You are on page 1of 77

ΜΑΘΗΜΑ: Γενική Οικολογία

Εισηγητής: Δρ. Γεώργιος Καρρής (Επίκουρος Καθηγητής)

1η Ενότητα
Έρευνα στο πεδίο - Οργάνωση πειράματος
Μέθοδοι Δειγματοληψίας
Eύδοξος - Συγγράμματα για Οικολογία

Έρευνα στο πεδίο


(γενικά στοιχεία)
Οικολογία: Η επιστήμη που μελετά τα φυτά και τα ζώα σε σχέση με το
περιβάλλον τους, του οποίου αποτελούν μέρος, από το οποίο
εξαρτώνται και το οποίο με την ύπαρξη τους δημιουργούν, διατηρούν
και επηρεάζουν

Οικολογική μελέτη: Απαιτεί για την υλοποίηση της επιστημονικό τρόπο


εργασίας η οποία και θα πρέπει να ακολουθεί σε γενικές γραμμές τα
εξής βήματα:
• Παρατήρηση και καταγραφή του αντικειμένου-στόχου προς μελέτη
• Ανάλυση και παρουσίαση δεδομένων
• Διατύπωση υποθέσεων ερμηνείας
• Επαλήθευση υποθέσεων ερμηνείας μέσω της οργάνωσης και της
πραγματοποίησης κατάλληλων πειραμάτων ή ανάλογων
δειγματοληψιών
• Δυνατότητα για επαναληψιμότητα της μεθόδου εργασίας από άλλο
ερευνητή, με προϋπόθεση να υπάρχει σαφής περιγραφή του τρόπου
εργασίας
• Βιβλιογραφική έρευνα ως απαραίτητη προεργασία για τον
δειγματοληπτικό και τον πειραματικό σχεδιασμό καθώς επίσης και για
την ερμηνεία των αποτελεσμάτων
ΓΕΝΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΧΗ
• Ως επιστήµη, η Οικολογία έχει ορισµένες αρχές
και παραδοχές, µια ιστορία µετατροπής των
κυρίαρχων απόψεων και µια διαρκή ανάπτυξη
του εµπειρικού της περιεχοµένου (διαρκώς
περισσότερα πειράµατα και παρατηρήσεις,
περισσότερα φαινόµενα προς εξήγηση κλπ).
Επίσης, όπως κάθε επιστήµη, δεν είναι σε θέση
να δώσει οριστικές απαντήσεις σε όλα τα
ζητήµατα,αλλά απλώς τις πιο αξιόπιστες από
οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση.

Βασικοί όροι οικολογίας


• Οικοσύστημα: Το σύνολο βιοκοινοτήτων και µη βιοτικού περιβάλλοντος. Δηλαδή, το
σύνολο των ζωντανών οργανισµών και των µη ζωντανών στοιχείων εκείνων που
βρίσκονται σε µια περιοχή και αλληλεπιδρούν µε τους ζωντανούς οργανισµούς
• Είδος: Τα άτομα που μπορούν και αναπαράγονται μεταξύ τους και μπορούν να δώσουν
γόνιμους απογόνους
• Πληθυσμός: Το σύνολο των ατόµων ενός είδους που ζουν σε µια περιοχή και
συνδέονται µέσω της ανταλλαγής γενετικού υλικού (αναπαραγωγή).
• Βιοκοινότητα: Το σύνολο των πληθυσµών που ζουν σε µια περιοχή και
αλληλεπιδρούν. Η βιοκοινότητα αποτελεί την πιο χρήσιµη, ίσως, έννοια της οικολογίας,
αφού µπορεί να ορισθεί µε αρκετή σαφήνεια, και έχει το ρόλο της βασικής µονάδας των
οικολογικών συστηµάτων.
• Βιότοπος: Μια περιοχή µε σχετικά οµοιόµορφα χαρακτηριστικά όπου ζουν ορισµένα
είδη ή βιοικοινότητες.
• Ενδιαίτημα: Η περιοχή και ο συγκεκριµένος τύπος περιβάλλοντος που εκµεταλλεύεται
κάποιος οργανισµός.
• Θώκος: Το σύνολο των προτιµήσεων ενός είδους. Στην ουσία, αν περιγράφαµε µε
ακρίβεια τις απαιτήσεις ενός είδους σε τροφή, θερµοκρασία, καταφύγια, υγρασία κλπ, θα
περιγράφαµε το θώκο του.
• Οικοτόνος: Η συνοριακή περιοχή δύο βιοκοινοτήτων. Συνήθως, είναι πιο πλούσια από
την κάθε µία βιοκοινότητα.
Σκοπός πειραμάτων

Παρατήρηση στο πεδίο: Οδηγεί στη διατύπωση των υποθέσεων για την
ερμηνεία των σχέσεων μεταξύ φυτών, ζώων και περιβάλλοντος

Πείραμα: Επιβεβαίωση των υποθέσεων μια και τα αποτελέσματα του μπορούν


να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά στοιχεία

Οργάνωση πειράματος: Για την απάντηση συγκεκριμένων ερωτημάτων θα


πρέπει να υπάρχει ο κατάλληλος πειραματικός σχεδιασμός ο οποίος και
προϋποθέτει πολύ καλή γνώση του εκάστοτε πειραματικού υλικού (π.χ. τη
βιολογία του, τις οικολογικές του προτιμήσεις, τους εχθρούς κ.τ.λ.) μέσα από
τη μελέτη επικαιροποιημένης βιβλιογραφίας

Χώρος τέλεσης πειραμάτων: Τα πειράματα μπορούν να γίνουν σε συνθήκες


τεχνητές στο εργαστήριο ή σε συνθήκες φυσικές, στο πεδίο. Σε κάθε
περίπτωση οι συνθήκες μπορεί να είναι και ελεγχόμενες προκειμένου να
μελετηθεί για παράδειγμα η επίδραση συγκεκριμένων αβιοτικών στοιχείων του
περιβάλλοντος επί των αντίστοιχων βιοτικών

Ανάγκη επανάληψης πειράματος


και στατιστικής επεξεργασίας αποτελεσμάτων
• Η απόδειξη των υποθέσεων απαιτεί εκτός από το σωστό πειραματικό
σχεδιασμό και επάρκεια στη συλλογή δεδομένων έτσι ώστε η στατιστική
τους επεξεργασία να δώσει (πιθανότατα) στατιστικά σημαντικές διαφορές
που μπορούν κατόπιν να δώσουν ερμηνεία για τις παρατηρούμενες
διακυμάνσεις των περιβαλλοντικών παραμέτρων που μελετάμε.
• Για τον παραπάνω λόγο χρειάζεται να υπάρχουν περισσότερες της μίας
τιμής ανά πειραματική μέτρηση, με άλλα λόγια χρειάζονται επαναλήψεις
των μετρήσεων
• Το μέγεθος των επαναλήψεων εξαρτάται:
 Από τον διαθέσιμο χρόνο
 Τον διαθέσιμο προϋπολογισμό
 Το υλικό δειγματοληψίας
 Τη μέθοδο δειγματοληψίας
Γενικά:Όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός επαναλήψεων τόσο ασφαλέστερα
είναι τα αποτελέσματα αλλά τόσο μεγαλύτερο είναι το κόστος και ο χρόνος
που απαιτούνται για την οργάνωση, τις μετρήσεις και την επεξεργασία των
αποτελεσμάτων. Επιπλέον ο μεγάλος αριθμός δειγμάτων μπορεί να
δημιουργεί προβλήματα σε περίπτωση στενότητας χώρου αποθήκευσης,
οπότε και οι συνθήκες δεν μπορεί να είναι ομοιόμορφες για όλες τις
επαναλήψεις
Μέθοδοι Δειγματοληψίας

• Η χρήση δειγματοληπτικών μεθόδων είναι απαραίτητο


εργαλείο στην περιβαλλοντική μελέτη μιας περιοχής
• Η ανάγκη χρησιμοποίησης δειγματοληπτικών μεθόδων
πηγάζει από τις πιέσεις που δέχεται ο ερευνητής και
που αφορούν

στη διεκπεραίωση στον περιορισμό του κόστους


μελετών και ερευνών έρευνας όπως αυτό
μέσα σε στενά χρονικά εκφράζεται μέσω οικονομικών
περιθώρια μεγεθών και δαπάνης σε
ανθρώπινο δυναμικό

Μέθοδοι Δειγματοληψίας

Οι κατηγορίες δειγματοληπτικών μεθόδων μπορούν να διακριθούν


σε δύο βασικές ομάδες (Southwood 1988):

Α) Δειγματοληψίες βάσει μη
Β) Δειγματοληψίες βάσει σχεδίου:
σχεδίου:
• τυχαία (simple random sampling)
• μέθοδος σύλληψης - σήμανσης - • τυχαία στρωματοποιημένη
επανασύλληψης (stratified random sampling)
• συστηματική δειγματοληψία
• μέθοδος του πλησιέστερου
γειτονικού ατόμου (systematic sampling)

Παρατήρηση: Ο σκοπός της έρευνας και οι ιδιαιτερότητες της κάθε περιοχής


καθορίζουν την επιλογή της κατάλληλης δειγματοληπτικής μεθόδου, ώστε να
οδηγηθεί ο ερευνητής σε αποτελέσματα που θα αντικατοπτρίζουν την
πραγματικότητα με όσο το δυνατό μικρότερο δειγματοληπτικό σφάλμα
Τυχαία δειγματοληψία

1 2 3

4 5 6

7 8 9

Τυχαία στρωματοποιημένη δειγματοληψία

1 2 3

4 5 6

7 8 9
Συστηματική δειγματοληψία

1 2 3 4

5 6 7 8

9 10 11 12

13 14 15 16

Βασικές Αρχές Δειγματοληψίας

• Η μέτρηση οποιασδήποτε περιβαλλοντικής


παραμέτρου ενδιαφέρει έναν ερευνητή γίνεται επί
του δείγματος που λαμβάνει
• Η αφαιρετική πρακτική των δειγματοληψιών
διευκολύνει την υλοποίηση της έρευνας ή μελέτης σε
μια περιοχή, μπορεί όμως να οδηγήσει και σε υπο- ή
υπερεκτιμήσεις της παραμέτρου που ελέγχεται
• Για να αποφευχθούν τα παραπάνω λάθη δίνεται
ιδιαίτερη σημασία
1. Στο μέγεθος της βέλτιστης (αντιπροσωπευτικής)
δειγματοληπτικής επιφάνειας, καθώς και
2. Στον αριθμό των δειγμάτων-επαναλήψεων
(σύμφωνα με το παραπάνω ευρεθέν δείγμα) ώστε τα
αποτελέσματα μας να βρίσκονται εντός των οριών
του στατιστικού λάθους (δηλαδή < 5%)
Εύρεση μεγέθους βέλτιστης
δειγματοληπτικής επιφάνειας
• Υπόθεση εργασίας: Υπολογισμός του μεγέθους
πληθυσμού ενός συγκεκριμένου είδους σαλιγκαριού
σε πάρκο γνωστού μεγέθους επιφάνειας, εντός του
αστικού ιστού της Θεσσαλονίκης
• Επίλυση του ερευνητικού ερωτήματος: Αρχικώς
λαμβάνεται, με τυχαίο τρόπο, ένα μικρό μέγεθος
δειγματοληπτικού τετραγώνου στο οποίο μετράται η
ζητούμενη παράμετρος (π.χ. η πυκνότητα του
είδους).
• Σε δεύτερη φάση το τεράγωνο μεγεθύνεται
(συνήθως διπλασιάζεται), και ξαναμετράται
επανειλημένα.
• Τελικώς επιλέγεται η μικρότερη δυνατή τιμή
δειγματοληπτικής επιφάνειας με την μικρότερη
δαικύμανση τιμής της μετρούμενης παραμέτρου

Εύρεση μεγέθους βέλτιστης


δειγματοληπτικής επιφάνειας

0,25 m
Α
0,5 m

Β 1m

Γ
Σημείωση: Για την εύρεση του μεγέθους της ελάχιστης δειγματοληπτικής
επιφάνειας πάρθηκαν 5 δείγματα για κάθε δειγματοληπτικό τετράγωνο
Πίνακας αριθμού ατόμων ανά δειγματοληπτική επιφάνεια
Δείγμα Δειγματοληπτική επιφάνεια

Α: 0,0625 m2 Β: 0,5 m2 Γ: 1 m2

1 22 ατ. 43 ατ. 154 ατ.

2 3 ατ. 40 ατ. 125 ατ.

3 51 ατ. 163 ατ. 512 ατ.

4 10 ατ. 49 ατ. 98 ατ.

5 29 ατ. 54 ατ. 100 ατ.

