Professional Documents
Culture Documents
Η διεκπεραίωση της παρούσας πτυχιακής εασίας θα ήταν πρακτικά αδύνατη χωρίς την
καθοδήγηση και υποστήριξη της καθηγήτριας της Ανώτατης Σχολής Παιδαγωγικής και
Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (ΑΣΠΑΙΤΕ), Βαϊκούση-Βεργίδη Δανάη.
Η φοίτησή μου στο ετήσιο πρόγραμμα παιδαγωγικής κατάρτισης (ΕΠΠΑΙΚ) μου έδωσε τη
δυνατότητα να εντρυφήσω σε μια σύγχρονη αντίληψη “περί εκπαίδευσης ” “συμπεριληπτικότητας
” “διαπολιτισμικότητας ” …
Το μεγαλύτερο ευχαριστώ το οφείλω στη σύντροφο της ζωής μου και επιστήμονα Σκούτα
Βικτωρία που με τις ανεξάντλητες δυνάμεις της και την ανοχή που επέδειξε, με συνέδραμε τόσο
επιστημονικά, όσο και συναισθηματικά στην δύσκολη προσπάθεια για την ολοκλήρωση της
πτυχιακής μου εργασίας.
Τέλος, ευχαριστίες αξίζουν και στους ανώνυμους συνεργάτες αυτής της μελέτης, τους
εκπαιδευτικούς των σχολείων που συμμετείχαν στην έρευνα και με τις απαντήσεις τους έκαναν
δυνατή την πραγματοποίησή της.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Juvenile delinquency is a social issue of major importance globally, which has an impact on
society as a whole, influencing its harmony and proper functioning. The purpose of this paper was
to study the relevant literature and to investigate the role and views of teachers in secondary
schools. With this qualitative survey, through semi-structured interviews (quality research
planning), we have been informed about the dimensions of the problem as well as about the
shortcomings presented for the smooth operation of the school units. The findings confirmed the
view that juvenile delinquency in schools is staggering and justifies the attention and interference
of all stakeholders.
The study was conducted only between a limited number of high school teachers and specifically
10 teachers in total. Therefore, the findings will not be generalized, they can only be an incentive
for reflection and further thinking. Another limitation that emerged related to the time of the
investigation. Because the time was too small, there was no possibility of taking more interviews.
The survey was divided into three (3) phases. The first phase consists of the realization of the
research goal and the formulation of research questions, the identification of the population, the
search for the sample, and the formulation of the questions of the interview. In the second phase
the interviews took place and the quality data was collected. The third phase involves the analysis
and recording of the qualitative results.
The study supports a multi-faceted approach to tackling the problem. The state needs to revise
policies and its approach to the problem and support teachers to ensure that teaching and learning
remain the main priority of school education. Also, the initiatives of policy-makers to combat
juvenile delinquency so far have not yielded the desired results and the reason is that the state
mechanism does not have the necessary will to ensure that the interventions are implemented,
reviewed and controlled.
Finally, proposals are made to improve the functioning of school units and to promote at a higher
level the information of teachers on this theme.
Key terms
adolescence and adolescent/youth, juvenile and delinquency and risk factors, social
issue,research,education,teacher, interviews,interventions.
Περιέχομενα Σελίδα
Ευχαριστίες
Περίληψη
Abstract
Πρόλογος
Εισαγωγή
Α Πρώτο μέρος : ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Πρώτο κεφάλαιο : Γενικές παρατηρήσεις – οριοθέτηση του θέματος
1.1 Βασικές Υποθέσεις
1.2 Αιτίες και προϋποθεσεις εμφάνισης παραβατικής συμπεριφοράς
1..2.1 Οικονομικοί και κοινωνικοί παράγοντες
1.2.2 Πολιτιστικοί παράγοντες
1.2.3 Αστικοποίηση
1.2.4 Οικογένεια
1.2.5 Έλλειψη ταυτότητας
1.2.6 Πτυχές της παραβατικότητας των μαθητών
ο εγκληματίας το διαπράττει.”
(Ουγκώ Β)
Εισαγωγή
H παιδική αθωότητα είναι ένας μύθος που έχει καταρριφθεί εδώ και καιρό. Αντίθετα η
νεανική παραβατικότητα έχει αυξηθεί σε τόσο μεγάλο βαθμό που προκαλεί φόβο και απογοήτευση.
Οι περισσότερες από τις προηγούμενες έρευνες ανέφεραν ότι η οικογενειακή σχέση είναι η
κύρια αιτία της παραβατικότητας των ανηλίκων και επικεντρώθηκαν στην ιδιαίτερα παραβατική
συμπεριφορά που προκαλείται από την κακομεταχείριση ή την ενδοοικογενειακή βία (Sung, Y. E,
2005). Οι έφηβοι που έχουν υποστεί κακομεταχείριση ή έχουν γίνει μάρτυρες ενδοοικογενειακής
βίας αποτέλεσαν το επίκεντρο πολλών ερευνών επειδή είναι πιο ευάλωτοι σε άλλους κινδύνους. Ο
Hoffman-Plotkin και ο Twentyman (1984) και ο Agnew (1992) διαπίστωσαν ότι οι έφηβοι που
αντιμετώπισαν κακοποίηση έτειναν να καταχρώνται το αλκοόλ και διάφορες ναρκωτικές ουσίες, να
παρουσιάζουν παρορμητικότητα, να είναι ανυπόμονοι και πιο επιθετικοί (Hoffman-Plotkin, D.,&
Twentyman, C.T, 1984,Agnew, R.,1992). Επιπλέον, πολλές έρευνες ανέφεραν ότι οι νέοι αυτοί
τείνουν να είναι πιο βίαιοι, να εμπλέκονται σε κλοπή και σεξουαλική επίθεση (Pianta, R. C.,2001 ,
Stouthamer-Loeber, M., et al., 2002). Η πρόληψη των κοινωνικά κακής προσαρμογής
συμπεριφορών, συμπεριλαμβανομένης της παραβατικότητας, είναι ύψιστης σημασίας. Για
αποτελεσματική πρόληψη, είναι απαραίτητο να προσδιοριστούν οι μεταβλητές που επηρεάζουν
κυρίως την παραβατικότητα. Η σταθερή σχέση μαθητών-εκπαιδευτικών είναι ένας πολύ
σημαντικός παράγοντας στην προσαρμογή των παραβατικών ανηλίκων (Ju, S. Y., & Lee, Y. H,,
2012). Η εφηβεία είναι μια περίοδος δημιουργίας και επέκτασης προσωπικών σχέσεων εκτός της
οικογένειας. Δεδομένου ότι οι έφηβοι δαπανούν μεγάλο μέρος του χρόνου τους στο σχολείο, οι
εκπαιδευτικοί είναι ουσιαστικά σημαντικοί άλλοι (Jo, E. J,, 2008).
1) να προσπαθήσει να περιγράψει τις απόψεις και τις εμπειρίες των εκπαιδευτικών σχετικά με
τη νεανική παραβατικότητα στα σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
2) να προσπαθήσει να περιγράψει τη φύση, την έκταση και τις αιτίες του προβλήματος στα
σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Η πλειοψηφία των μελετών και των προγραμμάτων που ασχολούνται με την νεανική
παραβατικότητα στη νεολαία ως παραβάτες. Ωστόσο, οι έφηβοι είναι επίσης θύματα ποινικών ή
παραβατικών πράξεων. Η συνεχής απειλή θυματοποίησης έχει σοβαρές επιπτώσεις στην
κοινωνικοποίηση των νέων και στην εσωτερικοποίηση των κανόνων και των αξιών της ευρύτερης
κοινωνίας. Τα αποτελέσματα των μελετών αυτοελέγχου δείχνουν ότι η συντριπτική πλειοψηφία
όσων συμμετέχουν στην παραβίαση κατά των νέων είναι περίπου η ίδια ηλικία και φύλο με τα
θύματά τους. στην πλειονότητα των περιπτώσεων οι παραβάτες είναι αρσενικοί που δρουν σε
ομάδες (United Nations, 2000). Συνήθως είναι ηλικίας μεταξύ 16 και 19 ετών, ενώ 91 νέοι σε κάθε
1.000 νέους που ανήκουν σε μία παραβατική ομάδα γίνονται θύματα κάποιας μορφής
εγκληματικότητας. Οι έρευνες έχουν δείξει ότι οι άνδρες είναι πιθανότερο να γίνουν θύματα από τις
γυναίκες. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, 105 στους 1.000 άνδρες γίνονται θύματα εγκληματικών
πράξεων, σε σύγκριση με 80 ανά 1.000 γυναίκες. Οι άντρες είναι 2,5 φορές πιο πιθανό να πέσουν
θύματα επίθεσης.
Το πρόβλημα της παραβατικότητας των μαθητών καθίσταται όλο και πιο περίπλοκο και
καθολικό και τα προγράμματα πρόληψης της είτε δεν είναι κατάλληλα για να αντιμετωπίσουν τις
υπάρχουσες συνθήκες είτε δεν υπάρχουν. Πολλές αναπτυσσόμενες χώρες έχουν κάνει ελάχιστα ή
τίποτα για να αντιμετωπίσουν αυτά τα προβλήματα και τα διεθνή προγράμματα είναι προφανώς
ανεπαρκή. Οι αναπτυγμένες χώρες ασχολούνται με δραστηριότητες που στοχεύουν στην πρόληψη
της παραβατικότητας των ανηλίκων, αλλά οι συνολικές επιπτώσεις αυτών των προγραμμάτων είναι
μάλλον αδύναμες, επειδή οι υπάρχοντες μηχανισμοί είναι συχνά ανεπαρκείς για την αντιμετώπιση
της υπάρχουσας κατάστασης.
