You are on page 1of 11

ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΑΓΩΓΗΣ

ΤΜΗΜΑ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

ΕΞ ΑΠΟΣΤΑΣΕΩΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΤΗΝ ΕΙΔΙΚΗ


ΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Τίτλος εργασίας: Να σχολιάσεις με επιχειρήματα και τεκμηρίωση το παρακάτω


κείμενο:

«Η ιδιοσυστασία αυτή καθεαυτή του παιδιού με εγκεφαλική παράλυση-κινητικά


προβλήματα και το κοινωνικό περιβάλλον δηλαδή η κυρίαρχη κουλτούρα της
κοινωνίας στην οποία αυτό ανήκει προσδιορίζουν σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο με τον
οποίο το ίδιο αντιλαμβάνεται τον εαυτό του σε συνάρτηση με την «αναπηρία» τους και
επενεργεί (συμπεριφέρεται) στο καθημερινό συγκείμενο».

Αθανασάκη Ελισάβετ

Α.Φ.Τ.: U174N2823

Διδάσκουσα: Δρ. Φούσκα Στεφανία

EDUG 521: Ειδική εκπαίδευση: Έρευνες και Σύγχρονες Τάσεις

Χειμερινό Εξάμηνο 2017


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ …………………………………………………………….. 1

ΕΝΟΤΗΤΑ Α

Εγκεφαλική Παράλυση-Κινητικά Προβλήματα………………………….. 3

ΕΝΟΤΗΤΑ Β

Κοινωνική ένταξη των ατόμων με Εγκεφαλική Παράλυση-Κινητικά


Προβλήματα …………………………………………………………… 5

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ …………………………………………………… 8

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ………………………………………………………. 9
ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Η ειδική εκπαίδευση είναι ένας νέος όρος, ο οποίος συνεχώς αναπτύσσεται στις
ανθρωπιστικές επιστήμες. Στις μορφές των εκπαιδευτικών αναγκών περιλαμβάνονται
περιπτώσεις που παρουσιάζουν μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ τους, με τον τρόπο αυτό
υπάρχουν ανομοιογενείς περιπτώσεις όπου τα παιδιά παρουσιάζουν διάφορα
ελλείμματα. Μερικές από τις ελλείψεις αυτές είναι η νοητική υστέρηση, οι
αισθητηριακές ανεπάρκειες, φυσικές ανεπάρκειες, εγκεφαλική παράλυση-κινητικά
προβλήματα κ.α. (Στασινός, 2016). Η ειδική αγωγή αποτελεί μια διαδικασία για την
προσαρμογή ή την τροποποίηση της διδασκαλίας, ενώ στόχος του εκάστοτε
εκπαιδευτικού είναι να έχει την ικανότητα να ανταποκριθεί στις ειδικές εκπαιδευτικές
ανάγκες του κάθε παιδιού. (Στασινός, 2016).

Σύμφωνα με τον Στασινό (2016), υπάρχουν και κάποιοι σημαντικοί σταθμοί όσον
αφορά την ανάπτυξη που παρουσιάζει η Ειδική Αγωγή. Οι σταθμοί αυτοί έχουν ως
εξής:

 Ιδρυματισμός και ασυλοποίηση


 Καθιέρωση της αρχής της υποχρεωτικής φοίτησης
 Εκπαιδευσιμότητα ατόμων με σοβαρές ανεπάρκειες
 Αποϊδρυματισμός και ομαλοποίηση
 Ενσωμάτωση-Ένταξη
 Συμπεριληπτική ή Ολική εκπαίδευση

