Professional Documents
Culture Documents
ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΕΝΝΟΙΕΣ - ΚΛΕΙΔΙΑ
Ηνωμένες Πολιτείες των Ιονίων Νήσων
Αγγλική Προστασία
Ευγενείς/αστοί/ποπολάροι: οι 3 κοινωνικές τάξεις
"Καταχθόνιοι"/μεταρρυθμιστές/ριζοσπάστες: οι 3 πολιτικοί σχηματισμοί
Επτανησιακή Σχολή/ποίηση: Η λογοτεχνική παραγωγή στα Ιόνια Νησιά
(τελευταίες δεκαετίες 18ου - τέλος 19ου). Όρος από Κωστή Παλαμά, για να
ονομάσει το σύνολο σχεδόν των αξιόλογων ποιητών που έδρασαν στα
Επτάνησα τον 19ο αιώνα κυρίως γύρω από τον Δ. Σολωμό.
Προσολωμικοί/σολωμικοί/μετασολωμικοί/εξωσολωμικοί ποιητές
Νεοκλασικισμός και ρομαντισμός - Πρόκειται για δυο ισχυρά και
αντιτιθέμενα αισθητικά ρεύματα του 19ου αι. Ο επτανησιακός
νεοκλασικισμός προήλθε από τον ιταλικό και συνδυάζει την υιοθέτηση
σταθερών κλασικών κανόνων (ισορροπία-αρμονία-τελειότητα) με
προρομαντικές τάσεις συναισθηματισμού. Ο επτανησιακός
ρομαντισμός προήλθε από τον γερμανικό και προσδιορίστηκε από τον
ιδεαλισμό, που έδινε προτεραιότητα στο πνεύμα και τη συνείδηση, χωρίς
ιδεολογικές δεσμεύσεις για τον άνθρωπο ή την τέχνη.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ:
1
1815 Συνθήκη Παρισίων (Ηνωμένες Πολιτείες Ιονίων Νήσων)
1864 Συνθήκη Λονδίνου (παραχώρηση Ελλάδα)
Οι κοινωνικές Συνθήκες
2
Οι περισσότεροι επτανήσιοι διανοούμενοι και λογοτέχνες διαμορφώθηκαν
πνευματικά υπό την επίδραση των ιδεών του Διαφωτισμού και της Γαλλικής
Επανάστασης.
Η Πολιτική ζωή των Ηνωμένων Πολιτειών των Ιονίων Νήσων εστιάστηκε στις
ιδεολογικές αντιθέσεις και συγκρούσεις των τριών πολιτικών σχηματισμών:
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ
Στα Επτάνησα λόγω της ενετικής κατοχής υπήρξε ένας αδιάκοπος πνευματικός
δεσμός με την Ευρώπη, ιδίως με τις Ιταλικές πόλεις.
Αν και κατά τη διάρκεια της ενετοκρατίας δεν υπήρξε οργανωμένη δημόσια
εκπαίδευση και η παιδεία περιοριζόταν σε μια μικρή ομάδα του πληθυσμού, εν
τούτοις διατηρήθηκε σταθερά.
Τη διατήρηση της παιδείας φανερώνει η ίδρυση τοπικών φιλολογικών και
επιστημονικών εταιρειών, γνωστών ως "Ακαδημίες" (Ιόνιος Ακαδημία -
Κέρκυρα).
Γλώσσα η ελληνική, παρόλο που η επίσημη γλώσσα του κράτους παρέμεινε η
ιταλική.
Τα Ιόνια νησιά υπήρξαν κέντρο συνάντησης και σύζευξης δυτικών και ανατολικών
επιρροών. Υιοθετήθηκαν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και αφομοιώθηκαν τα δυτικά ήθη,
ενώ παράλληλα διαφυλάχθηκε η εθνική συνείδηση καθώς η σχέση με τη Δύση δεν
ανέκοψε τις επαφές με τις τουρκοκρατούμενες ελληνικές περιοχές. Η ύπαρξη
τυπογραφείων. η μεγάλη ανάπτυξη τοπικού Τύπου κυρίως του λογοτεχνικού, η
σταθερή ροπή προς τη δημοτική γλώσσα στάθηκαν οι καλύτερες προϋποθέσεις για
την άνθηση της τοπικής λογοτεχνίας.
3
Τον 19ο αιώνα το σύνολο της πνευματικής δραστηριότητας των νησιών και
ειδικότερα η φιλολογική και λογοτεχνική κίνηση επικεντρώθηκε στην Κέρκυρα και
την Ζάκυνθο
Το αίτημα της Ένωσης με την Ελλάδα τροφοδότησε και την πνευματική ζωή,
αναζητήθηκε μια νέα κι αυτοδύναμη πολιτιστική ταυτότητα, η οποία να συνδυάζει
την τοπική παράδοση με την ιδέα μιας νέας ελληνικής λογοτεχνίας, άξιας να σταθεί
δίπλα στις σύγχρονές της δυτικές.
Μετά την ένωση με την Ελλάδα η αρχή και σταδιακή αφομοίωση από το ελλαδικό
κέντρο είχε ως αποτέλεσμα να χάσουν την λογοτεχνική ιδιοσυστασία τους
Τον όρο θεωρείται ότι εισήγαγαν, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, ο Κ. Ασώπιος
και ο Εμ. Ροϊδης, ενώ από το 1883 τον όρο υιοθέτησε και ο Κωστής Παλαμάς, για να
ονομάσει το σύνολο σχεδόν των αξιόλογων ποιητών που έδρασαν στα Επτάνησα τον
19ο αιώνα γύρω κυρίως από τον Διονύσιο Σολωμό.
Σολωμική Σχολή – περιλαμβάνει τους άμεσα εξαρτώμενους ή επηρεασμένους από
το έργο του Σολωμού ποιητές.
Κερκυραϊκή Σχολή – αναφέρεται στην πλούσια τοπική λογοτεχνική παράδοση της
Κέρκυρας, η οποία κινείται στη γραμμή του ώριμου σολωμικού έργου.
Σήμερα ο όρος χρησιμοποιείται κατά παράδοση για να ονομαστεί η λογοτεχνική
παραγωγή στα Ιόνια Νησιά από τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου μέχρι περίπου το
τέλος του 19ου αιώνα.
Σήμερα ο όρος χρησιμοποιείται κατά παράδοση για τη λογοτεχνική παραγωγή που
αναπτύχθηκε στα Ιόνια νησιά από τα τέλη του 18ου αιώνα έως και το τέλος του 19ου.
4
ΠΕΡΙΟΔΟΙ - ΣΧΟΛΕΣ – ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΙ
Με σημείο αναφοράς τον Σολωμό διακρίθηκαν πέντε ομάδες ποιητών:
Οι προσωλομικοί,
Οι Σολωμικοί,
Οι μετασολωμικοί
Οι εξωσολωμικοί και
Κάποιοι ελάσσονες και επίγονοι
Στέφανος Ξανθόπουλος
Νικόλαος Λογοθέτης-Γούλιαρης
Νικόλαος Κουτούζης
Αντώνιος Μαρτελάος
5
Κυριότεροι σολωμικοί ποιητές:
Αντώνης Μάτεσης-- Ο οποίος γράφει το κοινωνικό δράμα «ο
Βασιλικός» που είναι επηρεασμένο από το Ρομαντισμό .
Γεώργιος Τερτσέτης-- Προσπαθεί να διαδώσει τη δημοτική ως λογοτεχνική
γλώσσα (ομοιάζει με Σολωμό σε αυτό). Γράφει αφηγηματικά ποιήματα με
θεματολογία από το 1821 και την αρχαιότητα. (ενδεικτικά έργα : Το φίλημα,
οι γάμοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Κορίνα και Πίνδαρος).
Ιούλιος Τυπάλδος-- Μετέφρασε τα δώδεκα πρώτα άσματα της
«ελευθερωμένης Ιερουσαλήμ» του Τasso.
Γεράσιμος Μαρκοράς-- Έχει γράψει το επικολυρικό ποίημα «Όρκος» Το
λυρικό κομμάτι αφορά την αγάπη δύο νέων και το επικό την χρονική περίοδος
που εκδηλώνεται αυτή η αγάπη (Κρητική επανάσταση και Ολοκαύτωμα
Αρκαδίου)
Ιάκωβος Πολυλάς-- Μετέφρασε Ομηρικά και Σαιξπηρικά έργα και είναι ο
πρώτος εκδότης του σολωμικού έργου.
Στον κύκλο τους ανήκουν όσοι εμφανίζονται μετά τον θάνατο του Σολωμού (1857),
ιδίως στην Κέρκυρα. Δέχονται την επίδραση των κριτικών απόψεων του Πολυλά και
εφαρμόζουν το φιλόδοξο μεταφραστικό σχέδιο του να πλουτιστεί η επτανησιακή
λογοτεχνία με τις νεοελληνικές αποδόσεις των σημαντικότερων έργων της αρχαίας
ελληνικής και των σύγχρονων ευρωπαϊκών λογοτεχνιών.
Στυλιανός Χρυσομάλλης
Γεώργιος Καλοσγούρος
Νίκος Κογεβίνας
6
Κυρά Φροσύνη [1859],
Αθανάσης Διάκος και Αστραπόγιαννος [1867],
Φωτεινός [γρ. το 1879, δημ. το 1891]
ΕΛΑΣΣΟΝΕΣ ΠΟΙΗΤΕΣ
Ιωάννης Πετριτσόπουλος
Σπυρίδων Μελισσηνός
Παναγιώτης Πανάς
Ανδρέας Μαρτζώκης
Στέφανος Μαρτζώκης
ΕΠΙΓΟΝΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ
Χαρακτηρίζονται ως επίγονοι της Σχολής, επειδή οι περισσότεροι δέχτηκαν την
επίδραση του εξωεπτανησιακού πνευματικού περιβάλλοντος και κυρίως της Αθήνας.
Λορέντζος Μαβίλης (γνωστό για τα αριστοτεχνικά σονέτα του.
Γεράσιμος Σπαταλάς
Μαρίνος Σιγούρος
7
ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗΣ – ΑΘΗΝΑΪΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ
ΓΛΩΣΣΑ
ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΑΘΗΝΑΪΚΗ
ΚΟΙΝΩΝΙΑ
8
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ ΚΑΙ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗΣ
ΣΧΟΛΗΣ
1. Ιταλία : Οι επτανήσιοι λογοτέχνες της γενιάς του Σολωμού και του Κάλβου
επηρεάστηκαν από το ιταλικό νεοκλασικισμό βασικό αίτημα του οποίου είναι η
γνώση και αξιοποίηση των κλασσικών κειμένων και στη συνέχεια από το σύγχρονό
τους ρομαντισμό. (ανάλυση στη τεχνοτροπία – ποιητική)
2. Αγγλική και Γερμανική Φιλολογία
3. Η Αρχαία και Λατινική λογοτεχνία
4. Ντόπια λογοτεχνία, η οποία χωρίζεται στο δημοτικό τραγούδι και στην λογοτεχνία
της κρητικής αναγέννησης (Ερωτόκριτος, η Βοσκοπούλα, Ερωφίλη. Η κρητική
λογοτεχνία κέρδισε το θαυμασμό των επτανήσιων λόγω της γλώσσας της, της
στιχουργίας και των εκφραστικών της μέσων και διαμόρφωσε τις γλωσσικές και
εκφραστικές επιλογές τους.
Το δημοτικό τραγούδι άσκησε γλωσσική και στιχουργική επίδραση και η σχέση της
επτανησιακής ποίησης μαζί του λειτουργούσε ως πειστήριο εθνικής ταυτότητας και
συνέχειας και ως μέσο σύνδεσης με τις λαϊκές ρίζες.
5. Σολωμός. Όπου επηρεάζει για δύο λόγους α) χρησιμοποιεί την λαϊκή δημοτική
γλώσσα και β) το έργο του έχει πατριωτικό χαρακτήρα.
ΤΕΧΝΟΤΡΟΠΙΑ – ΠΟΙΗΤΙΚΗ
9
O ιταλικός νεοκλασικισμός των τελευταίων δεκαετιών του 18ου αιώνα, που
διαμόρφωσε πνευματικά τη γενιά του Σολωμού και του Κάλβου κατά την παραμονή
της στην Ιταλία, απέκλινε από το αμιγές κλασικιστικό ιδεώδες του 17ου αιώνα και
διαμορφώθηκε μέσα από τη διαπλοκή του με τον προρομαντισμό.
Σε ότι αφορά το περιεχόμενο ο νεοκλασικισμός συνδέει τη νέα με την αρχαία
λογοτεχνία, ενώ ο ρομαντισμός έρχεται σε ρίξει με το παρελθόν. Χρησιμοποιεί
ιστορικά πρότυπα, αντίθετα ο ρομαντισμός ρίχνει το κέντρο βάρους στα πρότυπα του
καλλιτέχνη – δημιουργού. Στα έργα των επτανησίων ποιητών παρατηρείται
συνδυασμός των δύο τάσεων που δημιουργεί τον «Επτανησιακό Νεοκλασικισμό».
10
H κύρια διαφορά μεταξύ του επτανησιακού και του αθηναϊκού ρομαντισμού
εντοπίζεται κυρίως στο γεγονός ότι μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους ο
Αθηναϊκός ρομαντισμός τάχθηκε στην υπηρεσία του νεοσύστατου βασιλείου,
προκειμένου να συμβάλει στη συγκρότηση και επιβολή της εθνικής ιδεολογίας.
Αντιθέτως, ο επτανησιακός ρομαντισμός δεν ήταν δέσμιος μιας τέτοιας ιδεολογικής
βλέψης.
ΘΕΜΑΤΙΚΗ
11
επιμνημόσυνα ποιήματα, ποιήματα αναφερόμενα στη γέννηση ενός παιδιού ή στον
γάμο φίλων.
Σε συνάρτηση τέλος με τον ιδιότυπο επτανησιακό λυρισμό και τη θεματική του
ιδιωτικού βίου, αναπτύσσονται θέματα όπως η χαρά της ζωής και ο φόβος του
θανάτου, η φυσιολατρία, η αγάπη της νεότητας και της αγνότητας.
Ροπή προς τη σατιρική ποίηση, η οποία κλιμακώνεται από την ευθυμογραφική, αθώα
διακωμώδηση γενικών ανθρώπινων τύπων ή και γνωστών προσώπων της
επτανησιακής κοινωνίας, μέχρι τη γνήσια σάτιρα, που με καθαρά επιθετική διάθεση
στηλιτεύει επώνυμα πρόσωπα της τοπικής κοινωνίας, με πρόθεση καταγγελίας της
συμπεριφοράς και των πράξεων τους και κοινωνικής ή πολιτικής παρέμβασης.
ΓΛΩΣΣΑ
Καθώς στα Επτάνησα γλωσσικό καθεστώς αποτέλεσε η διγλωσσία, δεν υπήρξε πεδίο
ανάπτυξης συγκρούσεων ανάμεσα στη λόγια ελληνική και τη δημοτική γλώσσα.
Επίσης, στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα διατηρήθηκε η λαϊκή γλώσσα η οποία
λειτουργούσε ως έκφραση του εθνικού φρονήματος. .
Η δημοτική ήταν εδραιωμένη στη συνείδηση των Επτανήσιων ανεξαρτήτως
μορφωτικού επιπέδου και κοινωνικής προέλευσης, ως η επικρατούσα κοινή
νεοελληνική γλώσσα και για το λόγο αυτό οι Επτανήσιοι λογοτέχνες του 19ου αιώνα
έγραψα τα ποιήματά τους στη δημοτική και ορισμένοι ανέλαβαν τη θεωρητική
υποστήριξή της με δοκιμιακά κείμενα, αποσκοπώντας στην ανάπτυξη αισθητικών,
ιστορικών και επιστημονικών επιχειρημάτων για την απόρριψη των δύο άλλων
γλωσσικών τάσεων της εποχής, της αρχαϊζουσας αλλά και της μέσης οδού που
προτάθηκε από τον Αδαμάντιο Κοραή προκειμένου να αποφευχθούν οι ακρότητες
τόσο και από μια ομάδα κλασικοθρεμμένων λογίων φαναριώτικης κυρίως
προέλευσης, πρόβαλε την αρχαϊζουσα γλώσσα ως ένα ενδιάμεσο στάδιο, ώσπου η
γλώσσα των Νεοελλήνων να φτάσει στο σημείο να ανασυστήσει την αρχαία
ελληνική.
Η λεγόμενη «μέση οδός», προτάθηκε κυρίως από τον φιλόλογο Αδαμάντιο Κοραή
και υποστήριζε μια συμβιβαστική λύση για να αποφευχθούν οι ακρότητες τόσο της
αμιγώς λαϊκής, όσο και της αρχαϊστικής γλώσσας. Η γλωσσική άποψη του Κοραή
βρισκόταν πιο κοντά στη λαϊκή γλώσσα, πρότεινε όμως την επιλεκτική διόρθωση και
τον πλουτισμό της με στοιχεία της λόγιας γλώσσας.
Με τη σολωμική εκδοχή της ποιητικής γλώσσας, που υιοθέτησαν οι σολωμικοί
ποιητές, αναπτύχθηκε μια ομοιόμορφη δημοτική, αποκαθαρμένη από τα τοπικιστικά
στοιχεία, που δεν αποκλίνει από το λεξιλόγιο και τη μορφολογία της λαϊκής γλώσσας,
αλλά και δεν αρνείται τον πλουτισμό της με επιλεγμένα στοιχεία της λόγιας γλώσσας.
Ιάκωβος Πολυλάς – αξιοποιώντας, αλλά όχι υπερβαίνοντας το γλωσσικό δίδαγμα των
ώριμων σολωμικών ποιημάτων, προσπάθησε να δώσει λύση στον γλωσσικό διχασμό
των λογίων της εποχής του. Όντας αντίθετος και στα δύο γλωσσικά στρατόπεδα,
12
καταδίκασε τόσο τις δύο εκδοχές της καθαρεύουσας, την αρχαϊστική και την απλή
καθαρεύουσα, όσο και τον ακραίο δημοτικισμό, και πρότεινε την οδό του γλωσσικού
«μέσου όρου». Η γλωσσική θεωρία και πράξη του Πολυλά, εδραζόταν στη δημοτική,
όχι όμως στην «αφελή» δημοτική του αμόρφωτου αγροτικού πληθυσμού και των
τοπικών ιδιωμάτων, αλλά στη γλώσσα που διαμορφωνόταν στα αστικά κέντρα χάρη
στην προϊούσα πνευματική και κοινωνική πρόοδο, εμπλουτισμένη και με αρκετά
στοιχεία της καθαρεύουσας που πέρασαν στην προφορική χρήση.
Η γλώσσα των ποιητικών κειμένων της Επτανησιακής Σχολής διατηρεί ως σήμερα τη
φυσικότητά της και μας είναι πολύ πιο οικεία από τις διάφορες εκδοχές της τεχνητής
καθαρεύουσας.
Λόγω της αισθητικής ποιότητας τους, αλλά και της γλωσσικής οικειότητας τους
πολλά από τα επτανησιακά ποιητικά κείμενα κατορθώνουν να ενδιαφέρουν και να
συγκινούν τον σημερινό αναγνώστη.
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ
Η επτανησιακή ποίηση ενέταξε και εγκλιμάτισε στον νεοελληνικό ποιητικό κορμό
ιταλικά μετρικά σχήματα, συνδύασε αρμονικά τα ιταλικά μέτρα με τον ελληνικό
δεκαπεντασύλλαβο, τον στίχο κορμό της έμμετρης ποίησής μας.
Οι προσολωμικοί ποιητές και ο Σολωμός στα νεανικά ποιήματά του χρησιμοποίησαν
ιταλικής προέλευσης ολιγοσύλλαβους στίχους και ολιγόστιχες στροφές. Στο ώριμο
έργο όμως του Σολωμού και των σολωμικών ποιητών, παρατηρούμε μια πιο
περίτεχνη στιχουργική που συνδύασε τα καλύτερα στοιχεία της ιταλικής μετρικής
παράδοσης, με τον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο. Υιοθετήθηκαν ομοιοκατάληκτες και
πολύστιχες στροφές, (οκτάβα, σονέτο), ενώ σε έργα όπως ο σολωμικός Λάμπρος,
προσαρμόστηκε ο ιταλογενής ενδεκασύλλαβος στις ανάγκες της ελληνικής ποιητικής
έκφρασης. Επίσης, η ρυθμική παράδοση του δεκαπεντασύλλαβου αξιοποιήθηκε τόσο
με τη μορφή του ομοιοκατάληκτου δίστιχου (Κρητικός του Σολωμού και ο Όρκος του
Μαρκορά), όσο και του ανομοιοκατάληκτου στίχου (στο Τρίτο Σχεδίασμα των
Ελεύθερων πολιορκημένων του Σολωμού). Ο εγκλιματισμός των ιταλικών μετρικών
σχημάτων στην εντόπια στιχουργική παράδοση συντελέστηκε πολλαπλά, και
κορυφώθηκε με την προσαρμογή, του ιταλογενούς ενδεκασύλλαβου στις ανάγκες της
ελληνικής ποιητικής έκφρασης. Από την άλλη πλευρά, η ρυθμική παράδοση του
δεκαπεντασύλλαβου αξιοποιήθηκε τόσο με τη μορφή του ομοιοκατάληκτου δίστιχου,
όσο και του ανομοιοκατάληκτου στίχου.
13
ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΥ
14
4. Ιούλιος Τυπάλδος (1814 - 1883)
"Το πλάσμα της φαντασίας" (32)
Δραστ. 5: (συγκριτικά με Ξανθούλα και Φαρμακωμένη Σολωμού) Να εντοπίσετε
στοιχεία εξιδανίκευσης της γυναίκας - Σολωμός: επιλέγονται δυο πνευματικές φίλες
του ποιητή, η ομορφιά και τα ψυχικά και ηθικά χαρίσματα των οποίων θεωρούνται
από την απόσταση του οφειλόμενου σεβασμού. Στην Φαρμακωμένη δίνεται
έμφαση στην ερωτική αγνότητα, στην παρθενία.. Η εξιδανικευμένη προβολή
συνδυάζεται και ενισχύεται από την τότε επικρατούσα ηθική. Τυπάλδος: ως και ο
τίτλος μαρτυρεί τη διάθεση για εξιδανίκευση. Αντίθετα με Σολωμό, το ποιητικό
υποκείμενο κυριαρχείται από το πάθος της αγάπης και την ελπίδα να μοιραστεί τη
ζωή του με την αγαπημένη του. Σχεδόν εξαϋλωμένη, αφήνεται μετέωρη ανάμεσα στη
γήινη διάστασή της και την ουράνια προέλευση. Κοινός τόπος: και στα τρία
περιγραφικά στοιχεία της εξωτερικής ομορφιάς, τα οποία αναδεικνύουν ένα άσαρκο
και απόμακρο κάλλος, σταλμένο σχεδόν από μια εξωκοσμική διάσταση.
15
Ασκήσεις Αυτοαξιολόγησης:
1. Ποια τα χρονικά όρια των 2 περιόδων της επτανησιακής πολιτικής ιστορίας του
19ου αι μέχρι το 1864; Ποιο το κυρίαρχο διακριτικό γνώρισμα της καθεμιάς
περιόδου;
α. 1797 (προσάρτηση από Γάλλους Δημοκρατικούς) - 1814 (κατάληψη Ιονίων από
Άγγλους)
- συνεχής διαδοχή ξένων κυρίαρχων των νησιών => τάσεις για ανατροπή της
παλαιάς κοινωνικής τάξης => αναθέρμανση εθνικού αισθήματος.
β. 1815 (Αγγλική Προστασία) - 1864 (ένωση με Ελλάδα)
- διατήρηση ενός καταπιεστικού καθεστώτος βρετανικού προτεκτοράτου =>
επιθυμία Ένωσης με Ελλάδα.
16
αδιάλειπτη ιστορική συνέχεια του ελληνισμού από την αρχαιότητα μέχρι τα νεότερα
χρόνια + η ανάγκη ενσωμάτωσης των τουρκοκρατούμενων περιοχών με ελλ.
πληθυσμό στον κορμό του εθνικού κράτους. Επίσης, πολλοί από τους αθηναίους
ποιητές κατείχαν δημόσια αξιώματα ή ήταν καθηγητές πανεπιστημίου => ρόλο
εκφραστή δημόσιου αισθήματος => ευθυγράμμισή τους με την κρατούσα ιδεολογία.
β. Στα Επτάνησα: κράτησε απόσταση από την ελλαδική εθνική ιδεολογία, λόγω του
ιδεαλιστικού χαρακτήρα της αλλά και των περιορισμών που της επέβαλλε το
καθεστώς της Αγγλικής Προστασίας.
17
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ
ΕΝΝΟΙΕΣ – ΚΛΕΙΔΙΑ
Εθνικός ποιητής
Στοχασμοί
Αυτόγραφα έργα
Ελευθερία και φύση
Θρησκεία και θάνατος
«Τρόπος μεικτός γνήσιος»
Αποσπασματικότητα
Λυρικά επεισόδια ή λυρικές ενότητες
Γεννήθηκε το 1798 στη Ζάκυνθο, εξώγαμο τέκνο του 61 ετών πλούσιου Ζακύνθιου
κόντε Νικολάου Σολωμού και της 15χρονης υπηρέτριάς του Αγγελικής Νίκλη, με την
οποία ο Νικόλαος διατηρούσε δεσμό από το 1796.
Σπουδές: Νομική Σχολή Παβίας. Βάσεις παιδείας του η α/ε και λατινική γλώσσα και
λογοτεχνία.
Συναναστράφηκε με γνωστούς Ιταλούς ποιητές του νεοκλασικισμού και του
ανερχόμενου ρομαντισμού.
Δίκη με αδελφό, δικαίωση, ωστόσο αποξενώθηκε από μητέρα του και ως ποιητής
αποτραβήχτηκε από τη δημοσιότητα. Δεν παντρεύτηκε ποτέ, ιδιότροπος άνθρωπος
σχεδόν μονήρης και με ανίκητο πάθος για το αλκοόλ. Είχε ενετικό τίτλο ευγενείας.
Πέθανε στην Κέρκυρα στις 9/21 Φεβρουαρίου 1857, σε ηλικία 59 ετών.
18
ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΤΥΧΗ ΣΟΛΩΜΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ
Σολωμός: (δημοσιεύτηκε μικρό μέρος του έργου του και η φήμη που απέκτησε
οφείλεται αποκλειστικά στον Ύμνο).
Ο Ιάκωβος Πολυλάς το 1859 εξέδωσε έργα του Σολωμού σε έναν τόμο με τον τίτλο
«Ευρισκόμενα». Ο Πολυλάς αποκατέστησε και ανασύνθεσε σε ένα βαθμό το
ελληνικό κείμενο των σολωμικών ποιημάτων μέσα από τις διάφορες επεξεργασμένες
μορφές τους
Ο Πολίτης: έγραψε τα «Άπαντα» που ήταν 3 τόμοι, «Αυτόγραφα Έργα» 2 τόμοι.
Αλεξίου: Ποιήματα και Πεζά.
19
περισσότερα αποτελούνται από μικρής έκτασης στίχους με περίτεχνες ρίμες κι
έντονα τραγουδιστικό ρυθμό. Ανάμεσά τους τα καλύτερα και γνωστότερα είναι «Η
αγνώριστη» και «Η Ξανθούλα» με θέμα τους τη γυναικεία μορφή.
20
Σκοπός: Μέσα από το έργο του να προτρέψει τον λαό για ομόνοια και αδελφικότητα.
Χαρακτήρας: Συνδυάζει Επικό και Λυρικό στοιχείο.
Αντιπροσωπευτικά έργα: «Ύμνος στην Ελευθερία» το 1823. «Ωδή στο θάνατο του
Λόρδου Μπάϋρον», «Φαρμακωμένη», «Η καταστροφή των Ψαρών».
Επικό-δραματικό ποίημα
Η πρώτη γραφή του ποιήματος χρονολογείται ήδη το 1823, το κύριο μέρος του
γράφτηκε στα χρόνια 1824-1826, ενώ η ατελέσφορη προσπάθεια για την
ολοκλήρωσή του διήρκεσε ως το 1834.
Τα αποσπάσματα που σώθηκαν μαρτυρούν την επίδραση από την ποίηση του Άγγλου
ρομαντικού ποιητή Byron. (βυρωνισμός: επίδραση του Byron στην ελληνική ποίηση
τον 19ο αιώνα. Χαρακτηριστικό του Μπάϋρον είναι ο επαναστάτης ήρωας που
συγκρούεται με τον θεϊκό και τον ανθρώπινο νόμο.)
Θεματολογία: Ερωτική ιστορία με τραγικό τέλος. Τα κύρια θεματικά στοιχεία του
ποιήματος είναι η αιμομιξία, ο βίαιος ή πρόωρος θάνατος, η αυτοκτονία, τα
υπερφυσικά στοιχεία, τα οποία είναι τυπικά ρομαντικά και φανερώνουν την πρόθεσή
του Σολωμού να συγχρονιστεί με την ευρωπαϊκή ποίηση.
Γλώσσα: Δημοτική.
Χαρακτήρας: Επικός – Δραματικός. Συνδυάζει το επικό με το δραματικό στοιχείο.
21
Παλαιότερα η φιλολογική έρευνα αντιμετώπισε το έργο ως πεζό κείμενο, σύμφωνα
όμως με νεότερους μελετητές πρόκειται ουσιαστικά για ποιητικό έργο, συγκεκριμένα
για ποίημα σε πρόζα ή ποίημα σε πεζό.
Αφηγητής είναι ο ιερομόναχος Διονύσιος.
Στο πρώτο και πιο ολοκληρωμένο στάδιο επεξεργασίας (1826-1829) στόχος ήταν η
σάτιρα κάποιας συγκεκριμένης, ανώνυμης ζακυνθινής με επιλήψιμη κοινωνικά και
εθνικά συμπεριφορά.
Στο δεύτερο (1829-1833) και στο τρίτο (1833) στάδιο επεξεργασίας, ο στόχος
διευρύνθηκε και καθώς το έργο πήρε τη μορφή ενός εφιαλτικού οράματος ή
προφητείας με αποκαλυπτικό χαρακτήρα και με αναφορές στον
εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων, αναδεικνύεται σε μια σύγκρουση του
καλού και του κακού. Η γλώσσα του έργου είναι δημοτική με πολλά ιδιωματικά
ζακυνθινά στοιχεία.
22
ελευθερίας ή της πατρίδας, της Ελλάδας ή της Κρήτης, της ζωής ή της φύσης, της
θρησκείας ή της θείας χάριτος -ή και της ποιητικής χάρης-, της συνείδησης του ήρωα
ή της θείας αγάπης, ή, ακόμα, αυτοπρόσωπη εμφάνιση της Αναδυομένης Αφροδίτης
ή της Ουρανίας Αφροδίτης ή της Παναγίας».
Το ποίημα αυτό απασχόλησε τον Σολωμό από το 1826 μέχρι τον θάνατο του, και
ιδίως στην περίοδο 1834-1847
Θεματολογία: Το ποίημα αναφέρεται στη δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου από
τους Τούρκους (1825) και στην ηρωική έξοδο των πολιορκημένων τον Απρίλιο του
1826. Αναδεικνύει το ηθικό μεγαλείο των Ελλήνων αγωνιστών που οδηγούνται
συνειδητά στη θυσία, την έσχατη πράξη αντίστασής τους, υπερβαίνοντας ένα προς
ένα τα φυσικά και ψυχικά εμπόδια και κατακτώντας έτσι την πνευματική ελευθερία
τους.
«Οι «Ελεύθεροι πολιορκημένοι» [...] είναι ένα «οργανικό» ποίημα, με την έννοια ότι
το μεγάλο χρονικό διάστημα που χρειάστηκε για να αναπτυχθεί ακολούθησε την
εξέλιξη των ιδεών και της τεχνικής του ίδιου του ποιητή»
- Ο Πόρφυρας (1847-9)
Εκδοτικά το ποίημα παρουσιάζει πολλά προβλήματα: οι μορφές που παραδίδουν οι
εκδόσεις Πολυλά και Αλεξίου έχουν σημαντικές διαφορές στην έκταση και στο
περιεχόμενο.
Θεματολογία: Αφορμή για τη γραφή του στάθηκε ένα πραγματικό περιστατικό (ένας
καρχαρίας -στα κερκυραϊκά λέγεται «πορφύρας»- κατασπάραξε έναν Άγγλο
στρατιώτη στο λιμάνι της Κέρκυρας). Το ποίημα ουσιαστικά επεξεργάζεται την ιδέα
του θανάτου ως μυστικής, αποκαλυπτικής στιγμής. Ο εκστασιασμένος από την
ομορφιά της φύσης ήρωας ξαφνικά σπαράσσεται από τον καρχαρία, ταυτόχρονα
όμως η στιγμή του θανάτου του είναι για τον ίδιο η κορυφαία στιγμή της
αποκάλυψης του εαυτού του.
Την τελευταία δεκαετία της ζωής του ο Σολωμός επέστρεψε στη σύνθεση ιταλικών
ποιητικών κειμένων.
Από την τελευταία δεκαετία σώζονται επίσης πεζά σχεδιάσματα, γραμμένα στα
ιταλικά, όπου ο ποιητής αναπτύσσει την υπόθεση ποιημάτων που σκόπευε να γράψει.
23
ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΤΗΣ ΣΟΛΩΜΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
24
Στο θεματικό ζεύγος θρησκεία και θάνατος, διαπιστώνεται ότι σταθερά η
χριστιανική πίστη υπερβαίνει τον θάνατο. Πολλά είναι τα σολωμικά ποιήματα με
αποκλειστικό θέμα τον θάνατο πραγματικών ή φανταστικών προσώπων, ενώ όλα τα
συνθετικά ποιήματα τελειώνουν με τον βίαιο θάνατο των βασικών ηρώων.
Στα νεανικά ποιήματα ο θάνατος, σύμφωνα με τη χριστιανική αντίληψη, θεωρείται
ως λυτρωτική είσοδος σ' ένα άφθαρτο και καλύτερο κόσμο. Σε μεταγενέστερα
ποιήματα, όπως τα «Η φαρμακωμένη» και O Κρητικός, ο θάνατος του προσώπου
λειτουργεί ως προάγγελος της Δευτέρας Παρουσίας, της ανάστασης όλων των νε-
κρών. Στους Ελεύθερους πολιορκημένους οι Μεσσολογγίτες αντλούν από την πίστη
τους στον Θεό το ψυχικό κουράγιο να οδηγηθούν εθελούσια στον θάνατο,
παραμένοντας με τη θυσία τους ελεύθεροι να υπακούν τον θεϊκό νόμο.
Έτσι, ενώ στα νεανικά ποιήματα το θρησκευτικό θέμα επικεντρώνεται σε αναφορές
στην ορθόδοξη εκκλησία και στην τελετουργία της στα συνθέματα της ωριμότητας
το θρησκευτικό στοιχείο βαθαίνει και γίνεται μέρος της εμπειρίας ανθρώπων που
βρίσκονται σε δοκιμασία.
Σε πολλά ποιήματα του Σολωμού ο θάνατος συνδέεται με το θέμα του έρωτα,
όπως συμβαίνει και στην ελληνική λαϊκή παράδοση.
Στον ο Λάμπρο και τον Κρητικό έρωτας και θάνατος αλληλενεργούν για να επιτευχθεί
η δραματική κορύφωση, αλλά και να αναδειχθούν τα ηθικά μηνύματα. Στον Λάμπρο
ο ανήθικος σαρκικός έρωτας επιφέρει εντέλει τον θάνατο, ενώ στον Κρητικό ο
θάνατος της αγαπημένης συνδέεται μυστικά με τον έρωτα του θείου στοιχείου. Στα
περισσότερα σολωμικά ποιήματα ο έρωτας παραμένει αγνός, όπως εξάλλου
επιτάσσουν τα ήθη της τότε ελληνικής κοινωνίας.
Τα συνθέματα της σολωμικής ωριμότητας περιστρέφονται γύρω από τις ποικίλες
όψεις της δοκιμασίας του ανθρώπου να φέρει σε αίσιο πέρας την πάλη του με τα
μεγάλα εμπόδια και προκλήσεις της ζωής: τον πόλεμο, το ηθικό χρέος, τον έρωτα,
την ποίηση.
Ο τρόπος σύνθεσης των σολωμικών ποιημάτων διακρίνεται από την ευκολία της
γραφής των λυρικών ποιημάτων με ένα κεντρικό θέμα και τη δυσκολία της
σύνθεσης των μεγαλεπήβολων ποιητικών έργων, τα οποία συναιρούσαν
διαφορετικούς εκφραστικούς τρόπους και όπου τα διάφορα μέρη αναπτύσσονταν με
οργανική σχέση, ως ενιαίο σώμα που τα διάφορα μέλη του διέπονται από μια
κεντρική αρχή.
Ο Σολωμός στην αρχή κατέγραφε σε ιταλικό πεζό κείμενο την κεντρική ιδέα και τα
βασικά στοιχεία της υπόθεσης του ποιήματος και στη συνέχεια στιχουργούσε
διάφορους θεματικούς πυρήνες της υπόθεσης σε ελληνικούς στίχους. Ενδιαμέσως
25
δεν έπαυε να καταγράφει στα ιταλικά διάφορους στοχασμούς, ενώ υπέβαλε τους
ελληνικούς στίχους σε διάφορα στάδια επεξεργασίας.
Σε ορισμένα ποιήματα οι αναθεωρήσεις σε διαφορετικά στάδια επεξεργασίας είναι
τόσο ριζικές που η πλοκή (η συναρμογή των θεμάτων) γίνεται δυσδιάκριτη. Τη
σύνθεση των ποιημάτων περιπλέκει το γεγονός ότι ο Σολωμός αποσπούσε από
παλαιότερα ποιήματα ορισμένες θεματικές μονάδες, έκτασης ενός ή δύο στίχων,
αλλά, μερικές φορές, ακόμη και ολόκληρες θεματικές ενότητες, τις επεξεργαζόταν
και στη συνέχεια τις ενέτασσε σε άλλα, νεότερα ποιήματα. Άλλοτε πάλι τέτοιοι
θεματικοί πυρήνες λειτουργούν ως απαρχή νέων ποιημάτων
ΤΕΧΝΟΤΡΟΠΙΑ
Στην ποίηση του Σολωμού ισχύει αυτό που ισχύει γενικότερα στην επτανησιακή
ποίηση του 19ου αιώνα, δηλαδή η επιρροή τόσο από το ρεύμα του νεοκλασικισμού
όσο και του ρομαντισμού.
Η επίδραση από τον νεοκλασικισμό παραπέμπει στην ιταλική λογοτεχνία και
εντοπίζεται στα ποιήματα της ζακυνθινής περιόδου (μέχρι το 1833), ενώ η ρομαντική
επίδραση πρωτοεμφανίζεται με τον Λάμπρο, και στη συνέχεια συνδέεται με τη μελέτη
της γερμανικής λογοτεχνίας και φιλοσοφίας και διαμορφώνει τα μετά το 1833
σολωμικά συνθέματα της ωριμότητας. Συγκεκριμένα, στα συνθέματα της ωριμότητας
ο Σολωμός προσπάθησε να αξιοποιήσει την παράδοση της ιδεαλιστικής φιλοσοφίας
του Hegel σε συνδυασμό με τις απόψεις του Schiller.
Στην εξέλιξη της σολωμικής ποίησης, διαπιστώνουμε επίσης ότι στη ζακυνθινή
περίοδο ο Σολωμός έγραψε κυρίως σύντομα ποιήματα που εξέφραζαν προσωπική
συγκίνηση και το ύφος ήταν λυρικό, ενώ στην κερκυραϊκή περίοδο συνέθετε
μεγαλύτερης έκτασης ποιήματα δραματικού ή επικού είδους.
Γνήσιος μικτός τρόπος ποίησης: Στο έργο της ωριμότητας του Σολωμού,
παρατηρείται μίξη Κλασικιστικού με το Ρομαντικό στοιχείο.
Σύμφωνα με τον Βελουδή, η έννοια του «μεικτού τρόπου» «αποτελούσε μιαν από τις
κεντρικότερες αισθητικές κατηγορίες του αισθητικού ρομαντισμού» και η πρόθεση
για τη δημιουργία μεικτού τρόπου φανερώνει ότι σε θεωρητικό επίπεδο ο ώριμος
ποιητής Σολωμός σκεφτόταν ως ρομαντικός,
‘Ετσι αυτό που διαπιστώνεται από τη σύγχρονη σολωμική κριτική είναι ότι όλα τα
συνθετικά (και ανολοκλήρωτα) σολωμικά ποιήματα, από τον Λάμπρο μέχρι τον
Πόρφυρα, δεν έχουν κανένα κλασικιστικό στοιχείο και είναι αμιγώς ρομαντικά.
Οι συνθέσεις πάντως της ωριμότητας δεν υποδεικνύουν ένα ασυγκράτητο προσωπικό
πάθος, όπως συμβαίνει στην ποίηση των ρομαντικών, ούτε είναι ποίηση
εξομολογητικού χαρακτήρα γύρω από μια προσωπική συναισθηματική κατάσταση.
Τα ποιήματα αυτά αναφέρονται σε άλλα (πραγματικά ή φανταστικά) πρόσωπα και σε
26
αντικειμενικές περιστάσεις, που αφορούν κυρίως στον εθνικό αγώνα των ομοεθνών
του, στους οποίους ο ποιητής προσπαθεί να προσφέρει παραδείγματα μιας ανώτερης,
πνευματικής και ηθικής στάσης ζωής.
Στην ανάλυση ενός έργου σε ό,τι αφορά την τεχνοτροπία, πρέπει να αναφερθεί εάν
έχει αφηγηματικό χαρακτήρα, εάν εμπεριέχει δραματικά στοιχεία (ομιλίες, διάλογοι).
Από την άποψη του ποιητικού είδους (λυρικό, δραματικό, επικό/αφηγηματικό) τα
κύρια σολωμικά ποιήματα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως εξής:
ο Λάμπρος είναι αφηγηματικό ποίημα με δραματικά στοιχεία (στα σημεία που
μιλούν τα ίδια τα πρόσωπα)·
ο Κρητικός είναι δραματικός μονόλογος (η αφήγηση γίνεται πρωτοπρόσωπα
από τον ίδιο τον ήρωα) με λυρικά στοιχεία (στο ποίημα εκφράζεται ο
συναισθηματικός κόσμος του ήρωα)·
οι Ελεύθεροι πολιορκημένοι είναι ποίημα με αφηγηματικό πλαίσιο (την
εξελισσόμενη ιστορία της πολιορκίας του Μεσολογγίου), αλλά αναπτύσσεται
κυρίως με δραματικά και λυρικά στοιχεία (υπάρχουν αρκετοί δραματικοί
μονόλογοι προσώπων της ιστορίας, ενώ η χρήση της γλώσσας χαρακτηρίζεται
από λυρική πυκνότητα και τα περισσότερα στιγμιότυπα του ποιήματος έχουν
λυρικό χαρακτήρα).
Η ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
27
Η άποψη αυτή είναι μάλλον υπερβολική, καθώς παραγνωρίζει ότι όλοι οι Ευρωπαίοι
ρομαντικοί ποιητές, σε αντίθεση με τον Σολωμό, δημοσίευσαν τα «αποσπασματικά»
ποιήματά τους.
