You are on page 1of 8

ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΘΕΟΤΟΚΗ

ΟΜΙΛΙΑ ΠΕΡΙ ΦΙΛΑΥΤΙΑΣ


ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΥΨΩΣΙΝ
Μάρκου Η´, 34-38 καὶ Θ´, 1

Ὁ Κύριος µᾶς καλεῖ ὅλους νὰ τὸν ἀκολουθήσουµε. Γι᾽ αὐτὸ ὅµως ἀπαιτεῖται νὰ
ἀπαρνηθοῦµε τὸν ἑαυτό µας καὶ νὰ σηκώσουµε τὸ σταυρό µας. Ὅποιος νικήσει τὸ
πάθος τῆς φιλαυτίας, ἐκεῖνος σηκώνει τὸ σταυρό του καὶ ἀκολουθεῖ πίσω ἀπὸ τὸν
Χριστό.

Γιὰ νὰ καταλάβουµε τὰ λόγια αὐτὰ πρέπον εἶναι νὰ ἐρευνήσουµε πρῶτα ἀπὸ


ποῦ ἔλαβε ἀφορµὴ ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ µᾶς διδάξει αὐτά. Βλέπουµε ὅτι, ὅταν δίδαξε
ὅτι παραδίδει τὸν ἑαυτό του στὰ πάθη καὶ στὸ θάνατο γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ γένους
τῶν ἀνθρώπων, ὁ Πέτρος τὸν παρεµπόδιζε νὰ µὴ τὸ κάνει, τότε ἔλεγξε τὸν Πέτρο
ὀνοµάσας αὐτὸν σατανᾶ, «ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανά ὅτι οὐ φρονεῖς
τὰ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὰ τῶν ἀνθρώπων», ἔπειτα τοὺς εἶπε τὴν παρακάτω
διδασκαλία· «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν
καὶ ἀράτω τὸν σταυρόν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι». Στοχαζόµενοι
δεύτερον ποιό ἦταν τὸ σφάλµα τοῦ Πέτρου, διακρίνουµε ὅτι αὐτὸς προέτρεπε τὸν
Χριστὸ νὰ διαφυλάξει τὴ δική του ζωὴ καὶ νὰ παραβλέψει τὴ σωτηρία τῶν
ἀνθρώπων, δηλαδὴ νὰ ἀγαπήσει µόνο τὸν ἑαυτό του καὶ ὄχι τοὺς ἄλλους, τὸ ὁποῖο
σηµαίνει ὅτι προέτρεπε τὸν Ἰησοῦ νὰ πέσει στὸ ἁµάρτηµα τῆς φιλαυτίας, καθὼς ὁ
Σατανᾶς πείραζε αὐτὸν νὰ πέσει στὸ ἁµάρτηµα τῆς ὑπερηφάνειας καὶ
φιλοχρηµατίας.
Κατὰ τρίτον λόγο λένε οἱ Πατέρες (Χρυσόστοµος) ὅτι ἄρνηση ἑαυτοῦ
ὀνόµασε ὁ Κύριος τὴν ἄρνηση τῶν σαρκικῶν ἐπιθυµιῶν καὶ τὴν περιφρόνηση τῆς
ἴδιας τῆς ζωῆς καὶ ὅτι τὰ λόγια αὐτὰ τίποτα ἄλλο δὲν σηµαίνουν, παρὰ τὸ ὅτι κάθε
µαθητὴς τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὑποχρεωµένος νὰ εἶναι ἕτοιµος νὰ ὑποµείνει θλίψεις
καὶ κινδύνους καὶ παθήµατα, γιὰ τὴν πίστη του. Τέλος πάντων καὶ αὐτὸν τὸν
θάνατο, ὅταν ἡ περίσταση τὸ ζητήσει.
Παρατηροῦµε ἐπίσης ὅτι τὴν ἑρµήνεια αὐτὴν ἐπιβεβαιώνουν τὰ λόγια: «ὃς
γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ (δηλαδὴ τὴν ἴδια του τὴ ζωή) σῶσαι, ἀπολέσει

