή ένό­
της αύτη ύφίσταται ήδη παρά πάσας τάς χριστιανικάς δογμα-
τικάς αποχρώσεις καί τάς δυνάμεις τού άδου. Τό καθήκον ημών
είνε νά ύπερυψώσωμεν την ένότητα ταύτην, νά διακηρύξωμεν
καί νά διαφωτίσωμεν αύτήν;>:;. Το καθήκον ίτοΰτο πάντοτε ένε-

*) Ενσεβίον Ε. Ίστ. V, 24. Migue Ρ. Ο. XX, 504.


a) Έ. Ί. Migne Ρ. Q. LXVII, 1476.
3) The Manifestation of Unity. Gardiner, Maine, U. S. A., 1912, σ. 35.
336 Robert M. Gardiner

κολπώθη ή Άγγλικανική ’Εκκλησία καί ή Αμερικανική ’Επι­


σκοπική Εκκλησία, ήτις είνε μετά τής πρώτης συνδεοεμένη
διά δεσμών καταγωγής.
Δεν σκοποΰμεν ενταύθα νά ένδιατρίψωμεν επί των άττο-
πειρών τής Αμερικανικής Επισκοπικής Εκκλησίας προς έξεύ-
ρεσιν εδάφους συνεννοήσεως μετά των έν ’Ανατολή άγιων
’Ορθοδόξων Εκκλησιών, καί προς ανταλλαγήν μετ’ αυτών τοΰ
φιλήματος τής χριστιανικής άδελφωσύνης. ’Από τοΰ έτους 18G2
ειδική ’Επιτροπεία ώργανώθη ΰπό τής Γενικής Συνελεύσεως
(Convention Generale) τής ’Αμερικανικής ’Επισκοπικής Εκ­
κλησίας προς μελέτην τοΰ ευθέτου τής ένάρξεως σχέσεων μετά
των ορθοδόξων’Εκκλησιών1. ’Από τής έποχής εκείνης ή Αμε­
ρικανική Επισκοπική ’Εκκλησία ουδενός έφείσθη όπως έφιχθή
τοΰ άγιωτάτου σκοποΰ τής ένώσεως τών ’Εκκλησιών, διά πολυ­
αρίθμων δ’ εκδόσεων, διά τής Ινδελεχοΰς σπουδής τών κυρι-
ωτέρων σημείων τής διδασκαλίας τής ’Ορθοδοξίας, καί διά τών
έπισκέψεων τών Επισκόπων
.
ή τών αντιπροσώπων αυτής έν

ταΐς ορθοδόξοις χώραις είργάσθη εύσταθώς όπως πλησιάση
προς τάς Άνατολικάς ’Εκκλησίας. Καίέσχε τήν χαράν ν’ άκουση
σεβάσμιον Ιεράρχην τής Ελληνικής ’Εκκλησίας, τόν Πανιερ.
Π

Λυκοΰργον, ’Αρχιεπίσκοπον Σύρου καί Τήνου, δημοσία διακη-


ρύττοντα, δτι ή ’Εκκλησία τής ’Αγγλίας σχεδόν δεν ομοιάζει
Α.

προς τάς λοιπάς προτεσταντικάς ομολογίας. Είνε πραγματικώ:


Εκκλησία καθολική πολύ όμοιάζουσα προς τάς ’Ορθοδόξου:
Εκκλησίας καί έπιτρέπουσα τήν ελπίδα δτι ημέραν τινά
θά συντελεσθή ή ένωσις τής ’Ορθοδοξίας καί τοΰ Άγγλι-
κανισμοΰλ Ή ιστορία τών αποπειρών τούτων τής προσεγ-
γίσεως τοΰ Άγγλικανισμοΰ καί τής ’Ορθοδοξίας, καθ’ δσον
άφορα είς τήν ’Αμερικανικήν ’Επισκοπικήν ’Εκκλησίαν έγράφη

') Jlore, Eighteen Centuries of the Orthodox Greek Church. London,


1899, o. 673.
-) Church Reunion discussed on the basis of the Lambeth Propositions
of 1888 : New York, 1890 σ. 32.
Ή παγκόσμιος οονέλευσις too Χριστιανισμού 337

υπό τού Αοπουχήν1, προσφάτους δ’ ύπδ του Βλαδίμηρου Ινε-


ρένοχη·*. Τά ύπδ των δύο τούτων διάσημων ορθοδόξων συγγραφέων
συλλεγέντα γεγονότα καί μνημεία διαφωτίζουσι τέλεον τον
ζήλον, ον άνέπτυξεν ή ιεραρχία της ’Αμερικανικής Επισκο­
πικής Εκκλησίας κατ' άρχάς μέν προς άποκατάστασιν έγ-
καρδίων σχέσεων μετά τής ’Ορθοδόξου ελληνικής καί ρωσικής
ιεραρχίας, έπειτα δέ προς έπίτευξιν έσωτερικωτέρας συμφωνίας
έν τψ θεολογικψ καί θρησκευτικό) πεδίψ. Ή ’Αμερικανική
'Επισκοπική Εκκλησία μετέσχεν ενεργότατα πασών των πρω­
τοβουλιών τής Άγγλικανικής Εκκλησίας προς προσέγγισιν
προς την ’Ορθοδοξίαν, οίον τής άναπτύξεως τής «Association
for the promotion of the Unity of Christendom» ίδρυθείσης
τφ 1857, τών συζητήσεων τής «Lambeth Conference», ήτις
άπο τής Εδρυσεώς της τψ 1867 δεν έπαυσε να παρέχη ίσχυράν
ώθησιν εις τάς τάσεις προς συνένωσιν τοΰ χριστιανικού κόσμου,
τής δράσεως τής «Anglican and Eastern-Orthodox Churches
.
Union», ίδρυθείσης τψ 1906 προς ύπόθαλψιν τής αμοιβαίας

συμπάθειας, τής αγαθής συνεννοήσεως, τών φιλικών σχέσεων»
καί τών έρευνών προς έ'νωσιν τών ’Ορθοδόξων Εκκλησιών καί
Π

τής Άγγλικανικής.
Έν τή έγκυκλίψ έπιστολή τοΰ άγγλικανικοΰ Έπισκο-
Α.

πάτου, τή άπολυθείση μετά τήν έν Ααμβηθώ συγκροτηθείσαν


τφ 1888 Συνέλευσιν, έξεφράσθη ό πόθος τού νά καταστώσιν
ευσταθέστεροι οι δεσμοί φιλίας μεταξύ τού Άγγλικανισμοΰ καί
τής ’Ορθοδοξίας. «Αι άνατολικαί Έκκλησίαι—άναγινώσκομεν
έν αυτή—έκέρδησαν τάς συμπάθειας τής Χριστιανωσύνης, διότι
καθ’ όλους τούς μακρούς αιώνας τών διωγμών καί τών βασάνων
διετήρησαν έν τοίς πλείστοις τδ φώς τού Ευαγγελίου». Επ'
ίσης έν τή Συνελεύσει τού αυτού έτους ό Francis Parker

*) Les relations de l’Eglise Episcopale Americaine avec l’Orient Ortho-


doxe en vue de l’Union des Eglises (en russe), Petrograd, 1882.
s) L’Eglise Episcopale Americaine, son origine et son etat actuel, sur-
to«t an point de vne de sa confession de foi. Kazan, 1905.
u ΕηηΧ» Φάοος ,, τόμ.^ΙΔ’ τενχ. ο”-ο/Γ[ (*Ιονλιθζ·Σετιτεμβζ>ιος) 1915 22
338 Robert M. Gardiner

κατεδείκνυεν δτι ώς προς τάς μεταξύ του Άγγλικανισμοΰ καί


της ’Ορθοδοξίας σχέσεις ή Αμερικανική Επισκοπική Εκκλησία
τάς αύτάς ή καί πλείονας κατέβαλε προσπάθειας προς άνά-
πτυξιν αποτελεσματικής ένεργείας. «Ημείς οί ’Αμερικανοί —
ελεγεν—, έν ταϊς πρωτοβουλίαις ημών δεν κωλυόμεθα ύπό
οιωνδήποτε δεσμών μετά τής πολιτικής έξουσίας- δεν έχομεν
ανάγκην πράξεως τής Βουλής προς διόρθωσιν τού τυπικού της
πίστεως ή προς διαπραγμάτευσιν μετ’ άλλων ’Εκκλησιών. Λεν
είμεθα ήναγκασμένοι νά ύπογράψωμεν ορούς δυσαρέστους διά
τούς ’Ανατολικούς. Ούτε λαϊκοί ούτε κληρικοί εμποδίζονται νά
παράσχωσι τήν συναίνεσίν των είς τά «’Άρθρα τής πίστεως»,
Τά ήμέτερα άρθρα όλιγώτερον ύπόκεινται εις αντιρρήσεις των
Ανατολικών, διότι ώβελίσαμεν τδ άρθρον XXI, το όποιον άρ-
νεΐται ή περιορίζει τό κύρος τών Οικουμενικών Συνόδων». Καί
άνέφερεν έν τώ τέλει τού λόγου του τούς ούραίους λόγους
τούς οποίους τω 1872 εΐπεν ο Μητροπολίτης 'Αθηνών Θεό­
.
φιλος: «Ενότης καί "Ενωσις μετά τής 'Ορθοδόξου Εκκλησίας

δεν εινε συγχώνεύσις, δεν είνε άπάλειψις τών έθνικών δια­
φορών, τών υπό τού Θεού κατεσταμένων, δεν εινε δεσποτική
Π

καταπίεσις ουδέ τυραννική ίσοπέδωσις τών έθνικών χαρακτη­


ριστικών ή ιδιοτήτων, άλλ’ αρμονική καί αδελφική συνεπαφή
Α.

τών πνευμάτων, έκδηλουμένη δι’ ενός κοινού τής πίστεως


Συμβόλου καί διά θεμελιωδών τής πίστεως διδασκαλιών, δια-
τυπωθεισών δι' ημάς έν τοΐς άγίοις Ευαγγελίοις, τή 'Αποστο­
λή κή παραδόσει καί ταϊς Οίκουμενικαΐς Συνόδοις τής έτι αδιαι­
ρέτου ’Εκκλησίας. ’Εκείνοι, οίτινες έν δλη τή οικουμένη είνε
ηνωμένοι μετ’ άλλήλων διά τών δεσμών τούτων, άποτελούσι τήν
μόνην αγίαν Καθολικήν καί Άποστολικήν ’Εκκλησίαν.
Τό ζήτημα τής είρηνοποιήσεως τής Χριστιανοσύνης εγε-
νετο άντικείμενον ένδιαφερουσών συζητήσεων έν ταϊς Συνελεύσε-
σιν τής Ααμβηθοΰ τών ετών 1897, 1898 καί 1908, κατά τάς
οποίας έσημειώθη συνεχής πρόοδος έν ταϊς μεταξύ τής Όρθο*
') Church reunion. New York, 1890, σ. 386.
Ή παγκόσμιος συνέλευσις τοϋ Χριστιανισμού 339

δοξίας καί τοΰ Άγγλικανισμοΰ φιλικαΐς σχέσεσιν. 'Η «World


Missionary Conference» του Εδιμβούργου τψ 1910 έδωκε
περισσοτέραν ζωήν εις πρόβλημα τόσον περίπλοκον, όποιον ή
"Ενωσις των 'Εκκλησιών, καί παρεσκεύασε την οδόν προς εύ-
ρυτέραν πρωτοβουλίαν, τής οποίας ή τιμή ανήκει είς τήν Ά-
μερικανικήν ’Επισκοπικήν Εκκλησίαν1.
Έννοοΰμεν τήν παγκόσμιον Συνέλευσιν διά τήν έξέτασιν
ζητημάτων άφορώντων είς τήν πίστιν καί τήν διοίκησιν τής
’Εκκλησίας («The Word Conference for the concideration
of questions touching fait hand order»).
Κατά τήν γενικήν Συνέλευσιν τής ’Αμερικανικής ’Επι­
σκοπικής Εκκλησίας τήν γενομένην τή 10 ’Οκτωβρίου 1910 έν
Cincinnati, 6 αίδ. Dr William Τ. Manning προϊστάμενος τής
Εκκλησίας τής αγίας Τριάδος έν Νέα Τόρκη, προύτεινε τά εξής:
«’Επειδή υπάρχει σήμερον μεταξύ πάντων των Χριστιανι­
κών λαών μία αυξανομένη επιθυμία διά τήν έκπλήρωσιν τής τοΰ
.
Κυρίου ημών προσευχής ΐνα πάντες οι αυτού μαθηταί εν ώσιν,

ίνα ο κόσμος πιστεύση δτι ό Θεός άπέστειλεν Αυτόν.
«Άπεφασίσθη, τής Βουλής τών Επισκόπων συμφωνούσης,
Π

όπως διορισθή μία Μικτή ’Επιτροπή ίνα ένεργήση διά τήν σύγ-
κλησιν Συνεδρίου, έν ω νά συζητηθώσι ζητήματα άπτόμενα
Α.

τής Πίστεως καί τής Τάξεως, καί προσκληθώσιν άπασαι


αί καθ’ ολον τον κόσμον Χριστιανικαί κοινωνίαι, αί όποΐαι α­
ποδέχονται τον Κύριον ημών Ίησοΰν Χριστόν ως Θεόν καί Σω-
τήρα, νά ένωθώσι μεθ’ ήμών προς προπαρασκευήν καί διευθέ-
τησιν τοιούτου Συνεδρίου».
Ή πρότασις αύτη έψηφίσθη ομοφώνως. Ό ’Επίσκοπος τοΰ
Σικάγου Πανιερ. Charles Ρ. Anderson, ώνομάσθη πρόεδρος τής
’Επιτροπής. Γενναία προσφορά έξ 100.000 δολλαρίων παρέσχεν
ϊΕς τήν ’Επιτροπήν τά μέσα προς έγκαινισμόν τών έργασιών της.
’Ωφέλιμον είνε νά σημειωθή ευθύς έξ αρχής, δτι τό Συνέ-

’) Waxeman, An Introduction to the History of the Church.


340 Robert M. Gardiner

δριον τούτο, τό, ούτως είπεΐν, ούκουμενικόν, ού το σχέδιον συν-·


έλαβεν ή Γενική Συνέλευσις τής ’Αμερικανικής ’Επισκοπικής
Εκκλησίας, θέτει'τό ζήτημα τής Ένώσεως των ’Εκκλησιών έ­
πί δλως νέου εδάφους. Λέων δ ιγ' έξελάμβανε τήν Ένωσιν ώς
υπαγωγήν πασών των χριστιανικών Εκκλησιών ύπδ τήν Παπω-
ούνην και είχετο στερρώς τής αρχής τής όμοιομορφίας.Οί 'Αγ­
γλικανοί 'Επίσκοποι έν ταΐς έν Λαμβηθφ Συνελεύσεσι καθώρι-
ζον τδ «τετράπλευρον» πρόγραμμα ώς βάσιν τής Ένώσεως των
Εκκλησιών (τήν 'Αγ. Γραφήν, τα Σύμβολα, τά Μυστήρια, τό
ιστορικόν Έπισκοπάτον). Οΐ έν ’Αμερική πρεσβυτεριανοί πρού-
βαλλον ώς άναγκαΐον όρον τής Ένώσεως τον περιορισμόν πάσης
συζητήσεως άφορώσης εις τούς διαφόρους βαθμούς τής ιεραρχί­
ας. Ή World Conference έμπνέεται υπό πνεύματος εύρυτέρου.
Τό ιδεώδες αυτής δεν περιορίζεται εις στείρας θεολογικάς δια-
μάχας. Σκοπός αυτής εΐνε να προσκαλέση τά μέλη τών διαγο­
ρών Εκκλησιών καί τών χριστιανικών ομολογιών να έξετάσωσι
.
καί συζητήσωσιν όμοϋ τά ζητήματα, τά θίγοντα τήν πίστιν καί τό

σύνταγμα τής Εκκλησίας, υπό τον μόνον ορον τής αποδοχής
τής πίστεως εις τήν θεότητα τοΰ Ίησοϋ Χριστού. Τούτο δεν
σημαίνει δτι ή ’Αμερικανική Επισκοπική Εκκλησία, ή σχοΰ-
Π

σα τήν πρωτοβουλίαν τής Παγκοσμίου Συνελεύσεως, αποκλείει


Α.

τάς λοιπάς άληθείας, τάς περιεχομένας έν τφ θησαυρψ τής χρι­


στιανικής Άποκαλύψεως, ή δτι οίαδήποτε Εκκλησία δφείλει
νά ύφίσταται έν ταΐς πεποιθήσεσί της τήν έπήρειαν τού έργου
τού Συνεδρίου. ΤΙ Επιτροπή τής Παγκοσμίου Συνελεύσεως επι­
θυμεί δπως οί αντιπρόσωποι τών διαφόρων χριστιανικών οργανι­
σμών ένωθώσι προς μελέτην τών άποχωριζόντων αυτούς σημείων,
έπί τή έλπίδι δτι θά καταντήσωσιν είς καλλιτέραν συνεννόησιν
ώς πρός τάς έν ταΐς διδασκαλίαις διαφοράς, θά αύξήσωσι τον
πόθον τής ένώσεως καί θά παρακινήσωσι τάς χριστιανίκάς Εκ­
κλησίας νά ένστερνισθώσι τό έργον τής είρηνοποιήσεως.
Ή εύρύτης άκριβώς αύτη τής άντιλήψεως τού ζητήματος
παρέχει ήμΐν τήν έλπίδα έπί τήν έπιτυχίαν τής Παγκοσμίου
'Η παγκόσμιος συνέλευσις τοΰ Χριστιανισμοΰ 311

Συνελεύσεως. Ούδείς αποκλείεται απ’ αυτής όπως κλίνη τδ γόνυ


παρά τους πόδας τοΰ Ίησοΰ Χρίστου, Γιου τοΰ Θεοΰ, ένσαρκω-
Θεντος έν τοίς σπλάγχνοις τής Μαρίας. Τα μέλη των διαφόρων
Εκκλησιών καί χριστιανικών ομολογιών δεν ΰποχρεοΰνται να θυ-
σιάσωσιν ουδέ τδ έλάχιστον Ιώτα τών θρησκευτικών καί δογμα­
τικών αυτών πεποιθήσεων. Οι άντιπρόσωποι τής Παπωσύνης,οί ιε-
ράρχαι τής ’Ορθοδόξου Εκκλησίας, οί ’Αγγλικανοί ’Επίσκοποι,
οί Πάστορες τών προτεσταντικών Εκκλησιών, δύνανται να με-
τάσχωσι τής Συνελεύσεως άνευ παρεξηγήσεων. Αί πρδς συνένω-
σιν τής Χριστιανωσύνης έν ταΐς διαφόροις χριστιανικαίς Έκκλη-
,σίαις κατεσταμέναι Έπιτροπαί προσκαλούνται να συνεργασθώσιν
.εις την διοργάνωσιν καί διεύθυνσιν τών έργασιών τής Συνελεύσε­
ις. Ή ’Αμερικανική Επισκοπική ’Εκκλησία δεν ιδιοποιείται
υπέρ εαυτής την τιμήν έπικρατεστέρας τινδς θέσεως έν τή μελ-
λούση ταύτη πασών τών χριστιανικών ’Εκκλησιών Συνελεύσει.
■Ούτε άξιοι την άνωτάτην αΰτής διεύθυνσιν. Έάν ή πρωτοβου­
.
λία αυτής έπιτύχη, ή ειδική αυτής ’Επιτροπή θά συγχωνευθή

μετά τών ’Επιτροπών τών άλλων ’Εκκλησιών καί ομολογιών
εις μίαν καί μόνην Κεντρικήν Επιτροπήν.
ΙΙρδς μείζονα κατανόησιν τοΰ πνεύματος τής πρωτοβου­
Π

λίας τής Αμερικανικής Επισκοπικής Εκκλησίας, δέον νά ά-


Α.

νασέρωμεν αποσπάσματα τινα τής Έκθέσεως τής ύποβληθείσης


εϊς τδ Μικτδν Συμβούλιον (House of Clerical and Lay De­
puties) ύπδ τοΰ Δρ°« Manning τή 19 ’Οκτωβρίου 1910: «Φρο-
νοΰμεν οτι έπέστη ήδη ο καιρός, καθ’ ον αντιπρόσωποι πάσης
τής οικογένειας τοΰ Χριστού, οδηγούμενοι ύπδ τοΰ 'Αγίου Πνεύ­
ματος, θά θελήσωσι νά συνέλθωσιν έπί τδ αύτδ πρδς σύσκεψιν
έπί τών ζητημάτων τής ΙΙίστεως καί τής Τάξεως. Φρονοΰμεν
προσέτι, δτι πάσαι αι Χριστιανικαί κοινωνίαι είνε σύμφωνοι
μεθ’ ημών έν τή έπιθυμία νά άφήσωμεν κατά μέρος την ίσχυ-
ρογνωμοσύνην, καί νά ένδυθώμεν τδν νοΰν, ό όποιος εινε έν Χρι-
<οτφ Ίησοΰ τψ Κυρίψ ήμών. Έπιθυμοΰμεν νά ύπακούσωμεν εις
^ήν άπαίτησιν ταύτην τοΰ Πνεύματος τοΰ θεοΰ έν πάση τα—
342 Robert M. Gardiner

πεινοφροσύνη καί μεθ’ απλότητας σκοποϋ. Έπιθυμοΰμεν νά θέ-


σωμεν ημάς αυτούς παραπλεύρως των αδελφών ημών Χριστια­
νών, μή μόνον τά ήμέτερα σκοποΰντες, άλλα καί τά ετέρων,
πεπεισμένα δτι ή μόνη έλπίς ημών περί αμοιβαίας συνεννοή-
σεως κεΐται εις το νά συσκεπτώμεθα προσωπικώς έν πνεύματι
αγάπης καί μακροθυμίας. ’Έχομεν πεποίθησιν δτι τοιοΰτο
Συνέδριον προς τον σκοπόν μελέτης καί συζητήσεως, άνευ τής
δυνάμεως του νομοθετεΐν ή τοϋ ψηφίζειν Αποφάσεις, εΐνε το
άμεσον βήμα προς την ενότητα.
Μετά λύπης διά την έν τώ παρελθόντι άδιαφορίαν ημών
καί διά τά άλλα σφάλματα υπερηφάνειας καί οίήσεως, τά ό­
ποια άγουσιν εις σχίσμα, μετ’ άφοσιώσεως εις την Αλήθειαν»
ώς όρώμεν αυτήν, καί μετά σεβασμού προς τάς πεποιθήσεις
έκείνων, οι όποιοι διαφωνοΰσι προς ημάς, φρονοΰντες δτι πρέ­
πει νά εΰρωμεν τάς άπαρχάς τής ένότητος έν τή διαυγεΐ έ·<-
θέσει καί τή πλήρει εξετάσει τών πραγμάτων έν τοϊς όποιοι:
.
εί'μεθα ομόθυμοι, εύσεβάστως ύποβάλλομεν την έπομένην άπό-

φασιν (ίδε Ανωτέρω σ. 339).
Έάν πάντες οι άνά την οικουμένην χριστιανοί ήνοΰντο εις
Π

ομάδας μικράς, έπεδίδοντο εις θερμάς προσευχάς, ειλικρινής


προσεπάθουν νά συνεννοηθώσι καί νά βοηθώσιν Αλλήλου: ό­
Α.

