You are on page 1of 5

Τον Ιούνιο του 2010, σταματήσαμε για να κάνουμε λίγες διακοπές.

Ευτυχώς
που δεν κλείσαμε να παίξουμε σε φεστιβάλ το καλοκαίρι, γιατί θα έπρεπε είτε
να τα ακυρώσουμε είτε να πάνε οι υπόλοιποι χωρίς εμένα. Τον Ιούνιο, λοιπόν,
αρχίσαμε να έχουμε προβλήματα στην οικογένειά μου. Η γιαγιά η Κρίστι, η
μαμά της μαμάς μου δηλαδή, ήταν 93 ετών και είχε εγκεφαλικό εδώ και
χρόνια. Περπατούσε πάρα πολύ δύσκολα με μπαστούνι και τον τελευταίο
καιρό ήταν κατάκοιτη. Μπήκε στο νοσοκομείο και για ενάμιση μήνα τρέχαμε
όλοι. Κι εμείς, αλλά ιδίως η μαμά μου και η Κάτι κοιμόμασταν στην καρέκλα
του νοσοκομείου τα βράδια πολύ συχνά. Δεν θέλαμε να πάρουμε
αποκλειστική, γιατί προτιμούσαμε να έχει την οικογένειά της κοντά. Η γιαγιά
δεν έχασε ποτέ το μυαλό της, ούτε είχε ποτέ άνοια. Απλώς είχε εγκεφαλικό,
κινητικά προβλήματα και ήταν και πολύ μεγάλη.
Δυστυχώς τον Αύγουστο του 2010, η γιαγιά μας έφυγε. Εντάξει, μπορώ να πω
ότι ήταν πλήρης ημερών -- 93 ετών. Αλλά πέρα από αυτό, το πλήγμα ήταν
βαρύ. Είχα πάλι αυτή την πικρία που είχα και έντεκα χρόνια πριν, όταν έφυγε
ο παππούς Λάουρι. Αλλά τώρα πια ήμουν σε μεγαλύτερη ηλικία, οπότε
μπορούσα να διαχειριστώ την απώλεια καλύτερα. Ήμουν βέβαια και τυχερή
που έζησα τόσα χρόνια με τη γιαγιά μου. Άλλοι έχαναν τους παππούδες τους
πολύ νωρίτερα -- άλλοι έχαναν και τους γονείς τους! Εμείς ήμασταν τυχεροί,
γιατί και οι δύο μας γονείς έσφυζαν από υγεία.
Δεν έτρωγα τη γλώσσα μου καλύτερα;
Ο θάνατος της γιαγιάς μου στοίχισε, για αυτό ήθελα ένα διάλειμμα από τη
δουλειά. Δεν ήθελα να πάω στο στούντιο, ούτε να γράψω βιβλίο, ούτε να
παίξω σε άλλη συναυλία. Ευτυχώς, που ήμουν σπίτι αυτό τον καιρό, γιατί τα
προβλήματά μας δεν είχαν τελειώσει. Στην πραγματικότητα, τώρα άρχιζαν.
Ένα βράδυ, με πήρε τηλέφωνο η μαμά μου, η οποία μου ζήτησε να έρθω στο
Bjørnevatn. Ο μπαμπάς έπεσε από ένα σκαλί και έπρεπε να τον μεταφέρουμε
στο νοσοκομείο. Το τραύμα δεν ήταν μεγάλο, αλλά ήταν 72 χρονών με
διαβήτη, οπότε ένα απλό τραύμα μπορεί να ήταν αρκετά επίπονο για εκείνον.
Ευτυχώς δεν χρειάστηκε εισαγωγή και καταφέραμε να γυρίσουμε σπίτι το ίδιο
βράδυ. Παρόλα αυτά, οι γονείς μου έμειναν σε εμάς εκείνο το βράδυ, γιατί σε
περίπτωση που χρειαζόταν βοήθεια ο πατέρας μου θα ήθελα να είμαι κοντά.