1
αὐτήν· ὃς δ᾽ ἂν ἀπολέσῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐµοῦ καὶ τοῦ Εὐαγγελίου,
οὗτος σώσει αὐτήν» (Μάρκ. η´,35). Ἐκ τούτων λοιπὸν πείθοµαι ὅτι κανένα ἄλλο δὲν
µᾶς ἐµποδίζει ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἑτοιµασία τῆς καταφρονήσεως καὶ ἀρνήσεως τῆς
ἴδιας µας τῆς ζωῆς ὅσο ἡ φιλαυτία ἡ ὁποία ἔδωσε ἀφορµὴ στὸ Χριστὸ νὰ
ἐκφωνήσει ταύτην τὴν διδασκαλία· πείθοµαι ὅτι ὅποιος νικήσει τῆς φιλαυτίας τὸ
πάθος, ἐκεῖνος σηκώνει τὸ σταυρό του καὶ ἀκολουθεῖ πίσω τοῦ Χριστοῦ. Περὶ
τούτου λαµβάνουµε πληροφορία ὅταν καταλάβουµε ἀπὸ ποὺ γεννᾶται καὶ τί εἶναι
ἡ φιλαυτία.
Ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος φύτευσε τὴν ἀγάπη στὴ φύση τῶν ἀνθρώπων ὡς ἀναγκαία
πρὸς διατήρησή µας, ἔθεσε σ᾽ αὐτὴν δύο ὅρους· ἐνόσῳ ἡ ἀγάπη στέκεται ἐντὸς
τῶν ὅρων τούτων, γίνεται καὶ στὸν καθένα ὠφέληµη καὶ σωτήριος· ὅταν ὅµως
ὑπερπηδήσει τὰ ὅρια αὐτῆς, τότε γίνεται βλαβερὴ καὶ ὀλέθριος.
Πρῶτος ὅρος τῆς ἀγάπης εἶναι τὸ νὰ ἀγαπᾷς τὸν Θεὸ περισσότερο ὄχι
µόνο ἀπὸ ὅλα τὰ ἐπίγεια καὶ ἐπουράνια πράγµατα, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἑαυτό
σου, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἴδια σου τὴ ζωή.
Δεύτερος ὅρος τῆς ἀγάπης εἶναι τὸ νὰ ἀγαπᾷς τὸν πλησίον σου, τόσο ὅσο
καὶ τὸν ἑαυτό σου.
Οἱ ἄνθρωποι πολὺ εὔκολα καὶ σχεδὸν ἀνεπαίσθητα καταφρονοῦν ἢ τὸν ἕναν
ἢ τὸν ἄλλον ὅρο ἢ καὶ τοὺς δύο µαζί. Ἀπὸ αὐτὴν τὴν καταφρόνηση γεννᾶται ἡ
φιλαυτία, δηλαδὴ ἡ ὑπερβολικὴ ἀγάπη τοῦ ἑαυτοῦ µας. Ὅποιος ὄχι µόνο τὸν
πλησίον, ἀλλὰ οὔτε τὸν Θεὸ ἀγαπᾷ τόσο ὅσο ἀγαπᾷ τὸν ἑαυτό του, ἐκεῖνος εἶναι ὁ
φίλαυτος.
Ἐκ τούτου βλέπουµε φανερὰ ὅτι κανένας φίλαυτος δὲν γίνεται ἀληθινὸς
µαθητὴς τοῦ Χριστοῦ. Ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ φιλαυτία εἶναι δύο
πράγµατα ἀντιµαχόµενα. Ὁ µαθητὴς τοῦ Χριστοῦ τίποτε δὲν προτιµᾷ ἀπὸ τῆς
ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ὁ φίλαυτος τίποτε δὲν προτιµᾷ τῆς ἀγάπης τοῦ ἴδιου προσώπου
του. Ὁ µαθητὴς τοῦ Χριστοῦ ἀγαπᾷ πάντοτε τὸν πλησίον του καὶ φροντίζει µὲ
κάθε τρόπο νὰ τὸν ὠφελήσει, ὁ φίλαυτος τότε µόνο ἀγαπᾷ τὸν πλησίον του ὅταν
βλέπει ὅτι κερδίζει κάτι ἐξ αὐτοῦ. Ὁ µαθητὴς τοῦ Χριστοῦ βασανίζει τὸ σῶµα του
καὶ τὸ µεταχειρίζεται ὡς δοῦλον γιὰ νὰ νεκρώσει τὶς σαρκικὲς ἐπιθυµίες, νὰ
σηκώσει τὸ σταυρό του καὶ νὰ µιµηθεῖ τὸν Διδάσκαλό του, τὸν ὑπὲρ ἡµῶν
σταυρωθέντα· ὁ φίλαυτος θεοποιεῖ τὴν κοιλιὰ καὶ ἐκπληρώνει τὶς ἐπιθυµίες του
γιὰ νὰ εὐφράνει τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ ἀκολουθήσει «τοὺς ἐχθροὺς τοῦ σταυροῦ