πως άποκτήσωσι την πλήρη Αλήθειαν, μικρόν κατά μικρόν αί


προκαταλήψεις θά έξηφανίζοντο, ή αγάπη θά Απέκλειε τάς
έχθροπαθείάς, ό πόθος τής ένώσεως θά περιώριζε τά κωλύμα­
τα χωρίς παντάπασι νά προσέβαλλε την Αλήθειαν. Ή ένωσις
τών 'Εκκλησιών δεν θά ήτο δυνατόν νά γείνη έργον Κομιτά­
των, έπιστημόνων τινών ή ύποτιθεμένων Αγίων. Διά νά ήνε
πραγματική, δέον νά έκφράζη δσον τό δυνατόν γενικώτερον
τον πόθον τών μελών τού ενιαίου σώματος τοϋ ενιαίου Σωτήρος.
"Οπως δ’ έπιτευχθή ούτος, οφείλομεν νά ύψωθώμεν ύπέρ τά καπνό-
δη νέφη, τά έκ τών διαμαχών τών διαφόρων μερίδων παρα-
χθέντα καί έπί μακρόν έπισκοτίσαντα τό φώς τού Λόγου τοϋ
θεού. Ή ιδέα τής ένώσεως πρέπει νά καταστή προσφιλής εΐζ-
Ή παγκόσμιος συνέλευσις του Χριστιανισμού 343

τα; χριστιανικάς ψυχάς : ό λαός πρέπει νά αίσθανθή προς αυτήν


ενδιαφέρον' δέον νά αύξάνηται ο αριθμός των ποθούντων τήν
έ'νωσιν και θερμώς υπέρ τής πραγματώσεως αύτής προσευχόμενων.
'Ό,τι ανωτέρω έλέχθη διαφωτίζει πλήρως τούς σκοπούς
καί τά σχέδια τής Παγκοσμίου Συνελεύσεως. Είνε έκκλησις
άπευθυνομένν] προς πάντας τούς Χριστιανούς, προσκαλοΰσα αυ­
τούς είς κρείττονα άμοιβαίαν γνωριμίαν, εις συνεργασίαν δι’
εργον κοινόν, εις συμμαρτυρίαν τής πίστεώς των, εις άποκατά-
στασιν μεταξύ αυτών σχέσεων εγκαρδίων, εις παραβολήν τών
ενιαχού διαφερουσών διδασκαλιών των, εις έξέτασιν τού δι-
νατοϋ τού συμβιβασμού των, εις τήν κοινή χαράν επί ταΐς κοι-
ναΐς θρησκευτικαΐς πεποιθήσεσιν, είς τήν γεγονυία τή φωνή
διακήρυξιν ότι ό στρατός τού Χριστού πρέπει νά ήνε είς, δτι
οί στρατιώται Αυτού δεν πρέπει νά μάχωνται κατ’ άλλήλων,
οτι το πνεύμα τού Χριστού πρέπει νά ήνε πνεύμα ειρήνης καί
ενώσεως. 'Η ΙΙαγκόσμις Συνέλευσις δεν προβάλλει αξιώσεις δπως
νομοθέτηση μετά κύρους Συνόδων, καί
. δπως λύσή διαφοράς

θεολογικάς ή έπιβάλή δογματικούς ορούς. Είνε έργον προσευ­
χών καί χριστιανικής αδελφότητος, έν ω προς το παρόν είνε
δευτερεΰον τό ζήτημα τής διδασκαλίας. Υπολαμβάνει δυνατήν
Π

τήν φιλίαν, τήν κοινότητα τών προσευχών, τον άγιον ένθουσια-


Α.

σμον υπέρ τής ενώσεως έν ταϊς ψυχαΐς, αί όποΐαι ζητούσι καί


εύρίσκουσι τό φώς τής διανοίας των, τήν θεραπείαν τής ψυχής
των, έν’Ιησού Χριστώ, τω Σωτήρι ήμών. Έάν δλοι ήμεΐς ή-
μεθα υπερήφανοι έπί τφ δτι λατρεύομεν τήν θεότητα τού ’Ιη­
σού Χριστού, διατί δέν θά ήδυνάμεθα νά λησμονήσωμεν προς
στιγμήν τάς διαιρέσεις ήμών διατί δέν θά ήδυνάμεθα νά δια-
λεχθώμεν ως αδελφοί καί νά ένώσωμεν όμού τούς προς τον
λωτήρα ήμών αίνους μας" διατί δέν θά ήδυνάμεθα νά ρίψωμεν
ζωηρότερον φώς έπί τού θησαυρού τών χριστιανικών αληθειών,
παραβάλλοντες αύτάς, διαφωτίζσντες αύτάς από διαφόρων έπό-
ψεων, ούχί έπί σκοπψ προσηλυτιστική), αλλά μετά τής έπιθυ-
μίας δπως ή άλήθεια διαλάμψή έν δλή αυτής τή λάμψει. Ή
344 Robert M. Gardiner

Παγκόσμιος Συνέλευσις δεν είνε δικαστήριον, άνώτατον κριτή-


ριον έκσφενδονίζον αναθέματα και συντρίβον τους αιρετικούς·
εΐνε κοινωνία Χριστιανών ταπεινών, νομιμοφρόνων, άξιαγάστων,
δεχόμενων ως έμβλημα καί αρχήν τούς λόγους τοϋ Moehler: «Ή
αμοιβαία ομολογία τών λαθών μας πρέπει να προηγηθή τής
εορτής τής τελικής συνδιαλλαγής». Πιστεύουσιν είς το δυνατόν
τής συνδιαλλαγής καί προσπαθοΰσι να έπιτύχωσιν αυτής διά
τής προσευχής, τής μελέτης, τής αγάπης, τής φιλίας καί τής
κοινότητος τών πόθων».
«Ή Παγκόσμιος Συνέλευσις—γράφει ό Δρ Newman
Smyth—, αυνέλαβε νέαν μέθοδον διά να προχωρήση έν βήμα
προς την πραγμάτωσιν σκοπού, ό όποιος μέχρι τοϋ νυν έθεω-
ρεΐτο ανέφικτος, καί δστις είνε ή Ένότης τής Εκκλησίας. Δεν
είνε νέα μέθοδος, άλλ' ή άξία τής Συνελεύσεως έγκειται έν τή
τελεία έφαρμογή της. Ή έλπίς απτών αποτελεσμάτων δέον νά
έπακολουθήση την αποδοχήν τής μεθόδου ταύτης. Ή μέθοδος
αυτή,
.
συντόμως είπεΐν, συνίσταται είς τήν πρακτικήν έκτίμη-

σιν παντός έν ταΐς διαφόροις Χριστιανικαΐς Έκκλησίαις ευρισκο­
μένου άγαθου. Εΐνε μία προσπάθεια τιμία καί νόμιμος προς
διάγνωσιν τής ακριβούς αξίας παντός δ,τι έκτιμητον έν τή πί-
Π

στει τών χριστιανικών Εκκλησιών, έν τοΐς ίδρύμασι καί τώ όρ-


Α.

γανισμώ των, προς συνδυασμόν πάντων τούτων τών στοιχείων


είς ένα κοινόν θησαυρόν, καί προς έναπόθεσιν τών κειμηλίων
τών διαφόρων χριστιανικών ομολογιών έν τή μόνη καί άληθεΐ
καθολική Εκκλησία. ’Άλλαις λέξεσιν, ή Παγκ. Συνέλευσις είνε
ό έκφραστής τού πόθου τής άπαρνήσεως τής παλαιας οδού, τής
παλαιας μεθόδου τών θεολογικών έρίδων, αΐτινες άγουσιν είς
τήν διαίρεσιν είνε ό έκφραστής τής άνοικοδομήσεως τής ένότητος
τής ’Εκκλησίας διά λίθων έκ παντοειδών λατομείων. Δεν είνε
άπόπειρα ίσοπεδώσεως πασών τών διαφορών εις νεκράν ομοιο­
μορφίαν δεν εΐνε ματαία προσπάθεια τών θελόντων νά ρίψωσι
γέφυραν έκ λέξεων έπί τών έν τή άνθρωπίνη φύσει βαθέως
έρριζωμένων διαφορών, ή τών άρνουμένων τήν άμεσον
Ή παγκόσμιος αυνέλευαις τοο Χριστιανισμού 345

προς άλλήλας άντίθεσιν αρχών τινών. Το ιδεώδες τής Παγ­


κοσμίου Συνελεύσεως δεν άποτελεΐ στεΐραν προσπάθειαν προς
έξάτμισιν τών θρησκευτικών πεποιθήσεων τών διαφόρων χρι­
στιανικών Εκκλησιών μεχρις ου έπιτευχθή εν Σύμβολον
minimum.
Τδ ιδεώδες αυτής εϊνε, άπ’ εναντίας, ή έπιτυχία τοΰ ma­
ximum τής ζωής καί τής δυνάμεως»1.
Μετά τούτων τών πόθων ή Παγκόσμιος Συνέλευσις ένε-
καίνισε τήν δράσιν αύτής, τά δέ διαβήματα της δεν άπέβησαν
άγονα. Τά μέλη τής ’Επιτροπής, τής συσταθείσης ύπδ τής
γενικής Συνελεύσεως τής ’Αμερικανικής Επισκοπικής 'Εκκλη­
σίας, εσχον συνεντεύξεις μετά τοΰ Πανιερ. Πλάτωνος, ’Αρχι­
επισκόπου τής 'Ορθοδόξου Ρωσικής ’Εκκλησίας έν ταΐς Ήνω-
μέναις Πολιτείαις, καίμετά τών Καρδιναλίων Gibbons καί
Farley. Οι δύο Καρδινάλιοι έδήλωσαν, δτι ή έπίτομος έκθε-
σις τών θρησκευτικών θέσεων τών διαφόρων χριστιανικών 'Εκ­
κλησιών θ’ άπεδείκνυεν άναμφιβόλως
. δτι εΐνε πλησιέστεραι

προς άλλήλας παρ’ δσον νομίζεται, καί οτι αγαθά αποτελέ­
σματα άναντιρρήτως θά προκύψωσιν έκ τοΰ πνεύματος, τδ
όποιον εμπνέει τήν Συνέλευσιν. Ό δέ Πανιερ. Πλάτων έπε-
Π

κρότησεν επ' ίσης τδ σχέδιον τής Συνελεύσεως καί ύπεσχέθη


Α.

νά έπιστήση έπ’ αυτήν τήν προσοχήν τής ’Ορθοδόξου Ρωσι­


κής 'Εκκλησίας.
Έν συγκεντρώσει τινί, γενομένη έν Νέα Ύόρκη τφ 1913,
ό πρωτοπρ. ’Αλέξανδρος Χοτοβίτσκη, ιερεύς τής ορθοδόξου
Ρωσικής Εκκλησίας, έξέφραζε τάς ζωηράς αύτοΰ συμπάθειας
διά τήν Παγκόσμιον Συνέλευσιν, καί έδήλου δτι οι Ρώσοι
δρθόδοξοι δεν δύνανται νά μή τρέφωσιν αισθήματα χαράς καί
θαυμασμού διά τήν εύγενή πρωτοβουλίαν τής ’Αμερικανικής
’Επισκοπικής Εκκλησίας.
Τά αυτά αισθήματα έξέφρασαν καί διάφοροι ιερείς τής
■ δρθοδόξου Ελληνικής 'Εκκλησίας.
’) The Unity of the Churches: The Yale Review, April, 1915 σ. 165.
346 Robert M. Gardiner

To πρώτον ενδιαφέρον αποτέλεσμα τής Παγκοσμίου Συν-


ελεύσεως ήτο ή ύπδ πεντήκοντα χριστιανικών ομολογιών απο­
δοχή τοΰ προγράμματος αυτής καί ή έν τψ πνεύματι αυτού
έργασία των. Ειδική έπιτροπή άπεστάλη τώ 1913 εις ’Αγ­
γλίαν διά να ζητήση τήν συνεργασίαν καί τήν ύποστήριξιν
τής Άγγλικανικής Εκκλησίας καί άλλων χριστιανικών ομο­
λογιών άγγλικανικών. Ό απολογισμός τής εγκαρδίου υποδο­
χής, ής ετυχεν έκεΐ ή έπιτροπή, καί αί μετά τών έγκριτωτε-
ρων μελών τής χριστιανικής έν ’Αγγλία κινήσεως κοινολογίαι
έδημοσιεύθησαν τψ 1914.
Κατά Σεπτέμβριον τοϋ 1914 ειδική αποστολή έμελλε
νά μεταβή εις Ευρώπην προς έπίσκεψιν τών διαφόρων χρι­
στιανικών Εκκλησιών καί νά συνεννοηθή μετ’ αυτών περί τοΰ
τίνα είνε τά καλλίτερα μέσα, δι’ ών θά έπιτευχθή ο θρίαμβος
κοινού ίδεώδους. Ήλπίζετο δ’ έγκάρδιος υποδοχή προ πάντων
έν Έλλάδι καί έν Ρωσία. Άλλ’ ό έπί τής Ευρώπης έξαπο-
λυθείς πόλεμος άνέβαλε
.
τήν πραγματοποίησιν τοΰ ευσεβούς

τούτου ταξειδίου. Τά πάντα, έν τούτοις, είνε έτοιμα προς τούτο
άμ’ ως, τής ειρήνης άποκαθισταμένης, οι έν Ευρώπη Χριστιανοί
Π

αίσθανθώσι τήν άνάγκην νά έπανέλθωσιν είς τον Χριστόν, καί


νά εΰρωσιν έν αότφ τήν ένότητα ταύτην, τδ πνεύμα τής αλ­
Α.

ληλεγγύης, τό όποιον πολιτικά μίση καί ό έμπορισμός κατέ­


στρεψαν.
Ή Παγκόσμιος Συνέλευσις έδημοσίευσεν έπ’ ίσης αγγλι­
στί σειράν φυλλαδίων καί έκθέσεων, αίτινες παρέχουσι πολυ­
τίμους πληροφορίας έπί τής άναπτύξεως τοϋ έργου της, συγ­
χρόνως δέ σαφηνίζουσι τήν γνώσιν τής ένότητος τής ’Εκκλη­
σίας καί τήν άνάγκην τής ένώσεωςι. "Εν τών φυλλαδίων
τούτων, περιέχον έκκλησιν προς πάσας τάς χριστιανικάς ’Εκ­
κλησίας, έδημοσιεύθη είς πολλάς γλώσσας, συμπεριλαμβανο-

ι) Τάς ειδήσεις ταϋτας δΰναται δ βουλόμενος νά προμηθευθή απευθυνόμενος


πρός ιόν Robert Η. Gardiner, Secretaire, Post-office Box 1153, Gardiner,
Maine, U. S. A.
Ή παγκόσμιος συνέλευσις του Χριστιανισμοί) 347

μένης καί της Ελληνικής καί τής Ρωσικής. 'Η φιλολογία


αυτή διακρίνεται επί τή πλήρει έξ αυτής απουσία πάσης πολε­
μικής καί επί τώ πρακτική) αυτής χαρακτήρι.
Καί εύρεν αΰτη ήδη άπήχησιν έν ολορ τώ κόσμψ. Έγέν-
νησε πολλάς συμπάθειας, αί δέ συμπάθειαι αύται θά αύξηθώσιν.
'Γπεκίνησε καί αντιρρήσεις, άλλ’ αύται δεν είνε αντιρρήσεις
έχθρών, έπιθυμούντων τήν διαιώνισιν των μεταξύ αδελφών
διαφωνιών. "Ινα πεισθή τις περί τούτου, αρκεί ν’ άναγνώση τό
ενδιαφέρον φυλλάδιον, τδ οποίον έδημοσίευσε πρδ μικρού δ
’Αρχιεπίσκοπος Χαρκόβου Αντώνιος επί τής εαυτού ’Αλλη­
λογραφίας πρδς τα μέλη τής ’Αμερικανικής Επισκοπικής
’Εκκλησίας» (Χάρκοβον 1915). Φυλλάδια, οίον τδ τού Πανιερ·
Ρώσου ’Επισκόπου, διαφωτίζουσι τάς ιδέας, καθορίζουσι τάς
θέσεις τής θρησκ. διδασκαλίας τών διαφόρων Εκκλησιών, καί
αντί έχθροπαθών φιλονεικιών είσάγουσιν έγκαρδίους συζητήσεις
έπί τών διαφόρων σκοπών καί έκδοχών τής ένώσεως παρά δια-
φόροις χριστιανικαίς Έκκλησίαις.
.

Ή Επιτροπή τής Παγκοσμίου Συνελεύσεως ελπίζει νά
δημοσίευση έντδς ολίγου* έκλογήν προσευχών σχετιζομένων
Π

πρδς τήν ενωσιν τής Εκκλησίας, προσευχών έπιμελώς συλλε-


γεισών έκ τών συγγραμμάτων τών Πατέρων, έκ τών λειτουρ­
Α.

γιών, καί ιδίως, έκ τής λειτουργίας τής Ελληνικής Εκκλη­


σίας, καί έκ τών έργων τών άγαπησάντων τδν θρίαμβον τού
ένοτικοΰ ιδεώδους τού Σωτήρος. Αί προσευχαί αύται θά κατα-
δείξωσι τήν υπερφυσικήν όψιν τού έργου τής Παγκοσμίου Συν—
ελεύσεως, καί άπαγγελλόμεναι κοινή έν ταΐς ύπ’ αυτής όργα-
νωθείσαις έπιτροπείαις, θά άποκαταστήσωσιν ίσχυρδν πνευματι­
κόν δεσμδν μεταξύ τών μελών τών κεχωρισμένων ’Εκκλησιών·
Ό οργανισμός τής Παγκοσμίου Συνελεύσεως έτι άπαξ
έπί πλέον μαρτυρεί, δτι ό Χριστιανισμός κατέχει, καί ουδέποτε
θά παύση κατέχων, άπεράντους θησαυρούς ζωτικών ένεργειών.

*) [Σημ. Μεταφραστοΰ. ΑΙ προσευχαί αύται έξεϊόθησαν ήδη].


348 Robert M. Gardiner

Αί 'κοινωνικά! μεταλλαγαί, ή γένεσις νέων οριζόντων, αί επι­


στημονικά! πρόοδοι, ή πτώσις παλαιών κοινωνικών ιδρυμάτων,
δεν θά ήδύναντο να έξασθενίσωσι την ζωτικότητα αύτοΰ. Ε!
•κα! αί εσωτερικά! αύτοΰ [διαιρέσεις δεν έπέτρεψαν αυτφ νά
-άναπτύξη δράσιν άποτελεσματικωτέραν προς συγκράτησιν κα!
,παγίωσιν της ειρήνης έν Ευρώπη, ούχ ήττον, δταν καταπαύση
ή θύελλα του πολέμου, κα! 6 ούρανδς καταστή αίθριος, θά
πραγμάτωση έν τη άνακαινισθείση κοινωνία τδ άνθρωπιστικόν
•κα! ένωτικδν τοΰ Χρίστου ιδεώδες.
Κα! διά το έργον τοΰτο ή Παγκόσμιος Συνέλευσις έκζητεϊ
•την ύποστήριξιν τής ένδοξου δρθοδόξου Ελληνικής Χριστιανω-
σύνης, Εκκλησίας, ήτις έπ! τών ακλόνητων θεμελίων τής
Χριστιανικής Άποκαλύψεως φκοδόμησε τδ στερεδν οικοδόμημα
τής χριστιανικής δογματικής. Την πολιτικήν άναγέννησιν τής
Ελληνικής φυλής, έπ! 30 αιώνας διατελεσάσης μεγάλης φω­
ταγωγού τοΰ ανθρωπίνου γένους, θά έπακολουθήση συγχρόνως
Ύ] άναγέννησις τής Ελληνικής
.
Εκκλησίας, ήτις, άπελευθερω-

■θεΐσα άπδ μακραίωνος σκληροΰ ζυγοΰ, ετοιμάζεται έκ νέου νά
άσκηση την έκπολιτιστικήν αποστολήν τοΰ Βυζαντίου έπ! τών
Π

ποικιλωτάτων λαών. Έχομεν πλήρη τήν πεποίθησιν, ως ο


καθηγ. ’Ιωάννης Σοκολώφ ευφραδώς άπέδειξεν έν προσφάτω
Α.

άρθρω, δτι τδ Βυζάντιον, ή Ακρόπολις τής 'Ορθοδοξίας, θά


•κληθή έκ νέου νά διαδραματίση μέγα πρόσωπον έν τή ιστορία
τής Χριστιανοσύνης, κα! δτι ο Έλληνικδς Χριστιανισμός θά
ΐδη κα! πάλιν τήν αύγ'ήν ήμερών δόξησ. Διά τοΰτο άκριρώς
ζητοΰμεν τήν έθνικήν ύποστήριξιν ’Εκκλησίας, ήτις έπραγμα-
-τοποίησε κατά τούς ευτυχείς τοΰ ήνωμένου Χριστιανισμού
<χίώνας τάς τελειοτέρας Παγκοσμίους Συνέλευσεις: τάς Οίκου-
..μενικάς Συνόδους.
Οίμοι! Ή Παγκόσμιος Συνέλευσις, τήν οποίαν διενοήθη
νά πραγματοποιήση ή ’Αμερικανική ’Επισκοπική ’Εκκλησία,
σπέρματά τινα μόνον έ'χει οίκουμενικότητος. Είνε άκόμη ό
«κόκκος συνάπεως» τοΰ Εύαγγελίου. Άλλ' εινε έπιδεκτική
Ή παγκόσμιος σονέλεοισς τοο Χριστιανισμού 349

πλούσιας αυξήσεως, έάν δ «κόκκος» ούτος έμβαπτίζηται έν τοΐς


ίίξασι τής προσευχής και καλλιεργήται υπό σοφών κηπουρών.
Ιναί έλπίζομεν, δτι αί Έκκλησίαι, αί καλλίτερον τηρήσασαι
τον θησαυρόν τής άρχαίας χριστιανικής παραδόσεως, αί κατα-
πλουτίαασαι τον ουρανόν δι’ αγίων και την γήν διά διδασκά­
λων τής θεωρητικής έπιστήμης καί τοΰ έν Χριστώ πρακτι­
κού βίου, θά έπιδαψαλεύσωσι τάς μέριμνας αυτών εις τον έν τή>
χριστιανική) κόσμο) σπαρέντα κόκκον τούτον. Ό Θεός εΐνε μέ-
γας καί θά ηύδόκει νά έπιτρέψη δπως ημέραν τινά, τά μέλη
τών διαφόρων χριστιανικών ομολογιών ηνωμένα έν τώ αυτή)
Εδεώδει τής Παγκοσμίου Συνελεύσεως, υπό τούς θόλους τής
'Αγίας Σοφίας κεκαθαρμένης έκ τών ρύπων αυτής, έν ταΐς
άθανάτοις μελωδίαις τής ελληνικής λειτουργίας ψάλωσι τόν
ύμνον τής ειρήνης καί τής Χριστιανικής συνδιαλλαγής.
.

Π
Α.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΝΑ ΣΗΜΕΙΏΜΑΤΑ
ΥΠΟ

ΑΡΧΙΜ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ Α. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ


Καθηγητοΰ τοϋ Πανεπιστημίου

ΚΔ'
Χρονολογία των κατά τούς τελευταίους αιώνας
Πατριάρχων Αλεξάνδρειάς.

