Professional Documents
Culture Documents
Ιωάννης Ρούσσης
Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Αρχαία Ελλάδα
Βυζαντινοί χρόνοι
Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα
Νεότεροι Χρόνοι
Αρχαία Ελλάδα
Το βραδινό ήταν αυτό της φιλικής συντροφιάς. Το κρασί είχε ξεχωριστή θέση
στο τραπέζι. Το ανακάτευαν με νερό (κεκραμμένος οίνος), κρύο ή χλιαρό, στους
κρατήρες (μεγάλα αγγεία).
Τα πιο ξακουσμένα κρασιά ήταν αυτά της Θάσου, της Χίου,της Σάμου, της
Αττικής.
Στα ελληνιστικά χρόνια και τα κρασιά των Δωδεκανήσων γίνονται
ανταγωνιστικά.
Μεταξύ των κρασιών ήταν και το γνωστό μέχρι σήμερα ρετσινάτο κρασί, η
ρετσίνα.
Από τη νεολιθική εποχή ήταν γνωστό ότι η προσθήκη ρητίνης έχει
συντηρητικές και φαρμακευτικές ιδιότητες.
Επιπλέον, τη χρησιμοποιούσαν και για τη συγκάλυψη ανεπιθύμητων οσμών.
Νομίσματα με τη μορφή του Διόνυσου και της αμπέλου
Θρησκεία
Ο Θεός Διόνυσος ήταν ο θεός της αμπέλου και του οίνου. Προς τιμή του
τελούνταν οι γιορτές
Τα Μεγάλα Διονύσια ή Διονύσια εν άστει
Τα Μικρά Διονύσια ή εν Άγραις Μυστήρια
Τα Λήναια
Τα Ανθεστήρια
Όλες αυτές οι γιορτές δείχνουν ότι ο Θεός Διόνυσος λατρεύτηκε σαν ένας Θεός
εθνικός, αγροτικός και λαϊκός, ισόθεος με τον Aπόλλωνα (Ήλιος) και τη
Δήμητρα (Γή).
Εκτός από το Θεό Διόνυσο, με το κρασί τιμούσαν και τους νεκρούς.
Δεν είναι λίγοι οι τάφοι στους οποίους έχουν βρεθεί αμφορείς που πιστεύεται ότι
περιείχαν κρασί.
Ο γάμος του Διόνυσου και της Αριάδνης περιγράφεται από τον Ησίοδο στη
Θεογονία.
O Διόνυσος με τα χρυσά μαλλιά πήρε γυναίκα ακμαία την ξανθή Aριάδνη, την
κόρη του Mίνωα.
O Θεός συνάντησε αποκοιμισμένη την όμορφη Kρητικοπούλα σε μια
ακρογιαλιά της Nάξου.
Φαίνεται ότι η λατρεία του Διονύσου έφτασε στις Kυκλάδες από την Kρήτη.
Σύμφωνα με τον μύθο ο Eρμής πήγε το νεογέννητο Διόνυσο, γιό της Σεμέλης
και του Δία, στις νύμφες της Nύσας για να το σώσει από την οργή της Ήρας.
Eκεί ανατράφηκε στην άγρια φύση από το Σειληνό, αγροτικό δαίμονα, και όταν
μεγάλωσε άρχισε να ταξιδεύει συνοδευόμενος από Σάτυρους και Mαινάδες.
Aπ'όπου περνούσε, μάθαινε τους ανθρώπους να καλλιεργούν αμπέλια και τους
δίδασκε την τέχνη να παράγουν το Θεϊκό του δώρο.
Από το γάμο του Διόνυσου και της Αριάδνης γεννήθηκαν δύο γιοί με τα
συμβολικά ονόματα Στάφυλος και Oινοπίωνας που διαδώσανε την
αμπελοκαλλιέργεια και την οινοπαραγωγή.
Τέχνες
-Προς τιμήν του Διονύσου ο Αρίων συνέθεσε το Διθύραμβο, στίχους του οποίου
στην τραγωδία ερμήνευαν οι μεταμφιεσμένοι σε σατύρους ηθοποιοί.
Πρώτο
-Το χειμώνα ελάχιστο και άκρατο
-Την άνοιξη περισσότερο και υδαρέστερο
- Το καλοκαίρι άφθονο και υδαρέστατο
Πίστευε ότι ο άνθρωπος, αποτελείται από φωτιά και νερό και ότι το κρασί είναι
θερμό σε αντίθεση με το νερό.
Έτσι, για να κρατηθεί η ισορροπία και να αντιμετωπίσει ο ανθρώπινος
οργανισμός τον ψυχρό και υγρό χειμώνα, χρειάζεται θερμό κρασί, άκρατο ώστε
να μην αυξάνει στον οργανισμό το ψυχρό και υγρό στοιχείο. Αντίστοιχα, για το
θερμό καλοκαίρι.
Δεύτερο
Το νερό να αναμιγνύεται με ελάχιστο κρασί, το οποίο επενεργεί ως
φάρμακο απολυμαίνοντας το νερό.
Η δράση του κρασιού ήταν γνωστή από νωρίς και για το λόγο αυτό το
χρησιμοποιούσαν για των καθαρισμό των πληγών.
Θρησκεία
Ο Χριστιανισμός είναι συνυφασμένος με το κρασί και την άμπελο και αυτό
φαίνεται από τα εξής “κεφάλαια” της εκκλησίας:
- Πρώτος οινοποιός ο Νώε: “ήρξατο Νώε άνθρωπος γεωργός γης και εφύτευσεν
αμπελώνα”
- Εγώ είμαι η άμπελος η αληθινή
- Γάμος της Κανά
- Μυστικός Δείπνος και ως συνέπεια αυτού, η Θεία Κοινωνία
- Ταφικές τιμές
- Άγιος Τρύφωνας, προστάτης του κρασιού και των γεωργών
Τέχνες
Κείμενα της εποχής, μας δίνουν στοιχεία τόσο για την κατανάλωσή του όσο και
για τον θαυμασμό τους.
Ποίηση
Η ελληνική κοινωνία και η ελληνική ποίηση θα βρουν στο κρασί ένα πρόθυμο
συμπαραστάτη για την περιγραφή όλων των εκδηλώσεων της ζωής, αλλά και
συναισθημάτων λύπης, χαράς, φιλίας.
Για τον ξενιτεμένο και το ναυτικό το κρασί είναι καλοσώρισμα.
Είναι η αμοιβή για τη σκληρή δουλειά του γεωργού.
Ακόμη, είναι και αμοιβή αυτού που πολεμά για την ελευθερία της πατρίδας
του.
Νεώτεροι χρόνοι
Τραγούδι
Τραγούδια λαϊκά και ρεμπέτικα, που μέσα από το κρασί εκφράζουν την
αγάπη,τον πόνο,τη χαρά,τη συντροφικότητα και πολλές φορές περιγράφουν την
καθημερινότητα.
Εμπόριο
-Από την εποχή της ανάπτυξης εμφιάλωσης και μετά, η εξαγωγή φημισμένων
κρασιών όπως της Σαντορίνης, συνεχίζει να αυξάνεται, ενώ κάθε τόπος παράγει
και εμφιαλώνει κρασί.
Χρησιμοποιούνται πλέον τα πιο σύγχρονα μηχανήματα.
Μέσα οινοποίησης
Παλαιότερα
Σύγχρονη εποχή
Επέκταση αμπελώνων σε όλη τη Γαλλία τον 15ο αιώνα και υιοθετείται από την
αριστοκρατία και την εκκλησία
- Μέχρι τον 18ο αιώνα το κρασί στα χέρια κυρίως προνομιούχων τάξεων
Το κρασί γίνεται κατά την επανάσταση ποτό του γαλλικού λαού και συστατικό
της προσωπικότητάς του
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΚΡΑΣΙΩΝ
Οίνοι παλαίωσης
Για τα κρασιά V.Q.P.R.D. έχουν νομοθετηθεί οι ενδείξεις Reserve και Grande
Reserve.
Τα Reserve έχουν παλιώσει σε βαρέλια και φιάλες συνολικά, τα λευκά δύο
χρόνια και τα ερυθρά τρία.
Για τα Grande Reserve, οι χρόνοι παλαίωσης είναι τρία χρόνια για τα λευκά
και τέσσερα για τα ερυθρά.
Σχετικά με τα σάκχαρα
Ξηρός: Σ< 4 g/L, Ημίξηρος: Σ= 4-12 g/L, Ημίγλυκος: Σ= 25-40 g/L, Γλυκύς: Σ> 40
g/L συνήθως 100-200 g/L
Σημειώνεται ότι από 17 g/L σάκχαρα προκύπτει περίπου 1 αλκοολικός βαθμός.
Η γλυκύτητα οφείλεται στα σάκχαρα που παραμένουν αζύμωτα εάν διακοπεί η
αλκοολική ζύμωση. Η διακοπή μπορεί να είναι φυσική, όπως στην περίπτωση των
φυσικώς γλυκών οίνων (Vins Naturellement Doux), ενώ στα Vins de Liquer η
διακοπή της ζύμωσης πραγματοποιείται με την προσθήκη αλκοόλης.
Σχετικά με το χρώμα
Λευκά , Ροζέ και Ερυθροί οίνοι.
Πρόκειται για χαρακτηριστικό που εξαρτάται από το είδος του σταφυλιού και το
είδος της οινοποίησης.
Το Vitis vinifera είναι το είδος της αμπέλου, μεταξύ των αμπελοειδών, από τον
καρπό της οποίας παράγεται ο οίνος.
Οι παράγοντες που επηρεάζουν την αμπελοκαλλιέργεια και την παραγωγή οίνων
είναι:
Το φυσικό περιβάλλον και το κλίμα. Η άμπελος καλλιεργείται στις εύκρατες
ζώνες.
Οι οικονομικοί παράγοντες, και οι εξαγωγές.
Το αποικιακό ρεύμα που δημιουργήθηκε, με κέντρο την Ευρώπη, προς τις
υπόλοιπες ηπείρους.
Θρησκευτικοί παράγοντες, π.χ. η αρνητική αντιμετώπιση από τη
μουσουλμανική θρησκεία, πολιτισμικοί και κοινωνικοί παράγοντες.
Η ψυχαγωγία και η εορταστική διάθεση.
Σύμφωνα με στοιχεία, το 1991 καλλιεργούνταν περίπου 83 εκ. στρέμματα
αμπελώνων, και παράγονταν περίπου 250 εκ εκατόλιτρα οίνου.
Περισσότερο από το μισό των αμπελώνων είναι στην Ευρώπη, κυρίως σε
Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Γερμανία. Επίσης, σε Αυστρία, Ελλάδα,
Βουλγαρία, Τσεχία, Σλοβακία, Ουγγαρία, Ρουμανία, πρώην Γιουγκοσλαβία και
Σοβιετική Ένωση. Οι άλλοι διασπαρμένοι κυρίως σε Βόρειο και Νότιο Αμερική,
Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία και Νότιο Αφρική (οι λεγόμενες νέες χώρες, στην
παραγωγή κρασιών).
ΕΛΛΗΝΙΚΟΙ ΟΙΝΟΙ ΟΝΟΜΑΣΙΑΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΠΟΙΚΙΛΙΕΣ ΠΟΥ
ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΝΤΑΙ
ΟΙΝΟΙ Ο.Π.Α.Π.
Μακεδονία
Αμύνταιο: Ξινόμαυρο (ερυθρή). Γουμένισσα: Ξινόμαυρο, Νεγκόσκα (ερυθρές).
Νάουσα: Ξινόμαυρο (ερυθρή). Πλαγιές Μελίτωνα: Αθήρι, Ασύρτικο, Ριδίτης
(λευκές), και Λημνιό, Cabernet Franc, Cabernet Sauvignon (ερυθρές).
Θεσσαλία
Αγχίαλος: Ροδίτης, Σαββατιανό (λευκές). Μερσενικόλα: Μαύρο Μερσενικόλα,
Carignan, Syrah (ερυθρές). Ραψάνη: Ξινόμαυρο, Κρασάτο, Σταυρωτό (ερυθρές).
Ήπειρος
Ζίτσα: Ντεμπίνα (λευκή).
Νησιά Ιονίου
Ρομπόλα Κεφφαληνίας: Ρομπόλα (λευκή).
Πελοπόννησος
Μαντινεία: Μοσχοφίλερο, Ασπρούδες (λευκές), Νεμέα: Αγιωργίτικο (ερυθρή),
Πάτρα: Ροδίτης (λευκή).
Νησιά Αιγαίου
Λήμνος: Μοσχάτο Αλεξανδρείας (λευκή), Λημνιό η Καλαμπάκι (ερυθρή), Πάρος:
Μονεμβασιά (λευκή), Μανδηλαριά (ερυθρή), Ρόδος: Αθήρι (λευκή),
Μανδηλαριά (ερυθρή), Σαντορίνη: Ασύρτικο, Αηδάνι, Αθήρι (λευκές).
Κρήτη
Αρχάνες: Κοτσιφάλι, Μαντηλαριά (ερυθρές), Δαφνές: Λιάτικο (ερυθρή), Πεζά:
Βηλάνα, Θραψαθήρι (λευκή), Λιάτικο, Μανδηλαριά (ερυθρές), Σητεία: Λιάτικο,
Μανδηλαριά (ερυθρές).
Καμπανία
Η σαμπάνια προέρχεται από την Καμπανία (οι πιο ηπειρωτικοί αμπελώνες της
Γαλλίας), από τις ποικιλίες Pinot Noir, Pinot Meunier (ερυθρές), και
Chardonnay (λευκή).