Τυπική απόκλιση 18,64135188 52,38034 177,1051


(STDEV)

Αποτελέσματα
• Η πλέον αντιπροσωπευτική δειγματοληπτική επιφάνεια για το
μελετούμενο είδος και στη συγκεκριμένη περιοχή έρευνας, είναι τα
0,0625 m2 λόγω της μικρότερης τυπικής απόκλισης των μετρήσεων
μας σε αυτό το μέγεθος δειγματοληπτικής επιφάνειας
• Με βάση την τιμή του μέσου όρου της αντιπροσωπευτικής
επιφάνειας, έγινε αναγωγή του αριθμού των ατόμων στο 1 m2
υπολογίζοντας έτσι την πυκνότητα του πληθυσμού και με βάση τη
συνολική επιφάνεια του πάρκου τον πληθυσμό του σαλιγκαριού
• Επιπλέον με βάση στατιστικούς τύπους και ανάλογα με το
δειγματοληπτικό σφάλμα που δεχόμαστε για κάθε περίπτωση
μπορούμε να υπολογίσουμε τον τύπο των ελαχίστων επαναλήψεων-
δειγμάτων για την έρευνα που καλούμαστε να πραγματοποιήσουμε.
• ΠΡΟΣΟΧΗ: Σε πολλές περιπτώσεις που προσπαθούμε να
εκτιμήσουμε τη βιοποικιλότητα σε ένα οικοσύστημα μελέτης
χρησιμοποιούμε τη καμπύλη ειδών-επιφάνειας για να
υπολογίσουμε την ελάχιστη επιφάνεια ως αντιπροσωπευτική της
βιοποικιλότητας
Καμπύλη ειδών-επιφάνειας

Α
ρ
ι
θ
μ
ό
ς

ε
ι
δ Ελάχιστη
ώ δειγματοληπτική
ν επιφάνεια

Επιφάνεια σε m2

Mέθοδοι λήψης της εδαφικής πανίδας (χρήση


συσκευής Βerlese-Tullgren
Παγίδες παρεμβολής (Pitfall traps)

Τοποθέτηση διχτυών σταθερού μήκους στα Αντικύθηρα, στο πλαίσιο των


δραστηριοτήτων του Ορνιθολογικού Σταθμού Αντικυθήρων για την καταγραφή
και δαχτυλίωση των μεταναστευτικών στρουθιόμορφων (μικρόπουλων)

Δίχτυα
Παρατήρηση μεγαλόσωμων πτηνών

Δειγματολήπτες νερού, ιζημάτων


και θαλάσσιων οργανισμών

Καταγραφή, μελέτη και έρευνα των φυσικών, χημικών, βιολογικών και


γεωλογικών συνθηκών που επικρατούν στο θαλάσσιο οικοσύστημα και στα
φυσικά του όρια με την ατμόσφαιρα, το βυθό και την ακτή
2η Ενότητα
Εισαγωγή στην επιστήμη της Οικολογίας
Ανακύκλωση Θρεπτικών
Βιογεωχημικοί κύκλοι

Γενικά στοιχεία για την


επιστήμη της Οικολογίας
Οικολογία: Η επιστήμη που εξετάζει τις σχέσεις των ζωντανών
οργανισμών με το περιβάλλον τους και πιο συγκεκριμένα με

τους αβιοτικούς παράγοντες τους άλλους βιοτικούς


του περιβάλλοντος τους (π.χ. παράγοντες του
κλίμα, διαθεσιμότητα θρεπτικών περιβάλλοντος τους που
στοιχείων, σύσταση εδάφους, ανήκουν στο ίδιο η σε
αλατότητα νερού κλπ) διαφορετικό είδος από
αυτούς

Οικοσύστημα: Αυθαίρετο σύστημα μελέτης που περιλαμβάνει


τους βιοτικούς και αβιοτικούς παράγοντες μιας περιοχής, καθώς
και τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ τους.
Γενική τοποθέτηση
Ως επιστήµη, η Οικολογία έχει ορισµένες αρχές
και παραδοχές, µια ιστορία µετατροπής των
κυρίαρχων απόψεων και µια διαρκή ανάπτυξη
του εµπειρικού της περιεχοµένου (διαρκώς
περισσότερα πειράµατα και παρατηρήσεις,
περισσότερα φαινόµενα προς εξήγηση κλπ).
Επίσης, όπως κάθε επιστήµη, δεν είναι σε θέση
να δώσει οριστικές απαντήσεις σε όλα τα
ζητήµατα, αλλά απλώς τις πιο αξιόπιστες από
οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση.

Βασικές οικολογικές έννοιες


• Οικοσύστηµα: Το σύνολο των ζωντανών οργανισµών και των µη ζωντανών
στοιχείων που βρίσκονται σε µια περιοχή και αλληλεπιδρούν µε τους ζωντανούς
οργανισµούς. Αν και αποτελεί κεντρική έννοια για την οικολογία, είναι αρκετά
ασαφής. Ως οικοσύστηµα µπορούµε να θεωρήσουµε τόσο ένα ολόκληρο δάσος,
όσο και ένα δένδρο, µια πρόσκαιρη λιµνούλα, το σύνολο της θάλασσας, ή ακόµη
και το σύνολο της βιόσφαιρας (η περιοχή του πλανήτη όπου υπάρχουν ζωντανοί
οργανισµοί).
• Πληθυσµός: Το σύνολο των ατόµων ενός είδους που ζουν σε µια περιοχή και
συνδέονται µέσω της ανταλλαγής γενετικού υλικού (αναπαραγωγή).
• Βιοκοινότητα (ή βιοκοινωνία): Το σύνολο των πληθυσµών που ζουν σε µια
περιοχή και αλληλεπιδρούν.
• Βιότοπος: Μια περιοχή µε σχετικά οµοιόµορφα χαρακτηριστικά όπου ζουν
ορισµένα είδη ή βιοικοινότητες.
• Ενδιαίτηµα: Η περιοχή και ο συγκεκριµένος τύπος περιβάλλοντος που
εκµεταλλεύεται κάποιος οργανισµός. Πρόσφατα έχει αναφερθεί και ως οικότοπος,
αλλά µε πιο χαλαρή έννοια.
• Θώκος: Το σύνολο των προτιµήσεων ενός είδους. Στην ουσία, αν περιγράφαµε µε
ακρίβεια τις απαιτήσεις ενός είδους σε τροφή, θερµοκρασία, καταφύγια, υγρασία
κλπ, θα περιγράφαµε το θώκο του.
• Οικοτόνος: Η συνοριακή περιοχή δύο βιοκοινοτήτων. Συνήθως, είναι πιο πλούσια
από την κάθε µία βιοκοινότητα.
• Βιοποικιλότητα: Το σύνολο της ποικιλίας που εµφανίζουν οι ζωντανοί οργανισµοί
σε όλα τα επίπεδα οργάνωσής τους. Μπορεί δηλαδή κανείς να αναφέρεται σε
διαφορετικά επίπεδα, όπως για τη βιοποικιλότητα στο επίπεδο των βιοµορίων, των
γονιδίων, των ατόµων, των πληθυσµών, των ειδών, των µεγαλύτερων ταξινοµικών
οµάδων (γενών, οικογενειών κλπ), των βιοκοινοτήτων, των ενδιαιτηµάτων κλπ.
Σχολές Οικολογίας
Η µελέτη της φύσης, είτε από µεγαλύτερα σύνολα, αναλύοντάς τα στα
επιµέρους στοιχεία τους, είτε αντίστροφα από τα βασικά στοιχεία, τους
πληθυσµούς, και να προχωρήσουµε σε πιο σύνθετες δοµές οργάνωσης,
όπως οι βιοκοινότητες ή τα οικοσυστήµατα. Αυτές οι εναλλακτικές
δυνατότητες προσέγγισης της φύσης, οδήγησαν στη δηµιουργία δύο
σχολών οικολογίας:

Της Πληθυσµιακής Οικολογίας που της Συστηµικής Οικολογίας η


εστιάζει την προσοχή της στους οποία εστιάζει την προσοχή της
µεµονωµένους πληθυσµούς και όχι στο στο οικοσύστηµα ως αδιαίρετο
οικοσύστηµα ως σύνολο. Η σύνολο και όχι στα επιµέρους
πληθυσµιακή οικολογία προσπαθεί να στοιχεία του. Επειδή ακριβώς η
προβλέψει ή/και να ερµηνεύσει την ουσία αυτής της προσέγγισης
εξέλιξη του µεγέθους ενός πληθυσµού είναι το ενδιαφέρον για το «όλο»,
στο χρόνο. ονοµάστηκε και ολιστική
οικολογία.

Διάκριση οργανισμών στο Οικοσύστημα ανάλογα


με τον τρόπο που εξασφαλίζουν την τροφή τους
A. Παραγωγούς ή αυτότροφους (πολυκύτταροι φυτικοί
οργανισμοί, φύκη και κυανοβακτήρια) που φωτοσυνθέτουν,
δηλαδή που έχουν την ικανότητα να δεσμεύουν την ηλιακή
ενέργεια και να την αξιοποιούν για την παραγωγή χημικών
ενώσεων (π.χ. γλυκόζη) από απλά οργανικά μόρια
B. Καταναλωτές που τρέφονται με φυτικούς ή άλλους ζωικούς
οργανισμούς
C. Αποικοδομητές (βακτήρια του εδάφους, μύκητες κλπ) που
τρέφονται με τη νεκρή οργανική ύλη (φύλλα καρπούς,
απεκκρίσεις, τρίχες, σώματα νεκρών οργανισμών) και τη
μετατρέπουν σε ανόργανη, ικανή να επαναχρησιμοποιηθεί από
τους φυτικούς οργανισμούς

Καταναλωτές και αποικοδομητές αναφέρονται ως ετερότροφοι


Trechispora vaga (Τρεχίσπορα η περιπλανώμενη)
Κίτρινος μύκητας με βαμβακένια υφή που αναπτύσσεται σε πεσμένα
κλαδιά δένδρων
Προϋποθέσεις για την ύπαρξη ενός
οικοσυστήματος
Τρεις είναι οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την
ύπαρξη ενός οικοσυστήματος

I. Είσοδος ενέργειας στο οικοσύστημα μέσω των αυτότροφων


οργανισμών που φωτοσυνθέτουν
II. Ροή της εισερχόμενης ενέργειας μέσω των τροφικών
πλεγμάτων που σχηματίζονται στα υπόλοιπα βιοτικά στοιχεία
του οικοσυστήματος
III. Ανακύκλωση θρεπτικών στοιχείων μέσω της
δραστηριότητας των αποικοδομητών (μικροοργανισμοί του
εδάφους)

Ανακύκλωση Θρεπτικών

Η τροφοδοσία των οικοσυστημάτων περιλαμβάνει:

Ηλιακή ενέργεια Θρεπτικά στοιχεία


(θεωρητικώς μία (π.χ. C, H, O, N, S, P, κ.ά)
ανεξάντλητη πηγή ενέργειας)
Τα χαρακτηριστικά των θρεπτικών
Τα χαρακτηριστικά της ηλιακής
στοιχείων:
ενέργειας:
• η διαθέσιμη ποσότητα τους στη
• «ρέει» μονόδρομα μέσω των
βιόσφαιρα είναι περιορισμένη
τροφικών αλυσίδων εφόσον αρχικά
μετατραπεί σε χημική • είναι απαραίτητα στη δομή και τις
λειτουργίες των οργανισμών
• απομακρύνεται από το οικοσύστημα
με τη μορφή θερμότητας • πρέπει να ανακυκλώνονται με τη
συνδρομή των αποικοδομητών μέσα
• δεν ανακυκλώνεται
από τους βιογεωχημικούς κύκλους των
χημικών στοιχείων ώστε να γίνουν εκ
νέου διαθέσιμα
Βιογεωχημικός κύκλος
(γραμμοσκιασμένος κυκλικός
δακτύλιος) επάνω σε ένα
απλοποιημένο διάγραμμα
ενεργειακής ροής

Απαιτούμενα θρεπτικά και χρήση τους

Από τα 92 γνωστά στοιχεία στη φύση τα 30-40 είναι


απαραίτητα για τους ζωντανούς οργανισμούς τα οποία
μπορούν να καταχτούν σε δύο κύριες ομάδες

Μακροθρεπτικά Μικροθρεπτικά
Χρειάζονται σε μεγάλες ποσότητες Χρειάζονται σε πολύ μικρές ποσότητες
Η, C, O και Ν αποτελούν μαζί το 95% Τα φυτά χρειάζονται τουλάχιστον 10
της ζώσας ύλης. Άλλα σημαντικά διαφορετικά μικροθρεπτικά π.χ. Fe, Cu,
στοιχεία είναι τα: Κ, S, P Zn και B
Η, C, O: συστατικά στοιχεία λιπών, Αποτελούν βασικά χαρακτηριστικά των
υδατανθράκων και κυτταρίνης κυτταρικών δομών όπως:
(+) Ν και S: δομικά στοιχεία των •Μg παραγωγή χλωροφύλλης
πρωτεϊνών
• Άλλα μικροθρεπτικά εντοπίζονται σε
(+) Ρ: βάση των νουκλεϊκών οξέων ένζυμα και επηρεάζουν θετικά τη
(DNA και RNA λειτουργικότητα τους
Αφθονία των θρεπτικών στους οργανισμούς
Α. Ποσότητες που βρίσκονται στη βιομάζα
Όλα τα στοιχεία με εξαίρεση τον άνθρακα, το οξυγόνο και το
υδρογόνο με τη μορφή του νερού, βρίσκονται στη βιομάζα σε
μικρές ποσότητες
Β. Ποσότητες που προσλαμβάνονται από τους οργανισμούς
• Τα περισσότερα στοιχεία απορροφούνται από τους ζωντανούς
οργανισμούς είτε σε αέρια μορφή (Ο2, CΟ2) είτε με τη μορφή
υδροδιαλυτών αλάτων (ΝaCl)
• Αναφέρονται διαφορές στην πρόσληψη συγκεκριμένων
στοιχείων από διαφορετικούς τύπους οργανισμών ως
αποτέλεσμα της επίδρασης αβιοτικών παραγόντων ή του
διαφορετικού μεταβολισμού των φυτών και των ζώων
Γ. Φαινόμενο επιλεκτικού χημικού εμπλουτισμού: Ικανότητα
κάποιων οργανισμών να συσσωρεύουν στοιχεία στο σώμα τους,
σε συγκεντρώσεις που υπερβαίνουν τις επικρατούσες στο
άμεσο περιβάλλον (π.χ. θαλάσσιοι οργανισμοί που
συσσωρεύουν μεγάλες ποσότητες ανθρακικού ασβεστίου και
πυριτίου)

