You are on page 1of 8

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι.

ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΟΡΟΥ «ΨΥΧΙΚΗ


ΑΝΘΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑ».

1.1 Η έννοια της ψυχικής ανθεκτικότητας, η παιδαγωγική επιστήμη και δεξιότητες του
21ου αιώνα.
Η λέξη «ανθεκτικότητα» (αγγλικό: resilience) έχει λατινική προέλευση. Προέρχεται από τη
λέξη «resilire» που σημαίνει «έχω την ικανότητα για ανάκαμψη ή ανάκρουση» και ειδικά
στην ψυχολογία χρησιμοποιείται για να δηλώσει την ικανότητα αναπροσαρμογής σε στιγμές
ή περιόδους κρίσης. Ο όρος  «ψυχική ανθεκτικότητα»  αφορά στην ικανότητα που έχει ένα
άτομο, όχι μόνο να ξεπερνά τις δυσκολίες της ζωής αλλά και, έχοντας λάβει πολύτιμα
μαθήματα, να διαμορφώνει μια πιο δυνατή προσωπικότητα εξαιτίας αυτών των
καταστάσεων. Το ψυχικά ανθεκτικό άτομο είναι αυτό που ενώ θα αντιμετωπίσει αγχογόνες
και δύσκολα διαχειρίσιμες καταστάσεις τελικά δεν θα καταρρεύσει και θα βρει τρόπους να
υπερβεί τις δυσκολίες. Επιπλέον, παρά τα αρνητικά και στρεσογόνα συναισθήματα που θα
βιώσει σε ένα πλαίσιο κρίσης, ταυτόχρονα θα διατηρήσει την ικανότητα να ανταποκριθεί με
επιτυχία στις δυσκολίες παραμένοντας λειτουργικό.. Με λίγα λόγια, η ψυχική ανθεκτικότητα
είναι το σύνολο των γνωστικών και συμπεριφορικών επιλογών που αποτελούν εργαλείο
επιβίωσης αλλά και κλειδί στην εξεύρεση λύσεων των προβλημάτων που αντιμετωπίζει το
άτομο.

Στη δεκαετία του ’70, διάφοροι μελετητές της ψυχολογίας, όπως η E. Werner και ο N.
Garmezy ανέπτυξαν στα έργα τους και στην έρευνα τους την έννοια της ψυχικής

ανθεκτικότητας, ήτοι της ικανότητας του ατόμου να προσαρμόζεται θετικά ενώ


αντιμετωπίζει προκλήσεις, δυσκολίες και κινδύνους, εστιάζοντας αρχικά στα παιδιά και
στους εφήβους. Στη συνέχεια, και ιδιαίτερα στις τελευταίες δεκαετίες, πολλοί ψυχολόγοι
έθεσαν επίσης το ζήτημα της ψυχικής ανθεκτικότητας των παιδιών στο επίκεντρο της
έρευνάς τους.

Σήμερα η παιδαγωγική επιστήμη ονομάζει ως “ψυχικά ανθεκτικά” τα παιδιά τα οποία, παρά


τις αντιξοότητες τις οποίες αντιμετωπίζουν, καταφέρνουν να υπερπηδησουν τα εμπόδια και
να λύσουν τα προβλήματα που συναντούν. Οι αμυντικές ψυχικές δυνάμεις των παιδιών
αυτών, μέσα από μια πολυεπίπεδη αλληλεπίδραση με τους φυσικούς και ψυχικούς κινδύνους
τους οποίους αντιμετωπίζουν, τα βοηθούν να ανακάμπτουν έπειτα από δοκιμασίες, και
τελικά να προσαρμόζονται με επιτυχία στις απειλητικές αλλαγές.
1.2 Η ψυχική ανθεκτικότητα στη διεθνή βιβλιογραφία (Resilience – Resiliency).

