Professional Documents
Culture Documents
ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
από τον
Κωνσταντίνο Πολίτη
Α.Μ. 4262017026
ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
Μέλος
Αναστάσιος Κοντάκος Καθηγητής ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ
συμβουλευτικής
ΑΙΓΑΙΟΥ
Επιτροπής
Αναπληρωτής Μέλος
Παναγιώτης Σταμάτης ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ
Καθηγητής συμβουλευτικής
ΑΙΓΑΙΟΥ
Επιτροπής
ΡΟΔΟΣ, 2019
Η έγκριση της παρούσης Διπλωματικής Εργασίας από το Τμήμα Επιστημών της
Προσχολικής Αγωγής και του Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού του Πανεπιστημίου Αιγαίου
δεν υποδηλώνει αποδοχή των απόψεων του συγγραφέως.
-2-
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ.............................................................................................................6
ΠΕΡΙΛΗΨΗ..............................................................................................................7
ABSTRACT..............................................................................................................8
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ.............................................................................................9
-3-
Κεφάλαιο 3ο : Η Ανάπτυξη της Σχολικής Μονάδας στο πλαίσιο της
Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης. ................................................................................... 31
-4-
ΜΕΡΟΣ Β’ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
Βιβλιογραφία
Παράρτημα
-5-
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Επίσης, ευχαριστώ τον κ. Κοντάκο, ο οποίος μέσα από τις διδασκαλίες του και τον
επιστημονικό του λόγο κατά τη διάρκεια της φοίτησής μου, μου άνοιξε δρόμους και
προοπτικές, ώστε να μπορέσω να φανταστώ μια πολύ καλά οργανωμένη σχολική μονάδα
ανοιχτή στην κοινωνία, με στόχους και όραμα, έτοιμη να αντιμετωπίσει ως ένα ανοιχτό
σύστημα, οποιαδήποτε ζητήματα προκύπτουν μέσα από τη διαδικασία της
αλληλεπίδρασης και της ανατροφοδότησης με τα περιβάλλοντα συστήματα.
-6-
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
-7-
ABSTRACT
-8-
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
CQ Πολιτισμική Νοημοσύνη
Ν. Νόμος
-9-
Φ.Ε.Κ. Φύλλο Εφημερίδας Κυβερνήσεως
-10-
1. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο . Η πολυπολιτισμικότητα στην Ελλάδα.
1.1. Αποσαφήνιση του όρου «πολυπολιτισμικότητα».
Είναι γεγονός ότι όταν αναφερόμαστε στις σύγχρονες κοινωνίες του 21ου αιώνα,
αναφερόμαστε σε πολυπολιτισμικές κοινωνίες (multicultural societies), στις οποίες
συνυπάρχουν άνθρωποι με διαφορετικά εθνικά-εθνοτικά και πολιτισμικά στοιχεία. Όσο
ομαλότερη και ουσιαστικότερη είναι αυτή η συνύπαρξη, τόσο προοδεύει και
αναπτύσσεται μια κοινωνία στο στερέωμα της παγκόσμιας αγοράς των ισχυρών
οικονομικών συμφερόντων και των ποικίλων απαιτήσεων.
Ο όρος κουλτούρα ταυτίζεται με το επίπεδο της μάθησης, της παιδείας και τον
τρόπο σκέψης μιας κοινωνίας, τα ήθη, τις πνευματικές αξίες, τη θρησκεία, την
ενασχόληση με τις τέχνες κ.α. (Ιωάννου, 2014). Ωστόσο, η ανάπτυξη όλων αυτών των
στοιχείων ταυτίζεται με την έννοια του πολιτισμού. Τα φιλοσοφικά και ιδεολογικά
ρεύματα που αναπτύχθηκαν κατά τη Βιομηχανική Επανάσταση (ο Ρομαντισμός, η
-11-
Νεωτερικότητα, η Συντηρητική Παράδοση κλπ.) προσπάθησαν να εξηγήσουν αλλά και
να διαχωρίσουν την υλική ανάπτυξη (πολιτισμός) από την πνευματική ανάπτυξη
(κουλτούρα) (Φωτόπουλος, 2015). Ένας άλλος διαχωρισμός γίνεται από τον Άλφρεντ
Βέμπερ, ο οποίος επισημαίνει ότι ο πολιτισμός αναφέρεται στις επιστημονικές γνώσεις
και στα επιστημονικά επιτεύγματα των στοιχείων της κοινωνικής κληρονομιάς σε
αντίθεση με τον όρο κουλτούρα που αναφέρεται στα ηθικά και πνευματικά επιτεύγματα
(Τσαούσης Δ, 1984:221). Στη σημερινή βιβλιογραφία οι δύο όροι σχεδόν ταυτίζονται και
θεωρείται σκόπιμο να εξετάζονται οι αξίες και τα ήθη παράλληλα με την επιστημονική
και την τεχνολογική πρόοδο (Φωτόπουλος, 2015).
-12-
Οι πολυπολιτισμικές κοινωνίες δημιουργούνται από μετακινήσεις πληθυσμών και
σίγουρα δεν είναι ένα σύγχρονο φαινόμενο. Από την αρχαιότητα και τον μεσαίωνα,
άνθρωποι με διαφορετική γλώσσα και καταγωγή, με διαφορετικούς «πολιτισμούς»,
προσπαθούσαν να συνυπάρξουν και να συμβιώσουν στις ίδιες κοινωνίες. Τις
περισσότερες φορές η συνύπαρξη οφειλόταν σε εχθροπραξίες, κατακτήσεις και εισβολές.
Η πολυπολιτισμικότητα δεν αντιμετωπιζόταν θετικά αφού αποτελούσε εμπόδιο στη
δημιουργία ενιαίου εθνικού κράτους (Γκόβαρης, 2004:19-20). Χαρακτηριστικά
παραδείγματα πολυπολιτισμικών κοινωνιών αποτελούσαν το κράτος του Μεγάλου
Αλεξάνδρου, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και αργότερα το Βυζάντιο και η Οθωμανική
Αυτοκρατορία για να φτάσουμε στις σημερινές μεγαλουπόλεις, όπου ζουν και
συμβιώνουν πολίτες από όλο τον κόσμο.
Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης είναι σπάνιο να εντοπίσουμε ανά τον κόσμο
αμιγώς εθνοτικές κοινωνίες πλην ελαχίστων περιπτώσεων. Από αυτήν την
πραγματικότητα δεν θα μπορούσε να λείψει η Ελλάδα με το τεράστιο πολυπολιτισμικό
παρελθόν της, ξεκινώντας από τις αποικίες της αρχαιότητας και συνεχίζοντας μέχρι και
σήμερα με την οικονομική μετανάστευση και την τεράστια έλευση προσφύγων.
-13-
Τις επόμενες δεκαετίες υπήρχε μεγάλη είσοδος μεταναστών στην Ελλάδα, κυρίως
λόγω της πτώσης των σοσιαλιστικών καθεστώτων στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
Οι μετανάστες προέρχονταν κυρίως από την Αλβανία, τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία.
Από το 1989-1990 και πέρα εισερχόταν στη χώρα μας μεγάλος αριθμός μεταναστών από
την Αλβανία, τη Βόρεια Ήπειρο και τον Πόντο. Επιπλέον επέστρεφαν οι
παλιννοστούντες Έλληνες από την πρώην Σοβιετική Ένωση και τις χώρες τις Ανατολικής
Ευρώπης, οπότε και αυξανόταν η κινητικότητα των μετακινούμενων πληθυσμών και
επηρεαζόταν η ζωή και η μεταναστευτική πολιτική (Γκότοβος, 2001:20-30).
Αποκορύφωμα όλης αυτής της κινητικότητας είναι η έλευση εκατοντάδων χιλιάδων
Σύριων προσφύγων. Από το 2015 έως και τον Μάρτιο του 2018 οι πρόσφυγες και οι
μετανάστες που έφτασαν από θαλάσσης στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα στοιχεία του
λιμενικού σώματος, ξεπερνούν τους 1.065.000. Οι οικονομικοί μετανάστες και οι
πρόσφυγες πολέμου, είτε προσπαθούν να εγκατασταθούν μόνιμα, είτε να
χρησιμοποιήσουν την Ελλάδα ως πύλη εισόδου για την Ευρώπη. Σε κάθε περίπτωση,
αλλάζει ο γηγενής πληθυσμός της Ελλάδας και η κοινωνία προσπαθεί να προσαρμοστεί
και να αντιμετωπίσει τα νέα δεδομένα που προκύπτουν.
-14-
2. Κεφάλαιο 2ο: Διαπολιτισμική Εκπαίδευση . Η εξέλιξη της
στον ελλαδικό χώρο και η σημερινή πραγματικότητα.
2.1. Αποσαφήνιση του όρου «Διαπολιτισμική Εκπαίδευση».
«Η Διαπολιτισμική Εκπαίδευση προϋποθέτει και στοχεύει (όπου αυτή δεν υπάρχει) στη
συνεκπαίδευση «ντόπιων» και «ξένων». Στο πλαίσιο αυτής της συνεκπαίδευσης οι
διαφορετικότητες, οι «ετερότητες» συναντώνται, αλληλεπιδρούν και
αλληλοεμπλουτίζονται».
Μ. Δαμανάκης
Ο όρος πρωτοεμφανίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του ‘60 στην Αμερική και τον
Καναδά με σκοπό να αντιμετωπιστεί η σχολική αποτυχία των μαθητών των μειονοτήτων
(Χριστοφή, 2010). Στην Ευρώπη συναντάμε τον όρο «Διαπολιτισμική Εκπαίδευση» το
1977 στην επιτροπή για την πολιτισμική συνεργασία του Συμβουλίου της Ευρώπης, η
οποία ασχολήθηκε με το ζήτημα της επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών σχετικά με τα
θέματα της εκπαίδευσης των παιδιών των μεταναστών (Μάγος, 2002). Στην Ελλάδα ο
όρος πρωτοεμφανίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του ‘80 (Μάρκου, 1993), με την
ένταξη των παλιννοστούντων μαθητών στο ελληνικό σχολείο. Στη συνέχεια, στο άρθρο
34 του νόμου 2413/96 αναφέρεται ότι ο σκοπός της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης είναι η
-15-
οργάνωση και λειτουργία σχολικών μονάδων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας
εκπαίδευσης για την παροχή εκπαίδευσης σε νέους με εκπαιδευτικές, κοινωνικές,
πολιτιστικές ή μορφωτικές ιδιαιτερότητες (νόμος 2413/96 άρθρο 34). Αυτός είναι ο
επίσημος τρόπος με τον οποίο κάνει εισαγωγή η Διαπολιτισμική Εκπαίδευση στο
ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα.
Παράλληλα, αποτελεί ένα σπουδαίο εργαλείο στη σύγχρονη εποχή, καθώς μπορεί
να χτίσει γέφυρες εμπιστοσύνης και κατανόησης μέσα σε ένα κόσμο γεμάτο από αδικία
και βία (Valchev, 1996).
-16-
δημιουργία κοινωνικών δεξιοτήτων αλληλεπίδρασης και κατ’ επέκταση, στη δημιουργία
κοινωνικής συνείδησης, αμοιβαίας αναγνώρισης και συνεργασίας μεταξύ των μαθητών
διαφόρων πολιτισμικών ομάδων, προβάλλοντας τις εθνικές ιδιαιτερότητες ως μέρος της
ιστορίας του ανθρώπου και της επιστήμης, προκειμένου να αμβλυνθούν τα στερεότυπα,
η αδικία, ο ρατσισμός, η αδιαλλαξία και οι προκαταλήψεις που στέκονται εμπόδιο στην
ομαλή συμβίωση των ανθρώπων (Μάρκου Γ., 1995:271).
-17-
2.2. Αρχές της Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης.
Εκπαίδευση ενάντια στον εθνικιστικό τρόπο σκέψης. Μια επίκαιρη αρχή που
αποβλέπει στην επικοινωνία και την αλληλεπίδραση των λαών, με στόχο την
εξάλειψη των εθνικών στερεοτύπων και προκαταλήψεων (Essinger, 1991).
-18-
Το αξίωμα της ισοτιμίας των πολιτισμών. Ο κάθε πολιτισμός είναι μοναδικός και
ξεχωριστός για τον λαό του και ιεραρχικά τοποθετείται στην κορυφή. Αυτή η
τάση σύγκρισης, αξιολόγησης και κατάταξης των πολιτισμών σε ανώτερους και
κατώτερους αποτελεί ένα στοιχείο που δυσκολεύει τη συνοχή πολυπολιτισμικών
κοινωνιών.
-19-
2.3. Στόχοι Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης.
-20-
και στη σχολική κουλτούρα ώστε να ληφθούν υπόψη οι ιδιαίτερες ανάγκες και συνθήκες
των αλλοδαπών μαθητών για να επιτευχθεί η ισότιμη σχολική και κοινωνική τους ένταξη
(Γκόβαρης, 2005).
Συγκεντρώνοντας όλα αυτά τα στοιχειά για τους σκοπούς και τους στόχους της
Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης καταλήγουμε στο γεγονός ότι από την εφαρμογή της
Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης οφελούνται όλοι όσοι συμμετέχουν στη σχολική
λειτουργία. Όσον αφορά τους μαθητές του κυρίαρχου πολιτισμού μαθαίνουν να
σέβονται να αναγνωρίζουν και να αλληλεπιδρούν με τους «άλλους» οι οποίοι είναι
-21-
ισάξιοι και έχουν πολλά διαφορετικά στοιχεία να μεταφέρουν και να καλλιεργήσουν
μαζί με τον πολιτισμό της χώρας υποδοχής. Από την άλλη πλευρά, οι αλλοδαποί
μαθητές αισθάνονται αποδεκτοί και ισότιμοι αφού έχουν την ευκαιρία στα πλαίσια
του επίσημου σχολείου να παρουσιάζουν τα δικά τους πολιτισμικά στοιχεία τα οποία
γνωρίζουν και αντιλαμβάνονται καλύτερα από καθετί άλλο και ταυτόχρονα να τους
προσφέρονται σημαντικές βοήθειες ώστε να κατακτήσουν τα γλωσσικά και
πολιτισμικά στοιχεία του κυρίαρχου πολιτισμού. Τέλος, οι εκπαιδευτικοί
καλλιεργούν μέσα στο σχολείο και την τάξη ένα ευνοϊκό και δημοκρατικό κλίμα
προς όλους τους μαθητές και με απόλυτο σεβασμό στη διαφορετικότητα πορεύονται
οι διδακτικές τους μέθοδοι και η συμπεριφορά τους, η οποία σε μεγάλο βαθμό θα
καθορίσει τη στάση και τις αντιλήψεις των μελλοντικών πολιτών των κοινωνιών.
Η επίσημη ελληνική πολιτεία είχε και έχει συγκεκριμένη στάση και άποψη για τη
Διαπολιτισμική Εκπαίδευση η οποία αποτυπώνεται διαχρονικά στο Σύνταγμα και τους
νόμους της. Το μεγάλο στοίχημα κάθε φορά ήταν και είναι η εφαρμογή και η
αποτελεσματικότητα αυτών των ρυθμίσεων στα πλαίσια της καθημερινής σχολικής ζωής.
Το ενδιαφέρον ξεκινάει από τη δεκαετία του ΄70 όπου γίνεται μια προσπάθεια ενίσχυσης
της εκπαίδευσης των αλλοδαπών και παλιννοστούντων μαθητών. Στη συνέχεια, με τον
νόμο 1404/1983 ιδρύονται Τμήματα Υποδοχής και Φροντιστηριακά Τμήματα και
μετέπειτα με τον νόμο 2413/96 γίνεται η πρώτη επίσημη αναφορά στην ελληνική
εκπαιδευτική πολιτική του όρου Διαπολιτισμική Εκπαίδευση. Με τον νόμο αυτό
ιδρύονται τα Διαπολιτισμικά Σχολεία και γενικότερα γίνεται μια οργανωμένη
προσπάθεια για «την παροχή εκπαίδευσης σε νέους με εκπαιδευτικές, κοινωνικές,
πολιτισμικές ή μορφωτικές ικανότητες» (Ν. 2413/96). Τα τελευταία χρόνια (2015-2018)
μετά και την αθρόα προσέλευση μεταναστών, κυρίως από τη χώρα της Συρίας, το
Υπουργείο έχει πάρει αρκετά μέτρα για την υποστήριξη της εκπαίδευσης των
μεταναστόπουλων στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα.
-22-
2.4.1. 1970-1996: Πρώτες σχετικές αναφορές στο ελληνικό
εκπαιδευτικό σύστημα.
Από το 1980 μέχρι το 1996 η ραγδαία αύξηση των μεταναστών και των ομογενών
Ποντίων και Βορειοηπειρωτών συνοδεύεται από τα πρώτα μέτρα της εκπαιδευτικής
πολιτικής που λαμβάνονται και αφορούν την ίδρυση Τάξεων Υποδοχής (Τ.Υ) (1980-
1981) και Φροντιστηριακών Τμημάτων (Φ.Τ.) (1982-1983). Η λογική των Τμημάτων
Υποδοχής είναι αυτή του διαχωρισμού και της αντίληψης ότι η γλωσσική ανεπάρκεια
είναι υπεύθυνη για τη σχολική αποτυχία και γι’ αυτόν τον λόγο γίνεται προσπάθεια να
εξαλειφθεί. Η λογική των Φροντιστηριακών Τμημάτων είναι της ενισχυτικής
διδασκαλίας με ολιγομελή Τμήματα για την αντιμετώπιση των μαθησιακών δυσκολιών.
Σε αυτή την περίπτωση οι «ξένοι» μαθητές λειτουργούν και αλληλεπιδρούν με τους
ντόπιους μαθητές χωρίς να υπάρχει ο διαχωρισμός που επικρατεί στις Τάξεις Υποδοχής.
Το 1983 γίνεται ο Νόμος 1404, ΦΕΚ 173/24-11-1983 «Δομή και Λειτουργία των
Τεχνολογικών και Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων», άρθρο 45, στον οποίο νομοθετούνται οι
Τάξεις Υποδοχής και τα νεοσύστατα Φροντιστηριακά Τμήματα. Ο στόχος του νέου
νόμου όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά είναι «η ομαλή προσαρμογή στο εκπαιδευτικό
σύστημα της χώρας παλιννοστούντων μαθητών τέκνων ελλήνων μεταναστών». Στα
-23-
πλαίσια του Νόμου αυτού προβλέπεται και η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών που
διδάσκουν στα Τμήματα αυτά (Καλπακίδου, 2008).
Το Π.Δ. 435/84, ΦΕΚ 154, τ.Α, 10-10-84 προέβλεπε την ίδρυση του Σχολείου
Παλιννοστούντων στην Αττική και το Π.Δ. 369/85 την ίδρυση του ίδιου Σχολείου στη
Θεσσαλονίκη. Στα Σχολεία αυτά εγγράφονται τα παιδιά τριών βασικών κατηγοριών. Τα
παιδιά ελληνικής ιθαγένειας ή καταγωγής που διέμεναν τρία τουλάχιστον χρόνια στην
αλλοδαπή, τα παιδιά διπλωματών ή άλλων δημόσιων υπαλλήλων που παρέμειναν και
φοίτησαν σε ξένα σχολεία στην αλλοδαπή για τρία τουλάχιστον χρόνια και τα παιδιά
αλλοδαπών που διαμένουν στην Ελλάδα (Π.Δ. 435/84). Σύμφωνα με τον Δαμανάκη, τα
Σχολεία Παλιννοστούντων επιδιώκουν την ένταξη των μαθητών μέσα από την
απομόνωσή τους (Δαμανάκης, 2004, σ.σ. 65-66).
