You are on page 1of 14

Τμήμα Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης

EDUG-523: ΨΥΧΟΜΕΤΡΙΚΕΣ ΜΕΘΟΔΟΙ ΣΤΗΝ ΕΙΔΙΚΗ


ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

ΘΕΜΑ
«ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗΣΗ ΤΟΥ
ΨΥΧΟΜΕΤΡΙΚΟΥ ΕΡΓΑΛΕΙΟΥ ΤΑΤ ΤΕΣΤ»

1
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Περίληψη……………………………………………………σελ.3

Εισαγωγή …………………………………………………..σελ.3

Kύριο μέρος
1.Προσδιορισμός του «ΤΑΤ τεστ»……………………….σελ.4

2.Aνάλυση της δομής του «ΤΑΤ τεστ»………………….σελ.4

3.Mέθοδος χορήγησης του «ΤΑΤ τεστ»…………………σελ.5

4.Αναφορά στα ψυχομετρικά γνωρίσματα του «ΤΑΤ


τεστ»………………………………………………………….σελ.6

5.Αναφορά στις μελέτες που αξιοποίησαν το «ΤΑΤ


τεστ»………………………………………………………….σελ.7

6. Aνάλυση κριτικών που σχετίζονται με το «ΤΑΤ


τεστ»…………………………………………………………σελ.8

Συμπεράσματα……………………………………………..σελ.10
Βιβλιογραφία………………………………………………..σελ.11

2
Περίληψη
H εν λόγω εργασία ασχολείται με τη κριτική και τη ψυχομετρική αξιολόγηση ενός
διαδεδομένου ψυχομετρικού. Ειδικότερα η συγκεκριμένη εργασία σχετίζεται με το
λεγόμενο «Τhematic Apperception Test (TAT)» που αποτελεί ένα διαγνωστικό
μέσο για τη διερεύνηση της προσωπικότητάς του ανθρώπου. Αντικειμενικός
σκοπός αυτής της εργασίας είναι να γίνει μια διερεύνηση του εν λόγω τεστ τόσο
σε κριτικό όσο και σε ψυχομετρικό επίπεδο.

Εισαγωγή
Ως γνωστόν , η αξιολόγηση της προσωπικότητας ενός ατόμου μπορεί να
χρησιμοποιηθεί με την εφαρμογή «προβολικών τεστ/δοκιμασιών». Με τη χρήση
των προβολικών δοκιμασιών μπορούν να διερευνηθούν εις βάθος οι πλευρές της
προσωπικότητάς ενός ανθρώπου και να αναδυθούν στην επιφάνεια «ασυνείδητα
στοιχεία της επιφάνειας του» .
Τα κυριότερα προβολικά τεστ είναι τα ακόλουθα(Mπήτρου,2008):
-«ΤΑΤ τεστ»
-«Ηand test»
-«Fairy Tale test»
Κύριο γνώρισμα των προβολικών τεστ είναι ότι αποτελούν μια αδόμητη διεργασία
με μη προσδιορισμένο ερέθισμα ,γεγονός που τα κάνει να προσφέρουν πληθώρα
απαντήσεων για διάφορα θέματα. Με την αρωγή των προβολικών τεστ
αναδεικνύονται οι σκέψεις , οι απαιτήσεις καθώς και οι ανάγκες που έχει το κάθε
άτομο. Σύμφωνα με την Κουλάκογλου(2012) ένα βασικό πλεονέκτημα που
διαθέτουν τα «οικεία τεστ» είναι ότι αποτελούν «καλυμμένες διεργασίες» καθώς
το άτομο που διερευνάται δεν γνωρίζει με ακρίβεια τον αντικειμενικό σκοπό της
εξέτασης αλλά ούτε και τη μέθοδο επεξεργασίας των απαντήσεών του.
Το «ΤΑΤ τεστ» αξίζει να σημειωθεί πως κατά αποκλειστικότητα εφαρμόζεται από
κλινικούς ψυχολόγους οι οποίοι ,βέβαια, πρέπει να διαθέτουν την απαιτούμενη
επιστημονική εξειδίκευση. Επιπλέον, το ψυχομετρικό εργαλείο «ΤΑΤ τεστ»
χρησιμοποιείται αρκετά στις Η.Π.Α στο τομέα της κλινικής αξιολόγησης των
μικρών παιδιών καθώς και των εφήβων.
Σε ιστορικό επίπεδο το «ΤΑΤ τεστ» πρωτοδημοσιεύτηκε το 1935 από τον
ψυχολόγο Henry Murray και τη ψυχαναλύτρια Christian Morgan ,στην κλινική του
Πανεπιστημίου Ηarvard. Εν συνεχεία ο Henry Murray μετέδωσε τις ιδέες και τις
σκέψεις του για το «ΤΑΤ τεστ» στον ψυχολόγο L.Bellak προκειμένου ο τελευταίος
να κατανοήσει εις βάθος το εν λόγω τεστ. Ο Βellak εφάρμοσε το συγκεκριμένο
τεστ στη πρακτική του και απόρροια αυτού του γεγονότος ήταν να εκδώσει το
3
1954 ένα βιβλίο όπου θεμελίωσε ένα σύμπλεγμα ερμηνείας του «ΤΑΤ τεστ» , το
οποίο θεωρείται ιδιαιτέρως αποδεκτό ως και στις μέρες μας. Με άλλα λόγια
μπορούμε να πούμε ότι θεωρείται ο θεμελιωτής του συγκεκριμένου τεστ.