Κατά τους προηγούμενους αιώνες δέσποζαν αντιλήψεις που έθεταν τα άτομα με


σοβαρές παθήσεις στην τοποθέτησή τους σε κάποιο ίδρυμα ή σε κάποιο άσυλο. Η
ενέργεια αυτή, οδηγούσε τα άτομα αυτά στην περιθωριοποίηση και στον κοινωνικό
αποκλεισμό. Ο καθορισμός για την υποχρεωτική φοίτηση και την εκπαίδευση των
ατόμων με σοβαρές ανεπάρκειες σε συνδυασμό με τις αποκαλύψεις για τις
απαράδεκτες συνθήκες διαβίωσης των τροφίμων σε διάφορα ιδρύματα, ώθησε στην
διαδικασία της αποϊδρυματοποίησης. Η κοινωνικοποίηση των ατόμων με ανεπάρκειες
στο κοινωνικό περιβάλλον που ζουν, κατά τον μέγιστο δυνατό βαθμό, εντάσσεται
στην διαδικασία της ομαλοποίησης. Στη συνέχεια εμφανίστηκε η στρατηγική της

1
ενσωμάτωσης-ένταξης των παιδιών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες σε γενικές,
ειδικές ή παράλληλες τάξεις του συνηθισμένου σχολείου. Στόχος της στρατηγικής
αυτής είναι να ενταχθούν κοινωνικά στο μέγιστο βαθμό τα παιδιά αυτά. Στις αρχές
της δεκαετίας του 1990 εμφανίστηκε η στρατηγική της συμπεριληπτικής ή ολικής
εκπαίδευσης. Η στρατηγική αυτή προωθεί την ενεργή συμμετοχή των παιδιών στα
δρώμενα του σχολείου, έτσι ώστε να υπάρξουν προϋποθέσεις για την κοινωνική
ένταξη των παιδιών. Η διαδικασία αυτή απαιτεί μεταρρυθμίσεις στο αναλυτικό
πρόγραμμα, ώστε να καλύπτονται όλα τα παιδιά της τάξης.

Συμπερασματικά, γίνεται αντιληπτό ότι η προσπάθεια προσέγγισης των παιδιών με


ειδικές εκπαιδευτικές, όποιες κι αν είναι αυτές, μέσα από το πρίσμα της
συμπεριληπτικής ή ολικής εκπαίδευσης αποτελεί επιτακτική ανάγκη. Προϋπόθεση
αποτελεί να γίνεται κάθε φορά χρήση των κατάλληλων προγραμμάτων και τεχνικών,
για να υπάρχει η μεγαλύτερη δυνατή βοήθεια στο άτομο ανάλογα με την περίπτωση
του και τον βαθμό σοβαρότητας. Η υποστήριξη του παιδιού από την οικογένεια του
και το ευρύτερο κοινωνικό του περιβάλλον αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση, ώστε το
παιδί να έχει τα μεγαλύτερα δυνατά αποτελέσματα στην ανάπτυξη των δεξιοτήτων
που υπολείπεται και στην συμπεριφορά του. Οι τυπικές μορφές παρέμβασης στην
Ειδική Εκπαίδευση είναι η πρόληψη, η θεραπεία και η αντιστάθμιση. (Στασινός,
2016).

2
ΕΝΟΤΗΤΑ Α

Εγκεφαλική Παράλυση-Κινητικά Προβλήματα

Η εγκεφαλική παράλυση και τα κινητικά προβλήματα ανήκουν στην ομάδα της


φυσικής ανεπάρκειας και των προβλημάτων υγείας. Οι περιπτώσεις των παιδιών που
εντάσσονται στην ομάδα αυτή δεν μπορούν να περιγραφούν, όταν γίνεται αναφορά
σε ορισμένα μόνο συμπεριφορικά χαρακτηριστικά. Αυτό συμβαίνει γιατί στην ομάδα
αυτή υπάρχουν μεγάλες διαφορές στην φύση τους. Η εγκεφαλική παράλυση και τα
κινητικά προβλήματα μπορεί να είναι εγγενείς, δηλαδή παρούσες κατά τη γέννηση
του εκάστοτε παιδιού ή επίκτητες, δηλαδή να εμφανίζονται σε κάποιο μετέπειτα
στάδιο της ζωής του παιδιού. Η εγκεφαλική παράλυση εμφανίζεται περίπου σε
ποσοστό της τάξεως του 0,15% όσον αφορά τον παιδικό πληθυσμό, ενώ τα
περισσότερα παιδιά που πάσχουν από εγκεφαλική παράλυση-κινητικά προβλήματα
είναι στην πλειοψηφία τους αγόρια.