’Ιωακείμ δ Πάνυ
6 Αύγουστου 1487 —17 Σεπτεμβρίου 1567
Σίλβεατρος
12 ’Απριλίου 1569—’Ιούλιος 1590
Μελέτιος Πηγας
5 Αύγουστου 1590—13 Σεπτεμβρίου 1601
Κύριλλος Λ ούκαρις
Σεπτέμβριος 1601—4 Νοεμβρίου 1621
Γεράσιμος α'. Σπαρταλιώτης
30 Νοεμβρίου 1621—30 Ιουλίου 1636
Μητροφάνης Κριτόπουλος
.
Σεπτέμβριος 1636 —’Απρίλιος 1639

Νικηφόρος
16 Μα'ί'ου 1639—’Απρίλιος 1645
Ίωαννίκιος
Π

9 ’Ιουνίου 1645—15 Σεπτεμβρίου 1657


Παίσιος
Α.

16 ’Οκτωβρίου 1657—’Οκτώβριος 1678


Παρ&ένιος α'.
26 ’Οκτωβρίου 1678—30 Ιουνίου 1688
Γεράσιμος β’.
’Αλεξανδρινά σημειώματα 351

25 ’Ιουλίου 1688—20 ’Ιανουάριου 1710


Σαμουήλ Καπασούλης
22 ’Ιανουάριου 1710—Σεπτέμβριος 1723
Κοσμάς β'. Βυζάντιος
12 Σεπτεμβρίου 1723—28 Νοεμβρίου 173G
Κοσμάς γ\ Καλοκάγαθος
1737 — 3 ’Ιουνίου 1746
Ματθαίος Ψάλτης
3 Σεπτεμβρίου 1746—9 ’Ιουλίου 1766
Κυπριανός
9 ’Ιουλίου 1766—20 ’Ιουνίου 1783
Γεράσιμος γ . Γημάρης ή Κακλικάς
20 ’Ιουνίου 1783 — 6 Αύγουστου 1788
Παρθένιος β’. Παγκώατας
13 Σεπτεμβρίου 1788—9 Σεπτεμβρίου 1805
Θεόφιλος β'. Παγκώατας
9 Νοεμβρίου 1805 —14 ’Οκτωβρίου 1825
'Ιερόθεος α'.
14 ’Οκτωβρίου 1825—1 Σεπτεμβρίου 1845
.

’.Αρτέμιος
27 Σεπτεμβρίου 1845—30 Ίανουαρίου 1847
'Ιερόθεος β'.
20 ’Απριλίου 1347—’Ιανουάριος 1858
Π

Καλλίνικος
26 Ίανουαρίου 1858—24 Μαίου 1861
Α.

Ιάκωβος
25 Μαίου 1861—31 Δεκεμβρίου 1865
Νικάνωρ
14 Ίανουαρίου 1866—Μάρτιος 1860
Σωφρόνιος
16 Φεβρουάριου 1870—22 Αύγουστου 1899
Φώτιος
10 Ίανουαρίου 1900 —
ΜΕΛΕΤΑΙ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΝΗΣΟΓ ΣΓΜΗΣ
ΥΠΟ

ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΤΣ ΧΑΒΙΑΡΑ

Δ'.
Ή Σύμη έν τή έκκληαιαατική διοικήσει
και ή Ροδίων Μητρόπολις τής έπαρχίας των νήσων.

§ I-
Ή νήσος Ρόδος, τήν σπουδαιοτάτην καθόλου κατέχουσα θέσιν'
μεταξύ ιών νήσων τοϋ Αιγαίου καί εν έπικαιρωτάτω αημείω κει»
μένη γεωγραφικώς, εύλόγως άπ’ αυτών τών πρώτων αιώνων τοΰ
Χριστιανισμού, συμφώνως καί παραλλήλως τή πολιτική διοικήσει,
εγένετο καί έκκλησιαατικώς Μητρόπολις τής επαρχίας τών νήσων.
Ό Άρχιερεύς τής Ρόδου ΰπέγραφεν:
« ή- (ό δείνα) ’Επίσκοπος τής Ροδίων Μητροπόλεως τής επαρ­
χίας τών νήσων».
Είχε δε τον τίτλον καί τήν φήμην:
« 'Υπερτίμου καί Έξάρχου πασών τών Κυκλάδων νήσων καί
παντός Αιγαίου πέλαγους».
.
Καί γράφεται μεν ό Ρόδου Μητροπολίτης εις πατριαρχικά σιγίλ-

λια καί πατριαρχικός επιστολάς τών τελευταίων αιώνων μόνον «ύπέρ-
τιμος καί Έξαρχος πασών τών Κυκλάδων νήσων», άλλα δεν φαίνεται
ά'πορον δτι έν τοΐς προγενεστέροις χρόνοις είχε καί τον τίτλον:
Π

«Υπερτίμου καί Έξάρχου....... καί παντός Αιγαίου πελάγους», διότι


εις αρχαιότερους χρόνους ύπέκειντο αύτώ καί οΐ Επίσκοποι Μίτο-
Α.

λήνης, Μεθΰμνης, Τενέδου κλ. Άλλως τε δε καί αί νήσοι αύται, ώ?


αί Κυκλάδες, ύπέκειντο πολιτικιάς εις τό Θέμα τοΰ ΑΙγαίον
πελάγους. Έκ τούτου εξηγείται πώς ό Ρόδου ήτο εύλόγως «καί παντοζ
Αιγαίου πελάγους» ύπέρτιμος καί έξαρχος- έπεκράτησεν αρα άρχαιόθεν
Μελέτα’, περί της νήσου Σύμης 355

νά φημίζηται οΰτω εν τή επαρχία του και αφού ακόμη έστερήθη


πασών τών υπ’ αΰτώ τελουσόϋν επισκοπών πλήν μιας, τής Λέρνης.
Διά τούτο αυτός τε ήκουον έν νεαρά ηλικία οΰτω ψαλλόμενην εν
Σύμη καί εν Ρόδω την φήμην τού Ρόδου' οΰτω δε φερομένην
απαντώ αυτήν καί εις δύο φύλλα, διασωθέντα παρ’ εμοί, άπεσπα-
σμένα δέ εκ χειρογράφου χαρτώου τού ΙΖ' αίώνος και περιέχοντα
ιρήμας Πατριάρχων καί Μητροπολιτών μετά τών ονομάτων αυτών1.
Κυκλάδες δέ νήσοι εννοούνται βεβαίως αΰταί τε αί κλασικαί Κυ­
κλάδες καί αί νότιοι Σποράδες καί αί παρά την Μικράν ’Ασίαν ή
καθόσον παρά την Ρόδον κυρίως κεΐνται μόναι αί νήσοι Χάλκη,
Σύμη καί Τήλος, κνκλοϋ·εν δέ τής Ρόδου δέν ΰπάρχουσι νήσοι- ώστε
κακώς τινές τών έν τή επαρχία Ρόδου ήρμήνευον άλλοτε Κυκλάδας
νήσους τάς κύχλοϋ'εν δήθεν τής Ρόδου.
Κατά την επί τού Αΰτοκράτορος Λέοντος τού σοφού καί τού
Πατριάρχολ) Φωτίου (886 --911) «γεγονυΐαν διατύπωσιν: δπως έ'χουσι
τάξεως οΐ θρόνοι τών εκκλησιών τών υποκειμένων τώ Πατριάρχη
Κωνσταντινουπόλεως»3 εις την Μητρόπολιν Ρόδου ύπέκειντο αί επί­
σκοποί τών νήσων κατά την εξής τάξιν : .
') Τό χειρόγραφον έγράφη μεταξύ τών ετών 16G5—1669. Ή φήμη τοϋ

τότε Μητροπολίτου Ρόδου έχει έν αύτφ οΰτω : «'Ρόδου. ’Ιωακείμ τοΰ Πανιερω-
τάτου καί λογιωτάτου Μητροπολίτου τής άγιωτάτης Μητροπόλεως Ρόδου,
ύπερτίμου καί έξάρχου] πασών τών Κυκλάδων νήσων καί παντός Αιγαίου
πέλαγους πολλά τά έτη».
Π

Ό τφ τότε Ρόδου Μητροπολίτη 'Ιωακείμ (1666 — 1676J κατά κατάλογον


Μητροπολιτών Ρόδου, περιλαμβανόμενον έν τελεί τοΰ έν § 5 μνημονευόμενου
Κώδικος) σύγχρονος γραφεύς τοϋ χειρογράφου προσθέτει τήν διάκρισιν τοΰ
Α.

«λογιοτάτου», διότι οΰτω βεβαίως έψάλλετο ή φήμη έν ταΐς έκκλησίαις τής


επαρχίας Ρόδου. Τήν προσΰέτει καί εις φήμας άλλων ’Αρχιερέων, οσοι διέφε·
ρον οις πεπαιδευμένοι και δή ώς -λογιότατοι*' άλλ’ ή διάκρισις αΰτη κατηρ-
γήΟη πρό πολλοΰ- εις τάς φήμας δμως προσετίθετο τό ιθεοπρόβλητος*,
άπορον δέ διατί παραλείπεται έι τφ παρ’ έμοί χειρόγραφα)· ένώ δέ αεβασμι-
ώτατοι είσί μόνοι οί πρώτοι δώδεκα Μητροπολΐται ήτοι Γέροντες τοΰ κλί­
ματος τού Οικουμενικού Θρόνου, από πολλοΰ οΰτω καλούνται καί πάντες
οί λοιποί 'Αρχιερείς' οί δέ έπίσκοποι κατ' άπαίτησίν των τιτλοφορούνται
πανιερώτατοι αντί θεοφιλέστατοι.
~) Ώς παρατηρεί έλλόγιμος φίλος ό κύριος Περικλής Γ. Ζερλέντης, «άπο
ιών ρωμαϊκών χρόνων καί κατά τούς μέσους αιώνας Κυκλάδες νήσοι κα­
λούνται πάσαι, Κυκλάδες τε καί σποράδες τοΰ τε Αιγαίου, Ίκαρίου καί Καρ­
παθίου πελάγους».
Gustavi Parthey Hieroclis, Synecdemus et Notitiae graecae epis-
copatum; accendunt Nili Doxapatrii nctitiae patriarcliatuum etc. (Berolini,
1866, in 8°) 3, 555-570.

EhhX· Φάοοζ ,, iofi. ΙΔ‘ QmQ(? (ίΙονλιος-Σε?ιτειιβηιος) 191ο 23


356 Δ. Χαβιαρδ

«Ίω Ρόδου των Κυκλάδων νήσων: α ό Σάμου, β'ό Χίου, γ'


ό Κώ, δ' ό Ναξίας, ε' ό Θήρας, στ' ό Πάρου, ζ ό Τήνου, η' 6
Μήλου, θ' ό Πισόνης, ι' ό Τκαρίας, ια' ό Λέρνης, ιβ' ό Στυπαλίας,
ιγ' ό Τραχείας, ιδ' ό Νησούρων».
Ούτω αί νήσοι Σάμος καί Χίος εισίν εκ τών παρά την ’Ασίαν
κειμένων (αν καί ή Σάμος κατά τινας θεωρείται ώς ή βόρειότάτη τών
νοτίων Σποράδων)- αί νήσοι Κώς, ’Ικαρία, Λερός, 'Αστυπάλαια καί
Νίσυρος εισίν εκ τών νοτίων Σποράδων· αί νήσοι Νάξος, Θήρα,
Πάρος, Τήνος καί Μήλος εισίν εκ τών Κυκλάδων. 'Υπολείπονται
δυο επισκοπαί, ή τής Πιαύνης καί ή τής Τραχείας, αΐτινες έκειντυ
επί τής Καρίας'1.
§ 2.
’Άξιον τωόντι παρατηρήσεως είναι δτι επισκοπαί επί τής Κα·
ρίας ύπέκειντο εις «την τών Ροδίων Μητρόπολιν τής Ιπαρχίας τών
νήσων», άγνωστον Ιν τίνι αίώνι καταρτισθεΐσαι. Καί ή μέν τής
Τραχείας έκειτο βεβαίως επί τής Περαίας ήτοι Χερσονήσου των
Ροδίων καί ειχεν άναμφισβητήτως έδραν τά Αώρνμα, την νϋν
1Ηπλοϋ'ήκαν, περιλαμβάνουσα προδήλως τό πλεΐστον καί δη τό με­
.
σημβρινόν μέρος τής Περαίας, οΰχί δε ολόκληρον την Περαίαν.

Τό μέρος τούτο τής Περαίας ό Στράβων διακρίνει ώς Αώρνμα
καί παραλίαν Τραχεϊαν τών Aωρvμωvb.
Φαίνεται άρα δτι καί παρ’ άρχαίοις ελέγετο Τραχεία περιφέρεια
Π

τις τής Περαίας· τό δε όνομα τούτο διετηρήθη καί επί τών Βυζαν-

*) Προγενεατέρως καί άλλαι επισκοπαί ύπήγοντο εις τήν Μητρόπολιν


Α.

Ρόδου1 πλεϊσται δέ είσιν αί διάφοροι γραφιά τών ονομάτων αύτών καί αί


παραλείψεις τινών καί αί προσΟ ήκαι άλλων αλλά περί πάντων τούτων λόγος
γίνεται έν σπουδαιοτάτω. συγγράμματι έπιγραφομένω : «Περικλεούς Γ. Ζερ-
λέντου Ιστορικοί ερευναι περί τάς εκκλησίας τών νήσων.τής άνατολικής Με­
σογείου θαλάσσης». Τούτου έδημοσιεύθη τό πρώτον τεύχος τού Α' Τόμου,
έν Έρμουπόλει 1913 εις 8ον.
5) Στράβ. ΙΔ'·. 652 —'Ο Μελέτιος Ά&ηνών (έν τή Γεωγραφίςι αύτοϋ, εχ-
δόσεως πρώτης σελ. 469) γράφει: «Λώρυμα πόλις μέ θρόνον έπισκόπου όσο
τόν Σταυρουπόλεως Μητροπολίτην». 'Αλλά σφάλλεται, διότι έξέλαβεν δτι τα
Λώρνμα τής Περαίας ήσαν τά Αάριμα πόλις τής Καρίας, οδτω καλουμένη
κατά τούς βυζαντιακοΰς χρόνους καί έχουσα θρόνον έπισκόπου : τού Δαρίμοιν
ή Λαρνμων, κβ' τήν τάξιν, υπό τόν Μητροπολίτην Σταυρουπόλεως ή Καρία:,
καί τήν τάξιν, ύφ’ δν έτέλουν έπισκοπαί κξ'. Αάριμα δέ είναι τά αρχαία 'Γλλ«·
ρίμα, ούχί πολίχνη, άλλά πόλις, άφοΰ είχε καί νομίσματα. ΐΠαράβ. Β. V·
Head—Ί. Ν. Σβορώνον «ιστορία τών νομισμάτων» έν Άθήναις, 1898, τομ·
Β' σελ. 171.
Μελέτα1. περί τής νήαοο Σύμης 357

ΐίνων διό και έκτοτε ή δλη Περαία επεκράτησε νά λέγηται μέχρι


σήμερον παρά μέν τών ομογενών Τράχεια (ή), παρά δέ των Μου­
σουλμάνοι κοινώς τε και εν τή έπισήμφ γλώσση τής Τουρκίας
Ταράχεια (=ΤραχεΙα)“.
Ώς προς δέ την επισκοπήν Πιαύνης, και διαφόρως ά'λλως φερο-
μένην εν ταΐς άναγραφαίς επισκοπών (Ιΐισΰης, Πισσύης, Πισσύνης,
ΙΊισίης, Πισσίης, Πισήνης), φρονώ δπ ταύτην δέον ν’ άναζητή-
σωμεν επί τοϋ λοιποϋ μέρους τής ΓΙεραίας τών Ροδίων, καί δτι εις
τήν έρευναν τούτην δύνανται νά βοηθήσωσιν αύταί αΐ διάφοροι
γραφαί τών επισκοπών τής Ρόδου, αί φερόμεναι εις τάς εκδόσεις τοΰ
Συνεκδήμου τοΰ Τεροκλέους.
Κατά τον Συνέκδημον τοϋ Τεροκλέους, είς τον κατάλογον τής
επαρχίας τών νήσων περιλαμβάνεται καί νήσος Πέτελος' ή δ1 έκδοσις
τοΰ Τεροκλέους υπό Τafel, εκτός τών άλλων διαφορών καί παραλεί­
ψεων, αντί τής Πετέλου αναγράφει τήν νήσον Τήλον.
Καί νήσος μέν υπό τό ό'νομα Πέτελος δέν πιστεύω δτι είναι
γνωστή οΰτε κατά τούς βυζαντινούς χρόνους, ούτε κατά τήν αρχαιό­
τητα, ήκιστα δέ ως νήσος άξίζουσα νά καθέξη θέσιν καί τάξιν έν τε
.
τή πολιτική καί εν τή εκκλησιαστική διοικήσει τής επαρχίας τών

νήσων ή δέ διόρθωσις τοΰ Tafel άποδεικνύει έναργώς δτι καί ούτος
δέν εγνώριζεν, ούτε ήδύνατο νά άνευρη που νήσον όπωσοΰν αξίαν
λόγου υπό τό όνομα Πέτελον καί διά τοΰτο άντ’ αυτής ανέγραφε
Π

τήν Τήλον", παρενεχθείς Ικ τοΰ παρά Φράγκοις ονόματος αυτής


’Επισκοπής, ή όπωςδήποτε συνδυάσας τό αληθές όνομα αυτής προς
Α.

τό Φραγκικόν καί ύποτοπάσας δτι ή Τήλος ήτο τετιμημένη διά θρόνου


επισκόπου. Άλλ' ή Τήλος άναμφιβόλως δέν έχει θέσιν εις τον κατά­
λογον τών επισκόπων τής επαρχίας τών νήσων, ώς δειχθήσεται καί

6) Παράβ. Δημοο-9·. Χαβιαρα: «Περίπλουν τοΰ συμαΐκοΰ κόλπου» έν


Παρνασον τόμω ΙΔ', 1892, οελ. 533, καί Π. Γ. ΖερΙέντον «Ίστορικαί έρευναι....
κτλ.» Τόμ. Α'. οελ. 5. Παρά τών Συμαίων ή Περαία, ήτοι ή Τραχεία, λέγεται
συνηδέστερον «Πέρα» (τά).
’) Δέν γνωρίζω άτυχώς τά σχόλια Wesselingii περί τής Πετέλου εν
τέλει τοϋ Κωνστ. Ιίορφυρογεννήτου τής έκδόσεως Βόννης, είς ά παραπέμπει
ό Ά. Μηλιαράκης έν «.Κυκλαδικόΐς» (οελ. 353). Σημειωτέον δέ ότι Στέφανος
ό Βυζάντιος έν «ΈΘνικοΐς» αναγράφει «Πάταλον, νήσον παρακειμένην τη
Καρίφ»· έν δέ τφ κατά βορράν μυχφ τοΰ Συμαΐκοΰ Κόλπου (παρά τά αρχαία
Βόσπορα, τουρκιστί Μπόσμπουρουν) κεΐται νησίς όνόματι ΙΙατελίνα από τοΰ
σχήματος τοΰ ομωνύμου όστρακοδέρμου, έφ1 ής σώζονται έρείπια μεσαιωνικού
φρουρίου, άλλ’ αμφιβάλλω πολύ άν δύναται νά έχη σχέσιν πρός τήν ζητου-
μένην έπισκοπήν.
358 Δ. Χαδ'.αρα

εν τοϊς εφεξής (§ 4). 'Υποθέτω άρα δη εις τάς άναγραφάς των


διαφόρων καταλόγων έγένοντο μεταπτώσεις καί διορθώσεις δήθεν
ονομάτων υπό αδέξιων ήτοι αμαθών άντιγραφέων καί δτι εις τούς
τοιούτους αντιγράφεις οφείλεται ή σΰγχυσις τοϋ ονόματος τής επισκο­
πής ΙΙετέλου καί ή μετάπτωσις αυτής από τής οικείας θέσεως, ήν θά
προσπαθήσωμεν ν’ άνεύρωμεν, άναζητοΰντες την επισκοπήν ΙΙισύνης,
Καί νήσος μέν υπό το ό'νομα Πισύνη καί τάς διαφόρους
γραφάς αυτής δεν υπάρχει παρ’ έμοιγε γνωστή εν τώ Αιγαίο), ή
παρά τήν Μικράν ’Ασίαν καί δή παρά τήν Καρίαν, ήκιστα δέ παρά
τήν. Ροδίαν Χερσόνησον.
Ύπήρχεν δμως πόλις Καρίας Πιτύη ή Πισυη8.
Έάν λοιπόν ή πόλις αυτή έκειτο, εις ήν θέσιν κεΐται τήν σή­
μερον τό τουρκικόν χωρίον ΠίασΙ (τό) παρά τά Μοΰγλα, άπέχον τε-
τράωρον από τοϋ Ιπινείου αυτών Κιοβάτων έν τώ μυχώ τοϋ Κε­
ραμικού κόλπου, καί εάν ή το τετιμημένη διά θρόνου επισκόπου,
δεν ήτο δυνατόν ή τοιαύτη επισκοπή νά υπάγηται εις_ τήν Ρόδον,
καθότι κεΐται πέραν τής Χερσονήσου τών Ροδίων, καί αναγκαίος έδει
νά υπάγηται εις τον τής Καρίας Μιτροπολίτην, ήτοι τον Σταυρου-
πόλ.εο)ς. Επειδή δμως ή περί ής ό λόγος επισκοπή ύπήγετο εις τήν
.
Μητρόπολιν Ρόδου, άναγκαίως. οφείλομε·' νά παραδεχθώμεν δτι

έκειτο επί τής Χερσονήσου τών Ροδίων, καί ν’ άναζητήσωμεν αυτήν
έπ’ αυτής ταΰτης τής Χερσονήσου.
Π

§ 3.
Εις τήν Ιπί τοϋ Δωρικού κόλπου παραλίαν τής χερσονήσου
Α.

τών Ροδίων υπάρχει χωρίον τουρκικόν, δπερ ?ώγεται υπό μέν τών
δθωμανών ’/Αία καριεσί, υπό δέ τών χριστιανών Πίτελλος (ή).
’Εν τή περιφερεία τοϋ χωρίου τούτου ύπάρχουσι πλεΐστα ερείπια αρ­
χαίων μνημείων καί βυζαντιακών κτιρίων καί εκκλησιών. Φρονώ
άρα δτι ουδόλως προέρχεται εξ απλής συμπτώσεο)ς ή ονομασία αυτή,
άλλ’ δτι ή ΙΊιτυη ή Πισυη έκειτο εις τήν θέσιν ταΰτην καί δτι
κατά τούς βυζαντιακούς χρόνους εκαλείτο Πέτελος ή Πίτελος.
’Επειδή δέ μεταξύ των αί άνω όνομασίαι έχουσιν άναμφισβήτητον
σχέσιν, εικάζω δτι τά τελευταία ονόματα είναι παραφθοραί τοϋ ονό­
ματος Πιτύη.
Καί επισήμως μέν ή επισκοπή καί δ επίσκοπος εκαλείτο βε­
βαίως καί έγράφετο καί εφημίζετο Πιτύης ή Πιαύνης, ή όπως

Θ) «Πισυη πόλις Καρίας’ λέγεται καί Πιτύη» Στεφ. Βυξ. Έθν.