Kύριο μέρος
1.Προσδιορισμός του «ΤΑΤ τεστ»
Το «ΤΑΤ τεστ» ανήκει στην ομάδα των προβολικών δοκιμασιών και αποτελεί ένα
τρόπο που μελετά τη πολύπλευρη προσωπικότητα του ατόμου σε
γενικό/συνολικό επίπεδο και ειδικότερα τις φοβίες , τα κίνητρα καθώς και τη
γνωστική δυνατότητα του ατόμου (Μorgan,2002). Επίσης αξίζει να τονιστεί πως
το συγκεκριμένο ψυχομετρικό τεστ διαθέτει τη δυνατότητα να εντοπίζει πιθανές
ψυχολογικές ανωμαλίες του ατόμου(Κουλάκογλου,2012).Ο λόγος για τον οποίο
το «ΤΑΤ τεστ» χρησιμοποιείται και υιοθετείται από πολλούς ειδικούς είναι ότι
μπορεί να εφαρμοστεί σε άτομα ηλικίας έξι ετών μέχρι και σε ενήλικες, αλλά
πλέον δεν χρησιμοποιείται ιδιαιτέρως σε μικρά παιδιά καθώς έχει δημιουργηθεί
το «CAT test» το οποίο έχει σχεδιαστεί με τέτοιο τρόπο ώστε να εξυπηρετεί κατά
κύριο λόγο τις ανάγκες των μικρών παιδιών.
Βασικός στόχος του «ΤΑΤ τεστ» είναι μέσω «ουδέτερων ερεθισμάτων» να
αξιολογηθούν και να διερευνηθούν οι ανάγκες του ανθρώπου και να εξηγηθούν
οι εξωτερικές δυνάμεις που ασκεί το περιβάλλον σε αυτόν(Κουλάκογλου,2012). Η
θεώρηση που σχετίζεται με την αξιολόγηση των αναγκών του ατόμου στηρίζεται
στην άποψη πως οι ανάγκες συνιστούν τον «κινητήριο μοχλό» που
δραστηριοποιεί την αντίληψη και τη σκέψη και που σχηματίζει τη συνολική
συμπεριφορά του ανθρώπου. Ο πρώτος ο οποίος στήριξε αυτή την άποψη ήταν
ο Μurray.Ειδικότερα, ο εν λόγω επιστήμονας διαμόρφωσε ένα σύμπλεγμα
βαθμολόγησης του «ΤΑΤ τεστ» σύμφωνα με το οποίο κατέγραφε 36 ανάγκες και
μη όμοιες/διαφορετικές πτυχές πίεσης ,όπως φαίνονται μέσα από την ιστορία την
οποία λαμβάνει οδηγία να αφηγηθεί το εξεταζόμενο άτομο(Κουλάκογλου,2012).

2.Aνάλυση της δομής του «ΤΑΤ τεστ»