Βασικές υποθέσεις
Η ένταση και η σοβαρότητα της παραβατικότητας των μαθητών καθορίζονται γενικά από τις
κοινωνικές, οικονομικές και πολιτιστικές συνθήκες που επικρατούν σε μια χώρα. Υπάρχουν
ενδείξεις για μια αύξηση της παραβατικότητας των μαθητών που συμβαίνει ταυτόχρονα με την
οικονομική παρακμή, ιδίως στις φτωχές περιοχές των μεγάλων πόλεων. Σε πολλές περιπτώσεις τα
παιδιά του δρόμου γίνονται αργότερα νεαροί παραβάτες, έχοντας ήδη βιώσει στο άμεσο κοινωνικό
τους περιβάλλον βία ως μάρτυρες ή θύματα βίαιων πράξεων. H βασική κοινωνική εμπειρία που
αποκτάται σε αυτές τις οικογένειες είναι συχνά ανεπαρκής και το κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον
καθορίζεται από τη φτώχεια και την υποαπασχόληση ή την ανεργία (American Phychological
Association,1993).
Οι αιτίες και οι συνθήκες για την παραβατικότητα των μαθητών εντοπίζονται συνήθως σε
κάθε επίπεδο της κοινωνικής δομής, συμπεριλαμβανομένης της κοινωνίας στο σύνολό της, των
κοινωνικών θεσμών, των κοινωνικών ομάδων και οργανισμών και των διαπροσωπικών σχέσεων. Η
νεανική παραβατικότητα των μαθητών ακολουθεί διαδρομές οι οποίες προωθούνται από ένα ευρύ
φάσμα παραγόντων οι οποίοι οδηγούν στη διαιώνιση της παραβατικότητας, οι σημαντικότεροι
παραγόντες από τους οποίους περιγράφονται παρακάτω.
Πολιτιστικοί παράγοντες
Και στις ανεπτυγμένες και στις αναπτυσσόμενες χώρες, τα πρότυπα καταναλωτών που
δημιουργούνται από τα μέσα ενημέρωσης ξεπερνούν κατά πολύ την ικανότητα των περισσότερων
οικογενειών να επιτύχουν. Ωστόσο, αυτά τα πρότυπα γίνονται μια εικονική πραγματικότητα για
πολλούς νέους, μερικοί από τους οποίους θα προσπαθήσουν να διατηρήσουν έναν μοναδικό τρόπο
ζωής που δεν θα μπορέσουν να αντέξουν οικονομικά. Επειδή όλες οι πληθυσμιακές ομάδες δεν
έχουν πρόσβαση στους απαραίτητους πόρους, συμπεριλαμβανομένης της εκπαίδευσης, της
επαγγελματικής κατάρτισης, της ικανοποιητικής απασχόλησης, του ικανοποιητικού εισοδήματος,
των υπηρεσιών υγείας και της επαρκούς στέγασης, υπάρχουν εκείνοι που δεν θα μπορούν να
επιτύχουν όλους αυτούς τους στόχους με νόμιμα μέσα. Ένας από τους λόγους της παραβατικής
συμπεριφοράς είναι επομένως μια υπερβολική εστίαση στους προτεινόμενους καταναλωτικούς
στόχους (επίτευξη επιτυχίας) σε συνδυασμό με ανεπαρκή μέσα για την επίτευξή τους.
Αστικοποίηση
Οικογένεια
Οι μελέτες δείχνουν ότι τα παιδιά που λαμβάνουν επαρκή γονική εποπτεία είναι λιγότερο
πιθανό να συμμετάσχουν σε παραβατικές δραστηριότητες. Τα δυσλειτουργικά οικογενειακά
περιβάλλοντα, τα οποία χαρακτηρίζονται από συγκρούσεις, ανεπαρκή γονικό έλεγχο και αδύναμες
εσωτερικές συνδέσεις, συνδέονται στενά με τη νεανική παραβατικότητα. Τα παιδιά σε
μειονεκτούσες οικογένειες που έχουν λίγες ευκαιρίες για νόμιμη απασχόληση αντιμετωπίζουν
μεγαλύτερο κίνδυνο κοινωνικού αποκλεισμού με αποτέλεσμα να παρουσιάζεται αυξημένη
παραβατικότητα σε αυτές τις περιπτώσεις. Η κατάσταση των εθνοτικών μειονοτήτων και των
μεταναστών, συμπεριλαμβανομένων των προσφύγων σε ορισμένα μέρη του κόσμου, είναι ιδιαίτερα
τρομακτική. Οι χώρες που βρίσκονται σε μεταβατικό στάδιο αντιμετωπίζουν ιδιαίτερες προκλήσεις
στο θέμα αυτό, καθώς η σχετική ανασφάλεια και αναταραχή συμβάλλουν στην αύξηση του
αριθμού των παιδιών και των ανηλίκων που παραμελούνται από τους γονείς τους και υφίστανται
βία στο σπίτι.
Έλλειψη ταυτότητας
Κατά τον εντοπισμό των αιτιών της παραβατικής συμπεριφοράς, είναι σημαντικό να
προσδιορίσουμε ποιοι παράγοντες συμβάλλουν και γιατί ορισμένοι έφηβοι που υιοθετούν μια
παραβατική εικόνα δεν απορρίπτουν αυτή την εικόνα στη διαδικασία της ενηλικίωσης τους. Η
ελλιπής ταυτότητα δημιοιυργείται πάντα ως εναλλακτική λύση στη συμβατική ταυτότητα της
ευρύτερης κοινωνίας. Η βία και οι συγκρούσεις είναι απαραίτητα στοιχεία για την οικοδόμηση
ομαδικών και παραβατικών ταυτοτήτων. Τα θεμέλια της ομαδικής ταυτότητας και δραστηριότητας
καθιερώνονται και ενισχύονται μέσω της διατήρησης των σχέσεων σύγκρουσης με άλλες ομάδες
ανηλίκων καθώς και με την κοινωνία στο σύνολό της. Η βία εξυπηρετεί τη διαδικασία ένταξης των
μελών σε μια ομάδα, ενισχύοντας την ταυτότητάς τους και επιταχύνοντας έτσι τη διαδικασία
προσαρμογής των ομάδων στο τοπικό κοινωνικό περιβάλλον.
Η γενική κρίση στην Ανατολική Ευρώπη που προέρχεται από τη μετάβαση σε οικονομίες με
βάση την αγοραστική δύναμη συνέβαλε στην αύξηση της τάσης για παραβατική συμπεριφορά,
κυρίως λόγω της αποδυνάμωσης των πρωτογενών θεσμών κοινωνικοποίησης (η οικογένεια, το
δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα) και στην προσωπική αλλοτρίωση. Η νεανική παραβατικότητα
συνδέεται συχνά με την ανεργία τόσο των νέων όσο και των γονέων, συνδέεται με τη φτώχεια στην
οικογένεια ή με τις πιέσεις που υφίστανται οι γονείς που εργάζονται υπερβολικά για να
διατηρήσουν με επιτυχία την παραδοσιακή κηδεμονία των παιδιών. Αυτές οι προκλήσεις και άλλες
κοινωνικοοικονομικές πιέσεις έχουν ενταθεί κατά την τελευταία δεκαετία, επηρεάζοντας τη
συμπεριφορά των παιδιών και της νεολαίας. Οι παθολογικές συμπεριφορές μέσα στην οικογένεια, η
εκπαιδευτική αμέλεια, τα αρνητικά πρότυπα συμπεριφοράς και η έλλειψη επιλογών αναψυχής είναι
οι σημαντικότερες αιτίες που συμβάλλουν στην εμφάνιση νεανικής παραβατικότητας.(Centre for
the Protection of Women and Children, 2002).
Νεανική παραβατικότητα
Η έννοια του "νεανικού" αναφέρεται σε παιδιά ή νέους. Ωστόσο, όταν εμφανίζουν
συμπεριφορά που δεν συμφωνεί με τους κοινωνικούς κανόνες ή το νόμο, περιγράφονται ως νεαροί
παραβάτες. Έτσι, η έννοια της "παραβατικότητας" αναφέρεται στην παραβατική συμπεριφορά. Οι
Marte (2008) και ο Gottffredson (2001) συμφωνούν με αυτόν τον ορισμό και προσθέτουν ότι
μπορεί επίσης να αποτελεί συνιστώσα μιάς προβληματικής συμπεριφοράς (Gottffredson D.C.,2001
και Marte R.M., 2008) .
Για τους σκοπούς αυτής της μελέτης, οι προαναφερθέντες ορισμοί της έννοιας
χρησιμοποιήθηκαν σε όλη τη διάρκεια της μελέτης. Παραδείγματα του προβλήματος είναι η
σεξουαλική κακομεταχείριση, η εφηβική εγκυμοσύνη, η έλλειψη σεβασμού, ο βανδαλισμός, η
κατάχρηση ουσιών, ο εκφοβισμός, η κλοπή, και η βία.
Κεφάλαιο 3ο
Μεθοδολογία έρευνας
Αυτό το κεφάλαιο περιγράφει τον σχεδιασμό της έρευνας και τη μεθοδολογία που
ακολουθήθηκε σε αυτή τη μελέτη. Η έρευνα ως επί το πλείστον ορίζεται ως ένα «σχέδιο» που
χαρτογραφεί τις προθέσεις του ερευνητή κατα τη διεξαγωγή της μελέτης (De Vos et al, 2005).
Θεωρείται περαιτέρω ότι η έρευνα αναφέρεται στη συλλογή δεδομένων με δομημένο και
λεπτομερή τρόπο για να επιβεβαιώσει ή να διαψεύσει τα ευρήματα της έρευνας, καθορίζοντας τη
συμβατότητά τους με τη θεωρία που αποτελεί τη βάση του εξεταζόμενου φαινομένου. Τέλος, η
έρευνα δίνει τη δυνατότητα στον ερευνητή να περιγράψει συστηματικά το φαινόμενο και να
εξηγήσει τον τρόπο ύπαρξής του, ερμηνεύοντας έτσι τα ευρήματα (Polit D.F, & Hungler, B. P. ,
2001).