Μελέται περί τής νήσου Σύμης 359

.άλλως διαφόρως εγράφετο τό ό'νομα- κοινώς δ' ελέγετο Πιτέλου ή


Πετέλου. Τό κοινόν δή τούτο δνομα τής επισκοπής ταύτης άντι-
γραφεύς τις τής επί Λέοντος τοϋ σοφοΰ γεγονυίας διατυπώσεως πα-
οενέβαλεν εις τον Συνέκδημον τοΰ Τεροκλέους καί κατώρθωσε νά
μετατρέψη εις νήσον την Πέτε?ιον. "Οτι δέ τοιοϋτό τι ενταύθα συν­
έβη, τεκμαίρομαι καί εκ τών άλλων διαφόρων γραφών καί μετα-
πτώσεν ονομάτων, αΐτινες άπαντώσιν εις τούς καταλόγους επισκοπών0.
'Αφού άρα ή Πισύνη καί ή Τραχεία δεν, ήσαν νήσοι10, ούδε-
μία αμφιβολία δτι ήσαν ονόματα επισκοπών επί τής Περαίας τών
Ροδίων, δπως εξέθεσα ανωτέρω. Δικαίως δέ αί έπισκοπαί αΰται
ύπηγοντο εις την Ρόδον, διά τάς στενάς σχέσεις αΐτινες ύπήρχον με­
ταξύ τής Ρόδου καί τής Ροδίας Χερσονήσου κατά τε τούς αρχαίους
χρόνους καί κατά τούς μέσους αιώνας- τοιαΰται δέ καί κστόπιν συν­
εχείς καί αδιάκοποι διατηρηθεΐσαι, ύφίστανται καί μέχρι τής σήμερον.
"Οτι δέ ή Χερσόνησος αύτη έδύνατο νά έχη δυο επισκοπάς, θέλει
άνόμολογήσει καί βεβαιώσει πας τις, δίαν, περιελθών αυτήν, παρα-
τηρήση καί θαυμάση τό πλήθος τών επί πάσης τε τής Χερσονήσου
καί επί τών περί αυτήν νησυδρίων σωζομένων λίαν άξιολόγων ερει­
πίων πλείστων πόλεων, πολιχνών καί συνοικισμών διαφόρων, αρ­
.
χαίων τε καί βυζαντιακών, καί τών πολυαρίθμων μικρών καί μεγάλων

εκκλησιών, εξ ών τεκμαίρεταί τις δτι ήτο πυκνότατα κατωκημένη
υπό Χριστιανών μέχρι τοϋ ΙΔ' αιώνος, δτε ήρξατο ή κατάπτωσις
αυτών.
Π

Την σήμερον την επαρχίαν Ρόδου άποτελοϋσι μόναι αί νήσοι


Ρόδος, Χάλκη, Σύμη, Τήλος καί Νίσυρος. Ή δέ μία καί μόνη επι­
Α.

σκοπή, ήτις τή εΐχεν ύπολειφθή κατά τούς τελευταίους αιώνας, άπε-


σπάσθη καί αυτή άπ’ αυτής επ’ εσχάτων τών ήμερών. Αύτη είναι ή
τής Αέρνης (=Λέρου), άποτελουμένη εκ τών νήσων Λέρου, Καλύ-

°) Ώς όρθώς παρατηρεί καί ό Α. Μηλιαράχης (Κυκλαδ. 6. 35G), αί διά­


φοροι γραφαί προήλθον έκ τής παρακμής τής γλώσσης καί τής έπιδράσεως
τών εις τό βυζαντινόν Κράτος παρεισδυσασών βαρβαρικών φυλών. Νομίζω
όμοις ότι όφείλομεν νά προαθέσωμεν εις τήν αμάθειαν καί τήν ακρισίαν, ου
μήν δέ άλλα καί τό άπρόσεκτον τινών άντιγραφέων. Ούτως ίσως καί ό Τρα­
χείας περεφθάρη ποτέ εις Τραχάλης (δρα Πατμ, Βιβλιοθ. Σαχελιωνος σελ. 317)!
*°) Κατά τόν Η’ αιώνα καί εφεξής αί νήσοι καλούνται περιληπτικώς
Δωδεκάνησος, τοΰθ* δπερ μαρτυρεί δτι ή πολίτικη καί εκκλησιαστική διοι-
κησις νήσων ήτο κοινή. Παράβ. Μηλιαρ. Κυκλαδ. σελ. 365. ’Επειδή δέ εις
την Ρόδον ύπηγοντο δώδεχα νήσων έπισκοπαί, αρα αι υπολειπόμεναι δυο
ήσαν ηπειρωτικοί.
360 Δ. Χαβιαρδ

μνου καί Άστυπαλαίας, προαχθεΐσα δέ ήτοι τίμηθεΐσα εις Μητρόπολιν-


Αέρου κατά τά τέλη τοΰ παρελθόντος αιώνος. Έπί tfj ευκαιρία δέ
ταΰτη διωρθώθη κα'ι to όνομα αυτής Δέρνης εις Λέρου επισήμως.
υπό τής τοΰ Χριστού αγίας καί Μεγάλης ’Εκκλησίας.

§ 4.
’Απ’ ευθείας τή Μητροπόλει Ρόδου ύπέκειντο πρότερον μόναι αί
μάλλον πλησίον τής Ρόδου κείμεναι νήσοι Χάλκη και Τήλος, κατόπιν
δέ καί ή Σύμη, μηδεμιάς αυτών άποτελουσης ιδίαν επισκοπήν.
Καί τωόντι ή Χάλκη, ή εξόχως πλησιέστατα τή Ρόδω κείμενη,,
μικρά νήσος, ουδέ έδυνατο να έχη ίδιου επίσκοπον.
Άλλ’ ούδ’ ή Τήλος εΐχεν ίδιον επίσκοπον τό δέ ά'λλο όνομα
αυτής 5Πισκοπή ή ’Επισκοπή, παρ’ έμοι γε κριτή, τυγχάνει φραγ~
κικόν ύπηνέμιον κύημα, ήκιστα δέ άποδεικνυει την νήσον τετιμη-
μένην διά θρόνου επισκόπου11- άλλως τε είναι καί πάντη άχρηστον
καί άγνωστον εις τε τούς κατοίκους αυτής καί εις τούς άλλους νησαότας12'
είναι δ’ εν χρήσει μόνον παρά τοις Φράγκοις των μέσων αιώνων,
οΐτινες τότε τό κατεσκευασαν, καί μόνοι οί Φράγκοι μεταχειρίζονται
εκτοτε αυτό μέχρι σήμερον. Άλλ’ δ'μως ούτε παρά τοΐς κατοίκοις τής
.
Τήλου, ούτε παρ’ άλλοις των νησιωτών έγένετο χρήσις αυτού, ούδ’ έπί

βραχύ τι διάστημα χρόνου- Ιν άλλαις λέξεσιν ούδεπώποτε ή νήσος
μετωνομάσθη από Τήλου ’Επισκοπή, διότι άλλως αδύνατον θά ήτο
πλέον ν’ άναλάβη τό άρχαίον αυτής όνομα, δπερ διετήρησεν άπαρά-
Π

φθορον μέχρι σήμερον13.


Καί οί ’Οθωμανοί δέ καλούσι κοινώς καί γράφουσιν έπισήμως-
Α.

τήν νήσον ούχί ’Πιακοπή, αλλά πάντοτε καί μόνον Ίλιάκϊ ούτω δέ
φέρεται τό όνομα τής νήσου καί εις παλαιά Σουλτανικά Φιρμάνια·
εύνόητον δέ ότι καί τό τουρκικόν όνομα είναι διασκευή ήτοι δια­
στροφή τού ονόματος ήτοι τής φωνής Τήλος, επί τό τουρκικώτερονΓ

**) Ώς άνακοινοΐ μοι ελλόγιμος φίλος, ό κ. ΙΧερικλής Γ. Ζερλέντης,


«Βερνάρδος Ράνδολφ, άνήρ άγγλος, λέγει οτι ή Επισκοπή, ή τών αρχαίων
Τήλος, ήν πρότερον έδρα επισκόπου- μετά δέ ταΰτα άπετέλεσε μέρος τής
Μητροπόλεως Ρόδου. Άλλ1 εξ όσων περί Τήλου γράφει ό Ράνδολφ, γίγνεται
δήλον ότι δέν έπεσκέφθη τήν νήσον, άλλ’ έγραψε τοΰτο, όρμηΰείς έκ τον
ονόματος τής νήσου (Β. Randolf, The present state of the islands in the
Archipelago, Oxford, 1687, in 4°, p. 24)».
,2) Ή νήσος λέγεται παρά τών κατοίκου αυτής καί τών άλλων νησιωτών
ευκρινέστατα Τήλος άπό τών άρχαιοτάτων χρόνων μέχρι τής σήμερον.
|3) 'Πισκοπή λέγεται χωρίον καί λιμήν πρός Δυσμάς τής 'Δλικαρνασοΐ)Γ
Τό αυτό όνομα φέρουσι και χωρία έν Κρήτη καί Θεσσαλίφ.
Μελέται περί τής νήσου Σύμης 861

ούτως είπεΐν, τοΰθ’ δπερ μαρτυρεί δτι η νήσος έλέγετο Τήλος, δτε
προσηρτήθη είς τό οθωμανικόν Κράτος (1523).
Έρευνήσας δσα έδυνήθην να ευρώ συγγράμματα Περιηγητών
και Γεωγράφων Φράγκων και Ελλήνων τών τελευταίων αιώνων και
συνοψίζουν τό πόρισμα τών ερευνών μου, συμπεραίνω δτι παρά μέν
τοί: Φράγκοις γίνεται χρίήσις τοϋ νέου δήθεν ονόματος τής νήσου ή
και άμφοτέρων έκ παραλλήλου- ύπάρχουσι δέ καί τινες αυτών γρά-
φοντες την νήσον μόνον Telos,t- έκ δέ τών Ελλήνων οί πλεΐστοι
φωρώνται άντιγράφοντες τυφλώς τούς Φράγκους15· άλλα καί ή προ­
σωρινή Διοίκηαις τής ’Ελλάδος έν έτι 1821, καταστήσασα άντε-
παρχίαν τάς νήσους Σύμην, Τήλον και Νίσυρον, γράφει παραδόξως
την Τήλον ’Επισκοπήν (!!!) έν τε τω διορισμώ τοΰ άντεπάρχου και
επί τής σφραγΐδος, ήν τώ έδωκεν11’, ενώ καί είς τών χρόνων εκείνων
τά έγγραφα τών ’Αρχιερέων καί τών νήσων καί τής Τουρκικής Διοι-
κήσεως γράφεται, ως έλέγετο καί λέγεται κοινώς Τήλος καί μόνον
Τήλος.
Ή δέ παρονομασία τής νήσου παρά τών Φράγκων, μάλλον
παρ’ αυτών τών Ιπποτών τής Ρόδου κατά τούς μέσους αιώνας,
φρονώ άδιστάκτως δτι δέον ν’ άποδοθή είς την εξής αιτίαν.
.
Δέν υπάρχει αμφιβολία δτι επί τής νήσου Τήλου, καθό νήσου

έν έπικαιροτάτω κείμενης, είχεν ιδρυθεί υπό τών Ιπποτών σπου­
δαιότατος σταθμός σκοπιάς, δστις άναμφιβόλως συνεκοινώνει διά τοΰ
έν Σύμη μετά τοΰ εν Ρόδφ, καί έκ τούτου παρωνυμήθη μόνον παρά
Π

τοΐς Φράγκοις ’Επισκοπή.


Ό έν Τήλφ σταθμός σκοπιάς έδύνατο τφόντι να επισκοπή τάς
Α.

πέριξ θαλάσσας έπί ίκανώς εύρείας έκτάσεως, τοϋθ' δπερ συνέφερε


σπουδαιότατα είς την έ'δραν τοΰ Κράτους τών 'Ιπποτών, τούτέστι την
Ρόδον, χάριν τής ασφαλείας αυτής. ’Άλλως τε καί ό Κορονέλλης εις
πύργον σκοπιάς έπί θέσεως ύτ|τηλής τής νήσου αποδίδει την ερμηνείαν
τοΰ όνόμοτος1'. Ούχ ήττον υποθέτει ακόμη δτι ίσως ό Φράγκος,
δστις έπρότεινε νά μετονομασθή ή νήσος ’Επισκοπή, έγνώριζεν, ως
φαίνεται, καί αρχαία ελληνικά, ή έξήτασε καί έσχέτισε τό δ'νομά της
πρός τό τήλε καί οΰτω, μετά την ΐδρυσιν σκοπιάς ή σκοπιών έπί τής

,4) Ώς ό Savary έν Lettres sur la Grece. Paris, 1788. σε?.. 95.


15) Καί τις μάλιστα γράφει: «Τέλος τανϋν Έπισκοπία...» !!! Ν. Αωρέντη,
«Νεωτάιη διδακτική Γεωγραφία», έν Βιέννη 1S38. 8ον, τόμ. 3. σελ. 133.
1β) Έδημοσίευσα αυτήν έν «'Εατία* 'Αθηνών, τόμ. Γ (1880), σελ. 721.
17) Coronelli · Iso la di Rodi», pag. 262.
362 Δ. Χαβιαρα: Μελέται περί της νήσου Σύμης

νήσου, κατήντησε νά την μεταβάπτιση εις ’Επισκοπήν. Άλλ’ όπως καί


αν συνέβη το πράγμα, ή ονομασία ’Επισκοπή προήλθεν από Φράγκων
καί δή από των 'Ιπποτών τής Ρόδου.
'Ως προς δε την Νίσυρον, άγνωστον πότε αΰτη ΰπήχδη απ’ ευ­
θείας τή Μητροπόλει Ρόδου, διαλυθείσης, ήτοι καταργηθείσης τής
ιδίας αυτής επισκοπής· ό δέ περί την ιστορίαν καί τοπογραφίαν τής
Πατρίδος του Νισύρου εντριβέστατος φίλος, ό αείμνηστος Ίαιάννης
Λογοθέτης, οΰτε ειδήσεις ειχεν ευρών ποθεν περί τουτου, οΰτε μνείαν
έπισκόπου Νισυρου, ή ονόματος επισκόπου αυτής άπήντησεν εν έγ-
γράφοις ή άλλοις μνημείοις εν Νισυρω, ώς έρωτηθείς έβεβαίωσέ με*.

.

Π
Α.

Έπεται τό τέλος.
ΝΕΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΑΙ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΑΙ

At προς την Διεύύ-υνσιν έπεσταλμέναι συγγοαφαί φέρουσιν άστερίσκον.

Α'. ΚΡΙΤΙΚΗ

*R. Sohm, Kirchengeschichte im Grundriss, μετάφρασις εις


Γην Ρωσικήν γλώσσαν υπό Ρ. Β. Werchowsky εκ τής 18ης
έκδόσεως, έν Βαρσάβα 1914.
'Η συνοτρις αΰιη τής ’Εκκλησιαστικής 'Ιστορίας υπό τοΰ R. Sohm,
διαπρεπούς Καθηγητοϋ τού Δικαίου εν Λεηρία, έ'σχε μεγάλην επιτυ­
χίαν. Άποτελεσθεισα έκ σειράς άρθρων αυτού, δημοσιευθέντων έν τώ
περιοδικά» «Algemeine konservative Monatschrift» τώ 1887, έξε-
δόθη μέχρι τούδε 18*ις. Έκ τής τελευταίας δέ έκδόσεως εδημοσίευσεν
αυτήν ρωσιστί δ Καθηγητής τού έν Βαρσάβα Πανεπιστημίου Π. Β·
Βερχόβσκης. Πρόκειται δέ μάλλον περί γενικής έπισκοπήσεως τών
γεγονότων τής Εκκλησιαστικής 'Ιστορίας καί ούχί περί λεπτομερούς
αυτών έκδέσεως. Άλλ’ δ,τι χαρακτηρίζει τό βιβλίον τούτο έν τοΐς μά­
λιστα εΐνε ή γλαφυρότης τοΰ ύφους, ήν ήδυνήθη όμολογουμένως νά
διάσωση καί έν τή ρωσική μεταφράσει 6 κ. Βερχόβσκης, ή ποιητική
άπεικόνισις τών προσώπων καί τών πραγμάτων, ή ζωηρότατη αυτών
άναπαράστασις.
.

Ό συγγραφεύς έγρατρε τό βιβλίον του διά τούς δυτικούς, κυρίως
τούς προτεστάντας άναγνώστας, καί επομένως έτόνισε τά ένδιαφέ-
ροντα αυτούς σημεία, δι’ έλαχίστων μεν τά τής αρχαίας, διά πλειόνων
Π

δέ τά τής μέσης καί νέας έκθέσας ιστορίας τής ’Εκκλησίας, άδικώτατα


παραγκωνίσας τήν ορθόδοξον Εκκλησίαν. Ούτω διήρεσε τήν έκθεσίν
Α.

του εις πέντε κεφάλαια, ών τό πρώτον έπιγράφει «’Αρχή τού Χριστι­


ανισμού». Διά γενικωτάτων γραμμών έξεικονίσας τήν κατάστασιν τοΰ
κόσμου καί ποιητικώτατα παραστήσας τό νέον πνεύμα, δπερ ε’ις αύτόν
ένεφύσησεν δ Χριστιανισμός, εκθέτει τούς διωγμούς καί τήν πάλην,
364 Νέαι σογγραφαί καί μελέται — Κριτική καί Βιβλιογραφία

εξ ών εξήλθε νικήτρια ή Εκκλησία, είτα δέ τήν εσωτερικήν αυτής


άνάπτυξιν. Ενταύθα αναπτύσσει τάς λίαν γνωστάς εσφαλμένος αυτού
Ιδέας υ SohlTi περί τοϋ πολιτεύματος τής ’Εκκλησίας καί παρέχει
περαιτέρω συντομωτάτην καί άνεπαρκεστάτην εικόνα τής κινήσεως τοΰ
Χριστιανισμού κατά την περίοδον τής μεγάλης αυτού ακμής, περιο-
ριζόμενος μάλλον είς ώραΐον αληθώς καί ορθόν, κατά τό πλεΐστον,
χαρακτηρισμόν.
Μέλλων δέ νά παραστήση την περαιτέρω ιστορίαν τής Εκκλη­
σίας φαντάζεται λήξασαν πλέον την αποστολήν τής ορθοδόξου Ελλη­
νικής 'Εκκλησίας, άφιερών είς αυτήν τάς εξής μόνον γραμμάς: Διά
τής εξελίξεως τρομερός καταστροφής ά'ρχονται οί μέσοι χρόνοι. Ή
ορμητική έπίθεσις τού Ίσλάμ καταφέρει θανάσιμον πλήγμα κατά τής
'Ελληνικής ’Εκκλησίας, τής έθνότητος, τού πολιτισμού τού ελληνικού.
'Ως πύρινος χείμαρρος, έξαφανίζων πάν τό ζών, έκχύνονται αί άγέλαι
τών μωαμεθανών κατακτητών άνά τήν ’Ασίαν καί την ’Αφρικήν...Ή
'Ελληνική έθνότης έστερήθη τής ζωικής δυνάμεως. 'Η έθνότης αυτή
υπέρ πάσαν ά'λλην πεπροικισμένη διά προτερημάτων, έν τή οποία
καί αυτοί οί αχθοφόροι (Sacktrager) έν ταΐς όδοΐς έφιλοσόφουν, έν
τοΐς κουρείοις καί τοΐς καπηλείοις, έν ταις άγυιαΐς καί ταις άγοραΐς
.
άντήχουν έριδες περί τών μυστηρίων τής πίστεως, ου μόνον δέ ή.

θρησκεία, αλλά καί ή θεολογία άπέβη δημώδης προκαλούσα είς θω-
ρυβώδη κίνησιν τά λαϊκά πλήθη, ή ένέργεια τής πνευματικής ζωής
έφαίνετο ανεξάντλητος άρυομένη νέας δυνάμεις έκ τού λαϊκού πλή­
Π

θους- ή έθνότης αυτή, ή έκλαμπροτάτη, ή πλουσιωτάτη, ή θαυμασιω-


τάτη, κατερρίφθη εις τό έδαφος, έποδοπατήθη, κατασυνετρίβη διά νά
Α.

μή έγερθή πλέον. Τήν θέσιν τού ελληνικού κατέλαβεν έν τή Ανα­


τολή ό αραβικός πολιτισμός, ισχυρός ωσαύτως τώ πνεύματα... ΤΙ ελ­
ληνική έθνότης άπώλετο. Ουδέποτε αύτη θά δυνηθή ν’ άναλάβη έκ
τοΰ φοβερού πλήγματος ('Die griechische Nation war dahin. Nie
hat sie von dem furchtbaren Schlage sich erholt). Μετά τοΰ Ελ­
ληνικού έθνους έπεσε καί ή Ελληνική Εκκλησία. Κσίτοι δ’ έν ’Αλε­
ξάνδρειά, έν ’Αντιόχεια, έν Τεροσολύμοις, διετηρήθησαν οί Πατριαρ­
χικοί θρόνοι, χάρις είς τήν ανεκτικότητα τού Ίσλάμ προς τά λείψανα
τής Εκκλησίας, άλλ’ ή δύναμις τής περαιτέρω άναπτΰξεως έθραΰσθη
καί έν Βυζαντίορ καί έν’Αλεξάνδρειά. Τό μόνον γεγονός, δπερέτιάπαξ
διέσεισεν ϊσχυρώς τήν Ελληνικήν ’Εκκλησίαν, ύπήρξεν ή απόπειρα τών
Ελλήνων Αύτοκρατόρων τού η', καί θ', αίώνος υπέρ τής είκονομα-
χικής μεταρρυθμίσεως...'Ο λύχνος τής Ελληνικής ’Εκκλησίας άνε-
τράπη. "Ο,τι ύπελείφθη ύπό τό σκήπτρον τού ανατολικού-ρωμαίου-
Νέα', σογγραφαί καί μελέται — Κριτική και Βιβλιογραφία 365

Αϋτοκράτορος ειχεν αρκετήν ζωήν όπως μεταδοθή ως τελευταία κλη­


ρονομιά προς τάς έξορμώσας σλαυϊκάς φιλάς, τό αλφάβητον, τάς
άρχάς τής μορφώσεως καί τής έκκλησιαστικής διδασκαλίας. Άλλ’ ή
ολαυϊκή έθνότης ήτο ανίκανος ν’ άναγεννήση τον Ελληνικόν κόσμον.
ΤΙ Ελληνική ’Εκκλησία ήτο νεκρά, ωσαύτως και ό Ελληνικός κόσμος
νεκρός. Ή Ελληνική ’Εκκλησία τοΰ παρόντος χρόνου, ώς αυτή παρου­
σιάζεται προ ημών εν Ρωσία κα'ι εν τάΐς χώραις τής Βαλκανικής
Χερσονήσου, εΐνε ή απολελιθωμένη Εκκλησία τοΰ ζ'. α’ιώνος. Ούδέν
έγένετο βήμα προς τά πρόσω. Έν οΐα μορφή ή ’Ανατολική Εκκλη­
σία αφέθη υπό τής ιστορίας κατά τον ζ'. αιώνα, έν τή στιγμή τοΰ όλο-
θρευτικοΰ πλήγματος, έν τοιαότη εΰρηται καί σήμερον, μετά χίλια καί
πλέον έτη. Ή Ελληνική ’Εκκλησία κειται έν τή αποναρκώσει τοΰ
θανάτου. Πότε τό άνωθεν Πνεΰμα θά έξυπνήση αυτήν, τήν τόσον ποτέ
λαμπράν προς νέαν ζωήν; (Warm wird der Geist von oben die
einst so herrliche zu nenem Leben auferwecken ?)
Ούτως έξεικονίζει τήν ’Ορθόδοξον Εκκλησίαν ό Sohm, μή ποιού­
μενος π?ιέον οΰδεμίαν αυτής μνείαν έν τή περαιτέρω Ιστορία. Δυστυχώς
δε ό μεταφραστής δι’ οΰδεμιάς παρατηρήσεως συνώδευσε τήν ανω­
τέρω ζωηροτάτην μεν, αλλά μή παριστώσαν γνησίως τήν ήμετέραν
.

