You are on page 1of 7

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

ΑΔΕΛΦΙΚΗ ΑΓΑΠΗ

Ένας από τους φόβους μου σχετικά με αυτή την ιστορία είναι ότι μπορεί
να δεχτεί μεγάλη κριτική, εξαιτίας του ότι αφιερώνω πολύ λίγες σελίδες,
αφηγούμενη 15 ολόκληρα χρόνια της ζωής μου. Ωστόσο, η αρχική ιδέα
ήταν να ξεκινήσω την ιστορία μου από το συγκεκριμένο κεφάλαιο, αλλά
προτίμησα να δώσω ένα αρχικό πλαίσιο στο έργο και να ξεκινήσω από
την αρχή. Επομένως, αυτό που θέλω να πω είναι ότι τα γεγονότα που
ενδιαφέρουν την ιστορία και φυσικά τους αναγνώστες ξεκινούν από αυτό
εδώ το σημείο. Εδώ ξεκινάει το κομμάτι της μουσικής, των Ποιημάτων
και των αφηγήσεων ιστοριών.

Λοιπόν, προχωράω στις αρχές του 2011, όπου βρισκόμουν σχεδόν στα
μισά της τρίτης Γυμνασίου. Εκείνο τον καιρό, είχε έρθει στο Κίρκενες ο
αδερφός μου, ο Ντάνιελ από τη Φινλανδία με την παρέα του, τη γυναίκα
του, τη Σαβίννα, και το παιδί τους. Επρόκειτο να μείνει περίπου για 3
εβδομάδες. Αν και το επάγγελμά του ήταν να γράφει σάουντρακ για
ταινίες, το χόμπι του ήταν να φτιάχνει αντικείμενα από ξύλο και μάλιστα
πουλούσε χειροτεχνίες που έφτιαχνε ο ίδιος στη Φινλανδία. Σχεδόν κάθε
απόγευμα, λοιπόν, έστηνε σε ένα πάγκο ό,τι έφτιαχνε και τα πουλούσε
στην πίσω αυλή του σπιτιού. Ήταν υπέροχο το θέαμα, γιατί τότε ψήναμε
κι εμείς στη σχάρα – προτού γίνω χορτοφάγος. Γιατί συχνά έρχονταν και
οι δικοί μου φίλοι στο σπίτι για να δουν, και ίσως να αγοράσουν
χειροτεχνίες. Βλέπετε ο Ντάνιελ έκανε χρυσές δουλειές ακόμη και στο
εξωτερικό.

Ένα μήνα, αφότου έφυγε ο Ντάνιελ, οι γονείς μου πήγαν για περιοδεία
στην Ευρώπη, γιατί θα ανέβαζαν ένα θεατρικό έργο. Η Μόνικα κι εγώ
ήμασταν αρκετά μεγάλες --ήδη 15-- για να μείνουμε μόνες μας για 9
μήνες, ωστόσο η μάνα μου ήθελε να μας κρατάει κάποιος τουλάχιστον τα
βράδια. Έτσι, ζήτησε από τη Τζοάννα να έρθει από το Τρόμσο να μείνει
μαζί μας στο σπίτι. Κι άλλο που δεν ήθελε εκείνη. Έφερε κιόλας και την
κολλητή της, που παρεμπιπτόντως την έλεγαν κι εκείνη Τζοάννα. Η
Τρέισι τις φώναζε "Τζοάννα στο τετράγωνο", γιατί πρώτον είναι εντελώς
ίδιες και δεύτερον, γιατί είναι αχώριστες. Εντάξει, δεν ήταν τόσο κακό. Η
Τζοάννα είναι τέλειος άνθρωπος και πάντα περνούσαμε καλά μαζί.
Μάλιστα με την κολλητή της κάνω κι εγώ παρέα και συνεργαζόμαστε και
καμιά φορά, γιατί είναι κι εκείνη μουσικός. Λίγο αφότου ήρθαν, λοιπόν,
εγώ έδωσα το τελευταίο μου δίπλωμα στο πιάνο και η Μόνικα τις
εξετάσεις στο βιολί και για μια εβδομάδα δεν πήγαμε στο σχολείο, γιατί
ήμασταν εξαντλημένες.

