You are on page 1of 2

Αββάς Ζωσιμάς.

Η αντιμετώπιση των θλίψεων.
Ἔλεγε ἀ κόμα πώς, ὅτι κι ἄν συμβεῖ στόν ταπεινό, ἀμέσως καταφεύγει στήν προσευχή, καί ὅλους τούς θεωρεῖ σάν εὐεργέτες.

Ἐμεῖς ξεφύγαμε ἀ πό τόν δρόμο τῆ ς ἀ λήθειας καί ἀ πό τίς ὑ ποδείξεις τῶ ν ἁ γίων, καί θέλουμε νά χαράξουμε μόνοι τόν δρόμο μας, σύμφωνα μέ τά
πονηρά μας θελήματα.

Τί εἶναι τάχα εὐ κολότερο ἀ πό τό ν’ ἀ κούσουμε ἕναν ἅ γιο καί πρακτικό δάσκαλο, τόν ἀ ββᾶ Ἀμμωνᾶ , πού λέει: «πρόσεχε μέ ἀκρίβεια τόν ἑαυτό σου,
ὥστε,  ἄν κάποιος σέ πικράνει σέ ὁτιδήποτε, νά μήν πεῖς τό παραμικρό. Σώπαινε, μέχρι νά ἠρεμήσει ἡ καρδιά σου μέ τήν
ἀδιάλειπτη προσευχή, καί τότε βοήθησε τόν ἀδελφό πού σ’ ἔθλιψε».

Πραγματικά, ὅποιος ποθεῖ τόν ἴσιο δρόμο, κάθε φορά πού ταράζεται, μαλώνει τόν ἑαυτό του καί τόν ἐλέγχει ἀδιάκοπα, λέγοντας:
– Τί μανιάζεις, ψυχή μου; Τί ταράζεσαι σάν τούς ἐπιληπτικούς; Αὐτό ἀκριβῶς δείχνει πώς εἶσαι ἄρρωστη. Ἄν δέν ἤσουν, δέν θά πονοῦσες.

Γιατί, ἀντί νά μέμφεσαι τόν ἑαυτό σου, τά βάζεις μέ τόν ἀδελφό σου, πού σοῦ φανέρωσε τήν ἀρρώστια σου στήν πράξη καί σ’ ὅλη
της τήν σοβαρότητα;

Μάθε τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, «ὅς λοιδορούμενος οὐκ ἀντελοιδόρει, πάσχων οὐκ ἠπείλει». Ἄκουσε Τον νά λέει αὐτό πού καί ἔμπρακτα
ἔδειξε:  «Τόν νῶτον μου ἔδωκα εἰς μάστιγας, τάς δέ σιαγόνας μου εἰς ραπίσματα, τό δέ πρόσωπόν μου οὐκ ἀπέστρεψα ἀπό αἰσχύνης
ἐμπτυσμάτων».

Κι’ ἐσύ, ἄθλια ψυχή, γιά μιά βρισιά καί προσβολή ἤ  περιφρόνηση καί ἀ ντιπάθεια ἤ  κοροϊδία ἤ  συκοφαντία, κάθεσαι καί πλέκεις χίλιους
δυό λογισμούς κι’ ἐπιβουλεύεσαι ἔτσι τόν ἴδιο σου τόν ἑαυτό, ὅπως οἱ δαίμονες. Ἀλήθεια, σέ μιά τέτοια ψυχή τί περισσότερο
μπορεῖ νά κάνει ἕνας δαίμονας, ἀπ’ ὅ,τι κάνει ἡ ἴδια στόν ἑαυτό της;

Τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ τόν βλέπουμε। Γιά τά πάθη Του, πού ὑπέμεινε γιά μᾶς, διαβάζουμε κάθε μέρα. Ἐμεῖς ὅ μως δέν ἀ νεχόμαστε
οὔ τε μιά προσβολή! Πραγματικά ξεφύγαμε ἀ πό τόν ἴσιο δρόμο.