Οι φυσικές ανεπάρκειες και τα προβλήματα υγείας διαιρούνται σε δύο τύπους α) στις


ορθοπαιδικές-νευρολογικές ανεπάρκειες και β) στην εγκεφαλική
παράλυση.(Στασινός,2016) Ο πρώτος τύπος, δηλαδή η ορθοπαιδική, ασχολείται
κυρίως με τις αρθρώσεις, το σκελετικό σύστημα-οστά, τα άκρα και τους
σχετιζόμενους μύες. (Στασινός, 2016). Η νευρολογική ανεπάρκεια σχετίζεται με το
νευρικό σύστημα του ατόμου και την ικανότητά του στην κίνηση και τον έλεγχο
κάποιων μερών του σώματος του. Η ορθοπαιδική και νευρολογική ανεπάρκεια δεν
συμπίπτουν μεταξύ τους, καθώς αποτελούν διαφορετικούς τύπους δυσκολιών. Και οι
δύο μορφές ανεπάρκειας δημιουργούν δυσκολίες και προβλήματα στη μετακίνηση
των ατόμων. Οι δυο ανεπάρκειες συνήθως περιγράφονται αναφορικά με το κομμάτι
του σώματος που επηρεάζουν. (Στασινός,2016)

Ο δεύτερος τύπος, δηλαδή η εγκεφαλική παράλυση, αποτελεί μια πολύπλοκη


κατάσταση. Όπως αναφέρεται στον Στασινό (2016), ο ορισμός του Cruickshank,
«Ένα σύνδρομο που συνδέεται με εγκεφαλική βλάβη και περιλαμβάνει κινητική
δυσλειτουργία, ψυχολογική δυσλειτουργία, σπασμούς ή διαταραχές συμπεριφοράς
οφειλόμενες σε οργανική βλάβη». Επομένως, υπάρχουν κάποια κριτήρια που

3
εξετάζονται, ώστε να υπάρχει κάποια βοήθεια στην μελέτη της, όπως ο χρόνος που
παρουσιάστηκε, ο βαθμός σοβαρότητας, τα μέλη του σώματος που έχει επηρεάσει,
αλλά και οι τύποι της κινητικής δυσκολίας που παρουσιάζει το άτομο. Οι πιο γνωστοί
και κοινοί τύποι της εγκεφαλικής παράλυσης είναι η τετραπληγία, η παραπληγία, η
ημιπληγία και τέλος η διπληγία, ενώ οι λιγότερο γνωστοί και κοινοί τύποι της
εγκεφαλικής παράλυσης είναι η μονοπληγία, η τριπληγία και η διπλή ημιπληγία.