2
τοῦ Χριστοῦ ὧν τὸ τέλος ἀπώλεια, ὧν ὁ Θεὸς ἡ κοιλία καὶ ἡ δόξα ἐν τῇ
αἰσχύνῃ αὐτῶν» (Φιλιπ. γ´,18-19).
Ὅταν οἱ διῶκτες τοῦ Χριστοῦ ἢ οἱ αἱρεσιάρχες προβαίνουν σὲ διωγµοὺς καὶ
βασανιστήρια, τότε διακρίνεις ἀκριβῶς ποῖοι εἶναι οἱ µαθητὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ
ποῖοι οἱ φίλαυτοι. Οἱ µαθητὲς τοῦ Χριστοῦ παρουσιάζωνται προθύµως, ὁµολογοῦν
παρρησίᾳ τὸν Χριστὸ ὡς Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, κηρύττουν τὴν ἀλήθεια τῶν δογµάτων τῆς
πίστεως, ὑποµένουν τὰ ποικίλα βάσανα ἀνδρειότατα, χύνουν τὸ αἷµα τους,
δέχονται µετὰ χαρᾶς τὸν θάνατο γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ· οἱ φίλαυτοι, ὅπου
δοῦν ἢ ἀκούσουν ἀγῶνα καὶ θάνατο ἢ βάσανα καὶ θλίψεις, φεύγουν καὶ
κρύπτονται· ἐὰν µὴ θέλοντας βρεθοῦν ἢ ἀπερίσκεπτα πέσουν στὸ στάδιο τῶν
ἀγώνων, δὲν ἐπιµένουν στὴν καλὴ ὁµολογία, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν φιλαυτία τους
νικώµενοι, ἀρνοῦνται τὸν Χριστὸ καὶ τὴν πίστη σ᾽ αὐτόν. Αὐτὸ ἔπαθε ὁ Ἀπ.
Πέτρος στὴν αὐλὴ τοῦ ἀρχιερέως.
Ἡ φιλαυτία ὄχι µόνο ἀπέχει ἀπὸ τῆς τελειότητος τῶν µαθητῶν τοῦ Χριστοῦ,
ἀλλὰ γίνεται αἰτία κάθε ἁµαρτίας καὶ ἐµπόδιο κάθε ἀρετῆς. Στὸν Παράδεισο
βλέπουµε ὅτι, ὅσο καιρὸ ἡ ἀγάπη τῶν πρωτοπλάστων ἔµενε στὸν πρῶτο ὅρο τῆς
ἀγάπης, δηλαδὴ ὅσο καιρὸ αὐτοὶ ἀγαποῦσαν τὸν Θεὸ πολὺ περισσότερο παρὰ
τοὺς ἑαυτούς τους, τότε ἦταν ἐργάτες κάθε ἀρετῆς, ὅταν ἄκουσαν ὅτι γίνονται
θεοί, καταφρόνησαν τὸν ὅρο τῆς ἀγάπης καὶ προτιµήσαντες ἑαυτοὺς παρὰ τὸν
Θεό, θέλησαν νὰ ἁρπάξουν τὴν µοναρχικὴ ἐξουσία καὶ νὰ γίνουν θεοί, τότε
ἀµέσως παρέβηκαν τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ καὶ ἔπεσαν σὲ ἁµαρτία.
Ὅταν λοιπὸν ἡ φιλαυτία τῶν πρωτοπλάστων εἰσῆλθε στὴν καρδία τους, τότε
ἁµάρτησαν τὴν ἁµαρτία τὴν ὁποία φέρει µέσα του κάθε ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος δὲν
εἶναι βαπτισµένος εἰς τὸ ὄνοµα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἐπειδὴ ἡ ἁµαρτία τῶν
πρωτοπλάστων κατέστησε (ἔκανε) ἐπιρρεπῆ πρὸς τὰ πονηρὰ ὅλη τὴν ἀνθρωπίνη
φύση, ἔκτοτε «ἔγκειται ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ἐπιµελῶς ἐπὶ τὰ πονηρὰ ἐκ
νεότητος αὐτοῦ» (Γενέσ. Η´,21), γι᾽ αὐτὸ δὲν σφάλλει καθόλου ὅποιος νοµίζει ὅτι ἡ
φιλαυτία εἶναι τὸ πρῶτο αἴτιο κάθε ἁµαρτίας.
Ἐπιστρέψτε τώρα τὰ βλέµµατα στὴ γῆ, στὴν ὁποία οἱ πρωτόπλαστοι, µὲ τοὺς
ὁποίους κι ἐµεῖς ἐξωρισθήκαµε. Βλέπετε; Πρῶτος ὁ Κάϊν φθόνησε, καὶ φθονήσας
φόνευσε τὸν ἀδελφό του τὸν Ἄβελ. Ἀπὸ ποῦ ὁ φθόνος; Ἀπὸ τῆς περιφρονήσεως
τοῦ δευτέρου ὅρου τῆς ἀγάπης. Αὐτὸς δὲν ἀγάπησε τὸν ἀδελφό του ὅσο τὸν ἑαυτό
του· ἐὰν ἀγαποῦσε ἐκεῖνον ὅπως τὸν ἑαυτό του δὲν θὰ φθονοῦσε τὴν εὐτυχία τοῦ