Συνεχίζοντας τις προσπάθειες για την καλύτερη οργάνωση της εκπαίδευσης των
αλλόγλωσσων μαθητών και για την ομαλότερη ένταξή τους στο ελληνικό εκπαιδευτικό
σύστημα και κατά συνέπεια στην ελληνική κοινωνία ψηφίζεται ο Ν. 1894/90 στον οποίο
προβλέπεται η ίδρυση των Τμημάτων Υποδοχής και των Φροντιστηριακών Τμημάτων
εντός της σχολικής μονάδας του δημόσιου ελληνικού σχολείου με απόφαση του οικείου
νομάρχη.
-24-
Εκπαίδευσης. Με βάση τη συγκεκριμένη Υπουργική Απόφαση δίνεται η δυνατότητα
στον νομάρχη να διορίζει εκπαιδευτικούς οι οποίοι θα διδάσκουν τους μαθητές τη
γλώσσα της προέλευσης του πολιτισμού τους. Επιπλέον, ο νομάρχης μπορεί να διορίζει
προσωπικό για την παιδαγωγική, ψυχολογική και κοινωνική τους ένταξη.
Θεσμοθετώντας τη συγκεκριμένη παράμετρο διαφαίνεται η πρόθεση της ελληνικής
πολιτείας να εξασφαλίσει την καλύτερη δυνατή εκπαίδευση και στήριξη των μαθητών
που φοιτούν στα συγκεκριμένα Τμήματα ώστε να επιτευχθεί η ομαλότερη ένταξή τους
στην κοινωνία για να μπορέσουν να είναι παραγωγικοί και δημιουργικοί στο καινούριο
τους κοινωνικό περιβάλλον.
Αφορμή της θέσπισης του νόμου αυτού αποτέλεσε η συνεχόμενη αύξηση των
μεταναστών δεύτερης και τρίτης γενιάς και ο σταδιακός μετασχηματισμός του ελληνικού
σχολείου σε «πολυπολιτισμικό». Σύμφωνα με το άρθρο 34 του πρώτου κεφαλαίου ο
σκοπός της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης είναι η παροχή εκπαίδευσης στους μαθητές
ανάλογα με τις πολιτισμικές, εκπαιδευτικές, μορφωτικές και κοινωνικές τους
ιδιαιτερότητες. Συμπληρωματικά, τα διαπολιτισμικά σχολεία εφαρμόζουν το πρόγραμμά
τους όπως τα δημόσια σχολεία και ταυτόχρονα προσαρμόζονται στις εκπαιδευτικές,
-25-
κοινωνικές, πολιτιστικές ή μορφωτικές ανάγκες των μαθητών τους. Οι μαθητές που
ανήκουν στις παραπάνω κατηγορίες μπορεί να είναι αλλοδαποί, ομογενείς
παλιννοστούντες, αθίγγανοι και Έλληνες μουσουλμάνοι (Δαμανάκης, 2004, σ. 79-80).
Επιπλέον, οι αλλόγλωσσοι μαθητές στα σχολεία δεν πρέπει να ξεπερνάνε το 25% - 30%
του συνολικού αριθμού των μαθητών.
Στον Νόμο γίνεται αναφορά και στα διαπολιτισμικά σχολεία (άρθρο 35) στο οποία
εφαρμόζονται ειδικά αναλυτικά προγράμματα με άλλα μαθήματα και μειωμένο αριθμό
μαθητών ανά τάξη. Ταυτόχρονα, δίνεται η δυνατότητα να ιδρύονται διαπολιτισμικές
τάξεις ή διαπολιτισμικά τμήματα στα δημόσια σχολεία.
Στη συνέχεια θεσπίζονται αρκετοί νόμοι οι οποίοι σαν στόχο έχουν την προώθηση
και την καθιέρωση της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης στο ελληνικό σχολείο, αλλά και στη
συνείδηση των εκπαιδευτικών οι οποίοι με τη σειρά τους θα μεταδώσουν τις αξίες και τα
μηνύματά της σε όλη τη σχολική κοινότητα και τα συνέπεια σε ολόκληρη την κοινωνία.
-26-
Ο Νόμος 3879/2010 (ΦΕΚ 163Α/21.09.2010) έχει ακριβώς αυτό το πλαίσιο αρχών
της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης, την προώθηση μέτρων που αποβλέπουν στην άρση
των ανισοτήτων και στη διασφάλιση ισότητας ευκαιριών στην εκπαίδευση για όλους
τους μαθητές/τριες (Ν. 3879/2010).
Στα πλαίσια αυτών των αρχών, ο Νόμος εισάγει τον θεσμό των Ζωνών
Εκπαιδευτικής Προτεραιότητας (Ζ.Ε.Π.). «...Στόχος των Ζ.Ε.Π. είναι η ισότιμη ένταξη
όλων των μαθητών στο εκπαιδευτικό σύστημα μέσω της λειτουργίας υποστηρικτικών
δράσεων για τη βελτίωση της μαθησιακής επίδοσης, όπως ιδίως η λειτουργία τάξεων
υποδοχής,[...] επιπρόσθετα, ρυθμίζονται τα θέματα που αφορούν την οργάνωση και τη
λειτουργία των Ζ.Ε.Π., τη στελέχωσή τους με προσωπικό, την απασχόληση
εκπαιδευτικών κατ’αναλογία του αριθμού των μαθητών που χρήζουν διαφοροποιημένης
διδακτικής παρέμβασης και κάθε σχετικό θέμα» (αρθ. 26, παρ. 1α, παρ. β).
Ειδικότερα, το πρόγραμμα των Τάξεων Υποδοχής ΖΕΠ περιλαμβάνει δύο κύκλους που
εντάσσονται μέσα στο ωρολόγιο πρόγραμμα του σχολείου, τις Τάξεις Υποδοχής (ΤΥ) Ι ΖΕΠ
και τις Τάξεις Υποδοχής (ΤΥ) ΙΙ ΖΕΠ. Στις ΤΥ Ι ΖΕΠ φοιτούν οι μαθητές/τριες με ελάχιστη
ή μηδενική γνώση της ελληνικής γλώσσας και στις ΤΥ ΙΙ ΖΕΠ φοιτούν οι μαθητές/τριες με
μέτριο επίπεδο ελληνομάθειας, το οποίο δύναται να δημιουργεί δυσκολίες στην
παρακολούθηση των μαθημάτων στην κανονική τάξη. Στο ΤΥ Ι ΖΕΠ ακολουθείται εντατικό
πρόγραμμα εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας και πραγματοποιείται εκτός τάξης, ενώ
ταυτόχρονα παρακολουθούνται αρκετά μαθήματα εντός της κανονικής τάξης ( Φυσική
Αγωγή, Εικαστικά, Μουσική Αγωγή, Ξένη Γλώσσα κ.α.). Στο ΤΥ ΙΙ ΖΕΠ πραγματοποιείται
υποστήριξη στην ελληνική γλώσσα ή και σε περισσότερα μαθήματα. Η υποστήριξη
-27-
πραγματοποιείται είτε εντός της κανονικής τάξης (δεύτερος εκπαιδευτικός στην τάξη) είτε
εκτός αυτής.
Από το 2015 κι έπειτα είχαμε μεγάλο αριθμό εισροής προσφύγων. Αρχικά στα
ελληνικά νησιά του Ανατολικού και Νοτιοανατολικού Αιγαίου και στη συνέχεια στο
εσωτερικό της χώρας και κυρίως στην Αθήνα. Όσο οι πρόσφυγες παρέμεναν
εγκλωβισμένοι στη χώρα μας, έπρεπε να υπάρξει ανταπόκριση από το Υπουργείο
Παιδείας σχετικά με την εκπαίδευση των προσφυγόπουλων στο ελληνικό δημόσιο
σχολείο.
-28-
μακρινή απόσταση από τα κέντρα φιλοξενίας και στις περιπτώσεις που δεν υπάρχουν
διαθέσιμες αίθουσες (άρθρο 2, παρ. 1).
Η προσπάθεια για φοίτηση των παιδιών αυτών είναι μεγάλη και σκοπός των
Δ.Υ.Ε.Π. ήταν να λειτουργήσουν «προ-ενταξιακά» μόνο για τη σχολική χρονιά 2016-
2017. Την επόμενη σχολική χρονιά (2017-2018) τα παιδιά θα εντάσσονταν στα
νηπιαγωγεία και τις Τάξεις Υποδοχής των σχολείων, πράγμα το οποίο δεν κατέστει
δυνατό με συνέπεια να υφίστανται οι Δ.Υ.Ε.Π. και το τρέχον σχολικό έτος (2018-2019).
Επίσης, ενώ προβλέπεται η διδασκαλία της μητρικής γλώσσας των μεταναστόπουλων
αυτό δε συνέβη ποτέ.
Ο θεσμός των Δ.Υ.Ε.Π. συνάντησε από την πρώτη στιγμή μεγάλες δυσκολίες στην
εφαρμογή του λόγω έλλειψης μόνιμων εκπαιδευτικών αλλά και λόγω της εναντίωσης
προς αυτόν μιας μερίδας πολιτών ανά περιοχές, όπου εμπόδιζαν σε πολλές περιπτώσεις
τη λειτουργία τους με εκδηλώσεις και παραστάσεις διαμαρτυρίας. Υπό αυτές τις
συνθήκες προκύπτει ότι η επιτυχία του θεσμού αυτού εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από
την πίστη των εκπαιδευτικών στην αναγκαιότητα της εφαρμογής του και στην
υποστήριξή του από ολόκληρο το κοινωνικό σύνολο στη βάση ότι το αγαθό της
εκπαίδευσης αποτελεί δικαίωμα όλων των παιδιών ανεξαρτήτως χρώματος, θρησκείας
και καταγωγής.
-29-
Παράλληλα με τις υποχρεωτικές εκπαιδευτικές δομές που νομοθετεί το Υπουργείο
Παιδείας, η Μ.Κ.Ο ΑΡΣΙΣ σε συνεργασία με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους
πρόσφυγες (UNHCR) εφαρμόζει σε δύο νησιά της Δωδεκανήσου, τη Λέρο και την Κω,
ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα άτυπης εκπαίδευσης. Ο γενικότερος στόχος αυτού του
θεσμού είναι η ενίσχυση των δεξιοτήτων των σπουδαστών προσφύγων, ηλικίας από έξι
έως δεκαοχτώ ετών, προκειμένου να αποκτήσουν και πάλι μια βασική σύνδεση με την
εκπαιδευτική διαδικασία, ώστε να έρθει πιο ομαλά η ένταξή τους στο εθνικό
εκπαιδευτικό σύστημα. Συμπληρώνει δηλαδή το κενό των παιδιών που φτάνουν στα
συγκεκριμένα νησιά, είτε με την οικογένειά τους είτε ταξιδεύοντας μόνα τους, μέχρι την
εγγραφή τους στο κρατικό σχολείο. Το KEDU (Εκπαίδευση για την Κω) λειτουργεί από
τον Απρίλιο του 2018 και έχει φιλοξενήσει περίπου τετρακόσια (400) παιδιά ηλικίας από
επτά έως και δεκαοχτώ ετών (https://www.unhcr.org/gr/en/10972-refugee-children-on-
kos-island-return-to-the-classroom.html). Το LEDU (Εκπαίδευση για τη Λέρο)
λειτουργεί από τον Φεβρουάριο του 2017 και το έχουν παρακολουθήσει περίπου εκατόν
πενήντα (150) προσφυγόπουλα διάφορων εθνικοτήτων
(http://donors.unhcr.gr/en/educational-space-ledu-leros/). Στα συγκεκριμένα κέντρα τα
παιδιά μαθαίνουν Αγγλικά, Ελληνικά, Μαθηματικά και Τέχνες, καθώς και μαθήματα για
την ενίσχυση των δεξιοτήτων των παιδιών στις μητρικές τους γλώσσες.
-30-
3. Κεφάλαιο 3ο: Η Ανάπτυξη της Σχολικής Μονάδας στο
πλαίσιο της Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης.
3.1. Εισαγωγή
Για να μπορέσει μια σχολική μονάδα να επιβιώσει σε βάθος χρόνου και να έχει
διάρκεια, θα πρέπει να προσαρμόζεται στο περιβάλλον του, να αποκτά λειτουργίες που
να είναι μπολιασμένες με τα στοιχεία της τοπικής κοινωνίας στην οποία ανήκει και να
αποκτήσει μνήμη, ώστε να μπορεί να αντιμετωπίζει τα οποιαδήποτε ζητήματα
προκύπτουν. Ταυτόχρονα πρέπει να σχεδιάζει το μέλλον, να θέτει στόχους και να
προσπαθεί μέσα από τις λειτουργίες της και τις πολιτικές της να τους επιτυγχάνει και να
τους ολοκληρώνει. Επομένως, η ίδια η σχολική μονάδα ως αυτοπηδαλιούχος οργανισμός
αποκτά ευφυΐα και οι λειτουργίες αποκτούν μια υβριδική μορφή. Τα συγκεκριμένα
αποτελέσματα θα προκύψουν μέσα από την αυτοπαρατήρηση και τον αναστοχασμό που
θα έχουν ως στόχο τη συνεχή βελτίωση του σχολικού αποτελέσματος.
-31-
τους ανάπτυξης και της ευφυΐας τους, μεταφέρουν στους μαθητές τους (μελλοντικοί
πολίτες) αντιλήψεις και μηνύματα τα οποία προσδοκούν να διοχετεύσουν στις κοινωνίες.
Πρώτα από όλα, για να κατανοήσουμε καλύτερα τις λειτουργίες, τις διαδικασίες,
τις δομές και τα επιθυμητά αποτελέσματα των Σχολικών Μονάδων θα πρέπει να
αναφερθούμε στον ορισμό τους. Ο θεσμός του σχολείου κατοχυρώθηκε από τη στιγμή
που υπήρξε καθολική αποδοχή του δικαιώματος του κάθε πολίτη στη μόρφωση
-32-
(Ξωχέλλης, 1997-1998:8). Υπάρχουν πολλές διαφορετικές απόψεις για τον ορισμό του
σχολείου ανάλογα με την Επιστήμη και την οπτική της γωνία που το προσεγγίζει.
Το σχολείο δεν αποτελεί μόνο έναν τόπο διδασκαλίας και μάθησης, όπου απλά και
διαδικαστικά μεταφέρεται η γνώση από τους εκπαιδευτικούς στους μαθητές (Mialaret,
2011;Νόβα-Καλτσούνη, 2010). Αποτελεί ένα ανοικτό σύστημα εισροών – εκροών το
οποίο αλληλεπιδρά με το περιβάλλον του και δέχεται στοιχεία από αυτό, τα οποία μετά
από ορισμένες διαδικασίες επεξεργασίας εξέρχονται ως αποτελέσματα (Σπύρου Θ.,
Αρνέλλος Α., 2002). Είναι ένα θεσμικό στοιχείο της κοινωνίας, το οποίο λειτουργεί ως
υποσύστημα ενός ευρύτερου συστήματος που έχει τις δικές του ιδιαιτερότητες και τα
δικά του χαρακτηριστικά. Αποτελεί ένα κοινωνικό δημιούργημα όπου μετατρέπεται σε
έναν φορέα κοινωνικοποίησης και ανακάλυψης των διαδικασιών της αγωγής και της
μάθησης. Άρα, πρόκειται για έναν κοινωνικοπαιδαγωγικό θεσμό που συμβάλλει στην
επίλυση βασικών κοινωνικών αναγκών του ανθρώπου εξασφαλίζοντάς του με αυτόν τον
τρόπο προϋποθέσεις επαγγελματικής και κοινωνικής αποκατάστασης και εξέλιξης
(Κοντάκος Α., Αγγελάκου Ε-Π., 2016).
Είναι γεγονός ότι η κάθε Σχολική Μονάδα έχει τα δικά της αντανακλαστικά και
αντιδρά με διαφορετικό τρόπο μπροστά στις απαιτήσεις και τις προσδοκίες των
κοινωνιών μέσα στις οποίες λειτουργεί. Η διαμόρφωση της σχολικής ζωής και της
σχολικής κουλτούρας είναι διαφορετική για κάθε Σχολική Μονάδα με αποτέλεσμα να
επηρεάζεται ο εκπαιδευτικός της σχεδιασμός και η ανάπτυξή της. ( Κοντάκος, 2015).
Κατά τον Κοντάκο, με τον όρο Ανάπτυξη Σχολικής Μονάδας (Α.Σ.Μ.) μπορούμε
να ορίσουμε τη διαδικασία κατά την οποία επιδιώκεται συνειδητά και με πρόθεση από τα
ίδια τα μέλη μια αλλαγή στη λειτουργία του σχολικού οργανισμού. Αυτή η συνεχιζόμενη
και διαρκής διαδικασία έχει ως στόχο τη βελτιωμένη λειτουργία του σχολείου ώστε να
αντιμετωπίζει με τον βέλτιστο τρόπο οποιοδήποτε ζήτημα προκύπτει. Μέσω των
διαδικασιών που αναπτύσσονται στα πλαίσια της Α.Σ.Μ., οι σχολικές μονάδες οφείλουν
-33-
να λειτουργούν ως αυτοπηδαλιουχούμενοι, αυτοστοχαζόμενοι και αυτοοργανωνόμενοι
οργανισμοί ώστε να διαχειρίζονται μόνοι τους όλα τα θέματα που τους αφορούν.
-34-
βιολογίας και άλλων. Παρόλο που έχουν διεξαχθεί πολλές σχετικές μελέτες, η μάθηση
παραμένει μια διαδικασία η οποία δεν έχει ερμηνευτεί και κατανοηθεί πλήρως από όλους
όσους ασχολούνται με αυτή (Φλουρής, 2003).
Ένας από τους παλαιότερους ορισμούς είναι αυτός του Gagne, ο οποίος αναφέρει
ότι η μάθηση είναι η διαδικασία που υποβοηθά τους οργανισμούς να τροποποιήσουν τη
συμπεριφορά τους σε ένα σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα και με έναν μόνιμο τρόπο,
ώστε η αλλαγή να μη χρειάζεται να επαναλαμβάνεται συνεχώς σε κάθε νέα περίπτωση. Η
αλλαγή αυτή γίνεται αντιληπτή από το ίδιο το άτομο που μαθαίνει και μπορεί να εκτελεί
νέες πράξεις και συμπεριφορές τις οποίες δεν γνώριζε πριν την ολοκλήρωση της μάθησης
(Gagne, 1975). Οι Argyris και Schön (1978) προσδιορίζουν τη μάθηση ως μια διαδικασία
μέσα από την οποία ανιχνεύονται και διορθώνονται τα σφάλματα και λαμβάνει χώρα
μόνο όταν προκαλεί αλλαγή συμπεριφοράς.
O Kimple (1980) αναφέρει ότι η μάθηση είναι μια σταθερή αλλαγή της
συμπεριφοράς, η οποία συμβαίνει ως αποτέλεσμα μιας ενισχυμένης πρακτικής. Σύμφωνα
με τον Bigge η μάθηση έχει άμεση σχέση με τη μόνιμη αλλαγή στη συμπεριφορά του
ατόμου, η οποία είναι αποτέλεσμα εμπειρίας και πράξης. Το κάθε άτομο μαθαίνει με τον
δικό του μοναδικό τρόπο αφού έχει προσωπικό και ατομικό χαρακτήρα, ενώ οι αλλαγές
συντελούνται στο πεδίο των γνώσεων, των δεξιοτήτων και των στάσεων (Bigge, 1990).
Ο Χαραλαμπόπουλος υποστηρίζει ότι η μάθηση πραγματοποιείται σε βιολογικό και σε
πνευματικό επίπεδο. Ως βιολογική διαδικασία, η μάθηση παρατηρείται στα ζώα και
στους ανθρώπους ως αποτέλεσμα μακροχρόνιας άσκησης, επανάληψης και εθισμού. Ως
πνευματική διαδικασία, η μάθηση παρατηρείται μόνο στον άνθρωπο η οποία αναδύεται
μέσα από τη συμπεριφορά του (Χαραλαμπόπουλος, 2001).
