Professional Documents
Culture Documents
Βιολογία Σπυριδων Ντουγιας ΔΠΘ
Βιολογία Σπυριδων Ντουγιας ΔΠΘ
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ
ΜΕΡΟΣ 1ο
Βιολογία είναι η επιστήμη που μελετά τη ζωή. Μελετά όλες τις μορφές ζωής, τόσο στο
φυσικό τους περιβάλλον όσο και έξω απ’ αυτό, στο εργαστήριο όπου αναλύονται και
μελετώνται οι στοιχειώδεις μονάδες της ζωής, τα κύτταρα, και πέρα απ’ αυτά, τα οργανίδια
και τα μόρια που τ’ απαρτίζουν.
H απλοποίηση ή μείωση ενός συστήματος στα συστατικά του, είναι η πιο δυναμική
στρατηγική στη Βιολογία. Με τη στρατηγική αυτή ξεπερνάμε το δίλημμα, γιατί δεν
μελετάμε μόνα τους τ’ απομονωμένα συστατικά, αλλά σε συνδυασμούς που επιτρέπουν
την επανέκφραση των ενδογενών ιδιοτήτων που καταστρέφομαι με την απομόνωση. Έτσι
είναι δυνατή η "αναπαράσταση" των λειτουργιών της ζωής στο εργαστήριο.
7. H ζωή εξελίσσεται. H ιστορία της ζωής αποτελεί το χρονικό μιας ακούραστης Γης
δισεκατομμυρίων ετών, που αποικήθηκε από ένα μεταβαλλόμενο σύνολο μορφών ζωής. H
ζωή εξελίσσεται.
Ιχνηλατώντας την εξέλιξη πολύ πίσω, βλέπει κανείς ότι στη γη πριν τρία δισεκα-τομμύρια
χρόνια υπήρχαν μόνο αρχαία προκαρυωτικά. Από τότε αυτά, με μια συνεχή με-ταμόρφωση
και εξέλιξη έδωσαν την ατέλειωτη ποικιλομορφία του σήμερα.
1. Οι οργανισμοί που ζουν σήμερα δεν δημιουργήθηκαν ειδικά όπως τους βλέπουμε,
αλλά προέρχονται από είδη που έζησαν πριν από αυτούς. Αυτή η ιδέα της κοινής
προέλευσης συνδέει φυτά ή ζώα σε ομάδες που προέρχονται από κοινούς
προγόνους.
2. Περισσότεροι οργανισμοί παράγονται απ’ όσους είναι δυνατόν να επιβιώσουν. Οι
περισσότεροι πεθαίνουν πριν φθάσουν σε σεξουαλική ωριμότητα και πολλοί απ’
αυτούς που επιβιώνουν δεν αναπαράγονται. Τα άτομα βρίσκονται σε διαρκή αγώνα
μεταξύ τους και συχνά με το εχθρικό περιβάλλον για τις ανάγκες της επιβίωσης.
3. Τα μεμονωμένα χαρακτηριστικά των μελών κάθε είδους διαφέρουν πολύ, και μεγάλο
μέρος αυτής της ποικιλότητας μπορεί να κληρονομηθεί.
4. Μερικοί απόγονοι σε κάθε γενιά είναι καλύτερα προσαρμοσμένοι στο περιβάλλον τους
από άλλους.
5. Τα καλύτερα προσαρμοσμένα άτομα, έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες επιβίωσης και
πολλαπλασιασμού.
6. Με το χρόνο η φυσική επιλογή μπορεί και να παράγει αλλαγές σε υπάρχοντα είδη και
να δημιουργήσει νέα είδη από προΰπάρχοντα.
Όμως η θεωρία της εξέλιξης δια της φυσικής επιλογής δεν εξηγούσε τον μηχανισμό
της αλλαγής των οργανισμών.
Την εποχή του Δαρβίνου πιστεύανε ότι τα χαρακτηριστικά των γονέων
"αναμιγνύονται" στους απογόνους.
Αλλά αν όλα τα χαρακτηριστικά "αναμιγνύονταν" με αυτά των τυπικών μελών ενός
είδους θα φθάναμε σταδιακά στο μέσο όρο και θα υπήρχε αποδυνάμωση με το πέρασμα
των γενεών.
O Δαρβίνος μη γνωρίζοντας τίποτα για τον μηχανισμό της κληρονομικότητας υπέθεσε
ότι οι συνθήκες του περιβάλλοντος μπορούν να δημιουργήσουν ευνοϊκά και
κληρονομούμενα χαρακτηριστικά.
Ο Μέντελ έκανε βασικά πειράματα πάνω στην κληρονομικότητα.
Στις αρχές του 20ου αιώνα η επανάληψη των πειραμάτων του Μέντελ και η
επιβεβαίωση των αποτελεσμάτων του από αρκετούς ανεξάρτητους ερευνητές
σηματοδότησε την γέννηση της επιστήμης της Γενετικής. To επιστημονικό περιβάλλον
ήταν ώριμο να δεχθεί τους νόμους. H παράλληλη πρόοδος στην κυτταρολογία με την
ανακάλυψη των χρωματοσωμάτων βοήθησε στο συσχετισμό των κληρονομικών
μονάδων του Μέντελ με αυτά.
Το κύτταρο
H μελέτη του κυττάρου αποβλέπει: α) Στην κατανόηση της δομής του και της
λειτουργικότητάς του και
β) Στη διαλεύκανση των μηχανισμών που οδηγούν στο σχηματισμό του οργανισμού
από μεμονωμένα κύτταρα.
Πιστεύεται ότι όλοι οι οργανισμοί προέρχονται από ένα απλό κύτταρο - πρόγονο
μέσω της εξέλιξης. H εξέλιξη περιλαμβάνει δύο βασικές διαδικασίες:
α) την τυχαία εμφάνιση ποικιλότητας σε κάποια άτομα, η οποία μεταβιβάζεται από αυτά
στους απογόνους και
β) τη φυσική επιλογή εκείνης της ποικιλότητας που ευνοείτο άτομα να επιβιώσουν και να
πολλαπλασιασθούν.
O τέσσερες κύριες ομάδες μικρών οργανικών ενώσεων που έχουν ενδιαφέρον για
τους ζώντες οργανισμούς, δηλαδή αμινοξέα, νουκλεοτίδια, σάκχαρα και λιπίδια,
μπορούν να σχηματισθούν κάτω από τις παραπάνω συνθήκες.
Απλά οργανικά μόρια όπως αμινοξέα και νουκλεοτίδια, μπορούν να δώσουν μεγάλα
πολυμερή, τα πολυπεπτίδια, που αποτελούνται από 20 αμινοξέα και τα
πολυνουκλεοτίδια (DNA, RΝΑ) που αποτελούνται από 4 βάσεις.
Μόρια RNA ως Καταλύτες
Πολύ σημαντικό είναι το εύρημα ότι το RNA μπορεί να δράσει όχι μόνον σαν μήτρα
για τη σύνθεση άλλων RNA, αλλά και σαν καταλύτης.
Τα ριβοσωμικά RNA μόρια (rRNA) του πρωτοζώου Tetrahymena συντίθεται αρχικά
σαν μεγάλα πρόδρομα μόρια. Ένα από τα rRNA έχει δειχθεί ότι παράγεται με μια
διαδικασία μεταμεταγραφικής ωρίμανσης από ένα πρόδρομο μόριο RNA. Αποδείχθηκε
ότι μια περιοχή του πρόδρομου rRNA μορίου, που ονομάζεται εσώνιο, έχει την ιδιότητα
να καταλύει την ίδια του την απομάκρυνση από το πρόδρομο μόριο και να οδηγεί έτσι
στο σχηματισμό του ώριμου rRNA. To εσώνιο μήκους 400 νουκλεοτιδίων, συνετέθη σε
δοκιμαστικό σωλήνα in vitro και δείχθηκε ότι αναδιπλώνεται και σχηματίζει μια δομή που
μπορεί να δράσει σαν ένζυμο σε άλλα μόρια RNA και να τα κόψει. Av και η ωρίμανση του
RNA γενικώς γίνεται με ένζυμα, η αυτοκατάλυση που βρέθηκε στο rRNA του
Teirahymena έχει ανακαλυφθεί και σε άλλα κύτταρα μυκήτων και βακτηρίων. Αυτά τα
ευρήματα υπαινίσσονται ότι αυτές οι αλληλουχίες RNA υπήρχαν πριν την απόκλιση
ευκαρυωτικών και προκαρυωτικών, περίπου πριν 1,5 δισ. χρόνια.
Τα Αυτοδιπλασιαζόμενα Μόρια
H δημιουργία της εξωτερικής μεμβράνης είναι ένα από τα πιο κρίσιμα γεγονότα για το
σχηματισμό του πρώτου κυττάρου. Όλα τα κύτταρα περιβάλλονται από πλασματική
μεμβράνη που αποτελείται από φωσφολιπίδια κυρίως. Σε κάποιο σημείο λοιπόν της
εξέλιξης των βιολογικών καταλυτών, δημιουργήθηκαν τα πρώτα κύτταρα με τη
δημιουργία μεμβράνης γύρω από ένα μίγμα μορίων RNA και των πρωτεϊνών που
παράγουν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
Από το CO2, το H2O και το N2 του περιβάλλοντος, μπορούν να σχηματισθούν όλα τα μι-
κρού μοριακού βάρους πρόδρομα μόρια και στη συνέχεια όλα τα συστατικά του κυττάρου
με βιολογικούς μηχανισμούς.
Υπάρχουν 30 διαφορετικά βιομόρια, που ονομάζονται πρωτογενή, τα οποία με
κατάλληλες μεταβολικές οδούς αλληλομετατρέπονται και δίνουν γένεση σε όλα τα
συστατικά του κυττάρου.
Τα πρωτογενή βιομόρια είναι 20 αμινοξέα, 5 αζωτούχες βάσεις, 1 λιπαρό οξύ, 2
σάκχαρα, 1 αλκοόλη και 1 αμίνη.
Τα βιολογικά συστήματα
H σταθεροποίηση της θερμοκρασίας στην επιφάνεια της γης οφείλεται στις τεράστιες
ποσότητες νερού που υπάρχουν σε αυτή. Επειδή το νερό ελευθερώνει ή απορροφά
τεραστία ποσά θερμότητας, όταν παγώνει ή εξατμίζεται αντίστοιχα, προστατεύει την
επιφάνεια της γης από υπερβολική ψύξη ή υπερθέρμανση.
To νερό:
α) Είναι άριστο διαλυτικό μέσο πολλών ενώσεων.
β) Λαμβάνει μέρος σε πολλές χημικές αντιδράσεις είτε σαν αντιδράν μόριο είτε σαν
προϊόν μιας αντίδρασης.
γ) Είναι η πηγή του ατμοσφαιρικού οξυγόνου μέσω του μεταβολισμού των φυτών, ενώ τα
υδρογόνα του ενσωματώνονται σε πολλές οργανικές ενώσεις στα κύτταρα,
δ) Είναι κατάλληλο λιπαντικό (διευκολύνει την τριβή των οργάνων και των συνδέσμων)
Τα μόρια του νερού είναι πολικά και έλκονται μεταξύ τους σχηματίζοντας δεσμούς
υδρογόνου (το H του ενός μορίου έλκεται από το O του άλλου).
Οι ιδιότητες του
α) Μεγάλη ειδική θερμότητα: συμβάλλει στη διατήρηση σταθερής θερμοκρασίας στους
ωκεανούς, λίμνες, σώμα οργανισμών.
β) Μειωμένη πυκνότητα μεταξύ 4° και 0ο C: οι μεγάλοι υδάτινοι όγκοι της γης παγώνουν
ε-πιφανειακά, ο πάγος επιπλέει και δεν επηρεάζονται οι οργανισμοί που ζουν μέσα στο
νερό,
γ) Υψηλή θερμοκρασία εξάτμισης: συμβάλλει στην αντιμετώπιση της υπερθέρμανσης. Για
να εξατμισθεί το νερό απορροφά θερμότητα
δ) Υψηλή θερμική αγωγιμότητα γεγονός που εξασφαλίζει την ομοιόμορφη κατανομή της
θερμότητας σ’ όλο το σώμα.
ε) Μεγάλη επιφανειακή τάση: λόγω μεγάλων δυνάμεων συνοχής μεταξύ των μορίων του
νερού διευκολύνεται η κίνηση του νερού μέσα στο έδαφος και η απορρόφησή του από τις
ρίζες, καθώς και στα στελέχη και φύλλα των φυτών.
Όξινη βροχή.
Τα οξείδια S και N που ελευθερώνονται στην ατμόσφαιρα από τις βιομηχανίες και
εξατμίσεις αυτοκινήτων, μετατρέπονται με την υγρασία σε οξέα (θείίκό, νιτρικό) που
παρασύρονται με τη βροχή πάνω σε φυτά και ζώα. Ενώ το pH της μη μολυσμένης
βροχής είναι περίπου 5,6 (λόγω H2CO3 που σχηματίζεται από το CO2 της ατμόσφαιρας)
σε μολυσμένες περιοχές είναι μικρότερο του 4,2. H όξινη βροχή έχει βλαβερές
επιπτώσεις τόσο στα χερσαία όσο και στα υδάτινα οικοσυστήματα. H μείωση του pH του
εδάφους επηρεάζει την διαλυτότητα των μετάλλων που βρίσκονται στο έδαφος. Κάποια
χρήσιμα για τα φυτά μεταλλικά στοιχεία εκπλένονται, ενώ αυξάνεται και η συγκέντρωση
των τοξικών μετάλλων. Αποτέλεσμα είναι τελικά η καταστροφή των δασών, όπως συνέβη
για παράδειγμα στην Τσεχοσλοβακία. Όσον αφορά τα υδάτινα οικοσυστήματα, η μείωση
του pH των λιμνών όσο και η συγκέντρωση σ’ αυτές μετάλλων που εκπλένονται από το
έδαφος, επηρεάζουν ψάρια, αμφίβια και ασπόνδυλα που ζουν σ’ αυτές. Τα περισσότερα
ψάρια πεθαίνουν σε pH 4,2-5.
Κάθε οργανισμός πρέπει να ρυθμίζει την χημεία των κυττάρων του, ιδιαίτερα το pH
των διαφόρων κυτταρικών διαμερισμάτων. Τα ζώα πρέπει να ρυθμίζουν επίσης το pH
του αίματός τους. To φυσιολογικό pH του ανθρωπίνου αίματος είναι 7,4 και αποκλίσεις
από την τιμή αυτή έστω και κατά λίγα δέκατα της μονάδας, μπορεί να αποβούν μοιραίες.
H ρύθμιση του pH είναι δυνατή μερικώς από τα ρυθμιστικά διαλύματα, που είναι
συστήματα που διατηρούν σχετικά σταθερό το pH διαλυμάτων ακόμα κι όταν
προστεθούν σ’ αυτά σημαντικά ποσά οξέος ή βάσης. Ένα ρυθμιστικό διάλυμα είναι μίγμα
ενός οξέος που δεν ιονίζεται πλήρως στο νερό και της συζυγής του βάσης - παράδειγμα
το ανθρακικό οξύ (H2CO3) και τα δικαρβονικά ιόντα (HCO3-) που σχηματίζονται από το
CO2 του αίματος. Av προστεθεί οξύ σ’ αυτό το διάλυμα όλα τα ιόντα H+ του οξέος δεν
παραμένουν στο διάλυμα. Πολλά από αυτά ενώνονται με τα δικαρβονικά ιόντα και
παράγουν επί πλέον ανθρακικό οξύ που διασπάται σε CO2 και νερό, μειώνοντας έτσι την
επίδραση οξείνισης από την προσθήκη του οξέος. Av προστεθεί βάση η αντίδραση
αντιστρέφεται. Μέρος του ανθρακικού οξέος ιονίζεται και παράγει δικαρβονικά ιόντα και
επί πλέον ιόντα υδρογόνου που εξουδετερώνουν μέρος της προστιθέμενης βάσης.
Εκτός από το μέγεθος και τη δομή, τα μόρια έχουν ορισμένες ιδιότητες που τα χαρα-
κτηρίζουν και προσδιορίζουν το βιολογικό τους ρόλο.
H χημική σύσταση,
η τρισδιάστατη δομή,
η ενεργότητα και
η διαλυτότητα είναι χαρακτηριστικά που διακρίνουν μια καθαρή χημική ένωση από μια
άλλη.
H παρουσία πολικών ή φορτισμένων θέσεων σ’ ένα μόριο παίζουν σημαντικό ρόλο στον
καθορισμό της διαλυτότητάς τους στο νερό. Τέτοιες θέσεις επίσης καθορίζουν τα είδη των
χημικών αντιδράσεων τις οποίες τα μόρια αυτά συμμετέχουν. Ορισμένες ομάδες ατόμων,
που αποτελούν λειτουργικές ομάδες και απαντούν σε μια ποικιλία μορίων, απλοποιούν
την κατανόηση των αντιδράσεων στις οποίες λαμβάνουν μέρος αυτά τα μόρια.
Τα στοιχεία C, Η, Ο, N αποτελούν το 95% περίπου της μάζας του σώματος των οργανισμών. H
βιολογική καταλληλότητα αυτών των στοιχείων βασίζεται σε συγκεκριμένες χημικές ιδιότητες:
α) Σχηματίζουν εύκολα ομοιοπολικούς δεσμούς με αμοιβαία συνεισφορά ηλεκτρονίων. Τα Η, Ο, Ν,
C χρειάζονται 1, 2, 3, 4 ηλεκτρόνια αντίστοιχα, για τη συμπλήρωση της εξωτερικής στοιβάδας και
για να σχηματίσουν σταθερούς ομοιοπολικούς δεσμούς και επίσης μπορούν να σχηματίσουν
διπλούς ή τριπλούς δεσμούς επίσης με μεγάλη ευελιξία,
β) Τα στοιχεία C, Η, O σχηματίζουν πολύ ισχυρούς ομοιοπολικούς δεσμούς. Είναι τα ελαφρότερα
στοιχεία που σχηματίζουν ομοιοπολικούς δεσμούς, η σταθερότητα των οποίων είναι αντιστρόφως
ανάλογη του ατομικού βάρους των στοιχείων που συμμετέχουν στο σχηματισμό τους, ιδιαίτερη
σημασία έχει ο άνθρακας που μπορεί να σχηματίσει ομοιοπολικούς δεσμούς με άλλα άτομα
άνθρακα, που θ’ αποτελόσουν τον σκελετό για μια μεγάλη ποικιλία οργανικών ενώσεων. O
άνθρακας επίσης έχει την ιδιότητα ν’ αντιδρά και με τα στοιχεία Ο, Η, N, S.
γ) Λόγω της τετραεδρικής στερεοδιάταξης των κοινών ζευγαριών ηλεκτρονίων στο άτομο του
άνθρακα, τα διάφορα οργανικά μόρια έχουν και διαφορετική τρισδιάστατη δομή. Δεν υπάρχει άλλο
χημικό στοιχείο που να σχηματίζει σταθερά μόρια σε τόσο'μεγάλη ποικιλία ως προς το μέγεθος,
σχήμα και λειτουργικές ομάδες, από τον άνθρακα.
δ) Οι οργανικές ενώσεις στους ζωντανούς οργανισμούς είναι πολύ υδρογονωμένες, ενώ ο
άνθρακας στο φλοιό της γης είναι οξειδωμένος (ανθρακικά ή όξινα ανθρακικά άλατα). Επειδή
υπάρχει μεγάλη ποσότητα οξυγόνου στην ατμόσφαιρα, ο άνθρακας και το υδρογόνο σχηματίζουν
CΟ2 και H2O, ενώσεις σταθερές και φτωχές σε ενέργεια.
Από το CO2, το H2O και το N2 του περιβάλλοντος, μπορούν να σχηματισθούν όλα τα μικρού
μοριακού βάρους πρόδρομα μόρια και στη συνέχεια όλα τα συστατικά του κυττάρου με βιολογικούς
μηχανισμούς.
Υπάρχουν 30 διαφορετικά βιομόρια, που ονομάζονται πρωτογενή, τα οποία με κατάλληλες
μεταβολικές οδούς αλληλομετατρέπονται και δίνουν γένεση σε όλα τα συστατικά του κυττάρου.
Τα πρωτογενή βιομόρια είναι 20 αμινοξέα, 5 αζωτούχες βάσεις, 1 λιπαρό οξύ, 2 σάκχαρα, 1
αλκοόλη και 1 αμίνη.
Τα βιολογικά συστήματα
H σταθεροποίηση της θερμοκρασίας στην επιφάνεια της γης οφείλεται στις τεράστιες ποσότητες
νερού που υπάρχουν σε αυτή. Επειδή το νερό ελευθερώνει ή απορροφά τεραστία ποσά
θερμότητας, όταν παγώνει ή εξατμίζεται αντίστοιχα, προστατεύει την επιφάνεια της γης από
υπερβολική ψύξη ή υπερθέρμανση.
To νερό:
α) Είναι άριστο διαλυτικό μέσο πολλών ενώσεων.
β) Λαμβάνει μέρος σε πολλές χημικές αντιδράσεις είτε σαν αντιδρών μόριο είτε σαν προϊόν μιας
αντίδρασης.
γ) Είναι η πηγή του ατμοσφαιρικού οξυγόνου μέσω του μεταβολισμού των φυτών, ενώ τα
υδρογόνα του ενσωματώνονται σε πολλές οργανικές ενώσεις στα κύτταρα,
δ) Είναι κατάλληλο λιπαντικό (διευκολύνει την τριβή των οργάνων και των συνδέσμων)
Τα μόρια του νερού είναι πολικά και έλκονται μεταξύ τους σχηματίζοντας δεσμούς υδρογόνου (το H
του ενός μορίου έλκεται από το O του άλλου).
Οι ιδιότητες του
α) Μεγάλη ειδική θερμότητα: συμβάλλει στη διατήρηση σταθερής θερμοκρασίας στους ωκεανούς,
λίμνες, σώμα οργανισμών.