Στη διεθνή βιβλιογραφία συναντούμε 2 όρους για την ψυχική ανθεκτικότητα. Πρόκειται για
τις αγγλικές λέξεις resilience και resiliency, οι οποίες στα ελληνικά μεταφράζονται και οι δυο
ως «ψυχική ανθεκτικότητα», όμως διαφέρουν ως προς την έννοια. (Masten, 1999). Σύμφωνα
με τους Luthar & Zelazo (2003) ο όρος resilience αναφέρεται στην ανάκαμψη έπειτα από
συγκεκριμένες δυσκολίες μέσα σε ένα πλαίσιο περιβαλλοντικών επιδράσεων, ενώ ο όρος
resiliency αφορά στην ιδιοσυγκρασία του ατόμου αυτού. Πρόκειται για την τάση του ατόμου
να ανακάμπτει και όχι γι αυτή καθεαυτή την δράση της ανάκαμψης.

Στη δεκαετία του ’70, μελετητές της ψυχολογίας, όπως η E. Werner και ο N. Garmezy
ανέπτυξαν στα έργα τους και στην έρευνα τους την έννοια της ψυχικής ανθεκτικότητας. O
Dr. N. Garmezy, ιδιαίτερα σεβαστός στον ακαδημαϊκό χώρο και με εκτενή έρευνα στον
τομέα της εξελικτικής ψυχοπαθολογίας, όρισε ότι ψυχικά ανθεκτικό άτομο δεν είναι εκείνο
που αντιμετωπίζει τις αντιξοότητες με γενναιότητα αλλά εκείνο που έχει την ικανότητα να
ανακάμπτει και να διατηρεί μια συγκροτημένη στάση και συμπεριφορά παρά τη
συναισθηματική πίεση την οποία βιώνει. (Garmezy 1991) Η Emmy Werner, διακεκριμένη
διδάκτορας εξελικτικής ψυχολογίας, ερεύνησε ιδιαίτερα το πεδίο κινδύνων και ψυχικής
ανθεκτικότητας στα παιδιά.Μέσα από τις μελέτες της κατέληξε ότι κάποια παιδιά
υποκύπτουν στις αντιξοότητες αλλά κάποια όχι. Στην περίπτωση των παιδιών που έδειξαν
μεγαλύτερη ψυχική ανθεκτικότητα επέδρασαν κάποιοι προστατευτικοί παράγοντες οι οποίοι
βοήθησαν στην αντιστάθμιση των κινδύνων και δοκιμασιών στη ζωή τους. Ο ορισμός της
ψυχικής ανθεκτικότητας σύμφωνα με την Werner είναι η ικανότητα του ατόμου να
διαχειρίζεται τις εσωτερικές πιέσεις που δέχεται λόγω των ευάλωτων σημείων της
προσωπικότητάς του, αλλά καί τις αντίστοιχες εξωτερικές. (Werner 1982)

Τις τελευταίες δεκαετίες το ζήτημα της ψυχικής ανθεκτικότητας των παιδιών αποτελεί το
επίκεντρο της έρευνας αρκετών ψυχολόγων και ερευνητών, οι οποίοι συνεχίζουν το έργο των
ερευνητών της δεκαετίας του 70 στους τομείς της ψυχοπαθολογίας και του τραυματικού
στρες.. Το 2000 η Suniya Luthar, ομότιμη καθηγήτρια του Πανεπιστημίου της Columbia
όρισε την ψυχική ανθεκτικότητα ως “μια δυναμική διαδικασία η οποία περιλαμβάνει θετική
προσαρμογή σε ένα πλαίσιο σημαντικών αντιξοοτήτων (Luthar et al. 2000) ενώ το 2006 ο
καθηγητής παιδοψυχιατρικής Sir Michael Rutter ο οποίος ερεύνησε διεξοδικά το θέμα της
ψυχικής ανθεκτικότητας των παιδιών έδωσε τον ορισμό της ως: “μια διαδραστική έννοια
που αφορά στον συνδυασμό εμπειριών σοβαρού κινδύνου με ένα σχετικά θετικό ψυχολογικό
αποτέλεσμα παρά τις εμπειρίες αυτές”. (Rutter 2006) Ο Michael Ungar, κοινωνικός
λειτουργός, οικογενειακός θεραπευτής και καθηγητής Κοινωνικής Εργασίας στο
Πανεπιστήμιο Dalhousie στη Νέα Σκωτία, το 2008 έγραψε ότι “Στο πλαίσιο της έκθεσης σε
σημαντικές αντιξοότητες, είτε ψυχολογικές, είτε περιβαλλοντικές είτε και τα δύο, η
ανθεκτικότητα είναι καί η ικανότητα των ατόμων να οδηγούν τον εαυτό τους προς τους
πόρους που υποστηρίζουν την υγεία, συμπεριλαμβανομένων των ευκαιριών να νιώσουν το
αίσθημα της ευημερίας, καί η προϋπόθεση ότι η οικογένεια, η κοινότητα και ο πολιτισμός θα
παρέχουν αυτούς τους πόρους υγείας και την εμπειρία με πολιτισμικά σημαντικούς
τρόπους.” (Ungar 2008) Τέλος, σύμφωνα με την Ann Masten, κλινική ψυχολόγο και
καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο της Minessota, η οποία είχε μαθητεύσει κοντά στον Norman
Garmezy, η ψυχική ανθεκτικότητα είναι “η ικανότητα ενός δυναμικού συστήματος να
αντέχει ή να ανακάμπτει από σημαντικές αλλαγές που απειλούν την σταθερότητα, τη
βιωσιμότητα ή την ανάπτυξή του”. (Masten 2011)