Έμειναν και λίγες μέρες ακόμα σε μας και θυμάμαι ότι κάθε βράδυ ο μπαμπάς
μου έλεγε ιστορίες στους φίλους μου, που με επισκέπτονταν. Δεν ξέρω πώς
και γιατί, αλλά κάποιο βράδυ θύμωσα με τον εαυτό μου για κάποιες σκέψεις
που έκανα. Θυμάμαι ότι ήμουν στην κουζίνα, γιατί έφτιαχνα σαλάτα για εμάς
και ο μπαμπάς μου ήταν έξω και έλεγε τις ιστορίες του. Κάποια στιγμή,
λοιπόν, έκανα την εξής σκέψη: Άραγε, πόσο καιρό ακόμα θα τον ακούω να
λέει ιστορίες; Αμέσως χαστούκισα τον εαυτό μου και σκέφτηκα Ηλίθια. Γιατί
να μην τον ακούς; Είναι μονάχα 72 και υγιής.
Λίγες μέρες αργότερα παίξαμε μερικές συναυλίες στη Σκανδιναβία μόνο. Ο
μπαμπάς μου, αν και ήταν πολύ καλύτερα, χρειαζόταν ακόμα λίγη φροντίδα.
Λόγω του διαβήτη, οι πληγές του δεν επουλώνονταν εύκολα. Και μετά το
πέσιμο από το σκαλί, δεν του ήταν πάρα πολύ εύκολο να κινηθεί.
Από τον Οκτώβρη και μετά άρχισα να τρέχω όλη μέρα. Η μαμά μπήκε στο
νοσοκομείο να κάνει εγχείρηση καρδιάς, οπότε κι εγώ έπρεπε να είμαι κοντά.
Παράλληλα ήμουν μαζί με το μπαμπά, γιατί το χτύπημα του δημιούργησε
μόνιμο πρόβλημα στην κίνηση. Είχα αγχωθεί υπερβολικά για τη μαμά μου,
γιατί η εγχείρηση καρδιάς είναι πολύ επικίνδυνη σ’ αυτές τις ηλικίες. Τελικά η
εγχείρηση είχε αίσιο τέλος, αν και έπρεπε να φροντίζουμε πάρα πολύ τη
μαμά. Θυμάμαι ότι ήμουν συνέχεια στο σπίτι τους εκείνο τον καιρό.
Την ίδια στιγμή, ο μπαμπάς συνέχιζε να έχει προβλήματα, αλλά δε μπορώ να
πω ότι τους δίναμε την κατάλληλη σημασία. Για μας, η μαμά προείχε, διότι
έπρεπε να την φροντίσουμε. Το Νοέμβριο, όμως, ένα βράδυ ο μπαμπάς πήρε
τηλέφωνο και είπε ότι δεν αισθάνεται καθόλου καλά και ότι ξαφνικά είχε μια
σκοτοδίνη. Τσακίστηκα να πάω να τους δω. Τον βρήκα να κάθεται σε μια
καρέκλα και να κρατάει το κεφάλι του. «Τι έπαθες, βρε μπαμπά;», είπα.
«Ξαφνικά ένοιωθα να χάνω τον κόσμο», μου είπε.
Τελικά συνειδητοποίησα πως δεν είχε πάρει την ινσουλίνη του, οπότε του την
έδωσα εγώ. Πολύ συχνά δεν βγάζεις εύκολα άκρη με τους μεγάλους
ανθρώπους, οπότε αν δεν δράσεις, μπορεί το αποτέλεσμα να είναι λίγο
επικίνδυνο για την υγεία τους.
Τα προβλήματα δεν τελείωσαν εκεί. Λίγες μέρες αργότερα προς τα μέσα
Νοέμβρη, ο μπαμπάς μεταφέρθηκε επειγόντως στο νοσοκομείο. Μάθαμε πως
είχε πρόβλημα με τα νεφρά του, οπότε ήταν απαραίτητο να νοσηλευτεί.
Έμεινε δεκαπέντε μέρες και ερχόταν τακτικά γιατρός στο σπίτι να τον
παρακολουθεί.
Ωστόσο, μια βδομάδα αργότερα ο μπαμπάς χρειάστηκε πάλι να νοσηλευτεί.
Και αυτή τη φορά δεν ξέραμε για πόσο. Οι γιατροί μας ειδοποίησαν για την
κατάστασή του. Μάθαμε ότι είχε καρκίνο στα κόκαλα. Όταν άκουσα αυτό το
νέο, ένοιωσα να ζαλίζομαι. Δεν άντεχα να ακούω για καρκίνο. Είχα χάσει τον
παππού μου και τον καλύτερό μου φίλο από αυτή την κωλοαρρώστια. Τώρα
δεν θα μου έπαιρνε και τον μπαμπά μου.