3
ἀδελφοῦ του· διότι ἡ ἀγάπη καὶ ὁ φθόνος εἶναι πράγµατα ἀντίθετα καθὼς εἶναι τὸ
φῶς καὶ τὸ σκοτάδι. Ὅπου ὑπάρχει φῶς ἀπὸ ἐκεῖ φεύγει τὸ σκοτάδι· ὅπου ὑπάρχει
ἀγάπη, ἀπὸ ἐκεῖ φυγαδεύεται ὁ φθόνος. Παρέβη ὁ Κάϊν τὸν ὅρο τῆς ἀγάπης· γι᾽
αὐτὸ ἀµέσως εἰσῆλθε στὴν καρδιά του ἡ φιλαυτία, καὶ αὐτὴ γέννησε τὸν φθόνο, ὁ
δὲ φθόνος γέννησε τὸν φόνο.
Ὅταν πλήθηναν οἱ ἄνθρωποι πάνω στὴ γῆ, τότε πλήθυνε καὶ ἡ ἁµαρτία. Ἀπὸ
ποῦ τόση αὔξηση τῆς κακίας ὥστε ἐκτὸς τοῦ Νῶε καὶ τοῦ οἴκου του κανεὶς δὲν
βρέθηκε δίκαιος; Ἀκούσατε· δύο γένη ἀνθρώπων ἦταν τότε στὸν κόσµο, τὸ ἕνα ἐκ
τοῦ Κάϊν καταγόµενο, καὶ αὐτοὶ ἦταν φιλόσαρκοι, τὸ δὲ ἐκ τοῦ Σήθ, καὶ αὐτοὶ
ἦταν φιλόθεοι. Ὅθεν ἡ Θεία Γραφὴ τοὺς µὲν ἐκ τοῦ Κάϊν καταγοµένους ὀνόµασε
υἱοὺς ἀνθρώπων, τοὺς δὲ ἐκ τοῦ Σήθ, υἱοὺς Θεοῦ.
Τότε οἱ φιλόθεοι, εἶδαν τὶς θυγατέρες τῶν φιλόσαρκων ὅτι ἦταν ὡραῖες καὶ
ἀγάπησαν αὐτὲς παρὰ τὸν Θεό, ἔλαβαν ὁ καθένας γυναῖκες κατὰ τὴν ἐπιθυµία καὶ
ἀρέσκειά του. «Ἰδόντες δέ οἱ υἱοὶ τοῦ Θεοῦ τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων ὅτι
καλαί εἰσιν, ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ πασῶν ὧν ἐξελέξαντο». Αὐτὴ ἡ µίξη
ἔφθειρε παντελῶς τὴν πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὴν πρὸς τὸν πλησίον ἀγάπη· γι᾽ αὐτὸ
καθένας ἀπὸ αὐτοὺς ἀγαποῦσε µόνο τὸν ἑαυτό του, δηλαδὴ κατακυριεύθηκαν
ὅλοι ἀπὸ τὴν φιλαυτία καὶ τέλειοι φίλαυτοι γενόµενοι, πολιτεύονταν σὰν νὰ µὴν
εἶχαν ψυχή, ἀλλὰ µόνο σῶµα· τοῦτο σηµαίνουν τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ «διὰ τὸ εἶναι
αὐτοὺς σάρκα». Αὐτὴ ἡ ὑπερβολικὴ φιλαυτία προξένησε τόσα ἁµαρτήµατα, ὥστε
ἔκρινε ὁ Θεὸς ἄξιον καταποντισµοῦ ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος, πλὴν τοῦ Νῶε καὶ
τῶν παιδιῶν του.
Θέλετε καὶ ἄλλα παραδείγµατα εἰδικώτερα; Δεῖτε τὸν Σαούλ. Γιατί αὐτὸς
ζητάει νὰ θανατώσει τὸν εὐεργέτη του τὸν Δαβίδ; Διότι ἀγαποῦσε τὸν ἑαυτό του
περισσότερο ἀπὸ τὸν Δαβίδ, ἦταν δηλαδὴ φίλαυτος. Γιατί ὁ Ἀµνὼν ἔφθειρε βιαίως
τὴν Θηµὰρ τὴν ἀδελφή του; Διότι προέκρινε τὴν ἐκπλήρωση τῆς σαρκικῆς του
ἐπιθυµίας µᾶλλον ἢ τὴν τιµὴ τῆς ἀδελφῆς του· τοῦτο τί ἄλλο εἶναι εἰµὴ φιλαυτία;
Γιατί ὁ Ἀβεσσαλὼµ ζητάει µὲ κάθε τρόπο νὰ ἐκθρονίσει τὸν πατέρα του τὸν
Δαβίδ; Διότι αὐτὸς θέλει τὸν βασιλικὸ θρόνο· τοῦτο δὲ τί ἄλλο εἶναι εἰµὴ
φιλαυτία;
Βλέπετε πῶς ἡ φιλαυτία ὄχι µόνο γεννᾷ τὴν ἁµαρτία, ἀλλὰ καὶ ἐµποδίζει τὴν
ἀρετή; Οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι ἔκαναν συνέδριο σκεπτόµενοι νὰ
ἐµποδίσουν τὰ θαύµατα τοῦ Κυρίου. «Τί ποιοῦµεν ὅτι οὗτος ὁ ἄνθρωπος πολλὰ