Η Αμερικανική Ψυχολογική Ένωση (APA) αναφέρει ότι “ψυχική ανθεκτικότητα είναι η


διαδικασία και το αποτέλεσμα της επιτυχούς προσαρμογής σε δύσκολες εμπειρίες ζωής,
ιδιαίτερα μέσω της πνευματικής, συναισθηματικής και συμπεριφορικής ευελιξίας και
προσαρμογής στις εξωτερικές και εσωτερικές απαιτήσεις.” (APA n.d.)

Οι διάφοροι ορισμοί της έννοιας της ψυχικής ανθεκτικότητας συγκλίνουν μεταξύ τους σε
δύο βασικά σημεία. Ότι το άτομο (εν προκειμένω το παιδί) έχει εκτεθεί σε κάποιο σοβαρό
ψυχικό κίνδυνο και ότι παρά τον κίνδυνο αυτό καταφέρνει να λειτουργήσει σε αρκετά θετικό
βαθμό. Επομένως, σύμφωνα με τους μελετητές του φαινομένου, ενώ το ψυχικά ανθεκτικό
άτομο ζει δύσκολες και στρεσογόνες καταστάσεις οι οποίες θα μπορούσαν να θέσουν
σε κίνδυνο την ψυχική υγεία διαθέτει την προσαρμοστικότητα και την ψυχική επάρκεια ώστε
να ανταπεξέρχεται σ αυτές τις δοκιμασίες. Οι έρευνες λοιπόν επικεντρώνονται στην
αναζήτηση και εξεύρεση προστατευτικών παραγόντων οι οποίοι θα βελτιώσουν τις
πιθανότητες των παιδιών που ζουν κάτω από αντίξοες συνθήκες να εξελιχθούν σε
ανθεκτικούς, ώριμους και ισορροπημένους ενήλικες.

1.3 Η σημασία της ψυχικής ανθεκτικότητας στην παιδική-εφηβική ηλικία και η


αναζήτηση νοήματος στη ζωή.
1.3.α. Η ψυχική ανθεκτικότητα ώς εξελισσόμενη διαδικασία, οι δομές της και οι
παράγοντες που την επηρεάζουν και την διαμορφώνουν

Όπως προαναφέρθηκε, η ανθεκτικότητα στην παιδική ηλικία είναι η ικανότητα και το


φαινομενο της θετικής προσαρμογής παρά τις αντιξοότητες που συναντά το ανήλικο άτομο
στη ζωη του. Είναι αλήθεια ότι το ενδιαφέρον γύρω από την ανθεκτικότητα έχει ενταθεί τα
τελευταία χρόνια, όμως παρ όλη την έρευνα που έχει γίνει ακόμη κυριαρχεί αρκετή
αβεβαιότητα όσον αφορά στο ποια ακριβώς συμπεράσματα έχουν εξαχθεί από την έρευνα
αυτή.