Ο Mackridge αποδίδει την αποσπασματικότητα στο γεγονός ότι ο Σολωμός διέκρινε
τη (συνήθως μεγαλεπήβολη) ποιητική ιδέα των ποιημάτων του από τη γλωσσική-
εκφραστική υλοποίησή της. Όπως γράφει: «H αίσθηση που είχε ότι καμιά υλική
[γλωσσική] μορφή δεν μπορεί με επάρκεια να ενσωματώσει την [ποιητική] ιδέα ίσως
να ευθύνεται και για το ότι δεν κατόρθωσε να τελειώσει πολλά από τα ποιήματα της
ωριμότητάς του».
Σύμφωνα με τον Νάσο Bαγεvά (1998) αιτία της αποσπασματικότητας είναι η εγγενής
ασυμβατότητα ανάμεσα στο περιεχόμενο και στην έκφραση, το γεγονός δηλαδή ότι ο
Σολωμός προσπαθεί να γράψει «τραγικού (Ο Κρητικός, Ο Πορφύρας) και
επικοτραγικού περιεχομένου ποίηση (Οι ελεύθεροι πολιορκημένοι) με λυρική
γλώσσα».
Εντέλει, ανεξάρτητα από το ποια αιτιολόγηση της αποσπασματικότητας υιοθετεί ο
κάθε αναγνώστης της σολωμικής ποίησης, σημασία έχει η καίρια επισήμανση του
Mackridge ότι «λόγω της μεγάλης έντασης της ποίησης του Σολωμού και της
αποσπασματικής φύσης πολλών από τα ποιήματά του η ανάγνωση του έργου του
μπορεί να εξελιχθεί σε μια πολύ συναρπαστική διανοητική εμπειρία, αφού ο
αναγνώστης συμπράττει δημιουργικά με τον ποιητή στην παραγωγή των ποιημάτων»
ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΥ
28
λεξιλόγιο και θέλει να εξευγενίσει, εμπλουτίσει και διευρύνει το νόημα της κάθε
λέξης.
«Ξανθούλα» (65)
Πολίτης (σ. 142) – Γυναικεία μορφή, ένα θέμα μόνιμο και βασικό σε όλη την ποίηση
του Σολωμού. Προ-ρομαντική σκηνογραφία. Μια διαπίστωση γεγονότων μονάχα,
καμιά συγκινησιακή περιγραφή. Η συγκίνηση δημιουργείται με το εντελώς απέριττο
της έκφρασης, με το αυτονόητο ξαναγύρισμα της ρυθμικής μελωδίας.
Τα πρώτα ελληνικά λυρικά (1818-1823). Θέμα: γυναίκα. Μορφή: απέριττη έκφραση,
μικροί στίχοι, απλοϊκό, ρυθμική μελωδία. Λυρική, ιδιωτικής φύσεως χώρου.
Περιστατικό: αποχαιρετισμός κόρης από φίλους. Μοτίβα: επικέντρωση μορφής στο
θλιβερό συμβάν, μεγάλη θλίψη στους φίλους και στον ποιητή. Τόνος ελαφρότητας
μέσα από την επανάληψη και τα υποκοριστικά.
29
ποιητή και τους φίλους η φυγή της στην ξενιτιά.
β. καταστροφή Ψαρών: αποτίμηση της σημασίας ενός σημαντικού εθνικού γεγονότος
(ολική καταστροφή του νησιού από τον τουρκικό στόλο στις 21.6.1824), καθώς ο
ποιητής προσωποποιεί μια αφηρημένη έννοια, τη Δόξα, σε θεϊκή παρουσία.
Διαφορά στα επιμέρους θεματικά μοτίβα + εκφραστικά μέσα:
Ελεγεία για μια φίλη του. Προσπαθεί να δαμάσει την ευκολία γραφής σε
πειθαρχημένη αντίληψη της ποίησης. Θρήνος: υπεράσπιση κόρης από την κοινωνική
κατακραυγή... λυρική πειθώ. Έμφαση στην αγνότητα, στην εξιδανίκευση της
γυναίκας. Θάνατος ως προάγγελος της δευτέρας παρουσίας.
30
2η πολιορκία Μεσολογγίου (1825) και αναφέρεται στην ηρωική έξοδο τον Απρίλη
του 1826.
Και τα τρία σχεδιάσματα φανερώνουν τον αγώνα να υποτάξει τη γλώσσα και τον
15σύλλαβο στον σκοπό του. Αρχικά σε 15σύλλαβο ομοιοκατάληκτο.
Θεματικά ζεύγη αντιθέσεων: ελευθερία-φύση και θρησκεία-θάνατος.
Ελευθερία στη συνειδητή βούληση του ανθρώπου που υπερνικά τη φύση που
εμφανίζεται ως πείνα, ξελόγιασμα άνοιξης, ενώ η θρησκεία, η χριστιανική πίστη
υπερβαίνει τον θάνατο και τον ακυρώνει.
Το θεματικό ζεύγος ελευθερία-φύση αποκτά εδώ πνευματική σημασία. Επιζητούν την
απελευθέρωση της ψυχής και ανταγωνίζονται τη φύση (τα φυσικά και ψυχικά
εμπόδια).
Στο ζεύγος θρησκεία-θάνατος οι πολιορκημένοι αντλούν πίστη από τον θεό για την
επικείμενη εθελοντική θυσία και παραμένουν ελεύθεροι καθώς η θρησκεία
υπερβαίνει τον θάνατο.
Η γλώσσα χαρακτηρίζεται από λυρική πυκνότητα και τα 3 σχεδιάσματα είναι σε
αφηγηματική μορφή.
Απηχεί και τροποποιεί τον Σίλλερ και τους γερμανούς ρομαντικούς.
Δεν διαχωρίζει ψυχή από σώμα. Το ιδανικό της απόλυτης ελευθερίας επιτυγχάνεται
στον υπαρκτό κόσμο καθώς οι πολιορκημένοι, αντιμέτωποι με την ομορφιά της
φύσης και τη δύναμη του εχθρού, θυσιάζονται. Μάγεμα της φύσης/άνοιξης αποτελεί
δύναμη που φέρνει δειλία/δισταγμό.
31
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΛΒΟΣ
ΕΝΝΟΙΕΣ ΚΛΕΙΔΙΑ
Ωδές
Φιλελληνισμός
Φιλελευθερισμός
Καρμποναρισμός
Ποιητής της Ιδέας
Πατριωτικός/πολιτικός ποιητής
Πολύτροπος αρμονία
32
γνώριζαν ο ένας τον άλλον, παρόλο που ζούσαν στην ίδια πόλη επί 24 χρόνια. Το
πιθανότερο να υπήρχε τυπική γνωριμία χωρίς την πνευματική επαφή.
33
συγγραφή των Ωδών υποδηλώνει την επιθυμία του μέτοικου Κάλβου να υπηρετήσει
όχι μόνο την πατρίδα, αλλά και τις αναγεννημένες Μούσες.
Θεματική μήτρα η Ελληνική Επανάσταση πού εκφράζει τόσο την ιδεολογία του ως
ποιητή (σκοπός: να γράψει ποίηση ως μέσο άσκησης της δικαιοσύνης σε βάρος της
αδικίας των δυναστών, αναγάγοντας την Επανάσταση σε ένα ευρύτερο πλαίσιο
ιδεών, υπερίσχυση δικαίου εναντίον της αδικίας, επιβράβευση παιδείας εις βάρος της
βαρβαρότητας) όσο και τον ατομικό του αγώνα να σπάσει τα δικά του προσωπικά
δεσμά.
Ο ατομικός αγώνας του φανερώνεται:
στην πρώτη ωδή «Ο φιλόπατρις», όπου εκφράζεται η αγάπη για τη μακρινή
γενέτειρα που δεν γνώρισε την καταπίεση των τυράννων.
στην τρίτη ωδή «Εις θάνατον», όπου υπερνικάται ο φόβος του θανάτου,
στην πέμπτη ωδή «Εις Μούσας», όπου καλούνται οι Μούσες να συνδράμουν
στον αγώνα του να γράψει ποίηση ως μέσο άσκησης της δικαιοσύνης σε
βάρος της αδικίας των δυναστών.
Αλλά, παρά τις συχνές εμφανίσεις στις ωδές του ποιητικού «εγώ», το οποίο υπηρετεί
ρητορικές κυρίως ανάγκες (έμφαση, άσκηση πειθούς στον αναγνώστη), γενικά ο
Κάλβος περιόρισε δραστικά τα ίχνη των προσωπικών βιωμάτων του, προκειμένου να
αναδείξει τον συλλογικό αγώνα
Στις περισσότερες ωδές περιγράφονται, εξυμνούνται ή και σχολιάζονται γεγονότα,
πρόσωπα και καταστάσεις του εθνικού αγώνα στα χρόνια 1821-1826 (όπως η θυσία
του Ιερού Λόχου στο Δραγατσάνι, η καταστροφή της Χίου, ο Κανάρης, ο Byron, η
δράση των πυρπολικών στο Αιγαίο, οι διχόνοιες μεταξύ των Ελλήνων κ.ά.).
Σύμφωνα με την Ιδεολογία του Κάλβου σχετίζεται Η ελληνική Επανάσταση
εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο ιδεών έτσι ώστε η αποτίναξη του τουρκικού
ζυγού να συνιστά, γενικότερα, μάχη εναντίον ενός τυραννικού καθεστώτος, ενώ η
κατάκτηση της ελευθερίας του ελληνικού έθνους σχετίζεται με την υπερίσχυση του
δικαίου επί της αδικίας, την επικράτηση της κοινωνικής και πολιτικής αρετής επάνω
στην τυφλή δύναμη της εξουσίας, την επιβράβευση της παιδείας εις βάρος της
βαρβαρότητας.
Οι πάμπολλες μνείες στην αρχαία μυθολογία, στους αρχαίους προγόνους και στο
ένδοξο αρχαιοελληνικό παρελθόν, σε συνδυασμό με αναφορές στη σύγχρονη Ελλάδα
και στη χριστιανική λατρεία, δείχνουν ότι ο Κάλβος έγραψε τις ωδές εξ ονόματος της
εθνικής κοινότητας την οποία προσπαθεί να εμψυχώσει, να μνημειώσει και να
δοξάσει.
Ορισμένοι μελετητές αποκάλεσαν τον Κάλβο «ποιητή της Ιδέας», με την έννοια ότι
έγραψε μια νοητική, αντικειμενική ποίηση, που εφορμά από την ιστορική συγκυρία
34
της εποχής, αλλά κατά βάθος επικεντρώνεται σε διαχρονικές, μεταφυσικές ιδέες.
Στράτευσε την ποίησή του στον ιερό σκοπό να υπηρετήσει την Επανάσταση
(απόλυτος ιδεαλισμός). Κατά βάθος πρόκειται για πολιτική ποίηση.
Οι καλβικές ωδές ως αγωνιστικά και παραινετικά ποιήματα, αναπτύσσονται με
ορισμένες θεματικές αντιθέσεις, όπως η ελευθερία-τυραννία και αναλύονται σε
αντιθέσεις καταστάσεων οι οποίες συμβολίζουν τα δυο μέλη του αντιτιθέμενου
ζεύγους: φως-σκότος, ομορφιά-βαρβαρότητα, ηρωισμός-αδράνεια, μνήμη-λησμονιά.
ΓΛΩΣΣΑ
Η ελληνική γλωσσική συνείδηση του Κάλβου διαμορφώθηκε υπό την επήρεια της
λόγιας και όχι της ομιλούμενης.
Ο Κάλβος είναι ο μόνος μείζων Επτανήσιος ποιητής που δεν υιοθέτησε τη δημοτική
γλώσσα. Η γλωσσική αυτή αποστασία του από την Επτανησιακή Σχολή στάθηκε η
αιτία επίκρισης και καταδίκης του από τους άλλους Επτανήσιους.
Από μορφολογική άποψη, γλώσσα της Καλβικής ποίησης είναι η καθαρεύουσα,
εμπλουτισμένη με αρχαϊστικούς και δημώδεις τύπους. Πρόκειται για εντελώς
προσωπικό γλωσσικό ποιητικό ιδίωμα, αποτέλεσμα της μίξης και εντέλει της
σύνθεσης γλωσσικών στοιχείων προερχόμενων από την αρχαία ελληνική, τα
θρησκευτικά κείμενα, τη λόγια της εποχής, καθώς και τη δημώδη, μάλιστα και με
ιδιωματικά στοιχεία. Κορμός πάντως του καλβικού λεξιλογίου είναι οι
αρχαιοελληνικές λέξεις.
Υπάρχουν επίσης αρκετοί ιταλισμοί (π.χ. επίταξη του επιθέτου) και σολοικισμοί που
φανερώνουν τη γλωσσική ανομοιομορφία της καλβικής ποίηση
Η γλώσσα του Κάλβου επίσης έχει επηρεασθεί από τον Ιταλό Foscolo που
υποστηρίζει ότι η γλώσσα πρέπει να είναι λόγια – τεχνητή, εμπλουτισμένη με
Αρχαϊστικά στοιχεία από την ομιλούσα.
Στο έργο του Κάλβου παρατηρείται έλλειψη βασικών ποιητικών κανόνων π.χ.
ομοιοκαταληξία, λυρικότητα κλπ. στοιχεία που ακολουθούνται από την Ιταλική
ποίηση.
Ο Κάλβος δεν ακολουθεί κανόνες, γιατί πιστεύει ότι η ποίηση πρέπει να είναι
ελεύθερη.
ΤΕΧΝΟΤΡΟΠΙΑ
Κύριο διακριτικό στοιχείο της τεχνοτροπίας των Ωδών είναι η σύζευξη ή
εξισορρόπηση των δύο κύριων αισθητικών ρευμάτων του καιρού του, του
νεοκλασικισμού και του ρομαντισμού.
Δημαράς – ερμήνευσε τις Ωδές ως μίξη εσωτερικών στοιχείων του ιταλικού
νεοκλασικισμού και του εκφραστικού κλίματος του ευρωπαϊκού προρομαντισμού,
υποστηρίζοντας ότι πίσω από τη νεοκλασικιστική επιφάνεια των Ωδών λανθάνει η
35
συναισθηματική και ψυχρή ροπή προς τον ρομαντισμό, ορισμένα ίχνη της οποίας
φτάνουν μέχρι την επιφάνεια.
Πολίτης – «όλος αυτός ο φαινομενικός κλασικισμός είναι ένα εξωτερικό ντύμα
μονάχα, κάτω από το οποίο κινείται η ανήσυχη ψυχή ενός γνήσιου ρομαντικού».
Αντίθετα ο Τζιόβας – ενέταξε τις Ωδές, με διεξοδική τεκμηρίωση, στη σφαίρα
επιρροής του ευρωπαϊκού νεοκλασικισμού.
Διαλησμάς – συνόψισε τα στοιχεία νεοκλασικισμού (παρομοίωση, μετωνυμία,
εικονοπλαστική ικανότητα, ιδιότυπος ιδεαλισμός, κλασικά αιτήματα για την τέχνη,
τέχνη: παιδευτική αξία + διδακτικός χαρακτήρας).
Έτσι ο «σοβαρός, υψηλός τόνος» αποτελεί παραπέμπει στον κλασικισμό, ενώ η
μελαγχολική διάθεση, η δραματική ένταση, οι οραματικές καταστάσεις, η εμφάνιση
του «εγώ» του ποιητή σε μερικά σημεία παραπέμπουν στην επίδραση του
προρομαντισμού.
ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΥ
36
Θέμα: η Ελληνική Επανάσταση. Μετρική: ιδιότυπη, 4 7σύλλαβοι και ένας
καταληκτικός 5σύλλαβος. Σχήμα κλασικότροπο, ωστόσο βάση δημοτικός
15σύλλαβος σπασμένος στα δύο. Γλώσσα: κράμα δημοτικής και αρχαΐζουσας.
Εφαρμόζει ποιητικές και αισθητικές θεωρίες των ιταλών κλασικιστών, κυρίως του
δασκάλου του, του Φόσκολου. Βάση: λαλουμένη που εμπλουτίζεται με
αρχαϊκές εκφράζεις και σπάνιες λέξεις. Δημοτικές λέξεις που παραμορφώνονται με
αρχαιόπροπες καταλήξεις. Αρνητικά: Ζει 20 χρόνια μακριά από την Ελλάδα
=> αποκομμένος από την παράδοση (δημοτική και φαναριώτικη). Κλασικιστικές
φόρμες και σχήματα. Υψωμένος τόνος - γνήσιος ρομαντικός πυρήνας (βαθύτατη
αντινομία: ο φαινομενικός κλασικισμός μόνο εξωτερικό ντύμα, κάτω από το οποίο
κινείται η ανήσυχη ψυχή ενός γνήσιου ρομαντικού. Σε αυτές ακριβώς τις λίγες
στιγμές ποιητικής ευφορίας ("ποιητικά κενά" κατά τους κριτικούς) βρίσκεται η
αληθινή φυσιογνωμία και λυρική τόλμη του ποιητή.
Δραστηριότητα 1 -- Πρόθεση των ωδών ήταν να διακηρυχτεί το πατριωτικό και
πολιτικό ιδεώδες της εθνικής αποκατάστασης των Ελλήνων. Μπορεί να λειτουργήσει
αυτός ο υψηλόφωνος τόνος της καλβικής ποίησης σήμερα;
Μεν θεματικά ανεπίκαιρη ποίηση, αλλά συνεχίζει να γοητεύει χάρη
στη συναισθηματική οικειότητα που προκαλεί η αίσθηση ενός αυτοεξόριστου
ανάμεσά μας. Ο Κάλβος αρνήθηκε (όπως θα αρνιόταν και σήμερα) μια ελληνική
πραγματικότητα εντελώς ξένη προς το δικό του ιδανικό της ελληνικότητας, ένα
όραμα του οποίου υπήρξε υμνητής και απολογητής. Ο ιδεατός ελληνισμός μιας
ανύπαρκτης πατρίδας στάθηκε για τον ποιητή ο ποιητικός, ηθικός, πολιτικός και
εθνικός παράδεισός του. Εξόριστος εκείνος, εξόριστοι κι εμείς, ατενίζουμε με θάμβος
αυτόν τον παράδεισο.
Δραστηριότητα 3 -- Να διαπιστώσετε τη γλωσσική σύνθεση στοιχείων α/ε, λόγιας
και δημώδους γλώσσας. Να καταγράψετε τις λέξεις (αρχαίες κυρίως) και μυθολογικές
αναφορές που χρήζουν λεξιλογικής ή πραγματολογικής ερμηνείας:
εμβόλια: κρέπια -- διάφανα μαύρα υφάσματα ως ένδειξη πένθους
ηώα.. ανοίγουσιν -- τα πρωινά σιδερένια κιγκλιδώματα, ώστε να βγουν τα άλογα
του Ήλιου για το καθημερινό ταξίδι τους
αμιλλητήρια (πέταλα) -- που αμιλλώνται, συναγωνίζονται μεταξύ τους
βρέμων -- που βρυχάται
τρίμορφος Εκάτη -- Τιτανίδα, κόρη του Πέρση και της Αστερίας, στην περιοχή
του ουρανού ταυτιζόταν με τη σελήνη.
(παραθαλάσσια) κλειτά -- κλειστά, σετά ή ξακουστά, ένδοξα.
- Ωκεανέ: γιος του Ουρανού και της Γαίας, πατέρας των θεών. Εδώ συμβολίζεται
ως κοσμογινοκή αρχή και ταυτίζεται με τη θάλασσα του Αιγαίου.
ροάς – ρεύματα
νώτα -- επιφάνεια της θάλασσας
πρόφαντος -- εμφανής από μεγάλη απόσταση
αδράχτια -- μεταφορικά η αντένα, μακρύ κομμάτι ξύλου που συνδέεται πλαγίως
στο κατάρτι του πλοίου.
τους πύργους θαλασσίους: ποιητική φράση, εννοούνται οι τουρκικές φρεγάτες.
37
φιλεί: αγαπά
Τα παραπάνω δείχνουν ότι η ανάγνωση των Ωδών προϋποθέτει την εξοικείωση του
αναγνώστη με την κλασικιστική σκευή του Κάλβου.
Δραστηριότητα 4: Με ποιο τρόπο γίνεται η μετάβαση της επαναστατημένης
Ελλάδας από το χάος μιας γενικής κοσμογονίας στην επαναστατική ηρωογονία της
εποχής:
α' στροφή: επιγραμματική αναγγελία θέματος: η ιστορία της σκλαβωμένης Ελλάδας.
- στ. β-ιβ': α' ενότητα -- νύχτα δουλείας = κοσμογονική κατάσταση νεκρικής νύχτας.
=> τη νύχτα διαδέχεται η αυγή που αναζωογονεί την οικουμένη (ο φυσικός χρόνος
της κοσμογονίας)
Από στ. ιγ': β' ενότητα -- μεταβαίνουμε στον ιστορικό χρόνο της σκλαβιάς
(συμβολική νύχτα ελληνικής φυλής), λυτρωτική παρέμβαση της θεϊκής Ελευθερίας
στον Ωκεανό να επιφέρει αναγέννηση στον χώρο του Αιγαίου - Επανάσταση.
στ. λ-λ: γ' ενότητα -- ευχές και προτροπές στους επαναστατημένους νησιώτες που με
τη βοήθεια του Θεού κατορθώνουν τις ναυτικές νίκες του 1822.
Παρατήρηση: ολοφάνερη εκφραστική διάκριση σε 2 μέρη: α) εικονιστικό (2 πρώτες
ενότητες) β) ρητορικό (3η ενότητα).
38
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
ΠΟΙΗΣΗ
Την περίοδο από το 1830 έως το 1880 υπήρξαν δύο αντιτιθέμενα γραμματολογικά
μορφώματα, από τη μια η Επτανησιακή Σχολή, από την άλλη η Παλαιά ή Πρώτη
Αθηναϊκή Σχολή.
Ο όρος Παλαιά ή Πρώτη Αθηναϊκή Σχολή αναφέρεται στην ποίηση ρομαντικής
κυρίως τεχνοτροπίας και καθαρεύουσας γλώσσας, η οποία γράφτηκε την περίοδο
1830-1880 στην Αθήνα και στα άλλα κέντρα του ελλαδικού και του "αλύτρωτου"
ελληνισμού (Κων/λη, Σμύρνη, Πάτρα, Ερμούπολη κ.ά.)
Το διπολικό όμως αυτό σχήμα αναθεωρήθηκε τις τελευταίες δεκαετίες σε αρκετά
σημεία του. Αν και αναγνωρίζεται, λοιπόν, ότι η ανάπτυξη της λογοτεχνίας στα
Επτάνησα και τον ελλαδικό χώρο ακολούθησε γενικά διαφορετικές κατευθύνσεις, εν
τούτοις διαπιστώθηκαν και πολλές αλληλεπιδράσεις και επαφές μεταξύ των δύο
παραδόσεων.
Με βάση λοιπόν τα τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά και τις ιδεολογικές τους διαφορές
οι διαφορές είναι οι εξής:
39
Σημείο προσέγγισης των δύο Σχολών:
α. Το συνεκτικό στοιχείο κατά την περίοδο 1830-1880 είναι η διάδοση και εντέλει η
επικράτηση του ρομαντισμού και ως τεχνοτροπία, αλλά και με την ευρεία σημασία
της αντίληψης της πραγματικότητας. Γενικότερα ο ρομαντισμός, τόσο στις δυτικές
όσο και στην ελληνική λογοτεχνία, βασίστηκε στη ρήξη με τον κλασικισμό και
πρόβαλε την ανάγκη της απελευθέρωσης της φαντασίας και του συναισθήματος και
έκανε αισθητική αρχή του την αναζήτηση της πρωτοτυπίας και της δημιουργικότητας
του καλλιτέχνη.
β. Γεγονός είναι πάντως ότι στις δεκαετίες του 1830 και του 1840, «ο επτανησιακός
και ο ελλαδικός ρομαντισμός αντλούν από τις ίδιες πηγές, αναφέρονται σε κοινά
πρότυπα, αποτυπώνουν ομόκεντρα συναισθήματα»
Στη συνέχεια η πορεία τους διαφοροποιείται, επειδή η αθηναϊκή λογοτεχνία έλκεται
ολοένα και περισσότερο από κλασικιστικές τάσεις, λόγω της ευθυγράμμισής της με
τις συντηρητικές ιδεολογικές ροπές του εθνικού κράτους με αποτέλεσμα η αθηναϊκή
ποίηση της περιόδου 1830-1880 να κρίνεται ως κλασικορομαντική.
- Γενικά:
Οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες λόγω της εθνικής αποκατάστασης των Ελλήνων
δημιούργησαν στη δεκαετία του 1830 συνθήκες πρόσφορες για την ανάπτυξη της
λογοτεχνίας. Από την άλλη μεριά οι μεταπτώσεις του δημόσιου βίου και του
συλλογικού αισθήματος με τους οποίους συνδέθηκε η λογοτεχνική παραγωγή
οδήγησε στη μεταστροφή από το ρομαντισμό σε μια γλωσσικά και ιδεολογικά
συντηρητική λογοτεχνία κλασικιστικής αντίληψης.
Την περίοδο αυτή (1830-1880) είναι αξιοσημείωτος ο όγκος της ποιητικής
παραγωγής σε σχέση με την πεζογραφική λόγω:
Α. του οξυμένου θυμικού των Ελλήνων που εκφραζόταν ευκολότερα με τον ποιητικό
λόγο, β. στην επικρατούσα αντίληψη ότι η ποίηση ήταν ανώτερο λογοτεχνικό είδος.
Η εξέλιξη της αθηναϊκής ποίησης μπορεί να διακριθεί στις τρεις περιόδους που ο
Δημαράς (1985) προσδιόρισε με τους χαρακτηρισμούς «εξόρμηση» (1830-1850),
«ακμή» (1850-1870) και «παρακμή» (1870-1880).
40
Η περίοδος της εξόρμησης – εκπρόσωποι
Η γενιά αυτή αποτελείται κυρίως από Φαναριώτες, γόνους καλών οικογενειών της
Κωνσταντινούπολης που επέστρεψαν στην πολιτικά αναγεννημένη Ελλάδα για να
επανδρώσουν και να τροφοδοτήσουν τους πνευματικούς και μορφωτικούς της
θεσμούς.
Είναι αυτοί που φέρνουν το ρομαντικό πνεύμα στην ποίηση, θα εξακολουθήσουν
όμως να δρουν και στην περίοδο της κλασικορομαντικής ακμής της (1850-1870).
Μοτίβα - Θεματική:
Από το 1830 έως το 1850 τα βασικά τεχνοτροπικά και θεματικά χαρακτηριστικά της
ρομαντικής αθηναϊκής ποίησης παγιώνονται. Η λυρική ποίηση αξιοποιεί τα θέματα
και το ύφος της φαναριώτικης ποίησης και του δημοτικού τραγουδιού, συγχρονίζεται
όμως και με το νέο ρομαντικό πνεύμα.
Στο θεματικό επίπεδο κυριαρχούν τα έντονα αισθήματα, η άδολη αγάπη των
γυναικών, η ερωτική μελαγχολία των ανδρών, η απαισιόδοξη διάθεση που φτάνει
μέχρι την απόγνωση ή και την αυτοκτονία, η επιθυμία για απομόνωση, η τάση για
41
διαρκή φυγή και περιπλάνηση, η φυσιολατρία, η αγάπη για την πατρίδα,
συνδυασμένη με τη θρησκευτική πίστη, οι διαρκείς μεταβολές της τύχης.
Την περίοδο της ακμής της αθηναϊκής ποίησης σηματοδοτούν οι δύο κύριοι
πανεπιστημιακοί ποιητικοί διαγωνισμοί, ο Ράλλειος (1851-1860) και ο Βουτσιναίος
(1862-1877).
Οι διαγωνισμοί αυτοί αποτέλεσαν σημαντικούς θεσμούς της ελληνικής πνευματικής
ζωής και επηρέασαν τη διαμόρφωση τόσο της σύγχρονης τους ποίησης όσο και της
κριτικής.
Σύμφωνα με τον πρώτο χορηγό, τον Αμβρόσιο Ράλλη, οι διαγωνισμοί αποσκοπούσαν
στην καλλιέργεια της ποίησης και της ελληνικής γλώσσας, συγκεκριμένα της
αρχαΐζουσας. Στην αρχή ο διαγωνισμός ήταν ενιαίος. Επειδή, όμως, με το πέρασμα
των χρόνων η συμμετοχή των ποιητών γινόταν ολοένα και μεγαλύτερη, ο
42
Βουτσιναίος διαγωνισμός χωρίστηκε σε τμήματα, ανάλογα με το ποιητικό είδος. Το
κύριο έργο της κρίσης αναλάμβαναν οι εισηγητές οι οποίοι στις 25 Μαρτίου
εκφωνούσαν τις εκθέσεις ή κρίσεις τους, για τα προς κρίση έργα και στο τέλος ανα-
κοίνωναν τον νικητή. Ανάμεσα στους κατά καιρούς εισηγητές συγκαταλέγονται
σημαντικές προσωπικότητες των γραμμάτων του 19ου αιώνα, όπως οι Ραγκαβής,
Στέφανος Α. Κουμανούδης, Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος και Δημήτριος
Βερναρδάκης H τελετή ανάδειξης του νικητή ή των νικητών την ημέρα της Εθνε-
γερσίας αποτελούσε κεντρικό γεγονός της πνευματικής και της κοινωνικής ζωής.
Αλλά και κατά τη διάρκεια του έτους οι διαγωνισμοί δεν έπαυαν να απασχολούν την
κοινή γνώμη, καθώς, συχνά, οι δυσαρεστημένοι από το αποτέλεσμα κρινόμενοι
διασταύρωναν τα κριτικά ξίφη τους με τους κρίνοντες μέσα από τον Τύπο.
4.1.4 Η κλασικιστική ροπή προς την αρχαιότητα
Οι ποιητικοί διαγωνισμοί αποτέλεσαν το πεδίο σχηματισμού των κυρίαρχων
αντιλήψεων της πανεπιστημιακής κριτικής για τη σύγχρονη ποίηση αλλά και για
σημαντικά πνευματικά ζητήματα.
Έτσι, ο Ράλλειος διαγωνισμός συνέβαλε καθοριστικά στην επικράτηση της
αρχαΐζουσας γλώσσας στην ποίηση, με στόχος να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο της
γλωσσικής διασποράς (δημοτικές διάλεκτοι) και να διαμορφωθεί μια πανελλήνια
γλώσσα, όσο το δυνατόν συγγενικότερη με την αρχαία ελληνική. Ο Π. Σούτσος σε
δοκίμιο του υποστήριξε ως λύση για την πνευματική ένδεια του νέου ελληνισμού τη
βαθμιαία αναβίωση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας.
Η διάδοση της καθαρεύουσας και εντέλει η επιβολή της στο μεγαλύτερο μέρος της
αθηναϊκής ποίησης οφείλονται στην επικράτηση μεταξύ των Αθηναίων λογίων του
δόγματος ότι η λογοτεχνία του νεοσύστατου ελληνικού κράτους έπρεπε να
προσεγγίσει το αρχαιοελληνικό γλωσσικό μεγαλείο. Γενικότερα το μέτρο σύγκρισης
και καταξίωσης κάθε πνευματικής δραστηριότητας στην Αθήνα της περιόδου 1830-
1880 ήταν το απαράμιλλο πρότυπο της κλασικής αρχαιότητας.
Στο πλαίσιο αυτό οι εισηγητές των διαγωνισμών υποστήριξαν το πνεύμα του
αρχαιοπρεπούς κλασικισμού απορρίπτοντας το ρομαντισμό ως κίνημα ξενόφερτο
(δυτικό) που αποτελούσε κίνδυνο για τα χρηστά ήθη των Ελλήνων.
Οι αρχές της αθηναϊκής ποιητικής συνοψίζονται στα εξής:
43
τα διάφορα ποιητικά είδη δεν πρέπει να συγχέονται (π.χ. το έπος με το
δράμα),
τα αρχαιοπρεπή μετρικά σχήματα, (π.χ. αναβιωμένος δακτυλικός εξάμετρος)
πρέπει να χρησιμοποιούνται με γνώση, σύνεση και ανάλογα με το ποιητικό
είδος,
η ποίηση πρέπει να αποβλέπει στη φυσικότητα, να μην παραβιάζει την
ιστορική αλήθεια και να προβάλλει ηθικές αξίες.
Την περίοδο του Βουτσιναίου διαγωνισμού επετράπη η υποβολή ποιημάτων και στη
δημοτική με αποτέλεσμα η επιβολή της αρχαϊστικής καθαρεύουσας να υποχωρήσει.
Προς το τέλος της περιόδου των διαγωνισμών διαφαίνεται η βαθμιαία ροπή προς την
επικράτηση της δημοτικής στην ποίηση. Επίσης, στην περίοδο των διαγωνισμών
ενισχύθηκε ιδιαίτερα η στροφή της ποιητικής παραγωγής από το λυρικό, στο
δραματικό και το επικό είδος, ενώ η σφοδρή κριτική που άσκησε η πανεπιστημιακή
κριτική στον ρομαντισμό συνέβαλε στην ενίσχυση των κλασικιστικών ποιητικών
τάσεων.
Έτσι, υπό την επήρεια των διαγωνισμών, τα κύρια χαρακτηριστικά της ποίησης της
εικοσαετίας 1850-1870 ήταν η αρχαιολατρία, η πατριδολατρία και ο ρητορισμός, ενώ
τη στιχουργία της εποχής χαρακτήρισε η αναβίωση των αρχαίων μέτρων.
Κυριότεροι ποιητές της περιόδου της ακμής είναι: οι Θεόδωρος Θεοφανίδης (1817-
1886), Ηλίας Τανταλίδης (1818-1876), Ιωάννης Καρασούτσας (18241873) και
Δημοσθένης Βαλαβάνης (1824-1854).
44
Ορισμένοι ηλικιακά νεότεροι ποιητές, όπως οι Γεώργιος Βιζυηνός (1849-1896),
Αριστομένης Προβελέγγιος (1851-1936) και Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος (1856-
1910) (γνωστός ως Jean Moreas) λειτούργησαν ως μεταβατικό στάδιο ανάμεσα στην
αθηναϊκή κλασικορομαντική ποίηση και εκείνη της γενιάς του 1880.
Στο μεταξύ, στη διάρκεια της δεκαετίας 1870-1880, η παρουσία της δημοτικής στην
ποίηση γίνεται ολοένα και πιο αισθητή.
Η ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ (1830-1880)
45
Η ηρωΐς της ελληνικής επαναστάσεως (1861) του Στέφανου Ξένου (1821-
1894) κ.ά.
Στις περιπτώσεις μάλιστα όπου η ερωτική θεματική διαπλέκεται με τα θέματα της
πατρίδας και της πολιτικής -και που δεν είναι λίγες- ξεπροβάλλει η κοινή δεξαμενή
που αρδεύει τόσο την ποίηση όσο και την πεζογραφία. Ένα από τα λίγα
πεζογραφήματα της εποχής που δεν δίνει κεντρικό ρόλο στα ερωτικά πάθη είναι η
Στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι (1870. έργο άγνωστου συγγραφέα αλλά πιθανότατα του
Χαρίλαου Δημόπουλου), στο οποίο ο κεντρικός πρωταγωνιστής αφηγείται με
σατιρική ματιά τις αναμνήσεις του από τη θητεία του στον ελληνικό στρατό.
Στην αφηγηματική πεζογραφία της περιόδου εκδηλώνονται δύο βασικές τάσεις:
μίας κριτικής/σατιρικής (Ο εξόριστος του 1831 του Αλ. Σούτσου, Ο
πολυπαθής (1839) και Ο ζωγράφος του Παλαιολόγου, ο Πίθηκος Ξουθ (1848)
του Πιτσιπιού, ο Θάνος Βλέκας του Καλλιγά, η Πάπισσα Ιωάννα (1866) του
Εμμανουήλ Ροίδη (1836-1904) και η Στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι) . και
μίας ιδεαλιστικής/ηθικής (Η ορφανή της Χίου του Πιτσιπιού, εν μέρει ο
Θάνος Βλέκας καθώς και μια σειρά ιστορικών μυθιστορημάτων κυρίως του
Στέφανου Ξένου και του Κωνσταντίνου Ράμφου (1796-1871).
Στη μεταβατική δεκαετία του 1830, επιβιώνει ακόμη η παράδοση της λογοτεχνίας
των χρόνων του Διαφωτισμού (η φιλοσοφική σάτιρα, τα αφηγήματα ηθών με
διδακτική πρόθεση, η αναβίωση του αρχαιοελληνικού μυθιστορήματος). Ταυτόχρονα
εμφανίζεται το νεότερο ρεύμα του ρομαντισμού.
Τη φιλοσοφική σάτιρα του Διαφωτισμού και του έργου του Βολταίρου συνεχίζουν τα
πρώτα διηγήματα του Π. Σούτσου «Τρισχιλιόπηχος» και τα «Απομνημονεύματα ενός
Ψιττακού», δημοσιευμένα το 1833.
Στοιχεία από την παράδοση του Διαφωτισμού διακρίνουμε και στο πικαρικό1
μυθιστόρημα Ο πολύπαθης του Παλαιολόγου καθώς και στα μυθιστορήματα ηθών
Ζωγράφος (επίσης του Παλαιολόγου) και Πίθηκος Ξουθ του Πιτσιπιού, τα οποία
περιγράφουν ανθρώπινους χαρακτήρες και συμπεριφορές και έχουν συνήθως
διδακτική πρόθεση.
Ένα άλλο έργο του Πιτσιπιού, η Ορφανή της Χίου, υιοθετεί πολλά στοιχεία από το
αρχαίο ελληνικό και βυζαντινό μυθιστόρημα, το οποίο γνώρισε εκδοτική άνθηση στα
τέλη του 18ου αιώνα, στα χρόνια ακμής του νεοελληνικού Διαφωτισμού. Στην
πραγματικότητα, η παράδοση του Διαφωτισμού δεν έσβησε ποτέ σε όλη τη διάρκεια
1
Στο πικαρικό μυθιστόρημα παρακολουθούμε συνήθως τη βιογραφία ενός νεαρού ατόμου, κατά κανόνα ταπεινής
καταγωγής και αμφίβολης ηθικής, που προσπαθεί να επιβιώσει μέσα σε χώρους και περιστάσεις όπου κυριαρχούν η
εξαπάτηση και η διαφθορά. Τα μυθιστορήματα αυτού του είδους αναπτύσσονται σε αλλεπάλληλα επεισόδια, τα οποία
συνδέονται μεταξύ τους μόνο από το γεγονός ότι συμβαίνουν στο ίδιο άτομο
46
της πεντηκονταετίας, όπως δείχνει η αντιεκκλησιαστική σάτιρα του Ροΐδη στην
Πάπισσα Ιωάννα.
47
καταφεύγουν σε τεχνάσματα για να πείσουν τον αναγνώστη για την αληθοφάνεια
όσων περιγράφουν. Η διαχείριση όμως των αισθημάτων, η τροπή και η εξέλιξη που οι
πρώτοι πεζογράφοι δίνουν στις αντιδράσεις των ηρώων, η εξιδανίκευση της
πραγματικότητας, και κυρίως η ρητορική των κειμένων τους, που διακρίνονται σε
πολλές περιπτώσεις από υπερβολή, στόμφο και ρητορεία, είναι στοιχεία που τα
εντάσσουν στη ρομαντική παράδοση.
Ένα είδος που αποτελεί άμεσο καρπό του ευρωπαϊκού ρομαντισμού, το ιστορικό
μυθιστόρημα εμφανίζεται στη νεοελληνική λογοτεχνία γύρω στα 1850 (Αυθέντης του
Μορέως του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή) Η υπόθεση του συγκεκριμένου έργου
αντλείται από τα γεγονότα της περιόδου της Φραγκοκρατίας στην Πελοπόννησο. Α
Τα έργα όμως που εκδόθηκαν την περίοδο 1861-1862 όπως τα μυθιστορήματα του
Στέφανου Ξένου (Ηρωϊς της ελληνικής επαναστάσεως) και του Κωνσταντίνου Ράμφου
(Ο Κατσαντώνης, 1862, και Αι τελευταίαι ημέραι τον Αλή-Πασά, 1862) που αντλούν
τις υποθέσεις τους από την περίοδο της Οθωμανοκρατίας, από τη δράση του Αλή
Πασά και από τον αγώνα της Επανάστασης, εντάσσονται μέσα στο γενικότερο κλίμα
«ανακάλυψης» και αξιοποίησης της ελληνικής ιστορίας την οποία η κριτική της
εποχής σύστηνε ως πηγή έμπνευσης στους συγγραφείς, για να αντιμετωπιστεί η
μεγάλη διάδοση του μεταφρασμένου (κυρίως του γαλλικού) μυθιστορήματος.
Πολλά από αυτά τα μυθιστορήματα, εξυπηρετούν τη Μεγάλη Ιδέα που αποτελεί
βασικό ιδεολογικοπολιτικό άξονα του έθνους, και αποσκοπούν στην ανάδειξη της
υπεροχής του ελληνικού στοιχείου έναντι των εκάστοτε εχθρών.
Παράλληλα τα αφηγήματα αυτά αποτελούσαν μιαν ελκυστική πρόταση για τη γνώση
της νεοελληνικής ιστορίας, ειδικά για το λαϊκό εγγράμματο αναγνωστικό κοινό,
γεγονός που εξηγεί και τη μεγάλη διάδοση που είχαν.
Άλλοτε πάλι, μπορεί κανείς να την προσπάθεια του λογοτέχνη να σχολιάσει
αλληγορικά τη σύγχρονη πολιτική πραγματικότητα και να κάνει υποδείξεις
διαχείρισης της, όπως έδειξε ο Τάκης Καγιαλής μελετώντας την περίπτωση του
Αυθέντη τον Μορέως του Ραγκαβή (Καγιαλής, 1997).
48
Παράλληλα σατιρίζονται και παρωδούνται βασικά χαρακτηριστικά του ιστορικού
μυθιστορήματος. Επιπλέον, η τοποθέτηση της δράσης στην περίοδο του Μεσαίωνα
(το έργο φέρει μάλιστα τον υπότιτλο «Μεσαιωνική μελέτη»), υπομονεύει την
κυρίαρχη στην εποχή του τάση ανάδειξης του Βυζαντίου και του χριστιανισμού σε
βασικούς διαμορφωτικούς παράγοντες του ελληνικού έθνους (τάση που κυρίως
επέβαλαν οι ιστορικές μελέτες του Σπυρίδωνα Ζαμπέλιου και του Κωνσταντίνου
Παπαρρηγόπουλου).
Στο είδος των ιστορικών μυθιστορημάτων εντάσσεται και ο Λουκής Λάρας (1879) του
Δημήτριου Βικέλα (1835-1908), με το οποίο ολοκληρώνεται σχηματικά η
αφηγηματική πεζογραφία της περιόδου 1830-1880. Το συγκεκριμένο έργο
διαφοροποιείται ως προς τον χειρισμό του ιστορικού του υλικού σε σύγκριση με
προγενέστερα ομοειδή έργα. Η γειωμένη προσέγγιση των γεγονότων θεωρήθηκε ότι
προετοιμάζει κατά κάποιο τρόπο τη γενιά του 1880, και γι' αυτό θα εξεταστεί στο
αντίστοιχο κεφάλαιο
4.2.7 Απόκρυφα
49
Το ελληνικό μυθιστόρημα αυτής της κατηγορίας με τη μεγαλύτερη διάδοση ήταν τα
εξάτομα Απόκρυφα Κωνσταντινουπόλεως (1868) του Χριστόφορου Σαμαρτσίδη
(1843-1900).
