You are on page 1of 14

1

Μητρική εμπλοκή και επιδόσεις των δύο φύλων στα Μαθηματικά στη

Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ποικίλες παιδαγωγικές μελέτες έχουν εξετάσει το συσχετισμό της προόδου ενός

παιδιού με το περιβάλλον που βρίσκεται έξω από τη σχολική τάξη. Ειδικότερα, η

ανάμειξη του πατέρα και της μητέρας στην ευρύτερη εκπαίδευση και μόρφωση των

παιδιών τους θεωρείται ίσως ένας από τους πιο σημαντικούς συντελεστές στην

ενίσχυση της αποδοτικότητας του σχολείου. Μέσα από συγκεκριμένες ενέργειες ή

παραλείψεις, απόψεις και συμπεριφορές, οι γονείς τονώνουν ή αποδυναμώνουν τις

προσπάθειες των παιδιών τους να εξοικειωθούν με τη γνώση.

Έχει αποδειχθεί ότι το διδακτικό αντικείμενο των Μαθηματικών εισάγει σε

γνώσεις που συνιστούν τομείς ποικίλων αντικειμένων-δράσεων της καθημερινότητας

(Skovsmose, 2003). Κατά συνέπεια, ένα από τα ουσιωδέστερα πράγματα που

οφείλουν και έχουν τη δυνατότητα να κάνουν ο πατέρας και η μητέρα είναι να

συμβάλουν στο να αντιληφθούν τα παιδιά τους την ωφελιμότητα των Μαθηματικών

(Haury & Milbourne,1998).Σύμφωνα με τους Cai, Moyer & Wang (1997),οι γονείς

εμπλέκονται στη διδασκαλία των Μαθηματικών τόσο με άμεσο (παροχή βοήθειας)

όσο και με έμμεσο τρόπο (εμψύχωση, παρότρυνση, προσδοκίες, οπτικές ή απόψεις

για τα Μαθηματικά). Έχει καταγραφεί ότι η άμεση εμπλοκή του πατέρα και της

μητέρας επιδρά λιγότερο στην επίδοση των δύο φύλων συγκριτικά με την έμμεση

(Cai et al.,1997· Wang, Wildman & Calhoun, 1996).Από την άλλη πλευρά, η έμμεση

εμπλοκή έχει διαπιστωθεί ότι διαδραματίζει σημαντικότατο ρόλο τόσο στη στάση που

υιοθετούν τα δύο φύλα απέναντι στα Μαθηματικά όσο και στην ευρύτερη απόδοσή

τους (Ma, 2001· Wang et al., 1996).Εν τέλει, ποικίλα διδακτικά εγκόλπια έχουν

τονίσει το πόσο σημαντική είναι η συμμετοχή του πατέρα και της μητέρας σε
2

οποιαδήποτε απόπειρα τροποποιήσεων στη διδαχή των Μαθηματικών (Λεμονίδης &

Κολλινιάτη, 2007· National Council of Teachers of Mathematics, 2000).

Η παρούσα μελέτη, επιχειρώντας να διερευνήσει και να αναλύσει τον ειδικότερο

συσχετισμό μητρικής εμπλοκής και επίδοσης των δύο φύλων στα Μαθηματικά στη

Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, καταγράφει τον λεπτομερή σχεδιασμό μιας

προτεινόμενης μελλοντικής έρευνας πάνω στο συγκεκριμένο θέμα και αποτελείται

από τέσσερις ενότητες. Στην πρώτη ενότητα καταγράφεται ο σκοπός, τα ερευνητικά

ερωτήματα και οι εννοιολογικοί και λειτουργικοί ορισμοί των θεωρητικών όρων και

μεταβλητών της μελέτης, στη δεύτερη γίνεται αναφορά στη συγκρότηση του

μεθοδολογικού πλαισίου της έρευνας, στην τρίτη ενότητα επιχειρείται μια

λεπτομερής καταγραφή της ερευνητικής διαδικασίας και στην τέταρτη

παρουσιάζονται τα στοιχεία που αποδεικνύουν την εγκυρότητα και την αξιοπιστία

της έρευνας.

1. ΣΚΟΠΟΣ- ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ-ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΚΑΙ

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ.

1.1.ΣΚΟΠΟΣ-ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ
Σκοπός της συγκεκριμένης εργασίας είναι να καταγράψει τις μορφές και το

βαθμό εμπλοκής της μητέρας στη μαθηματική εκπαίδευση των δύο φύλων στη

Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, διερευνώντας παράλληλα τα αποτελέσματα που

επιφέρει η συγκεκριμένη ποικιλόμορφη μητρική παρέμβαση στη μαθηματική επίδοση

αγοριών και κοριτσιών. Η παρούσα μελλοντική έρευνα θα μπορούσε να

αποσαφηνιστεί μέσα από τα εξής ερευνητικά ερωτήματα:

α)Με ποιους τρόπους εμπλέκεται η μητέρα στη μαθηματική εκπαίδευση των

παιδιών (αγοριών και κοριτσιών αντίστοιχα);