Οι έννοιες “μέθοδος” και ”μεθοδολογία” πρέπει να διασαφηνιστούν. Η έννοια “μέθοδος”,
στη συγκεκριμένη έρευνα,αναφέρεται στη τεχνική της συνέντευξης για τη συλλογή δεδομένων
(Hofstee E., 2006). Αντίθετα, η έννοια “μεθοδολογία” αναφέρεται στη λογική που χρησιμοποιείται
για να διερευνηθεί το ερευνητικό ερώτημα. Συνολικά, οι έννοιες "έρευνα", "μέθοδος" και
"μεθοδολογία" ενσωματώνουν την ουσία της επιστημονικής προσπάθειας να κατανοήσουμε την
πραγματικότητα, είτε μέσω ποσοτικής είτε ποιοτικής έρευνας (Hofstee E., 2006).
Ερευνητικά ερωτήματα
Τα ερευνητικά ερωτήματα τα οποία καθοδήγησαν την διεξαγωγή της συγκεκριμένης έρευνας ήταν
τα εξής:
1. Ποια είναι, κατα τη γνώμη των εκπαιδευτικών,τα χαρακτηριστικά της νεανικής παραβατικής
συμπεριφοράς;Περιγραφεί των απόψεων και των εμπειριών των εκπαιδευτικών σχετικά με τη
νεανική παραβατικότητα στα σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς και του τρόπου
διαχείρισης της παραβατικής συμπεριφοράς των μαθητών.
2. Ποιοι είναι οι παράγοντες που συντελούν στην νεανική παραβατικότητα;Περιγράφει της φύση,
την έκταση και των αιτιών του προβλήματος στα σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Είδος-μεθοδολογία έρευνας
Ποιοτική προσέγγιση
Η ποιοτική έρευνα, σε αντίθεση με την ποσοτική έρευνα, δίνει «το σχήμα, τον τόπο, το
περίγραμμα και το χρώμα» στο φαινόμενο που μελετάται λόγω της επιμελημένης περιγραφής και
ερμηνείας των δεδομένων που συγκεντρώνονται (Labuschagne A., 2003.). Επιδίωξη της ποιοτικής
έρευνας είναι «να ανακαλύψει τις απόψεις του ερευνώμενου πληθυσμού, εστιάζοντας στις οπτικές
γωνίες υπό τις οποίες τα άτομα βιώνουν και αισθάνονται τα γεγονότα» (Labuschagne, A. 2003).
Η ποιοτική προσέγγιση είναι μια προσέγγιση σε βάθος, με στόχο την ανάλυση κι ερμηνεία
ποιοτικών στοιχείων, αφού πρώτα συλλέξουμε, κατηγοριοποιήσουμε και αξιολογήσουμε τα
δεδομένα μας. Την επιλέγουμε όταν μας ενδιαφέρει να κάνουμε βαθύτερη ανάλυση και ερμηνεία
καταστάσεων, γεγονότων, συμπεριφορών ή εμπειριών. Οι ποσοτικές μέθοδοι συλλογής στοιχείων
δε μπορούν να δώσουν τις πλούσιες περιγραφές και ερμηνείες που απαιτούνται, για να γίνει
κατανοητά όλα τα παραπάνω, και ειδικά η εμπειρία. Η συνέντευξη είναι μια πολύ συνηθισμένη
τεχνική συλλογής δεδομένων σε μια ποιοτική έρευνα. Εκτιμάται ότι το 90% των κοινωνικών
ερευνών χρησιμοποιούν τις συνεντεύξεις, με κάποιον τρόπο, για να συλλέξουν τα δεδομένα τους ή
ένα μέρος αυτών (Κεδράκα Κ.,2008).
Επιπλέον, σύμφωνα με τον Ιωσηφίδη (2006), η ποιοτική έρευνα έχει στόχο την ανάλυση,
την περιγραφή, την ερμηνεία και την κατανόηση κοινωνικών φαινομένων, απαντώντας κυρίως σε
ερωτήματα «πώς» και «γιατί» (Ιωσηφίδης, Θ. και Σπυριδάκης, Μ. , 2006). Σημαντικό είναι
επίσης, μέσω της ποιοτικής έρευνας επιτρέπεται στον ερευνητή να κατανοήσει ένα κοινωνικό
φαινόμενο, στη συγκεκριμένη έρευνα την νεανική παραβατικότητα, μέσω της αντίληψης των
εκαπιδευτικών που ερωτούνται στη συνέντευξη.
Ερευνητικό δείγμα
Μέθοδος δειγματοληψίας
Ένα δείγμα είναι μια αντιπροσωπευτική ομάδα συμμετεχόντων που επιλέγονται από τον
πληθυσμό. Ο κύριος σκοπός της δειγματοληψίας είναι να διασφαλιστεί ότι τα στοιχεία που
απεικονίζουν τον συνολικό πληθυσμό υπάρχουν στο δείγμα.
Το μέγεθος του δείγματος είναι μικρό, όπως παρατηρείται σε μια ποιοτική μελέτη. Τα
πλεονεκτήματα μιάς ποιοτικής έρευνας είναι οι περιορισμένες στατιστικές απαιτήσεις για τον
ερευνητή και, δεύτερον, η συσχέτιση με τους συμμετέχοντες είναι πιο ανθρώπινη, επιτρέποντάς
τους το σχηματισμό ενός πιο δημοκρατικού χώρου, στο οποίο είναι ελεύθεροι να μιλήσουν εκτενώς
και να τεθούν οι ερωτήσεις της συνέντευξης (Davis M.B.,2007).
Τα παραπάνω πλεονεκτήματα εντοπίζονται και στην παρούσα μελέτη με ένα εύκολα
διαχειρίσιμο δείγμα επιτρέπωντας στον ερευνητή να κατανοήσει σε βάθος την παραβατικότητα των
νέων - ένα φαινόμενο τόσο περίπλοκο και πολύπλευρο που οι διαφορετικές απόψεις ήταν κρίσιμες
για μια σε βάθος κατανόηση της φύσης της.
Αφού μεσολάβησε ο ακριβής καθορισμός του δείγματος καταλήξαμε στην ανεύρεση του
τελικού δείγματος, το οποίο αποτελείται από δέκα (10) εκπαιδευτικούς των οποίων το προφίλ
περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, διδακτική εμπειρία τουλάχιστον πέντε (5) ετών, προσόντα και
γνώσεις διδασκαλίας και σχολικής εκπαίδευσης στο πλαίσιο του εκπαιδευτικού συστήματος της
χώρας.Στη συνέχεια πραγματοποιήθηκε ενημέρωση των συμμετεχόντων σχετικά με το
περιεχόμενο, τους σκοπούς και την μεθοδολογία της έρευνας. Στο πρώτο μέρος της κάθε
συνέντευξης καταγράφηκαν κάποια δημογραφικά και άλλα χαρακτηριστικά του δείγματος τα οποία
αφορούν το φύλο, την ηλικία, τα χρόνια προϋπηρεσίας και πιθανές μεταπτυχιακές σπουδές.
Παρακάτω, δίδονται τα προφίλ των συμμετέχοντων εκπαιδευτικών, όπου για λόγους διαφύλαξης
των προσωπικών δεδομένων θα αναφέρονται ως «εκπαιδευτικός Α» , έως «εκπαιδευτικός Ι», όπου
και ολοκληρώνεται το δείγμα της παρούσας εργασίας.
Ερευνητικό εργαλείο
Η παρούσα έρευνα όπως προαναφέρθηκε αποτελείται από δύο μέρη, με πρώτη φάση να
αποτελεί η επιλογή του δείγματος των εκπαιδευτικών, ακολουθώντας την μια ποιοτική έρευνα με
χρήση ημι-δομημένης συνέντευξης.
Επιλέχθηκε, ο συγκεκριμένος τρόπος διεξαγωγής έρευνας, καθώς επιτρέπει στον ερευνητή
να αντλήσει πληροφορίες σε σύντομο χρονικό διάστημα σχετικά με τις διαδικασίες,κίνητρα,
στάσεις και αντιλήψεις των συνεντευξιαζόμενων εκαπιδευτικών (Ιωσηφίδης, Θ. και Σπυριδάκης,
Μ.,2006).
Σύμφωνα με τον Babbie (2009), η ημιδομημένη συνέντευξη αποτελείται από
προκαθορισμένες ερωτήσεις, των οποίων η διάταξη μπορεί να τροποποιηθεί, αν το κρίνει
απαραίτητο ο συνεντευκτής (Babbie Ε.,2009). Οι συνεντεύξεις της συγκεκριμένης έρευνας είναι
ημι-δομημένες και αποτελούνται από ερωτήσεις κλειστού (για τη καταγραφή προσωπικών
χαρακτηριστικών) και ανοιχτού (για όλες τις υπόλοιπες) τύπου. Ακόμα, αξίζει να αναφερθεί ότι ο
συγκεκριμένος τύπος συνέντευξης επιτρέπει την αποφυγή περιορισμών του ερευνητή, της
προκαθορισμένης σειράς των ερωτήσεων καθώς και του δίνεται η δυνατότητα να θέσει τα ίδια
ερωτήματα στους συμμετέχοντες Υπάρχει η δυνατότητα να δοθούν επεξηγήσεις σε κάποια
ερώτηση, να παραλειφθούν κάποιες ερωτήσεις, ή να προστεθούν άλλες, αν αυτό κριθεί
αναγκαίο.Οι συμμετέχοντες εκπαιδευτικοί επιλέχθηκαν για ανοιχτού τύπου, εις βάθος,
συνεντεύξεις.
Συγκεκριμένα, η συνέντευξη αποτελούνταν από δεκατέσσερις (14) ανοικτές ερωτήσεις.
Μετά την συνέντευξη, η οποία διεξήχθη με ηχογράφηση των συνεντεύξεων, πραγματοποιήθηκε
απομαγνητοφώνηση τους. Για την καταγραφή των συνεντεύξεων χρησιμοποιήθηκε μαγνητόφωνο.
Είναι χρήσιμο να πραγματοποιείται συνδυασμός σημειώσεων και μαγνητοφώνου, διότι στις
σημειώσεις μπορεί να καταγραφούν πληροφορίες που δεν αποκαλύπτονται στο
απομαγνητοφωνημένο κείμενο της συζήτησης (πχ η έκφραση του προσώπου, η στάση του
σώματος, δηλαδή σημάδια της μη λεκτικής επικοινωνίας, τα συναισθήματα πριν και μετά τη
συνέντευξη κτλ).
