You are on page 1of 5

Δραστηριότητα 2

Πώς αντιλαμβάνεσαι το περιεχόμενο των παρακάτω όρων: συνεργατική


μάθηση /συμμετοχική μάθηση και άτυπη μάθηση; Ποιος είναι ο βαθμός συσχέτισης ή
διαφοροποίησης μεταξύ τους και πώς διαγράφεται ο ρόλος του εκπαιδευτικού στην
προώθησή τους στο γενικό συμπεριληπτικό σχολείο της νέας εποχής;

Ο όρος «συνεργατική μάθηση» χρησιμοποιείται για ένα πλήθος εκπαιδευτικών


προσεγγίσεων οι οποίες συμπεριλαμβάνουν τη συνδυασμένη διανοητική προσπάθεια
των μαθητών ή των μαθητών και των δασκάλων. Οι μαθητές όταν εργάζονται σε
ομάδες προσπαθούν να καταλάβουν το νόημα κάποιας έννοιας, να βρουν λύσεις ή να
δημιουργήσουν ένα μαθησιακό προϊόν. Οι δράσεις συνεργατικής μάθησης ποικίλλουν
αρκετά αλλά οι περισσότερες επικεντρώνονται στο πως ο μαθητής θα ερευνήσει ή θα
εφαρμόσει τη διδακτές ύλη (Χαραλάμπους 2010). Με άλλα λόγια δεν περιορίζονται
στη διδασκαλία του εκπαιδευτικού. Η συνεργατική μάθηση αποτελεί μία σημαντική
μετακίνηση από την τυπική δασκαλοκεντρική προσέγγιση των σχολείων ή και των
πανεπιστημίων. Στις συνεργατικές τάξεις, η διαδικασία διάλεξη/ακρόαση/καταγραφή
σημειώσεων δεν εξαφανίζεται τελείως, ωστόσο λειτουργεί μαζί με άλλες διαδικασίες
που εμπεριέχουν συζητήσεις των μαθητών και ενεργή δράση με τη διδαχθείσα ύλη.
Οι Fischer et al. (2007) όρισαν τη συνεργατική μάθηση ως τη μάθηση σε μικρές
ομάδες όπου οι ομάδες δρουν ανεξάρτητα από τον εκπαιδευτικό και έχουν ως στόχο
την απόκτηση γνώσεων ή δεξιοτήτων, την υποστήριξη της κοινωνικής διάδρασης και
την ενθάρρυνση της γνωστικής διαδικασίας των μαθητών. Οι Resta και
Laferrière(2007) όρισαν τη συνεργατική μάθηση «ως μία διαδικασία μάθησης όπου
δύο ή περισσότεροι άνθρωποι συνεργάζονται για να δημιουργήσουν νόημα, να
διερευνήσουν ένα θέμα ή να βελτιώσουν τις δεξιότητές τους». Οι Istifci και Kaya
(2011) όρισαν «τη συνεργατική μάθηση ως μία διαδικασία όπου οι μαθητές
εργάζονται σε μικρές ομάδες και βοηθά ο ένας τον άλλο στη μάθηση». Επιπλέον, οι
Istifci και Kaya (2011) βρήκαν πολλούς ρόλους συνεργατικής μάθησης μεταξύ των
συνεργαζόμενων όπως είναι η δημιουργία θετικής κοινωνικής ατμόσφαιρας,
συνεργασία με ομαδικό στόχο, διευκόλυνση της κατανόησης, διδασκαλία του ενός
στον άλλο για την επίτευξη των μαθησιακών στόχων και του στόχους της ομάδας.