4
σηµεῖα ποιεῖ» (Ἰωάν. ια´,47). Ἀλλὰ γιατί φροντίζουν νὰ ἀναχαιτίσουν τὶς εὐεργεσίες,
διὰ τῶν ὁποίων εὐεργετεῖται τόσο πλῆθος ἀνθρώπων; Διότι φοβοῦνται µήπως ὅλοι
πιστέψουν στὸν Χριστὸ καὶ ἀκολουθήσουν αὐτόν· ὑποπτεύονται µήπως τοῦτο
ἀκούσουν οἱ Ρωµαῖοι καὶ νοµίζοντας ὅτι τὸ γένος τῶν Ἑβραίων ἀποστάτησε ἀπὸ
τὴν ἐξουσία τους, ἐλθόντες ὑστερήσουν αὐτούς, καὶ τοῦ τόπου καὶ τοῦ ἔθνους.
«Ἐὰν ἀφῶµεν αὐτὸν οὕτω, πάντες πιστεύσουσιν εἰς αὐτόν· καὶ ἐλεύσονται οἱ
Ρωµαῖοι καὶ ἀροῦσιν ἡµῶν καὶ τὸν τόπον καὶ τὸ ἔθνος». Ἀκοῦς ποιές ὑποψίες
γεννᾷ ἡ φιλαυτία; Ἀκοῦς πῶς γιὰ µία παράλογη ὑποψία ἐµποδίζει τὴν κοινὴ
ἀγαθοεργία;
Τὸ συνέδριο τῶν Ἰουδαίων καὶ πᾶσα ἡ γερουσία αὐτῶν, γνώριζαν ὅτι ἀδίκως
κατέκριναν σὲ θάνατο τὸν Χριστό, φοβοῦνταν µήπως, κηρυττοµένου τοῦ
Εὐαγγελίου, ἐρευνηθεῖ ἡ ἄδική τους κρίση καὶ ἑποµένως λάβουν τὴν πρέπουσα
τιµωρία. Προσκάλεσαν λοιπὸν τοὺς Ἀποστόλους καὶ εἶπαν πρὸς αὐτούς. Ἐµεῖς
σᾶς παραγγείλαµε νὰ µὴ διδάσκετε γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ ὅµως γεµίσατε τὴν
Ἱερουσαλὴµ ἀπὸ τῆς διδαχῆς αὐτῆς· ἐσεῖς βέβαια θέλετε νὰ ἐκδικηθεῖ τὸ αἷµα τοῦ
Χριστοῦ πάνω στὰ κεφάλια µας· «καὶ βούλεσθε ἐπαγαγεῖν ἐφ᾽ ἡµᾶς τὸ αἷµα τοῦ
ἀνθρώπου τούτου» (Πράξ. ε´,28). Ἡ φιλαυτία γιὰ ἕνα ὑποθετικὸ φόβο ἐµποδίζει τὴν
κοινὴ σωτηρία τοῦ κόσµου.
Παῦλος Σέργιος ὁ ἀνθύπατος προσκαλεῖ τὸν Βαρνάβα καὶ Παῦλο γιὰ νὰ
ἀκούσει ἀπ᾽ αὐτοὺς «τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ» (Αὐτόθ. ιγ´,7)· ὁ Ἐλύµας ὁ µάγος, φίλος
καὶ οἰκεῖος τοῦ ἀνθυπάτου, ἐναντιώνεται στοὺς Ἀποστόλους καὶ προσπαθεῖ νὰ
ἐµποδίσει τὸν ἀνθύπατο ἀπὸ τῆς πίστεως. Ἀλλὰ γιατί πράττει αὐτὰ ὁ µάγος; Διότι
ἐὰν ὁ ἀνθύπατος πιστέψει τότε ὁ µάγος ὑστερεῖται καὶ τῆς φιλίας τοῦ ἀνθυπάτου
καὶ τοῦ κέρδους, τὸ ὁποῖο κέρδιζε πλανῶντας αὐτὸν καὶ ὑποσκελίζοντας. Ποιός
ζητάει τὸ κέρδος του ἔναντι τῆς ἀπώλειας τῆς ψυχῆς τοῦ φίλου του; Κανένας,
παρὰ µόνο ὁ φίλαυτος, ὁ ὁποῖος κανέναν δὲν ἀγαπᾷ περισσότερο ἀπὸ τὴν ἴδια του
τὴν ὠφέλεια.
Μεγαλύτερη ὅλων τῶν ἀρετῶν εἶναι ἡ διάκριση· αὐτὴ εἶναι τὸ ἁλάτι περὶ τοῦ
ὁποίου εἶπε ὁ Θεός· «Καὶ πᾶν δῶρον θυσίας ὑµῶν ἁλὶ ἁλισθήσεται· οὐ
διαπαύσετε ἅλας διαθήκης Κυρίου ἀπὸ θυσιασµάτων ὑµῶν· ἐπὶ παντὸς
δώρου ὑµῶν προσοίσετε Κυρίῳ τῷ Θεῷ ὑµῶν ἅλας» (Κάθε δώρο σας ὡς θυσία
θὰ συνοδεύεται καὶ ἀπὸ ἀλάτι, οὐδέποτε θὰ παύσετε ἀπὸ τὶς θυσίες σας τὸ ἀλάτι
τῆς συµφωνίας σας µετὰ τοῦ Θεοῦ. Σὲ κάθε θυσία σας θὰ προσφέρετε πρὸς τὸν