Ρυθμός ανακύκλωσης θρεπτικών


Οι ρυθμοί ανακύκλωσης των θρεπτικών παρουσιάζουν
μια χωροχρονική διακύμανση. Οι κυριότεροι παράγοντες
που τους επηρεάζουν είναι:
• Η φύση του στοιχείου (λόγω των χημικών
χαρακτηριστικών τους και του τρόπου χρησιμοποίησης
τους)
• Ο ρυθμός ανάπτυξης των φυτών και των ζώων
(επηρεάζεται ο ρυθμός πρόσληψης και κυκλοφορίας των
θρεπτικών μέσα στα τροφικά πλέγματα)
• Ο ρυθμός αποσύνθεσης της οργανικής ύλης
(καθορίζεται από το κλίμα και τον τύπο του εδάφους)
• Οι ανθρώπινες δραστηριότητες π.χ. η γεωργία, η
υπερβόσκηση και η καύση ορυκτών καυσίμων
Βιογεωχημικοί κύκλοι

ΟΡΙΣΜΟΣ

Βιογεωχημικός κύκλος είναι η επαναλαμβανόμενη κυκλική


πορεία ενός χημικού στοιχείου σε ένα οικοσύστημα (από το
αβιοτικό περιβάλλον στους οργανισμούς και πάλι στο αβιοτικό
περιβάλλον). Ο χαρακτηρισμός βιογεωχημικός υποδηλώνει ότι
ο κύκλος αυτός διεκπεραιώνεται με τη συμμετοχή βιολογικών,
γεωλογικών και χημικών διαδικασιών.

Χαρακτηριστικά Βιογεωχημικών Κύκλων

I. Εμπλοκή αλληλεπιδράσεων ανάμεσα στο έδαφος και


στην ατμόσφαιρα
II. Λαμβάνουν χώρα σε όλα τα επίπεδα τη βιόσφαιρας αν
και οι περισσότερες ανταλλαγές θρεπτικών στους
κύκλους εντοπίζονται στη ζώνη επαφής της
ατμόσφαιρας με την επιφάνεια του εδάφους
III. Αποτελούνται από δύο βασικά μέρη, μία δεξαμενή
αποθήκευσης η οποία είναι συνήθως απρόσιτη
στους οργανισμούς και μία δεξαμενή ανταλλαγής ή
δεξαμενή θρεπτικών όπου τα θρεπτικά
ανταλλάσσονται ανάμεσα στα βιοτικά και αβιοτικά
στοιχεία του οικοσυστήματος
Τύποι Βιογεωχημικών κύκλων
Οι κύκλοι μπορούν να χωριστούν σε δύο ομάδες, με βάση το που
εντοπίζεται η δεξαμενή αποθήκευσης τους

Αέριοι κύκλοι (π.χ. C, O, H) Ιζηματογενείς κύκλοι (π.χ. P,S)


Η δεξαμενή αποθήκευσης τους Η δεξαμενή αποθήκευσης τους
είναι η ατμόσφαιρα και τα είναι ο φλοιός της Γης και τα
θρεπτικά μετακινούνται από και θρεπτικά εισέρχονται στη
προς τη βιόσφαιρα σε αέρια βιόσφαιρα από τα πετρώματα
μορφή που αποσαθρώνονται και
εξέρχονται ως ιζήματα

Σημείωση: Στους αέριους κύκλους, η ανταλλαγή των θρεπτικών


ανάμεσα στα αβιοτικά και βιοτικά στοιχεία του οικοσυστήματος
είναι πιο πλήρης, ενώ οι ιζηματογενείς παρουσιάζουν μεγαλύτερη
ευαισθησία σε ανθρώπινες παρεμβάσεις

3η Ενότητα
Βιογεωχημικοί κύκλοι άνθρακα και αζώτου
Τύποι Βιογεωχημικών κύκλων
Οι κύκλοι μπορούν να χωριστούν σε δύο ομάδες, με βάση το που
εντοπίζεται η δεξαμενή αποθήκευσης τους

Αέριοι κύκλοι (π.χ. C, O, H) Ιζηματογενείς κύκλοι (π.χ. P,S)


Η δεξαμενή αποθήκευσης τους Η δεξαμενή αποθήκευσης τους
είναι η ατμόσφαιρα και τα είναι ο φλοιός της Γης και τα
θρεπτικά μετακινούνται από και θρεπτικά εισέρχονται στη
προς τη βιόσφαιρα σε αέρια βιόσφαιρα από τα πετρώματα
μορφή που αποσαθρώνονται και
εξέρχονται ως ιζήματα

Σημείωση: Στους αέριους κύκλους, η ανταλλαγή των θρεπτικών


ανάμεσα στα αβιοτικά και βιοτικά στοιχεία του οικοσυστήματος
είναι πιο πλήρης, ενώ οι ιζηματογενείς παρουσιάζουν μεγαλύτερη
ευαισθησία σε ανθρώπινες παρεμβάσεις

Ο κύκλος του άνθρακα

• Ο άνθρακας είναι το χημικό στοιχείο με βάση το οποίο δομούνται οι


οργανικές ενώσεις και συνεπώς τα βιολογικά μακρομόρια
(πρωτεΐνες, πολυσακχαρίτες, νουκλεϊκά οξέα) όλων ανεξαιρέτως
των οργανισμών.
• Η ροή του άνθρακα στα οικοσυστήματα ακολουθεί τη ροή ενέργειας
σ’ αυτά μια και η χημικά ενέργεια που μεταφέρεται από το ένα
τροφικό επίπεδο στο άλλο είναι δεσμευμένο στις οργανικές ενώσεις.
Επιπλέον η ροή του άνθρακα (μαζί με αυτήν του οξυγόνου και του
υδρογόνου) αποτελεί τον κύριο σύνδεσμο μεταξύ βιόσφαιρας και
αβιοτικού περιβάλλοντος και συντελείται διαμέσου των
συμπληρωματικών λειτουργιών της φωτοσύνθεσης και της
αναπνοής:

φωτοσύνθεση

6CO2 + 6H2O C6H12O6 + 6O2


κυτταρική αναπνοή
Ο κύκλος του άνθρακα

Ο κύκλος του άνθρακα


• Συνοπτική περιγραφή του κύκλου:
• Ο άνθρακας εισέρχεται στα οικοσυστήματα με τη μορφή του διοξειδίου του
άνθρακα, το οποίο βρίσκεται στην ατμόσφαιρα.
• Το διοξείδιο του άνθρακα παραλαμβάνεται από τους παραγωγούς προκειμένου να
μετατραπεί, με τη διαδικασία της φωτοσύνθεσης, σε γλυκόζη.
• Ένα μέρος της γλυκόζης, αλλά και άλλων ενώσεων που συντίθενται από τους
παραγωγούς, χρησιμοποιείται κατά την κυτταρική αναπνοή προκειμένου να
απελευθερωθεί ενέργεια για την κάλυψη των αναγκών των παραγωγών.
• Kατά την κυτταρική αναπνοή παράγεται και CO2, το oποίο επιστρέφει στην
ατμόσφαιρα με αποτέλεσμα να ολοκληρώνεται ένας κύκλος πρόσληψης και
επαναφοράς από και προς την ατμόσφαιρα.
• Από το υπόλοιπο μέρος της οργανικής ύλης που έχει παραχθεί από τους
παραγωγούς ένα μέρος μεταβιβάζεται ως τροφή στους καταναλωτές, ενώ ένα
άλλο μέρος καταλήγει ως νεκρή οργανική ύλη (φύλλα, καρποί κλπ) μαζί με τη
νεκρή οργανική ύλη ζωικής προέλευσης (σώματα νεκρών οργανισμών,
απεκκρίσεις, περιττώματα κλπ).
• Το νεκρό οργανικό υλικό ανοργανοποιείται από τους αποικοδομητές του εδάφους
οι οποίοι απελευθερώνουν με την αναπνοή τους CO2.
• Συνοπτικά λοιπόν θα μπορούσε να πει κανείς ότι με τη φωτοσύνθεση
προσλαμβάνεται το διοξείδιο του άνθρακα προκειμένου να
χρησιμοποιηθεί στην παραγωγή γλυκόζης, ενώ με την κυτταρική
αναπνοή οξειδώνεται η γλυκόζη και επιστρέφει το διοξείδιο του
άνθρακα στην ατμόσφαιρα.
Ο κύκλος του αζώτου
Γενικά στοιχεία:Το άζωτο είναι σημαντικό χημικό
στοιχείο για τη ζωή, καθώς αποτελεί σημαντικό
συστατικό πολλών βιομορίων όπως:
• Νουκλεϊκών οξέων
• Πρωτεϊνών
• Φωσφολιπιδίων

Σημείωση: Το μοριακό άζωτο αφθονεί στην ατμόσφαιρα,


78% κ.ο., όμως η μορφή αυτή δεν είναι αξιοποιήσιμη
άμεσα από τους παραγωγούς

Ο κύκλος του αζώτου


Ο κύκλος του αζώτου
Περιγραφή του κύκλου του αζώτου
Με τον κύκλο του αζώτου εμπλέκονται οι παρακάτω διαδικασίες:
• Αζωτοδέσμευση: Είναι η διαδικασία με την οποία το ατμοσφαιρικό άζωτο
εισέρχεται στις τροφικές αλυσίδες των οικοσυστημάτων, αφού προηγουμένως
μετατραπεί σε μορφές που μπορούν να προσληφθούν και να αξιοποιηθούν από τους
παραγωγούς. Διακρίνεται στην ατμοσφαιρική και την βιολογική (μέσω των
αζωτοδεσμευτικών βακτηρίων)
• Πρόσληψη από τα φυτά με τη μορφή των νιτρικών ιόντων
• Ροή του αζώτου μέσω των τροφικών σχέσεων
• Αποικοδόμηση-ανοργανοποίηση
Με τη διαδικασία αυτή μικροοργανισμοί του εδάφους (νιτροποιητικά βακτήρια)
διασπούν τις πρωτεΐνες σε αμινοξέα και κατόπιν παράγουν αμμωνία διασπώντας:
1. Τη νεκρή οργανική ύλη (καρπούς, φύλλα, νεκρά σώματα, τρίχωμα κλπ), που
φυτά και ζώα εγκαταλείπουν στο έδαφος,
2. Τα αζωτούχα προϊόντα του μεταβολισμού των ζώων όπως η ουρία, το ουρικό
οξύ και τα περιττώματα.
• Νιτροποίηση:
Διαδικασία κατά την οποία η αμμωνία του εδάφους, μετατρέπεται (από ειδικά
νιτροποιητικά βακτήρια του εδάφους) σε νιτρώδη και στη συνέχεια μετατρέπονται
σε νιτρικά τα οποία προσλαμβάνονται από τα φυτά.
• Απονιτροποίηση:
Διαδικασία κατά την οποία ειδικά απονιτροποιητικά βακτήρια μετατρέπουν τα νιτρικά
ιόντα σε μοριακό άζωτο. Μέσω αυτής της διαδικασίας το άζωτο που αρχικά είχε
απομακρυνθεί από την ατμόσφαιρα μέσω της φωτοσύνθεσης, επιστρέφει πίσω σε
αυτήν.