Στις μελέτες τους που σχετίζονται με τη συνεργατική μάθηση (Fischer et al, 2007,
Istifci & Kaya, 2011, Resta & Laferriere, 2007) απέδειξαν ότι η βάση της
συνεργατικής μάθησης είναι η μάθηση σε μικρές ομάδες με ομαδικούς στόχους. Οι
Istifci και Kaya (2011) και ο Head (2003) έδειξαν ότι η συνεργατική μάθηση
προϋποθέτει τη συνεργασία, τον συντονισμό, τη συμβουλευτική, την επικοινωνία, την
αλληλεγγύη, την αμοιβαία αφοσίωση, την αμοιβαία και θετική δέσμευση για την
ενεργό συμμετοχή, τους κοινούς στόχους, τη συνεισφορά του κάθε μέλους στην
επιτυχία της ομάδας και στη δημιουργία φιλικών σχέσεων μεταξύ των μελών της
ομάδας. Η συνεργατική μάθηση είναι μια στρατηγική για την εκπαίδευση με βάση
την ομαδική εργασία και τις ομάδες που ενώνονται προς έναν κοινό στόχο. Το βασικό
στοιχείο αυτής της μαθησιακής στρατηγικής είναι ότι παρουσιάζει τα θετικά
αποτελέσματα των ανθρώπων να είναι ανεξάρτητοι και να δείχνουν τις δικές τους
δεξιότητες, ενώ διαχειρίζονται την προσωπική τους ευθύνη. Στη συνεργατική
μάθηση, οι μαθητές συνεργάζονται μεταξύ τους σε μια εργασία ή έργο. Ωστόσο, ένα
σημαντικό σημείο που πρέπει να σημειωθεί σχετικά με αυτό το είδος μάθησης είναι
ότι παρόλο που οι μαθητές συνεργάζονται σε ομαδικές προσπάθειες, ο καθένας έχει
το δικό του καθήκον να επικεντρωθεί. Η ιδέα είναι ότι οι άνθρωποι σε αυτό το
περιβάλλον θα έχουν την ευκαιρία να ενισχύσουν τις δεξιότητές τους, ενώ
ταυτόχρονα βλέπουν πώς οι ενέργειές τους μπορούν να επηρεάσουν μια ευρύτερη
ομάδα.
Οι μέθοδοι συμμετοχικής μάθησης βασίζονται στη βιωματική μάθηση που επιτρέπει
στους νέους να αισθάνονται, να σκέφτονται και να ενεργούν έξω από τη ζώνη άνεσής
τους, προκειμένου να αμφισβητούν τα στερεότυπα και να συμμετέχουν ενεργά στην
αναζήτηση της προσωπικής τους ανάπτυξης, κατά την ανάπτυξη των βασικών
δεξιοτήτων ζωής . Οι μέθοδοι συμμετοχικής μάθησης επιτρέπουν στους νέους να
αποκτήσουν τις δεξιότητες και τις αξίες που θα τους επιτρέψουν να έχουν ένα ρόλο
σε μια δημοκρατική κοινωνία. Οι μέθοδοι συμμετοχικής μάθησης βασίζονται στην
ολιστική προσέγγιση που χρησιμοποιείται σε περιβάλλοντα μη τυπικής εκπαίδευσης.
Αυτή η προσέγγιση βοηθά στην ανάπτυξη της διά βίου μάθησης και των
μεταβιβάσιμων ικανοτήτων των νέων, κατά την ενασχόληση με θέματα του
αναλυτικού προγράμματος, τόσο στην τάξη όσο και σε εξωσχολικές δραστηριότητες.
Κάθε μία από τις μεθόδους που περιγράφονται παρακάτω μπορεί να χρησιμοποιηθεί
ή να προσαρμοστεί για να επικεντρωθεί σε πολλά διαφορετικά ζητήματα και θέματα.
Βασικά χαρακτηριστικά της συμμετοχικής μάθησης Σύμφωνα με το Συμβούλιο της
Ευρώπης, η συμμετοχική μάθηση είναι:
• Συμμετοχική και επικεντρωμένη στους μαθητές
• Ολιστική και προσανατολισμένη στη διαδικασία
• Κοντά στις ανησυχίες της πραγματικής ζωής, βιωματική και προσανατολισμένη στη
μάθηση μέσα από την πράξη, χρησιμοποιώντας διαπολιτισμικές συνδέσεις και τη
δημιουργία ενσυναίσθησης
• Εθελοντική και (ιδανικά) ανοικτής πρόσβασης
• Στοχευμένη στη μεταφορά και την καλλιέργεια αξιών και δεξιότων της
δημοκρατικής ζωής
• Επικεντρωμένη στην ισορροπημένη αλληλεπίδραση μεταξύ των αρχών, των
γνώσεων και των δεξιοτήτων μάθησης
• Στοχευμένη στη διασύνδεση ατομικής και ομαδικής μάθησης, δημιουργώντας
συνδέσεις σε τοπικό, περιφερειακό, εθνικό και διεθνές επίπεδο
• Υποστηρικτική στη συμμετρική διδασκαλία/ εκμάθηση των σχέσεων εξουσίας.
