Professional Documents
Culture Documents
2η
3η
Ο γραμματισμός είναι η μετάφραση του αγγλικού όρου «literacy» και έχει αποδοθεί
στην ελληνική γλώσσα ως εγγραμματοσύνη. Ο γραμματισμός δεν αφορά απλά στην
ανάγνωση και τη γραφή αλλά στην ικανότητα του ατόμου να ενεργεί
αποτελεσματικά σε διάφορες καταστάσεις χρησιμοποιώντας κείμενα γραπτού και
προφορικού λόγου αλλά και μη γλωσσικά κείμενα. Ανάλογα την κοινωνία και τις
απαιτήσεις που υπάρχουν σε αυτή διαφέρουν και οι δεξιότητες και ικανότητες που
κρίνονται αναγκαίες για να θεωρηθεί ένα άτομο εγγράμματο.
Η ανάπτυξη του γραμματισμού ξεκινά από τα πρώτα χρόνια ζωής του ατόμου μέσω
της αλληλεπίδρασης του με το κοινωνικό και οικογενειακό του περιβάλλον. Πιο
συγκεκριμένα, το άτομο ξεκινά να μαθαίνει την γλώσσα , να επικοινωνεί με τους
γύρω του και να γνωρίζει μέσα από την αλληλεπίδραση του με διαφορετικά άτομα
διαφορετικά είδη λόγου και διαφορετικούς τύπους κειμένου. Για να μπορέσει όμως το
άτομο να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις της κοινωνίας και της αγοράς εργασίας πρέπει
να ακολουθήσει μια συστηματική εκπαίδευση η οποία ξεκινά από το σχολείο. Στόχος
του σχολείου είναι να βοηθήσει στην ανάπτυξη του σχολικού και κοινωνικού
γραμματισμού !
Ο σχολικός γραμματισμός εκτός από τη διδασκαλία ανάγνωσης και γραφής
περιλαμβάνει και την ανάπτυξη γνωσιακών, επικοινωνιακών και διανοητικών
δεξιοτήτων. Πολλές μελέτες έχουν δείξει ότι η σχολική επιτυχία ή αποτυχία ενός
παιδιού συνδέεται άμεσα με το κοινωνικό του περιβάλλον. Δηλαδή, παιδιά τα οποία
ανήκουν σε χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα δεν έχουν αναπτύξει επαρκώς τις
γνωστικές και επικοινωνιακές τους δεξιότητες με αποτέλεσμα να μην είναι μπορούν
να χρησιμοποιήσουν τον «επεξεργασμένο» κώδικα επικοινωνίας ο οποίος κυριαρχεί
στο σχολικό γραμματισμό. Σε πολλές περιπτώσεις η σχολική εκπαίδευση δεν βοηθά
τα παιδιά αυτά να αναπτύξουν τις γνωστικές και κοινωνικές δεξιότητες τους με
αποτέλεσμα να μεγαλώνει η διαφορά μεταξύ των παιδιών που προέρχονται από μη
προνομιούχες οικογένειες και από προνομιούχες.
Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί ότι ο σχολικός γραμματισμός έχει έμμεση σχέση
με τις εκάστοτε κοινωνικές ανάγκες και συνεχώς μεταβάλλεται. Συγκεκριμένα, η
εισαγωγή των νέων τεχνολογιών στην καθημερινότητα μας και η συνεχώς
αυξανόμενη χρήση τους απαιτεί την ανάπτυξη εξειδικευμένων δεξιοτήτων
γραμματισμού στις νέες τεχνολογίες. Έχει επισημανθεί όμως ότι η χρήση της νέας
τεχνολογίας παρατηρείται κυρίως σε σχολεία που ανήκουν σε πιο εύπορες περιοχές
με αποτέλεσμα να υπάρχει μειωμένη ανάπτυξη δεξιοτήτων σχολικού γραμματισμού
στα υπόλοιπα σχολεία με αποτέλεσμα να τονίζουν την κρίση του.
4η
Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί ότι η δυσλεξία αποτελεί ένα καθολικό
φαινόμενο από άποψη ομιλούμενων γλωσσών του κόσμου. Σύμφωνα με τον
Βρετανό παιδοψυχίατρο Rutter (1978) είναι εντελώς απίθανο να βρεθεί κάποια
χώρα στον κόσμο στην οποία να μην υπάρχουν παρόμοιες περιπτώσεις
παιδιών. Η μόνη διαφορά που μπορεί να παρατηρηθεί είναι στο επίπεδο
συχνότητας και στα είδη των λαθών στη χρήση γραπτού λόγου που
απαντώνται από γλώσσα σε γλώσσα. Αυτό όμως είναι συνάρτηση του βαθμού
διαφάνειας ή καθαρότητας την οποία παρουσιάζει η καθεμιά στην ομιλούμενη
και γραπτή μορφή έκφανσής της.
Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί ότι η δυσλεξία αποτελεί ένα καθολικό
φαινόμενο από άποψη ομιλούμενων γλωσσών του κόσμου. Σύμφωνα με τον
Βρετανό παιδοψυχίατρο Rutter (1978) είναι εντελώς απίθανο να βρεθεί κάποια
χώρα στον κόσμο στην οποία να μην υπάρχουν παρόμοιες περιπτώσεις
παιδιών. Η μόνη διαφορά που μπορεί να παρατηρηθεί είναι στο επίπεδο
συχνότητας και στα είδη των λαθών στη χρήση γραπτού λόγου που
απαντώνται από γλώσσα σε γλώσσα. Αυτό όμως είναι συνάρτηση του βαθμού
διαφάνειας ή καθαρότητας την οποία παρουσιάζει η καθεμιά στην ομιλούμενη
και γραπτή μορφή έκφανσής της.
5η και 6η
7η
O ρόλος του εκπαιδευτικού για την αντιμετώπιση της δυσλεξίας είναι καθοριστικός.
Πιο συγκεκριμένα, ο σύγχρονος εκπαιδευτικός που έχει την απαιτούμενη κατάρτιση,
τα περιθώρια πρωτοβουλίας, την έγκαιρη και επαρκή ενημέρωση για το αναπτυξιακό
και το «δυνάμει» μαθησιακό προφίλ του παιδιού μπορεί να σχεδιάσει το διδακτικό
πρόγραμμα της τάξης με βάση τις ανάγκες και τις ικανότητες όλων των μαθητών της
τάξης. Άλλωστε ο εκπαιδευτικός είναι ο πρώτος αποδέκτης των δυσκολιών του
παιδιού στο γραπτό λόγο αλλά και ως τελικός πυλώνας κατάρτισης και εφαρμογής
ενός προγράμματος για την ολοσχερή υπέρβασή τους στο σχολείο. Η εφαρμογή μιας
έγκαιρης αποτελεσματικής στρατηγικής μπορεί να αποτρέψει ψυχικές καταστάσεις
ματαίωσης και απόρριψης που συνήθως βιώνει το παιδί με δυσλεξία λόγω των
αποτυχιών του στο σχολείο που συνδέονται άμεσα με τις χαμηλές επιδόσεις του στη
γλώσσα. Επιπρόσθετα, ο έγκαιρα ενημερωμένος εκπαιδευτικός σχετικά με
«δυνητικές» περιπτώσεις παιδιών με δυσλεξία είναι σε θέση να δημιουργεί τις
κατάλληλες προϋποθέσεις στη σχολική τάξη και γενικά στο σχολικό περιβάλλον με
σκοπό να κατοχυρωθεί ένα φιλικό κλίμα προς τη δυσλεξία. Η κατοχύρωση ενός
φιλικού κλίματος αποτελεί βασικό όρο για την ενεργητική συμμετοχή και μαθησιακές
επιδόσεις των παιδιών με δυσλεξία στην καθημερινή σχολική κουλτούρα.
8η
Η δυνατότητα για πρώιμη πρόβλεψη της δυσλεξίας υπάρχει στα πρώιμα προσχολικά
χρόνια του παιδιού. Πιο συγκεκριμένα, με την ύπαρξη ενδείξεων της δυσλεξίας
πρέπει να ενταχθεί το παιδί στην ομάδα υψηλού κινδύνου. Η ένταξη του παιδιού στην
ομάδα αυτή σηματοδοτεί τις υψηλές πιθανότητες να εκδηλώσει ειδικές μαθησιακές
δυσκολίες σε σύγκριση με άλλα παιδιά που στην προσχολική τους ηλικία δεν
εμφανίζουν παρόμοιες συμπεριφορές (Στασινός,2020).
Η σημασία της πρώιμης διάγνωσης παρουσιάζεται μέσα από δύο λόγους. Πρώτον,
με την πρώιμη διάγνωση μπορεί να δοθεί έγκαιρα η κατάλληλη βοήθεια στο παιδί
που έχει μία ηλικία στην οποία η μάθηση επιτυγχάνεται με εύκολο τρόπο
αποτρέποντας «κακές» αναγνωστικές συνήθειες. Δεύτερον, με την πρώιμη διάγνωση
και παρέμβαση θα αποφευχθεί η συσσώρευση συναισθημάτων ματαίωσης και
αποθάρρυνσης του παιδιού λόγω της γλωσσικής αποτυχίας που μπορεί να βιώνει
καθημερινά. Επιπρόσθετα, αν δεν υπάρχει μια ουσιαστική παρέμβαση η γλωσσική
αποτυχία που μπορεί να βιώσει το παιδί στην καθημερινότητα του μπορεί να
οδηγήσει σε συμπεριφορές κατάθλιψης, άγχους και συναισθηματικών διαταραχών
τόσο στο παιδί με δυσλεξία όσο και στην οικογένεια του (Στασινός,2020).
Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί ότι στη προσχολική ηλικία δεν πραγματοποιείται
μια ουσιαστική διάγνωση αλλά μια καταγραφή ενδείξεων που οδηγεί στην ένταξη του
παιδιού στην ομάδα υψηλού κινδύνου. Η ουσιαστική διάγνωση της δυσλεξίας
πραγματοποιείται από την ηλικία των 7,5 – 8 χρονών όπου το παιδί έρχεται σε επαφή
με τον γραπτό λόγο και είναι φανερή η αναγνωστική του αποτυχία. (Στασινός,2020).