Στάδια έρευνας
Η έρευνα χωρίστηκε σε τρεις (3) φάσεις. Η πρώτη φάση αποτελείται από την
συγκεκριμενοποίηση του ερευνητικού σκοπού και τη διαμόρφωση ερευνητικών ερωτημάτων,τον
εντοπισμό του πληθυσμού, την αναζήτηση του δείγματος, καθώς και τη διαμόρφωση του
ερωτήσεων της συνέντευξης. Στη δεύτερη φάση πραγματοποιήθηκαν οι συνεντεύξεις και έγινε
συλλογή των ποιοτικών δεδομένων. Η τρίτη φάση περιλαμβάνει την ανάλυση και την καταγραφή
των ποιοτικών αποτελεσμάτων.
Αυτονομία
Κατά τη διεξαγωγή των συνεντεύξεων τηρήθηκε το δικαίωμα των συμμετεχόντων στην
αυτοδιάθεση τους. Στη μελέτη αυτή, οι συμμετέχοντες ενθαρρύνθηκαν να χρησιμοποιήσουν το
δημοκρατικό τους δικαίωμα να συμμετέχουν ή να αποσύρονται από τη μελέτη οποιαδήποτε στιγμή
κατά τη διάρκεια διεξαγωγής της συνέντευξης. Επίσης, ενθαρρύνθηκαν να ασκήσουν την ελευθερία
να αποφασίσουν ποιες πληροφορίες θα αποκαλύψουν, όπως υπαγορεύει η προστασία προσωπικών
δεδομένων.
Ανάλυση δεδομένων
Για τις συνεντεύξεις της, οι μέθοδοι αναλύσεων, όπως η κωδικοποίηση των απαντήσεων,
εφαρμόστηκαν από τον ίδιο τον ερευνητή ο οποίος ερμήνευσε τα δεδομένα και περιέγραψε τα
ευρήματα στην παρούσα ερευνητική εργασία.
Το επόμενο κεφάλαιο θα παράσχει ουσιαστικά την ανάλυση και ερμηνεία των ευρημάτων της
μελέτης.
Κεφάλαιο 4ο
Σε αυτό το κεφάλαιο, θα αναφερθούν τα αποτελέσματα της έρευνας. Σκοπός της μελέτης
είναι η διατύπωση των απόψεων των εκπαιδευτικών για την αντιμετώπιση της παραβατικής
συμπεριφοράς των εφήβων και η συμβολή στην εκπαιδευτική έρευνα για την ανάπτυξη πολιτικών
με σκοπό την αντιμετώπιση του προβλήματος στο μέλλον.
Χαρακτηριστικά συνεντευξιαζόμενων
Αποτελέσματα συνεντεύξεων
Όσων αφορά την οργάνωση των δεδομένων πραγματοποιήθηκε ομαδοποίηση του
συνολικού υλικού.Τα αποτελέσματα παρατίθενται ανά υποκείμενο. Η σειρά που έχει ακολουθηθεί
στη παράθεση των απαντήσεων βασίζεται στο χρόνο που πραγματοποιήθηκε η συνέντευξη με το
κάθε υποκείμενο. Συνεπώς το υποκείμενο του οποίου η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε πρώτη
καλείται, για λόγους συντομίας και διαφύλαξης των προσωπικών δεδομένων, ως «εκπαιδευτικός
Α», το επόμενο σε χρονική σειρά υποκείμενο καλείται «εκπαιδευτικός Β» κ.ο.κ.
5.Θεωρείτε ότι μέσα στο σχολείο υπάρχουν παράγοντες που οδηγούν τα παιδιά σε
παραβατικές συμπεριφορές; Αν ναι, ποιοι είναι αυτοί;
Εκπαιδευτικός Α “...Η μίμηση παραβατικών πράξεων και η αδιαφορία του εκπαιδευτικού
συστήματος για την ενδυνάμωση συναισθηματικής ώριμής εικόνας των εφήβων. Η μη παρέμβαση
εκπαιδευτικών θεραπευτικών μέσων μέσα στους χώρους του σχολείου από εξειδικευμένους
εκπαιδευτικούς (ψυχολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς κλπ)...”
Εκπαιδευτικός Β “...Ανέκαθεν ο σχολικός χώρος ήταν φυτώριο. Τώρα απλά είναι πιο πολλά παιδιά
και φαίνονται. ..”
Εκπαιδευτικός Γ “...Το σχολείο για αρκετούς μαθητές είναι ένας χώρος όπου μπορούν να
«αποδράσσουν» από τη πίεση που ίσως νιώθουν σε άλλες κοινωνικές ομάδες (οικογένεια,
φροντιστήριο κτλ), πολλές φορές αυτή η εκτόνωση επιτυγχάνεται μέσω των παραβατικών
συμπεριφορών. Επιπλέον, από την ελληνική κοινωνία έχει καθιερωθεί ότι η παραβατικότητα
πολλές φορές ισούται με «μαγκιά». Προκειμένου λοιπόν κάποιος μαθητής να αποδείξει την
«ανωτερότητά» του απέναντι σε συμμαθητές του, οδηγείται σε παραβατικές συμπεριφορές. Το
σχολείο όντας ένας θεσμός αρκετά ανεκτικός σε παραβατικές συμπεριφορές (σε αντίθεση συνήθως
με το οικογενειακό περιβάλλον και την κοινωνία των ενηλίκων) επιδρά ενθαρρυντικά στην
ενίσχυση τέτοιων συμπεριφόρών. ...”
Εκπαιδευτικός Δ “...Σαφώς και υπάρχουν καθώς ένα παιδί έρχεται σε αλληλεπίδραση με άλλα 100 -
200 παιδιά που προέρχονται από διαφορετικές οικογένειες με διαφορετική κουλτούρα...”
Εκπαιδευτικός Ε “...Ναί, κυρίως ο μιμητισμός μεταξύ των εφήβων μαθητών, για παράδειγμα
κάπνισμα, αλκοόλ,ουσίες. Η εφηβεία, ο μαθητής αλλάζει και βιολογικά και ψυχολογικά.Αν λοιπόν,
το οικογενειακό πλαίσιο δεν πλαισιώσει σωστά των έφηβο, οδηγείται σε παραβατική συμπεριφορά.
Η έλλειψη μαθησιακών κινήτρων απο τη πλευρά των εκπαιδευτικών”
Εκπαιδευτικός ΣΤ “...Μέσα στο σχολικό πλαίσιο ευδοκιμεί η ψυχολογία του όχλου.Θεωρώ ότι ένας
έφηβος μαθητής που δεν λαμβάνει πρωτοβουλίες, η ένταξη του σε μία κλίκα ειδικά εάν είναι
αδύναμος του “προσφέρει” ρόλο και σημαντικότητα.Μέσα στην ομάδα αναγνωρίζεται για πρώτη
φορά ακόμα και αυτός ο “αδύναμος” ΄εφηβος.Είναι ανάγκη κάθε εφήβου να πρωταγωνιστεί ακόμα
και μέσω μίας παραβατικής ομάδας...”
Εκπαιδευτικός Ζ “...Για να προσελκύσει τη προσοχή των συμμαθητών του, ορισμένες φορές
οδηγείτε σε παραβατικές συμπεριφορές.Απουσία ορίων απο τους εκπαιδευτικούς καθώς επίσης
ελλειπής γνώση του πλαισίου δράσης...”
Εκπαιδευτικός Η “...Εκπαιδευτική κόπωση με αποτέλεσμα την εμφάνιση χαλάρων οριών.Απουσία
πλήρους καθορισμένου νομικού πλαισίου.Έλλειψη κοινωνικής παιδείας.Τόνωση των κοινωνικών
ανισοτήτων μέσα στο σχολείο, για παράδειγμα εντυπωσιακά ρούχα απο μία συγκεκριμένη ομάδα
μαθητών πυροδοτεί και μεγεθύνει την ανισότητα με άλλους μαθητές, μαθητές με χαμηλό
οικονομικό υπόβαθρο προκαλώντας την εμφάνιση μίας παραβατικής συμπεριφοράς...”
Εκπαιδευτικός Θ “...Ναί,κοινωνική και οικονομική ανισότητα μεταξύ των μαθητών.Στοχοποίηση
του άτακτου μαθητή.Αδιαφορία -ελαστικότητα εκπαιδευτικών,η πίεση που ασκείται απο τους
γονείς στους εκπαιδευτικούς, κρατάνε τους δεύτερους σε απόσταση απο τους μαθητές τους, με
αποτέλεσμα οι τελευταίοι να μην φοβούνται και να μην σέβονται...”
Εκπαιδευτικός Ι “...Το σημερινό ανοργάνωτο σχολείο της χώρας εμφανίζει μεγάλες ελλείψεις σε
υλικοτεχνικό υλικό αλλά και σε προσωπικό. Χωρίς πολιτιστικές δραστηριότητες – εντατικοποίηση
της γνώσης χωρίς όμως όραμα (γνώση χωρίς γνώση – χωρίς αντίκρυσμα). Αδιαφορία των
εκπαιδευτικών, εμφανίζοντας στοιχεία τυπολατρείας και ευθυνοφοβίας. Απουσία θεσμικού
πλαισίου, πιο συγκεκριμένα δεν υπάρχει ένας οδηγός καθοδήγησης και προστασίας των
εκπαιδευτικών. Απαξίωση των ηθικών αξιών απο το ευρύτερο οικογενειακό περιβάλλον...”
9.Τι θα κάνατε αν έπεφτε στην αντίληψη σας κλοπή χρημάτων από μαθητή σας, κατα τη
διάρκεια του διαλείμματος;
Εκπαιδευτικός Α “...Θα έδινα τη δυνατότητα να ξανασκεφτεί ο μαθητής μέσα από μια συζήτηση και
θα ενημέρωνα τη διεύθυνση του σχολείου...”
Εκπαιδευτικός Β “...Εννοείται ότι θα δεν θα διαπραγματευόμουν. Θα το συζητούσα όμως να δω αν
ήταν τυχαίο περιστατικό ή συχνή πράξη...”