β) Μειωμένη πυκνότητα μεταξύ 4° και 0ο C: οι μεγάλοι υδάτινοι όγκοι της γης παγώνουν ε-
πιφανειακά, ο πάγος επιπλέει και δεν επηρεάζονται οι οργανισμοί που ζουν μέσα στο νερό,
γ) Υψηλή θερμοκρασία εξάτμισης: συμβάλλει στην αντιμετώπιση της υπερθέρμανσης. Για να
εξατμισθεί το νερό απορροφά θερμότητα
δ) Υψηλή θερμική αγωγιμότητα γεγονός που εξασφαλίζει την ομοιόμορφη κατανομή της
θερμότητας σ’ όλο το σώμα.
ε) Μεγάλη επιφανειακή τάση: λόγω μεγάλων δυνάμεων συνοχής μεταξύ των μορίων του νερού
διευκολύνεται η κίνηση του νερού μέσα στο έδαφος και η απορρόφησή του από τις ρίζες, καθώς
και στα στελέχη και φύλλα των φυτών.
Όξινη βροχή.
Τα οξείδια S και N που ελευθερώνονται στην ατμόσφαιρα από τις βιομηχανίες και εξατμίσεις
αυτοκινήτων, μετατρέπονται με την υγρασία σε οξέα (θείίκό, νιτρικό) που παρασύρονται με τη
βροχή πάνω σε φυτά και ζώα. Ενώ το pH της μη μολυσμένης βροχής είναι περίπου 5,6 (λόγω
H2CO3 που σχηματίζεται από το CO2 της ατμόσφαιρας) σε μολυσμένες περιοχές είναι μικρότερο
του 4,2. H όξινη βροχή έχει βλαβερές επιπτώσεις τόσο στα χερσαία όσο και στα υδάτινα
οικοσυστήματα. H μείωση του pH του εδάφους επηρεάζει την διαλυτότητα των μετάλλων που
βρίσκονται στο έδαφος. Κάποια χρήσιμα για τα φυτά μεταλλικά στοιχεία εκπλένονται, ενώ
αυξάνεται και η συγκέντρωση των τοξικών μετάλλων. Αποτέλεσμα είναι τελικά η καταστροφή των
δασών, όπως συνέβη για παράδειγμα στην Τσεχοσλοβακία. Όσον αφορά τα υδάτινα
οικοσυστήματα, η μείωση του pH των λιμνών όσο και η συγκέντρωση σ’ αυτές μετάλλων που
εκπλένονται από το έδαφος, επηρεάζουν ψάρια, αμφίβια και ασπόνδυλα που ζουν σ’ αυτές. Τα
περισσότερα ψάρια πεθαίνουν σε pH 4,2-5.
Κάθε οργανισμός πρέπει να ρυθμίζει την χημεία των κυττάρων του, ιδιαίτερα το pH των
διαφόρων κυτταρικών διαμερισμάτων. Τα ζώα πρέπει να ρυθμίζουν επίσης το pH του αίματός
τους. To φυσιολογικό pH του ανθρωπίνου αίματος είναι 7,4 και αποκλίσεις από την τιμή αυτή έστω
και κατά λίγα δέκατα της μονάδας, μπορεί να αποβούν μοιραίες. H ρύθμιση του pH είναι δυνατή
μερικώς από τα ρυθμιστικά διαλύματα, που είναι συστήματα που διατηρούν σχετικά σταθερό το
pH διαλυμάτων ακόμα κι όταν προστεθούν σ’ αυτά σημαντικά ποσά οξέος ή βάσης. Ένα
ρυθμιστικό διάλυμα είναι μίγμα ενός οξέος που δεν ιονίζεται πλήρως στο νερό και της συζυγής του
βάσης - παράδειγμα το ανθρακικό οξύ (H2CO3) και τα δικαρβονικά ιόντα (HCO3-) που
σχηματίζονται από το CO2 του αίματος. Av προστεθεί οξύ σ’ αυτό το διάλυμα όλα τα ιόντα H+ του
οξέος δεν παραμένουν στο διάλυμα. Πολλά από αυτά ενώνονται με τα δικαρβονικά ιόντα και
παράγουν επί πλέον ανθρακικό οξύ που διασπάται σε CO2 και νερό, μειώνοντας έτσι την επίδραση
οξείνισης από την προσθήκη του οξέος. Av προστεθεί βάση η αντίδραση αντιστρέφεται. Μέρος του
ανθρακικού οξέος ιονίζεται και παράγει δικαρβονικά ιόντα και επί πλέον ιόντα υδρογόνου που
εξουδετερώνουν μέρος της προστιθέμενης βάσης.
Εκτός από το μέγεθος και τη δομή, τα μόρια έχουν ορισμένες ιδιότητες που τα χαρακτηρίζουν και
προσδιορίζουν το βιολογικό τους ρόλο.
H χημική σύσταση,
η τρισδιάστατη δομή,
η ενεργότητα και
η διαλυτότητα είναι χαρακτηριστικά που διακρίνουν μια καθαρή χημική ένωση από μια άλλη.
H παρουσία πολικών ή φορτισμένων θέσεων σ’ ένα μόριο παίζουν σημαντικό ρόλο στον
καθορισμό της διαλυτότητάς τους στο νερό. Τέτοιες θέσεις επίσης καθορίζουν τα είδη των χημικών
αντιδράσεων τις οποίες τα μόρια αυτά συμμετέχουν. Ορισμένες ομάδες ατόμων, που αποτελούν
λειτουργικές ομάδες και απαντούν σε μια ποικιλία μορίων, απλοποιούν την κατανόηση των
αντιδράσεων στις οποίες λαμβάνουν μέρος αυτά τα μόρια. Στα κύτταρα υπάρχουν 3 τύποι
μακρομορίων: οι πολυσακχαρίτες, οι πρωτεΐνες και τα νουκλεϊκά οξέα.
Τα μόρια ποικίλουν ως προς το μέγεθος. Μερικά είναι μικρά όπως το H2 και το CH4. Άλλα είναι
μεγάλα, όπως το μόριο της σακχαρόζης που έχει 45 άτομα. Αλλά υπάρχουν και άλλα μόρια, όπως
οι πρωτεΐνες που είναι γιγάντια, περιέχοντας μερικές δεκάδες χιλιάδες ατόμων. Ανεξαρτήτως
μεγέθους, τα πλείστα των μορίων των ζώντων οργανισμών περιέχουν άτομα άνθρακα και γι’ αυτό
ονομάζονται οργανικά μόρια. Τα περισσότερα οργανικά μόρια περιέχουν επίσης υδρογόνο και
οξυγόνο, και πολλά περιέχουν επίσης άζωτο και φώσφορο.
Όλα τα μόρια έχουν μια ειδική τρισδιάστατη δομή. Για παράδειγμα, ο προσανατολισμός των
εξωτερικών στιβάδων γύρω από το άτομο άνθρακα δίνει στο μόριο του μεθανίου (CH4) τη δομή
ενός κανονικού τετραέδρου, ενώ στο διοξείδιο του άνθρακα (CO2) τα τρία άτομα βρίσκονται στη
σειρά. Μεγαλύτερα μόρια έχουν ειδικές περίπλοκες δομές, που είναι αποτέλεσμα του αριθμού και
του είδους των ατόμων και του τρόπου σύνδεσής τους. Μερικά μεγάλα μόρια έχουν συμπαγείς
σφαιρικές δομές, άλλα επιμήκεις, λεπτές, νηματοειδείς δομές. Οι δομές σχετίζονται με τους ρόλους
που παίζουν τα μόρια αυτά στα κύτταρα.
Εκτός από το μέγεθος και τη δομή, τα μόρια έχουν ορισμένες ιδιότητες που τα χαρακτηρίζουν
και προσδιορίζουν το βιολογικό τους ρόλο. H χημική σύσταση, η τρισδιάστατη δομή, η
ενεργότητα και η διαλυτότητα είναι χαρακτηριστικά που διακρίνουν μια καθαρή χημική ένωση
από μια άλλη. Για παράδειγμα η ζάχαρη είναι ουσία διαλυτή στο νερό, που σημαίνει ότι η στερεή
ουσία διαλύεται και σχηματίζει ένα ομοιογενές μίγμα, αλλά η ίδια ένωση είναι αδιάλυτη στο λάδι (η
στερεή ζάχαρη παραμένει σταθερή) και το προκύπτον μίγμα είναι ετερογενές. Μια άλλη ουσία,
όπως το βουτάνιο, είναι αδιάλυτη στο νερό αλλά πολύ διαλυτή στο λάδι.
H παρουσία πολικών ή φορτισμένων θέσεων σ’ ένα μόριο παίζουν σημαντικό ρόλο στον κα-
θορισμό της διαλυτότητάς τους στο νερό. Τέτοιες θέσεις επίσης καθορίζουν τα είδη των χημικών
αντιδράσεων τις οποίες τα μόρια αυτά συμμετέχουν. Ορισμένες ομάδες ατόμων, που αποτελούν
λειτουργικές ομάδες και απαντούν σε μια ποικιλία μορίων, απλοποιούν την κατανόηση των
αντιδράσεων στις οποίες λαμβάνουν μέρος αυτά τα μόρια. Οι σημαντικότερες λειτουργικές ομάδες
των οργανικών ενώσεων των κυττάρων φαίνονται στον Πίνακα που ακολουθεί. Οι λειτουργικές
αυτές ομάδες έχουν σταθερή συμπεριφορά σ’ όλα τα μόρια που βρίσκονται. Επί πλέον ο αριθμός
και η διάταξή τους σε κάθε μόριο του προσδίδουν μοναδικές ιδιότητες.
OΙ πρωτεΐνες αποτελούνται από αμινοξέα και τα νουκλεϊκά οξέα από νουκλεοτίδια. H σύν-
θεση και η αποικοδόμηση των πολυμερών ακολουθεί το ίδιο βασικό σχήμα. Έχουμε σύνθεση
με αφυδάτωση, όπου τα μονομερή με τη βοήθεια ενζύμων και ενέργειας ενώνονται το ένα
μετά το άλλο με ομοιοπολικούς δεσμούς και σχηματίζουν το πολυμερές, και αποικοδόμηση
με υδρόλυση όπου με τη βοήθεια ενζύμων το πολυμερές διασπάται. Οι δύο διαδικασίες δεν
είναι η μία απλή αντιστροφή της άλλης, αλλά ξεχωριστές οδοί για αποτελεσματικό έλεγχο.
Σύνθεση και Αποικοδόμηση Πολυμερών. (A) Τα μονομερή (M) ενώνονται με απομάκρυνση ενός
μορίου νερού. Σχηματίζεται ομοιοπολικό« δεσμό«, απαιτείται ενέργεια και ένζυμα. (B) H αντίστροφη
διαδικασία σπάζει τον ομοιοπολικό δεσμό μεταξύ των μονομερών με την προσθήκη νερού και
ενζύμων.
Στα κύτταρα εκτός από τους πολυσακχαρίτες, τις πρωτεΐνες και τα νουκλεϊνικά οξέα υπάρχει και
μια τέταρτη κατηγορία μορίων, που μπορούν να σχηματίσουν μεγάλες δομές, τα λιπίδια. Αλλά
επειδή τα μεμονωμένα συστατικά (λιπίδια) δεν ενώνονται μεταξύ τους ομοιοπολικά, οι μεγάλες
δομές που σχηματίζουν δεν είναι πραγματικά μακρομόρια.
Λιπίδια
Τα λιπίδια είναι μια ομάδα οργανικών μορίων χημικά ετερογενής. Όμως διακρίνονται από μία
κοινή ιδιότητα, την αδιαλυτότητά τους στο νερό, που οφείλεται στην παρουσία πολλών μη
πολικών ομοιοπολικών δεσμών. Μη πολικά μόρια μπορούν να συνδυαστούν μεταξύ τους και να
σχηματίσουν μεγάλες δομές, αλλά αυτές οι δομές δεν θεωρούνται μακρομόρια, επειδή οι δεσμοί
ανάμεσα στα ξεχωριστά μόρια δεν είναι ομοιοπολικοί. Αυτά τα μη πολικά μόρια υδρογονανθράκων
ωθούνται μαζί από τα μόρια του νερού, τα οποία δεν έλκονται από τις μη πολικές ενώσεις. Όταν μη
πολικές ενώσεις είναι επαρκώς κοντά η μια με την άλλη, ασθενείς αλλά προστιθέμενες δυνάμεις
Van der WaaIs τα κρατούν κοντά. Av και αδιάλυτα στο νερό, τα λιπίδια είναι διαλυτά σε άλλα
λιπίδια, ή μη πολικούς οργανικούς διαλύτες όπως ο αιθέρας και το βενζόλιο. Λόγω της
αδιαλυτότητάς τους στο νερό, στο σώμα μας κάποια λιπίδια (π.χ. χοληστερίνη) χρειάζονται
υδατοδιαλυτούς φορείς πρωτεΐνες για την μεταφορά τους δια του αίματος, που αποτελείται ατο
μεγαλύτερο μέρος του από νερό.
Εκτός από την ποικιλότητα στην χημική τους δομή τα λιπίδια έχουν και πολλούς διαφορετικούς
βιολογικούς ρόλους. Κάποια λιπίδια είναι αποθησαυριστικά (λίπη και έλαια). Άλλα είναι βασικά
δομικά συστατικά των βιολογικών μεμβρανών (φωσφολιπίδια). Τα καρωτενοειδή βοηθούν τα φυτά
και δεσμεύουν την ηλιακή ενέργεια, και τα στεροειδή παίζουν ρυθμιστικό ρόλο.
I . Ουδέτερα λιπίδια
Είναι τα πιο άφθονα στα ζώντα συστήματα και δίνουν διπλάσια ενέργεια απ’ ότι το ίδιο βάρος
υδατανθράκων. Είναι οικονομικό αποθησαυριστικά υλικό. Οι υδατάνθρακες και οι πρωτεΐνες
μετατρέπονται σε λιπίδια και αποθηκεύονται στον λιπώδη ιστό. To λιπώδες στρώμα κάτω από το
δέρμα λειτουργεί σαν μονωτικό υλικό, ώστε να διατηρείται σταθερή η θερμοκρασία του σώματος.
Τα φυτά αποθηκεύουν λιπίδια στους σπόρους των.
Χημικά τα ουδέτερα λιπίδια, είναι τριγλυκερίδια. Τριγλυκερίδια που είναι στερεά σε
θερμοκρασία δωματίου (20° C) ονομάζονται λίπη, τριγλυκερίδια υγρά σε θερμοκρασία δωματίου,
έλαια. Tα τριγλυκερίδια αποτελούνται από γλυκερίνη και λιπαρά οξέα. H γλυκερίνη είναι μικρό
μόριο με τρία υδροξύλια (-ΟΗ). Τα λιπαρά οξέα έχουν μακριές μη πολικές ουρές και μια πολική
καρβοξυλομάδα (-COOH). To μήκος της ουράς ποικίλει (συνήθως 1 6 - 2 0 άτομα άνθρακα) και
μπορεί να είναι κορεσμένα ή όχι.
Στα κορεσμένα λιπαρά οξέα, όλοι οι δεσμοί ανάμεσα στα άτομα άνθρακα της υδρογοναν-
θρακικής αλυσίδας είναι απλοί δεσμοί. To παλμιτικό οξύ με 16 άτομα άνθρακα και το στεατικό με
18, είναι μόρια σχετικά συμπαγή και ευθέα.
Στα ακόρεστα λιπαρά οξέα, η υδρογονανθρακική αλυσίδα έχει ένα ή περισσότερους διπλούς
δεσμούς. To ελαϊκό οξύ με 18 άτομα άνθρακα και ένα διπλό δεσμό στη μέση της αλυσίδας, είναι
λιπαρό οξύ με μία κάμψη στην αλυσίδα. To λινολεϊκό οξύ είναι πολυακόρεστο και έχει πολλαπλές
κάμψεις. Αυτές οι κάμψεις δεν αφήνουν τα μόρια αυτά να πακεταριστούν στενά το ένα με το άλλο.
Tα δύο λιπαρά οξέα που ο άνθρωπος δεν μπορεί να βιοσυνθέσει και πρέπει να παίρνει με την
τροφή του είναι και τα δύο ακόρεστα. Διατροφή πλούσια σε ακόρεστα λιπαρά οξέα μειούνουν τις
πιθανότητες αρτηριοσκλήρυνσης, και επομένως καρδιακών επεισοδίων. Δίαιτες πλούσιες σε
κορεσμένα λιπαρά οξέα έχουν το αντίθετο αποτέλεσμα.
Ουδέτερα λιπίδια. (Α) γλυκερίνη (Β) λιπαρά οξέα (στεατικό, παλμιτικό, ολεϊκό) (Γ) τριγλυκερίδιο
Tα ακόρεστα λιπαρά οξέα είναι βασικής σημασίας για τη διατροφή. Είναι πρόδρομοι σημα-
ντικών μορίων και οι μεμβράνες των κυττάρων μας είναι πλούσιες σε ακόρεστα λιπαρά οξέα. Αλλά
επειδή τόσο ο ανθρώπινος οργανισμός όσο και άλλα θηλαστικά δεν μπορούν να βιοσυν- θέσουν
λιπαρά οξέα με διπλούς δεσμούς πέρα από το ένατο άτομο άνθρακα στην αλυσίδα, είναι
απαραίτητο να παρέχεται μικρή ποσότητα ακόρεστων λιπαρών οξέων σ’ αυτούς τους ορ-
γανισμούς. Τόσο το λινολεϊκό όσο και το λινολενικό είναι απαραίτητα στα θηλαστικά.
2. Φωσφολιπίδια
Είναι συστατικά των κυτταρικών μεμβρανών. Ένα μόριο φωσφολιπιδίου αποτελείται από ένα
μόριο γλυκερίνης, στην οποία είναι ενωμένα 1 ή 2 μόρια λιπαρού οξέος, και ένα φωσφορικό οξύ
στο οποίο δένεται μια οργανική βάση αιθανολαμίνη, ή χολίνη ή σερίνη. Τα φωσφολιπίδια
περιέχουν P και N που δεν υπάρχουν στα ουδέτερα λιπίδια. Τα δύο άκρα ενός φωσφο- λιπιδίου
διαφέρουν χημικά και φυσικά. To ένα άκρο έχει υδρόφοβο χαρακτήρα, λόγω των λιπαρών οξέων
και το άλλο υδρόφιλο, (λόγω φωσφορικού, βάσης) (εικ. α). Τα μόρια λοιπόν των φωσφολιπιδίων
έχουν πολικότητα και επομένως παίρνουν ορισμένη διάταξη μέσα στο νερό, με τα υδρόφιλα άκρα
προς τα έξω και τα υδρόφοβα προς τα μέσα. H κυτταρική μεμβράνη αποτελείται από δύο στιβάδες
φωσφολιπιδίων (εικ. β). Τα φωσφολιπίδια μερικές φορές αποτελούν αποθησαυριστικά υλικά, αλλά
ο κύριος ρόλος τους είναι δομικός (μεμβράνες).
Φωσφολιπίδια. (Α) λεκιθίνη (Β) λιπιδιακή διπλοστιβάδα κυτταρικών μεμβρανών
Καροτενοειδή. (Α) ισοπρένιο (Β) β-καροτένιο
3. Καροτενοειδή
Τα καρωτενοειδή είναι μια οικογένεια χρωστικών που απορροφούν το φως και βρίσκονται οπα
φυτά και στα ζώα. To β-καροτένιο είναι μια χρωστική που απορροφά την ηλιακή ενέργεια στα
φύλλα κατά την φωτοσύνθεση και είναι επίσης υπεύθυνο για τον φωτοτροπισμό. Στον άνθρωπο
ένα μόριο β-καρωτενίου μπορεί να διασπασθεί σε δύο μόρια βιταμίνης Α, από την οποία
βιοσυνθέτουμε την ροδοψίνη που απαιτείται για την όραση. Τα καροτενοειδή είναι υπεύθυνα για το
χρώμα του καρότου, της ντομάτας, της κίτρινης κολοκύθας, του κρόκου αυγού (και της
γλυκοπατάτας)
4. Στεροειδή
Τα στεροειδή είναι μια οικογένεια οργανικών ενώσεων, των οποίων οι πολλαπλοί δακτύλιοι
μοιράζονται άτομα άνθρακα. Μερικά στεροειδή είναι σημαντικά συστατικά των μεμβρανών. Άλλα
είναι ορμόνες. H τεστοστερόνη και τα οιστρογόνα είναι στεροειδή, ορμόνες που ρυθμίζουν την
ανάπτυξη του φύλου στα σπονδυλωτά. H κορτιζόνη και συναφείς ορμόνες, παίζουν ρυθμιστικό
ρόλο στην πέψη υδατανθράκων και πρωτεϊνών, στην διατήρηση της οσμωτικής ισορροπίας και στη
σεξουαλική ανάπτυξη.
H χοληστερίνη συντίθεται στο συκώτι και συμβάλλει στη δομή μερικών κυτταρικών μεμ-
βρανών. Είναι η βάση για τη βιοσύνθεση της τεστοστερόνης και άλλων στεροειδών ορμονών,
καθώς επίσης και των χολικών αλάτων του βοηθούν στην αποικοδόμηση του λίπους της δια-
τροφής. Όταν υπάρχουν μεγάλα ποσά χοληστερίνης στο αίμα, αυτή αποτίθεται στις αρτηρίες
πράγμα που μπορεί να οδηγήσει σε αρτηριοσκλήρωση και καρδιακή προσβολή.