Σ' αυτό το σημείο θα ήθελα να αφιερώσω ένα κομμάτι, στο οποίο θα


μιλήσω για την δίδυμη αδερφή μου, τη Μόνικα. Η Μόνικα, σήμερα, είναι
η πιο απομακρυσμένη από όλους στην οικογένεια. Όχι ότι δεν έχουμε
επαφές --αλίμονο, κάθε μέρα τηλεφωνιόμαστε και μιλάμε στο Skype--,
απλώς ζει με τον άντρα της και τα παιδιά τους σε ένα χωριό κοντά στο
Όουλου της Φινλανδίας. Μπορεί να την πετύχει κανείς στην Oulun
Leffanmusiikkiorkesteri* (*Ορχήστρα μουσικής ταινιών του Όουλου) και
είναι χοντρούλα με μακριά κόκκινα μαλλιά. Η Μόνικα, από όταν
ήμασταν μικρές, με είχε ανησυχήσει για το πώς θα αναπτυχθεί ως
άνθρωπος. Και μέχρι σήμερα κατηγορώ τον εαυτό μου, για το ότι ίσως
έφταιξα εγώ και δεν την άφησα ποτέ να δημιουργήσει τη δική της
προσωπικότητα. Θα εξηγήσω αμέσως το λόγο.

Καταρχάς, η Μόνικα κι εγώ αναπτυχθήκαμε κυριολεκτικά ταυτόχρονα.


Κάναμε τα πάντα μαζί, βγαίναμε μαζί, τρώγαμε μαζί και μέχρι και τα
κρεβάτια μας ήταν κολλημένα. Και φυσικά ό,τι την απασχολούσε μου το
έλεγε (άσχετο αν έγω ήμουν πολύ μυστικοπαθής και δε μιλούσα ποτέ για
όσα ένοιωθα). Όσο μεγαλώναμε λοιπόν, εγώ συνειδητοποίησα ότι είχαν
συμβεί δύο πράγματα με τη Μόνικα. Πρώτον, η προσωπικότητά της
διαμορφωνόταν μέσα από αυτή των ανθρώπων, με τους οποίους
μεγάλωνε. Δηλαδή, ήταν σαν η ίδια να μην έχει προσωπικότητα και δικές
της προτιμήσεις. Το πιο εμφανές είναι ότι η Μόνικα έχει κόκκινα μαλλιά
από τα 16 της, διότι τότε αποφάσισα να βάψω τα δικά μου κόκκινα,
οπότε κι εκείνη έκανε το ίδιο. Και ο άντρας της, αργότερα, της είπε ότι
είναι πολύ όμορφη με αυτό το χρώμα, έτσι κι εκείνη δεν το άλλαξε ποτέ.
Φανταστείτε, επίσης, ότι η Τρέισι πριν λίγα χρόνια ρώτησε εμένα και τη
Μόνικα ποια ήταν τα αγαπημένα μας soundtracks (καθώς η Μόνικα
παίζει βιολί σε ορχήστρα και διασκευάζει soundtracks). Εγώ αμέσως
απάντησα: "Οι Ώρες του Philip Glass και το Jurassic Park". Αμέσως η
Μόνικα απάντησε "Κι εμένα είναι αυτά τα αγαπημένα μου". Και
μάλιστα, εγώ εξεπλάγην, διότι δεν ήταν δυνατόν να μην έχει κάποια
αγαπημένα τραγούδια, διαφορετικά από αυτά που άρεσαν σε μένα. Το
ίδιο, μάλλον, σκέφτηκε και η Τρέισι, η οποία της είπε: "Δε γίνεται. Πες
κάτι άλλο εσύ". Και τότε η Μόνικα προσέθεσε το Lady in the Water, το
οποίο...ήταν ένα soundtrack, που έπαιζα εγώ όλη μέρα στο πιάνο!!!
Δηλαδή κι αυτό από μένα το είχε ακούσει. Το δεύτερο πράγμα ήταν ότι
εγώ, από τη μεριά μου, πίστευα ότι η Μόνικα ήταν πολύ αθώα --πολύ πιο
αθώα από μένα-- και είχε πάντα αυτό τον παιδιάστικό χαρακτήρα και
τόνο στη φωνή, για αυτό είχα χρέος να την προστατέψω από την κακία
και τη σκληρότητα του κόσμου. Φοβόμουν ότι λόγω της αθωότητας και
της καλοσύνης της, θα την παραπλανήσουν, θα την κοροϊδέψουν και ότι
θα πληγωθεί πολύ άσχημα. Δεν ήμουν αυστηρή μαζί της, ούτε
υπερπροστατευτική, όμως δεν την άφησα ποτέ να αναπτύξει δικό της
χαρακτήρα. Στα πάντα ήμουν μαζί της, τουλάχιστον μέχρι την ηλικία που
αρχίσαμε να κάνουμε σχέσεις. Έτσι έχει γίνει ό,τι είμαι εγώ και ό,τι είναι
ο άντρας της. Τουλάχιστον χαίρομαι που όντως δεν τα έμπλεξε με
κάποιον που να την εκμεταλλευτεί και να την κάνει ό,τι θέλει, και
αντίθετα ο άντρας της είναι καλός άνθρωπος και τη φροντίζει. Όμως
κοιτάζοντας πίσω στο παρελθόν, λυπάμαι που κατέστρεψα τη Μόνικα
έτσι.