5
Κύριο τὸν Θεό σας καὶ ἀλάτι.) (Λευϊτικ. β´, 13). Ἡ φιλαυτία καὶ αὐτὴν τὴν µεγάλη
ἀρετὴ ἁρπάζει ἀπὸ τὸ νοῦ τῶν ἀνθρώπων· ὁ Ἰσαὰκ ἀγάπησε τὸν Ἠσαῦ µᾶλλον ἢ
τὸν Ἰακώβ, ἂν καὶ ὁ µὲν Ἠσαῦ ἦταν ἀγροῖκος καὶ δύστροπος, ὁ δὲ Ἰακὼβ
ἄπλαστος καὶ ἀγαθοπροαίρετος (Γεν. κε´, 27). Ἀλλὰ γιατί τοῦτο; Διότι ὁ Ἠσαῦ ἦταν
κυνηγὸς καὶ ἔφερνε τὰ θηρευόµενα στὸν Ἰσαὰκ καὶ ἔτρεφε αὐτόν. «Ἠγάπησε δὲ
Ἰσαὰκ τὸν Ἠσαῦ ὅτι ἡ θήρα αὐτοῦ βρῶσις αὐτῷ» (Αὐτόθ. 28). Βλέπετε πῶς ἡ
φιλαυτία ἀφέρεσε ἀπὸ τούτου τοῦ ἁγίου ἀνθρώπου τὴν ὀρθὴ κρίση τῆς ἀγάπης;
Ἐὰν, διαβάζεις τὶς ἐκκλησιαστικὲς καὶ πολιτικὲς ἱστορίες, ὅταν συναντᾶς σ᾽
αὐτὲς τὶς ἀνοµίες καὶ ἀδικίες τῶν ἀνθρώπων, προσηλώνεις τὸ νοῦ γιὰ νὰ
καταλάβεις ποιό εἶναι τὸ πρῶτο αὐτῶν αἴτιο, τότε βλέπεις φανερὰ ὅτι εἶναι ἡ
φιλαυτία. Ἀλλὰ ποία ἡ ἀνάγκη γιὰ τέτοια ἔρευνα; Ἀρκεῖ πρὸς πληροφορία τὸ νὰ
στρέψει ὁ καθένας τὰ βλέµµατα στὸν ἑαυτό του καὶ νὰ ἐρευνήσει τὸ βάθος τῆς
καρδιᾶς του. Συλλογιστήκατε ποτὲ ποιό εἶναι τὸ πρῶτο καὶ ἐσωτερικὸ αἴτιο τῶν
ἁµαρτηµάτων µας; Γιατί προκρίνουµε τὴν ἡδονὴ τῆς σάρκας µας καὶ ἀπ᾽ αὐτὲς τὶς
ἐντολὲς καὶ τὰ προστάγµατα τοῦ Θεοῦ, ἐξ οὗ καὶ γινόµαστε παραβάτες τοῦ θείου
νόµου; Γιατί ὅσο δύσκολα γνωρίζουµε τὰ µεγάλα µας σφάλµατα, τόσο εὔκολα
διακρίνουµε καὶ αὐτὰ τὰ µικρὰ ἐλαττώµατα τῶν ἄλλων, καὶ ἐκ τούτου οὐδέποτε
σχεδὸν λείπει ἀπὸ τὸ στόµα µας ἡ κατηγορία καὶ ἡ κατάκριση; Γιατί σχεδὸν ὅλοι
νοµίζουµε ὅτι εἴµαστε ἀνώτεροι κατά τι τῶν ἄλλων καὶ ἑποµένως σχεδὸν ὅλοι
ἔχουµε ἕνα εἶδος ὑπερηφάνειας; Γιατί σφετεριζόµαστε τὰ ἐκκλησιαστικὰ
πράγµατα καὶ ἁρπάζουµε τὰ ξένα καὶ ἐπιβουλεύουµε τὴν ξένη κλίνη καὶ κινοῦµε
τὴν γλῶσσα στὴν ψευδοµαρτυρία καὶ προδοσία καὶ συκοφαντία καὶ ἁπλώνουµε τὰ
χέρια µας σὲ πληγὲς καὶ φόνους; Γιατί νὰ πράττουµε αὐτά; Διότι ἀγαποῦµε τοὺς
ἑαυτούς µας περισσότερο καὶ τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον, διότι εἴµαστε φίλαυτοι.
Ἐὰν ἀγάπας τὸν Θεό, ἐξ ὅλης ψυχῆς καὶ καρδίας καὶ ἰσχύος καὶ διανοίας, ἐὰν
ἀγάπας τὸν πλησίον σου ὡς ἑαυτόν, τίποτε ἀπὸ αὐτὰ δὲν θὰ ἔπραττες· διότι ποῖος
ἀγαπᾶ καὶ καταφρονεῖ; Ποῖος ἀγαπᾶ καὶ ἐπιβουλεύει; Ποῖος ἀγαπᾶ καὶ βλάπτει
τὸν ἀγαπώµενο; Βλέπετε ὅτι ἡ φιλαυτία εἶναι ἡ πρώτη αἰτία κάθε ἁµαρτίας; Ἐὰν
ἀκολουθήσουµε αὐτὴν τὴν ἔρευνα, τότε βλέπουµε ὅτι ἡ ἴδια ἡ φιλαυτία γίνεται
ἐµπόδιο καὶ τῆς ἀρετῆς.
Γιατί βλέπεις τὸν πτωχὸ καὶ δὲν τὸν ἐλεεῖς πλουσιοπάροχα; Διότι φοβᾶσαι µὴ
πτωχεύσεις, ὅπως κι ἐκεῖνος. Γιατί δὲν νηστεύεις στὶς µέρες τῶν νηστειῶν; Διότι
φοβᾶσαι µήπως ἀσθενήσεις. Γιατί δὲν ἀγρυπνεῖς τὴ νύκτα στὴν προσευχή; Διότι