’Εκκλησίαν εικόνα. Άλλ’ δ Sohm έν τούτω ύπέπεσεν εις τό αμάρτημα
πάντων τών δυτικών ιστορικών, μή γνωρίσας μεν τον πραγματικόν
βίον τής ’Ορθοδόξου ’Εκκλησίας, ζωήν δε έκκλησιαστικήν καί πρόο­
δον ύπολαμβάνων τήν ανατροπήν. ΆφιεροΙ δέ τάς σελίδας, ώραιο-
Π

τάτας σελίδας τής συνοπτικωτάτης έκθέσεως αΰτοΰ καθ’ ολοκληρίαν


εϊς τήν Δυτικήν ’Εκκλησίαν, έν δυσί μέν τμήμασι τοΰ βλ κεφαλαίου
Α.

εξετάζων τούς μέσους χρόνους, έν δέ τώ γ'. κεφαλαίω τήν Μεταρρύ-


θμισιν καί τάς κατ’ αυτής αντιδράσεις. Ίδια κεφάλαια, τά τελευταία-,
άφιεροί ε’ις τον πιετισμόν καί τά θεολογικά γράμματα, προς δέ εις τήν
κατά τον ιθ'. αιώνα κίνησιν τής χριστιανικής Δΰσεως, κατακλείων τήν
δλην έκθεσιν διά γενικής έπισκοπήσεως καί διά παρατηρήσεων έπί
τής συγχρόνου ζωής έν σχέσει προς τον Χριστιανισμόν.
Τοιοΰτο τό περιεχόμενον τής συνόψεως ταΰτης τής ’Εκκλησιαστι­
κής Ιστορίας. Ή εις τήν Ρωσικήν γλώσσαν μετάφρασις αυτής διεξή-
χθη έπιτυχέστατα. "Ολη ή δΰναμις καί ή ώραιότης τής έκθέσεως τοΰ
Sohm μετεδόθησαν πιστώς καί ακριβώς. ’Εξαιρετική τοΰ λόγου χάρις
έπανθεϊ καί έν τή μεταφράσει άνευ αποκλίσεων από τών νοημάτων
ίου πρωτοτύπου.
Έν ’Αθήναις.
Άρχιμ. Χρυσόστομος Α. Παπαλοπογαος
366 Νέαι συγγραφαί καί μελέται — Κριτική καί Βιβλιογραφία

Π. Γ. Ζερλέντου, Ιστορικά! έρευναι περ! τάς Εκκλησίας


τών νήσων τής ’Ανατολικής Μεσογείου Θαλάσσης, Τόμος πρώτος
(τεύχος πρώτον). Έν Έρμουπόλει (Φρέρη) 1913, 8°ν, σ jgQ
δρχ. 6.
Καίτοι άσυμπλήρωτον τό προκείμενον έργον τοΰ κ. Ζερλέντου
έχει μεγάλην επιστημονικήν αξίαν ούχί μόνον διότι τό πρώτον παρ'
ήμΐν γίνονται ειδικά! ερευναι περ! τής εκκλησιαστικής ιστορίας τών
νήσων, άλλα κα! διότι ταυτας άνέλαβεν άνήρ είδικώτατος, άοκνος
ερευνητής τών Βιβλιοθηκών κα! Αρχείων κα! ακριβέστατος εν πάσιν.
Εύχόμεθα μόνον να εξακολούθηση άπροσκόπτως ή δημοσίευσις τών
σπουδαιότατων αυτού [ερευνών.
Έν αρχή τού τεύχους αναγράφεται ή 'Ιεραρχική τάξις τών έν
ταΐς νήσοις Εκκλησιών, εκτίθενται δε τα κατά τήν Μητροπόλιν Ρόδου
καθ’ δλας αυτής τάς περιόδους μέχρι κα! τής νϋν ίεραρχικής τάξεως.
Περαιτέρω γίνεται λόγος περ! τών Μητροπόλεων Σάμου, Χίου, Κώ,
Νάξου, Θήρας, Σίφνου, Τήνου, Μήλου, Ικαρίας, Άστυπαλαίας, Νι-
σύρου, Μυκόνου, παρέχονται δέ πάσαι αί περ! αυτών ειδήσεις μετά
μεγίστης ακρίβειας. ’Ακολουθεί ιστορία τοΰ Πατριαρχικού Σταυροπη­
.
γιακού Μοναστηριού τοΰ Ταξιάρχου Μιχαήλ έν τή νήσο) Σερίφω συμ-

παρατιθεμένων πολλών ανεκδότων κειμένων εκ τοΰ ’Αρχείου τού Μο­
ναστηριού κα! έκ τής εθνικής Βιβλιοθήκης Παρισίων. Τώ 1790 έγέ-
νετο Ιν Νάξω χειροτονία ’Επισκόπου Άβύδου, έπ! ψιλώ δνόματι, δη­
Π

μοσιεύονται δε δύο σχετικά Πατριαρχικά έγγραφα. Όμοίως δημοσι­


εύονται Πατριαρχικά έγγραφα περ! τού διαβοήτου Κοσμά Καλλωνά,
δστις ώς Πατριαρχικός Έξαρχος, ψευδεπίσκοπος Πολυφέγγους κα!
Α.

ψευδαρχιεπίσκοπος Κορίνθου προύκάλεσε σκάνδαλα κατά τον ιξ'.


αΙώνα έν ταΐς νήσοις. Πολυτιμότατοι έφεξής παρατίθενται ειδήσεις μετ’
ανεκδότων έγγράφων περ! τών Πατριαρχικών Έξάρχων άνά τάς νή­
σους έν έτει 1797, ωσαύτως περ! τών ’Αρχιεπισκόπων Σίφνου κα! Μυ­
κόνου κατά τά έτη 1646 —1797, περί τοΰ Καλλινίκου Μητροπολίτου
Σίφνου κα! Μήλου (1797 — 1833), περ! τού Νικολάου Κριτίου, Μ.
Εκκλησιάρχου τής τού Χριστού Μ. ’Εκκλησίας κα! Πατριαρχικού Έ-
ξάρχου τών έν τή Μητροπόλει Παροναξίας Πατριαρχικών Σταυρο­
πηγιακών Μοναστηρίων, τέλος δ’ έπισφραγίζεται τό τεύχος δι’ Ιστο­
ρικών σημειωμάτων έκ τών διπτύχων τού έν τή νήσω Πάτμφ Μο­
ναστηριού τού αγίου Ίωάννου Θεολόγου, άτινα μέλλουσι νά συνεχι-
σθώσιν έν τώ έφεξής τεύχει τοΰ πρώτου τόμου.
Κα! έκ τής απλής δέ ταύτης αναγραφής τού περιεχομένου τοΰ
Neat συγγραφαί καί μελέται — Κριτική καί Βιβλιογραφία 367

πρώτου τευχους καταφαίνεται ή μεγάλη αύτοΰ και τοϋ δλου τοϋ κ.


Ζερλέντου συγγράμματος αξία. Ή παράθεσις ιδίως των ανεκδότων
κειμένων καί εγγράφων προσδίδει εις αυτό εξαιρετικήν σπουδαιότητα.
Διά τοιουτων συγγραμμάτων δΰναται να συλλεγή επιμελώς τό έν τοΐς
"Αρχείοις άποκείμενον πλουσιώτατον ανέκδοτον Ιστορικόν υλικόν καί
επ' αυτών νά στηριχθή ή άνερευνητος έτι καί άγνωστος ιστορία τής
ήμετέρας ’Εκκλησίας.
Έν ΆΟήναις.

Άρχιμ. Χρυσόστομος Α. ΙΙαπαδοπουλος

.

Π
Α.
368 Νέαι συγγραφαί καί μελέται — Κριτική καί Βιβλιογραφία

Β' ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Σύντμησις τών τίτλων τών έν τή Βιβλιογραφία άναφερομένων περιοδικών:


AB-Anal. Bollandiana ΘΑ—Θεολογ. Άγγελιαφ. Μόσχας
ΑΘΝ—Άθηνα Αθηνών 1KZ- Intern. Kirchl. Zeitschrift
ΑΝΪ—Άνάπλααις ’Αθηνών ILL—Ιερός Πολύκαρπος
ΑΝΠ—Antliropos IE —'Ιερός Σύνδεσμος
ΑΠΕ—1 Λνακ. Παλαιστ. 'Εταιρείας JA—Journal Asiatique
BAL— Bull. danc. litter. JTHS—Journ. of Theol. Stud.
BLE—Bull, de litt. eccles. ΛΛΟ-Λαογραφία
BX—Βιιζαντ. Χρονικά Πετρουπ ΜΣ — Μοϋσαι Ζακύνθου
BZ —Byz. Zeitschrift ΜΣΚ—Μουσική ΚΠόλεως
ΓΡΜ - Γράμματα ’Αλεξανδρείας ΝΕ—Νέος Έλληνομνήμων
ΔΑΠΧ—Δελ. Αΰτ. Πανεπ. Χαρκόβου ΝΣ-Νέα Σιών
DZ—Die Zukunft OCH—Oriens Christianus
ΔΥΠ—Δελτ. ρωσ. Ύπ. Παιδ. OOM—Όρθόδ. 'Ομιλητής Καζάν
ΕΑ —Εύρωπ. Άγγελιαφόρος Πετρουπ. ΟΠΣ—ΌρΟ. Παλαιστ. Συλλογή, ρωα.
ΕΑΚ—Έργα Άκαδ. Κίεβου ΠΝΘ —Παναθήναια. Άθήναι
ΕΑΒ—Έκκλησ. ’Αλήθεια Βερολίνου ΠΝΤ—Πάνταινος
ΕΑΚΠ—Έκκλησ. ’Αλήθεια ΚΠόλεως ΠΛ-Πίστις κα’ι Λόγος. Χάρκοβον
EBD—Ebdomadaire RB-Revue Biblique
ΕΕΤ — ’Εκκλ. Είδ. Τριπ. 'Ελλάδος RHE-Revue d'Hist. Eccles.
ΕΙΠ — Έπιστημ. ίστ. περιοδ. Πετρουπ. RACH—Rivista di Apost. Christ.
ΕΚ—Έκκλησ. Κήρυξ Λάρνακος RO —Roma e l'Oriente
ΕΚΑ—’Εκκλ. Άγγελιαφ. Πετρουπ. RSR-Rech. de sc. relig.
ΕΟ -Echos d’Orient STR—Strannik. Πετρούπολις
ER-The Eccles Review, Philadelfia
.
TOL—Theol. u. Glauben.

EY—Ευαγγελισμός ΚΠόλεως THQ—Theol. Quartalsch.
ΕΦ — 'Εκκλ. Φάρος XA—Χριστ. ’Ανάγνωσμα. Πετρουπ.
ETD—Etudes. Compagnie de Jesus XK—Χριστ. Κρήτη
ΕΤΗ - Etudes de Theol. historique ΧΡ—Χριστιανός. Μόσχα.
ET—Etudes ΧΡΚ—Χριστιανικός Κόσμος Σύρου
Π

ZKT - Zeitsclir. f. kath. Theol.


Συντάκται της Βιβλιογραφίας : X. [Χρυσόστομος Α. Παπαδόπουλος], Δ. Κ. [Δημήτριος
Καλλίμαχος], Γ. Π. [Γρηγόριος Παταμιχαήλ].
Α.

ΜΝ Η ΜΕ ΙΟΛΟΓ ΙΑ—ΤΕΧΝΗ

Ρουμπάνη Γερμανού Άρχιμ., Ό εν Θεσσαλονίκη ναός τοΰ με­


γάλο μάρτυρος Δημητρίου (ΕΕΤ 1913 άρ&. 160 έξ).— Περιγραφή τοΰ
ιστορικού τούτου μνημείου όχι τόσον ιστορική καί αρχαιολογική, δσον
προς ηβικούς και διδακτικούς σκοπούς. Γ. Π.
Τό άρχαιότερον άγαλμα τοΰ Σωτήρος (έφημ.
«Ήχώ τού Λονδίνου» 21—4 ’Ιουλίου 1913).
Κατά τον Δρα Φραγκλΐνον Hamilton, τό άρχαιότερον άγαλμα
τοΰ Σωτήρος άνευρέθη εν χριστιανικά) τάφω παρά την Δαμασκόν και
χρονολογείται από τής β'—γ' έκατονταετηρίδος (190--210). Αίαν
άσύμμετρον και κακότεχνον ό'ν, παρουσιάζει ποιμένα κύπτοντα και φε-
ροντα επ’αίμων αμνόν. Ό τύπος τής μορφής τοΰ Σωτήρος δεν φαί­
νεται ό αυτός προς τον τής παραδόσεως. Γ. Π.
Νέα·, συγγραφαί καί μϊλέται - Κριτική καί Βιβλιογραφία 3U9

Πρωτάαωφ Ν. Δ., “Υλη διά την είκονογράφησιν τής Άναστά­


σεως τοΰ Σωτήρος (ΘΑ 1913 Μάρτ. σ. 426—452, Άπρίλ. σ. 750—
768, Μάιος 45—75).
Ό σ. άφορμώμενος από τοΰ τΰπου τής έν τή ζωγραφική άνα-
παραστάσεως τής Άναστάσεως τοΰ Σωτήρος κατά τά δεδομένα τής
παραδόσεως, ορίζει έν αύτω ώς πρώτιστον στοιχεΐον τον τάφον τοΰ
Κυρίου. ’Εντεύθεν θεωρεί σπουδαιότατον διά την είκονογράφησιν τής
Άναστάσεως τοΰ Χριστοΰ τον ορισμόν τής σχέσεως μεταξύ τοΰ τά­
φου τούτου έν 'Ιεροσολύμοις καί τής υπό τών πρώτων χριστιανών
καλλιτεχνών πραγματιστών άναπαραστάσεως αύτοΰ. Λαμβάνει έκ τού­
του αφορμήν νά όμιλήση διεξοδικώς περί τής παρ’ Έβραίοις τα­
φής, περί τής βαβυλωνιακής έσχατολωγίας, περί τών ώς τάφοι χρη­
σιμοποιούμενων σπηλιαίων, ΐνα καταλήξη εις την αληθοφανή περι­
γραφήν τοΰ ιστορικού τάφου τοΰ Κυρίου καί εις τήν ιστορίαν αύ­
τοΰ, μετ’ έπιμελείας προσάγων πάσαν περί αύτοΰ μαρτυρίαν καί
περιγραφήν από τών άρχαιοτάτων χρόνων. Ή πραγματεία είνε λίαν
ενδιαφέρουσα, κοσμείται δέ καί υπό πολυαρίθμων διασαφητικών ει­
κόνων. Γ. Π.
Kirsch J. Ρ., L’ aigle sur les monuments figures de Γ
.
antiquite chretienne (BAL 1913, 2. σ. 112—126).

Georg Johann, Herzog zu Sachsen, Der h. Spyridon,
seine Verehrung u. Ikonographie. Leipzig, Teubner, 1913 a. 28.
Ktinster E., Die Schlange in der griech. Kunst u. Reli­
Π

gion. Mit 32 Textabbild. Giessen, Topelmann, 1913, σ. X —172.


Diehl Charles, Ή πόλις τοΰ 'Αγίου Δημητρίου. [Μετάφρ.
Α.

Β] (ΠΝΘ τόμ. ΚΖ' τεΰχ. Νοεμβρίου 1910 σ. 39—43).


’Αριστοτεχνική περιγραφή τής ζωής τής Θεσσαλονίκης έν σχέσει
μέ τάς παραδόσεις καί τά θαύματα τοΰ πολιούχου 'Αγίου. ΙΙεριγρά-
φων τήν έν Θεσσαλονίκη ’Εκκλησίαν τοΰ 'Αγίου Δημητρίου σημειοΐ ;
«Είνε ή ’Εκκλησία αύτη μία εύρεΐα βασιλική μέ πέντε νάρθηκας, μέ
υπέροχους σκηνογραφίας καί μαρμαίρουσα δλη από τήν αρμονικήν
συναρμογήν τών πολυχρώμων μαρμάρων ποΰ διακοσμοΰν τούς τοί­
χους. Έπί τών ύ\|ηλών κιόνων, δπου τό κιτρινωπόν τοΰ καρυστίου
(είδος μαρμάρου μέ φλέβας) έναλλάσσεται μέ τό παλαιόν πράσινον,
άκκουμβοΰν τά λευκά μαρμάρινα κιονόκρανα, τά σκαλισμένα ωσάν χρυ­
σαφικά. Υψηλότερα εις τό άφθονον φώς τοΰ κεντρικού νάρθηκος
φεγγοβολοΰν τά πολυτελή περιβλήματα μέ τά ακτινοβολούντο χρώ­
ματα1 εις τό ημίφως τών πλαγίων ναρθήκων λάμπουν μωσαϊκά μέ
370 Νέαι συγγραφαί καί μελέται — Κρπική καί Βιβλιογραφία

μίαν αναλαμπήν άμαυράν και τό κυανοϋν ή πράσινον φόντο τών


συνθέσεων άνταποκρίνεται κατά τρόπον μοναδικώς ευτυχή εις τον κυ-
ριαρχοΰντα τόνον των κιόνων, διά μέσου των οποίων τό βλέπει κα­
νείς. Υπάρχει εκεί λεπτή αΐσθησις τής αρμονίας, πού άποδεικνΰει
πολύ μεγάλην τέχνην καί πού τιμά τον οικοδόμον τής βασιλικής τού
‘Αγίου Δημητρίου». Διά τά μωσαϊκά τοϋ Ναού άποφαίνεται: «Τό
σύνολον είναι αρμονικής ωραιότητος πού κάμνει τά μωσαϊκά αυτά
τής Θεσσαλονίκης υπέρτερα καί από τά ωραιότερα ακόμη μεταξύ τών
περίφημων μωσαϊκών τής Ραβέννης ... Όλίγαι ψηφιδωτοί συνθέσεις
παρουσιάζουν τέχνην πλέον σοφήν, αίσθημα τοϋ χρώματος πλέον λο-
γαριασμένον, προσοχήν πλέον ευτυχή διά τήν προσωπικήν έκφρασιν.
Όλίγα έργα τής βυζαντινής τέχνης κάμνουν έντΰπωσιν πλέον δυνατήν»,
Καταλήγων γράφει: «Εις τούς τοίχους τής Εκκλησίας ό'“Αγιος μάρ-
τυς εινε πάντοτε παρών έν τή δόξη του τοιοϋτος όποιον τον ειδον καί
τον έλάτρευσαν τόσαι γενεαί θνητών, τοιοϋτος όποιος ένεφανίζετο, θαυ­
ματουργός σωτήρ, εις τόσας τραγικάς περιστάσεις προς τούς έκθαμ­
βους πιστούς του. Καί φαίνεται δτι αγρυπνεί ακόμη διά τήν σωτη­
ρίαν τής πόλεως, πού ακριβώς τήν ημέραν τής εορτής του, τήν 26
’Οκτωβρίου 1912 ανεκτή0η από τούς Τούρκους, οί όποιοι τήν κα-
.
τεΐχον από πέντε αίώνων, ως διά νά βεβακόση δτι μέχρι τοϋ σκε­

πτικού αίώνός μας ή Θεσσαλονίκη παραμένει πάντοτε ή πόλις τοϋ
‘Αγίου Δημητρίου». Δ. Κ.
Εμμανουήλ Έμμ. Άλ., Περιγραφή τής Μονής τοϋ 'Αγίου
Π

Σύλλα (Ροδιακόν Ήμερολόγιον τοϋ 1913 σ. 181—4).


Ό σ. ούδόλαις περιγράφει τήν έν Ρόδα) Μονήν καταδαπανώμενος
Α.

εις έξΰμνησιν τής πέριξ ζωής, τής φύσεως, τών χορευόντων καί τών
διαφόραίν πωλητών κατά τήν πανήγυριν τής 30 ’Ιουλίου. Δ. Κ.
Σωτηριάδου Γεωργίου, Ή βυζαντινή ’Εκκλησία Σκριποϋ (Όρ-
χομενον) (έφημ. «Νέα Ελλάς» ’Αθηνών 13 Μαρτίου 1914).
Ό λόγος περί τοϋ ναοϋ τής προ είκοσαετίας διαλυδείσεις μονής
τής Κοιμήσεως τής Θεοτόκου έν τώ άρχαίω Όρχομενώ τής Βοιωτίας
παρά τάς πηγάς τοϋ Μέλανος ποταμού. Ό ναός έκτίσθη τώ 873,
εινε δε τό άρχαιότατον υπόδειγμα βυζαντ. ναοϋ έν Έλλάδι έν σχή-
ματι σταυροΰ. Ό σ. συνηγορεί υπέρ τής ταχείας άναστηλώσεως τοϋ
ναοϋ τούτου. Γ. Π.
Κονδακώφ Ν. Π., ‘Η εικονογραφία τής Θεοτόκου. Τόμ. Ι·;
240 εικόνες έν τώ κειμένω καί 7 έγχρωμοι πίνακες. Πετρούποίας
1914, σελ. 387 (ρωσ.).
Νέαι ουγγραφαί καί μελέται — Κριτική καί Βιβλιογραφία 371

Tatrali Ο., Melanges d’ archeologie et d’ epigraphie by-


zantines. Paris, Geuthner, 1913, p. 96.
Gauckler P., Basiliques chretiennes de Tunisie (1892—
1904). Paris, Picard, 1913.
Baumstark A., Die konstantinischen Bauten am hi. Grab
in Jerusalem. Gorres —Gesellschaft, 1913.
Γιαμαλίδου Χρηστόν A., Άρχαΐαι έκκλησίαι ’Επίδαυρου και
ιών πέριξ χωρών [ΑΘΝ τ. ΚΕ' τεΰχ. Δ', 1914 σ. 405—429].
Ό σ. διαμείνας εν τώ ’Ασκληπιεία) Επίδαυρου επί τετραετίαν
ώς επιμελητής των αυτόθι αρχαιοτήτων ήδυνήθη νά περισυλλέξη
σημειώσεις τινάς περί τών εν Έπιδαύρω αρχαίων Έκκλΐ|σιών, ας και
κατατάσσει χρονολογικούς (ΐς-'—ιη' αΐ.), συνδημοσιεΰει δέ και έπιγρα-
φάς τών π. X. χρόνων, ας εΰρεν εν τοΐς ναοϊς τούτοις. Γ. Π.
Kaufmann Carl Maria Dr, Konstantin und Helena auf
einem griechischen Hostienstempel [OCH τ. IV, I, a. 85—87].
Βέη Νίκου A., Οί κτίσται τοΰ εν Σέρραις πΰργου τής αύ-
γουστας Ελένης. Συμβολή εις τήν 'Ιστορίαν τών Σερρών επί Σερ-
βοκρατίας (ΒΧ τ. XVIII, 1911, σ. 302—327).
Παχτίχου Τ. Δ., ‘Η μετά τον παρόντα πόλεμον θέοις τής
.