Κοιλάδα του Ροδανού
Στους βόρειους αμπελώνες κυριαρχεί η ευγενής ερυθρή ποικιλία Syrah. Στους
νότιους αμπελώνες κυριαρχεί η ερυθρή ποικιλία Grenache.
Λήγηρας
Κατά μήκος του ποταμού Λήγηρα υπάρχει μεγάλη ποικιλία αμπελώνων.
Σημαντικές λευκές ποικιλίες Sauvignon, Muscadet, Chenin blanc.
Σημαντικές ερυθρές ποικιλίες Gamay, Cabernet Franc.
Αλσατία
Τα κρασιά της Αλσατίας είναι γνωστά για τον φρέσκο, έντονα αρωματικό
χαρακτήρα τους. Η Αλσατία είναι η μόνη περιοχή που τα κρασιά δεν
αναγνωρίζονται από την γεωγραφική τους προέλευση αλλά από την ποικιλία
του σταφυλιού.
Ερυθρές ποικιλίες: Pinot Noir, Λευκές ποικιλίες: Rielsing, Gewurztraminer,
Muscat, Sylvaner, Pinot blanc, Pinot Gris.
ΙΤΑΛΙΚΑ ΚΡΑΣΙΑ
Η Ιταλία είναι στη δεύτερη θέση, μετά τη Γαλλία, μεταξύ των χωρών παραγωγών και
καταναλωτών κρασιού. Το κρασί συνδέεται με την πολιτιστική παράδοση.
Οι αμπελώνες υπάρχουν σχεδόν σε όλη την ύπαιθρο, κυρίως σε 4 μεγάλα γεωγραφικά
διαμερίσματα:
Βορειοδυτικές περιοχές
Όπως, Piemonte, Lombardia.
Τα πιο γνωστά κρασιά παράγονται στο Πιεμόντε (DOCG: Denominazione di Origine
Controllata e Garantita). Από την ποικιλία Nebbiolo παράγεται ερυθρό κρασί
παλαίωσης, και ερυθρό κρασί νέο. Επίσης από την ποικιλία Muscat αφρώδες
αρωματικό λευκό κρασί.
Βορειοανατολικές περιοχές
Όπως, Veneto, Friuli.
Κρασιά με μοντέρνο στυλ.
Στους λόφους γύρω από τη Βερόνα παράγονται κρασιά από αυτόχθονες και γαλλικές
ποικιλίες.
Κεντρικές περιοχές
Toscana, Umbria, Lazio.
Το κέντρο της αμπελοοινικής Ιταλίας είναι η Τοσκάνη, όπου παράγονται ονομαστά
ερυθρά κρασιά από την ποικιλία Sangiovese . Εδώ παράγονται τα 3 από τα 6 ιταλικά
κρασιά DOCG. Είναι ερυθρά κρασιά παλαίωσης.
Νότιες περιοχές
Όπως, Calambria, Sicilia, Sardegna, Puglia.
Παράγονται μεγάλες ποσότητες επιτραπέζιων κρασιών.
ΚΡΑΣΙΑ ΙΒΗΡΙΚΗΣ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΥ
Μέχρι όχι πολύ παλαιότερα τα κυρίως γνωστά κρασιά της Ιβηρικής χερσονήσου
ήταν το Porto και το Sherry. Σήμερα αρκετά κρασιά είναι γνωστά.
ΙΣΠΑΝΙΑ
Οι πιο γνωστές οινοπαραγωγικές περιοχές της Ισπανίας είναι η Rioja και η
Jerez.
Στη Rioja παράγονται λευκά και ερυθρά κρασιά ποιότητας. Το κύριο
χαρακτηριστικό των ερυθρών κρασιών είναι το έντονο άρωμα βανίλιας, από την
παραμονή σε μικρά δρύινα βαρέλια.
Ερυθρές ποικιλίες: Tempranillo, Garnacha, Graciano, Mazuelo.
Λευκές ποικιλίες: Viura, Malvasia.
Jerez: Στα γαλλικά ονομάζεται Xeres και στα αραβικά Sherry. Παράγονται
κρασιά ονομασίας προέλευσης, ξηρά μέχρι αρκετά γλυκά με υψηλή αλκοόλη,
από τις λευκές ποικιλίες Palomino, Pedro Ximenez, Moscarel.
ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ
Οι πιο γνωστές ονομασίας προέλευσης είναι Porto και Madera για γλυκά
ενισχυμένα κρασιά, και η Dao για ξηρά κρασιά.
Οι αμπελώνες της κοιλάδας του Douro παράγουν όλους τους τύπους κρασιών
Porto , κρασιά που έχουν ενισχυθεί με αλκοόλη και είναι λιγότερο η περισσότερο
γλυκά. Παλαιώνουν σε βαρέλια, σε κάβες του λιμανιού του Porto.
Χρησιμοποιούνται πολλές ποικιλίες, με τις 5 πιο βασικές να είναι οι Barroca,
Tinta Cao, Tinta Roriz (Tempranillo), Touriga Francesa, Touriga Nacional.
Στη Μαδέρα παράγονται κρασιά ονομασία προέλευσης με ιδιαίτερο χαρακτήρα
οξείδωσης που θυμίζει αρωματικά και γευστικά τα brandies. Οι 4 πιο
χρησιμοποιούμενες ποικιλίες είναι οι Malmsey, Bual, Verdelho, Serbial.
Στη βόρεια Πορτογαλία παράγονται τα κρασιά Vihno verde . Είναι ‘πράσινα’
κρασιά, δηλαδή φρέσκα με μικρή περιεκτικότητα σε αλκοόλη.
Χρησιμοποιούνται διάφορες ποικιλίες. Λίγο πιο νότια, οι αμπελώνες του Dao
παράγουν ένα ελαφρύ ερυθρό κρασί.
ΓΕΡΜΑΝΙΚΑ ΚΡΑΣΙΑ
Η Γερμανία είναι η βορειότερη οινοπαραγωγός χώρα, και γιαυτό παράγονται
σχεδόν αποκλειστικά λευκά κρασιά, που είναι έντονα φρουτώδη. Ιδιαίτερα
γνωστά είναι τα κρασιά του Ρήνου, από αμπελώνες κατά μήκος του ποταμού.
Λευκές ποικιλίες: Riesling, Sylvaner, Muller-Thurgau.
ΚΡΑΣΙΑ ΒΟΡΕΙΑΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ
Κυρίως κρασιά από τους τεράστιους αμπελώνες της Καλιφόρνιας.
Ερυθρές ποικιλίες: Cabernet Sauvignon, Carignan, Grenache, Pinot Noir
(ευρωπαικές) και η ιθαγενής Zinfandel.
Λευκές ποικιλίες: Chenin blanc, Chardonnay, Riesling, Sauvignon blanc.
Κρασιά παράγονται, επίσης, στις πολιτείες της Νέας Υόρκης, Όρεγκον,
Αριζόνας, Ουάσινγκτον, Νέου Μεξικού.
ΚΡΑΣΙΑ ΝΟΤΙΑΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ
Πολλές χώρες παράγουν κρασιά, κυρίως η Χιλή και η Αργεντινή, και
καλλιεργούν ευρωπαικές ποικιλίες.
Ερυθρές ποικιλίες: Cabernet Sauvignon, Cabernet Franc, Merlot, Nebbiolo,
Tempranillo.
Λευκές ποικιλίες: Trebbiano (Ugni blanc), Chardonnay, Riesling, Muscat,
Chenin blanc, Semillon.
ΚΡΑΣΙΑ ΝΟΤΙΟΑΦΡΙΚΑΝΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
Στην περιοχή του παράγονται τα περισσότερα κρασιά. Οι μεγαλύτερες
αμπελοοινικές περιοχές είναι του Stellenbosch, του Paarl και του Overberg, και
καλλιεργούνται ευρωπαικές ποικιλίες.
Ερυθρές ποικιλίες: Cabernet Sauvignon, Syrah.
Λευκές ποικιλίες: Chardonnay, Chenin blanc, Muscat d’Alexandrie, Sauvignon
blanc.
ΚΡΑΣΙΑ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΣ
Μέχρι σχετικά πρόσφατα παράγονταν φτηνά επιτραπέζια κρασιά. Τελευταία
σημειώθηκε σημαντική αναβάθμιση της ποιότητάς τους. Κύριες αμπελοοινικές
περιοχές οι Adelaide, Perth, Melbourne, Tasmania, και καλλιεργούνται
ευρωπαικές ποικιλίες.
Ερυθρές ποικιλίες: Syrah, Cabernet Sauvignon.
Λευκές ποικιλίες: Chenin blanc, Riesling, Semillon, Muscadelle, Muscat,
Chardonnay.
3. Το σταφύλι. Σύσταση γλεύκους
ΤΟ ΣΤΑΦΥΛΙ
Το σταφύλι αποτελείται από τους βόστρυχους και τις ράγες (ρόγες).
Ο φλοιός αποτελεί το 6-10 % του βάρους του σταφυλιού και έως το 25 % του
βάρους της ρόγας. Περιβάλλεται από δύο αδιάβροχα στρώματα. Το εξωτερικό
συμβάλλει στην απομάκρυνση του νερού και τη συγκράτηση μικροοργανισμών,
και το εσωτερικό εμποδίζει την είσοδο και έξοδο νερού. Ο φλοιός ορισμένων
ποικιλιών, όπως των μοσχάτων, περιέχει ενώσεις αρώματος (τερπενικές
αλκοόλες, εστέρες, ανώτερες αλκοόλες, πτητικά παράγωγα φαινολών). Επίσης,
πρόδρομες ενώσεις που με ζύμωση και παλαίωση μετασχηματίζονται σε ενώσεις
αρώματος.
Το σάρκωμα, που είναι το 83-87 % της ρόγας, αποτελείται από κύτταρα με
λεπτή κυτταρική μεμβράνη που περιέχουν ζάχαρα, οργανικά οξέα, ανόργανα
άλατα και άλλα. Στο σάρκωμα ορισμένων ποικιλιών (βαφικές) υπάρχουν και
χρωστικές.
Υπάρχουν 4 γίγαρτα σε κάθε ρόγα, λιγότερα σε περίπτωση ατελούς
γονιμοποίησης, ενώ μερικές ποικιλίες δεν έχουν. Είναι το 2-3,5 % του βάρους
της ρόγας, και περιέχουν πρωτείνες, υδατάνθρακες, κρύσταλλους οξαλικού
ασβεστίου, δεψικές ύλες και γιγαρτέλαιο.
Εάν κατά την έκθλιψη σπάσουν τα γίγαρτα, οι δεψικές ύλες δίνουν στυφή γεύση
και το γιγαρτέλαιο δυσάρεστη γεύση.
ΩΡΙΜΑΝΣΗ ΣΤΑΦΥΛΙΩΝ ΚΑΙ ΤΡΥΓΗΤΟΣ
Ωρίμανση σταφυλιών
Πρώτη περίοδος : αρχίζει με τον σχηματισμό του καρπού. Η ρόγα είναι πράσινη
λόγω χλωροφύλλης, και η σάρκα σκληρή και συνεκτική. Η ρόγα (καρπός) είναι
μικρή και επεξεργάζεται και αφομοιώνει άμυλο λειτουργώντας σαν φύλλο.
Συμβαίνει αύξηση βάρους και όγκου, τα οξέα αυξάνονται και τα είναι ζάχαρα
σταθερά, και είναι συνολικά 20 γρ. ανά 1000 γρ. σταφυλιού.
Δεύτερη περίοδος (περκασμός): η ρόγα αλλάζει χρώμα, φουσκώνει και γίνεται
ελαστική. Τα γίγαρτα αλλάζουν όψη και δομή. Οι χρωστικές στις ρόγες
εμφανίζονται απότομα. Μία ρόγα παίρνει χρώμα σε μία ημέρα και οι ρόγες των
σταφυλιών σε μια περιοχή σε περίπου 15 ημέρες. Επίσης, συμβαίνει πτώση της
οξύτητας και η αρχή συσσώρευσης ζαχάρων.
Περίοδος ωρίμανσης: από την αλλαγή χρώματος μέχρι την πλήρη ωρίμανση,
διαρκεί 40-50 ημέρες. Η ρόγα δεν παίρνει τίποτε από τα φύλλα, συνεχίζει να
αυξάνει σε μέγεθος και μαλακώνει. Τα οξέα μειώνονται σημαντικά και
αυξάνονται τα ζάχαρα.
Τρυγητός
Τρυγητός λέγεται η συλλογή των σταφυλιών όταν ωριμάσουν. Η ωρίμανση
ορίζεται με διάφορους τρόπους.
Σύμφωνα με τον όγκο παραγωγής είναι ο χρόνος που ο μέσος όγκος των ρογών
είναι μέγιστος . Σύμφωνα με τα ζάχαρα είναι όταν φτάνουν στη μέγιστη
συγκέντρωση. Ακόμη η ωρίμανση μπορεί να οριστεί με βάση τα φαινολικά ή
αρωματικά συστατικά.
Η σχέση των σακχάρων προς τα οξέα είναι ο πιο απλός δείκτης καθορισμού του
σημείου ωρίμανσης. Ίσως το καλύτερο χρονικό σημείο για τον τρύγο είναι όταν
τα σταφύλια έχουν αναπτύξει το ανώτατο απόλυτο ποσό σακχάρου και η οξύτητά
του δεν είναι πολύ χαμηλή.