Η δημιουργία προστατευτικών παραγόντων οι οποίοι θα ενισχύσουν την ψυχική


ανθεκτικότητα είναι πρωταρχικής σημασίας καθώς έτσι τα παιδιά θα μπορέσουν να
αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τις δυσκολίες της παιδικής, της σχολικής αλλά στο μέλλον
και της ενήλικης ζωής. (Κυριάκου 2016) Σύμφωνα με τους ερευνητές η ανθεκτικότητα δεν
είναι ένα παγιωμένο χαρακτηριστικό, αλλά αντίθετα ένα σύνολο από μεταβλητές διαδικασίες
οι οποίες μπορούν να τεθούν σε κίνηση και να καλλιεργηθούν, ενώ έμφαση δίνεται στη
αλληλεπίδραση μεταξύ του ατόμου και του περιβάλλοντος καθώς και στην αλλεηλεπίδραση
μεταξύ επικίνδυνων και προστατευτικών παραγόντων, κι αυτά είναι τα κρίσιμα θεμέλια
πάνω στα οποία μπορεί κάποιος να χτίσει μια ανθεκτική προσωπικότητα.. (Masten 2011)

Η ανθεκτικότητα ενός ατόμου αφορά στην επιτυχή προσαρμογή του σε καταστάσεις που
εμπεριέχουν κίνδυνο και αντιξοότητες και είναι δείκτης ικανότητας προσωπικής ανάπτυξης
και ευελιξίας, ενώ μπορεί να παίξει και ενισχυτικό ρόλο στην ανάπτυξη παιδιών που
διατρέχουν κίνδυνο να εμφανίσουν προβλήματα ψυχοπαθολογίας. Πρόκειται για μια
μεταβλητή διαδικασία, η οποία άρα μπορεί να αυξηθεί ή να μειωθεί με τον καιρό ανάλογα με
την επίδραση του περιβάλλοντος πάνω στο άτομο, αλλά και ανάλογα με τους παράγοντες
κινδύνου και τους προστατευτικούς παράγοντες που επιδρούν στη ζωή του.

Η μελέτη της ανθεκτικότητας σε άτομα είναι στενά συνδεδεμένη με τις απαρχές της
αναπτυξιακής ψυχοπαθολογίας, η οποία αποτελεί το κεντρικό πλαίσιο για τη μελέτη
ψυχολογικών προβλημάτων σε παιδιά και εφήβους (Masten & Braswell, 1991). Οι μελέτες
της ανθεκτικότητας και της ψυχοπαθολογίας έχουν αυτή την κοινή αφετηρία και είναι οι δύο
άκρες του ίδιου νήματος. Κοινός στόχος και των δύο ειναι η προσαρμογή, μέσα από μια
αναπτυξιακή προοπτική. Τέλος και η ανθεκτικότητα, και η ψυχοπαθολογία, κρίνονται με
βάση τα κανονιστικά πρότυπα ανάπτυξης και μέσα σε κανονιστικά περιβαλλοντικά πλαίσια.
Το 1990 οι Masten, Best και Garmezy εξέτασαν τρείς κατηγορίες φαινομένων ψυχικής
ανθεκτικότητας. (Masten et al 1990). Στην πρώτη κατηγορία βρίσκονταν παιδιά τα οποία ενώ
ανήκαν σε ομάδες υψηλού κινδύνου και παρά τις αντιξοότητες αντιμετώπισαν την δύσκολη
κατάσταση που βίωναν με επιτυχία (άτομα τα οποία τελικά αντιστρέφουν τις πιθανότητες
και γίνονται ώριμοι και επιτυχημένοι ενήλικες έχοντας ξεκινήσει από ιδιαίτερα μειονεκτικά
περιβάλλοντα). Στις συστηματικές μελέτες τέτοιων ψυχικά ανθεκτικών παιδιών υψηλού
κινδύνου οι ερευνητές διερευνούν τους προγνωστικούς παράγοντες που πιθανόν επιδρούν
στην κατάστασή τους. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν παιδιά τα οποία παρουσιάζουν
ικανοποιητική προσαρμοστική ικανότητα παρά τις αγχογόνες καταστάσεις τις οποίες ζουν
(για παράδειγμα το διαζύγιο των γονέων τους) ή γενικά διαφόρων συσσωρευμένων
αγχογόνων γεγονότων στη ζωή τους. Στην περίπτωση αυτή οι μελέτες επικεντρώνονται στο
πώς επιδρούν αυτές οι καταστάσεις και τα γεγονότα στη ζωή των παιδιών καθώς και στο
ποιοι είναι οι παράγοντες οι οποίοι συντελούν στην αύξηση ή μείωση της αρνητικής
επίδρασης των δυσκολιών (δηλαδή ποιοι παράγοντες καθιστούν το παιδί πιο ευάλωτο και
ποιοί το προστατεύουν αντίστοιχα.) Στην τρίτη κατηγορία η οποία αφορά στην
ικανοποιητική ανάρρωση από τραύμα οι σχετικές μελέτες εξετάζουν διάφορους
μεμονωμένους βιωματικούς και ατομικούς παράγοντες που συντελούν σ αυτή την ανάκτηση.
(όπως το φύλο, η ηλικία, ο φυλετικός παράγοντας κλπ).