Μουσικής (ΜΣΚ Δ', 37—38, σ. 1—4).
Τής μουσικής άποτελουσης εν τών πολυτίμων τοΰ εθνικού βίου
αγαθών υπέρ ών οί λαοί αγωνίζονται σήμερον κατά τον παρόντα πό­
λεμον, ούτος πάντως θά συμμεταβάλη καί αυτής τήν ηθικήν καί τε­
Π

χνικήν θέσιν, προ πάντων δμως τήν ηθικήν, προς πληρεστέραν τών
λαών ήθικοποίησιν και έξημέρωσιν. Ή κατ’ εξοχήν ηθοποιός καί Ιθνο-
Α.

ποιός αΰτη τέχνη άπώλεσε πολύ τοΰ μεγαλείου αυτής ταπεινωθεΐσα


είς περιγραφήν αγρίων παθών καί εις ΰπέκκαυσιν χυδαίου έρωτος,
ασέμνων ορέξεων καί σαρκικών ηδονών, ώς καταφαίνεται εκ τών κα-
τεχόντων τήν σκηνήν τοΰ νεωτέρου θεάτρου Ιλαφρών έργων. Ούτως
έκφυλισθεΐσα διετέθη είς υπουργίαν τοΰ ύλιστικοΰ τής εποχής πνεύ­
ματος, είς διαφθοράν τών ευγενεστέρων ορμών καί τάσεων τής άν-
θριοπότητος, αντί νά προσέλθη επίκουρος είς τήν Ικπαίδευσιν, τήν
ορθήν αγωγήν, τήν χειραφέτησιν από τών παθών καί τήν άνάπτυξιν
καί εμπέδωσιν χαρακτήρων, ώς ήτο παρά τοΐς αρχαίοις, άποβάσα,
κατά τον Hans Rothhardt, ηθική πανώλης. Φρονεί λοιπόν δ σ. δτι,
μετά τον πόλεμον, συν τή επικρατήσει ήθικωτέρων αρχών εν ταΐς
κοινωνίαις, καί ή μουσική, Ιπανερχομένη εις τήν άρχαίαν αυτής α’ί-
γλην, θά επανακτήση τήν ήθοπλαστικήν αυτής δύναμιν συντελοΰσα εις
“ Έκκλ. Φάροι I, τόμ. Ji’ τιΰχ. ρ'-ρβ (Ίον).ιος-ΣίΤττίρβριος) 1915 24
372 Νέαι συγγραφαί καί μελέται — Κριτική καί Βιβλιογραφία

ήμερότητα, φιλανθρωπίαν, ευδαιμονίαν καί αρετήν. Είδικώς διά την


ελληνικήν μουσικήν τρέφει τήν πεποίδησιν, ότι θά διανοιγή δι’ αυτήν
ευρύτατος όρίζων, εν ω θά έξυψωθή εις ηθικά και ιδεώδη φρονήματα.
Γ. Π
Γ. Δ. Πζαχτίκου), Τό εκκλησιαστικόν μουσικόν ό'ργανον επι­
νόημα ελληνικόν (ΜΣΚ Δ', 37—38, σ. 8 — 10).
Επικρατεί ή γνώμη, δτι τό παρά τοις δυτικοί;—κατολικοΐς καί
διαμαρτυρομένοις—εκκλησιαστικόν μουσικόν ό'ργανον, τό γνωστόν
υπό τήν προσωνυμίαν "Οργανον (Orgue, Orgel), είνε φραγκικόν
επινόημα. Ό σ. άποδεικνύει, ότι, άπ’ εναντίας, τοΰτο εΐ’ε έφεύρεσις
ελληνική, όφειλομένη ιδία εΐς τον διάσημον μηχανικόν Κτηαίβιον,
Άλεξανδρέα (γ' π. X. αί.), καί τελειοποιηθεΐσα μετέπειτα υπό τού
έπ’ ίσης Άλεξανδρέως μαθημαιικοϋ "ΙΙοωνος, παρ’ ω καί άπαντά
ή πρώτη αυτοΰ περιγραφή· τούτου έν τοΐς μετέπειτα μνημονεύουσιν
οί Μάρκος Βιτρούβιος, Άθήναιος καί ιερός Αυγουστίνος. Τοΰτο τό
’Όργανον παραλαβόντες οι Βυζαντινοί ανέπτυξαν καί έχρησιμοποίησαν
εΐς διδασκαλίαν τής φωνητικής μουσικής, καίτοι δεν εΐσήγαγον αυτό
εις χρήσιν τής λατρείας έν τώ ναώ, ένεκα λόγων, ών άνέβαλεν δ
σ. τή ν έκθεσιν. ’Από τοϋ Βυζαντίου ακριβώς παρελήφθη ύπο
.

των δυτικών τό πρώτον επί Κωνσταντίνου Ε', άποστείλαντος αυτό
διά πρεσβείας προς τον ηγεμόνα τών Φράγκων Πιπΐνον τον Μικρόν
καί ειτα προς Κάρολον τον Μέγαν υπό τοϋ Μιχαήλ Α'. Παρά τοΐς
δυτικοΐς τό πρώτον εΐσήχθη εΐς χρήσιν έν τή λατρεία τώ 822 διά
Π

Λουδοβίκου τοϋ Εύσεβοΰς, έπί τή βάσει δ’ αυτοΰ κατεσκευάσδησαν


καί σήμερον κατασκευάζονται τά έν Ευρώπη καί ’Αμερική έν χρήσει
Α.

διάφορα πνευστά όργανα. Ό σ. έπάγεται, ότι «ή έν φιλομούσοις καί


φιλομόλποις έλληνικαίς ο’κογενείαις εισαγωγή αρμονίων αντί τών συνή­
θων κλεώ οκυμβάλων αποτελεί πράξιν οΰ μόνον τελείας μουσικής
άντιλήψεως καί ώφελείας, αλλά καί φιλογενοϋς περισώσεως γνήσιας
καί έθνικής μουσικής παραδόσεως. ’Ιδού τί θ’ άπήτει παρ’ ημών ή
ανεπτυγμένη έθνική μουσική συνείδησις». Γ. Π.
Leen William, Symbolism in religious teaching (ER LI,
5, Nov. 1914 σ. 515—527).
ΑΡΧΕΙΟΛΟΓΙΑ

Διαμ αντάρα Α., 'Ιστορικά έγγραφα. Διαθήκη ίερέως ’Αποστό­


λου έν Καστελλορίζω. (Ροδιακόν Ήμερολόγιον τοϋ 1913 σ. 139-140).
Τό ανωτέρω δημοσιευόμενον έγγραφον έγράφη ’τήν 3 Μαρτίου
Νέαι συγγραφαί καί μελέται — Κριτική καί Βιβλιογραφία 373

εοΰ 1805, ώς συμβολή εις την ιστορίαν και λαογραφίαν τοΰ Καστελ-
λορίζου. Δ. Κ.
Λάμπρου Σπ. Π., Γράμμα σιγιλλιώδες τής ίερας μονής Κο-
βινίτζης (ΝΕ I, 1913, σ. 135—137).
Έκδίδοται εκ τοΰ 53 κώδ. τήςί,'άγιορειτικής μονής Ξηροποτάμου
(ιη' αι), έγράφει δ’ επί τοΰ πατρ. Ίερεμίου Β' τώ 1544 υπέρ τής εν
Μακεδονίφ μονής Είκοσιφοινίσσης. Γ. Π.
Kurz Ed., Naclitragliches zu den Akten des Xenophon-
klosters (BX τ. XV11I, 1—4, 1911, σ. 96-107).
Έκδίδονται 6 έγγραφα ’Ισαάκ ίερομ. τοΰ Πρώτου των εν τώ
«γίω ”Ορει σεβασμίων μονών (1086), Στεφάνου βασιλέως και αΰτο-
κοατορος Σερβίας καί Ρωμανίας (1352, Ίουνίω, Ίνδικτ. V), Τιμο­
θέου Β' Κ)πόλεως (1618,26 Μαΐου), τοΰ αύτοϋ (1620 Μαία), Ίνδικτ.
Ill), Γραβριήλ Δ' Κ)πόλεως (1784, 13 Ιουνίου), καί Καλλινίκου Κ)-
πόλεως (1802, Σεπτ., Ίνδ. VI). Γ. Π.
Λάμπρου Σπυρ. Π., Έπανέκδοσις επιστολών τοΰ μητροπολίτου
Μήδειας Θεοφάνους (ΝΕ τ. Γ, τεύχος Γ' 1913, σ. 258—275).
Τάς έπιστολάς ταύτας Ιξέδωκε τό πρώτον Ικ τοΰ ΰπ’ άριθ. 6
χώδικος τοΰ Γυμνασίου Μυτιλήνης δ 'Ad. Παπαδόπουλος-Κεραμεΰς,
.
επανεκδίδει δέ ταΰτας ό κ. Λάμπρος εκ τοΰ ΓΙαρισιακοϋ κωδικός 1292

διά τάς παρατηρουμένας ούκ δλίγας διαφοράς. Γ. Π.
Βελανιδιώτου Ίεζ. Άρχιμ., ’Ανέκδοτα πατριαρχικά γράμματα:
Σιγίλλιον—Αναφορά καί Κατάστιχον τής Ίερας Μονής Ντίμνοβας,
Π

επαρχίας τοΰ 'Αγίου Μονεμβασίας (ΙΣ 1914 άριθ. 211, σ. 10—11).


Λάμπρου Σπ. Π., Κατάλογος τών καιδίκων τής Ίεράς Μονής
Α.

Προυσοΰ (ΝΕ τ. Γ τεΰχος Γ', 1913, σ. 289—321).


Βελανιδιώτου ’Ιεζεκιήλ *Λρχιμ., ’Ανέκδοτα πατριαρχικά γράμ­
ματα: Σιγίλλιον τής μονής Μαρδατζά (ΙΣ 1914 άριθ. 209, σ. 7—9).
Bees Nicos A. Dr phil., Literaturbericht I iiber griechiche
Ver5ffentlichungen, welche sich auf Byzantinisches beziehen.
Separatabdruck aus «Vizantijskij Vremennik», Bd. XVIII, 1911
Petersbourg 1913, σ. 60.
Βέη Νίκου Λ., Ό κώδιξ τής ’Ορθοδόξου ’Εκκλησίας Άνδρου
καί Σύρου. Συμβολή εις τήν ’Εκκλησιαστικήν Ιστορίαν τών Κυ­
κλάδων (ΒΧ τ. XVIII, 1911, σ. 208—246).
ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ

Σκιά Άνδρέου, Ή κατάργησις τών σχολικών εξετάσεων (έφημ.


ΡΑθήναι» 18 καί 19 Αύγ. 1913).
374 Νί«ι συγγραφαί καί μελέται — Κριτική καί Βιβλιογραφία

Kara ιά τελευταία ετη πανταχόθεν ήρξαντο ΰψουμεναι φωναΐ'


κατά τών σχολικών εξετάσεων, ή ft’ Ελληνική Πολιτεία ήδη μάλιστα
πρυέβη εις την κατάργησιν τών Ιξετάσεων έν τοϊς δημοτικοΐς σχολεί­
ο ις, προανήγγειλε δέ καί την εν τοϊς σχολείοις τής μέσης έκπαιδευ-
σεως προσεχή αυτών κατάργησιν. Έκ τής αφορμής ταΰτης δ εν
τώ Έθνικώ Πανεπιστήμια) καθηγητής κ. Ά. Σκιάς εν τώ μακρψ
δίρθρφ τοΰτφ κηρύσσεται κατά τής καταργήσεως τών εξετάσεων εν
γένει, θεωρών ταυτην ώς τε άντιφάσκουσαν προς τήν καθόλου ελλη­
νικήν νομοθεσίαν περί προσόντων τών δημοσίων υπαλλήλων, καί ώς
δίνιικρυς άντιπαιδαγωγικήν. Διότι ή Ελληνική Πολιτεία ώς μόνον
τεκμήριον τών προσόντων τών δημοσίων της υπαλλήλων θεωρεί τά
ενδεικτικά των, έφ’ δσον δέ δεν μεταβάλλει τήν περί τών τοιούτων
προσόντων νομοθεσίαν, δεν δύναται νά καταργήση τάς εξετάσεις,
Έξ άλλου ή Ελλάς διά τής καταργήσεως ταυτης αποτελεί μοναδικήν
έξαίρεσιν εν τοϊς πεπολιτισμένοις κράτεσι. Καί αυτοί οι εκ τών
παιδαγωγών κακίζοντες τό σύστημα τών εξετάσεων όμολογυϋσιν, δτι
έκτος αυτών οΰδέν άλλο υπάρχει μέσον τοϋ ελέγχου τής τε ίκανότη-
τος τών μαθητών καί τής ευδόκιμου εργασίας τών διδασκάλων, ή
κατάργησις άρα αυτών δεν συμφέρει καί δέον νά στέργωνται ώς
.
άναγκαΐον κακόν. Φρονοϋσι συγγχρόνως, δτι μόνον τότε ήδυνανιο

νά καταργηθώσιν αί εξετάσεις, δταν ή λειτουργία τών σχολείων
ήίίελε φθάσει εις ιδεώδη τελειότητα, ώστε νά μή ύπάρχη χρεία
ελέγχου μήτε τών μαθητών, μήτε τών διδασκάλων, καί δταν αί τά­
Π

ξεις δεν άπετελοϋντο έκ πολυαρίθμων μαθητών, διά νά έπιβλέπωνται


καί παρακολουθώνται πάντες ευκόλως. Έφ’δσον τό ιδεώδες τούτο
Α.

εινε δνειρον, αί εξετάσεις εινε άναγκαΐαι καί διά τήν ευχέρειαν τού
ελέγχου καί διά τήν σχολικήν πειθαρχίαν. Ό σ. εκθέτων είτα λε­
πτομερώς τάς έν Έλλάδι παιδαγωγικός καί σχολικός έν γένει συνθή-
κας, κακίζει τήν άντικατάστασιν τών έξετάσεων έν τοϊς δημοτ. σχο­
λείοις δι’ έπιδεικτικών εορτών, ας χαρακτηρίζει ώς λίαν έπιβλαβεϊς
καί εις τούς μαθητάς καί εις τούς διδασκάλους καί εις τούς γονείς,
αναιρεί δέ καί τό έπιχείρημα περί τοϋ επιβλαβούς τών έξετάσεων εις
τήν ύγιείαν τών μαθητών, αφού τά έν τφ δημοτ. σχολεία) τουλάχιστον
μαθήματα ούδένα κόπον άπαιτοΰσι. Τό άξιον προσοχής τοϋτο άρθρον
αυτού ό σ. καταλήγει διά τών εξής: «Ή παρ’ ήμΐν λοιπόν έγκρινο-
μένη καί έν μέρει διαταχθεΐσα κατάργησις τών έξετάσεων καταφαίνεται
εναντία όχι μόνον προς τήν νομοθεσίαν πάντων τών πεπολιτισμένων
κρατών καί προς τά διδάγματα τής έπιστήμης, αλλά καί προς αυτήν
Νίαι συγγραφαί καί μβλίται — Κριτική καί Βιβλιογραφία 37 &

■την Ιδίαν αυτής δικαιολογητικήν βάσιν. Δεν επιτρέπεται βεβαίως νά


«μφίβάλτ) τις δτι οί τοϋτο άποφασίσαντες ώρμήθησαν εξ αγαθής προ*
αιρέσεως, άλλ’ έπαινον και ευγνωμοσύνην θά όψείλη εις αυτούς το
■έθνος μόνον εάν σπευσωσι νά άνακαλέσωσι την τοιαυτην άπόφασιν»·
Γ. Π.
*Kas Π. Σ. Δέλτα, Γιά την Πατρίδα. (Βιβλία γιά τά Ελλη­
νόπουλα). Βιβλιοθήκη Εκπαιδευτικού 'Ομίλου. Άθήναι, τυπογρ.
«Εστίας» 1913, σελ. 134.
*Βλαχογιάννη Γιάννη, Μεγάλα χρόνια. (Βιβλία γιά τά Ελλη­
νόπουλα). Βιβλιοθήκη Εκπαιδευτικού 'Ομίλου. Άθήναι, τυπογρ. «Ε­
στίας» 1913, σελ. 79 (τιμ. 75 λεπτ.).
*Δελμούζον Δ., Τά Κοράλλια. (Βιβλία γιά τά Ελληνόπουλα)·
Μετάφρασις. Βιβλιοθήκη ’Εκπαιδευτικού Όμίλου. Άθήναι, τυπογρ.
«Εστίας» 1913, σελ. 16 (τιμ. 20 λεπτ.).
Τά τρία ταΰτα βιβλία άποτελοΰσιν αρχήν σειράς εκδόσεων τού
εν Άθήναις «’Εκπαιδευτικού Όμίλου», δστις διά τής συστάσεως αυτού
■ώς σκοπόν τής εαυτού δράσεως έθεσε την επί λογικωτέρων βάσεων
ρόΟμισιν τών τής έκπαιδεύσεως καί μορψώσεως των Ελληνοπαίδων·
Δέν εινε ενταύθα δ αρμόδιος τόπος δπως έκτιμηθή εμπεριστατωμένας
.
ή απόπειρα αύτη τού Όμίλου, άλλ’ ουδέ περί τούτου ήμΐν έν τω

παρόντι σημειώματι δ λόγος. Τούτο μόνον απλώς σημειούμεν, δτι, ως
εχουσι τά τής δημοτικής ιδία έκπαιδεύσεως παρ’ ήμΐν, δ Σύλλογος
είσηγεΐται λογικωτέρας καί ψυχολογικωτέρας μορφωτικάς καί εκπαι-
Π

δευεικάς μεθόδους, καί προς έπικράτησιν αυτών εργάζεται μετ’ ειλι­


κρίνειας καί έρωτος ακραιφνούς, προερχόμενων έκ τής εθνικής στορ­
Α.

γής προς τον Έλληνόπαιδα. Εις ταύτην ακριβώς την εθνικήν στοργήν
οφείλονται τά ωραία καί πραγματικώς μορφωτικά καί καταλη πτά
— προ παντός—εις τούς παΐδας διηγήματα ταύτα, διά τών δποίων
επιδιώκεται καί δ έρως τών ελληνοπαίδων προς την κατ’ οικον άνά-
γνωσιν, συνεχίσου σαν οΰ τω καί ενισχύουσαν τής σχολής τό έργον.
Γ. ΙΊ.
*18-14—1914. Ή Ριζάρειος ’Εκκλησιαστική Σχολή κατά τό έτος
19L1—1914, Τύποις Σ. Κ. Βλαστού 1914, σ. 20, μέγα 8°v.
Έν τώ τεύχει τούτω περιέχεται δ απολογισμός τών εσόδων καί
εςόδιον τής χρήσεως τού 1913 καί ή κατά τό τέλος τού σχολικού έτους
1913 — 14 Λογοδοσία τού Διευθυντοΰ τής Σχολής Άρχιμ. κ. Χρυ­
σοστόμου Α. ΙΊαπαδοπούλου. Έξ αυτής μανθάνομεν δτι κατά τό έτος
ποΰτο προσήλθον εις τάς εξετάσεις 61 μαθηταί, ών 6 άπελύθησαν·
376 Νέαι συγγραφαί καί μελέται — Κριτική καί Βιβλιογραφία

Ό λογοδοτών Διευθυντής ποιείται ιστορικήν έπίτομον άνασκοπήν τοΰ


έργου τής Σχολής, έπιμείνας εις τον προορισμόν των 'εξ αυτής άπο-
φοιτώντων, δστις άπετέλει ανέκαθεν τό «μέγα ζήτημα» τής Ριζαρείου,
διότι πολλα'ι μέν αποφάσεις εκάστοτε ελαμβάνοντο, οΰδεμία δ’ εξετε-
λεϊτο, παρά τάς επανειλημμένος τής Σχολής ένεργείας. Εις τό αυτό
κατέτειναν και αί κατά τό λήξαν σχολ. έτος νέαι προσπάθειαι, περί
ών νέαι αυθις ελπίδες εκφράζονται- ζητείται δήλα δή νά ένισχυθή μέν
άφ’ ενός τό πρόγραμμα τής Σχολής διά τής προσθήκης παιδαγωγικών
μαθημάτων, άφ’ ετέρου δε ν’ άναγνωρισθώσι διά νόμου τά προσόντα
των τροφίμων αυτής ως διδασκάλων, ΐνα καταστή δυνατή ·ή έλλογος
τοποθέτησις καί χρησιμοποίησις των αποφοίτων κατά τό χρονικόν διά­
στημα τό από τής άποφοιτήσεως μέχρι τής χειροτονίας των. Ούτως—
α>ς δικαίως επάγεται δ Πανοσιολ. Διευθυντής—ή Ριζάρειος καί πλη-
ρέστερον εις τον ειδικόν αυτής θ’ άνταποκριθή σκοπόν καί τελειότερον
θά καταρτίζη τούς τροφίμους αυτής, αλλά καί μείζονας θά παράσχη εις
τό έθνος ωφελείας, μορφοϋσα πρότυπα ζηλωτών καί εμπνευσμένων
διδασκάλων, «οΐτινες, εν καιρώ τώ προσήκοντι, εις τάς τάξεις τού
κλήρου προσερχόμενοι, θά μεταφέρωσι τήν διδασκαλίαν αυτών από
τής έδρας τοΰ Σχολείου εις τον άμβωνα, από τής νεολαίας εις τήν
.
οικογένειαν καί τήν κοινωνίαν δλην». Γ. Π.

ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ

Πολίτον Ν. Γ., Τά δημώδη Ελληνικά άσματα περί τής δρα-


Π

κοντοκτονίας τοΰ αγίου Γεωργίου (ΛΑΟ Δ', 1913, σ. 18δ—235).


’ Ανδρομάρη, Ό ’Επίσκοπος τοΰ Ααμαλΰ, (εφημ. «Εστία» ΆΟΐ]'
Α.

νών, ιζ1913, άριθμ. 7,027, 28 Αύγ. 1913).