Δεν ξέραμε και τι να κάνουμε. Δεν ξέραμε αν θα πρέπει να του το πούμε, αν
θα έπρεπε να γνωρίζει τι έχει. Η ψυχολογία παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στην
αντιμετώπιση του καρκίνου. Αν ο μπαμπάς μάθαινε για την κατάστασή του,
μπορεί να άφηνε τον εαυτό του στα χέρια αυτού του πράγματος. Θα ήταν
μοιραίο και για εκείνον, αλλά και επώδυνο για όλους μας.
Εκείνο το βράδυ τηλεφώνησα στον αδελφό μου. «Έχω κάποια κακά νέα»,
είπα.
«Ποιος πέθανε;», είπε απότομα.
«Ηρέμησε», είπα. «Κανείς δεν πέθανε. Απλώς…ο μπαμπάς διαγνώστηκε με
καρκίνο».
Επικράτησε ησυχία. «Θα έρθω», απάντησε.
«Νομίζω ότι δεν χρειάζεται. Πιστεύω ότι θα το προλάβουμε. Είναι σε αρχικό
στάδιο».
«Αν δεν τον ξαναδώ ποτέ;», μου είπε.
«Ε, δεν νομίζω να γίνει κάτι τέτοιο, Ντάνιελ. Είναι στα χέρια καλών γιατρών».
«Καλώς», μου απάντησε. «Να με ειδοποιείς συνέχεια. Και αν χρειαστεί θα
έρθω αμέσως».
Όταν έκλεισε το τηλέφωνο, έβαλα τα κλάμματα. Αν και πίστευα ότι ο καρκίνος
δεν θα τον έπαιρνε, δεν το άντεχα. Δεν ήθελα άλλες απώλειες στη ζωή μου,
είχα αρκετές ήδη. Και όχι, όχι, όχι τον μπαμπά. Τον αγαπούσα περισσότερο
από οτιδήποτε άλλο στον κόσμο. Δεν ήθελα να πάθει κακό ο μπαμπάς μου.
Κάναμε Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά στο νοσοκομείο. Πρώτη φορά έγινε
κάτι τέτοιο. Αλλά τουλάχιστον ήμασταν όλοι μαζί και μάλιστα ήρθε και ο
Ντάνιελ και η Τζοάννα. Ο μπαμπάς κλασικά μας έλεγε ιστορίες συνέχεια για
όλα αυτά που είχαν δει τα μάτια του. Και εμείς τα ακούγαμε σαν μικρά
παιδάκια. Με τέτοιο κίνητρο και δίψα για ζωή, πώς θα μπορούσε αυτός ο
άνθρωπος να φύγει;
Δέκα μέρες μετά την Πρωτοχρονιά, η κατάσταση του μπαμπά είχε αρχίσει να
επιδεινώνεται. Είχε αρχίσει μεν χημειοθεραπείες, αλλά φαίνεται πως δεν τον
έπιαναν. Η υγεία του είχε αρχίσει να πηγαίνει προς το χειρότερο. Οι γιατροί
προσπαθούν να εμψυχώσουν τις οικογένειες, λέγοντάς τους να ελπίζουν,
αλλά πλέον ήταν ανώφελο. Και οι ίδιοι οι γιατροί δεν μπορούσαν να μας
θρέφουν με ψεύτικες ελπίδες. Ξέραμε ότι μας μένει πολύ λίγος καιρός με το
μπαμπά.
Η περιοδεία μας δεν θα συνεχιζόταν. Δεν πρόκειται να έφευγα μακριά από
την οικογένειά μου για κανέναν λόγο, για χάρη της περιοδείας. Και κατά
δεύτερον, δεν είχα καμία καρδιά να βγω στη σκηνή και να κοπανιέμαι, ενώ
παράλληλα ο μπαμπάς μου ήταν καρκινοπαθής και πέθαινε στο νοσοκομείο.
Και αυτό το καταλάβαιναν όλοι, εκτός από τη Βανέσσα που έκανε τις μαγκιές
της.