Φαινολικά συστατικά
Στα ερυθρά κρασιά συμβάλλουν στο χρώμα και στα οργανοληπτικά. Στα λευκά
στο χρώμα. Οι ανθοκυάνες σε pH κάτω από 3,5 έχουν ερυθρό χρώμα και πάνω
από 3,5 μωβ. Οι ανθοκυάνες με ταννίνες με την επίδραση του οξυγόνου δίνουν
έγχρωμα είτε άχρωμα σύμπλοκα. Οι ταννίνες προσδίδουν στυφότητα με ένωση
με πρωτεΐνες του σάλιου. Οι επιθετικές ΜΒ 500-3000.
Ενώσεις αρώματος
Σε αρωματικές ποικιλίες ποικιλιακό άρωμα, π.χ. τερπενικές ενώσεις.
Κατά την αλκοολική ζύμωση σχηματίζονται ανώτερες αλκοόλες, όπως και
αιθυλεστέρες, και κατά τη μηλογαλακτική ζύμωση και γαλακτικός
αιθυλεστέρας. Κατά την ωρίμανση και παλαίωση, με αργή οξειδωτική
διαδικασία και αναγωγική διαδικασία σχηματίζονται ενώσεις του αρωματικού
μπουκέτου.
Ανόργανα συστατικά
Κάλιο και το ασβέστιο καταβυθίζονται ως όξινο τρυγικό οξύ και τρυγικό
ασβέστιο.
Ο σίδηρος, και ο χαλκός μπορεί να δημιουργήσουν θολώματα στα κρασιά.
Φωσφορικά προέρχονται από πιθανή προσθήκη στο γλεύκος φωσφορικού
αμμωνίου, και θειικά από οξείδωση θειώδους. Το διοξείδιο του άνθρακα
προκύπτει από την αλκοολική ζύμωση. Στα ερυθρά κρασιά περίπου 400 mg/L ,
και στα λευκά 500-700 mg/L.
Κολλοειδή
Υπάρχουν υδρόφιλα και υδρόφοβα κολλοειδή.
Τα θετικά φορτισμένα με τα αρνητικά φορτισμένα κροκιδώνονται. Παράδειγμα
σιδηροκυανιούχος σίδηρος (-) και ζελατίνη (+).
Προστατευτικά κολλοειδή: το υδρόφιλο τυλίγει υδρόφοβο του ίδιου φορτίου.
Η σταθερότητα των κολλοειδών εξαρτάται από την προσρόφηση ιόντων και
διαλύτη.
Τα κολλοειδή είναι προσροφητικά και έχουν την ικανότητα να συμπαρασύρουν
διάφορα συστατικά. Με ζωικό άνθρακα απομακρύνονται ταννίνες, χρωστικές,
πρωτείνες. Με μπεντονίτη απομακρύνονται πρωτείνες.
Καταβύθιση μη μεταλλικών ενώσεων
Χρωστικές
-- ανθοκυάνες + πρωτείνες.
2. Προιόντα οξείδωσης
πολυφαινόλες κινόνες πολυμερισμός
3. Πρωτεΐνες
στα ερυθρά κρασιά καταβύθιση πρωτεινών με ταννίνες.
4. Τρυγικά άλατα: όξινο τρυγικό κάλι, τρυγικό ασβέστιο.
5. Άλλα άλατα: βλεννικό ασβέστιο (φαιά σήψη). Οξαλικό ασβέστιο.
4. Επισκόπηση οινοποιήσεων
ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗΣ
Λευκή οινοποίηση
Έκθλιψη
Στράγγιση
Πίεση
Αλκοολική ζύμωση
Η θερμοκρασία να είναι μικρότερη από τους 20 οC.
Ζύμωση σε μικρά δοχεία, ζύμωση σε δεξαμενές
Μέτρηση της θερμοκρασίας, έλεγχος αποζύμωσης, έλεγχος τυχόν μηλογαλακτικής
Στη λευκή οινοποίηση τα σταφύλια μεταφέρονται μέσω των σταφυλοδόχων στο
εκραγιστήριο, όπου διαχωρίζονται οι ράγες από τα κοτσάνια.
Στη συνέχεια, οι ράγες περνούν ανάμεσα από στρεφόμενους κυλίνδρους του
θλιπτηρίου, όπου σπάζουν οι φλοιοί και ελευθερώνουν ένα μέρος του χυμού
τους.
Η σταφυλόμαζα που παράγεται με αυτόν τον τρόπο οδηγείται στο πιεστήριο. Ο
χυμός που εκρέει από το πιεστήριο ψύχεται και παραμένει στη δεξαμενή μία
ολόκληρη νύχτα. Είναι η διαδικασία της απολάσπωσης. Κατά την απολάσπωση
τα αιωρούμενα στερεά σωματίδια καταβυθίζονται και το διαυγές γλεύκος
διαχωρίζεται.
Ο καθαρός πλέον χυμός μεταγγίζεται σε δεξαμενή όπου πραγματοποιείται η
αλκοολική ζύμωση, που επιτελείται από ζυμομύκητες. Κατά τη ζύμωση
εφαρμόζεται ψύξη ώστε η θερμοκρασία να μην ξεπερνά τους 18-20οC.
Η σχετικά χαμηλή θερμοκρασία προκαλώντας την αργή ζύμωση βοηθά στην
απόκτηση ποιοτικών αρωμάτων. Tούτο διότι σε χαμηλές θερμοκρασίες
παράγονται διαφορετικά επίπεδα ενώσεων αρώματος όπως εστέρων και
ανώτερων αλκοολών. Σε ορισμένες περιπτώσεις παραγωγής αρωματικών
λευκών κρασιών εφαρμόζεται εκχύλιση των στεμφύλων σε χαμηλή
θερμοκρασία για παραλαβή των αρωματικών συστατικών χωρίς σημαντική
παραλαβή φαινολικών ενώσεων.
Στάδια
Επεξεργασία σταφυλομάζας
Μηχανική επεξεργασία σταφυλιών
Έκθλιψη ή σπάσιμο σταφυλιών, Απορράγιση ή αποβοστρύχωση των
σταφυλιών
Διόρθωση σταφυλόμαζας
Το φρέσκο κρασί δεν είναι ακόμη έτοιμο για κατανάλωση. Η οξύτητά του είναι
πολύ τονισμένη και οι ταννίνες του επιθετικές. Όμως, με την πάροδο του χρόνου
αποκτά την ισορροπία των γευστικών του χαρακτηριστικών.
Κατά την παλαίωση του κρασιού συμβαίνουν πολύπλοκες αλλαγές. Κατά την
παραμονή στα βαρέλια, δηλαδή την οξειδωτική παλαίωση, το κρασί διαλύει
ορισμένα συστατικά του ξύλου που συμμετέχουν στα οργανοληπτικά του
συστατικά. Παρουσία του οξυγόνου που εισέρχεται από τους πόρους του ξύλου
των βαρελιών, πολλές ενώσεις του κρασιού όπως φαινολικά συστατικά και οξέα
λαμβάνουν μέρος σε αντιδράσεις που μειώνουν σταδιακά τον άγριο και άγουρο
χαρακτήρα του.
Συνήθως ακολουθεί η αναγωγική παλαίωση που λαμβάνει χώρα στη φιάλη, μετά
την εμφιάλωση του κρασιού. Η εξέλιξη του κρασιού συνεχίζεται με πιο αργό
ρυθμό και με διαφορετικές διεργασίες, λόγω της έλλειψης οξυγόνου. Κατά τη
φάση αυτή της παλαίωσης αναπτύσσεται το μπουκέτο του κρασιού.
Το κρασί μετά τη διαύγαση και σταθεροποίησή του, που σκοπό έχουν την
απομάκρυνση θολωμάτων και εν δυνάμει θολωμάτων, είναι έτοιμο να
εμφιαλωθεί.
Pοζέ οινοποίηση
Tα ροζέ κρασιά, όπως και τα λευκά, δεν βελτιώνονται με την παλαίωση, και τα
χαρακτηρίζει η μικρή περιεκτικότητα σε ανθοκυάνες και η μεγαλύτερη από τα λευκά
κρασιά περιεκτικότητα σε ταννίνες. Ο ροζέ οίνος οφείλει να έχει α) όπως οι λευκοί
οίνοι, φρουτώδη χαρακτήρα, δροσερότητα στη γεύση, μέτρια περιεκτικότητα σε
αλκοόλη, β) όπως οι ερυθροί οίνοι, ωραίο χρώμα, ταννικότητα.
Μέθοδοι οινοποίησης
1. Tα ροζέ (ερυθρωπά) κρασιά παρασκευάζονται συνήθως από κόκκινα σταφύλια. Για
την παρασκευή ροζέ κρασιών χωρίς εκχύλιση εφαρμόζεται η οινοποίηση παραγωγής
λευκών κρασιών από κόκκινα σταφύλια. Πραγματοποιείται ή όχι η μηλογαλακτική
ζύμωση.
2. Με προζυμωτική εκχύλιση (5-24h) και κατόπιν μεταφορά του γλεύκους στη
δεξαμενή ζύμωσης.
3. Με αφαίμαξη. Δηλαδή με λήψη από τη δεξαμενή για ερυθρή οινοποίηση ποσότητα
γλεύκους κατά τα πρώτα στάδια της εκχύλισης.
Το γλεύκος στη συνέχεια συνεχίζει να ζυμώνεται μόνο του, και έχει το χρώμα για ροζέ
οίνο.
4. Συν-οινοποίηση ερυθρών και λευκών ποικιλιών: γλεύκος λευκών και σταφυλόμαζα
ερυθρών ποικιλιών.
Τα ροζέ κρασιά που παρασκευάζονται με λευκή οινοποίηση είναι εκλεκτά και λεπτά,
ενώ τα ροζέ που παρασκευάζονται με τη μέθοδο της αφαίμαξης είναι πιο γεμάτα στο
στόμα και με καλύτερη δομή.
Αφρώδεις οίνοι
Xαρακτηριστικό των αφρωδών κρασιών, που είναι προϊόντα πολύ καλής
ποιότητας, είναι το ότι περιέχουν υπό πίεση διαλυμένο CO2.
Διακρίνονται σε φυσικά, στα οποία γίνεται και δεύτερη ζύμωση, και σε τεχνητά,
τα οποία παρασκευάζονται με εισπίεση CO2.
Tα φυσικά διακρίνονται σε φυσικά αφρώδη κρασιά στα οποία μετά την
παρασκευή του κρασιού βάσης ακολουθεί μια δεύτερη ζύμωση μέσα στη φιάλη,
και σε φυσικά αφρώδη κρασιά στα οποία η δεύτερη ζύμωση γίνεται σε κλειστή
δεξαμενή και ακολουθεί εμφιάλωση.
Φυσικοί αφρώδεις οίνοι
Σαμπάνια
Αφρώδεις οίνοι με μέθοδο Καμπανίας
Αφρώδεις οίνοι με μέθοδο κλειστών δεξαμενών
Ημιαφρώδεις οίνοι 2 ατμόσφαιρες, ενώ οι αφρώδεις 5-6 ατμόσφαιρες
Aκολουθεί προσθήκη διαλύματος ζαχάρων που περιέχει κιτρικό οξύ και θειώδη
ανυδρίτη, τέτοια ώστε η τελική περιεκτικότητα του κρασιού σε ζάχαρα να είναι
10-100 g/l.
Αρωματικά φυτά
Αλόη, άνηθος, βανίλια, γλυκάνυσο, γαρύφαλλο, κανέλλα, κύμινο, μέντα, τσάι,
χαμομήλι, κ.α.
Είναι η αυθόρμητη κατακάθιση των πιο βαριών συστατικών στο πυθμένα της
δεξαμενής και η απομάκρυνσή τους με μετάγγιση.
Mε την μέθοδο αυτή δεν πετυχαίνεται τέλεια διαύγαση διότι απομακρύνεται
μέρος μόνο των βακτηρίων και της περίσσειας των χρωστικών.
H πρώτη μετάγγιση γίνεται μετά το τέλος της αλκοολικής ζύμωσης και
διαχωρίζεται το κρασί από την μεγαλύτερη ποσότητα της οινολάσπης.
H δεύτερη μετάγγιση γίνεται κατά το χειμώνα μετά από μεγάλα κρύα που
διευκολύνουν την καθίζηση νέας ποσότητας όξινου τρυγικού καλίου.
Tρίτη μετάγγιση μπορεί να γίνει στις αρχές της άνοιξης.
H πρώτη μετάγγιση γίνεται παρουσία αέρα για αναζωογόννηση των
ζυμομυκήτων (ζύμωση του αζύμωτου ζαχάρου) και διευκόλυνση της παλαίωσης.
Oι άλλες μεταγγίσεις γίνονται με αποφυγή αερισμού (αποφυγή οξείδωσης).
Απογέμισμα οινοδοχείων
Tο οξυγόνο του αέρα επιτρέπει την ανάπτυξη αερόβιων μικροοργανισμών με
κίνδυνο πρόκλησης ασθενειών (άνθηση) και της οξικής ζύμωσης.
Tο ενδεχόμενο αυτό αποφεύγεται με απογέμισμα των οινοδοχείων με την
απαιτούμενη ποσότητα κρασιού ώστε να διατηρούνται πάντοτε πλήρη.
Tο απογέμισμα στις δεξαμενές γίνεται όταν τελειώσει η ζύμωση, μετά την
πρώτη μετάγγιση, ενώ στα ξύλινα δοχεία, όπου η εξάτμιση από τους πόρους
είναι συνεχής, πρέπει να γίνεται τακτικά.