Παρέμβαση του ανθρώπου


στον κύκλο του αζώτου
• Η ανάγκη για εντατική καλλιέργεια έχει οδηγήσει το σύγχρονο άνθρωπο
στην αντικατάσταση των «παραδοσιακών» φυσικών αζωτούχων
λιπασμάτων τα οποία στην ουσία είναι περιττώματα ζώων (κοπριά), π.χ.
από τους περιστερώνες ή από ψαροφάγα πουλιά (γκουανό), από
βιομηχανικά αζωτούχα λιπάσματα.
• Το μεγαλύτερο μέρος των βιομηχανικών λιπασμάτων κατά τη χρήση τους,
παρασύρεται από τη βροχή και καταλήγει στα γλυκά ή στα θαλασσινά
νερά, δηλαδή στους τελικούς υδάτινους αποδέκτες, οδηγώντας έτσι στο
φαινόμενο του ευτροφισμού.
• Για την αποφυγή του προαναφερθέντος φαινομένου συνίσταται η
εφαρμογή δύο πιο οικολογικών τρόπων εμπλουτισμού του εδάφους σε
άζωτο. Αυτοί είναι:
- η αγρανάπαυση, η προσωρινή δηλαδή παύση της καλλιέργειας που
επιτρέπει στα εδάφη που καλλιεργούνται να εμπλουτιστούν με άζωτο με
φυσικό τρόπο (ατμοσφαιρική αζωτοδέσμευση), ώστε να ανακτήσουν τη
γονιμότητα τους, και
- η αμειψισπορά, με άλλα λόγια η εναλλαγή στην καλλιέργεια σιτηρών
και ψυχανθών, (που φέρουν στις ρίζες τους αζωτοδεσμευτικά βακτήρια)
έτσι, ώστε το έδαφος να εμπλουτίζεται με άζωτο και να μην εξασθενεί
4η Ενότητα
Βιογεωχημικός κύκλος
φωσφόρου (P)
& Υδρολογικός Κύκλος
Ο κύκλος του φωσφόρου (Ρ)

• Ο φώσφορος αποτελεί απαραίτητο στοιχείο για την ανάπτυξη


αυτότροφων και ετερότροφων οργανισμών καθώς αποτελεί συστατικό
στοιχείο των πρωτεϊνών
• Εντοπίζεται στη φύση σε αρκετά περιορισμένες ποσότητες και κυρίως
με τη μορφή των φωσφορικών αλάτων
• Οι οργανισμοί έχουν αναπτύξει μηχανισμούς συσσώρευσης του
πολύτιμου φωσφόρου
• Η ανακύκλωση του φωσφόρου στηρίζεται στη λειτουργία ιζηματογενούς
κύκλου (δεξαμενή αποθήκευσης του φωσφόρου: κρυσταλλικά
πετρώματα των φωσφορικών αλάτων)
• Στον κύκλο του φωσφόρου δεν υπάρχει αέρια φάση
• Η δεξαμενή ανταλλαγής του κύκλου περιλαμβάνει την ανακύκλωση
ανάμεσα στους οργανισμούς, στο έδαφος και στα θαλάσσια ιζήματα
(βλ. επόμενο σχήμα)

Φάσεις του κύκλου του φωσφόρου

Διέλευση των Απόπλυση των Απελευθέρωση


φωσφορικών αλάτων φωσφορικών των φωσφορικών
του εδάφους μέσα από το έδαφος από τα
από τις τροφικές πετρώματα
αλυσίδες
Διέλευση των φωσφορικών αλάτων του
εδάφους μέσα από τις τροφικές αλυσίδες
• Απορρόφηση των υδατοδιαλυτών φωσφορικών αλάτων (οργανικών
και ανόργανων) από το ριζικό σύστημα των φυτών
• Χρησιμοποίηση των φωσφορικών αλάτων από τους παραγωγούς
στην πρωτεϊνοσύνθεση
• Διέλευση των φωσφορικών και στα υπόλοιπα βιοτικά στοιχεία των
οικοσυστημάτων (καταναλωτές) μέσα από τη ροή ενέργειας
(κατανάλωση)
• Απελευθέρωση ποσότητας φωσφορικών αλάτων ως αποτέλεσμα
την αποικοδόμησης του νεκρού οργανικού υλικού από τους
μικροοργανισμούς του εδάφους
• Ενδεχόμενη ακινητοποίηση ανόργανων φωσφορικών αλάτων σε
μικροοργανισμούς για την κάλυψη των τροφικών τους απαιτήσεων,
τα οποία γίνονται ξανά διαθέσιμα για το οικοσύστημα μετά το
θάνατο τους

Απόπλυση των φωσφορικών από το έδαφος

• Σημαντικό ποσοστό των φωσφορικών (όπως και των


νιτρικών) μεταφέρονται μέσω της απόπλυσης από το
έδαφος σε υδάτινους αποδέκτες όπου και τελικώς
απορροφούνται στα ιζήματα τους και χάνονται για τα
χερσαία οικοσυστήματα
• Για την ανακύκλωση του φωσφόρου που έχει δεσμευτεί
σε θαλάσσια ιζήματα απαραίτητη είναι η δράση των
θαλάσσιων ρευμάτων
• Η «επανένταξη» στον κύκλο του φωσφόρου και η
επαναχρησιμοποίηση του θρεπτικού στοιχείου από τα
ρηχά θαλάσσια ιζήματα επιτυγχάνεται μέσω των
αποθέσεων γκουανό
Ερώτηση

Οι αποθέσεις γκουανό από τα


ψαροφάγα πουλιά παίζουν πιο
σημαντικό ρόλο στην ανακύκλωση
των νιτρικών ή των φωσφορικών?

Απελευθέρωση των φωσφορικών από τα


πετρώματα

• Η φυσική απελευθέρωση των δεσμευμένων φωσφορικών


στα πετρώματα και η επανένταξη τους στη δεξαμενή
ανταλλαγής επιτυγχάνεται με αργούς και ασταθείς
ρυθμούς μέσω της διάβρωσης και της αποσάθρωσης και
ενισχύεται με την ηφαιστειακή δραστηριότητα
• Η απελευθέρωση των φωσφορικών από τα πετρώματα
μπορεί να επιτευχθεί και μέσω της εξόρυξης με σκοπό
την παρασκευή λιπασμάτων πλούσια σε φώσφορο
• ΠΡΟΣΟΧΗ: Η χρήση φωσφορικών λιπασμάτων οξύνει το
πρόβλημα έλλειψης επαρκών ποσοτήτων φωσφόρου στη
δεξαμενή ανταλλαγής λόγω της απόπλυσης των εδαφών
Ο κύκλος του φωσφόρου

Yδρολογικός κύκλος
5η Ενότητα
Παραγωγικότητα (Εισαγωγή)

Η έννοια της βιολογικής παραγωγικότητας

ΟΡΙΣΜΟΣ βιολογικής παραγωγικότητας: Ο ρυθμός


παραγωγής νέας οργανικής ύλης
Προσοχή: Η μελέτη της βιολογικής παραγωγικότητας αποτελεί
σημαντικό παράγοντα για την οικολογία γιατί:

• Καταδεικνύει την αποδοτικότητα των διαφορετικών τύπων


οικοσυστημάτων (π.χ. λίμνες, βοσκοτόπια, έρημους κλπ)
• Εξυπηρετεί πολύ σημαντικούς στόχους της παγκόσμιας
οικονομίας μέσω της επιδιωκόμενης βελτίωσης της
παραγωγής στα αγροτικά οικοσυστήματα που δημιουργεί ο
άνθρωπος
Μονάδες μέτρησης της παραγωγικότητας

• Η παραγωγικότητα εκφράζει το ρυθμό παραγωγής της


οργανικής ύλης
• Συνεπώς οι μονάδες μέτρησης της παραγωγικότητας
πρέπει να περιλαμβάνουν το χρόνο και στη βάση τους
περιλαμβάνουν τρεις μετρήσεις:
- Μία μέτρηση της βιομάζας, π.χ. ξηρό βάρος, αριθμός
ατόμων ενός πληθυσμού, ενέργεια σε Kcal
- Μία μέτρηση της έκτασης μελέτης, π.χ. τετραγωνικό
μέτρο, στρέμμα, εκτάριο
- Μία μέτρηση του χρόνου, π.χ. ημέρα, έτος
• Ο συχνότερα χρησιμοποιούμενος συνδυασμός είναι
γραμμάρια ξηρού βάρους ανά τετραγωνικό μέτρο και ανά
μέρα (gr/m2/ημέρα)

Βασικοί τύποι παραγωγικότητας

Πρωτογενής Δευτερογενής Καθαρή Μικτή


παραγωγικότητα παραγωγικότητα παραγωγικότητα παραγωγικότητα
Αναφέρεται στην Αναφέρεται στην Η ποσότητα της Η συνολική
παραγωγή νέας παραγωγή νέας οργανικής ύλης ποσότητα της
οργανικής ύλης στο οργανικής ύλης στο που απομένει στο οργανικής ύλης που
επίπεδο των επίπεδο των οικοσύστημα, παράγεται
αυτότροφων- ετερότροφων- αφού μέρος της
φωτοσυνθετικών καταναλωτών έχει καταναλωθεί
οργανισμών οργανισμών για την
αναπνευστικές
ανάγκες

Προσοχή: Η πρωτογενής όσο και η δευτερογενής παραγωγικότητα σε κάθε


τροφικό επίπεδο μπορεί να χωριστεί περαιτέρω σε μικτή και καθαρή (π.χ.
μικτή και καθαρή παραγωγικότητα παραγωγών, καταναλωτών 1ης τάξης, 2ης
τάξης κοκ).
Σχηματική απεικόνιση της έννοιας της παραγωγικότητας

ΗΛΙΟΣ

ΠΑΡΑΓΩΓΟΙ Μεικτή πρωτογενής παραγωγικότητα (Μ.Π.Π.)


Α
Αναπνευστικές απώλειες
Π
Καθαρή πρωτογενής παραγωγικότητα (Κ.Π.Π.) Ο
Ι
Ε θανάτου παραγωγών Κ
ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΕΣ ΕΤΡΟΦΗΣ Φυτοφάγων ζώων Ο
1ης ΤΑΞΗΣ Δ
Ε περιττώματα-απεκκρίσεις
Ο
Μ
Μεικτή δευτερογενής παραγωγικότητα (Μ.Δ.Π.)
Η
Αναπνευστικές απώλειες Σ
Η
Καθαρή δευτερογενής παραγωγικότητα (Κ.Δ.Π.)

Χρήσιμες σχέσεις στην παραγωγικότητα


Τα φυτά αξιοποιούν περίπου το 1%-5% της ηλιακής ακτινοβολίας που
προσπίπτει στην επιφάνεια των φύλλων τους για τη σύνθεση της οργανικής
ύλης με τη διαδικασία της φωτοσύνθεσης. Η οργανική ύλη που παράγεται
αντιστοιχεί στη μεικτή πρωτογενή παραγωγικότητα Μ.Π.Π.
1 5
...  έ  
100 100
Η καθαρή πρωτογενής παραγωγικότητα (Κ.Π.Π.) που αντιστοιχεί στην
οργανική ύλη που αποθηκεύεται στο σώμα των παραγωγών και εκφράζει την
αύξηση της βιομάζας τους, προκύπτει από τη μεικτή (Μ.Π.Π.) μείον τις
αναπνευστικές τους απώλειες (Α.Α.)

...  ...  ..


Τα φυτοφάγα ζώα δεν παραλαμβάνουν με την τροφή τους το σύνολο της
καθαρούς πρωτογενούς παραγωγικότητας (Κ.Π.Π.), γιατί κάποιοι
παραγωγοί πεθαίνουν πριν προλάβουν να καταναλωθούν από αυτά.
   ...   
 

Χρήσιμες σχέσεις στην παραγωγικότητα
(συνέχεια…)

Στα φυτοφάγα ζώα η μεικτή δευτερογενής παραγωγικότητα ισούται με


το σύνολο της φυτικής βιομάζας που παραλαμβάνουν με την τροφή
τους, μείον αυτό που δεν μπορούν να αφομοιώσουν και κατά συνέπεια
αποβάλλουν με τη μορφή περιττωμάτων και απεκκρίσεων

...      


 


Η καθαρή δευτερογενής παραγωγικότητα (Κ.Δ.Π.) που αντιστοιχεί στη


νεκρή οργανική ύλη που αποθηκεύεται στο σώμα των φυτοφάγων ζώων
και εκφράζει την αύξηση της βιομάζας τους, προκύπτει από τη μεικτή
(Μ.Δ.Π.) μείον τις αναπνευστικές τους απώλειες (Α.Α.)

 ...  ...  ..