Δεν θέλω να κουράζω τους αναγνώστες μου, ούτε να τους ψυχοπλακώνω. Και
βέβαια ούτε θέλω να μπω σε περισσότερες λεπτομέρειες, διότι ο μπαμπάς
μου ήταν πολύτιμος για μένα. Με πονάει και με θλίβει το ότι αναγκάζομαι να
θυμάμαι όλες αυτές τις λεπτομέρειες. Στις 30 Ιανουαρίου του 2011, ο
μπαμπάς έγινε ένας άλλος μεγάλος ήρωας. Και όπως λέει κι ο κόσμος, οι
ήρωες δεν πεθαίνουν ποτέ, αλλά σαλπάρουν για πάντα στις θάλασσες.
Κι ο μπαμπάς μου ήταν, είναι και θα παραμένει ένας μεγάλος ήρωας, ο
οποίος ποτέ δεν τα παράτησε. Και μέχρι το τέλος της ζωής του παρέμεινε
εκείνος ο παραμυθάς με το μυαλό του μικρού παιδιού, που πλάθει
φανταστικούς κόσμους. Παρέμεινε έτσι μέχρι και τα 72 του χρόνια. Ο
μπαμπάς, που στα 15 μου με υποχρέωσε να αφήσω τη φαντασία μου
ελεύθερη και να γράψω μια ιστορία τρόμου. Ο μπαμπάς, που υποχρέωνε τη
μαμά να αφήνει ανοιχτή την πόρτα, για να μπαίνει μέσα ο κόσμος και να
βλέπει την οικογένεια Σπάρνενν. Ο άνθρωπος, ο οποίος ποτέ του δεν έδιωξε
κανέναν. Όλοι ήταν πάντα ευπρόσδεκτοι και άκουγαν τις ιστορίες του. Όλοι με
έβλεπαν και μου έλεγαν πάντοτε Είσαι ίδια ο κύριος Τόμας.
Θυμάμαι γύρω στο 2006, που ήταν η Σοφία με τη Τζέσικκα στην κουζίνα του
σπιτιού μου. Εγώ κρυφάκουγα πίσω από την πόρτα τα κορίτσια να μιλούν για
τους γονείς μου. Η Τζέσικκα μιλούσε με τη Σοφία για ηθοποιούς και την
ρώτησε ποιους συγκαταλέγει στους αγαπημένους της ηθοποιούς. Η Σοφία
απάντησε: «Μπορεί να ακουστεί κλισέ και ξενέρωτο, αλλά οι αγαπημένοι μου
ηθοποιοί είναι η Νίκι κι ο Τόμας Σπάρνενν». Η Τζέσικκα άρχισε να γελάει και
είπε: «Όχι το θεωρώ πολύ γλυκό. Αλλά γιατί;».
«Γιατί είναι είδωλα! Αυτοί οι δύο άνθρωποι είναι εξαιρετικοί ηθοποιοί,
άνθρωποι και γονείς. Φαντάσου ότι η Λάουρα δεν έχει κάνει μαθήματα
υποκριτικής ποτέ και είναι φανταστική ηθοποιός. Από ποιον νομίζεις το έχει
πάρει;»
Τα μάτια μου άρχισαν να υγραίνονται.
Η Σοφία συνέχισε: «Αυτοί οι άνθρωποι είναι τόσο καλόψυχοι και ανοιχτοί με
τους ανθρώπους. Και έχουν τόσο μεγάλο ταλέντο που πλέον το θεατρικό τους
στυλ είναι χαρακτηριστικό. Και ναι, είναι οι αγαπημένοι μου ηθοποιοί. Και
χωρίς αυτούς, δεν θα είχα γίνει ποτέ ηθοποιός. Αν δεν έβλεπα τη Νίκι και τον
Τόμας δεν θα μπορούσα ποτέ να γίνω ηθοποιός».
Άρχισα να κλαίω σιωπηλά, για να μην με πάρουν χαμπάρι. Ναι, η Σοφία είχε
απόλυτο δίκιο. Ούτε εγώ θα είχα γίνει ηθοποιός, αν δεν είχα αυτούς τους δύο
ανθρώπους για γονείς.
Και το γεγονός ότι είμαι συγγραφέας το οφείλω σ’ αυτόν τον ήρωα, με τη
ξανθιά κοτσίδα, που για πάντα στην καρδιά μου θα παραμείνει ένας
παραμυθάς.

You might also like