Εκπαιδευτικός Γ “...Αρχικά θα προσπαθούσα να τον πείσω να επιστρέψει τα χρήματα στο
συμμαθητή του, αναλαμβάνοντας όμως και τις συνέπειες των πράξεών του (κάποια μορφή ποινής).
Σε κάθε περίπτωση (είτε τα επέστρεφε είτε όχι) με τη βοήθεια του διευθυντή και της ψυχολόγου, θα
προσπαθούσα να υπάρξει επικοινωνία με την οικογένεια του μαθητή ώστε να συζητήθεί το θέμα....”
Εκπαιδευτικός Δ “... Έχω βρεθεί ξανά σε αυτή τη θέση και ακολούθησα τις εντολές της
διευθύντριας, η οποία βρήκε με τη βοήθεια όλων τα χρήματα και στη συνέχεια κάλεσε τους γονείς
και τον μαθητή για να κουβεντιάσουν...”
Εκπαιδευτικός Ε “...Αρχικά, γίνεται αναφορά στον διευθυντή και στη συνέχεια γίνεται μία
προσπάθεια υποστήριξης και βοήθειας του μαθητή μέσα απο συζητήσεις...”
Εκπαιδευτικός ΣΤ “...Αρχικά καλώ τον μαθητή απομονωμένα για να συζητήσουμε τους λόγους για
τους οποίους το έκανε.Στη περίπτωση που είχε βιοποριστικές ανάγκες θα του έδινα λύσεις και
εναλλακτικές.Σε περίπτωση κλεπτομανίας θα τον ενημέρωνα ότι δεν επιτέπεται να παραβιάζουμε
τον ιδιωτικό χώρο ενός μαθητή, με σκοπό να αφαιρέσουμε κάποιο προσωπικό αντικείμενο.Θα του
ζητούσα να ζητήσει συγνώμη απο τον συμμαθητή του ενω ταυτόχρονα θα δεσμευόταν ότι δεν θα το
ξαναέκανε.Τέλος, θα ενημέρωνα τη διεύθυνση και τον σχολικό σύμβουλο ενω την περίοδο θα
καλούσα τους γονείς για να τους ενημερώσω και θα τους ρωτούσα εαν το είχε ξανα επαναλάβει...”
Εκπαιδευτικός Ζ “...Σίγουρα θα έκανα μία συζήτηση μαζί του για να καταλάβω τους λόγους,
δηλαδή εάν τα είχε ανάγκη ή όχι. Θα τον ενημέρωνα σχετικά με την έννοια της ιδιοκτησίας.Στη
συνέχεια θα ενημέρωνα τον σύλλογο εκαπιδευτικών και το διευθυντή.Θα ενημέρωνα τους γονείς
για να βρούμε για ποίο λόγο το έκανε. Βρίσκουμε την αιτία για να βρούμε τη λύση ενω ταυτόχρονα
προστατεύουμε τον μαθητή διατηρώντας την ανωνυμία του απο τους άλλους μαθητές...”
Εκπαιδευτικός Η “...Αρχικά ενημερώνω τη διεύθυνση και του εκπαιδευτικούς.Έπειτα με τη
συναίνεση του συλλόγου θα αποφασιστούν οι απαραίτητες ενέργειες και ποινές που θα πρέπει να
επιβληθούν στο μαθητή...”
Εκπαιδευτικός Θ “...Αρχικά μιλάω στον ίδιο τον μαθητή, εν γνώσει του διευθυντή.Αμέσως μετά
ενημερώνονται οι γονείς του.Απο το σημείο εκείνο αναλαμβάνει η διεύθυνση του σχολείου.Πρώτα
απο όλα με μία αναγνωριστική προσέγγιση θα αξιολογήσουμε την σημαντικότητα του γεγονότος...”
Εκπαιδευτικός Ι “...Θα συζητούσα μαζί με τον μαθητή, στη συνέχεια θα ενημέρωνα τον
διευθυντή.Μέσω του σχολικού μηχανισμού θα ενημέρωνα την οικογένεια του. Επίσης,θα
ενημέρωνα τους μαθητές να προσέχουν τα πράγματα τους, χωρίς όμως να στοχοποιώ τον ίδιο τον
μαθητή...”
11.Πως θα αντιδρούσατε σε μια σκηνή σωματκής ή λεκτικής βίας αν γινόταν μπροστά σας,
ανάμεσα σε μαθητές μέσα στο σχολείο;
Εκπαιδευτικός Α “...Θα επέβαινα και θα προσπαθούσα να την επιλύσω, μεταξύ των μαθητών...”
Εκπαιδευτικός Β “...Θα έμπαινα στη μέση και θα προσπαθούσα να βοηθήσω να λυθεί το θέμα και
να τα συνετίσω...”
Εκπαιδευτικός Γ “...Θα παρέμβαινα, προσπαθώντας να σταματήσω τη διαμάχη. ...”
Εκπαιδευτικός Δ “...Αρχικά, θα κοίταζα να σταματήσω το περιστατικό για την ασφάλεια όλων και
στη συνέχεια θα συζητούσαμε με τους μαθητές. Κατόπιν, ενημερώνω τον διευθυντή και ίσως τους
γονείς αν κριθεί απαραίτητο...”
Εκπαιδευτικός Ε “...Θα προσπαθούσα να επέμβω δραστικά. Η σημαντικότητα του εκπαιδευτικού
σε αυτή τη περίπτωση είναι η δημιουργία κλίματος ηρεμίας και εμπιστοσύνης...”
Εκπαιδευτικός ΣΤ “...Θα τους καλούσα και τους δύο και θα κουβέντιαζα μαζί τους.Στη συνέχεια
έναν έναν θα τους καλούσα για να αναλύσω τις αιτίες με προσπάθεια να τα επιλύσω μεταξύ
τους.Στη περίπτωση που το περιστατικό επαναλαμβάνεται έχειως αρχικό αίτιο την ελλειπή
επιτήρηση απο τον εκπαιδευτικό...”
Εκπαιδευτικός Ζ “...Θα προσπαθούσα να τους χωρίσω για τη δική τους προστασία πρώτα
απ'όλα.Θα ενημέρωνα για το περιστατικό το διευθυντή και το σύλλογο εκπαιδευτικών.Η
συλλογικότητα φέρνει καλύτερα αποτελέσματα...”
Εκπαιδευτικός Η “...Θα τα χώριζα και στη συνέχεια θα ενημερώνα το διευθυντή.Μετά μεμονωμένα
μιλάω με τον κάθε μαθητή.Στη συνέχεια, μετά την ολοκλήρωση των ερευνών σχετικά με το
περιστατικό, θα εφαρμόζαμε τις ανάλογες ενέργειες...”
Εκπαιδευτικός Θ “...Θα χώριζα τους μαθητές, θα άκουγα και τις δύο πλευρές για να ενημερωθώ
σχετικώς.Στη συνέχεια θα ενημέρωνα τον διευθυντή για να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες...”
Εκπαιδευτικός Ι “...Θα διέκοπτα την εξέλιξη του συμβάντος.Θα παρέπεμπα το θέμα στον
διευθυντή, στον σύλλογο εκπαιδευτικών και στην οικογένεια...”
12.Πιστεύετε ότι μπορείτε να αντιμετωπίσετε την παραβατικότητα των μαθητών σας στα
πλαίσια της σχολικής μονάδας ή χρειαζόσαστε κάποια υποστήριξη; Αν ναι, τι είδους
υποστήριξη, ποια μορφής και από ποιόν;
Εκπαιδευτικός Α “...Πιστεύω ότι με τη δημιουργία μιας ομάδας ειδικοτήτων για παράδειγμα
ψυχολόγο κ.α. θα μπορούσαμε να εκπαιδεύσουμε τους μαθητές μας να μην είναι παραβατικοί....”
Εκπαιδευτικός Β “...Σίγουρα στην παρούσα φάση χρειάζομαι βοήθεια και αυτή θα ήταν από τη
διεύθυνση του σχολείου...”
Εκπαιδευτικός Γ “...Θεωρώ ότι τα περισσότερα προβλήματα παραβατικότητας μπορούν να λυθούν
στα πλαίσια του σχολείου. Όμως αρκετές φορές υπάρχει ανάγκη για ψυχολογική υποστήριξη ή
παρέμβαση από Κοιν. Λειτουργό...”
Εκπαιδευτικός Δ “...Σίγουρα βρίσκουμε τρόπους καθημερινά να αντιμετωπίζουμε τα πολλά και
μικρά περιστατικά που συμβαίνουν. Όμως η υποστήριξη από ψυχολόγο θα ήταν ωφέλιμη για όλους
μας...”
Εκπαιδευτικός Ε “...Χρειαζόμαστε υποστήριξη απο άλλες ειδικότητες (ψυχολόγοι,ειδικοί
παιδαγωγοί, κοινωνικοί λειτουργοί).Γενικότερα ένα σχολείο χρειάζεται διεπιστημονική ομάδα...”
Εκπαιδευτικός ΣΤ “...Τις περισσότερες φορές είμαι σε θέση να ανταπεξέλθω.Απαραίτητη είναι η
παρουσία του κοινωνικού λειτουργού και του ψυχολόγου.Επίσης είναι απαραίτητη η συχνή
επικοινωνία με τον σχολικό σύμβουλο...”
Εκπαιδευτικός Ζ “...Θεωρώ ότι είναι απαραίτητη η παρουσία ψυχολόγου και κοινωνικού
λειτουργού σε κάθε σχολική μονάδα...”
Εκπαιδευτικός Η “...Για την αντιμετώπιση τέτοιων παραβατικών συμπεριφορών χρειάζεται
εμπειρία.Σε κάθε σχολείο χρειάζεται η παρουσία ενός κοινωνικού λειτουργού και ενός
ψυχολόγου.Να παρατηρήσω και να εμποδίσω μία παραβατική συμπεριφορά πιθανόν να τα
καταφέρω αλλά πως θα αποτρέψω μία επόμενη παραβατική συμπεριφορά...”