-35-
Κοινή συνιστώσα σε όλους τους ορισμούς είναι η αλλαγή συμπεριφοράς μετά από
την ολοκλήρωση της μάθησης και της κατανόησής των νέων γνώσεων, δεξιοτήτων και
ικανοτήτων.
1. η συσχέτιση ανάμεσα στη μάθηση και του οργανισμού και του εξωτερικού του
περιβάλλοντος,
2. η διαφοροποίηση μεταξύ της μάθησης του ατόμου και της μάθησης του
οργανισμού,
Η θεωρία της Ο.Μ. έχει δύο σχολές, οι οποίες την προσεγγίζουν από δύο
διαφορετικές κατευθύνσεις. Η μία είναι η γνωστική (περιγραφικό ρεύμα), στην οποία
επικρατεί η θεωρητική προσέγγιση και η άλλη είναι η συμπεριφοριστική (κανονιστικό
ρεύμα), η οποία στηρίζεται στην εμπειρία και την πράξη. Το πρώτο ρεύμα έχει καθαρά
θεωρητικό προσανατολισμό και λαμβάνει χώρα μέσω των γνωστικών διαδικασιών,
νοητικών μοντέλων, δομών και σχημάτων (Οικονομίδη, 2016). Από την άλλη πλευρά το
κανονιστικό ρεύμα έχει πρακτικό προσανατολισμό και υποστηρίζει ότι η μάθηση
αποκτάται μέσω της κοινωνικής αλληλεπίδρασης των ατόμων ενός οργανισμού, της
-36-
εμπειρίας, του πειραματισμού, της παρατήρησης και της ανάλυσης των αποτελεσμάτων
(Leavitt, 2011:4, σε Οικονομίδη, 2016).
Οι Argyris και Schön (1978) παρουσιάζουν την Ο.Μ. ως μια διαδικασία μέσω της
οποίας τα άτομα που ανήκουν σε έναν οργανισμό εντοπίζουν τα σφάλματα του και
προσπαθούν μέσα από οργανωσιακές διαδικασίες και θεωρίες να τα διορθώσουν. Ως
σφάλμα ορίζεται οτιδήποτε μπορεί να σταθεί εμπόδιο στη διαδικασία της μάθησης και
οτιδήποτε μπαίνει ανάμεσα στην πρόθεση και την έκβαση για την επίτευξη κάποιου
αποτελέσματος.
Η Ο.Μ. δεν αποτελεί το άθροισμα των επιμέρους γνώσεων των μελών ενός
οργανισμού. Η απόκτηση κεφαλαίου γνώσης από τα μέλη του οργανισμού δεν είναι
αρκετή για να υπάρξει η οργανωσιακή μάθηση. Απαιτείται η ευθυγράμμιση της
προσπάθειας όλων των μελών προς την επίτευξη ενός κοινού οράματος το οποίο θα
προσδιοριστεί μέσα από τον δημοκρατικό διάλογο και την ελεύθερη διακίνηση ιδεών στα
πλαίσια της ομάδας (Senge, 1990).
Αξίζει να αναφέρουμε και τον ορισμό που δίνει ο Γαβαλάς (2004), ο οποίος
αναφέρει ότι η Ο.Μ. είναι η διαδικασία ευθυγράμμισης της ικανότητας μιας ομάδας να
δημιουργήσει τα αποτελέσματα που οραματίζονται όλα της τα μέλη.
Στη μάθηση του «πρώτου επιπέδου» (όπως αποκαλείται) η σχολική μονάδα με τις
υπάρχουσες λειτουργίες που διαθέτει αντιδρά και επιλύει τα προβλήματα που συναντά
και προκύπτουν δίνοντας βραχυπρόθεσμες απαντήσεις. Προσαρμόζεται στις συνθήκες
που επικρατούν στο περιβάλλον της και δεν οργανώνεται στη βάση μακροπρόθεσμων
-37-
λύσεων ώστε να αποφεύγονται τα επαναλαμβανόμενα σφάλματα (Κολέζα, 2014:17). Ο
σκοπός της μάθησης μονού βρόχου είναι να γίνονται μικρο-διορθώσεις μέσα στις αξίες,
τους κανόνες και τους σχεδιασμούς που ήδη υπάρχουν. Το πλαίσιο αυτό παραμένει
απαράλλακτο και δεν γίνεται καμία προσπάθεια για αλλαγή (Bouvier, 2013:95).
Συμπερασματικά, σε αυτό το επίπεδο μάθησης πραγματοποιείται η επίλυση των
προβλημάτων στους υπάρχοντες στόχους, κανόνες και στρατηγικές δράσεις (Κοντάκος,
2014:10).
Η μάθηση τριπλού βρόχου αναφέρεται στα δύο προηγούμενα επίπεδα μάθησης και
αποτελεί ένα είδος μετα-μάθησης. Υπάρχει ποικιλομορφία σχετικά με τον ορισμό της
ανάμεσα στους ερευνητές και διακρίνονται τρεις διαφορετικές προσεγγίσεις. Μια πρώτη
προσέγγιση χαρακτηρίζει τη μάθηση τριπλού βρόχου ως ανώτερη από τις άλλες δύο. Η
δεύτερη προσέγγιση τη θεωρεί ισοδύναμη της δευτερο-μάθησης και η τρίτη προσέγγιση
-38-
ως ένα τρίτο επίπεδο μάθησης στη θεωρία των επιπέδων οργανωσιακής μάθησης του
Bateson (Tosey, Visser & Saunders, 2011 στο Οικονομίδη, 2016).
Σε αυτό το επίπεδο μάθησης, κατά τους Argyris και Shön (1978) τα μέλη των
οργανισμών εμπλέκονται σε διαδικασίες αναστοχασμού των διαδικασιών και των
στρατηγικών μάθησης που οι ίδιοι οργάνωσαν . Με αυτόν τον τρόπο μπαίνουν τα
στοιχεία της μετα-μάθησης και με τον καιρό δομούνται ικανότητες επίλυσης
προβλημάτων που έχουν ως στόχο να υλοποιείται από τον οργανισμό μάθηση μονού και
διπλού βρόχου, να εξηγούνται τα πλαίσια των μαθησιακών διαδικασιών και να
αποδομούνται τα μαθησιακά εμπόδια (Κοντάκος, 2014:10). Δηλαδή, βελτιώνεται η
ικανότητα του οργανισμού να μαθαίνει.
Πολλοί μελετητές του πεδίου της Οργανωσιακής Μάθησης, την υιοθετούν στις
εκπαιδευτικές μονάδες μετασχηματίζοντάς τες σε μανθάνοντες οργανισμούς (Louis,
1994). Η υιοθέτηση αυτή γίνεται για να πραγματοποιηθεί η σχολική βελτίωση μέσω της
διαχείρισης της γνώσης από τα μέλη του εκπαιδευτικού οργανισμού.
Σύμφωνα με τους Marks και Seashore Louis για να μπορέσει η σχολική μονάδα να
αναπτύξει οργανωσιακή μάθηση θα πρέπει να ακολουθεί κάποιες διαστάσεις. Πρέπει η
σχολική του δομή να είναι υποστηρικτική και η ηγεσία του να διευκολύνει τη μάθηση.
Επιπλέον, η συνεργατικότητα των μελών της προς μια κοινή δέσμευση πρέπει να είναι
-39-
κυρίαρχη στον σχολικό οργανισμό καθώς και η συλλογική υπευθυνότητα για τα
μαθησιακά αποτελέσματα. Τέλος, το σχολείο οφείλει να είναι ένα ανοιχτό σύστημα ως
προς την εισροή πληροφοριών για την εκμάθηση νέων δεξιοτήτων και να προωθεί τον
μηχανισμό της ανατροφοδότησης σε όλα τα επίπεδα ώστε να υπάρχει μια συνεχής
εξέλιξη (Marks και Louis, 1999:715).
Κατά τους Collinson, Cook και Conley η οργανωσιακή μάθηση στα σχολεία
προωθείται μέσα από έξι συνθήκες: Την προτεραιότητα που δίνεται στη μάθηση όλων
των μελών, τη διευκόλυνση στη διάχυση των γνώσεων και των δεξιοτήτων, την προσοχή
στις ανθρώπινες σχέσεις, την ενθάρρυνση για έρευνα, την ενίσχυση της δημοκρατικής
διακυβέρνησης των σχολείων και την εξασφάλιση της αυτοπραγμάτωσης των μελών των
σχολείων (Collinson, Cook και Conley, 2006:110).
Μεταβλητές ελέγχου (governing variables): Τα άτομα μέσα από την ελεύθερη και
έγκυρη πληροφόρηση δρουν σύμφωνα με τις κυρίαρχες αξίες.
Σύμφωνα με τους Argyris και Schön το μοντέλο μάθησης απλού ή διπλού βρόχου
έχει τη δυνατότητα να προσαρμοστεί στον τομέα της εκπαίδευσης στους σχολικούς
οργανισμούς. Οι τρέχουσες αξίες, παραδοχές και νόρμες, δηλαδή οι μεταβλητές ελέγχου
του σχολικού οργανισμού αντιστοιχούν στη σχολική κουλτούρα. Οι στρατηγικές δράσης
αντιστοιχούν σε εκείνες τις στρατηγικές που έχουν ως στόχο τη σχολική βελτίωση, τα
αποτελέσματα της οποίας αντανακλούν τόσο στους μαθητές όσο και στους
-40-
εκπαιδευτικούς (Smith, 2001). Η μάθηση μονού βρόχου είναι αυτή που χαρακτηρίζει
τους περισσότερους σχολικούς οργανισμούς (Argyris, 2008a στο Lunenburg, 2010:2 στο
Οικονομίδη, 2016). Αυτό συμβαίνει γιατί στον εντοπισμό των σφαλμάτων οι διαδικασίες
επίλυσής τους στηρίζονται σε παλιές ρουτίνες και γνωστές νόρμες. Αυτό το μοντέλο
λειτουργίας δεν αντικατοπρίζεται σε έναν μανθάνοντα οργανισμό. Οι μανθάνοντες
οργανισμοί εφαρμόζουν τη μάθηση διπλού βρόχου. Δεν αρκούνται στην απλή
αντιμετώπιση των προβλημάτων με βάση την υπάρχουσα στρατηγική και λογική.
Επιδιώκουν την τροποποίηση των στόχων τους όποτε προκύπτει μια λανθάνουσα
κατάσταση και εφαρμόζοντας καινούριες νόρμες, νέες στρατηγικές και διαδικασίες
στους σχολικούς οργανισμούς προσδοκούν την ουσιαστική βελτίωση του σχολικού
αποτελέσματος (Luneburg, 2010:2).
Η λειτουργία της σχολικής μονάδας στη βάση της μάθησης διπλού βρόχου αφήνει
μια ελπίδα ότι μπορούν τα σχολεία να μετατραπούν σε διαπολιτισμικά και να
μετασχηματιστούν σε περιβάλλοντα όπου θα υποστηρίζεται επί της ουσίας η
-41-
αλληλεπίδραση των μαθητών μεταξύ τους, αναγνωρίζοντας τη διαφορετικότητα και τις
πολιτισμικές συνήθειες του καθενός. Η επεξεργασία και η ανάλυση των προβλημάτων
που προκύπτουν από την υπάρχουσα κατάσταση που επικρατεί στα σχολεία θα μπορούσε
να αποτελέσει ένα χρήσιμο εργαλείο πάνω στο οποίο θα στηριζόταν η διαπολιτισμική
εκπαιδευτική πολιτική και να υπάρξουν νέες στρατηγικές (στρατηγικές δράσης) και
εννοιολογικά πλαίσια. Με μια σύγχρονη και υποστηρικτική νομοθεσία που θα προωθεί
επί της ουσίας τις αρχές, τους στόχους και τις αξίες της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης
μπορεί να φέρει την αλλαγή και την καινοτομία, τα θεμέλια των οποίων θα είναι η
πραγματική εμπειρία και τα βιώματα των εκπαιδευτικών που αντιμετωπίζουν την
καθημερινή πραγματικότητα στα πολυπολιτισμικά σχολεία.
-42-
Senge ήταν αυτός που μετέφερε το μοντέλο του μανθάνοντος οργανισμού στην
εκπαίδευση. Όπως οι επιχειρήσεις έτσι και οι σχολικές μονάδες, έχουν να
αντιμετωπίσουν μεγάλες αλλαγές στον κόσμο (Ο’Neil, 1995). Η οργανωσιακή μάθηση
προσφέρει σημαντική βοήθεια στην προσαρμογή τους σε αυτές τις αλλαγές.
Αναπτύσσουν συλλογικές μαθησιακές διαδικασίες, στρατηγικές δομές, οι οποίες
ενδυναμώνουν την ικανότητά τους να διαχειρίζονται τις αλλαγές σε δυναμικά
περιβάλλοντα (Schechter & Atarchi, 2014:578; Silins, Mulford & Zrins, 2002).
-43-
συλλογική στοχοθεσία και στην αξιολόγηση με στόχο την αυτορρύθμιση και την
αυτοβελτίωση (Κοντάκος, 2014).
-44-
υπόβαθρο, δηλαδή όταν γίνεται προσπάθεια να υπάρξει μια αποτελεσματική
διαπολιτισμική επικοινωνία.
Επικοινωνία (Communication)
Η επικοινωνία αποτελεί το βασικότερο στοιχείο της ύπαρξης, της εξέλιξης και της
προόδου της κοινωνίας μας με όλα τα επιστημονικά και τεχνολογικά επιτεύγματα που τη
συνοδεύουν. Η αλληλεπίδραση, η ανταλλαγή απόψεων και συναισθημάτων, η
επεξήγηση, η κατανόηση και η αναγνώριση είναι μερικά μόνο από τα βασικά συστατικά
που προσφέρει η επικοινωνία.
Έχουν δοθεί πολλοί και ποικίλοι ορισμοί της επικοινωνίας. Οι διαφορετικοί της
ορισμοί προέκυψαν από την ετυμολογία της λέξης, την κοινωνικοπολιτική
πραγματικότητα της κάθε χρονικής περιόδου, καθώς και την επιστημονική κατεύθυνση
που μελετά ο εκάστοτε ερευνητής. Ο σχηματισμός της λέξης προέρχεται από τις λέξεις
κοινωνία και κοινότητα ή αλλιώς τον λατινικό όρο Communicare που σημαίνει
κοινοποιώ – μοιράζομαι (Weekley, 1967, όπ. αναφ. στο Slater, n.d.). Ο Μ. Κουτούζης
(1999) ορίζει την επικοινωνία ως εξής: «Επικοινωνία είναι η αμφίδρομη διαδικασία κατά
την οποία διάφορες πληροφορίες ανταλλάσσονται και κατανοούνται από δύο η
περισσότερους ανθρώπους». Ο Νικολάου (2011) ορίζει την επικοινωνία ως τη
διαδικασία κατά την οποία δημιουργούνται, ανταλλάσσονται, ερμηνεύονται,
αξιολογούνται και αξιοποιούνται σύμβολα, σήματα, πληροφορίες και μηνύματα.
-45-
Διαπολιτισμική Επικοινωνία (Intercultural Communication)
Σύμφωνα με τον Habermas τα βασικά δομικά στοιχεία της επικοινωνίας είναι τρία:
ο πολιτισμός, η κοινωνία και η προσωπικότητα των εταίρων της επικοινωνιακής
διαδικασίας (Παπαδοπούλου, 2008). Η βάση της διαπολιτισμικής επικοινωνίας είναι η
διαφορετική πολιτισμική αφετηρία των ατόμων που επικοινωνούν, άρα υπάρχει εξ’
ορισμού η αντικειμενική δυσκολία της κατανόησης των μηνυμάτων που λαμβάνει ο
καθένας, αφού κάθε ερέθισμα αποτυπώνεται με διαφορετικά νοήματα στους
συμμετέχοντες της διαπολιτισμικής επικοινωνίας. Για να έχει αποτέλεσμα αυτή η
επικοινωνία θα πρέπει να υπάρχει πρώτα απ’ όλα διάθεση για αναγνώριση του
διαφορετικού και θέληση για κατανόηση των εναλλακτικών ερμηνευτικών σχημάτων
που υπάρχουν στον νου των ατόμων. Η Κεσίδου (2007) καταλήγει ότι η αποτελεσματική
διαπολιτισμική επικοινωνία έχει ως αφετηρία την επίγνωση ότι αυτός που βρίσκεται
απέναντί μας ανήκει σε διαφορετική πολιτισμική πραγματικότητα.
-46-
Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι η διαπολιτισμική επικοινωνία είναι μια δια βίου
διαδικασία η οποία προϋποθέτει: αυτογνωσία σε σχέση με το προσωπικό μας πολιτισμικό
υπόβαθρο, πλήρης αντίληψη του κόσμου γύρω μας, γνωριμία και κατανόηση με
διαφορετικές κουλτούρες, θετική στάση και αποδοχή της διαφορετικότητας.
-47-
μοναδικότητας του κάθε μαθητή ξεχωριστά. Η επίτευξη αυτών των δύο στόχων αποτελεί
απαραίτητη προϋπόθεση για μια επιτυχημένη και αποτελεσματική εκπαιδευτική
διαδικασία.
Είναι γεγονός ότι μέσα στην τάξη, όταν οι μαθητές αισθάνονται ότι λειτουργούν σε
ένα ασφαλές περιβάλλον, αναπτύσσουν αβίαστα την προσωπικότητά τους και τις
πολύπλευρες πτυχές του χαρακτήρα τους. Ο πολιτισμός του κάθε μαθητή και η
κουλτούρα του, σαφώς και συμβάλλουν στη διαμόρφωση της ανθρώπινης συμπεριφοράς
του, η οποία με τη σειρά της επηρεάζει την επικοινωνία με τους υπόλοιπους μαθητές. Τα
βιώματα και τα χαρακτηριστικά του πολιτισμού των μαθητών τους συνοδεύουν στη
σχολική τους ζωή, επομένως σε μια πολυπολιτισμική τάξη υπάρχει ένας επιπλέον
παράγοντας διαφορετικότητας που προστίθεται σε αυτό το πολύπλοκο πάζλ της
διαχείρισης των μαθητών μιας σχολικής τάξης.
-48-
της θεατρικής αγωγής και γενικότερα της τέχνης που βοηθά στην κατανόηση και
την αποδοχή του «Άλλου».
-49-
Σύμφωνα με τη Δραγώνα (1997) οι κοινωνικές αναπαραστάσεις που προκύπτουν
μέσα από το περιεχόμενο των σχολικών βιβλίων και τα στερεότυπα των εκπαιδευτικών,
εισηγούνται ότι η ελληνική εκπαιδευτική ταυτότητα βιώνει μια απειλή από τις
κοινωνικές αναπαραστάσεις του «εθνικού άλλου». Ο πολιτισμικός ρατσισμός που
καλλιεργείται συνειδητά ή υποσυνείδητα αποτελεί ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο στην
επικοινωνία μεταξύ των πολιτισμών αφού διαχωρίζονται σε «ανώτερους» και
«κατώτερους».
ακόμα και με την πάροδο του χρόνου δεν μεταβάλλονται, προσδίδοντάς τους μια
σταθερή κατάσταση,
-50-
ασκήσουν εξουσία εις βάρος αυτών που είναι στόχος τους. Έτσι οι προκαταλήψεις
μετατρέπονται σε ρατσισμό».
-51-
Με βάση τα παραπάνω, το σχολείο οφείλει να προσαρμοστεί στις ανάγκες και στα
σύγχρονα ζητήματα που απασχολούν όλους τους μαθητές του. Πρέπει να παρέχεται
ουσιαστική βοήθεια στους αλλοδαπούς μαθητές ώστε να επιτυγχάνεται η καλύτερη
δυνατή απόδοσή τους και να ενισχύεται η γενικότερη παρουσία και συμμετοχή τους στη
σχολική ζωή (Γκότοβος, Μάρκου, Φέριγκ, 1987).