Αυτό ήταν μια μικρή παρένθεση για τη δίδυμη αδελφή μου. Την
εβδομάδα, που δεν πήγαμε σχολείο, η Μόνικα, οι Τζοάννες και εγώ
κάναμε ωραία και ενδιαφέροντα πράγματα. Πηγαίναμε με τα κορίτσια
για περπάτημα στο δάσος ή για να μαζέψουμε μανιτάρια, καθώς η
Σκανδιναβία είναι γεμάτη από μανιτάρια. Έμαθα σε αυτές κιόλας δύο
αγαπημένα μου Κέλτικα τραγούδια. Το πρώτο ήταν το Gathering
Mushrooms, των Clannad, στο οποίο έκανε δεύτερη φωνή η μικρή
αδερφή τους, η τότε άγνωστη Ένυα, την οποία η Τζοάννα κα ιη Τζοάννα
άκουγαν φανατικά, όπως η Μόνικα κι εγώ. Το δεύτερο τραγούδι ήταν το
Lish Young Buy-a-Broom, το οποίο ήταν επίσης Clannad και το κόλλησα
σε αυτές, διότι ένα πρωινό τα κορίτσια κατέβαιναν το δρόμο από το σπίτι
προς το δάσος. Και τότε η Μόνικα κι εγώ εμφανιστήκαμε μπροστά τους,
χοροπηδώντας μπροστά τους με δύο μακριές πλεξούδες και τα τότε
ξανθά μαλλιά μας, τραγουδώντας αυτό το τραγούδι με εξαιρετικά έντονη
ιρλανδική προφορά. Τα κορίτσια άρχισαν να γελούν και τις επόμενες
μέρες κατεβαίναμε το δρόμο και οι τέσσερις μας με πλεξούδες,
χοροπηδώντας και τραγουδώντας το Lish Young Buy-a-Broom. Να
υπενθυμίσω ότι, εμείς μπορεί να ήμασταν 15χρονών κοριτσάκια, όμως οι
άλλες δύο ήταν 24 χρονών γαϊδούρες!
Ωστόσο, δεν μπορείς να πεις ότι δεν ήταν τελείως παιδιά στην ψυχή.
Έπειτα από μια εβδομάδα, επιστρέψαμε στο σχολείο, οπότε η αδερφή
μου έγινε τάχα πιο αυστηρή. 12 η ώρα, το αργότερο, πέφταμε στο
κρεβάτι, διότι την επομένη είχαμε σχολείο. Όμως, δεν νομίζω ότι αυτή
ήταν η έγνοιά της για μας, δηλαδή το να ξυπνήσουμε νωρίς για το
σχολείο. Προφανώς, όταν πέφταμε για ύπνο, έβρισκε ευκαιρία να παίζει
βιντεοπαιχνίδια με τη Τζοάννα. Και το ξέρω καλά αυτό, γιατί συχνά είχα
αϋπνίες και διάβαζα βιβλία στο κρεβάτι, αν και η Μόνικα κατάφερνε να
κοιμηθεί με το πορτατίφ αναμμένο. Πολύ συχνά, λοιπόν άκουγα από το
Playstation μουσική βιντεοπαιχνιδιών και τα κορίτσια να μιλάνε σχετικά
με το ότι πρέπει να προσέχουν πού πατάνε, γιατί θα χάσουν. Ξέρω ότι
συνήθως έπαιζαν Skyrim, Final Fantasy και World of Warcraft και καμιά
φορά και The Witcher. Είχαν μεγάλη αγάπη και οι δύο με τα RPG. Για
αυτό τους αποκαλούσα αχτύπητο δίδυμο και, όταν ήμασταν μαζί και οι
τέσσερις, αυτοαποκαλούμασταν αχτύπητο τετράδυμο. Περισσότερο,
όμως, προτιμούσα το 'Τζοάννα στο τετράγωνο' της Τρέισι. Παρόλο που
λατρεύω να διαβάζω βιβλία και να βλέπω ταινίες, τα βιντεοπαιχνίδια
αποτελούν μία από τις τρεις μεγάλες μου αγάπες (οι άλλες δύο είναι τα
συνθεσάιζερ και το τάμπλετ). Να φανταστείτε τη φρικιαστική θλάση στο
χέρι μου, την είχα πάθει εξαιτίας του Playstation και επειδή έπαιζα
συνέχεια το Tarkus στο Hammond Organ. Έτσι, σηκωνόμουν από το
κρεβάτι και πήγαινα να βλέπω που έπαιζαν βιντεοπαιχνίδια. Τότε η
Τζοάννα έπαιρνε τη σοβαρή έκφραση της μεγάλης αδερφής και μου
έλεγε αυστηρά:

«Ίνγκριντ, τι κάνεις ξύπνια στις 2 το πρωί; Αύριο έχεις σχολείο!»

«Με τέτοια φασαρία που κάνετε, περιμένετε να κοιμηθώ;», απαντούσα.

Συνήθως τα πρωινά, η Τζοάννα μας πήγαινε στο σχολείο και καμιά φορά
μας έφερνε κιόλας. Το αστείο είναι ότι ξενυχτούσε με τη φίλη της και
μετά εκείνη ήταν που δεν ξυπνούσε το πρωί. Τι κι αν την κούναγα, τη
γύριζα κτλ., εκείνη κοιμόταν του καλού καιρού. Έτσι, λοιπόν, πήγαινα
πρωινιάτικα στο πιάνο κι έπαιζα Pink Floyd ή Κέλτικα και τραγουδούσα
πολύ δυνατά. Τότε η Τζοάννα σηκωνόταν αναμαλλιασμένη (το ίδιο και η
άλλη η Τζοάννα) και μου έλεγε: «Εντάξει, σηκώθηκα!»
Στο αμάξι, μέχρι να φτάσουμε (ήταν μισή ώρα δρόμος το σχολείο),
γινόταν άγριος χαβαλές. Και οι τέσσερίς μας τραγουδούσαμε στα
ιρλανδικά, αλλά μόνο εγώ γνώριζα τα κανονικά λόγια. Οι άλλες
τραγουδούσαν ό,τι τους κατέβαινε, γιατί δεν ήξεραν τα λόγια. Πιστεύω
ότι εκείνον τον καιρό ήμουν όσο ευτυχισμένη δεν ήμουν ποτέ, γιατί είχα
ανθρώπους στην οικογένειά μου , που με αγαπούσαν και τους αγαπούσα
πραγματικά. Η Τζοάννα ήταν η πρώτη που πάντα με ενθάρρυνε πάντοτε
να σταθώ στα πόδια μου και να προστατεύω μόνη μου τον εαυτό μου,
χώρια αν τελικά δε μπόρεσα ποτέ να το πετύχω αυτό στο μέγιστο βαθμό.
Όσον αφορά την αγάπη, που έλεγα πριν, η άλλη η Τζοάννα ήταν η
κολλητή της αδερφής μου, ωστόσο οι φίλες της αδερφής μου είναι και
δικές μου φίλες. Κάθε μέρα πήγαινα με ένα πλατύ χαμόγελο στο σχολείο
και ήμουν μες στην τρελή χαρά, ώστε οι φίλες μου νόμιζαν ότι βρήκα
γκόμενο. Όμως, πάνω σ εαυτό απαντούσα ότι είμαι παντρεμένη με τη
μουσική.

Το γεγονός ότι η Τζοάννα έμενε τώρα στο Κίρκενες είχε ένα αρνητικό
αντίκτυπο, τουλάχιστον για μένα, που ήμουν άνθρωπος που ήθελε την
ησυχία του και να μη με ενοχλεί κανείς. Όπως γνωρίζετε όλοι, η Τζοάννα
είναι τραγουδίστρια σε συγκρότημα από όταν ήταν 16 χρονών. Το 2011,
λοιπόν, το συγκρότημά της ήταν ήδη πολύ γνωστό και είχε αρκετή
απήχηση στους εφήβους. Όταν εγώ πήγαινα στο σχολείο τα παιδιά
ήξεραν ότι α) έχω το ίδιο επίθετο με τη Τζοάννα, β) η Τζοάννα ήταν από
το Κίρκενες και τώρα είχαν δει ότι έμενε εκεί γ) όπως και να το κάνουμε,
μοιάζαμε, και μάλιστα η Τζοάννα κι εγώ μοιάζαμε μεταξύ μας
περισσότερο από όσο μοιάζω με τη Μόνικα, κι ας είμαστε δίδυμες και δ)
το καλύτερο ήταν ότι μια συμμαθήτριά μου μας πέτυχε μια φορά μαζί σε
ένα σούπερ μάρκετ.

