You are on page 1of 5

EDUG-525 (Ακροατήριο 06)

Δυσκολίες Μάθησης Θεωρητικές Προσεγγίσεις,


Έρευνα και Εκπαιδευτικές Πρακτικές

ΟΡΦΑΝΙΔΗ ΕΥΓΕΝΙΑ
U194N0094

ΕΡΩΤΗΣΗ 1

Α) Τα έκτατα μέτρα που λήφθηκαν στο πλαίσιο περιορισμού της νόσου Covid-19 στη
χώρα μας και ειδικότερα τα μέτρα που αφορούσαν στην εκπαίδευση δεν
σχεδιάστηκαν με γνώμονα την αρχή της ισότητα των ευκαιριών, όπως αυτή ορίζεται
από τη Σύμβαση του ΟΗΕ με συνέπεια να μην λάβουν υπόψη τους οι ιθύνοντες τις
εκπαιδευτικές ανάγκες των Ατόμων με Αναπηρία. Πιο συγκεκριμένα, ενώ το
υπουργείο παιδείας καλούσε τα ΚΕΣΥ (Κέντρα Συμβουλευτικής Υποστήριξης) και
τους διευθυντές των ΣΜΕΑΕ (Σχολικές Μονάδες Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης)
να οργανώσουν την εξ’ αποστάσεως εκπαίδευση των παιδιών με αναπηρίες, δεν
προέβλεψε κανένα μέτρο για τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να λειτουργήσει
αποτελεσματικά η τηλεκπαίδευση λαμβάνοντας υπόψη τις δυσκολίες των μαθητών
αυτών. Οι πλατφόρμες παροχής τηλεκπαίδευσης δεν ήταν προσβάσιμες για τους
μαθητές με αναπηρίες, ενώ επίσης γονείς και παιδιά δεν γνώριζαν συχνά πως να τις
χρησιμοποιήσουν και δεν τους παρασχέθηκε η ανάλογη υποστήριξη. Επιπρόσθετα
αυτό που δείχνει να «αγνοεί» το υπουργείο είναι η ανάγκη για εξατομικευμένη
εκπαίδευση σύμφωνα με τις ανάγκες του εκάστοτε μαθητή, κάτι που δύσκολα
μπορούσε να σχεδιαστεί εξ αποστάσεως από τον μικρό αριθμό εκπαιδευτικών ειδικής
αγωγής που διαθέτουν τα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας. Επίσης πολλές
οικογένειες που αντιμετωπίζουν οικονομικής φύσης προβλήματα δεν μπορούσαν να
παρέχουν στα παιδιά τους τον απαιτούμενο εξοπλισμό για εξ’ αποστάσεως
εκπαίδευση. Τέλος αξίζει να σημειωθεί πως πέρα από την εκπαιδευτική πράξη με το
κλείσιμο των σχολικών μονάδων αλλά και με την επιβολή των γενικότερων
εκπαιδευτικών μέτρων, τα παιδιά με αναπηρία αποκλείστηκαν και από την παροχή
άλλων δραστηριοτήτων και ειδικών επιστημονικών παρεμβάσεων , ενώ στερήθηκαν
και την απαιτούμενη συστηματική επίβλεψη από διεπιστημονική ομάδα. Τα
παραπάνω είχαν ως αποτέλεσμα τη σύγχυση και συχνά την παλινδρόμηση των
παιδιών που σε πολλές περιπτώσεις αδυνατούσαν να καταλάβουν για ποιο λόγω
στερούνται σημαντικά γι’ αυτούς πράγματα και βιώνουν αυτές τις μεγάλες αλλαγές .

Β) Η κρατική αντιμετώπιση για την εκπαίδευση των παιδιών με ειδικές εκπαιδευτικές