-52-
4. Κεφάλαιο 4ο : Η Σχολική Ηγεσία με Διαπολιτισμικό
προσανατολισμό
4.1. Η Διοίκηση της Σχολικής Μονάδας.
Η Σχολική Μονάδα είναι ένας εκπαιδευτικός οργανισμός που αποτελείται από μια
ομάδα ατόμων, που εργάζονται ατομικά και συλλογικά, με σκοπό την παροχή
«εκπαίδευσης» μέσα από καθιερωμένες σχέσεις (Κουτούζης, 2008:30). Ένας
οποιοσδήποτε οργανισμός για να λειτουργήσει και να επιτυγχάνει αποτελέσματα πρέπει
να είναι καλά οργανωμένος με σαφείς στόχους και διακριτούς ρόλους. Η Σχολική
Μονάδα δεν αποτελεί εξαίρεση αυτού του κανόνα. Υπάρχει μια οργανωτική δομή, μια
εξουσία και ένας συγκεκριμένος τρόπος επικοινωνίας μεταξύ των μελών του οργανισμού
(Κουτούζης, 1999). Η Διοίκηση των Σχολικών Μονάδων (school unit administration)
επηρεάζει άμεσα και σε πολύ μεγάλο βαθμό τον τρόπο λειτουργίας τους και την
αποδοτικότητα τους.
-53-
Η οργάνωση (organizing) αναφέρεται στον καταμερισμό των εργασιών, την
κατανομή των πόρων και τον συντονισμό των δραστηριοτήτων.
-54-
4.2. Εκπαιδευτική Ηγεσία.
Οι Kouzes και Posner (2007) υποστηρίζουν ότι η ηγεσία είναι η τέχνη της
παρακίνησης των υφισταμένων για την εκτέλεση των καθηκόντων τους με ζήλο και
εμπιστοσύνη προσπαθώντας ταυτόχρονα να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους ώστε
επιτευχθούν οι στόχοι που έχουν καθοριστεί από κοινού. Οι Bora και Kunkel (2002) μας
αναφέρουν ότι ηγεσία είναι η ικανότητα του ατόμου να εμπνέει και να οδηγεί τους
-55-
υπόλοιπους στην προώθηση ενός κοινού οράματος. Ένα επιπλέον μέσο για την
κινητοποίηση των εργαζομένων αποτελεί η ικανοποίηση των αναγκών τους, η οποία
πρέπει να υπολογίζεται πάντα από την ηγεσία του οργανισμού.
Η ύπαρξη της ηγεσίας προϋποθέτει την παρουσία ενός ηγέτη, την ύπαρξη μελών
ομάδας, την ύπαρξη αποτελεσματικής δράσης και την επίτευξη επιδιωκόμενων στόχων.
Σχετικά με τους τρόπους ηγεσίας ενός ηγέτη υπάρχουν οι εξής (Χαραλαμπίδου, 2015):
Η αυταρχική ηγεσία που αναφέρεται στον ηγέτη που συγκεντρώνει όλη την
εξουσία, είναι ο αποκλειστικός υπεύθυνος για τις λήψεις αποφάσεων και για τον
καταμερισμό των εργασιών των υφισταμένων. Το κύριο χαρακτηριστικό της
αυταρχικής ηγεσίας είναι η ύπαρξη του φόβου, ο οποίος λειτουργεί ως κίνητρο
εργασίας.
-56-
κατεύθυνση της διαπολιτισμικής ιδέας, προκειμένου να εξασφαλίζονται ίσες ευκαιρίες
για μάθηση απ’ όλους προς όλους. Προτεραιότητά της Διαπολιτισμικής Διοίκησης
(intercultural administration) είναι η ουσιαστική επικοινωνία ανάμεσα στους γηγενείς
μαθητές και τους μετανάστες μαθητές, προκειμένου μέσα από την κατανόηση του κάθε
πολιτισμού να επέλθει η αρμονική συνύπαρξη όλων των μελών που απαρτίζουν τη
σχολική κοινότητα.
-57-
διαμορφώνουν μια διαπολιτισμική κουλτούρα, η οποία θα βρίσκει ανταπόκριση από τους
μαθητές και τους γονείς για να μπορέσει η σχολική μονάδα στο σύνολό της να λειτουργεί
ομαλά και διαπολιτισμικά.
-58-
τοπική κοινωνία (Γεωργογιάννης, 2006:103). Θέτει το πολιτισμικό πλαίσιο μέσα στο
οποίο κινείται και παίρνει πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση της ισότητας, της
κατανόησης, του σεβασμού, της αλληλεπίδρασης και της ανάδειξης του «άλλου», του
«διαφορετικού», με κύριο στόχο τη δημιουργία θετικού κλίματος μέσα στο οποίο θα
αναπτυχθεί μια διαπολιτισμική κουλτούρα από όλα τα μέλη της κοινότητας στην οποία
απευθύνεται η σχολική μονάδα.
Ο Διαπολιτισμικός Ηγέτης είναι αυτός που με την επιμονή του, τις βαθιές του
γνώσεις και την προσωπικότητά του δημιουργεί ένα καλά οργανωμένο δημοκρατικό
σχολείο, το οποίο δίνει ίσες ευκαιρίες σε όλους τους μαθητές και προάγει το πολιτισμικά
«διαφορετικό» τονίζοντας τα κοινά στοιχεία που υπάρχουν σε κάθε περίπτωση. Με τη
στάση του και τη συμπεριφορά του δείχνει τον σεβασμό προς τους «άλλους»
-59-
πολιτισμούς και τις «άλλες» γλώσσες. Αυτό το πλαίσιο ακολουθεί και όλο το
εκπαιδευτικό προσωπικό. Επιπλέον, η κατεύθυνση των ενεργειών του είναι η εξάλειψη
των προκαταλήψεων από όπου και αν προέρχονται. Διοργανώνει ενδοσχολικά σεμινάρια
και ημερίδες, εφαρμόζει προγράμματα διαπολιτισμικού χαρακτήρα, παρακινεί τους
εκπαιδευτικούς να συμμετέχουν και να οργανώνουν καινοτόμα προγράμματα σχετικά με
τη διαπολιτισμικότητα και στηρίζει όλες τις συλλογικές πρωτοβουλίες που
πραγματοποιούνται εντός και εκτός σχολείου ( Μυλωνά, 2005).
-60-
Είναι γεγονός ότι μέσα στα πλαίσια ενός πολυπολιτισμικού σχολείου προκύπτουν
προβλήματα που οφείλονται σε στερεότυπα, φόβους και προκαταλήψεις που
προέρχονται από τις καταβολές του καθενός και είναι βαθιά ριζωμένα. Υπάρχουν
αντιδραστικές συμπεριφορές που προκαλούν αντιθέσεις και δυσκολίες στη
γενικότερη λειτουργία του σχολείου. Οι επιτυχημένοι ηγέτες έχουν ένα όραμα
που αφορά την οργάνωση της σχολικής μονάδας σε επίπεδα και αντιλήψεις που
αφορούν όλους τους εκπαιδευτικούς. Στόχος του είναι ο καθορισμός κοινού
οράματος, το οποίο θα είναι αποδεκτό από όλους και θα εργάζονται όλοι με
συνοχή για την επίτευξη του.
Στα πλαίσια των δράσεων του διαπολιτισμικού ηγέτη βρίσκεται και η ολόπλευρη
κατανόηση του οράματος από όλους τους εκπαιδευτικούς και τους γονείς για να
μπορέσουν να το μεταβιβάσουν με τη σειρά τους και να το ενισχύσουν. Πρέπει
λοιπόν να είναι πολύ προσεκτικός στις λέξεις που χρησιμοποιεί και στη στάση
του απέναντι σε ζητήματα που αφορούν τις πολιτισμικές διαφορές.
Οι μαθητές βρίσκονται στο επίκεντρο όλων των αποφάσεων και των πρακτικών
που ακολουθούνται στο σχολείο. Οι αξίες τους αποτελούν πρωταρχική σημασία
για την ηγεσία και τους εκπαιδευτικούς, οι οποίοι έχουν υψηλές προσδοκίες από
τους μαθητές. Για τον λόγο αυτόν προσπαθούν να δημιουργήσουν το ιδανικό
μαθησιακό περιβάλλον το οποίο θα είναι αντίστοιχο των προσδοκιών τους.
-61-
Στα πλαίσια της μετασχηματιστικής ηγεσίας εφαρμόζεται από τον Διευθυντή η
συνεργατική λήψη αποφάσεων. Οι εκπαιδευτικοί πείθονται για τις προθέσεις και
τις πρωτοβουλίες του Διευθυντή τους και κυρίως για την προθυμία του να
αναθεωρήσει τη στρατηγική του εάν αυτή δεν αποφέρει τα αναμενόμενα
αποτελέσματα.
Η θεσμοποίηση του οράματος από τον Διευθυντή στη βάση της αναγνώρισης του
σεβασμού όλων των ανθρώπων χαρακτηρίζει επιτυχή μια μετασχηματιστική
ηγεσία. Στο επίκεντρο του οράματος πρέπει να βρίσκονται τα ζητήματα της
ποικιλομορφίας και της ετερότητας και να εφαρμόζονται στρατηγικές μέσα από
τις οποίες εξαλείφονται τα φαινόμενα του αποκλεισμού και του ρατσισμού. Ο
Διευθυντής είναι αυτός που θα δώσει το σύνθημα και θα παρακινήσει και τους
υπόλοιπους να δρουν και να λειτουργούν στη βάση της Διαπολιτισμικής Αγωγής.
-62-
Αρκετές έρευνες έχουν δείξει ότι η οικογενειακή εμπλοκή βελτιώνει την επίδοση
και την κοινωνικοποίηση των μαθητών, δημιουργεί μεγαλύτερη εμπιστοσύνη ανάμεσα
στους εκπαιδευτικούς και τα μέλη της ευρύτερης σχολικής κοινότητας και
αναγνωρίζονται περισσότερο οι διαφορετικές αξίες όλων των μαθητών. Με αυτόν τον
τρόπο συνυπάρχει το επίσημο σύστημα του σχολείου και το ανεπίσημο της οικογένειας
και της Κοινότητας ( Ανδρούσου, Ασκούνη, Μάγος & Χρηστίδου-Λιοναράκη, 2001).
Παράλληλα, αυξάνεται η δυνατότητα μάθησης όλων των μαθητών, αφού λειτουργούν
και εργάζονται σε ένα ασφαλές και οικείο περιβάλλον, στο οποίο νιώθουν την
κατανόηση και την αποδοχή από όλα τα μέλη της σχολικής μονάδας.
-63-
στις πολυπολιτισμικές κοινωνίες απαλλαγμένες από προκαταλήψεις και ρατσιστικές
διαθέσεις.
Εισαγωγή
ΑΤΟΜΙΚΕΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΕΣ
ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ
ΗΓΕΣΙΑΣ
ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ
-64-
Ατομική ικανότητα (Individual Competence)
Είναι γεγονός ότι ένα διαπολιτισμικό περιβάλλον προσθέτει ένα επιπλέον επίπεδο
πολυπλοκότητας στη διαχείριση και στην αντιμετώπιση ζητημάτων που προκύπτουν.
Τέτοιες καταστάσεις απαιτούν αυξημένες ικανότητες και ιδιαίτερους τρόπους
προσεγγίσεων από την πλευρά της ηγεσίας. Ο Bolten (2005) ταξινομεί την ατομική
-65-
διαπολιτισμική ικανότητα σε τρεις διαστάσεις: τη συναισθηματική, τη γνωστική και την
προσανατολισμένη στη συμπεριφορά. Συμπληρώνοντας, επισημαίνει ότι ένας ηγέτης για
να είναι επιτυχημένος σε ένα διαπολιτισμικό περιβάλλον πρέπει να αποκτήσει πέντε
ικανότητες. Συγκεκριμένα:
2. Στρατηγική ικανότητα, όπου αναφέρεται στη γνώση για το κόστος της κάθε
ενέργειας του οργανισμού και στη διαχείριση της συνολικής γνώσης.
3. Ατομική ικανότητα, δηλαδή, το κίνητρο του κάθε ατόμου ξεχωριστά για την
προσαρμογή του στο διαπολιτισμικό περιβάλλον και την ικανότητα του για
αυτοκριτική αρχικά και για την αυτοβελτίωση του στη συνέχεια.
4. Κοινωνική ικανότητα, που αφορά την ικανότητα του ατόμου να λειτουργεί μέσα
σε μια ομάδα και την ικανότητά του να επικοινωνεί με τα μέλη της.
Ομάδα (team)
-66-
μονοπολιτισμικές ομάδες (Lehmann & Van Den Bergh, 2004). Είναι προφανές, ότι οι
πολυπολιτισμικές ομάδες χρειάζονται περισσότερο χρόνο και περισσότερες ευκαιρίες για
να γνωριστούν και να αναπτύξουν τον πολιτισμό τους. Αυτό εξαρτάται από τη θέληση
που έχουν για συνεργασία και την ικανότητα επικοινωνίας που διαθέτουν. Αυτές οι δύο
συνισταμένες θα οδηγήσουν και στις λήψεις αποφάσεων ώστε να καταλήξουν τελικά σε
ένα πλαίσιο συνεργασίας, επικοινωνίας, δράσης και εξέλιξης. Ο Stumpf (2005) μας
αναφέρει ότι όσο πιο ετερογενής είναι μια ομάδα, τόσο πιο σημαντικό είναι το «κοινό
σημείο επαφής» της.
Ο Chang (1998) τονίζει τη σημασία της ομαδικής κουλτούρας στο πλαίσιο της
ηθικής λήψης αποφάσεων διαπιστώνοντας ότι ο συνδυασμός των αντιληπτών επιθυμιών
των άλλων και η επιθυμία συμμόρφωσης με αυτές αποτελούν πολύ καλούς παράγοντες
πρόβλεψης της ηθικής συμπεριφοράς. Πολύ συχνά τα άτομα μέσα σε μια ομάδα
συμπεριφέρονται με τον τρόπο που η ομάδα τους θέλει να συμπεριφέρονται και με αυτόν
τον τρόπο δημιουργείται μια δυναμική εντός της ομάδας η οποία επηρεάζει τη
διαδικασία λήψης απόφασης. Το συμπέρασμα από αυτή τη συμπεριφορά είναι ότι το
ομαδικό πνεύμα επηρεάζει την ατομική συμπεριφορά.
Οργάνωση (organization)
-67-
προσαρμοστούν στην υπάρχουσα κουλτούρα. Η στρατηγική του πολιτισμικού
συμβιβασμού ενσωματώνει διαφορετικούς κανόνες και συμπεριφορές στη νέα
δομή και στον τρόπο διαχείρισης. Η στρατηγική των πολιτισμικών συνεργειών
βασίζεται στην ανάπτυξη μιας εντελώς νέας δομής, η οποία χαρακτηρίζεται από
το διαφορετικό πολιτισμικό υπόβαθρο των εργαζομένων. Ο ηγέτης ενός
οργανισμού είναι εναρμονισμένος σύμφωνα με την επιλεγμένη στρατηγική
εσωτερίκευσης όταν αλληλεπιδρά διαπολιτισμικά.
Περιβάλλον (context)
Κατάσταση (Situation)
Η κατάσταση μέσα στην οποία λειτουργεί ο ηγέτης είναι μια μεταβλητή του
περιβάλλοντος. Η σταθερότητα ή η επικινδυνότητα του περιβάλλοντος, οι υποδομές, η
-68-
σύνθεση του προσωπικού και ο βαθμός αλληλεπίδρασής τους, αποτελούν κάποιες από τις
παραμέτρους της κατάστασης του οργανισμού στον οποίο δρα ο ηγέτης.
Ο Διευθυντής βρίσκεται στην κορυφή της πυραμίδας της σχολικής κοινότητας και
η θέση του είναι γεμάτη ευθύνες και υποχρεώσεις. Ο ρόλος του είναι πολύπλοκος και
καταλυτικός στη λειτουργία και στους στόχους που θέτει η σχολική μονάδα. Είναι αυτός
που καθοδηγεί, συντονίζει, αναλαμβάνει πρωτοβουλίες εκπαιδευτικού και παιδαγωγικού
χαρακτήρα, ενθαρρύνει και είναι ανοιχτός σε πρωτοβουλίες και σε προτάσεις που
αφορούν τη γενικότερη λειτουργία της σχολικής μονάδας (ΦΕΚ 1340/16-10-2002, τ.Β΄).
Η σύνδεση του σχολείου και της κοινωνίας μέσα στην οποία λειτουργεί και η
αμφίδρομη σχέση τους είναι δεδομένη και αναμφισβήτητη. Ο βαθμός της οργάνωσης
της σχολικής μονάδας, η ποιότητα των λειτουργιών της και η ευστοχία των στόχων που
θέτει, συνεπάγονται τον βαθμό επιρροής της στη ζωή, στις αξίες και στις στάσεις της
κοινωνίας στην οποία ανήκει. Κάθε κοινωνία είναι ξεχωριστή και έχει τη δική της
σύνθεση. Οι πολυπολιτισμικές κοινωνίες χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερα επίπεδα
πολυπλοκότητας, αφού το σημείο εκκίνησης είναι το διαφορετικό πολιτισμικό υπόβαθρο,
η διαφορετική κουλτούρα και η διαφορετική γλώσσα με ό,τι αυτό συνεπάγεται στην
αντιληπτική ικανότητα και ετοιμότητα των μελών της. Η σχολική μονάδα ως σύστημα
εισροών - εκροών, ανατροφοδοτεί τις εισροές της μετά την εσωτερική της επεξεργασία
και διοχετεύει τα αποτελέσματά της, ως εκροές, πίσω στην κοινωνία. Μέσα από αυτή τη
διαδικασία γίνεται εύκολα αντιληπτή η διείσδυση της στο ευρύτερό της περιβάλλον και ο
ρόλος που μπορεί να διαδραματίσει σε αυτό. Ο Διευθυντής – Ηγέτης της σχολικής
μονάδας επωμίζεται το μεγαλύτερο βάρος αυτού του ρόλου, αφού είναι ο κύριος
σύνδεσμος ανάμεσα στο σχολείο και την κοινωνία. Μια πολυπολιτισμική κοινωνία έχει
ιδιαιτερότητες, οι οποίες διαφένονται και στο εσωτερικό του σχολείου. Η ανάπτυξη
πρακτικών που προωθούν τη συμμετοχή όλων των μαθητών και συμβάλλουν γενικότερα
στην προώθηση της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης αποτελούν τον σημαντικότερο ίσως
ρόλο του διαπολιτισμικού Διευθυντή.
-69-
Ο Διαπολιτισμικός Διευθυντής είναι ο κύριος υπεύθυνος του πολιτισμικού και του
κοινωνικού πλαισίου της σχολικής μονάδας και αποτελεί τον κύριο εκφραστή της προς
το πολυπολιτισμικό της περιβάλλον, ενώ ταυτόχρονα δέχεται και μηνύματα από αυτό
(Γούγα, Καμαριανός, 2006). Η συνεχής ανατροφοδότηση είναι το ζητούμενο στις
σύγχρονες-ανοιχτές σχολικές μονάδες. Παρόλο που το σχολείο λειτουργεί μέσα σε ένα
συγκεκριμένο πολιτικό, οικονομικό και κανονιστικό πλαίσιο, ως ζωντανός οργανισμός
έχει τη δυνατότητα, το γνωστικό υπόβαθρο και τη δυναμική να δημιουργήσει τη δική του
κουλτούρα και να παρασύρει την κοινωνία προς την κατεύθυνση της κατανόησης, της
αλληλεπίδρασης, της συμφιλίωσης, της δημιουργίας αλλά και της μηδενικής
ανεκτικότητας προς κάθε μορφή ρατσισμού και προκαταλήψεων. Η διασύνδεση της
κοινωνίας και του σχολείου δημιουργεί ένα νέο κανονιστικό υπόβαθρο (Γεωργογιάννης,
2006) το οποίο είναι μοναδικό και μπορεί να αναπτύξει νέους τρόπους ζωής, κοινωνικών
δεξιοτήτων και αξιών από τους οποίους μπορούν να προκύψουν όλες οι αξίες της
διαπολιτισμικότητας.