50
αναγνώστες για τους κινδύνους που καραδοκούν για τους ίδιους και την τάξη τους
από την εγκατάλειψη και την καταπίεση των αγροτών.
ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ
51
Πρώτο έργο ρομαντισμού – Ο Οδοιπόρος, (1827) του Παναγιώτη Σούτσου,
δραματικό ποίημα. Έχει με το θέατρο μόνο δευτερεύουσες, υστερογενείς σχέσεις. Η
κύρια συμβολή του είναι λυρική: έχουμε να κάνουμε με μια βυρωνική ανταρσία του
αισθήματος, με μια νέα ιστορική στιγμή όπου το άτομο αντιτίθεται κραυγαλέα σε ό,τι
ως τώρα αποκαθιστούσε την ψυχική του γαλήνη και την αρμονική του επαφή με το
περιβάλλον του. Το δίδαγμα που βγαίνει είναι μηδενιστικό.
Παναγιώτης Σούτσος
– Λέανδρος – μυθιστόρημα σε μορφή επιστολική
– Η Κιθάρα – ποιητική συλλογή (ερωτικά, «βακχικά», πατριωτικά, και πολιτικά-
σατιρικά). Ο ποιητής ξαναβρίσκει συχνά τη φαναριώτικη ξενοιασιά του, δεν παύει
ωστόσο, να κυριαρχείται από μια θανάσιμη μελαγχολία.
Αλέξανδρος Σούτσος αγωνίζεται για συνταγματικές ελευθερίες, καταδικάζει τη
Βαυαροκρατία ή τον αυτοχθονισμό, διώκεται στα 1839.
- Σάτυρες - ποίηση καθόλου λυρική, με μόνιμα πολιτικό και σατιρικό
χαρακτήρα
- Πανόραμα της Ελλάδος – συλλογή ποιημάτων, στη δημοτική, ειρωνική και
παιγνιδιάρικη διάθεση
- Ο Περιπλανώμενος – Μακρότατο και ανιαρότατο ποίημα, κακή μίμηση
του Childe Harold του Μπάιρον, με πολλές πολιτικές αιχμές.
- Η Τουρκομάχος Ελλάς – ποίημα δείγμα υψηλής ποίησης, μια άτυχη
προσπάθεια επικής περιγραφής του αγώνα του 1821, που δεν κατορθώνει να ξεφύγει
από την πεζολογία.
- Ο Άσωτος – πρώιμη κωμωδία, σε ζωντανή γλώσσα καθημερινής ομιλίας.
- Ο Εξόριστος – πεζογράφημα
Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής αρχίζει τη λογοτεχνική του σταδιοδρομία με στίχους
όπου το σμίξιμο του γερμανικού ιδανισμού και της δημοτικής παράδοσης θυμίζει
κάπως τις προσπάθειες των Επτανησίων. Μετά το 1840 ακολουθεί σταθερά τον
δρόμο του αρχαϊσμού και του κλασικισμού.
- Άπαντα τα φιλολογικά – 19 τόμοι
- Ο Δήμος κ’ Ελένη – ποίημα, καθαρά ρομαντικό με επίπλαστο χρώμα λαϊκό-
ελληνικό, δημοτική γλώσσα, με κάποια λόγια ψυχρότητα.
- Διάφορα ποιήματα – συναγωγή λογοτεχνικών ειδών (ένα διαλογικό προοίμιο,
ένα «ποίημα δραματικόν» και ένα δράμα, ένα πεζό διήγημα, μια μελέτη για την
αρχαία προσωδία, δύο έμμετρες αφηγήσεις, αρκετές μεταφράσεις και πολλά
πρωτότυπα ποιήματα.) συναγωγή ρευμάτων και αναγνώσεων (δημοτικό τραγούδι,
Βύρων, Λαμαρτίνος, Γκαίτε, Ευριπίδης, Όμηρος). Ο δεκαπεντασύλλαβος
εναλλάσσεται με το δακτυλικό εξάμετρο, ή δημοτική γλώσσα με την
καθαρεύουσα. Στο λυρικό πεδίο συναντούμε και τα δύο βασικά μοτίβα του
52
ρομαντισμού: τη συλλογική, ηρωική έξαρση και την ατομικιστική ζοφερή απόγνωση
από την άλλη.
- Η Ταξιδεύτρια – παραλλαγή του θέματος της περιπλάνησης, του οδοιπόρου.
- Διονύσου πλούς – ποιητικό «διήγημα», με θέμα το επεισόδιο του θεού
Διονύσου με τους τυρρηνούς, που εικονίζεται στη ζωοφόρο του χορηγικού μνημείου
του Λυσικράτη. Η γλώσσα είναι εξαιρετικά επιτηδευμένη και γλαφυρή
υπεραρχαϊζουσα, σε περίτεχνα επεξεργασμένες πεντάστιχες στροφές.
Ηλίας Τανταλίδης στιχουργεί στη δημοτική και στην καθαρεύουσα συντηρώντας μαζί
με την παράδοση του Χριστόπουλου, και το πολίτικο πνεύμα της ελαφράδας.
- Παίγνια
- Ιδιωτικά στιχουργήματα
- Άσματα
- Μια πρώιμη ομηρική μετάφραση σε δακτυλικό εξάμετρο που αποσπά τους
επαίνους του Α. Ρ. Ραγκαβή στα 1840.
Γεώργιος Ζαλοκώστας ( γράφει σε καθαρεύουσα και δημοτική γλώσσα, αλλά και
επικολυρικά θέματα και οικειότερους, τρυφερότερους, είτε ερωτικούς και
ελεγειακούς στοίχους. Γράφει αδιακρίτως και τα δύο θέματα και στις δύο γλώσσες.)
- Το Χάνι της Γραβιάς, Μεσολόγγι κ.α. – επικολυρικά ποιήματα.
- Μικρά λυρικά ποιήματα με μελωδικότερο μετρικό σχήμα, ένα τετράστιχο με
έναν δεκαπεντασύλλαβο και τρεις μικρότερους στίχους, σε δημοτική γλώσσα.
Θεόδωρος Ορφανίδης Μαθητής του Αλ. Σούτσου, παρά τον αντιφαναριωτισμό του,
καλλιεργεί από νωρίς, με μέτρια αποτελέσματα, τη σατιρική στιχουργία.
- Ο Άπατρις, Χίος δούλη – επικολυρικά ποιήματα από τη μεσαιωνική ιστορία
του νησιού.
- Άγιος Μηνάς – επικολυρικό ποίημα για τις σφαγές της Χίου στα 1822
- Τίρι-Λίρι «ή το κυνηγέσιον έν νήσω Σύρω, ποίημα ηρωικοκωμικόν» -
σατιρικό ποίημα. Ο παράξενος τίτλος σημαίνει κάτι σαν παιχνίδι ή φλυαρίες δίχως
νόημα. Οι 3.000 δεκαπεντασύλλαβοι στίχοι του είναι πλαδαροί και ατημέλητοι, αλλά
η σατιρική του διάθεση αναβρύζει συχνά γνήσια, τα κωμικά ευρήματα είναι πολλά.
Ιωάννης Καρασούτσας (λυρικός, ρομαντικός με ιδιαίτερη απαισιοδοξία, γλώσσα
τυπική καθαρεύουσα αλλά και με πιο θερμούς ήχους της δημοτικής). Θαυμαστής του
Α.Ρ. Ραγκαβή, αρχίζει από το 1839 ν’ αναζητά έναν προσωπικό δρόμο προς τον
λυρισμό, συνδυάζοντας τη ρομαντική θεματογραφία του με μια αίσθηση όλο και
περισσότερο κλασικιστική.
- Εωθιναί μελωδίαι
- Βάρβιτο
Δημοσθένης Βαλαβάνης λιγοστή ποιητική παραγωγή στην οποία το μερίδιο της
δημοτικής είναι αρκετά μεγάλο.
53
Φαναριώτης – Κατά τον 19ο αιώνα, ο όρος Φαναριώτης πήρε μια νέα και
διαφορετική σημασία. Ο όρος ισχύει σχεδόν πάντοτε για τους απογόνους της ελίτ της
Κωνσταντινούπολης του 18ου αιώνα και των Παραδουνάβιων ηγεμονιών, που
κατέληξαν να συγκροτήσουν την πνευματική ελίτ του ελληνικού βασιλείου. Η
άνοδος των Φαναριωτών αυτών έγινε κατά την περίοδο 1830-1880, και οι ποιητές
που έγραψαν και δημοσίευσαν στην Αθήνα αυτή την περίοδο συγκρότησαν την
Παλαιά Αθηναϊκή ή Φαναριώτικη Σχολή.
Αμβρόσιος Σ. Ράλλης, έμπορος της Τεργέστης, αναθέτει στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
τη διεξαγωγή ποιητικών διαγωνισμών, εκπονεί τον κανονισμό τους και αναλαμβάνει
τα έξοδα: από το 1851 ως το 1877 η εξέλιξη του έμμετρου λόγου βρίσκεται σε στενή
συνάρτηση με ό,τι κυοφορείται, ενθαρρύνεται ή καταδικάζεται μέσα στα πλαίσια του
αθηναϊκού θεσμού.
Γλωσσικά – η δημοτική γλώσσα αποκλείεται επισήμως.
Ο ρομαντισμός, κυρίαρχος με την βυρωνική μορφή του, αποβαίνει στοιχείο
επαναστατικό, ανατρεπτικό. Όπλο στα χέρια της φοιτητικής νεολαίας, από τη μια
μεριά προβάλλει επιδεικτικά ένα σύνολο από επικίνδυνες κοινωνικά συμπεριφορές
(αιμομιξίες, φόνους, αυτοκτονίες, παραφροσύνες κ.λ.π.), ενώ από την άλλη αποτελεί
μέσο πολιτικών αντιοθωνικών εκδηλώσεων, ιδίως μετά τα Κριμαϊκά και την
καθίζηση της Μεγάλης Ιδέας.
1860 – ετοιμάζει την εξόρμησή της η τελευταία αθηναϊκή γενιά που θα οδηγήσει τον
ρομαντισμό στην κορύφωση και στην πτώση του (είναι η γενιά του Αχιλλέα
Παράσχου, του Δημ. Παπαρρηγόπουλου, του Σ.Ν. Βασιλειάδη). Το νέο στοιχείο δεν
βρίσκεται ούτε στη γλώσσα ούτε στη στιχουργική τεχνική ούτε στη
θεματογραφία. Βρίσκεται στην ένταση της φωνής. Το παράπονο μεταβάλλεται σε
κραυγή διαμαρτυρίας. Η μελαγχολία γίνεται κατάθλιψη, η παθητική αναμονή του
θανάτου ενεργητική θανατοφιλία. Ανεβαίνει και ο τόνος της οργής, φθάνοντας ως
την πρόκληση. Εκπρόσωπος ο Α. Παράσχος.
54
Το 1831 στο Ναύπλιο δημοσιεύτηκαν δύο μακροσκελή ποιήματα τα οποία
εγκαινιάζουν την έμπρακτη φάση του Ρομαντισμού στην Ελλάδα (Ο Οδοιπόρος του
Παναγιώτη Σούτσου και Δήμος & Ελένη του Ραγκαβή) Και τα δύο είναι
μελοδραματικά έργα, στα οποία αναγνωρίζουμε μία εισαγόμενη πλοκή εξωτερικής
προέλευσης, η οποία στηρίζεται γερά στον ελληνικό κόσμο. Η ιστορική σημασία
αυτών των ποιημάτων βρίσκεται όχι μόνο στο γεγονός ότι σε μεγάλο βαθμό
καθόρισαν και καθιέρωσαν ό,τι συμβατικά ονομάζεται ελληνικός Ρομαντισμός, αλλά
επίσης, και στη σχέση τους με τον Σολωμό.
Η λυρική ποίηση της περιόδου του Ρομαντισμού, τόσο στην Αθήνα όσο και στα
Επτάνησα, κυριαρχείται από ερωτική ποίηση και ελεγείες καθώς και από ποιημάτια
αφιερωμένα στις εποχές, ιδιαίτερα την άνοιξη, ενώ μακροσκελέστερα ποιήματα, με
πατριωτικά θέματα κυρίως, είτε αφηγηματικά είτε δραματικά, εμφανίζονται και στα
δύο πολιτισμικά κέντρα.
Οι κριτικοί του 20ου αιώνα, θεώρησαν ότι η λυρική ποίηση των μέσων του 19ου αιώνα
είχε προσποίηση και ψυχρότητα, στοιχεία που βρίσκονται σε συμφωνία περισσότερο
με την ποιητική του νεοκλασικισμού του 18ου αιώνα παρά με τα Ρομαντικά
γνωρίσματα.
Κατά παράδοξο τρόπο, στον ελληνικό χώρο ο «νεοκλασικισμός» θα πρέπει να
εννοείται ως τοπική εκδήλωση της Ρομαντικής παρόρμησης.
Η μόνη συστηματική διάκριση που μπορεί να γίνει μεταξύ της ποιητικής των δύο
Σχολών (της Επτανησιακής και της Αθηναϊκής) είναι στην επιλογή της γλώσσας
τους. Στην Αθήνα, η «αρχαιοπληξία» της εποχής επεκτείνεται και στην ποιητική
γλώσσα, ενώ οι ποιητές των Επτανήσων καλλιεργούν συστηματικά ένα ιδίωμα που
βασίζεται στην ομιλούμενη της περιόδου και η οποία, όπως και στην περίπτωση του
Σολωμού, περιλαμβάνει στοιχεία της τοπικής διαλέκτου.
55
Δ. Παπαρρηγόπουλος – εμφανίζεται με αναρχικές τάσεις – Σκέψεις ενός ληστού –
για να μπει με τους Στόνους σ’ ένα κλίμα χαμηλόφωνης απελπισίας.
Σ.Ν. Βασιλειάδης – Με την πρώτη συλλογή του – Εικόνες και Κύματα, 1866 –
αφιερωμένη στον Θεό, εμφανίζεται ταυτόχρονα μυστικοπαθής και βλάσφημος.
Πολυλάς – Αν και ποτέ δεν δημοσίευσε τα ποιήματά του σε συλλογή, τακτοποίησε
και εξέδωσε τα χειρόγραφα του Σολωμού μετά το θάνατο του τελευταίου, σε μια
μορφή της οποίας τα κριτικά εργαλεία και η γνωστική επάρκεια ουδέποτε
ξεπεράστηκαν. Ήταν επίσης ο πρώτος που μετέφρασε τον Όμηρο στα νέα ελληνικά
και υπήρξε από τους πιο επιτυχημένους μεταφραστές του Σαίξπηρ. Επιπροσθέτως,
ήταν ένας από τους λίγους συγγραφείς της γενιάς του στα Επτάνησα που έγραψε
πεζογραφία.
Ανδέας Λασκαράτος
– Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς – πεζή σάτιρα
– Ιδού ο άνθρωπος – πεζή σάτιρα
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
1. Περισσότερα στοιχεία είναι σήμερα γνωστά για τα πεζογραφικά είδη που
κυκλοφόρησαν στα ελληνικά ανάμεσα στο 17ο αιώνα και στις αρχές του 19ου, για τα
οποία αποδείχτηκε ανεπαρκής ο παλαιότερος χαρακτηρισμός ως «λαϊκά
αναγνώσματα».
2. Ανανεώθηκε το ενδιαφέρον για τα ίδια τα κείμενα των μυθιστορημάτων που
δημοσιεύτηκαν ανάμεσα στα 1835 και στα 1850, και η σχετική έρευνα ασχολήθηκε
με ένα μεγαλύτερο θεματικό εύρος σε σύγκριση με ό,τι είχε επισημανθεί μέχρι τότε.
56
τη γνωριμία του αφηγητή με έναν ευφυή αλλά απαίδευτο παπά ενός χωριού στη Χίο,
έχουν καθαρά διδακτικό σκοπό.
Ο Εξόριστος – Αλέξανδρος Σούτσος – αντλεί το πλαίσιο δράσης του από την
ταραχώδη πολιτική ζωή των πρώτων χρόνων του ελεύθερου ελληνικού κράτους.
Το Παλληκάριον – Ανώνυμο – επικέντρωσε το ενδιαφέρον του σε επεισόδια του
πολέμου, που είχε τελειώσει λίγα χρόνια πριν.
Η Ορφανή της Χίου – Ιάκωβος Πιτζιπίος - επικέντρωσε το ενδιαφέρον του σε
επεισόδια του πολέμου, που είχε τελειώσει λίγα χρόνια πριν.
Ο Πολυπαθής – Γρηγόριος Παλαιολόγος – μεταφέρει τον αναγνώστη από την
Οθωμανική Κωνσταντινούπολη της δεκαετίας του 1770 στην Ελλάδα του βασιλιά
Όθωνα, και τελειώνει με τον πολυβασανισμένο ήρωά του να ξαναβρίσκει στα εξήντα
του τη χαμένη αγάπη του και να καταλήγει, να καλλιεργεί τον κήπο του.
Ζωγράφος – Γρηγόριος Παλαιολόγος – κείμενο το οποίο είναι εν μέρει ερωτική
μυθιστορία και εν μέρει κοινωνική σάτιρα.
Ο Πίθηκος Ξουθ ή Τα ήθη του αιώνος – Ιάκωβος Πιτζιπίος – μυθιστόρημα το οποίο
σατιρίζει τόσο τις στάσεις των Ευρωπαίων περιηγητών ως προς την Ελλάδα, όσο και
τις αξιώσεις της νεοσύστατης αστικής τάξης της Αθήνας, με αποτέλεσμα και οι δύο
ομάδες να φαίνεται ότι πιθηκίζουν.
Αυθέντη του Μορέως – Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής – ιστορικό
μυθιστόρημα. Αντλώντας την πλοκή του από το γραμμένο σε δημώδη γλώσσα
έμμετρο Χρονικόν του Μορέως του 14ου αιώνα.
Ο Διάβολος εν Τουρκία – Ξένος – το 1ο μυθιστόρημα του, το οποίο δημοσιεύτηκε
πρώτα στα αγγλικά και αργότερα στα ελληνικά.
Ο Συμβολαιογράφος – Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκάβης – ρεαλιστική ιστορία
δολοπλοκίας, αγωνίας και ρομάντζου, είναι μεταξύ των πρώτων αστυνομικών
μυθιστορημάτων που γράφτηκαν ποτέ.
Θάνος Βλέκας – Παύλος Καλλιγάς – Το μοναδικό του μυθιστόρημα. Ο ομώνυμος
ήρωας είναι ένας από δύο αδελφούς, ο οποίος στην αρχή της ιστορίας είναι
μικροκαλλιεργητής καλοκάγαθος και χωρίς φιλοδοξίες. Ο αδελφός του, ο Τάσος,
συγκεντρώνει όλα τα κοινωνικά και ορισμένα από τα πολιτικά κακά της εποχής,
καθώς αλλάζει ρόλους προκειμένου να αποκομίσει προσωπικά οφέλη: από ληστής
γίνεται θεσιθήρας και επιδιώκει εκβιαστικά να αποκτήσει χωράφια και
εκμεταλλεύσιμη γη. Στην πορεία των πραγμάτων, ο αθώος Θάνος πληρώνει για τα
παραπτώματα του αδερφού του, χάνοντας πρώτα τη γη του, κατόπιν την ελευθερία
του και τελικά ακόμα και τη ζωή του. Στην πορεία των αναγκαστικών
περιπλανήσεων συναντά την όμορφη Ευφροσύνη, ο πατέρας της οποίας τον παίρνει
υπό την προστασία του και ο οποίος αντιπροσωπεύει στο βιβλίο τον μόνο
επιτυχημένο μεσολαβητή ανάμεσα στο καλό και το κακό. Προτού όμως οι δύο τους
καταφέρουν να παντρευτούν, ο Θάνος σκοτώνεται σε μια προσπάθεια να αποτρέψει
έναν τοπικό ξεσηκωμό εναντίον της τυραννικής κατάχρησης εξουσίας του αδελφού
57
του, και η κοπέλα, αφού φτάνει με τον πατέρα της λίγα μόνο λεπτά αργότερα, δεν
κατορθώνει να αποτρέψει το κακό και πέφτει άψυχη πάνω στο πτώμα του. Έντεχνη
αφήγηση. Υψιπετές ρητορικό ύφος και πάμπολλες παρεκβάσεις, οι οποίες θυμίζουν
τα αρχαία ελληνιστικά μυθιστορήματα.
Η Πάπισσα Ιωάννα – Εμμανουήλ Ροϊδης – Το μόνο ελληνικό μυθιστόρημα του
19ου αιώνα που βρήκε μια έστω και μέτρια θέση στον ευρωπαϊκό λογοτεχνικό
κανόνα. Το έργο εκτυλίσσεται χωρο-χρονικά μακριά από τη σύγχρονη Ελλάδα και
είναι γραμμένο με πλήρη αδιαφορία απέναντι στις περισσότερες αφηγηματικές
συμβάσεις της εποχής. Ένα από τα λίγα κωμικά αριστουργήματα της νεοελληνικής
λογοτεχνίας. Το θέμα αντλείται από την απόκρυφη βωμολοχία της μεσαιωνικής
ιστορίας, σύμφωνα με την οποία ο Πάπας του 9ου αιώνα, Ιωάννης Η’, ήταν στην
πραγματικότητα γυναίκα. Οι κριτικοί δεν είναι όλοι σύμφωνοι ως προς τη φύση και
το σκοπό αυτού του μυθιστορήματος, ακόμη και αν μπορεί να θεωρείται
μυθιστόρημα.
Η στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι – Ανώνυμο - και ο Λουκής Λάρας – Δημήτριος
Βικέλας – διηγούνται αληθινές ιστορίες. Και τα 2 έχουν θεωρηθεί, ως μοναδικοί
σχεδόν πρόδρομοι ενός λιγότερο ρητορικού ύφους και μιας γλώσσας πλησιέστερης
στην ομιλούμενη της εποχής. Είναι τα πρώτα μυθιστορήματα στα ελληνικά όπου η
εσκεμμένη απλοποίηση της γλώσσας και του ύφους αντανακλά τον καινούργιο στόχο
του ντοκυμανταίρ.
Τα Απομνημονεύματα – Μακρυγιάνης – Για πρώτη φορά στη δεκαετία του 1870 τα
όρια μεταξύ γεγονότος και μυθοπλασίας σκοπίμως συγχέονται.
Οι κρητικοί γάμοι – Σπυρίδων Ζαμπέλιος – μοναδικό μυθιστόρημα επτανήσιου
συγγραφέα. Ιστορικό μυθιστόρημα που εκτυλίσσεται στην Κρήτη του 16ου αιώνα.
Δραστηριότητες:
58
α. Οδοιπόρος: μεγάλη στιχουργική ποικιλία, εναλλαγή διάφορων στίχων που
ακολουθεί την παλαιότερη φαναριώτικη τάση για ρυθμική ανανέωση της ποιητικής
παράδοσης.
β. Δήμος και Ελένη: σταθερή προτίμηση (αν και όχι αποκλειστική) προς 15σύλλαβο
που δείχνει τη διάθεση για σύνδεση με τη στιχουργική παράδοση του δημοτικού
τραγουδιού.
59
4. α) "Παρά τω τάφω της δεσποινίδος" Σ. Βασιλειάδης + β) "Επί του τάφου
του πατρός μου" Γ. Βιζυηνός:
Σύγκριση (περίοδος: παρακμή του αθηναϊκού κλασικορομαντισμού)
Και τα δύο ως θέμα τους τάφους και τον πενθισμό. Και στα δύο απαντούν οι
κοινοί τόποι της ρομαντικής τεχνοτροπίας (δράμα από θάνατο νέας ή
πολυαγαπημένου συγγενικού προσώπου).
Στο α) τυπικά ρομαντικά γνωρίσματα (αντιθετική σχέση νεκρής - φύσης,
ενατένιση του ουρανού, πικρή ανάμνηση νεκρού αδελφού), ρητορισμός,
μεταφυσική "λύση" (θάνατος σώματος = αθανασία ψυχής) εκφυλίζονται λόγω
κακής χρήσης καθαρεύουσας (συντακτική στρυφνότητα και ακυρολεξίες).
Στο β) Σπαραξικάρδια ρομαντική δραματοποίηση), τίτλος σε καθαρεύουσα,
συγκινησιακά θερμαίνεται από την καθαρή δημοτική γλώσσα και, μέσω
αυτής, την ανάμνηση του δημοτικού τραγουδιού (μοιρολόγια). Περίτεχνη
στροφή + χρήση δημοτικής => ροπή προς αλλαγή (γενιά 1880)
60
ωστόσο από τα στερεότυπα της μυθιστορίας (έρωτας ανεκπλήρωτος, οι δύο
πρωταγωνιστές πεθαίνουν από θλίψη ή αυτοκτονούν).
Η περίοδος διακρίνεται από κριτική τάση εναντίον των τρωτών της πολιτικής
διοίκησης, καθώς και από όψεις της κοινωνικής οργάνωσης και αστικής ζωής.
Σε αυτή την παράδοση εντάσσεται και το έργο, όμως στο στόχαστρο της
κριτικής του βάζει την εκκλησία, σατιρίζοντας όλο το εκκλησιαστικό
οικοδόμημα (όντας Διαφωτιστής) προκαλώντας πραγματικό σκάνδαλο
(σατιρική ελευθεροσύνη).
Προκαλεί επίσης με το απαράμιλλο ύφος του (προγραμματικός και συνεχής
αιφνιδιασμός με τις πλέον απρόσμενες παρομοιώσεις - "αφυπνωτική"
μέθοδος, ιδιοφυής χρήση της γλώσσας).
61
10. "Θάνος Βλέκας": Πρόκειται για είδος παραβολικής αφήγησης (αναφορά
στην πολιτική διαχείριση των προβλημάτων των αγροτικών στρωμάτων);
ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΥ
Α. ΠΟΙΗΣΗ:
1. Αλέξανδρος Σούτσος (1803-1863)
«Επιστάτης εθν. οικοδομών» (81)
«Ζηλιάρης γέρος»
62
5. Ηλίας Ταντασίδης (1818-1896)
«Μικράτα» (104)
Β. ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
1. Γρηγόριος Παλαιολόγος (1793-1844)
«Ο Ζωγράφος» (115)
63
«Πάπισσα Ιωάννα» (160)
64
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
ΕΝΝΟΙΕΣ – ΚΛΕΙΔΙΑ
Επαρχία - Άστυ
Ρεαλισμός
Σάτιρα
Λαογραφία
Γλωσσικό Ζήτημα
Ηθογραφία
Παρνασσισμός
Συμβολισμός
Ποιητής Μύστης
Νατουραλισμός
Κοινωνική κριτική
Γυναικεία πεζογραφία
Ψυχολογικό / Ιδεολογικό μυθιστόρημα
ΟΡΙΣΜΟΣ
Η λογοτεχνική "Γενιά του 1880" περιλαμβάνει μια μεγάλη και σημαντική ομάδα
λογοτεχνών που δραστηριοποιούνται τόσο στην πεζογραφία όσο και στην ποίηση και
διαμορφώνουν με το έργο τους τις λογοτεχνικές τάσεις της περιόδου 1880 - 1910
περίπου. Οι δημιουργοί επιδεικνύουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις πολιτικές,
κοινωνικές και πολιτισμικές εξελίξεις τόσο στον ελλαδικό χώρο όσο και στην
υπόλοιπη Ευρώπη.
Η Γενιά του 1880 συνδέεται με το πέρασμα από τον Ρομαντισμό στον Ρεαλισμό, ο
οποίος ως ρεύμα είναι αποτέλεσμα των εξελίξεων στο φιλοσοφικό και στο
επιστημονικό πεδίο.
65
6.1 ΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗΣ ΓΕΝΙΑΣ ΤΟΥ
1880
ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ
Ένα καίριο ζήτημα για την ελληνική κοινωνία της περιόδου είναι το γλωσσικό. Το
διάστημα 1830-1880 ο γλωσσικός αγώνας, τουλάχιστον στην Αθηναϊκή
επικράτεια, εντοπίζεται μεταξύ «καθαρεύουσας» και «αρχαΐζουσας».
Από το 1880 κυρίως πληθαίνουν οι φωνές υποστήριξης της δημοτικής στη λογοτεχνία
(Ιάκωβος Πολυλάς, Η φιλολογική μας γλώσσα 1892, Εμμανουήλ Ροίδης, Τα είδωλα
1893) και εμφανίζονται δείγματα λόγου ενδεικτικά της επικείμενης αλλαγής.
66
Κυρίαρχο ρόλο παίζει ο Ψυχάρης, που καθιερώνει τον όρο «διγλωσσία» μέσα από
το έργο «Το ταξίδι μου», στο οποίο προωθεί ως υπέρτατη αξία την καθιέρωση της
καθημερινής γλώσσας των απλών ανθρώπων. Στο έργο κατακεραυνώνει τους
δασκάλους και τον λογιοτατισμό.
Ο Ψυχάρης επαναφέρει δυναμικά στο προσκήνιο το θέμα της χρήσης της δημοτικής
γλώσσας, την οποία συνδέει επίσης με την εθνικιστική ιδεολογία. Το Ταξίδι μου, μια
σειρά θεωρητικών άρθρων και η μαχητική του στάση θα χρήσουν τον Ψυχάρη
αρχηγό του δημοτικιστικού κινήματος με πλήθος οπαδών και πιστών φίλων, με πιο
στενό συνοδοιπόρο τον Εφταλιώτη, αλλά και πολλούς εχθρούς. Τα κηρύγματά του
όταν δεν διαποτίζονται από την υπερβολή βρίσκουν σιγά σιγά απήχηση στην
ελληνική κοινωνία.
Επηρεασμένος από "το ταξίδι" και ο Α. Καρκαβίτσας, ο οποίος γράφει τον
Ζητιάνο σε δημοτική εγκαταλείποντας για πάντα την καθαρεύουσα.
Και άλλοι όμως λογοτέχνες θα ακολουθήσουν το δρόμο της δημοτικής, όπως για
παράδειγμα οι Γιάννης Βλαχογιάννης (1867-1945), Αλέξανδρος Πάλλης (1851-
1935), Αργύρης Εφταλιώτης (1849-1923), Πέτρος Βλαστός (18791941). Ωστόσο οι
αλλαγές δεν είναι για όλους άμεσες και σε πολλά πεζογραφικά κείμενα της περιόδου
παρατηρείται μεγάλη ποικιλία τύπων τόσο από την καθαρεύουσα όσο και από την
ιδιωματική ντοπιολαλιά. Φαίνεται ότι η χρήση της καθαρεύουσας δεν εγκαταλείπεται
εύκολα και οι περισσότεροι λογοτέχνες προσπαθούν να διατηρήσουν μια μετριοπαθή
στάση ως προς το ζήτημα της γλώσσας.
Παρά τις ακρότητες ένθεν κακείθεν, το πνεύμα αλλαγής της γλωσσικής έκφρασης
έχει εισχωρήσει στο λογοτεχνικό πεδίο. Αρχικά στον πεζό λόγο: διαμέσου των
διαλόγων και σταδιακά και στην αφήγηση.
Πιο εύκολη η αλλαγή στην ποίηση, λόγω της παράδοσης του δημοτικού τραγουδιού,
του παραδείγματος του Σολωμού και των άλλων επτανήσιων ποιητών, αλλά και της
καταλυτικής επίδρασης του Παλαμά ο οποίος ήταν βασικός υποστηρικτής της
δημοτικής.
Ασφαλώς δεν επικρατεί ομοιομορφία στη γλωσσική έκφραση και η γλώσσα του κάθε
ποιητή διαφέρει ως προς το ύφος, το λεξιλόγιο και τους τύπους που επιλέγει
σύμφωνα και με την καταγωγή του. Όμως, όπως αναφέρει ο Παλαμάς για την εποχή
του, «η ποίησις προ πολλού απεδέχθη» τη ζωντανή γλώσσα του λαού
67
6.2 ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
6.2.1 Ρεαλισμός – Νατουραλισμός
Το επιστημονικό πνεύμα που είχε επικρατήσει ήδη από τον 18ο αιώνα με τους
Εγκυκλοπαιδιστές, ενισχύεται στον 19ο αιώνα. Γενικότερα επικρατεί ένα πνεύμα
διερεύνησης των δυνατοτήτων του ανθρώπου και η ευημερία θεωρείται συνισταμένη
της οικονομικής και τεχνολογικής ανάπτυξης.
Η Γενιά του 1880 συνδέεται με το πέρασμα από το Ρομαντισμό στο Ρεαλισμό. Στο
αισθητικό πεδίο ο Ρεαλισμός ως ρεύμα είναι αποτέλεσμα των εξελίξεων στο
φιλοσοφικό και στο επιστημονικό πεδίο: του θετικισμού και των ανακαλύψεων των
φυσικών επιστημών.
«Οι πιο συστηματικές απόπειρες να διατυπωθεί μια θεωρία του Ρεαλισμού έχουν την
αφετηρία τους στη Γαλλία» (Travers, 2005, σ. 128). Ο Ρεαλισμός συνδέθηκε αρχικά
με τις εικαστικές τέχνες και πέρασε και στο λογοτεχνικό πεδίο.
Ρεαλισμός ορίζεται στη λογοτεχνία η επισταμένη παρατήρηση της εξωτερικής
πραγματικότητας και η πιστή και λεπτομερής αναπαραγωγή της στο λογοτεχνικό
κείμενο. Αυτό που επιδιώκεται είναι να «καθρεφτιστεί» η πραγματικότητα στο
κειμενικό επίπεδο. Έτσι, οι όροι «αναπαραγωγή» και «απεικόνιση», εκφράσεις του
μιμητικού μοντέλου, συνδέθηκαν με το μοτίβο του καθρέφτη που έγινε σύμβολο της
ρεαλιστικής γραφής της περιόδου.
Κλασικά στοιχεία του ύφους του ρεαλισμού είναι:
η αντικειμενικότητα στην αφήγηση,
η εστίαση στο τετριμμένο και το καθημερινό,
η πιστή αναπαραγωγή του περιβάλλοντος και
μια γενική απαισιοδοξία για την ικανότητα του ατόμου να επιβάλει την
ύπαρξή του σ' έναν κόσμο αδιάφορο και χωρίς κατανόηση.
Μέσα από την ανάλυση και την ψυχολογική διερεύνηση των χαρακτήρων εξετάζεται
η σύγχρονη ιστορία των ηθών.
69
προλήψεις» το 1890, προσπάθησε να κάνει κατανοητή τη θεωρία του κινήματος,
στοιχεία της οποίας χρησιμοποίησε εν μέρει και στη δική του συγγραφική
προσπάθεια.
Ο νεοελληνικός Νατουραλισμός, αν και εμφανίζεται την περίοδο που ουσιαστικά το
κίνημα έχει ήδη εκπνεύσει στη Γαλλία, επιβιώνει για αρκετά χρόνια με διαφορετικές
εκφάνσεις σε μυθιστορήματα και διηγήματα της περιόδου 1880-1920.
Νατουραλιστικά έργα της περιόδου
Η Λυγερή (1892) και Ο Ζητιάνος (1895) του Καρκαβίτσα ,
Η Φόνισσα (1903) του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (1851-1911)
Σε άλλα μυθιστορήματα της εποχής συνυπάρχουν τα νατουραλιστικά με ρομαντικά
στοιχεία (όπως στο μυθιστόρημα του Ιωάννη Κονδυλάκη (1861-1920) Οι Άθλιοι των
Αθηνών, 1895). Στο νατουραλιστικό πλαίσιο εντάσσεται και το μεταγενέστερο
μυθιστόρημα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη (1872-1923), Η Ζωή και ο Θάνατος του
Καραβέλα (1920).
6.2.2 Ηθογραφία
70
Ειδικά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, η ηθογραφία συνδέθηκε με τις
λαογραφικές επιδιώξεις, με στόχο τη «γνωριμία με την ντόπια ανθρω-
πογεωγραφία» και την ανίχνευση της φύσης του ελληνικού πολιτισμού. Οι
συγγραφείς της περιόδου καταγράφουν ως λαογράφοι στοιχεία ενδεικτικά των
ελληνικών ηθών, μερικά από τα οποία αναπαράγουν και στα δικά τους
μυθιστορήματα.
(π.χ. η περιγραφή ενός χωριού ζητιάνων από τον Καρκαβίτσα στο περιοδικό Εστία, η
οποία χρησιμοποιήθηκε επίσης μεταπλασμένη στο μυθιστόρημά του Ο Ζητιάνος.)
Η ελληνική λαογραφία έχει βάσεις ρομαντικές και βασίζεται στην πίστη ότι οι
εγχώριες παραδόσεις ενός λαού όπως το φολκλόρ, η μουσική, ο χορός και οι άλλες
τέχνες εκφράζουν τις ρίζες του και συνθέτουν την εθνική του ταυτότητα και
συνείδηση. Η ρομαντική αυτή σύλληψη της ελληνικής λαογραφίας
συστηματοποιήθηκε σε επιστήμη με συγκεκριμένες κατευθύνσεις και στόχους
ακολουθώντας το επιστημονικό πνεύμα της περιόδου. Η λαογραφία αποτελεί ένα εί-
δος γραφής βασισμένο στην παρατήρηση, την όσο το δυνατόν πιο πιστή μεταγραφή
και, τέλος, την ανάλυση.
Πολλά από τα πεζογραφικά κείμενα της περιόδου ορίζονται ως ηθογραφικά διότι
παρουσιάζουν μια μικρή κοινότητα και μελετούν χαρακτηριστικούς τύπους της
κοινότητας ή συγκεκριμένες δοξασίες. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι ηθογράφοι
συγγραφείς γνωρίζουν καλά τον τόπο και τις συνήθειες των ανθρώπων που
περιγράφουν στα έργα τους, για τις οποίες συχνά εκδηλώνουν μια νοσταλγική
προσκόλληση, συνδυασμένη ενίοτε με τις αναμνήσεις παλαιών παιδικών τραυμάτων
Επίσης, η φόρμα του διηγήματος συνδέθηκε την εποχή αυτή με την ηθογραφική
προοπτική και θεματολογία και διευκόλυνε την ανάπτυξη της. Πρέπει να
επισημανθεί, ωστόσο, ότι το ηθογραφικό πλαίσιο εμφανίζεται επίσης και σε αρκετά
ποιήματα της περιόδου, όπως θα δούμε αναλυτικότερα παρακάτω
Διήγημα
Το είδος που γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση αυτή την περίοδο είναι το διήγημα. Η
Άνθησή του συνδέθηκε με την ανάπτυξη του Τύπου που έδωσε την ευκαιρία σε
πολλούς λογοτέχνες να παρουσιάσουν τη δουλειά τους στις σελίδες του.
Το διήγημα είναι ένα σύντομο μυθοπλαστικό κείμενο με πλαίσιο δράσης κυρίως
τον παραδοσιακό αγροτικό τόπο. Συνδέεται με την «επισταμένη μελέτη του
πραγματικού», δηλαδή τη σύγχρονη ρεαλιστική προοπτική. Δεν είναι τυχαίο,
άλλωστε ότι και ο Ξενόπουλος, ο οποίος ασχολήθηκε με τη θεωρητική ανάλυση
αυτού του αφηγηματικού είδους, όρισε το διήγημα στο κείμενο του Σαν 'Ονειρο ως
«βραχύ» και το έργο του διηγηματογράφου ως αντιγραφή «υπό τινάς όρους» αληθούς
ιστορίας ή αλλιώς ζωγραφική εκ του αληθούς (Ξενόπουλος, 1890, ο. 17-19), μια
παρατήρηση που συνδέει την τεχνική του ρεαλισμού με τις εικαστικές τέχνες.
71
Αν και η ανάπτυξη του διηγήματος ξεκινάει με την εμφάνιση του Λουκή Λάρα του
Βικέλα, λόγω του ρεαλιστικού τόνου του κειμένου, ουσιαστικά το είδος αποκτά
«υπολογίσιμη υπόσταση», με το διήγημα του Βιζυηνού, Το αμάρτημα της μητρός μου
.
Στο διήγημα βρίσκουν τη φόρμα για να εκφραστούν, πολλές φορές και
συνδυαστικά, οι περισσότερες τάσεις και τα στοιχεία που συνυπάρχουν αυτή
την περίοδο στην πεζογραφία: Η τάση παρατήρησης και καταγραφής των
παραδόσεων και συνηθειών μιας συγκεκριμένης ομάδας σε ένα συγκεκριμένο
περιβάλλον (τάση που παραπέμπει στη λαογραφία και την ηθογραφία),
η τάση παρουσίασης διαφορετικών πτυχών του εξελισσόμενου αστικού
τοπίου είτε με ρεαλιστικό τρόπο είτε δίνοντας έμφαση στο ακραίο και το
φανταστικό (αστική θεματολογία, λαϊκό ανάγνωσμα),
η προσπάθεια απόδοσης του ιδιώματος των χαρακτήρων που σκιαγραφούνται
σε συνάφεια με τη ρεαλιστική κατεύθυνση (διείσδυση της δημοτικής).
Στα διηγήματα της εποχής εντοπίζεται μεγάλη ποικιλία θεμάτων ενώ συχνά το
ρεαλιστικό στοιχείο συνδέεται με ρομαντικά, ιστορικά ή αισθητικά στοιχεία.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα το διήγημα του Ξενόπουλου «Ο τρελλός με τους
κόκκινους κρίνους», στο οποίο τα στοιχεία του φανταστικού, της υπερβολής και του
αξιοπερίεργου υπερτερούν έναντι της ρεαλιστικής αφήγησης.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ
72
Η αφηγηματική του παραγωγή αποτελείται από δεκατρία κομμάτια είναι όμως
γνωστός κυρίως από τα έξι διηγήματά του, τα οποία, σχεδόν όλα, δημοσιεύτηκαν
στο περιοδικό Εστία, από τον Απρίλιο του 1883 έως τον Δεκέμβριο του 1884 (μόνο
το διήγημα Μοσκώβ Σελήμ, δημοσιεύτηκε αρκετά αργότερα, το 1895)
Τα διηγήματά του βασίζονται στην αινιγματική αφήγηση, στοιχείο το οποίο είναι
εμφανές από τον τίτλο τους στον οποίο περικλείεται ένα ερώτημα ή ελλοχεύει κάτι
αλλόκοτο ή μια απορία:
Το αμάρτημα της μητρός μου,
Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας,
Ποίος ήτον ο φονεύς τον αδελφού μου,
Το μόνον της ζωής τον ταξείδιον,
Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως,
Μοσκώβ Σελήμ.
Και τα έξι διηγήματα καταλήγουν στην ανατροπή των προσδοκιών των ηρώων
τους, μέσα στην οποία παγιδεύεται και ο ίδιος ο αναγνώστης εξαιτίας των δικών του
προσδοκιών.
Δεν είναι όμως μόνο η δημιουργία σασπένς που καθοδηγεί τον συγγραφέα. Ο
Βιζυηνός εστιάζει στην ψυχολογία των ηρώων του, στον τρόπο αντιμετώπισης
της μοίρας τους και στις αδυναμίες τους. Ο Βιζυηνός ψυχογραφεί τους ήρωές
του, εισδύει στις σκέψεις τους και μεταφέρει στον αναγνώστη τις αμφιβολίες και τα
διλήμματά τους.