Υπάρχουν αρκετές πρόσφατες ανασκοπήσεις οι οποίες συνοψίζουν τα ευρήματα διαφόρων


μελετών πάνω στις τρεις κατηγορίες φαινομένων ψυχικής ανθεκτικότητας που
προαναφέρθηκαν. Όμως, και ενώ το ενδιαφέρον της επιστημονικής κοινότητας αυξάνεται, τα
συμπεράσματα τα οποία προέρχονται από διαχρονικές μελέτες είναι σχετικά λίγα. Πρόκειται
για μελέτες οι οποίες εμφανίζουν ποικιλία ως προς τα δείγματα, τις στρατηγικές που
χρησιμοποιούν για την αξιολόγηση της ανθεκτικότητας, αλλά και ως προς το ηλικιακό εύρος
των αξιολογήσεών τους. (Masten 1994)

Στην πορεία των ερευνών γύρω από την ψυχική ανθεκτικότητα, οι ερευνητές συνέκλιναν
προς την άποψη ότι η ανθεκτικότητα δεν είναι ένα εκ γενετής χαρακτηριστικό αλλά αντίθετα
αναπτύσσεται μέσα από μια διαδικασία που ενσωματώνει την κανονιστική τάση του ατόμου
να τροποποιεί το ίδιο τον εαυτό του. (Masten, 2001). Σύμφωνα με την Ann Masten η ψυχική
ανθεκτικότητα δημιουργείται με τον καιρό και κύριο γνώρισμά της είναι η θετική
προσαρμογή παρά τους κινδύνους, τις έντονες αγχογόνες καταστάσεις ή τα χρόνια
προβλήματα. (Masten 1994) Καθώς οι προστατευτικοί παράγοντες και οι παράγοντες
επικινδυνότητας ενός ατόμου αλληλεπιδρούν μεταξύ τους σε πολλά επίπεδα, η ψυχική
ανθεκτικότητα εξελίσσεται και διαμορφώνεται. Δεν πρόκειται λοιπόν για ένα σταθερό
χαρακτηριστικό της προσωπικότητας του ανθρώπου αλλά για μια μεταβλητή ποιότητα η
οποία ανάλογα με τις συνθήκες ζωής και το περιβάλλον του ατόμου έχει την δυνατότητα να
μεταβάλλεται. (Χατζηχρήστου et al n.d.)

Η θετική προσαρμογή αναφέρεται εκτεταμένα στην βιβλιογραφία που μελετά την ψυχική
ανθεκτικότητα στην παιδική και στην εφηβική ηλικία. Πρόκειται για τη δευτερη βασική
δομή που εντάσσεται στον όρο “ανθεκτικότητα” (η πρώτη βασική δομή είναι η αντιξοότητα
ή αλλιώς κίνδυνος η οποία συνήθως περιλαμβάνει αρνητικές συνθήκες ζωής που είναι
γνωστό ότι σχετίζονται στατιστικά με δυσκολίες προσαρμογής. Ένα παράδειγμα αρνητικών
συνθηκών ζωής μπορεί να είναι ο πόλεμος. (Garbarino 1995) ) Η θετική προσαρμογή
ορίζεται ως συμπεριφορικά εκδηλωμένη κοινωνική ικανότητα ή επιτυχία στην εκπλήρωση
σημαντικών αναπτυξιακών καθηκόντων (Luthar & Zigler 1991) Τα συνηθέστερα κριτήρια
αξιολόγησης της θετικής προσαρμογής είναι η θετική κοινωνική συμπεριφορά, οι
ικανοποιητικές επιδόσεις στο σχολείο, η αποδοχή του ατόμου από τους συνομηλίκους του, η
δημιουργία φιλικών σχέσεων και τα μικρά ποσοστά ή η ανυπαρξία προβληματικής
συμπεριφοράς. Αυτά τα κριτήρια δεν είναι τα μόνα που πρέπει να ισχύουν για να θεωρείται
κάποιος ψυχικά ανθεκτικός. Θα πρέπει το άτομο να έχει ήδη έρθει αντιμέτωπο με κάποια
αντιξοότητα η οποία να αποτελεί απειλή για την ομαλή ανάπτυξή του και εμπόδιο για τη
θετική του προσαρμογή.

Καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν υπάρχουν κάποιες μεταβλητές οι οποίες βοηθούν ή εμποδίζουν


την ομαλή αναπτυξιακή διαδικασία. Αυτές οι μεταβλητές αναφέρονται ως προστατευτικοί
παράγοντες (protective factors) και παράγοντες κινδύνου αντίστοιχα (risk factors). Ως
προστατευτικός παράγοντας ορίζεται “ένα χαρακτηριστικό σε βιολογικό, ψυχολογικό,
οικογενειακό ή κοινωνικό επίπεδο (συμπεριλαμβανομένων των συνομηλίκων και του
πολιτισμού) που συνδέεται με μικρότερη πιθανότητα προβλημάτων ή που μειώνει την
αρνητική επίδραση ενός παράγοντα κινδύνου στις εκβάσεις προβληματικών καταστάσεων”.
(O’Connell et al 2009) Αντίθετα, ο παράγοντας κινδύνου ορίζεται ως «ένα χαρακτηριστικό
σε βιολογικό, ψυχολογικό, οικογενειακό, κοινωνικό ή πολιτισμικό επίπεδο το οποίο
προηγείται και σχετίζεται με υψηλότερη πιθανότητα προβληματικών εκβάσεων» (O’Connell
et al 2009) Οι παράγοντες επικινδυνότητας απαντώνται σε πολλά επίπεδα, όπως στην
κοινότητα διαβίωσης του ατόμου, στο σχολείο στις σχέσεις με τους συνομηλίκους, στην
οικογένεια, αλλά και στη γενετική, φυσιολογία, συμπεριφορά και προδιάθεση του ίδιου του
ατόμου. (Χατζηχρήστου et al n.d.)

1.3.β Το νόημα της ζωής και η αλληλεπίδρασή του με την ψυχική ανθεκτικότητα

Ως νόημα στη ζωή νοείται ένας σκοπός, μια αποστολή ή ένας πρωταρχικός στόχος. (Steger,
2009) η δέ εύρεση νοήματος συντελεί στη διατήρηση της ψυχικής υγείας και προσδίδει
αίσθημα ψυχικής ευεξίας, ενώ κατά τον Wong το νόημα στη ζωή είναι μια ισορροπημένη
κατανόηση της καλής ζωής και η δυναμική αλληλεπίδραση μεταξύ των θετικών και των
αρνητικών της. (Wong 2010, 2016)

Η αφηρημένη σκέψη και οι φιλοσοφικές αναζητήσεις είναι φαινόμενα ιδιαίτερα συχνά κατά
τη διάρκεια της εφηβείας καθώς οι νέοι βασανίζονται από αναπάντητα ερωτήματα και
αναζητούν το νόημα της ζωής και της ύπαρξής τους. Αναρωτιούνται για τους στόχους που
πρέπει να θέσουν, για ένα ευρύτερο νόημα των πάντων, αλλά και για το νόημα της ίδιας της
ύπαρξής τους. Τα κυρίαρχα ζητήματα στη σκέψη και στις αναζητήσεις τους είναι τρία: Η
έννοια της ζωής (π.χ. τι είναι η ζωή, το άτομο, η ύπαρξη), η σημασία της ζωής (π.χ. αξίζει να
ζει κανείς; υπάρχει νόημα σε όλο αυτό;) και ο σκοπός στη ζωή (π.χ. στόχοι, ιδανικά και
οράματα, κτήσεις και κατακτήσεις που πρέπει να επιτευχθούν και να πραγματοποιηθούν).
(Shek 2012) 0 ρόλος του νοήματος της ζωής στη συμπεριφορά των εφήβων είναι εξαιρετικά
σημαντικός, ιδιαίτερα γιατί ενισχύει και διατηρεί την ψυχική αλλά και τη σωματική υγεία.
Γίνεται κατά κάποιον τρόπο μια προστατευτική ασπίδα εν τω μέσω αγχογόνων και
τραυματικών καταστάσεων, και συντελεί έτσι στην αντοχή τους κατά τη διάρκεια της
δοκιμασίας, αλλά και στην πιο αποτελεσματική και ταχεία ανάκαμψή τους μετά το πέρας
αυτής. Οι άνθρωποι που έχουν βρει νόημα και πίστη στη ζωή τους επιθυμούν να θέτουν
στόχους και νιώθουν ότι ελέγχουν σε ικανοποιητικό βαθμό τη ζωή τους. Αντίθετα, όταν το
νόημα απουσιάζει ή εκλείψει η ψυχική υγεία του ατόμου βάλλεται και η
προσαρμοστικότητά του είναι μη ικανοποιητική σε περιόδους αντιξοοτήτων και σημαντικών
προβλημάτων.