4
ΕΝΟΤΗΤΑ Β

Κοινωνική ένταξη των ατόμων με Εγκεφαλική Παράλυση-Κινητικά


Προβλήματα

Ο Rosenberg (1965) αναφέρει πως «Η αυτοεκτίμηση είναι μια θετική ή αρνητική


στάση απέναντι σ’ ένα ιδιαίτερο αντικείμενο, δηλαδή τον εαυτό. Η υψηλή
αυτοεκτίμηση εκφράζει το αίσθημα ότι κάποιος «είναι αρκετά καλός». Το άτομο
απλά αισθάνεται ότι αξίζει. Σέβεται τον εαυτό του για αυτό που είναι αλλά δεν
κατέχεται από δέος θεωρώντας τον, αλλά ούτε και περιμένει οι άλλοι να κάνουν το
ίδιο. Δεν θεωρεί τον εαυτό του απαραίτητα ανώτερο από τους άλλους.». Η
αυτοεκτίμηση καθορίστηκε από τον Rosenberg ως μια έκφραση της αξίας κι όχι τόσο
της ικανότητας και υποστήριξε ότι η αυτοεκτίμηση και η συμπεριφορά ή εμπειρία
έχουν μια αναπτυσσόμενη σχέση μεταξύ τους. Ο τρόπος με τον οποίο ένα άτομο με
εγκεφαλική παράλυση-κινητικά προβλήματα βιώνει την κατάσταση στην οποία
βρίσκεται έχει να κάνει από τον βαθμό σοβαρότητας που παρουσιάζει, αλλά και από
το πώς πιστεύει ότι τον βλέπουν οι σημαντικοί άλλοι (άμεσο και έμμεσο περιβάλλον).
Όπως αναφέρει και ο Kunert,ένα άλλο στοιχείο που παίζει σημαντικό ρόλο στην
διαμόρφωση της προσωπικότητας είναι ο χρόνος εμφάνισης της εγκεφαλικής
παράλυσης. Αν η εγκεφαλική παράλυση είναι επίκτητη, το άτομο την αντιλαμβάνεται
ως αιτία για όλες τις στερήσεις και τα πράγματα που δεν μπορεί πλέον να κάνει και
χρησιμοποιείται ως δικαιολογία για την αποτυχία τους και των κοινωνικών
προκαταλήψεων που αντιμετωπίζουν. (Ζώνιου-Σιδέρη, 1996).

Ο πρώτος θεσμός κοινωνικοποίησης στον οποίο εντάσσονται τα παιδιά, ανεξαρτήτως


προβλημάτων και δυσκολιών είναι η οικογένεια. Ο πρώτος αυτός θεσμός αποτελεί
και τον πλέον σημαντικό για τα παιδιά. Όταν σε μια οικογένεια γεννηθεί ένα παιδί με
εγκεφαλική παράλυση-κινητικά προβλήματα, όλη η προσοχή των γονιών στρέφεται
στην φροντίδα του. Τα υγιή αδέρφια, που ενδέχεται να υπάρχουν στην οικογένεια,
παίζουν σημαντικό ρόλο στην κοινωνικοποίηση των παιδιών με την οικεία
διαταραχή. Η σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στα αδέρφια είναι πολύ σημαντική
και αποτελεί παράγοντα ώθησης του ασθενούς στα διάφορα προγράμματα θεραπείας.
Συνήθως η έμφαση και η προσοχή δίνεται στα παιδιά με εγκεφαλική παράλυση κι
έτσι τα υγιή αδέρφια, που είναι και οι υποψήφιοι ανάληψης της ευθύνης της
φροντίδας και προστασίας των αδερφών τους, όταν οι γονείς τους αποβιώσουν,

5
μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα και ενδέχεται να αναπτύξουν προβλήματα απομόνωσης,
χαμηλού αυτοσεβασμού, επιθετικής συμπεριφοράς, απόσυρση από την κοινωνία και
ευπάθεια σε προβλήματα ψυχιατρικής φύσης (Κουρκούτας, Η. & Caldin, R. 2012).
Στην ουσία όμως η σχέση μεταξύ των αδερφών αυτών, όπου το ένα παρουσιάζει
εγκεφαλική παράλυση ενώ το άλλο όχι, δεν είναι δεδομένη και δεν πρέπει να
θεωρείται. Οι σχέσεις είναι αμφίδρομες και οι ρόλοι που υπάρχουν μπορούν να
αντιστραφούν, επομένως η στήριξη στον συναισθηματικό τομέα θα μπορούσε να
έρθει και από τις δύο αυτές πλευρές. Επιπρόσθετα σημαντικό ρόλο στην
κοινωνικοποίηση ενός παιδιού με εγκεφαλική παράλυση-κινητικά προβλήματα
παίζουν και οι συγγενείς. Η σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στους συγγενείς θα
μπορούσε να αποτελέσει πηγή για την ενίσχυση της ανάπτυξης και της ωριμότητας
του παιδιού, όταν αυτό δε θεωρείται ως ένα άτομο που έχει συνεχώς ανάγκη από την
βοήθεια και την φροντίδα κάποιου άλλου.