Κεντρικός μοχλός των διηγημάτων του «Ο μύθος κι η πλοκή», που προκαλεί και
οξύνει τις ψυχολογικές καταστάσεις και, συχνά, οδηγεί τα πρόσωπα σε μια οξύτατη
κρίση συνειδήσεων».
Στα διηγήματα του Βιζυηνού αποτυπώνεται η εθνική ψυχή (αισθανομένη, πονούσα,
γελώσα, πιστεύουσα, ονειροπολούσα, σκεπτομένη, ομιλούσα) η ελληνική Θράκη, ο
φυλετικός της χαρακτήρας, η ηθογραφία της, οι παραδόσεις της, η λαϊκή της ψυχή.
Ωστόσο, ο Βιζυηνός ουσιαστικά κλόνισε με την πεζογραφία του τις βεβαιότητες που
προσπαθούσε να στεριώσει η ηθογραφική σχολή, αναφορικά με τον κόσμο που
προβάλλεται στη λογοτεχνία, αλλά και με την ίδια τη ματιά του λογοτέχνη.
Στα διηγήματα του Βιζυηνού διαφαίνονται εμμέσως αντιθέσεις και λογοτεχνικά
υπονοούμενα που εκφράζουν την προβληματική της Γενιάς του 1880.
Για παράδειγμα στο διήγημα Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως, παρεισφρέουν νύξεις
για το θεμελιώδη ρόλο της φύσης στην ποιητική δημιουργία:
«[...] Τι να σας ειπώ, αφού δεν υπάρχει τίποτε ποιητικόν. Τίποτε ποιητικόν δεν υπάρχει
ενταύθα, διότι δεν υπάρχει τίποτε φυσικόν. Και όταν δεν υπάρχη φύσις, είπεν ο κ. Π.
μετ' εμφάσεως δογματικής, δεν υπάρχει ποίησις. -Βέβαια, είπον εγώ, επιδοκιμάζων το
αξίωμα, αφίνων όμως υπεύθυνον δια τον δεύτερον όρον του συλλογισμού του τον κ. Π.,
όστις δεν εζήτει να εύρη την φύσιν ειμή επί του άκρου του σιγάρου του.» (Βιζυηνός,
1996, σ. 41).
73
Ο ελαφρά ειρωνικός τόνος του αποσπάσματος δεν αφήνει να διαφανεί αν ο
συγγραφέας ακολουθεί τη ρομαντική σύνδεση φύσης και ποίησης ή την
νατουραλιστική ανατροπή της. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε επίσης ότι
υπαινίσσεται και τη σχετική πολύκροτη διαμάχη Ροίδη και Βλάχου ως προς τη συμ-
βολή της «περιρρέουσας ατμόσφαιρας» στην καλλιέργεια της ποίησης.
Ενώ η επιρροή της δυτικής λογοτεχνίας στη νεοελληνική και οι σχέσεις των δύο
θεματοποιούνται στο διήγημα Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας:
«-Με τον νουν σου, νεανίαν μου!- επρόσθεσεν έπειτα, σείσας τον λιχανόν, -Με τον νουν
σου! Σ' επιτρέπω ν' αναβής όσον υψηλά δύνασαι εις τον αιγληέντα Παρ- νασσόν, όχι
όμως και εις τας νεφελοσκεπείς κορυφάς του ημετέρου Χαρτς» (λέει ο Γερμανός
καθηγητής της ιστορίας στον Έλληνα σπουδαστή). «Επ' αυτού ιοστεφείς Μούσας και
ακτινοβόλον Απόλλωνα δεν θα εύρης. Αλλά Στρίγγλας μόνον και Κα- ληκαντζάρους και
όλα εκείνα τα μεσαιωνικά δαιμόνια, τα εμπνεύσαντα εις τον μέ- γαν ημών κλασσικόν,
τον ομηρικώτατον ημών Goethe, το ψυχρόν και σκοτεινόν εκείνο μέρος του Faust, το
οποίον -κάλλιον να μη το έγραφε!» (1996, σ. 119).
Αν και ο τίτλος αυτού του διηγήματος φαίνεται να εκφράζει τη θετικιστική φιλοσοφία
που λειτουργεί ακολουθώντας τη γραμμική πορεία αίτιο-αποτέλεσμα μιας
κατάστασης, στην ουσία, η ιστορία μπορεί να αναγνωστεί και ως προειδοποίηση για
τους κινδύνους που ενέχει η άκαιρη μετατόπιση σε μια ξένη οπτική. Πιο
συγκεκριμένα, η ιστορία αναφέρεται συχνά στις αμοιβαίες δυσκολίες σωστής
ερμηνείας και πρόσληψης του δυτικού και του ελληνικού πολιτισμικού μοντέλου
αντίστοιχα· από τη μια υπάρχει η εξιδανίκευση του Ομήρου από την πλευρά των
Γερμανών και της Γερμανικής λογοτεχνίας, από την άλλη ο θαυμασμός της
Γερμανικής λογοτεχνίας από τους Έλληνες. Μένει μετέωρο το ερώτημα, το οποίο
φαίνεται να υποβόσκει και στα άλλα διηγήματα του συγγραφέα, εάν είναι
υποστηρικτής της ιδέας της εθνικής λογοτεχνίας ή του μοντέλου της διεθνικής
λογοτεχνικής παραγωγής και ανταλλαγής.
ΒΙΖΥΗΝΟΣ ΣΥΝΟΨΗ
74
Ψυχογραφεί, εισδύει στις σκέψεις των ηρώων του και μεταφέρει στον
αναγνώστη τις αμφιβολίες και τα διλήμματά τους, οδηγώντας τα πρόσωπα σε
μια οξύτατη κρίση συνειδήσεων.
Κλόνισε τις ηθογραφικές βεβαιότητες.
Αντιθέσεις και λογοτεχνικά υπονοούμενα που εκφράζουν την προβληματική
της Γενιάς του 1880.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑΣ
Στα διηγήματα:
Παρουσιάζει τις συνήθειες, τις επιδιώξεις και τα όνειρα διαφορετικών
παραδοσιακών ομάδων ή κοινοτήτων (π.χ. των ναυτικών και των
προβλημάτων τους στη συλλογή διηγημάτων Λόγια της πλώρης, 1899).
Είναι ρεαλιστικός στις περιγραφές του και τον χαρακτηρίζει η αληθοφάνεια
στον τρόπο αναπαράστασης των ηρώων του, έτσι ώστε ο αναγνώστης νιώθει
σα να έχει πρόσβαση στα μυστικά αυτών των κοινοτήτων.
Ως στρατιωτικός γιατρός που ταξίδευε στην επαρχία στράφηκε στην
παρατήρηση διαφορετικών ανθρώπων και των προβλημάτων τους.
«-Μα τούτο είναι παραμύθι! έκοψε ξαφνικά την Ελπίδα μια βραδιά που διά-
βαζαν τον Ηρόδοτο. - Παραμύθι' αμ' τι θες να είναι; τον ρώτησε κείνη μ' απο-
ρία. Κι ο Όμηρος που διαβάσαμε πριν είν' ένα μεγάλο αρματωλικό τραγούδι κι
ο Θεόκριτος τραγούδια τσοπάνικα...» (Καρκαβίτσας, 1973, σ. 1344).
Ο πιο αμφιλεγόμενος συγγραφέας της Γενιάς του 1880, λόγω των κριτικών για το
έργο του.
Κατά μία έννοια είναι από τους πρώτους επαγγελματίες συγγραφείς αφού κέρδιζε
τα προς το ζην μεταφράζοντας ξένη λογοτεχνία σε εφημερίδες και περιοδικά και
γράφοντας επίσης τα δικά του διηγήματα, πολλές φορές κατά παραγγελία, με αφορμή
κάποια γιορτή ή επέτειο.
76
Οι επικριτές του διέκριναν προχειρότητα και χαλαρότητα στη σύνθεση, απόρροια
και της επαγγελματικής γραφής του.
Εγκωμιάστηκε για το λυρισμό του και τη σύλληψη της «έννοιας της νεοελληνικής
λαϊκής μυθολογίας».
Ο λυρικός τόνος κυριαρχεί στα πιο γνωστά και επιτυχημένα διηγήματά του
Ολόγυρα στη λίμνη,
Έρωτας στα χιόνια,
'Ονειρο στο κύμα,
Ρόδινα ακρογιάλια.
Στα διηγήματα που έχουν ως χώρο δράσης τη γενέθλια Σκιάθο υπερισχύει μια
νοσταλγία για το χαμένο παρελθόν ή τα χαμένα ιδανικά,
Στα Αθηναϊκά διηγήματα υπερτερεί το αίσθημα της απομόνωσης, της εξορίας και
της έκπτωσης.
Από αυτή τη σκοπιά και ο Παπαδιαμάντης κρατάει μια ασφαλή απόσταση από την
ηθογραφική προσέγγιση, αφού αποτυπώνει όχι μόνο εντυπώσεις ή δεδομένα, αλλά
κυρίως σκέψεις, επιθυμίες και οράματα, πολλές φορές σκοτεινά ή απροσδιόριστα.
77
Σύνοψη Χαρακτηριστικών Παπαδιαμάντη:
α) υπερβαίνει τις συμβάσεις της ρεαλιστικής αφήγησης (αυτά που παρουσιάζει,
ξεφεύγουν από την πραγματικότητα)
β) λυρικότητα – ποιητικότητα
γ) γλώσσα (χρησιμοποιεί είτε παλαιότερους γλωσσικούς τύπους της καθαρεύουσας,
είτε μια ιδιωματική δημοτική).
Έργο του: «Όνειρο στο κύμα» (σελ. 141)
Σχόλιο μελετητή: εδώ έχουμε σχόλιο του Στεργιόπουλου, ο οποίος υποστηρίζει ότι ο
Παπαδιαμάντης συνδέει τον Ρεαλισμό – Νατουραλισμό και Λυρισμό μέσω των
σκοτεινών δυνάμεων της ψυχής και του μεταφυσικού υπόβαθρου του έργου του.
78
υιοθετείται από την αφηγηματική φωνή (του τώρα), ενισχύοντας τον εξομολογητικό
τόνο, αλλά έτσι διευρύνεται μέσω της συνειδητοποίησης που συνέβη στο εγώ-
αφηγητή στο μεταξύ (μέσω της αποκτηθείσας γνώσης). Η γνώση είναι αυτή (η
διευρυμένη οπτική) που μπορεί να αξιολογήσει: «η τελευταία χρονιά που ήμην ακόμη
φυσικός άνθρωπος» και να δώσει την αντίθεση με την κατάσταση της ωριμότητάς:
«ήμην ο άνθρωπος, όστις κατόρθωσε να συλλάβη με τας χείρας του προς στιγμήν εν
όνειρον, το ίδιο όνειρόν του...». Περαιτέρω, από την προοπτική του ώριμου αφηγητή
δίνεται η κατάληξη της μοίρας του (ομοιότητα της τύχης της κατσίκας και της δικής
του, «το σχοίνιασμα»). Δεν θυσιάστηκε μόνο η κατσίκα, αλλά και η δική του
ευρύτητα των ορίων του κόσμου. Παραδόξως, η γνώση συνδέεται εντέλει με
περιορισμό και οπισθοχώρηση, αντί για πρόοδο, σε αντίθεση με το διήγημα του
Βιζυηνού όπου η γνώση δημιουργεί τις προϋποθέσεις για ένα πιο στέρεο ξεκίνημα για
το μέλλον
79
Άλλο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της γυναικείας πεζογραφίας είναι η
περιγραφή του συναισθηματικού κόσμου των ηρώων και ηρωίδων, συχνά με
κάποια ειρωνική διάθεση, όπως στα διηγήματα της Κωνσταντινουπολίτισσας
Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου (1867-1906).
Η Παπαδοπούλου ασχολήθηκε με θέματα αστικά, ξεφεύγοντας όμως από
τα στενά ηθογραφικά πλαίσια.
Προσπαθεί να διεισδύσει στην ψυχολογία των ηρώων της και να
ερμηνεύσει τα αίτια της συμπεριφοράς τους καθώς και την ψυχολογία του
πλήθους. Από αυτή την άποψη βρίσκεται κοντά στον Βιζυηνό και τον
Παπαδιαμάντη,
Επίσης στη γυναικεία πεζογραφία εντοπίζεται μια διδακτική τάση με έμφαση στα
ιδεώδη της πατρίδας και της οικογένειας (Πηνελόπη Δέλτα, 1874-1941).
Το έργο της Δέλτα, είναι από τα λίγα που αν και απευθύνεται σχεδόν
αποκλειστικά στο παιδικό κοινό διαβάζεται εξίσου και από τους
ενηλίκους.
80
Το μυθιστόρημα της ψυχολογικής ανάλυσης των ηρώων, εμφανίζεται ως
αποτέλεσμα της αντίδρασης στην ορθολογιστική προσέγγιση της ζωής του ατόμου
και της λογοτεχνίας από τον Νατουραλισμό.
Στο ψυχολογικό ή συμβολιστικό μυθιστόρημα δίνεται μια λεπτομερέστερη
περιγραφή του εσωτερικού κόσμου των ηρώων και συχνά αντιστοιχίζονται τα
συναισθήματά τους με κάποιο στοιχείο της φύσης ή κάποιο άλλο επαναλαμβανόμενο
στοιχείο ή σύμβολο. Το σημαντικό πλέον δεν είναι τα αίτια και το αποτέλεσμα των
πράξεων τους, αλλά τι σκέφτονται και τι αισθάνονται. Μέσω της διερεύνησης του
εσωτερικού κόσμου δίνεται έμφαση επίσης στην κοινωνική ανάλυση.
Βεβαίως, o εσωτερικός κόσμος των ηρώων δεν είναι κάτι εντελώς νέο στο ελληνικό
μυθιστόρημα αφού τόσο ο Βιζυηνός όσο και ο Παπαδιαμάντης, αλλά και η
Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου, εμβαθύνουν στην ψυχολογία των ηρώων τους.
Ουσιαστικός εκπρόσωπος του είδους θεωρείται ο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, ο
οποίος ήταν επίσης εκφραστής της Συμβολιστικής ποίησης στην Ελλάδα.
Στα πρώτα διηγήματά του, ο Χατζόπουλος ακολουθεί τις ηθογραφικές επιταγές της
περιόδου χωρίς να καταστέλλει εντελώς ωστόσο το διαφαινόμενο λυρισμό της
γραφής του. Στα ωριμότερα αφηγήματά του συνδυάζει το κοινωνικό περιεχόμενο με
την ψυχογράφηση των ηρώων του.
Χαρακτηριστικό κείμενο αυτών των τάσεων είναι το μυθιστόρημα του Ο πύργος
του ακροποτάμου.
Στο μυθιστόρημα περιγράφεται η αδυναμία μιας αρχοντικής οικογένειας να
προσαρμοστεί στο νέο οικονομικό και κοινωνικό πλαίσιο των αρχών του 20ου αιώνα
που έθετε υπό αμφισβήτηση τις παλιές αξίες της οικογενειακής καταγωγής: «Η γενιά
του Κρανιά [...] κλείστηκε κατσουφιασμένη και πληγωμένη στους ραγισμένους
τοίχους της κούλιας» (Χατζόπουλος, 1991, σ. 185).
Στο μυθιστόρημα αυτό η δράση είναι περιορισμένη. Αναλύεται ο εσωτερικός κόσμος
των βασικών προσώπων. Καταγράφονται με μελαγχολική διάθεση τα συναισθήματα,
οι σκέψεις και οι εξάρσεις των τριών αδελφών που ζουν απομονωμένες σ' έναν πύργο
και σιγά-σιγά συνειδητοποιούν ότι κάθε ελπίδα για βελτίωση της ζωής τους και
αποκατάστασή τους φθίνει. Έτσι ο αναγνώστης προετοιμάζεται για το τέλος.
Ο ετοιμόρροπος πύργος και ο περιβάλλοντας χώρος λειτουργούν ως σύμβολα
ενισχύοντας σ' ένα δεύτερο επίπεδο όσα υπαινίσσεται η αποστασιοποιημένη
αφήγηση.
Στο μυθιστόρημα συνυπάρχουν «το ρεαλιστικό υπόβαθρο και η ψυχογραφική
φροντίδα». Ο υποβλητικός τόνος στην περιγραφή της ατμόσφαιρας και των ηρώων
ενισχύεται στο τελευταίο μυθιστόρημα του Χατζόπουλου με τον ενδεικτικό τίτλο
Φθινόπωρο (1917).
81
Θεοτόκης: Εκπρόσωπος του Ιδεολογικού μυθιστορήματος.
Χαρακτηριστικά: Το ενδιαφέρον για τις κοινωνικές συνθήκες και τις απαραίτητες
αλλαγές στο κοινωνικό πεδίο
Ο Θεοτόκης παρουσιάζει στα περισσότερα έργα του τις κοινωνικές συγκρούσεις.
Άλλοι σημαντικοί πεζογράφοι των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα (Πηνελόπη
Δέλτα, Ιων Δραγούμης, 1878-1920) υπήρξαν εκφραστές του ελληνοκεντρικού
πνεύματος και δημιούργησαν κυρίως ηθικοδιδακτικά έργα στα οποία υπερισχύει η
περηφάνια για τις ελληνικές αρετές. Σημαντική είναι η διαπλοκή του δοκι-
μιακού/φιλοσοφικού λόγου με τον μυθιστορηματικό, κάτι που δίνει μια αυτοβιο-
γραφική διάσταση στο έργο τους. Ο Δραγούμης αναφέρεται στις εμπειρίες του ως
υποπρόξενος στα Βαλκανικά μέτωπα και η Δέλτα στις παιδικές της αναμνήσεις από
την Αλεξάνδρεια. Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης η ημερολογιακή γραφή των δύο.
ΠΟΙΗΣΗ
Όπως και στην πεζογραφία, έτσι και στην ποίηση, από τα μέσα της δεκαετία του 1870
-1880 τα θέματα, η τεχνοτροπία, η γλώσσα και οι στόχοι σταδιακά αλλάζουν
Βασική κατεύθυνση στην ποίηση είναι η προσγείωση των ρομαντικών ιδανικών σε
μια καθημερινότητα πεζή, αλλά όχι απαραίτητα δυσάρεστη.
Στο μεταβατικό στάδιο ανάμεσα στην απομάκρυνση από το ρομαντισμό και την
ανάπτυξη της νέας ποιητικής βρίσκονται τα ποιήματα του Βιζυηνού, ενώ τα
τελευταία ψήγματα του ρομαντισμού ανιχνεύονται στα ποιήματα του Αριστομένη
Προβελέγγιου (1850-1936) (και οι δύο ξεκινούν από το ρομαντισμό και την
καθαρεύουσα για να καταλήξουν εγγύτερα στο δημοτικισμό).
82
Την περίοδο αυτή κάνουν την εμφάνισή τους με θέματα καθημερινά και σατιρική
προοπτική νέοι ποιητές όπως ο Γεώργιος Δροσίνης (1859-1911) ο Παλαμάς, ο
Γεώργιος Σουρής (1852-1919), ο Ιωάννης Πολέμης (1860-1938), ο Νίκος Καμπάς
(1857-1932)., οι οποίοι προβάλλουν κάτι διαφορετικό από τον καθιερωμένο μέχρι το
1880 ρομαντικό τόνο των καθαρευουσιάνικων ποιημάτων
Το 1880 με την έκδοση των ποιητικών συλλογών Στίχοι του Νίκου Καμπά (η
μοναδική συλλογή του), Ιστοί Αράχνης του Γεωργίου Δροσίνη και Γέλωτες του
Δημητρίου Κόκκου (1856-1891), εμφανίζεται και επίσημα η νέα ποιητική «Γενιά του
1880».
Στον πυρήνα της ομάδας βρίσκεται ο Κωστής Παλαμάς. Τα ποιήματα συμβαδίζουν
τους με το γενικό πνεύμα της εποχής: η φαντασία δίνει το προβάδισμα στην
καθημερινότητα, χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον η απλή γλώσσα και η
τεχνοτροπία προέρχεται από τον γαλλικό Παρνασσισμό.
Η ποιητική «Γενιά του 1880» ονομάστηκε επίσης και «Νέα Αθηναϊκή Σχολή» επειδή
η ποίησή της βρίσκεται στον αντίποδα της Πρώτης Αθηναϊκής Σχολής ως προς τη
γλώσσα και την τεχνοτροπία: χρήση ως επί το πλείστον της δημοτικής αντί της
καθαρεύουσας, παρνασσισμός αντί του ρομαντισμού καθώς επίσης και απλότητα
έναντι της εκζήτησης του ύφους.
Παρνασσισμός:
Τεχνοτροπία που γεννήθηκε από μια ομάδα Γάλλων ποιητών που γύρω στο 1866
αντιδρώντας στις συναισθηματικές υπερβολές του ρομαντισμού κηρύττει την αξία
του δόγματος αυτοδυναμίας της τέχνης (τέχνη για την τέχνη).
Σημασία στη φόρμα του ποιήματος, στη ρυθμική και μελωδική στιχουργία και την
καλλιέργεια έντεχνων στροφικών συμπλεγμάτων.
Προκρίνουν τη φόρμα του σονέτου.
Στρέφονται προς το αρχαιοελληνικό παρελθόν και τα καλλιτεχνήματά του.
"Έλληνες Παρνασσιστές":
Αντίστοιχα με τους Γάλλους από το έργο των οποίων εμπνέονται, αντιδρούν στις
γλυκερότητες των ποιημάτων του Αχιλλέα Παράσχου, τελευταίου εκπροσώπου της
Α' Αθηναϊκής Σχολής και της ομάδας του.
Δίνουν έμφαση στο απλό και το καθημερινό (Ανδρειωμένος, 2002, σ. 33- 34).
Στα ποιήματα του Καμπά αναγνωρίζουμε στοιχεία και από το παλιό που φθίνει και
από το καινούριο που έρχεται (γλωσσική αμφιταλάντευση μεταξύ καθαρεύουσας και
δημοτικής, αλλού πεζολογία και αλλού κάποια ρομαντική διάθεση). Στις επικρίσεις
που δέχονται για την ποίησή τους ότι η έμφαση στην αισθητική της φόρμας
83
δημιουργεί την εντύπωση της αδιαπέραστης ποίησης, οι Παρνασσιστές αντιτάσσουν
ότι η ποίησή τους αποπνέει αίσθηση γαλήνης και ισορροπίας και είναι η
καταλληλότερη για να εκφράσει τις συναισθηματικές διακυμάνσεις αλλά και τις
φιλοσοφικές σκέψεις.
Στη θεματική των ποιημάτων των Καμπά, Δροσίνη, Κόκκου και των πρώτων
ποιημάτων του Παλαμά, κυριαρχεί ο έρωτας ως παιχνίδι και χαρά και ο οικείος χώρος
του σπιτιού
Μελετώντας τα ποιήματα της «Νέας Σχολής» διαπιστώνουμε ότι την έμπνευσή τους
αποτελούν συχνά σκέψεις της στιγμής για απλά πράγματα.
Στα ποιήματα του Δροσίνη αναγνωρίζουμε την έμπνευση από τη λαογραφική
παράδοση και την αγροτική σκηνογραφία καθώς και από το δημοτικό τραγούδι.
Στα ποιήματα του Κόκκου, του Κλεάνθη Τριαντάφυλλου και του Γεωργίου
Σουρή, τόσο στο λεξιλόγιο όσο και στον τόνο εντυπώνεται μια έντονη χιουμοριστική
και σατιρική διάθεση. Ο Σουρής αφιερώθηκε ολοκληρωτικά σ' αυτό το είδος γραφής.
Ευθυμογράφος θα παραμείνει και ο Κωνσταντίνος Σκόκος (1854-1929), γνωστός
και για τα επιγράμματά του
Πυρήνας αυτής της ποιητικής γενιάς και αδιαφιλονίκητος αρχηγός της υπήρξε ο
Κωστής Παλαμάς, του οποίου η ποίηση σφραγίζει την περίοδο και εξακολουθεί να
καταλαμβάνει σημαντική θέση στο νεοελληνικό λογοτεχνικό κανόνα και αρκετά
χρόνια αργότερα
84
Η ποίησή του μπορεί να χωριστεί σχηματικά σε τρία πεδία που εκφράζουν τις τάσεις
που εκδηλώνονται στην ποίησή του:
τον «λυρισμό του εγώ», που αφορά μια τάση απομόνωσης, μελαγχολίας και
απαισιοδοξίας. Σ' αυτή την ενότητα συμπεριλαμβάνεται και ο ερωτικός τόνος
της ποίησής του
τον «λυρισμό του εμείς» που εκφράζεται σε μεγάλες συνθέσεις επικού τόνου.
Σ' αυτές ο ποιητής παρουσιάζει τα εθνικά ιδεώδη και την ελληνική προοπτική
προς το μέλλον και
τον «λυρισμό του όλοι», που περιλαμβάνει τα ποιήματα τα οποία εκφράζουν
παγκόσμια μηνύματα. Ο ποιητής εμβαθύνει στη λειτουργία της ποίησης για να
εκφράσει την ουσία της ύπαρξής του και του κόσμου (ο Ποιητής Μύστης).
85
Ο Συμβολισμός βασίζεται στην έννοια του μυστηρίου. Το μυστήριο κυριαρχεί
στη φύση αλλά και στον άνθρωπο. Είναι η ουσία της πραγματικότητας. Τα
συμβολιστικά ποιήματα επιδιώκουν να προκαλέσουν συναισθήματα και
σκέψεις παρά να περιγράψουν. Η συμβολιστική εικόνα χρησιμοποιείται για να
υποδηλώσει την ψυχική κατάσταση του ποιητικού υποκειμένου και συχνά να
δημιουργήσει αντιστοιχίες μεταξύ διαφορετικών αισθήσεων (correspondences). Η
ποίηση για τους συμβολιστές δεν μπορεί να είναι περιγραφική· για να φωτίσει την
ψυχή των πραγμάτων και να προχωρήσει πέρα από τα φαινόμενα θα
χρησιμοποιήσει το σύμβολο, θα γίνει υπαινικτική, υποβλητική, ρευστή, μουσική:
θα γίνει τραγούδι. Τα βασικά θέματα που συναντώνται στη Συμβολιστική ποίηση
είναι η τέχνη ως καταφύγιο από τις δοκιμασίες της ζωής, ο μυστικισμός και η
πνευματική αντιμετώπιση της ύπαρξης του ανθρώπου, μια οξυμμένη συναίσθηση
της θνητότητας και η δύναμη του ερωτισμού.
86
καταρρίψει λόγω της αναποτελεσματικότητάς τους (αγάπη, θρησκεία, πατρίδα,
αρχαιότητα, γκρεμίζονται για να αναδημιουργηθούν).
Στο ποίημα αυτό γίνεται ιδιαίτερα αισθητή η παρουσία του Νίτσε στο σύμβολο
του Υπερκαλλιτέχνη που αποτελεί ένα προσωπείο του Υπερανθρώπου
Η τοποθέτηση δε της δράσης σ' ένα ιστορικό πλαίσιο, τις παραμονές της Άλωσης
της Κωνσταντινούπολης, και η σύνδεση εκείνης της εποχής με την σύγχρονη του
ποιητή, κάνει το ποίημα πολυδιάστατο ως προς τους στόχους του
Μια άλλη εκτενής σύνθεση του ποιητή, επίσης επικής πνοής είναι η «Φλογέρα
του βασιλιά» (1910), η οποία αποτελείται ομοίως από δώδεκα λόγους και είναι
γραμμένη σε δεκαπεντασύλλαβο στίχο. Χαρακτηριστική είναι η παρουσία και
εδώ ενός άλλου μουσικού (ποιητικού) συμβόλου, της φλογέρας.
Ο Δυισμός είναι ιδιαίτερα εμφανής στη συλλογή Η Πολιτεία κι η μοναξιά (1912).
Στα ποιήματα αυτά επιδιώκει την εναρμόνιση του λόγου με το ρυθμό και την
επιθυμία του να εκφράσει τα εθνικά ζητήματα (Τα ποιήματα αυτά γράφτηκαν την
περίοδο που προηγείται των Βαλκανικών πολέμων και είναι εμποτισμένα από τις
εθνικές αγωνίες)
α. δημοτικιστής
β. τον απασχολούσε η λειτουργία της ποίησης, πίστευε ότι ο ποιητής είχε το δικαίωμα
να χρησιμοποιεί τη γλώσσα όπως αυτός θέλει.
γ. τεχνοτροπία Παρνασσισμού (σε έκφραση και μορφή) και Συμβολισμού. Ωστόσο
δεν εγκαταλείπει ποτέ την παρνασσιστική έμφαση στη μορφή.
δ. συνθέτει ετερόκλητα στοιχεία, ενίοτε έντονη εθνικιστική ρητορική.
ε. μοναχικότητα, τόνος μελαγχολίας στο σύνολο του έργου του.
Επίσης, μεταφυσικές αναζητήσεις για την έκφραση της ουσίας του κόσμου, εθνικός,
διεθνικός.
Γρυπάρης
87
ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΥ
Α. ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ:
1. Δημήτρης Βικέλας (1835-1908)
"Το μόνον της ζωής μου ταξείδιον" (208) -- Δραστηριότητα 6: Αιτιολογήστε την
άποψη: Εκείνο που τον ξεχωρίζει από τους άλλους είναι η ενασχόλησή του με τον
εσωτερικό κόσμο των ηρώων του που προέχει της εξωτερικής πραγματικότητας που
μοιάζει απατηλή. Η πραγματικότητα επομένως, δεν συμβαδίζει με τις σκέψεις,
επιθυμίες ή καταστάσεις που βιώνουν οι ήρωες των διηγημάτων του.
Χαρακτηριστικό δείγμα αντιφάσεων μεταξύ εξωτ. πραγματικότητας και εσωτ.
επιθυμιών και φαντασιώσεων.
88
3. Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851-1911)
89
Και τα δύο ηθογραφικά νατουραλιστικά κείμενα αφού περιγράφουν ρεαλιστικά και
φωτογραφικά αγροτικές κοινωνίες της ελλ. υπαίθρου με τις σκοτεινές πλευρές τους.
Ήρωες: απλοί όμως αποκτηνωμένοι, είτε αντάρτες και εγκληματίες.
Βασικό θέμα και στα δύο: πώς τα ένστικτα εξουσιάζουν τη ζωή των ανθρώπων.
Ζητιάνος: δουλοπρέπεια, απληστία, κουτοπονηριά, δεισιδαιμονία κατοίκων χωριού.
Και στα δύο: αποστασιοποιημένη αφήγηση, εκτενής χρήση διαλόγου για επίτευξη
παραστατικότητας και πρόκριση του γλωσσικού ιδιώματος των ηρώων. Ειδικά στο
Θεοτόκη: οικονομία λόγου, κοφτός τόνος, καμιά συναισθηματική έξαρση =>
ενίσχυση νατουραλιστικής προοπτικής. Στον Καρκαβίτσα επιτυγχάνεται με την
αυτούσια παράθεση στον σχολιασμό από τον αφηγητή της συμπεριφοράς των
χωρικών απέναντι στον ντεμή αγά.
Εστιάζει στην αστική κοινωνία της Κων/λης την οποία ελέγχει κριτικά ως προς τις
προλήψεις σχετικά με την αποκατάσταση των θηλυκών μέσω του γάμου.
"Το πίστομα"
Β. ΠΟΙΗΣΗ:
91
"Η εντολή" (307)
Τροπή βλέμματος και ψυχής προς απλά και συγκεκριμένα πράγματα και αισθήματα.
Προσεγμένη μορφή και στιχουργία (χαρακτηριστικό τεχνικής Παρνασσισμού).
Σουρής -- Η σάτιρά του υποκινούνταν από τη διάθεση να τραβήξει την προσοχή και
να προκαλέσει το μειδίαμα, χωρίς περισσότερες αξιώσεις. Στόχος οι φιλόσοφοι, οι
δάσκαλοι, οι μορφωμένοι, υποβιβάζει την αξία της γνώσης (του πνεύματος), δίνοντας
έμμεσα προτεραιότητα στις υλικές ανάγκες (ορθολογιστικό πνεύμα περιόδου).
92
Ματαιοπονία της φιλομάθειας και της ποιητικής δημιουργίας. Γηρατειά => αίσθηση
χαμένου. Αυτοσαρκασμός.
"Αγορά" (312)
"Φοινικιά" (313)
"Ασκραίος" (315)
Ο γύφτος συμβολίζει τον ποιητή/καλλιτέχνη που ζει εξόριστος από την κοινωνία και
αρνείται όλα τα είδωλα και τους θεσμούς της κοινωνίας, επιδιώκοντας να
αναγεννήσει τον κόσμο. Ο υπερ-καλλιτέχνης, προσωπείο του υπερανθρώπου του
Νίτσε.
Το βιολί = το σύμβολο της μουσικής που ο ποιητής συνδέει με την τέχνη τους.
Ιστορικό πλαίσιο: παραμονές άλωσης Κων/λης, όμως σύνδεση με τη σύγχρονή του
εποχή => πολυδιάστατο ως προς τους στόχους του.
Δραστηριότητα 13: Ποια βασικά ζητήματα της Παλαμικής ποίησης εμφανίζονται στο
ποίημα, σχολιασμός:
93
Τα δυο άτομα (αρσενικό-θηλυκό), σώμα-ψυχή, Λόγος-Ρυθμός, αφηρημένα ιδεώδη
εκφρασμένα μέσω ποίησης => θα συνενωθούν δημιουργώντας τη νέα ζωή, τη νέα
ποίηση που θα είναι τραγούδι. Η ολοκλήρωση θα αφανίσει κάθε αδύναμο στοιχείο.
Επίσης έμφαση στη μουσικότητα της ποίησης (απώτερος σκοπός: η δημιουργία
μουσικής).
Τέλος, η επιρροή του Νίτσε, εκφράζεται μεταφορικά ως δίψα για δημιουργία: η
αληθινή αγάπη συνδέει δύο εκλεκτούς και προοιωνίζεται η γέννηση αψεγάδιαστων
παιδιών.
94
προφορά των χωρικών. Γλώσσα δημοτική αλλά λέξεις άγνωστες στους κατοίκους της
πόλης. Χρήση προστακτικής, προφορικής σύνταξης. Εκφραστικός πλούτος που
μοιάζει να αντικατοπτρίζει την ευφορία της φυσικής ζωής.
Συμπέρασμα: όχι σαφείς οι γλωσσικοί διαχωρισμοί, υφολογική συνύφανση
διαφορετικών τύπων στην ποίηση της γενιάς του 1880.
"Εστιάδες" (333)
Θέμα: αναφέρεται στη ρωμαϊκή παράδοση για την απρονοησία των Εστιάδων
(Εστιάδες: αγνές κοπέλες καλών οικογενειών που αναλάμβαναν να διατηρούν
άσβεστη τη φλόγα στο ναό της Εστίας στην αρχαία Ρώμη. Αφοσιωμένες στο καθήκον
τους και ένα σφάλμα τους θα σήμαινε μεγάλες συμφορές για την πόλη).
Ποίημα αρχαιόθεμο, με επιμελημένη μορφή (Παρνασσιακή τεχνοτροπία), ωστόσο
περισσότερο συμβολιστικό, λόγω της υποβλητικής του ατμόσφαιρας, του κεντρικού
συμβολισμού του και των προσεκτικά επιλεγμένων λέξεων (κυρίως επιθέτων) για την
απόδοση συναισθηματικών καταστάσεων. Οι Εστιάδες συμβολίζουν την απρονοησία
της νεότητας και τα καταστροφικά αποτελέσματά της (στ. 21-22 και τελευταίο
4στιχο, όπου διευθύνεται σημασιολογικά από την έννοια της χαμένης ευκαιρίας).
95
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
ΕΝΝΟΙΕΣ - ΚΛΕΙΔΙΑ
· Ποίημα ποιητικής
· Ειρωνεία
· Δραματική ή τραγική ειρωνεία
· Λεκτική ειρωνεία
· Ειρωνεία των καταστάσεων
Ενότητα 7.1
96
από το 1891 έως και το 1904 ο Καβάφης τύπωνε χωριστά σε μονόφυλλα τα
ποιήματά του
από το 1904 έως το 1911 τυπώνει τα ποιήματά του σε τεύχη, ενώ
το 1912 τυπώνει την πρώτη χρονολογική συλλογή και το 1917 την πρώτη
θεματική συλλογή του.
Κοινό χαρακτηριστικό και των τριών φάσεων, είναι η ιδιωτική κυκλοφορία των
ποιημάτων. Για πρώτη φορά ολόκληρο το σώμα των αναγνωρισμένων ποιημάτων του
κυκλοφόρησε το 1935 με επιμέλεια της Ρίκας Σεγκοπούλου, σε μια περίτεχνη, αλλά
δίχως σοβαρές φιλολογικές προθέσεις έκδοση.
Ο Καβάφης ασχολήθηκε με την ποίηση τα χρόνια της παραμονής του στην Πόλη.
Αποκομμένος από την Αθήνα στην οποία ακμάζει η γενιά του 1880 με επικεφαλής
τον Παλαμά, και κύρια ζητούμενα την καλλιέργεια της δημοτικής γλώσσας, την
ποιητική εκμετάλλευση καθημερινών θεμάτων, το ανάλαφρο ύφος, τον προσδιορισμό
της εθνικής ταυτότητας, . ο Καβάφης στα πρώτα του ποιήματα επηρεάζεται από τον
φαναριωτισμό και τον αθηναϊκό ρομαντισμό που χαρακτηρίζονται για τη χρήση της
καθαρεύουσας, το στομφώδες ύφος και τη ρητορεία, την απαισιόδοξη διάθεση και
την πεισιθάνατη θεματολογία.
Η πρώτη σημαντική τομή στο έργο του είναι το 1891, όταν τυπώνει το πρώτο
αξιόλογο ποίημά του («Κτίσται»).
Στην πρώιμη φάση του έργου του, επηρεάζεται από τον γαλλικό συμβολισμό από
όπου ίσως κατάγεται η ευκρίνεια των εικόνων και η ρυθμική εκφορά του στίχου. Σ'
αυτή τη φάση ανήκουν τα πιο δημοφιλή ποιήματά του: «Κεριά» (1893), «Στην ίδια
πόλη» (1894), «Τείχη» (1896), «Περιμένοντας τους βαρβάρους» (1899) κ.ά.
Από το 1900 ο ποιητής μπαίνει σε μια νέα φάση δημιουργίας. Η ανάγκη του να
συστηματοποιήσει την ποιητική του τέχνη φαίνεται και στο σημαντικότερο πεζό του
κείμενο που γράφεται αυτή την εποχή, την Ποιητική του (1903), η οποία εκδόθηκε
πρώτη φορά το 1963. Ας σημειωθεί πως ο ποιητής ήδη από την αρχή της ποιητικής
του πορείας ασχολήθηκε και με τον πεζό λόγο και κατά την πρώιμη φάση του έργου
του έγραψε σημαντικά δοκίμια, δείχνοντας την ενάργεια της σκέψης και τη σαφήνεια
του λόγου του.
Στην ώριμη φάση του που ξεκινά από το 1911 κατακτά όλο και πιο τολμηρά
εκφραστικά μέσα. Είναι η περίοδος του ρεαλισμού που θα κορυφωθεί από το 1917-
1918 κ.ε., οπότε ο ποιητής, ελευθερωμένος από κάθε είδους κοινωνικές δεσμεύσεις,
διατυπώνει με μεγαλύτερη τόλμη, το ερωτικό όραμα και την πολιτική του κριτική.
Σ' αυτή τη φάση ανήκουν κάποια από τα σημαντικότερα ποιήματα του Καβάφη:
«Ωραία λουλούδια κι άσπρα, ως ταίριαζαν πολύ», «Μύρης· Αλεξάνδρεια του 340
97
234
μ.Χ.», «Εν μεγάλη ελληνική αποικία, 200 π.Χ.», «Ας φρόντιζαν», «Στα 200 π.Χ.»
κ.ά.
Η θεματική
Η ποιητική περιοχή του Καβάφη ορίζεται από τρεις μεγάλους θεματικούς
κύκλους,
τον φιλοσοφικό,
τον πολιτικό και
τον ηδονικό ή ερωτικό κύκλο.
O διαχωρισμός αυτών των κύκλων δεν είναι στεγανός και συχνά στοιχεία των τριών
κύκλων διαπλέκονται μέσα στο ίδιο ποίημα.
Φιλοσοφικός κύκλος
Η αναπόφευκτη ανθρώπινη μοίρα, η μοιραία καταφορά της τύχης, η έννοια του
χρέους, της ορθής εκτίμησης, η αδικία των θεών, η πάλη χριστιανών και εθνικών
Βασική συντεταγμένη της έμπνευσης του ποιητή είναι η σχέση του ανθρώπου με τον
χρόνο και οι συνακόλουθες αλλαγές που αυτός επιφέρει τόσο στο σώμα, όσο και στις
επιλογές του.
Σημαντική θέση, επίσης, κατέχουν μέσα στο έργο του τα ποιήματα ποιητικής.
Το βασικό σώμα του φιλοσοφικού κύκλου αποτελούν κυρίως ποιήματα
συμβολιστικής τεχνοτροπίας γραμμένα κατά την πρώιμη φάση του έργου του, δηλαδή
πριν από το 1900.
Πολιτικός ή Ιστορικός κύκλος
Όσον αφορά στα ιστορικά ποιήματα, ο ποιητής επιλέγει ως αντικείμενο την
ελληνιστική εποχή και την περιοχή της ανατολικής Μεσογείου, «από τις κατακτήσεις
του Μεγάλου Αλεξάνδρου μέχρι την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους
Τούρκους το 1453».
Εκεί τοποθετεί τα πρόσωπά του, είτε αυτά είναι υπαρκτές, λιγότερο ή περισσότερο
γνωστές, προσωπικότητες της ιστορίας είτε είναι πλασματικά πρόσωπα, όπως θα
δούμε παρακάτω. Εκείνο που κυρίως ενδιαφέρει τον Καβάφη είναι οι συμπεριφορές
των προσώπων σε σχέση με τον ρου της ιστορίας, και η αποτυχία που καραδοκεί
ανεξάρτητα από τις εφήμερες νίκες, ακυρώνοντας την ανθρώπινη βούληση.
Ηδονικός ή Ερωτικός κύκλος
Τα ποιήματα του τρίτου κύκλου ασχολούνται κυρίως με την ηδονή. Βασική τους
συντεταγμένη, η μνήμη. O ιδιόμορφος ερωτισμός του ποιητή, τροφοδοτεί τα ηδονικά
του ποιήματα με ινδάλματα ωραίων εφήβων. Η ερωτική του μνήμη μνημειώνει
πρόσωπα της ιστορίας ή τυχαία ερωτικά συναπαντήματα και τα καθιστά ζωογόνο
πηγή της τέχνης του. Συχνά συνδυάζει την ιστορική αίσθηση και την ηδονική μνήμη
δημιουργώντας μια εντελώς προσωπική ποιητική.
