You are on page 1of 2

Οδηγίες παρασκευής μπύρας 3

Η μέτρηση της πυκνότητας του γλεύκους στοχεύει σε 2 πράγματα:

Υποδεικνύει πότε έχει ολοκληρωθεί η ζύμωση (άρα και είμαστε


έτοιμοι για εμφιάλωση)
Μας επιτρέπει να υπολογίσουμε το «δυνητικό» αλκοόλ στη μπύρα
μας. Βέβαια «δυνητικό» και πραγματικό είναι τελείως διαφορετικές
έννοιες και για αυτό καλό θα είναι να πάρουμε 2 μετρήσεις πυκνότητας,
μία στην αρχή της ζύμωσης και μια στο τέλος.

Μετρώντας την πυκνότητα πριν τη ζύμωση, παίρνουμε μια μέτρηση που


ονομάζεται “Original Gravity” (αρχική πυκνότητα) η οποία μας δίνει το
«δυναμικό» του αλκοόλ. Όταν πάρουμε τη δεύτερη μέτρηση, αφού
τελειώσει η ζύμωση (είτε αυτή κρατήσει μερικές μέρες, είτε μερικές
βδομάδες είτε όσο κρατήσει..) η μέτρησή μας αυτή λέγεται “Final
Gravity”, δηλαδή τελική πυκνότητα και άρα παίρνουμε και το τελικό
«δυναμικό» αλκοόλ. Αφαιρώντας την FG από την OG καταλαβαίνουμε
ουσιαστικά πόσα από τα σάκχαρα του γλεύκους «φαγώθηκαν» από τη
μαγιά ή πόσο αλκοόλ έχει η μπύρα μας.

Για παράδειγμα, αν OG=8 και FG=4, τότε 6-2=4% αλκοόλ (πολύ ελαφριά
μπύρα).
Να το κάνουμε πιο απλό; Όταν η μαγιά τρώει ζαχαρίτσα, παράγει
οινόπνευμα, άρα όποια μείωση σε πυκνότητα αντιστοιχεί σε αύξηση
του αλκοόλ στη μπύρα σας.
Πως παίρνουμε λοιπόν μια μέτρηση πυκνότητας;

Εύκολο! Συναρμολογούμε τον δοκιμαστικό σωλήνα, ανοίγουμε το


βρυσάκι του κάδου ζύμωσης και τον γεμίζουμε μέχρι 1-2 δάχτυλα κάτω
από το χείλος.
Η «κανονική» θερμοκρασία που πρέπει να έχει το υγρό για να πάρουμε
ακριβή μέτρηση πυκνότητας είναι περίπου 20 βαθμοί κελσίου. Αν το
γλεύκος έχει μεγαλύτερη ή μικρότερη θερμοκρασία τότε οι μετρήσεις
μας θα είναι λανθασμένες – όπως καταλαβαίνετε βέβαια, όσο πιο κοντά
είμαστε στους 20, τόσο μικρότερο λάθος θα έχουμε. Οπότε μην
αγχωθείτε αν το γλεύκος σας έχει θερμοκρασία 19 ή 22. Η διαφορά δεν
είναι τεράστια.
Βάζουμε το πυκνόμετρο στο δοκιμαστικό σωλήνα και το
στριφογυρίζουμε για να φύγουν τυχόν φυσαλίδες από την επιφάνειά
του. Προσέχουμε επίσης να μην ακουμπάει τα τοιχώματα. Έπειτα,
κοιτάμε το κάτω μέρος του μηνίσκου που σχηματίζεται γύρω του και
σημειώνουμε την ένδειξη. Αυτή είναι και η πυκνότητά μας.
Ωραία, το διάβασα. Και που θα ξέρω αν ολοκληρώθηκε η ζύμωσή μου;

Οι περισσότερες μαγιές καταναλώνουν τουλάχιστον το 65%-70% των


σακχάρων του γλεύκους. Άρα, για να ολοκληρωθεί η ζύμωση
αναμένουμε τουλάχιστον μια μείωση της πυκνότητας στο 35% της
αρχικής.

Ένας γενικός οδηγός –αλλά όχι πανάκεια- είναι ότι μια μπύρα που
ξεκινάει με αρχική πυκνότητα 1048, είναι έτοιμη όταν πέσει ΚΑΤΩ από
το 1017, αλλά ΟΧΙ παραπάνω. Θα λέγαμε ότι καλύτερα θα είναι η τελική
πυκνότητα να προσεγγίζει το 1010-1012 για μια μπύρα που ξεκίνησε
από τα 1048.
Μια άλλη καλή ένδειξη για το αν έχει τελειώσει τη ζύμωση η μπύρα μας
είναι ότι οι μπουρμπουλήθρες στην αεροπαγίδα έχουν μειωθεί κατά
πολύ (περίπου μία το δίλεπτο).

Ο καλύτερος χρόνος για να μετρήσουμε την πυκνότητα της μπύρας μας,


είναι μια εβδομάδα μετά την εκκίνηση της ζύμωσης. Αν πάρουμε
ικανοποιητική μέτρηση, μεταγγίζουμε (ή εμφιαλώνουμε αν χρειάζεται).
Τι είναι αυτή η μετάγγιση που μας λες;

Η μπύρα κατά τη ζύμωσή της, παράγει πολύ ίζημα, που στις


περισσότερες μπύρες, δεν το θέλουμε (η weiss αποτελεί εξαίρεση, αλλά
και πάλι η ποσότητα που μένει στον πάτο του κάδου είναι μεγάλη). Γι
αυτό όταν ολοκληρωθεί η ζύμωση στον πρώτο κάδο, καλό θα είναι να
μεταγγίζουμε στον δεύτερο και να αφήνουμε τη μπύρα εκεί μια
βδομάδα ακόμα (πάλι με αεροπαγίδα κλπ) ώστε να καθαρίσει.

Στη μετάγγιση σκοπό έχουμε να πάρουμε όση περισσότερη ποσότητα


μπύρας γίνεται από τον πρώτο κάδο στο δεύτερο, αφήνοντας πίσω το
«κακό» ίζημα της μαγιάς. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα η τελική μας
μπύρα να είναι πολύ καθαρότερη από ό,τι θα ήταν αν εμφιαλώναμε
κατευθείαν.

You might also like