Συνεπώς, όλα τα παραπάνω αποτελούν τους λόγους της ομαλής σχολικής εργασίας
των παιδιών όπου η διάγνωση της δυσλεξίας έγινε στις δύο πρώτες τάξεις του
δημοτικού.
9η
Οι μέθοδοι διάγνωσης της δυσλεξίας αφορούν στην αξιολόγηση της νοητικής και
γλωσσικής ηλικίας του παιδιού και εστιάζουν στα ελλείμματα του στην ανάγνωση,
την ορθογραφημένη γραφή, στην αριθμητική και στη νευρο-ψυχολογική ωριμότητα
του όπως είναι η πλευρίωση και η υπερκινητικότητα (Στασινός,2020). Σχετικά με την
αξιολόγηση της νοημοσύνης των παιδιών με δυσλεξία, υποστηρίζεται ότι δυσλεξικά
προβλήματα μπορεί ν’ απαντώνται σε άτομα με ανώτερο ή μέσο ή και χαμηλό
επίπεδο νοητικής ικανότητας. Επομένως, χρειάζεται σκιαγράφηση τόσο των νοητικών
όσο και των γλωσσικών ελλειμμάτων του παιδιού. Για την σκιαγράφηση παρόμοιων
ελλειμμάτων γίνεται χορήγηση ενός ατομικού τεστ νοημοσύνης στο παιδί με σκοπό
να γίνει σύγκριση στις επιδόσεις του στη λεκτική του νοημοσύνη και στη πρακτική
του νοημοσύνη. Μάλιστα συχνά αναφέρεται πως υπάρχει αναντιστοιχία των
επιδόσεων του στη λεκτική και πρακτική νοημοσύνη με υπεροχή της δεύτερης. Στο
σημείο αυτό κρίνεται σημαντικό να αναφερθεί ότι το νοητικό επίπεδο του παιδιού με
δυσλεξία είναι ανώτερο εκείνου της αναγνωστικής του ικανότητας. Άλλωστε η
δυσλεξία χαρακτηρίζεται ως ειδική διαταραχή του γραπτού λόγου και χρειάζεται την
κατάλληλη παρέμβαση από τον εκπαιδευτικό της σχολικής τάξης.
10η
Η δυσλεξία αποτελεί μια ειδική διαταραχή του γραπτού λόγου και συναντάται σε
όλες τις ομιλούμενες γλώσσες του κόσμου (Στασινός,2016). Πιο συγκεκριμένα,
συνιστά έναν παράγοντα πρόκλησης για τον εκπαιδευτικό, τους γονείς και φυσικά για
το ίδιο το παιδί καθώς αποτελεί ένα αναπτυξιακό-βιολογικό, διδακτικό-παιδαγωγικό,
ψυχολογικό και κοινωνικό πρόβλημα όσον αφορά στην ανάπτυξη και το μέλλον του
παιδιού. Ο πολυμερής χαρακτήρας της δυσλεξίας επηρεάζει σημαντικά τον
εκπαιδευτικό ως προς το διδακτικό και παιδαγωγικό του έργο, καθώς απαιτεί να είναι
σε εγρήγορση και να ασχοληθεί με πραγματικό ενδιαφέρον στην διάγνωση του
γλωσσικού προβλήματος του παιδιού έτσι ώστε να συμβάλλει αποτελεσματικά στην
υπέρβαση του (Στασινός,2020).
Συμπερασματικά, για κάθε τύπο δυσλεξίας που μπορεί να έχει το κάθε παιδί
χρειάζεται και διαφορετική παρεμβατική στρατηγική (Στασινός,2016). Σύμφωνα με
τον Στασινό (2020), οι μέθοδοι παρέμβασης ανάλογα με τις ενδείξεις του φαινομένου
της δυσλεξίας είναι η πολύ-αισθητηριακή προσέγγιση, η ακολουθία συγκεκριμένων
σταδίων διδασκαλίας, η αφαιρετική προσέγγιση και η διεξοδική παρουσίαση
φωνητικών μεθόδων.
11η
12η
Επειδή ο εκπαιδευτικός αποτελεί τον πρώτο αποδέκτη των δράσεων του παιδιού θα
πρέπει να είναι κατάλληλα καταρτισμένος ώστε να συμβάλλει στην ολόπλευρη
ανάπτυξη του παιδιού. Η ενθάρρυνση για αλληλεπίδραση, εξέλιξη και ενδυνάμωση
θα πρέπει να κυριαρχούν στο εκπαιδευτικό του έργο.
ΦΙΛΕΝΑΔΑ ΣΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΟΥ ΑΝΑΛΟΓΑ ΜΕ ΤΗΝ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΠΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙΣ ΒΑΖΕΙΣ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ !!!!!! ΟΙ ΔΙΚΕΣ ΜΟΥ ΗΤΑΝ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ
ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΠΟΥ ΕΙΧΑΜΕ ΣΤΟ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ ΤΟΥ ΣΤΑΣΙΝΟΥ!!!!