3

β)Πώς διαφοροποιούνται οι επιδόσεις των δύο φύλων στα Μαθηματικά εφόσον

λαμβάνουν βοήθεια από τη μητέρα;

γ)Με ποιο τρόπο σχετίζεται το φύλο των παιδιών και οι προσδοκίες της μητέρας

για αντίστοιχη επίδοση στα Μαθηματικά αναλογικά με αυτό;

δ)Πώς σχετίζονται οι στάσεις που υιοθετεί η μητέρα απέναντι στα Μαθηματικά

με το φύλο του παιδιού;

1.2.ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

Σε θεωρητικό επίπεδο, οι Fan & Chen (2001) συμπέραναν ότι η εμπλοκή του

πατέρα και της μητέρας στην εκπαίδευση των παιδιών τους μπορεί να πάρει τρεις

μορφές: α) η επικοινωνία που διαμορφώνει η μητέρα με τα παιδιά για το σχολείο, β)

η εποπτεία της μητέρας απέναντι στα παιδιά για το χρονικό διάστημα που βρίσκονται

έξω από το χώρο του σχολείου και γ) η αναμονή επιθυμητών εξελίξεων από την

πλευρά των παιδιών τους συνδυαστικά με το ύφος που αναδεικνύει. Η μελετήτρια

Epstein έχει αναφερθεί σε έξι (6) μορφές εμπλοκής – στάσης του πατέρα και της

μητέρας στην εκπαίδευση των παιδιών τους, οι οποίες σχετίζονται με ουσιαστικές

δεσμεύσεις τους μέσα στο περιβάλλον της οικογένειας και του σχολείου, με

εθελούσιες συμμετοχές τόσο σε δράσεις ή ασχολίες σε επίπεδο σχολείου αλλά και

σπιτιού και τέλος με τη συνδρομή τους σε αποφάσεις που σχετίζονται με τη

συνεργασία σχολείου αλλά και άλλων φορέων με την εκπαιδευτική διαδικασία

(Epstein &Dauber, 1991∙Epstein, 1995∙ Epstein, 1997∙Epstein &Salinas, 2004∙

Epstein & Jansorn, 2004). Η Catsambis (2001), καταγράφει πως όταν τα παιδιά

ενισχύονται στην εκμάθηση των Μαθηματικών στο σπίτι, τότε ο συγκεκριμένος

παράγοντας θα αποτελέσει και τον ουσιωδέστερο για περαιτέρω βελτιωμένη επίδοση

στο μάθημα. Επιπρόσθετη θεωρία (Sheldon & Epstein, 2005), ανέδειξε ότι η

επιφόρτιση για το σπίτι εργασιών που έχουν σχέση με τα μαθηματικά και οι οποίες
4

απαιτούν την αλληλοσυνεργασία μητέρας και παιδιών, είναι κάτι που ενισχύει την

εκμάθησή τους. Άλλη έρευνα (Epstein, 2001) ανέδειξε ότι πολλά παιδιά με χαμηλές

επιδόσεις στα Μαθηματικά αναζητούν ακόμη πιο πολύ γονική βοήθεια, κάτι που

ενθαρρύνεται αντίστοιχα στην υλοποίησή του από τους εκπαιδευτικούς. Οι Ho &

Willms (1996) τονίζουν ότι την πιο ουσιαστική επιρροή στις επιδόσεις των παιδιών

στο σχολείο διαδραματίζουν οι συζητήσεις που κάνουν τα παιδιά με τη μητέρα ή τον

πατέρα για αυτό. Η έρευνα των Pan, Gauvain, Liu & Cheng (2005), διαπιστώνει ότι η

ανάμειξη της μητέρας συμβάλλει στο να κατανοήσουν τα παιδιά έννοιες των

μαθηματικών καθώς και τον τρόπο της εκτέλεσης και του υπολογισμού των

μαθηματικών πράξεων. Η ίδια θεωρία τονίζει ότι περισσότερο ενδιαφέρον αποκτά η

μέθοδος εμπλοκής και όχι το χρονικό διάστημα που εκείνες διαθέτουν σε αυτήν. Με

βάση την έρευνα των Tocci & Engelhard (1991), η ανάμειξη του πατέρα και της

μητέρας στη μαθηματική διδαχή των παιδιών τους ασκεί ουσιαστική επιρροή σε

οπτικές και τρόπους συμπεριφοράς, που έχουν άμεση σχέση με την απόδοσή τους στα

Μαθηματικά. Ο Powell (2003) ερμηνεύει την εμπλοκή της μητέρας στην απόδοση

των δύο φύλων στο σχολείο ως έναν παράγοντα που εξαρτάται τόσο από το

υπόβαθρο της σε επίπεδο οικονομικό και κοινωνικό, όσο και από τις επιθυμίες της για