Πηγή: Council of Europe Symposium on Non-Formal Education: Report (2001) .
Σχετικά με την άτυπη μάθηση , επειδή δε σταματάμε ποτέ να μαθαίνουμε και
υπάρχουν πολλοί τρόποι να αποκτήσουμε καινούριες γνώσεις και δεξιότητες. Οι
μαθησιακές δραστηριότητες που λαμβάνουν χώρα εκτός οργανωμένου
εκπαιδευτικού πλαισίου, σε όλη τη διάρκεια της ζωής του ανθρώπου, στο
πλαίσιο του ελεύθερου χρόνου ή επαγγελματικών, κοινωνικών και πολιτιστικών
δραστηριοτήτων ανήκουν στην κατηγορία της άτυπης μάθησης. Πιο
συγκεκριμένα, αυτή η κατηγορία περιλαμβάνει τις κάθε είδους δραστηριότητες
αυτομόρφωσης, όπως η αυτομόρφωση με έντυπο υλικό, μέσω διαδικτύου, με
χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή ή ποικίλων εκπαιδευτικών υποδομών, καθώς
και τις γνώσεις, δεξιότητες και ικανότητες που αποκτά το άτομο από την
επαγγελματική εμπειρία του. Στους φορείς άτυπης μάθησης μπορεί να
περιλαμβάνονται σχολεία, μουσεία, βιβλιοθήκες, κοινωνικοί, επιμορφωτικοί και
πολιτιστικοί φορείς που εφαρμόζουν προγράμματα ή παρέχουν υπηρεσίες δια
βίου μάθησης και απευθύνονται σε νέους, σε ενηλίκους ή σε άτομα της τρίτης
ηλικίας. Τα προγράμματα αυτά μπορεί να αφορούν τη διεξαγωγή ημερίδων ή
σεμιναρίων, τη διοργάνωση εκπαιδευτικών επισκέψεων, την παροχή
συστηματικών πληροφοριών και γνώσεων και την ανάπτυξη δεξιοτήτων των
ατόμων, που συμβάλλουν στην εκπαίδευση ή την επιμόρφωση και στην
πνευματική ανάπτυξη τους.
Ρόλος του εκπαιδευτικού.

Πριν κάνουµε λόγο για το ρόλο του εκπαιδευτικού στο σύγχρονο σχολείο, χρήσιµο
θα ήταν να αποσαφηνίσουµε την έννοια «ρόλος». Με την έννοια «ρόλος» εννοούµε
το σύνολο των προσδοκιών και της αναµενόµενης συµπεριφοράς ενός ατόµου, το
οποίο κατέχει µια θέση µέσα σε µια οµάδα. Ο εκπαιδευτικός αποτελεί µέλος του
σχολείου, ενός δηλαδή οργανωµένου κοινωνικού συνόλου. Ως µέλος του συνόλου
υπόκειται σε συγκεκριµένες υποχρεώσεις και καλείται να διαδραµατίσει έναν
ανάλογο ρόλο µε συγκεκριµένες απαιτήσεις. Έτσι, δεν µπορούµε να νοήσουµε το
ρόλο του εκπαιδευτικού αποσπασµένο από το κοινωνικό-πολιτισµικό πλαίσιο, µέσα
στο οποίο πραγµατώνεται. Αναφερόµενοι στο ρόλο του εκπαιδευτικού, µπορούµε να
πούµε ότι αυτός προσδιορίζεται από τις συνειδητές ή ασυνείδητες προσδοκίες και
απαιτήσεις όλων των κοινωνικών οµάδων και φορέων που έχουν άµεση ή έµµεση
σχέση µε το σχολείο. Οι κοινωνικές αυτές οµάδες (µαθητές, γονείς, σύλλογοι -
κυρίως κοινωνικοπολιτιστικοί - κοινή γνώµη, συνδικαλισµός, διοίκηση, πολιτεία,
κ.λπ.) εξελίσσονται και µεταβάλλονται, µε αποτέλεσµα να µεταβάλλεται και ο ρόλος
του εκπαιδευτικού. Ο ρόλος του εκπαιδευτικού προσδιορίζεται ακόµη από την
επιστηµονική του κατάρτιση, από το νόηµα και τη βαρύτητα που ο ίδιος δίνει στο
ρόλο του καθώς και από την ίδια τη σχολική πραγµατικότητα στα πλαίσια της οποίας
υλοποιείται ο ρόλος αυτός. (Ντούσκας Ν. Θ., 2005:95). Η κοινωνία, ωστόσο,
µεταβάλλεται και µαζί της µεταβάλλεται και το σχολείο. Αυτές οι µεταβολές