Το συγκεκριμένο τεστ απαρτίζεται από τριανταμία κάρτες(31) «ασπρόμαυρων
εικόνων» οι οποίες διαθέτουν μη σαφή περιεχόμενο .Ορισμένες από τις
συγκεκριμένες κάρτες έχουν ως περιεχόμενο άντρες , άλλες γυναίκες , άλλες
άντρες και γυναίκες , ενώ σε κάποιες το περιεχόμενό τους δεν είναι εύκολα
αντιληπτό καθώς το φύλο που απεικονίζεται σε κάποιες κάρτες δε φαίνεται
ξεκάθαρα. Σε αυτό το σημείο αξίζει να τονιστεί πως κάποιες κάρτες δεν
διαθέτουν ανθρώπινη μορφή στην απεικόνισή τους αλλά αντικατοπτρίζουν
κάποιες θεματικές ενότητες της καθημερινότητάς που σχετίζονται με φαινόμενα
ζήλιας , επιθετικότητας , αποτυχίας κ.λπ (Schacter et al,2011).
Ανάμεσα στις κάρτες του εν λόγω τεστ υπάρχει και μια λευκή κάρτα , η οποία
χρησιμοποιείται από τον ερευνητή προκειμένου να προτρέψει τον εξεταζόμενο να
4
φανταστεί ένα σκηνικό και να εφεύρει μια ιστορία που να αφορά μια μη
ρεαλιστική σκηνή.Eπιπλέον, στο πλαϊνό μέρος της κάθε εικόνας είναι
τοποθετημένα κάποια γράμματα τα οποία καθοδηγούν τον ερευνητή/ψυχολόγο
σε ποιους θα ήταν ορθό να χορηγηθεί κάθε φορά η κάθε εικόνα. Τα σύμβολα τα
οποία είναι γραμμένα στο πλαϊνό μέρος των εικόνων είναι τα
ακόλουθα(Cramer,2004):
-Όταν είναι γραμμένο το Μ αυτή η εικόνα είναι κατάλληλη για άντρες(male).
-Όταν είναι γραμμένο το F αυτή η εικόνα είναι κατάλληλη για γυναίκες(females)
-Όταν είναι γραμμένο το Β αυτή η εικόνα είναι κατάλληλη για αγόρια
-Όταν είναι γραμμένο το G αυτή η εικόνα είναι κατάλληλη για κορίτσια(girls).
-Όταν είναι γραμμένο το BM αυτή η εικόνα είναι κατάλληλη για αγόρια/άντρες.
-Όταν είναι γραμμένο το FG αυτή η εικόνα είναι κατάλληλη για κορίτσια/γυναίκες.
Αν και ο Murray πιστεύει πως στο ιδανικό θα ήταν να χρησιμοποιούνται 20
κάρτες από το «ΤΑΤ τεστ» σε μια εξέταση , οι ψυχολόγοι χρησιμοποιούν κατά
μέσο όρο μόνο 8 με 12 κάρτες που πιστεύουν πως είναι χρήσιμες για κάθε
περίπτωση. Ακόμα αξίζει να σημειωθεί πως η επιλογή των καρτών
πραγματοποιείται με γνώμονα το πρόβλημα, το φύλο , την ηλικία και το ιστορικού
του κάθε εξεταζόμενου(Cramer,2004).

3.Mέθοδος χορήγησης του «ΤΑΤ τεστ»


Το «ΤΑΤ τεστ» ,ως γνωστόν, συνιστά ένα τρόπο ερμηνείας εικόνων για τις οποίες
ο εξεταζόμενος καλείται να διαμορφώσει μια μη ρεαλιστική ιστορία. Το βασικό
θέμα της ιστορίας που διαμορφώνει ο εξεταζόμενος αντικατοπτρίζει τις ανησυχίες
και τις σκέψεις του για κάποιο ζήτημα που τον απασχολεί.
Επίσης , σύμφωνα με τις απόψεις του Murray ο πρωταγωνιστικός παράγοντας
της ιστορίας είναι το ίδιο το υποκείμενο , το οποίο μέσα από τις ιστορίες του
αναδεικνύει προσωπικούς συλλογισμούς,συναισθήματα(αγωνία, φόβος ) ,
κρυφές επιθυμίες και άλλα πολλά , ενώ συγχρόνως μέσα από τις ιστορίες που
σχηματίζει ο εξεταζόμενος φανερώνονται πιθανές συγκρούσεις που έρχεται
αντιμέτωπος καθώς και οι μέθοδοι που χρησιμοποιεί προκειμένου να αμβλύνει
τις εν λόγω συγκρούσεις.
Ο χρόνος για την εξέταση είναι καθορισμένος. Ειδικότερα ο χρόνος της εξέτασης
είναι 50 λεπτά ανά 10 εικόνες. Κατά τη διάρκεια της τέλεσης της εξέτασης ο
ψυχολόγος και ο εξεταζόμενος βρίσκονται πολύ κοντά ο ένας με τον άλλον
καθώς όπως έχει ήδη προαναφερθεί πρόκειται για μια ατομική εξέταση (Anzieu,&
Chabert, 1961/1987). Κατά τη διάρκεια της εξέτασης , ο εξεταστής έχει τη
δυνατότητα να μελετά και να παρατηρεί τη συμπεριφορά του εξεταζόμενου και αν
το κρίνει σκόπιμο προχωρά σε ηχογράφηση της συνέντευξης προκειμένου οι
διάλογοι μεταγενέστερα να αξιολογηθούν πιο αναλυτικά(Jenkins,2008).