Βιταμίνες
Οι υδατάνθρακες είναι μια ομάδα οργανικών ουσιών με γενικό τύπο CH2O. Μερικοί είναι
σχετικά μικροί, με μοριακά βάρη μικρότερα του 100. Άλλοι είναι πραγματικά μακρομόρια με
μοριακά βάρη πολλές εκατοντάδες ή χιλιάδες. Υπάρχουν τέσσερις κατηγορίες υδατανθράκων
βιολογικού ενδιαφέροντος. Οι μονοσακχαρίτες, όπως η γλυκόζη και η φρουκτόζη, είναι τα μο-
νομερή από τα οποία δομούνται μεγαλύτερες μορφές. Οι δισακχαρίτες αποτελούνται από δύο
μονοσακχαρίτες. Οι ολιγοσακχαρίιες αποτελούνται από 20 - 30 μόρια μονοσακχαρίτη. Τέλος οι
πολυσακχαρίτες, όπως άμυλο, γλυκογόνο, κυτταρίνη, αποτελούνται από εκατοντάδες χιλιάδες
υπομονάδες γλυκόζης.
Μονοσακχαρίτες
Όλα τα κύτταρα περιέχουν γλυκόζη με τύπο C6H12O6. Τα πράσινα φυτά παράγουν γλυκόζη
κατά τη φωτοσύνθεση και οι άλλοι οργανισμοί προσλαμβάνουν γλυκόζη άμεσα ή έμμεσα από τα
φυτά. Τα κύτταρα χρησιμοποιούν τη γλυκόζη σα πηγή ενέργειας, μετατρέποντάς την σε μια σειρά
αντιδράσεων κατά τις οποίες ελευθερώνεται ενέργεια και παράγουν νερό και διοξείδιο του
άνθρακα.
Υπάρχουν δύο μορφές γλυκόζης, η ευθύγραμμη αλυσίδα και η κυκλική μορφή. Σε υδατικό
διάλυμα βρίσκομαι σε ισορροπία μεταξύ τους, αλλά στα κύτταρα η κυκλική μορφή κυριαρχεί
(>99%). Οι δύο διακριτές κυκλικές μορφές (α και β γλυκόζη) διαφέρουν μόνον ως προς τη το-
ποθέτηση του -H και -OH στο άτομο άνθρακα 1 .
Γλυκόζη: Ευθύγραμμη και Κυκλική Μορφή. Διαλυμένες στο νερό οι μορφές α και β γλυκόζη
αλληλομετατρέπονται. H ευθύγραμμη μορφή έχει μια αλδεϋδομαδα στο άτομο άνθρακα 1.
Αντίδραση μεταξύ της αλδεϋδομάδας και της υδροξυλομάδας στο άτομο άνθρακα 5 δίνει την
κυκλική μορφή.
Οι περισσότεροι από τους μονοσακχαρίτες των κυττάρων είναι της μορφής των D οπτικών
ισομερών. Αλλά υπάρχουν δομικά ισομερή, που αποτελούνται από το ίδιο ακριβώς αριθμό και
είδος ατόμων, τα οποία όμως συνδυάζονται διαφορετικά. Όλες οι εξόζες αποτελούν μια ομάδα
δομικών ισομερών με γενικό τύπο C6H12O6. Εκτός της γλυκόζης, άλλες εξόζες είναι η φρουκτόζη, η
μαννόζη και η γαλακτόζη.
Οι πεντόζες είναι σάκχαρα με πέντε άτομα άνθρακα. Μερικές βρίσκονται κυρίως στα κυτταρικά
τοιχώματα των φυτών, όπως και αρκετές εξόζες. Δύο πεντόζες έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, η
ριβόζη και η δεσοξυριβόζη που είναι συστατικά του RNA και DNA αντίστοιχα. Αυτές οι δύο
πεντόζες δεν είναι ισομερή.
.
Μονοσακχαρίτες
Γλυκοζιδικοί δεσμοί
Οι μονοσακχαρίτες ενώνονται ομοιοπολικά μεταξύ τους σχηματίζοντας γλυκοζιδικούς δε-
σμούς. Δύο μόρια ενωμένα με ένα γλυκοζιδικό δεσμό σχηματίζουν ένα δισακχαρίτη. Για
παράδειγμα, ένα μόριο σακχαρόζης (ζάχαρη) - το σάκχαρο που μεταφέρεται σε διάφορα τμήματα
των φυτών - σχηματίζεται από ένα μόριο γλυκόζης και ένα φρουκτόζης, ενώ η λακτόζη
(γαλακτοσάκχαρο) από γλυκόζη και γαλακτόζη. H μαλτόζη είναι δισακχαρίτης από δύο μόρια
γλυκόζης, όπως και το ισομερές της η κελλοβιάζη. Έχουν γενικό τύπο C12H22O11 αλλά είναι
διαφορετικές ενώσεις με διαφορετικές ιδιότητες. H μαλτόζη αποτελείται από ένα μόριο α- γλυκόζης
και ένα μόριο β-γλυκόζης ενωμένα με γλυκοζιδικό δεσμό 1-4, ενώ η κελλοβιόζη από δύο μόρια β-
γλυκόζης ενωμένα με δεσμό 1-4. H σακχαρόζη αποτελείται από μια α-γλυκόζη και μια β-φρουκτόζη
ενωμένες με γλυκοζιδικό δεσμό 1-2.
Οι ολιγοσακχαρίτες αποτελούνται από αρκετούς μονοσακχαρίτες ενωμένους με γλυκοζι-
δικούς δεσμούς. Πολλοί ολιγοσακχαρίτες έχουν πρόσθετες λειτουργικές ομάδες που τους
προσδίδουν ειδικές ιδιότητες. Οι ολιγοσακχαρίτες είναι συχνά ομοιοπολικά δεμένοι σε πρωτεΐνες
και λιπίδια στην εξωτερική επιφάνεια των κυττάρων, όπου λειτουργούν ως σινιάλα αναγνώρισης.
Οι πολυσακχαρίτες διακρίνο\παι σε αποθησαυριστικούς και δομικούς. To άμυλο είναι κύ-
ριος αποθησαυριστικός πολυσακχαρίτης (πατάτες, σιτηρά κ.ά.) πολυμερές της α-γλυκόζης και
βρίσκεται σε δύο μορφές, αμυλόζη και αμυλοπηκτίνη. H αμυλόζη (20% του αμύλου της πατάτας)
είναι ευθύγραμμο πολυμερές αποτελούμενο από εκατοντάδες μόρια γλυκόζης (δεσμοί 1-4). Στο
νερό η αλυσίδα σχηματίζει αυθόρμητα μια έλικα και σ’ αυτή τη μορφή είναι αδιάλυτη. H ελικοειδής
αυτή δομή σταθεροποιείται με δεσμούς υδρογόνου. H αμυλοπηκτίνη (80% αμύλου πατάτας) είναι
πολυμερές με κύρια αλυσίδα γλυκόζης (δεσμοί 1-4) και διακλαδώσεις (δεσμός 1-6 στη
διακλάδωση).
Σχηματισμός δισακχαριτών με γλυκοζιδικούς δεσμούς
H κυτταρίνη είναι γραμμικό πολυμερές β-γλυκόζης (δεσμοί 1-4) μεγάλου μήκους. Πολλές αλυσίδες
(60-70) παράλληλα τοποθετημένες, συγκροτούνται με δεσμούς υδρογόνου και σχηματίζουν τα
μικροϊνίδια κυτταρίνης. Πολλά μικροϊνίδια μαζί σχηματίζουν τα ινίδια κυτταρίνης που είναι
ισχυρότατες βιολογικές δομές και σχηματίζουν μαζί με άλλα υλικά τα τοιχώματα των φυτικών
κυττάρων. H κυτταρίνη είναι η πιο άφθονη οργανική ένωση και πολύ ισχυρό υλικό, αλλά είναι
εύκαμπτη και μπορεί σε ειδικές συνθήκες να γίνει μαλακή (χαρτί).
H χιτίνη είναι γραμμικό πολυμερές της N - ακετυλογλυκοζαμίνης (δεσμοί 1-4). Αποτελεί κύριο
συστατικό του εξωσκελετού των εντόμων και άλλων αρθροπόδων. H χιτίνη είναι εύκαμπτη στον
εξωσκελετό πολλών εντόμων (π.χ. κατσαρίδες) αλλά πολύ σκληρή σε συνδυασμό με ασβέστιο σε
άλλα αρθρόποδα (αστακός, καβούρι).
Πρωτεΐνες
Στα πολυπεπτίδιο η καρβοξυλομάδα του ενός αμινοξέος ενώνεται με την αμινομάδα του ε-
πόμενου αμινοξέος. O δεσμός αυτός είναι ο πεπτιδικός δεσμός. To πλήρες πολυπεπτίδιο έχει
ένα αμινοξικό άκρο, N - άκρο, (το πρώτο αμινοξύ της αλυσίδας) και ένα καρβοξυλικό, C - άκρο (το
τελευταίο αμινοξύ). Ένα πολυπεπτίδιο γράφεται από αριστερά προς τα δεξιά με το N - άκρο
αριστερά και το C - άκρο δεξιά.
Νουκλεϊκά οξέα
Τόσο το DNA όσο και το RNA υπάρχουν σε όλα τα κύτταρα (λίγες εξαιρέσεις). To DNA είναι το
γενετικό υλικό γιατί περιέχει τα γονίδια που καθορίζουν την αλληλουχία των αμινοξέων κάθε
πρωτεΐνης που παράγει ο οργανισμός. Όμως το DNA δεν συμμετέχει άμεσα στη σύνθεση των
πρωτεϊνών, αλλά μεταγράφεται σε RNA που άμεσα εμπλέκεται στην διαδοχική συνένωση των
αμινοξέων κατά την πρωτεϊνοσύνθεση.
Κάθε μόριο DNA είναι δίκλωνο αποτελούμενο από δύο πολύ μακρυά πολυμερή νουκλεοτιδίων
που κρατιούνται μαζί με δεσμούς υδρογόνου, σχηματίζοντας τη γνωστή διπλή έλικα. Τα RNA είναι
μονόκλωνα πολυμερή νουκλεοτιδίων που μπορεί όμως ν’ αναδιπλωθούν και να πάρουν
συγκεκριμένη στερεοδιάταξη που περιέχει και δίκλωνες περιοχές.
Νουκλεοτίδιο είναι μία ένωση που αποτελείται από μια βάση αδενίνη (A), ή θυμίνη (Τ), ή
γουανίνη (G), ή κυτοσίνη (C), ή ουρακίλη (U), ένα σάκχαρο (ριβόζη ή δεσοξυριβόζη) και φω-
σφορικό οξύ. Διακρίνονται σε μονοφωσφορικά (AMP, GMP, ΤΜΡ, CMP, UMP), διφωσφορικά
(ADP, GDP, TDP, CDP, UDP) και τριφωσφορικά (ATP, GTP, ΤΤΡ, CTP, UTP) ανάλογα με τον α-
ριθμό των φωσφορικών τους ριζών. Τα νουκλεοτίδιατου DNA είναι τα dAMP, dTMP, dGMP και
dCMP ενώ στα RNA υπάρχουν τα AMP, GMP, CMP και UMP. Τα μονονουκλεοτίδια στο DNA και
RNA ενώνονται με 3-5 φωσφοδιεστερικούς δεσμούς (ανάμεσα στο OH του σακχάρου του ενός
νουκλεοτιδίου και του φωσφορικού του επομένου).
Τα νουκλεοτίδια είναι βασικής σημασίας βιολογικά μόρια όχι μόνο γιατί είναι δομικοί λίθοι των
νουκλεϊνικών οξέων (DNA, RNA) αλλά και γιατί συμμετέχουν σε πολλές μεταβολικές διεργασίες
στα κύτταρα. To ATP με τους δεσμούς υψηλής ενέργειας που περιέχει αποτελεί την αποθήκη
χημικής ενέργειας του κυττάρου. To GTP είναι απαραίτητο στη διαδικασία της πρω-
τεϊνοσύνθεσης, το UTP στη σύνθεση του γλυκογόνου και το CTP στη σύνθεση λιπιδίων και
φωσφολιπιδίων. To κυκλικό ΑΜΡ, που παράγεται από το ATP με τη βοήθεια του ενζύμου α-
δενυλική κυκλάση, είναι σημαντικό στη ρύθμιση κυτταρικών λειτουργιών.
Νουκλεϊνικά οξέα. (A) πυριμιδινικές βάσεις (B) πουρινικές βάσεις. (Γ) αδενοσινο-μονοφωσφωρικό
νουκλεοτίδιο. (Δ) ιμάμα μορίου νουκλεϊνικού οξέος S=σάκχαρο, Β=βάση, P=φωσφορικό.
Δομή Πληροφοριακών Μακρομορίων - Ασθενείς Αλληλεπιδράσεις
α) Ιοντικοί δεσμοί: Ελκτικές δυνάμεις μεταξύ ανιόντων και κατιόντων. Είναι ασθενείς
δεσμοί σε υδατικά διαλύματα, που τείνουν να σπάσουν λόγω της πολικότητας των
μορίων του νερού.
β) Δεσμοί υδρογόνου: O δεσμός που σχηματίζεται μεταξύ ενός ατόμου Η, που είναι
ενωμένο με Ο, ή άλλο ηλεκτραρνητικό άτομο (N)1 και ενός άλλου ηλεκτραρνητικού
ατόμου. Τα άτομα που συμμετέχουν στο δεσμό υδρογόνου, μπορεί να βρίσκονται σε
δύο διαφορετικά μέρη του ίδιου μορίου ή σε δύο διαφορετικά μόρια. Οι δεσμοί αυτοί
είναι ασθενείς δεσμοί μεγάλης βιολογικής σημασίας.
γ) Δεσμοί van der Waals: Ασθενείς ελκτικές δυνάμεις μεταξύ μορίων που βρίσκονται
πολύ κοντά και οφείλομαι στην αλληλεπίδραση των ηλεκτρονιακών νεφών τους,
Υψηλές θερμοκρασίες, αλλαγές του pH, ή αλλαγές στη συγκέντρωση άλατος, μπορεί να
προκαλέσουν αλλαγή στην κανονική στερεοδιάταξη μιας πρωτεΐνης και κατά συνέπεια
στην απώλεια της βιολογικής ενεργότητάς της. Παραδοσιακές τεχνικές συντήρησης
τροφίμων, όπως η παρασκευή τουρσιών και παστών ψαριών, βασίζονται στην
αδρανοποίηση των ενζύμων των μικροοργανισμών που υπάρχουν στα τρόφιμα, με
υψηλή συγκέντρωση όξους και χλωριούχου νατρίου αντίστοιχα.
H διατήρηση της οργάνωσης των ζώντων οργανισμών απαιτεί δαπάνη ενέργειας και
επιτυγχάνεται μέσω του μεταβολισμού.
Μεταβολισμός είναι το σύνολο των χιλιάδων χημικών αντιδράσεων που συμβαίνουν
στα κύτταρα και που τα βοηθούν ν’ αυξάνονται, να κινούνται, να διατηρούν σταθερή την
κατάστασή τους, να επιδιορθώνουν τις βλάβες τους, ν’ αναπαράγονται και ν’ αντιδρούν
σε ερεθίσματα. Κατά τον μεταβολισμό συμβαίνουν χημικές και ενεργειακές μετατροπές.
Παρά τις μεγάλες διαφορές που εμφανίζουν τα διάφορα είδη των οργανισμών μεταξύ
τους, οι μεταβο- λικές αντιδράσεις τους είναι σε μεγάλο βαθμό όμοιες.
Οι αντιδράσεις του μεταβολισμού μπορεί να διακριθούν σε δύο κατηγορίες:
H σύνθεση σακχαρόζης στο φυτό του σακχαροκάλαμου, για παράδειγμα δεν γίνεται:
Μια τέτοια αντίδραση θα απαιτούσε ενέργεια ίση περίπου με 5,5 kcal/mol για να
συμβεί, αν όλα τα αντιδρώντα μόρια βρίσκονται σε συγκέντρωση 1 mole/lit. Όμως οι
συγκεντρώσεις της γλυκόζης και της φρουκτόζης στα φυτικά κύτταρα, είναι πιθανότατα
μικρότερες από 0,01 mole/lit, ενώ η συγκέντρωση του νερού πολύ μεγάλη, 55 moles/lit
περίπου. Με τόσο νερό το σημείο ισορροπίας της αντίδρασης θα έπρεπε να κινείται προς
τ’ αριστερά, προς αποικοδόμηση δηλαδή της σακχαρόζης παρά προς βιοσύνθεση. Όμως
στις βιοσυνθετικές αντιδράσεις ένα από τ’ αντιδρώντα μόρια ενεργοποιείται από το ATP.
To ακραίο φωσφορικό του ATP μεταφέρεται ενζυμικά στη γλυκόζη. H φωσφογλυκόζη, με
υψηλότερο ενεργειακό περιεχόμενο από τη γλυκόζη, μπορεί ν’ αντιδράσει με τη
φρουκτόζη (αυτή η αντίδραση καταλύεται από άλλο ένζυμο) και δίνει σακχαρόζη και
ανόργανο φωσφορικό:
H όλη αντίδραση προχωρεί προς τα δεξιά γιατί υπάρχει καθαρή μείωση στην ενέργεια
(και καθαρή αύξηση της εντροπίας).
Εισαγωγή στη Βιοσύνθεση Πληροφοριακών Μακρομορίων - Δομή Πρωτεϊνών -
Μήτρες
Γενικά μπορούμε να πούμε ότι, για να βιοσυντεθεί ένα βιομόριο πρέπει να υπάρχουν
τα πρόδρομα μόρια, τα κατάλληλα ένζυμα και ενέργεια (ATP).
Όμως υπάρχει μια κατηγορία μακρομορίων, που ονομάζονται πληροφοριακά και
είναι οι πρωτεΐνες και τα νουκλεϊνικά οξέα, η βιοσύνθεση των οποίων δεν ακολουθεί τον
προηγούμενο κανόνα. Για τη σύνθεση ενός πληροφοριακού μακρομορίου, εκτός από τα
ενεργοποιημένα πρόδρομα μόρια και τα κατάλληλα ένζυμα, απαιτούνται επί πλέον
μήτρες, δηλαδή επιφάνειες μόρια, που θα δίνουν "πληροφορία" για τη σειρά με την
οποία πρέπει να ενωθούν τα πρόδρομα μόρια για να σχηματισθεί το πληροφοριακό
μακρομόριο.
Όπως σας είναι ήδη γνωστό, οι πρωτεΐνες είναι εξαιρετικά πολύπλοκα μακρομόρια,
που αποτελούνται από 20 διαφορετικές δομικές μονάδες (αμινοξέα) τοποθετημένες σε
μια σειρά (αλληλουχία), που είναι ακριβώς η ίδια για όλα τα μόρια ενός είδους πρωτεΐνης.
Εκτός από το θέμα της πρωτοδιάταξης ενός πρωτεϊνικού μορίου, υπάρχει το πρόβλημα
της στερεοδιάταξης, της διευθέτησης δηλαδή του πρωτεϊνικού μορίου στο χώρο. Σε μια
μακρυά πολυπεπτιδική αλυσίδα, πολλοί από τους δεσμούς επιτρέπουν ελεύθερη
περιστροφή των ατόμων που συνδέουν, δίνοντας έτσι στην πρωτεΐνη μεγάλη ευκαμψία.
Θεωρητικά λοιπόν, ένα πρωτεϊνικό μόριο θα μπορούσε να πάρει ένα απεριόριστο αριθμό
στερεοδιατάξεων. Όμως οι περισσότερες πολυπεπτιδικές αλυσίδες παίρνουν μια
συγκεκριμένη στερεοδιάταξη που καθορίζεται από την πρωτοδιάταξή τους. Και αυτό γιατί
οι πλευρικές ομάδες των αμινοξέων, δημιουργούν μεταξύ τους και με το νερό ασθενείς μη
ομοιοπολικούς δεσμούς, οι οποίοι λόγω μεγάλου αριθμού, καθιστούν την συγκεκριμένη
στε- ρεοδομή ιδιαίτερα σταθερή. Οι περισσότερες πρωτεΐνες παίρνουν αυθόρμητα τη
σωστή τους στερεοδιάταξη, που είναι ευνοϊκότερη από θερμοδυναμική άποψη μορφή ή
κατάσταση ελάχιστης ελεύθερης ενέργειας. H άποψη αυτή ενισχύεται και από πειράματα
αποδιάταξης, κατά τα οποία υψηλή θερμοκρασία ή άλλος αποδιαταξικός παράγοντας
καταστρέφει την τρισδιάστατη δομή και τη βιολογική δραστηριότητα. Av οι
αποδιαταγμένες πρωτεΐνες μεταφερθούν προσεκτικά στο φυσιολογικό τους περιβάλλον,
μερικές μπορούν να αποκτήσουν πάλι τη σωστή τους στερεοδιάταξη και επομένως και τη
βιολογική δραστικότητά τους.
Ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες που διέπουν την αναδίπλωση των
πρωτεϊνών είναι οι πολικές και μη πολικές πλευρικές ομάδες των αμινοξέων. Οι πολλές
υδρόφοβες ομάδες (30 - 50% των αμινοξέων στις πρωτεΐνες είναι μη πολικά) τείνουν να
μαζευτούν προς το εσωτερικό του μορίου ώστε ν’ αποφεύγεται η επαφή τους με τα μόρια
του νερού. Έτσι οι υδρόφοβοι δεσμοί αν και ασθενείς είναι πολύ σημαντικοί, λόγω
αριθμού, για τη σταθεροποίηση της στερεοδιάταξης.
Αντίθετα οι πολικές ομάδες διευθετούνται προς το εξωτερικό του πρωτεϊνικού μορίου,
όπου αλληλεπιδρούν με το νερό και άλλες πλευρικές πολικές ομάδες (ιοντικοί δεσμοί).
Επειδή οι πεπτιδικοί δεσμοί είναι πολικοί, τείνουν ν’ αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και με τις
πλευρικές ομάδες των αμινοξέων σχηματίζοντας δεσμούς υδρογόνου. Επομένως και οι
δεσμοί υδρογόνου έχουν κυρίαρχο ρόλο στην σταθεροποίηση της πρωτεϊνικής δομής.