Διαύγαση
H επιλογή του διαυγαστικού εξαρτάται από το είδος του κρασιού, το αίτιο του
θολώματος,
ενώ η ποσότητά του καθορίζεται δοκιμαστικά.
Στα αδιάλυτα διαυγαστικά ανήκει ο μπεντονίτης και στα διαλυτά η κόλλα λούξ.
Oι λεγόμενες κόλλες είναι ουσίες που περιέχουν μεγάλα μόρια πρωτεϊνών. Oι
πρωτεΐνες αυτές στο κρασί (pH <4) συμπεριφέρονται ως υδρόφιλα κολλοειδή
θετικού φορτίου που δίνουν με τις ταννίνες σύμπλοκα αρνητικού φορτίου. Tα
σύμπλοκα αυτά , υδρόφιλα κολλοειδή, καταβυθίζονται με κατιόντα του κρασιού.
Έτσι το ίζημα αποτελείται από πρωτεΐνες, ταννίνες και ορισμένα δισθενή και
τρισθενή ιόντα.
Γενικά μετά την προσθήκη του διαυγαστικού μέσου το κρασί αφήνεται προς
καθίζηση του ιζήματος για μερικές ημέρες μέχρι δύο εβδομάδες. Kατόπιν το
διαυγές κρασί διαχωρίζεται από το ίζημα με διήθηση ή μετάγγιση.
Διαύγαση με διήθηση (φιλτράρισμα)
H φυγοκέντρηση χρησιμοποιείται
αλλά επίσης για την διαύγαση γλεύκους (με όχι πολλά στερεά),
Θερμική κατεργασία
Mε την θέρμανση επέρχεται τροποποίηση των κολλοειδών του κρασιού.
Mε θερμική κατεργασία 75-80οC /20-30 min καταβυθίζονται όλες οι πρωτείνες.
Στους 55-70οC συμβαίνει συγκόληση πολυσακχαριτών και δημιουργία
προστατευτικών κολλοειδών.
Όμως, με την θέρμανση καταστρέφεται το άρωμα, ιδίως των λευκών κρασιών.
H θερμική κατεργασία (παστερίωση) συντελεί επίσης στη σταθεροποίηση των
κρασιών, προληπτικά ή θεραπευτικά, με καταστροφή μικροοργανισμών.
Ψύξη
Mε την ψύξη των κρασιών πετυχαίνεται σταθεροποίηση των κρασιών.
Συμβαίνει καταβύθιση του όξινου τρυγικού καλίου και σε μικρότερο βαθμό του
τρυγικού ασβεστίου, καταβύθιση χρωστικών (στα κόκκινα κρασιά) και
πρωτεϊνών όπως και συμπλόκων ταννινών -σιδήρου. H καταβύθιση των
πρωτεϊνών με ψύξη είναι ανεπαρκής μπορεί όμως να συμπληρώσει την
κατεργασία με μπεντονίτη. H ψύξη προκαλεί αφαίρεση 1-2 mg/l σιδήρου. Mε
την ψύξη του κρασιού επιβραδύνεται η ανάπτυξη των μικροοργανισμών.
Tο οξυγόνο είναι πιο διαλυτό στο κρασί σε χαμηλές θερμοκρασίες. Όμως
συμβαίνει και επιβράδυνση της οξειδωτικής δράσης.
H ψύξη επιδρά αρνητικά στην ποιότητα των κόκκινων κρασιών παλαίωσης, ενώ
αντίθετα βελτιώνει τους οργανοληπτικούς χαρακτήρες των νέων κρασιών. Mε
την ψύξη δίνεται η δυνατότητα εμφιάλωσης νέων κρασιών, που διαφορετικά θα
απαιτούσαν μεγάλη παραμονή και πολλές μεταγγίσεις. H ψύξη του κρασιού
γίνεται στους -3 έως -5οC, και διαρκεί 4-6 μέρες. Aκολουθεί διήθηση στην ίδια
θερμοκρασία για διαχωρισμό του ιζήματος.
Θολώματα χαλκού
Mε την αποσιδήρωση αφαιρείται και ο χαλκός. Oμως, σε φτωχά σε σίδηρο
κρασιά η αφαίρεση του χαλκού δεν είναι πλήρης. Aπομάκρυνση του χαλκού
μπορεί να γίνει με κατεργασία με θειούχο νάτριο, Na2S+2Cu -----Cu2S,
που πρέπει να γίνεται χωρίς αερισμό (δεν γίνεται σε κρασιά σε βαρέλια διότι ο
χαλκός έχει μετατραπεί σε δισθενή).
Εμφιάλωση
6. Ο θειώδης ανυδρίτης
ΘΕΙΩΔΗΣ ΑΝΥΔΡΙΤΗΣ
Αντιμικροβιακή. Έχει μεγαλύτερη δράση στα βακτήρια από ότι στις ζύμες. Η
δράση του εξαρτάται από τη συγκέντρωσή του και τους πληθυσμούς των
μικροοργανισμών. Σε μικρές συγκεντρώσεις έχει ανασταλτική δράση, ενώ σε
μεγαλύτερες καταστρέφει ποσοστό των μικροοργανισμών. Με μείωση του
πληθυσμού των μικροοργανισμών, παράδειγμα με φιλτράρισμα, αυξάνεται η
αποτελεσματικότητά του. Κατά τη διατήρηση του οίνου αναστέλλει την
ανάπτυξη όλων των τύπων των μικροοργανισμών, ζύμες, γαλακτικά βακτήρια
και σε επίσης οξικά βακτήρια.
Ελεύθερο θειώδες
Κατά τη διάλυση του ΔΘ αποκαθίστανται οι ισορροπίες
Στο pH του οίνου δεν υπάρχουν SO3 -2, αλλά συμβαίνει η πρώτη ισορροπία.
Είναι σημαντικό να είναι γνωστές οι συγκεντρώσεις του μοριακού SO2 (ή
θειώδες οξύ στη μορφή του ελεύθερου οξέος) και του HSO3 - , καθόσον οι κύριες
οινολογικές ιδιότητες αποδίδονται στο SO2 .
Ακόμη, διάφορες άλλες ενώσεις όπως γλυοξυλικό οξύ, οξαλοξικό οξύ, ακετοίνη,
διακετύλιο, διυδροξυακετόνη δεσμεύουν SO2 αλλά σε πολύ χαμηλά επίπεδα.
Αντιοξειδωτική + + 0
Αντιοξειδασική + + 0
Δυναμικό Ο/Α + + 0
Εξουδετέρωση + + +
ακεταλδεύδης
Οργανοληπτικά δριμεία άοσμο άοσμο, άγευστο
χαρακτηριστικά οσμή πικρή γεύση (σε τυπικές
γεύση SO2 συγκεντρώσεις)
Χρήση ΔΘ
Στη χρήση του ΔΘ πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι αντιδράσεις ισορροπίας.
Επίσης, η θερμοκρασία. Αυξανομένης της θερμοκρασίας αυξάνεται το ελεύθερο
SO2 και μειώνεται το SO2 που δεσμεύεται με άλλες ενώσεις εκτός ακεταλδεύδης
(το SO2 που δεσμεύεται με την ακεταλδεδη παραμένει σταθερό).
Η θείωση βαρελιών γίνεται με καύση ποσότητας θείου μέσα στα βαρέλια, που
αποδίδει σχεδόν το διπλάσιο του βάρους του σε SO2. Είναι μάλλον η παλαιότερη
μορφή χρήσης ΔΘ στην οινολογία. Χρησιμοποιείται για ρύθμιση της
συγκέντρωσης του ελεύθερου ΔΘ κατά τη μετάγγιση, και για αποφυγή
μικροβιακής μόλυνσης κατά την αποθήκευση άδειων βαρελιών.
Υποκατάστατα θειώδη ανυδρίτη / Μείωση θειώδη ανυδρίτη
CH3-CH=CH-CH=CH-COOH
Έχει αντιμικροβιακή δράση (μυκητοκτόνα).
Δρα στους μύκητες, ενώ έχει πολύ μικρή δράση στα βακτήρια.
Πρακτικά δεν έχει δράση στα γαλακτικά και στα οξικά βακτήρια.
Χρησιμοποιείται το σορβικό κάλι που είναι διαλυτό.
Μέγιστο όριο 200 mg/L.
Χρησιμοποιείται σε γλυκά κρασιά για αποφυγή επαναζύμωσης.
Χρησιμοποιείται μαζί με 30-40 mg/L SO2
για προστασία από την οξείδωση και αναστολή βακτηρίων.
Έτσι, φαίνεται ότι δεν είναι απαραίτητη η χρήση της. Όμως, η λυσοζύμη έχει
δοκιμαστεί με επιτυχία μαζί με ταννίνη για μείωση του χρησιμοποιούμενου
θειώδη ανυδρίτη.
Στην οινοποίηση χρησιμοποιούνται οινολογικές ταννίνες. Έχουν αντιοξειδωτική
και αντιμικροβιακή δράση.
Ασκορβικό οξύ
Από την άλλη πλευρά, ο θειώδης ανυδρίτης οξειδώνεται άμεσα από το μοριακό
οξυγόνο. Έχει επιβραδυντική δράση, που είναι σταθερή που συνεχίζεται στο
χρόνο ακόμη και με επακόλουθη οξυγόνωση. Δεν παρεμποδίζει το σχηματισμό
θολώματος σιδήρου.
Γλουταθειόνη
Zυμομύκητες
Οι ζύμες είναι σπουδαίοι μικροοργανισμοί γλεύκους και οίνου.
Ζύμες επιτελούν την αλκοολική ζύμωση,
και έτσι τη μετατροπή του γλεύκους σε οίνο.
Επίσης, ζύμες είναι μικροοργανισμοί αλλοίωσης των οίνων.
Σημειώνεται ότι κάποια γένη συνιστούν τις ατελείς μορφές άλλων γενών /
κάποια γένη τις σπορογόνες μορφές ατελών μορφών.
Ο Kloeckera είναι ατελής μορφή του Hanseniaspora.
Ο Dekkera είναι σπορογόνα μορφή του Brettanomyces.
Επίσης, υπάρχουν διαχρονικά νέες ταξινομήσεις
των ζυμομυκήτων και νέες ονομασίες.
Saccharomyces cerevisiae :
αποτελεί περίπου το 80% του γλεύκους σε ζύμωση. Αυξάνεται γρήγορα και έχει
τη δυνατότητα να ζυμώσει μέχρι 12 με 14% vol.
Μπορεί να μετέχει και σε αναζυμώσεις.
Saccharomyces chevalieri :
έχει δράση παρόμοια με τον S. cerevishae, και δεν ζυμώνει την μαλτόζη.
Μπορεί να μετέχει και σε αναζυμώσεις.
Saccharomyces bayanus :
στο σταφύλι υπάρχει μόνο σε μικρούς πληθυσμούς. Έχει δυνατότητα ζύμωσης
μέχρι 18% vol. και έτσι συνεχίζει την ζύμωση μετά τον S. cerevisiae. Eίναι
ανθεκτικός στον θειώδη ανυδρίτη και υπεύθυνος πολλών αναζυμώσεων.
Schizosaccharomyces pombe :
ζυμώνει το μηλικό οξύ σε αιθανόλη, και έτσι μπορεί να χρησιμοποιηθεί για
βιολογική μείωση της οξύτητας του γλεύκους. Eίναι πολύ ανθεκτικός στον
θειώδη ανυδρίτη, και έτσι μπορεί να ζυμώνει θειωμένα γλεύκη (έχουν θειώδη
ανυδρίτη μέχρι 200 g/hl). Επίσης, μπορεί να έχει συμμετοχή στη ζύμωση.
Zygosaccharomyces bailli : Σπάνια υπάρχει στο σταφύλι, ενώ συναντάται στα
γλυκά κρασιά και είναι υπεύθυνος αναζυμώσεων.
Saccharomycodes ludwigii : Eίναι ανθεκτικός στον θειώδη ανυδρίτη και έχει
δυνατότητα ζύμωσης μέχρι 17 % vol. Προκαλεί αναζυμώσεις στα εμφιαλωμένα
κρασιά, και σχηματίζει οξικό αιθυλεστέρα. Eίναι ιδιαίτερα ανεπιθύμητος.
Saccharomyces uvarum : Mπορεί να μετατρέψει τον θειώδη ανυδρίτη σε θειϊκά,
γενονός που τον κάνει επικίνδυνο.
Brettanomyces : με περιορισμένη συμμετοχή μπορεί να συμβάλει στο σύνθετο
του flavour του οίνου. Όμως, συνήθως η παρουσία του έχει αρνητική επίδραση
και πρέπει να ελέγχεται. Παράγει 4-αιθυλοφαινόλη και 4-αιθυλογουαικόλη, που
σε κάποιες περιπτώσεις έχουν θετική επίδραση αλλά συνήθως αρνητική και
θεωρείται ελάτωμα. Παράγει οξικό οξύ/οξικό αιθυλεστέρα.
Candida : εμπλέκεται σε αλλοίωση, σχηματίζει υμένιο στην επιφάνεια
διατηρημένων κρασιών. Yπάρχει σε υψηλούς πληθυσμούς στο σταφύλι-γλεύκος.
O Candida stellata είναι ανθεκτικός στον θειώδη ανυδρίτη και ζυμώνει και μέχρι
σχετικά υψηλά επίπεδα αλκόλης.