ανάγκες στις μέρες του κορωνοιού δεν διαφέρει σημαντικά από τη γενικότερη στάση
και εκπαιδευτική πολιτική που έχει υιοθετήσει το κράτος μέχρι σήμερα. Ο αριθμός
των εκπαιδευτικών ειδικής αγωγής είναι ανεπαρκής συγκριτικά με τις ανάγκες των
ΣΜΕΑΕ με αποτέλεσμα να μην καθίσταται δυνατό να παρασχεθεί πλήρως
εξατομικευμένη εκπαίδευση. Επιπλέον με την απουσία μόνιμου επιστημονικού
προσωπικού διαφόρων ειδικοτήτων αλλά και από την ανυπαρξία των απαιτούμενων
εγκαταστάσεων και υποδομών, τα σχολεία αδυνατούν να παρέχουν τις απαιτούμενες
παρεμβάσεις και θεραπείες (εργοθεραπείες, λογοθεραπείες κ.α.), με τους γονείς να
αναλαμβάνουν προσωπικά την εκπλήρωση αυτών των αναγκών ιδιωτικά, ενώ σε
περιπτώσεις οικονομικής αδυναμίας τα παιδιά δεν λάμβαναν την απαιτούμενη
παρέμβαση, με αποτέλεσμα να αποκλείονται από την αυτονόητη μέριμνα και
φροντίδα καταπατώντας έτσι το κράτος, την αρχή της μη διάκρισης. Ακόμη, το
κράτος ποτέ δεν έχει φροντίσει για την παροχή ηλεκτρονικών μέσων τεχνολογίας
στους μαθητές με αναπηρίες, πόσο μάλιστα κατά την εποχή του εγκλεισμού, τα οποία
όχι μόνο θα τους διευκόλυναν πολύ αλλά θα έδιναν νέα διάσταση στην
εξατομικευμένη εκπαίδευση καθώς θα είχαν πρόσβαση σε διαδραστικό υλικό που θα
προωθούσε σημαντικά την εκπαιδευτική διαδικασία. Συνολικά θα λέγαμε ότι το
κράτος, χωρίς να εξασφαλίζει τίποτα για αυτά τα παιδιά αφήνει όλη την ευθύνη στους
εκπαιδευτικούς της ειδικής αγωγής και τους γονείς, οι οποίοι επί ματαίω πασχίζουν
με προσωπικές θυσίες να καλύψουν τα κενά του κράτους χωρίς καμία ενίσχυση ή
βοήθεια.
Γ) Κατά τη διάρκεια των μέτρων το κράτος θα μπορούσε με έκτακτη χρηματοδότηση
να προχωρήσει στην πρόσληψη μόνιμου επιστημονικού προσωπικού ώστε να
διασφαλιστεί, λαμβάνοντας μέτρα πρόληψης για τη δημόσια υγεία, η συνέχεια όλων
των παρεμβάσεων και των θεραπειών των παιδιών, καθώς και η ψυχολογική
υποστήριξη των οικογενειών τους. Αυτό θα μπορούσε να λαμβάνει χώρα είτε στις
σχολικές μονάδες με την παρουσία των παιδιών εκ περιτροπής, είτε με κατ’ οίκον
επισκέψεις. Επιπρόσθετα η πολιτεία θα μπορούσε να μεριμνήσει για τη διάθεση του
απαιτούμενου ηλεκτρονικού εξοπλισμού (φορητός υπολογιστής, σύνδεση στο
διαδίκτυο κ.α.) για να μπορεί να λάβει χώρα η εξ’ αποστάσεως υποστήριξη των
παιδιών που θα μπορούσαν να ν α χρησιμοποιήσουν τα παραπάνω μέσα. Σε αυτό το
πλαίσιο της τεχνολογικής υποστήριξης το κράτος θ μπορούσε να δημιουργήσει μια
ειδική εκπαιδευτική πλατφόρμα όπου το υλικό θα είναι κατάλληλα τροποποιημένα
και διαβαθμισμένο ώστε να καλύψει κάθε ειδική μαθησιακή ανάγκη και δυσκολία.
Με τη λήψη των παραπάνω μέτρων το κράτος θα απέφευγε σε μεγάλο βαθμό τον
αποκλεισμό των παιδιών με αναπηρίες, κατά τη διάρκεια των μέτρων και κατ’
επέκταση τις διακρίσεις εις βάρος τους, εξασφαλίζοντάς τους το αναφαίρετο
δικαίωμα στην εκπαίδευση.

ΕΡΩΤΗΣΗ 2

Α) Οι εκπαιδευτικοί λειτουργούν με γνώμονα το κοινωνικό μοντέλο της


αναπηρίας. Δείχνουν να αντιλαμβάνονται πως η αναπηρία ως «πρόβλημα» είναι
δημιούργημα της κοινωνίας. Επιδιώκουν την ισότιμη προσέγγιση και συμμετοχή των
παιδιών με αναπηρία και διδάσκουν εμμέσως στους μαθητές τους ότι η αναπηρία δεν
είναι μια βιολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από ελλείμματα αλλά
αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης των κοινωνικών συνθηκών. Σχεδιάζοντας την από
κοινού εκπόνηση πρότζεκτ, με κοινές δραστηριότητες και δράσεις οι εκπαιδευτικοί
προωθούν και θέτουν σε εφαρμογή, κατά το δυνατόν, την έννοια της συμπερίληψης,
καθώς αποδεικνύουν πως οι εκπαιδευτικές πράξεις μπορούν να προσαρμοστούν και
συμμετέχουν σε αυτές όλοι ανεξαιρέτως οι μαθητές. Η διδασκαλία των μαθητών σε
περιβάλλοντα μάθησης εκτός της παραδοσιακής τάξης είναι μία μέθοδος που
συμβάλλει καθοριστικά στην εφαρμογή της συμπερίληψης, καθώς προάγει την
εγκαθιδρυμένη διδασκαλία ενώ παράλληλα συμβάλει και στη δημιουργία θετικού
κλίματος ανάμεσα στους μαθητές. Επίσης, προωθώντας την αλληλεπίδραση μεταξύ
των παιδιών με τις ομαδικές εργασίες και την από κοινού παρουσίασή τους, καθώς
και με την ανταλλαγή δώρων βοηθούν τα παιδιά και των δύο σχολείων να
εξοικειωθούν μεταξύ τους εξασφαλίζοντας, εκτός από την εκπαιδευτική και την
κοινωνική ένταξη των παιδιών με αναπηρίες. Αναπτύσσοντας μεταξύ των παιδιών
κλίμα συνεργασίας ενισχύεται η αυτοπεποίθησή τους και τη διασφαλίζεται η ισότιμη
συμμετοχή. Τέλος, μέσα από τη συγγραφή γράμματος δίνεται η δυνατότητα στα
παιδιά να εκφράσουν τα βαθύτερα συναισθήματα τους, επιτυγχάνοντας τόσο την
ευαισθητοποίηση του κοινωνικού συνόλου όσο και την δημιουργία αισθήματος
αποδοχής στα παιδιά που φοιτούν στο ειδικό σχολείο.