6
δὲν θέλεις τὴν ἐνόχληση. Γιατί δὲν φυλᾶς σωφροσύνη καὶ καθαρότητα; Διότι
ζητᾶς τὶς ἡδονὲς τῆς σαρκός. Ἐὰν ἐξακολουθήσεις τοιουτοτρόπως ἐρευνῶντας τὸν
ἑαυτό σου, βλέπεις ὅτι ὑπάρχεις γυµνὸς κάθε ἀρετῆς καὶ πέφτεις σὲ κάθε εἶδος
ἁµαρτίας, ἐπειδὴ τίποτε ἄλλο δὲν µελετᾶς καὶ σὲ τίποτε ἄλλο δὲν ἀποβλέπεις,
παρὰ µόνο στὴν ἡδονὴ καὶ στὴν ἀνάπαυσή σου, δηλαδή, ἐπειδὴ σὲ κατακυριεύει
καὶ σὲ κατατυραννεῖ ἡ φιλαυτία σου. Ἐκ τούτων εὐλόγως συµπεραίνουµε ὅτι, ἐὰν
δὲν ἐκβάλουµε ἀπὸ τὴν καρδιά µας τὴν φιλαυτία, δὲν µποροῦµε νὰ σωθοῦµε.
Ὅλοι οἱ ἅγιοι ἔδιωξαν µακριὰ τὸ πάθος τῆς φιλαυτίας καὶ θὰ ἀναφέρουµε δύο
χαρακτηριστικὰ παραδείγµατα. Ὁ Μωϋσῆς, τόσο µακριὰ ἐξώρισε ἀπὸ τὴν καρδιά
του τὴν φιλαυτία ὥστε, ὅταν ἁµάρτανε ὁ λαὸς ποὺ θεοποίησε τὸν µόσχο, τότε
παρακαλῶντας τὸν Θεὸ νὰ συγχωρήσει τὴν ἁµαρτία τοῦ λαοῦ, εἶπε αὐτὰ τὰ λόγια·
«Καὶ νῦν, εἰ µὲν ἀφῇς αὐτοῖς τὴν ἁµαρτίαν αὐτῶν, ἄφες· εἰ δὲ µή, ἐξάλειψόν
µε ἐκ τῆς βίβλου σου ἧς ἔγραψας» (Καὶ τώρα ἐὰν φανεῖς ἴλεως καὶ συγχωρήσεις
τὴν ἁµαρτίαν τους αὐτή, συγχώρεσέ τους. Ἐὰν ὅµως δὲν τοὺς συγχωρήσεις,
ἐξάλειψε µαζὶ µ᾽ αὐτοὺς καὶ µένα ἀπὸ τὸ βιβλίο σου, στὸ ὁποῖο µὲ ἔχεις
γραµµένο.) (Ἐξόδ. λβ´,32). Αὐτὸ σηµαίνει ὅτι ὁ Μωυσὴς ἀγαποῦσε τόσο πολὺ τὸν
λαό, ποὺ τοῦ ἐµπιστεύτηκε ὁ Θεός, ὅσο καὶ τὸν ἑαυτό του· γι᾽ αὐτὸ καὶ θέλησε
ὅ,τι πάθει ὁ λαός, τοῦτο νὰ πάθει καὶ αὐτός· ἐὰν δηλαδὴ σωθεῖ ὁ λαός, νὰ σωθεῖ
καὶ αὐτός· ἐὰν κολασθεῖ ὁ λαός, νὰ κολασθεῖ καὶ αὐτός.
Ὁ Παῦλος ὑπερέβη καὶ αὐτὸν τὸν ὅρο τῆς ἀγάπης, ἀγάπησε τὸν λαὸ τοῦ
Ἰσραὴλ περισσότερο παρὰ τὸν ἑαυτό του, διότι προσευχόµενος πρὸς τὸν Θεό,
ἔλεγε· Εὔχοµαι καὶ παρακαλῶ ὅπως τὸ γένος τοῦ Ἰσραὴλ πιστέψει καὶ σωθεῖ ἐγῶ
δὲ νὰ χωριστῶ ἀπὸ τῆς δόξης τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. «Ηὐχόµην γὰρ αὐτὸς ἐγὼ
ἀνάθεµα εἶναι ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν µου, τῶν συγγενῶν µου
κατὰ σάρκα» (Ρωµ. θ´,3). Ἀπ᾽ αὐτὸ βλέπουµε ὅτι ὁ Μωϋσῆς τόσες ἀρετὲς
κατώρθωσε καὶ σὲ τόση ἁγιωσύνη ἔφθασε, ὥστε ὁ Θεὸς µιλοῦσε µαζί του
«ἐνώπιος ἐνωπίῳ ὡς εἴ τις λαλῆσαι πρὸς τὸν ἑαυτοῦ φίλον» (µίλησε ὁ Κύριος
πρὸς τὸν Μωϋσὴ κατὰ τρόπο προσωπικό καὶ οἰκεῖον, ὅπως µιλάει κανεὶς πρὸς τὸν
φίλο του) (Ἐξόδ. λγ´,11)· ὁ Παῦλος σὲ τόσο ὕψος ἀρετῆς καὶ τελειότητος ὕψωσε τὴν
ψυχή του ὥστε καταξιώθηκε ὅσο ζοῦσε νὰ ἀνεβεῖ ἕως τρίτου οὐρανοῦ καὶ νὰ
ἀκούσει ἄρρητα ρήµατα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι (Β´ Κορινθ. ιβ´,4).
Πῶς ἄραγε γίνεται νὰ ἐλευθερωθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τέτοιο πάθος ἰσχυρό,
θεµελιωµένο πάνω στὸν φυσικὸ νόµο, τὸν ὁποῖο φύτευσε ὁ Θεὸς στὴ φύση κάθε