Εκπαιδευτικός Θ “...Καταβάλλω τα μέγιστα, στις περιπτώσεις όμως οικογενειακών δυσλειτουργιών
με απώτερο αποτέλεσμα την παραβατική συμπεριφορά των παιδιών τους, είναι απαραίτητη
παρουσία κοιν. λειτουργών και ψυχολόγων...”
Εκπαιδευτικός Ι “...Πιστεύω δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με τις απλές γνώσεις των εκπαιδευτικών
η παραβατικότητα των νέων, ειδικά όταν το νομικό καθεστώ δεν είναι σαφές.Χρειαζόμαστε
υποστηρικτικές – κοινωνικές υπηρεσίες (ψυχολόγος – κοινωνικός λειτουργός)...”
13.Πώς και με ποιά μέτρα μπορούμε να προλάβουμε παραβατικές πράξεις και συμπεριφορές
που μπορεί να εκδηλωθούν στο χώρο του σχολείου.
Εκπαιδευτικός Α “...Με προγράμματα πρόληψης συναισθηματικής ωριμότητας των νέων...”
Εκπαιδευτικός Β “...Πρόληψη, παιχνιδοθεραπεία, ΣΥΖΗΤΗΣΗ...”
Εκπαιδευτικός Γ “...Ενημέρωση των μαθητών για τη παραβατικότητα, τις επιπτώσεις της αλλά και
ενθάρρυνση των πιθανών θυμάτων να εκφράζονται ανοιχτά στους καθηγητές και στην οικογένειά
τους. Γκρουπ μαθητών που συζητούν μεταξύ τους για τα θέματα παραβατικότητας με την παρουσία
κάποιου ψυχολόγου...”
Εκπαιδευτικός Δ “...Δεν είμαι βέβαιη για το εάν μπορούμε να προλάβουμε τέτοιες συμπεριφορές
όμως ό τρόπος νομίζω είναι ένας. Δίνοντας στο παιδί και άλλες επιλογές με το παράδειγμά μας, με
ένα παραμύθι, με συζήτηση...”
Εκπαιδευτικός Ε “...Με συνεντεύξεις ειδικών σε μαθητές και γονείς, ομάδες συναντήσεων μαθητών
με ειδικούς.Τέλος, ένα ακόμα μέρτο είναι η συνεχής παρακολούθηση και συζήτηση των μαθητών
απο τους εκπαιδευτικούς, κατόπιν ψυχοεκπαίδευσης...”
Εκπαιδευτικός ΣΤ “...Ενημέρωση με συχνές ημερίδες στα πλαίσια του σχολείου και όχι μόνο των
μαθητών.Διαθεματικός τρόπος προσέγγισης με στόχο την ευαισθητοποίηση των μαθητών.Δράσεις
που να μας οδηγούν στην εξωτερίκευση του καλόυ μας εαυτού...”
Εκπαιδευτικός Ζ “...Πρόληψη μέσα απο την εκπαίδευση.Αυτοεκτίμηση και
αυτοσεβασμός.Εκπαίδευση των καθηγητών στους πολλαπλούς ρόλους που αναλαμβάνουν, αφού
εκτός απο τη μετάδοση της γνώσης ποιούν ήθος και αναπτύσσουν δεσμούς εμπιστοσύνης και
δεξιότητες επικοινωνίας...”
Εκπαιδευτικός Η “...Ενημέρωση των εκαπιδευτικών μέσα απο διεπιστημονικές μονάδες
(ψυχολόγοι-κοινωνικοί λειτουργοί)Ενημέρωση των μαθητών, ψυχολογική υποστήριξη των
μαθητών με παραβατική συμπεριφορά.Άκρως απαραίτητη η ενημέρωση των γονέων, αφού οι
εκπαιδευτικοί είναι μόνο έξι ώρες τις ημέρας με τους μαθητές τους ενω με τους γονείς είναι την
υπόλοιπη ημέρα...”
Εκπαιδευτικός Θ “...Μέσα στο σχολικό πλαίσιο θα πρέπει να αναπτυχθεί ένα πνεύμα ισότητας,να
είναι όλοι ισότιμοι και να μην γίνονται διακρίσεις απο τους εκπαιδευτικούς...”
Εκπαιδευτικός Ι “...Με πρόληψη, ευαισθητοποίηση – ενημέρωση. Εκτόνωση συναισθημάτων με τη
παροχή ευκαιριών έκφρασης των συναισθημάτων για παράδειγμα αθλητικές δραστηριότητες –
εικαστικά – εκδρομές και κοινωνικές εκδηλώσεις, θεατρικές παραστάσεις.Επίσης, ανάθεση και
σύνδεση συγκεκριμένου μαθητή με συγκεκριμένο καθηγητή...”
14.Πιστεύετε ότι χρειάζονται εξειδικευμένες ειδικότητες στα γυμνάσια που θα βοηθούν την
ομαλοποίηση των παιδιών με προβλήματα παραβατικότητας; Αν ναι ποιες και γιατί;
Εκπαιδευτικός Α “...Χρειάζονται ομάδες εξειδικευμένων που θα λειτουργούν μέσα στο σχολικό
πλαίσιο και θα εκπαιδεύουν τους μαθητές τους γονείς και τους εκπαιδευτές. Οι ειδικότητες θα είναι
ψυχολόγοι, κοινωνικοί λειτουργοί, λογοθεραπευτές, εργοθεραπευτές ιατροί. Οι ψυχολόγοι για να
καταρτίζουν θεραπευτικά προγράμματα με τους κοινωνικούς λειτουργούς σε συνεργασία με
εργοθεραπευτές και λογοθεραπευτές που θα οργανώνουν λειτουργικά το θεραπευτικό πρόγραμμα.
Π.χ. ο λογοθεραπευτής μέσα από σειροθέτηση εικόνων εδραιώνει τη δουλειά οπτικά λεκτικά του
ψυχολόγου κλπ ή ο εργοθεραπευτής βοηθά την κατανόηση του θεραπευτικού έργου μέσω της
κινητικής αξίας της λειτουργίας του σώματος και τη προσαρμογή στη καθημερινή πράξη...”
Εκπαιδευτικός Β “...Θεωρώ ότι ψυχολόγοι και κοινωνικοί λειτουργοί είναι άκραως απαραίτητοι
στη διαχείριση της παραβατικότητας των μαθητών...”
Εκπαιδευτικός Γ “...Θεωρώ ότι ψυχολόγοι και κοιν. λειτουργοί μπορούν να αξιοποιηθούν για την
καλύτερη αντιμετώπιση των διαφόρων περιστατικών. Είναι πολύ πιο εξειδικευμένοι σε τέτοια
θέματα και μπορούν να διαχειριστούν τους μαθητές κατά περίπτωση...”
Εκπαιδευτικός Δ “...Σε κάθε σχολική μονάδα θα ήταν φοβερά αποτελεσματική η παρουσία
σχολικού ψυχολόγου...”
Εκπαιδευτικός Ε “...Ναι.Ψυχολόγοι,ψυχίατροι, κοινωνικοί λειτουργοί και σύμβουλοι ψυχικής
υγείας.Θεμελιώδης λίθος για τη “σωστή” εκπαίδευση και διαπαιδαγώγηση των μαθητών είναι ο
κρατικός μηχανισμός να εντάξει την διεπιστημονική ομάδα απο τη πρωτοβάθμια εκπαίδευση...”
Εκπαιδευτικός ΣΤ “...Η παρουσία του ψυχολόγου και του κοινωνικού λειτουργού είναι απαραίτητη
στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση αφου δεν υπάρχει η πολυτέλεια του ελέγχου.Η παρουσία των
εκπαιδευτικών είναι αποσπασματική, αφού συνεχώς αλλάζουν κάθε ώρα ενω ταυτόχρονα οι
ειδικότητες είναι πολλές.Αυτη η συνεχής εναλλαγή των εκπαιδευτικών δεν επιτρέπει στον έφηβο
να ανοιχτεί και να εμπιστευτεί...”
Εκπαιδευτικός Ζ “...Απαραίτητη η παρουσία ψυχολόγου και κοινωνικού λειτουργού.Αρμόδιοι για
την ενημερώση και διαχείριση της παραβατικότητας...”
Εκπαιδευτικός Η “...Σε κάθε σχολείο είναι απαραίτητη η παρουσία σχολικού ψυχολόγου και
κοινωνικού λειτουργού...”
Εκπαιδευτικός Θ “...Ναι χρειάζονται κοινωνικοί λειτουργοί, ψυχολόγοι, μουσικοί και θεατρολόγοι
με σκοπό την καλλιέργεια των συναισθημάτων τους καθώς και των δεξιοτήτων τους...”
Εκπαιδευτικός Ι “...Ναι είναι απαραίτητοι και οι ψυχολόγοι και οι κοινωνικοί λειτουργοί για
καταγραφή – πρόληψη – ενημέρωση με σκοπό την εκπαίδευση κοινωνικών δεξιοτήτων σε
συνδυασμό με ψυχολογική υποστήριξη.Και άλλες ειδικότητες είναι απαραίτητες όπως
λογοθεραπευτής,εργοθεραπευτής, φυσικοθεραπευτής και νοσηλευτής με στόχο την αντιμετώπιση
επιμέρους εξειδικευμένων προβλημάτων – δυσλειτουργιών...”
Παρόλο που κανένα από τα σχόλια δεν αναφέρει αριθμητικά στοιχεία, είναι σιωπηρά και
θετικά ευθυγραμμισμένα με την άποψη ότι η παραβατικότητα των νεών στα σχολεία είναι
αυξημένη και απασχολεί τη παγκόσμια εκπαιδευτική κοινότητα.
Το επόμενο κεφάλαιο είναι μια ερμηνεία των ευρημάτων από τις συνεντεύξεις των
εκπαιδευτικών.
Κεφάλαιο 5ο
Συμπεράσματα - προτάσεις
Στο παρόν κεφάλαιο γίνεται μια ανάλυση των αποτελεσμάτων που προέκυψαν από την
παρούσα έρευνα. Με γνώμονα τα ερευνητικά ερωτήματα που τέθηκαν και τη σχετική βιβλιογραφία
επιχειρείται να δοθεί ερμηνεία στα αποτελέσματα αυτά.