-70-
διαφορετικό τόπο καταγωγής και με το παράδειγμά του δημιουργεί το όραμα του
σχολείου με γνώμονα τις διαπολιτισμικές αξίες (Γεωργιάδου & Καμπορίδης, 2005).
Ένα πολύ μεγάλο ζήτημα σχετικά με τη διοίκηση και την ηγεσία των σχολικών
μονάδων είναι ο τρόπος επιλογής των στελεχών εκπαίδευσης κάθε φορά που γίνονται οι
κρίσεις. Τα τελευταία χρόνια δεν υπάρχει ένας σταθερός νόμος που να προβλέπει με
σαφήνεια τα κριτήρια επιλογής τους. Τα στελέχη, πριν την επιλογή τους θα πρέπει να
είναι εκπαιδευμένα και σωστά καταρτισμένα ώστε να αντιμετωπίζουν με μεγαλύτερη
σιγουριά τα όποια ζητήματα προκύπτουν και να καθοδηγούν με τον ενδεδειγμένο τρόπο
τους εκπαιδευτικούς, τους μαθητές και όλους όσους εμπλέκονται στη σχολική ζωή. Ο
Διευθυντής μιας πολυπολιτισμικής σχολικής μονάδας πρέπει να είναι σωστά
εκπαιδευμένος και να έχει υπόψη του όλες εκείνες τις παραμέτρους που θα οδηγήσουν τα
εμπλεκόμενα μέλη στη διαπολιτισμική εκπαίδευση και στη δημιουργία ενός
δημοκρατικού πλαισίου που θα παρέχει ίσες ευκαιρίες προς όλους τους μαθητές.
Επιβάλλεται η εξειδικευμένη επιμόρφωση τους για να εξασφαλιστεί στον μέγιστο βαθμό
η ομαλή λειτουργία του σχολείου, ο σωστός καθορισμός στόχων και η συνοχή της
ευρύτερης σχολικής κοινότητας.
-71-
ΜΕΡΟΣ Β’ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
-72-
5.2. Σκοπός και στόχοι της έρευνας.
Οι βασικοί στόχοι της έρευνας είναι να ανιχνευθούν μέσα από τις απαντήσεις των
ερωτώμενων τρία βασικά ζητήματα που αφορούν τη λειτουργία του σχολείου σχετικά με
τον διαπολιτισμικό του ρόλο. Τα βασικά αυτά ζητήματα εστιάζουν σε προβλήματα που
μπορεί να προκύψουν σε ένα σχολείο με μαθητές από ποικίλα πολιτισμικά και γλωσσικά
περιβάλλοντα, στις προϋποθέσεις αποτελεσματικής λειτουργίας ενός σχολείου με
πολυπολιτισμική σύνθεση του μαθητικού του πληθυσμού και στον ρόλο που καλείται να
διαδραματίσει ο διευθυντής σε ένα διαπολιτισμικό σχολείο.
Ποσοτική ανάλυση
1ο ερευνητικό ερώτημα
Το πρώτο ερευνητικό ερώτημα που τέθηκε είναι εάν υπάρχει συσχέτιση του
ποσοστού μεταναστών μαθητών ανά σχολείο με την ύπαρξη προβλημάτων που
οφείλονται στη συνύπαρξη τους με τους γηγενείς μαθητές.
2ο ερευνητικό ερώτημα
-73-
3ο ερευνητικό ερώτημα
4ο ερευνητικό ερώτημα
5ο ερευνητικό ερώτημα
6ο ερευνητικό ερώτημα
Στο έκτο ερευνητικό ερώτημα εξετάζονται οι διαφορές μεταξύ των ατόμων που
θεωρούν την νομοθεσία επαρκή ή όχι σε σχέση με τη μέριμνα κάλυψης των
εκπαιδευτικών αναγκών των μεταναστών μαθητών
7ο ερευνητικό ερώτημα
Ποιοτική ανάλυση
-74-
5.4. Το δείγμα της έρευνας.
Όπως αναφέρθηκε και νωρίτερα το δείγμα της έρευνας αποτελείται από 120
στελέχη εκπαίδευσης στα οποία υπήρξε απόλυτη ισορροπία σχετικά με το φύλο, αφού οι
61 (50,8%) ήταν γυναίκες και οι 59 (49,2%) ήταν άντρες.
Γράφημα 1. Φύλο.
-75-
Σχετικά με την ηλικία, σχεδόν οι μισοί είναι από 51 ετών και πάνω και αποτελούν
το 45,8% (55) του δείγματος. Ελάχιστοι έως ανύπαρκτοι είναι οι νέοι, οι οποίοι
αποτελούν μόλις το 2,5% (3) του δείγματος και οι υπόλοιπες ηλικίες είναι μοιρασμένες.
Το 28,3% (34) είναι ηλικίας από 41-50 και το 23,3% (28) είναι από 31-40 ετών.
Γράφημα 2. Ηλικία.
Μεταπτυχιακό 48 (40%)
Εξομοίωση 19 (15,8%)
Διδασκαλείο 6 (5%)
Διδακτορικό 5 (4,2%)
Γράφημα 3. Σπουδές.
-76-
Στη συνέχεια περιγράφεται η συνολική εκπαιδευτική υπηρεσία των ερωτώμενων, η
οποία έχει απόλυτη αντιστοιχία με την ηλικία. Το 50,8% (61) έχει πάνω από 20 χρόνια
προϋπηρεσίας και ακολουθεί το 21,7% (26) με 15-19 έτη, το 19,2% με 10-14 έτη και οι
υπόλοιποι από 0-9 έτη προϋπηρεσίας.
Στην επόμενη κατηγορία που αφορά την εκπαιδευτική εμπειρία φαίνεται ότι η
κατάσταση είναι αρκετά μοιρασμένη αφού το ποσοστό είναι παρόμοιο σε όλες τις
κατηγορίες. Μόνο η κατηγορία 0-4 έτη είναι αυξημένη με ποσοστό 33,3% (40).
-77-
Οι περισσότεροι που ανταποκρίθηκαν στο ερωτηματολόγιο ήταν Διευθυντές/ριες
των Δημοτικών Σχολείων με ποσοστό 40,8% (49) και ακολούθησαν οι
Υποδιευθυντές/ριες των Δημοτικών Σχολείων με ποσοστό 26,7% (32) και οι
Προϊστάμενοι/ες Νηπιαγωγείων με ποσοστό 20,8 % (25). Μια ειδική κατηγορία του
δείγματός αποτελούν οι Συντονιστές Εκπαίδευσης Προσφύγων (ΣΕΠ), οι οποίοι είναι το
5% (7).
Οι περιοχές στις οποίες ανήκουν οι σχολικές μονάδες είναι αστικές (59,2%) και
ημιαστικές (40,8%).
Γράφημα 7. Περιοχή.
-78-
Το μαθητικό δυναμικό των περισσότερων σχολικών μονάδων αριθμεί
περισσότερους από 201 μαθητές (40%). Ακολουθούν οι μικρότερες σχολικές μονάδες
(30%), στις οποίες συγκαταλέγονται κυρίως τα νηπιαγωγεία. Τέλος, οι σχολικές μονάδες
που αριθμούν από 100 έως 200 μαθητές αποτελούν συνολικά, επίσης το 30%.
-79-
5.5. Το ερευνητικό εργαλείο.
-80-
(Lewis, 2003). Στην παρούσα έρευνα διασφαλίστηκαν η ανωνυμία των ερωτώμενων,
αφού κανένα στοιχείο δεν αποκαλύπτει την ταυτότητά τους, αλλά και η
εμπιστευτικότητα, καθώς δεν έγινε καμία προσπάθεια να αποσπαστούν προσωπικές ή
άλλες πληροφορίες. Στόχος ήταν να πειστούν τα υποκείμενα της έρευνας για το άτομο
που πραγματοποιεί την έρευνα ότι δεν επιχειρεί να εκμαιεύσει πληροφορίες με ανήθικο
τρόπο (Mertens, 1998). Επίσης κατά τους Kvale (1996) και Weinberg (2002) εκτός από
τις παραπάνω εγγυήσεις για την ανωνυμία και εμπιστευτικότητα ο ερευνητής πρέπει να
προσπαθεί να μειώνει τις τυχόν αρνητικές συνέπειες που μπορεί να έχει η συμμετοχή
στην ερευνητική διαδικασία για τους ερωτώμενους.
Η ανάλυση που έγινε ήταν ποσοτική και περιγράφηκαν κάποιοι επιπλέον δείκτες. Η
ποσοτική ανάλυση δεδομένων έγινε με τη βοήθεια του στατιστικού πακέτου SPSS 25.0
με το οποίο πραγματοποιήθηκε η επεξεργασία των δεδομένων. Εφαρμόστηκαν τα
κριτήρια: το κριτήριο t για ανεξάρτητα δείγματα (independent t-test), συντελεστής
συσχέτισης Pearson (r) και η μονοπαραγοντική ανάλυση διακύμανσης (one-way
ANOVA).
-81-
Προτείνεται σε μια μελλοντική έρευνα να εξασφαλιστεί η ισομερής συμμετοχή από
όλα τα στελέχη εκπαίδευσης, ώστε να μπορέσει να γίνει πιο πολύπλευρη ποσοτική και
ποιοτική ανάλυση των δεδομένων που εισήχθησαν.
-82-
6. Κεφάλαιο 6ο : Ανάλυση αποτελεσμάτων
6.1. Εισαγωγή
Η πρώτη ομάδα ερωτήσεων αφορά την καταγραφή των προβλημάτων που μπορεί
να προκύψουν σε ένα σχολείο με μαθητές από ποικίλα πολιτισμικά και γλωσσικά
περιβάλλοντα.
Γράφημα 10. Συμμετοχή μεταναστών γονέων στον Σύλλογο Γονέων και Κηδεμόνων.
-83-
Στο παρακάτω σχεδιάγραμμα φαίνεται η ανταπόκριση των μεταναστών γονέων στη
σχολική ζωή. Στην επιλογή ότι η συμμετοχή τους είναι αρκετά ικανοποιητική απάντησε
το 40,5% του δείγματος, καλή το 11,7% και πάρα πολύ καλή το 6,7%. Το 35.8%
ανταποκρίνεται λίγο στις προσκλήσεις των εκπαιδευτικών και μόλις το 5,8% δεν
ανταποκρίνεται καθόλου.
1,2
1,4 1st Qtr
2nd Qtr
3rd Qtr
3,2 8,2 4th Qtr
Σε συνέχεια της πολύ καλής ανταπόκρισης, ακολουθεί και πολύ συχνή επικοινωνία
που φαίνεται ότι υπάρχει με τους μετανάστες γονείς. Η επικοινωνία, εάν αθροίσουμε την
αρκετά συχνή επικοινωνία με την πολύ συχνή και την πάρα πολύ συχνή, φτάνει στο
78,5%. Ένα ποσοστό πολύ αισιόδοξο όσον αφορά την επαφή του εκπαιδευτικού με τους
μετανάστες γονείς.
-84-
Από αυτό το ερώτημα προκύπτει ότι η συνεργασία του σχολείου με τους
μετανάστες γονείς πραγματοποιείται με καλές συνθήκες, αφού το 44,6% δηλώνει ότι έχει
καλή επικοινωνία και το 22,3% πολύ καλή. Μόλις το 3,3% έχει κακή επικοινωνία.
-85-
Γράφημα 14. Δυσκολίες επικοινωνίας με μετανάστες γονείς.
Σχεδόν όλα τα στελέχη δεν εντοπίζουν διαφορές στη συμπεριφορά των
μεταναστών γονέων σε σύγκριση με τους γηγενείς (72,7%). Όσοι απάντησαν ότι
συμπεριφέρονται διαφορετικά είχαν ποικίλες απόψεις σχετικά με τον τρόπο που
συμπεριφέρονται διαφορετικά. Αρκετοί έκαναν λόγο για αδιαφορία, άλλο για έλλειψη
χρόνου και κάποιοι για απαξίωση του σχολείου.
-86-
Γράφημα 16. Περιεχόμενο επικοινωνίας με μετανάστες γονείς.
-87-
Οι μισοί από τους ερωτώμενους (49,6%) απάντησαν ότι η επίδοση των μεταναστών
μαθητών δεν επηρεάζει τη σχέση τους με τους γηγενείς μαθητές. Αθροιστικά με αυτούς
που απάντησαν ότι επηρεάζονται λίγο (33,1%) αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία.
Γράφημα 18. Επιρροή σχέσεων γηγενών και μεταναστών μαθητών λόγω επίδοσης.
-88-
Από τη στιγμή που υπάρχουν προβλήματα στη συνύπαρξη τους το 36,9% από τα
στελέχη εκπαίδευσης επηρεάζονται από αυτά τα προβλήματα ενώ τα υπόλοιπα (63,1%)
δεν επηρεάζονται σχεδόν καθόλου.
-89-
Γράφημα 21. Λόγοι εθνοτικών συγκρούσεων στα πλαίσια της σχολικής συμβίωσης.
Στην πρώτη ερώτηση διαπιστώνουμε ότι πολλά σχολεία διαθέτουν τμήμα ένταξης
(55,4%) και αρκετά διαθέτουν Τμήματα Ενισχυτικής Διδασκαλίας (37,2%) και Τμήματα
Υποδοχής (36,4%).
-90-
Σχετικά με τις εκπαιδευτικές ανάγκες που θεωρούν τα στελέχη εκπαίδευσης ότι
αποτελούν προτεραιότητα για τους μετανάστες μαθητές, η εκμάθηση της ελληνικής
γλώσσας (84,3%) και η κοινωνικοποίησή τους (57%) συγκεντρώνουν τα μεγαλύτερα
ποσοστά.
Επίσης είναι πολύ ξεκάθαρος και ο τρόπος με τον οποίο τοποθετείται σε μια τάξη
ένας μετανάστης μαθητής, αφού ο παράγοντας ηλικία συγκεντρώνει το 85,1% και το
επίπεδο της γνώσης της ελληνικής το 55,4%.
-91-
Αρκετά σχολεία έχουν μεριμνήσει στον προγραμματισμό τους την κάλυψη των
αναγκών που εκτιμούν ότι χρειάζονται οι μετανάστες γονείς. Μόλις το 3,3% των
στελεχών απάντησαν ότι δεν έχουν μεριμνήσει καθόλου.
Η ύπαρξη ενός Διαπολιτισμικού Χώρου στα σχολεία φαίνεται ότι δεν αποτελεί
ακόμα προτεραιότητα στη συνείδηση του ελληνικού σχολείου αφού μόλις στο 19% των
σχολείων υφίσταται.
-92-
Σε συνέχεια της μη ύπαρξης Διαπολιτισμικού Χώρου διαπιστώνεται και μη
σύσταση Διαπολιτισμικής Ομάδας στα σχολεία αφού μόλις στο 13,3% υπήρχε μέριμνα
για τη σύστασή της.
-93-
Αρκετά είναι τα στελέχη εκπαίδευσης που εμπλέκουν τα σχολεία τους σε
συνεργασίες με εξωτερικές (μεταναστευτικές) οργανώσεις ή ιδρύματα (32,2%), ενώ τα
περισσότερα (61,2%) δεν αναπτύσσουν παρόμοιες συνεργασίες.
Ανάλογα είναι και τα ποσοστά των σχολείων που έχουν οργανώσει κάποια
Ημερίδα με θέμα τη Διαπολιτισμική Εκπαίδευση (31,4%). Τα περισσότερα σχολεία
ωστόσο δεν έχουν οργανώσει κάποια αντίστοιχη δράση (63,6%).
-94-
Στην τελευταία ομάδα ερωτήσεων διερευνήθηκαν οι αντιλήψεις των στελεχών
εκπαίδευσης για τον ρόλο που καλείται να διαδραματίσει ο Διευθυντής/ρια σε ένα
Διαπολιτισμικό Σχολείο.
Γράφημα 31. Διδασκαλία μητρικής γλώσσας, θρησκείας και στοιχεία πολιτισμού στο σχολείο.
-95-
Γράφημα 32. Συμμετοχή μεταναστών μαθητών στις σχολικές και στις θρησκευτικές γιορτές,
στην προσευχή και στο μάθημα των Θρησκευτικών.
Σχετικά με τον εορτασμό των θρησκειών και των εθνικών επετείων των
μεταναστών μαθητών στη χώρα προέλευσης στα πλαίσια του σχολικού προγράμματος οι
περισσότεροι είναι αντίθετοι σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο (61,2%).
Σχεδόν όλοι (86%) θεωρούν ότι πρέπει να επιτυγχάνεται στο ευρύτερο σχολικό
περιβάλλον η καλύτερη γνώση και πληροφόρηση σχετικά με την κουλτούρα, τον
πολιτισμό, τις αξίες, τον τρόπο ζωής, τα ήθη και έθιμα των μεταναστών.
-96-
Γράφημα 34. Γνώση και πληροφόρηση σχετικά με την κουλτούρα, τον πολιτισμό, τις αξίες,
τον τρόπο ζωής, τα ήθη και έθιμα των μεταναστών στο σχολικό περιβάλλον.
Γράφημα 35. Τρόποι ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης σχετικά με τις έννοιες του ρατσισμού, του
εθνοφυλετικού διαχωρισμού και του διαπολιτισμικού διαλόγου.
-97-
η επιλογή της συνεργασίας του Σχολείου με τον Συντονιστή Εκπαίδευσης, έναν
καινούριο θεσμό, σε θέματα που αφορούν τη Διαπολιτισμικότητα.
-98-
Όποτε υπήρξαν πρωτοβουλίες για την προώθηση της Διαπολιτισμικότητας η
επιρροή τους στο εκπαιδευτικό προσωπικό τις περισσότερες φορές ήταν θετική (74,5%).
-99-
Όπως φαίνεται στο σχεδιάγραμμα που ακολουθεί είναι σχετικά μοιρασμένα τα
στελέχη που θεωρούν ότι η ισχύουσα νομοθεσία για τη φοίτηση των μεταναστών
μαθητών είναι λίγο επαρκής (38,8%) και αρκετά επαρκής (32,2%). Το 17% θεωρεί ότι
δεν είναι καθόλου επαρκής, ενώ το 9,9% βρίσκει τη νομοθεσία πολύ επαρκή.
Κλείνοντας και τον τελευταίο κύκλο των ερωτημάτων, στο ραβδόγραμμα που
ακολουθεί παρουσιάζονται οι λόγοι για τους οποίους τα εκπαιδευτικά στελέχη θα
επιχειρούσαν το «άνοιγμα» του σχολείου στην τοπική κοινωνία. Όλες οι επιλογές είναι
μοιρασμένες και δεν υπερτερεί ή μειοψηφεί κάποια με μεγάλη διαφορά.
Γράφημα 41. Λόγοι «ανοίγματος» διαπολιτισμικού σχολείου προς την τοπική κοινωνία.
-100-
6.3. Ανάλυση και ερμηνεία των δεδομένων.
Η ανάλυση και η ερμηνεία των δεδομένων της έρευνάς περιέχει και ποσοτική και
ποιοτική ανάλυση.
1ο ερευνητικό ερώτημα
Correlations
9. 20.