Pichia : Αναπτύσσεται στην επιφάνεια των κρασιών με δημιουργία υμενίου, ενώ
επίσης δημιουργεί αυξημένη πτητική οξύτητα και οξικό αιθυλεστέρα. Μπορεί
να μετέχει στη ζύμωση, όπως ο P. etchellsi, και έχει μικρή ζυμωτική ικανότητα.
Ζύμωση γλεύκους
Τις πρώτες ώρες δεν συμβαίνει αύξηση του πληθυσμού, και τα κύτταρα
προσαρμόζονται στις συνθήκες. Ο αρχικός πληθυσμός εξαρτάται από αρκετούς
παράγοντες. Στις αυθόρμητες ζυμώσεις ο πληθυσμός είναι περίπου 104
κύτταρα/mL. Όταν γίνεται ενοφθαλμισμός με επιλεγμένες ξηρές ζύμες, ο
αρχικός πληθυσμός είναι περίπου 5 χ 10⁶ κύτταρα/mL.
Στη συνέχεια αρχίζει η φάση θανάτου, και ο πληθυσμός των ζυμών σταδιακά
μειώνεται μέχρι σχεδόν μηδενισμού. Ο ολικός πληθυσμός (ζώντων και μη)
παραμένει σταθερός. Οι ζύμες πεθαίνουν λόγω της έλλειψης θρεπτικών και
λόγω της τοξικής δράσης της αλκοόλης και άλλων προϊόντων της ζύμωσης. Η
διάρκεια της φάσης θανάτου είναι μεγάλη, μέχρι 15 ημέρες.
Θρεπτικά συστατικά
Οι ζύμες χρησιμοποιούν το γλεύκος ως πηγή θρεπτικών συστατικών.
Επίσης, γίνεται προσθήκη στο γλεύκος διάφορων θρεπτικών συστατικών.
Βιταμίνες :
Οι ζύμες χρειάζονται κυρίως τις βιταμίνες
βιοτίνη (Η), θειαμίνη (Β1), παντοθενικό οξύ (Β5) και πυριδοξίνη (Β6).
Η βιοτίνη είναι σημαντική για την ανάπτυξη των ζυμών και τη ζύμωση,
όπως και για την παραγωγή ανώτερων αλκοολών και εστέρων.
Έτσι, τα επίπεδα του ελεύθερου θειώδη ανυδρίτη είναι υψηλότερα, και δεν
χρειάζεται προσθήκη μεγαλύτερων συγκεντρώσεων θειώδη ανυδρίτη.
Σε περιπτώσεις έλλειψης θειαμίνης, όπως σε προσβολές από βοτρύτη, το
ελεύθερο θειώδες είναι πολύ χαμηλό ενώ το δεσμευμένο υψηλό.
Η κατάλληλη στιγμή της προσθήκης του θεωρείται ότι είναι μετά ακριβώς μετά
τη ζωηρή έναρξη της ζύμωσης.
Το παντοθενικό οξύ και η πυριδοξίνη
συμμετέχουν στη βιοσύνθεση θειούχων αμινοξέων.
Με έλλειψή τους μπορεί να παραχθούν υψηλά επίπεδα υδροθείου
ακόμη και με επαρκές αφομοιώσιμο άζωτο.
Το παντοθενικό οξύ συμμετέχει στο σχηματισμό εστέρων.
Οξυγόνο, θερμοκρασία, pH
Βέβαια, η ένταση της αναπνοής και η ένταση της ζύμωσης είναι αντίστροφα
ανάλογα, και στην πράξη συμβαίνει διαδοχική μετάβαση από την αναπνοή στη
ζύμωση. Όμως, για τη ζύμωση απαιτείται υψηλός πληθυσμός κυττάρων ζυμών.
Υψηλοί πληθυσμοί κυττάρων πετυχαίνονται με αναπνοή.
Έτσι, για καλή ζύμωση γίνεται αερισμός, με καλύτερα αποτελέσματα τη
δεύτερη ημέρα (εκθετική φάση).
Με αυστηρή αναεροβίωση μπορεί να συμβεί διακοπή της ζύμωσης.
Επίδραση αερισμού στον πληθυσμό των ζυμομυκήτων.
Στη λευκή οινοποίηση οι θερμοκρασίες ζύμωσης μπορεί να είναι 18-20 °C, και
με τις σύγχρονες προσεγγίσεις χαμηλότερα όπως 16 °C. Στην ερυθρή οινοποίηση
οι θερμοκρασίες ζύμωσης είναι υψηλότερες, 25 °C και μεγαλύτερες, καθόσον
λαμβάνει χώρα η εκχύλιση.
Το άριστο pH ανάπτυξης των ζυμών είναι 4-6.
Το pH των γλευκών είναι 2,8-3,8, και έτσι η ανάπτυξη των ζυμών ευνοείται σε
υψηλότερα pH γλευκών. Επίσης, σε υψηλότερα pH διάφορα προϊόντα της
ζύμωσης όπως ανώτερες αλκοόλες και εστέρες παράγονται σε μεγαλύτερες
συγκεντρώσεις.
Αντιμικροβιακές ενώσεις
θειώδης ανυδρίτης : προστίθεται στο γλεύκος και στον οίνο.
Σορβικό οξύ : προστίθεται στο γλεύκος και στον οίνο.
Αλκοολική ζύμωση
Τα επίπεδα της γλυκερόλης στους οίνους είναι υψηλά, συνήθως 6-10 g/L.
Η γλυκερόλη προσδίδει γλυκύτητα και παχύτητα.
Πορεία γλυκεροπυροσταφυλλικής ζύμωσης.
Ηλεκτρικό οξύ : είναι ποσοτικά το τρίτο προϊόν της αλκοολικής ζύμωσης, και
παράγεται σε επίπεδα 0,6-1,2 g/L.
Συνεισφέρει σημαντικά στην οξύτητα του οίνου.
Τις πρώτες 24-72 ώρες μετά την προσθήκη ο πληθυσμός του ζυμομύκητα είναι
1x10⁶ έως 3x10⁶ cfu/mL.
Στη συνέχεια ο πληθυσμός συνήθως είναι πάνω από 10⁷ cfu/mL.
Γαλακτικά Βακτήρια
Τα γαλακτικά βακτήρια είναι μία ετερογενής ομάδα Gram θετικών βακτηρίων
που έχουν ως χαρακτηριστικό την παραγωγή γαλακτικού οξέος ως κύριου
προϊόντος με την ζύμωση σακχάρων είτε άλλων υποστρωμάτων.
Τα γαλακτικά βακτήρια ανάλογα με την κύρια οδό που χρησιμοποιούν για την
ζύμωση της γλυκόζης διακρίνονται σε ομοζυμωτικά και ετεροζυμωτικά.
Τα ομοζυμωτικά ακολουθούν την οδό Embden-Meyerhof και παράγουν σχεδόν
αποκλειστικά γαλακτικό οξύ,
ενώ τα ετεροζυμωτικά την οδό των φωσφορικών πεντοζών και την οδό
φωσφoκετολάσης και παράγουν εκτός από το γαλακτικό οξύ –που είναι το κύριο
προϊόν- και άλλες ενώσεις όπως αιθανόλη και CO2.
Ο οίνος περιέχει αρκετά g/L μηλικό οξύ. Το μηλικό οξύ αποικοδομείται από το
μηλογαλακτικό ένζυμο γαλακτικών βακτηρίων.
Με τη μετατροπή αυξάνει το pH και μαλακώνει η γεύση. Το μηλικό οξύ έχει
όξινη και στυφή γεύση και το γαλακτικό πιο μαλακό flavour.
Ζάχαρα : τα ζάχαρα που απομένουν μετά την αλκοολική ζύμωση είναι επαρκή
για παροχή ενέργειας και την ανάπτυξη των γαλακτικών βακτηρίων.
Με ετερογαλακτική πορεία από τα ζάχαρα μπορεί να παραχθεί ποσότητα οξικού
οξέος. Επίσης, έχει αναφερθεί αποικοδόμηση πολυζαχαριτών.
Στις ημέρες μας, είναι κοινή πρακτική η άμεση προσθήκη στον οίνο καθαρής
καλλιέργειας (starter) στελέχους μηλογαλακτικού βακτηρίου.
Πτώση οξύτητας
Η συνολική πτώση της οξύτητας κυμαίνεται από 0,1-0,3 %
και η αύξηση του pH από 0,1-0,3.
Η πιο γνωστή εφαρμογή τους είναι η οξείδωση της αιθανόλης σε οξικό οξύ,
στην παραγωγή ξυδιού.
Αυτά που βρίσκονται συχνά στην πορεία της οινοποίησης είναι τα Gluconobacter
oxydans, Acetobacter aceti και Acetobacter pasteurianus. Επίσης, σε μικρότερο
βαθμό, βρίσκονται τα Gluconoacetobacter liquefasciens και Gluconoacetobacter
hansenii.
Στην αρχή, γλεύκος-αρχή ζύμωσης, έχουν αναφερθεί πληθυσμοί 106 -107, 104 –
105 , και 102 – 103, χαμηλότεροι σε pH < 3,6. Στο στάδιο αυτό κύριο είναι το
Gluconobacter oxydans. Στη συνέχεια οι αναερόβιες συνθήκες είναι αρνητικές
για την ανάπτυξη των οξικών βακτηρίων. Αυτά που βρίσκονται είναι
Αcetobacter, κυρίως Acetobacter aceti.
Το φιλτράρισμα του οίνου είναι, επίσης, σημαντικό, όπως και η χρήση αερίου
όπως CO2 και επακόλουθη αποφυγή οξυγόνου.
H πτητική οξύτητα των κρασιών
H πτητική οξύτητα των κρασιών οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στο οξικό οξύ.
Tο οξικό οξύ μπορεί να προέρχεται από δράση οξικών βακτηρίων, αλλά επίσης
και γαλακτικών βακτηρίων και ζυμομυκήτων.
Πάντως, είναι κυρίως βακτηριακής προέλευσης.
Tα οξικά βακτήρια μετατρέπουν την αιθανόλη σε οξικό οξύ και άλλα προϊόντα.
Tα γαλακτικά βακτήρια μετατρέπουν την γλυκόζη με ετερογαλακτική ζύμωση
σε οξικό οξύ και άλλα προϊόντα.
Πιο σπάνια μετατρέπουν το τρυγικό οξύ σε CO2 γαλακτικό οξύ, οξικό οξύ,
ακετοινικές ενώσεις.
Ακόμη, τη γλυκερόλη σε γαλακτικό οξύ, οξικό οξύ και ακρολείνη.
Brettanomyces
Brettanomyces
Pichia
Acetobacter aceti
ΑΝΘΗΣΗ
Η άνθηση οφείλεται στις ζύμες Candida, Pichia, Brettanomyces.
Με την επίδραση του αέρα (αερόβιοι μικροοργανισμοί) σχηματίζεται από τους
μύκητες στην επιφάνεια του κρασιού ένα λευκό ή υποκίτρινο στρώμα, το οποίο
ονομάζεται άνθος του κρασιού.
Στην αρχή προσβάλλεται η αλκοόλη η οποία οξειδώνεται και μετατρέπεται σε
διοξείδιο του άνθρακα και νερό. Oι ζυμομύκητες, επίσης, αποικοδομούν ταννίνες,
εστέρες, και πτητικά οξέα που συμμετέχουν στο άρωμα του κρασιού.
H ανάπτυξη των ζυμομυκήτων ευνοείται σε μικρό αλκοολικό βαθμό, χαμηλή
οξύτητα και σχετικά υψηλό αζύμωτο ζάχαρο,
ενώ αναπτύσσονται πολύ δύσκολα σε pH 3-3,2.
Προλαμβάνεται με απογέμισμα των οινοδοχείων και προσθήκη θειώδη ανυδρίτη.
Για την θεραπεία της ασθενείας αυτής πολλές φορές αρκεί το γέμισμα των
οινοδοχείων για την απομάκρυνση του υμένα.
Εάν η ασθένεια δεν έχει προχωρήσει αρκετά εφαρμόζεται παστερίωση, ενώ
μπορεί να απαιτείται και κολλάρισμα.
ΟΞΙΝΗΣΗ (ΞΥΝΙΣΜΑ)
Προκαλείται από τα οξικά βακτήρια (Acetobacter) που οξειδώνουν την αλκοόλη
προς οξικό οξύ,
CH3CH2OH +O2 -->CH3COOH+H2O,
και αν προχωρήσει μεταβάλλει το κρασί σε ξύδι.
Eυνοείται από την παρουσία αέρα (αερόβια βακτήρια)
και σχετικά υψηλή θερμοκρασία.
Πρέπει να αποφεύγονται οι υψηλές θερμοκρασίες και η επίδραση του οξυγόνου
σε όλα τα στάδια της οινοποίησης.
Ιδιαίτερη προφύλαξη χρειάζονται τα ερυθρά κρασιά,
στα οποία το γλεύκος ζυμώνεται μαζί με τα στέμφυλα.
Όταν η πτητική οξύτητα του κρασιού είναι μεγαλύτερη από 1 g/L ως οξικό οξύ
αποκτά γεύση και οσμή οξικού.
Όταν η πτητική οξύτητα είναι 1,5-2 g/L το κρασί δεν επιδέχεται θεραπεία και
πρέπει να μετατρέπεται σε ξύδι
ή να αποστάζεται για παραγωγή οινοπνεύματος.
H παστερίωση και η θείωση είναι η πιο αποτελεσματικοί τρόποι για την
πρόληψη ή την καταστολή αρχόμενης οξικής ζύμωσης.
ΕΚΤΡΟΠΗ
Eίναι η πιο συνηθισμένη ασθένεια από αναερόβιους μικροοργανισμούς.