Οι πρωτεΐνες που εκκρίνονται από τα κύτταρα ή βρίσκονται στην επιφάνεια των
κυττάρων, δημιουργούν συχνά πρόσθετους ομοιοπολικούς δεσμούς, όπως οι
δισουλφιδικοί δεσμοί (S - S) ανάμεσα σε δύο σουλφυδρυλικές ομάδες (-SH) γειτονικών
κυστεϊνών. Οι δεσμοί αυτοί σταθεροποιούν την ήδη αναδιπλωμένη αλυσίδα και δεν
απαιτούνται για την εξειδικευμένη αναδίπλωση της πρωτεΐνης. Αυτό γίνεται φανερό από
το γεγονός ότι, παρουσία αναγωγικού παράγοντα που παρεμποδίζει το σχηματισμό S - S
δεσμών, η εξειδικευμένη αναδίπλωση του πρω- τεϊνικού μορίου δεν παρεμποδίζεται. Στις
πρωτεΐνες που υπάρχουν και δρουν μέσα στα κύτταρα, οι δεσμοί S - S είναι σπάνιοι γιατί
στο κυτοσόλιο υπάρχουν αναγωγικοί παράγοντες σε μεγάλη συγκέντρωση. To τελικό
αποτέλεσμα όλων των αλληλεπιδράσεων μεταξύ των αμινο- ξέων (υδρόφοβες
αλληλεπιδράσεις, δεσμοί υδρογόνου, ιοντικοί δεσμοί,-S - S δεσμοί) είναι ότι τα
περισσότερα πρωτεϊνικά μόρια αναδιπλώνονται αυθόρμητα σε συγκεκριμένες στερεό-
διατάξεις, συνήθως συμπαγείς και σφαιρικές, αλλά μερικές φορές επιμήκεις και ινώδεις.
Εσωτερικά υπάρχουν οι υδρόφοβες ομάδες, στενά πακεταρισμένες και σε σχεδόν
κρυσταλλική διευθέτηση, ενώ εξωτερικά το μόριο είναι περίπλοκο και ακανόνιατο,
δίνοντας έτσι μοναδικές ιδιότητες σε κάθε είδος πρωτεΐνης.
Συμπερασματικά: Κάθε πρωτεϊνική αλυσίδα έχει μια ορισμένη πρωτογενή
στερεοδιάταξη. H στερεοδιάταξη αυτή είναι αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης και
σχηματισμού δεσμών μεταξύ των πλευρικών ομάδων των αμινοξέων. Επομένως
εξαρτάται τελείως από την πρωτοδιάτα- ξη, δηλαδή την αλληλουχία των αμινοξέων. H
στερεοδιάταξη που έχουν τα πρωτεϊνικά μόρια όταν είναι βιολογικά δραστικά, είναι η πιο
ευνοϊκή από θερμοδυναμική άποψη κατάσταση, είναι δηλαδή κατάσταση ελάχιστης
ελεύθερης ενέργειας και επομένως σταθερή.
Ελεύθερη Ενέργεια
Επειδή χρειάζεται ενέργεια για το σπάσιμο των χημικών δεσμών, οι δεσμοί
τείνουν να κρατούν τα άτομα σε ένα μόριο μαζί. Αντίθετα, η θερμική ενέργεια
αυξάνει την ατομική κίνηση και έτσι γίνεται ευκολότερη η απομάκρυνση των
ατόμων. Τόσο οι χημικοί δεσμοί όσο και η θερμότητα έχουν σημαντική επιρροή
στο μόριο, οι πρώτοι μειώνοντας την αταξία και η δεύτερη αυξάνοντας τη. To
τελικό αποτέλεσμα, το ποσό της ενέργειας που είναι ουσιαστικά διαθέσιμο για το
σπάσιμο και ακολούθως για το σχηματισμό νέων δεσμών, ονομάζεται ελεύθερη
ενέργεια του μορίου και συμβολίζεται με το γράμμα G. Γενικά η ελεύθερη
ενέργεια ορίζεται σαν η ενέργεια που είναι διαθέσιμη να επιτελέσει έργο σ’
οποιοδήποτε σύστημα. Σε ένα μόριο μέσα σ’ ένα κύτταρο, όπου δεν υπάρχουν
αλλαγές πίεσης και θερμοκρασίας, η ελεύθερη ενέργεια είναι ίση με την χημική
ενέργεια των δεσμών του μορίου (ενθαλπία Η), μείον την ενέργεια που
μετατρέπεται σε θερμότητα (εντροπία S) επί την απόλυτη θερμοκρασία T
(T=C0 + 273) δηλαδή: G = H - TS.
Στις χημικές αντιδράσεις έχουμε σπάσιμο κάποιων δεσμών των αντιδρώντων
μορίων και δημιουργία νέων δεσμών στα προϊόντα. Κατά συνέπεια έχουμε
αλλαγές στην ελεύθερη ενέργεια που εκφράζονται με την εξίσωση: ΔG = ΔΗ -
TΔS.
H μεταβολή της ελεύθερης ενέργειας, ΔG, είναι θεμελιώδης ιδιότητα των
χημικών αντιδράσεων. Av το ΔG είναι αρνητικό (ΔG < 0) αν δηλαδή η μεταβολή
της αταξίας είναι μεγαλύτερη από την μεταβολή της ενέργειας των δεσμών ΔΗ
μεταξύ αντιδρώντων και προϊόντων, τότε η αντίδραση τείνει να συμβεί
αυθόρμητα. Av τα προϊόντα περιέχουν λιγότερη ελεύθερη ενέργεια από τα
αντιδρώντα, η περίσσεια της ελεύθερης ενέργειας ελευθερώνεται με τη μορφή
θερμότητας. Επομένως οι αντιδράσεις αυτές λέγονται εξεργονικές. Αντίθετα,
αντιδράσεις των οποίων τα προϊόντα έχουν περισσότερη ελεύθερη ενέργεια από
τα αντιδρώντα (ΔG > 0), απαιτούν ενέργεια, δεν γίνονται αυθόρμητα και
ονομάζονται ενδεργονικές (εικ. 6.1).
Εικόνα 6.1
(Α) Ενδεργονική αντίδραση (ενέργεια προϊόντων > ενέργεια αντιδρώντων). Για
να συμβεί η αντίδραση αυτή πρέπει να δοθεί ενέργεια.
(B) Εξεργονική αντίδραση (ενέργεια προϊόντων < ενέργεια αντιδρώντων). Κατά
την αντίδραση αυτή, ελευθερώνεται ενέργεια.
Αναγέννηση ΑTP
Ένζυμα
H θερμοδυναμική διακρίνει τις εφικτές από τις ανέφικτες χημικές αντιδράσεις,
αλλά δεν ασχολείται με την ταχύτητά τους. Μια αυθόρμητη αντίδραση μπορεί
να συμβαίνει εξαιρετικά αργά. Για παράδειγμα η υδρόλυση της σακχαρόζης σε
γλυκόζη και φρουκτόζη είναι εξεργονική και συμβαίνει αυθόρμητα με
ελευθέρωση ελεύθερης ενέργειας Παρ’ όλα αυτά ένα διάλυμα σακχαρόζης σε
αποστειρωμένο νερό μπορεί να μείνει σταθερό για χρόνια σε θερμοκρασία
δωματίου. Όμως αν προσθέσουμε σε αυτό μια ποσότητα του ενζύμου
σακχαράση τότε όλη η σακχαρόζη μπορεί να υδρολυθεί μέσα σε δευτερόλεπτα.
Τα ένζυμα είναι καταλύτες, δηλαδή χημικοί παράγοντες που αλλάζουν την
ταχύτητα μιας αντίδρασης, χωρίς να καταναλώνονται κατά την αντίδραση.
Απουσία ενζύμων ο μεταβολισμός θα ήταν απελπιστικά στατικός. Τι εμποδίζει
μια αυθόρμητη αντίδραση και πως τα ένζυμα αντιμετωπίζουν το εμπόδιο αυτό;
Στην εικόνα 6.3 φαίνονται αυτές οι ενεργειακές μεταβολές για μια υποθετική
αντίδραση,
Ένα ένζυμο μπορεί να διακρίνει το δικό του υπόστρωμα ακόμη και ανάμεσα σε
παρόμοιες ενώσεις όπως τα ισομερή, και έτσι κάθε τύπος ενζύμου καταλύει μια
συγκεκριμένη αντίδραση. H σακχαράση για παράδειγμα, υδρολύει την
σακχαρόζη και μόνο και όχι άλλους δισακχαρίτες. Τι εξασφαλίζει αυτή τη
μοριακή αναγνώριση; Την εξειδίκευση του ενζύμου την καθορίζει η
τρισδιάστατη μορφή του. Με μια πολύ περιορισμένη περιοχή του μορίου του,
προσδένεται το ένζυμο στο υπόστρωμα. H περιοχή αυτή ονομάζεται ενεργό
κέντρο και είναι σαν μια εσοχή στην επιφάνεια του ενζύμου. Συνήθως το
ενεργό κέντρο ενός ενζύμου αποτελείται από λίγα αμινοξέα, ενώ τα υπόλοιπα
αμινοξέα του πρωτεϊνικού μορίου σχηματίζουν ένα πλέγμα που ενισχύει τη
διαμόρφωση του ενεργού κέντρο.
H εξειδίκευση ενός ενζύμου αποδίδεται στη συμβατότητα ενεργού κέντρου και
υποστρώματος. Όμως το ενεργό κέντρο δεν αποτελεί μια άκαμπτη υποδοχή για
το υπόστρωμα. Καθώς το υπόστρωμα εισέρχεται στο ενεργό κέντρο, επάγει
τέτοια αλλαγή σ’ αυτό, ώστε να έλθουν κοντά οι χημικές ομάδες και να
διευκολυνθεί η χημική αντίδραση.
Εικόνα 6.5 Τα ένζυμα επιταχύνουν την ταχύτητα των αντιδράσεων. Για μια συγκεκριμένη
ποσότητα ένζυμου, η ταχύτητα της αντίδρασης φθάνει σε ένα μέγιστο, όταν όλο το ένζυμο
κορεσθεί με το υπόστρωμα, α) αντίδραση με ένζυμο, β) αντίδραση χωρίς ένζυμο, η ταχύτητα
αυξάνει σταθερά καθώς η συγκέντρωση υποστρώματος αυξάνεται.
Εικόνα 6.6 β
Επίδραση περιβάλλοντος στην ενζυμική ενεργότητα (A) θερμοκρασία, (B) pH.
Εικόνα 6.9
Ανάδρομη παρεμπόδιση.
Οργάνωση Κυτταρικής Δομής και Μεταβολισμός. To κύτταρο δεν αποτελεί απλά
και μόνο ένα σάκο μέσα στον οποίο περιφέρονται τυχαία χιλιάδες χημικά μόρια.
H περίπλοκη δομή του κυττάρου προσδιορίζει χωροταξικά και χρονικά τις
μεταβολικές οδούς. Σε μερικές περιπτώσεις τα ένζυμα που καταλύουν αρκετές
βαθμίδες μιας βιοχημικής οδού είναι οργανωμένα μαζί σε ένα πολυενζυμικό
σύμπλοκο. Μια τέτοια διάταξη προσδιορίζει την διαδοχή αντιδράσεων, αφού το
προϊόν από το πρώτο ένζυμο είναι το υπόστρωμα για το γειτονικό ένζυμο του
συμπλόκου, κ.ο.κ., έως την απελευθέρωση του τελικού προϊόντος. Σε άλλες
περιπτώσεις τα ένζυμα έχουν σταθερές θέσεις μέσα στο κύτταρο, γιατί
βρίσκονται ενσωματωμένα στη δομή μιας ειδικής μεμβράνης. Ακόμα κι αν τα
ένζυμα μιας μεταβολικής οδού βρίσκονται μεμονωμένα εν διαλύσει μέσα στο
κύτταρο, μπορεί να υπάρχουν σε υψηλή συγκέντρωση, μαζί με τα υποστρώματά
τους μέσα σε εξειδικευμένα οργανίδια του κυττάρου. Οι μεμβράνες
διαμερισματοποιούν το κύτταρο, ώστε κάθε ξεχωριστός χώρος να έχει το δικό
του χημικό περιβάλλον και μίγμα ενζύμων. Πολλά από τα ένζυμα, για
παράδειγμα, της κυτταρικής αναπνοής βρίσκονται στα μιτοχόνδρια. Av το
κύτταρο είχε τον ίδιο αριθμό ενζύμων για την αναπνοή αλλά αυτά βρίσκονταν
διάσπαρτα σε όλο τον όγκο του κυττάρου η αναπνοή θα ήταν ανεπαρκής.
Σύγχρονες βιολογικές μεθόδους με τις οποίες, από τη μορφολογική ανάλυση του κυττάρου
και των οργανιδίων του, προχωρούμε στη δομική και λειτουργική ανάλυση των συστατικών
του.
Μικροσκοπία.
Εύρεση συγκέντρωσης και κατανομής ανόργανων ιόντων και άλλων μορίων στα κύτταρα.
Κυτταροκαλλιέργειες – ιστοκαλλιέργειες
Κλασμάτωση κυττάρου
Χρήση Ραδιοϊσοτόπων
Τα απλούστερα στη δομή προκαρυωτικά κύτταρα βρίσκονται μόνον στα Βακτήρια και
Αρχαία και αντίστροφα, όλα τα Βακτήρια και Αρχαία αποτελούνται από προκαρυωτικά
κύτταρα.
Όλοι οι άλλοι τύποι οργανισμών – πρωτίστα, μύκητες, φυτά, ζώα – αποτελούνται από
πολυπλοκότερα στη δομή κύτταρα.
Λόγω του κοινού προγόνου τους και οι δύο τύποι κυττάρων έχουν την ίδια γενετική
γλώσσα, κοινές μεταβολικές οδούς και πολλά κοινά δομικά χαρακτηριστικά.
Για παράδειγμα, και οι δύο τύποι κυττάρων περιβάλλονται από πλασματική μεμβράνη
όμοιας συγκρότησης που λειτουργεί σαν φραγμός εκλεκτικής διαπερατότητας μεταξύ
κυττάρου και μη ζώντος περιβάλλοντος.
Και οι δύο τύποι κυττάρων μπορεί να περιβάλλονται από σκληρό κυτταρικό τοίχωμα με
όμοια λειτουργικότητα αλλά πολύ διαφορετική χημική σύσταση.
Εσωτερικά, τα ευκαρυωτικά κύτταρα είναι πολύ πιο πολύπλοκα, τόσο δομικά όσο και
λειτουργικά, από τα προκαρυωτικά κύτταρα.
Η βασική τους διαφορά βρίσκεται στο ότι το γενετικό υλικό στα πρώτα είναι συγκροτημένο
σε πυρήνα περιβαλλόμενο από μεμβρανώδη πυρηνικό φάκελο, ενώ στα δεύτερα το
γενετικό υλικό βρίσκεται συγκεντρωμένο σε μια περιοχή, το πυρηνοειδές, μη
περιβαλλόμενη από μεμβράνη.
Στα ευκαρυωτικά κύτταρα υπάρχει μια μεγάλη ποικιλία οργανιδίων που περιβάλλονται από
μεμβράνη (μιτοχόνδρια, χλωροπλάστες, Golgi, ενδοπλασματικό δίκτυο, λυσοσώματα…) ενώ
τα προκαρυωτικά κύτταρα χαρακτηρίζονται από παντελή έλλειψη οργανιδίων που
περιβάλλονται από μεμβράνη.
Εξαίρεση σ’ αυτόν τον κανόνα είναι η ύπαρξη μεσοσωμάτων στα βακτήρια και οι
φωτοσυνθετικές μεμβράνες των κυανοβακτηρίων.
Τα ευκαρυωτικά κύτταρα περιέχουν επίσης ένα μεγάλο αριθμό δομών χωρίς μεμβράνη
όπως τα ινίδια του κυτταροσκελετού που συμμετέχουν στην συσταλτότητα, την κίνηση και
ενίσχυση του κυττάρου.
Αντίστοιχες δομές δεν υπάρχουν στα προκαρυωτικά κύτταρα. Όμως και οι δύο τύποι
κυττάρων έχουν ριβοσώματα με διαφορές στη δομή άλλα όμοια λειτουργικότητα
(πρωτεϊνοσύνθεση με όμοιο μηχανισμό).
Άλλη κύρια διαφορά μεταξύ ευκαρυωτικών και προκαρυωτικών κυττάρων είναι ο τρόπος
πολλαπλασιασμού τους, με την πολύπλοκη διαδικασία της μίτωσης τα πρώτα, και
διαδοχική σχάση τα δεύτερα.
Σήμερα, χάρη στο ηλεκτρονικό μικροσκόπιο και στις σύγχρονες μεθόδους βιοχημικής
ανάλυσης, γνωρίζουμε ότι τα κύτταρα έχουν πολύπλοκη εσωτερική οργάνωση.
Στο κυτταρόπλασμά τους, όπως έχει καθιερωθεί πλέον να ονομάζεται το πρωτόπλασμα,
υπάρχει ένα πλήθος διαφορετικών δομών, που ονομάζονται οργανίδια. Καθένα από αυτά
είναι ικανό για μια συγκεκριμένη λειτουργία.
Κάποια οργανίδια έχουν αναλάβει την αξιοποίηση, προς όφελος του κυττάρου, ενέργειας
που μπορούν να δεσμεύσουν από το εξωτερικό περιβάλλον. Άλλα παράγουν πρωτεΐνες,
άλλα είναι υπεύθυνα για την κίνηση των κυττάρων κ.ο.κ. Όποια κι αν είναι όμως η
λειτουργία που έχουν αναλάβει να κάνουν, υπακούουν πάντα στις εντολές που
εκπορεύονται από το ίδιο «κέντρο ελέγχου», τον πυρήνα του κυττάρου.
Φυτικό κύτταρο
Ο πυρήνας είναι το πιο ευδιάκριτο οργανίδιο των ευκαρυωτικών κυττάρων. Κατά κανόνα
υπάρχει ένας πυρήνας σε κάθε κύτταρο. Υπάρχουν ωστόσο και κύτταρα με δύο πυρήνες,
όπως το κύτταρο του πρωτόζωου Παραμέτσιουμ (Paramecium), ή κύτταρα με
πολυάριθμους πυρήνες, όπως ορισμένα μυϊκά. Υπάρχουν όμως και κύτταρα, όπως είναι τα
ερυθρά αιμοσφαίρια, που κατά τη διάρκεια της διαφοροποίησής τους χάνουν τον πυρήνα
τους.
Το σχήμα του πυρήνα είναι συνήθως σφαιρικό ή ωοειδές και η διάμετρος του, αν και
ποικίλλει, προσεγγίζει τα 5 μm. Σε μερικά κύτταρα βρίσκεται περίπου στο κέντρο τους, σε
άλλα όμως δε φαίνεται να έχει σταθερή θέση.
Ο πυρηνίσκος είναι μια δομή που διακρίνεται εύκολα στο μικροσκόπιο από το σφαιρικό
σχήμα της και την πυκνή υφή της. Αποτελείται κυρίως από RNA και DNA και δεν
περιβάλλεται από στοιχειώδη μεμβράνη. Σ' αυτόν συντίθεται το rRNA (συστατικό των
ριβοσωμάτων).
Ο ρόλος του πυρήνα για τη ζωή των κυττάρων είναι σημαντικός, αφού:
α. Φυλάσσει το γενετικό υλικό (DNA). Με βάση τις πληροφορίες που είναι καταγραμμένες
σ' αυτό καθορίζονται οι ιδιότητες του κυττάρου, και κατ' επέκταση του οργανισμού, και
ελέγχονται όλες οι κυτταρικές δραστηριότητες,
β. Είναι το οργανίδιο στο οποίο διπλασιάζεται το γενετικό υλικό, με τρόπο που εξασφαλίζει
τη μεταβίβαση των γενετικών πληροφοριών, αναλλοίωτων, από κύτταρο σε κύτταρο αλλά
και από γενιά σε γενιά,
γ. Είναι το οργανίδιο στο εσωτερικό του οποίου συντίθενται τα διάφορα είδη RNA από
γενετικές πληροφορίες που φέρει το DNA.
Κάτι που δείχνει τη μεγάλη σημασία του πυρήνα για τη ζωή του κυττάρου είναι το γεγονός
ότι κύτταρα τα οποία έχασαν τον πυρήνα τους κατά τη διαφοροποίησή τους (π.χ. ερυθρά
αιμοσφαίρια) ή κύτταρα από τα οποία αφαιρέθηκε τεχνητά ο πυρήνας δεν αναπαράγονται
και εμφανίζουν μικρό αριθμό μεταβολικών διεργασιών και περιορισμένη διάρκεια ζωής.
Ενδομεμβρανικό σύστημα
Σύμφωνα με την αντίληψη που επικρατεί στη σύγχρονη Βιολογία, οι μεμβράνες του
κυττάρου συγκροτούν ένα ενιαίο δομικά και λειτουργικά σύνολο, το ενδομεμβρανικό
σύστημα. Το σύστημα αυτό περιλαμβάνει τα ακόλουθα οργανίδια: ενδοπλασματικό δίκτυο,
σύμπλεγμα Golgi, λυσοσώματα, υπεροξειδιοσώματα και κενοτόπια.
• Ενδοπλασματικό δίκτυο: Είναι ένα πολυδαίδαλο σύνολο αγωγών και κύστεων το οποίο
διασχίζει το κυτταρόπλασμα. Οι μεμβράνες του, που αποτελούν το 50% και πλέον των
στοιχειωδών μεμβρανών του κυττάρου, συχνά εμφανίζονται συνδεδεμένες με την
πλασματική μεμβράνη, τον πυρηνικό φάκελο ή τις μεμβράνες των υπόλοιπων οργανιδίων.