ΣΥΝΥΠΑΡΞΗΣ
N 120 120
ΣΥΝΥΠΑΡΞΗΣ
N 120 120
-101-
2ο ερευνητικό ερώτημα
Το δεύτερο ερευνητικό ερώτημα εξετάζει την επίδραση του ποσοστού των
μεταναστών μαθητών στη συχνότητα επικοινωνίας των μεταναστών γονέων.
Descriptive Statistics
ΜΑΘ. Deviation
-102-
Multiple Comparisons
Scheffe
(I) 9. ean S L
21-30 - . . - .2893
31-40 - . . - .1730
41 ΚΑΙ - . . - -.2473
21-30 - . . - .5411
31-40 - . . - .4168
41 ΚΑΙ - . . - -.0052
11-20 .2 . . - .9578
31-40 - . . - .6015
41 ΚΑΙ - . . - .1799
-103-
31-40 0-10 .5 . . - 1.2508
11-20 .3 . . - 1.1945
21-30 .1 . . - .9626
41 ΚΑΙ - . . - .4136
11-20 .8 . . . 1.6418
21-30 .6 . . - 1.4103
31-40 .4 . . - 1.2829
3ο ερευνητικό ερώτημα
Στο συγκεκριμένο ερώτημα εξετάστηκε η ύπαρξη συσχέτισης μεταξύ της
ανταπόκρισης των μεταναστών γονέων στις προσκλήσεις των εκπαιδευτικών για
συμμετοχή στη σχολική ζωή με τις πρωτοβουλίες που σχετίζονται με τη Διαπολιτισμική
Εκπαίδευση. Με τη χρήση του δείκτη συσχέτισης Pearson r. Φάνηκε ότι υπάρχει
στατιστικώς σημαντική αρνητική συσχέτιση μεταξύ των δύο μεταβλητών με αποτέλεσμα
r(120)= -0.181, p<0.05. Γεγονός που φανερώνει ότι όταν η ανταπόκριση των γονέων
είναι μεγάλη οι πρωτοβουλίες που σημειώνονται είναι μικρότερες.
-104-
Correlations
29.
11. ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙ
ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ ΕΣ
N 120 120
N 120 120
4ο ερευνητικό ερώτημα
Το επόμενο ερώτημα διερευνά τη σχέση της θέσης υπηρέτησης με την ανάληψη
πρωτοβουλιών σχετικά με τη Διαπολιτισμική Εκπαίδευση. Σχετικά με τον έλεγχο των
υποθέσεων, αρχικά χρησιμοποιήθηκε το κριτήριο t για ανεξάρτητα δείγματα
(independent t-test) προκειμένου να ελεγχθεί αν διαφέρουν οι Διευθυντές Δημοτικού
Σχολείου από τους προϊσταμένους Νηπιαγωγείου στην ανάληψη πρωτοβουλιών.
Δείγματα όπου διαπιστώθηκε ομοιογένεια διακυμάνσεων.
-105-
Group Statistics
ΘΕΣΗ N M Std. Std.
ean Deviation Error Mean
ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ/Η 2 1 ,522 ,1045
ΕΣ ΝΗΠΙΑΓΩΓΕΙΟΥ 5 ,7600 81 6
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ/ΡΙΑ 4 1 ,544 ,0778
ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ 9 ,4898 76 2
ΣΧΟΛΕΙΟΥ
5ο ερευνητικό ερώτημα
Επίσης, χρησιμοποιήθηκε το κριτήριο t για ανεξάρτητα δείγματα (independent t-
test) προκειμένου να ελεγχθεί αν διαφέρουν οι Διευθυντές Δημοτικού Σχολείου από τους
προϊσταμένους Νηπιαγωγείου στη συνεργασία με εξωτερικές (μεταναστευτικές)
οργανώσεις ή ιδρύματα. Δείγματα όπου διαπιστώθηκε ομοιογένεια διακυμάνσεων.
-106-
Group Statistics
6ο ερευνητικό ερώτημα
Διερευνώντας τις διαφορές μεταξύ των ατόμων που θεωρούν την νομοθεσία επαρκή ή
όχι σε σχέση με τη μέριμνα κάλυψης των εκπαιδευτικών αναγκών των μεταναστών
μαθητών, χρησιμοποιήθηκε η μονοπαραγοντική ανάλυση διακύμανσης (one-way
ANOVA) όπου παρατηρήθηκε στατιστικώς σημαντική διαφορά στη μέριμνα κάλυψης
ανάμεσα στα διαφορετικά επίπεδα απαντήσεων με αποτελέσματα F(4,115) =3.40,
p=0.01<0.05, ω2 = 0.11. Χρησιμοποιήθηκε ακόμη το κριτήριο Scheffe΄ προκειμένου να
εφαρμοστούν Post Hoc συγκρίσεις. Ενδεικτικά παρατίθεται ο πίνακας.
-107-
Multiple Comparisons
Scheffe
ΚΑΘΟΛΟΥ
d
ΛΙΓΟ
d
- ,2 , - ,7349
imensio n2 i
,12411 7437 995 ,9831
ΑΡΚΕΤΑ - ,2 , - ,7990
,08772 8323 999 ,9745
ΠΟΛΥ - ,3 , - ,0194
1,16667 7882 056 2,3527
ΔΕ ,33333 ,4 , - 1,794
ΓΝΩΡΙΖΩ 6662 972 1,1276 3
ΛΙΓΟ ΚΑΘΟΛΟΥ
d
,12411 ,2 , - ,9831
i
7437 995 ,7349
ΠΟΛΥ - ,3 , - -
1,04255* 3154 048 2,0806 ,0045
ΔΕ ,45745 ,4 , - 1,801
ΓΝΩΡΙΖΩ 2913 888 ,8861 0
ΑΡΚΕΤΑ ΚΑΘΟΛΟΥ
d
,08772 ,2 , - ,9745
i
8323 999 ,7990
ΛΙΓΟ - ,2 1 - ,6397
,03639 1594 ,000 ,7125
ΠΟΛΥ - ,3 , - -
*
1,07895 3891 044 2,1400 ,0179
ΠΟΛΥ ΚΑΘΟΛΟΥ
d
1,1666 ,3 , - 2,352
i
7 7882 056 ,0194 7
-108-
ΛΙΓΟ 1,0425 ,3 , ,0045 2,080
*
5 3154 048 6
ΔΕ 1,5000 ,5 , - 3,072
ΓΝΩΡΙΖΩ 0 0237 070 ,0728 8
ΔΕ ΚΑΘΟΛΟΥ
d
- ,4 , - 1,127
ΓΝΩΡΙΖΩ i
,33333 6662 972 1,7943 6
ΛΙΓΟ - ,4 , - ,8861
,45745 2913 888 1,8010
ΑΡΚΕΤΑ - ,4 , - ,9404
,42105 3484 918 1,7825
ΠΟΛΥ - ,5 , - ,0728
1,50000 0237 070 3,0728
7ο ερευνητικό ερώτημα
-109-
διατηρούν θετική στάση στη διαπολιτισμική εκπαίδευση (μέσος όρος: 2.4) να
σημειώνουν μεγαλύτερες επιδόσεις στις πρωτοβουλίες με επιρροή στον Σ.Δ. από
εκείνους που διατηρούν αρνητική στάση (μέσος όρος: 1.98).
Group Statistics
Στις ερωτήσεις που έγινε ποιοτική ανάλυση των αποτελεσμάτων στόχος ήταν να
αναδειχθούν οι στάσεις και οι αντιλήψεις του δείγματος απέναντι σε ζητήματα που
αφορούν:
-110-
Τον ρόλο της σχολικής ηγεσίας στη διαπολιτισμική λειτουργία του σχολείου.
1ο ερευνητικό ερώτημα
Από την ποσοτική ανάλυση προέκυψε ότι υπάρχει θετική σχέση μεταξύ του
ποσοστού των αλλοδαπών μαθητών και των προβλημάτων συνύπαρξης σύμφωνα με τις
απαντήσεις του δείγματος.
Είναι γεγονός ότι εξαιτίας της υπογεννητικότητας και της ταυτόχρονης αύξησης
των εισροών μεταναστών στη χώρα μας τα προβλήματα θα μεγαλώνουν και θα
αυξάνεται η πολυπλοκότητά τους, αφού η κοινωνία μας είναι ανέτοιμη να αντιμετωπίσει
αυτές τις αλλαγές (Τζωρτζοπούλου, Κοτζαμάνη, 2008). Κρίνεται λοιπόν αναγκαία η
επιμόρφωση των εκπαιδευτικών στη βάση των αρχών της Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης
(Σκιά, Κυβελέα, Πετρόπουλος, 2003:23) αφού μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορεί να
επιτευχθεί η ουσιαστική ένταξη των μεταναστών μαθητών στο εκπαιδευτικό σύστημα
και επομένως να αρθούν τα όποια προβλήματα προκαλεί η συνύπαρξή τους με τους
γηγενείς μαθητές (Τζωρτζοπούλου, Κοτζαμάνη, 2008).
2ο ερευνητικό ερώτημα
-111-
δείγματος, φανερώνει μια μεγαλύτερη εξοικείωση των εκπαιδευτικών με τους
μετανάστες γονείς λόγω της εμπειρίας τους.
3ο ερευνητικό ερώτημα
4ο ερευνητικό ερώτημα
Από την εφαρμογή του κριτηρίου t εντοπίστηκε διαφορά μεταξύ των Διευθυντών
Δημοτικού Σχολείου από τους προϊσταμένους Νηπιαγωγείου στην ανάληψη
πρωτοβουλιών με τους προϊστάμενους Νηπιαγωγείου να εμφανίζουν μεγαλύτερη
επίδοση στην ανάληψη πρωτοβουλιών από τους Διευθυντές Δημοτικού Σχολείου.
-112-
5ο ερευνητικό ερώτημα
Από την εφαρμογή του κριτηρίου t εντοπίστηκε διαφορά μεταξύ των Διευθυντών
Δημοτικού Σχολείου από τους προϊσταμένους Νηπιαγωγείου στη συνεργασία με
εξωτερικές (μεταναστευτικές) οργανώσεις ή ιδρύματα. Οι προϊστάμενοι Νηπιαγωγείου
εμφανίζουν μεγαλύτερη επίδοση στον τομέα ανάληψης πρωτοβουλιών για εξωτερικές
συνεργασίες από τους Διευθυντές Δημοτικού.
6ο ερευνητικό ερώτημα
7ο ερευνητικό ερώτημα
Από τη εξέταση του 7ου ερευνητικού ερωτήματος φάνηκε ότι στα σχολεία που οι
εκπαιδευτικοί διατηρούν θετική στάση στη διαπολιτισμική εκπαίδευση σημείωσαν
μεγαλύτερες επιδόσεις στις πρωτοβουλίες με επιρροή στο Σ.Δ. από ότι εκείνοι που
διατηρούν αρνητική στάση. Επομένως γίνεται αντιληπτό ότι η θετική στάση απέναντι
στη διαπολιτισμική εκπαίδευση οδηγεί και σε περισσότερες πρωτοβουλίες σε αντίστοιχα
θέματα.
Όσο αφορά τις απαντήσεις των εκπαιδευτικών του δείγματος σχετικά με τις
ερωτήσεις που μπορούσαν να ερμηνευθούν ποιοτικά προέκυψαν κάποια χρήσιμα
συμπεράσματα τα οποία αξίζει να καταγραφούν.
-113-
Αρχικά εξετάστηκαν οι σχέσεις των μεταναστών γονέων με τη σχολική ζωή. Από
τις απαντήσεις των εκπαιδευτικών του δείγματος προκύπτει ότι οι μετανάστες γονείς δεν
έχουν ενταχθεί επαρκώς στους Συλλόγους Γονέων και Κηδεμόνων των σχολείων, αφού
είναι ελάχιστοι αυτοί που συμμετέχουν. Επίσης, ενώ η ένταξη τους στον οργανωμένο
Σύλλογο δεν είναι τόσο συχνή, η ανταπόκρισή τους στα καλέσματα των εκπαιδευτικών
σημειώνεται σε πολύ υψηλά επίπεδα με το 40% να ανταποκρίνεται αρκετά συχνά.
-114-
τους στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα λόγω της ύπαρξης διαφορετικής
κουλτούρας, οι οποίες προσπαθούν να ενταχθούν και να συνυπάρξουν με τον
κυρίαρχο πολιτισμό.
-115-
περιβάλλον κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στο σχολείο. Τους απασχολεί πολύ
λιγότερο η ευρύτερη κοινωνική συμπεριφορά των παιδιών τους.
Το επόμενο πεδίο που εξετάζεται είναι αυτό των σχέσεων των μεταναστών
μαθητών με τους γηγενείς. Εάν υπάρχουν εθνοτικές συγκρούσεις μεταξύ τους, τότε το
64,2% των εκπαιδευτικών εκτιμά ότι αυτό οφείλεται στις προκαταλήψεις που
προέρχονται από το σπίτι και το 28,3% λόγω της ξενοφοβίας που υπάρχει. Αυτοί οι δύο
παράγοντες συγκεντρώνουν και τα μεγαλύτερα ποσοστά. Αντίστοιχα αποτελέσματα
συλλέγουν κι άλλες έρευνες (Χριστοφή, 2010:95, Μίχου, 2012:89) με την επιλογή των
προκαταλήψεων από το σπίτι να συγκεντρώνει τη συντριπτική πλειοψηφία.
-116-
Σχεδόν όλοι οι εκπαιδευτικοί επέλεξαν την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας ως
τη βασικότερη εκπαιδευτική ανάγκη των μεταναστών μαθητών (84,2%). Η αμέσως
επόμενη εκπαιδευτική ανάγκη είναι η κονωνικοποίησή τους ( 56,7%) και στη συνέχεια
ακολουθούν οι υπόλοιπες επιλογές. Από τις συγκεκριμένες προτιμήσεις προκύπτει ότι η
κατάκτηση της ελληνικής γλώσσας είναι το βασικότερο εφόδιο που μπορεί να αποκτήσει
ο μετανάστης μαθητής ώστε να μπορέσει να κοινωνικοποιηθεί και να ικανοποιήσει τις
υπόλοιπες ανάγκες του. Εξάλλου, η εκμάθηση της γλώσσας του σχολείου των
μεταναστών μαθητών με μεταναστευτικό υπόβαθρο, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση
για την ομαλή ένταξη των μαθητών αυτών στην κοινωνία υποδοχής
(http://www.diapolis.auth.gr/epimorfotiko_uliko/).
-117-
μαθητών στο ελληνικό σχολείο. Παρόμοια ήταν και τα αποτελέσματα παλαιότερης
σχετικής έρευνας Διευθυντών και υποδιευθυντών σχολικών μονάδων η οποία είχε
αναδείξει ότι το νομοθετικό πλαίσιο δεν ανταποκρινόταν ικανοποιητικά στις
εκπαιδευτικές ανάγκες των μεταναστών μαθητών (Μπεζεβέγκης, Ντάλλα, Παυλόπουλος,
Γεωργαντή, Μυλωνά, 2010).
Από την παραπάνω ανάλυση συμπεραίνουμε ότι υπάρχει θετική στάση στη
συμμετοχή των μεταναστών μαθητών στις γιορτές που πραγματοποιούνται στα πλαίσια
της λειτουργία του σχολείου, όμως επικρατεί ουδέτερη στάση όταν πρόκειται για καθαρά
θρησκευτικά ζητήματα που αφορούν την καθαρή χριστιανική πίστη.
-118-
της σχολικής μονάδας και της διοργάνωσης εκπαιδευτικών βιωματικών προγραμμάτων
(63,3% και 66,7% αντίστοιχα).
Το συμπέρασμα που βγαίνει από τις απαντήσεις των εκπαιδευτικών είναι ότι η
καθημερινή στάση των εκπαιδευτικών και του Διευθυντή του σχολείου επηρεάζουν σε
μεγάλο βαθμό την ενημέρωση και την ευαισθητοποίηση των μαθητών σε θέματα που
αφορούν τις ευαίσθητες έννοιες του ρατσισμού και των εθνοφυλετικών διακρίσεων. Η
σχολική μονάδα πρέπει να δρα στοχευμένα και οργανωμένα ώστε να παρέχει στους
μαθητές τη δυνατότητα συμμετοχής σε έναν συνεχή διάλογο μεταξύ τους με σκοπό να
ανακαλύπτει ο ένας τις πτυχές του πολιτισμού του άλλου. Με αυτόν τον τρόπο θα έρθει
η κατανόηση και τελικά η αποδοχή του «διαφορετικού».
-119-
Μόλις στο 27,5% των περιπτώσεων δεν υπήρξε καμία πρωτοβουλία. Στη συνέχεια της
ερώτησης διαπιστώνεται ότι αυτές οι πρωτοβουλίες επηρέασαν θετικά το Σύλλογο
Διδασκόντων (74,3%) στη δημιουργία «διαπολιτισμικού εκπαιδευτικού κλίματος».
Η ισχύουσα νομοθεσία είναι συγκεκριμένη και ισχύει για όλες τις εκπαιδευτικές
μονάδες της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Παρόλα αυτά οι απαντήσεις σχετικά με την
επάρκεια της είναι σχετικά μοιρασμένες αφού υπάρχουν αρκετά υπολογίσιμα ποσοστά
σε αρκετές επιλογές. Συγκεκριμένα, το 14,2% εκτιμά ότι η σχετική νομοθεσία δεν είναι
καθόλου επαρκής, το 39,2% ότι είναι λίγο επαρκής, το 31,7% αρκετά επαρκής, το 10 %
πολύ επαρκής και το 55 δεν γνωρίζει. Παρόμοια ήταν και τα αποτελέσματα αντίστοιχης
έρευνας (Χαραλαμπίδου, 2015:175) όπου οι απόψεις των Διευθυντών Δημοτικών
Σχολείων του Ν. Δράμας ήταν μοιρασμένες.
Σχετικά με τους λόγους που επιθυμεί το δείγμα να αναπτύξει τις λειτουργίες και τις
δράσεις του σχολείου έξω από το στενό σχολικό περιβάλλον παρατηρείται μια ισορροπία
ως προς την επιλογή των απαντήσεων. Όλες οι επιλογές συγκέντρωσαν ποσοστά από
55% (Ανάπτυξη συνεργατικής σχέσης μαθητών, εκτός σχολικών ορίων) έως 65,8% (Για
την ευαισθητοποίηση της κοινωνίας σχετικά με την κουλτούρα, τον πολιτισμό, τα ήθη
και τα έθιμα των μεταναστών). Πολύ υψηλό ποσοστό (63,3%) συγκεντρώνει η επιλογή
του αισθήματος της ενσωμάτωσης των μεταναστών στην κοινωνία και η συνεισφορά
στην ευρύτερη αρμονική συνύπαρξη μεταναστών και γηγενών πληθυσμών.
-120-
6.5. Προτάσεις.
Η έρευνα αυτή διερεύνησε τις απόψεις, τις αντιλήψεις και τις στάσεις των
στελεχών εκπαίδευσης του δείγματος σχετικά με τη Διαπολιτισμική Εκπαίδευση σε όλα
τα πλαίσια λειτουργίας της σχολικής μονάδας. Η ανάπτυξη και ο σχεδιασμός της
λειτουργίας της σχολικής μονάδας σε πολύ μεγάλο βαθμό είναι ευθύνη της Σχολικής
Ηγεσίας και χαρακτηρίζουν τα σχολεία ως αποτελεσματικά ή μη αποτελεσματικά. Μέσα
από τις απαντήσεις του δείγματος προέκυψαν χρήσιμα συμπεράσματα, όπως
αναπτύχθηκαν στην παραπάνω ενότητα και με βάση αυτά τα συμπεράσματα προέκυψαν
κάποια ερωτήματα τα οποία κρίνεται χρήσιμο να αποτελέσουν αντικείμενο για
μελλοντικές έρευνες.