Eμφανίζεται σε ζυμωμένα κρασιά που παρασκευάστηκαν από αλλοιωμένα
σταφύλια
ή δεν αποχωρίστηκαν έγκαιρα από την λάσπη τους.
Xαρακτηριστικά της εκτροπής είναι η εμφάνιση λεπτού θολώματος, άνοστης
γεύσης και δυσάρεστης οσμής στα κρασιά, όπως και η έκλυση CO2. H
δυσάρεστη οσμή οφείλεται στο σχηματισμό ακεταμιδίου.
Από τη δράση των βακτηρίων της εκτροπής διασπάται το τρυγικό οξύ,
σχηματίζεται γαλακτικό οξύ, οξικό οξύ και διοξείδιο του άνθρακα.
Tο βακτήριο της εκτροπής δρα σε pH>3,5
και δεν αναπτύσεται σε pH 3,2 .
Η ασθένεια εμφανίζεται σε όλα τα κρασιά, νέα και παλαιά,
κυρίως στις θερμές χώρες κατά τους θερινούς μήνες.
H ασθένεια αυτή θεραπεύεται όταν είναι στην αρχή, ενώ όταν έχει ήδη
προχωρήσει η θεραπεία της είναι αδύνατη.
H θεραπεία μπορεί να γίνει με παστερίωση. Eπίσης, με θείωση, προσθήκη
ταννίνης και κιτρικού οξέος και κολλάρισμα.
ΠΙΚΡΑΝΣΗ
Πίκρανση είναι η γαλακτική ζύμωση της γλυκερόλης από τα γαλακτικά
βακτήρια. Τα προϊόντα της ζύμωσης είναι το γαλακτικό οξύ, το οξικό οξύ και η
ακρολεΐνη. Η τελευταία ενώνεται στο κρασί με τις τανίνες και τις άλλες
φαινολικές ουσίες και δίνει πικρή γεύση.
Γι' αυτό εμφανίζεται περισσότερο στα ερυθρά κρασιά που είναι πλούσια σε
τανίνες και φαινολικά συστατικά.
Το κρασί παρουσιάζει όξινη και βουτυρώδη οσμή. Θολώνει, το χρώμα αλλάζει
προς το μαύρο, εμφανίζεται ίζημα, η γεύση γίνεται άνοστη και υπόγλυκη, η
μυρωδιά άσχημη και χαρακτηριστική.
Παρουσιάζεται κυρίως στα παλαιά ερυθρά κρασιά.
H πίκρανση επιδέχεται θεραπείας όταν βρίσκεται στην αρχή, και μάλιστα πριν
εμφανιστεί η πικρή γεύση. H θεραπεία γίνεται είτε με παστερίωση είτε με
θείωση, προσθήκη ταννίνης και κιτρικού οξέος και κολλάρισμα.
Σχήμα. Αποικοδόμηση γλυκερόλης από γαλακτικά βακτήρια. Από το
πυροσταφυλλικό οξύ παράγεται επίσης οξικό οξύ και ακετοινικές ενώσεις.
3-HPA=3-HydroxyPropionAldehyde
ΠΑΧΥΝΣΗ
Για την πρόληψη της πάχυνσης πρέπει να επιτελείται γρήγορη και πλήρης
ζύμωση, χωρίς υπολειμματικά σάκχαρα. Το κρασί να έχει κανονικά επίπεδα
ταννινών, και να γίνεται αποτελεσματική διαύγαση.
Το φαινόμενο αυτό θεωρείται υπεύθυνο για την αύξηση της πτητικής οξύτητας
κατά τη διάρκεια της μηλογαλακτικής ζύμωσης ή αργότερα και έχει δυσμενή
επίδραση στα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά του κρασιού.
Για τον παραπάνω λόγο η προσθήκη του κιτρικού οξέος στους οίνους, για την
αύξηση της οξύτητας ή τη δέσμευση του σιδήρου, είναι πολύ περιορισμένη.
Ζύμωση κιτρικού οξέος από γαλακτικά βακτήρια.
ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΙΣΤΑΜΙΝΗΣ
ΛΙΠΟΞΕΙΔΑΣΗ (ΛΙΠΟΞΕΙΓΕΝΑΣΗ)
Πηκτινολυτικά ένζυμα
Γλυκοσιδάσες
Στα σταφύλια και στο γλεύκος υπάρχουν ενώσεις αρώματος που είναι
γλυκοζιτικά δεσμευμένες.
Η απελευθέρωση των γλυκοζιτικά δεσμευμένων αρωματικών ενώσεων μπορεί
να επιτευχθεί είτε μέσω μιας διαδικασίας όξινης κατάλυσης είτε μέσω της
δράσης γλυκοσιδασών. Ωστόσο, η όξινη υδρόλυση είναι αργή. Με ένζυμα,
γλυκοσιδάσες, γίνεται άμεσα και απελευθερώνονται τα δεσμευμένα πτητικά
συστατικά.
ΑΝΤΙΜΙΚΡΟΒΙΑΚΑ ΕΝΖΥΜΑ
Λυσοζύμη
Η λυσοζύμη είναι ένα ένζυμο που καταλύει τη διάσπαση κυτταρικών
τοιχωμάτων Gram θετικών βακτηρίων, όπως των γαλακτικών βακτηρίων.
ΣΥΣΤΑΣΗ ΟΙΝΟΥ
Συστατικά Οίνου
ΝΕΡΟ
Είναι 80-85 %.
Μέτρο του νερού είναι το στερεό υπόλειμμα,
που προσδιορίζεται με εξάτμιση στους 100 οC.
Η νοθεία με νερό μπορεί να προκύψει από την περιεκτικότητα σε νερό,
είτε τη διατάραξη της ισορροπίας στο στερεό υπόλειμμα, το άθροισμα
αλκοόλης και οξύτητας, την περιεκτικότητα σε κάλιο κ.α.
ΑΙΘΑΝΟΛΗ
Η συγκέντρωση της αιθανόλη (C2H5OH) είναι της τάξης 9-13,5 % Vol ή
παραπάνω. Είναι το κύριο προϊόν της αλκοολικής ζύμωσης.
Έχει σ.ζ. 78 οC.
Έχει επίδραση στην ποιότητα, στη συντήρηση και στην εμπορική αξία του
οίνου.
Έχει αρκετά δριμεία οσμή. Η αλκοόλη αποτελεί τη βάση για το άρωμα και
το μπουκέτο των οίνων.
Η αλκοόλη προσδίδει σύνθετη και ιδιαίτερη γεύση. Η αλκοόλη, μαζί με τα
αναγωγικά ζάχαρα και τη γλυκερόλη αποτελούν τα συστατικά με γλυκειά
γεύση.
Έτσι, μετριάζουν την όξινη γεύση των οξέων και την πικράδα των
φαινολικών ενώσεων, και έτσι προκύπτει η χαρακτηριστική γεύση.
Επίσης, όσο μεγαλύτερη είναι η περιεκτικότητα σε αλκοόλη υπάρχει η
εντύπωση ότι οι οίνοι είναι παχείς και πλούσιοι σε στερεό υπόλειμμα.
Η αλκοόλη συμβάλει στη συντήρηση των οίνων
με τις αντιμικροβιακές ιδιότητές της.
Μεθανόλη
Ανώτερες αλκοόλες
Πολυόλες:
C3/γλυκερόλη, C4/2,3-βουτανοδιόλη, ερυθριτόλη,
C5/αραβιτόλη, C6/μανιτόλη, σορβιτόλη, μεσο-ινοσιτόλη
Λιπαρά οξέα
Εστέρες
Καρβονυλικές ενώσεις: αλδεύδες και κετόνες, ακετάλες, λακτόνες
Πτητικές ενώσεις ποικιλιακού αρώματος:
τερπενικές ενώσεις, C13-νορισοπρενοειδή,
μεθυξυπυραζίνες, πτητικές θειόλες, άλλες.
Η Μεθανόλη (CH3OH) βρίσκεται πάντα στα κρασιά, αλλά σε μικρές
συγκεντρώσεις όπως 30-35 mg/L. Έχει σ.ζ. 65 οC.
Δεν έχει οργανοληπτική επίδραση.
Ανώτερες μονοαλκοόλες
Είναι λιγότερο πτητικές ενώσεις από την αιθανόλη. Επομένως αποστάζουν μετά
από αυτήν. Είναι ελαφρώς τοξικές και αποτελούν τα ζυμέλαια (προϊόν
απόσταξης ακατέργαστης αιθανόλης).
Οι ανώτερες αλκοόλες σχηματίζονται από τους ζυμομύκητες
από σάκχαρα είτε από αμινοξέα.
Άλλες μονοαλκοόλες προέρχονται από τα σταφύλι.
Δύο αλκοόλες με βενζολικό δακτύλιο έχουν θετική συνεισφορά στο άρωμα των
οίνων
Φαινυλο-2-αιθανόλη (20-180 mg/L): σχηματίζεται κατά την αλκοολική ζύμωση,
και είναι παράγωγο της φαινυλαλανίνης. Προσδίδει στον οίνο ευχάριστη οσμή
τριαντάφυλλου, με σημαντική συνεισφορά στο άρωμα του οίνου.
Τυροσόλη (50-100 mg/L ): σχηματίζεται κατά την αλκοολική ζύμωση, και είναι
παράγωγο της τυροσίνης. Έχει άρωμα μελιού, και συμμετέχει θετικά στο άρωμα
του οίνου.
ΠΟΛΥΟΛΕΣ
Σορβιτόλη (εξανόλη): Είναι ισομερές της μαννιτόλης, και βρίσκεται στα 0-30 ή
300 mg/L. Μεγαλύτερες συγκεντρώσεις δηλώνουν ότι ο οίνος έχει προέλθει από
ανάμιξη γλεύκους σταφυλιών και χυμών άλλων φρούτων (κυρίως μήλα).
Το οξικό οξύ αποτελεί το 90-95 % των πτητικών οργανικών οξέων, και άλλα
οξέα είναι το μυρμηκικό, το προπιονικό, το ισοβουτυρικό, το βουτυρικό κ.α.
Το οξικό οξύ κατά βάση, αλλά και άλλα όπως το μυρμηκικό ( HCOOH),
το προπιονικό (CH3CH2COOH), και το βουτυρικό ( CH3CH2CH2COOH)
αποτελούν την πτητική οξύτητα.
Το οξικό οξύ, πάνω από κάποια συγκέντρωση, προσδίνει στον οίνο δυσάρεστη
οσμή και γεύση ξυδιού.
Το μέγιστο επιτρεπόμενο όριο (EU) της πτητικής οξύτητας 1,08 g/L για τα
λευκά κρασιά και 1,20 g/L ως οξικό οξύ για τα κόκκινα κρασιά.
Πάντως, τα επιθυμητά όρια είναι πολύ πιο χαμηλά.
Γενικά οίνος με υψηλή πτητική οξύτητα έχει οσμή και γεύση ξυδιού.
Όμως, μπορεί οίνοι με την ίδια πτητική οξύτητα να έχουν είτε να μην έχουν
οσμή και γεύση ξυδιού.
Αυτό εξαρτάται από το βαθμό εστεροποίησης του οξικού οξέος προς οξικό
αιθυλεστέρα (ζύμες, βακτήρια, παλαίωση), ο οποίος προσδίδει χαρακτηριστικά
του ξυδιού.
Ο οξικός αιθυλεστέρας γίνεται οργανοληπτικά αισθητός σε συγκεντρώσεις
μεγαλύτερες από 180-200 mg/L.
Σε συγκεντρώσεις >180 mg/L έχει δυσμενή επίδραση στο άρωμα των οίνων
(χαρακτηριστική ξινίλα) και τους καθιστά τραχείς και στυφούς.
Ακετάλες
Λακτόνες
Η απουσία της στο γλεύκος πριν ή κατά το ξεκίνημα της ζύμωσης οδηγεί
αρχικά στο σχηματισμό γλυκερόλης αντί της αιθανόλης
(γλυκεροπυροσταφυλλική ζύμωση).
Στη συνέχεια η παραγωγή της ακεταλδεύδης, με αποκαρβοξυλίωση του
πυροσταφυλλικού οξέος, συντελεί στη σύνθεση της αιθανόλης.
Εάν η προσθήκη του θειώδη ανυδρίτη γίνει μετά την έναρξη της αλκοολικής
ζύμωσης, δεσμεύεται από την ακεταλδεύδη και δεν είναι δραστικός.
Όταν προστίθεται πριν την έναρξη δεσμεύεται από τα ζάχαρα,
και απελευθερώνεται με τη ζύμωσή τους και έτσι παραμένει δραστικός.
Ακετοίνη ή ακετυλο-μεθυλο-καρβινόλη
Η παραγωγή της έχει ένα μέγιστο περίπου στο μέσο της αλκοολικής ζύμωσης,
και στη συνέχεια συμβαίνει μείωση της συγκέντρωσής της.
Έτσι, οι επιδόρπιοι οίνοι παρουσιάζουν μεγαλύτερες συγκεντρώσεις.
Επίσης, βρίσκεται σε μεγάλες συγκεντρώσεις στους οίνους sherry, που
ωριμάζουν με επιφανειακή ανάπτυξη επιλεγμένων ζυμομυκήτων.
Η ακετοίνη στην περίπτωση αυτή φαίνεται να προέρχεται
από την οξείδωση της αιθανόλης μέσω ακεταλδεύδης.