Η εύρεση νοήματος στη ζωή, όπως έχει φανεί σε πολλές σχετικές έρευνες, προάγει την
αυτοεκτίμηση, την αισιοδοξία, την ελπίδα, την θετική ψυχική κατάσταση, την ευημερία,
καθώς και τις υγιείς διαπροσωπικές σχέσεις. Αποτελεί δε έναν προστατευτικό παράγοντα για
την ψυχική υγεία. Σύμφωνα με μια μελέτη του Brian Ostafin το 2020, η ύπαρξη νοήματος
της ζωής συσχετίστηκε αντιστρόφως με επαναλαμβανόμενες αρνητικές σκέψεις και αίσθημα
δυσφορίας. Δηλαδή τα άτομα που έχουν βρει βαθύ νόημα ζωής βιώνουν δυσφορία και
αρνητισμό σε χαμηλότερα επίπεδα. (Ostafin 2020) Αντίστοιχα σύμφωνα με τους Arslan και
Yildirim μια ζωή με νόημα μπορεί να συμβάλλει στην οικοδόμηση προστατευτικών
παραγόντων που διευκολύνουν την ψυχική ανθεκτικότητα, η οποία με τη σειρά της ενισχύει
την ψυχική υγεία και ευημερία των ανθρώπων. (Arslan & Yildirim 2021) Όπως φαίνεται
λοιπόν, η ύπαρξη νοήματος στη ζωή αποτελεί σημαντικό παράγοντα ψυχικής
ανθεκτικότητας. Εάν κάποιος μπορέσει να αποδώσει νόημα σε μια τραυματική του εμπειρία
και να μετατρέψει το τραύμα σε πηγή νοήματος και ίσως διδάγματος, τότε φαίνεται ότι
διαθέτει την ψυχική ικανότητα της θετικής προσαρμογής, κάτι το οποίο τον προστατεύει από
ψυχοπαθολογικά προβλήματα. Τέτοια άτομα μπορούν να ελέγχουν αποτελεσματικότερα τη
ζωή τους και διαθέτουν πίστη, αισιοδοξία καθώς και γενναιοδωρία, στοιχεία που βοηθούν
στην ανάπτυξη ψυχικής ανθεκτικότητας. Σε μια έρευνα που έγινε στη Μαδρίτη, έπειτα από
βομβιστικές επιθέσεις, διαπιστώθηκε πως οι άνθρωποι με αυξημένο νόημα ζωής
αντιμετώπισαν το τραυματικό γεγονός πιο αποτελεσματικά και τρεις μήνες μετά το συμβάν
εμφάνισαν χαμηλότερα επίπεδα μετατραυματικού στρες.(Steger et al 2008)

Συμπερασματικά, η εύρεση και διατήρηση του νοήματος της ζωής φαίνεται να έχει θετική
επίδραση στην προαγωγή, εξέλιξη και διατήρηση της ψυχικής ανθεκτικότητας, καθώς
προσδίδει ευελιξία και ευνοεί την προσαρμοστικότητα του ατόμου, συμβάλοντας έτσι στη
αποτελεσματική διαχείριση αντίξοων καταστάσεων και γεγονότων, ακόμα και όταν αυτά
βρίσκονται έξω από το πεδίο ελέγχου του.

You might also like