αντανακλώνται αναγκαστικά και στο ρόλο του εκπαιδευτικού. Οι
κοινωνικοπολιτισµικές αλλαγές, η εξέλιξη της τεχνολογίας (Κοινωνία της
Πληροφορίας) και η ταχύτητα διακίνησης των πληροφοριών, σε συνδυασµό µε τη
συνεχή αύξηση της γνώσης, διαµόρφωσαν µια άλλη αντίληψη για το ρόλο αλλά και
το έργο του εκπαιδευτικού, η οποία ενισχύεται και µε τη θεώρηση του εκπαιδευτικού
έργου ως κοινωνικού ρόλου. Όµως, οι όποιες αλλαγές και αντιλήψεις, δεν ήταν
ικανές να καταστήσουν τον εκπαιδευτικό ανενεργό µέσα στη σχολική αίθουσα. Οι
όροι σχολείο και µάθηση δε νοούνται χωρίς να λάβουµε υπόψη τον εµπλεκόµενο
ρόλο του εκπαιδευτικού. Η µάθηση δε δύναται να επιτευχθεί χωρίς την παρουσία του
εκπαιδευτικού µέσα στην τάξη, όσο κι αν εξελίσσεται η τεχνολογία, όσο και αν
διατυπώνονται νέες θεωρίες και αν εφαρµόζονται νέες µέθοδοι διδασκαλίας. Ο πιο
βασικός και δυναµικός παράγοντας είναι ο ενθουσιώδης εκπαιδευτικός, ο οποίος µε
την επιστηµονική του συγκρότηση, το πάθος και το µεράκι του ενηµερώνεται και
αξιολογεί δυναµικά τα νέα δεδοµένα και υιοθετεί τρόπους πρακτικής εφαρµογής
τους, προκειµένου να επηρεάσει θετικά όχι µόνο τη µάθηση και αγωγή του µαθητή,
αλλά και τη µελλοντική του εξέλιξη και πορεία. Πριν αναφερθούµε αναλυτικότερα
στο ρόλο του εκπαιδευτικού στο σύγχρονο σχολείο, κρίνεται σκόπιµο να
αναφερθούµε στις γνωστές λειτουργίες που επιτελεί το σηµερινό σχολείο, ως
κοινωνικός και παιδαγωγικός οργανισµός (Κωνσταντίνου Χ., 1994:30). Σύµφωνα µε
τον κ. Χ. Κωνσταντίνου, το σχολείο επιτελεί µια ιδεολογική-κοινωνικοποιητική
λειτουργία, µεταβιβάζοντας κυρίαρχα κανονιστικά-πολιτισµικά στοιχεία στους
µαθητές, όπως τρόπους σκέψης και βασικούς προσανατολισµούς, καθώς επίσης και
αντίστοιχα πρότυπα, κίνητρα και αντιλήψεις περί δικαίου και ηθικής. Επίσης, επιτελεί
µία τεχνική-µαθησιακή λειτουργία, µεταβιβάζοντας πολιτισµικά-τεχνικά στοιχεία
στους µαθητές, όπως τη γραφή, την ανάγνωση, την αριθµητική, κ.α. προκειµένου να
καταστούν ικανοί για ενεργή συµµετοχή στους διάφορους τοµείς της κοινωνικής
ζωής. Τρίτη λειτουργία που επιτελεί το σχολείο είναι η επιλεκτική, αποδίδοντας
στους µαθητές την κοινωνική θέση, δηλαδή προεπιλέγοντας µαθητές για
συγκεκριµένες θέσεις της κοινωνικής ιεραρχίας, σύµφωνα µε τους τίτλους σπουδών
και προκαθορίζοντας την αντίστοιχη ενσωµάτωσή τους στην κοινωνία µέσω του
καθορισµού των ευκαιριών στη ζωή (αναπαραγωγή της κοινωνικής δοµής). Τέλος, το
σχολείο επιτελεί µια κουστωδιακή λειτουργία, απελευθερώνοντας τους γονείς από
τον παιδαγωγικό ρόλο τους, µε αποτέλεσµα την περιοδική αποδέσµευση διαθέσιµης
εργατικής δύναµης (κοινωνική πρόνοια). Με βάση τις κοινωνικές λειτουργίες του
σχολείου, στις οποίες πρωταγωνιστικό ρόλο παίζει ο εκπαιδευτικός, διαµορφώνονται
και οι αντίστοιχοι ρόλοι. Καλείται, δηλαδή, ο εκπαιδευτικός να παίξει αντίστοιχα το
ρόλο του παιδαγωγού, του εκπαιδευτικού, του αξιολογητή και του φύλακα. Στη
βιβλιογραφία τον συναντάµε ως σύµβουλο, ανανεωτή, λειτουργό, ψυχοπλάστη, κ.λπ.