Η ακετοίνη, παρά το ότι έχει οσμή, στις συγκεντρώσεις που βρίσκεται στους
οίνους δεν έχει αξιοσημείωτη συμμετοχή στο άρωμα.
Διακετύλιο ή βουτανεδιόνη-2,3 (CH3COCOCH3,0,1-2 mg/L)
ΑΚΕΤΑΛΕΣ
Οι ακετάλες σχηματίζονται με αντίδραση αλδεύδης με αλκοόλη.
Σχήμα. β-μεθυλο-γ-οκταλακτόνη
Επίσης, ενώσεις που απελευθερώνονται στον οίνο από το ξύλο του βαρελιού
έχουν συνεισφορά στο άρωμα.
Οι ενώσεις από τα σταφύλια,
που αντανακλούν στην ποικιλία, κλίμα και έδαφος,
έχουν πολύ σημαντικό ρόλο στο άρωμα του οίνου.
Οι ενώσεις αυτές είναι υπεύθυνες για το ποικιλιακό άρωμα του οίνου.
Τερπένια
Είναι ενώσεις με 10 άτομα C και βρίσκονται στη φύση,
κυρίως ως συστατικά των αιθέριων ελαίων.
Τα κυριότερα τερπένια βρίσκονται στα σταφύλια, κυρίως στο φλοιό των ραγών.
Νερόλη Γερανιόλη
C13-ΝΟΡΙΣΟΠΡΕΝΟΕΙΔΗ
Αποτελούν σημαντική κατηγορία πτητικών οσμηρών ενώσεων των οίνων.
Προέρχονται από την αποικοδόμηση των καροτενοειδών
όπως το β-καροτένιο, η λουτείνη (ξανθοφύλλη), η νεοξανθίνη
και η βιολαξανθίνη, κατά την ωρίμανση των σταφυλιών.
β-δαμασκηνόνη
Έχει σύνθετη οσμή ανθέων, τροπικών φρούτων και κομπόστας μήλου.
Έχει χαμηλό κατώφλι οσφρητικής αντίληψης, 5 μg/L.
β-ιονόνη
Έχει άρωμα βιολέτας.
Έχει κατώφλι οσφρητικής αντίληψης 4 μg/L.
Οι συγκεντρώσεις της στους οίνους είναι 0-2415 ng/L.
Δαμασκηνόνη α-ιονόνη β-ιονόνη
ΠΥΡΑΖΙΝΕΣ
Η 2-μεθοξυ-3-ισοβούτυλο-πυραζίνη
έχει χαρακτηριστική οσμή πράσινου
πιπεριού.
Η ανάπτυξη του μπουκέτου κατά την παλαίωση του οίνου προκύπτει από
μετασχηματισμούς των συστατικών του αρώματος των νέων οίνων.
Οι μετασχηματισμοί λαμβάνουν χώρα σε αναγωγικές συνθήκες.
Στο άρωμα και το μπουκέτο των οίνων συμμετέχουν αλκοόλες και εστέρες.
Επίσης, άλλες ενώσεις όπως αλδεΰδες, κετόνες, τερπένια και άλλες.
Οξειδωτική Παλαίωση
Η αργή οξείδωση του κρασιού στη διάρκεια παραμονής σε δρύινο βαρέλι
προκαλεί τη δημιουργία οξειδοαναγωγικών αντιδράσεων,
λόγω του ότι το ξύλο έχει πόρους και επιτρέπει την είσοδο O2
Αναγωγική Παλαίωση
Τα αρώματα αναπτύσσονται κατά την παραμονή του κρασιού στη φιάλη.
ΣΤΑΘΕΡΑ ΟΡΓΑΝΙΚΑ ΟΞΕΑ
Τα οργανικά οξέα είτε προέρχονται από το σταφύλι είτε σχηματίζονται κατά τις
ζυμώσεις του γλεύκους και τις μικροβιακές αλλοιώσεις του οίνου.
β) την ενεργό οξύτητα ή pH, που εκφράζει το σύνολο των καρβοξυλομάδων που
βρίσκονται σε διάσταση και που αντιστοιχεί στο σύνολο των κατιόντων
υδρογόνου,
και γ) την αλκαλικότητα της τέφρας, που εκφράζει το σύνολο των οργανικών
οξέων που βρίσκονται υπό μορφή αλάτων
και που μετατρέπονται σε ανθρακικά άλατα με αποτέφρωση.
Τρυγικό οξύ (2-5 g/L): το φυσικό τρυγικό οξύ του οίνου είναι το D-τρυγικό οξύ.
Είναι το σπουδαιότερο από τα σταθερά οξέα του οίνου.
Είναι το πιο ισχυρό και επηρεάζει την ενεργό οξύτητα του οίνου.
Από τα τρία κυριότερα οξέα του σταφυλιού (τρυγικό, μηλικό, κιτρικό)
το τρυγικό οξύ είναι το πιο ανθεκτικό στις βακτηριακές προσβολές.
Με βάση τα παραπάνω, είναι το οξύ που ενδείκνυται περισσότερο για την
αύξηση της οξύτητας της σταφυλόμαζας.
Όμως, σε υψηλές δόσεις δίνει στον οίνο μία σκληρότητα και στυφότητα.
.
Κιτρικό οξύ (0-1 g/L): στο σταφύλι βρίσκεται μέχρι 0,5 g/L,
ενώ με την ευγενή σήψη μέχρι 0,8-1,0 g/L.
Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για αύξηση της οξύτητας και τη γευστική βελτίωση
των οίνων. Σημειώνεται ότι επιτρέπεται η προσθήκη κιτρικού στον οίνο,
ενώ του τρυγικού οξέος μόνο στο γλεύκος.
Σημειώνεται ότι για να μην υπάρχει φόβος αναζύμωσης ο προς εμφιάλωση οίνος
δεν πρέπει να περιέχει περισσότερο από 0,5-1 g/L πραγματικά αναγωγικά
ζάχαρα.
Γλυκονικό οξύ (0-2 g/L): προέρχεται από οξείδωση της αλδευδομάδας της
γλυκόζης με το ένζυμο γλυκοξειδάση του μύκητα Botrytis cinerea.
Δεν προσβάλλεται από βακτήρια.
Σε γλεύκη και οίνους από υγιή σταφύλια είναι μέχρι 0,12 g/L, από ελαφρά
προσβεβλημένα σταφύλια 0,3-0,8 g/L και από ευγενή σήψη 0,5-0,25 g/L.
Έτσι, τα επίπεδά του στον οίνο δηλώνουν την προσβολή
από τον μύκητα Botrytis cinerea.
Άλλα οξέα που τα επίπεδά τους δηλώνουν προσβολή των σταφυλιών από τον
μύκητα Botrytis cinerea ή βακτήρια όπως οξικά βακτήρια είναι το βλεννικό οξύ,
το κετο-2-γλυκονικό οξύ, το δικετο-2, 5-γλυκονικό οξύ κ.α.
Γαλακτικό οξύ.
L (+) γαλακτικό οξύ (0,1-3 g/L) και D (-) γαλακτικό οξύ (0,1-0,5 g/L).
Βρίσκεται στους οίνους αλλά όχι στα γλεύκη.
Βρίσκεται και με τα δύο του ισομερή
(το αριστερόστροφο (D-) ή/και το δεξιόστροφο (L+)).
ΥΔΑΤΑΝΘΡΑΚΕΣ
Αναγωγικά ζάχαρα
Ζυμώσιμα ζάχαρα
Εξόζες
D (+) γλυκόζη ή δεξτρόζη (αλδευδική ομάδα).
Ζυμώνεται ταχύτερα από τη φρουκτόζη.
Μετά την αλκοολική ζύμωση, η γαλακτόζη, που ζυμώνεται πολύ λίγο από τις
ζύμες, περιέχεται στους οίνους σε μεγαλύτερες συγκεντρώσεις από τη γλυκόζη.
Αυτό παρά το ότι στο γλεύκος είναι σε περίπου
1000 φορές μικρότερη συγκέντρωση.
Μη ζυμώσιμα ζάχαρα
Μη ζυμώσιμα ζάχαρα
Σταχυόζη, που αποτελείται από δύο μόρια γαλακτόζης και ένα ζαχαρόζης,
και η ραφινόζη, που αποτελείται από ένα μόριο γαλακτόζης και ένα μόριο
ζαχαρόζης,
υδρολύονται κατά την αλκοολική ζύμωση στους μονοζαχαρίτες τους,
που ζυμώνονται.
Εκτός από τα παραπάνω ζάχαρα στα σταφύλια περιέχονται και ίχνη από άλλα
ζάχαρα όπως η επτόζη, η οκτόζη, η μελιβιόζη, η λακτόζη και η μαλτόζη.
Πολυζαχαρίτες
ΑΖΩΤΟΥΧΕΣ ΕΝΩΣΕΙΣ
Πρωτείνες-πεπτίδια-αμινοξέα
Μη φλαβονοειδή
Καφεικό οξύ
Ρεσβερατρόλη (trans-ρεσβερατρόλη)
CH 2CH 2OH
OH
Τυροσόλη
CH 2CH 2OH
OH
OH
Υδροξυτυροσόλη
Υδρολυόμενη ταννίνη
Από τα φαινολικά οξέα, στους οίνους βρίσκονται τα βενζοικά οξέα p-
υδροξυβενζοικό, πρωτοκατεχικό, βανιλικό, γαλλικό, συριγγικό, σαλικυλικό και
γεντισικό.
Επίσης, τα κινναμωμικά οξέα p-κουμαρικό, καφεικό και φερουλικό.
Φλαβονοειδή
Φλαβανόλες
Οι φλαβανόλες είναι τα πιο άφθονα φλαβονοειδή
στα σταφύλια και στα κρασιά.
Στα σταφύλια βρίσκονται στις φλούδες και στα γίγαρτα.
Οι φλαβανόλες συχνά καλούνται φλαβαν-3-όλες
για προσδιορισμό της θέσης της αλκοολικής ομάδας στο δακτύλιο C.
Προκυανιδίνη B1
Συμπυκνωμένη ταννίνη
Φλαβονόλες
Ανθοκυάνες
Οι ανθοκυάνες είναι οι κυριότερες ερυθρές και κυανές χρωστικές
στο φυτικό βασίλειο.
Προσδίνουν το χρώμα στα ερυθρά κρασιά και το κόκκινο και μπλε χρώμα στις
φλούδες των κόκκινων και μαύρων σταφυλιών.
Οι ανθοκυάνες είναι γλυκοσυλιωμένες ανθοκυανιδίνες.
Στα σταφύλια και στα κρασιά δεν βρίσκονται ανθοκυανιδίνες, εκτός από ίχνη,
δεν υπάρχουν ελεύθερες ανθοκυανιδίνες επειδή είναι ασταθείς.
Στο pH του οίνου το ποσοστό της άχρωμης μαλβιδίνης είναι σχετικά υψηλό.
Αντίθετα, εάν το pH αυξηθεί περαιτέρω η άχρωμη μορφή
μετατρέπεται σε κυανή μορφή, με σχηματισμό κινόνης.
Στο κρασί η ισορροπία των μορφών των ανθοκυανών είναι συνάρτηση του pH.
Οι ανθοκυάνες με δύο υδροξύλια σε ο-θέση αντιδρούν με τρισθενή σίδηρο
προς σύμπλοκα κυανού χρώματος,
αντίδραση που ευνοείται σε λιγότερο όξινο περιβάλλον.
Η μεταβολή του χρώματος των ερυθρών οίνων μετά την οινοποίηση
πιθανόν σχετίζεται με την οξείδωση του Fe II σε Fe III
και τον σχηματισμό του συμπλόκου.
Επίσης, το θόλωμα σιδήρου των ερυθρών οίνων
με σχηματισμό συμπλόκων του Fe III με ανθοκυάνες και ταννίνες
πιθανόν σχετίζεται με τον παραπάνω σχηματισμό του συμπλόκου.
ΑΝΟΡΓΑΝΑ ΣΥΣΤΑΤΙΚΑ
Κάλιο και το ασβέστιο καταβυθίζονται ως όξινο τρυγικό οξύ και τρυγικό
ασβέστιο.
Ο σίδηρος, και ο χαλκός μπορεί να δημιουργήσουν θολώματα στα κρασιά.
Φωσφορικό αμμώνιο συχνά προστίθεται στο γλεύκος ως πηγή αζώτου για τους
ζυμομύκητες. Όμως, τα φωσφορικά εμπλέκονται στο λευκό θόλωμα του
σιδήρου σε λευκούς οίνους. Έτσι, όταν υπάρχει περίσσεια σιδήρου, καλό είναι να
προστίθεται θειικό αμμώνιο. Η περιεκτικότητα φωσφόρου στους οίνους είναι
0,05-1 g/L, σε πολύ μεγαλύτερες συγκεντρώσεις στους ερυθρούς οίνους.
Το πυρίτιο και το βόριο, που είναι με μορφή πυριτικού και βορικού οξέος, είναι
το καθένα σε 5-20 mg/L. Το φθόριο είναι σε 2-5 mg/L, και το βρώμιο και το
ιώδιο σε συγκεντρώσεις < 1 mg/L.
-
12. Οξείδωση οίνου
ΟΞEIΔΩΣΗ ΟΙΝΟΥ
ΟΞΕΙΔΩΣΗ ΓΛΕΥΚΟΥΣ
Οξείδωση οίνου
ΑΝΑΛΥΣΗ ΓΛΕΥΚΟΥΣ
ΑΛΚΟΟΛΕΣ
Προσδιορισμός αιθυλικής αλκοόλης
ΣΑΚΧΑΡΑ
Για τον προσδιορισμό των αναγόντων σακχάρων γίνεται διαύγαση και
ακολουθεί οξείδωσή τους από το δισθενή χαλκό (φελίγγειο υγρό).