5
Ακόμα για τη χορήγηση του τεστ προσφέρονται κάποιες κατευθυντήριες γραμμές
που όμως δεν είναι ίδιες για όλους του εξεταζόμενους αλλά διαφοροποιούνται
αναλόγως τη περίσταση. Αξίζει να τονιστεί ότι σε περιπτώσεις όπου ο
εξεταζόμενος παρουσιάζει δυσχέρεια να ανταπεξέλθει σε γενικό επίπεδο στο τεστ
παρουσιάζονται μόνο οι πιο κύριες εικόνες.
Oι βασικότερες οδηγίες που δίνονται κατά τη διάρκεια πραγματοποίησης του τεστ
είναι οι ακόλουθες (Bellak,& Abrams, 1997):
-«Τι γίνεται στην εικόνα»
-«Ποια είναι τα βασικά πρόσωπα που δρουν»
-«Τι σκέψεις και συναισθήματα εκφράζουν οι πρωταγωνιστές»
-«Ποια είναι η πορεία της ιστορίας»

4.Αναφορά στα ψυχομετρικά γνωρίσματα του «ΤΑΤ τεστ»


Προκειμένου ένα ψυχομετρικό τεστ να μπορεί να χαρακτηρίζεται ως επαρκές στο
τομέα της αξιολόγησης είναι αναγκαίο να διαθέτει δύο βασικά στοιχεία ,πρώτον
να είναι έγκυρο και δεύτερο να είναι αξιόπιστο. Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν έχουν
πραγματοποιηθεί αρκετές έρευνες για την εγκυρότητα και την αξιοπιστία των
προβολικών τεστ. Για αυτό το λόγο μπορούμε να εκφέρουμε την άποψη ότι «η
εγκυρότητα» και η «αξιοπιστία» του ΤΑΤ τεστ είναι υπό αμφιβολία.
O όρος «εγκυρότητα» σημαίνει το κατά πόσο ένα τεστ/μια δοκιμασία
προσδιορίζει αυτό για το οποίο δημιουργήθηκε. Στην αντίπερα όχθη , ο όρος
«αξιοπιστία» σχετίζεται με το κατά πόσο ένα τεστ/μια δοκιμασία μετράει
επακριβώς αυτό για το οποίο σχεδιάστηκε.
Απόψεις για την εγκυρότητα του ΤΑΤ τεστ
Σχετικά με τη εγκυρότητα του «ΤΑΤ τεστ» οι γνώμες είναι αρκετές και μπορούν να
χαρακτηριστούν κάλλιστα ως αντικρουόμενες. Σε γενικές γραμμές στηρίζεται η
άποψη ότι η «εγκυρότητα» του συγκεκριμένου τεστ δε κυμαίνεται σε υψηλά
επίπεδα(Steven, & Ackerman et al, 2001). Το καλό όμως που εμφανίζεται στο
τομέα της εγκυρότητας του τεστ είναι ότι οι μεταβλητές της «αιτιώδους
συνάφειας» και της «πολυπλοκότητας» συσχετίζονται σε ικανοποιητικό βαθμό
μεταξύ τους. Ακόμα δυνατές αλληλεξαρτήσεις εμφανίζουν οι μεταβλητές της
«επιθετικότητάς» και των «συναισθηματικών διακυμάνσεων» (Cramer, 1999).

Ακόμα , αξίζει να σημειωθεί πως το συγκεκριμένο τεστ έχει κριθεί με αρνητικό


τρόπο στο τομέα της εγκυρότητας όσον αφορά την «εννοιολογική κατασκευή»
του. Το γεγονός αυτό συμβαίνει καθώς τα δεδομένα της προσωπικότητάς που
αξιολογούνται δεν ανιχνεύονται πάντα στη καθημερινή συμπεριφορά του ατόμου.
Επίσης άλλη έρευνα έχει δείξει τη μικρή εγκυρότητα του εν λόγω τεστ καθώς
έδειξε ότι στη περίπτωση που οι εξεταστές στηρίζονται κατά κύριο λόγο στην
εξαγωγή των αποτελεσμάτων του «ΤΑΤ τεστ» , οδηγούνται σε μη ορθή

6
αξιολόγηση των εξεταζόμενων σε ποσοστό που προσεγγίζει το 50%(Wildman,
&Wildman,1975).

Τέλος, βασικό ρόλο παίζει και ο ψυχολόγος/εξεταστής στη διαμόρφωση της


εγκυρότητας του εν λόγω τεστ. Με άλλα λόγια , η προσωπικότητα και η μέθοδος
σύμφωνα με την οποία διαμορφώνει τις οδηγίες αποτελούν στοιχεία τα οποία
μπορούν να επηρεάσουν τα αποτελέσματα.