Σ’ αυτούς τους ρόλους προστίθεται και εκείνος του δηµοσίου υπάλληλου, τον οποίο
αποκτά µε το διορισµό του. Παρατηρούµε ότι ο ρόλος του εκπαιδευτικού είναι
πολυσύνθετος και πολυδιάστατος. Θα λέγαµε ότι ο εκπαιδευτικός είναι πολυρολικός,
καθώς καλείται να επιτελέσει ταυτόχρονα πολλούς επιµέρους ρόλους. Πολλές φορές
τυχαίνει αυτοί οι ρόλοι να έρχονται σε αντίθεση µεταξύ τους και τότε
δηµιουργούνται συγκρούσεις ή έχουµε σύγχυση ρόλων, ιδιαίτερα στην περίπτωση
που ο εκπαιδευτικός δεν είναι επαρκώς προετοιµασµένος να αντιµετωπίσει µια τέτοια
κατάσταση. Παρατηρούµε ότι, στην εκπλήρωση του ρόλου του ο εκπαιδευτικός,
συναντά δυσκολίες και διλήµµατα καθώς υπάρχουν συνειδητές και ασυνείδητες
προσδοκίες από διάφορες κοινωνικές οµάδες, συµπεριλαµβανοµένων και των
απαιτήσεων της επίσηµης Πολιτείας (εγκύκλιοι, αναλυτικό πρόγραµµα κ.λπ.).
Επιγραµµατικά θα µπορούσαµε να πούµε ότι ένας εκπαιδευτικός, για να επιτύχει
στην πολυρολική του αποστολή, οφείλει να έχει συναίσθηση του ρόλου και του έργου
του, να αγαπά το επάγγελµά του, να είναι επιστηµονικά καταρτισµένος (να κατέχει
δηλαδή γνώσεις από διάφορα επιστηµονικά πεδία, π.χ. Παιδαγωγική - ∆ιδακτική,
Εξελικτική Ψυχολογία, Κοινωνική Ψυχολογία, Ψυχολογία συµπεριφοράς, κ.λπ.) και
κυρίως να σέβεται την προσωπικότητα του κάθε παιδιού. (Ντούσκας Ν. Θ., 2005:97).
∆ηλαδή, ο τρόπος µε τον οποίο ο εκπαιδευτικός θα αντιµετωπίσει όλες εκείνες τις
υποχρεώσεις, οι οποίες είναι απόρροια του ρόλου του, εξαρτάται από το πώς ο ίδιος
αντιλαµβάνεται το ρόλο του, τον εαυτό του και τη λειτουργία του σχολείου ως
κοινωνικού οργανισµού. Η εκπλήρωση του ρόλου του εκπαιδευτικού εξαρτάται από
τη διαµόρφωση του ‘παιδαγωγικού αυτό-ρόλου’ µέσα σε συγκεκριµένες
χωροχρονικές περιστάσεις.(Κωνσταντίνου Χ., 1994:72-75). Ο ρόλος του
εκπαιδευτικού δέχεται διάφορες επιρροές, τόσο σε µακρο-επίπεδο όσο και σε µικρο-
επίπεδο (Κωνσταντίνου Χ., 1994:113).

You might also like