98
Σεφέρης για Καβάφη «έργο εν προόδω»
Ένα ενιαίο έργο που δημιουργείται σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Θεμελιώδης
παράμετρος της ποιητικής του Καβάφη, είναι η ειρωνεία. Τα ποιήματά του
συνδιαλέγονται μεταξύ τους, λειτουργούν παράλληλα ή αλληλοσυμπληρώνονται.
7.2.2 Η ποιητική
Ο καβάφης επηρεάστηκε από την πρώτη Αθηναϊκή σχολή, τον γαλλικό συμβολισμό,
αλλά και τον γαλλικό παρνασσισμό, ο οποίος του κληροδότησε την αγάπη για την
οικονομία, την ακρίβεια και την ισορροπία της μορφής, αλλά και κάποια ψυχρότητα,
Σταδιακά περνά σε έναν τολμηρό ρεαλισμό, και βρίσκει την προσωπική του φωνή,
που τον κάνει να ξεχωρίζει από τους συγχρόνους του ποιητές.
Η ιδιαιτερότητα και η μοναδικότητα της ποιητικής του οφείλεται σε συγκεκριμένες
τεχνικές που επινοεί ο Καβάφης και οι οποίες με τον καιρό τελειοποιούνται και
διαμορφώνουν μια ποίηση καινοφανή και μοναδική.
Βασικές παράμετροι αυτών των τεχνικών είναι η χρήση της ιστορίας, η ειρωνεία, η
χρήση του συμβόλου, η μνήμη, η φαντασία και ο ιδιότυπος λυρισμός του.
Στην ποίησή του εντάσσει πρόσωπα, ιδέες και αισθήσεις.
99
Σε ορισμένα ιστορικά του ποιήματα το παρελθόν αναμειγνίε3ται με το παρόν, αφού
για να στηλιτεύσει ή για να σχολιάσει σύγχρονες καταστάσεις, επιλέγει από το
παρελθόν παράλληλες με τις σύγχρονες στιγμές της ιστορίας και στήνει ένα σκηνικό
αντίστοιχο με το σημερινό. Κατ' αυτόν τον τρόπο, ενώ σ' ένα πρώτο επίπεδο
πρωταγωνιστεί κάποιο πρόσωπο ή εκτυλίσσεται μια σκηνή της ελληνιστικής κυρίως
εποχής, σ' ένα δεύτερο επίπεδο ο αναγνώστης αναγνωρίζει πρόσωπα, γεγονότα ή
καταστάσεις της σύγχρονης ιστορίας.
Αξιοσημείωτος είναι ο συνδυασμός της ιστορικής ενόρασης με το ερωτικό του όραμα
δημιουργώντας μια συγκροτημένη μυθολογία. Η ιδιαιτερότητα της ερωτικής του
ιδιοσυγκρασίας διαφαίνεται μέσα στα ιστορικά του ποιήματα και επιλέγεται για να
τονίσει τον αντιφατικό χαρακτήρα της ανθρώπινης φύσης και να προσδώσει
διαχρονική ισχύ στις συμπεριφορές των ηρώων του. Η παραπάνω τεχνική έχει δώσει
μερικά από τα δραστικότερα ποιήματα της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας.
Πολύ συχνά, η φιλολογική έρευνα έχει εντοπίσει πίσω από τα ποιήματα του Καβάφη
λόγιες πηγές, κυρίως ιστορικά κείμενα της αρχαιότητας και των ελληνιστικών και
ρωμαϊκών χρόνων. Ο Καβάφης συνήθως χρησιμοποιεί πρόσωπα δευτερεύουσας
σημασίας, που έχουν διασωθεί σε κάποια ιστορική πηγή ή δημιουργεί ψευδοϊστορικά
πρόσωπα, στα οποία αποδίδει συγκεκριμένες ιδιότητες ή τα χειρίζεται έτσι ώστε να
σκιαγραφήσει το σκηνικό που του χρειάζεται.
Το σύμβολο
Ο Καβάφης χρησιμοποίησε σύμβολα από την πρώιμη φάση της ποίησής του. Τα
σύμβολα αυτά, είτε είναι πρόσωπα, είτε αντικείμενα, είτε καταστάσεις, αποτελούν
πυρήνες μέσω των οποίων μεταδίδεται στον αναγνώστη η εμπειρία του ποιητή.
Η κάμαρα, τα ρούχα, ο καθρέφτης, τα παράθυρα, τα τείχη, το ταξίδι είναι κάποια από
αυτά τα σύμβολα.
Αν και τα σύμβολα του Καβάφη συνήθως αποκωδικοποιούνται εύκολα και δεν δη-
μιουργούν πρόβλημα ερμηνείας αλληλεπιδρώντας με τις έννοιες, τις αισθήσεις ή
ακόμη τις ρευστές συναισθηματικές καταστάσεις που συμπυκνώνουν και
υποδηλώνουν γίνονται πιο σύνθετα και απαιτούν προσοχή.
Η ειρωνεία
Ο Καβάφης είναι ο μόνος ποιητής της εποχής του, στην ποίηση του οποίου η
ειρωνεία παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο.
Όσον αφορά την ειρωνεία της καβαφικής ποίησης συνδέεται από το Βελουδή με τον
γερμανικό ρομαντισμό ενώ επισημαίνεται η σπουδαιότητα της αποστασιοποίησης του
καλλιτέχνη από το αναπαριστώμενο αντικείμενο για την κατανόηση της ειρωνείας
του ποιητή. Η καβαφική ειρωνεία μπορεί να είναι τραγική ή δραματική (πρόκειται για
100
τη μορφή ειρωνείας κατά την οποία το θύμα της ειρωνείας, σε αντίθεση με τον
αναγνώστη ή θεατή, δεν γνωρίζει πως είναι θύμα μιας κατάστασης).
Στην ώριμη φάση της ποίησης του Καβάφη η ειρωνεία καθορίζεται από τη χρήση
μάσκας, δηλαδή τη χρήση ενός συγκεκριμένου προσωπείου, το οποίο αναλαμβάνει να
παίξει ένα ρόλο και τον παρένθετο λόγο (σχόλια μέσα σε παρενθέσεις ή παύλες).
Η ειρωνεία γίνεται δομικό στοιχείο της ποιητικής του Καβάφη και βασική πηγή
συγκίνησης.
Θεμελιώδες χαρακτηριστικό της καβαφικής ειρωνείας είναι η αντίφαση ανάμεσα σ'
αυτό που φαίνεται και σ' αυτό που είναι πραγματικά.
Στην ποιητική του Καβάφη αναμειγνύεται η λεκτική ειρωνεία με την ειρωνεία
καταστάσεων με συγκεκριμένη και ιδιαίτερα μελετημένη ρητορική. Ο ποιητής
χρησιμοποιεί διάφορα τεχνάσματα που στηρίζονται στο μέτρο, στη ρίμα, τη στίξη,
τον συγκερασμό διαφόρων γλωσσικών επιπέδων, τη σύνταξη και τη δομή του λόγου,
τη γραμματική κ.λπ.
Με τη λεκτική του ειρωνεία δηλώνει έννοιες και αισθήματα που δεν υπάρχουν στις
λέξεις που χρησιμοποιεί και τα οποία είναι αντίθετα ή αντιφατικά προς τις έννοιες
που αυτές διατυπώνουν.
Με την ειρωνεία των καταστάσεων δημιουργεί αντιφατικές περιστάσεις, οι οποίες,
όταν αποκαλύπτεται η πραγματική φύση των πραγμάτων, δείχνουν πως οι απόψεις
που έχουν οι ήρωές του για την πραγματικότητα είναι τραγικές αυταπάτες.
Ο ίδιος ο ποιητής θεωρεί ότι η ειρωνεία του σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία της
ποίησής του τον κάνουν «ποιητή υπερμοντέρνο, ποιητή του μέλλοντος που θα
εκτιμηθεί καλύτερα από μελλοντικές γενεές».
Την καβαφική ποίηση τη διατρέχει η ειρωνεία της μοίρας και αποτελεί μόνιμο
τόπο της θεματικής της. Πρόκειται για μια μορφή ειρωνείας που προκαλείται από την
αντίθεση ανάμεσα στα γεγονότα και τις προσδοκίες του θύματος και ειδικότερα από
την αντίθεση ανάμεσα στην πεπερασμένη ανθρώπινη φύση και την ανάγκη της για
την ψευδαίσθηση της αιωνιότητας. Ο άνθρωπος βρίσκεται έτσι αντιμέτωπος με την
αδυσώπητη μοίρα του, με τον δόλο των Θεών, με τη νομοτελειακά προαποφασισμένη
πορεία προς το τέλος.
Τέλος, μια από τις πιο σημαντικές τεχνικές καβαφικής ειρωνείας είναι το
προσωπείο του ειρωνικού αφηγητή, το οποίο μεταμορφώνεται ποικιλοτρόπως στο
έργο του. Πρόκειται για έναν αφηγητή που είναι άλλοτε αμφίθυμος, άλλοτε
στοχαστικός και άλλοτε ειρωνικός απέναντι στο πρόσωπο για το οποίο γίνεται λόγος
στο ποίημα και ο εντοπισμός του είναι πολύ σημαντικός για την ερμηνεία της
καβαφικής ποίησης.
Στο πλαίσιο αυτό εξετάζεται η σχέση του ποιητικού εγώ με το προσωπείο
προκειμένου να μην οδηγηθεί ο αναγνώστης σε παρανάγνωση.
Τυπικό παράδειγμα χρήσης προσωπείου αποτελεί το ποίημα «Εν μεγάλη ελ-
ληνική αποικία, 200 π.Χ.», όπου υπάρχει διαστρωμάτωση ειρωνείας:
101
Ἐν Mεγάλῃ Ἑλληνικῄ Ἀποικία, 200 π.Χ.
Ο λυρισμός
Ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία της ποιητικής του Καβάφη είναι ο ιδιότυπος
λυρισμός του, ο τρόπος δηλαδή με τον οποίο εκφράζεται ο εσωτερικός κόσμος, οι
εντυπώσεις και τα συναισθήματα του ποιητικού υποκειμένου. Ο ποιητής ξεκινά
πάντα από το εξωτερικό γεγονός ή αντικείμενο και μέσω της ρεαλιστικής του
αποτύπωσης οδηγείται στην ποιητική συνείδηση μένοντας εντός των ορίων της
κοινής εμπειρίας.
103
Τα συναισθήματα του ποιητικού υποκειμένου υπονοούνται, ενώ τις περισσότερες
φορές ο ποιητής απλώς καταγράφει το γεγονός ή το αντικείμενο που την προκάλεσε.
Η εσωτερική διάθεση έχει υποχωρήσει στο βάθος του ποιήματος.
Τα μέσα με τα οποία πραγματώνεται ο προσωπικός λυρισμός του είναι η διαφάνεια
των περιγραφών, η ορθολογική αντίληψη, η σπανιότητα παρομοιώσεων και
μεταφορών, η εντελώς ιδιαίτερη χρήση του επιθέτου.
7.2.3 Η γλώσσα
Η γλώσσα του Καβάφη είναι άρτια επεξεργασμένη και χαρακτηρίζεται από λιτότητα
και οικονομία.
Χρησιμοποιεί τη δημοτική αλλά μέσα στο βασικό σώμα της επιλέγει να
χρησιμοποιήσει λέξεις τις καθαρεύουσας, της αρχαΐζουσας, τοπικών ιδιωμάτων αλλά
ακόμη και του πολιτικού και τραπεζουντιακού ιδιώματος το οποίο αντανακλά την
αγάπη του ποιητή για εποχές πολιτισμικής επιμειξίας.
Υπάρχουν ποιήματα που είναι γραμμένα σε αμιγή δημοτική (π.χ. «Θυμήσου,
σώμα.»), αλλά πολλά από τα ποιήματα της ώριμης φάσης του αποτελούν ένα
γλωσσικό αμάλγαμα αισθητικά καταξιωμένο (π.χ. «Εκόμισα εις την τέχνη»). Τα
κριτήρια επιλογής, όσον αφορά στη γλώσσα αλλά και στις συντακτικές δομές και στη
στίξη, είναι για τον Καβάφη καλλιτεχνικά και όχι ιδεολογικά.
Από αυτή την άποψη ο Καβάφης διαφοροποιείται απολύτως από τους ποιητές της
γενιάς του 1880, που είχαν αναγάγει τον δημοτικισμό σε ιδεολογική βάση της
ποιητικής δημιουργίας.
O εκφραστικός πλούτος και η γλωσσική φαντασία του Καβάφη σε συνδυασμό με την
αίσθηση του περιττού που έχει και την επίδραση που δέχτηκε από το κίνημα του
παρνασσισμού τον οδηγούν να επεξεργάζεται εξαντλητικά το ποίημα, ώσπου να μην
μπορεί τίποτε να αφαιρεθεί, να προστεθεί ή να μετακινηθεί χωρίς να αλλάξει το
ποιητικό αποτέλεσμα.
Η ευκρίνεια της περιγραφής, η ορθολογική αντίληψη των πραγμάτων, η έλλειψη
παρομοιώσεων και μεταφορών, η ελάχιστη και ιδιαίτερη χρήση επιθέτων, η
δραστικότητα του ρήματος, η παρασιώπηση, η ακρίβεια και η ρεαλιστική διατύπωση
αποτελούν βασικά χαρακτηριστικά της γλωσσικής ταυτότητας του ποιητή.
Το μέτρο
104
μεγάλη ελευθερία, φθάνοντας να κάνει όμως παρατονισμούς, κατάργηση της τομής ή
χρησιμοποιώντας την ανορθόδοξα, επιτρέποντας χασμωδίες (χωριστή προφορά δύο
γειτονικών φωνηέντων). Η οργάνωση, επίσης, του στίχου του σε στροφές είναι
ελεύθερη και γίνεται με βάση τη λογική ολοκλήρωση του νοήματος και όχι τη
στιχουργική συμμετρία.
Η στιχουργική που όπως και η γλώσσα που χρησιμοποιεί επιδιώκει τη ρεαλιστική
διατύπωση και ακρίβεια.
Η ομοιοκαταληξία, όπου υπάρχει, άλλοτε είναι φθαρμένη ή επιφανειακή, μένοντας
στο επίπεδο της παρήχησης (σπανίως είναι συστηματική και ευρηματική), συχνά
είναι διάσπαρτη μέσα στο ποίημα, ενώ άλλοτε μέσω της ομοηχίας φθάνει ως τον
εμπαιγμό και την παρωδία.
Ιδιαίτερα έντονος είναι ο ρυθμός της καβαφικής ποίησης. Παρά τη στιχουργική του
ανορθοδοξία, ή και μέσω αυτής, ο ποιητής κατορθώνει, με τη συνδρομή της στίξης
και των λεκτικών του επιλογών, να δημιουργήσει ένα έργο με έντονη μουσικότητα.
Συχνά ο τρόπος με τον οποίο παραβιάζεται το μέτρο αποτελεί ένα βασικό τέχνασμα
της καβαφικής ειρωνείας.
105
ΕΙΡΩΝΕΙΑ
Η Καβαφική Ειρωνεία:
§ Τραγική (ο ήρωας δεν γνωρίζει ότι είναι θύμα μιας κατάστασης).
§ Δραματική (ο θεατής έχει πλήρη επίγνωση της κατάστασης)
Ο Βαγενάς κωδικοποιεί την ειρωνεία ως:
§ Λεκτική (δηλώνει έννοιες και αισθήματα που δεν υπάρχουν σε λέξεις που
χρησιμοποιεί ή είναι αντίθετα με αυτές).
§ Καταστάσεων (αντιφατικές καταστάσεις μέσα από τις οποίες αποκαλύπτεται η
πραγματική φύση των πραγμάτων. Η πραγματικότητα είναι μια τραγική αυταπάτη).
Ο Καβάφης χρησιμοποιεί την ειρωνεία για δύο λόγους:
1. για να δείξει ότι η μοίρα είναι κυρίαρχη των πάντων και
2. για να προκαλέσει συγκίνηση στον αναγνώστη.
Γλώσσα:
Μέτρο:
106
Συχνά ο τρόπος με τον οποίο παραβιάζεται το μέτρο αποτελεί ένα βασικό τέχνασμα
της καβαφικής ειρωνείας.
ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΥ
107
Καβαφική αποστασιοποίηση, αρκετά ειρωνικός εξαρχής, επιχειρεί να εναρμονιστεί
με τη θεματική και οπτική των συναδέλφων του.
«Μακρυά» (341)
108
«Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες» (348) -- (ιστοριογενές) --
Δραστηριότητα 4: + Σεφέρης: Καταγράψτε τις 3 ιστορικές στιγμές και συνοψίστε
τον "χρονικό συνταυτισμό" του Σεφέρη:
Καβάφης: αναφέρεται σε 2 ιστορικές στιγμές α. το έτος που έπεσαν οι Αχαιοί
πολεμιστές β. το έτος που ο Αχαιός ποιητής συνέθεσε το επίγραμμα. Ο γ' ιστορικός
χρόνος είναι ο χρόνος της γραφής του καβαφικού ποιήματος 1922 παραμονές
καταστροφής.
3 χρονικά επίπεδα: α. ο χρόνος της ιστορίας στην οποία αναφέρεται το΄ποίημα β. ο
χρόνος της πλασματικής αφήγησης αυτής της ιστορίας από τον Αχαιό ποιητή και γ. ο
χρόνος της δηλωμένης από τον Καβάφη γραφής. Οι τρεις ιστορικές στιγμές
ταυτίζονται συναισθηματικά ως εποχές εξευτελισμού, κατάντιας και ανεξάντλητης
ραδιουργίας. Επομένως, σύμφωνα με Σεφέρη, η αναφορά στο ιστορικό παρελθόν
αποτελεί έμμεση / κρυπτογραφική αναφορά στο ιστορικό παρόν.
109
δημοσιεύτηκε από τον Καβάφη.. αυτό που διαβάζουμε είναι προϊόν φιλολογικής
αποκατάστασης.
110
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8
Η ποίηση του Άγγελου Σικελιανού
ΕΝΝΟΙΕΣ - ΚΛΕΙΔΙΑ:
111
ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΤΗΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
8.3.1 Α' περίοδος: 1909-1917
Πρόκειται για μια ολιγάριθμη ομάδα ποιημάτων, όπου με αισθησιασμό αλλά και
αίσθημα γαλήνης περιγράφονται οι ειδυλλιακές στιγμές που περνούν ο αφηγητής μαζί
με μια συντροφιά γυναικών στις ακτές του Ιονίου. Τα ποιήματα είναι γραμμένα σε
ανομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο και συνδυάζουν στοιχεία του δημοτικού
τραγουδιού, της ποίησης του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη και των ομηρικών επών.
112
Πρόλογος στη ζωή (1915-1917, 1947)
Λυρικά A'
113
β) η εντατική ενασχόλησή του με τη Δελφική Ιδέα
114
ανεξάρτητα από το γεγονός ότι το έργο αυτό προπαγανδίζει τη Δελφική Προσπάθεια,
διακρίνεται για την αισθαντικότητα της γλώσσας και των εικόνων του.
Μετά την αποτυχία της Δελφικής Ιδέας ο Σικελιανός φτάνει στην κορύφωση της
τέχνης του γράφοντας μια σειρά από ποιήματα που συγκροτούν στα Απαντά του την
ενότητα Λυρικά B'.
Στα ποιήματα υποχωρεί η ζωηρή εικονοποιία των πρώτων συνθέσεων καθώς και η
έμφαση στις αισθήσεις και στον φυσικό κόσμο και το κέντρο βάρους μετατοπίζεται
στη μεταφυσική διάσταση της ζωής.
Με λόγο αφηρημένο που όμως δεν καταλήγει στην ψυχρή αφαίρεση και στην
αοριστία. Τροφοδοτείται από μία νευρώδη, γεμάτη ειλικρίνεια και πάθος,
πρωτοπρόσωπη αφηγηματική φωνή. Ο λόγος γίνεται ταπεινός, χαμηλότονος και
παίρνει πλέον τρυφερές αποχρώσεις. Μετατρέπεται από περήφανη εξαγγελία σε
φιλική εκμυστήρευση.
Στην τρίτη δημιουργική περίοδο του Σικελιανού εντάσσονται και οι περισσότερες
τραγωδίες του.
Κύριο χαρακτηριστικό των τραγωδιών του Σικελιανού, οι περισσότερες από τις
οποίες έχουν αρχαιοελληνική θεματική, είναι ότι δεν συνιστούν γνήσια θεατρικά
έργα, αλλά μάλλον (όπως και εκείνες του Καζαντζάκη, βλ. κεφ. 9) ποίηση γραμμένη
για να απαγγελθεί από σκηνής, δηλαδή λυρικό δράμα.
Μολονότι οι τραγωδίες του Σικελιανού περιέχουν αρκετές στιγμές υψηλής λυρικής
εμπνοής, σε γενικές γραμμές χαρακτηρίζονται από ιδεολογική υπερφόρτωση, η
οποία τους στερεί τη λυρική αμεσότητα και ένταση που διακρίνουν τον ποιητικό λόγο
του.
8.4.1 Θεματική
Το κέντρο της ποίησης του Σικελιανού θα μπορούσε να συνοψιστεί στις λέξεις φύση
και μύθος. Το έργο του είναι διαποτισμένο από την λατρεία του φυσικού κόσμου την
αποθέωση των αισθήσεων που του προσδίδουν το χαρακτηρισμό του παγανιστή
ποιητή, παρά τις αναφορές στον χριστιανισμό
Τον αρχαίο μύθο, ο Σικελιανός τον αντιλαμβάνεται όπως οι Γερμανοί ρομαντικοί,
δηλαδή ως μια ζωντανή, πάντοτε παρούσα δύναμη, αποκαλυπτική πανανθρώπινων
αληθειών. Οι μύθοι δεν είναι απλά σύμβολα αλλά υπάρξεις που ζωοποιούν τον
φυσικό κόσμο.
115
Ένα τρίτο αγαπημένο θέμα του Σικελιανού υπήρξε η γυναίκα, και γενικότερα ο
έρωτας, ως ενέργεια που κινεί τη δημιουργία. Η γυναίκα στην ποίηση του Σικελιανού
υμνείται ως ιερό σύμβολο γονιμότητας αλλά και ως Μούσα του ποιητή, καθώς ο
έρωτας είναι, για τον Σικελιανό, συστατικό στοιχείο της ποιητικής δημιουργίας. Μια
τέταρτη, βασική θεματική ενότητα του έργου του είναι η ίδια η ποιητική τέχνη καθώς
και ο εαυτός του ως χαρισματικό λυρικό υποκείμενο.
8.4.2 Τεχνοτροπία
Μορφολογία
O Σικελιανός χρησιμοποιεί γλωσσικά στοιχεία από όλες τις περιόδους της νε-
οελληνικής γλώσσας, από τα ομηρικά και κλασικά χρόνια έως τα μεσαιωνικά (κυρίως
την πατερική γραμματεία) και τα νεότερα. Ένθερμος δημοτικιστής, ο Ο Σικελιανός
ενδιαφερόταν άμεσα για τη γλώσσα των ανθρώπων του λαού, και ποτέ δεν έπαυε να
ρωτά τους απλούς ανθρώπους για το νόημα λέξεων που αποσπούσαν την προσοχή
του.
Το πρόβλημα, ωστόσο, της σικελιανικής γλώσσας (όπως και εκείνης του Παλαμά,
του Βάρναλη ή του Καζαντζάκη) είναι ότι περιέχει ακραίους τύπους της δημοτικής
που σήμερα δεν χρησιμοποιούνται και οι οποίοι κάνουν σε ορισμένες περιπτώσεις
την ποίησή του να ηχεί πεπαλαιωμένη.
Ιδεολογία-κοσμοθεωρία
117
Έτσι ενώ στα πρώτα έργα του η σκέψη του μπορεί να θεωρηθεί ελληνοκεντρική, στη
συνέχεια αποκτά διεθνική διάσταση και οδηγείται στη Δελφική Ιδέα. Πρόκειται για
ένα όραμα συνεργασίας και συναδέλφωσης των λαών στα πρότυπα των δελφικών
αμφικτιονιών.
8.4.6 Ποιητική
Χαρακτηριστικός της αντίληψης του Σικελιανού για την ποίηση είναι ο τίτλος που
θέλησε να δώσει στα ποιητικά άπαντά του: Λυρικός Βίος.
Η ουσία του λυρισμού τον οποίο ο ποιητής αντιλαμβάνεται ως δημιουργική ενέργεια
χειμαρρώδη, πηγαία και αχαλίνωτη έγκειται στην προφορικότητα του ποιητικού
λόγου, που παραπέμπει στην αρχαιοελληνική ποιητική παράδοση
Ωστόσο, ο Σικελιανός δημιουργεί μια ποίηση ελάχιστα προφορική και πηγαία, καθώς
η περίπλοκη σύνταξή της καθιστά απαραίτητη την πράξη της σιωπηλής ανάγνωσης
της για να γίνει πλήρως κατανοητή.
Ο τίτλος Λυρικός Βίος, πέρα από την έμφαση του στην ποίηση ως ζωή και όχι στη
γραφή, υποδηλώνει και κάτι ακόμη: την αυτοβιογραφική διάσταση της σικελιανικής
ποίησης. Στα περισσότερα έργα του Σικελιανού υπάρχει ένας πρωτοπρόσωπος
αφηγητής, ο οποίος ταυτίζεται με τον ποιητή.
Η κεντρική θέση που κατέχει ο εκλεκτός, εμπνευσμένος δημιουργός στο έργο του
Σικελιανού απηχεί τις αρχές του ευρωπαϊκού ρομαντισμού, αλλά και εκείνες της
αρχαϊκής περιόδου του ελληνισμού, με κύριο πρότυπο τον Πίνδαρο. Ο ποιητής για 273
τον Σικελιανό είναι οραματιστής, προφήτης, ιερέας και μύστης, και ο οποίος παίζει
με το έργο του ζωτικό ρόλο στην κοινωνία όπου ανήκει. Θα πρέπει ωστόσο να
υπογραμμιστεί ότι αυτή η εκλεκτική αντίληψη για την ποιητική δημιουργία, που
κυριαρχεί στα πρώτα έργα του Σικελιανού -και η οποία απωθεί αρκετούς σύγχρονους
αναγνώστες ως ουτοπική και εκτός εποχής- υποχωρεί με τις δοκιμασίες της Κατοχής,
περίοδο στην οποία, όπως είπαμε, η φωνή του Σικελιανού αποκτά περισσότερη
ταπεινοφροσύνη και τραγικότητα.
ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΥ:
Το ποίημα αποτελεί σονέτο, μια από τις δυσκολότερες μορφές της παραδοσιακής
ποίησης. Η περήφανη διαβεβαίωση ότι μπορεί να τιθασεύσει το άλογό του:
118
φανερώνει την καλλιτεχνική αυτοπεποίθηση του Σικελιανού, ο οποίος αισθάνεται
απόλυτα ικανός να χειριστεί την ορμητική έμπνευσή του, υποτάσσοντας την στην
περιορισμένη μορφή του σονέτου.
«Παν» (359) -- Δραστηριότητα 2: Σε ποια ομάδα ποιημάτων του ανήκει και γιατί;
Ομοιότητες με "Ακροκόρινθο":
Ανήκει στην α' περίοδο Λυρικά. Έκδηλα παγανιστικό. Τράγος: πανάρχαιο σύμβολο
γονιμότητας και σεξουαλικής ορμής, σύμβολο του θεού Πανός. Σύνδεση φύσης -
μύθου. Μεσημέρι: ιερή ώρα για τον Σικελιανό (η ενέργεια της φύσης βρίσκεται στην
απώτερη έντασή της και αγγίζει το θείο). Εκφραστική λιτότητα, ρεαλιστική ακρίβεια,
ανάλαφρος δοξαστικός τόνος, ευδαιμονική διάθεση.
Και τα δύο ποιήματα παγανιστικά. Και στα δύο μια γεμάτη ευδαιμονία περιγραφή
ενός παραθαλάσσιου τοπίου. Και τα δύο εμψυχώνονται από μια α/ε θεότητα (Πάνας,
Πήγασος). Και οι δύο θεότητες με μορφή απλού ζώου πλήρως ενσωματωμένου στο
τοπίο. Φύση και μύθος συμπλέκονται με τρόπο εντυπωσιακά παρόμοιο.
119
αναγνώστη, έχει στόχο να του προξενήσει αισθητική απόλαυση με το μετρό και τον
ρυθμό που είναι καθαρά ενδοποιητικά μέσα)-ζευγαρωτός 15συλλαβος (πρωτόκλιτος
+ όψιμος Σολωμός)
120
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9
ΒΑΡΝΑΛΗΣ - ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ
Η ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
9.2.1 Ο Προσκυνητής
121
Το ποίημα, γραμμένο σε περίοδο εθνικής αισιοδοξίας (νικηφόροι για την Ελλάδα
Βαλκανικοί Πόλεμοι, φαινομενικά βάσιμες ελπίδες για τη μικρασιατική εκστρατεία),
αποτελεί σταθμό στην εξέλιξη της ποιητικής του Βάρναλη, τόσο από την άποψη των
λογοτεχνικών μορφών που τον απασχολούν όσο και από ιδεολογική άποψη σε ό,τι
αφορά τον κοινωνικό ρόλο της ποίησης: είναι το πρώτο του συνθετικό έργο (ποίημα
πολυμερές, εκτενές, απαιτητικής θεματικής) και το πρώτο στο οποίο η ποίηση γίνεται
αντιληπτή ως μια μορφή κοινωνικής πράξης. Και ακριβώς στο πλαίσιο του
δραματοποιείται ο νέος ρόλος της ποίησης, σε συνδυασμό με τη σύλληψη ενός
υψηλού, υπερατομικού, στόχου. Παράλληλα όμως δραματοποιείται και η
κατάρρευσή του. Αν και ένα μεγάλο μέρος του εξυμνεί την Ελλάδα, την ιστορική
ενότητα και διαδρομή της, το όραμα του ποιήματος δεν είναι αποκλειστικά εθνικό,
αλλά διανθρώπινο.
Η δεκαετία του 1920 είναι κρίσιμη από ιστορική άποψη για τους Ευρωπαίους
διανοουμένους: Βαλκανικοί Πόλεμοι (1912-1913), Α' Παγκόσμιος Πόλεμος (1914-
1918), Οκτωβριανή Επανάσταση· και ειδικότερα για τους Έλληνες διανοουμένους, το
ναυάγιο της Μικρασιατικής Εκστρατείας και της Μεγάλης Ιδέας, (1919-1922).
Ο Βάρναλης μεταστρέφεται πολιτικά από τον αστικό φιλελευθερισμό στον
κομμουνισμό. Έκτοτε η πολυσχιδής πνευματική του δημιουργία (ποίηση,
πεζογραφία, λογοτεχνική κριτική και αισθητική, θέατρο, μετάφραση) συνδέθηκαν
άρρηκτα με την πορεία της κομμουνιστικής αριστεράς στην Ελλάδα.
Το 1919 είναι μια χρονιά ορόσημο για τον Βάρναλη καθώς «αποτελεί την απαρχή της
δημιουργικής δεκαετίας του, δηλαδή της δεκαετίας που περιλαμβάνει τα καλύτερα
επιτεύγματα και των λοιπών ειδών του, του κριτικού είδους Ο Σολωμός χωρίς
μεταφυσική (1925) και του πεζογραφικού Η αληθινή απολογία του Σωκράτη (1933),
και που εκπροσωπείται στην ποίηση με τα ώριμα έργα του Το φως που καίει (1922,
1933) και Σκλάβοι πολιορκημένοι (1927)»
Τα συγκεκριμένα ποιητικά έργα αποκαλύπτουν το στίγμα της ποιητικής του Βάρναλη
αυτή την περίοδο.
Η Αντιποίηση
Μία από τις ορίζουσες της ώριμης ποιητικής έμπνευσης και δημιουργίας του
Βάρναλη είναι η ειδική μορφή διαλόγου που συντελείται ανάμεσα στο έργο του και
στο λογοτεχνικό έργο άλλων δημιουργών, αλλά και το προγενέστερο δικό του
122
Ο διάλογος αυτός, η αντι/ποίηση, όπως τον αποκαλεί, προϋποθέτει δύο
συμπληρωματικές διαδικασίες: την ιδιοποίηση και την αναίρεση της πηγής του.
Στο πλαίσιο αυτό ο Βάρναλης συνδέεται με τον Παλαμά με μια σχέση ιδεολογικής
αντιπαράθεσης και ποιητικής συνομιλίας στο επίπεδο της έκφρασης και του
αφιερώνει τη μελέτη του Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική. Δεν ήταν πάντως λίγες οι
φορές κατά τις οποίες ο Βάρναλης με τρόπο απερίφραστο αντιπαρατέθηκε στον
Παλαμά, και όχι μέσω της αντι/ποιήσεως, αλλά σαρκαστικά (π.χ. «Λεφτεριά») ή
στηλιτεύοντας την ποιητική του, όπως κάνει για παράδειγμα ποίημα «Πόρνη», το
οποίο εντασσόταν στο τρίτο μέρος του Φωτός που καίει, στην έκδοση του 1922.
Στο πλαίσιο της αντι/ποιήσεως μπορεί να ενταχθεί και η μυθική μέθοδος του
Βάρναλη, η αξιοποίηση ως συμβόλων, δηλαδή, χαρακτήρων και μορφών από την
αρχαία ελληνική και τη χριστιανική θρησκεία, τις οποίες απομυθοποιεί,
απαλλάσσοντάς τες από τα εξιδανικευτικά στοιχεία που τις περιβάλλουν και τις απο-
μακρύνουν από τα ανθρώπινα μέτρα. Σε ορισμένες περιπτώσεις ερμηνεύει την
προσωπικότητα και τις επιλογές αυτών των μορφών με τρόπο που αναιρεί εκείνον της
θρησκευτικής παράδοσης από την οποία έλκουν την καταγωγή τους: της
αρχαιοελληνικής και της χριστιανικής. Άλλοτε οικειοποιείται την επίσημη εκδοχή
τους, αντιπαραθέτοντας ωστόσο μορφές που υπονομεύουν την ιδεολογία την οποία τα
σύμβολα αυτά εκφράζουν.
Γλώσσα-Ύφος
Η σατιρική αρχιτεκτονική
Κύρια ειδολογική κατηγορία της ώριμης ποίησης του Βάρναλη είναι η σάτιρα. Για να
εκπληρώσει τον σατιρικό στόχο του ξεκινά από την εύθυμη απεικόνιση και καταλήγει
123
290
στην κριτική και, κάποτε, στη βίαιη έκθεση της σκοτεινής, κατά τον σατιριστή,
φύσης του. Με άλλα λόγια υπάρχουν και εύθυμα και βίαια σατιρικά ποιήματα.
Βασικό χαρακτηριστικό των βαρναλικών σατιρικών συνθεμάτων αποτελεί η
ετερογένεια των συστατικών τους: α) ποικίλοι τύποι ποιημάτων απαρτίζουν τα
συνθέματα και β) το στοιχείο της ποικιλίας εμφανίζεται και στο εσωτερικό ενός
εκάστου ποιήματος. Η ποικιλία-ετερογένεια αναφέρεται σε όλα τα επίπεδα του
κειμένου: μορφή (π.χ. τα συνθέματα περιλαμβάνουν πεζά και έμμετρα κείμενα, ο
στίχος που χρησιμοποιείται από ποίημα σε ποίημα ποικίλλει)· γλώσσα (ποικιλία
κοινωνιολέκτων και τύπων λόγου)· εκφορά του λόγου (μονόλογος και διάλογος/ αφη-
γηματικά και δραματικά μέρη)· θεματική (η κοινωνική ανισότητα, ο πόλεμος, η
θρησκεία, η ποίηση, και βέβαια ο ταξικός χαρακτήρας όλων των προηγουμένων)·
χαρακτήρες και χώρος-χρόνος (από την αρχαία ελληνική και τη χριστιανική
θρησκεία, από το αστικό περιθώριο)· είδος (θρήνος, τραγούδι, ύμνος, παρωδία,
λυρικό ποίημα, δραματικός μονόλογος κ.ά.) κ.ά.
Το Φως που καίει κυκλοφορεί το 1922 και ξανά το 1933 σε διαφορετική μορφή.
Είναι τριμερές σύνθεμα, που απαρτίζεται από πεζά και έμμετρα κείμενα, με λυρικά
και σατιρικά μέρη, οραματικού χαρακτήρα.
Εκφράζει την προσδοκία και την υλοποίηση ενός ιδανικού -της κομμουνιστικής
επανάστασης και της δημιουργίας μιας κοινωνίας χωρίς εκμετάλλευση. Σύμφωνα με
τον Βάρναλη, «το έργο αυτό θα μπορούσε να ονομασθεί της στρατευμένης τέχνης
[...] [καθώς] εκφράζει με ενθουσιασμό ορισμένες πίστεις, χτυπά με μίσος τις
αντίθετες
Σύνθεμα που αρθρώνεται σε τέσσερα μέρη και, όπως και το Φως που καίει,
απαρτίζεται από έμμετρα και πεζά κείμενα, με λυρικά και σατιρικά στοιχεία και
χαρακτήρα «αντιπολεμικό» και «αντι- ιδεαλιστικό».
Το πρώτο μέρος με τίτλο «Το θεϊκό ήτοι το ανθρώπινο πάθος»,
επικεντρώνεται σε επεισόδια από τη ζωή βιβλικών προσώπων: της Παναγίας,
του Ιούδα, του Χριστού.
Το δεύτερο, «Ο πόλεμος», περιλαμβάνει μια σειρά από διαφορετικές μεταξύ
τους οπτικές έναντι του πολέμου: αυτή ενός άντρα, μιας γυναίκας, μιας «σκιάς
ενός Κλέφτη από τα περασμένα», ενός σκεπτικιστή και ενός τρελού.
124
Το τρίτο «Το όραμα ήτοι η δεφτέρα παρουσία» προεκτείνει κατά μία έννοια
το δεύτερο, καθώς ένας πληγωμένος σε πολεμικά επεισόδια «οραματίζεται,
ξεψυχώντας, τη Δέφτερη παρουσία».
Τέλος, το τέταρτο μέρος, «Η καμπάνα ήτοι η ελεφθερία» επικεντρώνεται σε
ένα επεισόδιο της ειρηνικής ζωής -εγκαίνια μιας καινούριας καμπάνας- και
στηλιτεύει την συνειδησιακή υποδούλωση του λαού στην οποία συνεργούν οι
ιδεαλιστές διανοούμενοι.
125
ΟΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΕΣ ΚΑΤΑΒΟΛΕΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
126
9.5.2 Η λογοτεχνική παραγωγή του Νίκου Καζαντζάκη πριν από τον Β'
Παγκόσμιο Πόλεμο
Οδύσσεια: Ο Πολίτης απορρίπτει την ιδέα ότι η Οδύσσεια αποτελεί «το έπος του
σύγχρονου ανθρώπου» Η Οδύσσεια μοιράζεται ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά με
τα έπη (μεγάλη έκταση, η ποιητική μορφική οργάνωση, ο αφηγηματικός χαρακτήρας,
η ηρωική διάσταση των χαρακτήρων, καθώς υπερβαίνουν τα όρια και το πεδίο
δράσης του μέσου ανθρώπου) Όμως, ενώ τα έπη εκφράζουν κοινωνίες που δεν
αμφισβητούν την ύπαρξη μιας υπερβατικής τάξης η οποία νοηματοδοτεί τον κόσμο
και νομιμοποιεί ηθικά και λογικά την ηρωική δράση, η οδυσσειακή περιπλάνηση του
Καζαντζάκη προϋποθέτει τη συνεχή υπέρβαση των υλικών δεσμεύσεων, την
απελευθέρωση από την υλική ύπαρξη, ώστε να επιτευχθεί ο απώτερος στόχος της
πνευματικής μετουσίωσης. Η αφήγηση δε (όπως και σε όλο το έργο του δραματοποιεί
τις φιλοσοφικές του αντιλήψεις).
127
ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΤΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
Το 1961 κυκλοφορεί και η αυτοβιογραφία του, Αναφορά στον Γκρέκο, έργο στο οποίο
μυθοποιεί τον βίο του, μέσω της αναγωγής των επεισοδίων του στις φιλοσοφικές του
πεποιθήσεις. Ο ίδιος την χαρακτηρίζει «Οδοιπορικό» «της πορείας [τ]ου ανάμεσα
στους ανθρώπους, στα πάθη και στις ιδέες».
Τα μυθιστορήματά του έκαναν τεράστια αναγνωστική επιτυχία και ξεπέρασαν όχι
μόνο τη γλώσσα στην οποία γράφτηκαν, αλλά και το ίδιο το γλωσσικό μέσο: πέρασαν
στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση, με αποτέλεσμα να γίνουν γνωστά στο
ευρύτερο κοινό.
Δραστηριότητα 6/Κεφάλαιο 9
ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Κατά την εκτίμηση του Μπήαν, στην περίπτωση του Καζαντζάκη, η «καλλιτεχνική
επιτυχία του κάθε έργου εξαρτάται», ανάμεσα σε άλλα, «από το πόσο καλά
128
συγχωνεύονται η ιστορία με την κοσμολογία, από τη μετάβαση του ειδικού στο
γενικό» (Μπήαν, 1983, σ. 17). Η εκτίμηση αυτή εμφανίζεται με πολύ πιο αναλυτικό
τρόπο στην πρώτη παράγραφο του αποσπάσματος (Ανθολόγιο Κριτικών Κειμένων). Ο
Μπήαν υποστηρίζει ότι ο συγγραφέας μετά την Οδύσσεια, σε άλλα του έργα λιγότερο
σε άλλα περισσότερο, το κατορθώνει. Και τρεις είναι οι παράγοντες που διευκόλυναν
αυτή την πρόοδο: η γλωσσική- υφολογική απελευθέρωση που κατέκτησε ο
Καζαντζάκης, εγκαταλείποντας το στίχο για την πρόζα' η ενσωμάτωση του ελληνικού
στοιχείου στο έργο του, κάτι που του προσέδωσε φυσιογνωμία' τέλος, η
συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας να αποδεχτεί τις ιδιαιτερότητες του
καλλιτεχνικού έργου, σε σχέση π.χ. με τον φιλοσοφικό λόγο, κυρίως ως προς το
σκέλος της αποστασιοποίησης του καλλιτέχνη-δημιουργού από τους ήρωές του, της
αναγκαιότητας να νιώσει άνετα με έναν ρόλο όπου ο συγγραφέας γίνεται ένας
«σκηνοθέτης [...] που αφήνει τους ήρωές του να παίζουν σχεδόν μόνοι τους» (Μπήαν,
1983, σ.55)
129
Λυκόβρυση, το μυθιστόρημα Ο Χριστός ξανασταυρώνεται. Η μυθοπλασία στον
Τελευταίο πειρασμό αναπτύσσεται στις περιοχές όπου, σύμφωνα με τη Βίβλο, έζησε
και έδρασε ο Χριστός.
Ο Φτωχούλης τον Θεού αναφέρεται στη ζωή του αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης, όπως
τη μαρτυρούν οι «καταλασπωμένοι δρόμοι της Ιταλίας, [οι] μαύρες σπηλιές, [οι]
χιονοσκέπαστες κορφές» (Καζαντζάκης, 1981α, σ. 23), απ' όπου πέρασε ο
«βιογραφούμενος» άγιος. Τέλος, οι Αδερφοφάδες αναφέρονται στον εμφύλιο πόλεμο
και διαδραματίζονται στον Κάστελο, χωριό της Ηπείρου.