Β) Το πλαίσιο συνεργασίας που έχει ήδη αναπτυχθεί ανάμεσα στα δύο σχολεία
μπορεί να ενισχυθεί με περισσότερο με τη διοργάνωση εκδηλώσεων και ημερίδων
όπου παιδιά, γονείς και εκπαιδευτικοί θα γνωρίσουν καλύτερα το χώρο της
αναπηρίας, θα ενημερωθούν σωστά και θα ευαισθητοποιηθούν γύρω από ζήτημα της
συνεκπαίδευσης ενώ παράλληλα θα αντιληφθούν την αναγκαιότητά του. Επίσης η
συστηματική από κοινού εκπόνηση πρότζεκτ όπως το παραπάνω καθώς και η
επιχείρηση από κοινού διδασκαλίας ενός θεματικού αντικειμένου μεταξύ ίδιων
τάξεων παρουσία τόσο του δασκάλου της γενικής όσο και της ειδικής θα βοηθούσε
τα παιδιά να εξοικειωθούν ακόμα περισσότερο ενώ παράλληλα μέσα από τη
διαφοροποίηση της διδασκαλίας θα υπήρχαν σημαντικά οφέλη και για τους μαθητές
του γενικού σχολείου που ενδεχομένως να αντιμετωπίζουν μαθησιακές δυσκολίες.
Τέλος η από κοινού συμμετοχή και διοργάνωση καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων θα
ενίσχυε σημαντικά το συμπεριληπτικό κλίμα μέσα από διαδικασίες που είναι
ευχάριστες για όλα τα παιδιά και μπορούν όλα να συμμετέχουν.

Γ) Εκτός από την εκ περιτροπής βραχυπρόθεσμη συνεργασία μεταξύ ενός ειδικού και
ενός γενικού σχολείου θα μπορούσαν να εφαρμοστούν επιπλέον δράσεις που θα
βοηθούσαν τα παιδιά να κατανοήσουν και να αποδεχθούν την έννοια της αναπηρίας.
Η συστηματική από κοινού σε άτυπα συνεργατικά περιβάλλοντα μάθησης μπορεί να
συντελέσει σε αυτό. Οι μαθητές ερχόμενοι σε επαφή με ζητήματα της
καθημερινότητας, εκπαιδεύονται σε πλαίσια εκτός του περιορισμένου σχολικού
χώρου, σε πλαίσια όπου έχουν πρόσβαση όλοι ανεξαιρέτως και αντιλαμβάνονται πως
αφού στην κοινωνική ζωή συνυπάρχουν οι άνθρωποι και ασχολούνται με κοινά
πράγματα, δεν έχουν λόγω να μη συνυπάρχουν στη εκπαίδευση. Επίσης στο πλαίσιο
αυτό θα μπορούσε να διοργανωθεί επίσκεψη σε δομές που εκπαιδεύονται ενήλικα
άτομα με αναπηρία ή ακόμα και να συνοδεύσουν τους φίλους τους από το ειδικό
σχολείο σε δραστηριότητες παρέμβασης που ακολουθούν καθημερινά όπως η
εργοθεραπεία, η κολύμβηση κ.α. Αυτό θα συντελούσε στο να γνωρίσουν καλύτερα
την αναπηρία ως έννοια, ενώ θα κατανοούσαν σε βάθος τις ανάγκες αυτών των
παιδιών. Τέλος, εφόσον τα παιδιά θα είχαν κατανοήσει τη σημαίνει η έννοια
αναπηρία και τι απαιτήσεις έχει, η δασκάλα του γενικού σχολείου θα μπορούσε να
οργανώσει ένα πρότζεκτ με τους μαθητές της όπου στόχο θα είχε να εργαστούν πάνω
σε ένα διδακτικό αντικείμενο και να το τροποποιήσουν λαμβάνοντας υπόψη τα όσα
είδαν και έμαθαν από τη συναναστροφή τους με τα παιδιά ενός ειδικού σχολείου ή
τμήματος ένταξης, ώστε να είναι κατά τη γνώμη τους προσβάσιμο για τους μαθητές
αυτούς. Αυτό θα εξοικείωνε τα παιδιά με την διαφοροποίηση της διδασκαλίας και θα
κατανοούσαν την αναγκαιότητά της ενώ παράλληλα θα είχε ως αποτέλεσμα να
καταλάβουν και να θεωρήσουν ως επόμενο και φυσιολογικό την κοινή εκπαίδευση
για όλα τα παιδιά.

You might also like