Βασικές διαδικασίες της πρωτογενούς


παραγωγικότητας
• Η καθαρή πρωτογενής παραγωγικότητα καθορίζεται από τους σχετικούς ρυθμούς της
φωτοσύνθεσης (παραγωγή υδατανθράκων) και της αναπνοής (κατανάλωση
υδατανθράκων για κάλυψη ενεργειακών αναγκών)

φωτοσύνθεση
(απορρόφηση ηλ. ενέργειας)
6CO2 + 6H2O C6H12O6 + 6O2
κυτταρική αναπνοή
Σημειώσεις:
1. Εκτιμάται ότι το 1-5% της συνολικής προσπίπτουσας ακτινοβολίας στα φυτά
απορροφάται και χρησιμοποιείται για την παραγωγή τροφής (C6H12O6)
2. Τα παραγόμενα σάκχαρα μπορεί είτε να αποθηκευτούν (π.χ. άμυλο), είτε να
συνδυαστούν με άλλα μόρια σακχάρων και να σχηματίσουν δομικά μόρια (π.χ.
κυτταρίνη), είτε να συνδυαστούν με άλλες ενώσεις και θρεπτικά συστατικά για το
σχηματισμό πρωτεϊνών, χρωστικών και ορμονών
3. Συνήθως η φωτοσύνθεση ως διαδικασία είναι ταχύτερη από την αναπνοή έως και 30
φορές
4. Το ποσοστό των υδατανθράκων που καταναλώνονται για την κάλυψη των
αναπνευστικών αναγκών των φυτών κυμαίνεται από 10%-75%, και εξαρτάται
κυρίως από το είδος και την ηλικία των φυτών
Παράγοντες που ελέγχουν το ρυθμό της
φωτοσύνθεσης

Η φωτοσύνθεση τόσο ως προς την ταχύτητα της όσο και ως προς την
απόδοση της εξαρτάται από τους εξής παράγοντες:

• Ποιότητα-μήκος κύματος (αφού η χλωροφύλλη συνήθως απορροφάει


στο κόκκινο και το μπλε) και ένταση του φωτός

• Σχετική συγκέντρωση του CO2 στην ατμόσφαιρα και στο εσωτερικό


των φυτών, και άνοιγμα των στομάτων των φύλλων από όπου διέρχεται
παθητικά
• Επάρκεια νερού που επηρεάζει τη λειτουργία των στομάτων
• Επάρκεια θρεπτικών που απαιτούνται για την παρασκευή της
χλωροφύλλης και των ενζύμων (και κατ’ επέκταση ιχνοστοιχείων και
μικροθρεπτικών) που παίρνουν μέρος στη φωτοσύνθεση
• Θερμοκρασία περιβάλλοντος που επηρεάζει άμεσα (μέσω της μη
λειτουργίας των ενζύμων αλλά και έμμεσα μέσω της δυσλειτουργίας στα
στόματα των φύλλων

Η επίδραση της δομής και της σύνθεσης της


κοινότητας στην πρωτογενή παραγωγικότητα
Ανάμεσα στα οικοσυστήματα παρουσιάζονται έντονες διαφοροποιήσεις
ως προς τα επίπεδα της πρωτογενούς παραγωγικότητας, ως αποτέλεσμα
της διαφοράς στη σύνθεση και στη δομή της φυτοκοινωνίας :

• Είδος και ηλικία φυτών: Στα φυτά η παραγωγικότητα μεταβάλλεται με


την ηλικία, τα οποία συνήθως σε νεαρή ηλικία παρουσιάζουν μέγιστη
παραγωγικότητα προσδίδοντας ανταγωνιστικό πλεονέκτημα (π.χ. το
κριθάρι το οποίο μετατρέπει σε υδατάνθρακες περίπου το 14% της
προσπίπτουσας ηλιακής ακτινοβολίας). Με την αύξηση του μεγέθους του
φυτού, τα ποσά ενέργειας που απαιτούνται για τη συντήρηση του
μεγαλώνουν.
• Επίπεδα σκίασης: Το γεωμετρικό σχήμα των φυτών και των δέντρων
καθώς και η φυτοκάλυψη επηρεάζουν σημαντικά την αποδοτικότητα του
οικοσυστήματος. Τα πιο αποδοτικά καλλιεργούμενα φυτά είναι το
καλαμπόκι και το ζαχαροκάλαμο που έχουν σχετικά πλατιά και όρθια φύλλα
ώστε να συνδυάζουν τη μέγιστη έκθεση φωτοσυνθετικής επιφάνειας με
την ελάχιστη αμοιβαία σκίαση.
Επίσης στον υποόροφο των δασικών οικοσυστημάτων το σχήμα των
δέντρων, το ύψος τους καθώς επίσης και η αντανακλαστικότητα του
φυλλώματος τους παίζει σημαντικό ρόλο στο ποσό της διαθέσιμης ηλιακής
ενέργειας για φωτοσύνθεση και άρα για πρωτογενή παραγωγικότητα
Η επίδραση της ηλικίας των φυτών στην
πρωτογενή παραγωγικότητα

Μ.Π.Π.
100
% Μέγιστη
μικτή
φωτοσύνθεση

50

Κ.Π.Π.

Ηλικία του φυτού

Σχήμα. Γενικές μεταβολές στο μόρφωμα της παραγωγικότητας ενός


φυτού με την αύξηση της ηλικίας τους
Μ.Π.Π.: Μικτή Πρωτογενής Παραγωγικότητα
Κ.Π.Π.: Καθαρή Πρωτογενής Παραγωγικότητα

Ζαχαροκάλαμο

Καλαμπόκι
6η Ενότητα
Βασικές διαδικασίες πρωτογενούς
παραγωγικότητας

Βασικές διαδικασίες της πρωτογενούς


παραγωγικότητας
• Η καθαρή πρωτογενής παραγωγικότητα καθορίζεται από τους σχετικούς ρυθμούς της
φωτοσύνθεσης (παραγωγή υδατανθράκων) και της αναπνοής (κατανάλωση
υδατανθράκων για κάλυψη ενεργειακών αναγκών)

φωτοσύνθεση
(απορρόφηση ηλ. ενέργειας)
6CO2 + 6H2O C6H12O6 + 6O2
κυτταρική αναπνοή
Σημειώσεις:
1. Εκτιμάται ότι το 1-5% της συνολικής προσπίπτουσας ακτινοβολίας στα φυτά
απορροφάται και χρησιμοποιείται για την παραγωγή τροφής (C6H12O6)
2. Τα παραγόμενα σάκχαρα μπορεί είτε να αποθηκευτούν (π.χ. άμυλο), είτε να
συνδυαστούν με άλλα μόρια σακχάρων και να σχηματίσουν δομικά μόρια (π.χ.
κυτταρίνη), είτε να συνδυαστούν με άλλες ενώσεις και θρεπτικά συστατικά για το
σχηματισμό πρωτεϊνών, χρωστικών και ορμονών
3. Συνήθως η φωτοσύνθεση ως διαδικασία είναι ταχύτερη από την αναπνοή έως και 30
φορές
4. Το ποσοστό των υδατανθράκων που καταναλώνονται για την κάλυψη των
αναπνευστικών αναγκών των φυτών κυμαίνεται από 10%-75%, και εξαρτάται
κυρίως από το είδος και την ηλικία των φυτών
Παράγοντες που ελέγχουν το ρυθμό της
φωτοσύνθεσης

Η φωτοσύνθεση τόσο ως προς την ταχύτητα της όσο και ως προς την
απόδοση της εξαρτάται από τους εξής παράγοντες:

• Ποιότητα-μήκος κύματος (αφού η χλωροφύλλη συνήθως απορροφάει


στο κόκκινο και το μπλε) και ένταση του φωτός

• Σχετική συγκέντρωση του CO2 στην ατμόσφαιρα και στο εσωτερικό


των φυτών, και άνοιγμα των στομάτων των φύλλων από όπου διέρχεται
παθητικά
• Επάρκεια νερού που επηρεάζει τη λειτουργία των στομάτων
• Επάρκεια θρεπτικών που απαιτούνται για την παρασκευή της
χλωροφύλλης και των ενζύμων (και κατ’ επέκταση ιχνοστοιχείων και
μικροθρεπτικών) που παίρνουν μέρος στη φωτοσύνθεση
• Θερμοκρασία περιβάλλοντος που επηρεάζει άμεσα (μέσω της μη
λειτουργίας των ενζύμων αλλά και έμμεσα μέσω της δυσλειτουργίας στα
στόματα των φύλλων

Η επίδραση της δομής και της σύνθεσης της


κοινότητας στην πρωτογενή παραγωγικότητα
Ανάμεσα στα οικοσυστήματα παρουσιάζονται έντονες διαφοροποιήσεις
ως προς τα επίπεδα της πρωτογενούς παραγωγικότητας, ως αποτέλεσμα
της διαφοράς στη σύνθεση και στη δομή της φυτοκοινωνίας :

• Είδος και ηλικία φυτών: Στα φυτά η παραγωγικότητα μεταβάλλεται με


την ηλικία, τα οποία συνήθως σε νεαρή ηλικία παρουσιάζουν μέγιστη
παραγωγικότητα προσδίδοντας ανταγωνιστικό πλεονέκτημα (π.χ. το
κριθάρι το οποίο μετατρέπει σε υδατάνθρακες περίπου το 14% της
προσπίπτουσας ηλιακής ακτινοβολίας). Με την αύξηση του μεγέθους του
φυτού, τα ποσά ενέργειας που απαιτούνται για τη συντήρηση του
μεγαλώνουν.
• Επίπεδα σκίασης: Το γεωμετρικό σχήμα των φυτών και των δέντρων
καθώς και η φυτοκάλυψη επηρεάζουν σημαντικά την αποδοτικότητα του
οικοσυστήματος. Τα πιο αποδοτικά καλλιεργούμενα φυτά είναι το
καλαμπόκι και το ζαχαροκάλαμο που έχουν σχετικά πλατιά και όρθια φύλλα
ώστε να συνδυάζουν τη μέγιστη έκθεση φωτοσυνθετικής επιφάνειας με
την ελάχιστη αμοιβαία σκίαση.
Επίσης στον υποόροφο των δασικών οικοσυστημάτων το σχήμα των
δέντρων, το ύψος τους καθώς επίσης και η αντανακλαστικότητα του
φυλλώματος τους παίζει σημαντικό ρόλο στο ποσό της διαθέσιμης ηλιακής
ενέργειας για φωτοσύνθεση και άρα για πρωτογενή παραγωγικότητα
Η επίδραση της ηλικίας των φυτών στην
πρωτογενή παραγωγικότητα

Μ.Π.Π.
100
% Μέγιστη
μικτή
φωτοσύνθεση

50

Κ.Π.Π.

Ηλικία του φυτού

Σχήμα. Γενικές μεταβολές στο μόρφωμα της παραγωγικότητας ενός


φυτού με την αύξηση της ηλικίας τους
Μ.Π.Π.: Μικτή Πρωτογενής Παραγωγικότητα
Κ.Π.Π.: Καθαρή Πρωτογενής Παραγωγικότητα

Ζαχαροκάλαμο

Καλαμπόκι
Μέθοδοι μέτρησης της πρωτογενούς
παραγωγικότητας
Η πρωτογενής παραγωγικότητα είναι μια διαδικασία με μεγάλη οικολογική αλλά
και οικονομική σημασία. Η μέτρηση της στα διάφορα οικοσυστήματα βασίζεται
σε μεγέθη όπως είναι το ποσό της παραγόμενης ύλης, το ποσό της πρώτης
ύλης που καταναλώνεται ή το ποσό των παραπροϊόντων που
απελευθερώνονται. Οι κυριότερες μέθοδοι μέτρηση είναι οι εξής:
• Η μέθοδος του θερισμού (εφαρμόζεται κυρίως στα χερσαία
οικοσυστήματα και εκφράζεται ως ξηρό βάρος ή θερμιδική αξία ανά μονάδα
επιφάνειας και ανά μονάδα χρόνου)
• Η μέθοδος του οξυγόνου (μέθοδος της διαφανούς και σκουρόχρωμης
φιάλης, η οποία εφαρμόζεται κυρίως στα υδάτινα οικοσυστήματα και
εφαρμόζεται κυρίως για τους μικρούς σε μέγεθος παραγωγούς)
• Οι μέθοδοι του διοξειδίου του άνθρακα (εφαρμόζονται οι μέθοδοι του
εγκλεισμού, και η μέθοδος μέτρησης με αισθητήρες ανίχνευσης CO2)
• Η μέθοδος της οξύτητας (αξιοποίηση της σχέσης ανάμεσα στην οξύτητα
του νερού και στο διαλυμένο οξυγόνο)
• Ρυθμός εξάντλησης των πρώτων υλών (με βάση το ρυθμό
κατανάλωσης των πρώτων υλών όπως τα νιτρικά και τα φωσφορικά)
• Μέθοδος των ραδιενεργών ανιχνευτών (π.χ. xρήση 14C)
• Η μέθοδος της χλωροφύλλης (αξιοποίηση του λόγου αφομοίωσης,
συγκέντρωσης χλωροφύλλης και ποσού ηλιακής ενέργειας για υπολογισμό
Μ.Π.Π.)