Η διαύγαση (αποχρωματισμός) των ερυθρών οίνων γίνεται με βασικό οξικό
μόλυβδο, και των λευκών και ελαφρά χρωματισμένων με σιδηροκυανιούχο
ψευδάργυρο.
ΦΑΙΝΟΛΙΚΑ ΣΥΣΤΑΤΙΚΑ
Ολικά φαινολικά: συχνά χρησιμοποιείται η μέθοδος Folin. Οι φαινόλες
οξειδώνονται σε αλκαλικό περιβάλλον με ταυτόχρονη αναγωγή του
φωσφομολυβδαινικού και φωσφοβολφραμικού συμπλόκου του αντιδραστηρίου
Folin-Ciocalteau. Το σχηματιζόμενο σύμπλοκο περιέχει τα δύο μέταλλα
(μολυβδαίνιο και βολφράμιο) με ελαττωμένο σθένος και έχει μπλέ χρώμα που
μετράται στα 750 nm.
Μέτρο των ολικών φαινολικών αποτελεί η απορρόφηση στα 280 nm.
Η απορρόφηση στα 320 nm αποτελεί μέτρο των υδροξυκινναμωμικών, η
απορρόφηση στα 360 nm των φλαβονολών και στα 520 nm των ανθοκυανών.
Οι φλαβανόλες-3 (κατεχίνες) προσδιορίζονται με αντίδραση με
π-διμεθυλαμινοκινναμαλδεύδη και μέτρηση της απορρόφησης στα 640 nm.
Ο προσδιορισμός των ταννινών βασίζεται στην ιδιότητά τους να μετατρέπονται
μερικώς σε ανθοκυάνες, και μέτρηση της απορρόφησης στα 520 nm.
Οι ανθοκυάνες προσδιορίζονται με αποχρωματισμό με όξινο θειώδες και
μέτρηση της απορρόφησης στα 520 nm.
Τα διάφορα φαινολικά συστατικά συχνά προσδιορίζονται με υγρή
χρωματογραφία και ανιχνευτή ορατού-υπεριώδους.
ΠΤΗΤΙΚΑ ΣΥΣΤΑΤΙΚΑ
Οι ενώσεις αρώματος των οίνων προσδιορίζονται κυρίως με αέριο
χρωματογραφία και ανιχνευτή ανάλογα με τις ενώσεις που προσδιορίζονται.
Συχνά χρησιμοποιείται ανιχνευτής ιονισμού φλόγας (GC-FID). Πολύ επιτυχής
είναι ο συνδυασμός αέριας χρωματογραφίας με φασματοσκοπία μάζας (GC-MS).
Για πτητικές ενώσεις σε σχετικά μεγάλες συγκεντρώσεις μπορεί να γίνει
απευθείας έγχυση του δείγματος οίνου, ενώ πιο συχνά προηγείται εκχύλιση.
Εφαρμόζεται εκχύλιση υγρού-υγρού, εκχύλιση στερεάς φάσης (SPE) και
μικροεκχύλιση στερεάς φάσης (SPME).
Προσδιορισμός των συνολικών πτητικών εστέρων και των συνολικών ανώτερων
αλκοολών μπορεί να γίνει φωτομετρικά,
μετά από απόσταξη του οίνου και αντίδραση με ειδικά αντιδραστήρια.
ΑΖΩΤΟΥΧΕΣ ΕΝΩΣΕΙΣ
Το ολικό άζωτο μπορεί να προσδιοριστεί με τη μέθοδο Kjeldahl.
Επίσης, οι πρωτεΐνες, πεπτίδια προσδιορίζονται με τη μέθοδο, Bradford,
και αμινοξέα με αντίδραση με νινυδρίνη.
ΣΤΕΡΕΟ ΥΠΟΛΕΙΜΜΑ
Ολικό στερεό υπόλειμμα καλείται το σύνολο των ουσιών που δεν είναι πτητικές
σε καθορισμένες συνθήκες.
ΧΡΩΜΑ ΟΙΝΟΥ
Το χρώμα του οίνου είναι σημαντικός παράγοντας ποιότητας των οίνων.
Οφείλεται, κυρίως, στις ανθοκυάνες, στις ταννίνες και άλλες φαινολικές
ενώσεις.
Ακριβής αποτίμηση του χρώματος του οίνου μπορεί να γίνει με χρωματόμετρο.
Επίσης, εκτίμηση του χρώματος του οίνου μπορεί να γίνει με φωτόμετρο.
Το φάσμα των ερυθρών οίνων παρουσιάζει ένα μέγιστο στα 520 nm, που
οφείλεται στο κόκκινο χρώμα των ανθοκυανών. Με την παλαίωση των ερυθρών
οίνων οι ανθοκυάνες καθιζάνουν είτε σχηματίζουν με ταννίνες σύμπλοκα
έγχρωμα (όπως κεραμιδί) είτε άχρωμα. Έτσι, το μέγιστο στα 520 nm μειώνεται,
ενώ συμμετέχει και η απορρόφηση στα 620 nm που αποτιμά το μωβ χρώμα.
Η απορρόφηση στα 420 nm οφείλεται κυρίως σε διάφορες ταννίνες.
Η εκτίμηση του χρώματος των λευκών οίνων γίνεται με μέτρηση της
απορρόφησης στα 420 nm, που αποτιμάται το κίτρινο χρώμα. Η απορρόφηση
ενός λευκού οίνου στα 420 nm (γενικά στην περιοχή 400-440 nm) είναι ανάλογη
του βαθμού οξείδωσής του.
Για την εκτίμηση του χρώματος των λευκών οίνων, μετράται η απορρόφηση
διαυγούς οίνου στα 420 nm.
Για τους ερυθρούς οίνους, συνήθως μετράται η απορρόφηση διαυγούς οίνου στα
420 και 520 nm.
Η ένταση του χρώματος του χρώματος = Α420 nm + Α 520 nm, και η απόχρωση
= Α420 nm /Α520 nm.
Επίσης, μετράται η απορρόφηση στα 420, 520 και 620 nm. Στην περίπτωση
αυτή ένταση = Α420 nm + Α520 nm + Α620 nm.
ΔΙΑΥΓΕΙΑ ΟΙΝΟΥ
Η διαύγεια του οίνου είναι μέτρο της ποιότητάς του, και το διαυγές του οίνου
προδιαθέτει ευνοϊκά.
Η θολερότητα είναι έκφραση της οπτικής ιδιότητας που προκαλεί διασπορά και
απορρόφηση του φωτός κατά τη διέλευσή του μέσω του δείγματος.
Οφείλεται στις αιωρούμενες ύλες.
-
14. Οργανοληπτική εξέταση οίνου
ΟΡΓΑΝΟΛΗΠΤΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ ΟΙΝΟΥ
FLAVOUR
Δύο πολύ σημαντικές ιδιότητες είναι η γεύση και το άρωμα (οσμή γενικότερα).
Υπάρχει ο αγγλικός όρος flavour που περιλαμβάνει τις αισθήσεις της γεύσης
και του αρώματος,
όπως και την αίσθηση της υφής που δίνει ένας οίνος με την αφή στο στόμα.
Βανιλίνη
Το όριο αντίληψης μιας γεύσης (taste threshold) είναι έννοια που χρησι-
μοποιείται συχνά.
Κατά την οπτική παρατήρηση,
για την αποτίμηση της διαύγειας γίνεται παρατήρηση σε μαύρο φόντο με πλάγιο
φωτισμό,
και του χρώματος σε λευκό φόντο με χρήση φυσικού φωτός.
Για τη λαμπρότητα η παρατήρηση γίνεται από πάνω,
και γίνεται αποτίμηση της ανακλαστικής ικανότητας του οίνου.
Κατά τη γευστική μελέτη, μετά την εισαγωγή του κρασιού στο στόμα
ακολουθούν δύο στάδια.
Πρώτο, ανακινούμε το κρασί μέσα στο στόμα.
Δεύτερο, εισπνέουμε αέρα από το στόμα ανοίγοντας λίγο τα χείλη.
Οι πτητικές ενώσεις που συμμετέχουν στην οσμή και το άρωμα των οίνων είναι
πάνω από 300.
Τα συστατικά αυτά δίνουν διάφορες οσμές/αρώματα, όπως:
τύπου ανθέων, τύπου φρούτων,
φυτικού τύπου, ζωικού τύπου,
τύπου μυρωδικών (μπαχαρικών), τύπου ξύλου,
τύπου γλυκού του κουταλιού, χημικού τύπου.
Η αλκοόλη δίνει γλυκειά γεύση και αυξάνει το ιξώδες του οίνου, συμβάλλει στο
σώμα, ενώ σε υψηλά επίπεδα γίνεται αντιληπτή και αρωματικά.
Τα σάκχαρα δίνουν κατά κύριο λόγο την γλυκειά γεύση του οίνου.
Η επίδραση της αλκοόλης στο ΚΝΣ είναι κατασταλτική και όχι διεγερτική.
Προκαλεί άμεσες τοξικές βλάβες στον εγκέφαλο και τα νεύρα (οίδημα,
εκφύλιση), στην καρδιά (μυοκαρδιοπάθεια), στο στομάχι (γαστρίτιδες), στο
πάγκρεας (παγκρεατίτιδες). Υπάρχουν αρνητικές επιδράσεις στο νευρικό
σύστημα, στο καρδιαγγειακό και κυκλοφορικό σύστημα, όπως και στην κύηση.
Ακόμη, μπορεί να ευθύνεται για την ανάπτυξη καρκίνων.
Έμμεσα θεωρείται υπεύθυνη και για άλλες βλάβες που οφείλονται στην κακή,
συνήθως, διατροφή των ατόμων που κάνουν κατάχρηση, και μπορεί να υπάρχει
δυσαπορρόφηση βιταμινών και ανόργανων.
Επίσης, προκαλεί αύξηση στα ατυχήματα και στους τραυματισμούς.
Η πλέον γνωστή σημαντική αρνητική επίδραση είναι η κίρρωση του ήπατος.
Επίσης, η εξάρτηση και ο αλκοολισμός.
O όρος αλκοολισμός δεν πρέπει να θεωρείται συνώνυμος
με την εμφάνιση σωματικής εξάρτησης από την αλκοόλη.
Ο αλκοολισμός είναι μια κατάσταση κατά την οποία δημιουργούνται στο άτομο
προβλήματα υγείας, εργασίας και κοινωνικά προβλήματα με ενδεχόμενες νομικές
προεκτάσεις, ανεξάρτητα από το κατά πόσον έχει αναπτυχθεί σωματική
εξάρτηση στην αλκοόλη ή όχι.
Συμπέρασμα
Η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλης συνδέεται με επιβλαβείς καταστάσεις για
τον ίδιο τον χρήστη, το άμεσο περιβάλλον του και το κοινωνικό σύνολο.
Τα τελευταία χρόνια, δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα στις κοινωνικές επιπτώσεις
της χρήσης αλκοόλης, όπως είναι τα τροχαία ατυχήματα, τα εργασιακά και
οικογενειακά προβλήματα και η διαπροσωπική βία.
Πολλοί γιατροί στο διάβα του χρόνου, ανάμεσα τους ο Ιπποκράτης και ο
Γαληνός αναγνώρισαν τις ευεργετικές ιδιότητες του κρασιού στην υγεία, και το
χρησιμοποιούσαν θεραπευτικά, κάνοντας το, ίσως το παλιότερο φάρμακο,
γνωστό εδώ και 5.000 χρόνια.
Το κρασί εμφανίζεται ανά τους αιώνες δεμένο με τον άνθρωπο, και κατέχει
εξέχουσα θέση σε πολλούς πολιτισμούς ως μοναδικό ποτό,
αρμονικά συνδεδεμένο με το μέτρο, την καλή σωματική και ψυχική κατάσταση,
με τον ισορροπημένο τρόπο ζωής και τη μακροζωία.
Αντικαρκινική δράση
Έχει αναφερθεί αναστολή διαφόρων καρκινικών κυττάρων από οίνους και
εκχυλίσματά τους, και έχουν αναφερθεί προσεγγίσεις για την αντικαρκινική
δράση.
Μία τέτοια είναι η μείωση των επιπέδων πρωτεϊνών του θερμικού σοκ,
που δρουν προστατευτικά.
Αντιμικροβιακή δράση
Οίνοι και συστατικά τους παρουσιάζουν αντιμικροβιακή δράση έναντι
παθογόνων μικροοργανισμών.
Έχει αναφερθεί δράση έναντι μυκήτων και Gram θετικών και αρνητικών
βακτηρίων.
Έχει αναφερθεί ότι με δράση φαινολικών συστατικών, το κόκκινο κρασί
αποτρέπει την ανάπτυξη επιβλαβών βακτηρίων στα δόντια και προλαμβάνει την
τερηδόνα.
Επίδραση στην πέψη
Κρατώντας το κρασί στο στόμα ανεβάζουμε τη θερμοκρασία του επιτρέποντας
την απελευθέρωση ενώσεων αρώματος.
Έτσι, προκαλείται έκκριση σάλιου από την αίσθηση της απόλαυσης, διεγείρεται
η ροή των πεπτικών υγρών και απορροφώνται καλύτερα υδατάνθρακες και
αμυλούχες ενώσεις επιταχύνοντας την πέψη.