Εΐνε λίαν γνωστή ή λαϊκή παράδοσις περί τοΰ Επισκόπου Δα-
μαλά, δστις
«δίχως νοΰ δίχως μυαλά
τά μικρά δέν ήθελε, τά μεγάλα γύρευε»,

καί δστις ένεκα τής ιχθυοφιλίας του συλλ,ηφθείς υπό πειρατών ύπε-
χρεώθη νά «γυρνά τό χερόμυλον, καί νά κουνά τό άραπόπουλον».
Περί τής παραδόσεως ταΰτης σημειοΰται ό Άνδρομάρης εν τφ ανω­
τέρω εν τή Εστία άρθρφ του τά εξής:
«Ή έντυπος έμφάνισις τής παραδόσεως αυτής έχετ εν συντόμω-
ώς εξής:
Κάποιος περιηγητής τώ 1765 διϊσχυρίσθη, δτι τήν ήκουσεν έπι
*όπου. (Φαίνεται, δτι έκαυχώντο οί παρά τον Πόρον κατοικοΰντες διιτ
τήν περιπέτειαν αυτήν τοΰ Δεσπότου των).
Neat συγγραφαί καί μβλέται — Κριτική καί Βιβλιογραφία 377

Ό "Ελλην λαογράφος εις τάς Παροιμίας του δμως, αναγραφών


τά τής Πανελληνίου έξαπλώσεως τής παραδόσεως ταυτης, μετά τών
παραλλαγών της, ίσχυρίσθη, δτι πρόκειται περί παλαιός παροιμίας,
εφαρμοσθείσης καί . εις τον Δαμαλάν.
Είς τό μεταξύ ό ιστορικός τής Ναυπλίας, όχι μόνον ήθελε την
παράδοσιν τοπικήν, άλλα καί προσδιώρισεν δτι πρόκειται περί συμ­
βάντος τοΰ 1715 καί δτι μάλιστα ό επίσκοπος ονομάζεται ’Ιάκωβος.
Λόγιος δέ κληρικός, ύπερθεματίζων, ίσχυρίσθη δτι ό ’Ιάκωβος ούτος
ήτο καί στιχουργός.
Νέος γλωσσολόγος δμως, στηριζόμενος είς τά επιστημονικά Ιπι-
χειρήματα τοΰ λαογράφου, προσδιώρισε την πρώτην υπό την τοιαυτην
μορφήν εμφάνισιν τής παροιμίας κατά τά προ τοΰ 1232 έτη καί έμνη-
μόνευσε μακαρίτην τινά ιεράρχην Ναυπάκτου σκλαβωθέντα από πει-
ρατάς, δστις πιθανόν νά έπωνομάζετο, λέγει, Δαμαλάς, ήτο γνωστός
δμως ως Τζήρος.
Έάν τό «τζήρος» τοΰτο ήτο παρατσούκλι καί διά νά παχυνθή δ
μακαρίτης απαλλασσόμενος συγχρόνως καί αυτού, Ιπεχείρει θαλασσίας
έκδρομάς, μία τών όποιων άπέβη προς όλεθρόν του, παραμένει
άγνωστον.
.
Αλλά δεν εινε ανάγκη νά ονομάζεται δ ιεράρχης Ναυπάκτου

Δαμαλάς. Φανερόν εινε δτι την μεγάλης διαδόσεως παροιμίαν εφήρ-
μοσαν απλώς οί κάτοικοι τού Δαμαλά είς τον άτυχή 'Επίσκοπόν των"
ούτε εινε άνάγκη νά άμφιβάλη κανείς περί τής άληθείας τοΰ πράγματος.
Π

Φρικώδης ήτο ή κατά τούς Τουρκοβενετικούς ιδίως πολέμους,


αλλά καί προ αυτών καί κατόπιν, πανωλεθρία είς τά παράλια καί τάς
Α.

νήσους άπό τάς έπιδρομάς πειρατών. Ή δημοτική ποίησις θρηνεί καί


τά χρονικά γέμουν φρικιαστικών περιγραφών.
Τότε καί δ άτυχής ’Επίσκοπος, δ όποιος ήμπορούσε καί νούν νά
είχε καί μυαλά, καί νά είχε μόνον ύπερμέτρως άνεπτυγμένην τήν αΐ-
σθησιν τής γευσεως, έσκλαβώθη». X.
Χαρίτον Σεραφείμ Γ. ‘Ιεροδ., Τό παραξύπνισμα (Ροδιακόν
Ήμερολόγιον τοΰ 1913 σ. 258—261).
Δημώδες Ροδιακόν γαμήλιον φσμα, άδόμενον υπό τών κεκλη-
μένων. Δ. Κ.
Δέσποτα Δημ. Μ., Τά Έκατόλογια (Ροδιακόν Ήμερολόγιον
τού 1913 σ. 159—165).
Δημώδες ροδιακόν έκ στίχων 181 μετά σημειώσεων έπεξηγημα-
ΐικών. ’Αληθής άδάμας τής δημώδους ημών ποιήσεως. Δ. Κ.
378 Νίαι αυγγραφαί καί μβλίται — Κριτική καί Βιβλιογραφία

Εύΰ'υμίου Εμμανουήλ Σ., Έκ τής δημώδους Ιατρικής εν Ρόδω


(Ροδιακόν Ήμερολόγιον τοΰ 1913 σ. 165—175).
Ό σ. Ιατρός εξετάζει τάς παραδόσεις τοΰ Ροδιακοΰ λαοϋ, τάς
έχούσας σχέσιν μέ την ιατρικήν, διασώζων έθιμα έκλείψαντα ή και
έκλείποντα προϊόντος τόΰ χρόνου προ τοΰ νεωτέρου πολιτισμού.
Δ. Κ.
Βααιλείον Π. Νιχολ., Δημώδες Καρπαθιακόν (Ροδιακόν Ήμε­
ρολόγιον τοΰ 1913 σ. 176—7).
Ώραΐον δημώδες άσμα εκδιδόμενον μετά ερμηνείας τών εν
αΰτώ δυσκαταλήπτων λέξεων. Δ. Κ.
Καλαμπίχη Εμμανουήλ, ’Από την ζωήν και τά έθιμα τών
χωρίων μας (Ροδιακόν Ήμερολόγιον τοΰ 1913 σ. 220—233).
Ό σ. εν εΐδει διηγήματος περιγράφει τά κατά τον γάμον έθιμα
έν Ρόδω. Δ. Κ.
*Παχτίχου Γεωργ. Δ., 260 δημώδη ελληνικά άσματα από τοΰ
στόματος τοΰ Ιλληνικοΰ λαοΰ συλλεγέντα καί παρασημανθέντα. Τόμος
Α'. Βιβλιοθήκη Μαρασλή. Έν Άθήναις, Τυποις Π. Δ. Σακελλαρίου,
Βιβλιοπωλεΐον Καρόλου Μπέκ, 1905 (Σελ. οζ'—410).
Ή συγγραφή διαιρείται ε’ις 6 τμήματα, περιλαμβάνοντα κατά
.
σειράν άσματα δημώδη τής Μικράς ’Ασίας (σ. 1 — 196), τής Θρά­

κης (197—260), τής Μακεδονίας (261—310), τής Ηπείρου και ’Αλβα­
νίας (311 — 342), τής Ελλάδος καί Κρήτης (343—360) καί τών νή­
σων τοΰ Αιγαίου, τής Κόπρου καί τής Προποντίδος (361—388).
Π

Πάντων τούτων τών φσμάτων παρατίθεται τό κείμενον καί ή ευ­


ρωπαϊκή παρασημαντική, ποιηθεΐσα ΰπ’ αΰτοΰ τοΰ συλλογέως από
Α.

τοΰ στόματος τών γηραιοτέρων κατοίκων τών άναφερομένων τόπων·


Τοΰ έργου προτάσσεται εμβριθής τοΰ εκδότου πρόλογος (α'—οζ'),
πραγματευόμενος περί τών περί μουσικής μελετών τών καθ’ ημάς
χρόνων, περί τής μουσικής τών νεωτέρων Ελλήνων, περί τοΰ ηθο­
ποιού χαρσκτήρος τής αρχαίας καί τής βυζαντινής μουσικής, περί
τής παρακμής τής Ιλληνικής μουσικής καί τής απώλειας τών αρχαίων
μελών, περί τών ημαρτημένων δοξασιών τών ξένων, ως προς τήν νεο­
ελληνικήν μουσικήν, περί τής ελληνικής γλώσσης καί τής ελληνικής
μουσικής, καί περί τής άνευρέσεως τής αρχαίας μουσικής διά τής
νεωτέρας ελληνικής. Γ. Π.
* Πολίτου Ν. Γ., Έκλογαί από τά τραγούδια τοΰ Ελληνικού
λαοΰ. Έν Άθήναις, Τυπογρ. «Εστία» Κ. Μάϊσνερ καί Ν. Καργα-
δουρη 1914. Παράρτημα τής Λαογραφίας άρ. 1. Σελ. ζ'—310*
Τιμ. δρχ. 4 (επί εκλεκτοΰ χάρτου δρχ. 6).
Νέ«ι ουγγραφαί καί μ«λίται — Κριτική καί Βιβλιογραφία 379

’Αντί παντός ετέρου εξ ημών λόγου περ'ι της έκδόσεως ταύτης,


προτιμώμεν νά παραθέσω μεν ενταύθα μέρος τοΰ προλόγου τοΰ εκδό­
του, ΐνα νοηθή τελείως τοΰ βιβλίου τούτου ή σπουδαιότατη σημα-
αία καί ό σημαντικώτατος σκοπός. «Έξαίρετον άναντιρρήτως θέσιν
—λέγει ό εκδότης—μεταξύ τών μνημείων τοΰ λόγου τοΰ ήμετέρου
λαοϋ κατέχουν τά τραγούδια- ό'χι μόνον ως ίσχυρώς κινοΰντα την
ψυχήν διά τό άπέριττον κάλλος, την άβίαστον απλότητα, την πρω­
τοτυπίαν και την φραστικήν δύναμιν καί ενέργειαν, άλλα καί ως άκρι-
βέστερον παντός άλλου πνευματικού δημιουργήματος τοΰ λαοϋ εμ-
φαίνοντα τον ίδιάζοντα χαρακτήρα τοΰ έθνους. Εις τάλλα είδη τοΰ
λόγου, τάς παροιμίας καί τούς μύθους, τά παραμύθια καί τά αινίγ­
ματα, ών ή μετάδοσις από λαοΰ εις λαόν είναι ευχερής καί συνήθης,
τά παρεισδύσαντα πολυπληθή ξένα στοιχεία καθιστούν δύσκολον τήν
διάκρισιν τοΰ δθνείου από τοΰ ιθαγενούς. Άλλ’ είς τά τραγούδια
καί τάς παραδόσεις ό εθνικός χαρακτήρ άποτυπώνεται ακραιφνής
καί «κίβδηλος. Αί μεν παραδόσεις, συναπτόμεναι ατενώς προς πα­
τρίους τόπους καί προς οικείας μορφάς, εμφανίζουν πλαστικώς τά
εθνικά Ιδεώδη, καί άποδεικνύουν δτι ή άρχήθεν μυθοπλαστική δύ-
ναμις τοΰ λαοΰ διατηρείται αμείωτος· τά δε τραγούδια έγκατοπτρί-
.

ζουν πιστώς καί τελείως τον βίον καί τά ήθη, τά συναισθήματα
καί τήν διανόησιν τοΰ ελληνικού λαοΰ καί έξωραΐζοντα διά τοΰ
ποιητικοΰ διακόσμου άναζωπυροΰν τάς αναμνήσεις τών εθνικών περι­
πετειών.
Π

Ή δημοτική ποίησις ένεκα τούτου είναι ή ασφαλέστατη αφετη­


ρία καί τό στερεώτατον θεμέλιον πόσης δημιουργίας τής ελληνικής
Α.

τέχνης. Τό έργον τοΰ ποιητοΰ καί τοΰ καλλιτέχνου είναι τελειότερον


καί μονιμώτερον, όταν τάς ρίζας του έχη είς τό πάτριον έδαφος.. ·
Καθόλου ή δημοτική ποίησις είναι τελεσφορώτατον ό'ργανον τής
εθνικής αγωγής, έκτρέφουσα καί συντηρούσα τό εθνικόν φρόνημα,
πας δ’ Έλλην πρέπει νά γινώσκη καί νά μελετά τουλάχιστον τά
κράτιστα καί κυριώτατα τών δημωδών λογοτεχνημάτων, μή άρκούμέ­
νος εις δσα τυχόν έν τώ καθ’ ή μέραν βίω έχει αποκομίσει έκ τής
προφορικής παραδόσεως. ..».
Όπως δίευκολύνη τον σκοπόν τούτον ό σοφός εκδότης άπήν-
θισε τά εκλεκτότερα τεμάχια τής δημώδους λογοτεχνίας εις είκοσικισχίλια
άριθμούμενα, τά όποια άρκοΰσι νά παράσχωστν επαρκή έννοιαν τοΰ
πλούτου καί τών εννοιών τής δημοτικής εθνικής ποιήσεως και
γίνονται οΰτω διά τής παρούσης εκδόσεως προσιτά είς πάντας,
380 Νέοι ουγγραφαί καί μελέται—Κριτική καί Βιβλιογραφία

ϊνα καταστή οΐκειοτέρα καί αγαπητότερα είς τούς πολλούς ή ελληνική


δημοτική ποίησις. "Οτι δέ ό μόνος παρ’ ήμίν αρμόδιος προς τοι-
αύτην εργασίαν ήτο ένδεδειγμένος ό κ. Ν. Πολίτης, περ'ι τούτου δεν
χωρεΐ αμφιβολία οίαδήποτε παρ’ έκείνοις, οΐτινες παρακολουθούσε
την λαογραφικήν εργασίαν τοϋ πολυμαθούς καθηγητοϋ. Γ. Π.
' * *Η ' Αηοκάλυψις τοϋ Άγγα&αγγέλον, ήτοι ΠροφητεΙαι περί
τού μέλλοντος και τής τύχης τών εθνών μετά φωτογραφημενών
αποσπασμάτων εκ τοϋ αρχαίου χειρογράφου καί σημειώσεων τών μέ­
χρι σήμερον επαληθευσασών προφητειών. ’Έκδοσις έπιμεμελημένη-
Έν Νέα ‘Υόρκη. Έκ τοϋ Τυπογρ. Χέλμη, 1914, σελ. 32.
Καί πάντοτε μέν, οσάκις εις πολέμους ενεπλέκετο τό ήμέτερον
έθνος, ό διαβόητος ’Αγαθάγγελος έφέρετο άνά τα στόματα τών λαϊ­
κών τάξεων, ιδία δ’ δμως νϋν, άμα τή έκρήξει τοϋ μεγάλου ευρωπαϊ­
κού πολέμου, κατέστη τό πολυχρηστότερον τών λαϊκών βιβλίων, έν τφ
όποίω διεβλέπετο ή πλήρωσις τών προφητειών του. ’Από τής έπό-
•ψεως ταύτης εύεξηγήτως ό εν Αμερική εκδότης τοϋ ’Αγαθάγγελου
λέγει σύν άλλοις έν τώ προλόγω του, οτι«. . . έρχεται (ό Άγαθ.) σήμε­
ρον με δλον τό κύρος τών προφητικών άποκαλύψεών του νά ρίψιγ
φώς επί τών μεγάλων ιστορικών γεγονότων, τα όποια ήγειραν είς
.
μυριάνθρωπον γιγαντομαχίαν Ευρώπην, ’Ασίαν καί ’Αφρικήν». Ό’

εκδότης περαιτέρω ισχυρίζεται, δτι την έκδοσίν του ταύτην έπεχεί-
ρησε πρώτος καί μόνος αυτός έξ αρχαίου γνησίου χειρογράφου, περι-
ελθόντος από εικοσαετίας περίπου είς χεΐράς του, έξέδωκε δ’ αυτό
Π

μετά προσεκτικήν μελέτην έπί μήνα διαρκέσασαν ως έκ τοϋ δυσανα-


γνώστου αυτού. "Οπως πεισθή δ’ ό αναγνώστης περί τής γνησιότητος
Α.

τοϋ αρχαίου χειρογράφου, άναπαρήγαγε μεταξύ τοϋ κειμένου φωτογρα­


φικός αποτυπώσεις αποσπασμάτων τινών. Καί είς ποιαν μέν γλώ-
σαν άρχικώς έγράφησαν αί «προφητεΐαι» αύται τοϋ «Ροδίου ερη­
μίτου»—ώς άποκαλει τον ’Αγαθάγγελον ό έκδοτης—, πότε έξεδό-
θησαν τό πρώτον καί τίς φέρεται ώς μεταφραστής των, γενήσεται λό­
γος έν σημειώματι άλλου τεύχους- τό αληθές δ’ είνε δτι, παρά τάς
λοιπάς πολυαρίθμους έν Έλλάδι λαϊκάς έκδόσεις, ή παρούσα
παρουσιάζεται ώς ή εύπροσωποτέρα καί αληθώς «έπιμεμελημένη»,
διότι έξεδόθη έπί έκλεκτοΰ χάρτου μετά περισσής φιλοκαλίας και
Ικανών «διαφωτιστικών» σχολίων έν ΰποσημειώσεσι. Γ. Π.
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑΙ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

'Επιστημονικόν Ίωβιλαϊον.
Τή 2G Σεπτεμβρίου δ Καθηγ. τη; έν ΙΙετρουπάλει Θεολογικής
’Ακαδημίας κ. ’Ιωάννης Σοκολώφ συνεπλήρωσεν είκοσιπενταετίαν
τής έπιστημονικής αυτού δράσεως καί διδασκαλίας. Καί συντόμους
μέν βιογραφικάς περί αύτοΰ ειδήσεις παρέσχομεν ήδη έν τώ «Παν-
ταίνω» (Ζ' [1915] 605 — 606), ένταΰθα δ’άπαριθμήσωμεν, κατά τό
δυνατόν,τά μέχρι τοΰδ’έκδοθέντα έπιστημονικά αυτού έργα, άτινα πάντα
ένδιαφέρουσιν ιδιαιτέρως την Ελληνικήν ’Ανατολικήν Εκκλησίαν,,
ής την ιστορίαν, κατά την βυζαντινήν προ πάντων αυτής περίοδον, διδά­
σκει ό εορταστής έν τή Θ. ’Ακαδημία τής Πετρουπόλεως άπό δεκα­
ετίας μετά πολλής τής καρποφορίας, άναδειχθείς ούτως εις των μάλ­
λον διακεκριμένων βυζαντινολόγων ου μόνον έν τή ρωσική, άλλα
καί έν τή δυτική ευρωπαϊκή βυζαντινολογία. Καί εΐνε μέν αληθές»
δτι ή βυζαντινολογία ως έπιστήμη άνεφάνη καί καλλιεργείται ιδίως
έν τή Δύσει, άλλ’ οί δυτικοί έπιστήμονες, καί των Ρώσων δέ βυζαν-
τινολόγων οί πλεϊστοι, την προσοχήν αυτών έστρεψαν καί στρέφουσι
μάλλον προς τήν πολιτικήν ιστορίαν τού Βυζαντίου, βπερ σπουδάζου-
σιν ως έκπολιτιστικόν κέντρον καί παράγοντα τής μεσοχρονίου 'Ιστο­
.
ρίας. Τοιουτοτρόπως ή ολως παραγκωνίζουσι τήν ’Εκκλησιαστι­

κήν ιστορίαν καί σημασίαν τού Βυζαντίου, ή έλάχιστα περί αυτήν
διατρίβουσι, πολλάκις δέ αί περί αυτής ειδήσεις καί κρίσεις αυτών
ή είνε έσφαλμέναι, ή καί άγαν μεροληπτικαί. Τούτο άκριβώς τό κε­
Π

νόν άνεπλήρωσεν έπιτυχώς ό κ. Ί. Σοκολώφ, ή δ’ έπιτυχία αυτού


όφείλεται εις τούτο, δτι, θερμός μέν ών ζηλωτής τής ιστορικής άλη-
θείας, έν έπιγνώσει δέ τιμών τήν ’Ορθοδοξίαν ώς τήν μοναδικήν ζω­
Α.

τικήν τού Χριστιανισμού αρχήν, κατανοήσας δέ τήν μεγάλην σημα­


σίαν τού Βυζαντίου έν τή μακραίωνι ζηλοτύπω φρουρήσει καί υπερα­
σπίσει τής ορθοδοξίας ταύτης κατά τήν αρχήν τής ακρίβειας τών τε
382 'Επιστημονικοί ειδήσεις

δογμάτων καί των κανόνων, ταΰτα εσχεν ως όδηγούς τής έπιστημονι-


κής αύτοΟ δράσεως καί συγγραφικής γονιμότητος. Ή δράσις αίίτη
υπήρξε λίαν έπωφελής καί εις τό συμφέρον μέν τής καθόλου βυ­
ζαντινολογίας, ιδία δ’ δμως είς τήν πάτριον του έορταστοΰ ιστορίαν,
διότι ή ακριβής καί έμβριθής του Βυζαντίου σπουδή είνε σπουδή καί
διαφώτισις τοΰ έκπολιτισμοΰ τοΰ Ρωσικού Ιθνους, τήν θρησκείαν, τόν
πολιτισμόν καί τα γράμματα δεξαμένου έκ Βυζαντίου. Έξ άλλου κύ­
ριον χαρακτηριστικόν τής ύπ’ αυτού έπιστημονικής έπεξεργασίας τής
ιστορίας τής Βυζαντινής Έλληνο-Άνατολικής ’Εκκλησίας ήτο καί
είνε ή έμβριθής άντικειμενικότης καί ή σοβαρώς έπιστημονική έφαρ-
μογή τών μεθόδων τής αληθούς ιστοριογραφίας, συνεπώς δ’ ή διαφώ-
τισις τών ιστορικών γεγονότων άπ’ αυτών τών πηγών καί ή έπ1 αύ-
•τών φιλοσοφία καί κρίσις διά τής άκριβούς έκτιμήσεως τών προσώπων
καί τής έπιτυχοΰς τών έκάστοτε περιστάσεων σταθμήσεως. Τούτο ου-
νάμεθα να εΐπωμεν δτι αποτελεί τό κυριώτερον, άλλα καί τιμητικώ-
τερον χαρακτηριστικόν τών έπιστημονικών εργασιών τού κ. I. Σοκο-
λώφ, διότι, ώς καί άλλοτε πολλάκις συνέβη νά εΐπωμεν, δυστυχώς τι-
νές τών Ρώσων έκκλησ. ιστορικών ύπερέβησαν πολλούς καί τών εύρω-
παίων βυζαντινολόγων έν τή καταφώρψ άδικία τής Ελληνικής Βυ­
.
ζαντινής Εκκλησίας διά τής άπό συστήματος σκοπίμου διαστροφής τών

ιστορικών γεγονότων καί τής βεβιασμένης μεροληπτικής έρμηνείας
τών ιστορικών φαινομένων. Πόσον δε πλούσια έγένετο ή ακάματος
δντως συγγραφική δράσις τού κ. Σοκολώφ, μαρτυρεί ό κατωτέρω
Π

παρατιθέμενος κατάλογος τών έπιστημονικών αυτού έργασιών.ι


1. ’Εκδόσεις αυτοτελείς:
Α.