Το σχολείο αποτελεί επόμενο θεσμό κοινωνικοποίησης των παιδιών, συμπληρώνει


την οικογένεια και αν οι συνθήκες που επικρατούν στο οικογενειακό περιβάλλον
είναι αρνητικές φτάνεις το σημείο να την υποκαθιστά (Μάνος, Κ. 1989). Η ένταξη
των παιδιών σε ένα συνηθισμένο τυπικό σχολείο κρίνεται αναγκαία με βάση την
συμπεριληπτική ή ολική εκπαίδευση. Η παρουσία ενός παιδιού με την οικεία
διαταραχή σε ένα συνηθισμένο τυπικό σχολείο καθορίζεται από την σοβαρότητα της
κατάστασης του ίδιου του παιδιού, αλλά και από τις δομές που έχει το σχολείο για να
μπορέσει να καλύψει τις ανάγκες του.

Η ψυχολογική ταυτότητα των παιδιών είτε αυτά αντιμετωπίζουν κάποια εγκεφαλική


παράλυση-κινητικά προβλήματα είτε παρουσιάζουν τυπική ανάπτυξη, εμφανίζει
διαφοροποιήσεις σε γενική εικόνα. Ο τρόπος με τον οποίο συμπεριφέρονται τα άτομα
που απαρτίζουν τον κοινωνικό κύκλο του παιδιού, ο οποίος περιλαμβάνει τόσο την
οικογένεια όσο και το σχολείο του, προσδιορίζει μέχρι έναν βαθμό τον τρόπο με τον
οποίο τα παιδιά αυτά αντιλαμβάνονται και δέχονται τον εαυτό τους. Τα παιδιά με
ειδικές ανάγκες αντιμετωπίζουν προβλήματα αυτοαντίληψης και αυτοεικόνας (Pijl &
Frostand, 2009, peer acceptance and self-concept of students with disabilities in
regular education). Οι μαθητές με κινητικά προβλήματα που δεν βιώνουν αίσθημα
αποδοχής από τους συμμαθητές τους, εμφανίζουν κίνδυνο για χαμηλή αυτοαντίληψη
και αισθήματα απομόνωσης. Όπως άλλωστε αναφέρει και ο Στασινός «Η
συμπεριφορά των ατόμων του στενού περιβάλλοντος απέναντί τους προσδιορίζει

6
άλλωστε ως έναν βαθμό και τον τρόπο με τον οποίο τα άτομα αυτά αντιλαμβάνονται
τον εαυτό τους σε συνάρτηση με την «αναπηρία» τους και συμπεριφέρονται
αντίστοιχα.» (Στασινός, Δ. 2016, Η Ειδική Εκπαίδευση 2020 plus. σσ.240). Μέσα
από αυτό διαφαίνεται ο σημαντικός ρόλος που έχουν οι σημαντικοί άλλοι στην ζωή
του ατόμου με φυσικές ανεπάρκειες και προβλήματα υγείας, όπως και στην ζωή ενός
ατόμου με τυπική ανάπτυξη. Μέσα από τα μάτια του κοινωνικού του περιβάλλοντος
διαμορφώνει την εικόνα για την δική του παρουσία στην κοινωνία και
αυτοπροσδιορίζεται είτε θετικά είτε αρνητικά ως προς αυτήν. Ο βαθμός, λοιπόν της
δυνατότητας για την προσαρμογή τους στην κοινωνία και την αλληλεπίδραση που θα
έχουν μαζί της αντικατοπτρίζεται στον τρόπο συμπεριφοράς των ανθρώπων που
απαρτίζουν τον κύκλο τους. Επομένως βασικές προϋποθέσεις αποτελούν οι
δυνατότητες που έχουν για την ψυχολογική τους προσαρμογή, την εκπαίδευση και
την εργασία. Οι δυνατότητες αυτές επιτρέπουν στο άτομο να βιώσει κοινωνική
αποδοχή και να έχει υγεία και ευημερία. (Στασινός, Δ. 2016, Η Ειδική Εκπαίδευση
2020 plus).