Ένα άλλο ερώτημα που θα μπορούσε να διερευνηθεί είναι ο βαθμός που είναι
διατεθειμένοι οι εκπαιδευτικοί να εμπλακούν σε ένα ολοκληρωμένο επιμορφωτικό
πρόγραμμα, η βοήθεια του οποίου θα αποτελούσε την αφετηρία για μια ολιστική
προσέγγιση της Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης στα πλαίσια της λειτουργίας της σχολικής
μονάδας.
-121-
Βιβλιογραφία
Α. Ξενόγλωσση.
-122-
Cassell.
Huysman, M. (2000). An organizational learning approach to the learning
organization. European In: Marburger, Helga (Hrsg.): Schule in der
multikulturellen Gesellschaft. Ziele, Aufgaben und Wege interkultureller
Erziehung, Frankfurt a. M., 3-18.
Johnson, B. R. (1997). Examining the validity structure of qualitative research.
Education, 118(3), 282-292.
Journal of work and organizational psychology, 9(2), 133-145.
Kirwan, C. (2016). Making sense of organizational learning: Putting theory into
practice. Routledge
Kouzes, J. M. & Posner, B. Z. (2007). The leadership challenge. San Francisco:
Jossey-Bass.
Kühlmann, T. M. (Hrsg.), Internationales Personalmanagement (pp. 115-144).
München: Hampp.
Kvale, S. (1996). Interviews: An introduction to qualitative research
interviewing. Thousand Oaks: Sage, pp. 148-149
Learning. Educational Administration Quarterly, 35(5), 707-750.
Leavitt, C. C. (2011). A Comparative Analysis of Three Unique Theories of
Organizational Learning.
Lehmann, R., & Van den Bergh, S. (2004). Internationale Crews: Chance und
Herausforderung. IO Management: das Schweizer Magazin fuer
Wissenstransfer und Fuehrungskraefte, 73(3), 27-32.
Leithwood K, Leonard L, & Sharratt, L. (1998). Conditions fostering
organizational learning in schools. Educational Administration Quarterly,
34(2), 243-276.
Leithwood K, Leonard L, & Sharratt, L. (1998). Conditions fostering
organizational learning in schools. Educational Administration Quarterly,
34(2), 243-276.
Leithwood, K., & Aitken, R. (1995). Making Schools Smart. Corwin Press,
Thousand Oaks, CA.
Lewis, J., Ritchie, J. (2003), Qualitative research practice: a guide for social
science students and researchers. London : Sage publications
Louis, K. S. (1994). Beyond managed change: Rethinking how schools improve
1. School effectiveness and school improvement, 5(1), 2-24.
Louis, K. S. (1994). Beyond managed change: Rethinking how schools improve
1. School effectiveness and school improvement, 5(1), 2-24.
Lunenburg, F.C. (2010). Schools as Open Systems. Schooling, 1(1), 1-5.
Marks, H. M., & Louis, K. S. (1999). Teacher Empowerment and the Capacity
-123-
for Organizational
O’Neil, J. (1995). On Schools as Learning Organizations: A Conversation with
Peter Senge. Self- Renewing Schools, 52(7), 20-23.
Onestini, C. (1996). Intercultural education within European Education
Programmes European Journal of Intercultural Studies, 6 (3), 49-53.
Podsiadlowski, A. (2004). Interkulturelle Kommunikation und Zusammenarbeit.
München: Vahlen.
Schechter, C., & Atarchi, L. (2014). The meaning and measure of organizational
learning mechanisms in secondary schools. Educational Administration
Quarterly, 50(4), 577-609.
Senge, P. (1990). The Fifth Discipline: The Art and Practice of the Learning
Organisation. London: Century.
Senge, P.M. (1990), “The Fifth Discipline: The Art and Practice of the Learning
Organization”, Dou-bleday, New York, σελ.10, 235.
Senge, P.M. (1990). The leader's new work: Building learning organizations.
Sloan Management Review, Fall: (p. 7-23).
Silins, H., & Mulford, B. (2002). Schools as learning organizations: the case for
system, teacher and student learning. Journal of Education Management,
40(5), 425-446.
Silins, H., Zarins, S., & Mulford, B. (2002). What characteristics and processes
define a school as a learning organisation? Is this a useful concept to apply
to schools? International Education Journal, 3(1), 24-32.
Smith, M. K. (2001). Peter Senge and the learning organization. The
encyclopedia of informal education. [http://infed.org/mobi/peter-senge-
and-the-learning-organization/. Ανακτήθηκε στις
Smith, M. K. (2001, 2013). Chris Argyris: theories of action, double-loop
learning and organizational learning, The encyclopedia of informal
education. Aνακτήθηκε στις 03/09/2015 από http://infed.org/mobi/chris-
argyris-theories-of-action-double-loop-learning-and-organizational-
learning/.
Stoll, L., & Fink, D. (1996). Changing our schools: Linking school effectiveness
and school improvement. Open University Press.
Stumpf, S. (2005). Synergie in multikulturellen Arbeitsgruppen. In G. K. Stahl,
W. Mayrhofer &
Thomas, D. C. & Inkson, K. (2003). Cultural Intelligence. San Francisco:
Berrett-Koehler Publishers.
Tosey, P., Visser, M., & Saunders, M. N. (2011). The origins and
conceptualizations of ‘triple- loop’learning: A critical review.
Management Learning. Aνακτήθηκε στις 15/02/2016 από
http://epubs.surrey.ac.uk/7446/8/Tosey_The_origins_and_conceptualisatio
-124-
ns.pdf
Weekley, E. (1967). An Etymological Dictionary of Modern.
Turney, K. & Kao, G. (2009). Barries to school involvement: are immigrant
parents disadvantaged? The Journal Educational Research, (March 2009)
Διαθέσιμο στο: http://www.highbeam.com/reg/reg1.aspx Προσπέλαση
Αύγουστος 2010.
Weinberg, D. (2002) (Επίμ.) Qualitative Research Methods. Oxford: Blackwell.
Johnson, B. R. (1997). Examining the validity structure of qualitative
research. Education, 118(3), 282-292.
Zubizaretta, M., Sarkis, P., Mascaro, A., Schneider, K., Ortega, F., Munengela,
M. (2010). Interculturality and Solidarity. Sociopolitical Ethics and Social
Justice, 1-7 στο www.lestonnac.org / cap_general_09 / pdf / fichas2 /
aportaciones_en /
Β. Ελληνόγλωση.
Ανδρούσου, Α., Ασκούνη, Ν., Μάγος, Κ. & Χρηστίδου- Λιοναράκη, Σ., (2001)
Εκπαίδευση : Πολιτισμικές Διαφορές και Κοινωνικές Ανισότητες,
Εθνοπολιτισμικές Διαφορές και Εκπαίδευση. Πάτρα.
Bouvier, A. (2013). Μάνατζμεντ και Γνωστικές Επιστήμες. Στο Α. Κοντάκος και
Φ. Καλαβάσης (επιμ.). Θέματα Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού Ι. Aθήνα:
Διάδραση.
Charles Taylor, Multiculturalismus und die Politik der Anerkennung, 56, 1993. S.
Fiesher, Frankfurt (γερμανική μετάφραση). Τίτλος του γνήσιου:
Multiculturalism and « The Politics of Recognision». Prinseton University
Press, Prinseton, 1992, αναφερόμενο στο Δαμανάκης Η Εκπαίδευση των
παλιννοστούντων και αλλοδαπών στην Ελλάδα, 89.
Cuche, D. (2001). (Μ. Λεοντσίνι επιμ.) Η έννοια της κουλτούρας στις κοινωνικές
επιστήμες. Αθήνα.
Tsiakalos, G.S.(1982), Auslandische Kinder im Kindergarten, Herder, σ. 98.
Unesco: « Action plan on Cultural Policies for Development» Stockholm,
Sweden, 2 April 1998.
Αναστάσιος Κοντάκος, Εξακουστή-Πετρούλα Αγγελάκου (2016). «Από τις
Θεωρίες Σχολείου στη Σχολική Ανάπτυξη». Στο Α. Κοντάκος, Φρ.
Καλαβάσης (Επιστ. Επιμ. Σειράς), Θέματα Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού, τ. 8,
Συστημική Ανάπτυξη Εκπαιδευτικών Μονάδων: Τεχνολογική και
Παιδαγωγική Συνύφανση, σελ. 29- 65, Αθήνα: Διάδραση. ISBN: 978-618-
5059-48-4.
Ανδρούσου Α., (2000), Διαπολιτισμική διάσταση στην εκπαιδευτική πρακτική,
στο Βαφέα Α. (επιμ), Το πολύχρωμο σχολείο. Μια εμπειρία διαπολιτισμικής
-125-
εκπαίδευσης μέσα από την τέχνη, Κέντρο παιδαγωγικής και καλλιτεχνικής
επιμόρφωσης “Σχεδία”, Αθήνα, σελ. 17-20.
Ασδεράκη, Κ. (2013). Διπλωματική Εργασία. Διαπολιτισμική ανάπτυξη του
σχολείου. Μελέτη περίπτωσης Δημοτικού σχολείου με Ρομά μαθητές.
Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Βόλος.
Ασκούνη, Ν., & Ανδρούσου, Α. (2001). Οι ‘άλλοι’ μαθητές στο σχολείο: από την
αφομοίωση των διαφορών στη ‘διαπολιτισμική’ αναζήτηση, στο:
Εθνοπολιτισμικές Διαφορές και Εκπαίδευση, Τόμος: ΙΙ, Πάτρα: Ελληνικό
Ανοικτό Πανεπιστήμιο.
Γαβαλάς, Δ. (2004). Το σχολείο ως Μανθάνων Οργανισμός: Νέος τρόπος
Ύπαρξης του σχολείου στην εποχή της Πληροφορίας. Ευκλείδης γ’,(60-61),
113-133.
Γερμανός, Δ., (1999), «O χώρος ως παράγοντας σχολικής αποτυχίας στο ελληνικό
σχολείο» στο Χ. Kωνσταντίνου, Γ. Πλειος, (επιμ.), Σχολική αποτυχία και
κοινωνικός αποκλεισμός. Aθήνα: Eλληνικά Γράμματα, σσ. 281-299.
Γεωργιάδου, Β & Καμπορίδης, Γ (2005). Ο διευθυντής –ηγέτης. Επιθεώρηση
Εκπαιδευτικών Θεμάτων, τ΄10. σ. 121-129. Παιδαγωγικό Ινστιτούτο.
Γεωργογιάννης, Π. (2006). Βηματισμοί για μια αλλαγή στην εκπαίδευση,
Εκπαιδευτική και Διαπολιτισμική Επάρκεια & Ετοιμότητα των
Εκπαιδευτικών Α΄/θμιας και Β΄/θμιας Εκπαίδευσης. Πάτρα: Typocenter.
Γεωργογιάννης, Π. (2006). Εκπαιδευτική, Διαπολιτισμική Επάρκεια και
Ετοιμότητα των Εκπαιδευτικών Α/ βαθμιας και Β/βαθμιας Εκπαίδευση. Στα:
Πρακτικά του 9ου Διεθνούς Συνεδρίου«Διαπολιτισμική Εκπαίδευση-
Ελληνικά ως Δεύτερη ή Ξένη Γλώσσα». Πάτρα: ΚΕ.Δ.ΕΚ.
Γκόβαρης Χ., (2001), Εισαγωγή στη Διαπολιτισμική Εκπαίδευση. Αθήνα:
Ατραπός.
Γκόβαρης, Χ. & Ανδρεαδάκης, Ν. (2002). Στάσεις Επιπολιτισμού Εκπαιδευτικών
Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, Επιστήμες της Αγωγής, Θεματικό Τεύχος
2002, 45-56.
Γκόβαρης, Χ. (2004). Εισαγωγή στη διαπολιτισμική εκπαίδευση. Αθήνα:
Ατραπός.
Γκόβαρης, Χ., & Λέκτορας, Π. Α. (2005). Αντιλήψεις εκπαιδευτικών της Α/θμιας
εκπ/σης για τα περιεχόμενα και τους στόχους της διαπολιτισμικής εκπ/σης–
Πορίσματα για τις ανάγκες επιμόρφωσής τους. Στο: Πρακτικά του, 8, 8-10.
Γκόβαρης, Χ. (2011). Εισαγωγή στη διαπολιτισμική εκπαίδευση.
Αθήνα: Διάδραση.
Γκότοβος Ε. Α.(1996), Ρατσισμός κοινωνικές ψυχολογικές και παιδαγωγικές όψεις
μιας ιδεολογίας και μιας πρακτικής, ΥΠ.Ε.Π.-Γ.Γ.Λ.Ε, Αθήνα, σ. 66.
Γκότοβος, Α., Μάρκου Γ. & Φέριγκ, Μ. (1987). Η επανένταξη των
παλιννοστούντων μαθητών: μια θεωρητική προσέγγιση. Στο: Σχολική
-126-
επανένταξη παλιννοστούντων μαθητών: Προβλήματα και προοπτικές.
Αθήνα: Gutenberg.
Γκότοβος, Α.Ε (2001). Οικουμενικότητα, ετερότητα και ταυτότητα:Η
επαναδιαπραγμάτευση του νοήματος της παιδείας. Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων:
Ιωάννινα.
Γούγα, Γ. & Καμαριανός, Ι. (2006). Διαχείριση και εκπαίδευση: Εκπαιδευτικές
πρακτικές και γραφειοκρατική λογική. Βήμα των Κοινωνικών Επιστημών
11: 159-184.
Δαμανάκης, Μ. (1989). Πολυπολιτισμική –Διαπολιτισμική αγωγή. Αφετηρία,
στόχοι.
Δαμανάκης, Μ. (1997). Παιδεία Ομογενών, θεωρητικές και εμπειρικές
προσεγγίσεις, Ρέυθμνο: Ε.Δ1Α.Μ.Μ.Ε.
Δαμανάκης, Μ. (2004). Η Εκπαίδευση των Παλιννοστούντων Και αλλοδαπών
Μαθητών στην Ελλάδα: Διαπολιτισμική Προσέγγιση. Αθήνα: Gutenberg.
Διαλεκτόπουλος, Θ. (2006). Διοίκηση σχολικής μονάδας και διαπολιτισμική
εκπαίδευση: Η περίπτώση του ελληνικού σχολείου Βρυξελλών, Στο:
Γεωργογιάννης, Π (επιμ.), Διοίκηση Α/βάθμιας και Β/βάθμιας Εκπαίδευσης,
Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου, Αρτα 1-3 Δεκεμβρίου 2006, Τόμος 1,
Πάτρα: Κέντρο Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης Π.Τ.Δ.Ε Πανεπιστημίου
Πατρών.
Δραγώνα θ.(1997), «Όταν η εθνική ταυτότητα απειλείται:ψυχολογική στρατηγική
αντιμετώπισης», στο: Τι είναι’ η πατρίδα μας - εθνοκεντρισμός στην
εκπαίδευση, επ. Φραγκουδάκη, Δραγώνα, Αλεξάνδρεια, Αθήνα, σ. 72.
Ευαγγέλου, Οδ. & Παλαιολόγου, Ν. (2007). Σχολικές επιδόσεις αλλόφωνων
μαθητών.
Καλπακίδου, Χ. (2008). Διπλωματική Εργασία. Πολυπολιτισμικότητα και Σχολική
τάξη: Απόψεις Εκπαιδευτικών. Πανεπιστήμιο Θράκης. Αλεξανδρούπολη.
Καμπουρίδης, Γ. (2002). Οργάνωση και διοίκηση σχολικών μονάδων, Αθήνα:
Κλειδάριθμος.
Καραμούσα, Μ. (2014). Διπλωματική Εργασία. Ο ρόλος της ηγεσίας στη
δημιουργία διαπολιτισμικού κλίματος στο σχολείο. Πανεπιστήμιο
Θεσσαλίας. Βόλος.
Κεσίδου, Α. (2007), Ετερότητα και διαπολιτισμική επικοινωνία. Αδημοσίευτη
εισήγηση στην επιστημονική Διημερίδα με τίτλο: «Εθνική ταυτότητα και
ετερότητα. Πολλαπλές ταυτότητες στη μετανεωτρική εποχή». Α.Π.Θ., 18-
19/5/2007.
Κολέζα, Ε. (2014). «Το σχολείο ως οργανισμός μάθησης. Μπορεί να υπάρξει;»
Στο Χιωτέλης, Ι., Δημακόπουλος, Γ. (επιμ.). 3ο Διεθνές συνέδριο. Schools as
learning organizations. Η Σχολική Μονάδα ως ένας «Οργανισμός που
μαθαίνει». 12-14 Σεπτεμβρίου, Αθήνα.
-127-
Κοντάκος, Α. (2014). «Μοντέλα Σχεδιασμού και Ανάπτυξης Εκπαιδευτικών
Μονάδων». Στο Χιωτέλης, Ι., Δημακόπουλος, Γ. (επιμ.). 3ο Διεθνές
συνέδριο. Schools as learning organizations. Η Σχολική Μονάδα ως ένας
«Οργανισμός που μαθαίνει». 12-14 Σεπτεμβρίου, Αθήνα.
Κοντάκος, Α. (2014). Εισαγωγή στη Θεωρία Σχολικής Ανάπτυξης.
[Πανεπιστημιακές Σημειώσεις]. Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Επιστημών
της Προσχολικής Αγωγής και του Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού, Π.Μ.Σ.:
«Μοντέλα Σχεδιασμού και Ανάπτυξης Εκπαιδευτικών Μονάδων»,
Χειμερινό Εξάμηνο 2014-15. Ρόδος.
Κοντάκος, Α. (2018). Εισαγωγή στη Θεωρία Σχολικής Ανάπτυξης.
[Πανεπιστημιακές Σημειώσεις]. Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Επιστημών
της Προσχολικής Αγωγής και του Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού, Π.Μ.Σ.:
«Μοντέλα Σχεδιασμού και Ανάπτυξης Εκπαιδευτικών Μονάδων»,
Χειμερινό Εξάμηνο 2017-18. Ρόδος.
Κοντογιάννη, Δ., & Οικονομίδης, Β. (2014). Η γονική εμπλοκή των αλλοδαπών
υπό την οπτική των νηπιαγωγών. Έρευνα στην Εκπαίδευση, 2, 117-144.
Κουτίβα, Α. (2009). Διπλωματική εργασία. Η συμβολή των Παιδαγωγικών
Τμημάτων Δημοτικής Εκπαίδευσης στη διαπολιτισμική ετοιμότητα και
επάρκεια των μελλοντικών δασκάλων-Μελέτη περίπτωσης του ΠΤΔΕ
Πάτρας. Πανεπιστήμιο Πατρών. Πάτρα.
Κουτούζης, Μ. (1999α). Γενικές αρχές μάνατζμεντ. Τόμος Α’. Πάτρα: ΕΑΠ.
Κυριάκογλου, Μ. (2010). Τα Φεστιβάλ ως Παράγοντας Τοπικής Ανάπτυξης:Η
Περίπτωση του Φεστιβάλ του Δήμου Βύρωνα.
Λαΐνας, Α. (2004). Το έργο του διευθυντή της σχολικής μονάδας και η συμβολή
του στην αποτελεσματικότητα του σχολείου. Επιστημονική Επετηρίδα
Παιδαγωγικού Τμήματος Δ.Ε. ,17,151-179. Πάτρα
Μάγος, Κ. (2002). Ο μακρύς δρόμος της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης Σύγχρονο
Νηπιαγωγείο, 26, 8-13.
Μανωλίτσης, Γ. (2004). Η εμλοκή των γονέων στην προσχολική αγωγή. Το βήμα
των κοινωνικών επιστημών, 10(38), 121-145.
Μάρκου, Γ (1996α) Η πολυπολιτισμικότητα της ελληνικής κοινωνίας η διαδικασία
διεθνοποίησης και η αναγκαιότητα της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης.
Αθήνα: Γ.Γ.Λ.Ε.