9.6.4 Η θεματική
Π.χ. οι δύο αγαπημένοι σύντροφοι του αφηγητή στο μυθιστόρημα Βίος και πολιτεία
τον Αλέξη Ζορμπά, δηλαδή ο Σταυριδάκης και ο Ζορμπάς που ακολουθούν
διαφορετική πορεία.
Πράγματι, στο πλαίσιο της μυθοπλασίας και οι δυο χαρακτήρες ακολουθούν τον
δρόμο της μετουσίωσης της σάρκας σε πνεύμα: αφελώς ο πρώτος, συνειδητά ο
δεύτερος. Η βασική αυτή αντίθεση δομείται με ιεραρχημένους όρους: η
πνευματικότητα σημαίνεται με θετικό πρόσημο και η υλικότητα, καθώς και οι
ανάγκες που απορρέουν από αυτήν και παρεμποδίζουν την πνευματική μετουσίωση,
με αρνητικό.
Έτσι και η ελευθερία, με καζαντζακικούς όρους δεν βρίσκεται στο είναι, αλλά στο
γίγνεσθαι. Δεν είναι μία μορφή ηθικής, κοινωνικής ή πολιτικής κατάστασης, αλλά
έχει αναφορά ψυχολογικής τάξης (προϋποθέτει την αποδέσμευση από κάθε επιδίωξη,
οσοδήποτε υψηλή ή αλτρουιστική και αν είναι)
Όπως το διατυπώνει στην Ασκητική: «Η ανώτατη αρετή δεν είναι να 'σαι ελεύτερος,
παρά να μάχεσαι για ελευτερία» (Καζαντζάκης, 1971, σ. 83). Γιατί, η μετουσίωση της
σάρκας σε πνεύμα θα πρέπει να έχει τελείως ανυστερόβουλο χαρακτήρα. Σε αυτό το
πλαίσιο μπορούμε να καταλάβουμε και τις σκέψεις που κάνει ο αφηγητής στον Βίο
και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά: «Να λευτερωθείς από ένα πάθος, υπακούοντας σ' ένα
άλλο υψηλότερο. Μα μήπως κι αυτό δεν είναι σκλαβιά; Να θυσιάζεσαι για μιαν ιδέα,
για τη ράτσα σου, για το Θεό; Ή μήπως όσο πιο αψηλά στέκεται ο αφέντης σου τόσο
και πιο μακραίνει το σκοινί της σκλαβιάς μας, πηδούμε τότε και παίζουμε σε πολύ
πλατύχωρο αλώνι, πεθαίνουμε χωρίς να βρούμε την άκρα του, κι αυτό το λέμε
ελευτερία;» (Καζαντζάκης, 1981, σ. 35- 36).
130
Το αφηγηματικό περιεχόμενο των μυθιστορημάτων και η πλοκή τους (τρόπος,
οργάνωσης επεισοδίων της ιστορίας και η εξέλιξη προς ένα ορισμένος τέλος) σε ένα
μεγάλο βαθμό σκηνοθετούν την ταλάντευση μιας σειράς χαρακτήρων ανάμεσα στους
δύο θεμελιώδεις, αλλά αντιθετικούς όρους: της πνευματικής μετουσίωσης και της
δέσμευσης από τις αναγκαιότητες (υλικές ή πολιτισμικές). Στην αντίθεση αυτή
ανάγεται και μια σωρεία άλλων αντιθέσεων όπως:
σώμα-πνεύμα,
μονιμότητα-μεταβολή,
παλιό-νέο,
«κάτω»-«πάνω»,
χαμηλά-ψηλά,
χώμα-ουρανός,
γυναίκα-άνδρας,
σύνολο-άτομο,
νόηση-εμπειρία,
νους-καρδιά/ψυχή/ένστικτο/διαίσθηση,
εγρήγορση-όνειρο
χαρακτήρες οι οποίοι ακολουθούν την ορμή προς την αποπνευμάτωση της ύλης μέχρι
τέλους. Από τους υπόλοιπους, άλλος προχωρά περισσότερο άλλος λιγότερο κι άλλος
ελάχιστα. Έτσι, ενώ οι επιμέρους πράξεις τους μπορούν να κατηγοριοποιηθούν
ανάλογα με τη λειτουργία τους (σε ό,τι αφορά τους ίδιους ή τον κεντρικό
χαρακτήρα), οι χαρακτήρες δεν είναι δυνατόν να υπαχθούν σε αυτή την κάθετη
κατηγοριοποίηση (κάτι που θα μας έδινε ήρωες που διευκολύνουν ή παρεμποδίζουν
την πορεία προς την πνευματοποίηση). Σε αυτό το πλαίσιο μπορούμε να
αντιληφθούμε και τον διάλογο ανάμεσα στον Ιησού και τον Ιωάννη από τον
Τελευταίο πειρασμό:
- Ποιος σε τυραννάει;
Ο νέος αχνογέλασε· έκαμε ν' αποκριθεί: «Ο Θεός», μα κρατήθηκε· ετούτη ήταν η με-
γάλη μέσα του κραυγή, δεν ήθελε να την αφήσει να φύγει από το στόμα του»,
(Καζαντζάκης, 1955, σ. 25)
Η θετική σημασία του μοτίβου της κραυγής έχει οπωσδήποτε σχέση με την αντίθεση
ανάμεσα στον νου και στην καρδιά, το ένστικτο, τη διαίσθηση και στην
κατωτερότητα του νου στο πλαίσιο της πνευματικής μετουσίωσης.
131
Δραστηριότητα 7/Κεφάλαιο 9
ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ – ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Διαβάστε τον «Πρόλογο» από την Αναφορά στον Γκρέκο (Ανθολόγιο Λογοτεχνικών
Κειμένων) και περιγράψτε την οργάνωση της θεματικής του.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ 7
Αυτό που αποκαλούμε αυτοβιογραφία του Καζαντζάκη, στον «Πρόλογο»
σκηνοθετείται ως αναφορά ενός ηρωικού πολεμιστή του πνεύματος προς τον
στρατηγό-πνευματικό του πρόγονο τον οποίο επέλεξε ο αυτοβιογραφούμενος, για να
απευθύνει τον απολογισμό της ζωής του.
Έτσι, το μοτίβο του πολέμου διατρέχει τη σύλληψη του βίου: η ζωή είναι μάχη.
Ο πρόλογος οργανώνεται σε τρεις σκηνές και επίπεδα πραγματικότητας.
Το πρώτο είναι το επίπεδο της εγρήγορσης. ελέγχεται από τον νου και στο πλαίσιο
του η καρδιά ποθεί την αθανασία, αλλά στα τυφλά, στη γη' είναι αδιέξοδο ως προς
την πνευματική αγωνία που διακατέχει τον αφηγητή μπροστά σε αυτό που
διαισθάνεται ότι είναι το τέλος της ζωής του.
Το δεύτερο είναι το επίπεδο του ονείρου' ο νους έχει υποχωρήσει, η καρδιά, η
διαίσθηση και η ψυχή έχουν αναλάβει. Εδώ ο αφηγητής ανακαλύπτει τον ιδανικό
αποδέκτη της αυτοβιογραφίας του, αλλά και την ουσιαστική κλίση (: το οδηγητικό
νήμα) που υποτίθεται ότι κατηύθυνε τον βίο του και την οποία ο νους αδυνατούσε να
προσδιορίσει: «Φτάσε όπου δεν μπορείς!». Στην αντίθεση εγρήγορση- όνειρο, το
όνειρο εμφανίζεται ανώτερο και είναι σε θέση να εξαναγκάσει τον νου «να βάλει
καινούργια τάξη, καινούργιους νόμους: «πιο πλούσια αρμονία να γίνει ο κόσμος».
Πράγματι, το τρίτο επίπεδο, που ακολουθεί το ξύπνημα από το όνειρο, είναι μια
νέα εγρήγορση, ενδυναμωμένη από τις κατευθύνσεις που της έδωσε η διαίσθηση και
το όνειρο. Η θεματική αντίθεση εγρήγορση-όνειρο έχει και αφηγηματική λειτουργία:
αρχική εγρήγορση = αδυναμία αυτοβιογράφησης / όνειρο = εντοπισμός του σκελετού
της αυτοβιογραφίας και του ιδανικού αποδέκτη της / νέα εγρήγορση = έναρξη της
«αναφοράς», που προεκτείνεται και στο υπόλοιπο αυτοβιογραφικό σώμα. Πέραν
αυτής της βασικής αντίθεσης μπορούμε εύκολα να εντοπίσουμε στον «Πρόλογο» και
αρκετές από τις καζαντζακικές ιεραρχικές θεματικές αντιθέσεις: η γλυκιά φωνή της
γης («Έλα... έλα... έλα...») από τη μία πλευρά και ο «αρσενικός λόγος» («Φτάσε όπου
δεν μπορείς!») από την άλλη.· Η ζωή ως αξιοποίηση δυνατοτήτων, το «Φτάσε όπου
μπορείς» (που μοιάζει επίσης να βγαίνει από «το βαθύ λαρύγγι της γης»), και η ζωή
ως υπέρβαση δυνατοτήτων και περιορισμών, το «Φτάσε όπου δεν μπορείς!». Και
βεβαίως στον «Πρόλογο» απαντούν πολλά από τα καζαντζακικά μοτίβα, όπως είναι ο
ανήφορος, το χώμα, ο σταυρός, η φλόγα, τα σύνορα κ.ά.
132
Οι χαρακτήρες
Λαμβάνοντας υπόψη τη δράση των χαρακτήρων και το ότι η εξέλιξη της αφήγησης
έχει ως βαθύτερο θέμα της τη διαδικασία της πνευματικής μετουσίωσης, προκύπτουν
δύο βασικές κατηγορίες πράξεων:
εκείνες οι οποίες διευκολύνουν τη διαδικασία της πνευματικής μετουσίωσης
και
εκείνες που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο την παρεμποδίζουν.
Οι χαρακτήρες οι οποίοι ακολουθούν την ορμή προς την αποπνευμάτωση της ύλης
μέχρι τέλους. Από τους υπόλοιπους, άλλος προχωρά περισσότερο άλλος λιγότερο κι
άλλος ελάχιστα. Έτσι, ενώ οι επιμέρους πράξεις τους μπορούν να κατηγοριοποιηθούν
ανάλογα με τη λειτουργία τους (σε ό,τι αφορά τους ίδιους ή τον κεντρικό
χαρακτήρα), οι χαρακτήρες δεν είναι δυνατόν να υπαχθούν σε αυτή την κάθετη
κατηγοριοποίηση (κάτι που θα μας έδινε ήρωες που διευκολύνουν ή παρεμποδίζουν
την πορεία προς την πνευματοποίηση). Σε αυτό το πλαίσιο μπορούμε να
αντιληφθούμε και τον διάλογο ανάμεσα στον Ιησού και τον Ιωάννη από τον
Τελευταίο πειρασμό:
Ο άνθρωπος είναι ένα σύνορο: εκεί που σταματάει η γης κι αρχίζει ο ουρανός· μα το
σύνορο αυτό ακατάπαυτα μετατοπίζεται και προχωράει κατά τον ουρανό· μαζί του
μετατοπίζουνται και προχωρούν κι οι εντολές του Θεού· παίρνω τις εντολές του Θεού
από τις πλάκες του Μωϋσή και τις πάω πιο πέρα.
Αλλάζει το λοιπόν το θέλημα του Θεού, ραβή μου; έκαμε ο Ιωάννης ξαφνιασμένος.
Όχι, Ιωάννη αγαπημένε· μα πλαταίνει η καρδιά του ανθρώπου και χωράει περισσότερο
θέλημα. (Καζαντζάκης, 1955, σ. 347).
133
Κι αυτό, το πνέμα της αλήθειας που λες, κι αυτό θα σταυρωθεί· όσο θα υπάρχουν, ραβή
μου, άνθρωποι, το πνέμα θα σταυρώνεται, να το ξέρεις. Μα δεν πειράζει· πάντα κάτι
απομένει, κι αυτό, σου λέω, μας φτάνει.
Δε με φτάνει εμένα! Φώναξε ο Ιησούς απελπισμένος.
Ταράχτηκε ο Ιάκωβος ν' ακούσει την πονεμένη κραυγή, ζύγωσε, έπιασε το χέρι του
δασκάλου:
Δε σε φτάνει, ραβή μου, είπε, και γι' αυτό σταυρώνεσαι· συχώρεσέ με που σου αντι-
μίλησα. (Καζαντζάκης, 1955, σ. 428).
«Οι καταστάσεις μέσα στις οποίες δοκιμάζονται οι ήρωές του έχουν ένα προφανή
διδακτικό προσανατολισμό - κυρίως, το να μεταδώσουν ένα βιοθεωρητικό πιστεύω
για το νόημα του κόσμου. Αυτό σχετίζεται με τις φιλοσοφικές καταβολές του έργου
του. Πράγματι, η πλοκή των ώριμων μυθιστορημάτων του ολοκληρώνεται από την
άποψη της σημασίας της, μέσω της αναγωγής της σε μία δεύτερη υπονοούμενη
αφήγηση: αυτή της πορείας ενός ξεχωριστού ήρωα προς την πνευματική μετουσίωση
- εξού και η παραβολική διάσταση των μυθιστορημάτων του Καζαντζάκη.
Όπως παρατηρεί ο Μπήαν, η «καλλιτεχνική επιτυχία του κάθε έργου εξαρτάται»,
ανάμεσα σε άλλα, «από το πόσο καλά συγχωνεύονται η ιστορία με την κοσμολογία,
από τη μετάβαση του ειδικού στο γενικό» (1983, σ. 17).
Έτσι μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα με ποια έννοια τα μυθιστορήματα του
Καζαντζάκη δεν είναι ολότελα ρεαλιστικά. Εκφράζουν μεν ενδιαφέρον για την
αληθοφάνεια και την αυτοτέλεια του αφηγηματικού κόσμου· εμπερικλείουν ένα
επίπεδο εξέλιξης της αφήγησης σε χρονο-τοπικό πλαίσιο, το οποίο έχει σαφείς
αναφορές στην πραγματικότητα και το οποίο τους εξασφαλίζει έναν βαθμό
αυτοτέλειας. Όμως, η κατασκευή ενός αληθοφανούς και αυτοτελούς κόσμου, δεν
134
είναι η κύρια βλέψη του Καζαντζάκη. Ο συγγραφέας επιθυμούσε με πάθος να
δημιουργήσει ζωντανούς χαρακτήρες, οντότητες που πείθουν για την αυτονομία και
αυτοτέλειά τους μέσα στην κάθε ιστορία, με την προϋπόθεση όμως -τη μη
ομολογημένη βέβαια από τον συγγραφέα- ότι η ζωή των χαρακτήρων έχει ένα νόημα
που τους ξεπερνάει σε σημασία. Ένα νόημα που σηματοδοτείται από τις
βιοθεωρητικές απόψεις του» (Ζήρας, 1992, σ. 151).
Έτσι, δεν αποτελεί παράδοξο το ότι συναντάμε στο μυθοπλαστικό σύμπαν μια σειρά
άλλων επιπέδων αφηγηματικής ανάπτυξης, μη ρεαλιστικών (για παράδειγμα, το
επίπεδο του «προφητικού» ονείρου ή των θαυμαστών ή παράδοξων συμβάντων, τα
οποία δεν συμμορφώνονται με τους φυσικούς νόμους που γνωρίζουμε στην
πραγματικότητά μας), αλλά τα οποία εξυπηρετούν την διδακτική σκοπιμότητα του
έργου, το χρέος της τέχνης, όπως το θέτει ο συγγραφέας «να υποτάζει τα πάντα στην
ουσία· θρέφεται από την ιστορία, την αφομοιώνει αργά, πονετικά, και την κάνει
παραμύθι» («Πρόλογος», Ο Φτωχούλης τον Θεού, Καζαντζάκης, 1981, σ. 9).
Το μυθιστόρημα του Καζαντζάκη κινείται πέραν του ρεαλισμού: χρησιμοποιεί
ρεαλιστικά στοιχεία σε συνδυασμό με μη ρεαλιστικά, ώστε να επιτύχει την απόδοση
του γενικού μέσα από το ειδικό (:τη «μυθοποίηση» του φιλοσοφικού υποστρώματος).
Ανάμεσα στα ρεαλιστικά στοιχεία συναριθμούνται και κάποια που είναι δυνατόν να
παραβληθούν με όψεις της ηθογραφίας του τέλους του 19ου αιώνα. Όπως παρατηρεί
ο Μπήτον, «το σκηνικό όλων [αυτών των μυθιστορημάτων] είναι οι μικρές αγροτικές
κοινότητες, που προτιμούσε ο ηθογραφικός ρεαλισμός του τέλους του 19ου αιώνα
και οι σύγχρονοι διάδοχοι του».
Το χρονο-τοπικό πλαίσιο και η επιλογή τυπικών χαρακτήρων - τραχιά πρόσωπα
βοσκών, ίδιοι χοντροί χυδαίοι παπάδες με υλικά συμφέροντα, ίδιες νεαρές χήρες που
ξυπνούν τον πόθο στους άντρες του χωριού», σχετίζονται όχι με την ειδυλλιακή
εκδοχή της ηθογραφίας, αλλά με τον σκοτεινότερο τύπο της, που άντλησε στοιχεία
από τον νατουραλισμό. Τουλάχιστον, λοιπόν, από την άποψη του σκηνικού όπου
τοποθετείται η δράση, αυτά τα μυθιστορήματα του Καζαντζάκη σχετίζονται με την
παράδοση της ηθογραφίας. Στο πλαίσιο αυτό αξιοποιείται και το λαϊκό γλωσσικό
υλικό. Κατά τον Tonnet, ο λόγος για τον οποίο ο συγγραφέας επιλέγει το
συγκεκριμένο πλαίσιο είναι ότι αντιλήφθηκε πως ο κόσμος της υπαίθρου ήταν σε
θέση «να τροφοδοτήσει τη νοσταλγία» των αστών αναγνωστών και ότι η ηθογραφία
θα του επέτρεπε να «ερμηνεύει αλληγορικά, πολιτικά και φιλοσοφικά τα ήθη της
ελληνικής υπαίθρου» και ότι, σε αυτό το πλαίσιο θα μπορούσαν δόκιμα να ενταχθούν
υλικά από την προγενέστερη ποιητική του παραγωγή.
Δραστηριότητα 8/Κεφάλαιο 9
Εντοπίστε πτυχές των αποσπασμάτων από το μυθιστόρημα Ο Χριστός
ξανασταυρώνεται (Ανθολόγιο Λογοτεχνικών Κειμένων) που μπορούν να συσχετιστούν
με κάποια εκδοχή της ηθογραφικής παράδοσης.
135
Δραστηριότητα 8
Στα αποσπάσματα από το μυθιστόρημα Ο Χριστός ξανασταυρώνεται εύκολα
εντοπίζουμε πολλά αφηγηματικά και ρητορικά στοιχεία που έχουν ανάλογα
χαρακτηριστικά με εκείνα της ηθογραφίας, ιδίως της εκδοχής της που επηρεάστηκε
περισσότερο από τον νατουραλισμό:
το χρονο-τοπικό πλαίσιο (η πλατεία του χωριού Λυκόβρυση, λίγα χρόνια πριν από
τη Μικρασιατική Καταστροφή),
οι χαρακτήρες (ο αγάς, ο άγριος αλλά ευαίσθητος καπετάνιος, ο υποκριτής και
συμφεροντολόγος παπα-Γρηγόρης, ο ανεδαφικός ιδεολόγος δάσκαλος, η χήρα με την
άτακτη ζωή, ο τσιφούτης Λαδάς, το βοσκόπουλο, το Λενιό, η χωριατοπούλα με τις
επιθυμίες για ερωτική πλήρωση, γάμο και παιδιά),
ο λόγος των χαρακτήρων, ο οποίος παρουσιάζεται να είναι κοντά στο γλωσσικό
ιδίωμα των χωρικών (αλλά και ο αφηγηματικός λόγος που συντονίζεται με το ύφος
των διαλόγων) και,
το πλαίσιο εντός του οποίου άνθρωποι και ζώα ελέγχονται πλήρως, και με τον ίδιο
περίπου τρόπο, από το γενετήσιο ένστικτο (η σκηνή με το Λενιό και το Νικολιό).
Ο νατουραλιστικός, ως προς τη λογοτεχνική του καταγωγή, παραλληλισμός
ανθρώπων-ζώων, εξάλλου, δεν εκδηλώνεται μόνο στο επίπεδο της δράσης αλλά και
στον λόγο του αφηγητή και των χαρακτήρων, όπου δεν λείπουν τα ζωολογικά
εκφραστικά σχήματα; «χαλινώνοντας την οργή που άρχιζε να χλιμιντρίζει στο στήθος
του», «παχιά λιβάδια να βόσκεις το ποίμνιο σου », «Αυτός ο παπάς κάνει την καρδιά
μου να μουγκρίζει σα μουσκάρι», «αναστέναξε ο παπα-Φώτης μουγκρίζοντας», «ο
παπα-Γρηγόρης έγρουξε σα μαντρόσκυλο», «να φύγουν από το μαντρί του οι
λιμασμένοι τούτοι λύκοι» κ.ά.
136
σύμπαν, ιδίως όταν πρόκειται για διάλογους ή για συμβάντα ψυχολογικής τάξης. Ο
αφηγητής μεθοδεύει την παρουσίαση των αισθήσεων, αισθημάτων, ψυχικών
αντιδράσεων, ονείρων και σκέψεων των χαρακτήρων, μέσω της αναλυτικής
περιγραφής τους ή μέσω της έκθεσής τους στη συντακτική-υφολογική (πεζογραφική
κατά κύριο λόγο) ποικιλία που αναφέρεται ως ελεύθερος πλάγιος λόγος1. Με
ελάχιστες εξαιρέσεις, ο αφηγητής δεν διατυπώνει κρίσεις ή απόψεις για τα
διαδραματιζόμενα.
Δραστηριότητα 9/Κεφάλαιο 9
Διαβάστε προσεκτικά τα χωρία «Ωστόσο στέκουνταν ακόμα ο παπα-Γρηγόρης αμίλη-
τος. δυο γαϊδουριών άχερα...» και «Να' ταν μονάχα οι δυο τους. Άνοιξε το στόμα;»
από το πρώτο απόσπασμα του μυθιστορήματος Ο Χριστός ξανασταυρώνεται. Στη
συνέχεια, να περιγράψετε την υφολογική ποικιλία στην οποία αναπτύσσεται εδώ η
αφήγηση. Τέλος επιχειρήστε να εντοπίσετε ένα ανάλογο υφολογικά χωρίο από τον
Τελευταίο πειρασμό.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ 9
137
313
Ο χώρος όπου εκτυλίσσεται η δράση δεν είναι ομοιογενής. Συναιρεί τον χώρο του
πραγματικού, του θαυμαστού και του παράδοξου. Στον χώρο του πραγματικού,
περιλαμβάνεται η ζωή της εγρήγορσης και η ζωή του ονείρου - το εκτενές αυτό
μυθιστόρημα βρίθει από όνειρα του Ιησού και των άλλων χαρακτήρων. Το παράδοξο
περιλαμβάνει συμβάντα που είναι αβέβαιο αν αποτελούν αποκλίσεις από τους
φυσικούς νόμους ή αν μπορούν να εξηγηθούν από αυτούς. Τέλος, στον χώρο του
θαυμαστού όσα λαμβάνουν χώρα είναι ασύμβατα με τους φυσικούς νόμους. Στο
σημείο αυτό, αξίζει να αναφέρουμε ότι ο Μπήαν (1989) κάνει λόγο για ποιητικό
χαρακτήρα των μυθιστορημάτων του Καζαντζάκη, τον οποίο συσχετίζει με τα εξής
συστατικά: τη φαντασία, το οραματικό-προφητικό ύφος, τη μυθική μέθοδο, την
υπερβολή (επικής καταγωγής) και την ελεύθερη-ποιητική χρήση της γλώσσας.
Το μυθιστόρημα αποτελείται από τριάντα τρία κεφάλαια - όσα τα χρόνια της ζωής
του Ιησού. Η αφετηρία της αφήγησης τοποθετείται μία ημέρα πριν ο Ιησούς
εγκαταλείψει το σπίτι του στη Ναζαρέτ και την παλιά του ζωή και καλύπτει μία
Μυθιστορηματική, κατά κύριο λόγο, τεχνική απόδοσης της συνείδησης των
χαρακτήρων, κατά την οποία οι σκέψεις του χαρακτήρα παρουσιάζονται,
μετατιθέμενες στον λόγο του αφηγητή· τυχόν αναφορά σε αυτόν το χαρακτήρα είναι
σε γ' γραμματικό πρόσωπο· τα δεικτικά χώρου και χρόνου παραπέμπουν στο «εδώ»
και «τώρα» του χαρακτήρα· ο βαθμός συντακτικής οργάνωσης ενός κειμενικού
χωρίου με ελεύθερο πλάγιο λόγο ανταποκρίνεται στο επίπεδο της εσωτερικότητας το
οποίο υποτίθεται ότι αποδίδει: από τις πιο οργανωμένες σιωπηρές σκέψεις ενός
χαρακτήρα έως την πιο ελεύθερη ροή της συνείδησης
σειρά επεισοδίων έως τη σταύρωση του. Σε όλη την έκταση του μυθιστορήματος, με
305
την εξαίρεση των πρώτων και των τελευταίων κεφαλαίων, όσο δηλαδή βρίσκεται στο
σπίτι του (I- V) και στον σταυρό (XXX- XXXIII), οι χαρακτήρες συνεχώς
μετακινούνται, στους γνωστούς από τη Βίβλο τόπους (Ναζαρέτ, Μάγδαλα,
Καπερναούμ, Βηθανία, Ιερουσαλήμ κ.ά.), συναντώντας ή ακολουθώντας τον Ιησού.
138
Η γυναικεία μορφή στο μυθιστόρημα συμβολίζει τα εμπόδια που πρέπει να υπερβεί ο
(αρσενικός) άνθρωπος για να επιτύχει όλο και υψηλότερους αναβαθμούς
μετουσίωσης. Όλες οι γυναίκες -η Παναγία, η Μαγδαληνή, η Σαλώμη, η Μαρία και η
Μάρθα- ενεργούν με τέτοιον τρόπο, ώστε να αποπροσανατολίσουν τον Ιησού και να
τον κρατήσουν στην περιοχή της αδράνειας, της στασιμότητας, της ασφάλειας, της
τάξης και της υλικότητας. Η μόνη γυναίκα η οποία λειτουργεί αφηγηματικά ως
κίνητρο για την ανηφορική του πορεία είναι η μητέρα του σταυρωμένου Ζηλωτή, η
οποία καταριέται τον Ιησού (αυτός κατασκεύασε τον σταυρό) να καταλήξει στον
σταυρό. Η κατάρα παίρνει υπόσταση και άλλοτε τον ακολουθεί, άλλοτε πηγαίνει
μπροστά και του δείχνει τον δρόμο - εννοείται προς τον μαρτυρικό θάνατο. Αλλά
βέβαια, τα κίνητρα της ίδιας είναι καθαρά «υλικά- γυναικεία»: θέλει να εκδικηθεί τον
θάνατο του γιου της.
Οι γυναίκες, όπως αναφέραμε, επιχειρούν να καθηλώσουν τον Ιησού στην πορεία
του, σε επιλογές οι οποίες είναι μεν απαραίτητες για τη διαιώνιση της ζωής, και άρα
της δυνατότητας να υπάρχουν μελλοντικοί άνθρωποι που παλεύουν για τη
μετουσίωση, αλλά για τον ξεχωριστό άνθρωπο, τον ήρωα του πνεύματος, είναι
εμπόδια, καθώς έχουν συστατικώς χαρακτήρα υλικότητας. Η μητέρα του, για
παράδειγμα, επιθυμεί να δει τον γιο της σε μια ζωή τακτοποιημένη και φρόνιμη: «Δε
θέλω εγώ το γιο μου άγιο, μουρμούρισε· άνθρωπο τον θέλω, σαν και τους άλλους, να
παντρευτεί, να μου κάμει αγγόνια· αυτός είναι ο δρόμος του Θεού» (Καζαντζάκης,
1955, σ. 166). Υπάρχουν μάλιστα αρκετά σημεία στο κείμενο, όπου γυναικείοι
χαρακτήρες κάνουν παρατηρήσεις που κωδικοποιούν αυτή την υποτιθέμενη αλήθεια
και έτσι συμμορφώνονται με το φιλοσοφικό υπόστρωμα του έργου, όπως, για
παράδειγμα, ισχύει στα ακόλουθα σχόλια της Μαγδαληνής: «Ποιαν ψυχή, νεράίδάρη;
Της γυναίκας η ψυχή είναι η σάρκα·» (Καζαντζάκης, 1955, σ. 90), «Εγώ πρέπει να
κοιτάζω εσένα, είπε, γιατί από τον άντρα γεννήθηκε η γυναίκα και δεν μπορεί ακόμα
να ξεκορμίσει από πάνω του· μα εσύ πρέπει να κοιτάς τον ουρανό, γιατί είσαι άντρας,
και τον άντρα τον έπλασε ο Θεός· άφησέ με λοιπόν να σε κοιτάζω, παιδί μου·»
(Καζαντζάκης, 1955, σ. 330).
Δραστηριότητα 10/Κεφάλαιο 9
Διαβάστε το απόσπασμα από τον Τελευταίο πειρασμό (Ανθολόγιο Λογοτεχνικών
Κειμένων) και σχολιάστε πώς εκδηλώνεται αφηγηματικά το φιλοσοφικό του
υπόστρωμα. Θα βρείτε τη δική μας απάντηση στο Παράρτημα, στο τέλος του
κεφαλαίου.
Δραστηριότητα 10
Το απόσπασμα αναφέρεται σε εκείνο το σημείο του αφηγηματικού περιεχομένου
όπου ο Ιησούς έχει ήδη υπερβεί διάφορους πειρασμούς και εμπόδια, έχει
χρησιμοποιήσει τον λόγο της ήπιας αγάπης για να προσεγγίσει τον λαό, χωρίς
139
σπουδαία αποτελέσματα, και έχει ζήσει ένα διάστημα στην έρημο. Τώρα ο Ιησούς
έχει οδηγηθεί σε μίαν άλλη προσέγγιση, δυναμική, η οποία δεν παρηγορεί τον λαό,
αλλά επιχειρεί να τον αφυπνίσει. Είναι πολύ χαρακτηριστική σε αυτό το πλαίσιο η
χρήση της ρητορικής του πολέμου στην προ ειδοποίησή του στον λαό. Στο χωρίο
εμφανίζονται επίσης αρκετά από τα θεωρούμενα στην καζαντζακική αφήγηση ως
εμπόδια της πνευματικής μετουσίωσης: η γυναίκα, εδώ η Μαγδαληνή, όπως
τοποθετείται στην πλευρά της ύλης, και η κτητική της τάση έναντι του Ιησού, τον
οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν επιχειρεί να εμποδίσει να φύγει με τον λαό,
μόνον γιατί έχει πλέον αποδεχθεί ότι δεν μπορεί να τον χειραγωγήσει· η δύναμη της
αδράνειας που καθορίζει την αντίδραση του λαού, ο οποίος κατανοεί τον λόγο του
Ιησού μέσα στο καθιερωμένο, παγιωμένο πλαίσιο του προφητικού λόγου («Πρωί
πρωί είχαν κινήσει. το δάσκαλο να προβάλει»)' η καλοζωία και το βόλεμα στην ύλη
(«παράφαγαν, παράηπιαν, παραφίλησαν») ■ η καθησυχαστική μορφή αγάπης, που
κατευνάζει τον πόνο και αποκοιμίζει το πνεύμα (Ναι, τη Νέα Ιερουσαλήμ· δεν το
'ξερα κι εγώ. από τη στάχτη δεν υπάρχει»).
ΣΥΝΟΨΗ
140
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10
ΕΝΝΟΙΕΣ - ΚΛΕΙΔΙΑ:
141
στίγματος της εποχής ανάμεσα στον α΄ και β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Στο πρόσωπο του
Καρυωτάκη θάβεται η Μεγάλη Ιδέα)
10.2.1 Θεματική
Κεντρικός πυρήνας της θεματικής του Καρυωτάκη είναι «το κυνήγημα του
ιδανικού, κι έπειτα η αποτυχία, ο πόθος, κι έπειτα η απάτη, η πλάνη, κι έπειτα η
απογοήτευση».
Τα περισσότερα καρυωτακικά ποιήματα θεματοποιούν τη διάσταση ανάμεσα
στις επιθυμίες και τις ψυχικές διαθέσεις του ατόμου και στην περιβάλλουσα
αντικειμενική πραγματικότητα και η διάσταση αυτή φτάνει ως τη σύγκρουση και
την οριστική ρήξη.
Στα Νηπενθή και στα Ελεγεία η αντίθεση μετατίθεται από τη σχέση υποκειμενικού-
αντικειμενικού, στη σχέση φαινομένου-ουσίας.
Στην καρυωτακική ποίηση είναι εμφανής μια σειρά επιμέρους θεματικών
αντιθέσεων (δυστυχισμένο παρόν-ευτυχισμένο παρελθόν, σκληρή πραγματικότητα-
ανεκπλήρωτα όνειρα κ.λπ.)
Προβάλλεται η κεντρική αντίθεση: ο τωρινός, απατηλός και νόθος κόσμος είναι το
φαινόμενο, ενώ ο αλλοτινός, μακρινός, σχεδόν ονειρικός και αυθεντικός κόσμος είναι
η (χαμένη) ουσία.
Σε άλλα ποιήματα των δύο συλλογών η αναζήτηση ενός ιδεατού κόσμου, που
εμφανίζει δύο όψεις, τη θετική, της ιδανικής υπερβατικής πραγματικότητας, και την
142
αρνητική, του αινιγματικού χάους, δεν επιφέρει τη λύτρωση, αλλά καταλήγει στη
συνείδηση του μάταιου και στην πλήρη απόγνωση. Το τελικό στάδιο αυτής της
θεματικής πορείας είναι η «παραδοχή του Κοσμικού Τίποτε, του Απόλυτου
Μηδενός, που συνδέεται με τη συνείδηση της τραγικότητας του κόσμου και τη
συνακόλουθη οριστική επιλογή του θανάτου έναντι της ζωής».
Στις Σάτιρες η θεματική επικεντρώνεται στη «τετριμμένη ρηχότητα της σύγχρονης
ζωής» Ο Τ. Άγρας, ο οποίος τις ενέταξε σε μια ρεαλιστική εκφραστική προοπτική,
διέκρινε επίσης τις τρεις θεματικές κατηγορίες του: τον φιλολογικό, τον κοινωνικό
και τον πολιτικό ρεαλισμό. Τα ποιήματα των τριών κατηγοριών αναφέρονται,
αντιστοίχως, στην κοινωνική θέση και στη συμπεριφορά των ανθρώπων των
γραμμάτων, σε κοινωνικά προβλήματα ή φαινόμενα και σε σύγχρονα πολιτικά
γεγονότα.
Επίσης κεντρικό θέμα του Καρυωτάκη είναι η ίδια η ποίηση. Περισσότερα από
τα μισά καρυωτακικά ποιήματα μπορούν να θεωρηθούν ποιήματα ποιητικής. Η
θεματική αυτών των ποιημάτων επικεντρώνεται στην κατάδειξη της αδυναμίας της
ποίησης να αποτρέψει τη συγκρουσιακή και εντέλει αδιέξοδη σχέση με την
πραγματικότητα, καθώς και η ειρωνική και αυτοσαρκαστική προβολή της
συμβατικότητάς της ως δραστηριότητας που έχασε πια κάθε κοινωνική
λειτουργικότητα.
Στα ποιήματα ποιητικής το πρόβλημα της υπαρξιακής αγωνίας και ματαιότητας
συναρτάται με το πρόβλημα της (περιθωριοποιημένης) θέσης του ποιητή στην
κοινωνία. Σε ορισμένα από τα τελευταία ποιήματά του ο Καρυωτάκης επεξεργάστηκε
το θέμα της επίγνωσης μιας «ταπεινής τέχνης χωρίς ύφος» («Εμβατήριο πένθιμο και
κατακόρυφο»), η οποία τον οδηγεί στα «όρια της σιγής», στην οριστική παράδοση
του ποιητικού λόγου στη σιωπή.
Γλώσσα-μορφολογία
143
H ροπή πάντως του Καρυωτάκη για την καθαρεύουσα φανερώνει την απεμπλοκή του
από την κανονιστική γραμμή της γλωσσικής δημοτικιστικής ορθοδοξίας, την οποία
επέβαλε η γενιά του 1880.
Από εξωτερική άποψη η καρυωτακική ποίηση ακολουθεί, εκτός ελαχίστων
εξαιρέσεων, τους κανόνες της αυστηρά έμμετρης ποίησης (ιαμβικός ρυθμός,
στροφικά συστήματα, ομοιοκαταληξία κ.ά.). Παρατηρείται πάντως μια
προμελετημένη παραφωνία και ο παράταιρος ήχος. Οι μεθοδευμένες μετρικές
παραβάσεις (ασυνήθιστες τομές, υπερβολικοί διασκελισμοί, παρατονισμοί κ.ά.)
εξυπηρετούν την αργή, αλλά σταθερή υπονόμευση του παραδοσιακού μέτρου.
H καρυωτακική ποίηση δεν ανανέωσε τον νεότερο ελληνικό στίχο, αλλά εξέφρασε
την πίεση που ασκείται στο εσωτερικό της παραδοσιακής φόρμας του. Σύμφωνα με
τον Παπάζογλου η πίεση αυτή αντανακλά στο περιεχόμενο της καρυωτακικής
ποίησης την κοινωνική ασφυξία που μαρτυρείται στο περιεχόμενο και η αδυναμία της
πλήρους έκφρασης μέσα στα παραδοσιακά σχήματα γίνεται αντιληπτή ως διαφυγή,
ως κοινωνική καταγγελία.
Ποιητική
Η τεχνοτροπία των ποιημάτων του Καρυωτάκη πριν από τις Σάτιρες τον εντάσσει στη
σφαίρα επιρροής του γαλλικού συμβολισμού. Στα στα ποιήματα της πρώτης και εν
μέρει της δεύτερης συλλογής του παρατηρείται ο ιμπρεσσιονιστικός συμβολισμός του
συναισθήματος (το συναίσθημα της δυσφορίας και η αρνητική ψυχική διάθεση του
ποιητή δεν δηλώνονται ρητά, αλλά υποβάλλονται μέσα από τα θλιβερά και πένθιμα
φυσικά τοπία και πράγματα που εικονοποιεί), ενώ στα Ελεγεία ο υπερβατικός συμ-
βολισμός (οι αφηρημένες εικόνες και η μουσική υποβολή του λόγου προσπαθούν να
συλλάβουν και να αποδώσουν μια ονειρική ή ιδεατή πραγματικότητα).
Επίσης, η ποίηση του Καρυωτάκη τον τύπο του καταραμένου ποιητή, ο οποίος
αναπτύχθηκε στο πλαίσιο του γαλλικού συμβολισμό. Πρόκειται για τον ποιητή που
βρίσκεται σε διαρκή δυσαρμονία με την περιβάλλουσα πραγματικότητα, κυριαρχείται
από ολέθρια πάθη και συνθέτει το έργο του αναλώνοντας τον εαυτό του, επειδή η ζωή
και η τέχνη του είναι αδιαίρετες.
Με τις Σάτιρες σημειώθηκε η στροφή του Καρυωτάκη στον ρεαλισμό.
Η ποίηση του Καρυωτάκη είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη ζωή του και υπήρξε
βασικό εργαλείο για την ερμηνεία του έργου του.
Θεωρημένο το καρυωτακικό έργο σε σύγκριση με την ελληνική ποιητική
πραγματικότητα της εποχής του, αναδεικνύεται σε σημείο ρήξης. Στο κέντρο της
καρυωτακικής ποιητικής, που διαφοροποιείται τόσο από την παλαμική όσο και από
τη νεορομαντική ποιητική των άλλων ποιητών του μεσοπολέμου, βρίσκεται η αρχή
ότι «ο ποιητής δεν μπορεί να είναι πλέον ο [ρομαντικής καταγωγής] Ήρωας, ο
κάτοχος μιας θεόπνευστης γνώσης που καλείται να αποκαλύψει στο ανώνυμο κοινό
144
327
και να το οδηγήσει στην τελείωση, στα μεγάλα ιδεώδη. Η ποίηση δεν μπορεί να είναι
αυτάρκης, ένας εξακολουθητικός μονόλογος που λειτουργεί εν κενώ' αντίθετα
οφείλει να έχει επίγνωση [...] ότι συμμετέχει [...] σε μια ατελεύτητη «συναλλαγή»
λέξεων μέσα σ' έναν ανοιχτό χώρο, την πολυδύναμη κοινωνική πραγματικότητα»
(Άγγελάτος, 1994, σ. 14). Ο Καρυωτάκης όχι μόνο αρνείται, αλλά στις Σάτιρες
χλευάζει τις υπερβατικές ιδιότητες της ποίησης, που στην εποχή του προέβαλαν
ακόμη παλαιότεροι ποιητές όπως ο Παλαμάς και ο Σικελιανός.
Σύμφωνα με τους μελετητές της, οι ποικίλες αντινομίες της καρυωτακικής ποίησης
την τοποθετούν σε ένα μεταιχμιακό σημείο όπου στοιχεία της παραδοσιακής
ποιητικής αντίληψης συνυπάρχουν με στοιχεία της μοντέρνας ποιητικής αντίληψης.
Κυρίως ο χαμηλόφωνος, υποβλητικός, εξομολογητικός, μελαγχολικός λυρισμός
συνυπάρχει με την οξυμένη κραυγή της απελπισίας και με τη ρεαλιστική, ειρωνική
και (αυτο)σαρκαστική κοινωνική καταγγελία. Η ώριμη καρυωτακική ποίηση, ιδίως τα
Ελεγεία και σάτιρες, αποτιμώνται όχι ως μαρτυρία ενός ποιητικού κύκλου που
ολοκλήρωσε τη ζωή του, αλλά ως προμήνυμα μιας νέας αρχής. Σε ορισμένα από τα
Ελεγεία και στις Σάτιρες συνδυάζονται με ανεπανάληπτο τρόπο, η υπαρξιακή αγωνία,
η αναφορά της ποίησης στον εαυτό της και η κοινωνική καταγγελία, η οποία δεν
απορρέει από συγκεκριμένη ιδεολογική θέση.
Καρυωτακισμός:
Ο «καρυωτακισμός» καταρχήν ορίστηκε ως η στάσιμη και αρνητική μίμηση του
έργου του Καρυωτάκη, μετά την πράξη της αυτοκτονίας του.
Αργότερα όμως έλαβε δύο άλλες σημασίες:
τη πεισιθάνατη αντιμετώπιση της ζωής.
τη Μυθοποίηση του Καρυωτάκη από τους νεότερους ποιητές και κριτικούς.
Σε λογοτεχνικό επίπεδο (περιεχομένου) εννοούμε την προβληματική σχέση του
ποιητή με τον κοινωνικό περίγυρο και την προσπάθειά του για κοινωνική
διαμαρτυρία, ψυχολογική ελευθερία και ρήξη με την κρατούσα ιδεολογία.