Έλεγε ἐπίσης, πώς ἀ κόμα  κι’ ἄν ζήσει κανείς τόσα χρόνια,  ὅ σα ἔζησε ὁ Μαθουσάλας, δέν τραβήξει ὅμως αὐτό τόν ἴσιο δρόμο πού
τράβηξαν ὅλοι οἱ ἅγιοι –ἐννοῶ τόν δρόμο τῆ ς ἀ τιμίας καί τῆ ς ζημίας καί τῆ ς γενναιόψυχης ὑ πομονῆ ς, ὄ χι πολύ, μά οὔτε λίγο δέν πρόκειται
νά προκόψει. Τό μόνο πού θά ξοδεύει: τά χρόνια του ἄσκοπα.

Ἔλεγε ἀ κόμα: Ὅταν ἤ μουν μέ τή μακαρία Διονυσία, κάποιος ἀ δελφός τῆ ς ζήτησε κάτι σάν εὐ λογία. Κι’ ἐκείνη τοῦ ἔδωσε ὅ σο ἔπρεπε. Ἐπειδή ὅ μως
δέν τοῦ ἔδωσε ὅ σο ἐκεῖνος ἤ θελε, ἄ ρχισε νά τήν προσβάλλει καί νά ξεστομίζει ἄ πρεπα λόγια καί γι’ αὐ τήν καί γιά μένα. Σάν τόν ἄ κουσε ἐκείνη,
δαγκώθηκε κι’ ἔψαχνε εὐ καιρία γιά νά τοῦ κάνει κακό.
Μόλις λοιπόν τό ἔμαθα ἐγώ, τῆ ς εἶπα:
–  Τί πᾶς νά κάνεις; Νά ἐπιβουλευθεῖς τόν ἑαυτό σου; Θά διώξεις ἀπό τήν ψυχή σου κάθε ἀρετή. Μήπως τάχα ὑπομένεις ἰσάξια μ’ ἐκεῖνα πού
ὑπόμεινε ὁ Χριστός γιά σένα; Τό ξέρω γερόντισσα, ὅτι σκόρπισες χρήματα σά να ’ταν κοπριά. Ἄν ὅμως δέν ἀποκτήσεις τήν πραότητα, εἶσαι
σάν τόν σιδερά, πού χτυπάει ἕνα κομμάτι σίδερο, ἀλλά σκεῦος δέν κατασκευάζει.

Τῆ ς ἔλεγα ἀ κόμα: Ὁ θεοφόρος Ἰγνάτιος λέει: «Χρειάζομαι πραότητα, γιατί μ’ αὐτήν καταλύεται ὅλη ἡ δύναμη τοῦ ἄρχοντα τοῦ αἰώνα
τούτου».

Ἀπόδειξη τῆς ἀποταγῆς τοῦ κόσμου εἶναι ἡ ἀ ταραξία. Γιατί συμβαίνει καμιά φορά, ἐνῶ καταφρονεῖ κανείς πολλά κεντηνάρια*, νά κολλάει σε
μια μικρή βελόνα, καί ἡ προσκόλλησή του σ’ αὐ τό νά τοῦ προκαλεῖ ταραχή. Δίνει δηλαδή στό βελονάκι ἐκεῖνο τήν ἀ ξία ἑνός κεντηναρίου καί
γίνεται δοῦ λος στό βελονάκι ἤ στό κουκούλι ἤ στό μαντήλι ἤ στό βιβλίο.

*  [Τα μεγάλα ποσά υπολογίζονταν με λίτρες χρυσού ή κεντηνάρια (centenaria). Το κεντηνάριο ισούταν με 100 λίτρες χρυσού. Οι 100 λίτρες
χρυσού ζύγιζαν περίπου 32,5 κιλά].

Ἔτσι, παύει νά εἶναι δοῦ λος τοῦ Θεοῦ . Καλά, λοιπόν, εἶπε κάποιος ἀ πό τούς σοφούς πώς  ὅσα πάθη ἔχει ἡ ψυχή τόσους καί ἀφέντες.  Καί ὁ
Κύριος: «Ὅπου ὁ θησαυρός σου ἐκεῖ ἐσται ἡ καρδία σου». Καί ὁ Ἀπόστολος ἐπίσης : «ᾧ τις ἤττηται, τούτῳ καί δεδούλωται».

Σάν ἄ κουσε ὅ λα ταῦ τα ἡ γερόντισσα Διονυσία, μέ κοίταξε μέ θαυμασμό καί εἶπε: Νά βρεῖς τόν Θεό πού ποθεῖς!

You might also like