τη μελλοντική πανεπιστημιακή καριέρα που θα ακολουθήσουν τα παιδιά της, τη

‘μελέτη’ με τα παιδιά καθώς και από τη συνδρομή όλου του οικογενειακού

περιβάλλοντος σε δράσεις που ενθαρρύνουν τη μάθηση (πχ. μετάβαση σε

μουσειακούς χώρους και βιβλιοθήκες).Ο πατέρας και η μητέρα διαμορφώνουν

προσδοκίες για τα παιδιά τους και οι συγκεκριμένες προσδοκίες καθορίζουν στοιχεία

που τα παιδιά θεωρούν σημαντικά. Όταν υιοθετούν απαιτητικές αλλά και

ταυτόχρονα πραγματιστικές μαθησιακές προσδοκίες για τα παιδιά τους, τότε τα ίδια

διαμορφώνουν υψηλότερη απόδοση στο σχολείο. Σύμφωνα με τους Steinberg,


5

Lamborn, Dornbusch, & Darling (1992), η παρέμβαση της μητέρας διαμορφώνει

θετικά τη σχολική απόδοση όταν προσεγγίζεται από σημαντικές αξιώσεις, συνεχή

παρακολούθηση αλλά και παροχή ανεξαρτησίας στο παιδί. Οι αντιλήψεις της

μητέρας και οι προσδοκίες της για μάθηση των παιδιών της έχουν σχέση με τις

αντιλήψεις των παιδιών για τις δεξιότητές και την επίδοσή τους (Galper, Wigfield, &

Seefeldt, 1997).Η μητρική στάση απέναντι στα Μαθηματικά, ασκεί επιρροή στην

απόδοση, στην ευρύτητα της μαθηματικής γνώσης αλλά και στη στάση που θα

κρατήσουν τα παιδιά στο μάθημα αυτό (Yee, 1986), ανεξαρτήτως του κοινωνικού ή

οικονομικού δείκτη της οικογένειας (Young & Loveridge, 1989). Οι θετικές στάσεις

που υιοθετεί ο πατέρας και η μητέρα απέναντι στις εργασίες του σχολείου που έχουν

ανατεθεί στα παιδιά τους συμβάλλουν στην καλλιέργεια θετικής στάσης απέναντι στη

γνώση από την πλευρά των παιδιών τους (Cooper, Lindsay, Nye & Greathouse,

1998). Η πατρική και μητρική στάση επιδρά αμφίπλευρα κατευθύνοντας τη μάθηση

και επιδρώντας στην απόδοση των παιδιών στο σχολείο (Steinberg et al.,1992).

Στο πλαίσιο της έρευνας που θα διεξαχθεί η εμπλοκή της μητέρας στις

μαθηματικές επιδόσεις των παιδιών θα προσδιοριστεί με βάση α) τις στάσεις που

υιοθετεί για τα Μαθηματικά(άγχος, πίεση, απογοήτευση), β) το ποσοστό συνέργειάς

της στην επίλυση σχολικών μαθηματικών ασκήσεων που έχουν ανατεθεί στα δύο

φύλα, γ) το κατά πόσο ενδυναμώνει τη γνωστική υποδομή των παιδιών της σε

μαθηματικό επίπεδο μέσα από επισκέψεις σε χώρους εξωσχολικούς (για παράδειγμα

βιβλιοθήκες) ή ακόμη και μέσα στο χώρο του σπιτιού, δ)το βαθμό ενθάρρυνσης που

προσδίδει η μητέρα στα δύο φύλα απέναντι στο αντικείμενο των Μαθηματικών και δ)

το ποσοστό των απαιτήσεων-προσδοκιών που έχει για τη μαθηματική εκπαίδευση και

επίδοση των παιδιών της.

2.ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ.
6

Για τη συγκεκριμένη μελέτη, επελέγη ο ποσοτικός σχεδιασμός, αφού σκοπός

είναι να διεξαχθεί μια αμερόληπτη έρευνα. Η ερευνήτρια έχει ήδη καταλήξει στη

διερεύνηση του συσχετισμού της επίδοσης των δύο φύλων στα Μαθηματικά,

αναλογικά με τον τρόπο και το βαθμό εμπλοκής της μητέρας, ζήτημα για το οποίο

μπορεί να θέσει στις μητέρες συγκεκριμένες ερωτήσεις μικρής έκτασης. Τα δεδομένα

που θα συγκεντρωθούν μπορούν να αναλυθούν μέσα από τη χρήση στατιστικών

στοιχείων. «Οι στατιστικές διαδικασίες που θα ακολουθήσουν θα προσδώσουν στην

ερευνήτρια πληροφορίες, ώστε να προσεγγίσει τα ερευνητικά της ερωτήματα»