Η κριτική και αναγνωστική ματιά στην ποίηση του Καρυωτάκη διαθλάστηκε μέσα
από τον φακό της αυτοχειρίας του.
Το διώνυμο (καρυωτακική) ποίηση και (εθελούσιος) θάνατος ήταν και εξακολουθεί
να είναι η ρίζα του φαινομένου που ως σήμερα μπορούμε να ονομάζουμε
«καρυωτακισμό».
Με την έννοια αυτή ο Καρυωτάκης, ως ποιητικό πρόσωπο και ως μυθοποιημένο
προσωπείο παραμένουν παρόντα στο προσκήνιο της φιλολογίας, της κριτικής και της
ποίησης, ιδίως τις τρεις τελευταίες δεκαετίες. Έτσι ο καρυωτακισμός λανθανόντως
προσέλαβε κοινωνιολογικές προεκτάσεις, οι οποίες και ευνόησαν την ευρεία
αναγνωστική απήχηση του ποιητή.
Το κοινωνιολογικό στίγμα του καρυωτακισμού; To κατά καιρούς
επαναπροσδιορισμένο ενδιαφέρον για τον Καρυωτάκη εξαρτήθηκε όχι τόσο από το
145
ποιόν της ποίησης, αλλά κυρίως από το ποσόν της ιδιόρρυθμης, αποκλίνουσας από το
μέσο όρο ανθρώπινης περίπτωσης (με ποικίλες εκδοχές, από τον δειλό ως τον παρά-
τολμο· με άλλα λόγια, από τον αγοραφοβικό μισάνθρωπο μέχρι τον αηδιασμένο από
την εποχή του καταραμένο επαναστάτη-αποστάτη της ζωής.
Σύμφωνα με τον Tζιόβα, που επανεξέτασε τον «καρυωτακισμό», η συγγένεια των
νεότερων ποιητών με τον Καρυωτάκη «δεν ήταν τόσο εκφραστική όσο
ατμοσφαιρική, ιδεολογική και ψυχολογική». Κι αυτό γιατί «ο Καρυωτάκης ήταν για
τους περισσότερους ο [κοινωνικός] ποιητής αρνητής, ο κοινωνικός
αντικομφορμιστής». Με αυτή την ανάγνωση της καρυωτακικής ποίησης, «ο
καρυωτακισμός δεν είναι τόσο ποιητικό φαινόμενο όσο κοινωνικό και αισθητικό, που
αφορμάται από τον χώρο της ποίησης για να προεκτείνει την προβληματική σχέση
ποιητή και κοινωνικού περίγυρου σε πρόβλημα ατόμου και κοινωνίας».
Με γνώμονα ότι η καρυωτακική ποίηση εκφράζει της διάθεσης για ψυχολογική
ελευθερία, για κοινωνικής διαμαρτυρίας και για ρήξης με την κρατούσα ιδεολογία,
εντέλει, ο Τζιόβας αναγνωρίζει τον καρυωτακισμό ως έναν τρόπο της νεότερης
ποίησης να κοινωνικοποιείται, να αντικρίζει τον κοινωνικό ρόλο και το αδιέξοδο της,
συμβολοποιώντας στοιχεία του προσώπου και του έργου του Καρυωτάκη.
ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΥ:
146
«Αφιέρωμα» (423)
«Επιστροφή» (423)
«Κριτική» (424)
«Αισιοδοξία» (429)
147
«Πρέβεζα» (430) -- Δραστηριότητα 1 (+ εμβατήριο πένθιμο και
κατακόρυφο): Μπορούν τα δύο ποιήματα να θεωρηθούν προμηνύματα της
αυτοκτονίας του Καρυωτάκη;
Στο Εμβατήριο: με ειρωνική-σαρκαστική διάθεση το θέμα της αυτοκτονίας ως
έσχατης λύσης.
Στο Πρέβεζα: χαρακτηρίστηκε ως "μελέτη θανάτου".
Κριτικές: ειλικρίνεια Καρυωτάκη, σύμπτωση του έργου προς τη ζωή του, αυτοκτονία
ως "επισφράγιση" του έργου του.
Beaton: η ποιητική πορεία του έφτασε στο απόγειό της με την αυτοκτονία.
Σήμερα, μας απασχολούν όχι ως βιογραφικά τεκμήρια μιας ιδιάζουσας περίπτωσης
ανθρώπου που έκανε τον πιθανώς σχεδιαζόμενο θάνατό του θέμα του ποιητικού του
έργου, αλλά ως πυκνά στα νοήματά τους και δραστικά στην έκφρασή τους
καλλιτεχνικά προϊόντα (Εμβατήριο: κομβικό ποίημα ποιητικής με την ανακάλυψη της
ταπεινής τέχνης χωρίς ύφος, Πρέβεζα: συνδυάζει την υπαρξιακή αγωνία με το
αίσθημα της κοινωνικής απομόνωσης του ατόμου και της επαρχιακής μιζέριας).
148
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11
ΕΝΝΟΙΕΣ-ΚΛΕΙΔΙΑ
Μοντέρνα ποίηση
Μοντερνισμός
Σκοτεινότητα νοήματος
Συναισθηματική αλληλουχία
Υπαινικτικές παραπομπές
Πολυγλωσσική ποιητική
Μυθική μέθοδος
Υπερρεαλισμός
Αυτόματη γραφή
Καθαρή ποίηση
Πνευματικός εθνισμός
Ελληνικότητα
149
«Οι ποιητές μετά το 1930», απαλλάσσονται από τα ψεύτικα στολίδια της
παραδοσιακής ποίησης και δημιουργούν σε άμεση συνάρτηση με τα νέα ρεύματα
και τις ανήσυχες εξελίξεις του ευρωπάϊκού λυρικού λόγου- μια νέα έκφραση και μια
νέα ποίηση».
Η έμφαση στο «νέο», πάντως όπως και η επιθυμία συντονισμού με τις ευρωπαϊκές
καλλιτεχνικές εξελίξεις, δεν χαρακτηρίζουν τις φιλοδοξίες μονάχα αυτής της
ποιητικής γενιάς ήταν εμφανής ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1920.
Η ρήξη, εξάλλου, με το λογοτεχνικό παρελθόν μάλλον επισκιάζεται από μια
εξαιρετικά δυναμική απόπειρα προς τη διεύρυνση και την οικειοποίηση της
λογοτεχνικής παράδοσης.
Έτσι καθίσταται δύσκολη η απόδοση των κεντρικών χαρακτηριστικών της γενιάς.
Εξίσου δύσκολο είναι το να προσδιορίσουμε ποιοι ακριβώς είναι οι ποιητές που τη
συγκροτούν. Αυτό οφείλεται, στην ίδια τη στάση των μελών της γενιάς, ακόμα και
των πιο ηγετικών, απέναντι στην αναγνώριση της συμμετοχής τους σε μια συλλογική
κίνηση.
Έτσι, η απόπειρα κοινού προσδιορισμού των ποιητών της «γενιάς του '30»
προσκρούει σε εγγενείς δυσκολίες, που σχετίζονται και με την ιδιότυπη συγκρότηση
αυτής της ποιητικής κίνησης. Η αδυναμία μας όμως να προσδιορίσουμε με επάρκεια
το ακριβές περιεχόμενο του όρου οφείλεται στο γεγονός ότι προσεγγίζεται από πολύ
διαφορετικές και αλληλοσυγκρουόμενες οπτικές γωνίες.
Με βάση αυτές τις οπτικές διαπιστώνεται:
α) Ο ΟΡΟΣ «ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ '30». δεν είναι ακριβής ή χρήσιμος ως γραμματολογικό
εργαλείο. Άλλοι υποστηρίζουν ότι πρόκειται για «ιδεολόγημα», «μύθο»,
«στρατηγική [για τη] νομιμοποίηση μιας ηγεμονίας» ή απλώς για μια
«ανύπαρκτη» γενιά.
Άλλοι σχολιαστές, ωστόσο, θεωρούν ότι ο όρος έχει ουσιαστικό αντίκρισμα, αφού
πρόκειται για «μιαν ευδιάκριτη, γερά αρθρωμένη ομάδα δημιουργών οι οποίοι
εμφανίζονται σε δεδομένο τόπο και χρόνο για να έλθουν σε ρήξη με το λογοτεχνικό
τους παρελθόν» ή για «μία ομάδα συγγραφέων, η οποία πήρε την ευθύνη να
ανανεώσει την ελληνική λογοτεχνία φέρνοντάς την σ' επαφή με σύγχρονα ευρωπαϊκά
ρεύματα.
Πολλοί σχολιαστές, πάντως, δείχνουν να συμμερίζονται την άποψη ότι «τα ηλικιακά
όρια της [γενιάς] είναι συγκεχυμένα», ότι οι αναζητήσεις των συγγραφέων δεν
χαρακτηρίζονται από «αισθητική και ιδεολογική ομοιογένεια» και ότι «το στοιχείο
που συνδέει ακόμα και περιπτώσεις ετερόκλητες ή ασύμβατες μεταξύ τους είναι
μάλλον το αίτημα της ανανέωσης και του εκσυγχρονισμού.
Β) ΤΑ ΜΕΛΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΓΕΝΙΑΣ. Δεσπόζουσα ή «εμβληματικότερη»
μορφή θεωρείται ο Σεφέρης, ο οποίος από ορισμένους αντιμετωπίζεται και ως
«αρχηγέτης», «πατριάρχης» ή «αρχιερέας» της γενιάς του '30. Για κάποιους
150
σχολιαστές, ο Σεφέρης αποτελεί και τη μόνη συνιστώσα μιας προσωποπαγούς γενιάς:
«Όλοι στροβιλίζονται γύρω από αυτόν».
«Όταν, λοιπόν, μιλάμε για «γενιά του '30» εννοούμε τους συγγραφείς περί τον
Σεφέρη. Εκτός από τον Σεφέρη, ευρεία συναίνεση υπάρχει και για τον Οδυσσέα
Ελύτη (1911-1996) ως εκπρόσωπο της ποιητικής γενιάς. Πολλοί σχολιαστές φαίνεται
να συμφωνούν ότι η ποιητική γενιά του '30 απαρτίζεται κυρίως από πέντε ποιητές:
Σεφέρης, Ελύτης, Γιάννης Ρίτσος (1909-1990), Ανδρέας Εμπειρίκος (19011975) και
Νίκος Εγγονόπουλος (1907-1985) . Εντούτοις, ορισμένοι επισημαίνουν ότι ο Ρίτσος
και ο Εγγονόπουλος αντιμετωπίστηκαν αλαζονικά από την ηγετική ομάδα της γενιάς ,
ότι ο Εγγονόπουλος δεν θεωρούσε τον εαυτό του μέλος της, ότι ο Εμπειρίκος και ο
Ρίτσος εντάσσονται στη γενιά εκ των υστέρων, ή ότι ο Ρίτσος δεν αποτελεί μέλος,
αλλά «αντίπαλο δέος» της γενιάς.
γ) ΤΕΧΝΟΤΡΟΠΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ. Κύριο χαρακτηριστικό της
ποιητικής γενιάς αποτελεί η ανανέωση των εκφραστικών μέσων.
Αρνούνται τον κλασικό στίχο,
Διαφοροποιούνται από τον «καρυωτακισμό»,
Στρέφονται στη μορφική ανανέωση της νεοελληνικής ποίησης,
εγκαταλείποντας τον παραδοσιακό έμμετρο στίχο»
Ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται επίσης στη «σκοτεινότητα», την
«ελλειπτικότητα» και την επιμονή των ποιητών στην «άλογη αλληλουχία των
νοημάτων», αλλά και γενικότερα στην «ανατρεπτική εκφραστική» που
καλλιέργησαν.
Έτσι ορισμένοι σχολιαστές αποφαίνονται ότι οι ποιητές της γενιάς του '30
εισηγήθηκαν τον μοντερνισμό στα ελληνικά γράμματα ενώ άλλοι θεωρούν ότι τα
μέλη της «γενιάς» εντάσσονται μεν στον ελληνικό μοντερνισμό, αλλά δεν είναι και οι
εισηγητές του. Σύμφωνα με αρκετούς σχολιαστές, η γενιά του '30 «πολέμησε τον
γνήσιο μοντερνισμό» που είχε ήδη εκφράσει η «γενιά του '20» ή και άλλοι
προγενέστεροι συγγραφείς, οι οποίοι εσκεμμένα αποκλείστηκαν, παραγκωνίστηκαν ή
περιθωριοποιήθηκαν.
Ως πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της κατηγορίας αναφέρεται από
πολλούς σχολιαστές ο Τάκης Παπατσώνης ο οποίος και αναγνωρίζεται ως «ο
αληθινός, πρώιμος εισηγητής» του μοντερνισμού
δ) ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ. Ορισμένοι σχο-
λιαστές σημειώνουν ότι κύριο χαρακτηριστικό της αποτελεί «η ιδεολογική θεώρηση
των πραγμάτων», ότι επιδιώκει την «ιδεολογική πρωτοκαθεδρία» και ότι εκφέρει
ιδεολογικό λόγο απευθυνόμενη στο «εθνικό ακροατήριο». Στους κεντρικούς
στόχους της συμπεριλαμβάνεται η οικειοποίηση και αναμόρφωση της παράδοσης
και η «καλλιέργεια μιας συλλογικής συνείδησης», ενώ τονίζεται και η προβολή
προγραμματικών «θέσεων», κυρίως από τον Σεφέρη και τον Ελύτη, μέσω της
παράλληλης ενασχόλησής τους με το δοκίμιο.
151
Σε ό,τι αφορά τη στάση απέναντι στην παράδοση, αρκετοί σχολιαστές υπο-
γραμμίζουν ότι οι ποιητές της γενιάς προώθησαν τη «μείξη», «σύνθεση ή συνύ-
παρξη» μοντερνιστικών και παραδοσιακών στοιχείων ή ότι επεδίωκαν την
συνομιλία με την παράδοση (Βαγενάς). Άλλοι θεωρούν ότι ο μοντερνισμός τους
«έρχεται σε σύγκρουση με την παράδοση» και ότι αντιμετώπισαν μορφές όπως ο
Μακρυγιάννης και ο Θεόφιλος με «μία μυθοποιητική εξιδανικευμένη ματιά», ότι
«υποστήριξαν επιλεκτικά αξίες της λογοτεχνικής μας παράδοσης, εξυπηρετώντας
σκόπιμα τα συμφέροντά τους» (Στεργιόπουλος) ή και ότι «ο Σεφέρης και ο Ελύτης
παντρεύουν τον αισθητικό, στυλιστικό μοντερνισμό με κάποια ιδεολογήματα
ελληνικότητας πολύ σκληρά».
ε) Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ «ΓΕΝΙΑΣ». Πέρα από την αποτίμηση του έργου επιμέρους
συγγραφέων, αρκετοί σχολιαστές προσμετρούν στις κατακτήσεις της ποιητικής γενιάς
την «αναμφισβήτητη ανανέωση της ελληνικής λογοτεχνίας» (Μουλλάς), το
«πνεύμα ευρωπαϊκού εκσυγχρονισμού» που έφερε στα ελληνικά γράμματα
(Μήτρας) και την έκφραση και καθιέρωση «ενός νέου γούστου, ενός νέου
πολιτισμού»
Σημειώνονται όμως και αρνητικές όψεις, όπως «η ελληνολατρεία που
εκδηλώνεται ως «νεοελληνική ελληνικότητα»» (Δάλλας), η «απόδραση από την
Ιστορία» (Παπαθεοδώρου), η εξιδανίκευση του «λαού».
στ) ΑΛΛΟΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΙ. Δεν είναι λίγοι, τέλος, οι σχολιαστές που
εντοπίζουν ως κεντρικό συνεκτικό δεσμό των συγγραφέων της γενιάς του '30 την
«ταξική ταυτότητα» και τη «μικροαστική ιδεολογία».
Παρατηρούν ότι εκείνο που συνέδεε τα μέλη της ήταν «η κοινή κοινωνική καταγωγή
και οι ευκολίες ανόδου» ή θεωρούν ότι «οι συγγραφείς αυτοί εκπροσωπούσαν την
άρχουσα τάξη», ότι επεδίωκαν «να γίνουν απόλυτα αποδεκτοί από το κατεστημένο»
και «ταυτίστηκαν πλήρως με την πολιτική Εξουσία, την οποία αξιοποίησαν»
(Στεφανίδης). Από ανάλογη προοπτική, η γενιά του '30 αντιμετωπίζεται ως «μία
ομάδα συγγραφέων η οποία άσκησε εξουσία στο λογοτεχνικό χώρο» (Μήτρας) και
λειτούργησε ως «κλαμπ», «λέσχη» ή και ως «κλίκα».
Οι εκπρόσωποι της γενιάς του 1930 εκφράζουν στην επιθυμία τους για
αφομοίωση του μοντέρνου, όλων των εκδοχών που ήδη είχαν καθιερωθεί στην
Ευρώπη και διαμόρφωναν μια ισχυρή, ζωντανή και δρώσα παράδοση, έτσι ώστε η
ελληνική πνευματική παραγωγή να υψώσει δυναμικά το ανάστημά της και να ενταχθεί
ισότιμα στην πνευματική ζωή της Ευρώπης.
Η απόπειρα συγχρονισμού εκφράζεται αφενός με μεταφράσεις μοντέρνων ποιητικών
κειμένων -του Πωλ Βαλερύ (1871-1945), του Έζρα Πάουντ (1885-1972), του Τ. Σ.
152
Έλιοτ (1888-1965), του Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι (1893-1930), του Πωλ Ελυάρ κ.α.,
αλλά και με κατατοπιστικά δοκίμια, όπως, π.χ., εκείνο του Δημ. Μέντζελου (1910-
1933) για τον υπερρεαλισμό, το 1931,ή η εισαγωγή του Σεφέρη στη μετάφραση της
Έρημης Χώρας του Έλιοτ, το 1936.
Από την άλλη μεριά, η διάθεση συγχρονισμού εκφράζεται με τις πρώτες απόπειρες
για ανανέωση της πρωτότυπης ποιητικής παραγωγής όπως με την εισαγωγή του
ελεύθερου στίχου. Η δραστική αλλαγή γίνεται κοινή συνείδηση το 1935, με την
εμφάνιση δύο εμβληματικών ποιητικών βιβλίων (Μυθιστόρημα του Σεφέρη και
Υψικάμινος του Εμπειρίκου) που εφεξής σηματοδοτούν τις δύο κεντρικές κατευ-
θύνσεις του ελληνικού ποιητικού μοντερνισμού. Τα δύο έργα δηλώνουν την ταυτό-
χρονη αφομοίωση στοιχείων της ποιητικής, από τη μια μεριά, του αγγλοσαξονικού
μοντερνισμού και, από την άλλη, του γαλλικού υπερρεαλισμού.
153
η παρουσία υπαινικτικών παραπομπών (allusions) σε λογοτεχνικά και άλλα
κείμενα του παρελθόντος, δηλαδή: οι «παραθέσεις ή παραφράσεις ξένων
κειμένων» μέσω των οποίων, σύμφωνα με τον Σεφέρη, διαμορφώνεται μια
«λειτουργία της αφομοίωσης ξένων υλικών» στο μοντέρνο ποίημα (Έλιοτ,
1973, σ. 39, 24), και
ο πολυγλωσσισμός, δηλαδή: η εγκόλπωση στο μοντέρνο ποιητικό κείμενο
τύπων από παλαιότερες μορφές της ελληνικής γλώσσας (αρχαίας και
μεσαιωνικής), σε συνδυασμό με ιδιωματικά και διαλεκτικά στοιχεία, καθώς
και σπάνιους ή ανοίκειους όρους
154
Στη λογοτεχνία, βασικό εργαλείο η αυτόματη γραφή: ο αμεσότερος τρόπος έκφρασης
που βασίζεται στους απόκρυφους μηχανισμούς των ονείρων, με σκοπό να
απελευθερωθεί η κατάσταση του ασυνείδητου. Ένα πειραματικό εγχείρημα που δεν
στοχεύει στη δημιουργία "τέχνης" αλλά την θεσμική αλλαγή ως προς τη λειτουργία και
των όρων παραγωγής της. Ο δέκτης μετατρέπεται σε δημιουργικό παραγωγό.
Οι υπερρεαλιστές δεν έρχονται ως ανανεωτές αλλά ως
επαναστάτες (πρωτοπορίες): οργανωμένες ομάδες που έδρασαν στις αρχές του 20ου
με προκλητική και συχνά βίαιη ρητορική και δράση και διάθεση για πειραματισμούς
τέτοιας έντασης και έκτασης που καταρρίπτουν τα όρια καλλιτεχνικής και μη
καλλιτεχνικής έκφρασης. Πρόθεση: η καταστροφή της τέχνης ως διακεκριμένης
σφαίρας και η προβολή του απόλυτα απρόσωπου χαρακτήρα της έμπνευσης.
Στην Ελλάδα ο υπερρεαλισμός εισπράχθηκε μόνο ως αισθητική σχολή.
Αρνητικές αντιδράσεις τόσο από κριτική και δημιουργούς (μίμηση φένων συρμών εις
βάρος ελληνικών συμφραζομένων, σκανδαλιστική απουσία έλλογου νοήματος) όσο
και από το κοινό το οποίο αδιαφορεί λόγω έλλειψης αισθητικής παιδείας.
Αποτέλεσμα:
Παρά τις ηγεμονικές αξιώσεις της γενιάς του '30, οι ποιητές απομονώνονται και
υιοθετούν μια ιδιαίτερα συντηρητική νοοτροπία όσον αφορά στις εκδηλώσεις του
μοντέρνου (οι αλλαγές περιορίζονται στην ανανέωση των εκφραστικών μέσων που
όμως συνδυάζεται με μια νοοτροπία ακαδημαϊσμού και σοβαροφάνειας).
Εξαιρέσεις: Σκαρίμπας (αντικομφορμιστής) και Ν. Κάλας (τα συνδύαζε όλα:
θεωρητική γνώση, ερευνητική περιέργεια, εκφραστική τόλμη, πολιτική εγρήγορση
και συγχρονισμό με ευρωπαϊκές μοντερνιστικές αναζητήσεις).
- Λόγοι που εξηγούν τις επιλογές της γενιάς:
η ιστορική συγκυρία (δικτατορία Μεταξά, πόλεμος, Κατοχή)
η οξύτατη κοινωνική και πνευματική τους απομόνωση
η συντηρητική τους νοοτροπία
- Το τίμημα:
Το ελληνικό μοντέρνο περιορίζεται στην ανανέωση των εκφραστικών τρόπων και
αποκόβεται από τις ευρύτερες (πνευματικές και κοινωνικές) ριζοσπαστικές
διεκδικήσεις των ευρωπαϊκών μοντερνιστικών κινήσεων.
155
- Τα πιστεύω:
Οι νέοι συγγραφείς επιθυμούσαν όχι τόσο τη ρήξη με το παρελθόν, όσο με το
λογοτεχνικό παρόν (δηλαδή με Καβάφη και Καρυωτάκη). Απέναντι στην "άρνηση"
προβάλλουν τη δική τους ισχυρή κατάφαση:
πίστη στο μέλλον, στην ταχύτητα του κόσμου, στη ρώμη της νιότης, ατομικότητα,
ελεύθερη βούληση, δημιουργική φιλοδοξία, στη δύσκολη τέχνη.
- Η αντίφαση:
Από τη μια ανυπόταχτοι, ανικανοποίητη, τυχοδιώκτες της ψυχής και του πνεύματος,
από την άλλη, οι άγνωστοι ανεκδήλωτοι νέοι διανοούμενοι.
- Ο λόγος:
Η ιστορική στιγμή: μετά την επιστροφή του Βενιζέλου στην εξουσία, οι νέοι
φιλελεύθεροι βενιζελικοί δεν επιθυμούν να συγκρουστούν με το κατεστημένο -
πνευματικό ή κοινωνικό, αυτό που διεκδικούν είναι ο ηγετικός τους ρόλος στην
ανασυγκρότηση της πνευματικής ζωής μέσα από την εξασφάλιση ή διεύρυνση του
λογοτεχνικού τους κύρους.
Σύνδεση με παρελθόν, έντονος συντηρητισμός, καμία ανατρεπτική πρόθεση, καμία
εκδήλωση προκλητικής ή αντιαστικής συμπεριφοράς (=/= ευρωπαϊκές πρωτοπορίες).
- Άλλοι λόγοι:
α. Μετά την μεταξική δικτατορία δεν μπορούσαν παρά να παραιτηθούν από το
κοινωνικό πρόγραμμα του σουρρεαλισμού.
β. Η γενιά δεν υιοθέτησε καμιά από τις 3 θεμελιακές αρχές του γαλλικού
κινήματος:
αυτόματη γραφή
σύνδεση καλλιτεχνικής έκφρασης με πολιτική δράση
άρνηση του πλαισίου παραγωγής/πρόσληψης/λειτουργίας της τέχνης.
γ. Η ανυπαρξία προγραμματικών/θεωρητικών τοποθετήσεων των ελλήνων
υπερρεαλιστών δηλώνει την δυσκολία τους να συμβιβάσουν τα δικά τους
ενδιαφέροντα με τις υπερρεαλιστικές αρχές.
- Το συμπέρασμα:
Η ελληνική εκδοχή του υπερρεαλισμού θεωρήθηκε κοινωνικά ακρωτηριασμένη, που
περιορίστηκε στο αίτημα της ατομικής απελευθέρωσης και στον αισθητικό
ριζοσπαστισμός, λειτουργώντας έτσι ως αυστηρά καλλιτεχνική πρωτοπορία.
- Η συγκυρία:
Η καταρράκωση της Μεγάλης Ιδέας οδήγησε στη μετάθεση της φιλοδοξίας της
"εθνικής αναγέννησης" από το πεδίο της εδαφικής επέκτασης σε εκείνο της
πνευματικής ηγεμονίας του ελληνισμού ("πνευματικός εθνισμός": αναγνωρίζει το
έθνος ως αφηρημένη μεταφυσική οντότητα, συνδέει την ιθαγένεια και γνησιότητα της
τέχνης με την εμβάθυνση στην ελληνική γεωκλιματική ιδιαιτερότητα, προτείνει την
ελληνική αυτογνωσία).
- Οι λογοτεχνικές εξελίξεις:
156
Οι θιασώτες του εθνισμού προωθούν ένα νεφελώδες αίτημα "ελληνικότητας" και
συγχρόνως απαξιώνουν τις μοντερνιστικές αναζητήσεις ως προϊόντα μιμητικής
ξενομανίας.
Οι πρώτες ποιητικές συλλογές Εμπειρίκου και Εγγονόπουλου επικρίθηκαν για μη
ελληνικότητα.
Η πίεση οξύνεται σημαντικά στη διάρκεια της μεταξικής δικατατορίας:
άκρατος συντηρητισμός + εθνικιστικός λόγος περί πολιτισμού.
Οι δημιουργοί έπρεπε να αποδείξουν εμπράκτως την "ελληνική" τους συνείδηση.
Η νεωτερική ποίηση αντιμετωπίζεται ως προϊόν μιμητικής ξενοτροπίας.
Σεφέρης + Ελύτης: προσπαθούν να συγκεράσουν "ελληνικότητα" και ευρωπαϊκή
παιδεία / νεωτερική τεχνοτροπία.
- Άποψη Ελύτη:
Ο Ελύτης θέτει το ζήτημα της ελληνικότητας ως υπόθεση προσαρμογής του "καθαρά
ελληνικού υλικού" στους νεωτερικούς εκφραστικούς τρόπους.
- Άποψη Σεφέρη:
Η ιδεολογική εμμονή ως προγραμματική αρχή ή αξιολογικό κριτήριο στα
καλλιτεχνικά ζητήματα εννέχει κινδύνους.
Η ελληνικότητα: περισσότερο αντικείμενο προβληματισμού παρά μια θεωρία προς
εφαρμογή.
-1η εκδοχή περί ελληνικότητας:
Συγκερασμός μοντερνιστικών αντιλήψεων με το στερέωμα των εθνικών/λαϊκών
αξιών.
-2η εκδοχή (αριστερής προέλευσης):
Η Αριστερά προτείνει το "λαϊκό" (=δημοτικό) τραγούδι ως πρότυπο για τη
δημιουργία μιας λογοτεχνίας κατανοητής από τον λαό και ριζωμένης στα γνήσια
εθνικά αισθήματα.
-3η εκδοχή:
Προβάλλεται ως αντίδοτο στον "νοσηρό" καρυωτακισμό ("αιγαιοπελαγίτικη
ελληνικότητα")
=> Η επιμονή της κριτικής στον λόγο περί ελληνικότητας συνέβαλε στην καταξίωση
αυτής της λογοτεχνικής παραγωγής στην ευρύτερη κοινή συνείδηση, αφού ενέταξε
μια δύσκολη και εν πολλοίς "ξενότροπη" ποίηση στο κέντρο του εθνικού
λογοτεχνικού κανόνα.
Σεφέρης
157
αυτή η διάθεση δεν οδηγεί σε άρνηση ή καταστροφή.
Kεντρική φυσιογνωμία της γενιάς.
Με Στροφή , Μυθιστόρημα ανανεώνει τον ποιητικό λόγο (απελευθέρωση στίχου από
μετρικές συμβάσεις- απλούστερη γλώσσα, έκφραση λιτή, τολμηρή). Ποίηση
συλλογική μια ποίηση του εμείς αντίθετη με την ποίηση του εγώ της προηγούμενης
δεκαετίας.
Ασχολείται με τα προβλήματα του σύγχρονου ανθρώπου, δεμένος με την ελληνική
παράδοση και ιστορία, βρίσκεται σε επικοινωνία με τη σύγχρονη ευρωπαϊκή
λογοτεχνία («καθαρή ποίηση» των Γάλλων συμβολιστών Mallarme- Vallery / ποίηση
του Elliot-Pound).
Εξερευνά τον ελληνικό μύθο και την ιστορία δίνοντας την αίσθηση της τραγικότητας
του ανθρώπου. Αποτυπώνει την αγωνία του για την μοίρα της φυλής μας.
Καταστροφή της Σμύρνης και ο ξεριζωμός των προσφύγων και το δράμα των
παγκοσμίων πολέμων σφραγίζουν την ποίησή του (απαισιόδοξη μελαγχολική ).
Γλώσσα καθαρά δημοτική.
«Θυμήσου τα λουτρά που σε θανάτωσαν Ορέστεια του Αισχύλου στο Μυθιστόρημα
γενικά ο μύθος των Ατρειδών, κατέχει κεντρική θέση στην ποίηση του Σεφέρη
Η τελευταια μερα –Μαρωνίτης στενή σχέση τέχνης και τεχνικής-+επιπεδα =ιστορικό
παρόν δημόσιο και όντως ιστορικό (σκηνικό επίσημης κηδείας) / ιστορικό παρελθόν
διακειμενικές αναφορές (Ιλιάδα-κεφαλοβρυσα όπου ο εκτωρας φανταζεται την
ανδρομαχη σκλάβα, Θουκυδίδης-Ιστορία-αιχμαλωσια, ταπείνωση ως αποτελεσματα
της σικελικής εκστρατείας , ανοιξη.. ραγιάδες=δημοτικό τραγουδι ενώ αισιοδοξο εδώ
σακατεμενο)-
Ο βασιλιάς της Ασίνης (Ιλιάδα)- Ένας γέροντας στην ακροποταμιά- Έγκωμη
(αρχαιολογικός χώρος της Κύπρου-αναδυση ονειρικης γυναικειας μορφής όχι απο
θαλασσα αλλά απο γη-κράμα της αρχαιας θεοτητας του έρωτα και της θεοτοκου-
εξιδανικευμενη όπως η Φεγγαροντυμενη του Σολωμου στον Κρητικο=συνθεση
διαφορετικων εποχών του ελληνισμου που πρωτος επιχειρησε ο παλαμας στη
φλογερα του βασιλια και ο σικελιανος στο πασχα των ελληνων)
Επί σκηνής Γ΄ = πραγματεύεται φανερά μιαν εκδοχή του μύθου των
Ατρειδών,ζωντανεύοντας την τραγική Κλυταιμνήστρα –οι τελευταίοι στίχοι
παραπέμπουν άμεσα στην αισχυλική ορέστεια αλλά και τα «εκδικητικά λουτρά»-
(Κατα βαθος ειμαι ζητημα φωτος-Σεφερης/ Ειμαστε απο φως, δεν μας αγγιζει ο
θανατος-Θέμελης/πώς λοιπόν μπορεί να μην εισαι φως;-Κακναβατος)
Στροφή -- Παραπέμπει στον όρο της μετρικής αλλά και της ευρύτερης στροφής παό
την παραδοσιακή στη νεωτερική ποίηση. Τα παραδοσιακά εκφραστικά
χαρακτηριστικά υπονομεύονται από την ειρωνεία, τη διάχυση του νοήματος, την
τολμηρή στιχουργική επινοητικότητα. Κρυπτογραφικά (Παλαμάς).
Στέρνα -- Η πιο ολοκληρωμένη απόπειρα προς την "καθαρή ποίηση" (της απόλυτα
καθαρισμένης από οποιοδήποτε μη ποιητικό στοιχείο ποίησης). Πυκνή συμβολική
οργάνωση με ανεξάντλητα πεδία ερμηνευτικών δυνατοτήτων.
158
Μυθιστόρημα -- 24 μέρη (όπως οι ραψωδίες Ιλιάδας/Οδύσσειας). Θέμα: η
Μικρασιατική καταστροφή, η σκληρή μοίρα του ελληνισμού σε διαχρονική κλίμακα.
Διαρκής αντιπαραβολή α/ε και σύγχρονου ελληνικού κόσμου. Αξιοποίηση "μυθικής
μεθόδου". Ενσωμάτωση υπαινικτικών παραπομπών αι αλλόγλωσσων χωρίων.
Τετράδιο Γυμνασμάτων -- Λυρικός λόγος. Αφηγηματική και κριτική διάθεση.
Διάλογος ποιητή με αρχαία παράδοση οργανωμένος βάσει του μοντερνιστικού
προτύπου.
Ημερολόγιο Καταστρώματος α' (τελευταία μέρα) -- Εμπειρία πολέμου ως ήδη
συντελεσθέν βίωμα.
Ημερολόγιο Καταστρώματος β' -- Κατοχή. Σαν αφήγηση επικαιρότητας. Μεγάλη
γκάμα διαθέσεων και τόνων. Ποικιλία θεματικών πυρήνων. Θέμα: οι προκλήσεις που
αντιμετωπίζει η ποιητική και πολιτική συνείδηση του "πρόσφυγα-ποιητή" στα χρόνια
του πολέμου.
Κίχλη -- Συνθετικό ποίημα. Σκοτεινότητα. Πηγή έμπνευσης: η επίσκεψή του στην
Κύπρο. 3 αποκαλύψεις για τον ποιητή: α. ένα ηδονικό αίσθημα επιστροφής στον
μαγικό κόσμο των παιδικών του χρόνων β. αποκάλυψη μιας αυθεντικής αδιάσπαστης
εκδοχής του ελληνισμού γ. το δραματικό βάρος της ιστορικής στιγμής.
Οι γάτες τ' Αι Νικόλα -- Αρμονική σχέση ανθρώπου με φυσικό του περίγυρο. Η
προσήλωση την πραγμετικότητα επιτρέπει την ανάπτυξη μια ςπιο ιστορικής
προσέγγισης στη διαπλοκή του μύθου με την ιστορία.
Ο δαίμων της πορνείας -- Καβαφικός τρόπος. Το περισσότερο ιδιωματικό και το πιο
έντονα αφηγηματικό ποίημα του Σεφέρη.
Τα τρία κρυφά ποιήματα -- ποιήματα "κοντής ανάσας". Τόνος εξομολογητικός. Λιτά
ποιητικά κείμενα. Ώριμος προσωπικός απολογισμός.
Επί Ασπαλάθων -- Επικαιρικό και πολιτικό. Αναφέρεται στη φοβερή μεταθανάτια
τιμωρία όσων διαπράττουν αδικίες.
Ελύτης
159
Το Δοξαστικόν (εθνικη εμπειρια πολεμου ηττας και κατοχης αντιμετωπιζονται σαν τα
παθη του Xριστου)
Mοντέρνα ποιηση έλλογη συγκινησιακή αλληλουχια, ιδιαίτερα επιμελημενη μορφικη
οργανωση = ασυμβιβαστη με την εκρηκτικη εκφραστικη αυθορμησια του
υπερρεαλισμου, διασπαρτες εικονες εκφραστικης τολμης στα ορια του αλογου
Η αυτοψία (κι όλο το δάσος να σαλεύει ακόμα πάνω στον ακιλήδωτο
αμφιβληστροειδή)
Λακωνικόν (λοιπόν αυτος που γύρευα ειμαι)
Μικρή πράσινη θάλασσα = ορμή, ασιοδοξία, φύση και νεότητα-εκφραστική λιτότητα,
ελεύθερος στίχος, συχνές επαναλήψεις μουσικότητα που παραπέμπει στο λυρισμό της
παλαιότερης ποίησης-η ερωτική γυναικεία μορφή συνδέεται με τον ιωνικό πολιτισμό
(παράλια Μ.Ασίας) και ιδιαίτερα με τη φιλοσοφία του Ηράκλειτου-το γεγονός της
νοσταλγικής αναφοράς στη Σμύρνη και στις χριστιανικές εκκλησίες της απηχεί
έμμεσα το επώδυνο ιστορικό γεγονός της Μικρασιατικής καταστροφής.
3 περίοδοι:
α. Κυριαρχούν η φύση και η μεταμόρφωση των πραγμάτων. Υπερρεαλισμός (Ήλιος ο
πρώτος)
β. Μεγαλύτερη ιστορική και ηθική συνειδητοποίηση
γ. Φωτόδεντρο
δ. οι μεταγενέστερες συλλογές του
160
Ο υπερρεαλιστικός λυρισμός του ανασυγκροτείται σε μια φυσική, πολιτική,
μεταφυσική και ποιητική ιδεολογία.
Ποίηση ως σύστημα που φιλοδοξεί να απορροφήσει τόσο τη φιλοσοφία όσο και την
πολιτική της εποχής της.
Νικόλας Κάλας
Εμπειρίκος
161
Σε αντίθεση με την Υψικάμινο, η καθαρεύουσα υποχωρεί, η λογική αλληλουχία είναι
αναγνωρίσιμη.
Αι λέξεις (Gloria, Gloria in excelsis)
Ρίτσος
162
πολιτικοκοινωνικής ιδεολογίας)Η τιμή της πέτρας εναντιώνεται στην τιμή του χρυσού
(Μαρωνίτης για το συνδυασμό σημαντικών και καθημερινών)
Επιτάφιος- 15συλλαβος, ομοιοκαταληκτο διστιχο λαϊκο μοιρολόι-έκφραση και
σύνταξη απλες, εικονες στα πλαισια παραδοσιακής κατανοητής εκφρασης- Εαρινή
συμφωνία –(κοβοντας χαμομηλια και βλεποντας τη θαλασσα θα ξαναπουμε την
παιδικη μας δεηση) –
Θαλασσινο αποβροχο (αναμεσα απ’τη χαραμαδα του φιλιου σου)
Το κορίτσι που αναβλεψε (Τόσα χρόνια, τα μάτια μου ξένα είχαν βουλιάξει μέσα μου)
Τη Ρωμιοσυνη μην την κλαις
Σχήμα της απουσίας (πιο τολμηρή σύλληψη εικονων-χρηση θαλάσσιας εικονοποιίας
για να εκφραστεί το συναίσθημα του πένθους, ποιητική σύλληψη περίπλοκη και
δυσνόητη η εικόνα των τελευταίων στίχων εντελώς ασυνήθιστη) (χιλιάδες μικροί
σταυροί απ’τα πέλματα των θαλάσσιων πουλιών)
Τα κεντρικά χαρακτηριστικά της ποιητικής του:
. φροντίδα για την αναγνωσιμότητα. Απευθύνεται στον απλό αναγνώστη χωρίς να
απαιτεί ειδική εξάσκηση.
. Έντονη καλλιτεχνική ανησυχία, ανεξάντλητη εφευρετικότητα, διαρκής
πειραματισμός με νέες φόρμες.
. ιστορικότητα, επικαιρικότητα, αυτοβιογραφική φόρτιση.
. γλώσσα καθημερινή.
. πλούσιος λυρισμός με τάση προς αισθηματολογία.
. πεζολογικό ύφος της προφορικής κουνέντας, δραματική εξφορά, και κοφτή
έκφραση.
. λυρικότητα, θεωρητική στοχαστικότητα.
1η περίοδος 1930-1936:
Στίχος καλοδουλεμένος αλλά και ειρωνικά διαβρωμένος. Επίδραση Καρυωτάκη και
Βάρναλη. Συχνά σατιρικός, αυτοσαρκαστικός. Κοινωνική κριτική. Ψυχική
απομόνωση. Κανένας αυθόρμητος ενθουσιασμός. Ηθική εξάντληση.
Επιτάφιος -- στα πρότυπα του δημοτικού τραγουδιού.
2η περίοδος 1936-1943:
Ελεύθερος στίχος. Εμφάνιση πρώτων υπερρεαλιστικών στοιχείων. Λυρική, μουσική
διάθεση.
3η περίοδος 1944-1955:
Υποχωρεί ο μουσικός λυρισμός. Πικρός λόγος κάποτε σκληρός. Στοχαστικός τόνος.
Σύντηξη των πιο ετεροθαλών εκφραστικών τρόπων. Επικαιρική θεματική (Κατοχή,
Αντίσταση, εμφύλιος, ήττα, εξορία)
4η περίοδος 1956-1966:
Η πιο δημιουργική περίοδος. Κριτική διάθεση απέναντι στις πρακτικές της
163
Αριστεράς. Συνειδησιακές συγκρούσεις.
3 κύκλοι: α. ο κύκλος των πραγμάτων β. ο κύκλος των χορικών γ. ο κύκλος της 4ης
διάστασης: ως κορυφαία στιγμή στη δημιουργική εξέλιξη του Ρίτσου. Πρόκειται για
εκτενείς μονολόγους στους οποίους οι μυθικές αναφορές διαπλέκονται με ιστορικές
και αυτοβιογραφικές συνδηλώσεις. Γερασμένοι αντιήρωες στο γνώριμο καβαφικό
μοτίβο που δηλώνεται με ζεύγη φρορά-χρόνος, παρόν-παρελθόν. αναχρονισμοί.
Διαρκής δραματική αναμέτρηση. Ποίηση ως ανάλυση και στόχος της η γνώση.
5η περίοδος 1967-1990:
Νέοι εκφραστικοί τρόποι. Υπρρεαλιστικές τεχνικές. Επιστρέφει στο δημοτικό
τραγούδι και το λαϊκό μοιρολόι.
ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΥ
"Μυθιστόρημα" (436)
"Ο βασιλιάς της Ασίνης" (440)-- Εποχή γραφής: 1940. Κρίσιμη εποχή, επικρατεί
ολοκληρωτισμός. Ανήκει στα Ημερολόγια Καταστρώματος. Ελεύθερος στίχος.