Λόγω αυτών των συνδέσεων το ενδοπλασματικό δίκτυο λειτουργεί ως ένας κοινός αγωγός,
που επιτρέπει τη μεταφορά ουσιών μεταξύ των διάφορων τμημάτων του
κυτταροπλάσματος και, ίσως, μεταξύ του πυρήνα και του εξωκυτταρικού περιβάλλοντος.
Οι μεμβράνες του παρέχουν επιφάνειες στις οποίες εδράζονται ένζυμα. Σε διαφορετικές
περιοχές εδράζονται ένζυμα που εξυπηρετούν διαφορετικές αντιδράσεις του
μεταβολισμού.
Το λείο ενδοπλασματικό δίκτυο, αν και αποτελεί συνέχεια του αδρού, διαφέρει από αυτό,
γιατί δε φέρει ριβοσώματα και γιατί έχει περισσότερο σωληνοειδή εμφάνιση. Η λειτουργία
του σχετίζεται με τη σύνθεση λιπιδίων και την εξουδετέρωση τοξικών ουσιών.
Η δράση των λυσοσωμάτων εκδηλώνεται στη φαγοκυττάρωση, στην αυτοφαγία και στην
αυτόλυση. Με την αυτοφαγία τα κύτταρα καλύπτουν τις ενεργειακές ανάγκες τους, όταν
βρίσκονται σε συνθήκες ασιτίας. Τα λυσοσώματα περικυκλώνουν ένα οργανίδιο, οι
μεμβράνες τους ενώνονται και έτσι δημιουργείται ένα κυστίδιο, που περιέχει το
παγιδευμένο οργανίδιο. Τα υδρολυτικά ένζυμα, που απελευθερώνονται στο εσωτερικό του
κυστιδίου, διασπούν τα μακρομόρια του οργανιδίου και τα μονομερή, που προκύπτουν
από τη διάσπαση, επιστρέφουν στο κυτταρόπλασμα. Κατά την αυτόλυση, το ίδιο το
κύτταρο απελευθερώνει τα υδρολυτικά ένζυμα των λυσοσωμάτων στο κυτταρόπλασμά του
και έτσι λύεται
• Χλωροπλάστες: Υπάρχουν μόνο στα κύτταρα των πράσινων τμημάτων των φυτών. Στα
οργανίδια αυτά γίνεται η φωτοσύνθεση.
Οι χλωροπλάστες περιβάλλονται από διπλή στοιχειώδη μεμβράνη. Στο εσωτερικό τους
υπάρχει μια ρευστή μάζα, το στρώμα, στο οποίο περιέχονται πεπλατυσμένα κυστίδια,
τα θυλακοειδή, που στοιβάζονται το ένα πάνω στο άλλο, ώστε να σχηματίσουν σωρούς,
τα grana, στα οποία περιέχονται μόρια χλωροφύλλης. Υπάρχουν επίσης μεμονωμένες
μεμβρανώδεις δομές, τα ελασμάτια, που συνδέουν τα grana μεταξύ τους.
Στο στρώμα του χλωροπλάστη βρίσκεται και DNA, όπως επίσης ένζυμα και ριβοσώματα,
που του επιτρέπουν να διαιρείται και να δίνει θυγατρικά οργανίδια, αλλά και να συνθέτει
μερικές από τις πρωτεΐνες του, χωρίς να εξαρτάται ολοκληρωτικά από το γενετικό υλικό του
πυρήνα.
Οι χλωροπλάστες ανήκουν σε μια ευρύτερη κατηγορία οργανιδίων των φυτικών κυττάρων,
που ονομάζονται πλαστίδια, Στα πλαστίδια ανήκουν και οι άχρωμοι αμυλοπλάστες, που
βρίσκονται στα κύτταρα των ριζών των φυτών και αποτελούν αποθήκες αμύλου, καθώς
επίσης οι χρωμοπλάστες, που περιέχουν χρωστικές και βρίσκονται στα άνθη, στα φύλλα
και στους καρπούς.
Στη μήτρα του μιτοχονδρίου, όπως και στο στρώμα του χλωροπλάστη, υπάρχουν DNA,
ένζυμα και ριβοσώματα.
Τα οργανίδια δηλαδή αυτά διαθέτουν τον απαραίτητο εξοπλισμό, που τους εξασφαλίζει μια
σχετική γενετική αυτοδυναμία. Χάρη σ' αυτό το μηχανισμό μπορούν να παράγουν
ορισμένες πρωτεΐνες και να διπλασιάζονται ανεξάρτητα από το διπλασιασμό του κυττάρου.
Η οργάνωση του μιτοχονδρίου:
(α) ηλεκτρονική μικροφωτογραφία και
(β) σχηματική απεικόνιση
Κυτταρικός σκελετός
Πριν από λίγες μόλις δεκαετίες οι βιολόγοι αντιλαμβάνονταν το εσωτερικό του κυττάρου ως
μια ημίρρευστη άμορφη μάζα, μέσα στην οποία αιωρούνταν ή επέπλεαν τα οργανίδια. Οι
σύγχρονες όμως τεχνικές της ηλεκτρονικής μικροσκοπίας έχουν αποκαλύψει ότι το
κυτταρόπλασμα των ευκαρυωτικών κυττάρων διασχίζεται από ένα πολύμορφο πλέγμα
ινιδίων, τα οποία συγκροτούν τον κυτταρικό σκελετό.
Χάρη στον κυτταρικό σκελετό, που αποτελείται από μικροϊνίδια, μακροϊνίδια, ενδιάμεσα
ινίδια και μικροσωληνίσκους, τα κύτταρα υποστηρίζονται μηχανικά. Μπορούν έτσι να
διατηρούν το σχήμα τους, όπως μπορούν και να το μεταβάλλουν. Χάρη στον κυτταρικό
σκελετό τα οργανίδια συγκρατούνται στη θέση τους, αλλά και βοηθούνται στην κίνηση τους
στο εσωτερικό του κυττάρου. Στα ζωικά κύτταρα σχηματίζεται από μικροσωληνίσκους το
κεντροσωμάτιο, το οποίο αποτελείται από δύο κεντρίλια και συμβάλλει στην κυτταρική
διαίρεση.
Τέλος ο κυτταρικός σκελετός βοηθά την κίνηση και του ίδιου του κυττάρου, όταν αυτό είναι
απαραίτητο.
Ο κυτταρικός σκελετός στηρίζει και συγκρατεί τα οργανίδια του κυττάρου στη θέση τους. Τα
ινίδια, που τον αποτελούν, διατρέχουν το κύτταρο απ' άκρη σ' άκρη: (α) σχηματική
απεικόνιση τμήματος του κυτταρικού σκελετού και (β) φωτογραφία από ηλεκτρονικό
μικροσκόπιο.
Κυτταρικό τοίχωμα
Παρά το ότι η πλασματική μεμβράνη θεωρείται το εξωτερικό σύνορο του κυττάρου, πολλά
κύτταρα διαθέτουν και πρόσθετα περιβλήματα. Από τα σημαντικότερα είναι το κυτταρικό
τοίχωμα των φυτικών κυττάρων, το οποίο αποτελεί στοιχείο διάκρισης ανάμεσα στα
φυτικά και στα ζωικά κύτταρα. Είναι ένα σχετικά ανθεκτικό εξωτερικό περίβλημα, που
αποτελείται από διάφορους πολυσακχαρίτες. Ο κυριότερος από αυτούς είναι η κυτταρίνη.
Το κυτταρικό τοίχωμα είναι συμπαγές και ικανό να ανθίσταται σε ισχυρές πιέσεις.
Προστατεύει έτσι το φυτικό κύτταρο από διάρρηξη, όταν βρίσκεται σε υποτονικό
περιβάλλον, και, επειδή του προσδίδει ανθεκτικότητα και ελαστικότητα, προσφέρει
«σκελετική» υποστήριξη σε ολόκληρο το φυτό.
Ενδιάμεσα ινίδια: Όπως φαίνεται και από την ονομασία τους, έχουν διάμετρο ενδιάμεση
της διαμέτρου των μικροσωληνίσκων και των μικροινιδίων. Αν και δεν είναι γνωστή στις
λεπτομέρειές της η λειτουργία τους, πιστεύεται ότι και αυτά συμβάλλουν στη διατήρηση
του σχήματος των κυττάρων και στη συγκράτηση των οργανιδίων σε καθορισμένες θέσεις.
Συνοψίζοντας, η θεμελιώδης δομική και λειτουργική μονάδα όλων των οργανισμών είναι το
κύτταρο. Η λειτουργία των οργανισμών είναι το αποτέλεσμα της συλλογικής δράσης και
αλληλεπίδρασης των κυττάρων που τους αποτελούν. Το κύτταρο έχει σχετικά μικρό όγκο
και περιβάλλεται από την πλασματική μεμβράνη. Η πλασματική μεμβράνη: α) Ελέγχει το
είδος των ουσιών που εισέρχονται ή εξέρχονται από το κύτταρο. Αυτό επιτυγχάνεται είτε με
παθητική διάχυση είτε με ενεργητική μεταφορά ή με ενδοκύττωση και εξωκύττωση. β)
Συμμετέχει στην υποδοχή και ερμηνεία μηνυμάτων από το περιβάλλον.
Ένα τυπικό κύτταρο περιέχει στο κυτταρόπλασμά του: Τον πυρήνα, που περιβάλλεται από
τον πυρηνικό φάκελο και φέρει στο εσωτερικό του το γενετικό υλικό. Το ενδομεμβρανικό
σύστημα, που περιλαμβάνει τα οργανίδια: ενδοπλασματικό δίκτυο (αδρό και λείο),
σύμπλεγμα Golgi, λυσοσώματα, υπεροξειδιοσώματα και κενοτόπια (πεπτικά ζωικά κύτταρα
και χυμοτόπια στα φυτικά). Τους μετατροπείς ενέργειας, δηλαδή τα μιτοχόνδρια και τους
χλωροπλάστες. Τον κυτταρικό σκελετό, που αποτελείται από σχηματισμούς πρωτεϊνικής
φύσης, τους μικροσωληνίσκους, τα μικροϊνίδια και τα ενδιάμεσα ινίδια. Τα φυτικά κύτταρα
διαφέρουν από τα ζωικά, γιατί τα πρώτα περιέχουν χλωροπλάστες, περιβάλλονται από
κυτταρικό τοίχωμα και στερούνται κεντροσωματίου.
Πλασματική μεμβράνη + +
Κυτταρικό τοίχωμα + -
Πυρήνας + +
Χρωμοσώματα + +
Ριβοσώμα + +
Ενδοπλασματικό δίκτυο + +
Σύμπλεγμα Golgi + +
Λυσοσώματα -
(μερικά χυμοτόπια
λειτουργούν ως +
λυσοσώματα)
Υπεροξειδιοσώματα + +
Χυμοτόπια + -
Χλωροπλάστες + -
Μιτοχόνδρια + +
Κεντροσωμάτιο - +
ΠΛΑΣΜΑΤΙΚΗ ΜΕΜΒΡΑΝΗ
Η πλασματική μεμβράνη αποτελεί τα όρια κάθε κυττάρου και διατηρεί τις στοιχειώδεις
διαφορές μεταξύ του εσωτερικού του κυττάρου και του περιβάλλοντος.
Η μεμβράνη είναι ένα έντονα επιλεκτικό φίλτρο και ένας μηχανισμός για ενεργό μεταφορά.
Ρυθμίζει την είσοδο των θρεπτικών ουσιών και την έξοδο άχρηστων προϊόντων και
δημιουργεί διαφορές στη συγκέντρωση ιόντων στο εσωτερικό και εξωτερικό του κυττάρου,
που είναι απαραίτητες για τη ζωή.
Οι κυτταρικές μεμβράνες είναι δυναμικές ρευστές δομές και τα πλείστα των λιπιδίων και
πρωτεϊνών μπορούν να κινούνται στο επίπεδο της μεμβράνης.
Στην πλασματική μεμβράνη τα μόρια των λιπιδίων είναι διευθετημένα σ’ ένα συνεχές διπλό
στρώμα, 5 nm περίπου παχύ.
Η λιπιδιακή διπλοστιβάδα αποτελεί την βασική δομή της μεμβράνης και λειτουργεί σαν
ένας σχετικά αδιαπέραστος φραγμός στο πέρασμα των περισσοτέρων υδατοδιαλυτών
μορίων.
Η γνώση ότι τα μόρια λιπιδίων μπορούν να διαχέονται ελεύθερα μέσα στη διπλοστιβάδα,
προήλθε από μελέτες με συνθετικές λιπιδιακές διπλοστιβάδες.
Ενώ τα μόρια λιπιδίων πολύ σπάνια μετακινούνται από τη μία μονοστιβάδα στην άλλη
(κίνηση flip-flop), η αλλαγή θέσης ενός λιπιδίου μέσα στην ίδια μονοστιβάδα γίνεται με
ευχέρεια.
Επίσης, μόρια λιπιδίων περιστρέφονται πολύ γρήγορα γύρω από τον εαυτό τους και οι
υδρόφοβες ουρές τους είναι εύκαμπτες.
Το λιπιδιακό τμήμα μιας βιολογικής μεμβράνης είναι ένα δισδιάστατο ρευστό, μέσα στο
οποίο τα συστατικά του μόρια είναι ελεύθερα να κάνουν πλευρικές κινήσεις.
Όμως υπάρχει και μία εξαίρεση. Σε μεμβράνες όπου γίνεται βιοσύνθεση λιπιδίων, όπως το
ενδοπλασματικό δίκτυο, πρέπει να γίνεται ένα γρήγορο flip-flop ειδικών λιπιδίων κατά
μήκος της διπλοστιβάδας.
Η κίνηση αυτή καταλύεται από ειδικά ένζυμα που είναι προσδεμένα στη μεμβράνη.
Η ρευστότητα λοιπόν της μεμβράνης εξαρτάται από το είδος των φωσφολιπιδίων και την
ύπαρξη χοληστερίνης.
Τα μόρια της χοληστερίνης είναι έτσι προσανατολισμένα μέσα στα φωσφολιπίδια ώστε οι
υδροξυλομάδες τους να βρίσκονται κοντά στις πολικές κεφαλές των φωσφολιπιδίων.
Με αυτό τον τρόπο σταθεροποιείται από τον στεροειδή δακτύλιο της χοληστερίνης, το
τμήμα των αλυσίδων των λιπαρών οξέων προς το υδρόφιλο μέρος, ενώ οι ουρές τους είναι
ελεύθερες
Τα γλυκολιπίδια είναι λιπίδια στο μόριο των οποίων είναι ενωμένος ένας ολιγοσακχαρίτης.
Τα γλυκολιπίδια ποικίλουν στα διάφορα είδη ζώων και στα κύτταρα διαφόρων ιστών.
ΙΙ. Πρωτεΐνες Μεμβρανών: Ενώ η λιπιδιακή διπλοστιβάδα καθορίζει την βασική δομή των
βιολογικών μεμβρανών, οι πρωτεΐνες είναι υπεύθυνες για την λειτουργικότητα της
μεμβράνης (υποδοχείς, ένζυμα, μεταφορά ουσιών κ.α.).
Ανάλογα με τον τύπο του κυττάρου και το κυτταρικό οργανίδιο, μια μεμβράνη μπορεί να
περιέχει από μια δεκάδα περίπου έως και περισσότερες από 50 διαφορετικές πρωτεΐνες.
Οι πρωτεΐνες αυτές δεν είναι τυχαία διαταγμένες στην λιπιδιακή διπλοστιβάδα, αλλά έχουν
συγκεκριμένο προσανατολισμό και θέση ανάλογα με το λειτουργικό τους ρόλο.
Κατηγορίες πρωτεϊνών των μεμβρανών. Διαμεμβρανικές (1) και (2). Περιφερικές (3) και (4).
Δεμένες σε λιπίδια (5) ή ολιγοσακχαρίτη δεμένο σε λιπίδιο (6).
Όπως τα λιπίδια έτσι και πολλές από τις πρωτεΐνες των μεμβρανών μπορούν να διαχέονται
στο επίπεδο της μεμβράνης. Όμως τα κύτταρα έχουν τον τρόπο να ακινητοποιούν ειδικές
μεμβρανικές πρωτεΐνες σε ορισμένες περιοχές της λιπιδιακής διπλοστιβάδας ώστε να
εξασφαλίζεται η συγκεκριμένη λειτουργικότητα των μεμβρανών αυτών.
Υπάρχει μια σταθερή διακίνηση μικρών μορίων δια μέσω της πλασματικής μεμβράνης.
Θεωρήστε τις χημικές ανταλλαγές ανάμεσα σ’ ένα ανθρώπινο ζωικό κύτταρο και στο
εξωκυτταρικό υγρό που το περιβάλλει.
Σάκχαρα, αμινοξέα, και άλλες ουσίες εισέρχονται στο κύτταρο, ενώ εξέρχονται άχρηστα
παραπροϊόντα του μεταβολισμού.
Το κύτταρο επίσης ρυθμίζει τις συγκεντρώσεις ανόργανων ιόντων όπως Na+, K+, Ca+2 και Cl-
με συγκεκριμένο τρόπο.
Πολύ μικρά πολικά αλλά χωρίς φορτίο μόρια, όπως το H2 και το CO2, περνούν μέσω της
μεμβράνης γρήγορα.
Σε μεγαλύτερα αφόρτιστα πολικά μόρια όπως η γλυκόζη και άλλα σάκχαρα, η λιπιδιακή
διπλοστιβάδα δεν είναι πολύ διαπερατή ενώ είναι σχετικά αδιαπέραστη σε όλα τα ιόντα
και στα πολύ μικρά όπως Η+ και Na+.
Πρωτεΐνες μεταφοράς. Το H2O, το CO2 και μη πολικά μόρια που διαπερνούν την τεχνητή
μεμβράνη, διαπερνούν επίσης και την πλασματική μεμβράνη πολύ γρήγορα.
Αλλά οι βιολογικές μεμβράνες, σε αντίθεση με τις τεχνητές, είναι επίσης διαπερατές από
ορισμένα ιόντα και μικρά πολικά μόρια όπως τα σάκχαρα.
Η πρόσθεση αυτή προκαλεί αλλαγή στην τρισδιάστατη δομή του φορέα, τέτοια που η θέση
πρόσδεσης του μεταφερόμενου μορίου να εκτίθεται διαδοχικά πρώτα στην μία πλευρά της
μεμβράνης και μετά στην άλλη.
Μερικές πρωτεΐνες μεταφέρουν ουσίες μόνον από περιοχή μεγαλύτερης σε περιοχή
μικρότερης συγκέντρωσης (διευκολυνόμενη διάχυση), ενώ άλλες σε αντίθετη κατεύθυνση
(ενεργός μεταφορά).
Η σημασία της ύπαρξης ειδικών πρωτεϊνών φορέων είναι μεγάλη για τη σωστή λειτουργία
των κυττάρων και κατ’ επέκταση του οργανισμού.
Διάχυση είναι η τάση που έχουν τα μόρια λόγω της κινητικής τους ενέργειας να
εξαπλωθούν στον διαθέσιμο σ’ αυτά χώρο.
Κάθε μόριο κινείται τυχαία, αλλά η διάχυση ενός πληθυσμού μορίων μπορεί να έχει
κατεύθυνση.
Για παράδειγμα, αν καθαρό νερό και υδατικό διάλυμα μιας χρωστικής χωρισθούν με μια
διαπερατή από τα μόρια της χρωστικής μεμβράνη, τότε κάθε μόριο χρωστικής κινείται
τυχαία, αλλά τελικά υπάρχει καθαρή μετακίνηση μορίων χρωστικής προς το καθαρό νερό.
Αυτό συμβαίνει γιατί υπάρχουν περισσότερα μόρια χρωστικής, που μπορούν να κινηθούν
προς αυτή την κατεύθυνση.
Σ’ αυτό το σημείο που ονομάζεται κατάσταση δυναμικής ισορροπίας, όσα μόρια κινούνται
προς τη μία κατεύθυνση, τόσα κινούνται και προς την άλλη, στη μονάδα του χρόνου.
Επομένως, απουσία άλλης δύναμης, μία ουσία θα διαχυθεί από την περιοχή μεγαλύτερης
συγκέντρωσης προς την περιοχή μικρότερης.
Μεγάλο μέρος της διακίνησης των ουσιών διαμέσου της πλασματικής μεμβράνης γίνεται με
διάχυση.
Η διάχυση μιας ουσίας μέσω της βιολογικής μεμβράνης ονομάζεται παθητική μεταφορά,
γιατί δεν απαιτείται δαπάνη ενέργειας.
Όμως, οι βιολογικές μεμβράνες είναι επιλεκτικά διαπερατές και μπορούν να αυξήσουν την
ταχύτητα διάχυσης διαφόρων μορίων, με τη βοήθεια πρωτεϊνών φορέων ή καναλιών.
Συγκρίνοντας δύο διαλύματα που διαφέρουν ως προς την συγκέντρωση μιας ουσίας που
είναι διαλυμένη σ’ αυτά, ονομάζουμε υπερτονικό το διάλυμα με τη μεγαλύτερη
συγκέντρωση και υποτονικό εκείνο με τη μικρότερη.
Οι όροι αυτοί έχουν νόημα με την έννοια της σύγκρισης και μόνον.
Με άλλα λόγια, το νερό της βρύσης έχει μεγαλύτερη συγκέντρωση διαλυμένων ουσιών από
το αποσταγμένο και μικρότερη από το θαλασσινό.
Διαλύματα που έχουν την ίδια συγκέντρωση διαλυμένων ουσιών ονομάζονται ισοτονικά.