(Creswell,2011,σελ.77). Άλλωστε σκοπός της έρευνας είναι να εκτιμηθούν

γνωρίσματα των ομάδων που μελετώνται -μητέρας και αγοριού/κοριτσιού - και να

αναζητηθεί πιθανή συνάφεια ανάμεσά τους. Το παραπάνω αναδεικνύει ότι η

συγκεκριμένη μελέτη αποπειράται να περιγράψει τάσεις και να εξηγήσει τις σχέσεις

που προκύπτουν από τις συγκεκριμένες μεταβλητές, γεγονός που επιβάλει τον

ποσοτικό σχεδιασμό της. Άλλωστε, η ερευνήτρια θα επιθυμούσε να διαπιστώσει κατά

πόσο επαληθεύονται οι απαντήσεις και να καταγράψει πώς αυτές οι τάσεις

διαφοροποιούνται ανάμεσα στις μητέρες που θα συμπληρώσουν το ερωτηματολόγιο,

συγκρίνοντας τα αποτελέσματα που θα προκύψουν με αρχικές εκτιμήσεις και με

μελέτες που έχουν προηγηθεί στο παρελθόν. Επιπρόσθετος λόγος που επιβάλει την

ποσοτική έρευνα είναι το γεγονός ότι τα ερευνητικά ερωτήματα της μελέτης είναι

σαφή και συγκεκριμένα και επιδιώκουν να καταγράψουν αριθμήσιμα στοιχεία πάνω

στις μεταβλητές. Παράλληλα, το ερωτηματολόγιο που θα δοθεί συνιστά ένα

εργαλείο, το οποίο είναι ταυτόχρονα και όργανο παρατήρησης και στοιχειοθέτησης

των ποσοτικών στοιχείων που θα προκύψουν.

3.ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ.

3.1.ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΕΡΓΑΛΕΙΟΥ ΣΥΛΛΟΓΗΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ.


7

Σε όλες τις μητέρες θα δοθούν ταχυδρομούμενα ή ηλεκτρονικά ερωτηματολόγια,

αποτελούμενα από ερωτήσεις, τα οποία θα συνοδεύονται από ανάλογες

κατατοπιστικές επιστολές και θα αποτελούνται από τρία μέρη.

Στο πρώτο μέρος του ερωτηματολογίου, οι μητέρες θα κληθούν να

συμπληρώσουν μέσα από τις πέντε πρώτες ερωτήσεις συγκεκριμένα δημογραφικά

δεδομένα. Η πρώτη ερώτηση θα καταγράψει απαντήσεις που συνδέονται με την τάξη

στην οποία φοιτά το παιδί και η δεύτερη με το φύλο του παιδιού για το οποίο

συμπληρώνεται το ερωτηματολόγιο. Η τρίτη ερώτηση δημογραφικού περιεχομένου

θα καταγράψει το επίπεδο μόρφωσης της μητέρας μέσα από τη δημιουργία δύο

μεταβλητών με τέσσερις κατηγορίες: απόφοιτος ή απόφοιτη

Δημοτικού/Γυμνασίου/Λυκείου ή Πανεπιστημίου. Η τρίτη ερώτηση σχετίζεται με την

ηλικία της μητέρας και η τέταρτη με το συνολικό αριθμό των παιδιών της

οικογένειας.

Για τη συγκρότηση του δεύτερου μέρους του ερωτηματολογίου, η ερευνήτρια

βασίστηκε σε εργαλεία από άλλες έρευνες, τα οποία έχουν υποστεί έλεγχο για το κατά

πόσο είναι έγκυρα. Το πρώτο εργαλείο που χρησιμοποιήθηκε ήταν το ‘Family

Involment Questionnaire (Fantuzzo, Tighe & Childs, 2000∙ Manz, Fantuzzo & Power,

2004), το οποίο διερευνά ευρύτερους τρόπους εμπλοκής των γονέων στην

εκπαίδευση, συμπεριφορές γονέων αλλά και τρόπους εμπλοκής, οι οποίοι

επικεντρώνονται είτε στο σπίτι είτε στην ευρύτερη επικοινωνία σπιτιού και σχολείου.

Οι ερωτήσεις που θα δοθούν στις μητέρες θα προσαρμοστούν ανάλογα. Το δεύτερο

μεταφρασμένο εργαλείο που χρησιμοποιήθηκε είναι το “Perceived parental influence

on mathematics learning: A comparison among students in China and Australia”

(Cao, Bishop & Forgasz, 2006), το οποίο διερευνά την εμπλοκή των γονέων στη

μαθηματική εκπαίδευση. Το συγκεκριμένο ερωτηματολόγιο αναδεικνύει τις εξής


8

διαστάσεις: α) «Μητρική ενθάρρυνση για τα Μαθηματικα» ( Cao et al. , 2006, σελ.