Απόψεις για την αξιοπιστία του ΤΑΤ τεστ


Ένας άλλος παράγοντας που αμφισβητείται στο «ΤΑΤ τεστ» είναι η λεγόμενη
«αξιοπιστία» των μεταβλητών του. Αρκετοί τονίζουν πως το συγκεκριμένο τεστ
δεν διαθέτει «εσωτερική συνοχή» που συνιστά ένα κύριο συστατικό της
αξιοπιστίας. Ακόμα πολλοί υποστηρίζουν την άποψη ότι η συσχέτιση των
ερωτήσεων στο εν λόγω τεστ κυμαίνεται σε μικρά επίπεδα.
Σε αντίθεση με τα κλασικά ψυχομετρικά τεστ , τα οποία διακρίνονται για τη
σταθερή δομή και για την «εσωτερική συνοχή» τους με αποτέλεσμα να
καταλήγουν πιο συχνά σε σαφής απαντήσεις , οι κάρτες/εικόνες του «ΤΑΤ τεστ»
υποδηλώνουν οι καθεμία ξεχωριστά μη όμοιες καταστάσεις και διαμορφώνουν
απαντήσεις με εντελώς μη όμοια θεματολογία(Cramer,1999). Οπότε με αυτόν το
τρόπο δημιουργείται η αμφιβολία κατά πόσο είναι σωστό διάφορα ψυχολογικά
ζητήματα να αξιολογούνται και να διερευνώνται με κατευθυντήρια γραμμή τις εν
λόγω εικόνες.
Επίσης ο Murray θεωρεί ότι οι απαντήσεις που δίνονται στο «οικείο τεστ»
αφορούν σε αξιοσημείωτο βαθμό εσωτερικές καταστάσεις και για αυτόν ακριβώς
το λόγο δεν προβλέπεται σημαντικού βαθμού αξιοπιστία στη διεργασία της
«δοκιμής-επανεξέτασης» (Lilienfeld, Wood, & Garb,2000)..Ακόμα, οι Gruber&
Kreuzpointner(2013) διαμόρφωσαν ένα καινούργιο τρόπο προσδιορισμού της
«εσωτερικής συνοχής» αξιοποιώντας κατηγορίες/ομάδες αντί για εικόνες και με
μια μαθηματική μέθοδο μπόρεσαν να αποδείξουν πως ο δικός τους τρόπος
πλησιάζει σε μεγάλο βαθμό τις «δομικές αρχές» του «ΤΑΤ τεστ»
(Gruber,&Kreuzpointner, 2013) .

Σε γενικές γραμμές για να χαρακτηρίζεται το «ΤΑΤ τεστ» ως αξιόπιστο είναι


αναγκαίο να μετράει όλους τους εξεταζόμενους με τον ίδιο τρόπο για όλες τις
έννοιες και ύστερα να εντοπίζονται οι διαφορές που ενδεχομένως να
προκύψουν .

5.Αναφορά στις μελέτες που αξιοποίησαν το «ΤΑΤ τεστ»


Μια μελέτη σχετίζεται με την έρευνα των Pollak & Giligan(1982) για το πώς οι
άντρες και οι γυναίκες κατανοούν την έννοια «βία». Οι εν λόγω ερευνητές
επιδίωξαν να μελετήσουν τις διαφοροποιήσεις που πιθανώς να εμφανίζονταν στη
μέθοδο που αντιλαμβάνονται το κίνδυνο και τη βία οι άντρες και οι γυναίκες.
Αναφορικά με το πρώτο κομμάτι της έρευνας οι ερευνητές έβγαλαν το
συμπέρασμα πως τα δύο διαφορετικά φύλα δεν αντιλαμβάνονται με τον ίδιο

7
τρόπο τον κίνδυνο. Πιο συγκεκριμένα οι εν λόγω ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι
άντρες συσχετίζουν το φαινόμενο της βίας με το λεγόμενο «φόβο της
οικειότητας» ενώ στην αντίπερα όχθη τη βία οι γυναίκες τη συσχετίζουν με τον
λεγόμενο «φόβο της επιτυχίας» (Pollak, &Gilligan, 1982). Ένα τέτοιο σημαντικό
θέμα όπως είναι αυτό της βίας αξιολογείται με το βέλτιστο τρόπο με ένα όπως
προβολικό τεστ όπως είναι το «ΤΑΤ τεστ» , καθώς ο εξεταστής/διερευνητής έχει
τη δυνατότητα να αποσπάσει πιο εύκολα ειλικρινής απαντήσεις. Οι Pollak &
Gilligan (1982) διαπιστώνουν πως το εν λόγω τεστ σε αυτή τη περίπτωση
παρουσιάζει αξιόπιστα αποτελέσματα που διακρίνονται κιόλας για την
εγκυρότητα τους και την αξιοπιστία τους.