Ή κατάστασις τού μονασμοΰ έν τή Βυζαντινή Εκκλησία άπό


τών μέσων τοΰ θ' μέχρι τών αρχών τού ιγ' αίώνος (842—1204).
Καζάν, 1894. (Δυνάμει τού έργου τούτου ό κ. I. Σ. ελαβε τον έπι-
στημ. βαθμόν Magister Theologiae).
Ή Εκκλησία Κΐίόλεως κατά τόν ιθ' αιώνα. Τόμ. Α'. ΙΙετρού-
πολις 1904. (Δυνάμει τού συγγρ. τούτου ό συγγραφεύς έτιμήθη διά
τού ανωτάτου έπιστ. βαθμού : Doctor Theologiae).
Περί τού Βυζαντινισμού άπό έκκλησιαστικο-ίστορικής έπόψεως.
Ό Βίος τού άγ. Ρρηγορίου τού Σιναΐτου. Μετάφρασ. έκ τοΰ
έλλην. μετά προλόγου καί σχολίων. Μόσχα 1904.
Ή έκλογή τών Πατριαρχών έν Βυζάντιο) άπό τών μέσων τοΰ
θ' μέχρι τών μέσων τού ιε' αί. (848— 1458).
Α! άφορμαί διαζυγίου έν Βυζαντίψ.
'Επιατημονικαί βίίήσιις 383

Περί ένώσεως των ’Εκκλησιών ’Ανατολικής καί Δυτικής.


Ό διοικητικός δργανισμός τής 'Αγιοταφιτικής ’Αδελφότητος έν
‘Ιερουσαλήμ.
’Ορθόδοξος Ελληνική ’Ανατολή (τεύχος Α'): Δοκίμιον περί τής
συγχρόνου αυτής καταστάσεως έν σχέσει προς τα γενικά τής ’Ορθο­
δοξίας προβλήματα, (τεύχος Α').
’Ορθόδοξος ’Ανατολή (τεύχος Β'): ‘Ο εκκλησιαστικός βίος έν
τή ’Ανατολή τώ 1912.
’Ορθόδοξος Ανατολή (τεύχος Γ'): Ή Άντιοχική Εκκλησία
κατά τήν σύγχρονον αυτής κατάστασιν.
ΑΕ σημεριναί έπαρχίαι τής ’Εκκλησίας ΚΠόλεως.
Ή έπαρχιακή διοίκησις τής συγχρόνου Εκκλησίας ΚΠόλεως έν
τώ δικαίω καί τή πράξει.
Συμβολή εις τό ζήτημα τής ένορίας έν τή Εκκλησία ΚΠόλεως.
Επαρχιακά ’Εκκλησίας ΚΠόλεως (έλληνιστί).
’Αλεξανδρινά έγγραφα (έλληνιστί).
2. Πραγματεΐαι έν περιοδικοίς:
Περί των λαϊκών σχολών έν Βυζαντίω (θ'—ιε' αί.). Όμιλία
Γρηγορίου Παλαμά εις τήν Μεταμόρφωσιν τού Σωτήρος. Τού αύτοΰ
.
εις τήν Πεντηκοστήν. 'Ο άγιώτατος Φώτιος Πατριάρχης ΚΠόλεως.

Όμιλίαι τού Πατρ. Φωτίου καί άλλων βυζαντινών ιεραρχών έν ρωσ.
μετ. Ή στάσις τής ’Ορθοδόξου ’Ανατολής έν τώ ζητήματι τής μεταρ-
ρυθμίσεως τού Ημερολογίου. 'Η υιοθεσία έν σχέσει προς τον γάμον
Π

έν Βυζαντίω καί έν τή συγχρόνω έλληνική ’Ανατολή. ‘Η Εκκλησι­


αστική, θρησκευτική καί κοινωνική ζωή έν τή όρθοδ. έλλ. ’Ανατολή.
Α.

Ό πρώτος κανονισμός τής έν Χάλκη Θεολογ. Σχολής. ‘Η βυζαντινο-


λογική παράδοσις έν τή Θεολογ. ’Ακαδημία τής Πετρουπόλεως. 'fj
έκκλησ. πολιτική τού αυτοκρ. τού Βυζαντίου ’Ισαάκ Β' ’Αγγέλου. Ό
Οίκουμ. Πατριάρχης Γρηγόριος ς·' καί ή πρός τούς Γενικούς Κανο­
νισμούς στάσις του. Γεωργιανή μονή έν Βυζαντίω. ΑΕ θεολογικαί καί
Εερατικαί σχολαί έν τή όρθοδ. έλλην. ’Ανατολή. ’Αγών τού Πατρ.
ΚΠόλεως Γρηγορίου ς·7 κατά τής ξένης έν ’Ανατολή προπαγάνδας.
Τό Πατριαρχικόν διά τούς φονεΐς δικαστήριον έν Βυζαντίω κατά τούς
αιώνας θ'—ιε'. Ή μεσιτεία τών πατριαρχών πρός τούς βασιλείς έν
Βυζαντίω (θ'—ιε' αί.) Ή έκλογή τών πατριαρχών ’Αλεξάνδρειάς μετά
τόν ιη' καί ιθ' αί. Ό Νικηφόρος Βλεμμύδηςκαίτά συγγράμματα αύτοΰ
(κριτική). Ή ένορία έν ΚΠόλει. Τό σύγχρονον έκκλησ. δικαστήριον έν
τφ Πατριαρχείιρ ΚΠόλεως. Ή ’Εκκλησία ΚΠόλεως καί ή ’Εκκλησία
384 Επιστημονικά! ειδήσεις

τής Ρωσίας, τό μέγα πρόβλημα τής σήμερον. Ό βίο; τοϋ άγ. ’Αθανα­
σίου τοΰ έν ’Άθω. Ή Προικόνησος, ή έκκλησ. αυτής περιφέρεια, δ
ναός και αί μοναί, οί μητροπολίχαι καί οί επίσκοποι. Ό ’Επίσκοπος
Πορφύριος Ούσπένσκη καί τό αύτοβιογραφικόν σύγγραμμα αυτού.
Δοκίμιον ιστορίας τής Όρθοδ. 'Ελληνο-Άνατολ. Εκκλησίας. Ό Παναγ.
Πατριάρχης ΚΙΙόλεως ’Ιωακείμ Γ'. Βιογραφία αυτού καί δράσις κατά
την α' πατριαρχείαν. Μοναστική δημοκρατία (αναμνήσεις έξ άγ.
’Όρους). Ό άθωϊτικός μονασμός κατά τό παρελθόν αυτού καί τό παρόν.
Ή σύγχρονος διοίκησις τής ’Εκκλησίας ’Αλεξάνδρειάς. Ό πατριάρχης
’Αντιόχειας Μεθόδιος. Ή Άγιοταφ. ’Αδελφότης έν Ίεροσυλύμοις. Ό
Βυζαντινός Πατριάρχης. 'Η διοίκησις τής Μονής τού Σινά. Έ έν
Ίεροσολύμοις Θεολογική Σχολή τοΰ Σταυρού. Ό Μακ. Πατριάρχης
’Αντιόχειας Μελέτιος. Ή έκλογή των πατριάρχων 'Ιεροσολύμων κατά
τάν ιζ' καί ιη' αί. Ό νέος Πατρ. ’Αντιόχειας Γρηγόριος «τ’- Ό Πατρι­
άρχης 'Ιεροσολύμων Δοσίθεος Β'. Ή θέσις τού Πατριαρχείου Ιεροσο­
λύμων. Ό διδάσκαλος ’Ιάκωβος ό Πάτμιος (ιη' αί.). ’Εκκλησιαστικά
γεγονότα έν Συρία κατά τόν ιζ' καί ιη' αί. Ό μονασμός έν Συρία
κατά τόν ς' αιώνα. Ό Πατριάρχης 'Αντιόχειας Σίλβεστρος. Ό πατρι­
άρχης 'Ιεροσολύμων Κύριλλος Β' καί ή σχέσις αυτού πρός τό βουλγα­
.
ρικόν έκκλησ. σχίσμα. Ό βυζαντινός άνατολικός μονασμός από τού θ'

μέχρι τού ιβ' αί. Οί οικουμενικοί κριταί έν Βυζαντίω. Byzantium
the Preserver of Orthodoxy. (Ή πραγματεία αύτη δημοσιευθή-
σεται έν τώ έπομ. τεύχει τού «Έκκλ. Φάρου»).— Σύν τούτοις πλεισται
Π

διεξοοικαί κριτικαί περί διαφόρυ>ν συγγραφών άναγομένων εις την


βυζαντινήν ιστορίαν (έν αίς καί περί τού συγγράμματος τού γράφοντος
Α.

ταύτα: Ό άγ. Γρηγόριος Παλαμάς Άρχιεπ. Θεσσαλονίκης), καί άρθρα


έν τή «’Ορθοδόξω Θεολογ. ’Εγκυκλοπαίδεια» (έκδ. ΙΙετρουπ. ρωσ.),
ώς καί χρονικογραφία τής καθ’ ήμάς ’Ανατολής έν διαφόροις θεολο-
γικοίς καί θρησκευτικοϊς ρωσικοΐς περιοδικούς. Γ. Π.
Μνημόσυνα.
Γεώργιος Δ. Παχτΐχος (f).—Έτελεύτησε πρό τίνος έν άκμή
ετι τής ήλικίας του νοσηλευόμενος έν τώ Νοσοκομεία) τών Εθνικών
Φιλανθρωπικών Καταστημάτων ΚΙΙόλεως ό γνωστός ού μόνον έν τώ
έλληνικώ κόσμω, άλλά καί εις τούς ευρωπαϊκούς κύκλους, μουσικολό-
γος Γεώργιος Δ. Παχτΐκος, ακάματος σκάπανεύς ιδία τής δη­
μώδους ελληνικής μούσης. Καταγόμενος έξ Όρτάκιοϊ τής Βιθυνίας,
παρά τό γλίσχρον τών άπερ διέθετε μέσων ού μόνον έκ τού ’Ωδείου
τών ’Αθηνών άπεφοίτησεν, άλλά καί εις εύρυτέρας μουσικοφιλολογι-
ΈπιστημονικαΙ είίήσεις 385

κάς έπεδοθη σπουδάς και έρευνας. Έρωτα τρέφων άσβεστον προς


τήν εθνικήν μούσαν και οίστρηλατούμενος υπό μουσοτραφούς ψυχής,
περιήρχετο καί τάς άπωτάτας τής Μικρές ’Ασίας έσχατιάς και περι-
συνέλεγε μετ’ έπιμελείας καί επιμονής άξιοθαυμάστων από των
χειλέων των πρεσβυτίδων ιδία τούς μουσικούς θησαυρούς τής ελλη­
νικής μούσης, οΰς καί άπετύπου επί τού χάρτου καί έτόνιζεν έπ^
των οργάνων, μυών εϊς τό εύγενές τούτο έργον καί ερασιτεχνών ομάδα,
μετά τής οποίας συχνάκις ένεφανίζετο ενώπιον τού κύκλου των λο­
γιών καί τών άνωτέρων τάξεων τής Βασιλευούσης. Εκτός όμως των
λαϊκών άσμάτων έμελοποίει καί τά χορικά τών τραγωδιών τής κλα­
σικής εποχής, διωργάνου δέ καί παραστάσεις άρχαίων τραγωδιών
πάντοτε μετ’ έπιτυχίας καί γνώσεως· τούτων ή «Μήδεια» τού Εύρι-
πίοου τρις έδιδάχθη εν Λονδίνο). Αιαφλεγόμενος υπό τού ζήλου τής
κωδικοποιήσεως οίονεί τών κειμηλίων τής λαϊκής μούσης έδημοσίευσε
προ δεκαετίας θαυμαστήν ΰπερτετρακοσιοσέλιδον καί έπιστημονικώς
έξειργασμένων συλλογήν έκ 2G0 δημωδών έλληνικών ασμάτων, συλ-
λεγέντων άπό τού στόματος τού ελληνικού λαού μετά τής παραση-
μαντικής αυτών, (ών δμως ό δεύτερος τόμος δέν κατέστη δυνατόν να
εκδοθή), από τετραετίας δ’ ήρξατο έκδίδων ανελλιπώς έν ΚΠόλει ίδιον
.

μουσικοφιλολογικόν περιοδικόν, τήν «Μουσικήν», έν ή έδημοσίευε τεμάχια
φωνητικής καί οργανικής μουσικής έν εκκλησιαστική καί γραμμική
παρασημαντική, καί συνεκέντρου πολλού λόγου αξίαν συνεργασίαν
ήμετέρων τε καί ξένων μουσικών καί μουσικολόγων, ούτω δέ κατέστη
Π

μία τών μουσικών παρ’ ήμΐν αύθεντιών.


Ό μεταστάς κατέλιπε πλεΐστα ανέκδοτα έργα, ως καί πρωτότυ­
Α.

πον μελόδραμα έλληνικής ύποθέσεως. Γ. Π.


Θέατρον καί Κλήρας.
Έλάβομεν τήν εξής έπιστολήν, έξ άφορμής τής όποιας καθηκόν-
τως έπανορθούμεν τό έσφαλμένως γραφέν έν τή 48 υποσημειώσει
τής ήμετέρας περί Θεάτρου καί ’Εκκλησίας πραγματείας (’Ίδε Έκκλ.
Φάρον τ. ΙΑ' σ. 170) :
Γ. Π.
Manchester, 1)14 Σεπτ. 1915.
Ελλόγιμε φίλε,
«'Αλλά τί λοιπόν; θά μοι άντιπροβάλη τις· μήπως έννοεΐς δτι
πρέπει καί ήμεΐς νά κάμωμεν δ,τι οί κληρικοί τής προτεσταντικής
’Αγγλίας, μεταβαίνοντες ώς έκεΐνοι εις τά Θέατρα; Όχι· δέν προ­
βαίνω έως έκεΐ. Είμαι μέν τής ιδέας δτι δ 24ος τής Πενθέκτης κανών»
ό τά θυμελικά παιγνια άπαγορεύων, ήδύνατο νά θεωρηθή ώς άνήκων
386 Επιστημονικοί ειδήσεις

πλέον εις τήν ιστορίαν, άτε τής θυμέλης πρό πολλοΰ καταργηθείσης..,.
άλλ’ έν τούτοις δέν 19εωρώ έπι τοϋ παρόντος την των ήμετέρων
κληρικών φοίτησιν εις τά ϋέατρα ώς εντελώς άκίνδυνον, καί διότι
παρ’ ήμίν δέν έμορφώθη είσέτι γνησίως εθνική σκηνή. . . , καί διότι
τό Έλλην. κοινόν άήθως έχει πρός τήν παρουσίαν κληρικών έν τώ
θεάτριρ, καί διότι αυτή αϋτη, ούτως είπεΊν, ή θεατρική άτμόσφαιρα
■δέν κέκτηται τήν σεμνότητα τοΰ άγγλ. θεάτρου. . . καί διότι ούδ’
ήμέΐς οί κληρικοί πρός θεωρίας τοιαύτας είμεθα ώριμοι. Άλλ’ έάν, τό
γε νΰν, πλατωνικωτέραν θά δείξωμεν τήν πρός τό θέατρον συμπά­
θειαν μας, μακράν αντον Ιστάμενοι..., ουδείς δμως θά μας έμποδίση
νά μελετώμεν πάν δ,τι κάλλιστον έπ’ αυτοΰ άναβιβάζεται, ίνα καί φι-
λολογικώς καί ψυχολογικώς καί κοινωνιολογικώς καταρτισθώμεν καί
ίκανώτεροι περί τό έργον ήμών γείνωμεν κλπ. κλπ.».
Ταΰτα, ελλόγιμε κ. Διευθυντά, έγραφον κατά Μάρτιον τοΰ 1910
έν τώ ήμετέρω «Πανταίνω» έν άρθρψ άναδημοσιευθέντι καί υπό τοΰ
«Έκκλ. Κήρυκος» τής Κύπρου καί υπό άλλων θρησκ. φύλλων καί τήν
γνώμην μου ταύτην δέν ήλλαξα μέχρι σήμερον. Καίτοι έν τή έλευ-
θέρα ’Αγγλία από Ιίετίας ζών, δέν έπιτρέπω είς έμαυτόν φοιτήσεις
ούτε είς θέατρα ούτε είς κινηματογράφους, άν καί πολλάκις οί Χρι­
.

στιανοί μου πρός τοΰτο μέ προτρέπουν διά τό άκρως μονότονον καί
μελαγχολικόν τοΰ κλίματος. 'Ιδία κατά τά τελευταία ταΰτα 3—4
έτη των έθνικών μας αγώνων καί περιπετειών καί τοΰ γενικοΰ αίμα-
τοκυλισμοΰ ού μόνον παρουσίαν μου έν θεάτρψ θά έθεώρουν πράξιν
Π

άκαρδον καί έλαφρόνουν, άλλά πολύ φοβοΰμαι δτι καί άν έπρόκειτο


νά γράψω άρθρον παρόμοιον, θά τό έγραφα πολύ αύστηρότερον.
Α.

"Ο,τι έπιθυμώ, είνε νά ΐδω τήν 'Εκκλησίαν μου πανταχοΰ εισχωρού­


σαν καί μηδεμίαν φάσιν τοΰ κοινωνικοΰ μας βίου ώς ανίατον άναθε-
ματίζουσαν. Δέν είμαι δηλ, έκ τών άπολύτως άρνουμένων σχετι-
τικήν τινα έν τώ μέλλοντι συνεννόησιν μεταξύ Εκκλησίας καί
θεάτρου, οίίαν ένταΰθα βλέπω. Άλλ’ δτι άνήκω είς τήν γ' κατηγορίαν
τών συζητητών (Ε. Φ. τόμ. ΙΔ' σελ. 170) καί δτι φρονώ δτι «έπι-
τρεπτή σήμερον καί δή καί αναγκαία καί ώφέλιμος ή φοίτησις τών
κληρικών είς κόσμια καί ήθικά θέατρα»,—τοΰτο ούτε ποτέ είπον, ούτε
τήν στιγμήν ταύτην παραδέχομαι.

Μετά πολλής τιμής καί άγάπης

ύμέτερος
ΚΩΝΣΤ. Ν. ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ «ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΦΑΡΟΥ»

Έν τοΐς Γραφείοις τοϋ «Εκκλησιαστικοί Φάρου» πωλοϋνται τά


εξής βιβλία:

Γρηγορίου X. Παπαμιχαήλ, Ό άγιος Γρηγόριος Παλαμάς ’Αρ­


χιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης...................................................φρ. 5
Τοϋ αύτοϋ, Πνευματισμός και Χριστιανισμός . . » 3.5θ
» Σοσιαλισμός κα'ι Χριστιανισμός . . » 1
» Σοσιαλιστικών ειδώλων κατάλυσις » 1
» ’Αποκαλύψεις περ'ι τής ρωσικής πολιτικής
έν τή όρθοδόξω Ελληνική ’Ανατολή > 1.50
» Βουδδισμός καί Χριστιανισμός . . » 0,50
» At περ'ι ένώσεως σκέψεις τοϋ πρίγκηπος
Μαξιμιλιανοΰ και σκέψεις έπι τών σκέψεων » 1.
» Ή καϋσις τών νεκρών........................ » 2
» ’Αθανάσιος Παπαδόπουλος-Κεραμευς » 2
» Ελλάδος Θρίαμβος (έκδ. β') . . . > 1.25
» Τό Πρόβλημα τών Κόσμων.... >3
Σωφρονίου Μητροπολίτου Λεοντοπόλεως, Λεξικόν
.
τής Καινής Διαθήκης.............................................................. » 20

Διά τούς φοιτητάς καί ίεροσπουδαστάς . . » 12
Τοϋ αύτοϋ, Μιχαήλ τοΰ Γλυκά εις τάς απορίας
τής θείας Γραφής τόμος Α' » 5
Π

» Β' . » 5
» Ιστορία τής έν Βιέννη Ελληνικής Κοι-
Α.

νότητος.................................. » 3
» Ευαγγέλιον Μαρίας τής Παλαιολογίνας » 3
Μελετίου Μητροπολίτου Κιτίου, Τό "Αγιον "Ορος
και ή ρωσικήπολιτική έν τή όρθοδ. Ελληνική ’Ανατολή » 5
’Αρχιμ. Χρυοοοτόμου Α. ΙΙαπαδοπούλου, Καΰη-
γητοϋ τοϋ Πανεπιστημίου, Ό Ευαγγελιστής Μάρκος . . » 3
Διακ. Δημ. Καλλίμαχου, Ό Μακουκάς . . . . » 3
» Τό Πατριαρχεΐον ’Αλεξάνδρειάς
έν Άβυσσινίφ......................... » 1
» Τά έν Καΐρω ελληνικά σχολεία
έπΐ Τουρκοκρατίας.......................... » 1
Σπ. H. Παπαγεωργίου, Εισαγωγή εις τήν Παλαιάν
Διαθήκην.................................................................................. » 5
ΠΑ ΤΡΙΑΡΧΕΙΟΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ

“ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΙ ΦΑΡΟΣ,,
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΝ ΘΕ0Λ0ΓΙΚ0Ν ΣΠΤΡΑΜΜΑ ΕΚΔΙΔΟΜΕΝΟΝ ΚΑΤΑ ΜΗΝΑ
Ι/1ΡΥΘΙ1 ΤΩ 1908

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΠΑΜ1ΧΑΗΛ
θεολογία, Εκκλησία, Αίγυπτολογία, Ιστορία, Παιδαγω­
γική, Φιλοσοφία.
Πρωτότυποι πραγματεΐαι—Μεταφράσεις, μόνον κατ’ άρί-
στην έπιλογήν.
Κριτική έπιστημονική των σπουδαιότερων συγγραφών.
Βιβλιογραφικόν Δελτίον κατά τριμηνίαν: άνασκοπή τής
ευρωπαϊκής έπιστημονικής κινήσεως.
Έκαστον τεύχος σύγκειται ές 6 τυπογρ. φύλλων.
Κατ’ έτος έκδίδονται δύο τόμοι, ών έκαστος σύγκειται
έκ 576 σελίδων.
Συνδρομή έτησία φρ. χρ. 25
Διά τούς σπουδαστάς τής Θεολογίας φρ. 12,50
.
Είς τούς συνδρομητάς του «’Εκκλησιαστικού Φάρου» άπο-

στέλλεται δωρεάν ό

'ΊΙΑΝΤΑΙΝΟΣ,,
Π

ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟΝ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ “ΕΚΚΛΗΣ. ΦΑΡΟΓ,,


ΙΛΡΥΟΗ ΤΩ 1909
Α.

έν φ δημοσιεύονται:
"Αρθρα πρακτικά: έκκλησιαστικά, ηθικά, παιδαγωγικά,
έποικοδομητικά, έπί των έπικαίρων ζητημάτων.
Άνασκοπή τής τε έν ταΐς Όρθοδόξοις και τής έν ταΐς
Έτεροδόξοίς Έκκλησίαις έκκλησιαστικής καί έκπαιδευτικής κι-
νήσεως.
Έκαστον ψύλλον τού «Πανταίνου» άποτελεΐται έκ 16
σελίδων, ό έτήσιος δέ τόμος αυτού απαρτίζεται έκ σελίδων
900 περίπου.
ΈπιστολαΙ τή Διευθύνσει καί Συν τάξει: A la Di­
rection dll «Phare Ecclesiastiqne* Alexandrie (Egijpte) Bd Sultan
Hussein Kamel, 2.
Εμβάσματα συνδρομών: ΙΙρός τήν Διεύθυνσιν τοΰ Πατρι-
αρχικοΟ Γραφείου διά τόν «Εκκλησιαστικόν Φάρον». Alexandrie
(Egypte), Patriarcat Orec.
ΈπιστολαΙ τή Διεκπεραιώσει: A la Divedion dn
<Phare Eccldsiastique» διά την Διεκπεραίωσιν. Alexandrie (Egypte)
Bd Sultan Hussein Kamel, 2,

You might also like