92), β) «Βοήθεια Μητέρας στα μαθηματικά»( Cao et al., 2006, σελ. 92), και γ)

«Μητρική Προσδοκία Επίδοσης» (Cao et al. , 2006, σελ. 92-93).Ένα αντίστοιχο

ερωτηματολόγιο με κατάλληλα προσαρμοσμένη φρασεολογία θα δοθεί στις μητέρες,

με σκοπό να διερευνηθούν οι ευρύτερες στάσεις τους απέναντι στη μαθηματική

εκπαίδευση των δύο φύλων, η βοήθεια που προσδίδουν αλλά και οι προσδοκίες που

αναμένουν. Το τρίτο και τελευταίο εργαλείο που χρησιμοποιήθηκε ήταν το

“Development of a short form of the attitudes toward mathematics inventory” (Lim &

Chapman, 2013), το οποίο διερευνά τις στάσεις των μαθητών στα Μαθηματικά. Αφού

μεταφράστηκε, ορισμένες από τις ερωτήσεις του προσαρμόστηκαν αναλόγως ώστε να

τεθούν στις μητέρες. Από το συγκεκριμένο ερωτηματολόγιο, αναδεικνύονται οι

συγκεκριμένες διαστάσεις των στάσεων απέναντι στα Μαθηματικά: α)

«αυτοπεποίθηση στα Μαθηματικά»( Lim & Chapman, 2013, σελ. 146), και β) «αξία

των μαθηματικών στην ευρύτερη ζωή» (Lim & Chapman, 2013, σελ. 146).

Στο δεύτερο μέρος του ερωτηματολογίου, οι μητέρες θα κληθούν να δώσουν

απαντήσεις μέσα από σαφείς και ξεκάθαρες ερωτήσεις κλειστού τύπου, η

κωδικοποίηση των οποίων εμπερικλείεται στην απάντηση (Βεργίδης, Κόκκος,

Λιοναράκης, Λυκουργιώτης, Μακράκης & Ματραλής, 1998) ή απαντώντας σε

ερωτήσεις κλίμακας ιεράρχησης με βάση την 5θμια κλίμακα τύπου Likert

(Tuckman,1999), επιλέγοντας απαντήσεις ανάμεσα στα ‘Ποτέ- Σπάνια- Μερικές

φορές -Συχνά και Πολύ συχνά’ ή ανάμεσα στα ‘Ισχύει πάρα πολύ- Ισχύει αρκετά-

Ισχύει λίγο- Ισχύει ελάχιστα και δεν Ισχύει καθόλου’. Η συγκεκριμένη μέθοδος είναι

άκρως αντικειμενική και δεν προκαταλαμβάνει για συγκεκριμένες απαντήσεις, αφού

εμφανίζει ίδιες αποστάσεις ανάμεσα στις επιλογές (Creswell, 2003).Μεγαλύτερη

έμφαση δόθηκε στις ερωτήσεις κλειστού τύπου, οι οποίες ταξινομούνται,


9

αποσαφηνίζονται και ερμηνεύονται καλύτερα (Βεργίδης & συν., 1998), αλλά και

καλλιεργούν προοπτικές για πιο γρήγορες απαντήσεις και κατά συνέπεια είναι και πιο

ελκυστικές για όσους θα κληθούν να απαντήσουν (Oppenheim, 1992).Συγκεκριμένα,

στο πρώτο ερευνητικό ερώτημα αντιστοιχούν οι ερωτήσεις 1 έως 6 του

ερωτηματολογίου, σε μια προσπάθεια ανίχνευσης των τρόπων μητρικής εμπλοκής

στη μαθηματική εκπαίδευση των δύο φύλων. Στις ερωτήσεις 7 έως 11 θα διερευνηθεί

το δεύτερο ερευνητικό ερώτημα, προκειμένου να αποσαφηνιστούν οι τρόποι και το

ποσοστό βοήθειας που προσφέρουν οι μητέρες στα δύο φύλα καθώς και το αν και

πόσο αυτή επηρεάζει τις μαθηματικές επιδόσεις των δύο φύλων. Για το

συγκεκριμένο ερευνητικό ερώτημα οι μητέρες θα κληθούν στην 10η ερώτηση να

καταγράψουν τη βαθμολογία του αγοριού ή του κοριτσιού τους στα Μαθηματικά στο

πρώτο και δεύτερο τρίμηνο και ταυτόχρονα στην 11 η ερώτηση να καταθέσουν την

προσωπική τους υποκειμενική άποψη αναφορικά με τη μαθηματική απόδοση του

παιδιού τους. Στις ερωτήσεις 12 έως 14 του ερωτηματολογίου αποσαφηνίζεται το

τρίτο ερευνητικό ερώτημα, το οποίο σχετίζεται με τις προσδοκίες των μητέρων για

μαθηματικές επιδόσεις από τα δύο φύλα. Τέλος οι ερωτήσεις 15 έως 21 σχετίζονται

με το τελευταίο ερευνητικό ερώτημα και επιδιώκουν να διερευνήσουν το συσχετισμό

των στάσεων που υιοθετεί η μητέρα απέναντι στα Μαθηματικά με το φύλο του

παιδιού.