Έτσι λοιπόν στο σχολείο είχαν αρχίσει να διαδίδονται διάφορες φήμες


του τύπου Ξέρεις ποια είναι η μεγάλη αδερφή της Ίνγκριντ και της
Μόνικας; ή και Έχουμε συμμαθήτριες τις αδερφές μιας τραγουδίστριας.
Εγώ και η Μόνικα στην αρχή κάναμε πως δεν δίναμε σημασία και
σκεφτόμασταν πως θα περάσει. Στη συνέχεια, όμως πολλά παιδιά
ρωτούσαν αν έχουμε καμία σχέση με τη Τζοάννα Χάλβορσεν. Εγώ
γελώντας, απαντούσα "Ποιος ξέρει;". Ωστόσο στη συνέχεια βομβάρδιζαν
με ερωτήσεις όχι μόνο εμένα, αλλά και τη Μόνικα, η οποία λόγω του
ανίσχυρου χαρακτήρα της, η καημένη δεν ήξερε τι να απαντήσει και
έφευγε τρέχοντας. Στο τέλος, όμως, αφού με είχαν τρελάνει με τις
ερωτήσεις για τη Τζοάννα, πήγα σπίτι τσαντισμένη και της είπα: "Δεν
ξέρω τι να κάνω πια!"

Εκείνη έσκασε στα γέλια και μου είπε: "Ρε χαζούλι, κρύβεις το ότι
είμαστε αδέλφια; Δε χρειάζεται. Θα τους κάνουμε ένα ωραιότατο
καψόνι, που θα το θυμούνται για πάντα".

"Δηλαδή;", ρώτησα.

"Για αρχή, κάθε μέρα θα πηγαίνω και θα φέρνω εσένα και τη Μόνικα
από το σχολείο".

Έτσι λοιπόν έγινε. Τα μεσημέρια, όταν τελείωνα το σχολείο, άκουγαμε


μπροστά από την πόρτα ένα κορνάρισμα. Κάποιο μεσημέρι που κόρναρε,
γύρισα το κεφάλι μου, μόνο για να δω τη Τζοάννα να έχει βάλει τα ξανθά
της μαλλιά στο πλάι, να φοράει σκούρα γυαλιά ηλίου και έντονο κόκκινο
κραγιόν και να κοιτάζει προς τη μεριά τη δική μου και των φίλων μου, με
σουφρωμένα τα χείλια. Οι συμμαθητές μου, ως έφηβοι με ορμόνες,
έλεγαν: «Πόπο, κοίτα μια γκομενάρα! Είχα πάει σε συναυλία της». Εγώ,
τους απαντούσα δήθεν αγριεμένα: «Νομίζω ότι η αδερφή μου δε σας
κάνει. Σας ρίχνει μια δεκαετία!». Τα αγόρια φρίκαραν, έδειχναν τη
Τζοάννα και έλεγαν: «Αυτή...είναι...η δική σου αδερφή;». Δεν φαίνεται
ότι τους έδινα, όμως, και πολλή σημασία, καθώς έλεγα: « Άντε, γεια σας,
θα τα πούμε αύριο». Μπαίναμε στο αμάξι, έσκαγα ένα φιλί στη Τζοάννα
και έλεγα γελώντας: «Πάντα θέλεις να προκαλείς τα βλέμματα». Γελούσε
και μου απαντούσε: «Αυτό κάνεις πάντα, όταν είσαι καλλιτέχνης. Δεν
είναι τέλειο;».

«Χμμ, μάλλον».
Το μεσημέρι γυρνούσαμε ήσυχα στο σπίτι, όπου εγώ έπαιζα μουσική ή
έγραφα ιστορίες και αργότερα παίζαμε βιντεοπαιχνίδια και βλέπαμε
ταινίες.

You might also like