Μάρκου, Γ. (1989), Αιαπολιτισμική Εκπαίδευση. Στο Παιδαγωγική Ψυχολογία
Εγκυκλοπαίδεια-Λεξικό, τόμος 2ος, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Μαρκου, Γ. (1995). Εισαγωγή στη Διαπολιτισμική Εκπαίδευση. Αφετηρία, στόχοι,
προοπτικές.
Μάρκου, Γ. (1996). Προσεγγίσεις της πολυπολιτισμικότητας και η διαπολιτισμική
εκπαίδευση – Επιμόρφωση των εκπαιδευτικών. Αθήνα.
Μάρκου, Γ. (2001). Εισαγωγή στη διαπολιτισμική εκπαίδευση. Ελληνική και
-128-
διεθνής εμπειρία, Αθήνα: Ηλεκτρονικές Τέχνες.
Μιχαλόπουλος, Ν. (2003), ”Designing Public Organizations in the Globalized Era:
an organiza-tional learning perspective”, Washinghton, DC., σελ.6.
Μίχου, Β. (2012). Διπλωματική Εργασία. Απόψεις και Στάσεις Διευθυντών
Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης για το Σύγχρονο Ελληνικό Διαπολιτισμικό
Σχολείο. Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Βόλος.
Μουρελάτου, Ε.Ε. (1997). Εκπαίδευση παλιννοστούντων μαθητών: οργανωτικό
και διοικητικό πλαίσιο λήψης αποφάσεων. Στο Γ.Π. Μάρκου.
Διαπολιτισμική Εκπαίδευση. Επιμόρφωση Εκπαιδευτικών (σελ. 86-121).
Κέντρο Διαπολιτισμικής Αγωγής Πανεπιστημίου Αθηνών.
Μουσούρου, Λ. (1990) Μετανάστες και μεταναστευτική πολιτική στην Ελλάδα
και στην Ευρώπη, Αθήνα: Gutenberg.
Μπεζεβέγκης, Ντάλλα, Παυλόπουλος, Γεωργαντή, Μυλωνά, 2010).
Μπιτσάνη, Ε. (2004). Πολιτισμική διαχείριση και περιφερειακή ανάπτυξη.
Μυλωνά, Ζ. (2005). Διευθυντής και αποτελεσματική σχολική μονάδα.
Θεσσαλονίκη: Κυριακίδη
Μυλωνάκου–Κεκέ, Η. (2017). 5. Σχέσεις Σχολείου, Οικογένειας και Κοινότητας
με κοινωνικοπαιδαγωγικό προσανατολισμό: Εκκινώντας την έρευνα από
τους εκπαιδευτικούς/Relationships between School, Family and Community
with a social pedagogical focus: Commencing the research with
teachers. Education Sciences, (2), 84-113.
Νικολάου, Γ (2000). Ένταξη των αλλοδαπών μαθητών στο Δημοτικό Σχολείο:
Από την «ομοιογένεια» στην πολυπολιτισμικότητα. Αθήνα: Ελληνικά
Γράμματα.
Νικολάου, Γ. (2011), Διαπολιτισμική διδακτική. Το νέο περιβάλλον-βασικές
αρχές, Αθήνα: Πεδίο.
Νικολάου, Γ., (2005), «Διαπολιτισμική Διδακτική. Το νέο περιβάλλον – Βασικές
αρχές».Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, σελ. 297.
Νικολόπουλος, Τ, Σ. (2016). Διοίκηση εκπαίδευσης και διαχείριση της
πολιτισμικής ετερότητας και διγλωσσίας: εμπόδιο ή ευκαιρία. Στο:
Γεωργογιάννης, Π (επιμ.), Διοίκηση Α/βάθμιας και Β/βάθμιας Εκπαίδευσης,
Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου, Άρτα 1-3 Δεκεμβρίου 2006, Τόμος 1,
Πάτρα: Κέντρο Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης Π.Τ.Δ.Ε Πανεπιστημίου
Πατρών.
Νόβα – Καλτσούνη, Χ. (2004). Συνεργασία σχολείου-οικογένειας: δυνατότητες
και περιορισμοί, Επιστήμες Αγωγής,4, 21-33.
Νόβα-Καλτσούνη Χρ., (1998), Κοινωνικοποίηση. Η γένεση του κοινωνικού
υποκειμένου. Βιβλιοθήκη Κοινωνικής Επιστήμης και Κοινωνικής Πολιτικής.
Αθήνα: Gutenberg.
Ντούνης, Α. (2011). Πολιτισμός είναι δυνατός ο αντικειμενικός ορισμός του;
-129-
Άρθρο διαθέσιμο στο: http://socialpolicy.gr/2011/08
Ξηροτύρη-Κουφίδου, Σ. (2000). «Ο Προγραμματισμός δράσης ως βασικό στοιχείο
διοίκησης της σχολικής μονάδας», στο: Παπαναούμ Ζ. (επιμ.), Ο
Προγραμματισμός του εκπαιδευτικού έργου στη σχολική μονάδα.
Θεσσαλονίκη, σ. 41-48.
Οικονομίδη, Ε. (2016). Διπλωματική Εργασία. Σχολική Ανάπτυξη ως Ανάπτυξη
Οργανωσιακής Μάθησης: Μια εμπειρική μελέτη». Πανεπιστήμιο Αιγαίου.
Ρόδος.
Παπαδοπούλου, Β. (2008). ΥΠ.Ε.Π.Θ., Ένταξη παιδιών παλιννοστούντων και
αλλοδαπών στο σχολείο (γυμνάσιο), Δ. Κ. Μαυροσκούφης (Επιμ.), Οδηγός
Επιμόρφωσης. Διαπολιτισμική Εκπαίδευση και Αγωγή. Θεσσαλονίκη (σσ.
53-65).
Παπάς, Α. (1998). Διαπολιτισμική Εκπαίδευση και Διδακτική. Τόμος Α’. Αθήνα:
Ατραπός-Περιβολάκι.
Πετρίδου, Ε. (2000). «Πρόταση μιας πρότυπης διαδικασίας προγραμματισμού του
έργου της σχολικής μονάδας», στο: Παπαναούμ Ζ., Ο Προγραμματισμός του
εκπαιδευτικού έργου στη σχολική μονάδα, Θεσσαλονίκη, σ. 49-58.
Πολύζος, Γ. (2012). Διδακτορική Διατριβή. Σχέσεις οικογένειας και σχολείου:
Αντιλήψεις των μεταναστών γονέων για την εμπλοκή τους στην υποστήριξη
της βασικής εκπαίδευσης των παιδιών καιδιαπολιτισμική ετοιμότητα των
εκπαιδευτικών της Α/θμιας Εκπαίδευσης».Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Βόλος.
Σαΐτης, Χ. (2000). Οργάνωση και διοίκηση της εκπαίδευσης. Αθήνα: Ατραπός.
Σακελλαρίου, Μ. (2008). Συνεργασία Οικογένειας και Νηπιαγωγείου. Θεωρία,
έρευνα, διδακτικές προτάσεις. Θεσσαλονίκη: Εκδ. της συγγ.
Σκιά, Χ., Κυβελέα, Ν., Πετρόπουλος, Π., (2003). Διερεύνηση των αντιλήψεων
των αλλοδαπών μαθητών της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης του Νομού
Μεσσηνίας σχετικά με τη σχολική τους ένταξη. Εισήγηση στο Διεθνές
Συνέδριο Κοινωνιολογίας με θέμα «Ετερότητα και Κοινωνία». Διεθνής
Σύλλογος Γαλλόφωνων Κοινωνιολόγων (ΑISLF), Εθνικό Κέντρο
Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ), Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών, Πανεπιστήμιο
Αθηνών, Σύλλογος Ελλήνων Κοινωνιολόγων (ΣΕΚ). Αθήνα.
Σπύρου, Θ. & Αρνέλλος, Α. (2002). Εισαγωγή στη συστημική θεωρία.
Πανεπιστήμιο Αιγαίου: Πανεπιστημιακές σημειώσεις στο μάθημα: Μοντέλα
παρέμβασης σε πολυπολιτισμικές τάξεις.
Σταμάτης, Π.Ι. (2005). Παιδαγωγική μη λεκτική επικοινωνία. Ο ρόλος της απτικής
συμπεριφοράς στην προσχολική και πρωτοσχολική ηλικία. Αθήνα: Ατραπός.
Σταμάτης, Π.Ι. (2009). Παιδαγωγική επικοινωνία στην προσχολική και
πρωτοσχολική εκπαίδευση. Αθήνα: Ατραπός.
Σταμάτης, Π.Ι. (2011). Εισαγωγή: Έννοια και μορφές επικοινωνίας. Θέματα
Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού 4. Επικοινωνία και Διακυβέρνηση
-130-
Εκπαιδευτικών Συστημάτων. Αθήνα: Διάδραση, 9-22.
Σχισμένος, Κ. (2009). Ο ρόλος του θεολόγου εκπαιδευτικού στο διαπολιτισμικό
σχολείο Επιθεώρηση Εκπαιδευτικών Θεμάτων, 15, 94-104.
Τζωρτζοπούλου, Μ., & Κοτζαμάνη, Α. (2008). Η εκπαίδευση των αλλοδαπών
μαθητών. Διερεύνηση των προβλημάτων και της προοπτικής επίλυσής
τους. Διερεύνηση των προβλημάτων και της προοπτικής επίλυσής τους.
Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών. Ανακτήθηκε Ιούνιος, 18, 2009.
Τσαούσης Δ., (1984), Χρηστικό Λεξικό Κοινωνιολογίας, Κοινωνιολογική
Βιβλιοθήκη, Αθήνα: Gutenberg.
Φωτόπουλος Νίκος. «Κοινωνιολογία του Πολιτισμού». Έκδοση: 1.0. Φλώρινα
2015. Διαθέσιμο από τη δικτυακή διεύθυνση: https:
//eclass.uowm.gr/courses/NURED269/
Φώτου Γ. (2002). Πολυπολιτισμική εκπαιδευτική πραγματικότητα, Αθήνα:
Παιδαγωγική Σειρά.
Χαραλαμπίδου, Γ. (2015). Διπλωματική Εργασία. Ο ρόλος του Διευθυντή
Δημοτικών Σχολικών Μονάδων στη Διαχείριση της πολυπολιτισμικότητας-
Η περίπτωση της περιφερειακής ενότητας Δράμας. Πνεπιστήμιο
Θεσσαλονίκης. Θεσσαλονίκη.
Χατζηχωτηρίου, Χ. (2015). Διαπολιτισμική εκπαίδευση, εκπαιδευτικοί και
πρακτικές. Κύπρος: Πανεπιστήμιο Λευκωσίας.
Χριστοφή, Μ. (2010). Διπλωματική Εργασία. Ο ρόλος του Διευθυντή-Ηγέτη στην
αποτελεσματικότητα της Κυπριακής Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης – Η
περίπτωση των Ζωνών Εκπαιδευτικής Προτεραιότητας Κύπρου.
Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
-131-
http://donors.unhcr.gr/en/educational-space-ledu-leros/
https://www.unhcr.org/gr/en/10972-refugee-children-on-kos-island-return-to-the-
classroom.html
https://zdimosiografia.wordpress.com/2015/05/05/κουλτούρα-και-πολιτισμός/
http://socialpolicy.gr/2011/08/εννοιεσ-πολιτισμός-είναι-δυνατός-ο-αν.html
http://echodiastasis.gr/η-έννοια-του-πολιτισμού-τι-είναι-πολιτ/(Ιωάννου, 2014)
http://infed.org/mobi/chris-argyris-theories-of-action-double-loop-learning-and-
organizational- learning/.
http://files.eric.ed.gov/fulltext/ED523990.pdf
http://ediamme.edc.uoc.gr/download.php?id=259442,135,8 (15/5/2009).
https: //eclass.uowm.gr/courses/NURED269/.
http://www.diapolis.auth.gr/epimorfotiko_uliko/
www.schneiderman.com/The_Art_of PM /measuring-learning/learning.htm.
-132-
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
-133-
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ
ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ (ΣΑΕ)
ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ
ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ (ΤΕΠΑΕΣ)
Π.Μ.Σ. «ΜΟΝΤΕΛΑ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΜΟΝΑΔΩΝ»
Με εκτίμηση,
Κωνσταντίνος Πολίτης
-134-
ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ
Απαιτείται *
ΠΕΔΙΟ Α.
1. ΦΥΛΟ: *
1. Άνδρας
2. Γυναίκα
2. ΗΛΙΚΙΑ: *
1. Α. 22-30
2. Β. 31-40
3. Γ. 41-50
4. Δ. 51 και άνω
3. ΣΠΟΥΔΕΣ:*
1. Α. Βασικό πτυχίο
2. Β. Δεύτερο Πτυχίο ΑΕΙ / ΤΕΙ:
3. Γ. Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Εξειδίκευσης:
4. Δ. Διδακτορικό Δίπλωμα
5. Ε. Διδασκαλείο
6. ΣΤ. Εξομοίωση
7. Ζ. Άλλο:
............................................................................................................................................
-135-
3. Γ. 10-14
4. Δ. 15-19
5. Γ. 20 ή περισσότερα
7. ΤΟΠΟΣ ΣΧΟΛΕΙΟΥ: *
1. Α. Αστική
2. Β. Ημιαστική
-136-
3. Γ. 21% – 30%
4. Δ. 31% – 40%
5. Ε. 41% και άνω
ΕΝΟΤΗΤΑ Β.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ:
ΠΕΔΙΟ Β.
10. Έχουν ενταχθεί οι μετανάστες γονείς στον σύλλογο γονέων και
κηδεμόνων;*
1. Α. Καθόλου
2. Β. Λίγο
3. Γ. Αρκετά
4. Δ. Πολύ
5. Ε. Πάρα πολύ
-137-
3. Γ. Αρκετά
4. Δ. Πολύ
5. Ε. Πάρα πολύ
-138-
3. Γ. Τη συμπεριφορά των παιδιών τους κατά τη διάρκεια παραμονής τους στο
Σχολείο.
4. Δ. Τη συμπεριφορά των παιδιών τους έξω από το περιβάλλον του Σχολείου.
5. Ε. Τον τρόπο με τον οποίο οι γηγενείς μαθητές αντιμετωπίζουν τα παιδιά τους.
-139-
4. Δ. Πολύ
5. Ε. Πάρα πολύ
22. Ποιους από τους παρακάτω λόγους θεωρείτε ως τους δύο (2) πιο
σημαντικούς, για τους οποίους οι μαθητές οδηγούνται σε εθνοτικές συγκρούσεις στα
πλαίσια της σχολικής συμβίωσης;*
1. Α. Προκαταλήψεις που προέρχονται από την οικογένεια.
2. Β. Πολιτισμικές διαφορές.
3. Γ. Θρησκευτικές διαφορές.
4. Δ. Κοινωνικοοικονομική ανισότητα των οικογενειών των μαθητών.
5. Ε. Άρνηση αποδοχής της διαφορετικότητας.
6. ΣΤ. Έλλειψη εφαρμογής διαπολιτισμικών μέτρων και στρατηγικών από την
πλευρά των σχολικών διευθύνσεων.
7. Ζ. Ελλιπής ενημέρωση και παραπληροφόρηση από τα Μ.Μ.Ε και άλλους φορείς
σχετικά με την πολιτισμική ετερότητα.
8. Η. Ξενοφοβία.
9. Θ. Δεν υπάρχουν εθνοτικές συγκρούσεις.
ΠΕΔΙΟ Γ.
23. Υπάρχει κάποια υποστηρικτική δομή στα πλαίσια της λειτουργίας του
σχολείου για τους μετανάστες μαθητές; (μπορείτε να επιλέξετε περισσότερες από μία
απαντήσεις)*
1. Α. Τμήμα Υποδοχής ΖΕΠ.
2. Β. Τμήματα Ενισχυτικής Διδασκαλίας.
3. Γ. Τμήμα Ένταξης.
4. Δ. ΔΥΕΠ
5. Ε. Τίποτα από τα παραπάνω.
-140-
25. Στον προγραμματισμό του Σχολείου σας υπάρχει μέριμνα για να
καλυφθούν αυτές οι εκπαιδευτικές ανάγκες των μεταναστών μαθητών;*
1. Α. Καθόλου
2. Β. Λίγο
3. Γ. Αρκετά
4. Δ. Πολύ
5. Ε. Πάρα πολύ
26. Υπάρχει κάποιος «Διαπολιτισμικός» χώρος στο Σχολείο σας στον οποίο να
υπάρχουν πληροφορίες (λέξεις, γιορτές, έργα τέχνης κ.ά.) σχετικά με τις χώρες
προέλευσης των μεταναστών μαθητών του Σχολείου σας;*
1. Α. Ναι
2. Β. Όχι
3. Γ. Δε γνωρίζω
-141-
29. Το Σχολείο σας ως κοινότητα έχει αναλάβει πρωτοβουλίες (π.χ.
εκδηλώσεις) που να σχετίζονται με τη Διαπολιτισμική Εκπαίδευση;*
1. Α. Ναι
2. Β. Όχι
3. Γ. Δε γνωρίζω
30. Το Σχολείο σας ως κοινότητα συντηρεί συνεργασίες με εξωτερικές
(μεταναστευτικές) οργανώσεις ή ιδρύματα; *
1. Α. Ναι
2. Β. Όχι
3. Γ. Δε γνωρίζω
31. Στα πλαίσια του επιμορφωτικού προγραμματισμού του Σχολείου σας έχει
πραγματοποιηθεί ή θα πραγματοποιηθεί κάποια ημερίδα με θέμα τη
Διαπολιτισμικότητα στην Εκπαίδευση;*
1. Α. Ναι
2. Β. Όχι
3. Γ. Δε γνωρίζω
ΠΕΔΙΟ Δ.
32. Θεωρείτε απαραίτητη τη διδασκαλία της μητρικής γλώσσας, της
θρησκείας και των στοιχείων πολιτισμού των μεταναστών στο ελληνικό σχολείο;*
1. Α. Ναι
2. Β. Όχι
3. Γ. Δε γνωρίζω
33. Ποια η γνώμη σας για τη συμμετοχή των μεταναστών μαθητών σε:*
Α. Σχολικές γιορτές και παρελάσεις για ελληνικές εθνικές επετείους (π.χ. 28η
Οκτωβρίου
ή 25η Μαρτίου):
-142-
Γ. Προσευχή:
34. Θεωρείτε ότι οι θρησκευτικές γιορτές (πχ: Ραμαζάνι κ.ά.) και οι εθνικές
επέτειοι της χώρας προέλευσης πρέπει να γιορτάζονται στο σχολικό πρόγραμμα της
χώρας υποδοχής;*
1. Α. Ναι
2. Β. Όχι
3. Γ. Δε γνωρίζω
-143-
1. Α. Με τις προσωπικές μου απόψεις και επιλογές που αφορούν την αντιμετώπιση
και την εκπαίδευση των μεταναστών μαθητών.
2. Β. Με τη διεξαγωγή ενημερωτικών ομιλιών και εκδηλώσεων.
3. Γ. Με την οργάνωση βιωματικών προγραμμάτων.
4. Δ. Με την οργάνωση και διεξαγωγή επιμορφωτικών σεμιναρίων.
5. Ε. Με τη συνεργασία του Συντονιστή Εκπαιδευτικών Θεμάτων σε θέματα που
αφορούν τη Διαπολιτισμική Εκπαίδευση.
6. ΣΤ. Με τη συμμετοχή σε ευρωπαϊκά εκπαιδευτικά προγράμματα (π.χ. Erasmus
κ.ά.).
7. Ζ. Άλλο: ................................................................................................................
41. Θεωρείτε ότι η ισχύουσα νομοθεσία είναι επαρκής για τη ρύθμιση της
φοίτησης των μεταναστών μαθητών;*
1. Α. Καθόλου
-144-
2. Β. Λίγο
3. Γ. Αρκετά
4. Δ. Πολύ
5. Ε. Δε γνωρίζω
-145-