Στο τελευταίο και τρίτο μέρος του ερωτηματολογίου, οι μητέρες θα κληθούν να

απαντήσουν στο ποιος από τους δύο γονείς ασχολείται περισσότερο με τη

μαθηματική εκπαίδευση του παιδιού και πόσο (22η ερώτηση επιλογής). Στην 23η

ερώτηση κλειστού τύπου θα κληθούν να απαντήσουν στο πόσο απαραίτητη θεωρούν

την εμπλοκή της μητέρας στη μαθηματική εκπαίδευση του παιδιού, επιλέγοντας από

την 5θμη κλίμακα Likert, ενώ στην τελευταία και 24η ερώτηση ανοιχτού τύπου θα
10

πρέπει να καταγράψουν τους λόγους για τους οποίους τη θεωρούν ή δεν την θεωρούν

αναγκαία.

Αναμένεται να υπάρξει ένα αρκετά υψηλό επίπεδο ανταπόκρισης, αφού τα

ερωτηματολόγια θα παραδοθούν και θα συλλεγούν σε διαφορετικές ημερομηνίες (θα

μεσολαβήσει ένα ικανοποιητικό χρονικό διάστημα συμπλήρωσης και παράδοσής

τους).Ταυτόχρονα, θα διευκολύνει και το γεγονός ότι η συμπλήρωση των

ερωτηματολογίων θα γίνει μέσω της διαδικασίας αυτοαναφοράς και χωρίς την ενεργό

παρουσία κάποιου ατόμου που θα πάρει συνέντευξη.

Μέσω της συνοδευτικής επιστολής, η οποία θα κατατεθεί μαζί με τα

ερωτηματολόγια, θα δοθούν οι αναγκαίες κατατοπιστικές οδηγίες και αποσαφηνίσεις

αναφορικά με τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να συμπληρωθούν τα αντίστοιχα

φυλλάδια. Η ερευνήτρια θα διευκρινίσει ότι η συγκεκριμένη διεργασία δεν θα

αποτελέσει κομμάτι κάποιας διαδικασίας εξέτασης, ανακουφίζοντας έτσι ψυχολογικά

τους ερωτώμενους.

Η έρευνα θα υλοποιηθεί τον Μάρτιο-Απρίλιο του 2016, πριν από την

πραγμάτωση της οποίας προτείνεται μια πιλοτική εξέταση του ερωτηματολογίου,

προκειμένου, βάσει της ανατροφοδότησης, να εξασφαλιστεί εγκυρότητα όψης.

(Cohen, 2008). Προτείνεται για παράδειγμα η συμπλήρωση του ερωτηματολογίου

από 5 μητέρες. Η ερευνήτρια θα ζητήσει από αυτές, αφού συμπληρώσουν το

ερωτηματολόγιο, να καταγράψουν οποιοδήποτε πρόβλημα στη δειγματοληπτική

έρευνα, όπως για παράδειγμα ερωτήσεις που δεν διατυπώνονται κατάλληλα,

απαντήσεις από τις οποίες δεν προκύπτει ολοκληρωμένο νόημα ή ενστάσεις για την

κατανάλωση υπερβολικού χρόνου προκειμένου να συμπληρωθεί το ερωτηματολόγιο.

3.2.ΔΕΙΓΜΑ
11

Αφού εξασφαλιστεί άδεια από τον διευθυντή του 2 ου Γυμνασίου Θήβας, στο

οποίο και διδάσκει η ερευνήτρια, και ταυτόχρονα αξιοποιώντας τους καταλόγους που

έχει στη διάθεσή του το σχολείο, που συνολικά απαρτίζουν τον πληθυσμό-στόχο, θα

επιλεγούν ως αντιπροσωπευτικό δείγμα μητέρες μαθητών του σχολείου (συνολικά

30), εκ των οποίων οι 15 θα έχουν παιδιά αγόρια και οι 15 κορίτσια στο

συγκεκριμένο σχολείο. Με αυτό τον τρόπο η ερευνήτρια εφαρμόζει μια μορφή

«συσχετιστικού ερευνητικού σχεδιασμού» (Creswell,2011, σελ.392), μέσω του

οποίου θα είναι σε θέση να διαπιστώσει το βαθμό συσχετισμού της απόδοσης των δύο

φύλων στα Μαθηματικά και της μητρικής εμπλοκής, αξιοποιώντας μελλοντικά τη

διαδικασία της συσχετιστικής στατιστικής.

3.3.ΕΙΔΟΣ ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑΣ

Η επιλογή του δείγματος θα γίνει μέσα από « βολική δειγματοληψία

(convenience sampling), αφού η ερευνήτρια θα επιλέξει άτομα τα οποία είναι

πρόθυμα και διαθέσιμα για μελέτη» (Creswell,2011,σελ.182). Άλλωστε η ερευνήτρια

δεν μπορεί με βεβαιότητα να διατυπώσει την άποψη ότι οι συγκεκριμένες μητέρες

αντιπροσωπεύουν τον ευρύτερο πληθυσμό. Ωστόσο, το συγκεκριμένο δείγμα θα

μπορούσε να προσδώσει ωφέλιμες πληροφορίες προκειμένου να απαντηθούν τα

συγκεκριμένα ερευνητικά ερωτήματα.