7
ζώου πρὸς διατήρηση καὶ ὑπεράσπιση αὐτοῦ; Πῶς µπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ µισήσει
τὸν ἑαυτό του; «Οὐδεὶς γάρ ποτε τὴν ἑαυτοῦ σάρκα ἐµίσησεν, ἀλλὰ ἐκτρέφει καὶ
θάλπει αὐτήν» (Ἐφεσ. ε´,29). Ἀλλὰ ποῖος νόµος ὁρίζει νὰ µὴν ἀγαποῦµε τοὺς ἑαυτούς
µας; Αὐτὸς ὁ περὶ ἀγάπης νόµος τοῦ Θεοῦ στηρίζεται πάνω στὸν φυσικὸ νόµο τῆς
ἀγάπης· «ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτὸν» (Ματθ. κβ´,39)· ἐὰν λοιπὸν δὲν
ἀγαπᾷς τὸν ἑαυτὸν σου, πῶς µπορεῖς νὰ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὅπως τὸν
ἑαυτό σου; Ἐὰν φυλάττεις τὸν ὅρο τῆς ἀγάπης, ὅσο περισσότερο ἀγαπᾶς τὸν
ἑαυτό σου, τόσο περισσότερο θὰ ἀγαπᾶς καὶ τὸν πλησίον σου.
Ἀγάπα λοιπὸν τὸν ἑαυτόν σου ὅσο θέλεις, πλὴν µὴ καταφρονεῖς τοὺς ὅρους
τῆς ἀγάπης· διότι ἐὰν καταφρονεῖς αὐτούς, τότε δὲν ἀγαπᾶς, ἀλλὰ µισεῖς τὸν
ἑαυτό σου. Ὅταν παραβαίνοντας τοὺς ὅρους τῆς ἀγάπης ἀθετεῖς τὴν πίστη σου ἢ
καταφρονεῖς τὸ νόµο τοῦ Θεοῦ ἢ βλάπτεις τὸν πλησίον σου, γιὰ νὰ εὐχαριστήσεις
καὶ ἱκανοποιήσεις τὸν ἑαυτό σου καὶ λάβεις κέρδος καὶ δόξα πρόσκαιρη, τότε δὲν
ἀγαπᾶς ἀλλὰ µισεῖς τὸν ἑαυτό σου· τότε ἡ µὲν ἀγάπη τοῦ ἑαυτοῦ σου εἶναι µῖσος,
καθότι µὲ αὐτὴν τὴν ἀγάπη παραδίδεις τὴν ψυχή σου στὴν αἰώνιο κόλαση, ἐνῶ τὸ µῖσος εἶναι ἀγάπη, διότι µ᾽ αὐτὸ τὸ µίσος κληρονοµεῖς τὴν αἰώνια σωτηρία.

Ὅταν τὸ µικρὸ παιδί ζητάει ἀπὸ τὸν πατέρα του µαχαίρι ἢ δηλητήριο, καὶ
αὐτὸς ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴ ἀγάπη νικώµενος, γιὰ νὰ µὴ λυπήσει αὐτό, δίνει αὐτὰ
στὰ χέρια τοῦ παιδιοῦ, κι ἐκεῖνο φονεύει τὸν ἑαυτό του, τότε, αὐτὸ τὸ ἔργο τί
εἶναι, ἀγάπη ἢ µῖσος; Ἀγάπη ἢ ἀνοησία; Αὐτὸ συµβαίνει καὶ σ᾽ ἐσένα ὅταν σὲ
κυριεύσει ἡ φιλαυτία. Ὅταν ἡ διεστραµµένη ἐπιθυµία τῆς καρδιάς σου ζητάει τὴν
παράβαση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν βλάβη τοῦ πλησίον, κι ἐσὺ ἀπὸ τὴν
φιλαυτία τυφλωµένος, γιὰ νὰ ἱκανοποιήσεις τὸν ἑαυτό σου, παραδίδεις αὐτὰ στὴν
ἐξουσία τῶν σαρκικῶν σου ἐπιθυµιῶν, οἱ ὁποῖες ἔτσι φονεύουν τὴν ψυχή σου,
τότε ἡ ἀγάπη τοῦ ἑαυτοῦ σου δὲν εἶναι ἀγάπη φυσικὴ καὶ λογική, ἀλλὰ εἶναι µῖσος
ἄλογο καὶ ἀνοησία βλαβερή.
Ἀγάπα λοιπὸν τὸν ἑαυτό σου ὅσο θέλεις, πλὴν µένε στοὺς ὅρους τῆς ἀγάπης·
ἐὰν µένεις σ᾽ αὐτοὺς φεύγεις παντελῶς τὴν φιλαυτία, ἀγαπᾶς τὸν ἑαυτό σου
πραγµατικά. Δύο λοιπὸν εἶναι οἱ ὅροι τῆς ἀγάπης· «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν
σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου»,
οὗτος εἶναι ὁ ὅρος ὁ πρῶτος· ὁ δεύτερος· «ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς
σεαυτόν». Ἐκ τούτων τῶν δύο ὅρων κρέµεται ὅλος ὁ νόµος καὶ οἱ προφῆτες· «ἐν
ταύταις ταῖς δυσίν ἐντολαῖς ὅλος ὁ νόµος καὶ οἱ προφῆται κρέµανται».

You might also like