Professional Documents
Culture Documents
Φοιτητές Καθηγήτρια
Αργυριάδης Αθανάσιος
Πάντζιος Αργύρης
ΚΙΝΗΤΡΑ ΜΑΘΗΣΗΣ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ......................................................................................................2
ΕΙΣΑΓΩΓΗ...............................................................................................................3
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ..................................................................................................9
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.......................................................................................................9
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η μελέτη των παραγόντων που παρακινούν τους ανθρώπους και ειδικότερα
τους μαθητές στη μάθηση, δηλαδή των κινήτρων τους, είναι ο σκοπός της
εργασίας αυτής. Τα κίνητρα μάθησης είναι μια ειδική κατηγορία των γενικότερων
κινήτρων επίδοσης που αφορά τη σχολική επίδοση αλλά και γενικότερα τις αιτίες
που παρακινούν τον άνθρωπο να μάθει. Είναι πολύ σημαντικά κυρίως για τη
σχολική πραγματικότητα, καθώς κανείς δεν μαθαίνει τίποτα αν δεν έχει κάποιο
κίνητρο. Από αυτά εξαρτώνται παράγοντες της αποτελεσματικής σχολικής
μάθησης όπως το πως θα λειτουργήσει η θετική ή η αρνητική ενίσχυση, ο
προσανατολισμός και η επιμονή στο μαθησιακό στόχο, ο χρόνος που θα διαθέσει
κάθε μαθητής στη μελέτη ενός αντικειμένου. Για παράδειγμα ένας μαθητής με
μεγάλης έντασης κίνητρα για την επιτυχία στις πανελλαδικές εξετάσεις θα κάνει
μακρόχρονη και πολύωρη καθημερινή προσπάθεια. Θα προσανατολιστεί σε μια
κατεύθυνση, παράδειγμα θεωρητική ή τεχνολογική, με βάση τα κίνητρα που έχει
αναπτύξει, για παράδειγμα, ικανοποίηση της γονεϊκής επιθυμίας ή των
εσωτερικών τάσεων και επιθυμιών του.
Υπάρχουν πολλοί λόγοι που μας επιβάλουν την προτίμηση στη δεύτερη
κατηγορία κινήτρων έναντι της πρώτης. Οδηγούν στην αυτενέργεια, βοηθούν το
άτομο να αναπτύξει τρόπους σκέψης και συμπεριφοράς. Εδώ θα αναφέρουμε
τρεις τέτοιους λόγους που σχετίζονται με τη σχολική πραγματικότητα. α) Τα
εσωτερικά κίνητρα διαρκούν πολύ περισσότερο χρόνο καθώς δεν παύουν με την
λήψη ή όχι της επιθυμητής ενίσχυσης. β) Εξακολουθούν να ενεργούν και μετά τη
φοίτηση στο σχολείο γ) Η χαρά και η ικανοποίηση που λαμβάνει ο μαθητής
εμπεριέχει τη θετική ενίσχυση και τον κάνει να αντιλαμβάνεται την ενασχόλησή
του με το συγκεκριμένο θέμα ως επέκταση της προσωπικότητάς του.
Αρχικά, όσο δηλαδή το παιδί είναι ακόμη μικρό, οι ενισχύσεις και ο έλεγχος
είναι εξωτερικός. Το παιδί διαβάζει τα μαθήματά του για να μην έχει μπελάδες με
τους γονείς του. Στη συνέχεια ο έλεγχος γίνεται εσωπροβολικός, σχετίζεται
δηλαδή με την αυτοεικόνα του και την αυτοεκτίμησή του. Δεν θέλει να είναι αυτός
που δεν τα καταφέρνει, ο ανίκανος. Μεγαλώνοντας, οι πράξεις του καθορίζονται
από μια διαδικασία ταύτισης. Καθορίζει αξίες και σκοπούς με βάση την ταύτισή
του με τον “σημαντικό άλλο”, δάσκαλο, γονέα, κάποιο άλλο πρότυπο μίμησης.
Ώσπου τελικά γίνεται ενσωμάτωση και συντονισμός όλων των ταυτίσεων ώστε να
δημιουργήσει και να ιεραρχήσει τις δικές του αξίες που καθορίζουν τη
συμπεριφορά και τα εσωτερικά του κίνητρα. Παράγοντες που επηρεάζουν τη
μετάθεση αυτή είναι η ηλικία, το κοινωνικό υπόβαθρο, η νοημοσύνη, οι παρέες.