Αν δύο διαλύματα σακχάρου, ένα υπερτονικό και ένα υποτονικό, χωριστούν με μια
μεμβράνη που είναι διαπερατή από το νερό αλλά αδιαπέραστη από το σάκχαρο, το νερό θα
διαχυθεί μέσω της μεμβράνης από την αραιότερη προς την πυκνότερη ως προς το σάκχαρο,
περιοχή
Όσο το νερό διαχέεται τόσο ο όγκος στη δεξιά πλευρά του σωλήνα αυξάνει και οι
συγκεντρώσεις και στις δύο πλευρές γίνονται όλο και λιγότερο διαφορετικές.
Η διάχυση αυτού του νερού μέσω ημιπερατής μεμβράνης είναι ειδική περίπτωση
παθητικής μεταφοράς και ονομάζεται ώσμωση.
Ωσμωτική πίεση είναι το μέτρο της τάσης ενός διαλύματος να πάρει νερό, από το καθαρό
νερό από το οποίο χωρίζεται με ημιπερατή μεμβράνη.
Η ωσμωτική πίεση του καθαρού νερού είναι μηδέν. Η ωσμωτική πίεση ενός διαλύματος
είναι ανάλογη με την συγκέντρωση των διαλυμένων ουσιών.
Η κίνηση του νερού μέσω πλασματικής μεμβράνης και η ισορροπία του ανάμεσα στο
κύτταρο και το περιβάλλον, είναι κρίσιμη για όλους τους οργανισμούς.
Κάθε κύτταρο έχει εν διαλύσει διάφορα άλατα, σάκχαρα και άλλες ουσίες που του δίνουν
μια ορισμένη ωσμωτική πίεση.
Φυσιολογικά το πλάσμα του αίματός μας και όλα τα υγρά του σώματος είναι ισότονα με τα
κύτταρά μας. Ο φυσιολογικός ορός που είναι διάλυμα 0,9% NaCl είναι ισότονος με το
περιεχόμενο των ανθρώπινων κυττάρων και των κυττάρων άλλων θηλαστικών.
Η ωσμωτική πίεση του εξωκυτταρικού υγρού οφείλεται κυρίως σε μικρά ανόργανα ιόντα
που περνάνε προς το κύτταρο μέσω της μεμβράνης.
Αν το κύτταρο δεν τα απομάκρυνε και αν δεν υπήρχανε άλλα μόρια στο εσωτερικό του
κυττάρου που επηρεάζουν την ενδοκυτταρική κατανομής τους, θα έφθαναν τελικά σε
ισορροπία μέσα και έξω από το κύτταρο.
Όμως, η παρουσία των φορτισμένων μακρομορίων και των άλλων μεταβολιτών που τα
έλκουν, δημιουργεί το φαινόμενο Donnan: δηλαδή η ολική συγκέντρωση των ανόργανων
ιόντων (και επομένως η συμμετοχή τους στην ωσμωτική πίεση) να είναι μεγαλύτερη
εσωτερικά απ’ ότι εξωτερικά σε κατάσταση ισορροπίας.
Λόγω των ανωτέρω παραγόντων, ένα κύτταρο που δεν κάνει τίποτα για να ρυθμίσει την
ωσμωτική του πίεση θα έχει μεγαλύτερη ολική συγκέντρωση ουσιών εσωτερικά απ’ ότι
εξωτερικά.
• Τα ζωικά κύτταρα και τα βακτήρια ρυθμίζουν την εσωτερική τους ωσμωτική πίεση
έχοντας μηχανισμούς ενεργού απομάκρυνσης ιόντων όπως Na+, έτσι ώστε το
κυτταρόπλασμα να έχει μικρότερη συγκέντρωση ανόργανων ιόντων από το
εξωτερικό υγρό, εξισορροπώντας έτσι την περίσσεια των οργανικών μορίων που
διαθέτουν.
Στους ζωικούς οργανισμούς η συγκέντρωση των ιόντων καλίου στο εσωτερικό των
κυττάρων είναι περίπου είκοσι φορές μεγαλύτερη εκείνης στο εξωκυτταρικό υγρό.
Αυτές οι διαφορές στη συγκέντρωση διατηρούνται με την αντλία Κ+, Na+ που υπάρχει σ’
όλα τα ζωικά κύτταρα.
Η αντλία Κ+, Na+ ρυθμίζει τον όγκο του κυττάρου μέσω της ωσμωτικής επίδρασης και
μεταφέρει σάκχαρα και αμινοξέα στο εσωτερικό των κυττάρων. Το 1/3 περίπου της
ενέργειας που απαιτεί ένα κύτταρο δαπανάται σ’ αυτή την αντλία.
ΕΝΕΡΓΟΣ ΜΕΤΑΦΟΡΑ
Όμως υπάρχουν και πρωτεΐνες μεταφοράς που μεταφέρουν ουσίες από περιοχή
μικρότερης σε περιοχή μεγαλύτερης συγκέντρωσης μέσω ημιπερατής μεμβράνης.
Η ενεργός μεταφορά είναι ο κύριος μηχανισμός που επιτρέπει στο κύτταρο να διατηρεί την
εσωτερική συγκέντρωση ορισμένων μικρών μορίων σε επίπεδα που διαφέρουν από εκείνα
του εξωτερικού κυττάρου.
Ουσίες που μεταφέρονται με ενεργό μεταφορά μπορεί να είναι ιόντα ή απλά μόρια όπως
σάκχαρα, αμινοξέα ή νουκλεοτίδια.
Η ενεργός μεταφορά είναι μια από τις πλέον σημαντικές λειτουργίες του κυττάρου.
Η ενεργός μεταφορά επίσης, επιτρέπει στο κύτταρο να απομακρύνει από το εσωτερικό του
στο εξωκυτταρικό υγρό ουσίες, παρά την υψηλή εξωκυτταρική τους συγκέντρωση.
Αυτή η φωσφορυλίωση μπορεί να επάγει τέτοια δομική αλλαγή στην πρωτεΐνη, που να
μεταφέρει την προσδεμένη σ’ αυτή ουσία, στην άλλη πλευρά της μεμβράνης.
Η αντλία Κ+, Na+ λειτουργεί με μια σειρά δομικών αλλαγών στην διαμεμβρανική πρωτεΐνη
1. Τρία ιόντα Na+ προσδένονται στην κυτταροπλασματική πλευρά της πρωτεΐνης,
προκαλώντας έτσι δομική αλλαγή σ’ αυτήν.
2. Με την νέα διαμόρφωση, η πρωτεΐνη προσδένει ένα μόριο ΑΤΡ που το διασπά σε
ADP+℗. Το ADP ελευθερώνεται, αλλά η φωσφορική ομάδα παραμένει
προσδεμένη στην πρωτεΐνη.
3. Η πρόσδεση της φωσφορικής ομάδας στην πρωτεΐνη επάγει μια δεύτερη δομική
αλλαγή σ’ αυτή, με συνέπεια την μεταφορά των τριών ιόντων Na+ δια της
μεμβράνης στην εξωτερική πλευρά.
4. Με αυτή τη δομή η πρωτεΐνη έχει μικρή συγγένεια για το Na+, και τα τρία Na+
ελευθερώνονται στο εξωκυτταρικό υγρό.
Όμως, η συγγένεια της πρωτεΐνης είναι μεγάλη για το Κ+ κι έτσι, δύο ιόντα Κ+
προσδένονται σ’ αυτή μόλις το Na+ απομακρυνθεί.
Η διαμόρφωση της πρωτεΐνης έχει υψηλή συγγένεια για το Na, το οποίο μόλις
προσδεθεί, αρχίζει ένα νέο κύκλο.
6. Έτσι, σε κάθε κύκλο τρία ιόντα Na+ βγαίνουν και δύο ιόντα Κ+ μπαίνουν στο
κύτταρο.
Η διαφορά αυτή δυναμικού ονομάζεται δυναμικό μεμβράνης και κυμαίνεται από περίπου -
50 έως -200 millivolts (το – πρόσημο σημαίνει ότι το εσωτερικό του κυττάρου είναι
αρνητικό συγκριτικά με το εξωτερικό).
Το δυναμικό της μεμβράνης επηρεάζει την κυκλοφορία των φορτισμένων ουσιών από και
προς το κύτταρο, ευνοώντας την διάχυση κατιόντων μέσα στο κύτταρο.
Έτσι, δύο δυνάμεις επηρεάζουν την παθητική μεταφορά ιόντων δια μέσου της μεμβράνης:
α) η συγκέντρωση και β) το δυναμικό της μεμβράνης.
Συμμεταφορά. Μια αντλία που μεταφέρει ενεργά μια ειδική ουσία, μπορεί έμμεσα να
συμβάλλει στην ενεργό μεταφορά αρκετών άλλων ουσιών με ένα μηχανισμό που είναι
γνωστός σαν συμμεταφορά.
Μεταφέροντας μια ουσία διαμέσου της μεμβράνης αντίθετα από την κλίση συγκέντρωσης
(ενεργός μεταφορά), η αντλία αποθηκεύει ενέργεια.
Η ουσία τείνει να διαχυθεί πάλι προς την περιοχή μικρότερης συγκέντρωσης. Κατά τη
διάχυση αυτή επιτελείται έργο.
Μια άλλη εξειδικευμένη πρωτεΐνη μεταφοράς μπορεί να συζεύξει την διάχυση αυτής της
ουσίας με την μεταφορά μιας άλλης ουσίας προς περιοχή μεγαλύτερης συγκέντρωσης.
Η πρωτεΐνη αυτή μπορεί να μεταφέρει σακχαρόζη μέσα στο κύτταρο από περιοχή
μικρότερης συγκέντρωσης, αλλά μόνον αν η σακχαρόζη μεταφερθεί σε συνδυασμό με ένα
ιόν Η+.
Νερό και μικρά μόρια εισέρχονται και εξέρχονται από το κύτταρο περνώντας διαμέσου της
λιπιδιακής διπλοστιβάδας της μεμβράνης ή αντλούνται με τη βοήθεια πρωτεϊνών
μεταφοράς.
Μεγάλα μόρια όμως, όπως οι πρωτεΐνες και οι πολυσακχαρίτες γενικά, διασχίζουν την
μεμβράνη με ένα διαφορετικό μηχανισμό.
Κατά την εξωκύττωση, ένα κυστίδιο, που συνήθως αποκόβεται από το ενδοπλασματικό
δίκτυο ή το σύμπλεγμα Golgi, κινείται προς την πλασματική μεμβράνη.
Το κυστίδιο και η πλασματική μεμβράνη έρχονται πολύ κοντά, και τελικά συντήκονται. Το
περιεχόμενο του κυστιδίου χύνεται έξω από το κύτταρο.
Μετά την ελευθέρωση του υλικού από το κυστίδιο, οι υποδοχείς ανακυκλώνονται προς την
πλασματική μεμβράνη.
Τα κύτταρα αναπαράγονται αφού διπλασιαστούν τα συστατικά τους και μετά διαιρεθούν στα δύο.
Ακόμη και μετά την ωριμότητα σε ανώτερα φυτά και ζώα, συμβαίνουν κυτταρικές διαιρέσεις για
την αναπλήρωση κυττάρων λόγω φθοράς ή καταστροφής.
Av όλες οι κυτταρικές διαιρέσεις σταματήσουν, μετά από έκθεση σε υψηλές δόσεις ιοντίζουσας
ακτινοβολίας για παράδειγμα, το άτομο θα πεθάνει μέσα σε λίγες ημέρες. Για να δημιουργηθεί
λοιπόν και να διατηρηθεί ένα υγιές άτομο, πρέπει τα κατάλληλα κύτταρα να διαιρεθούν την
κατάλληλη χρονική στιγμή. H κυτταρική διαίρεση αρχίζει μετά από τη δράση τόσο εσωτερικών
όσο και εξωτερικών σημάτων που βρίσκονται κάτω από αυστηρό έλεγχο. Av τα σήματα αυτά δεν
λειτουργήσουν σωστά, τα κύτταρα διαιρούνται ανεξέλεγκτα, μια ανοργάνωτη μάζα κυττάρων
δημιουργείται δηλαδή ένας όγκος.
Στο πολυκύτταρους οργανισμούς η κυτταρική διαίρεση πέρα από την ανάπτυξη παίζει σημαντικό
ρόλο στην αύξηση και την επιδιόρθωση των ιστών.
Η κυτταρική διαίρεση είναι η αφετηρία της ανάπτυξης και της αναπαραγωγής των οργανισμών.
Πιο συγκεκριμένα, με κυτταρική διαίρεση επιτελείται:
η μονογονική αναπαραγωγή των οργανισμών, κατά την οποία το νέο ή τα νέα άτομα
προέρχονται από ένα μόνο γονέα,
η αμφιγονική αναπαραγωγή των οργανισμών, κατά την οποία το νέο άτομο είναι προϊόν
γονιμοποίησης, συνένωσης δηλαδή δύο εξειδικευμένων κυττάρων (γαμετών), που προέρχονται
από γονείς διαφορετικού φύλου,
η αύξηση του αριθμού των κυττάρων και συνεπώς η ανάπτυξη των πολυκύτταρων
οργανισμών,
η αντικατάσταση των νεκρών, κατεστραμμένων ή γηρασμένων κυττάρων στους ιστούς με
άλλα όμοια με αυτά.
(Ο βασικός τύπος κυτταρικής διαίρεσης στα ευκαρυωτικά κύτταρα είναι η μίτωση. Ωστόσο οι
ευκαρυωτικοί οργανισμοί, που παράγονται αμφιγονικά, έχουν αναπτύξει και μια πιο εξελιγμένη
παραλλαγή της, τη μείωση, με την οποία παράγουν τους απλοειδείς γαμέτες τους. Στους
προκαρυωτικούς οργανισμούς η κυτταρική διαίρεση είναι απλούστερη, γίνεται με διχοτόμηση, και
δεν έχει τα χαρακτηριστικά της μίτωσης).
Για τα περισσότερα συστατικά ενός κυττάρου ο διπλασιασμός δεν είναι απαραίτητο να ελέγχε-
ται με πολύ μεγάλη ακρίβεια. Av υπάρχουν πολλά αντίγραφα ενός μορίου ή οργανιδίου, αρκεί
ο σχεδόν διπλασιασμός τους σ’ έναν κύκλο, και το περίπου ίσο μοίρασμά τους οτα δύο θυ-
γατρικά κύτταρα. Αλλά υπάρχει τουλάχιστον μία πολύ φανερή εξαίρεση· το DNA πρέπει πά-
ντοτε να διπλασιάζεται με ακρίβεια και να μοιράζεται ακριβώς σε δύο ίσα μέρη στα δύο
θυγατρικά κύτταρα. Για να εξασφαλιστεί αυτό απαιτείται ειδικός μηχανισμός. Μελετώντας
λοιπόν τον κυτταρικό κύκλο είναι ευκολότερο να διακρίνουμε τον χρωμοσωμικό κύκλο και
παράλληλα τον κυτταροπλασματικό κύκλο.
Στον χρωμοσωμικό κύκλο, η σύνθεση του DNA, κατά την οποία το πυρηνικό DNA διπλασιάζεται,
εναλλάσσεται με τη μίτωση, κατά την οποία τα διπλασιαζόμενα χρωμοσώματα χωρίζουν. Στον
κυτταροπλασματικό κύκλο, η κυτταρική αύξηση κατά την οποία πολλά άλλα συστατικά του
κυττάρου διπλασιάζονται ποσοτικά, εναλλάσσεται με την κυτταροκίνηση, κατά την οποία το
κύτταρο σα σύνολο διαιρείται ατα δύο.
H μίτωση είναι μια διαδικασία η οποία παράγει πανομοιότυπους πυρήνες για όλα τα
κύτταρα του σώματος ενός ώριμου οργανισμού. Στα ανώτερα ευκαρυωτικά ένας ακόμα
τύπος κυτταρικής διαίρεσης, η μείωση, σχετίζεται με τον σχηματισμό των
αναπαραγωγικών κυττάρων (γαμετών). Σε αντίθεση με τη μίτωση, η μείωση δημιουργεί
ποικιλότητα μεταξύ των πυρήνων και παίζει ρόλο - κλείδι σε κύκλους ζωής φυλετικής
αναπαραγωγής.
Στην μίτωση, το περιεχόμενο του πυρήνα συμπυκνώνεται και σχηματίζει ευδιάκριτα
χρωμοσώματα, τα οποία μέσω μιας συντονισμένης σειράς κινήσεων θα χωριστούν στα δύο.
Μετά κατά την κυτταροκίνηση το ίδιο το κύτταρο χωρίζεται σε δύο θυγατρικά, που κάθε ένα
παίρνει μία ομάδα χρωμοσωμάτων. Όμως αυτά και τα δύο μαζί, καταλαμβάνουν μία
σύντομη μόνο περίοδο γνωστή σαν M - φάση του αναπαραγωγικού κύκλου του κυττάρου.
To πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ δύο διαδοχικών M φάσεων
ονομάζεται μεσόφαση. Στο μικροσκόπιο η μεσόφαση φαίνεται σαν μία περίοδος κατά την οποία
το κύτταρο, απλά και μόνο, μεγαλώνει σε μέγεθος. Όμως η εφαρμογή άλλων τεχνικών έδειξε ότι
η μεσόφαση είναι βιοχημικά μια πολύ ενεργή περίοδος, αυστηρά ρυθμιζόμενη, κατά την οποία το
κύτταρο ετοιμάζεται για την διαίρεση.
Ένα κύτταρο ζει και λειτουργεί ώσπου να διαιρεθεί ή να πεθάνει, ή, αν είναι γαμετοκύτταρο,
ώσπου να συγχωνευθεί με αντιθέτου φύλου γαμετοκύτταρο. Μερικά κύτταρα, όπως τα
ερυθροκύτταρα, μυϊκά καί νευρικά κύτταρα χάνουν την ικανότητα να διαιρούνται καθώς ωρι-
μάζουν. Άλλοι τύποι κυττάρων διαιρούνται σπάνια (κύτταρα φλοιού σε στελέχη φυτών). Ev
τούτοις τα περισσότερα κύτταρα, έχουν κάποια πιθανότητα διαίρεσης και κάποια είναι
εξειδικευμένα για γρήγορη διαίρεση. Για πολλά είδη κυττάρων ο κυτταρικός τους κύκλος έχει δύο
φάσεις, τη μίτωση και τη μεσόφαση.
Κυτταρικό κύκλο ονομάζουμε την περίοδο από την έναρξη μιας διαίρεσης μέχρι την έναρξη της
επόμενης. O χρόνος διάρκειας της περιόδου αυτής ονομάζεται χρόνος γενιάς (T). O χρόνος
γενιάς ποικίλει εντός ευρέων ορίων στους διάφορους οργανισμούς, και ανέρχεται τόσο στα φυτά
όσο και στα ζώα σε αρκετές ώρες.
H μεσόφαση καταλαμβάνει μέχρι το 90% ή και περισσότερο του χρόνου γενιάς, και διακρίνεται
σε τρία επιμέρους στάδια τα G1, S, G2, κάθε ένα από τα οποία διακρίνεται από συγκεκριμένες
βιοσυνθετικές διεργασίες.
G1 (gap - κενό 1): Διαρκεί 30 - 40% της μεσόφασης. Είναι μία έντονη μεταβολικά περίοδος, όπου
το κύτταρο αυξάνεται, πρωτεϊνοσυνθέτει, αναπνέει έντονα, με άλλα λόγια διπλασιάζει το
περιεχόμενό του, εκτός του γενετικού υλικού. Παρεμπόδιση του σταδίου αυτού με
παρεμποδιστέςτης αναπνοής (KCN) ή της πρωτεϊνοσύνθεσης, έχει σαν αποτέλεσμα την αποτυχία
της κυτταρικής διαίρεσης. Την φάση G1 ακολουθεί η φάση S.
S (synthesis - σύνθεση DNA): Διαρκεί 30-50% της μεσόφασης. Εδώ όλο το DNA διπλασιάζεται.
Παρεμποδιστές του διπλασιασμού του DNA παρεμποδίζουν τελικά την κυτταρική διαίρεση.
G2 (gap 2 - κενό 2): Διαρκεί 10 - 20% της μεσόφασης. Παρεμβάλλεται μεταξύ του τέλους της S
φάσης και της αρχής της μίτωσης. Χαρακτηρίζεται από μικρής έκτασης πρωτεϊνοσύνθεση. Με το
τέλος της G2 φάσης το κύτταρο μπαίνει σε μίτωση. Οι φάσεις G1, S, G2, M διαδέχονται η μία την
άλλη και η απρόσκοπτη αυτή διαδικασία προϋποθέτει την ολοκλήρωση της κάθε μιας.
O χρόνος και ο ρυθμός της κυτταρικής διαίρεσης σε διαφορετικά τμήματα του σώματος ενός
φυτού ή ζώου, είναι κρίσιμα για την φυσιολογική αύξηση, ανάπτυξη και διατήρηση του
οργανισμού. Υπάρχουν ποικιλότητες στην κυτταρική διαίρεση των διαφόρων τύπων κυττάρων.
Για παράδειγμα τα κύτταρα του δέρματος του ανθρώπου διαιρούνται συχνότερα καθ’ όλη τη
διάρκεια της ζωής του, ενώ τα κύτταρα του συκωτιού διατηρούν την ικανότητα να διαιρούνται,
αλλά την διατηρούν σε λανθάνουσα κατάσταση, μέχρι να υπάρξει ανάγκη, όπως για παράδειγμα
η επιδιόρθωση τραύματος. Μερικά από τα πιο εξειδικευμένα κύτταρα, όπως τα νευρικά και τα
μυϊκά, δεν διαιρούνται καθόλου στον ώριμο άνθρωπο.