Επίσης μια άλλη μελέτη που αξιοποίησε τον εν λόγω τεστ ήταν η έρευνα του
Verdon(2011) , τεστ το οποίο το εφάρμοσε σε άτομα προχωρημένης ηλικίας ,
δηλαδή ηλικιωμένα. Ο Verdon αναφέρει χαρακτηριστικά ότι πως το «ΤΑΤ τεστ»
προσφέρει τη δυνατότητα στα ηλικιωμένα άτομα να εκφράσουν με σαφήνεια τις
ανάγκες τους. Με άλλα λόγια μπορεί να πει κάποιος ότι με τη βοήθεια του εν
λόγω τεστ τα ηλικιωμένα άτομα εξωτερικεύουν τις ανάγκες τους με πιο καλό
τρόπο από ότι θα τις εξέφραζαν σε ένα ψυχολόγο σε προσωπικό επίπεδο. Όμως
από πολλούς η χρήση του «ΤΑΤ τεστ» σε ηλικιωμένα άτομα αμφισβητείται
έντονα καθώς οι κάρτες που διαθέτει το τεστ δεν απεικονίζουν ηλικιωμένες
ανθρώπινες μορφές(Verdon, 2011). Όμως, ο Verdon(2011) πιστεύει ότι σε
γενικές γραμμές το «ΤΑΤ τεστ» είναι αρκετά αξιόπιστο και έγκυρο στα
ηλικιωμένα άτομα καθώς μπορούν να αντληθούν έγκυρες και αξιόπιστες
πληροφορίες που σχετίζονται με το ψυχικό κόσμο των ηλικιωμένων .
Τέλος , αξίζει να ειπωθεί πως το «ΤΑΤ τεστ» έχει εφαρμοστεί για τη διερεύνηση
των συμπεριφορών που δημιουργούν οι γονείς παιδιών με «ειδικές εκπαιδευτικές
ανάγκες» (Seligman & Darling, 1997. Lamb & Laumann-Billings, 1997). Η
εφαρμογή του συγκεκριμένου τεστ φανέρωσε το γεγονός ο πατέρας και η μητέρα
εκφέρουν μη όμοια άποψη για το παιδί τους. Η βασική διαφοροποίηση που
παρουσιάζεται μεταξύ πατέρα και μητέρας έγκειται στο γεγονός ότι πατέρας
εκφράζει έντονα τις ανησυχίες του για το μέλλον του παιδιού του , ενώ στην
αντίπερα όχθη η μητέρα δίνει πιο πολύ βάση στις τρέχουσες ανάγκες του
ανάπηρου παιδιού τους. Οι Magil-Evans, Darrah, Pain, Adkins & Kratochvil.
(2001) θεωρούν πως σε αυτή τη περίπτωση το «ΤΑΤ τεστ» δεν επιφέρει
αξιόπιστα και έγκυρα αποτελέσματα διότι είναι αρκετά συνηθισμένο το φαινόμενο
να εμφανίζεται διαφορετική διάσταση απόψεων μεταξύ των γονέων (πατέρας και
μάνας) καθώς εισέρχεται το στοιχείο της υποκειμενικότητας σε αυτή τη
περίπτωση.

6. Aνάλυση κριτικών που σχετίζονται με το «ΤΑΤ τεστ»


Κατά τακτά χρονικά διαστήματα έχουν εκφραστεί αρκετές μη θετικές κριτικές για
τα προβολικά τεστ .Οι πιο πολλές κριτικές έχουν να κάνουν με τις λεγόμενες
«ψυχομετρικές ιδιότητες» των προβολικών τεστ. Ειδικότερα το «ΤΑΤ τεστ»
δέχεται διαρκώς αρνητικές κριτικές ,γεγονός που το καθιστά αρκετά
αμφισβητήσιμο επιστημονικό εργαλείο.