7
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Η συμπεριληπτική ή ολική εκπαίδευση, η οποία εμφανίστηκε στις αρχές του 1990,


προωθεί την ποιότητα τόσο στην εκπαίδευση, όσο στη ζωή των μαθητών συνολικά
και στοχεύει στα μαθησιακά αποτελέσματα. (UNESCO, 1996). Η συγκεκριμένη
στρατηγική προωθεί την συμμετοχή όλων των μαθητών στα γεγονότα που λαμβάνουν
χώρα στα πλαίσια του σχολείου, δημιουργώντας με τον τρόπο αυτό προϋποθέσεις για
την κοινωνική ένταξη των μαθητών και την κοινωνική τους ανάπτυξη. Η παρουσία
μαθητών με ειδικές μαθησιακές ανάγκες και ανεπάρκειες, όταν ο βαθμός
σοβαρότητας το επιτρέπει, κρίνεται απαραίτητη στα συνηθισμένα τυπικά σχολεία με
βάση τις αρχές της συμπεριληπτικής ή ολικής εκπαίδευσης.

Τα παιδιά με εγκεφαλική παράλυση-κινητικά προβλήματα παρουσιάζουν


συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, τόσο σωματικά όσο και ψυχολογικά, η
προσωπικότητά όμως ενός παιδιού με την οικεία διαταραχή διαμορφώνεται και από
τον βαθμό της κοινωνικής του ένταξης. Μέσα από την αποδοχή ή απόρριψη που
βιώνει από τον στενό κοινωνικό του κύκλο, οικογένεια και σχολείο, αποδέχεται η
απορρίπτει το ίδιο τον εαυτό του. Οι σημαντικοί άλλοι παίζουν ένα σπουδαίο ρόλο
στην κοινωνική ανάπτυξη των παιδιών αυτών και τον τρόπο, με τον οποίο θα
αυτοπροσδιοριστεί, θετικά ή αρνητικά, ως προς την κοινωνία όπου ζει.

Τέλος, πρέπει να επισημανθεί η ανάγκη για πολύπλευρη προσέγγιση και στήριξη των
ατόμων αυτών, ώστε να αποκτήσουν τις απαραίτητες δεξιότητες και να αποκτηθεί η
απαραίτητη προσαρμοστική συμπεριφορά για την ένταξή τους στο κοινωνικό σύνολο
και τα καλύτερα μαθησιακά αποτελέσματα.

8
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 Ζώνιου-Σιδέρη, Α. (1996). Οι ανάπηροι και η εκπαίδευσή τους: Μια


ψυχοπαιδαγωγική προσέγγιση της ένταξης. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
 Κουρκούτας, Η. Ε. & Caldin, R.(2012). Οικογένειες παιδιών με ιδιαίτερες
δυσκολίες και σχολική ένταξη. Αθήνα: Πεδίο.
 Μάνος, Κ. Γ. (1989). Γενική Διδακτική Με στοιχεία γενικής παιδαγωγικής.
Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη
 Στασινός, Δ. (2016). Η Ειδική Εκπαίδευση 2020 plus. Αθήνα: Εκδόσεις
Παπαζήση.
 Pijl, S. J & Frostand, P. (2010). Peer acceptance and self-concept of students
with disabilities in regular education. European Journal of Special Needs
Education. Vol.25, No.1, 93-105.
 Rosenberg, M. (1965). Society and the adolescent self-image. Princeton, NJ:
Princeton University Press.

You might also like