4. ΕΓΚΥΡΟΤΗΤΑ-ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ.

«Η εγκυρότητα μιας κλίμακας μέτρησης αφορά το κατά πόσο μετράει αυτό για

το οποίο φτιάχτηκε» (Bird,1999,σελ.56). Οι μορφές της εγκυρότητας ποικίλουν, κατά

βάση όμως εστιάζονται σε τέσσερις τύπους: α)εγκυρότητα περιεχομένου,

β)εγκυρότητα βάσει κριτηρίων, γ)εγκυρότητα εννοιολογικής κατασκευής και δ)

εσωτερική εγκυρότητα. Προκειμένου να εξασφαλιστεί η εγκυρότητα περιεχομένου


12

της παρούσας έρευνας, ζητήθηκε από το διευθυντή της σχολικής μονάδας της

ερευνήτριας και συγκεκριμένα τον κύριο Κούτσικο Λάμπρο, κάτοχο του

μεταπτυχιακού διπλώματος «Μοντέλα Σχεδιασμού και Ανάπτυξης Εκπαιδευτικών

Μονάδων» με πολυετή εμπειρία στην εκπαίδευση και μάλιστα στη συγκεκριμένη

διευθυντική θέση, να αξιολογήσει κατά πόσο τα ερωτήματα που συμπεριλαμβάνονται

στο ερωτηματολόγιο εκπροσωπούν όλες τις πιθανές ερωτήσεις που ένας

οποιοσδήποτε ερευνητής θα έθετε αναφορικά με τη διερεύνηση του συσχετισμού της

μητρικής εμπλοκής και της επίδοσης των δύο φύλων στα Μαθηματικά. Ο ίδιος

συνεξετάζοντας τους σκοπούς του ερευνητικού εργαλείου και το βαθμό δυσκολίας

των ερωτήσεων, διαπίστωσε ότι οι ερωτήσεις του ερωτηματολογίου είναι ‘γνωστέ’

και μπορούν εύκολα ‘να αναγνωριστούν’ από τους ερωτώμενους. Αναφορικά με την

εξασφάλιση εγκυρότητας βάσει κριτηρίων της παρούσας μελέτης, εξαγγέλλεται ότι

στο μέλλον θα ελεγχθεί κατά πόσο τα αποτελέσματα της παρούσας δοκιμασίας είναι

παρόμοια με τα αποτελέσματα κάποιας άλλης δοκιμασίας, η οποία εκλαμβάνεται ως

συλλογικά παραδεκτή, τα αποτελέσματά της είναι ή θεωρούνται αντικειμενικά και η

οποία έχει καταμετρήσει τα αποτελέσματα στις μαθηματικές επιδόσεις των δύο

φύλων αναλογικά με τη μητρική εμπλοκή. Αν το αρχικό τεστ της ερευνήτριας είναι

σε θέση να προβλέψει το παραπάνω, τότε θα υπάρξει «προβλεπτική

εγκυρότητα»(Creswell, 2011, σελ. 201). Παράλληλα, η ερευνήτρια μπορεί μελλοντικά

να ελέγξει αν προκύπτει «συντρέχουσα εγκυρότητα» (Creswell, 2011,σελ. 201),

σχετίζοντας την ίδια στιγμή τα αποτελέσματα της διαδικασίας με τα αποτελέσματα

μιας άλλης διαδικασίας, η οποία έχει προσμετρήσει τις μαθηματικές επιδόσεις των

δύο φύλων, όπως αυτές προκύπτουν αναλογικά με τη μητρική βοήθεια που

προσλαμβάνουν. «Η εγκυρότητα εννοιολογικής κατασκευής» (Creswell,2011,σελ.

201) της παρούσας έρευνας μπορεί να εξασφαλιστεί αν η ερευνήτρια


13

χρησιμοποιώντας στατιστικές διαδικασίες διαπιστώσει ότι τα αποτελέσματα της

δοκιμασίας συναρτώνται με προσδοκώμενο τρόπο ή ελέγχοντας τη θεωρία της

μητρικής εμπλοκής στις μαθηματικές επιδόσεις των δύο φύλων και βλέποντας αν τα

αποτελέσματα στηρίζουν αυτή τη θεωρία. Η ερευνήτρια μπορεί να επιβεβαιώσει την

ύπαρξη εννοιολογικής εγκυρότητας εξετάζοντας αν οι τιμές των ερωτημάτων στο

εργαλείο της συναρτώνται με θετικό τρόπο ή αρνητικό τρόπο με τις τιμές κάποιου

άλλου εργαλείου που καταμετρά παραπλήσιες στάσεις. Τέλος, η ύπαρξη ή η απουσία

εσωτερικής εγκυρότητας, μπορεί να επιβεβαιωθεί αν η ερευνήτρια εφαρμόσει μια

μορφή προελέγχου, δίνοντας δηλαδή το ίδιο τεστ προς συμπλήρωση μετά από τρεις

ημέρες και εξετάζοντας αν έχουν μεσολαβήσει υφέρποντες παράγοντες, οι οποίοι

πιθανόν να έχουν επηρεάσει το αποτέλεσμα της διαδικασίας.