Το σχολείο θα πρέπει να πετύχει κατά το δυνατόν την επίσπευση της εξέλιξης
αυτής.
Είναι φανερό ότι το σχολείο επηρεάζει μόνο τους παράγοντες εκείνους που
σχετίζονται άμεσα με τη διδασκαλία. Παράγοντες που αφορούν τον ίδιο τον
μαθητή όπως τα κίνητρα για υψηλές επιδόσεις που συνδιαμορφώνει η οικογένεια
και το σχολείο, η πιθανότητα να επιτύχει ο μαθητής το στόχο ανάλογα με τη
δυσκολία του αντικειμένου σε σχέση βέβαια με τις δυνατότητές του, αλλά και το
ενδιαφέρον που παρουσιάζει για τον κάθε μαθητή το συγκεκριμένο θέμα
πολλαπλασιάζονται μεταξύ τους. Αυτό σημαίνει πως αρκεί ένας από τους
παράγοντες αυτούς να είναι μηδέν για να μηδενιστεί η συνιστώσα που αφορά τον
μαθητή. Ακόμη και έτσι όμως, ο εκπαιδευτικός μπορεί να δημιουργήσει κίνητρα
μάθησης με τους παράγοντες πάνω στους οποίους μπορεί να επιδράσει. Έτσι
το ερώτημα το οποίο θα πρέπει να απαντηθεί είναι το πώς θα καταφέρει ο
εκπαιδευτικός να παρακινήσει διαφορετικούς μαθητές, με εντελώς διαφορετικό
Αν κάποιος μαθητής δεν είναι αρκετά ώριμος ώστε να μπει στη σχολική
διαδικασία περιμένει ένα χρόνο, συνήθως και επανεξετάζεται. Ο βαθμός
ωριμότητας προκύπτει μετά από συγκεκριμένα τεστ. Είναι μια τεχνική που αφορά
κυρίως προσχολικές και νηπιακές ηλικίες.
Σαν περιέργεια αναφέρεται η έμφυτη εκείνη τάση για εξερεύνηση για εύρεση
νέων λύσεων σε προβλήματα, η δίψα για μάθηση. Σημαντικό στοιχείο είναι ότι
δεν ενεργοποιείται για εντελώς άγνωστα θέματα, ώστε κάποιο εξωτερικό κίνητρο
να μπορεί να λειτουργήσει καλύτερα στην περίπτωση αυτή. Η περιέργεια δεν
δημιουργεί αγχώδη διέγερση ούτε αποχαυνωτική απάθεια. Επεκτείνει τη μάθηση
και την προσωπικότητα του μαθητή.
Β) Άγχος
Ο ρόλος της είναι πολύ σπουδαίος στη δημιουργία κινήτρων μάθησης διότι
διαφορετικά μειώνεται το ενδιαφέρον του μαθητή για το αντικείμενο. Η διακοπή
της, αν και είναι εξωτερικό κίνητρο, μειώνει και τα εσωτερικά κίνητρα του μαθητή.
Η θετική ενίσχυση είναι βέβαια η καλύτερη αλλά ακόμη και η αρνητική είναι
προτιμότερη από την αδιαφορία.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Η δημιουργία και η μετατροπή – μετάβαση των κινήτρων που αφορούν τη
μάθηση είναι ένα δύσκολο έργο που εμπλέκει όλους τους παράγοντες που
αλληλεπιδρούν στη μαθησιακή διαδικασία. Από το υπόβαθρο, το γενικότερο
περιβάλλον και τις ιδιαιτερότητες του μαθητή μέχρι το ευρύτερο σχολικό
περιβάλλον, την επιλογή των τάξεων και την ικανότητα του εκπαιδευτικού. Τα
κίνητρα εξωτερικά και εσωτερικά αλληλεπιδρούν και αλληλοσυμπληρώνονται. Ο
ρόλος του εκπαιδευτικού στη δημιουργία κινήτρων αλλά και στη διατήρησή τους
είναι κρίσιμος και καθιστά τον δάσκαλο ως αναντικατάστατο παράγοντα στη
μαθησιακή διαδικασία.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αχιλλέα Γ. Καψάλη, (1998), “ Παιδαγωγική ψυχολογία ”