8
Η βασική κριτική που ασκείται στον εν λόγω τεστ σχετίζεται με την «επιστημονική
αξία» του. Με άλλα λόγια εμφανίζονται αμφιβολίες ως προς την «εγκυρότητά» και
την «αξιοπιστία» του. Ειδικότερα μια αξιοσημείωτη κριτική που ασκείται στο
συγκεκριμένο τεστ αφορά την λεγόμενη «εγκυρότητα της εννοιολογικής
κατασκευής του» (Lilienfeld, Wood, & Garb, 2000). Με τη βοήθεια του
συγκεκριμένου τεστ οι εξεταζόμενοι φανερώνουν έντονα μια συμπεριφορά η
οποία όμως δεν ανταποκρίνεται στη καθημερινότητας , δηλαδή με άλλα λόγια
εκφράζουν έντονα τις κρυφές τους επιθυμίες παρά το πως κινούνται στο πλαίσιο
της καθημερινότητάς τους.
Άλλο ένα βασικό μειονέκτημα που έχουν ανιχνεύσει οι κριτές του «ΤΑΤ τεστ»
σχετίζεται με την «αξιοπιστία επανεξέτασης». Λόγω του ότι η ψυχολογική
κατάσταση των εξεταζόμενων μεταβάλλεται διαρκώς είναι αρκετά δύσκολο σε
περίπτωση επαναεφαρμογής του τεστ να εξαχθούν ακριβώς τα ίδια
αποτελέσματα/συμπεράσματα.
Ακόμη κάποιοι εκφράζουν τη πεποίθηση ότι το περιεχόμενο των καρτών/εικόνων
του εν λόγω τεστ είναι παρωχημένο με επακόλουθο να μη προσφέρει αξιόλογα
ερεθίσματα στον εξεταζόμενο(Gruber, 2017).
Μια άλλη βασική κριτική που ασκείται στο «ΤΑΤ τεστ» έγκειται στο γεγονός ότι το
συγκεκριμένο τεστ παρουσιάζει τη τάση να επηρεάζεται σε σημαντικό βαθμό από
διάφορους εξωτερικούς παράγοντες όπως είναι για παράδειγμα το υπόβαθρο του
ψυχολόγου . Επίσης το «ΤΑΤ τεστ» εξαρτάται και από τις οδηγίες οι οποίες
παρέχονται. Έτσι για αυτούς τους λόγους μπορεί να πει κάποιος πως η
διαδικασία της αξιολόγησης του «ΤΑΤ τεστ» μπορεί να χαρακτηριστεί ως
αναξιόπιστη καθώς δεν υφίστανται επίπεδα βαθμολόγησης και ο ίδιος ο
ψυχολόγος οφείλει να αποφασίσει για την έννοια/πεδίο που μελετά. Επιπλέον
είναι αναγκαίο να αναφερθεί ότι η αξιολόγηση και η μέτρηση του εξεταζόμενου
επηρεάζεται σε αξιοσημείωτο βαθμό από τα προσωπικά βιώματα του εξεταστή.
Οπότε με βάση αυτή την ανάλυση μπορούμε να πούμε ότι ένα από τα βασικά
μειονεκτήματα που περιλαμβάνει το «ΤΑΤ τεστ» είναι ότι βασίζεται στο
παράγοντα της υποκειμενικότητάς του εξεταστή(Holmstrom, Silber, &
Karp,1990)..
Όσον αφορά τις θετικές κριτικές που εμφανίζονται για το «ΤΑΤ τεστ» υπάρχουν
αρκετοί οι οποίοι υποστηρίζουν ότι το συγκεκριμένο τεστ συνιστά ένα είδος
εξέτασης το οποίο ξεφεύγει από τα κλασικά πρότυπα. Πιο συγκεκριμένα , αρκετοί
είναι εκείνοι που πιστεύουν πως το εν λόγω τεστ προσφέρει ελευθερία έκφρασης
εκ μέρους του εξεταζόμενου και πως συνιστά μια πολύ ενδιαφέρουσα και
ευέλικτη διεργασία. Επίσης αρκετοί ειδήμονες θεωρούν πως το «ΤΑΤ τεστ»
προσφέρει τη δυνατότητα στον εξεταστή να διαλέξει ποιες εικόνες/κάρτες είναι
κατάλληλες για το κάθε εξεταζόμενο, δηλαδή με άλλα λόγια το συγκεκριμένο τεστ
προσφέρει ελευθερία κινήσεων στους εξεταστές πράγμα το οποίο είναι πολύ
σημαντικό. Καθώς ο εξεταζόμενος και ο εξεταστής διακατέχεται από ελευθερία
κινήσεων και σκέψεων , ο εξεταζόμενος μπορεί πιο εύκολα και άνετα να
διατυπώσει τις ανησυχίες και του προβληματισμούς του για κάποιο ζήτημα που
τον απασχολεί (Κουλάκογλου,2012).
9
Τέλος , ο ερευνητής Ηolt(1999) τονίζει ότι το «ΤΑΤ τεστ» συνιστά μια
πολυδιάστατη διεργασία και έναν πρωτοποριακό τρόπο αξιολόγησης των ατόμων
, γεγονός που σημαίνει ότι δεν πρέπει να λειτουργεί αυστηρά υπό το πρίσμα των
αρχών της «εγκυρότητας» και της «αξιοπιστίας».

Συμπεράσματα
Το βασικότερο συμπέρασμα που εξάγεται από την ανάλυση και περιγραφή του
«ΤΑΤ τεστ» είναι ότι παρά τις επικρίσεις που δέχεται κατά καιρούς , το «οικείο
τεστ» εφαρμόζεται σε αρκετές μελέτες. Το γεγονός αυτό συμβαίνει καθώς το
«ΤΑΤ τεστ» θεωρείται ένα ευέλικτο και ενδιαφέρον ψυχομετρικό εργαλείο για τον
εξεταζόμενο. Επίσης , το συγκεκριμένο τεστ διαθέτει την ιδιότητα να
προσαρμόζεται στις διάφορες συνθήκες προσφέροντας με αυτό το τρόπο
επιθυμητά και συνάμα θετικά αποτελέσματα. Με άλλα λόγια μπορούμε να
εκφέρουμε την άποψη ότι το «ΤΑΤ τεστ» χαρακτηρίζεται για τη
προσαρμοστικότητά του.
Ένα άλλο σημαντικό συμπέρασμα που βγαίνει είναι το εν λόγω τεστ
χρησιμοποιείται σε αρκετές μελέτες καθώς συνιστά ένα ψυχομετρικό εργαλείο
που μπορεί να φανερώσει σημαντικές πληροφορίες στο τομέα της ανθρώπινης
ψυχοσύνθεσης πράγμα το οποίο άλλα ψυχομετρικά τεστ δεν μπορούν να το
πετύχουν. Τέλος , αξίζει να σημειώσουμε ότι συνιστά ένα εργαλείο το οποίο
μπορεί να εφαρμοστεί σε ευρύ ηλικιακό φάσμα ατόμων.