Η πρωτογενής παραγωγικότητα στα φυσικά


οικοσυστήματα
Η έρευνα έχει δείξει ότι υπάρχουν μεγάλες αποκλίσεις της
παραγωγικότητας και στο χώρο και στο χρόνο, οι οποίες
οφείλονται στους εξής παράγοντες:

• Ένταση και διάρκεια της ηλιακής ακτινοβολίας (οι


μέγιστες ετήσιες εισροές ηλιακής ενέργειας παρουσιάζονται
στους τροπικούς και οι ελάχιστες στους πόλους)
• Περιβαλλοντικοί περιορισμοί (ρυθμιστικοί παράγοντες των
επιπέδων παραγωγικότητας είναι η έλλειψη νερού, οι χαμηλές
θερμοκρασίες και η ανεπάρκεια θρεπτικών)
• Σύνθεση και δομή της βιοκοινότητας (παράγοντες όπως η
παρουσία ορισμένων ειδών, το σχήμα των φυτών ή απόσταση
μεταξύ τους επηρεάζουν ιδιαίτερα την πρωτογενής
παραγωγικότητα)
Εκτιμήσεις παραγωγικότητας στα φυσικά
οικοσυστήματα
Οι εκτιμήσεις της παραγωγικότητας, σε τιμές μικτής
πρωτογενούς παραγωγικότητας σε g/m2/ημέρα ξηρής οργανικής
ύλης σε ετήσιο κύκλο, στα φυσικά οικοσυστήματα, έδειξε ότι
αυτά μπορούν να χωριστούν σε τρεις κατηγορίες (Οdum 1971):
• Σχετικά μη παραγωγικά (άγονα) οικοσυστήματα (όπως
τμήματα ανοιχτής θάλασσας και έρημοι με παραγωγικότητα
<0,1 g/m2/ημέρα)
• Μετρίως παραγωγικά οικοσυστήματα (όπως ημιερημικές
λιβαδικές εκτάσεις, θαλάσσιες ακτές, ρηχές λίμνες, και ξηρά
δάση με παραγωγικότητα 1-10 g/m2/ημέρα)
• Πολύ παραγωγικά οικοσυστήματα (όπως εκβολές των
ποταμών, τα κοραλλιογενή συστήματα, τα υγρά δάση, τις
προσχωσιγενείς πεδιάδες, και τις εντατικά καλλιεργούμενες
αγροτικές περιοχές με παραγωγικότητα >20 g/m2/ημέρα)

Παραγωγικότητα Οικοσυστημάτων
Παγκόσμια κατανομή των
κοραλλιογενών υφάλων

7η Ενότητα
Δευτερογενής παραγωγικότητα
Βασικοί τύποι παραγωγικότητας

Πρωτογενής Δευτερογενής Καθαρή Μικτή


παραγωγικότητα παραγωγικότητα παραγωγικότητα παραγωγικότητα
Αναφέρεται στην Αναφέρεται στην Η ποσότητα της Η συνολική
παραγωγή νέας παραγωγή νέας οργανικής ύλης ποσότητα της
οργανικής ύλης στο οργανικής ύλης στο που απομένει στο οργανικής ύλης που
επίπεδο των επίπεδο των οικοσύστημα, παράγεται
αυτότροφων- ετερότροφων- αφού μέρος της
φωτοσυνθετικών καταναλωτών έχει καταναλωθεί
οργανισμών οργανισμών για την
αναπνευστικές
ανάγκες

Προσοχή: Η πρωτογενής όσο και η δευτερογενής παραγωγικότητα σε κάθε


τροφικό επίπεδο μπορεί να χωριστεί περαιτέρω σε μικτή και καθαρή (π.χ.
μικτή και καθαρή παραγωγικότητα παραγωγών, καταναλωτών 1ης τάξης, 2ης
τάξης κοκ).

Σχηματική απεικόνιση της έννοιας της παραγωγικότητας

ΗΛΙΟΣ

ΠΑΡΑΓΩΓΟΙ Μεικτή πρωτογενής παραγωγικότητα (Μ.Π.Π.)


Α
Αναπνευστικές απώλειες
Π
Καθαρή πρωτογενής παραγωγικότητα (Κ.Π.Π.) Ο
Ι
Ε θανάτου παραγωγών Κ
ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΕΣ ΕΤΡΟΦΗΣ Φυτοφάγων ζώων Ο
1ης ΤΑΞΗΣ Δ
Ε περιττώματα-απεκκρίσεις
Ο
Μ
Μεικτή δευτερογενής παραγωγικότητα (Μ.Δ.Π.)
Η
Αναπνευστικές απώλειες Σ
Η
Καθαρή δευτερογενής παραγωγικότητα (Κ.Δ.Π.)
Χρήσιμες σχέσεις στη δευτερογενή
παραγωγικότητα

Στα φυτοφάγα ζώα η μεικτή δευτερογενής παραγωγικότητα ισούται με


το σύνολο της φυτικής βιομάζας που παραλαμβάνουν με την τροφή
τους, μείον αυτό που δεν μπορούν να αφομοιώσουν και κατά συνέπεια
αποβάλλουν με τη μορφή περιττωμάτων και απεκκρίσεων

...      


 


Η καθαρή δευτερογενής παραγωγικότητα (Κ.Δ.Π.) που αντιστοιχεί στη


νεκρή οργανική ύλη που αποθηκεύεται στο σώμα των φυτοφάγων ζώων
και εκφράζει την αύξηση της βιομάζας τους, προκύπτει από τη μεικτή
(Μ.Δ.Π.) μείον τις αναπνευστικές τους απώλειες (Α.Α.)

 ...  ...  ..




Η αναπνοή των ετερότροφων οργανισμών

• Η αναπνοή είναι η διαδικασία μέσω της οποίας


κερδίζεται η απαραίτητη ενέργεια για τους καταναλωτές
προκειμένου να γίνει ο μεταβολισμός τους
• Σε όλους τους ετερότροφους οργανισμούς η
αποδοτικότητα στη μετατροπή της ενέργειας είναι
χαμηλή με αποτέλεσμα να υπάρχουν σημαντικές
ενεργειακές απώλειες κατά τη ροή ενέργειας από το ένα
στο άλλο τροφικό επίπεδο
• Η επένδυση της ενέργειας που κερδίζεται από την
αναπνοή διαφέρει από καταναλωτή σε καταναλωτή. Έτσι
αυτοί που βρίσκονται σε υψηλά τροφικά επίπεδα όπως ο
λύκος, ο αετός, η μεσογειακή φώκια καταναλώνουν
περισσότερη ενέργεια στην ανεύρεση τροφής σε
αντίθεση με τα κουνέλια
Μεσογειακή φώκια Monachus monachus (ανώτερος
καταναλωτής ο οποίος χαρακτηρίζεται από υψηλή επένδυση
ενέργειας στην ανεύρεση τροφής)

Θρέψη των φυτοφάγων

• Η πέψη της τροφής είναι


δυσκολότερη για τα φυτοφάγα
συγκριτικά με τα σαρκοφάγα
(κυρίως λόγω αποδόμησης των
κυτταρινικών κυτταρικών
τοιχωμάτων των φυτών)
• Λίγα ζώα όπως τα ξυλοφάγα
σκαθάρια μπορούν να χωνέψουν
την κυτταρίνη από μόνα τους
• Η πέψη της κυτταρίνης στο πεπτικό
σύστημα των φυτοφάγων
οργανισμών γίνεται με τη βοήθεια
μικροοργανισμών (κυρίως
αναερόβιων βακτηρίων και
πρωτόζωων)
• Η πέψη στους καταναλωτές 1ης
τάξης επιτυγχάνεται με αργούς
ρυθμούς σε σχέση με τους
καταναλωτές ανωτέρων τάξεων
Θέση πεπτικού συστήματος φυτοφάγων
οργανισμών
Τα φυτοφάγα ζώα μπορούν να χωριστούν σε δύο ομάδες ανάλογα
με τη θέση του πεπτικού συστήματος στο οποίο γίνεται η χώνευση
της κυτταρίνης

Μηρυκαστικά (π.χ βοοειδή, Μη μηρυκαστικά (π.χ.


πρόβατα, αντιλόπες και ποντίκια λαγοί και σκίουροι):
καμήλες): Οι Οι μικροοργανισμοί (οι οποίοι
μικροοργανισμοί που είναι λιγότεροι εδώ) που
εξυπηρετούν στη χώνευση της εξυπηρετούν στη χώνευση της
κυτταρίνης βρίσκονται μέσα το κυτταρίνης βρίσκονται μέσα σε
πεπτικό τους σύστημα ένα μικρό σάκο που ονομάζεται
τυφλό έντερο

Προσοχή: Η θέση του τυφλού εντέρου είναι λιγότερο αποδοτική διότι


η διάσπαση συμβαίνει μετά το στομάχι, γεγονός που οδηγεί σε χαμηλά
επίπεδα απορρόφησης των προϊόντων αποδόμησης

Διαδικασία ελαφριάς πέψης

• Ορισμένα μη μηρυκαστικά ζώα έχουν ξεπεράσει το πρόβλημα


της δύσκολης πέψης της κυτταρίνης περνώντας την τροφή
τους μέσα από το πεπτικό σύστημα δύο φορές
• Σε αυτές τις περιπτώσεις η τροφή χωνεύεται σταδιακά σε δύο
φάσεις
• Στην πρώτη φάση η τροφή χωνεύεται κατά ένα μέρος κατά τη
διάρκεια του πρώτου περάσματος από το πεπτικό σύστημα
και αποβάλλεται με τη μορφή σβόλων
• Οι σβόλοι επαναπροσλαμβάνονται για να συμπληρωθεί σε
δεύτερη φάση η ελαφριά πέψη
Σπιζαετός (Hieraaetus fasciatus):
Ένας ιπτάμενος ανώτερος
καταναλωτής

Διατροφή σαρκοφάγων οργανισμών

• Οι σαρκοφάγοι οργανισμοί δεν περιλαμβάνουν στη


δίαιτα τους φυτικούς ιστούς μια και δεν μπορούν να
καταβολίσουν την κυτταρίνη
• Την τροφή τους αποτελούν τα σώματα των φυτοφάγων
οργανισμών, δηλαδή ζωική ύλη, η οποία και γενικά έχει
υψηλότερη θερμιδική αξία από τη φυτική ύλη
• Η οργανική ύλη καθώς ανεβαίνει στα τροφικά επίπεδα,
μετατρέπεται σε μόρια τροφής υψηλότερου ενεργειακού
περιεχομένου, ικανά να στηρίξουν πληθυσμούς
ανώτερων καταναλωτών
Πτωματοφάγα αρπακτικά της Ελλάδας

Μαυρόγυπας (Aegypius monachus) Aσπροπάρης (Νeophron percnopterus)

Γυπαετός (Gypaetus barbatus)


Όρνιο (Gyps fulvus)
8η Ενότητα
Οικολογική αποδοτικότητα

Οικολογική αποδοτικότητα
Ορισμός: Η οικολογική αποδοτικότητα είναι η απόδοση της
μεταφοράς ενέργειας από το ένα τροφικό επίπεδο στο αμέσως
επόμενο, και υπάρχουν δύο τρόποι έκφρασης της

Μικτή οικολογική Αποδοτικότητα της τροφικής


αποδοτικότητα (Μ.Ο.Α.): Είναι ο αλυσίδας: Είναι ο λόγος της μικτής
λόγος της μικτής παραγωγικότητας παραγωγικότητας του κάθε τροφικού
του κάθε τροφικού επιπέδου προς επιπέδου προς την ενέργεια που
τη μικτή παραγωγικότητα του παρέχεται στο προηγούμενο τροφικό
προηγούμενου τροφικού επιπέδου επίπεδο
Μ.Ο.Α.= (Cp/Ce) x 100% Αποδ/τα τροφικής αλυσίδας= Cp/Cs x 100%

Όπου Cp το θερμιδικό περιεχόμενο του Όπου Cp το θερμιδικό περιεχόμενο του


θηράματος, και θηράματος, και
Cs το θερμιδικό περιεχόμενο της τροφής που
Ce το θερμιδικό περιεχόμενο της προσφέρθηκε στο θήραμα χωρίς απαραίτητα
τροφής που καταναλώθηκε από το να έχει καταναλωθεί από αυτό
θήραμα
Παρατηρήσεις για την οικολογική
αποδοτικότητα
• Στα φυσικά οικοσυστήματα, οι τιμές της μικτής
οικολογικής αποδοτικότητας σπάνια υπερβαίνουν το
10%
• Το 90% περίπου της ενέργειας χάνεται ανάμεσα στα
τροφικά επίπεδα μιας τροφικής αλυσίδας
• Η χαμηλή αποδοτικότητα της παραγωγικότητας στα
οικοσυστήματα ερμηνεύεται εν μέρει και από τις
εξελικτικές πιέσεις που έχει δεχτεί το οικοσύστημα
• Σε προτεραιότητα ως προς τα επίπεδα καθορισμού της
οικολογικής αποδοτικότητας τίθενται επιλεκτικές
δυνάμεις, οι οποίες οδηγούν τα βιοτικά στοιχεία του
οικοσυστήματος σε ενεργειακά δαπανηρές στρατηγικές
για αναπαραγωγή, διαφυγή από θηρευτές ή στην
υπεράσπιση της χωροκρατικότητας

Επιπτώσεις της απώλειας ενέργειας στο μήκος


των τροφικών αλυσίδων

100
Δυνητική
παραγωγή 80
δια μέσου
της
τροφικής 60
αλυσίδας
βόσκησης
40

20

1 2 Τροφικό επίπεδο 3 4

Σχήμα. Σχετική δυνητική παραγωγή διαμέσου της τροφικής αλυσίδας βόσκησης


θεωρώντας ότι η παραγωγικότητα στο επίπεδο των αυτότροφων ισούται με 100 μονάδες
Επιπτώσεις της απώλειας ενέργειας στο μήκος
των τροφικών αλυσίδων (επισημάνσεις)
• Η διαθέσιμη ενέργεια ελαττώνεται εκθετικά με το
πέρασμα της κατά μήκος των τροφικών αλυσίδων
• Οι οργανισμοί που βρίσκονται στα ανώτερα τροφικά
επίπεδα τείνουν να χάνουν περισσότερη ενέργεια στην
αναπνοή από τους οργανισμούς στα χαμηλότερα
τροφικά επίπεδα
• Η καθαρή παραγωγικότητα των υψηλών τροφικών
επιπέδων είναι μικρή και ο αριθμός των κρίκων στις
τροφικές αλυσίδες περιορισμένος
• Ακόμα και στα μεγάλα παραγωγικά οικοσυστήματα,
σπάνια υπάρχουν περισσότερα από πέντε τροφικά
επίπεδα
9η Ενότητα
Περιβαλλοντικοί παράγοντες
(γενικά στοιχεία)