O κυτταρικός κύκλος είναι πολύπλοκη και αυστηρά ρυθμιζόμενη διαδικασία. Κατά την εφαρμογή
της τεχνικής της κυτταροκαλλιέργειας, κύτταρα προερχόμενα από ιστούς, τοποθετούνται σε
δοχείο με θρεπτικό υλικό Ένα τυπικό θρεπτικό υλικό για την ανάπτυξη κυττάρων θηλαστικών
περιέχει γλυκόζη, αμινοξέα, βιταμίνες, ορό αίματος και αντιβιοτικά. H έρευνα λοιπόν σε
κυτταροκαλλιέργειες οδήγησε στην αναγνώριση παραγόντων που μπορούν να διεγείρουν ή να
παρεμποδίσουν την κυτταρική διαίρεση. Η κυτταρική διαίρεση μπορεί να παρεμποδιστεί με
ποικίλους τρόπους, όπως με παρεμπόδιση της πρωτεϊνοσύνθεσης, από έλλειψη βασικών
θρεπτικών ουσιών, ή από υπέρμετρη αύξηση του πληθυσμού των κυττάρων. Σ’ ένα πλούσιο
θρεπτικό υλικό τα κύτταρα διαιρούνται μέχρι να αυξηθεί ο αριθμός τους τόσο, ώστε να έρθουν σε
επαφή το ένα με το άλλο. Τότε η κυτταρική διαίρεση σταματάει. To φαινόμενο αυτό ονομάζεται
παρεμπόδιση εξ επαφής. Av κάποια κύτταρα αφαιρεθούν από μια κυτταροκαλλιέργεια και
δημιουργηθεί ελεύθερος χώρος τα κύτταρα που βρίσκονται στα όρια του χώρου αυτού διαιρούνται
και πάλι μέχρι να καλύψουν το κενό.
Για τα περισσότερα κύτταρα, η φάση G1 του κυτταρικού κύκλου, φαίνεται ότι παίζει κρίσιμο ρόλο
στη ρύθμιση της κυτταρικής διαίρεσης. Κάποιος μηχανισμός στη φάση αυτή καθορίζει αν το
κύτταρο θα συνεχίσει τον κύκλο διαίρεσης ή θα περιέλθει σε κατάσταση μη διαίρεσης. Av ένα
φυσιολογικό κύτταρο πάψει να διαιρείται, σταματά συνήθως προς το τέλος της G 1 φάσης που
ονομάζεται G0.
H μελέτη του μηχανισμού της ρύθμισης του κυτταρικού κύκλου είναι πολλαπλής σημασίας αφού
αποβλέπει: α) Στη διαλεύκανση ενός βασικού βιολογικού προβλήματος και β) Στην αντιμετώπιση
ιατρικών προβλημάτων, όπως η επαγωγή διπλασιασμού κυττάρων (που έχουν υποστεί βλάβη και
πιθανόν νευρώνων που δεν διαιρούνται φυσιολογικά) και η αντιμετώπιση καρκίνων, στους
οποίους οδηγεί η ανεξέλεγκτη αναπαραγωγή κυττάρων.
Αποτελέσματα από κυτταροκαλλιέργειες υβριδικών κυττάρων (κύτταρα που προέρχονται από την
συγχώνευση δύο κυττάρων που βρίσκονται σε διαφορετική φάση του κυτταρικού κύκλου)
οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι υπάρχει παράγοντας που διεγείρει τη μίτωση και που ονομάστηκε
MPF (Mitosis Promoting Factor).
Γενετικές μελέτες έχουν δείξει ότι υπάρχουν γονίδια που ρυθμίζουν τον κυτταρικό κύκλο και
ονομάσθηκαν cdc γονίδια (cell division cycle).
Ένα από αυτά, το cdc2, είναι υπεύθυνο για τη ρύθμιση της μίτωσης. Το cdc2 γονίδιο κωδικοποιεί
μια πρωτεΐνη που είναι σχεδόν ταυτόσημη και στα τρία είδη οργανισμών (ζύμες, θηλαστικά,
ανθρώπους). Δηλαδή ένα δισεκατομμύριο χρόνια εξέλιξης διαφύλαξαν αυτή την πρωτεΐνη σχεδόν
αναλλοίωτη δομικά και πλήρως αναλλοίωτη λειτουργικά. Αυτή η πρωτεΐνη λοιπόν είναι υπεύθυνη
για τη μίτωση.
Η cdc2 πρωτεΐνη είναι πρωτεϊνική κινάση, δηλαδή ένζυμο που μεταφέρει φωσφορικές ομάδες
από το ATP σε πρωτεΐνες. H προσθήκη και η αφαίρεση φωσφορικών ριζών είναι ο βασικός
τρόπος ρύθμισης της ενεργότητας των κυτταρικών πρωτεϊνών (η απομάκρυνση των φωσφορικών
ριζών γίνεται από άλλα ένζυμα, τις φωσφατάσες).
Τελικά, η γενετική και βιοχημική μελέτη του MPF οδήγησε στο συμπέρασμα ότι, ο παράγοντας
αυτός αποτελείται από δύο πρωτεΐνες, η μια είναι η cdc2 πρωτεϊνική κινάση και η άλλη μια
πρωτεΐνη που ρυθμίζει τη δράση της cdc2 πρωτεΐνης και ονομάζεται κυκλίνη. Η συγκέντρωση της
cdc2 κινάσης μένει σταθερή καθ’ όλη τη διάρκεια του κυτταρικού κύκλου. H κυκλίνη συντίθεται
καθ’ όλη τη διάρκεια του κυτταρικού κύκλου, αλλά εξαφανίζεται στο τέλος της μίτωσης (γιατί
αποικοδομείται πολύ γρήγορα) και συσσωρεύεται στη μεσόφαση.
H καταστροφή της κυκλίνης στο τέλος της μίτωσης είναι απαραίτητη για την ολοκλήρωση του
κυτταρικού κύκλου. H εκ νέου συσσώρευσή της στη μεσόφαση είναι απαραίτητη για την
ενεργοποίηση του MPF.
Η απλή πρόσδεση της κυκλίνης στην κινάση δεν είναι αρκετή για την ενεργοποίηση του MPF και
ότι άλλες αντιδράσεις πρέπει να προηγηθούν. Πράγματι γενετικά και βιοχημικά δεδομένα
οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι άλλες πρωτεΐνες τροποποιούν τόσο την κινάση όσο και την
κυκλίνη πριν αυτές αντιδράσουν και δώσουν λειτουργικό σύμπλοκο. H κινάση και η κυκλίνη είναι
κεντρικοί ρυθμιστές του κυτταρικού κύκλου στους ευκαρυωτικούς οργανισμούς.
Υπάρχουν τρία σημεία ελέγχου του κυτταρικού κύκλου, στα οποία οι πρωτεΐνες αυτές δρουν
Εικόνα 2. Ρύθμιση κυτταρικού κύκλου. Σύστημα που λειτουργεί όπως ένας θερμοστάτης.
α) Σημείο ελέγχου G1 βρίσκεται προς το τέλος της φάσης G1 και ελέγχει αν το κύτταρο είναι
αρκετά μεγάλο και το περιβάλλον ευνοϊκό για τη συνέχιση του κυτταρικού κύκλου,
β) Σημείο ελέγχου G2: βρίσκεται προς το τέλος της φάσης G2 και ελέγχει αν έχει διπλασιαστεί όλο
το DNA, αν το κύτταρο είναι αρκετά μεγάλο και αν το περιβάλλον είναι ευνοϊκό για τη συνέχιση
του κυτταρικού κύκλου.
γ) Σημείο ελέγχου Μ: βρίσκεται στο στάδιο της μετάφασης και ελέγχει αν όλα τα χρωμοσώματα
έχουν διαταχθεί στην άτρακτο, ώστε να εξασφαλισθεί ο σωστός διαχωρισμός τους. Το σημείο
αυτό δίνει το έναυσμα για την έξοδο από την μίτωση και την έναρξη της G1 φάσης.
Ως προς τον λεπτομερή μηχανισμό ρύθμισης υπάρχουν διαφορές τόσο μεταξύ των διαφόρων
οργανισμών, όσο και μεταξύ των διαφόρων κυττάρων του ιδίου του οργανισμού. Στις ζύμες και
στα τρία σημεία ελέγχου δρα η ίδια κινάση, αλλά διαφορετικές κυκλίνες. Στα θηλαστικά υπάρχει
ξεχωριστή κινάση και κυκλίνη για κάθε σημείο. Περισσότερες πληροφορίες έχουμε από τις
μελέτες γονιμοποιημένων ωοκυττάρων βατράχου, στις οποίες στηρίζεται το επόμενο μοντέλο
ρύθμισης:
Η cdc2 πρωτεΐνη διατηρείται σε σταθερό επίπεδο καθ’ όλη τη διάρκεια του κυτταρικού κύκλου. H
κυκλίνη συντίθεται συνεχώς, αλλά τα επίπεδά της ανέρχομαι κατά την μεσόφαση και πέφτουν
κατά την μίτωση. Καθώς η κυκλίνη συσσωρεύεται στη μεσόφαση, προσδένεται στη cdc2 κινάση,
που υπάρχει σταθερά και σχηματίζεται έτσι ένα πρόδρομο MPF (pre MPF). O pre MPF δεν είναι
ακόμα δραστικός, γιατί δεν μπορεί να φωσφορυλιώσει πρωτεΐνες και να επάγει την μίτωση. O pre
MPF γίνεται δραστικός με την δράση κάποιων ενζύμων. O MPF υποκινεί την μίτωση
φωσφορυλιώνοντας πρωτεΐνες του πυρηνικού φακέλου, πρωτεΐνες που συμμετέχουν στο
σχηματισμό της μιτωτικής ατράκτου και τις ιστόνες της χρωματίνης. Έτσι έχουμε αποδιοργάνωση
και σπάσιμο του πυρηνικού φακέλλου, σχηματισμό της μιτωτικής ατράκτου, συμπύκνωση
χρωματίνης και διαμόρφωση χρωμοσωμάτων, που είναι οι τρεις σημαντικές αλλαγές του
διαιρούμενου κυττάρου.
Πυρηνική διαίρεση
Η πυρηνική διαίρεση είναι ένα συνεχές φαινόμενο και μόνο για να διευκολυνθούμε στη μελέτη και
την περιγραφή του, το χωρίζουμε σε στάδια. Τα στάδια αυτά για τα περισσότερα ευκαρυωτικά
κύτταρα είναι τέσσερα: η πρόφαση, η μετάφαση, η ανάφαση και η τελόφαση.
Πρόφαση: Είναι το μεγαλύτερο σε διάρκεια στάδιο της μίτωσης. Στη διάρκειά της τα ινίδια της
χρωματίνης αρχίζουν να περιελίσσονται και να συμπυκνώνονται, για να πάρουν τη
χαρακτηριστική μορφή των χρωμοσωμάτων. Κάθε χρωμόσωμα αποτελείται από δύο αδελφές
χρωματίδες, ενωμένες στο κεντρομερίδιο. Επειδή οι αδελφές χρωματίδες είναι αποτέλεσμα του
αυτοδιπλασιασμού του γενετικού υλικού, που έγινε κατά τη μεσόφαση, αποτελούνται (η καθεμιά)
από ένα δίκλωνο μόριο DNA και είναι γενετικά όμοιες. Το γενετικό υλικό του κυττάρου
«πακετάρεται» σε χρωμοσώματα γιατί δεν πρέπει να σπάσει ούτε να χαθεί τίποτε κατά τη
μεταφορά του γενετικού υλικού στα θυγατρικά κύτταρα. Στη συνέχεια σχηματίζεται η άτρακτος.
Αυτό στα ζωικά κύτταρα γίνεται με τη βοήθεια του κεντροσωματίου, που έχει ήδη διπλασιαστεί
κατά τη μεσόφαση. Τα δύο κεντροσωμάτιο μετακινούνται προς τους δύο πόλους. Από κάθε
κεντροσωμάτιο προβάλλουν ακτινωτά νημάτια, οι μικροσωληνίσκοι, που σιγά σιγά σχηματίζουν
την άτρακτο. Στα φυτικά κύτταρα είναι προφανές ότι η άτρακτος δεν οργανώνεται από
κεντροσωμάτιο, αφού δε διαθέτουν τέτοια. Ο πυρηνικός φάκελος και ο πυρηνίσκος
αποδιοργανώνονται, επιτρέποντας στους μικροσωληνίσκους να εισβάλουν στο χώρο που
καταλάμβανε ο πυρήνας και να ενωθούν με τα κεντρομερίδια των χρωμοσωμάτων.
Μετάφαση: Με την έναρξή της τα χρωμοσώματα εγκαταλείπουν τις τυχαίες θέσεις που
καταλάμβαναν κατά την πρόφαση και αρχίζουν να μετακινούνται κατά μήκος των νηματίων της
ατράκτου, προς το ισημερινό επίπεδο του κυττάρου.
Στο τέλος αυτής της φάσης τα χρωμοσώματα έχουν φτάσει στο ισημερινό επίπεδο, με τις
αδελφές χρωματίδες κάθε χρωμοσώματος να έχουν τοποθετηθεί παράλληλα προς αυτό.
Κατά τη μετάφαση συνεχίζεται η συμπύκνωση της χρωματίνης. Στο τέλος της τα χρωμοσώματα
έχουν το μέγιστο βαθμό συμπύκνωσης• γι' αυτό είναι περισσότερο διακριτά από όσο σε κάθε
άλλο στάδιο του κυτταρικού κύκλου. Γι' αυτό το λόγο η παρατήρηση, η φωτογράφηση , όπως και
κάθε άλλη διαδικασία που αφορά τη μελέτη της δομής, το μήκος ή τον αριθμό των
χρωμοσωμάτων γίνονται κατά τη διάρκειά της.
Ανάφαση: Αρχίζει με τη διαίρεση του κεντρομεριδίου κάθε χρωμοσώματος. Με την ολοκλήρωση
αυτής της διαίρεσης καθεμιά από τις αδελφές χρωματίδες ανεξαρτητοποιείται από την άλλη. Οι
μικροσωληνίσκοι της ατράκτου ασκούν αντίθετη έλξη στα δημιουργούμενα κεντρομερίδια και έτσι
οι δύο αδελφές χρωματίδες αποχωρίζονται, σαν να κινούνται πάνω σε ράγες τρένου, προς
αντίθετο πόλο η καθεμιά. Από το σημείο αυτό θεωρούμε ότι κάθε χρωματίδα αποτελεί πλέον ένα
ανεξάρτητο χρωμόσωμα.
Τελόφαση: Όταν καθεμιά από τις δύο πλήρεις σειρές χρωμοσωμάτων, που δημιουργήθηκαν
κατά την ανάφαση, φθάσει στον πόλο του κυττάρου προς τον οποίο κατευθυνόταν, αρχίζει το
τελικό στάδιο της πυρηνικής διαίρεσης, η τελόφαση. Στη διάρκειά της συμβαίνουν οι ακριβώς
αντίστροφες διαδικασίες από αυτές που συνέβησαν στην πρόφαση. Η άτρακτος
αποδιοργανώνεται και επανεμφανίζονται οι πυρηνικοί φάκελοι. Δημιουργούνται έτσι δύο
θυγατρικοί πυρήνες. Σε καθέναν από αυτούς τα χρωμοσώματα επανέρχονται στη μορφή του
δικτύου χρωματίνης της μεσόφασης και επανασχηματίζεται ο πυρηνίσκος.
Χρωματίδες που έλκονται από τα νημάτια της ατράκτου κατά την ανάφαση
Κυτταροπλασματική διαίρεση
Με τη διαδικασία της πυρηνικής διαίρεσης δημιουργούνται δύο γενετικά πανομοιότυποι πυρήνες,
που μοιράζονται ωστόσο το ίδιο κυτταρόπλασμα. Για να ολοκληρωθεί συνεπώς η μίτωση, πρέπει
να διαιρεθεί και το κυτταρόπλασμα, ώστε να σχηματιστούν δύο αυτοτελή κύτταρα.
Αυτό γίνεται με τη διαδικασία της κυτταροπλασματικής διαίρεσης, κατά την οποία διανέμεται το
κυτταρόπλασμα στα δύο θυγατρικά κύτταρα.
Ο τρόπος με τον οποίο γίνεται αυτό εξαρτάται από το είδος του κυττάρου. Στα ζωικά κύτταρα,
στο ύψος του ισημερινού επιπέδου του κυττάρου, σχηματίζεται ένας περιφερικός δακτύλιος από
ινίδια ακτίνης. Ο δακτύλιος αυτός με την πάροδο του χρόνου στενεύει όλο και περισσότερο,
ώσπου να διχοτομήσει τελικά το κύτταρο (αυλάκωση).
Στα ανώτερα φυτικά κύτταρα η κυτταροπλασματική διαίρεση γίνεται με εντελώς διαφορετικό
τρόπο. Ήδη, από το τέλος της ανάφασης, στην περιοχή του ισημερινού επιπέδου αρχίζει να
δημιουργείται από μικροσωληνίσκους ένα πλέγμα, ο φραγμοπλάστης. Από το φραγμοπλάστη
θα προκύψουν τα κυτταρικά τοιχώματα των δύο θυγατρικών κυττάρων.
Κυτταρική διαίρεση σε φυτικό κύτταρο
Η διάρκεια του κυτταρικού κύκλου αλλά και η διάρκεια καθεμιάς από τις φάσεις του εξαρτώνται
από τον τύπο του κυττάρου αλλά και από εξωτερικούς παράγοντες, όπως η θερμοκρασία, η
παροχή θρεπτικών ουσιών, οξυγόνου κ.ά. Μερικά κύτταρα ολοκληρώνουν τον κυτταρικό τους
κύκλο σύντομα και αυτό τους επιτρέπει να διαιρούνται με μεγάλη συχνότητα. Άλλα, όπως τα
νευρικά κύτταρα, από τη στιγμή που θα δημιουργηθούν, διαιρούνται σπάνια ή και καθόλου.
Η μίτωση είναι μια διαδικασία που ευνοεί τη γενετική σταθερότητα και για το λόγο αυτό άλλωστε
αποτελεί τη διαδικασία με την οποία γίνεται:
Η μονογονική αναπαραγωγή των μονοκύτταρων και των πολυκύτταρων ευκαρυωτικών
οργανισμών. Οι απόγονοι τους έχουν τον ίδιο αριθμό και το ίδιο είδος χρωμοσωμάτων με
τους προγόνους τους.
Η ανάπτυξη των πολυκύτταρων οργανισμών και η ανανέωση των κυττάρων τους. Τα
κύτταρα που προστίθενται στον αναπτυσσόμενο οργανισμό, ή αντικαθιστούν
κατεστραμμένα ή γηρασμένα, έχουν ίδιο αριθμό και είδος χρωμοσωμάτων με τα κύτταρα
από τα οποία προήλθαν.
Και τα τρία αυτά γεγονότα, σε μοριακό επίπεδο, συνοδεύονται από σωρεία φωσφορυλιώσεων
πρωτεϊνών, που το έναυσμα γι’ αυτές είναι ο παράγοντας MPF. H μίτωση σταματά με
αποφωσφορυλιώσεις που επαναφέρουν τα κύτταρα σε μεσοφασική κατάσταση. H συμπύκνωση
των ινιδίων της χρωματίνης για να συγκροτήσουν τα χρωμοσώματα γίνεται με φωσφορυλίωση
των μορίων της ιστόνης Η1 (6 φωσφορικές ρίζες/μόριο Η1, 1 μόριο Η1/νουκλεόσωμα).
Av και η αιτία της μίτωσης είναι ο διαχωρισμός των χρωμοσωμάτων, αυτά δεν έχουν ενεργό ρόλο
στην διαδικασία. O ενεργός ρόλος διενεργείται από δύο ξεχωριστές κυτταροσκελετικές
δομές που εμφανίζονται παροδικά στην μίτωση. H πρώτη είναι η μιτωτική άτρακτος (μι-
κροσωληνίσκοι και συνοδευτικές πρωτεΐνες) που διευθετεί τα διπλασιασμένα χρωμοσώματα στο
ισημερινό πεδίο και στη συνέχεια τα χωρίζει σε δύο ομάδες. H δεύτερη δομή, υπάρχει μόνο σε
ζωϊκά κύτταρα, είναι ο συσταλτός δακτύλιος (ινίδια ακτίνης και μυοσίνης) που σχηματίζεται κοντά
στην πλασματική μεμβράνη και με περίσφυξη διαιρεί το κύτταρο στα δύο.
Και οι τρεις κατηγορίες μικροσωληνίσκων είναι προσανατολισμένοι με το (-) άκρο τους προς τον
πόλο και (+) άκρο τους προς το κέντρο της ατράκτου. Τα δύο άκρα (+) και (-) διαφέρουν
λειτουργικά, αφού η προσθήκη ή αφαίρεση υπομονάδων α και β τουμπουλίνης γίνεται ταχύτερα
στο πρώτο άκρο, διπλάσια ταχύτητα στο (+) συγκριτικά με το (-) άκρο.
Οι μικροσωληνίσκοι κινητοχώρου είναι αυτοί που ενώνονται με τα χρωμοσώματα στον κι-
νητοχώρο. O κινητοχώρος είναι πρωτεϊνικής φύσης σύμπλοκο, που σχηματίζεται στην περιοχή
του κεντρομεριδίου, κατά την μετάφαση. Οι πολικοί μικροσωληνίσκοι εκτείνονται από τον ένα
πόλο στον άλλο, και οι αστρικοί είναι κοντοί μικροσωληνίσκοι στην εξωτερική πλευρά των
κεντροσωμάτων.
Κατά την ανάφαση, οι μικροσωληνίσκοι κινητοχώρου κονταίνουν, ανάφαση Α, "τραβώντας" τις
αδελφές χρωματίδες προς τους πόλους, ενώ οι πολικοί μικροσωληνίσκοι μακραίνουν, ανάφαση
Β, απομακρύνομας τους δύο πόλους ακόμα περισσότερο. Έτσι οι δύο θυγατρικές ομάδες
χρωμοσωμάτων είναι αρκετά μακριά η μία από την άλλη, ώστε να σχηματιστούν οι νέοι πυρήνες
και τελικά τα δύο νέα κύτταρα. Οι δύο αυτές κινήσεις (ανάφαση Α, ανάφαση Β) συμβαίνουν
ταυτόχρονα.