Αναφορικά με την αξιοπιστία του ερωτηματολογίου, θα πρέπει να εξασφαλιστεί

ότι οι τιμές του διακρίνονται από σταθερότητα και συνέπεια. Αυτό μπορεί να

επιτευχθεί με ποικίλους τρόπους. Αρχικά, «με τη διαδικασία χορήγησης και

επαναχορήγησης, μπορεί να εκφραστεί ο βαθμός στον οποίο οι τιμές του δείγματος

είναι σταθερές μέσα στο χρόνο από τη μία χορήγηση της δοκιμασίας στην άλλη»

(Creswell,2011,σελ. 197).Η ερευνήτρια μπορεί να χορηγήσει τη δοκιμασία σε δύο

διαφορετικά χρονικά σημεία στα ίδια άτομα μέσα σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα.

Αν οι τιμές είναι αξιόπιστες, τότε θα προκύπτει ανάμεσά τους υψηλό επίπεδο

συσχετισμού. Στην περίπτωση της παρούσας έρευνας, το παραπάνω είναι δύσκολο να

υλοποιηθεί λόγω έλλειψης χρόνου. Συνδυαστικά με την προαναφερόμενη διαδικασία,

για να εξασφαλιστεί η αξιοπιστία της δοκιμασίας, μπορεί να υλοποιηθεί και εκείνη

της «αξιοπιστίας των εναλλακτικών μορφών εργαλείων»

(Creswell,2011,σελ.198).Η ερευνήτρια μπορεί να χρησιμοποιήσει άλλο ένα

ερωτηματολόγιο, το οποίο είναι ισοδύναμο με το δικό της και μετρά και εκείνο τις
14

ίδιες μεταβλητές (μαθηματικές επιδόσεις των δύο φύλων και μητρική εμπλοκή).Στη

συνέχεια μπορεί να συσχετίσει τα σκορ που προκύπτουν και από τα δύο

ερωτηματολόγια. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι το ερωτηματολόγιο που θα

εντοπιστεί για σύγκριση να έχει περίπου το ίδιο περιεχόμενο, να είναι το ίδιο

δύσκολο και τα ερωτήματά του να εκπροσωπούν τις μεταβλητές της μητρικής

εμπλοκής και των μαθηματικών επιδόσεων αγοριού και κοριτσιού. Η εσωτερική

συνέπεια του ερωτηματολογίου μπορεί να επιτευχθεί τοποθετώντας στο

ερωτηματολόγιο τη 18η ερώτηση, που αποτελεί ερώτηση ελέγχου της 2ης ερώτησης,

σε μια προσπάθεια ανίχνευσης της απογοήτευσης ή ικανοποίησης της μητέρας

απέναντι σε χαμηλές ή υψηλές βαθμολογίες. Σε αυτές τις δύο ερωτήσεις οι

ερωτώμενες θα πρέπει να απαντήσουν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Τέλος,

εφαρμόζοντας την τεχνική της αξιοπιστίας ημίκλαστων ή ημίσεων ( Kimberlin &

Winterstein, 2008), η ερευνήτρια μπορεί να ελέγξει την αξιοπιστία της κλίμακας που

θα καταμετρήσει τη μητρική εμπλοκή διαιρώντας τις απαντήσεις που θα δώσουν οι

μητέρες στο στατιστικό πλάνο σε μονές και ζυγές και υπολογίζοντας την παράμετρο

αξιοπιστίας στις δύο ομάδες των στοιχείων. Αν τελικά από την εκτίμηση της

παραμέτρου συσχετισμού βρεθεί ότι τα δύο ημίσεα εμφανίζουν αποτελέσματα με

ανεπαίσθητη διαφορά, τότε θα επικυρωθεί η αξιοπιστία των ημίκλαστων.

Συγκεκριμένοι πιθανοί παράγοντες μπορούν να απειλήσουν την αξιοπιστία της

διαδικασίας. Οι συμμετέχουσες ενδεχομένως να είναι κουρασμένες ή να πλήττουν

κατά τη διάρκεια συμπλήρωσης του ερωτηματολογίου. Πιθανή μεταβολή των

συνθηκών κατά τις οποίες συμπληρώνεται το ερωτηματολόγιο, μπορεί να επηρεάσει

αρνητικά την αξιοπιστία του. Οι σαφείς και σχολαστικές οδηγίες συμπλήρωσης του

ερωτηματολογίου συνδυαστικά με τις διατυπωμένες με σαφήνεια οδηγίες, θα

αποτρέψουν από τυχαίες και αφηρημένες απαντήσεις των συμμετεχουσών.

You might also like