Γενικά στοιχεία για την


επιστήμη της Οικολογίας
Οικολογία: Η επιστήμη που μελετά τις σχέσεις των οργανισμών με

τους αβιοτικούς παράγοντες τους άλλους βιοτικούς


του περιβάλλοντος τους (π.χ. παράγοντες του
κλίμα, διαθεσιμότητα θρεπτικών περιβάλλοντος τους που
στοιχείων, σύσταση εδάφους, ανήκουν στο ίδιο η σε
αλατότητα νερού κλπ) διαφορετικό είδος από
αυτούς

Οικοσύστημα: Αυθαίρετο σύστημα μελέτης που περιλαμβάνει


τους βιοτικούς και αβιοτικούς παράγοντες μιας περιοχής, καθώς
και τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ τους.
Περιβαλλοντικοί παράγοντες
Περιβαλλοντικοί παράγοντες: Παράγοντες οι οποίοι
επιδρούν στην ανάπτυξη των βιοτικών στοιχείων ενός
οικοσυστήματος
Τύποι περιβαλλοντικών παραγόντων:
• Κλιματικοί παράγοντες (φως, θερμοκρασία, διαθεσιμότητα
νερού και άνεμος)
• Εδαφικοί παράγοντες (θρεπτικά στοιχεία, οξύτητα, υγρασία
εδάφους κλπ)
• Τοπογραφικοί παράγοντες (χαρακτηριστικά του εδάφους
όπως η γωνία κλίσης του εδάφους, ο προσανατολισμός της
επιφάνειας του και το υψόμετρο)
• Βιοτικοί παράγοντες (οι αλληλεπιδράσεις που λαμβάνουν
χώρα ανάμεσα στους ζώντες οργανισμούς, όπως ο
ανταγωνισμός, οι συμβιωτικές σχέσεις, η βόσκηση και η σκίαση)

Γενικές πληροφορίες για τους


περιβαλλοντικούς παράγοντες

I. Οι περιβαλλοντικοί παράγοντες συνδέονται στενά


μεταξύ τους, ώστε είναι δύσκολο να μελετηθεί η
επίδραση καθενός από αυτούς ξεχωριστά
II. Στους περιβαλλοντικούς παράγοντες περιλαμβάνονται
βιοτικοί και αβιοτικοί ρυθμιστικοί παράγοντες
III. Τα βασικά χαρακτηριστικά κάθε οικοσυστήματος
προσδιορίζονται από τα αβιοτικά του στοιχεία, αν και
ρόλο παίζουν και οι εξελικτικές διαδικασίες που έλαβαν
χώρα στο παρελθόν
IV. Όλοι οι περιβαλλοντικοί παράγοντες παρουσιάζουν
μεταβλητότητα στο χώρο και το χρόνο
Ο νόμος του ελαχίστου του Liebig
Γενική τοποθέτηση:Ένας μόνο θεμελιώδης
περιβαλλοντικός παράγοντας μπορεί να περιορίζει την
παραγωγικότητα ενός αυτότροφου οργανισμού
• Nόμος του ελαχίστου του J. Liebig (1840): Η ανάπτυξη
ενός φυτού εξαρτάται από την ποσότητα του θρεπτικού
υλικού που βρίσκεται στην ελάχιστη ποσότητα (π.χ.
φώσφορος)
• Ο νόμος του ελαχίστου βρίσκει την πλήρη εφαρμογή του
μόνο όσον αφορά στις χημικές ουσίες που είναι
απαραίτητες για την ανάπτυξη και την αναπαραγωγή
• Για να καταστεί ο νόμος καθολικός θα πρέπει να
εφαρμόζεται σε συνθήκες σταθερής κατάστασης καθώς
επίσης θα πρέπει να συνυπολογίζεται και η συνεχής και
δυναμική αλληλεπίδραση των διαφόρων
περιβαλλοντικών παραγόντων (π.χ. χρήση στροντίου
αντί ασβεστίου από μαλάκια για την κατασκευή του
κελύφους τους όταν το πρώτο στοιχείο είναι σε έλλειψη)

Ο νόμος του Shelford για την ανοχή


Γενική τοποθέτηση: Ο V. Shelford διατύπωσε τους νόμους της ανοχής οι
οποίοι μπορεί να χρησιμοποιηθούν στην ερμηνεία της κατανομής των
ειδών
• Nόμοι της ανοχής του Shelford (1913): Για το κάθε είδος υπάρχουν
μέγιστα και ελάχιστα όρια συνθηκών, που αφορούν στον εκάστοτε
περιβαλλοντικό παράγοντα και μέσα στα οποία το είδος μπορεί να
αντέξει. Ανάμεσα στα όρια αυτά υπάρχει ένα εύρος ανοχής στο οποίο
περιλαμβάνονται και οι βέλτιστες συνθήκες
• Τα όρια ανοχής παριστάνονται με τη βοήθεια κωδωνοειδών καμπύλων
και μπορεί να είναι διαφορετικά για κάθε είδος ως προς τον ίδιο
περιβαλλοντικό παράγοντα, αλλά και για το ίδιο είδος ως προς τον κάθε
παράγοντα ξεχωριστά
• Για την περιγραφή του εύρους ανοχής χρησιμοποιούνται τα προθέματα
στενο- και ευρυ-
• Τα περισσότερα διαδεδομένα είδη είναι αυτά που παρουσιάζουν μεγάλο
εύρος ανοχής για το σύνολο των περιβαλλοντικών παραγόντων
• Οι περιβαλλοντικοί παράγοντες δρουν περισσότερο περιοριστικά κατά τα
στάδια της αναπαραγωγής
Όροι που χρησιμοποιούνται
για την περιγραφή διαφόρων τύπων ανοχής

Μικρό εύρος Μεγάλο εύρος Παράγοντας με τον οποίο


σχετίζονται
Στενόθερμα Ευρύθερμα Θερμοκρασία

Στενόυδρα Ευρύυδρα Νερό

Στενόαλα Ευρύαλα Αλατότητα

Στενόφαγα Ευρύφαγα Τροφή

Στενοεδαφικά Ευρυεδαφικά Έδαφος

Στενόοικα Ευρύοικα Επιλογή ενδιαιτήματος

Κωδωνοειδείς καμπύλες ανοχής


2 διαφορετικών ειδών χλωρίδας

Λ
ε
ι
τ
ο
υ
ρ
γ
ί
α

ελάχιστο (α΄) ελάχιστο (β΄) μέγιστο (β΄) μέγιστο (α΄)

Περιβαλλοντικός παράγοντας
Σύγχρονη τάση μελέτης των περιοριστικών
περιβαλλοντικών παραγόντων

Συνδυασμός θεωρίας του ελάχιστου με τις ιδέες περί ανοχής για τη


σημασία και τη λειτουργία των περιοριστικών παραγόντων:
Η παρουσία και η επιτυχής εγκατάσταση ενός οργανισμού σε ένα βιότοπο,
εξαρτώνται από ένα σύνθετο πλέγμα συνθηκών. Οι οργανισμοί ελέγχονται στη
φύση όχι μόνο από τη διάθεση υλικών για τα οποία υπάρχει ελάχιστη
απαίτηση αλλά και από άλλους περιβαλλοντικούς παράγοντες που ο ρόλος
τους είναι ζωτικής σημασίας. Οποιοσδήποτε παράγοντας που προσεγγίζει ή
ξεπερνάει τα όρια ανοχής, μπορεί να καθίσταται περιοριστικός παράγοντας
στην κατανομή των ειδών.

Σημείωση: Επιβάλλεται η μελέτη της εξελικτικής πορείας των φυτών και


ζώων, αφού είναι δεδομένο πως για την επιβίωση τους σε συγκεκριμένους
τύπους οικοτόπων, αναγκάστηκαν να αναπτύξουν μέσω της εξέλιξης
κατάλληλα εύρη ανοχής στους περιβαλλοντικούς παράγοντες

10η Ενότητα
Επίδραση περιβαλλοντικών παραγόντων
στη ζώσα ύλη (Α Μέρος )
ΦΩΣ
• Αποτελεί περιβαλλοντικό παράγοντα ζωτικής σημασίας λόγω της
ενεργειακής του αξίας
• Μπορεί να αποτελέσει περιοριστικό παράγοντα σε περίσσεια
(υπερφωτισμό) και να προκαλέσει ακόμα και ανεπανόρθωτες βλάβες
στους ζωντανούς οργανισμούς
• Μεταβάλλεται κατά τρεις τρόπους:
1. Σε ποιότητα ή σύνθεση σε μήκη κύματος (το ηλ. ακτινοβολία είναι
ηλεκτρομαγνητικής φύσης που αποτελείται από ένα ευρύ φάσμα μηκών
κύματος)
2. Σε ένταση ή ενεργειακό περιεχόμενο (π.χ. η ένταση του φωτός
ελαττώνεται προοδευτικά με την αύξηση του γεωγραφικού πλάτους)
3. Σε διάρκεια, που καθορίζεται κυρίως από το μήκος της μέρας
(φαινόμενο φωτοπεριοδισμού σε φυτά, πουλιά, θηλαστικά, ψάρια κλπ)
• Η διακύμανση των παραπάνω παραγόντων καθορίζει όλους τους τύπους
των φυσιολογικών και μορφολογικών λειτουργιών στα φυτά και στα
ζώα.
• Η επίδραση του φωτός (σε άμεση σύνδεση με άλλους παράγοντες όπως
θερμοκρασία και η υγρασία) αποτελεί το σημαντικότερο ρυθμιστή στο
περιβάλλον
ΗΛΙΟΦΥΤΑ

ΣΚΙΟΦΥΤΑ

ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ
• Η θερμοκρασία δρα ως περιβαλλοντικός παράγοντας και άμεσα και
έμμεσα, με αποτέλεσμα να είναι δύσκολο να απομονωθεί και να
μελετηθεί η επίδραση της στη ζώσα ύλη
• Έχει άμεσες συνέπειες σε όλες σχεδόν τις λειτουργίες των φυτών και
των ψυχρόαιμων ζώων ελέγχοντας τους ρυθμούς των χημικών
αντιδράσεων που συμβαίνουν στα σώματα τους
• Δρα επίσης έμμεσα επηρεάζοντας τις συνθήκες των άλλων παραγόντων,
και ιδιαίτερα της παροχής νερού, π.χ. μέσω του καθορισμού του ρυθμού
εξάτμισης και του ρυθμού απώλειας της υγρασίας από τους οργανισμούς
• Παρουσιάζει σημαντικές διακυμάνσεις στο χώρο (ακόμα και μέσα σε ένα
οικοσύστημα στην κομοστέγη ενός δάσους και στην επιφάνεια του
εδάφους) και στο χρόνο (σε ετήσια βάση αλλά και σε 24ωρη)
• Δρα ως παράγοντας που ασκεί εξελικτική πίεση σε φυτά και ζώα τα
οποία καλούνται να επιβιώσουν, να αναπτυχθούν και να αναπαραχθούν
σε ψυχρά ή θερμά κλίματα (π.χ. σε περιβάλλοντα όπου το κλίμα είναι
κρύο τα φυτά παρουσιάζουν μορφολογικές προσαρμογές όπως μικρό
μέγεθος, και έρπουσα συμπεριφορά έτσι ώστε να είναι λιγότερο
εκτεθειμένα, ενώ τα ζώα πυκνό τρίχωμα, στρώματα λίπους και κοντά
αυτιά)
Θερμοκρασία και κύκλοι ζωής φυτών

• Ετήσια φυτά: Έχουν μικρούς κύκλους ζωής, που τελειώνουν μέσα στη
θερμή εποχή του χρόνου. Τα φυτά αυτά περνούν το χειμώνα με τη
μορφή σπερμάτων που είναι ανθεκτικά στο κρύο
• Ποώδη πολυετή: Διαθέτουν ένα ανθεκτικό όργανο αποθήκευσης μέσα
στο έδαφος που μπορεί να είναι βολβός ή ρίζωμα. Το φυτό διαχειμάζει
με τη μορφή αυτού του αποθηκευτικού οργάνου και κάθε χρόνο
παράγει νέα βλαστήματα
• Ξυλώδη πολυετή: Δέντρα και θάμνοι που διαθέτουν ξυλώδεις δομές οι
οποίες αντέχουν για πολλά χρόνια. Μπορούν να αποφύγουν τις βλάβες,
που προκαλούν οι χαμηλές θερμοκρασίες με έναν από τους δύο
παρακάτω τρόπους:
a) Φυλλοβόλα συμπεριφορά: Τα φύλλα πέφτουν την ψυχρή εποχή ενώ
οι εκτεθειμένοι οφθαλμοί αντέχουν στο κρύο
b) Αειθαλής συμπεριφορά: Το κυτταρικό διάλυμα μέσα στα κύτταρα
των φύλλων γίνεται πυκνότερο και έτσι μεγαλώνει η ανθεκτικότητα
τους στο κρύο. Τα φύλλα διατηρούνται έτσι καθόλη τη διάρκεια του
έτους.
Θερμοκρασία και ζώα