Δεν υπάρχει κοινωνικό πρόβλημα που να διεισδύει και να απασχολεί τις σκέψεις και να
καταναλώνει την ενέργεια των κοινωνιών παγκοσμίως, όπως είναι η νεανική παραβατικότητα.
Ο κύριος στόχος αυτής της μελέτης ήταν να διατυπώσει τις απόψεις και τις εμπειρίες των
εκπαιδευτικών σχετικά με τη νεανική παραβατικότητα στα σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης
και να συμβάλει στην εκπαιδευτική έρευνα και στην ανάπτυξη πολιτικών για την αντιμετώπιση του
προβλήματος στο μέλλον.
Όπως αναφέρεται στο 1ο Κεφάλαιο, οι ερευνητικοί στόχοι που καθορίστηκαν ήταν:
3) να προσπαθήσει να περιγράψει τις απόψεις και τις εμπειρίες των εκπαιδευτικών σχετικά με
τη νεανική παραβατικότητα στα σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
4) να προσπαθήσει να περιγράψει τη φύση, την έκταση και τις αιτίες του προβλήματος στα
σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Για να ικανοποιήθει ο κύριος στόχος της μελέτης, ο ερευνητής προσπάθησε να βρει
απαντήσεις στα βασικά και δευτερογενή ερευνητικά ερωτήματα που προκάλεσαν τις απαντήσεις
των συνεντευξιαζόμενων, που αναλύονται στις παραγράφους που ακολουθούν. Η συζήτηση που
ακολουθεί θα επικεντρωθεί σε μια περίληψη των ευρημάτων και συμπερασμάτων που προκύπτουν
από τα δεδομένα.
Συμπέρασμα
Τα ευρήματα της μελέτης οδήγησαν στο εξής βασικό συμπέρασμα: η απόκτηση γνώσεων
σχετικά με την παραβατικότητα των νέων αποτελεί τόσο τοπική όσο και παγκόσμια πρόκληση, ένα
πρόβλημα το οποίο δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί επαρκώς χωρίς την απαραίτητη γνώση της
ύπαρξης του. Οποιαδήποτε σκέψη για την παραβατικότητα των νέων θα πρέπει να προηγείται από
την κατανόηση των θεωριών που εξηγούν την εφηβεία. Ενώ οι εκπαιδευτικοί κατανοούν τη
μεταβατική περίοδο της εφηβείας, τα επίπεδα παραβατικότητας στα σχολεία προκαλούν ανησυχίες
και μόνο η συνειδητοποίηση δεν μπορεί να περιορίσει το πρόβλημα. Μόνο με τη γνώση έρχεται η
κατανόηση και ως εκ τούτου η λύση στο πρόβλημα.
Τα ευρήματα οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι οι εκπαιδευτικοί δεν είναι ειδικοί στην
αντιμετώπιση της παραβατικής συμπεριφοράς των μαθητών τους. Θεωρούν απαραίτητη την
παρέμβαση και υποστήριξη απο εξειδικευμένο προσωπικό και συγκεκριμένα απο ψυχολόγους και
κοινωνικούς λειτουργούς για να περιορίσουν την λανθασμένη αυτή συμπεριφορά των εφήβων. Η
τελευταία αυτή δήλωση σημαίνει ότι η πρόληψη και η αντιμετώπιση της παραβατικής
συμπεριφοράς των μαθητών είναι μια συλλογική προσπάθεια όλων των ενδιαφερομένων στις
σχολικές κοινότητες. Οι συμμετέχοντες διατύπωσαν σαφώς την ανάγκη τους για ενημέρωση
σχετικά με τον τρόπο αντιμετώπισης της παραβατικής συμπεριφοράς. Οι περισσότεροι εξέφρασαν
έλλειψη γνώσης των στρατηγικών παρέμβασης είτε λόγω της άγνοιας τους είτε λόγω της έλλειψης
επαρκούς επικοινωνίας τους με τις εκπαιδευτικές αρχές. Οι θετικοί ρόλοι κυρίως των γονέων,
αναφέρθηκαν και υπογραμμίστηκαν ως η απαραίτητη συμβολή για την ορθή κοινωνικοποίηση των
εφήβων.
Το κύριο συμπέρασμα που συνεπάγεται από τα ευρήματα της μελέτης είναι ότι η νεανική
παραβατικότητα σε επίπεδο σχολείου είναι πραγματική, αλλά μπορεί να αντιμετωπιστεί με την
συμβολή εξειδεικευμένων ομάδων (ψυχολόγοι – κοινωνικοί λειτουργοί) σε συνδυασμό με την
επαρκή ενημέρωση των εκπαιδευτικών για τον τρόπο αντιμετώπισής της. Για την επίτευξη του
σκοπού αυτού είναι απαραίτητη η θετική συμβολή των γονέων.
Επιπλέον, οι προτάσεις που θα κατατεθούν στις επόμενες παραγράφους είναι οι πιθανές
παρεμβάσεις που θα μπορούσαν να εφαρμόσουν τα σχολεία και οι υπεύθυνοι χάραξης μιας νέας
πολιτικής για την αντιμετώπιση του προβλήματος.
Προτάσεις
Τα ευρήματα βασίστηκαν σε μία ποιοτική μελέτη μιας σχολικής περιφέρειας με λίγους
συμμετέχοντες, δέκα εκπαιδευτικοί στο σύνολο(10), ένα αρκετά μικρό δείγμα που αποτελεί ένα
βασικό περιορισμό αυτής της μελέτης. Ως εκ τούτου, οι συστάσεις που ακολουθούν δεν μπορούν
να γενικευθούν. Είναι απαραίτητο οι μελλοντικές έρευνες να διαθετούν ένα πιο αντιπροσωπευτικό
δείγμα του σχολικού πληθυσμού της χώρας.
Οποιαδήποτε εθνική πολιτική η οποία θα εφαρμοστεί στο μέλλον για την νεολαία, θα
πρέπει να δίνει προτεραιότητα στις περιθωριοποιημένες, ευάλωτες και μειονεκτούσες
ομάδες νέων. Όταν οι νέοι περιθωριοποιούνται,γίνονται πιο επιρρεπείς στην ανάπτυξη
παραβατικών τάσεων.
Το κράτος, με την υποστήριξη των ειδικών για τη χάραξη πολιτικής, θα πρέπει να διαθέσει
κεφάλαια για τη διαχείριση της συμπεριφοράς των μαθητών της δευτεροβάθμιας
εκπαίδευσης. Η προβλεπόμενη βελτίωση στη συμπεριφορά των μαθητών μπορεί να
επιτευχθεί μόνο εάν απασχολούνται επαρκείς ανθρώπινοι πόροι, όπως ψυχολόγοι,
κοινωνικοί λειτουργοί. Οι υπεύθυνοι για τη χάραξη αυτής της πολιτικής καθώς και όλοι οι
εμπλεκόμενοι πρέπει να εκτιμήσουν το γεγονός ότι, όταν μειώνεται η παραβατικότητα των
μαθητών στο σχολικό περιβάλλον, βελτιώνεται ιδιαίτερα η απόδοση τόσο του
εκπαιδευτικού όσο και των μαθητών. Κατά συνέπεια, οι μελλοντικές προοπτικές σε όλους
τους τομείς της ζωής των νέων από τα περιθωριοποιημένα κοινωνικά περιβάλλοντα
βελτιώνονται προς το καλύτερο.
Οι εκπαιδευτικοί, που αποτελούν το επίκεντρο αυτής της μελέτης, θα πρέπει να
εκπαιδεύονται πριν την εισόδο τους στον επαγγελματικό στίβο και σε συνεχή βάση ανα
τακτά χρονικά διαστήματα ετησίως σχετικά με την πρόληψη και αντιμετώπιση
παραβατικών συμπεριφορών. Τέτοιες τακτικές επαφές με ειδικούς θα δώσουν στους
καθηγητές τη δυνατότητα να μοιραστούν ιδέες και πρακτικές για την αποτελεσματική
διαχείριση και πειθαρχία τέτοιων συμπεριφορών στο σχολείο και όχι μόνο.
Οι περιφέρειες εκπαίδευσης πρέπει να παρακολουθούν και να υποστηρίζουν τακτικά και
αυστηρά την εφαρμογή των κανόνων. Θα πρέπει να διασφαλίζεται ότι αποτρέπεται η
αντικοινωνική συμπεριφορά μεταξύ των μαθητών και εκείνοι οι μαθητές που εκδηλώνουν
παραβατική συμπεριφορά, να τους προσφέρονται οι κατάλληλες υπηρεσίες υποστήριξης.
Τελικό συμπέρασμα
5) Agnew, Robert (1992). Foundation for a general strain theory of crime and delinquency. Criminology Vol,30,
No.1, pp.47-87.
7) Arnett, J.J. (2006). Stanley Hall’s Adolescence: brilliance and nonsense. History of Psychology. Volume 9 (3):
186-197. Available from: www.jeffreyarnett.com/articles/Arnett-2006-HP2.pdf
8) Babbie, E, (2009). The basics of social research. (5th Ed.) Wordsworth, USA: Cengage Learning.
9) Centre for the Protection of Women and Children (2002,30 June to 2 July). Violence against
women and children in Kosova. Regional Conference on Violence against Women and
Children in Kosova, Pristina,.
10) Christian Pfeiffer (1998, May).Trends in juvenile violence in European countries. based on a
presentation, National Institute of Justice Research Preview Series.
11) Cindi, M. L. (2006). Factors that predispose children to be in conflict with the law in the Ekurhuleni
Metropolitan Municipality: a health perspective. Master of Arts. Pretoria: Unisa.
12) Conners, N.A. Bradley, R.H, Mansell, L.W; Liu, J.Y. Roberts, T.J. Burgdorf, K & Herrel, J.M. (2004).