Κυριαρχεί το "εμείς". Δίπλα στη θάλασσα, κάτω από τα ερείπεια των Μυκηνών και
της Ακρόπολης, αναζητά επίμονα τον βασιλιά της Ασίνης. Ένα κενό κάτω από την
χρυσή ταφική προσωπίδα για να εξηγήσει τη διάλυση και την τραγικότητα του
σήμερα καταφεύγει σε νέες εξερευνήσεις πίσω στο παρελθόν. Ιστορικό κλίμα
αγωνίας ανάμεικτη με αποφασιστικότητα και τόλμη. Δίνει νόημα συμβολικό στις
Μυκήνες. Περικλείει την Ελλάδα αδιαίρετη στον χρόνο, χρόνο και ανθρώπινο
στοιχείο. Υπάρχει αγωνία για τον σύγχρονο άνθρωπο. Ο Σεφέρης δεν είναι εύκολος
ποιητής, ωστόσο δεν είναι σκοτεινός. Η γλώσσα του είναι δύσκολη, αυτή όμως
πετυχαίνει να εκφράσει με μοναδική απλότητα (όχι ευκολία) τα νοήματα και τους
προβληματισμούς. Ποίηση απαισιόδοξη και μελαγχολική. Αναλογίζεται την
ανθρώπινη μοίρα, δεν οδηγεί σε άρνηση, διαφαίνεται ελπίδα. Φως κάτω από την
άρνηση. Υπάρχει πίστη ελπιδοφόρα που απορρίπτει τον μηδενισμό.
"Κίχλη" (442)
164
"Οι γάτες τ' Αι-Νικόλα" (446)
"Αφρός" (451)
"Στέαρ" (452)
165
ενάργειας του ποιητή. Διαυγείς εικόνες όχι λογικές αλλά υπερρεαλιστικές, περιέχουν
μεγάλο βαθμό άλογου στοιχείου, επιχειρώντας αυθαίρετα συμπαραθέσεις ανόμοιων
στοιχείων. Μολονότι δεν μπορούμε να συνδέσουμε διανοητικά τις φράσεις του
ποιήματος, μπορούμε να τις συνδέσουμε συγκινησιακά. Οι τελευταίοι στίχοι μας
δίνουν το κλειδί του νοήματος. Στόχος των υπερρεαλιστικών εικόνων που
προηγούνται είναι να εκφράσει ο ποιητής τα φευγαλέα οράματα χαράς που έβλεπε ως
παιδί στα μάτια των πουλιών.
"Ορέστης" (474)
166
"Πρωθύστερον" (476)
"Εφηβεία" (479)
167
"Η χαμένη Υπερβόρειος" (484)
"Κλήσις" (486)
"Ιστορία" (487)
"Δευτερόλεπτα" (488)
168
169
Η πεζογραφία της γενιάς του '30
ΕΝΝΟΙΕΣ – ΚΛΕΙΔΙΑ:
Ρεαλισμός
Ηθογραφία
Νατουραλισμός
Μοντερνισμός
Αυτοβιογραφικός λόγος
Υπερρεαλίζουσα πεζογραφία
Ελληνικότητα
Οπτική γωνία
Ροή συνείδησης
Παντογνώστης αφηγητής
Εσωτερικός μονόλογος
Ελεύθερος πλάγιος λόγος
Ειρωνική αποστασιοποίηση
- Το ιστορικό πλαίσιο:
Οι δεκατίες '20-'30 σφραγίστηκαν από την τραυματική εμπειρία του α' παγκ. πολέμου
και την κατάρρευση της Μεγάλης ιδέας. Πολιτική αστάθεια από τη μια, γέννηση
νέων ιδεολογιών από την άλλη.
- Οι 2 φάσεις στην πεζογραφία:
α. 1920-30: στενότερη σχέση με παράδοση, προοδευτική αποδέσμευση από τη γενιά
του 1880, ολοένα εντονότερη τάση για ανανέωση.
β. 1930 και μετά: σαφέστερη έκφραση νεωτερικότητας, ριζικές αναθεωρήσεις.
170
Πρόκειται για το μανιφέστο της γενιάς του '30. Αποκρυσταλλώνει τη διάθεση για
ανανέωση, υποδεικνύει την ανάγκη αφύπνισης και επισημοποιεί τη ρήξη με το
παρελθόν.
Παρόλο που οι απόψεις δεν υιοθετήθηκαν από το σύνολο, προϊδεάζουν για τις
επερχόμενες αλλαγές.
- Οι λόγοι που απορρίπτεται η παράδοση > ηθογραφία:
α. Παθητική και περιοριστική η φωτογραφική αποτύπωση της πραγματικότητας.
β. Δεν υπάρχει η δυνατότητα έκφρασης της εσωτερικότητας ανθρώπων και τοπίων.
γ. Η στάση του πεζογράφου απέναντι στη ζωή είναι δουλική και παθητική.
- Ο στόχος του πεζογράφου κατά Θεοτοκά:
α. Να διαπεράσει την επιφάνεια της ζωής και να αγωνιστεί να βρει το βαθύτερο
νόημα των όντων και των πραγμάτων.
β. Να αποδεσμευτεί από την περιγραφή της εξωτερικής πραγματικότητας.
γ. Να μη διστάζει εμπρός σε τολμηρές συλλήψεις, πλατιές συνθέσεις ή στην
αφομοίωση της φιλοσοφικής σκέψης.
δ. Κυρίαρχος στόχος: η ατομικότητα, η εσωτερικότητα, ο ίδιος ο Άνθρωπος.
- Ποιους εξέφρασε τελικά:
Οι προγραμματικές εξαγγελίες του Θεοτοκά εξέφρασε τους Αθηναίους
φιλελεύθερους αστούς.
- Ποιο το αποτέλεσμα:
α. Οι αστοί διαψεύστηκαν αλλάζοντας προσανατολισμούς.
β. Εκείνοι που δημιούργησαν έξω από τον κύκλο της ομάδας των Αθηναίων αστών
πεζογράφων τόλμησαν και πέτυχαν.
- Το πλαίσιο:
Η τραυματική εμπειρία της μικρασιατικής καταστροφής και το κύμα των
προσφύγων ωθούν στην αναζήτηση νέων προσδιορισμών της έννοιας της Ελλάδας σε
σχέση κυρίως με τον δυτικό ευρωπαϊκό χώρο.
- Οι 3 τάσεις:
α. ελληνοκεντρική με αφομοιωμένο το ευρωπαϊκό πνεύμα (Μυριβήλης, Βενέζης)
β. πιο ανοικτή στην Ευρώπη, χωρίς εθνικά όρια (Καστανάκης, Πολίτης, Τερζάκης,
Θεοτοκάς)
γ. μοντερνιστές, ριζική ρήξη με παράδοση, αντίδραση στις κοιν/πολιτικές
συνθήκες, αμφιβολία για τη θέση του ατόμου μέσα στην κοινωνία, σχετικότητα της
εξωτερικής πραγματικότητας. Όλα αυτά εκφράστηκαν τεχνοτροπικά με: τον
κατακερματισμό των αφηγηματικών συμβάσεων, την κατάλυση της αναπαράσταση
και τις νεωτερικές τους τεχνικές (Αξιώτη, Σκαρίμπας, Μπεράτης).
- Τι επέφερε την ρήξη με την παράδοση:
Αστικοποίηση πληθυσμού => πολιτική/κοινωνική κρίση => ανάγκη κοινωνικού
αυτοπροσδιορισμού => αναταραχή, κινητικότητα => απομάκρυνση από την στατική
171
ηθογραφία, η οποία δεν ικανοποιούσε πλέον τις σύγχρονες ανάγκες της εποχής.
- Οι 2 διαφορές:
Πριν: συλλογική ζωή της κοινότητας, προσήλωση στο αγροτικό και επαρχιακό
περιβάλλον.
Τώρα: ατομικότητα, εσωτερικότητα, πολυπλοκότητα του ανθρ. ψυχισμού. Κέντρο
βάρους οι πόλεις, η Αθήνα.
- Οι αντιδράσεις:
Θετική υποδοχή από την κριτική (βούληση ελεύθερη και αισιόδοξη, ματιά
ερευνητική και άφοβη, πρωτοποριακή φαντασία, εμβάθυνση στο νόημα της
κοινωνίας και του ανθρώπου χωρίς προλήψεις).
- Οι αντιφάσεις:
α. αποδοχή παράδοσης =/= απόρριψη ηθογραφίας
β. κοινωνικός προβληματισμός =/= έμφαση στην ατομικότητα-φαντασία-ελεύθερη
κρίση κτλ.
γ. έμφαση στο άτομο =/= δημιουργία ανθρώπινων τύπων που εντάσσονται σε ένα
γενικότερο σύνολο.
- Ο κοινωνικός στόχος:
Πρόκειται για μια πεζογραφία προβληματισμού, φορέας ιδεολογιών που σκοπό έχει
να συμβάλει στον αστικό εκσυγχρονισμό της κοινωνικής ζωής. Η κοινωνία αποτελεί
ένα σύνολο προς μελέτη αλλά και αντανάκλαση της ατομικής ζωής. Επομένως, ο
κοινωνικός προβληματισμός παραμένει κατά βάση ατομοκεντρικός.
- Μορφές και τρόποι αφήγησης:
α. Πέρασμα από το διήγημα στο μυθιστόρημα ("όλα χωρούνε κι όλα επιβάλλεται να
μπούνε στο μυθιστόρημα" Θεοτοκάς (δηλ. εσωτερική ζωή, θεωρητικός
προβληματισμός, κοινωνική ματιά).. διέξοδος προς την απόλυτη ελευθερία της
έκφρασης χωρίς θεματικούς ή άλλους περιορισμούς).
β. Δυτικά λογοτεχνικά πρότυπα (νέες θεματικές-μορφές-αφηγηματικοί τρόποι)
Νέα αφηγηματική τεχνική: ο εσωτερικός μονόλογος.
γ. Ευρύτερες και πολυπρόσωπες αφηγηματικές συνθέσεις (πλατιά συνθετικά έργα)
δ. πιο σύνθετη δομή οργανωμένης αφήγησης
- Παρατήρηση:
Σε γενικές γραμμές οι συγγραφείς δεν κατόρθωσαν να υλοποιήσουν όλους αυτούς
τους στόχους.
- Ο ορισμός:
Μια ομάδα νέων του μεσοπολέμου που "ωρίμασαω" ανάμεσα στο 1930-40, με κοινά
βιώματα, σαφείς νεωτερικές τάσεις και ιδεολογική χροιά (αν και όχι από όλους).
Διάθεση να έρθουν σε ρήξη με το παρελθόν, να διαφοροποιηθούν με την
κατεστημένη τάξη.
- Κοινός τόπος:
172
Ανταποκρίθηκαν στην πρόκληση για ανανέωση.
- Ονόματα:
Μυριβήλης, Θεοτοκάς, Βενέζης, Καραγάτσης, Πολίτης, Τερζάκης, Νάκου,
Σκαρίμπας.
α) 1933:
έτος-σταθμός
α. λόγω πληθωρικής παραγωγής (από το 1930 το μυθιστόρημα μεσουρανεί)
β. λόγω ανάπτυξης θεωρητικού λόγου γύρω από το νέο αυτό είδος.
β) 1936 και μετά:
Πνευματική κρίση, εξαντλημένοι οι Αθηναίοι λογοτέχνες (Νέα Γράμματα).
Οι λόγοι:
α. ιδεολογικό αδιέξοδο αστικής τάξης
β. μη ανταπόκριση του έργου τους στο αναγνωστικό κοινό
γ. πτώση Βενιζέλου => μεταξική δικτατορία => διάψευση πρόθεσής τους να
συμβάλουν με το έργο τους στον αστικό εκσυγχρονισμό της κοινωνικής ζωής.
-Η πορεία από 1936 και μετά:
Άλλαξαν στόχους και προσανατολισμό: επιστροφή στο παρελθόν, τόπο καταγωγής,
ζωή γενέθλιας πόλης (Πρεβελάκης-το χρονικό μιας πολιτείας),παιδική/εφηβική
ηλικία (Πολίτης-Eroica), ιστορία/πολιτιστική παράδοση (Π.Δέλτα-μυστικά του
βάλτου).
ΟΙ 3 ΤΑΣΕΙΣ
12.3.1 Αιολική Σχολή (πεζογραφία ως μαρτυρία)
Οι γεννημένοι σε Λέσβο και μικρασιατικά παράλια. Αυτοί που έζησαν την
κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας. Υπήρχαν δεσμοί μεταξύ τους, σχεδόν συνομήλικοι.
Σχολή που διαμορφώθηκε σε έναν συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο, στο πλαίσιο μιας
πολύ συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου. Δεν είχε επιγόνους.
- Η θεματική:
η τραυματική εμπειρία των βαλκανικών πολέμων, της μικρασιατικής καταστροφής,
της προσφυγιάς, της αιχμαλωσίας.
- Δραστηριοποίηση:
Λογοτεχνικοί και καλλιτεχνικοί σύλλογοι στη Λέσβο, εξέδιδαν εφημερίδες και
λογοτεχνικά περιοδικά, γενικά είχαν αναπτύξη έντονη πνευματική δραστηριότητα
ευρύτερα γνωστή ως "λεσβιακή άνοιξη / αναγέννηση". Η προσπάθεια συνεχίστηκε
στην Αθήνα (λόγω εκπατρισμού), στο πλαίσιο της γενιάς του '30.
- Τα 3 χαρακτηριστικά της:
α. αφήγηση βιωμένης εμπειρίας.
Ο σκοπός: να κρατήσουν ζωντανά στη συλλογική μνήμη τα κρίσιμα για την Ελλάδα
ιστορικά γεγονότα. (Μυριβήλης, Βενέζης, Δούκας)
Η μέθοδος: με τη μορφή της μαρτυρίας, σε α' πρόσωπο πιστοποιώντας έτσι την
173
αυθεντικότητά της. Λειτουργία της μνήμης, αναπαράσταση της βιωμένης εμπειρίας.
Ημερολογιακές και αυτοβιογραφικές αφηγηματικές μορφές.
Η οπτική γωνία: αντιμιλιταριστικός και αντιηρωικός τόνος, αμφισβήτηση του
επικού χαρακτήρα του πολέμου, τραγικότητα ατόμου και ανθρώπινης μοίρας.
Η αντίθεση: ατομικές ιστορίες =/= συλλογική εμβέλεια, εκφράζουν την ανθρώπινη
διάσταση της δοκιμασίας του κάθε ανθρώπου στον πόλεμο, την υπαρξιακή αγωνία
του θανάτου, τη φρίκη της βίας και του σωματικού πόνου.
Το αποτέλεσμα: Δεν μπόρεσαν να ανταποκριθούν στις φιλόδοξες μυθιστορηματικές
επιδιώξεις της γενιάς, δεν κατόρθωσαν να πραγματοποιήσουν σύνθετες δομές.
β. σεβασμός στις ελληνικές παραδόσεις, "ελληνικότητα".
Το περιβάλλον: ο τόπος καταγωγής τους (Λέσβος-Ανατολή) με μια ολοφάνερη
νοσταλγική διάθεση.
Η μέθοδος: φανερός ο απόηχος της παλαιότερης ηθογραφίας. Τοπικότητα (εκζήτηση
δημοτικής, χρήση τοπικών ιδιολέκτων).
Η οπτική γωνία: προσήλωση στα εντόπια, λαϊκές παραδόσεις, αναζήτηση της
"ελληνικότητας", της πολιτισμικής δηλαδή ταυτότητας/ιδιοσυστασίας του
ελληνισμού, αναγκαιότητα να καταδειχθεί η πνευματική ιδιοφυία του ως αποτέλεσμα
σύνθεσης χώρου/ανθρώπων (λόγω κατάρρευσης Μεγάλης Ιδέας). Έντονος
ενδοσκοπικός εθνοτισμός. Η φύση - κύριο συστατικό εθνικής μοναδικότητας και
ιδιοτυπίας - πνευματικοποιείται, γίνεται άυλη και αφηρημένη δύναμη (νησιά, Αιγαίο).
Σθεναρή αντίδραση σε κάθε ξενόφερτο νεωτερισμό.
γ. ρεαλισμός και λυρισμός.
Η μέθοδος: Παλιές τεχνικές δοκιμασμένες στην ευρ. λογοτεχνία ήδη από τον 18ο αι
(αυτοβιογραφικός λόγος, εύρημα χειρόγραφων επιστολών, μάρτυρας που αφηγείται
στον συγγραφέα την ιστορία του χωρίς να φαίνεται η επέμβαση του συγγραφέα).
Ωστόσο: λανθάνοντα στοιχεία επεξεργασίας (τολμηρές παρομοιώσεις, δηκτική
ειρωνεία, ιδιαίτερα οξυμένο γλωσσικό αίσθημα, αλλεπάλληλες επεξεργασίες,
εκφραστική "ωραιολατρία") που υποδηλώνουν το αντίθετο, την στάση του συγγραφία
απέναντι στον πόλεμο, τον θάνατο, τη φύση, τη ζωή.
Το αποτέλεσμα: ένας συνδυασμός αυθεντικότητας και μυθοπλασίας, ένας
συνδυασμός ρεαλισμού και έντονης ιμπρεσιονιστικής λυρικής έκφρασης. Ανάμειξη
ονειρικού με πραγματικό => άνετα θα μπορούσαν να χαρακτηριστού και
συμβολιστικά κείμενα.
-Πού απέτυχαν:
α. δεν ανταποκρίθηκαν στις σύνθετες μυθιστορηματικές δομές
β. δεν απέδωσαν αυτοτελείς και ολοκληρωμένους ανθρώπινους χαρακτήρες
γ. δεν μπόρεσαν να περιγράψουν την πολυπλοκότητα της σύγχρονης κοινωνικής
ζωής.
- Πού πέτυχαν:
α. διατύπωσαν το αντιπολεμικό και αντιηρωικό τους μήνυμα χάρη στην έμφαση
στον άνθρωπο και την ατομική εμπειρία του πολέμου
β. συντονίστηκαν με τους νέους ιδεολογικούς προσανατολισμούς της γενιάς
γ. το αίτημά τους ενσωματώθηκε στο κυρίαρχο αίτημα της "ελληνικότητας", που
174
όμως τους κράτησε μακριά από τα ευρωπαϊκά λογοτεχνικά πρότυπα και από
τολμηρότερους λογοτεχνικούς πειραματισμούς.
- Τα νεωτερικά στοιχεία:
α. αντιπολεμικό πνεύμα
β. προβολή ατομικού ως διεκδίκηση της προσωπικής ελευθερίας και αξιοπρέπειας
γ. έντονα λυρική έκφραση
δ. ενδελεχής αισθητική επεξεργασία της μορφής που άμβλυνε τα όρια του
ρεαλισμού.
175
από το κεντρικό πρόσωπο, ευρείες δυνατότητε σύνθεσης. Παιχνίδι με τον χρόνο,
εναλλαγή εσωτερικού μονολόγου - γ' προσώπου. Ποιητική γραφή, έκδηλη
μουσικότητα λόγου, λυρικές περιγραφές, χρήση 15σύλλαβου (!), ρυθμικότητα,
παρήχηση. Μη ρεαλιστικά στοιχεία στις περιγραφές, υποβλητική ατμόσφαιρα,
ονειρικό στοιχείο. Συμβολιστική γραφή. (Eroica)
ε. απομάκρυνση από βιωματικό αυτοβιογραφικό πρότυπο. Απόσταση από τα
γεγονότα όχι από ειρωνεία αλλά από συγκατάβαση => ύφος ψυχρό που όμως
υπαινίσσεται τη βαθιά τραγωδία των ταπεινών ανθρώπων. Αιχμηρές μικρές
λεπτομέρειες => φορτίζει συγκινισιακά με τρόπο αδρό και ανεπαίσθητο. (Τερζάκης).
στ. Αποστασιοποίηση και σε Θεοτοκά.
- Τεχνικές αδυναμίες του κειμένου του:
Η αντικειμενικότητα θεωρήθηκε ως ψυχρότητα ή αδυναμία να φορτίσει συγκινισιακά
τους ήρωες (Αργώ, Θεοτοκάς). Επίσης, χρησιμοποίησε ελάχιστα νεωτερικές τεχνικές
όπως ο εσωτερικός μονόλογος και ο ελεύθερος πλάγιος λόγος. => δεν αφήνει στους
ήρωες περιθώρια αυτονομίας και δραματικής ανάδυσης, δείχνουν να μην
συντονίζονται μεταξύ τους, με αποτέλεσμα να χαθεί ο έλεγχος της αφηγηματικής
οικονομίας (όλα για Θεοτοκά).
- Τα θετικά:
Λιτή, περιεκτική, υπαινικτική και εμμέσως σχολιαστική γραφή αδρά ειρωνική.
Προσεκτικά επιλεγμένες λέξεις. Αφαιρετικές περιγραφές. Απόσταση που αφορά
κυρίως στη δομή, τα πρόσωπα δονούνται από ρομαντικά πάθη και ένταση,
"αποκρυστάλλωμα της εκρηκτικής εσωτερικότητας". Πρόσωπα ρομαντικά, αφού
αναζητούν το απόλυτο => 3 τάσεις μέσα στην Αργώ: η ρεαλιστική (κοινωνία και
πολιτική αρχών αιώνα), η μοντερνιστική (εσωστρέφεια, εξομολογητική διάθεση,
σχετικότητα της αλήθειας) και η ρομαντική (ξεχείλισμα ψυχής, πλεόνασμα ζωής,
καλλιτεχνικές ροπές των προσώπων).
ζ. πληθωρικότητα, ορμητικότητα γραφής. γ' πρόσωπο, παντογνώστης αφηγητής.
Εσωτερικός μονόλογος που βάζει τον αναγνώστη στη ροή συνείδησης των ηρώων.
Άμεσα αντιληπτή η επέμβαση του συγγραφέα. Ψυχολογία που απορέει από την
εξωτερική συμπεριφορά και εξέλιξη της δράσης. Περιγραφικός, όχι αναλυτικός.
ανάμειξη ωμού ρεαλισμού με λυρ΄κή διάθεση (Καραγάτσης, Μεγάλη Χίμαιρα)
176
αφηγηματικές τεχνικές όπως ο εσωτερικός μονόλογος ή ο ελεύθερος πλάγιος λόγος,
παντογνώστης αφηγητής)
- Η νέα οπτική γωνία:
Η υποκειμενική πρόσληψη και ερμηνεία της πραγματικότητας. "Ροή συνείδησης": ως
η πλέον πειστική μίμηση της εσωτερικής πραγματικότητας που αποκαλύπτει τη
διαμεσολάβηση του συγγραφέα, καθώς και τον πλασματικό ρεαλισμό της εξωτερικής.
- Γενικά γνωρίσματα:
Έντονα επηρεασμένοι από Ευρώπη, γραφή ριζοσπαστική (συγγενεύει με
υπερρεαλισμό), έμφαση στην ενδοσκόπηση και τις εσωτερικές διαδρομές σκέψης-
συναισθήματος, αλλοίωση σχέσης αφήγησης με αντικειμενικότητα.
- Γνωρίσματα μοντέρνου μυθιστορήματος:
α. Απόλυτα υποκειμενική και εσωτερικευμένη πρόσληψη πραγματικότητας
(υποσυνείδητο, υπερρεαλισμός).
β. Δεν υπακούει στις γνωστές δομές χρόνου-χώρου, συχνά απουσιάζει πλήρως η
πλοκή.
γ. Νέες τεχνικές: εσωτερικός μονόλογος, ελεύθερη εκφορά του λόγου, άλογο
στοιχείο, ροή συνείδησης.
δ. Όχι παντογνώστης αφηγητής, αλλά με εσωτερικευμένη και περιορισμένη οπτική
γωνία ή και πολλαπλές οπτικές γωνίες.
ε. Η εκφορά του λόγου δεν υπακούει στη λογική της αντικειμενικής
αναπαράστασης/χρονική αλληλουχία, αντίθετα: αποσπασματική, με συγκοπές,
χάσματα, ανώμαλη στίξη.
- Εκπρόσωποι:
Πεντζίκης, Σκαρίμπας, Αξιώτη
- Κριτική:
Αμήχανη. Άλλοι καταδίκασαν, άλλοι δέχτηκαν με επιφυλάξεις, άλλη σιώπησαν
- Η οπτική γωνία:
Μεταφυσική στροφή προς τα ένδον, αναζήτηση της έννοιας της ύπαρξης, μετατόπιση
σε μια πραγματικότητα νέα που πρέπει να δημιουργήσουμε. Αδιάκοπη σύγχυση ζωής
και ονείρου. Εξατομίκευση αντικειμενικού. Συμβολισμός. Τάση φυγής.
Ιμπρεσιονιστική απόδοση και ονειρική διάθεση.
α. Πεντζίκης, Σκαρίμπας, Αξιώτη (οι αναλύσεις παρακάτω)
177
Στοιχεία που διαχωρίζουν το αφηγηματικό από το θεατρικό έργο: Vitti 1.ο
χρόνος που συνδέεται με τη δομή της αφήγησης η οποία είναι παρατακτική
/γραμμική( Αιολική Σχολή) ή σύνθετη (Αστικός ρεαλισμός και Μοντερνισμός). 2. η
οπτική γωνία είτε είναι αμετακίνητη είτε εναλλασσόμενη (ειρωνική
αποστασιοποίηση).
Αιολική σχολή τα περισσοτερα παρατακτικη οργανωση-Τα περισσοτερα του αστικου
ρεαλισμου και ολα των μοντερνιστων συνθετη οργανωση- στον τρόπο της αφηγηση
και
Αφηγηματική οργάνωση: Αιολική σχολή: οργανώνουν συνήθως παρατακτικά την
αφήγησή Αστικός ρεαλισμός μοντερνιστές: προτιμούν συνθετότερη οργάνωση.
178
ασχολήθηκαν περισσότερο με το εσωτερικό μονόλογο.
Ο λογος χωρις ακροατη και ο μη απαγγελομενος, στον οποιο ενα προσωπο εκφράζει
την πιο ενδομυχη σκεψη του, αυτη που ειναι πλησιεστερη προς το ασυνειδητο-
προγενέστερη καθε λογικης οργανωσης, εκφρασμενη μεσω ευθεων φρασεων,
περιορισμενων στην ελαχιστη δυνατη συνταξη, ουτως ωστε να δοθει η εντυπωση οτι
λεει κανεις ο,τι του περνα απ’το μυαλο (Βιττι) -η ροη της συνειδησης, εντονο
ενδιαφέρον για τον εσωτερικο ανθρωπο, την εσωτερικη περιπετεια (αναλογο και το
άλογο στοιχείο και η αδεσμευτη συγκινησιακη αλληλουχια του ποιητικού λόγου στη
μοντερνα ποιηση) καλλιεργηθηκε κυριως απο τους μοντερνιστες πεζογραφους-
εκφερεται είτε σε α΄ είτε σε γ΄ προσωπο- σε α΄ προσωπο έχουμε ευθυ λογο, σε γ΄
προσωπο έχουμε ανεξαρτητο πλαγιο λογο-
ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΥ:
179
"Το θείο τραγί" (535) -- Ανάλυση από εγχειρίδιο - 436: Ίσως η πρώτη έντονη
αντίσραση στο κατεστημένο (δικτατορικά καθεστώτα Ευρώπης). Η τέλεια ανατροπή
αξιών και ηθικής. Κυριαρχούν τα άγρια ένστικτα και η δύναμη του κακού. Ήρωας-
αφηγητής: άνθρωπος του περιθωρίου, της παρακμής, απόκληρος της κοινωνίας,
παρουσία παρασιτική, δόλια, υποσκάπτει τις σχέσεις των ανθρώπων που τον
περιστοιχίζουν και αποχωρεί έχοντας δημιουργήσει για τον ίδιο την εικόνα αγίου
μέσα από ψέμα και υποκρισία. Υποδόριες θρησκευτικές αναφορές, ανατροπή ηθικής
και αξιών. Ήρωας εωσφορικός. Αντιμυθιστόρημα, αντιήρωας => προγενέστερο
ευρωπαϊκό πικαρικό μυθιστόρημα. Από α' σε γ' πρόσωπο. Ασάφεια χρόνου. Άναρχη
χρήση γλώσσας.
180
"Αργώ" (554) -- Ανάλυση από εγχειρίδιο: Γράφτηκε το 1933. Η Αργώ αναπαριστά
την αναζήτηση της ελληνικής ταυτότητας που καταλήγει σε διαψεύσεις και
απογοητεύσεις. Η Ελλάδα δεν είναι ικανή να δεχτεί την αναγέννηση. Οι νέοι της
Αργώς αναμετριούνται με τον χρόνο, το πεπρωμένο τους, την ιστορία. Ταξίδι Αργώς:
ταξίδι ελληνισμού και νέας γενιάς που στόχο έχει την αναζήτηση του ιδανικού, ενός
νέου ουμανισμού. Διαλεκτική φύση του ελληνικού χαρακτήρα. Ριζοσπαστικός ρόλος
των νέων. Πολυπρόσωπη σύνθεση. Αντιπροσωπευτικός εκφραστής των νέων τάσεων
της γενιάς του '30.
181
ραγισμένο καθρέπτη. Δυστυχία, ασθένεια, αμαρτία, πτώση σε έναν κόσμο δαιμονικό.
Η ανάσταση του ήρωα επιτυγχάνεται μέσω της γραφής, που είναι μια διαδικασία νέας
δημιουργίας και αναβίωσης. Η περιπέτεια του ήρωα είναι εσωτερική. Γραφή
συνειρμική και με εκτενή χρήση εσωτερικού μονολόγου.
182
Η μεταπολεμική ποίηση (1944-1974)
Κεφάλαιο 13-- 24/4
ΕΝΝΟΙΕΣ - ΚΛΕΙΔΙΑ:
Μεταπολεμική περίοδος
Μεταπολεμική λογοτεχνική παραγωγή
Μεταπολεμικοί λογοτέχνες/μεταπολεμική λογοτεχνική γενιά
Μεταπολεμικότητα
Ιδεολογία
Κοινωνική λειτουργία του ποιητικού λόγου
Ποίηση της Αντίστασης
Ποίηση της δοκιμασίας
Ποίηση της ήττας
Ποιητική και πολιτική ηθική
Ποίηση της υπαρξιακής εμπειρίας
Μετα-υπερρεαλιστική ποίηση
Εξπρεσιονισμός
Μεταπολεμική λογοτεχνική γενιά
Α. όσοι λογοτέχνες γεννήθηκαν μεταξύ των ετών 1917- 1928
Β. όσοι λογοτέχνες γεννήθηκαν μεταξύ των ετών 1929- 1940
1. 1944 -1974. Οι ποιητές μεταφέρουν στο έργο τους τα βιώματά τους από την
κατοχική περίοδο, τον εμφύλιο, τους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες, τη
δικτατορία και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης στα οποία έζησαν. Αναδεικνύουν την
εφιαλτικότητα της σύγχρονης εποχής, την αλλοτρίωση και τη μοναξιά.
Διακρίνεται σε τρεις τάσεις: 1. πολιτική, 2.υπαρξιακή –κοινωνική, 3.μετα-
υπερρεαλιστική
2. Χρονολογικά κριτήρια: μεταπολεμικοί λογοτέχνες όσοι γεννήθηκαν ανάμεσα
1917-1940 και εξέδωσαν τις συλλογές τους στη διάρκεια της μεταπολεμικής
περιόδου.
183
Διαφορά πρώτης και δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς: όσοι ανήκουν στην πρώτη
γενιά (1917-1928)συμμετείχαν ενεργά στους αντιστασιακούς αγώνες και έζησαν τις
διώξεις του Εμφυλίου, όσοι ανήκουν στη δεύτερη (1929-1940) είχαν έμμεση
αντίληψη των γεγονότων.
Μεταπολεμικότητα: δηλώνει το κοινό στίγμα των μεταπολεμικών λογοτεχνών που
βίωσαν τις εμπειρίες του πολέμου και την ήττα των ανθρώπινων αξιών στην κρίσιμη
ηλικία της νεότητας και αποκόμισαν την αίσθηση της ήττας.
Γενικά Χαρακτηριστικά
Γενικότερη στροφή της ποίησης σε θέματα κοινωνικοπολιτικού προβληματισμού
Διάκριση σε 3 επιμέρους τάσεις:
Ι. Πολιτική ποίηση
Ο όρος «πολιτικός ποιητής» δηλώνει τη μαχητική στράτευση του ποιητή στη
μαρξιστική ιδεολογία. Επίσης απαραίτητη προϋπόθεση για τη συζήτηση του έργου
του είναι τα ποιήματα να μην είναι απλώς προπαγανδιστικά αλλά να έχουν
λογοτεχνική αξία.
μια σειρά πατριωτικών ποιημάτων που εμπνεύστηκαν διάφοροι επώνυμοι ποιητές από
τον αγώνα ενάντια στους ξένους κατακτητές, με σκοπό να ενισχύσουν την πίστη στα
ιδανικά και τα οράματα της αριστερής παράταξης που συνέχιζε την πάλη για ένα
δικαιότερο κόσμο. (π.χ. Μάριος Μέσκος).
3. Επιμέρους τάσεις- τι χαρακτηρίζει την καθεμία – κυριότεροι εκπρόσωποι:
α) πολιτική ποίηση χαρακτηρίζεται από έντονο κοινωνικό προβληματισμό και το
ιδεολογικό και πολιτικό της περιεχόμενο. Η αμεσότητα αποτελεί κύριο
χαρακτηριστικό ης ποιητικής τους. Λειβαδίτης, Αλεξάνδρου, Αναγνωστάκης (έγραψε
υπαρξιακά & ερωτικά), Πατρίκιος, Γκόρπας, Λεοντάρης, Κατσαρός.
β) υπαρξιακή ποίηση κινείται ανάμεσα στον κοινωνικό προβληματισμό και την
υπαρξιακή εμπειρία, με κύριο χαρακτηριστικό την αγωνία για την τύχη του
μεταπολεμικού ανθρώπου. Σινόπουλος, Σαχτούρης, Παπαδίτσας, Καρούζος,
Δημουλά, Μέσκος.
γ) μετα-υπερρεαλιστική ποίηση, αφομοίωσε αρκετά στοιχεία από τον υπερρεαλισμό
και τα συνδύασε με τις μοντερνιστικές τάσεις της εποχής. Κακναβάτος, Βαλαωρίτης,
Γονατάς, Αραβαντινού.
184
Ποίηση της Αντίστασης:
μια σειρά πατριωτικών ποιημάτων που γράφτηκαν για να ανυψώσουν το ηθικό των
αγωνιστών ενάντια στους κατακτητές (Σικελιανός). Παρόμοια ποιήματα γράφτηκαν
και ύστερα από τη απελευθέρωση με σκοπό να ενισχύσουν την πίστη στα οράματα
της αριστερής ιδεολογίας. (Άρης Αλεξάνδρου: Ακόμη τούτη η Άνοιξη).
Συμπεριλαμβάνονται κι αυτά που δίνουν την καθημερινή αγωνία του ανθρώπου στην
κατοχή και στον εμφύλιο και την παθητική αντίσταση και ήττα του (Μάρκος
Μέσκος: Επαρχιακό γήπεδο).
185
Άρης Αλεξάνδρου
Πάνος Θασίτης
Δημήτρης Δούκαρης
Μανόλης Αναγνωστάκης
Τίτος Πατρίκιος
Βύρων Λεοντάρης
Θωμάς Γκόρπας
Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος
4. Θέματα που ασχολείται μεταπολεμική ποίηση: Συλλογικά βιώματα της εποχής
συνέβαλλαν στη δημιουργία μιας ομοειδούς κοινωνικής ψυχολογίας. Εμπειρίες
πολεμικού πολιτικού αγώνα, αντίστασης , φυλακής, εξορίας. Ενδιαφέρονται για τις
επιπτώσεις της ήττας και τα προβλήματα της προσαρμογής του ανθρώπου στα νέα
δεδομένα. Η πολιτική αμφισβήτηση, η νοσταλγία της χαμένης αγωνιστικότητας,
η απογοήτευση, η φθορά, η υπαρξιακή αγωνία μπροστά στη ζωή, τον θάνατο και τον
έρωτα επανέρχονται σε πολλά έργα. Το αίσθημα της ενοχής, του αδιεξόδου και
του παραλόγουεπικρατεί, ενώ έντονα προβάλλει η
ανθρώπινη μοναξιά και αλλοτρίωση.
Συμβολισμοί που επαναλαμβάνονται στη μεταπολεμική ποίηση: στέρηση,
εγκλεισμός, απομόνωση, σκοτάδι, δίψα, μνήμη, νεκροί, παραισθήσεις, χειραψία,
γράμμα, ερείπια, λάσπη, άνεμος, φωτιά, καρφί, μηχανές (ο άνεμος είναι το μοτίβο σε
συλλογές του Λειβαδίτη).
Ιδεολογία των μεταπολεμικών ποιητών: η ιδεολογική φόρτιση του ποιητικού λόγου
αποτελεί ένα ακόμη διακριτικό γνώρισμα, αγωνίζονται για το κοινό καλό, στάση
«κοινωνικού πόνου» η ποίησή του εκφράζει τη συλλογική συνείδηση ( συχνή χρήση
του πληθυντικού) και προσπαθεί να ξυπνήσει την εργατική τάξη, η διάψευση των
οραμάτων τη μετατρέπει τελικά σε υποκειμενική συνείδηση και ποίηση που εκφράζει
την προσωπική θέαση του κόσμου (συχνή χρήση α΄ ενικού).
Τεχνοτροπία – μορφολογία - επιδράσεις: Ποιητικές φόρμες που ακολουθεί η
μεταπολεμική ποίηση: ακολουθούν τα πρότυπα της σύγχρονης ποίησης, επιλέγουν
τον ελεύθερο στίχο χωρίς να αποκόβονται από την παράδοση, καθώς διατηρούν
επαφή με στοιχεία της (δεκαπεντασύλλαβο, λεξιλόγιο, ποιητική μυθολογία).
Σημαντική η επιρροή δημοτικού τραγουδιού ιδιαίτερα στην ποίηση της Αντίστασης
που στόχευε στην αναβίωση του ηρωικού πνεύματος του δημοτικού τραγουδιού. Στη
συνέχεια υιοθέτησαν μοντέρνους εκφραστικούς τρόπους.
Γλώσσα: λαϊκή, σε ύφος καθημερινής συνομιλίας με πρόθεση να
περάσουν μηνύματα στο λαό και να αναδείξουν καθημερινά γεγονότα. Τάση να
κάνουν γλωσσικούς πειραματισμούς με ανατροπές στη γραμματική και τη σύνταξη,
νέες λέξεις και φράσεις. Σπάνια χρησιμοποιούν την καθαρεύουσα με σκοπό να
ειρωνευτούν και να προβάλλουν την αντίθεση της άρχουσας και της λαϊκής τάξης.
186
ΙΙ. Από τον κοινωνικό προβληματισμό στην ποίηση της υπαρξιακής
εμπειρίας. Οι περισσότεροι από τους μεταπολεμικούς ποιητές ένιωσαν την ανάγκη
να εκφράσουν τη σύγχρονη υπαρξιακή αγωνία: άγχος, φόβος, αβεβαιότητα και
αίσθηση αδιεξόδου. Κεντρική θέση στο έργο τους έχουν οι τραυματικές εμπειρίες της
ιστορίας, η φυσική και η ηθική φθορά που συνεπάγεται το πέρασμα του χρόνου, η
κοινωνική λειτουργία της ποίησης.
άγχος, φόβος, αβεβαιότητα, αίσθηση του αδιεξόδου καθώς ην κεντρική θέση στην
ποίησή τους έχουν ο πόλεμος, το βίωμα του θανάτου και η διάψευση των οραμάτων,
η φθορά του χρόνου, κοινωνική λειτουργία της ποίησης.
187
Νίκος Καρούζος-- ξεχωριστά πρότυπα από μεταπολεμικούς ποιητές
ακολουθώντας μια «μοναχική πορεία», αντιστέκεται στην προσπάθεια
ομαδοποίησης. Ρομαντικός ποιητής του οποίου οι υπαρξιακές αναζητήσεις και τα
πεδία του προβληματισμού συνεχώς αλλάζουν. Γλώσσα ιδιόμορφη, άμεση συνδυάζει
λυρικά στοιχεία με τη συναισθηματική φόρτιση του προφορικού λόγου.Ρομαντικός
Επίλογος, ρομαντικές υπαρξιακές αναζητήσεις, γλωσσική εξωστρέφεια.
188
"Οδυρμός" (588)
"Νεκρόδειπνος" (592)
"Νυχτολόγιο" (600)
"Πέτρος" (608)
189
5. Έκτωρ Κακναβάτος (1920)
"Φωνή μου ράτσα υψικάμινου" (615)
190
"Όταν αποχαιρέτησα" (626)
"Μιλώ" (627)
"Ποιητική" (630)
"Γράμμα από την Αθήνα προς φίλον που έμεινε στην Καισαρεία 350 μ.Χ." (635)
"Αλληγορία" (636)
191
"Γας ομφαλός" (641)
192
Η μεταπολεμική πεζογραφία (1944-1974)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14
ΕΝΝΟΙΕΣ - ΚΛΕΙΔΙΑ:
Λογοτεχνική μαρτυρία
"Αντιλογοτεχνικότητα"
Στρατευμένος συγγραφέας
Μυθιστόρημα διαμόρφωσης/ αντι-διαμόρφωσης
Σπονδυλωτό μυθιστόρημα
Κύκλος διηγημάτων
Έκλαμψη αυτοσυνειδησίας
Πολλαπλή εστίαση
Πρόληψη/ Ανάληψη
Ουτοπία, ουτοπικός/ Δυστοπία, δυστοπικός
Εξπρεσιονισμός
Αντιμυθιστόρημα
Γλωσσική κατασκευή της πραγματικότητας
Εξουσιαστικοί λόγοι
Μυθιστόρημα τεκμηρίων
Γενικά Χαρακτηριστικά
Άμεση συνάρτηση με την ιστορική πραγματικότητα.
Αρκετοί νέοι συγγραφείς επιδιώκοντας να αυτονομηθούν από την επίδραση
της πεζογραφίας της γενιάς του ’30 και από τα παλαιά ηθογραφικά πρότυπα της
εποχής της γενιάς του 1880 οδηγήθηκαν στην πολιτικοποιημένη γραφή.
Υπάρχει ποικιλία τάσεων, θεματικών και αφηγηματικών τρόπων.
Εσωτερικές Διακρίσεις
Οι μεταπολεμικοί συγγραφείς διακρίνονται σε τρεις ομάδες με άξονα τα πεδία
αναφοράς και τον ιδεολογικό χαρακτήρα του αφηγηματικού τους έργου.
Η Κοινωνιολογική οπτική της μεταπολεμικής ιστορίας η οποία θέτει θέμα
κοινωνικής ευθύνης και πολιτικής ηθικής του συγγραφέα.
193
Οι ανθρώπινες σχέσεις και ο πολιτισμός.
Οι μοντερνιστικές πεζογραφικές αναζητήσεις (μείξη αφηγηματικών ειδών).
Ρένος Αποστολίδης
Νίκος Κάσδαγλης
194
Β. Οι ανθρώπινες σχέσεις και ο πολιτισμός.
Χριστόφορος Μηλιώνης
195
Μένης Κουμανταρέας, Τα μηχανάκια. Συλλογή διηγημάτων που θέτει ένα
μάλλον καινοφανές για την εποχή του κοινωνικό ζήτημα: τη σχέση ανθρώπου και
μηχανής.
196
"Και ιδού ίππος χλωρός" (684)
197
"Ο μπιντές" (736)
198