Το ζωικό βασίλειο διαχωρίζεται σε:


• Ποικιλόθερμα ζώα (π.χ. ασπόνδυλα,
ψάρια, αμφίβια και ερπετά): Δε διαθέτουν
μηχανισμό για τον έλεγχο των εσωτερικών τους
θερμοκρασιών και η θερμοκρασία τους
εξομοιώνεται με αυτήν του περιβάλλοντος.
Συνεπώς οι δραστηριότητες τους ελέγχονται σε
μεγάλο βαθμό από την κατάσταση του
εξωτερικού περιβάλλοντος.
• Ομοιόθερμα ζώα (πουλιά και θηλαστικά):
Έχουν αναπτύξει πολύπλοκους μηχανισμούς
που αφορούν είτε στη μορφολογία είτε στο
μεταβολισμό για να διατηρούν τις θερμοκρασίες
του σώματος τους μέσα σε στενά όρια (για
παράδειγμα τα περισσότερα θηλαστικά έχουν
θερμοκρασίες σώματος ανάμεσα στους 360 C
και 380 C)
Επίσης στα ζώα εμφανίζεται το φαινόμενο της
νάρκης (χειμερινής ή θερινής) για να
ξεπερνούν τις δύσκολες περιόδους του έτους με
ακραίες θερμοκρασιακές τιμές
11η Ενότητα
Επίδραση περιβαλλοντικών παραγόντων
στη ζώσα ύλη (B Μέρος )

ΝΕΡΟ
Η σημασία του νερού μπορεί να εστιαστεί στα εξής:
• Δομή: Το νερό αποτελεί μεγάλο ποσοστό των ζωντανών
ιστών όλων των οργανισμών σε ποσοστό που μπορεί να
φτάνει μέχρι και το 90% σε κάποια ποώδη φυτά
• Υποστήριξη: Τα φυτά χρειάζονται νερό για να
υποστηρίξουν τους μη ξυλώδεις ιστούς τους (πίεση
σπαργής)
• Μεταφορά: Το νερό αποτελεί την κινητήριο δύναμη για να
μεταφερθούν τα θρεπτικά συστατικά του εδάφους στο
εσωτερικό των παραγωγών μέσω της απορρόφησης από το
ριζικό σύστημα (βάσει του οσμωτικού φαινομένου ή μέσω
της ενεργητικής πρόσληψης)
• Ψύξη: Η αποβολή του νερού από το φυτό μέσω της
εξάτμισης (η οποία μπορεί να επιτυγχάνεται με τη διαπνοή,
την επιδερμική εξάτμιση και τη στάλαξη) χαμηλώνει τη
θερμοκρασία του σώματος του φυτού και εμποδίζει την
υπερθέρμανση του
Οι προσαρμογές-τύποι των φυτών
σε ακραίες συνθήκες εδαφικής υγρασίας

• Υδρόφυτα: Αναπτύσσονται μέσα στο νερό και μονίμως


πλημμυρισμένα εδάφη και μπορεί να επιπλέουν (π.χ.
νούφαρα) ή να είναι μισοβυθισμένα στο νερό
• Αλόφυτα: Τα φυτά αυτά έχουν εξειδικευτεί για να
μπορούν να αναπτύσσονται σε περιβάλλοντα υψηλής
αλατότητας όπως είναι τα αλμυρά έλη, μέσω της ικανότητας
να εκκρίνουν την περίσσεια του άλατος μέσα από ειδικούς
αδένες ή τριχίδια που βρίσκονται επάνω στα φύλλα τους
• Ξηρόφυτα: Είναι προσαρμοσμένα σε ξηρές συνθήκες μέσω
προσαρμογών στον κύκλο ζωής, στη φυσιολογία και στη
μορφολογία (π.χ. εφήμερα, σαρκώδη, φρεατόφυτα και
φυτά ανθεκτικά στην ξηρασία έχοντας αναπτύξει
φυσιολογική αντοχή στην αφυδάτωση)
• Μεσόφυτα: Η ομάδα αυτή περιλαμβάνει μη εξειδικευμένα
φυτά τα οποία αντέχουν σε μέσες συνθήκες
ΑΝΕΜΟΣ

• Ο άνεμος αποτελεί σημαντικό περιβαλλοντικό παράγοντα


δρώντας και άμεσα μέσω μηχανικής δράσης, αλλά και
έμμεσα μέσω του ελέγχου που ασκεί σε άλλους τους
παράγοντες και ιδιαίτερα στη θερμοκρασία και στην παροχή
νερού
• Η άμεση δράση του ανέμου εντοπίζεται σον περιορισμό
της ανάπτυξης των φυτών με την πρόκληση φυσικής
βλάβης (π.χ. ξερίζωμα, σπάσιμο του φυτού κλπ)
• Τα έμμεσα αποτελέσματα της δράσης του ανέμου
αφορούν:
a) την επίδραση στους ρυθμούς διαπνοής απομακρύνοντας
τους υδρατμούς από τη γύρω από το φυτό περιοχή και
επιτρέποντας με τον τρόπο αυτό μεγαλύτερη εξάτμιση
b) την καταστροφή των φυτών όταν μεγάλης έντασης άνεμοι
παγώνουν τα φυτά επιτρέποντας στο κρύο να διεισδύσει
μέσα στους ιστούς
ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ

• Η αύξηση του υψομέτρου έχει επιπτώσεις στις


φυτοκοινωνίες και στους τύπους βλάστησης που
αναπτύσσονται σε κάποιο βουνό διότι συχνά συνδυάζεται με
αυξημένη έκθεση και ισχυρότερους ανέμους, που σε
συνδυασμό με την ελάττωση της θερμοκρασίας επηρεάζουν
την υγρασία
• Το ανάγλυφο του εδάφους τροποποιεί όλους τους
κλιματικούς περιβαλλοντικούς παράγοντες διότι:
a) Ο προσανατολισμός μίας θέσης (π.χ. μίας πλαγιάς) καθορίζει
την ποσότητα της ηλιακής ακτινοβολίας που προσπίπτει
στην επιφάνεια
b) Η γωνία κλίσης επηρεάζει την απορροή και τη σταθερότητα
της επιφάνειας και κατ’ επέκταση έχει επίπτωση στις
φυτοκοινωνίες
ΕΔΑΦΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
Το έδαφος αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους
περιβαλλοντικούς παράγοντες διότι προσφέρει:
• Στήριξη για τις ρίζες των παραγωγών
• Παροχή νερού στους αυτότροφους οργανισμούς
• Παροχή θρεπτικών καθώς τα εδάφη περιέχουν ανόργανα
και οργανικά θρεπτικά που συσσωρεύονται εκεί μέσω της
αποσάθρωσης και της αποικοδόμησης
• Παροχή αέρα καθώς τα εδάφη πρέπει να αερίζονται
επαρκώς για να μπορούν να αναπνέουν οι ρίζες και οι
μικροοργανισμοί του εδάφους

Επίσης οι φυσικές (μέγεθος σωματιδίων, υφή του εδάφους,


το πορώδες, ατμόσφαιρα του εδάφους κλπ) και χημικές
ιδιότητες (οξύτητα, χούμος, ανόργανα μεταλλικά άλατα,
αλατότητα κλπ) επηρεάζουν τη σύνθεση και δομή τόσο των
φυτοκοινωνιών όσο και της εδαφικής πανίδας
12η Ενότητα
Σχέσεις οργανισμών
Γενικά στοιχεία για την
επιστήμη της Οικολογίας
Οικολογία: Η επιστήμη που εξετάζει τις σχέσεις των ζωντανών
οργανισμών με το περιβάλλον τους και πιο συγκεκριμένα με

τους αβιοτικούς παράγοντες τους άλλους βιοτικούς


του περιβάλλοντος τους (π.χ. παράγοντες του
κλίμα, διαθεσιμότητα θρεπτικών περιβάλλοντος τους που
στοιχείων, σύσταση εδάφους, ανήκουν στο ίδιο η σε
αλατότητα νερού κλπ) διαφορετικό είδος από
αυτούς

Οικοσύστημα: Αυθαίρετο σύστημα μελέτης που περιλαμβάνει


τους βιοτικούς και αβιοτικούς παράγοντες μιας περιοχής, καθώς
και τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ τους.

Αλληλεπιδράσεις οργανισμών

Οι ποικίλες σχέσεις μεταξύ των οργανισμών μπορεί να είναι:


1. Θετικού τύπου (να ωφελούν)
2. Αρνητικού τύπου (να βλάπτουν)
3. Ουδέτερου τύπου (ούτε ωφελούν ούτε βλάπτουν)

Σε επιστημονικά συγγράμματα ο τρόπος με τον οποίο ένας


οργανισμός επηρεάζεται από μία σχέση αποδίδεται
κωδικοποιημένα με +, -, 0, για τις περιπτώσεις θετικής,
αρνητικής και ουδέτερης δράσης αντίστοιχα
Τύποι αλληλεπιδράσεων μεταξύ δύο ειδών και
κωδικοποιημένη απεικόνιση τους

Σχέση Είδος Α Είδος Β


Ανταγωνισμός - -
Θήρευση + -
Παρασιτισμός + -
Σαπροβίωση + 0
Συνεργασία + +

Ανταγωνισμός
• Αρνητικού τύπου σχέση και για τους
δύο συμμετέχοντες  επακόλουθο
περιορισμένων πόρων
• Αποτέλεσμα: μείωση βιωσιμότητας,
αύξησης και αναπαραγωγικής
επιτυχίας
• Ύπαρξη υποδεέστερων και
επικρατέστερων ανταγωνιστών
• Ανταγωνισμός μπορεί να υπάρξει
μεταξύ διαφορετικών ειδών
(διαειδικός) ή μεταξύ διαφορετικών
ατόμων του ίδιου είδους
(ενδοειδικός)
• Η μοίρα των υποδεέστερων είναι η
εξαφάνιση τους (αρχή του
ανταγωνιστικού αποκλεισμού ή
αρχή του Gause)
Θήρευση & Παρασιτισμός
• Τροφική σχέση (φυτοφαγία και
σαρκοφαγία)
• Η σχέση είναι θετικού τύπου για το
θηρευτή και αρνητικού για το
θήραμα (λεία)
• Ο παρασιτισμός αποτελεί
παραλλαγή της θήρευσης μια και ο
θηρευτής σε αυτήν την περίπτωση
και κατά κανόνα «μεριμνά» ώστε
να μην εξολοθρεύσει τον ξενιστή
του
• Στον παρασιτισμό η σχέση είναι
θετική για το παράσιτο και
αρνητική για τον ξενιστή

Μεταβολές στο μέγεθος του πληθυσμού

• Οι μεταβλητές που καθορίζουν τις μεταβολές στο


πληθυσμιακό μέγεθος είναι (δίνεται και σχηματικά):

a) Η γέννηση
b) Ο θάνατος
c) Η μετανάστευση και
d) Ο επαναπατρισμός

Οι μεταβλητές αυτές εξαρτώνται με τη σειρά τους από


τις αλλαγές στη διαθεσιμότητα των πόρων ή άλλων
περιβαλλοντικών μεταβολών
Βασική δομική παράμετρος των πληθυσμιακών συστημάτων είναι το πληθυσμιακό
μέγεθος ή πυκνότητα, Nt δηλαδή ο μέσος αριθμός ατόμων του πληθυσμού που σε
δεομένη στιγμή κατέχουν μια ορισμένη μονάδα χρόνου

Τροφικές σχέσεις και δημογραφία

• Οι τροφικές σχέσεις στις οποίες


υπεισέρχονται οι οργανισμοί
επηρεάζουν αποφασιστικά τη
δημογραφία τους
• Η σχέση λείας-θηρευτή πληθυσμών
r-στρατηγικής παράγει
ταλαντούμενη δυναμική
• Ο ενδοειδικός ανταγωνισμός
παράγει σταθερά συστήματα λείας-
θηρευτή
Σαπροβίωση & Σχέσεις Συνεργασίας

• Η σαπροβίωση διαφοροποιείται από τη


θήρευση αφού η σχέση είναι θετική για
τους σαπροβιωτικούς οργανισμούς
(ζώα και μικροοργανισμούς) αλλά
ουδέτερη γι’ αυτούς που την ενέργεια
και τους πόρους
• Οι σχέσεις συνεργασίας είναι θετικού
τύπου και για τους δύο οργανισμούς αν
και θα μπορούσαν να υπάρξουν και ο
καθένας χωριστά
• Η συμβίωση αποτελεί παραλλαγή της
συνεργασίας αφού η σχέση είναι πολύ
στενή ώστε συχνά οι δύο οργανισμοί (ή
τουλάχιστον ο ένας) δεν μπορούν να
επιβιώσουν μόνοι τους.

Συμβίωση

You might also like