H κυτταρική διαίρεση θα τελειώσει με την διαίρεση του κυτταροπλάσματος με τη διαδικασία της
κυτταροκίνησης.
H κυτταροκίνηση στα ζωϊκά κύτταρα γίνεται με περίσφυξη. Στην επιφάνεια του κυττάρου
εμφανίζεται ένα αυλάκι σε θέση που αντιστοιχεί στο ισημερινό πεδίο. To αυλάκι δημιουργείται
από την εμφάνιση του συσταλτού δακτυλίου. O συσταλτός δακτύλιος αποτελείται από μι-
κροϊνίδια ακτίνης και μυοσίνης που βρίσκονται μέσα ακριβώς από την πλασματική μεμβράνη. Τα
ινίδια αυτά αλληλεπιδρούν παράγοντας συστολή (όπως στους μύες) και χωρίζουν έτσι το
κύτταρο στα δύο. Στα φυτά η κυτταροκίνηση γίνεται με τη δημιουργία της κυτταρικής πλάκας. H
κυτταρική πλάκα σχηματίζεται με τη συγχώνευση μεμβρανικών σχηματισμών που προέρχονται
από το σύμπλεγμα Golgi. Δημιουργείται στην περιοχή του ισημερινού πεδίου μια διπλή
μεμβράνη, η οποία συγχωνεύεται με την πλασματική, οπότε έχουμε τελικά δύο θυγατρικά
κύτταρα ανάμεσα στα οποία θα σχηματιστεί και κυτταρικό τοίχωμα.
H μίτωση είναι μια διαδικασία που χαρακτηρίζεται από εκτεταμένες μετακινήσεις μεγάλων
μοριακών δομών. Κατά την πρόφαση έχουμε την μετακίνηση των πόλων της ατράκτου σε
αντίθετες θέσεις του κυττάρου, κατά την προμετάφαση την μετακίνηση των χρωμοσωμάτων προς
το ισημερινό πεδίο, κατά την ανάφαση A μετακίνηση χρωμοσωμάτων από το ισημερινό προς
τους πόλους και τέλος κατά την ανάφαση B γλίστρημα των πολικών μικροσωληνίσκων μεταξύ
τους και απομάκρυνση των πόλων.
Τα σύμπλοκα κυκλίνης - κινάσης αποτελούν εσωτερικό ρυθμιστή της κυτταρικής διαίρεσης. Αλλά
εμφανίζονται καταστάσεις κατά την διάρκεια της ζωής ενός πολυκύτταρου οργανισμού όπου
κύτταρα που διαιρούται πολύ αργά (κύτταρα συκωτιού - μία διαίρεση κάθε ένα ή δύο χρόνια) ή
καθόλου (νευρικά, μυϊκά) πρέπει να διεγερθούν προς διαίρεση μέσω ενός εξωτερικού ρυθμιστή.
Όταν ένα άτομο τραυματισθεί και αιμορραγεί, το αιμοπετάλια συγκεντρώνομαι στο τραύμα και
βοηθούν στην έναρξη της πήξης του αίματος. Τα αιμοπετάλια επίσης παράγουν και
ελευθερώνουν μια πρωτεΐνη, αυξητικό παράγοντα, που διαχέεται στα γειτονικά κύτταρα του
δέρματος και τα διεγείρει να διαιρεθούν και να επουλώσουν το τραύμα.
Καρυότυπος
O αριθμός, το σχήμα και το μέγεθος των χρωμοσωμάτων ενός κυττάρου κατά την μετάφαση
ονομάζεται καρυότυπος και είναι χαρακτηριστικός για κάθε είδος οργανισμού. Στο στάδιο της
μετάφασης της μίτωσης, με μια σχετικά απλή διαδικασία, μπορούμε να φωτογραφήσουμε το
σύνολο των χρωμοσωμάτων του κυττάρου. Από τον καρυότυπο μπορούμε να παρατηρήσουμε
οτιδήποτε έχει σχέση με τον αριθμό και το είδος των χρωμοσωμάτων, καθώς και με ορατές
χρωμοσωμικές ανωμαλίες που είναι ορατές με το οπτικό μικροσκόπιο. Για να γίνει ο καρυότυπος
ενός οργανισμού πρέπει να πάρουμε από αυτόν κύτταρα τα οποία πολλαπλασιάζονται γρήγορα.
Τέτοια κύτταρα στον άνθρωπο είναι τα λευκά αιμοσφαίρια. Καλλιεργούμε τα κύτταρα αυτά και
όταν φτάσουμε στη μετάφαση, αναστέλλουμε την κυτταρική διαίρεση με ειδικές ουσίες. Στη
συνέχεια τα χρωμοσώματα χρωματίζονται με κατάλληλες χρωστικές και φωτογραφίζονται. Από
τη φωτογραφία κόβονται ένα ένα τα χρωμοσώματα και τοποθετούνται σε σειρά από το
μεγαλύτερο στο μικρότερο, με τα ομόλογα να είναι τοποθετημένα το ένα πλάι στο άλλο. Στα
βαμμένα χρωμοσώματα διακρίνονται ζώνες από τις οποίες εξάγονται συμπεράσματα σχετικά με
τις χρωμοσωμικές ανωμαλίες που αφορούν στην κατασκευή τους.
Κυτταρικός θάνατος
Βασικός ρόλος της κυτταρικής διαίρεσης είναι η αντικατάσταση κυττάρων που πεθαίνουν. Στον
άνθρωπο εκατομμύρια κυττάρων πεθαίνουν κάθε μέρα, κυρίως του αίματος και των επιθηλίων
που καλύπτουν όργανα όπως το έντερο. Τα κύτταρα πεθαίνουν με ένα από τους δύο τρόπους. O
πρώτος, η νέκρωση, συμβαίνει όταν τα κύτταρα είτε δηλητηριάζονται είτε έχουν έλλειψη από
βασικά θρεπτικά. H εσχάρα που σχηματίζεται γύρω από μια πληγή είναι κοινό παράδειγμα
νεκρωτικού ιστού. Πιο τυπική σ’ ένα οργανισμό είναι η απόπτωση, μια σειρά γεγονότων που
συνιστούν γενετικά προγραμματισμένο κυτταρικό θάνατο.
Γιατί ένα κύτταρο αρχίζει διαδικασία απόπτωσης; Ένας λόγος είναι γιατί το κύτταρο δεν είναι
πλέον χρήσιμο. Ένας δεύτερος λόγος είναι ότι όσο περισσότερο ζουν τα κύτταρα τόσο οι
πιθανότητες να υποστούν βλάβη που οδηγεί σε καρκίνο είναι μεγαλύτερες. Αυτό είναι ειδικά
αληθινό για κύτταρα του αίματος και του εντέρου που είναι εκτεθειμένα σε υψηλά επίπεδα
τοξικών ουσιών. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις τα κύτταρα θυσιάζονται για το καλό του οργανισμού.
Όπως ο κυτταρικός κύκλος, έτσι και η διαδικασία της απόπτωσης ομοιάζουν πολύ στους περισ-
σότερους οργανισμούς. Το κύτταρο ξεχωρίζει από τα γειτονικά του, διαμελίζει τη χρωματίνη του
στο επίπεδο των νουκλεοσωμάτων και μετά κόβεται σε κομμάτια, ενώ τα περιβάλλοντα ζώντα
κύτταρα προσλαμβάνουν τα υπολείμματα του νεκρού κυττάρου. Τα γενετικά σήματα που
οδηγούν στην απόπτωση είναι κοινά σε πολλούς οργανισμούς.
H εγγενής αναπαραγωγή από την άλλη, αφορά τη συμμετοχή δύο ατόμων διαφορετικού φύλου
που έχουν και διαφορετικά γονίδια. Οι απόγονοι που θα παραχθούν συνήθως διαφέρουν
γενετικά τόσο μεταξύ τους όσο και από τους δύο γονείς.
H διαπίστωση ότι τα γαμετικά κύτταρα είναι απλοειδή και επομένως πρέπει να παράγονται με
ειδικό τύπο κυτταρικής διαίρεσης, προήλθε από μια παρατήρηση, που ήταν επίσης από τις
πρώτες που υπαινίχθησαν ότι τα χρωμοσώματα είναι οι φορείς της γενετικής πληροφορίας. To
1883 ανακαλύφθηκε ότι ενώ το γονιμοποιημένο ωάριο σε ένα είδος σκουληκιού, περιέχει
τέσσερα χρωμοσώματα, ο πυρήνας του ωαρίου και του σπερματοζωαρίου περιέχει μόνο δύο
χρωμοσώματα. To εύρημα επίσης οδήγησε στη σκέψη ότι τα γαμετικά κύτταρα πρέπει να
σχηματίζονται με ειδικό τρόπο πυρηνικής διαίρεσης κατά την οποία τα χρωμοσώματα διαιρούνται
με ακρίβεια στα δύο.
Περιληπτικά κατά την μείωση, ένας κύκλος διπλασιασμού του DNA (κατά τη μεσόφαση),
ακολουθείται από δύο διαδοχικές κυτταρικές διαιρέσεις που δίνουν γένεση σε τέσσερα απλοειδή
κύτταρα από ένα διπλοειδές κύτταρο. Στα ζώα ο σχηματισμός τόσο των ωαρίων όσο και των
σπερματοζωαρίων αρχίζει με όμοιο τρόπο. Και στις δύο περιπτώσεις η μείωση κυριαρχείται από
την πρόφαση της 1ης μειωτικής διαίρεσης, που μπορεί να καταλαμβάνει μέχρι και το 90% ή και
περισσότερο της ολικής μειωτικής περιόδου. Κατά την πρόφαση I κάθε χρωμόσωμα αποτελείται
από δύο σφιχτά δεμένες αδελφές χρωματίδες. Γεγονότα χρωμοσωμικής χιασματυπίας
συμβαίνουν κατά την παχυταινία της πρόφασης I, όταν κάθε ζευγάρι ομόλογων χρωμοσωμάτων
κρατιέται κοντά με το συναπτονημικό σύμπλοκο. Κάθε γεγονός χιασματυπίας γίνεται μέσω ενός
κόμβου ανασυνδυασμού, που έχει σαν αποτέλεσμα το σχηματισμό ενός χιάσματος, που
διατηρείται μέχρι την ανάφαση I. Με τη πρώτη μειωτική διαίρεση, ένα μέλος από κάθε
χρωμοσωμικό ζευγάρι, που ακόμα αποτελείται από δύο ενωμένες στο κεντρομερίδιο αδελφές
χρωματίδες, κατανέμεται σε κάθε ένα θυγατρικό κύτταρο. Μια δεύτερη κυτταρική διαίρεση, χωρίς
δεύτερο διπλασιασμό DNA, ακολουθεί, όπου κάθε αδελφή χρωματίδα κατανέμεται σε
διαφορετικό απλοειδές κύτταρο.
H μειωτική διαίρεση συνίσταται σε δύο διαδοχικές διαιρέσεις, τη μείωση I και μείωση II, που
διακρίνονται, σε πρόφαση, μετάφαση, ανάφαση, τελόφαση, I και Il αντίστοιχα. Σε όλα τα είδη η
πρόφαση I είναι μεγάλης χρονικής διάρκειας, γιατί κατά το στάδιο αυτό το κύτταρο αυξάνεται και
συνθέτει θρεπτικά συστατικά για το μελλοντικό έμβρυο. Εκτός από την πρόφαση I και τη
μετάφαση I, όπου τα ζευγάρια των ομόλογων χρωμοσωμάτων κρατιούνται ακόμα μαζί με
τα χιάσματα (τετράδες), τα υπόλοιπα στάδια της μείωσης I και όλα τα II, ως προς το
μηχανισμό, είναι ίδια με εκείνα της μίτωσης. Έτσι εξασφαλίζεται ότι κάθε απλοειδές προϊόν
της μείωσης θα έχει ένα πλήρες σύνολο χρωμοσωμάτων.
Πρόφαση I
Λεπτοταινία: H πρόφαση I αρχίζει με το στάδιο της λεπτοταινίας όπου κάθε χρωμόσωμα έχει
πιο συμπυκνωμένη δομή, συγκριτικά με τη μεσόφαση, και παίρνει τελικά τη μορφή ευδιάκριτης
λεπτής και μακριάς ταινίας με ένα κεντρικό πρωτεϊνικής φύσης άξονα. Κάθε χρωμόσωμα έχει και
τα δύο άκρα προσδεδεμένα στον πυρηνικό φάκελο, μέσω μιας ειδικής δομής που ονομάζεται
πλάκα πρόσδεσης. Av και κάθε χρωμόσωμα έχει διπλασιαστεί, κατά τη μεσόφαση, και
αποτελείται από δύο χρωματίδες, αυτές είναι ασυνήθιστα πολύ κοντά διαταγμένες η μία δίπλα
στην άλλη, ώστε κάθε χρωμόσωμα να φαίνεται σαν απλό. Οι αδελφές χρωματίδες γίνονται
ορατές στο τέλος της πρόφασης κατά τη διπλοταινία ή διακίνηση.
Ζυγοταινία: Με το τέλος της λεπτοταινίας, τα δύο ομόλογα χρωμοσώματα έρχονται κοντά με μια
διαδικασία γνωστή σα σύναψη. H σύναψη αρχίζει συνήθως όταν τα ομόλογα άκρα των δύο
χρωμοσωμάτων πλησιάζουν το ένα το άλλο στον πυρηνικό φάκελο, και συνεχίζει προς τα μέσα
σαν "φερμουάρ" και από τα δύο άκρα, ευθυγραμμίζοντας τα δύο ομόλογα χρωμοσώματα δίπλα -
δίπλα. Σε άλλες περιπτώσεις, η σύναψη μπορεί να αρχίσει σε εσωτερικές περιοχές των
χρωμοσωμάτων και να κατευθύνεται προς τα άκρα προκαλώντας την ίδια ευθυγράμμιση
χρωμοσωμάτων. Κάθε γονίδιο, λοιπόν, φαίνεται να έρχεται ακριβώς απέναντι στο ομόλογο
γονίδιο στο απέναντι χρωμόσωμα. Καθώς τα ομόλογα χρωμοσώματα ζευγαρώνουν, οι πρωτεϊνι-
κής φύσης άξονές τους, έρχονται κοντά και σχηματίζουν τα δύο πλευρικά στοιχεία μιας δομής
που λέγεται συναπτονημικό σύμπλοκο. To συναπτονημικό σύμπλοκο κρατάειτα ομόλογα
χρωμοσώματα στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους μέχρι και το στάδιο της παχυταινίας, το οποίο
μπορεί να κρατήσει αρκετές ημέρες.
Παχυταινία: Μόλις ολοκληρωθεί η σύναψη σε όλο το μήκος των ομολόγων χρωμοσωμάτων, τα
κύτταρα λέμε ότι βρίσκονται στο στάδιο της παχυταινίας, όπου μπορεί να παραμείνουν για
πολλές ημέρες. Σ’ αυτό το στάδιο εμφανίζονται κατά διαστήματα στο συναπτονημικό σύμπλοκο
μεγάλοι κόμβοι ανασυνδυασμού που πιστεύεται ότι διεκπεραιώνουν την ανταλλαγή των
χρωμοσωμάτων. Αυτές οι ανταλλαγές καταλήγουν σε χιάσματα ανάμεσα σε δύο μη αδελφές
χρωματίδες. Τα χιάσματα σ’ αυτό το στάδιο είναι αόρατα.
Διπλοταινία: Με την αποσύναψη αρχίζει το στάδιο της διπλοταινίας. To συναπτονημικό σύ-
μπλοκο διαλύεται επιτρέποντας στα δύο ομόλογα χρωμοσώματα να απομακρυνθούν το ένα από
το άλλο. Κάθε χρωμοσωμικό ζευγάρι στην πρόφαση I, ονομάζεται συνήθως διπλό, αλλά επειδή
κάθε μέλος του διπλού αποτελείται από δύο χρωματίδες, πρέπει να το έχουμε στο νου σαν
τετράδα. Όμως κάθε ζευγάρι παραμένει ενωμένο με ένα ή περισσότερα χιάσματα που
αντιπροσωπεύουν τα σημεία που έγινε η ανταλλαγή, χιασματυπία. Στα ωοκύτταρα η διπλοταινία
μπορεί να διαρκέσει μήνες ή χρόνια, αφού σ’ αυτό το στάδιο τα χρωμοσώματα αποσυμπυκνώ-
νονται και κατευθύνουν σύνθεση RNA που χρειάζεται σαν αποθησαυριστικό υλικό του ωαρίου.
Ακραία περίπτωση είναι τα διπλοταινικά χρωμοσώματα στα κύτταρα των αμφιβίων, όπου τα
χρωμοσώματα χαλαρώνουν πολύ σχηματίζοντας μεγάλες θηλιές (ψηκτροειδή χρωμοσώματα).
Διακίνηση: Τη διπλοταινία διαδέχεται η διακίνηση που είναι το στάδιο μετάβασης στη με-
τάφαση I. Καθώς η σύνθεση RNA σταματά, τα χρωμοσώματα συμπυκνώνονται, παχαίνουν και
αποκόπτονται από τον πυρηνικό φάκελο.
Τελόφαση I: Όταν καθεμιά από τις δύο πλήρεις απλοειδείς σειρές χρωμοσωμάτων φτάσει στον
πόλο του κυττάρου προς τον οποίο κατευθυνόταν, αρχίζει το τελικό στάδιο, η τελόφαση I. Τα
περισσότερα κύτταρα, ταυτόχρονα με την τελόφαση I, προχωρούν στην κυτταροπλασματική
διαίρεση. Από αυτήν παράγονται δύο απλοειδή κύτταρα, στα οποία τα χρωμοσώματα
αποτελούνται από δύο αδελφές χρωματίδες ενωμένες στην περιοχή του κεντρομεριδίου.
Την πρώτη μειωτική διαίρεση ακολουθεί η δεύτερη, χωρίς να μεσολαβεί αυτοδιπλασιασμός του
γενετικού υλικού πριν από αυτήν.
Καθένα από τα δύο κύτταρα που προκύπτουν από την 1η μειωτική διαίρεση υφίσταται μια
διαίρεση που έχει την ίδια ακολουθία γεγονότων με τη μίτωση. Στο τέλος της έχουν παραχθεί
τέσσερα απλοειδή κύτταρα, που έχουν το μισό της ποσότητας του γενετικού υλικού του αρχικού
κυττάρου. Αυτό συμβαίνει, γιατί καθένα τους έχει πάρει τη μια αδελφή χρωματίδα από κάθε
ζευγάρι ομόλογων χρωμοσωμάτων.
Χάρη στον ανεξάρτητο συνδυασμό χρωμοσωμάτων δημιουργείται ένα πλήθος από νέους συνδυασμούς μη
ομόλογων χρωμοσωμάτων και συνεπώς ένα πλήθος από νέους συνδυασμούς γονιδίων, που βρίσκονται
σε μη ομόλογα χρωμοσώματα.
Όταν ένα κύτταρο με 2n χρωμοσώματα υφίσταται μείωση για την παραγωγή γαμετών, τότε οι διαφορετικοί
συνδυασμοί μη ομόλογων χρωμοσωμάτων που μπορούν να εμφανιστούν σε διαφορετικούς γαμέτες
(απλοειδή n κύτταρα) που θα προκύψουν από αυτήν είναι 2n. Αυτό για τον άνθρωπο σημαίνει ότι κάθε
γονέας έχει καταθέσει σε κάθε γαμέτη του τον έναν από τους 223 συνδυασμούς που μπορεί να παραγάγει.
Σε αντίθεση με τον ανεξάρτητο συνδυασμό χρωμοσωμάτων, ο οποίος έχει ως αποτέλεσμα την αναδιανομή
των γονιδίων που βρίσκονται σε μη ομόλογα χρωμοσώματα, ο επιχιασμός ανασυνδυάζει γονίδια που
βρίσκονται στο ίδιο το ζεύγος ομόλογων χρωμοσωμάτων. Αυτό συμβαίνει, γιατί με την ανταλλαγή
αντίστοιχων τμημάτων, που γίνεται μεταξύ των μη αδελφών χρωματίδων των ομόλογων χρωμοσωμάτων,
ανταλλάσσονται και γονίδια.
Ο συνδυασμός των δύο μηχανισμών που αναφέρθηκαν έχει ως συνέπεια σε κάθε γαμέτη να
αντιπροσωπεύεται ένα μοναδικό «μείγμα» γονιδίων που βρίσκονται σε διαφορετικά χρωμοσώματα και
ταυτόχρονα ένα μοναδικό «μείγμα» γονιδίων που βρίσκονται στο ίδιο χρωμόσωμα.
Έτσι λοιπόν, χάρη στη μείωση, είναι στατιστικά απίθανο εμείς και κάποιο από τα αδέλφια μας να έχουμε
την ίδια συλλογή χρωμοσωμάτων και γονιδίων και από τους δύο γονείς, οπότε να είμαστε πανομοιότυποι
μεταξύ μας.
Το γεγονός αυτό, που είναι η ουσία της γενετικής ποικιλομορφίας που χαρακτηρίζει τους αμφιγονικά
αναπαραγόμενους οργανισμούς, έχει μεγάλη σημασία για την εξέλιξη.
Μερικοί από τους συνδυασμούς γονιδίων (άρα και γνωρισμάτων που επηρεάζονται από τα γονίδια αυτά)
είναι επιτυχέστεροι απ' ό,τι άλλοι, με την έννοια ότι προσφέρουν μεγαλύτερες δυνατότητες επιβίωσης στο
φορέα τους σε συγκεκριμένες περιβαλλοντικές συνθήκες. Ο μηχανισμός αυτός συμβάλλει στην εξέλιξη,
γιατί κάθε πληθυσμός περνά στις επόμενες γενιές του πιο ευνοϊκούς συνδυασμούς γονιδίων και
γνωρισμάτων.