Children of mothers with serious substance abuse problems: an accumulation of risks. American Journal of
Drug and Alcohol abuse. 30 (1): 85 – 100.
13) Corapci, F. (2004).Cumulative and interactive influences of risk and protective factors upon social competence
of low income preschool children. Doctoral dissertation. Graduate School of Purdue University.
14) Crosnoe, R. (2006). The connection between academic failure and adolescent drinking in secondary schools.
Sociology of Education, Vol.79,pp.44 – 60.
15) Davis, M.B. (2007). Doing a successful research project: using qualitative or quantitative methods. New York:
Palgrave MacMillan.
16) De Vos, A.S, Strydom H, Fouche, G.B, & Delport. (2005). Research at grassroots for social sciences and
human services professions. (3rd ed). Pretoria: Van Schaik Publishers.
18) Flannery, D.J, Williams, L.L & Vazsonyi, A.T. (1999). Who are they with and what are they doing? Delinquent
behaviour, substance use, and early adolescence after school time. American Journal of Orthopsychiatry,
Vol.69,No.2,pp. 247-253.
19) Gi, K. D, (2011).A Case Study of Delinquents‟ Physical Child Abuse Experiences and Violent Behavior.
Korean Police Studies Association, Vol.10, No.4, pp.93-114.
20) Gottffredson, D.C. (2001). Schools and delinquency. United Kingdom: Cambridge
University Press.
21) Griffin, K.W, Botvin, G.J, Scheier, L.M, Diaz, T & Miller, N.L. (2000). Parenting practices and predictors of
substance use, delinquency, and aggression among urban youth: moderating effects of family structure and
gender. Psychology of Addictive Behaviours, Vol.14,No.2,pp. 174-184.
22) Hagell, A & Jeyarajah-Dent, R. (2006). Children who commit acts of serious interpersonal violence: messages
for best practice. London & Philadelphia: Jessica Kingsley Publishers.
23) Haynie, D.L. (2001). Delinquent peers revisited: does network structure matter? American Journal of
Sociology, Vol.106,No 4,pp. 1013-1057.
24) Hill, J & Maughan, B. (2001). Conduct disorders in childhood and adolescence. United
Kingdom: Cambridge University Press.
25) Hoffman-Plotkin, D., and Twentyman, C.T. (1984). A multimodal assessment of behavioral and cognitive
deficits in abused and neglected preschoolers. Child development, Vol.55, pp.794-802.
26) Hofstee, E. (2006). Constructing a good dissertation: a practical guide to finishing a Masters, MBA or PhD
on schedule. Johannesburg: EPE
27) Hoge, R.D. (2001). The Juvenile offender: theory, research and application. Boston,
Dordrecht & London: Kluwer Academic Publishers.
28) Horne, A. (2001). Brief communications from the edge: psychology with challenging adolescents. Journal of
Child Psychotherapy, Vol.27, No.1, pp. 3-18.
29) Jekielek, S.M. (1998). Parental conflict, marital disruption and children’s emotional well-being. Social Forces,
Vol.76,No.3,pp. 905-936
30) Jeon, Y. S, (2008).The Relationship between Child maltreatment and Juvenile Delinquency. Korean Institute of
Criminology, Vol.20, No.12, pp.1-185.
31) Jo, E. J, (2008).The Mediation Effects of Attachment on the Relationship between Adolescent`s Self-efficacy
and School Adjustment. Korean journal of youth studies, Vol.15, No.6, pp.299-321.
32) Jo, E. J, (2012).A study on finding protective factors which effect on children's school
adjustment from parents' abuse - comparison between abused children and normal children.
Youth Culture publishes Forum, Vol.29, pp.138-164.
33) Ju, S. Y., & Lee, Y. H, (2012).The roles of student-teacher attachment between Latent delinquency, negative
automatic thought and resilience in adolescents. Korean journal of youth studies, Vol.19, No.8, pp.103-142.
34) Kiriakidis, S.P. (2010). Child-rearing practices and delinquency in children and adolescents. International
Journal of Special Education, Vol.25,No.1,pp. 94-104.
35) Klein, K, Forehand, R, Armistead, L & Long, P. (1997). Delinquency during the transition to early adulthood:
family and parenting predictors from early adolescence. Adolescence, Vol.32,No.125,pp. 61-80.
36) Labuschagne, A. (2003). Qualitative research: airy-fairy or fundamental? The Qualitative Report,
Vol.8,No.1,pp. 100-103.
37) Levy, K. St C. (2001). The relationship between adolescent attitudes towards authority, self-concept, and
delinquency. Adolescence, Vol.36,No.142,pp. 334-346.
38) Loeber, R, Farrington, D.P & Petechuk, D. (2003). Child delinquency: early intervention and prevention. Child
Delinquency Bulletin Series. US Department of Justice. Office of Justice Programs. Available from:
186162.pdf.
39) Marte, R.M. (2008). Adolescent problem behaviour: delinquency, aggression, and drug use.
New York: LFB Scholarly Publishing, LLC.
40) Maseko, J.S. (2009). Chapter 1. Introduction 1.1. UIR: Unisa. Available from:
http://uir.unisa.ac.za/bitstream/handle/10500/2134/01Chapter 1.pdf
41) Merriam Webster’s Collegiate Digital Dictionary. (2003 – 2005). Burlington Franklin
Electronic Publishers.
42) Ministry of Gender Equality & Family (2014). White Paper on Adolescent.
43) Muus, R.E. (1996). Theories of adolescence. (6th ed). USA: McGraw-Hill.
44) O‟Connor, Erin E., Eric Dearing, & Brian A. Collins. (2011).Teacher- child relationship and behavior problem
trajectories in elementary school. American Educational rime and Delinquency. Criminology, Vol.30, No.1,
pp.47-87.
45) Papacosta, E.S. (2009). Female delinquency in secondary schools: trauma depression precipitating female
delinquency and the role of ethnic identity in Cyprus. A project submitted in partial fulfilment of the
requirements for the degree of Doctor of Professional Studies. Middlesex University.
47) Polit, D.F, & Hungler, B. P. (2001). Essentials of nursing research: methods, appraisal, and utilization. (4th
ed). New York: Lippincott.
48) Sanni K.B, Udoh, N.A, Okediji, A.A, Modo, F.N & Ezeh, C.N. (2010). Family types and juvenile delinquency
issues among secondary school teachers in AKWA Ibom State, Nigeria: counselling implications. Journal of
Social Science, Vol.23, No.1, pp 21-23.
50) Stouthamer-Loeber, Magda (2002). Which family and demographic factors are related to both maltreatment
and persistent serious juvenile delinquency? Children's Services: Social Policy, Research, and Practice, Vol.5,
No.4, pp.261-272.
51) Sung, Y. E. (2005). A Study on the Family Factors and the Delinquency. Study of Dongguk University, Vol.35,
pp.627-653.
52) Tyler, K.A, Hoyt, D.R, Whitbeck, L.B & Cauce, A.M. (2001). The impact of research on adolescence. Journal
of Research on Adolescence Vol.11,No. 2,pp. 151-176.
53) United Nations, (2000,10-17 April).Report of the Tenth United Nations Congress on the
Prevention of Crime and the Treatment of Offenders, Vienna, (A/CONF.187.15).
54) Venkatesh S., (1997, July).The social organization of street gang activity in an urban ghetto.
American Journal of Sociology, vol. 103, No. 1, pp. 82-111.
55) Wisker, G. (2008). The post-graduate research handbook. New York: Palgrave MacMillan.
56) World Youth Report (2003). Report of the Secretary-General (official document: A/58/79 & E/CN.5/2003/4)
pp.189 – 211. Available from: www.un.org/esa/socdev/unyin/documents/cho7.pdf
Ελληνική βιβλιογραφία
2. Ιωσηφίδης, Θ. και Σπυριδάκης, Μ. (2006). Ποιοτική Κοινωνική Έρευνα: Μεθοδολογικές Προσεγγίσεις και
Ανάλυση Δεδομένων. Αθήνα: Κριτική – Επιστημονική Βιβλιοθήκη (ISBN 960-218-451-5, σ. 335)
3. Bird, M., Hammersley, M., Gomm, R., & Woods, P. (1999). Εκπαιδευτική Έρευνα στην Πράξη, Εγχειρίδιο
Μελέτης, (μτφ. Ε. Φράγκου). Πάτρα: Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ
Το ερωτηματολόγιο απευθύνεται σε εκπαιδευτικούς που υπηρετούν σε σχολεία
δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Α. Δημογραφικά στοιχεία
5. ΣΧΕΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ:
Μόνιμος/η Αναπληρωτής/τρια Ωρομίσθιος/α
Ποιοι πιστεύετε είναι οι παράγοντες που συμβάλουν στην εμφάνιση μιας παραβατικής
συμπεριφοράς;
Θεωρείτε ότι μέσα στο σχολείο υπάρχουν παράγοντες που οδηγούν τα παιδιά σε
παραβατικές συμπεριφορές; Αν ναι, ποιοι είναι αυτοί;
Τι θα κάνατε αν έπεφτε στην αντίληψη σας κλοπή χρημάτων από μαθητή σας,κατα τη
διάρκεια του διαλείμματος;
Πως θα αντιδρούσατε σε μια σκηνή σωματκής ή λεκτικής βίας αν γινόταν μπροστάς σας,
ανάμεσα σε μαθητές μέσα στο σχολείο;
Πιστεύετε ότι μπορείτε να αντιμετωπίσετε την παραβατικότητα των μαθητών σας στα
πλαίσια της σχολικής μονάδας ή χρειαζόσαστε κάποια υποστήριξη; Αν ναι, τι είδους
υποστήριξη, ποια μορφής και από ποιόν;
Πώς και με ποιά μέτρα μπορούμε να προλάβουμε παραβατικές πράξεις και συμπεριφορές
που μπορεί να εκδηλωθούν στο χώρο του σχολείου.
Πιστεύετε ότι χρειάζονται εξειδικευμένες ειδικότητες στα γυμνάσια που θα βοηθούν την
ομαλοποίηση των παιδιών με προβλήματα παραβατικότητας; Αν ναι ποιες και γιατί;