10
Βιβλιογραφία
Ελληνική βιβλιογραφία:
1)«Κουλάκογλου, Κ. (2012). Ψυχομετρία και ψυχολογική αξιολόγηση. 3η Έκδοση

Αναθεωρημένη- Βελτιωμένη. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη»

2) «Μπήτρου, Λ. (2008). Προβολικά τεστ Rorschach και TAT»

Ξένη βιβλιογραφία:

3)«Ackerman S.J., Hilsenroth, M. J., Clemence, A.J., Weatherill, R.,& Fowler, C.

(2001). Convergent Validity of Rorschach and TAT Scales of Object Relations.

JOURNAL OF PERSONALITY ASSESSMENT, 77(2), 295–306.»

4)«Anzieu, D., & Chabert, C. (961/1987). Les methodes Projectives. Paris: Puf»

5) «Cramer, P. (2004). Storytelling, narrative, and the Thematic Apperception

Test. New York: Guilford Press.»

6)«Cramer, P. (1999). Future directions for the Thematic Apperception Test.

Journal of Personality Assessment, 72, 74-92».

7)«Gruber, N. (2017). "Is the achievement motive gender biased? The validity of

TAT/PSE in women and men". Frontiers in Psychology, 8, 181»

8)«Gruber, N., & Kreuzpointner, L. (2013). Measuring the reliability of picture

story exercises like the TAT. PLoS One, 8(11), e79450.

doi:10.1371/journal.pone.0079450»

11
9)«Holmstrom, R.W., Silber, D.E., & Karp, S.A. (1990). "Development of the

Apperceptive Personality Test". Journal of Personality Assessment, 54 (1 & 2),

252-264».

10)«Holt, R. R. (1999). Empiricism and the Thematic Apperception Test: Validity

is the payoff. In L. Gieser & M. I. Stein (Eds.), Evocative Images: The Thematic

Apperception Test. Washington, DC: American Psychological Association».

11)«Jenkins, S. R. (2008). Introduction: Why "score" TATs, anyway?. In S. R.

Jenkins & (Eds.). A handbook of clinical scoring systems for the Thematic

Apperception Test. New York, NY: Taylor and Francis Group».

12)«Lamb, M.Ε., & Laumann-Billings, A. (1997). Fathers of children with special

needs. In M. Lamb (Ed), The role of the father in child development (3rd ed., pp.

179-190). New York: John Wiley & Sons, Inc».

13)«Lilienfeld, S. O., Wood, J. M., & Garb, H. N. (2000). The scientific status of

projective techniques. Psychological Science in the Public Interest, 1(2), 27-66».

14) «Magil-Evans, J., Darrah, J., Pain, K., Adkins, R., & Kratochvil, M. (2001). Are
families with adolescents and young adults with cerebral palsy the same as
other families? Developmental Medicine & Child Neurology, 43, 466-472»

15)«Morgan W.G..(2002). Origin and History of the Earliest Thematic

Apperception Test Pictures. Journal of Personality Assessment, 79(3), 422–445».

16)«Murray, H. A. (1943). Thematic Apperception Test: Manual. Cambridge, MA:

Harvard University Press».

12
17)«Murstein, B. I. (1963). Theory and Research in Projective Techniques

(Emphasizing the TAT). New York, NY: John Wiley & Sons».

18)«Pollak, S., & Gilligan, C. (1982). Images of Violence in Thematic

Apperception Test Stories. Journal of Personality and Social Psychology. 42. (1)

pg. 159-167».

19)«Schacter, D.L., Gilbert, D.T., & Wegner, D.M. (2011) Psychology(loose leaf).

Worth Pub. Print»

20)«Verdon, B.(2011). The Case of Thematic Tests Adapted to Older Adults on

the Importance of Differentiating Latent and Manifest Contents in Projective

Tests. Rorschachiana32, 46–71».

21)«Watkins, C.E., Campbell, V.L., Nieberding, R., & Hallmark, R. (1995).

Contemporary practice of psychological assessment by clinical psychologists.

Professional Psychology: Research and Practice, 26, 54-60».

22)«Wildman, R.W., & Wildman, R.W. II. (1975). An investigation into the

comparative validity of several diagnostic tests and test batteries. Journal of

Clinical Psychology, 31, 455-458».

13
14

You might also like